Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα π. Συμεών Κραγιόπουλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα π. Συμεών Κραγιόπουλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 27, 2013

π. Συμεών Κραγιόπουλος: "Κυριακή μετά τα Χριστούγεννα " Ένα μεγάλο λάθος των χριστιανών


'Ένα μεγάλο λάθος των χριστιανών
Ο Υιός του Θεού έγινε άνθρωπος εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου. Δεν μπορούσε να γίνει άνθρωπος, ας πούμε, χωρίς τους ανθρώπους. Aλλά και δεν μπορούσε να είναι Θεάνθρωπος παρά εκ Πνεύματος Αγίου. Γεννήθηκε ο Κύριος ως άνθρωπος και γιορτάζουμε τη Γέννησή του αυτές τις ημέρες.

Πλην όμως πρέπει να έχουμε υπόψιν μας ότι όλα βέβαια γίνονται για μας τους ανθρώπους, σ' όλα έχουμε συμμετοχή οι άνθρωποι ως άνθρωποι, αλλά όλα όμως γίνονται διά του Πνεύματος του Αγίου.

Όσο και αν από την ανθρώπινη πλευρά ετοιμασθούμε, προσέξουμε, εργασθούμε, κοπιάσουμε, προσφέρουμε τα πάντα, δεν θα είναι τίποτε αυτό, εάν δεν έρθει το Άγιο Πνεύμα, εάν δεν εργασθεί το Άγιο Πνεύμα, εάν δεν ενεργήσει το Άγιο πνεύμα. Κάνουμε λάθος μεγάλο, όταν ως χριστιανοί δεν λαμβάνουμε υπόψιν αυτή την αλήθεια πάντοτε και ιδιαίτερα αυτές τις ημέρες, ότι το Άγιο πνεύμα είναι εκείνο που ενεργεί τα πάντα. Αυτό δεν το λαμβάνουμε υπόψιν.

Όχι μόνο οι συνηθισμένοι χριστιανοί κάνουν πολλά πράγματα αυτές τις ημέρες λόγω των εορτών, όμως εντελώς από την ανθρώπινη πλευρά, αλλά και οι καλοί χριστιανοί, εκείνοι δηλαδή που υποτίθεται ότι έχουν μιά κάποια γνώση, εκείνοι που υποτίθεται ότι κάνουν πνευματικό αγώνα, εκείνοι που υποτίθεται ότι πιστεύουν και ζουν δια πίστεως, μένουν σ' αυτό που μπορεί να κάνει ο άνθρωπος. Και στο σπίτι που είναι και στο ναό όταν έρθουν, απλώς προσπαθούν ανθρωπίνως να συμμετάσχουν στο μυστήριο του Θεού.

Φυσικά ο άνθρωπος τι μπορεί να κάνει; Τα ανθρώπινα μπορεί να κάνει. Και θα λέγαμε ότι ο Θεός αυτό θέλει από τον άνθρωπο, να βάλει το ανθρώπινο μερτικό. Όμως αυτό πρέπει να γίνεται πάντοτε με την προϋπόθεση ότι θα ενεργήσει ο Θεός, πάντοτε με την προϋπόθεση ότι τον τελευταίο λόγο τον έχει ο Θεός. Πρέπει να γίνεται έτσι, ώστε όλος ο κόπος, όλη η προσπάθεια, όλο το δόσιμο, όλη η ετοιμασία, όλη η ανθρώπινη εργασία να είναι ένα άνοιγμα της ψυχής στην Χάρι του Θεού, ένα άνοιγμα της ψυχής στην Χάρι του Αγίου Πνεύματος. Πρωτίστως να πιστεύει κανείς έτσι και να αναμένει κατ' αυτόν τον τρόπο και πάντοτε μ' αυτή την ελπίδα να εργάζεται, αλλά και γενικότερα να παίρνει αυτή τη στάση.
Εργασία στην καθεμιά ψυχή εκ Πνεύματος Αγίου

Πολλές φορές στους πνευματικούς λεγόμενους ανθρώπους, που, όπως είπαμε, κάνουν κάποια προσπάθεια, και τον άλλο καιρό και μέσα στη εκκλησία γιγαντώνεται από μέσα τους... Ποιό άλλο; Η ιδέα που έχουν για τον εαυτό τους, ο εγωισμός που έχουν, η φιλαυτία που υπάρχει μέσα τους. Στους πνευματικούς ανθρώπους, καθώς μάλιστα αγωνίζονται πνευματικά, αυτά γιγαντώνονται. θα έλεγε κανείς, όχι απλώς απελευθερώνονται από τα δεσμά τους, τα οποία δεσμά μπορεί να βάλει ο άνθρωπος σ' αυτά, αλλά και σαν να ενισχύονται, σαν να φορτίζονται, σαν να προμηθεύονται επιπλέον και κάποια δύναμη ακόμη και ξεπετάγονται μέσα από την ψυχή και ορθώνονται. Πού; Ενώπιον του Θεού. Έτσι, δεν έχει περιθώρια το πνεύμα του Θεού να επισκιάσει την ψυχή. Δεν έχει περιθώρια να καταλαγιάσει, να κουρνιάσει, αν θέλετε, το πνεύμα του Θεού μέσα στην ψυχή, να εργασθεί, για να φωτίσει την ψυχή, για να την κάνει την ψυχή να νιώσει το μυστήριο του Θεού, να το καταλάβει όσο γίνεται, να το δεχθεί και να το ζει. Να γίνει δηλαδή μία εργασία στην καθεμιά ψυχή εκ Πνεύματος Αγίου και του ιδίου του ανθρώπου. Του κάθε ανθρώπου, αλλά εκ Πνεύματος Αγίου.

Πώς μπορούμε να γιορτάσουμε Χριστούγεννα, εάν δεν ενεργήσει το Άγιο πνεύμα; Πώς μπορείς να καταλάβεις τί είναι Χριστούγεννα, να ζήσεις τα Χριστούγεννα, εάν δεν ενεργήσει το Άγιο Πνεύμα; Πώς μπορείς να καταλάβεις τί είναι Θεία Λειτουργία, τι είναι Θεία Κοινωνία, τι είναι αγάπη του Θεού, τι είναι όλα αυτά, εάν δεν ενεργήσει το Άγιο πνεύμα, εάν δεν δώσει το Άγιο πνεύμα, εάν δεν δημιουργήσει το Άγιο πνεύμα; Τα ανθρώπινα, όσο τέλεια και αν είναι, είναι πάντοτε πολύ φτωχά και αμαρτωλά. Αν είσαι απλώς ένας χριστιανός, ένας πνευματικός άνθρωπος, θα πηγαίνεις, θα έρχεσαι κάτι ν' αρπάξεις από την Χάρι του Θεού. Αυτό δεν είναι δύσκολο· αυτό το κάνει ο καθένας. Όμως είναι δύσκολο να παραδεχθεί κανείς ότι είναι φτωχός, είναι δύσκολο να παραδεχθεί κανείς ότι, ό,τι και να κάνει, αν δεν ενεργήσει ο Θεός, δεν κάνει τίποτε.


Δύσκολο, ξεδύσκολο πρέπει να αποφασίσουμε...
Δύσκολο είναι να ταπεινωθεί ο άνθρωπος. Ας βλέπει τον Κύριο ταπεινωμένο εκεί στη φάτνη. Ας βλέπει τον Κύριο θυσιαζόμενο για μας. Ας βλέπει την αγάπη του. Ο άνθρωπος και πάλι έχει τόση αγάπη στον εαυτό του! Είναι τόσο δεμένος με τα δικά του! Τα οποία μάλιστα δικά του τα φτιάχνει και πνευματικά, ενώ είναι φιλαυτία. Γι' αυτό, είπα, γιγαντώνεται ο εγωισμός. Είναι δύσκολο να ταπεινωθούμε. αλλά δύσκολο-ξεδύσκολο πρέπει να τον ξεπεράσουμε τον εγωισμό.

Δύσκολο-ξεδύσκολο πρέπει να το αποφασίσει όποιος έχει διάθεση να γίνει χριστιανός αληθινός, όποιος έχει διάθεση, αν μπορώ να πω έτσι, να μην πάει γι' αυτόν χαμένο το έργο του Θεού, χαμένη η οικονομία του Θεού, το ότι δηλαδή ο Θεός γίνεται άνθρωπος.

Όποιος έχει διάθεση να μην αφήσει να πάει χαμένο γι' αυτόν το έργο του Θεού, η οικονομία του Θεού, ας μην περιμένει άλλο, βλέποντας τον Κύριο, τον νεογέννητο Κύριο, βλέποντας την ταπείνωσή του, τη θυσία του, την αγάπη του, όλη αυτή τη συγκατάβασή του που γίνεται για τον άνθρωπο. δεν γίνεται για κανέναν άλλο ή για κάποιον άλλο λόγο, αλλά γίνεται για τον άνθρωπο. Για σένα που έχεις τουπέ, για σένα που έχεις όλην αυτή την κατάσταση μέσα σου. Και μάλιστα μην τυχόν τη δει κανείς, μην τυχόν την αγγίξει κανείς· είσαι έτοιμος να αντιδράσεις. Μπορεί κατά τα άλλα να φαίνεσαι πνευματικός άνθρωπος και να κάνεις τον πνευματικό άνθρωπο, όμως βαθιά μέσα σου υπάρχει αυτό το θεριό.


Το θαύμα...
Ο Κύριος πέρα από όλα τα άλλα που θα κάνει, και με το παράδειγμα, και μ' αυτή την πραγματικότητα της ζωής του, έρχεται να ταρακουνήσει εσένα τον άνθρωπο που έχεις φιλότιμο, τον καλής διαθέσεως άνθρωπο. Ο άλλος δεν θα προσέξει, δεν θα δώσει σημασία. Σ' εσένα και για εσένα έρχεται ο Κύριος να σε κάνει επιτέλους να προσέξεις, να σε κάνει να φιλοτιμηθείς, να συγκινηθείς, να ταπεινωθείς και να ξεγράψεις τον εαυτό σου μια για πάντα ή, καλύτερα, να παρακαλέσεις να σε βοηθήσει να γίνει αυτό, διότι ο άνθρωπος και αυτό δεν μπορεί να το κάνει, όσο και αν θέλει.

Ο Κύριος ο οποίος άφησε τους ουρανούς για μας, όταν δει φιλότιμο άνθρωπο, όταν δει καλής διαθέσεως άνθρωπο, που πράγματι κατάλαβε περί τίνος πρόκειται και θέλει να ελευθερωθεί από τα δεσμά τού εγώ του και να γίνει κατά Θεόν άνθρωπος, άνθρωπος του Πνεύματος, θα ενεργήσει δραστικά -ξέρει πώς θα ενεργήσει-και το θαύμα αυτό θα γίνει.

Θαύμα είναι η ενανθρώπηση του Χριστού, αλλά και θαύμα είναι να παύσει ο άνθρωπος να είναι αυτό που είναι, δηλαδή παλαιός άνθρωπος και να γίνει νέος άνθρωπος. Διότι ό,τι θα γίνει, δεν θα είναι ένα κατόρθωμα του ανθρώπου, αλλά θα είναι ένα έργο του Αγίου Πνεύματος. Θαύμα είναι. Και αυτό το θαύμα έρχεται ο Κύριος δια του θαύματος του δικού του, ας πούμε, να πραγματοποιήσει σε καθεμιά ψυχή.


Να παρακαλέσουμε τον Κύριο...
 Ας ευχηθούμε, αδελφοί μου, ας ευχηθούμε. Είναι μυστήρια αυτά. Μπορεί να τα λέμε, να τα ξαναλέμε, αλλά πόσο καταλαβαίνει ο καθένας; Πόσο αγγίζει τον καθένα το μυστήριο; Ωστόσο όμως πρέπει να γίνει αυτό σ' όλους. Δεν εξαιρείται κανένας. Ο Κύριος θα μας φωτίσει, θα μάς βοηθήσει, θα θελήσει, αν θέλετε να πω έτσι, να κάνει λίγο ακόμη συγκατάβαση. Γιατί θέλει ο καθένας μας ιδιαίτερη συγκατάβαση και ιδιαίτερη ταπείνωση από τον Θεό και ιδιαίτερη αγάπη.

Να παρακαλέσουμε τον Κύριο που γιορτάζουμε τα γενέθλιά του και που, όσο μπορούμε, δείχνουμε την αφοσίωσή μας σ' αυτόν, την πίστη μας, την αγάπη μας, να κάνει και αυτό το ιδιαίτερο στον καθένα μας, ώστε να συντελεσθεί το θαύμα. Δηλαδή όντως να έρθει μέσα μας η Χάρις του Θεού, όντως να μορφωθεί μέσα μας ο Χριστός διά της Χάριτος του Θεού, όντως να παύσουμε να είμαστε παλαιός άνθρωπος και να γίνουμε νέος άνθρωπος, εν Χριστώ Ιησού δια Πνεύματος Αγίου.
29-12-1985

Σάββατο, Αυγούστου 31, 2013

π. Συμεών Κραγιόπουλος: Ομιλία εις την "Αρχήν της Ινδίκτου" (1η Σεπτεμβρίου)

Όπως γνωρίζετε, καθώς το έχουμε πει άλλα χρόνια, την 1η Σεπτεμβρίου αρχίζει το εκκλησιαστικό έτος. Δηλαδή από εκκλησιαστικής απόψεως την 1η Σεπτεμβρίου έχουμε πρωτοχρονιά. Απλώς τώρα σας το θυμίζω αυτό και εύχομαι όλοι, καθώς μπαίνουμε στη νέα εκκλησιαστική χρονιά, να βάλουμε μια αρχή αλλά αρχή αληθινή.

