Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα π. Τύχων Σεβκούνωφ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα π. Τύχων Σεβκούνωφ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα, Μαρτίου 30, 2015

Μιά περίπτωση εξορκισμού

Μιά περίπτωση εξορκισμούΟι καθαρμοί δεν είναι μόνο πολύ δύσκολη, αλλά είναι και υπερβολικά επικίνδυνη υπόθεση.
Κάποτε, ως δόκιμος μοναχός, βρέθηκα στην ενορία τού π. Ραφαήλ κατά την εορτή του ναού τού χωριού, την ημέρα που τιμάτε ο άγιος Μητροφάνης τού Βορόνεζ.
Στην ολονυκτία είχαν έρθει και μερικοί ιερείς από γειτονικές ενορίες, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο ιερέας που μου τράβηξε την προσοχή. Και αυτό γιατί πρώτον, είχε χρυσά δόντια σε όλο το στόμα του.


Και δεύτερον, επειδή όταν πέσαμε να κοιμηθούμε στο μοναδικό δωμάτιο, άλλοι στα κρεβάτια και άλλοι στο πάτωμα, αυτός, αφού έβγαλε το ράσο του, φόρεσε ένα άσπρο ράσο για τον ύπνο, που ειδικά γι’ αυτόν τον λόγο είχε φέρει μαζί του. Για να μου λύσει την απορία, ο ιερέας μου είπε με σοβαρότητα ότι είμαι νέος και έτσι μπορώ να κοιμάμαι με τη βράκα και τη φανέλα μου, αλλά αυτός, ως ιερέας, πρέπει ακόμη κι όταν ξεκουράζεται να φοράει ράσο.
Ίσως εκείνη τη νύχτα να συντελούνταν η Δευτέρα Παρουσία τού Ιησού Χριστού, ήταν πρέπον ένας ιερέας του Θεού να συναντήσει τον Κύριο με τα εσώρουχα; Τότε, μου άρεσε πολύ η πίστη του, αλλά ακόμα περισσότερο ενδιαφέρον είχε η ιστορία σχετικά με την προέλευση των χρυσών δοντιών τού παππούλη. Κάτι τέτοιο ήταν πολύ σπάνιο για ιερέα. Εντάξει κάνα δυο δόντια, αλλά ολόκληρο το στόμα;… Τελικά κάποιος δεν κρατήθηκε και ρώτησε τον ιερέα κάπως περιπαιχτικά πώς κι έχει τέτοια «ομορφιά» και έτσι αυτός καθισμένος με το άσπρο ράσο του στοκρεβάτι με τα πόδια μαζεμένα, κάτω από το φως μιας λάμπας, άρχισε να διηγείται στους παρευρισκόμενους την ιστορία του.
Όσο ήταν λαϊκός διεύθυνε το κινηματογραφικό δίκτυο της περιοχής του. Σε αυτό το σπουδαίο πόστο είχε την άνεση να χρυσώσει ακόμα και το στόμα του και του άρεσε πάρα πολύ. Παρά το είδος της ενασχόλησης του. ήταν και πολύ θεοσεβής. Ζούσε με τη μητέρα του και είχαν και οι δυο τους ένα πνευματικό γέροντα κάπου σε μια απομακρυσμένη ενορία στην περιοχή του Μπέλγκοροντ. Έφθασε η ώρα που ο γέροντας του, του έδωσε ευλογία να ετοιμάζεται να χειροτονηθεί ιερέας. 
Μετά από έναν χρόνο χειροτονήθηκε και διορίσθηκε προϊστάμενος της ενορίας ενός χωριού, όχι πολύ μακριά από το κέντρο της περιφέρειας.
Εκεί λειτουργούσε για δέκα χρόνια και εκεί κήδευσε και τη μητέρα του. Κατά καιρούς επισκεπτόταν τον πνευματικό του και τους γέροντες της Μονής των Σπηλαίων τού Πσκωφ. Μια φορά του έφεραν από την πρωτεύουσα της επαρχίας μια νεαρή δαιμονισμένη. Στην αρχή ο ιερέας με τίποτα δε συμφωνούσε να τελέσει καθαρμούς, διαβεβαιώνοντας ότι δεν ήταν έτοιμος για μια τόσο σπουδαία δουλειά. Τελικά όμως η μητέρα και οι υπόλοιποι συγγενείς της κοπέλας έπεισαν τον ιερέα. Γνωρίζοντας ότι πρόκειται για μια πολύ σοβαρή υπόθεση, ο ιερέας αφιέρωσε ολόκληρη την εβδομάδα σε νηστεία και προσευχή και τότε μόνο. για πρώτη φορά στη ζωή του, προχώρησε στη συγκεκριμένη τελετή. Η νεαρή κοπέλα τότε θεραπεύτηκε και ο ιερέας χάρηκε ιδιαιτέρως και για τους δύο: για την κοπέλα που σταμάτησε να υποφέρει και να βασανίζεται εξαιτίας ουσιαστικά των αμαρτημάτων των γονιών της, και για τον ίδιο που αισθάνθηκε ότι δεν είναι και τόσο ασήμαντος, όσο πίστευε.
