Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μαρτυρικές Μορφές της Ορθοδοξίας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μαρτυρικές Μορφές της Ορθοδοξίας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 14, 2015

Ο εθνομάρτυρας μητροπολίτης Κορυτσάς Φώτιος Καλπίδης που δολοφονήθηκε από κομιτατζήδες

Από τον Πόντο στην Ήπειρο, από τη μια πλευρά του ελληνισμού στην άλλη θα βρεθεί ο Πόντιος ιεράρχης Φώτιος Καλπίδης. Ως μητροπολίτης Κορυτσάς θα κρατήσει ψηλά τη φλόγα της πίστης αλλά και το λάβαρο του εθνικού αγώνα. Συμπαραστάτης του καταπιεζόμενου ποιμνίου του από Αλβανούς, Βουλγάρους και Ρουμάνους κομιτατζήδες, ο Φώτιος έπεσε στις επάλξεις του καθήκοντος από τις σφαίρες των δολοφόνων, για να ξεσηκώσει τότε ο θάνατός του τον ελληνισμό. Το ποιος ήταν ο Φώτιος Καλπίδης, θα σας εξιστορήσουμε ευθύς αμέσως.
Στο χωριό Τσαγράκ της Κερασούντας μια φτωχή αγροτική ποντιακή οικογένεια θα φέρει στον κόσμο, το 1865, ένα αγόρι που θα του δώσουν το όνομα Φώτιος. Ζει κι αυτό μέσα στη φτώχεια, ακολουθεί και βοηθά τους γονείς του στις αγροτικές ασχολίες, αλλά έχει μια ιδιαίτερη κλίση στα γράμματα που μαθαίνει από τον ιερέα του χωριού. Το επόμενο βήμα του είναι να φοιτήσει στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης και θα ξεκινήσει έτσι μια αξιοθαύμαστη σταδιοδρομία, αφού το 1890, σε ηλικία 25 ετών, διορίζεται διευθυντής της σχολής αρρένων στην Κερασούντα κι ένα χρόνο μετά προσλαμβάνεται στο Πατριαρχείο και ορίζεται πρωτοκολλητής.

Ο μητροπολιτικός θρόνος στην τουρκοκρατούμενη ελληνική Κορυτσά
Το 1893 γίνεται υπογραμματέας της Ιεράς Συνόδου και το 1897 προάγεται σε αρχιγραμματέα. Την ίδια χρονιά γίνεται αρχιμανδρίτης. Οι ικανότητές του χαίρουν εκτιμήσεως και αναγνωρίσεως. Το 1902, στις 16 Μαΐου ψηφίζεται μητροπολίτης Μοσχοπόλεως, Κορυτσάς και Πρεμετής. Ακούραστος, γεμάτος φλόγα εθνική και ένθεο ζήλο έτρεχε στην περιφέρειά του για να κηρύξει το λόγο του Θεού και να τονώσει το εθνικό φρόνημα των Ελλήνων.
Στην Κορυτσά τότε ανθούσε ακραιφνής ελληνισμός.
Υπήρχε το Πάγκειο γυμνάσιο με διακεκριμένους καθηγητές, το παρθεναγωγείο, τα δημοτικά σχολεία με 4.000 μαθητές. Όλα τόνιζαν την ελληνικότητα της περιοχής, όπως και τώρα. Το 1905, την ημέρα της απονομής των πτυχίων στους μαθητές του γυμνασίου, σε επίσημη τελετή, παρευρέθη και ο πρόξενος του Μοναστηρίου. Στο καταπληκτικό θέαμα που αντίκρισε δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί και γεμάτος συγκίνηση αναφώνησε: «Οίος γνήσιος και ακραιφνής Ελληνισμός! Ζήτω η ελληνικότατη Κορυτσά!».