Μία προφητεία
Θα αναφερθώ λίγο στα λόγια αυτά που ακούσαμε προηγουμένως στην ευαγγελική περικοπή, στα οποία και άλλη φορά έχουμε αναφερθεί. Η ευαγγελική περικοπή είναι από το κατά Λουκάν Ευαγγέλιο, και τα λόγια στα οποία θα αναφερθούμε είναι από τον προφήτη Ησαΐα, τα οποία ανέγνωσε ο Χριστός στην ιδιαιτέρα του πατρίδα, τη Ναζαρέτ, και όπως είπε ο ίδιος ο Κύριος, είναι λόγια που αναφέρονται στο πρόσωπό του.

Στην προφητεία αυτή γίνεται λόγος γι' αυτό που ήλθε ο Χριστός να κάνει στον κόσμο, και μάλιστα ομιλεί ο ίδιος ο Χριστός για τον εαυτό του.

«Πνεῦμα Κυρίου ἐπ' ἐμέ, οὖ εἴνεκεν ἔχρισέ με». Ο Χριστός είναι ο απεσταλμένος του Θεού, είναι αυτός που ως άνθρωπος είναι κεχρισμένος με το Πνεύμα του Θεού. Και αυτός είναι εκείνος ο οποίος θα κάνει ακριβώς το έργο το οποίο χρειάζονται οι άνθρωποι. Πιο μπροστά ο Θεός έστειλε προφήτες, αλλά τώρα έστειλε τον Υιό του.

Λέει ο Χριστός ότι τον έστειλε ο Θεός «εὐαγγελίσασθαι πτωχοῖς». Με έστειλε να φέρω στους φτωχούς το χαρμόσυνο άγγελμα της σωτηρίας. «Ἰάσασθαι τούς συντετριμμένους τήν καρδίαν». Με έστειλε -η φράση αυτή εννοείται σ' όλα τα παρακάτω που λέγονται στην προφητεία- να γιατρέψω αυτούς που έχουν συντετριμμένη καρδιά.

«Κηρύξαι αἰχμαλώτοις ἄφεσιν». Να ελευθερώσω αυτούς που είναι αιχμάλωτοι της αμαρτίας και να διακηρύξω σ' αυτούς ότι είναι ελεύθεροι, ότι συγχωρήθηκαν οι αμαρτίες τους.

«Και τυφλοῖς ἀνάβλεψιν». Να δώσω φως σ' αυτούς που είναι τυφλοί. «Ἀποστεῖλαι τεθραυσμένους ἐν ἀφέσει». Αυτούς, οι οποίοι ένεκα της αμαρτίας -όχι για άλλο λόγο- είναι κυριολεκτικά τσακισμένοι, συντεθλιμμένοι, πιεσμένοι, μόλις και δεν έχουν πεθάνει, να τους συγχωρήσω και να τους αποστείλω ελεύθερους από το βάρος αυτό.

«Κηρύξαι ἐνιαυτόν Κυρίου δεκτόν». Και να κηρύξω το έτος που είναι δεκτό στον Κύριο, στον Θεό. Δηλαδή να κηρύξω την έναρξη της καινούργιας ζωής, της εν Χριστώ, της εν Πνεύματι Αγίω, ζωής.

Αυτά, όπως είπαμε, τα προσέξαμε και άλλη χρονιά -πέρυσι, προπέρυσι- ίσως όμως δεν τα είδαμε από την εξής πλευρά: ο Χριστός γι' αυτό ήλθε, γι' αυτό απεστάλη, να φέρει το χαρμόσυνο μήνυμα στους φτωχούς, να γιατρέψει αυτούς που έχουν συντετριμμένη καρδιά, να κηρύξει ότι ελευθερώνει από την αμαρτία τους δούλους και τους αιχμαλώτους της αμαρτίας, να δώσει στους τυφλούς φως κλπ. Ο Χριστός ήλθε, για να κάνει αυτό το έργο.


Τι συμβαίνει και το έργο του Χριστού 
δεν πραγματοποιείται μέσα μας;
Τι συμβαίνει στην πράξη; Δεν είμαστε φτωχοί; Δεν έχουμε συντετριμμένη καρδιά, με την έννοια ότι η καρδιά μας είναι άρρωστη; Δεν είμαστε κυριολεκτικά αιχμάλωτοι της αμαρτίας; Δεν είμαστε στο σκοτάδι; Δεν είμαστε κυριολεκτικά τσακισμένοι από την αμαρτία; Δεν έχουμε ανάγκη να νιώσουμε ότι μπήκαμε σ' αυτή την καινούργια ζωή, που έκανε αρχή ο Χριστός; Δεν έχουμε ανάγκη ν' αρχίσουμε να ζούμε αυτή τη ζωή που μας κάνει ευαρέστους στον Θεό;

Και φτωχοί είμαστε και συντετριμμένοι, με την έννοια που είπαμε, είμαστε και αιχμάλωτοι και τυφλοί και τσακισμένοι είμαστε, και καθόλου η ζωή μας δεν είναι ευάρεστη στον Θεό. Όμως ο Χριστός ακριβώς γι' αυτό ήλθε: αυτό που δεν είμαστε, αυτό να μας κάνει. Δεν είμαστε πλούσιοι εν Κυρίω, να μας κάνει πλουσίους. Δεν είμαστε υγιείς στην καρδιά, να μας κάνει υγιείς. Δεν είμαστε λυτρωμένοι, να μας λυτρώσει. Δεν βλέπουμε, αλλά είμαστε τυφλοί, να μας δώσει φως.

Τι συμβαίνει και τελικά δεν γίνεται αυτό; Ποιος θα μπορούσε να πει, βάζοντας το χέρι στην καρδιά του, ότι το μήνυμα αυτό του Χριστού έφθασε στη φτωχή καρδιά του και είναι ο πλουσιότερος των πλουσίων; Ποιος μπορεί να πει, βάζοντας το χέρι στην καρδιά του, ότι τον γιάτρεψε ο Κύριος; Ποιος μπορεί να πει ότι τον ελευθέρωσε, τον συγχώρησε, ο Κύριος; Ποιος μπορεί να πει, βάζοντας το χέρι στην καρδιά του, ότι του έδωσε ο Κύριος φως και βλέπει, ότι, καθώς ήταν ετοιμοθάνατος, τον ανέστησε ο Κύριος, ότι τον έκανε να σταθεί στα πόδια του, τον έκανε να ζει τη ζωή αυτήν που είναι ευάρεστη στον Θεό;

Τι συμβαίνει λοιπόν; Από το ένα μέρος είμαστε στην κατάσταση που αναφέρει η προφητεία, από το άλλο μέρος ο Κύριος ήλθε ακριβώς σ' αυτούς οι οποίοι είναι σ' αυτή την κατάσταση, για να τους φέρει, αυτό το οποίο ήλθε να φέρει. Κι όμως, αν μιλήσουμε ειλικρινά και τίμια, δεν μπορούμε να πούμε ότι το έκανε αυτό ο Κύριος. Γιατί; Γιατί; Δεν ισχύουν σήμερα τα λόγια του; Δεν ισχύει το Ευαγγέλιό του στις ημέρες μας; Ψεύδεται ο Κύριος; Δεν είναι και για μας ο Κύριος; Έπαυσε να είναι στις ημέρες μας; Ίσχυαν αυτά κάποτε και τώρα δεν ισχύουν; Γίνονταν αυτά κάποτε και τώρα δεν γίνονται; Γιατί;

Αυτή η ώρα είναι ιερή. Και δεν είναι ιερή, μόνο επειδή είμαστε μέσα στο ναό, επειδή είμαστε μέσα στη Θεία Λειτουργία, αλλά είναι ιερή η ώρα και επειδή τελείωσε ένας εκκλησιαστικός χρόνος και σε λίγα λεπτά μπαίνουμε στον καινούργιο εκκλησιαστικό χρόνο. Αυτή λοιπόν την ιερή ώρα να μου επιτρέψετε όχι απλώς να πω, αλλά να τονίσω, όσο γίνεται περισσότερο υπεύθυνα ενώπιον του Θεού, ότι: εμείς είμαστε αυτό που είμαστε, και γι' αυτό ο Κύριος ήλθε και για μας, για να μας γιατρέψει. Δεν ήλθε μόνο για άλλους.

Η αιτία που από το ένα μέρος βλέπουμε ότι είμαστε αυτό που είμαστε, και από το άλλο μέρος ομολογούμε ότι δεν μας γιάτρεψε ο Κύριος, είναι ότι δεν θέλουμε να το δεχθούμε, δεν θέλουμε να το συνειδητοποιήσουμε, δεν θέλουμε να το ομολογήσουμε, δεν θέλουμε να το πούμε, να το αναγνωρίσουμε ότι είμαστε αυτό που είμαστε, και να πάρουμε την ανάλογη στάση απέναντι στον Κύριο.

Δηλαδή η στάση μας να είναι τέτοια, που να δείχνει ακριβώς αυτό, ότι νιώθουμε ό,τι είμαστε, αλλά επίσης η στάση μας να φανερώνει ότι πιστεύουμε πως ο Κύριος ήλθε και για μας, π;ως ο Κύριος μπορεί να το κάνει αυτό και σ' εμάς και πως θέλει να το κάνει αυτό και θα το κάνει.


Ψυχή που δεν αποδέχεται ότι είναι άρρωστη μένει αγιάτρευτη
Εδώ κατά την ταπεινή μου γνώμη βρίσκεται η αιτία. Και να μου επιτρέψετε να πω το εξής: το ότι αυτή είναι η αίτια βγαίνει, όχι μόνο αν θελήσει να δει κανείς τα πράγματα αντικειμενικά, αλλά το βλέπουμε στην πράξη καθημερινά. Δεν είδα και δεν συνάντησα ακόμη ψυχή που νιώθει ότι είναι φτωχή, και δεν την κάνει κάθε μέρα και πιό πλούσια ο Θεός.

Δεν συνάντησα ακόμη ψυχή που νιώθει ότι είναι ένα συντρίμμι -δεν έχει σημασία για ποιους λόγους- και δεν την θεραπεύει κάθε μέρα και περισσότερο ο Κύριος. Δεν συνάντησα ακόμη ψυχή που δέχεται ότι είναι κυριολεκτικά αιχμάλωτη της αμαρτίας, των παθών, των αδυναμιών, και δεν την ελευθερώνει ο Κύριος κάθε μέρα και περισσότερο. Και δεν συνάντησα ψυχή που ομολογεί ότι δεν βλέπει, που ομολογεί ότι είναι στο σκοτάδι, που ομολογεί ότι δεν ξέρει, και δεν της δίνει ο Κύριος φως κάθε μέρα και περισσότερο.

Από το άλλο μέρος η ψυχή η οποία μπορεί θεολογώντας να λέει ότι είναι φτωχή, αλλά στην πράξη δεν το δέχεται αυτό, διαπιστώνω -πώς να το πούμε;- ότι σαν να μην ευαγγελίστηκε αυτή η ψυχή. Κάνει εντύπωση το πράγμα. Σαν να μην άκουσε κανείς το Ευαγγέλιο, σαν να μην άκουσε τη χαρμόσυνη αγγελία, το χαρμόσυνο μήνυμα, το χαρμόσυνο άγγελμα του Κυρίου. Διότι, όπως έχουμε πει κι άλλες φορές, εμείς που ακούσαμε, αν ακούσαμε, το Ευαγγέλιο του Κυρίου, το χαρμόσυνο μήνυμα του Κυρίου, πρέπει να είμαστε πανευτυχείς και επομένως πάμπλουτοι.

Η ψυχή εκείνη η οποία δεν αισθάνεται τη φτώχεια της -όσο και αν θεολογώντας μπορεί να λέει ότι την αισθάνεται- στην πράξη έχει αυτάρκεια μέσα της. Ζει μ' αυτή την πραγματικότητα ότι έχει αυτάρκεια. αυτή η ψυχή δεν ευαγγελίσθηκε. Το βλέπουμε, το διαπιστώνουμε καθημερινά. και βλέπεις ότι είναι φτωχή, φτωχότατη, ενώ θα μπορούσε να είναι πάμπλουτη. και όπως σας είπα, η ψυχή η οποία θα το πιάσει αυτό: «Και σε μένα μίλησε ο Κύριος; και σε μένα ο Κύριος έφερε το χαρμόσυνο μήνυμα; Και σε μένα φανερώθηκε ο Κύριος; και για μένα ήρθε ο Κύριος;», δεν θέλει τίποτε άλλο και αισθάνεται πάμπλουτη.

Μάλιστα, αισθάνεται ότι δεν της αξίζει αυτό, και δεν υπάρχει ίχνος παραπόνου μέσα της. Ψυχές που παραπονούνται, κατά βάθος ακόμη δεν δέχθηκαν, δεν αποδέχθηκαν και δεν πείσθηκαν ότι είναι φτωχές, και ότι ήλθε ο Κύριος να τις κάνει πλούσιες.

Διαπιστώνει κανείς ότι η ψυχή εκείνη η οποία στην πράξη -άλλο τι λέει όταν θεολογεί- δεν αποδέχεται, δεν δέχεται, ότι είναι άρρωστη, δεν γιατρεύεται. Μένει αγιάτρευτη η ψυχή και πάλι τα ίδια, πάλι τα ίδια, πάλι τα ίδια. Κάποιος που είναι φυματικός ή άλλος που έχει άλλη αρρώστια, από δω, από κει θέλει να το ξεφύγει, δεν πάει και στον γιατρό, φοβούμενος ίσως τι θα του πει.