Πέρασαν περίπου δύο εβδομάδες. Μια μέρα μετά το φαγητό ο ιερέας κάθισε στην πολυθρόνα δίπλα στο παραθυράκι, άνοιξε την τοπική εφημερίδα, για να μάθει τα νέα. Διάβασε ένα ελκυστικό άρθρο και όταν τελείωσε, άφησε την εφημερίδα στο πλάι. Και τότε πάγωσε από τη φρίκη! Ακριβώς μπροστά του στεκόταν εκείνος. Εκείνος, που ο ιερέας είχε εκδιώξει από την κοπέλα. Στεκόταν απλά και κοίταζε προσεκτικά τον ιερέα κατάματα. Λόγω αυτού και μόνο του βλέμματος ο ιερέας, ασυναίσθητα, πήδηξε από το παράθυρο και το ‘βαλε στα πόδια, χωρίς να ξέρει για πού. Ο ιερέας ήταν βαρύς άνθρωπος και καθόλου αθλητικός τύπος, αλλά όταν συνήλθε είχε ήδη διανύσει αρκετά χιλιόμετρα. Χωρίς να επιστρέψει στο σπίτι του κατευθύνθηκε στο Πσκωφ, δανείστηκε από τους φίλους του ΧΡΉΜΑΤΑ και πήγε στον γέροντα πνευματικό του.
Ο γέροντας αρχικά επιτίμησε, όπως ήταν φυσικό, τον μαθητή του για την προηγούμενη αυθαιρεσία του. Για τελετές, όπως οι καθαρμοί, οι ιερείς οφείλουν να λαμβάνουν πρώτα ευλογία από τον πνευματικό τους. Ο ιερέας μας, όμως. εμπιστεύθηκε τον εαυτό του. Περιφρόνησε την ευλογία. Κι επίσης δεν πρέπει να εφησυχάζουμε και να επιστρέφουμε στις γήινες ενασχολήσεις μας, στην εφημερίδα μας, μετά από μια περιστασιακή ΝΊΚΗ, αισθανόμενοι ενδόμυχα ότι επιτύχαμε τάχα, λόγω των απαράμιλλων πνευματικών μας χαρισμάτων, ενώ ουσιαστικά απλώς γίναμε όργανο, προς στιγμή, της χάριτος του Θεού και της ευλογίας της Εκκλησίας. Ο γέροντας υπενθύμισε τα λόγια που δίδαξε ο Σεραφείμ τού Σάρωφ: ότι ο διάβολος, αν του το επέτρεπε ο Θεός, θα μπορούσε από το μίσος του να καταστρέψει τον κόσμο σε μια στιγμή. Στο τέλος της συζήτησης ο γέροντας προειδοποίησε το πνευματικό του τέκνο να είναι έτοιμος ενδεχομένως και για νέες δοκιμασίες. 
Οι περιπέτειες του δεν θα τελείωναν με τη θέα τού εχθρού τού ανθρώπινου γένους. 0 διάβολος οπωσδήποτε θα καιροφυλακτούσε για να εκδικηθεί τον περήφανο, αλλά πνευματικά αδύναμο ακόμα ιερέα, που ήταν απροετοίμαστος για ανοικτή πάλη με τις δυνάμεις τού κακού. Ο γέροντας του υποσχέθηκε να προσευχηθεί γι’ αυτόν και τον αποχαιρέτησε.
Πέρασε ενάμισης μήνας περίπου. Ο ιερέας άρχισε να ξεχνά αυτά που είχαν συμβεί, όταν ξαφνικά μια νύχτα τού χτύπησαν την πόρτα. Ο ιερέας ζούσε μόνος του.
Ρώτησε ποιος ήταν τόσο αργά και τι ήθελε και πίσω από την πόρτα τού απάντησαν ότι είχαν έρθει να τον παρακαλέσουν να πάει σε ένα γειτονικό χωριό, για να κοινωνήσει κάποιον ετοιμοθάνατο. 0 ιερέας άνοιξε την πόρτα και αμέσως όρμησε πάνω του ένα τσούρμο κακοποιών.
Τον χτύπησαν βάναυσα. Τον ρωτούσαν συνέχεια που φυλάει τα χρήματα. Ο ιερέας τούς τα έδειξε όλα, εκτός από το μέρος όπου διατηρούσε τα κλειδιά τού ναού. Αφού πήραν ότι μπορούσαν, οι κακοποιοί στο τέλος με λαβίδα τράβηξαν τα χρυσά δόντια τού ιερέα.
Οι ενορίτες βρήκαν τον ιερέα τους μισοπεθαμένο. Από τον πόνο που ένοιωθε στο στόμα, δεν μπορούσε πλέον να φωνάξει, μόνο βογκούσε. Έμεινε στο νοσοκομείο για μερικούς μήνες. Όταν βρήκαν τους λωποδύτες, κάλεσαν το θύμα τους για αναγνώριση. Εκείνος, μόλις τους είδε, δεν κρατήθηκε και άρχισε να κλαίει σαν μικρό παιδί.
Ευτυχώς ο χρόνος είναι όντως ο καλύτερος γιατρός. Ο ιερέας συνήλθε και εκ νέου άρχισε να λειτουργεί στον ναό του. Και οι ενορίτες που του ήταν ευγνώμονες, επειδή δεν πρόδωσε την κρυψώνα των κλειδιών και έτσι με την ηρωική του πράξη διατήρησε ανέπαφο τον ναό τους, συγκέντρωσαν χρήματα και του πήραν νέα δόντια, πάλι χρυσά. Ίσως τους άρεσε έτσι ή ίσως πάλι ο ιερέας δεν μπορούσε να φανταστεί τον εαυτό του με άλλα δόντια…
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΣΧΕΔΟΝ ΆΓΙΟΙ.
π. Τύχων Σεβκούνωφ