Ο Φώτιος ήταν προικισμένος με φλογερή φιλοπατρία, άκρατη φιλανθρωπία, ευγλωττία, θάρρος, και πίστη στα αναλλοίωτα εθνικά ιδεώδη. Η κοινωνία της Κορυτσάς κυριολεκτικά τον λάτρευε. Ήταν άξιος ποιμενάρχης. Ήταν τουρκοκρατούμενη περιοχή και το έργο του δύσκολο. Τότε άρχιζε και η αφυπνισθείσα αλβανική προπαγάνδα με υποκίνηση των μεγάλων δυνάμεων που διέκειντο δυστυχώς και τότε δυσμενώς προς την Ελλάδα. Ο Φώτιος ήταν γι’ αυτούς το μεγάλο εμπόδιο κι έπρεπε με κάθε τρόπο να εκλείψει. Τον απείλησαν. Έμεινε απτόητος από αυτές τις απειλές και ακλόνητος στη θέση του.
Τον Ιούνιο του 1905 στο χωριό Πλίασα δέχτηκε δολοφονική επίθεση, αλλά διέφυγε το θάνατο με έναν ελαφρύ τραυματισμό. Στις 9 Σεπτεμβρίου του 1906, όμως, πηγαίνοντας να τελέσει λειτουργία στο χωριό Μπρατβίστα του Μοράβα έπεσε σε ενέδρα αλβανορουμάνων κομιτατζήδων με αποτέλεσμα να πέσει νεκρός από τις σφαίρες των δολοφόνων του.



Η απώλεια του Δεσπότη και η αποφασιστικότητα για αγώνα
Η είδηση του θανάτου του συγκλόνισε το πανελλήνιο και σκόρπισε πόνο και οδύνη στις ψυχές του ελληνισμού της Κορυτσάς. Κραυγές οργής ακούστηκαν κι όρκοι δόθηκαν στον Ύψιστο για εκδίκηση… Καταφθάνουν για να τελέσουν την κηδεία του δυο Δεσποτάδες. Ο Δυρραχίου Προκόπιος, που αργότερα έγινε Ικονίου, και ο Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης, κατ’ εντολή του Πατριάρχη να κάνει την κηδεία του Φωτίου. Έγραφε ο Γερμανός: «Ο Μητροπολίτης ήταν φίλος και συμμαθητής μου, άνθρωπος μορφωμένος και ειρηνικός, που με παρακαλούσε να πάψω τις επικίνδυνες περιοδείες μου, να μην τρέχω δεξιά κι αριστερά γιατί θα με σκοτώσουν οι Βούλγαροι και οι συνεργαζόμενοι μαζί τους Τουρκαλβανοί». Και παρακάτω: «Εγώ εκφώνησα τον επικήδειο του αείμνηστου Φωτίου. Ανέβηκα στον άμβωνα και άρχισα με το προφητικό ρητό, “ουκ εκλείψει άρχων εξ Ιούδα και ηγούμενος εκ των μηρών αυτού, έως ο έλθη ω απόκειται και αυτός προσδοκία εθνών”. Και συγχρόνως με το χέρι μου έδειχνα προς την Ελλάδα». Τους είπε πως δεν πρέπει να απελπίζονται, πως στη θέση του σκοτωμένου εμείς θα στείλουμε καλύτερον, κι αν τον σκοτώσουν κι αυτόν θα στείλουμε άλλον καλύτερον. Αυτή, τους είπε, ήταν η μοίρα του Ελληνικού Έθνους, να εργάζεται με το αίμα του για την απελευθέρωσή του.
Το πολυπληθές εκκλησίασμα, ανάμεσά του και αρκετοί παπάδες της περιοχής, κλαίει κι ενθουσιάζεται. Ζητωκραυγές αντηχούν. Κατάρες απευθύνονται προς τους δολοφόνους. Η επίδραση του λόγου του, στους κατατρομαγμένους Κορυτσαίους είναι τεράστια.