Τελικά, πείθεται ότι είναι άρρωστος, πάει στον γιατρό, αρχίζει τη θεραπεία και θεραπεύεται, αν υπάρχει θεραπεία για την αρρώστια του. Στις αρρώστιες της ψυχής δεν έχουμε τέτοιο πρόβλημα μήπως δεν υπάρχει θεραπεία. Γιατρός είναι ο ίδιος ο Κύριος, αυτός που μας έπλασε, και είναι αυτός που μπορεί, όσο βαριά άρρωστη κι αν είναι η καρδιά μας, η ψυχή μας, να τη θεραπεύσει.


«Κηρύξαι αἰχμαλώτοις ἄφεσιν»
«Κηρύξαι, αἰχμαλώτοις ἄφεσιν». Με έστειλε ο Θεός -λέει ο Κύριος στην προφητεία- να ελευθερώσω αυτούς που είναι αιχμάλωτοι της αμαρτίας. Αλλά ποιας αμαρτίας; Ας πούμε, για να γίνει ένα κακό, θα το κάνει κάποιος· αλλιώς το κακό δεν υπάρχει.

Επομένως, αμαρτία που σε αιχμαλωτίζει δεν είναι απλώς μια πράξη, η άλφα ή βήτα πράξη, αλλά είναι το εγώ σου που κυριολεκτικά σε κρατάει αιχμάλωτο. Όταν το καταλάβεις αυτό και το ομολογήσεις, να κράξεις, να κραυγάσεις και να πιστεύσεις ότι ο Χριστός ήλθε, ακριβώς για να σ' ελευθερώσει από την αιχμαλωσία αυτή. Πώς θα σ' ελευθερώσει; Δίνοντάς σου άφεση.

Δηλαδή τι είναι άφεση, τι είναι συγχώρηση; Υποχωρεί το εγώ μέσα σου, και έρχεται ο Χριστός. Δεν σε κυβερνάει το εγώ, δεν σε κυβερνάει το θέλημά σου και η οποιαδήποτε δική σου γνώμη και κρίση, αλλά σε κυβερνάει ο Χριστός. Έτσι έρχεται η άφεση, έτσι ελευθερώνεσαι από την αιχμαλωσία της αμαρτίας.

Όλες οι ψυχές είναι αιχμάλωτες, αλλά τελικά, όσο κι αν κανείς θέλει να ελευθερωθεί, χρειάζεται να δει έτσι τα πράγματα, να ομολογήσει έτσι τα πράγματα, ώστε να έλθει η άφεση από τον Κύριο, και η απελευθέρωσή μας από την αιχμαλωσία.


«Και τυφλοῖς ἀνάβλεψιν»
«Και τυφλοῖς ἀνάβλεψιν». Μπορεί θεολογικά να λες πολλά επάνω σ' αυτό το θέμα, αλλά στάσου ειλικρινά ενώπιον του Θεού και ομολόγησε: παραδέχθηκες ότι είσαι τυφλός; Πώς είναι ένας τυφλός; Άσχετα τι κουράγιο έχει μέσα του, αφού είναι τυφλός, πρέπει να τον πάρουν άλλοι από το χέρι κι αυτός ν' αφεθεί με εμπιστοσύνη. Πηγαίνει, όπου τον πάνε αυτοί που τον οδηγούν, στους οποίους δείχνει εμπιστοσύνη, και δεν έχει και καμία ευθύνη. Και τη ζει αυτή την -πώς να πω;- ανευθυνότητα με την καλή έννοια.

Ποιος είναι αυτός, που ομολογεί ότι πνευματικά είναι τυφλός, που παραδέχεται ότι είναι τυφλός, και αφήνει τον εαυτό του σαν τυφλό να τον οδηγήσει ο Θεός; Ποιος είναι; Και επειδή κανένας δεν το κάνει ή ελάχιστοι είναι αυτοί που το κάνουν ή πολύ λίγο το κάνουν κι αυτοί οι ελάχιστοι, γι' αυτό λοιπόν καθόλου δεν έρχεται το φως, και μένει κανείς τυφλός εκεί στο σκοτάδι του, και όπως το ξέρουμε από άλλα λόγια του Κυρίου, αυτός ακριβώς επειδή λέει ότι βλέπει, γι' αυτό μένει στο σκοτάδι.

Άλλος μένει στο σκοτάδι, γιατί μόλις και μετά βίας κάτι πάει να κάνει η Χάρις του Θεού, αλλά δεν γίνεται, διότι ο ίδιος τα μπερδεύει τα πράγματα, επειδή ο ίδιος θέλει να βλέπει. Εσύ είσαι τυφλός, και ο Κύριος θα κάνει τα μάτια σου να βλέπουν, ο Κύριος θα σε κάνει να βλέπεις ή, αν θέλετε να το πούμε πιο σωστά, ο Κύριος θα έλθει μέσα σου και αυτός θα βλέπει και μαζί του θα βλέπεις κι εσύ.

Όταν τα σωματικά μάτια είναι άρρωστα, ο γιατρός σε θεραπεύει, και βλέπουν τα μάτια σου. Στα πνευματικά όμως δεν είναι έτσι ακριβώς. Δηλαδή δεν είναι ότι μας θεραπεύει ο Κύριος, μας δίνει φως ο Κύριος κι εμείς βλέπουμε, αλλά συνεχώς είμαστε μαζί του και ο Κύριος είναι μαζί μας, κι εμείς βέβαια αυτοί καθεαυτούς δεν βλέπουμε, αλλά είναι εκείνος που βλέπει μέσα από μας και είμαστε εμείς που βλέπουμε μέσα από εκείνον. Ο Κύριος είναι το πνευματικό φως, το οποίο δεν μπορούμε να το δούμε αλλιώς.


«Κηρύξαι ἐνιαυτόν Κυρίου δεκτόν»
«Κηρύξαι ἐνιαυτόν Κυρίου δεκτόν». Πραγματικά, αν θέλετε να δώσω μια μαρτυρία, μπορώ να πω ότι υπάρχουν ψυχές -ελάχιστες μπορεί να είναι, αλλά υπάρχουν-οι οποίες έτσι τα είδαν τα πράγματα, έτσι δέχθηκαν τον Κύριο, έτσι δουλεύει μέσα τους ο Κύριος, που όντως μπήκαν σε καινούργια ζωή και άρχισε για τίς ψυχές αυτές η καινούργια ζωή. Η ζωή τους είναι ευάρεστη στον Κύριο, είναι ζωή της Χάριτος, ζωή του Χριστού, ζωή του Αγιου Πνεύματος. Δεν είναι μια δική τους ζωή. Μόλις γίνει δική τους ζωή, γίνεται αμαρτωλή ζωή.

Ας τα λάβουμε υπ' όψιν αυτά, αδελφοί μου, για ένα νέο ξεκίνημα
.


Σάββατο, Απριλίου 13, 2013

Παρασκευή, Μαρτίου 15, 2013

π. Συμεών Κραγιόπουλος: "Οι εν ασκήσει λάμψαντες και οι εξόριστοι πρωτόπλαστοι"


 Είμαστε στην τελευταία εβδομάδα πριν από τη Σαρακοστή, 

στην εβδομάδα της Τυρινής.
 Τελειώνει η προετοιμασία μας και όπου να 'ναι εισερχόμεθα 
στη Μεγάλη Τεσσαρακοστή.
 Ελπίζω ότι όλοι το περιμένουμε αυτό ανυπόμονα και με χαρά. 
Έτσι μας προτρέπουν τα τροπάρια.

Η Εκκλησία, καθώς κοντεύουμε να φθάσουμε στην πύλη

 της Τεσσαρακοστής,
 ακόμη προσπαθεί να μας ετοιμάσει για τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή. 
Αυτήν την εβδομάδα, όπως είχαμε πει και την περασμένη Τετάρτη,
 τα τροπάρια, 
και σήμερα το πρωί και απόψε στην αγρυπνία και αύριο
 την Παρασκευή αλλά ήδη 
από τη Δευτέρα ακόμη, ομιλούν για το πλησίασμα της Τεσσαρακοστής·
 ότι πλησιάζει η νηστεία, πλησιάζει ο αγώνας αυτός ο πνευματικός.





Γιατί «μνείαν ποιούμεθα πάντων των εν ασκήσει λαμψάντων»;

Το προσεχές Σάββατο, Σάββατο της Τυρινής, η Εκκλησία το έχει αφιερώσει

 στους ασκητές. «Μνείαν ποιούμεθα πάντων των εν ασκήσει λαμψάντων 
ανδρών τε και γυναικών». Τελούμε τη μνήμη όλων, και των ανδρών και των 
γυναικών, οι οποίοι ασκήθηκαν και διέλαμψαν εν τη ασκήσει, αγιάσθηκαν
 και τους έχουμε αγίους. 
Η Εκκλησία όρισε αυτό το Σάββατο, μία ημέρα πριν μπούμε στην Τεσσαρακοστή,
 να ενθυμούμαστε τους αγίους ασκητές, να τους τιμούμε, να τους γιορτάζουμε για 
δύο λόγους: από το ένα μέρος για να τους έχουμε βοηθούς. 
Να τους παρακαλέσουμε να μας βοηθήσουν, γιατί αυτοί ξέρουν.
 Ξέρουν αυτοί τι θα πει αγώνας, τι θα πει άσκηση, τι θα πει νηστεία,
 προσευχή, κατάνυξη, μετάνοια, σωτηρία. Ξέρουν αυτοί. 
Πέρασαν από όλα αυτά. 
Να τους παρακαλέσουμε, καθώς μπαίνουμε κι εμείς στο στάδιο.

Στην προς Εβραίους επιστολή λέει ο απόστολος Παύλος:

 «Τοσούτον έχοντες περικείμενον ημίν νέφος μαρτύρων, 
όγκον αποθεμένοι πάντα και την ευπερίστατον αμαρτίαν...»2
 Δηλαδή όπως σ' ένα στάδιο που πηγαίνουν οι αθλητές ν' αγωνισθούν,
 γύρω στις κερκίδες κάθονται οι φίλαθλοι, αυτοί που τους συμπαθούν,
 που θέλουν πολύ να νικήσουν, και τους ενθαρρύνουν, έτσι και οι άγιοι.
 Αυτό το βλέπουμε μέσα στους ναούς. 
Γι' αυτό όχι μόνο υπάρχουν στους ναούς εικόνες φορητές, αλλά 
αγιογραφούνται και οι τοίχοι. 
Έτσι μέσα στον ναό με τις αγιογραφίες, αισθανόμαστε γύρω μας τους
 αγίους, που μας ενθαρρύνουν, που μας ενισχύουν και μας βοηθούν 
ν' αγωνισθούμε κι εμείς στο ίδιο στάδιο όπως εκείνοι και να φθάσουμε 
κι εμείς στο τέρμα, όπως έφθασαν εκείνοι, για να σωθεί η ψυχή μας.





Η Εκκλησία λοιπόν όρισε να ποιούμε τη μνήμη των αγίων ασκητών από το 

ένα μέρος, για να τους παρακαλέσουμε να μας βοηθήσουν τώρα, καθώς
 μπαίνουμε στο στάδιο των αρετών. Από το άλλο μέρος, για να μιμηθούμε
 τους άγιους. Έχουμε πει κι άλλες φορές και πρέπει αυτήν την ώρα να το 
τονίσουμε ότι κάνει μεγάλο λάθος ο χριστιανός εκείνος ο οποίος δεν έμαθε
 να έχει ως μέτρο της ζωής του τους αγίους και έχει μέτρο κάτι άλλο, 
κάποιον άλλο ή έχει μέτρο τον εαυτό του, το μυαλό του, την κρίση του.
 Εμείς δεν ξέρουμε. Εμείς πέφτουμε έξω. Εμείς χαριζόμαστε στον εαυτό μας.
 Εμείς ξεγελιόμαστε από αδυναμίες και τέτοια και εάν μείνουμε απλώς στο 
τι λέει η δική μας η σκέψη, θα πέσουμε έξω, δεν θα κάνουμε τίποτε. 
Και λίγο αγώνα που θα κάνουμε, μπορεί κι αυτός να είναι στην πλάνη. 
Το μέτρο είναι οι άγιοι. 
Τους αγίους πάντοτε και ειδικά αυτήν την περίοδο να έχουμε υπόψιν μας·
 κυρίως τους ασκητές αγίους.

Μέτρο μας οι άγιοι

Επειδή ακριβώς μπαίνουμε στην περίοδο της ασκήσεως, το μέτρο μας

 να είναι οι άγιοι και σ' αυτούς πάντοτε να προσβλέπουμε, αυτούς να
 έχουμε υπόψιν μας, αυτούς να μιμούμαστε και απ' αυτούς να 
διδασκόμαστε και μ' αυτούς να συγκρίνουμε τη ζωή μας· με τη 
δική τους ζωή να μετρούμε τη δική μας ζωή. 
Αλλιώς, θα κάνει κανείς καμιά προσευχή και θα υπερηφανευθεί και 
θα νομίσει, ποιος ξέρει τι έκανε! Θα πάει μερικές φορές στην εκκλησία
 ή θα κάνει καμιά άλλη καλή πράξη και θα νομίσει, ποιος ξέρει τι! 
Έτσι φουσκώνει ο άνθρωπος, υπερηφανεύεται, και πάει χαμένη η 
λίγη αρετή που μπόρεσε και έκανε. 
Ενώ όταν έχουμε υπόψιν μας τους αγίους, το τι έκαναν οι άγιοι, 
το τι είναι οι άγιοι, πώς είναι η ζωή των αγίων, αυτά τα οποία κάνουμε
 εμείς είναι τόσο λίγα, τόσο ελάχιστα μπροστά στα δικά τους, μπροστά 
στη δική τους ζωή, που καθόλου δεν θα μας έλθει η σκέψη να υπερηφανευθούμε,
 να φουσκώσουμε και τελικά δηλαδή αντί να ωφεληθούμε από την άσκησή μας, 
από την προσπάθειά μας, να πάθουμε ζημιά.