πηγή

Δευτέρα, Νοεμβρίου 10, 2014

Η λέξη «φύλακας-άγγελος»δεν είναι καθόλου αλληγορία, είναι η πολύτιµη εµπειρία πολλών γενεών χριστιανών

Οι φύλακες άγγελοι όχι µόνο µας βάζουν καλούς λογισµούς για την αιώνια σωτηρία µας, αλλά πραγµατικά µας φυλάνε στις συνθήκες της ζωής.
 Η λέξη «φύλακας» δεν είναι καθόλου αλληγορία, είναι η πολύτιµη εµπειρία πολλών γενεών χριστιανών. 
Για παράδειγµα, η Εκκλησία δικαιολογηµένα µας προσκαλεί, στις ευχές της για τους ταξιδευτες, να ζητάµε από τον Κύριο την ιδιαίτερη προστασία τού φύλακα αγγέλου. Πράγµατι, πού αλλού, αν όχι σε ταξίδια που είναι γεµάτα απρόβλεπτους κινδύνους, µας είναι απαραίτητη η ιδιαίτερη προστασία τού Θεού;
Δεκατρία περίπου χρόνια πριν, εγώ κι ο ενορίτη; µας Νικόλαος Σεργκέγεβιτς Λεόνοφ, καθηγητής ιστορικός, αντιστράτηγος των µυστικών υπηρεσιών και επί πολλά χρόνια συνεργάτης τής τηλεοπτικής εκποµπής «Ρωσικό σπίτι», ήµασταν στη Μονή των Σπηλαίων τού Πσκώφ.
 Εκεί ο Νικόλαος Σεργκέγεβιτς γνωρίστηκε για πρώτη φορά µε τον π. Ιωάννη (Κρεστιάνκιν), ο οποίος όχι απλά του προξένησε τροµερή εντύπωση αλλά και τον βοήθησε πάρα πολύ µε τις προσευχές του, όπως ο ίδιος ο Λεόνοφ διηγούνταν. Ο Νικόλαος Σεργκέγεβιτς εκείνα τα χρόνια µόλις έµπαινε στη ζωή της Εκκλησίας και του γεννιόνταν πολλά ερωτήµατα. Συγκεκριµένα, µου ζητούσε να του εξηγήσω τη διδασκαλία της Εκκλησίας για τον κόσµο των αγγέλων. Προσπάθησα πολύ, αλλά παρά την ευγένεια του αισθανόµουν ότι είχε απογοητευτεί από τις αδέξιες εξηγήσεις µου. Λυπόµουν, αλλά το µόνο που µου έµενε ήταν να βασιστω στη βοήθεια του Θεού.
Φύγαµε από τη Μονή των Σπηλαίων τού Πσκωφ για τη Μόσχα, ένα καλοκαιρινό πρωινό, νωρϊς, αφού µας αποχαιρέτησε ο πατήρ Ιωάννης. Ο δρόµος θα ήταν µακρύς και πριν την αναχώρηση ζήτησα από τους μηχανικούς τού γκαράζ τού µοναστηριού να κοιτάξουν το αυτοκίνητο και να βάλουν
λάδι στη µηχανή.
Τρέχαµε γρήγορα στον άδειο δρόµο. Ενώ οδηγούσα, χωρίς να αποσπωµαι, άκουγα την αφήγηση του Νικολάου Σεργκέγεβιτς για µια από τις μακρινές αποστολές του. Μου είχε υποσχεθεί, καιρό πριν, ότι θα µου διηγόταν αυτή την ιστορία. Στη ζωή µου δεν είχα συναντήσει πιο ενδιαφεροντα αφηγητή από