Η διαλεύκανση του αποτρόπαιου εγκλήματος
Ο Γερμανός Καραβαγγέλης ήθελε να ξεδιαλύνει το έγκλημα. Μετά την κηδεία άρχισε ανακρίσεις σαν να ήταν ο ίδιος δικαστικός λειτουργός. Από τους πολλούς που ρώτησε, διαπίστωσε πως στη δολοφονία του Φωτίου είχε βάλει το χέρι του ο αιμοχαρής βοεβόδας Μήτρος Βράχος. Είχε φθάσει σ’ ένα χωριό έξω από την Κορυτσά και είχε συνεννοηθεί με τους Αλβανούς για κοινή δράση εναντίον των Ελλήνων. Σκόρπισε πολύ χρήμα για να τους εξαγοράσει. Τους υποσχέθηκε πολλά. Πλούτη και αξιώματα. Εκεί αποφασίστηκε και η δολοφονία του Φωτίου. Ανατέθηκε η εκτέλεση σ’ έναν Κορυτσαίο αλβανιστή που λεγόταν Σπύρος Κωστούρος. Έτσι έστησαν ενέδρα στον Φώτιο, και πυροβολώντας τον δολοφόνησαν την ώρα που πήγαινε να εκτελέσει το ύψιστο καθήκον του.
Ξεσηκώθηκαν όλοι οι Έλληνες και τότε μόνο οι τοπικές αρχές διέταξαν έρευνες και συνέλαβαν δύο ρουμανίζοντες, ενώ διέφευγε ο Κωστούρος, ο οποίος συνελήφθη αργότερα μαζί με τους δύο γιους του. Ο δολοφόνος τιμωρήθηκε παραδειγματικά: πλήρωσε κι αυτός με τη ζωή του.
Τότε το Πατριαρχείο διόρισε στη θέση του Φωτίου έναν άλλο Πόντιο, τον μητροπολίτη Ροδοπόλεως Γερβάσιο, έναν φλογερό ιεράρχη που συνέχισε το εθνικό έργο του Φωτίου...
Τάσος Κοντογιαννίδης, δημοσιογράφος, συγγραφέας και ερευνητής ιστορικών θεμάτων.
Το είδαμε εδώ

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 10, 2015

Ο ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΗΣ ΕΝ ΣΜΥΡΝΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΕΘΝΟΪΕΡΟΜΑΡΤΥΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΑΓΙΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ (+ 1922)


ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ-ΣΜΥΡΝΗΣ-1922-480x330Ιωάννης Ελ. Σιδηράς
Θεολόγος – Εκκλησιαστικός Ιστορικός – Νομικός

Είναι 27 Αυγούστου του 1922, με το παλαιό ημερολόγιο. Το πρωί εκείνου του Σαββάτου, ενός άλλου «Μεγάλου Σαββάτου», όλος ο λαός, κάθε ηλικίας άνθρωποι, απεγνωσμένα και ικετευτικά, έχουν συγκεντρωθεί, όπως όλες τις τελευταίες ημέρες και νύκτες, στην Μεγάλη Εκκλησία και στον αυλόγυρο της Αγίας Φωτεινής, στο ιερώτατο αυτό σύμβολο της Σμύρνης, όπου ο αληθής ποιμένας και Επίσκοπος, ως άλλος «Άγγελος της εν Σμύρνη Εκκλησίας», Άγιος Χρυσόστομος τελεσιουργεί την τελευταία Θεία Λειτουργία ή μάλλον την «εξόδιο ακολουθία εν τη Θεία Ευχαριστία» του ιδίου και του πολυπαθούς και περιπόθητου ποιμνίου του, το οποίο δακρυσμένο και συντετριμμένο μετέχει του μυστηρίου του «αίματος και του σώματος» Ιησού Χριστού έχοντας κυριολεκτικώς καρφωμένο το εν απογνώσει βλέμμα του στον μάρτυρα και μεγαλομάρτυρα ποιμένα του.