Το τονίζω αυτό, γιατί όπως είπαμε κι άλλη φορά, έχουμε την τάση οι άνθρωποι, προπαντός στα χρόνια μας, στις ημέρες μας, να τα ζυγίζουμε τα πράγματα και να τα κανονίζουμε με τη δική μας κρίση. Είναι αυτή η τάση που προέρχεται από τη δύση. Τώρα εμείς γίναμε δυτικόπληκτοι. Όχι μόνο σ' άλλα πράγματα, αλλά και χριστιανικά ακόμη ήμασταν δυτικόπληκτοι και είμαστε και δεν συμμαζεύεται. Εκεί στη Δύση -το είπαμε και άλλη φορά, αλλά μερικοί μπορεί να μην το άκουσαν, αλλά και αυτοί που το άκουσαν, ας το ακούσουν πάλι· πρέπει να τα λέμε και να τα ξαναλέμε- εκεί λοιπόν στη Δύση η τάση είναι να ταιριάξουν το Ευαγγέλιο με τη ζωή του ανθρώπου. Δηλαδή να κόψουν τρόπον τινά το Ευαγγέλιο στα μέτρα του ανθρώπου. Τώρα παρουσιάζονται ορισμένοι κι εδώ στην Ελλάδα οι οποίοι λένε να βγουν μερικές λέξεις από το Ευαγγέλιο. «Αυτές τις λέξεις να τις βγάλουμε· τι είναι αυτά; "Αμαρτία" να βγει από το Ευαγγέλιο. "Δούλος" "Απολύτρωση"; Τέτοιες λέξεις να βγουν από το Ευαγγέλιο. Δεν χρειάζονται». Να μείνουν τάχα τα καλά· ας πούμε, μόνο περί αγάπης.

Εν πάση περιπτώσει, δεν μπορούμε να πούμε ότι κόβουν το Ευαγγέλιο, αλλά ο τρόπος με τον οποίο ερμηνεύουν το Ευαγγέλιο, για να το ταιριάξουν με το πώς αρέσει στον άνθρωπο, με το πώς βολεύεται ο άνθρωπος, ο σημερινός άνθρωπος, ο οποίος είναι παραδομένος στην ευχαρίστηση και στον ευδαιμονισμό, ο τρόπος λοιπόν που το ερμηνεύουν το Ευαγγέλιο, είναι τέτοιος σαν να το κόβουν στα μέτρα τους. Δεν το ερμηνεύουν δηλαδή σωστά. Ενώ το Ευαγγέλιο δεν είναι για να το φτιάξουμε στα δικά μας τα μέτρα, για να το κάνουμε έτσι που μας βολεύει.






Η ζωή μας να γίνει ευαγγελική ζωή

Όπως κι αν έχει το πράγμα, ό,τι και να συμβαίνει, εμείς πρέπει να γίνουμε αυτό που λέει το Ευαγγέλιο, εμείς πρέπει να πάμε προς το Ευαγγέλιο και να πιστεύουμε ότι, αφού το είπε ο Θεός το Ευαγγέλιο, πρέπει να γίνει αυτό που λέει το Ευαγγέλιο, αλλά και μπορεί να γίνει. Είναι αδύνατο να μην μπορεί. Διότι, επαναλαμβάνω, το Ευαγγέλιο το είπε ο Θεός· δεν το είπαμε εμείς. Το Ευαγγέλιο το έκανε Θεός. Όλα εκεί είναι λόγια του Θεού. Και να έχουμε το κουράγιο να στεκόμαστε ενώπιον του Θεού και να λέμε: «Βλέπεις, Θεέ μου, δεν μπορώ αυτό. Κάνε με να μπορέσω». Και θα με κάνει να μπορέσω. Είναι αδύνατο δηλαδή ο Θεός να δίνει εντολή, να λέει εντολές, να λέει όλα αυτά τα άγια και ιερά λόγια που είναι μέσα στο Ευαγγέλιο και να μη γίνονται· δεν μπορεί. Όμως πρέπει να αλλάξει ο άνθρωπος. Η δική μας η ζωή πρέπει να γίνει ευαγγελική ζωή, να γίνει δηλαδή ζωή του Ευαγγελίου, επηρεασμένη από το Ευαγγέλιο, να γίνει κατά τα μέτρα του Ευαγγελίου. Αυτό είναι που έζησαν οι άγιοι.

Όπως ξέρετε, όλοι οι πρώτοι χριστιανοί λέγονταν άγιοι. Άγιοι, διότι όλοι μπήκαν σ' αυτόν τον δρόμο της αγιότητος και έγιναν άγιοι, και γέμισε η Εκκλησία άγιους και έχουμε τόσους -χιλιάδες και εκατομμύρια- άγιους. Γι' αυτό είπαμε ότι οι άγιοι είναι το μέτρο. Σ' αυτούς θα προσβλέπουμε και θα συμμορφώνουμε τη ζωή μας με βάση τη δική τους ζωή.




Βλέπετε, τώρα εμείς έχουμε και αυτό το προνόμιο, ας πω έτσι, ότι δεν είναι μόνο ότι έχουμε το Ευαγγέλιο και πρέπει να προσέξουμε το Ευαγγέλιο και να πιστεύουμε ότι αυτά που λέει γίνονται και πρέπει να γίνουν και θα γίνουν, αλλά έχουμε και τους αγίους, οι οποίοι το εφάρμοσαν το Ευαγγέλιο. Δηλαδή έχουμε παραδείγματα. Δεν έχουμε απλώς μια θεωρία. «Όσο καλή κι αν είναι η χριστιανική θεωρία, όσο καλό κι αν είναι το Ευαγγέλιο, ε, είναι λόγια», θα έλεγε κανείς. «Πού να δούμε; Να τα δούμε στην πράξη! Να, δεν γίνονται στην πράξη!» Όχι. Γίνονται. Όλοι οι άγιοι έζησαν σύμφωνα με το Ευαγγέλιο. Δεν είπαν δηλαδή αυτό που λέει ο σημερινός άνθρωπος, «στάσου να το κόψουμε το Ευαγγέλιο στα δικά μας τα μέτρα και να βολευτούμε», αλλά όλοι προσπάθησαν να ζήσουν σύμφωνα με το Ευαγγέλιο και έτσι αγίασαν.

Επειδή λοιπόν μπαίνουμε σ' αυτήν την περίοδο, που θέλει λίγο άσκηση, θέλει λίγο αγώνα, η Εκκλησία έβαλε τους αγίους ασκητές να τους γιορτάζουμε το Σάββατο αυτό που μας έρχεται. Και μπαίνουμε μετά στην Κυριακή, που είναι βέβαια Κυριακή της Τυροφάγου, της Τυρινής, αλλά είναι και Κυριακή της συγχωρήσεως. Ας πούμε πρώτα γι' αυτό που μας καλεί η Εκκλησία να θυμηθούμε την Κυριακή αυτή, και να επανέλθουμε σ' αυτό.


Γιατί «ποιούμεθα ανάμνησιν της εξορίας των πρωτοπλάστων»;

Την Κυριακή της Τυρινής διαβάζουμε στο Τριώδιο ότι «ανάμνησιν ποιούμεθα της από του παραδείσου της τρυφής εξορίας των πρωτοπλάστων». Τελείωσε· αυτήν την ημέρα μας καλεί η Εκκλησία να θυμηθούμε, όπως είπαμε και την άλλη φορά, αυτήν την εξορία των πρωτοπλάστων. Γιατί παθαίνουμε όσα παθαίνουμε; Γιατί υφιστάμεθα όσα υφιστάμεθα; Γιατί η ζωή είναι τόσο δύσκολη και τόσο πικρή; Γιατί αυτό το φαρμάκι της αμαρτίας δηλητηριάζει τον κάθε άνθρωπο και δεν τον αφήνει λίγο να ανασάνει, να νιώσει μια γλύκα μέσα του; Γιατί; Να! Διότι έγινε αυτό το κακό τότε και τους έβγαλε ο Θεός από τον Παράδεισο.

Η Εκκλησία μάς καλεί να το θυμηθούμε αυτό, διότι από κει ξεκινούν όλα τα δεινά, και εμείς ακριβώς να πάρουμε τον αντίθετο δρόμο. Οι πρωτόπλαστοι έφαγαν και βγήκαν από τον Παράδεισο. Εμείς δεν πρέπει να φάμε, για να μπούμε στον Παράδεισο. Δεν είναι τυχαίο δηλαδή το ότι δεν λείπει από καμία Σαρακοστή η νηστεία. Όταν λέμε Σαρακοστή, πρώτα εννοούμε νηστεία. Διότι οι πρωτόπλαστοι έφαγαν η Εύα πρώτη και καλύτερη έφαγε και ξεγέλασε ύστερα και τον Αδάμ. Είδε, λέει, ότι είναι ωραίος ο καρπός και μόνο που τον έβλεπε και σκέφθηκε ότι θα ήταν ευχάριστο να τον γευτεί. Και έκοψε και έφαγε. Έφαγε, ενώ ο Θεός τούς είπε «να μη φάτε». Όχι διότι έπρεπε να μείνουν νηστικοί, αλλά «να μη φάτε απ' αυτόν τον καρπό». Και αυτοί έφαγαν.




Τώρα καλούμαστε λοιπόν εμείς να μη φάμε, για να βρούμε τον δρόμο. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς -το είχα αναφέρει κι άλλη φορά, το λέω και τώρα- λέει ότι μία εντολή έλαβαν οι πρωτόπλαστοι μέσα στον Παράδεισο: να μη φάνε από τον απαγορευμένο καρπό. Τώρα, λέει, ο Χριστός πάλι μία εντολή μας έδωσε. Βέβαια πολλές, αλλά όλες οι εντολές είναι μέσα στη μία εντολή, που είναι η εντολή της επιστροφής, της μετανοίας.

Η παράβαση της εντολής εκείνης μας έδιωξε από τον Παράδεισο. Τώρα η τήρηση της νέας εντολής θα μας φέρει στον Παράδεισο. Η εντολή, λέει, η μία, η μόνη εντολή μέσα στην οποία είναι όλες οι άλλες είναι η μετάνοια. Αυτό ζητεί ο Χριστός. Γι' αυτό και όταν βγήκε στο κήρυγμα, αυτό άρχισε να λέει: «Μετανοείτε· ήγγικε γαρ η βασιλεία των ουρανών». Πιο μπροστά ο Ιωάννης ο Βαπτιστής μετάνοια κήρυσσε. Ο ίδιος ο Χριστός τον απόστολο Παύλο τον αποστέλλει στα έθνη και δεν του λέει τίποτε άλλο παρά: «Εγώ σε αποστέλλω ανοίξαι οφθαλμούς αυτών και επιστρέψαι από σκότους εις φως και της εξουσίας του σατανά επί τον Θεόν, του λαβείν αυτούς άφεσιν αμαρτιών και κλήρον εν τοις ηγιασμένοις πίστει τη εις εμέ». Και ο απόστολος Παύλος τι λέει; «Ουκ εγενόμην απειθής τη ουρανίω οπτασία εις πασάν τε την χώραν της Ιουδαίας και τοις έθνεσιν απαγγέλλων μετανοείν και επιστρέφειν εις τον Θεόν άξια της μετανοίας έργα πράσσοντας».

Μας θυμίζει λοιπόν η Εκκλησία την πτώση των πρωτοπλάστων, την φυγή των πρωτοπλάστων από τον Παράδεισο, την απομάκρυνσή τους, για να το σκεφθούμε καλά καλά και ν' αποφασίσουμε να μετανοήσουμε και να μπούμε στον αγώνα αυτό, στον αγώνα της νηστείας.






Πρώτα για τη νηστεία

Το Ευαγγέλιο, όπως θ' ακούσουμε την Κυριακή, λέει για τη νηστεία: Όταν νηστεύεις, να μην το κάνεις στα φανερά αλλά στα κρυφά κλπ. Επίσης, λέει το Ευαγγέλιο να συγχωρήσουμε όλους αυτούς οι οποίοι μας έφταιξαν, εάν θέλουμε να μας συγχωρήσει ο ουράνιος Πατέρας. Μόνο έτσι θα μας συγχωρήσει.

Πρώτα για τη νηστεία. Μπορεί πολλά να έχετε ακούσει έως τώρα. Και εδώ έχουμε πει και αλλού κλπ. Ένα ακόμη. Πολλά πράγματα απ' αυτά που ζούμε σ' αυτόν τον κόσμο, που χρειαζόμαστε σ' αυτόν τον κόσμο, που έτσι ή αλλιώς τα έχουμε και τα απολαμβάνουμε κλπ., πολλά απ' αυτά, για να μην πούμε όλα, είναι, να, επειδή πέσαμε. Όχι γιατί αυτά καθ' εαυτά χρειάζονταν στον άνθρωπο και θα χρειάζονται. Δεν θα χρειάζονται. Αλλά επειδή πέσαμε.