τον Νικόλαο Σεργκεγεβιτς. Τον άκουγες πάντα κρατώντας την αναπνοή σου. Έτσι έγινε κι εκείνη τη φορά.
Όµως ξαφνικά έπιασα τον εαυτό µου να έχει την παράξενη σκέψη ότι να, τώρα, αυτό το λεπτό, θα µας συµβεί κάτι.
Το αµάξι προχωρούσε φυσιολογικά. Τίποτα, ούτε τα όργανα, ούτε η οµαλή κίνηση του αυτοκινήτου, ούτε η µυρωδιά στην καµπίνα προκαλούσαν ανησυχία. Παρ' όλα αυτά εγώ αισθανόµουν όλο και χειρότερα.
«Νικόλαε Σεργκεγεβιτξ, µου φαίνεται ότι κάτι συµβαίνει µε τη µηχανή», είπα, αποφασίζοντας να διακόψω τον συνοδηγό µου.
Ο Λεόνοφ ήταν πολύ πεπεραµένος οδηγός µε πολυετή εµπειρία. Εκτίµησε προσεκτικά την κατάσταση και µε διαβεβαίωσε ότι όλα είναι εντάξει. Όµως η ανεξήγητη ανησυχία µου δεν πέρασε µ' αυτό, αλλά αντίθετα κάθε στιγµή αυξανόταν. «Μήπως να σταµατήσουµε;», είπα τελικά.
Ο Νικόλαος Σεργκέγεβιτς κοίταξε πάλι προσεκτικά τα όργανα. Άκουσε τη λειτουργία τού κινητήρα και κοιτώντας µε έκπληκτος, επανέλαβε ότι κατά την άποψή του δε χρειαζόταν ν' ανησυχούµε για τίποτα. Όµως όταν για τρίτη φορά επανέλαβα, απόλυτα ταραγµένος, ότι πρέπει οπωσδήποτε να σταµατήσουµε, ο Νικόλαος Σεργκέγεβιτς συµφώνησε.
Μόλις µειώσαµε ταχύτητα, κάτω από το καπό άρχισαν να βγαίνουν σύννεφα πυκνού µαύρου καπνού.
Βγήκαµε στην άκρη. Άνοιξα το καπό και από τη µηχανή πετάχτηκε φλόγα από λάδι. Ο Νικόλαος Σεργκέγεβιτς άρπαξε το σακκάκι του από το πίσω κάθισµα κι έσβησε µ' αυτό τη φωτιά. Όταν διαλύθηκε ο καπνός, καταλάβαµε ποιο ήταν το πρόβληµα. Οι µηχανικοί τού µοναστηριού έβαλαν
λάδι στον κινητήρα, αλλά ξέχασαν να κλείσουν το καπάκι. Ήταν ακουµπισµένο δίπλα στην µπαταρία. Από το άνοιγµα σε όλο τον δρόµο το λάδι χυνόταν πάνω στην καυτή µηχανή, αλλά λόγω της µεγάλης ταχύτητας ο καπνός και η µυρωδιά έφευγαν κάτω από τις ρόδες του αµαξιού κι εµείς στην
κλειστή καµπίνα δεν αισθανόµασταν τίποτα. Ένα-δύο χιλιόµετρα ακόµη και όλα θα µπορούσαν να έχουν τελειώσει µε τραγικό τρόπο.
Αφού τακτοποιήσαµε σχετικά το αµάξι, γυρίζαµε αργά στο µοναστήρι και ρώτησα τον Νικόλαο Σεργκέγεβιτς αν του χρειάζονται συµπληρωµατικές διευκρινίσεις όσον αφορά τους φύλακες αγγέλους και τη συµµετοχή τους στη µοίρα µας. Εκείνος απάντησε ότι του αρκούσαν για σήµερα και
ότι αφοµοίωσε πλήρως το δογµατικό αυτό ζήτηµα.