Η περιώνυμος Εκκλησία της Αγίας Φωτεινής πριν από την άλωση της Σμύρνης, της μαρτυρικής αυτής Μητροπόλεως του Μικρασιατικού Ελληνισμού, κατ’ εκείνες τις «Μεγάλες Ώρες» εγκολπώνει ως άλλη Αγιά Σοφιά πριν από την άλωση της του Κωνσταντίνου Πόλεως, στην τελευταία Θεία Λειτουργία και μυσταγωγία, τους στεναγμούς του ευσεβούς και μαρτυρικού Γένους, του Ιωνικού Ελληνισμού, όπου ο «Άγγελος και Αρχιθύτης Ιεράρχης της των Σμυρναίων Εκκλησίας» ίσταται και προΐσταται κατά την υπερουράνια εκείνη μυσταγωγία, μιμούμενος Χριστού το μαρτύριον, ως ο εκουσίως προσφερόμενος και θυσιαζόμενος «άξιος και θεοπρόβλητος και λαοπρόβλητος ποιμήν» υπέρ του πολυφίλητου και περιποθήτου λαού του, του χριστεπωνύμου ποιμνίου του.
Από το περίβλεπτο, περικαλλές και περιώνυμο κωδωνοστάσιο (1792) της Αγίας Φωτεινής (1857) κατ’ εκείνες τις «Μεγάλες Ώρες» αντηχεί ακατάπαυστα ο πένθιμος ήχος της «Μεγάλης Παρασκευής» του ελληνισμού της Ιωνίας καθώς πλημμυρίζει τα ουράνια με την βαρύτιμη και πολύτιμη καμπάνα του, όπως είχε ζητήσει ο Άγιος Χρυσόστομος: «Να μην πάψει ούτε στιγμή ο επιτάφιος θρήνος, όπως τότε με την Πόλη του Κωνσταντίνου, τη Βασιλεύουσα!».
Ο Άγιος Χρυσόστομος πριν από τον προσωπικό του Γολγοθά, ως το «εθελόθυτον θύμα», είναι κάτωχρος από την πολυήμερη αγρυπνία, την άκρα νηστεία και την υπέρ του λαού του αγωνία και προσευχή. Γονυπετής έμπροσθεν της Αγίας Τραπέζης, προσεύχεται μυστικώς και εκτενώς, όπως άλλοτε ο Νυμφίος της Εκκλησίας Χριστός κατ’ εκείνη την μεγάλη νύκτα της εν Γεσθημανή προσευχής, όπου ο εναγώνιος ιδρώτας έρρεε ωσάν τους θρόμβους του αίματος. Και όπως θεοπνεύστως γράφει ο βιογράφος του Σπύρος Λοβέρδος: «Με φωτεινόν το μέτωπον, απαστράπτοντας οφθαλμούς, εγονυπέτωσεν ως αμαρτωλός εις το ιερόν βήμα, προ του Εσταυρωμένου, και με το ρίγος της θείας προσευχής ηγέρθη ως όσιος».
Όταν όμως εξέρχεται του ιερού βήματος και ίσταται στην Ωραία Πύλη καθίσταται ακριβής «τύπος και υπογραμμός» των πιστών. Γονατίζει και προσύχεται ενώπιον του ποιμνίου του: «Η Θεία Πρόνοια – λέγει εκφώνως – δοκιμάζει την πίστιν μας και το θάρρος μας και την υπομονήν μας την ώραν ταύτην. Αλλ’ ο θεός δεν εγκαταλείπει τους Χριστιανούς. Προσεύχεσθε και θα παρέλθει το ποτήριον τούτο. Θα ίδωμεν πάλιν καλάς ημέρας και θα ευλογήσωμεν τον Θεόν. Θαρρείτε ως εμπρέπει εις καλούς Χριστιανούς».
Όλοι είναι κρεμασμένοι από τα χείλη και τα μάτια του. Καθώς εισέρχεται στο Ιερό Βήμα, προσεύχεται σχεδόν προφητικώς για την εν Χριστώ τελείωση του ιδίου και του αθώοι ποιμνίου του, λέγοντας: «Ούτοι εισίν οι ερχόμενοι εκ της θλίψεως της μεγάλης, και έπλυναν τας στολάς αυτών και ελεύκαναν αυτάς εν τω αίματι του αρνίου. Χριστέ ο Θεός, επίβλεψον επ’ εμέ…».