Όπως είπαμε άλλη φορά, έχουμε κράτος. Δεν χρειαζόταν να υπάρχει κράτος. Θα ήταν το κράτος του Θεού. Αλλά έτσι όπως έγινε τώρα, έτσι και δεν υπήρχε κράτος, αλίμονο. Και άλλα κι άλλα τέτοια. Έτσι και αυτό: Δεν χρειαζόταν να τρώνε οι άνθρωποι, όπως τρώνε. Και όταν πεθάνουμε και φύγουμε απ' αυτόν τον κόσμο, και μας αξιώσει ο Θεός να πάμε στον Παράδεισο, τί νομίζετε; Θα χρειάζεται να πάμε στον φούρναρη, για να πάρουμε ψωμί, να πάμε στον ζαχαροπλάστη, για να πάρουμε γλυκίσματα, να πάμε κλπ.; Αυτά θα είναι τόσο φτωχά μπροστά σ' εκείνα που θα έχουμε κοντά στον Θεό, που ούτε θα γυρίζει κανείς να τα δει, και αν ακόμη ήταν κάπου εκεί.

Επομένως, όλα αυτά έχουν κάτι το προσωρινό. Το κράτος που είπαμε: αλίμονο, αν ελπίσει κανείς στο κράτος και αν καυχάται, ας πούμε, γι' αυτό. Είναι απλώς, για να περάσει η ζωή αυτή. Αυτό ισχύει και για άλλα πράγματα. Έτσι και το φαγητό. Τρώμε, για να ζήσουμε, για να κάνουμε εκείνο που θέλει ο Θεός. Είναι ανάγκη τώρα να φάμε. Δεν γίνεται αλλιώς. Έπεσε ο άνθρωπος, πρέπει να φάει. Αλλά να φάει, ίσα ίσα για να ζήσει. Αλίμονο, αν παραδοθεί σ' αυτά τα πράγματα. Αλίμονο, αν σ' αυτά θέλει να βρει την ευχαρίστησή του, να ξεκουρασθεί και να αναπαυθεί κλπ. Αυτά είναι απλώς για να κάνει ο άνθρωπος τον κανόνα του.




Όλα αυτά, τροφές, πιοτά, άλλες ευχαριστήσεις κλπ. είναι μέσα σ' εκείνη τη φράση: Ο Θεός, αφού έπεσαν οι πρωτόπλαστοι, τους έκανε, λέει, δερμάτινους χιτώνες. Είχαν καμιά αξία οι δερμάτινοι χιτώνες; Δεν είχαν. Ούτε είχαν πρώτα. Δεν τους χρειάζονταν αυτούς τους δερμάτινους χιτώνες, πριν πέσουν. Αλλά αφού έπεσαν και βρέθηκαν στο κατάντημα που βρέθηκαν, έπρεπε να ντυθούν, και ο Θεός τους έφτιαξε δερμάτινους χιτώνες και τους έντυσε.

Όλα αυτά λοιπόν που λίγο-πολύ έχουμε σ' αυτόν τον κόσμο και που καμιά φορά τα νομίζουμε απαραίτητα, είναι φτωχά πράγματα, για να μπορέσουμε να περάσουμε αυτήν τη ζωή, για να κυλήσουν οι ημέρες αυτής της ζωής -έχουμε χρέος να ζήσουμε- για να κάνουμε τη μετάνοιά μας, να κάνουμε τον κανόνα μας, να κάνουμε τον αγώνα μας, να επιστρέψουμε στον Θεό, να εφαρμόσουμε το Ευαγγέλιο, να ζήσουμε κατά το Ευαγγέλιο, να ζήσουμε όπως θέλει ο Κύριος. Έχουμε υποχρέωση να ζήσουμε. Και για να ζήσουμε σ' αυτόν τον κόσμο, μας χρειάζονται ορισμένα πράγματα -εφόσον είμαστε πεπτωκότες άνθρωποι- και μόνο έτσι πρέπει να τα χρησιμοποιούμε.

Τώρα καταλαβαίνουμε καλύτερα τη νηστεία, καταλαβαίνουμε καλύτερα γιατί μας λέει η Εκκλησία να νηστεύσουμε. Όταν λέει η Εκκλησία να νηστεύσουμε, δεν θέλει να πει: «Ξέρετε; Δεν θα φάτε τώρα, για να πεθάνετε». Όχι. Κανένας δεν πρέπει να πεθάνει. Αμα κάνει κανείς νηστεία για να πεθάνει, θα κάνει μεγάλη αμαρτία. Η αυτοκτονία είναι η μεγαλύτερη αμαρτία απ' όλες. Όμως μας λέει: «Αφήστε τα αυτά· τάχα ότι κινδυνεύετε και τάχα δεν μπορείτε κλπ. Αφήστε τα αυτά. Λοιπόν, θα ζοριστείτε, θα πιεστείτε λιγάκι, θα νηστεύσετε». Πόσο πρέπει να ξεγλιτώνουμε από πολλά πράγματα αυτής της ζωής, τα οποία είναι αφύσικα! Όσο και αν φαίνονται φυσικά, είναι αφύσικα.

Η φυσιολογική κατάσταση του ανθρώπου είναι άλλη: αυτή η αγία κατάσταση που ζει κανείς με λίγη τροφή, με λίγο πιοτό, με κάποιο ένδυμα κλπ., και η τροφή του είναι ο Θεός, το πιοτό του είναι ο Θεός, η χαρά του είναι ο Θεός, τα πάντα είναι ο Θεός.





Και να αλληλοσυγχωρηθούμε

Και να αλληλοσυγχωρηθούμε. Είναι όρος απαράβατος, τόσο που θα έλεγε κανείς ότι δεν μας δέχεται ο Θεός με κανέναν τρόπο, όταν δεν συγχωρούμε τους άλλους. Και βλέπετε, μπαίνει παντού. Και στο Πάτερ ημών: «Και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών». Και στην ευαγγελική περικοπή της ερχόμενης Κυριακής θ' ακούσουμε: Ο Θεός θα μας συγχωρήσει, εφόσον κι εμείς θα συγχωρήσουμε τις αμαρτίες των άλλων. Θα μας συγχωρήσει ο Πατήρ ο ουράνιος, όταν κι εμείς συγχωρήσουμε τα πταίσματα των άλλων. Και θα ξέρετε ότι υπάρχουν και άλλα εμπόδια για τη Θεία Κοινωνία, αλλά οπωσδήποτε εμπόδιο για τη Θεία Κοινωνία είναι όταν κανείς δεν έχει συγχωρήσει από την καρδιά του τους πάντες και έχει ένα κάτι μέσα του.

Μας καλεί λοιπόν η Εκκλησία όλα αυτά κάπως να τα ζήσουμε και έτσι καθαροί, συγχωρημένοι, αποφασισμένοι να στερηθούμε ορισμένα πράγματα -όλα αυτά με χαρά όλα αυτά με διάθεση καλή- να μπούμε μέσα στο στάδιο αυτό των αρετών, στο στάδιο που είναι η Μεγάλη Τεσσαρακοστή και να κάνουμε τον αγώνα μας.

Δεν θα σας κουράσω περισσότερο. Αυτά, αδελφοί μου, και έχοντας υπόψιν και τα σημερινά και άλλα που είπαμε άλλες φορές, αλλά και άλλα που διαβάζουμε, που ακούμε, όπου ο καθένας εκκλησιάζεται, να βοηθηθούμε και να μας αξιώσει ο Θεός όλους να μπούμε φέτος στην Τεσσαρακοστή και να κάνουμε ο καθένας μας με το παραπάνω ό,τι μπορούμε, για να μας ελεήσει ο Θεός, να μας δώσει την Χάρι του, να συγχωρήσει τις αμαρτίες μας και να μας αξιώσει να γιορτάσουμε το Πάσχα αληθινά. Να μας αξιώσει να γιορτάσουμε, αρχίζοντας από δω, από τη γη, το αιώνιο Πάσχα, που είναι στην άλλη ζωή. Καλή Σαρακοστή

πηγή

Σάββατο, Δεκεμβρίου 15, 2012

π. Συμεών Κραγιόπουλος: Ομιλία εις την Κυριακή των Προπατόρων



Πρώτα να ευχαριστήσουμε τη χορωδία, τον άρχοντα πρωτοψάλτη και τους μαθητάς του. Να τους ευχαριστήσουμε που κουράζονται να μαθαίνουν τη βυζαντινή μουσική, για να ψάλλουν στην Εκκλησία του Χριστού και έτσι να δοξάζεται ο Θεός, αλλά και να βοηθούνται οι πιστοί να γίνονται πιο καλοί χριστιανοί. Τους ευχαριστούμε επίσης, και για τον κόπο που έκαναν να έλθουν να μας ψάλουν. Και για σήμερα τους ευχαριστούμε, αλλά και εκ των προτέρων τους ευχαριστούμε για όσες άλλες φορές θα έρθουν. Και ευχόμεθα ο Θεός να τους φωτίζει να ψάλλουν καλά, ώστε και οι ίδιοι να προσεύχονται, καθώς ψάλλουν στον Θεό, και να βοηθούν τους πιστούς να προσεύχονται.

Κάποτε μας είχε δοθεί η ευκαιρία να πούμε ότι οι ψάλτες δεν ψάλλουν για τον λαό, αλλά ψάλλουν εκ μερους τού λαού. Δηλαδή δεν ψάλλουν, για να ευχαριστήσουν τον λαό. Όλος ο λαός έπρεπε να ψάλλει. Και επειδή δεν μπορεί όλος ο λαός, εκ μέρους του λαού ψάλλουν οι ψάλτες. Επομένως, με την ψαλμωδία τους και διά μεσου της δικής τους ψαλμωδίας η δική μας προσευχή ανεβαίνει στόν Θεό μαζί με την δική τους προσευχή. Όταν αυτό το έχουν υπόψιν τους οι ψάλτες -νομίζω ότι και ο πρωτοψάλτης και οι μαθηταί του το έχουν αυτό υπόψιν- τότε οι ψάλτες ψάλλουν προσευχόμενοι και βοηθούν έτσι και τον λαό να προσεύχεται. Όλα αυτά συντελούν στο να γινόμαστε όλοι καλύτεροι.


Η υμνολογία της Εκκλησίας ερμηνεία της αποκαλύψεως

Θα έλεγε κανείς ότι μέσα στους ύμνους της Εκκλησίας, μέσα σε όλα αυτά τα οποία ψάλλονται καθ' όλο το έτος, στις μεγάλες γιορτές και στις μικρότερες γιορτές -μη σας φαίνεται παράξενο- είναι όλη η αποκάλυψη. Η αποκάλυψη είναι και γραπτή και προφορική. Καταρχήν, όλη η αποκάλυψη του Χριστού δόθηκε προφορικά· είναι η Ιερά Παράδοση. Ένα μέρος της Ιεράς Παραδόσεως καταγράφηκε ως Ευαγγέλιο.

Όλα αυτά που έχουμε μέσα στην Εκκλησία ως ακολουθίες, ως τελετές, επομένως ως τροπάρια, ως ψαλμωδίες, ως ευχές, ως αιτήσεις κλπ., όλα αυτά τι είναι; Είναι υπόμνημα στο Ευαγγέλιο, είναι ερμηνεία του Ευαγγελίου, είναι ερμηνεία της αποκαλύψεως. Και είναι ερμηνεία όχι έτσι όπως κάνει ένας θεολόγος, που βάζει κάτω το βιβλίο, την Καινή Διαθήκη, και διαβάζει και ερμηνεύει, αλλά είναι η αποκάλυψη ως ζωή πλέον μέσα στην Εκκλησία. Η ζωή αυτή της Εκκλησίας φανερώνεται διά μέσου των τροπαρίων, διά μέσου των ψαλμωδιών, διά μέσου όλων αυτών που γίνονται μέσα στην Εκκλησία.

Ό,τι κάνει η Εκκλησία είναι η ίδια η ζωή της, και η ζωή αυτή είναι η ζωή που έφερε ο Θεός. Είναι η ζωή του Χριστού, η ζωή που μεταδίδει ο Χριστός. Και απ' αυτής της απόψεως να προσέξουμε, παρακαλώ, ιδιαίτερα όλα αυτά τα οποία τελούνται στους ναούς πάντοτε και ιδίως τις μεγάλες εορτές και μάλιστα τις μεγάλες αυτές ημέρες που έρχονται.


Τίποτε άλλο δεν θέλει ο χριστιανός παρά...

Κι έτσι σήμερα σκέφθηκα, μια και είναι η τελευταία μας σύναξη προ των εορτών, αντί να συνεχίσουμε το θέμα που έχουμε κάθε Κυριακή, που είναι από τις Πράξεις των Αποστόλων, να πούμε μερικά, όπως κάθε χρόνο κάνουμε αυτή την τελευταία Κυριακή, που αναφέρονται ακριβώς στις γιορτές, στις μεγάλες αυτές γιορτές που θα γιορτάσουμε και που σύμφωνα μ' αυτά που είπαμε και πιο μπροστά, καθώς πήραμε αφορμή από τους αδελφούς μας που ήρθαν εδώ και μας έψαλαν και τους ευχαριστήσαμε, πρέπει να προσέχουμε αυτά τα οποία περιέχονται στα βιβλία της Εκκλησίας και τα οποία είτε αναγινώσκονται είτε ψάλλονται στους ναούς και ιδιαίτερα τώρα τις μεγάλες γιορτές.