Από το βιβλίο του π.Τύχων Σεβκούνωβ«Σχεδόν άγιοι»Εκδόσεις ''Εν πλώ''

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 08, 2013

Μία διδακτική ιστορία που άλλαξε την ζωή ενός μοναχού



Η ιστορία έχει ως εξής. Ο π. Μελχισεδέκ πριν πάρει το μεγάλο σχήμα, λεγόταν ηγούμενος Μιχαήλ και όπως όλοι οι ιερείς λειτουργούσε στο μοναστήρι. Ήταν ξυλουργός, ικανός και επιμελής. Στους ναούς και στα κελιά των αδελφών υπάρχουν μπαούλα, αναλόγια, σκαλιστά προσκυνητάρια. καθίσματα, ντουλάπες και πολλά άλλα χρηστικά έπιπλα βγαλμένα από τα χέρια του. Δούλευε μάλιστα από νωρίς το πρωί μέχρι την νύχτα, προς μεγάλη χαρά τής διοίκησης της μονής.
Κάποτε, τού έδωσαν ευλογία να εκτελέσει για τη μονή μια μεγάλη ξυλουργική εργασία. Δούλευε αρκετούς μήνες, χωρίς σχεδόν να βγαίνει από το ξυλουργείο. Κι όταν τελείωσε, ένιωσε τόσο άσχημα που, όπως λένε οι αυτόπτες μάρτυρες, σωριάστηκε και έμεινε στον τόπο. Από τις φωνές των ανθρώπων που ήταν μπροστά έτρεξαν αρκετοί μοναχοί, ανάμεσα τους και ο π. Ιωάννης (Κρεστιάνκιν). 0 π. Μιχαήλ δεν έδινε κανένα σημείο ζωής. Όλοι ήταν σκυμμένοι από πάνω του περίλυποι. Ξαφνικά ο π. Ιωάννης είπε:
«Όχι, δεν είναι μακαρίτης. Θα ζήσει ακόμα!». Και άρχισε να προσεύχεται. Ακίνητος, ο ξαπλωμένος μοναχύς, άνοιξε τα μάτια του και ζωντάνεψε. Όλοι αμέσως σκέφτηκαν ότι κάτι τον είχε συνταράξει βαθιά. Αφού σύντομα συνήλθε, ο π. Μιχαήλ άρχισε να εκλιπαρεί να του φωνάξουν τον προεστώτα. Όταν εν τέλει ήρθε ο προεστώς. ο άρρωστος άρχισε με δάκρυα να ζητεί να του δώσουν το μεγάλο σχήμα.
Λένε ότι μόλις άκουσε αυτή την αυθαίρετη επιθυμία τού μοναχού, ο προεστώς τον νουθέτησε με τον δικό του ιδιαίτερο, τραχύ τρόπο, να σοβαρευτεί και να αναρρώσει σύντομα για να επιστρέψει στη δουλειά του, μια και δεν μπόρεσε να πεθάνει στ` αλήθεια. Το επόμενο πρωί όμως. όπως λέει η ίδια μοναστική παράδοση, ο ίδιος ο προεστώς εμφανίστηκε στο κελί του π. Μιχαήλ απρόσκλητος και τού ανακοίνωσε, εμφανώς συγκλονισμένος, ότι θα λάβει σύντομα το μεγάλο σχήμα.
Αυτή η συμπεριφορά δεν ήταν καθoλου συνηθισμένη για τον τρομερό π. Γαβριήλ και προκάλεσε στην αδελφότητα ίδια έκπληξη με την ανάσταση του κεκοιμημένου. Στο μοναστήρι κυκλοφορούσε η φήμη ότι είχε εμφανιστεί το βράδυ στον προεστώτα ο άγιος προστάτης της Μονής των Σπηλαίων του Πσκωφ, Ιερομάρτυρας Ηγούμενος Κορνήλιος (τον οποίο είχε αποκεφαλίσει με το ίδιο του το χέρι ο Ιβάν ο Τρομερός τον 16° αιώνα) και διέταξε αυστηρά τον προεστώτα να εκπληρώσει χωρίς καθυστέρηση την παράκληση του μοναχού που είχε επιστρέψει από τον άλλο κόσμο.
Αυτό όμως. ξαναλέω, ήταν μια φήμη που κυκλοφορούσε. Όπως και να χει πάντως, σύντομα ο π. Μιχαήλ πήρε το μεγάλο σχήμα και μετονομάστηκε σε Μελχισεδέκ.