Την 27η Αυγούστου 1922, ημέρα Παρασκευή, εισέρχεται στη Σμύρνη ο άτακτος στρατός (τσέτες) του Κεμάλ Μουσταφά Πασά με επικεφαλής τον Νουρεντίν Πασά, ο οποίος μισούσε θανάσιμα τον Μητροπολίτη Χρυσόστομο, επειδή ο Ιεράρχης είχε αναμετρηθεί μαζί του και με τις άοκνες ενέργειές του κατά τα προηγούμενα έτη είχε επιτύχει την ατιμωτική απομάκρυνσή του από τη θέση του Βαλή (Νομάρχη) της Σμύρνης. Ο Νουρεντίν όμως ουδέποτε ελησμόνησε την ήττα του και ζούσε για τη στιγμή της εκδικήσεώς του. Ύστερα από τρία έτη επέστρεψε στη Σμύρνη ως άνομος κριτής και αιμοβόρος δήμιος του Αγίου Χρυσοστόμου.
Όπως εύστοχα και εμπεριστατωμένα αναφέρει ο συγγραφέας Αλέξανδρος Αλεξανδρής: «έχουν γραφεί πολλά για τα φρικτά βασανιστήρια που υπέστη ο Άγιος Χρυσόστομος, όταν το βράδυ της 27ης Αυγούστου / 9 Σεπτεμβρίου 1922 (Νέο Ημερολόγιο) παραδόθηκε στον Τούρκο διοικητή Νουρεντίν Πασά. Αν και οι περιγραφές ως προς τον τρόπο με τον οποίο εμαρτύρησε ο Χρυσόστομος ποικίλλουν, οι περισσότερες αφηγήσεις συγκλίνουν στη μαρτυρία ότι ο Μητροπολίτης Σμύρνης βρήκε τραγικό τέλος στα χέρια του φανατισμένου τουρκικού όχλου, που είχε συγκεντρωθεί έξω από το Διοικητήριο της Σμύρνης».
Το βράδυ του Σαββάτου 27 Αυγούστου 1922 ο Χρυσόστομος εκρατήθη έγκλειστος και εμαρτύρησε φρικτά κατά το πρωί της Κυριακής 28 Αυγούστου. Τα δε περί της κατηγορίας σε βάρος του Αγίου Χρυσοστόμου ως «ενόχου εσχάτης προδοσίας» καταγράφει η Βικτωρία Σολωμονίδου, η οποία επισημαίνει ότι η συγκεκριμένη βαρύτατη κατηγορία εστηρίζετο στο γεγονός ότι «ως οθωμανός υπήκοος υπηρέτησε μετά φανατισμού την Ελλάδα, πρωτοστατήσας εις πάντα εναντίον του τουρκικού καθεστώτος κατά το τριετές διάστημα της ελληνικής κατοχής». Ο δε Νουρεντίν Πασάς από της πρώτης στιγμής που συναντήθηκε με τον Άγιο Χρυστόστομο, τον οποίο περιφρονητικά αποκαλούσε «Παπά», τον αντιμετώπισε ως προδότη και εχθρό του τουρκικού έθνους παραδίδοντας αυτόν τελικώς «εις χείρας ανόμων», οι οποίοι τον κατακρεούργησαν.