Τίποτε άλλο δεν θέλει ένας χριστιανός, τίποτε άλλο, παρά να πάει στην εκκλησία τα Χριστούγεννα, και απ' όσα θα γίνουν εκείνη την ημέρα στο ναό -σ' όποιο ναό κι αν πάει- απ' όσα θα ακούσει, πολύ λίγα να πιάσει, πολύ λίγα να κρατήσει, πολύ λίγα να φθάσουν στην ψυχή του. Αυτά του φθάνουν να ζήσει μια ολόκληρη χρονιά, του φθάνουν για όλη του τη ζωή, του φθάνουν, αν θέλετε, για την αιωνιότητα. Μόνο το απολυτίκιο, ας πούμε, των Χριστουγέννων να προσέξει κανείς λέξη προς λέξη και με τον φωτισμό του Θεού να εμβαθύνει στο νόημά του, του φθάνει. Μόνο το κοντάκιο να προσέξει ή μόνο το εξαποστειλάριο «Επεσκέψατο ημάς...» ή ένα τροπάριο από τους αίνους ή από τις καταβασίες ή από τα καθίσματα «Δεύτε ίόωμεν πιστοί που εγεννήθη ο Χριστός...» του φθάνει.

Συνήθως οι προσκυνηταί των Αγίων Τόπων όταν ξεκινούν από τα Ιεροσόλυμα για τη Βηθλεέμ να επισκεφθούν εκεί το Σπήλαιο, όποια εποχή κι αν είναι, ψάλλουν αυτό το κάθισμα: «Δεύτε ίόωμεν πιστοί...». Σαν άλλοι ποιμένες δηλαδή προχωρούν κι αυτοί να δουν πού γεννήθηκε ο Χριστός. Και εξαρτάται· ίσως ψάλλοντας αυτό το κάθισμα, καθώς πηγαίνουν προς τη Βηθλεέμ, οι ανθρωποι αυτοί να νιώθουν κάτι που δεν ένιωσαν σ' όλη τους τη ζωή, ενώ πήγαν και ξαναπήγαν στην εκκλησία κι άκουσαν αυτό το κάθισμα.

Θέλω να πω δηλαδή ότι φθάνει ένα τροπάριο να προσέξει κανείς. Αλλά να το προσέξει, να το εννοήσει, να τον φωτίσει ο Θεός να εμβαθύνει στο νόημα, να ανοίξει ο Θεός την καρδιά του, να μαλακώσει ο Θεός την καρδιά του, για να αγγίξουν τα νοήματα που περιέχονται στο καθένα απ' αυτά την καρδιά του. Και φθάνει αυτό, για να πάθει ο άνθρωπος αλλοίωση εσωτερική, αλλαγή εσωτερική, να γιορτάσει πραγματικά Χριστούγεννα, ν' αρχίσει γι' αυτόν πράγματι μια καινούργια ζωή, να καταλάβει για πρώτη φορά γιατί ήρθε ο Χριστός στη γη, που ακούει και ξανακούει μια ζωή ολόκληρη ότι ήρθε ο Χριστός στη γη.

Τι είναι η άνωθεν ειρήνη;

Είχα πει, νομίζω, κι άλλη μια φορά ότι ένα παιδί σε κάποιο χωριό στη Ρωσία τα παλιά χρόνια πήγαινε τακτικά μέσα στο ιερό μαζί με άλλα παιδιά, όπου υπηρετούσε, και άκουε τον ιερέα που έλεγε σε κάθε Θεία Λειτουργία, στον εσπερινό, στον όρθρο: «Υπέρ της άνωθεν ειρήνης και της σωτηρίας των ψυχών ημών του Κυρίου δεηθώμεν». «Υπέρ της άνωθεν ειρήνης». Και διερωτάτο το παιδί: «Τι θα πει άνωθεν ειρήνη; Τι είναι άνωθεν ειρήνη;»

Το παιδί, με όσα είχε ακούσει από δω κι από κει, ήξερε ότι ειρήνη είναι να έχουν ειρήνη στο σπίτι, να έχουν ειρήνη στο χωριό οι άνθρωποι, να μη μαλώνουν, να έχει ειρήνη ο κόσμος, ας πούμε, η οικουμένη, να μη γίνεται πόλεμος κλπ. Τι είναι αυτή η άνωθεν ειρήνη; Αργότερα, όταν μεγάλωσε, ήρθε εδώ στην Ελλάδα, πήγε να μονάσει στο Άγιον Όρος, όπου έμαθε αυτά που μαθαίνει καθένας που πηγαίνει εκεί, όποιος βέβαια θέλει να μάθει. Δεν έμαθε με το μυαλό του, δεν διάβασε και έμαθε, αλλά μαθαίνει πλέον η καρδιά. Ο άνθρωπος αρχίζει και ζει ορισμένα πράγματα. Έμαθε λοιπόν, προχώρησε και τότε κατάλαβε τι είναι άνωθεν ειρήνη. Τότε θυμήθηκε και πήρε απάντηση στο ερώτημα που είχε πάντοτε τι σημαίνει άνωθεν ειρήνη.

Ένιωθε μια ειρήνη την οποία ποτέ δεν είχε νιώσει ή ποτέ δεν είχε ακούσει γι' αυτή την ειρήνη. Ήταν κάτι άλλο αυτή η ειρήνη κι όχι η ειρήνη για την οποία ομιλούν οι άνθρωποι. Κατάλαβε ότι είναι αυτή η ειρήνη για την οποία ομιλεί ο ίδιος ο Κύριος που δίδει την ειρήνη. «Είρήνην την εμήν δίδωμι υμίν, λέει, ου καθώς ο κόσμος δίδωσιν». Ναι· ο Χριστός δίνει μια δική του ειρήνη. Είναι η ουράνια ειρήνη, που είναι κάτι θεϊκό, είναι μια θεϊκή δύναμη, είναι μια θεϊκή παρουσία μέσα στον άνθρωπο, είναι μια θεϊκή ενέργεια. Για να πάρετε απλώς μια ιδέα -μερικοί δεν καταλαβαίνουν, όταν λέμε αυτά - θα φέρω ένα παράδειγμα, όμως δεν μπορεί να εκφράσει, δεν μπορεί να πει τίποτε το παράδειγμα που θα πω, αλλά εν πάση περιπτώσει.

Είναι ένας μελαγχολικός, ας πούμε, άνθρωπος. Πάντοτε μελαγχολικός, πάντοτε έχει ένα κενό μέσα του, πάντοτε μέσα του έχει μια λύπη, μια κατάθλιψη... Κάποτε κάτι γίνεται, και αλλάζουν τα πράγματα μέσα του, και αισθάνεται μια χαρά. Δεν ακούει για χαρά, δεν πιστεύει απλώς σε χαρά, αλλά την αισθάνεται, τη ζει, την έχει μέσα του τη χαρά. Η χαρά αυτή έχει διώξει την κάθε λύπη, την κάθε μελαγχολία, την κάθε κατάθλιψη, όλη αυτή τη σκοτεινή κατάσταση που είχε μέσα του. Δεν ακούει, επαναλαμβάνω, για τη χαρά ή πιστεύει ή έχει διαβάσει σε βιβλία ή άκουσε συζητήσεις να γίνονται για τη χαρά, αλλά είναι κάτι που το νιώθει ο ίδιος. Είναι κάτι άλλο, είναι κάτι που το ζει. Και ο ίδιος δεν μπορεί να μας πει. Απλώς ο τρόπος με τον οποίο εκδηλώνεται, ο τρόπος με τον οποίο εκφράζεται, ο τρόπος με τον οποίο είναι εν μέσω των άλλων, δείχνει ότι, ναι, δεν είναι αυτός που ήταν, ο άνθρωπος με την κατάθλιψη και με τη μελαγχολία, αλλά είναι ο άνθρωπος που είναι πλημμυρισμένος από χαρά.

Αυτό είναι ένα απλό παραδειγματάκι, για να καταλάβουμε ότι, όταν έρθει η ειρήνη -αλλά όχι η ειρήνη σαν μια ανακούφιση, μια πληρότητα εσωτερική, ένα γέμισμα εσωτερικό, για την οποία λένε καμιά φορά οι άνθρωποι και που είναι ανθρώπινα αυτά, είναι ψυχολογικά- όταν λοιπόν έρθει η ειρήνη που δίνει ο Χριστός, ο άνθρωπος δεν μπορεί να πει τίποτε. Τι να πει; Είναι κάτι θεϊκό αυτό. Δεν είναι απλώς ότι σκέπτεται κανείς πως έχει μέσα του τον Θεό, ότι θυμάται ή πιστεύει πώς έχει μέσα του τον Θεό, αλλά είναι όντως μέσα του ο Θεός διά της Χάριτός του, και τότε ο άνθρωπος έχει αυτή την ειρήνη. Δεν μπορεί, επαναλαμβάνω, να την εκφράσει, αλλά όμως την έχει και καταλαβαίνει μετά γιατί ο ιερέας λέει «Υπέρ της άνωθεν ειρήνης».

«...ζῇ ἐν ἐμοί Χριστός...»

Έτσι λοιπόν, επανέρχομαι, να πάμε στην εκκλησία και να προσέξουμε όλα αυτά τα οποία γίνονται εκεί, όλα αυτά τα οποία λέγονται εκεί, όλα αυτά τα οποία ψάλλονται. Βέβαια, εφόσον πάμε στην εκκλησία, όλοι κάτι έχουμε και πάμε. Έχουμε μια κάποια πίστη, έχουμε μια κάποια σχέση με όλ' αυτά και ίσως όλοι σιγομουρμουρίζουμε μαζί με τους ψάλτες τα καθίσματα, τα απολυτίκια, τα κοντάκια, τα εξαποστειλάρια, τις καταβασίες και άλλα. Και οπωσδήποτε είναι μια κάποια χαρά, και όλοι παίρνουν μια κάποια χαρά εκείνη την ημέρα, είτε είναι Χριστούγεννα είτε είναι Ανάσταση είτε είναι Θεοφάνεια. Ο Θεός είναι αγαθός και δίνει προς όλες τις κατευθύνσεις. Όμως άλλο είναι αυτό, και άλλο είναι να βρει ο Θεός μια ψυχή και να αναπαυθεί εκεί μέσα, όπως τρόπον τινά βρήκε κατάλληλη τη μήτρα της Παναγίας και πήγε και ανεπαύθη εκεί και εσαρκώθη και έγινε άνθρωπος για όλους μας. Αλλά έγινε άνθρωπος, πήρε την ανθρωπίνη φύση από την Παναγία, ακριβώς για να επικοινωνήσει με όλους μας, για να έρθει στις καρδιές όλων μας, και για να μπορεί ο κάθε άνθρωπος να αισθάνεται μέσα του τον Χριστό. Να το προσέξουμε, σας παρακαλώ, αυτό.

Όλα γίνονται γι' αυτό το πράγμα· εάν δεν συντελεσθεί κάποτε αυτό μέσα μας, δεν αξίζει που ζούμε εδώ, δεν αξίζει ούτε καν να υπάρχει ο άνθρωπος. Δηλαδή να νιώσει ο άνθρωπος ότι ήρθε μέσα του ο Χριστός και ήρθε κατά τρόπο που πέθανε ο δικός του εαυτός. Αυτός ο εαυτός του με τα ελαττώματά του, με τις αδυναμίες του, με τις αμαρτίες του, με τις πτώσεις του, με τις δειλίες του, με τους φόβους του, με τις ανασφάλειές του, με την κατάθλιψή του, με όλα αυτά τα ανθρώπινα.

«Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός». Όταν λέει ο απόστολος Παύλος ότι ζει μέσα του ο Χριστός και δεν ζει πλέον αυτός, δεν το εννοεί μόνο από την πλευρά ότι «να, δεν αμαρτάνω πια. Πέθανε ο Παύλος που έκαμνε αμαρτίες, και τώρα ζει μέσα μου ο Χριστός. Δεν ζω εγώ». Δεν το λέει μόνο μ' αυτή την έννοια, να, έχασε τον εαυτό του, αλλά το λέει με την έννοια ότι ο άνθρωπος και άγιος να είναι, δηλαδή και αναμάρτητος να είναι -αν μπορούμε να υποθέσουμε ότι μπορεί να είναι ο άνθρωπος αναμάρτητος- άμα μείνει σκέτος άνθρωπος και δεν έχει μέσα του τον Θεό, δεν έχει μέσα του την Χάρη του Θεού, είναι φτωχός, πολύ φτωχός.


«Αὐτός ἐνηνθρώπησεν, ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν»

Είχε δίκαιο ο πατήρ Αθανάσιος Γιέφτιτς γι' αυτό που τόνισε την ημέρα της εορτής του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, τότε που έγινε και το συνέδριο στην εκκλησία του αγίου Γρηγορίου και που έκανε ένα μικρό κήρυγμα και αναφέρθηκε σ' εκείνο που είπε ο Κύριος: «Εγώ ήλθον ίνα ζωήν έχωσι και περισσόν έχωσιν». Εγώ ήρθα, για να 'χουν οι άνθρωποι ζωή «και περισσόν έχωσι». «Και περισσόν», είπε ο πατήρ Αθανάσιος, δεν είναι απλώς περισσότερη ζωή, απλώς κάτι παραπάνω.

Το θέμα δεν είναι μόνο να ζει ο άνθρωπος, να υπάρχει ο άνθρωπος. Έτσι κι αλλιώς θα υπάρχει ο άνθρωπος αιώνια. Όποιος έρχεται σ' αυτόν τον κόσμο, θα υπάρχει αιώνια. Ό,τι και να γίνει, κανείς δεν πρόκειται να χαθεί. Ας λένε οι Χιλιαστές, ό,τι λένε. Ο κάθε άνθρωπος θα υπάρχει αιώνια. Αυτό είναι εξασφαλισμένο· έτσι το κανόνισε ο Θεός. Όμως δεν φθάνει αυτό· απλώς να υπάρχει ο άνθρωπος, απλώς να ζει είτε σ' αυτόν τον κόσμο είτε στον άλλο κόσμο.