Ο γέροντας προεστώς έδωσε στο νέο μεγαλόσχημο το πολύ σπάνιο αυτό όνομα, προς τιμήν ενός αρχαίου και μυστηριώδους βιβλικού προφήτη. Για ποιο λόγο ο προεστώς τον ονόμασε ειδικά έτσι, παραμένει επίσης ένα μεγάλο μυστήριο, δεδομένου ότι ο ίδιος ο π. Γαβριήλ, τόσο κατά την κουρά, όσο και στα χρόνια που ακολούθησαν, δεν μπόρεσε ούτε μία φορά να προφέρει σωστά το πανάρχαιο όνομα -όσο κι αν πάλευε, το διαστρέβλωνε ανηλεώς. Και εξαιτίας αυτού, μάλιστα, του χάλαγε κάθε φορά η διάθεση, τόσο που εμείς οι δόκιμοι φοβόμασταν μη μας έρθει καμιά αδέσποτη…
Στο μοναστήρι ήξεραν ότι όση ώρα ήταν ο π. Μελχισεδέκ νεκρός, έζησε κάποια εμπειρία που τον επανέφερε στη ζωή άλλον άνθρωπο. Σε μερικούς κοντινούς του συνασκητές και πνευματικά παιδιά είχε διηγηθεί τι έζησε τότε. Αλλά ακόμα και οι απηχήσεις αυτής της διήγησης ήταν υπερβολικά ασυνήθιστες. Γι’ αυτό και, τόσο εγώ, όσο και οι φίλοι μου, θέλαμε να μάθουμε το μυστικό από τον ίδιο τον π. Μελχισεδέκ.
Και να που εκείνη τη νύχτα στο ναό του Αγίου Λαζάρου, πήρα το θάρρος πρώτη φορά να απευθυνθώ στον μεγαλόσχημο ηγούμενο και να τον ρωτήσω ακριβώς αυτό: τι είδε εκεί απ’ όπου συνήθως κανείς δεν επιστρέφει;
Ο π. Μελχισεδέκ άκουσε την ερώτηση μου κι έσκυψε το κεφάλι μπροστά στην Ωραία Πύλη σιωπηλός για πολλή ώρα. Εγώ κοκάλωσα. Μετάνιωνα που το θράσος μου με έσπρωξε να κάνω κάτι τόσο ασυγχώρητο. Στο τέλος όμως. ο μεγαλόσχημος μοναχός, με την αδύναμη από την αχρησία φωνή του, άρχισε να μιλάει.
Διηγήθηκε ότι είδε τον εαυτό του στη μέση ενός τεράστιου πράσινου χωραφιού.
Περπάτησε στο χωράφι χωρίς να ξέρει για πού, μέχρι που του έκλεισε τον δρόμο ένα τεράστιο χαντάκι. Εκεί. μέσα σε λάσπες και χώματα, είδε πλήθος μπαούλα, αναλόγια, προσκυνητάρια. Και υπήρχαν και χαλασμένα τραπέζια, σπασμένες καρέκλες, ντουλάπια. Ο μοναχός έριξε μια ματιά και διαπίστωσε έντρομος ότι ήταν τα αντικείμενα που είχε φτιάξει με τα ίδια του τα χέρια. Στεκόταν με δέος μπροστά στους καρπούς της μοναστικής του ζωής. Και ξαφνικά, ένιωσε κάποιον δίπλα του. Σήκωσε τα μάτια και είδε την Παναγία. Κοίταζε κι αυτή μελαγχολικά τις πολυετείς εργασίες του καλόγερου.
Μετά του είπε:
«Εσύ είσαι μοναχός. Περιμέναμε από σένα τα σημαντικότερα: μετάνοια και προσευχή. Και εσύ έφερες μόνο αυτό…».
Το όραμα εξαφανίστηκε. 0 πεθαμένος ξύπνησε πάλι στο μοναστήρι.
Μετά από αυτό το περιστατικό, ο π. Μελχισεδέκ μεταμορφώθηκε ολοκληρωτικά. Κύριος σκοπός τής ζωής του έγινε αυτό που του είπε η Υπεραγία Θεοτόκος: μετάνοια και προσευχή. Και οι καρποί των πνευματικών του εργασιών δεν άργησαν να φανερωθούν στη βαθιά του ταπεινοφροσύνη, στα δάκρυα για τις αμαρτίες του. στην ειλικρινή αγάπη του για όλους, στην πλήρη αυταπάρνηση και στα ασκητικά κατορθώματα του, που ξεπερνούσαν τα ανθρώπινα μέτρα. Και κατόπιν, στη σπουδαία του διορατικότητα και στην ενεργή βοήθεια που προσέφερε στους ανθρώπους με την προσευχή του.