Ο Εθνάρχης της Σμύρνης και της Ιωνικής γης, ο οποίος είχε υψώσει αγέρωχο και ατρόμητο το ανάστημά του ενώπιον ισχυρών ανδρών του Νεοτουρκικού κομιτάτου, όπως ο Ταλαάτ, ο Ραχμή και ο Νουρεντίν, σε λίγο επρόκειτο να οδηγηθεί ως «άκακον αρνίον» επί σφαγήν ενώπιον του δημίου του. Ο ίδιος ο βιογράφος του Σπύρος Λοβέρδος γράφει χαρακτηριστικά για την εν γένει στάση του Αγίου Χρυσοστόμου έναντι του μαρτυρικού θανάτου του, τα εξής: «ησθάνετο την ανάγκην να εξοικειωθεί με τον ανημμένον σίδηρον και την αστράπτουσαν μάχαιραν, επροπονείτο διά να μη εμφανίσει ποτέ το ταπεινωτικόν δέος προ της απειλής του θανάτου και εκρατύνετο δια να μη διαψεύσει ποτέ τον εμψυχωτικόν τόνον του κηρύγματός του, το ευτελές ορμέφυτον της ζωής. Είχε την έμφυτον φιλαρέσκειαν να πέσει αγωνιζόμενος με ακάνθινον στέφανον εις τους κροτάφους». Και όντως παρέδωσε αλώβητο το πνεύμα του στον Ιησού Χριστό.
Περί του μαρτυρικού τέλους του Αγίου Χρυσοστόμου έχουν γραφεί πολλοί και μεταξύ αυτών ο πιστός κλητήρας του Θωμάς Βούλτσος, ο Αμερικανός Πρόξενος στη Σμύρνη George Horton, ο Διευθυντής του Γραφείου τύπου της Ύπατης Αρμοστείας Μιχαήλ Ροδάς, ο Δημοσιογράφος Δημήτριος Παρθένης, ο πολεμικός ανταποκριτής Κωνσταντίνος Μισαηλίδης, ο Rene Puaux, ο Ακαδημαϊκός Γεώργιος Μυλωνάς, ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος Β΄(Χατζησταύρου), ο δημοσιογράφος Βασίλειος Βεκιαρέλλης, ο Ευάγγελος Βασιλείου κ.α.
Μία ακόμη περιγραφή του φρικτού μαρτυρίου του Αγίου Χρυσοστόμου υπό την μορφή άρθρου, η οποία είναι λιγότερο γνωστή περιλαμβάνεται στο «Προσωπικό Σημειωματάριο», δηλαδή το «Οικογενειακό ημερολόγιο» του Ηρακλέους Τσίτερ, ο οποίος ήταν γαμπρός του Αγίου Χρυσοστόμου, νυμφευθείς την αδελφή του Εριφύλη. Ο Ηρακλής Τσίτερ στο «σημειωματάριο» αυτό, υπό τον τίτλο: «Διάφορα Ηρακλή Τσίτερ», εκτός των άλλων προσωπικών σημειώσεων που κατέγραφε ο ίδιος και των λοιπών χειρογράφων, δημοσιευθέντων και αδημοσιεύτων, καθώς και πολλών άρθρων, τα οποία αφορούσαν τις τελευταίες ημέρες και το μαρτύριο του Αγίου Χρυσοστόμου, έχει αποθησαυρίσει και τα δύο αυτά συγκεκριμένα άρθρα.
Το οικογενειακό αυτό «σημειωματάριο» ο Ηρακλής Τσίτερ, προ του θανάτου του (4 Ιουνίου 1927), είχε παραδώσει στον τρίτο κατά σειρά υιό του Χρυσόστομο Τσίτερ, ανηψιό του Αγίου Χρυσοστόμου και μετέπειτα Μητροπολίτου Αυστρίας, ο οποίος κατά τη δεκαετία του 1990 παρέδωσε το οικογενειακό αυτό γραπτό κειμήλιο ως «ευλογία» στην ανηψιά του, θυγατέρα της αδελφής του Καλλιόπης, την Εριφύλη Κοντοπούλου, εγγονή του Ηρακλή Τσίτερ.