Εκείνο το οποίο χρειάζεται είναι αυτό το «περισσόν». Και το «περισσόν» είναι ότι ο Χριστός δίνει τον εαυτό του. Ο Χριστός ενώνει τον εαυτό του με τον άνθρωπο. Ο Κύριος δίνει την Χάρι, αυτό το θεϊκό, κι έτσι ο άνθρωπος αισθάνεται ότι έχει σώμα, ψυχή, αλλά έχει και την Χάρι του Θεού, έχει μέσα του και τον Θεό. Δεν είναι σκέτος άνθρωπος, έστω καθαρός, ας πούμε, από αμαρτία ως προς το σώμα και ως προς την ψυχή. Αυτό δεν φθάνει μόνο του, αλλά χρειάζεται να είναι μέσα του ο Θεός.

Τι σημαίνει Χριστούγεννα; Λέει ο άγιος Αθανάσιος: «Ο Θεός έγινε άνθρωπος, για να γίνει ο άνθρωπος θεός». Δεν μπορούμε να σταθούμε μόνο στο ένα, ότι ο Θεός έγινε άνθρωπος. για όσους το πιστεύουν αυτό -είναι κάποιοι που δεν το πιστεύουν ας τους αφήσουμε εκείνους- δεν φθάνει αυτό μόνο, ότι έγινε ο Θεός άνθρωπος, αλλά ο σκοπός που έγινε άνθρωπος ο Θεός είναι να κάνει τον άνθρωπο θεό. Και τον κάνει τον άνθρωπο θεό. Δηλαδή ενώνεται με τον άνθρωπο, κοινωνεί με τον ανθρωπο και δίνει στον άνθρωπο αυτή την άλλη, την άνωθεν ειρήνη, ας πούμε, αυτή τη θεϊκή κατάσταση. Αυτό αρχίζει ο άνθρωπος να το αισθάνεται απ' αυτόν τον κόσμο. Στην αρχή λίγο, έπειτα περισσότερο, έπειτα ακόμη περισσότερο, ωσότου ετοιμασθεί και φύγει από εδώ. Φεύγοντας από τον κόσμο αυτό και ιδίως κατά τη Δευτέρα Παρουσία θα του το δώσει όλο ο Θεός. Θα ενωθεί δηλαδή ολοκληρωτικά ο Θεός με τον άνθρωπο.


Ο τελικός σκοπός της θείας Κοινωνίας

Αυτά είναι τα Χριστούγεννα κι έτσι πρέπει κανείς να τα σκέπτεται τα Χριστούγεννα κι έτσι να ετοιμάζεται να γιορτάσει τα Χριστούγεννα. Γι' αυτό και είναι αδιανόητο να κάνεις Χριστούγεννα, χωρίς να κοινωνήσεις. Αλλά γιατί να κοινωνήσεις; Απλώς να κοινωνήσεις; Φθάνει απλώς να σκεφθείς «α, έχω καιρό να κοινωνήσω, ας πάω να κοινωνήσω»; Ή, «όλοι κοινωνούν, ας κοινωνήσω»; Ή, «καλό θα μου κάνει η Θεία Κοινωνία, ας κοινωνήσω, ας πάρω τον Χριστό μέσα μου»;

Κοινωνούμε, ακριβώς για να ενωθούμε. Επειδή, όσο κι αν προσευχηθεί ο άνθρωπος, όσο κι αν πιστεύσει, όσο κι αν μετανοήσει, ό,τι κι αν κάνει ο άνθρωπος, το χάσμα που τον χωρίζει από τον Θεό μετά την πτώση είναι αγεφύρωτο και δεν το γεφυρώνει τίποτε. Το γεφυρώνει μόνο ο Χριστός, ο ενανθρωπήσας Χριστός. Και κοινωνούμε πραγματικά με τον Χριστό. Όπως δηλαδή πράγματι στο πρόσωπο του Χριστού ενώθηκε η ανθρωπότητα με τη Θεότητα, η ανθρώπινη φύση με τη θεία φύση, έτσι λοιπόν πράγματι κοινωνούμε με τον Χριστό. Όχι απλώς το πιστεύουμε, όχι απλώς το υποθέτουμε, όχι απλώς το περιμένουμε, αλλά γίνεται πράγματι αυτή η κοινωνία με τον Χριστό μέσα στο μυστήριο, μέσα στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, καθώς επάνω στην αγία Τράπεζα έχουμε το σώμα και το αίμα του Χριστού και κοινωνούμε του σώματός του και του αίματός του.

Αλίμονο όμως εάν αυτό το κάνει κανείς παγανιστικώ τω τρόπω, μαγικώ τω τρόπω, απλώς από συνήθεια· δεν φθάνει. Χρειάζεται οπωσδήποτε να έχει κανείς αυτή τη λαχτάρα μέσα του, αυτόν τον πόθο μέσα του, να έχει αυτή τη μετάνοια. Να ποθεί τον Θεό έτσι που σαν να μην υπάρχει τίποτε άλλο. Έτσι μπορείς να συναντηθείς με τον Θεό και να βρεις τον Θεό. Αν έχεις κι άλλες ελπίδες κι άλλες αγάπες και πιάνεσαι από δω κι από κει, δεν μπορείς. Είναι σαν να σου λέει τότε ο Θεός: «Ε, καλά. Αφού ικανοποιείσαι μ' εκείνα εκεί τα άλλα, αφού τα έχεις ανάγκη κι εκείνα, αφού στηρίζεσαι και σ' αυτά, αφού ακουμπάς εκεί, εμένα δεν με πολυχρειάζεσαι· λίγο με χρειάζεσαι. Εντάξει· λίγο πάρε». Και ο αγαθός Θεός δίνει ένα κάτι.


Ο όλος άνθρωπος ανήκει στον Θεό και πρέπει να ενωθεί με τον Χριστό

Όμως ο Θεός θέλει όλον τον άνθρωπο. Όπως δεν έγινε ο μισός Χριστός άνθρωπος, δεν ήρθε ο μισός Χριστός να γίνει άνθρωπος, αλλά όλος ο Χριστός, όλος ο Υιός του Θεού. Ούτε απλώς έστειλε κάτι κλπ. Ήρθε ο ίδιος. Το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος ήρθε -ο Θεός ξέρει πώς- εν μυστηρίω, και έγινε άνθρωπος. Κυοφορήθηκε στην κοιλία της Παναγίας επί εννέα μήνες, γεννήθηκε και έζησε ως άνθρωπος. Και είναι και θα είναι στους αιώνες, για πάντα, Θεός και άνθρωπος. Έτσι όλο το είναι του κάθε ανθρώπου θα ενωθεί με τον Θεό. Όχι λιγάκι. Ο άνθρωπος δεν ξέρω σε τι ελπίζει και τι αγαπά και που ακουμπά και τι επιθυμεί και απλώς δίνει ένα κάτι από την ύπαρξή του: «Ας πάμε και στην Εκκλησία. Ας ετοιμαστούμε και για τα Χριστούγεννα. Ας κοινωνήσουμε κιόλας. Ας έχουμε και μια σχέση με τον Θεό· κάτι μπορούμε να περιμένουμε κι από εκεί». Δεν γίνεται έτσι.

Είναι μεγάλο λάθος αυτό το οποίο κάνουμε οι χριστιανοί -Δεν μας το λένε κιόλας; Δεν ξέρω- και δεν το καταλαβαίνουμε. Δηλαδή ξεγελούμε τον εαυτό μας ότι να, λιγάκι μπορούμε να 'μαστε Χριστιανοί. Όχι. Η όλη ύπαρξή μας πρέπει να ενωθεί με τον Χριστό, όλη η ύπαρξή μας να βρει τον Χριστό, όλη η ύπαρξή μας να δοθεί στον Χριστό, όλο το είναι μας, και η καρδιά μας και η ψυχή μας και το σώμα μας. Ο όλος άνθρωπος. Και το σώμα. Γι' αυτό η Εκκλησία του Χριστού, η Ορθόδοξη Εκκλησία, το Ευαγγέλιο, όλη η Παράδοση, η αποκάλυψη, για την οποία μιλήσαμε στην αρχή, αναφέρεται και στο σώμα και απαιτεί ο άνθρωπος να έχει και το σώμα του καθαρό από την αμαρτία. Όχι όπως έκαναν οι Επικούρειοι και άλλοι αρχαίοι φιλόσοφοι που έλεγαν, το σώμα άφησέ το να κάνει ανηθικότητες κλπ., να σαπίσει, ας πούμε, σε τέτοια πράγματα. Είναι άχρηστο το σώμα και την ψυχή τάχα να φροντίζουμε.

Το σώμα είναι ναός του εν ημίν Αγίου Πνεύματος. Όλος ο άνθρωπος ανήκει στον Θεό. «Οὐκ ἐστέ ἑαυτῶν· ἡγοράσθητε γάρ τιμῆς». Το λέει και το τονίζει ο απόστολος Παύλος ότι δεν ανήκετε στον εαυτό σας, ανήκετε στον Χριστό, διότι μας αγόρασε όλους ο Χριστός και ανήκουμε σ' αυτόν. Και η ψυχή μας και το σώμα μας, όλα να ζουν κατά Θεόν, όπως θέλει ο Θεός. Όχι με την έννοια ότι ο Θεός έχει την ανάγκη μας και μας βάζει σε δουλειές και μας βάζει σε κόπους και μας καταπιέζει, «κάντε αυτό και κάντε εκείνο», έτσι που το παίρνουμε εμείς. Δεν είναι έτσι. Όλα αυτά τα οποία μας λέει ο Θεός να κάνουμε είναι, για να γλιτώσουμε από την αμαρτία στην οποία βρισκόμαστε. Η αμαρτία είναι φθορά, είναι θάνατος στον άνθρωπο. Και θα γλιτώσουμε από την αμαρτία, όταν στραφούμε στον Χριστό, όταν με όλες μας τις δυνάμεις ζητήσουμε τον Χριστό. Θα μας σπλαγχνισθεί εκείνος, θα μας δεχθεί και θα μας σώσει.


Αχ, πώς δεν καταλαβαίνουμε!

Κάπως έτσι, αδελφοί μου, να σκεφθούμε και να προχωρήσουμε προς τις γιορτές. Κι άμα σκεφθεί κανείς έτσι, μετά θα βρει στην πράξη περίπου τι πρέπει να κάνει. Διότι οπωσδήποτε αυτά δεν είναι θεωρία. Αν μείνουν θεωρία, δεν είναι ζωή. Αυτά είναι ζωή -πρέπει να 'ναι ζωή- και λέγονται ως θεωρία. Αφού κανείς έτσι σκεφθεί και έτσι τα δεχθεί, τα πιστεύσει, τα επιθυμήσει και έτσι αφήσει την ψυχή του να επηρεασθεί, μετά βρίσκει, επαναλαμβάνω, τι θα κάνει πρακτικά, για να ετοιμασθεί να γιορτάσει τις μεγάλες γιορτές, όσο το δυνατόν καλύτερα, για να φθάσει κάπως και στη δική του ψυχή κάτι από το θαύμα αυτό του Θεού. Να γίνει δηλαδή ένα κάποιο θαύμα και στη δική του ψυχή, να γίνει μια επίσκεψη του Θεού και στη δική του ψυχή.

Αυτά τα κάνει ο Θεός· εμείς δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε. Τίποτε δεν μπορεί να κάνει ο άνθρωπος. Λάθος μεγάλο, όταν κανείς νομίζει ότι θα κάνω έτσι, θα κάνω αλλιώς κλπ. Ό,τι κάνουμε εμείς είναι, για να δείξουμε στον Θεό ότι θέλουμε Εκείνον. Ό,τι κάνουμε εμείς είναι, για να κάνουμε ακριβώς το ανθρώπινο. Όπως ο άλλος έχει το φαγητό, το καλό φαγητό. Αυτός το 'χει, δεν το 'χεις εσύ. Αλλά περιμένει να πας ν' απλώσεις το χέρι να πάρεις. Περιμένει να πας ν' απλώσεις το πιάτο, για να σου βάλει φαγητό μπόλικο, όσο θέλεις, αλλά πρέπει να πας εκεί, να πας μ' ένα καθαρό πιάτο, μ' ένα πλυμένο πιάτο. Θα πας, θα μείνεις στην ουρά να περιμένεις, όσο χρειάζεται· όχι για τίποτε άλλο, αλλά για να φανεί. Αχ! Πώς δεν τα καταλαβαίνουμε αυτά τα πράγματα, και μερικοί αμέσως αρπάζονται, αμέσως παρεξηγούνται! Πολύ στραβά ο σημερινός άνθρωπος σκέπτεται, πάρα πολύ στραβά. Αυτό το πνεύμα που έχει μπει μέσα στα κεφάλια των ανθρώπων σήμερα - που 'ναι δηλαδή απαιτητικός ο άνθρωπος και δεν ξεχνάει λίγο τον εαυτό του- μεγάλο κακό κάνει. Να τον ξεχάσει τον εαυτό του και να πει: «Για, να περιμένω τι θα πει ο Θεός».