Εμείς οι δόκιμοι, βλέποντας πώς ασκούνταν, πλήρως αποξενωμένος από τον κόσμο σε αόρατες και ασύλληπτες για μας πνευματικές μάχες, τολμούσαμε να του απευθυνόμαστε μόνο στις πιο εξαιρετικές περιπτώσεις. Κι επιπλέον τον φοβόμασταν και λιγάκι: στο μοναστήρι ήξεραν ότι ο π. Μελχισεδέκ ήταν πολύ αυστηρός ως πνευματικός. Και είχε αυτό το δικαίωμα. Η σθεναρή απαιτητικότητά του για καθαρότητα της ψυχής του κάθε χριστιανού τρεφόταν μόνο από τη μεγάλη του αγάπη για τους ανθρώπους, τη βαθιά γνώση των κανόνων τού πνευματικού κόσμου και τη συνειδητοποίηση τού πόσο απαραίτητη για τον άνθρωπο είναι η αδιάλλακτη πάλη με τις αμαρτίες.
Αυτός ο μεγαλόσχημος μοναχός ζούσε στον δικό του ύψιστο κόσμο, όπου δεν ανέχονται τους συμβιβασμούς. Και όταν ύμως ο π. Μελχισεδέκ έδινε απαντήσεις, τότε αυτές ήταν εντελώς ασυνήθιστες και σαν γεννημένες από κάποια ιδιαίτερη, πηγαία δύναμη.
Κάποτε, στο μοναστήρι, έπεσε πάνω μου μια χιονοστιβάδα άδικων και σκληρών, όπως μου φαίνονταν, δοκιμασιών. Και αποφάσισα τότε να πάω να συμβουλευτώ τον πιο αυστηρό μοναχό της μονής, τον μεγαλόσχημο ηγούμενο Μελχισεδέκ.
Χτύπησα την πόρτα κι έπειτα από το καθιερωμένο «δι’ ευχών», βγήκε στο κατώφλι τού κελιού ο π. Μελχισεδέκ. Ήταν με τον μοναχικό του μανδύα και το μεγάλο σχήμα -τον πέτυχα ενώ έκανε τον κανύνα τού μεγάλου σχήματος.
Του ανακοίνωσα τις δυσκολίες και τα άλυτα προβλήματα μου. Ο π. Μελχισεδέκ στεκόταν μπροστά μου ακίνητος και άκουγε προσεκτικά τα πάντα, με σκυμμένο το κεφάλι ως συνήθως. Κατόπιν, σήκωσε το βλέμμα του κι έβαλε έξαφνα τα κλάματα…
«Αδερφέ!», είπε με ανείπωτο πόνο και πικρία. «Τι με ρωτάς; Εγώ ο ίδιος χάνομαι!».
0 μεγαλόσχημος γέροντας, εκείνος ο μεγαλειώδης ασκητής με την άγια ζωή, στεκόταν μπροστά μου και έκλαιγε με ειλικρινή θλίψη, ως ο χειρότερος και αμαρτωλότερος άνθρωπος πάνω στη γη! Κι άρχισα να καταλαβαίνω με όλο και περισσότερη σαφήνεια και χαρά ότι η πλειοψηφία των προβλημάτων μου. μαζί με τις δυσκολίες μου, δεν άξιζαν μία!
Και όχι μόνο αυτό, αλλά και τα ίδια τα προβληματα εξορίστηκαν την ίδια στιγμή από την ψυχή μου με τρόπο χειροπιαστό. Δεν είχα πλέον ανάγκη να ρωτήσω ή να ζητήσω
κάτι από τον γέροντα. Έκανε για μένα ότι μπορούσε. Χαιρέτισα με ευγνωμοσύνη και έφυγα.
Όλα όσα μάς τυχαίνουν -τα απλά και τα σύνθετα, τα μικρά ανθρώπινα προβλήματα και το ταξίδι προς τον Θεό τα μυστικά τού τωρινοί) και του μελλοντικού αιώνα- όλα επιλύονται μόνο με ανεξήγητη, ακατανόητα υπέροχη και ισχυρή ταπεινοφροσύνη. Και ακόμα κι αν δεν καταλαβαίνουμε την αλήθεια και το νόημα της. ακόμα κι αν αποδεικνυόμαστε ανίκανοι γι` αυτή τη μυστηριώδη και παντοδύναμη αρετή, αυτή μάς αποκαλύπτεται απύ μόνη της ταπεινά, μέσα από τέτοιους καταπληκτικούς ανθρώπους, που μπορούν να τη δεξιώνονται.
 