Η Χαναναία και εμείς
Άφησε τον Θεό να σ' οδηγήσει. Μα θα σε καθυστερήσει, θα σ' αφήσει να περιμένεις πολύ, θα κάνει πώς δεν σε βλέπει, θα σε αγνοήσει; Άφησε τον Θεό. Ξέρει εκείνος γιατί το κάνει. Κάτι δεν πάει καλά σε σένα, και γι' αυτό φέρεται έτσι ο Θεός, ενεργεί έτσι, για να σε βοηθήσει να βρεις τον δρόμο σου. Έχουμε τέτοια παραδείγματα μέσα στο Ευαγγέλιο. Πόσες φορές ο Κύριος... Ειδικότερα έχουμε την περίπτωση της Χαναναίας. Ο Κύριος δεν της δίνει καμιά σημασία και επιπλέον της λέει και βαριές λέξεις, που αν ήταν κανένας από τους σημερινούς χριστιανούς, αμέσως θα παρεξηγιόταν, αμέσως θα πικαριζόταν, αμέσως θα θιγόταν και θα έλεγε: «Έτσι είναι αυτός, κι εγώ άκουσα καλά λόγια γι' αυτόν κι ήρθα εδώ να βρω κάτι; Έτσι είναι αυτός;» Και θα έφευγε. Αλλά αυτή είχε μυαλό, αν θέλετε να το πω έτσι.

Εμείς που κάνουμε τον έξυπνο και δεν ξέρουμε τι μας γίνεται, κάνουμε τέτοια λάθη και χάνουμε. Δεν θέλουμε τάχα να περιμένουμε, δεν θέλουμε τάχα να ελπίζουμε, δεν θέλουμε να αφήσουμε στον Θεό να μας πει ό,τι έχει να μας πει, να μας φερθεί, όπως θα μας φερθεί, να μας κτυπήσει, αν χρειάζεται κλπ., για να έρθει το καλό μέσα μας. Ναι· δεν θέλουμε να κάνουμε έτσι εμείς οι έξυπνοι. Εμείς θέλουμε να κουμαντάρουμε τον Θεό, να τον συμβουλεύσουμε, του βρίσκουμε και λάθη, τον διορθώνουμε κιόλας. Δεν γίνεται έτσι.

Η Χαναναία ήξερε με ποιόν έχει να κάνει και καθόλου δεν λογάριαζε τον εαυτό της και δεν σκεπτόταν τάχα να περισώσει την προσωπικότητά της και την αξιοπρέπειά της και κέρδισε αυτό που δεν κέρδισε, θα έλεγε κανείς, κανένας άλλος. Ίσως είναι η μοναδική φορά που ο Κύριος είπε «ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις» και πρόσθεσε «γενηθήτω σοι ὡς θέλεις». Μεγάλο πράγμα τελικά να σου πει ο Θεός «να γίνει όπως θέλεις». Τι θέλει όμως κανείς σ' αυτή την περίπτωση; Θέλει αυτό που τελικά θέλει ο Θεός· δεν έχει δικό του θέλημα. Γι' αυτό και «θέλημα των φοβουμένων αυτόν ποιήσει».


«Τι σοι προσενέγκωμεν, Χριστέ;»

Πρακτικά λοιπόν θα βρούμε τι πρέπει να κάνουμε. Οι ψάλτες που έψαλαν προηγουμένως, και τους χαρήκαμε που τους ακούγαμε, είπαν και το «τι σοι προσενέγκωμεν, Χριστέ, ότι ώφθης επί γης ως άνθρωπος δι' ημάς...». Είναι ένα από τα εσπέρια, από τα τροπάρια δηλαδή του εσπερινού των Χριστουγέννων. Όλοι δηλαδή οι χριστιανοί έκθαμβοι μπροστά σ' αυτό που έκανε ο ίδιος ο Θεός, που ήρθε και έγινε άνθρωπος για μας, αναφωνούμε: «Τί σοί προσενέγκωμεν, Χριστέ;» Τι να σου προσφέρουμε, που φανερώθηκες στη γη ως άνθρωπος; Και λέει ο υμνογράφος ότι οι άγγελοι σου προσέφεραν τον ύμνο, οι ποιμένες διαλάλησαν το θαύμα, οι μάγοι έφεραν τα δώρα, η γη έδωκε το σπήλαιο, η έρημος έδωκε τη φάτνη, «...ἡμεῖς δέ μητέρα Παρθένον». Οι άνθρωποι προσέφεραν πολύ περισσότερα απ' όλα τ' άλλα, ας πούμε, κτίσματα. Εμείς προσφέραμε τη μητέρα από την οποία πήρε την ανθρώπινη φύση και έγινε άνθρωπος ο Χριστός.

Έλεγα μια μέρα, νομίζω, σε κάποιους μαθητάς ότι ίσως δεν είναι τυχαίο, από κάπου κρατάει φαίνεται που αυτές τις ημέρες κάνουν δώρα οι άνθρωποι. Ίσως ξεκινάει απ' αυτό, ότι ο Θεός μας έκανε ένα δώρο. Είναι δώρο αυτό το ότι ο Θεός αποφάσισε να έλθει στη γη και έγινε άνθρωπος. Ο Θεός Πατήρ μας δίνει δώρο τον Υιό του. «Οὕτω γάρ ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον, ὥστε τόν υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἔδωκεν». Μας έδωκε δώρο και αμέσως, ας πούμε, από την πλευρά των ανθρώπων έρχεται η διάθεση να ανταποδώσουν το δώρο, να προσφέρουν και οι άνθρωποι το δώρο. Τι δώρο θα δώσουν οι άνθρωποι; Υπάρχει λοιπόν το τροπάριο «Τί σοί προσενέγκωμεν Χριστέ ὅτι ὦφθης ἐπί γῆς ὡς ἄνθρωπος...». Βέβαια δεν έχει ακριβώς αυτή την έννοια ότι μας κάνει δώρο ο Θεός, και του κάνουμε κι εμείς δώρο. Έχει και λίγο διαφορετικότερη έννοια το τροπάριο. Εμείς του προσφέραμε, προκειμένου να γίνει το θαύμα του Θεού, τη μητέρα. Αλλά έγινε το θαύμα και έγινε ο Θεός άνθρωπος. Τι μπορούμε τώρα να προσφέρουμε;


«Δώσ' μου τις αμαρτίες σου να τις συγχωρήσω»

Είπαμε σε κάποια σύναξη ότι δύο είναι εκείνα τα οποία μπορεί να προσφέρει ο άνθρωπος και πρέπει να προσφέρει, κι αυτά είναι που θέλει ο Θεός να του προσφέρουμε. Τίποτε άλλο. Μπορείτε να δίνετε δώρα στα παιδιά σας, και μεταξύ τους οι χριστιανοί μπορούν να ανταλλάσσουν δώρα αυτές τις ημέρες. Αλλά τι θα γίνει με το δώρο που χρωστούμε στον Θεό; Εκείνος μας έδωσε το δώρο και μας το δίνει συνεχώς. Τι θα προσφέρουμε εμείς στον Θεό; Τι μπορεί να προσφέρει ο άνθρωπος; Τι έχει άξιο να προσφέρει ο άνθρωπος; Δεν έχει. Εμείς νομίζουμε ότι κάτι κάνουμε· τίποτε. Το μόνο που κάνει ο άνθρωπος είναι η αμαρτία. Τίποτε άλλο δεν μπορεί να κάνει. Δηλαδή είναι κάτι που το κάνει αφ' εαυτού του. Τα άλλα... Την ώρα, ας πούμε, που σκέπτεσαι κάτι καλό, ποιος σου έδωσε το μυαλό και το σκέπτεσαι αυτό το καλό; Ο Θεός. Συ το κάνεις;

Όλα είναι του Θεού, όμως την αμαρτία δεν σου την έδωσε ο Θεός· την αμαρτία εσύ μόνος σου ο άνθρωπος την κάνεις. Το μόνο λοιπόν που έχουμε είναι οι αμαρτίες. Τι νομίζετε; Κι όμως αυτό ζητάει ο Θεός. Ο Θεός ζητάει να του δώσουμε τις αμαρτίες, για να τις συγχωρήσει. Ας μας φαίνεται παράξενο. Να μετανοήσεις αυτές τις ημέρες και να πεις: «Θεέ μου, πάρ' τα όλα τα βάρη από μέσα μου, από πάνω μου. Πάρε όλα αυτά· και τα διανοήματά μου και τα συναισθήματά μου και τα βιώματά μου και τις πράξεις μου και τα πάντα πάρ' τα, Θεέ μου, όλα αυτά που είναι αμαρτία, να μου τα συγχωρήσεις». Βέβαια, ο Θεός τα θέλει, για να μας τα συγχωρήσει. Πάλι δηλαδή για μας ο Θεός το κάνει.

Και να μου επιτρέψετε, μολονότι το είπα και παλαιότερα, να αναφέρω κάποιο περιστατικό. Δεν ξέρω, αν το έχετε ακούσει, αλλά κι αν το έχετε ακούσει, δεν πειράζει ακόμη μία φορά να το πούμε. Κάποια Χριστούγεννα ο άγιος Ιερώνυμος, ένας άγιος από τη Δύση, βρέθηκε εκεί στη Βηθλεέμ, στο σπήλαιο τη νύχτα των Χριστουγέννων και προσευχόταν.

Εμφανίστηκε μπροστά του ο Χριστός ως βρέφος -οι άγιοι βλέπουν θαύματα-και είπε συνεπαρμένος ο άγιος, αλλά και εν εκπλήξει και συντετριμμένος ενώπιον του βρέφους: «Κύριέ μου, τι δώρο να σου κάνω σήμερα που είναι η γιορτή σου, που γιορτάζουμε τη Γέννησή σου;» Και ο Χριστός του είπε: «Δεν θέλω τίποτε άλλο, παρά αυτό που έχεις πάνω στην ράχη σου». Άγιος ήταν, όμως κι ο άγιος έχει τα ψεγάδια του κι αυτός. Το πιο λευκό ύφασμα αν το συγκρίνεις με το χιόνι, δεν είναι λευκό. Ο Θεός που είναι πέρα κι από χιόνι... Μπροστά στον Θεό λοιπόν ο καθένας έχει ψεγάδια. Και ο Χριστός ως βρέφος του λέει «Ιερώνυμε, αν θέλεις να μ' ευχαριστήσεις, να μου κάνεις ένα καλό δώρο, δώσ' μου τις αμαρτίες σου να τις συγχωρήσω». Κάποια ψεγάδια που ίσως δεν τα είχε δει ακόμη ο άγιος ότι τα έχει. Αυτό είναι το δώρο που θέλει ο Θεός.

Μπορείς να μετανοήσεις αυτές τις ημέρες, να κλάψεις για τις αμαρτίες σου αυτές τις ημέρες, να πας να εξομολογηθείς, να καθαρίσεις για τα καλά την ψυχή σου; Όχι να πας να πεις «έχω έναν άνδρα που δεν με καταλαβαίνει καθόλου· έχω ένα παιδί που με τυραννάει». Τι θα βγει με το να πεις τα βάσανά σου; Πες τα και τα βάσανά σου, αλλά δεν είναι αυτό εξομολόγηση. Όσο ο άνθρωπος ασχολείται «έχω αυτό το βάσανο, έχω εκείνο το εμπόδιο, έχω εκείνη τη δυσκολία», τόσο χειρότερα είναι. Όταν όμως θα βρεις τις ρίζες του κακού που είναι μέσα σου, θα δεις τις δικές σου αμαρτίες, θα μετανοήσεις ενώπιον του Θεού, θα εξομολογηθείς -έτσι προσφέρεις τις αμαρτίες σου ως δώρο στο Θεό- και σε συγχωρήσει ο Θεός, τι άλλο θέλεις; Αυτό θέλει ο Θεός να κάνουμε και επίσης θέλει να κοινωνήσουμε.


«Ποτήριον σωτηρίου λήψομαι...»

Την ώρα που δίνουμε τις αμαρτίες μας, που εξομολογούμαστε τις αμαρτίες, κάνουμε το καλύτερο δώρο στον Θεό. Και την ώρα που πάμε να κοινωνήσουμε επίσης κάνουμε το καλύτερο δώρο στον Θεό. Αναφέραμε και προχθές στην αγρυπνία αυτό που λέει ο ψαλμωδός: «Τί ἀνταποδώσω τῷ Κυρίῳ περί πάντων, ὦν ἀνταπέδωκέ μοι;». Τι μπορούμε εμείς να δώσουμε στον Θεό για όλ' αυτά που μας έδωσε εκείνος, που μας έδωσε και τον ίδιο τον Υιό του; Και λέει ο ψαλμωδός: «Ποτήριον σωτηρίου λήψομαι και το όνομα Κυρίου επικαλέσομαι». Στην Παλαιά Διαθήκη βέβαια έχει κάποιο άλλο νόημα, αλλά στην Καινή Διαθήκη «ποτήριον σωτηρίου λήψομαι» σημαίνει να πάω να κοινωνήσω.

Αυτό είναι. Θέλεις να ευχαριστήσεις τον Θεό, θέλεις να τον κάνεις τον Θεό πολύ να ευχαριστηθεί; Δώσ' του τις αμαρτίες σου να τις συγχωρήσει και πήγαινε να κοινωνήσεις. Γι' αυτό λέγεται και Θεία Ευχαριστία. Τι μπορεί να κάνει ο άνθρωπος να ευχαριστήσει τον Θεό; Μπορεί τίποτε; «Τα σά ἐκ τῶν σῶν». Πηγαίνουμε και παίρνουμε το σώμα και το αίμα του Χριστού επικαλούμενοι το όνομά του.
Σταματούμε εδώ. Εύχομαι και όλα αυτά που είπαμε να βοηθήσουν τον καθένα μας να περάσουμε τις άγιες αυτές ημέρες όπως θέλει ο Θεός και να ευλογηθούμε, όσο γίνεται περισσότερο.

16-12-1984

----------------------------------------------------------------------
πηγή: π. Συμεών Κραγιόπουλος, Συνάξεις Δωδεκημέρου, Πανόραμα Θεσ/νίκης, 1999.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...