από το βιβλίο: “Σχεδόν Άγιοι”
π Τύχων Σεβκούνωφ

Δευτέρα, Οκτωβρίου 15, 2012

"Η βασική αρχή του κομμουνισμού" π. Τύχων Σεβκούνωφ


πηγή

Δημοσιεύουμε από το βιβλίο του π. Τύχων Σεβκούνωφ, του φερόμενου ως πνευματικού του Πούτιν : 
Επιστρέφουμε στο θέμα των σοβιετικών αρχών : μία καλοκαιρινή νύχτα είχα διακόνημα στην πλατεία μπροστά από τον ναό της Κοίμησης. Τα αστέρια μόλις που φέγγιζαν στο βορεινό ουρανό. Ησυχία και ηρεμία. Τρεις φορές χτύπησε βροντερά το ρολόιστον πύργο...Ξαφνικά ένιωσα ότι κάποιος στεκόταν ακριβώς πίσω μου. Γύρισα φοβισμένος. Ήταν ο π. Ναθαναήλ. Κοιτούσε τον γεμάτο αστέρια ουρανό. Και μετά σκεπτικά ρώτησε :
«Γεώργιε, τι πιστεύεις για την βασική αρχή του κουμμουνισμού;»
Μονή των Σπηλαίων. Πλατεία της Κοίμησης. Έτος 1983. Τρεις τη νύχτα. Αστέρια...
Χωρίς να περιμένει απάντηση, ο π. Ναθαναήλ συνέχισε εξίσου σκεπτικός :
«Η βασική αρχή ττου κομμουνισμού είναι : "από τον καθένα ανάλογα μετις ικανότητές του, στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του". Όμως, "τις ικανότητες" και "τις ανάγκες", όπως πάντα, κάποια επιτροπή δε θα τις καθορίσει; Και ποια επιτροπή;... Πιθανόν η τρόικα (*)! Θα με καλέσουν λοιπόν και θα μου πουν : "Λοιπόν Ναθαναήλ, τι ικανότητες έχεις; Θα μπορέσεις να πριονίσεις είκοσι κυβικά μέτρα ξύλο τη μέρα! Και τι ανάγκες έχεις; Φασολάδα!..." Ορίστε λοιπόν η βασική αρχή...»
(Σελίδες 84-85)
(*) Τρόικα : Ειδικό τριμελές μη δικαστικό όργανο ποινικής δίωξης του Λαϊκού Κομισσαριάτου Εσωτερικών Υποθέσεων, το οποίο λειτουργούσε στην ΕΣΣΔ τα χρόνια 1935-1938 και αποτελείται από τον επικεφαλήςς τής περιφρειακής διαχείρισης του Λαϊκού Κομισσαριάτου Εσωτερικών Υποθέσεων, τον Γραμματέα της Περιφερειακής Επιτροπής και τον εισαγγελέα της περιοχής. 

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...