Το εν πολλοίς άγνωστο αυτό κείμενο, το οποίο αναφέρεται στο μαρτύριο του Αγίου Χρυσοστόμου είναι γραμμένο στην Αθήνα από τον φυλακισθέντα και από βέβαιο θάνατο ως εκ θαύματος διασωθέντα Αιδεσιμολογιώτατο π. Γεράσιμο Χαροκόπο, ο οποίος το υπογράφει με την φράση ως ο «αυτόπτης και δεινοπαθητής». Το άρθρο αυτό, στο οποίο δεν αναγράφεται η ημερομηνία της δημοσιεύσεώς του και δεν γίνεται καμμία αναφορά στην εφημερίδα όπου πρωτοδημοσιεύθηκε, φέρει τον μακροσκελή τίτλο: «Αι θετικώτεραι πληροφορίαι περί του τραγικού μαρτυρίου του Εθνομάρτυρος Μητροπολίτου Σμύρνης Χρυσοστόμου, 30 Αυγούστου, Κυριακή πρωί 1922».
Ο ιερεύς Γεράσιμος Χαροκόπος περιγράφει το μαρτύριον του Αγίου Χρυσοστόμου ως εξής: «Μόλις εισήλθον οι Τούρκοι και κατέλαβον το Διοικητήριον αμέσως διαταγή του Νουρεδίν Πασά εις τον Συνταγματάρχην Καράν Καζήμ Βέην και δι’ αυτού εις τον Αρχιαστυνόμον να ειδοποιήσουν εις τον Μητροπολίτην, όπως υπάγη εις το Διοικητήριον. Ο Αρχιαστυνόμος παρέλαβεν εκ της Μητροπόλεως φιλοφρόνως τον Μητροπολίτην και διηυθύνθη εις το Διοικητήριον όπου φιλοφρόνως και πάλιν του εδόθησαν συστάσεις, ότι ουδέν το έκτροπον θα λάβη χώραν και να καθησυχάσει τον αγωνιώντα λαόν. Ο Μητροπολίτης μετά του Αρχιαστυνόμου δι’ αυτοκινήτου διηυθήνθη εις την Μητρόπολιν, ένθα διά λόγων παραμυθητικών καθησύχασε τον λαόν και ο Αρχιαστυνόμος απήλθεν.
Ο Μητροπολίτης, όμως, καλώς γνωρίζων τα άγρια ένστικτα και τα προσχήματα των Τούρκων, έλεγεν εις τους περί αυτών, «εγκαταλήφθημεν εις την τύχην μας, ο απαίσιος τυραννίσκος Στεργιάδης και ο αμφίρροπος Χατζηανέστης θα μας προσφέρωσι άχρι τρυγός το ποτήριον της πικρίας, οι άγριοι Τούρκοι θα μας σφάξουν και, όσοι δύνασθε, απέλθετε, εγώ θα μείνω με το ποίμνιόν μου να υποστώ την αυτήν τύχην». Κρατών όμως την χαρακτηρίζουσαν αυτόν αφοβίαν και ψυχραιμίαν.
Ότε προς εσπέραν Σαββάτου έρχεται πάλιν ο Αρχιαστυνόμος μετά δύο λογχοφόρων και ζητεί τον Μητροπολίτην και τέσσαρες άλλους προύχοντας, οπότε έχων την κεφαλήν ακουμπισμένην επί της χειρός είπεν εις τους περί αυτού «Ο Μολώχ της κομματικής μας εμπαθείας, ας κορεσθεί πλέον από το αίμα τόσων μυριάδων θυμάτων, και το ελληνικόν έθνος ας διδαχθεί, ότι κανείς εξωτερικός εχθρός δεν κατέβαλε ποτέ την δύναμιν του ελληνισμού, αλλ’ ο εσωτερικός σπαραγμός και τα κομματικά πάθη κατέστρεψαν πάντοτε, όπως και τώρα, τας ενδοξοτέρας εποχάς του εθνικού μας βίου».
Παρέλαβον λοιπόν τον Μητροπολίτην, τον Γκιουριουκτσόγλου και δύο άλλους προύχοντας, του τετάρτου μη ευρεθέντος, και απήλθον εις το Διοικητήριον. Ο Νουρεδίν Πασάς προσκαλέσας παρ’ εαυτώ τον Μητροπολίτην του λέγει: «πολλαί κατηγορίαι και εγκλήματα καθοσιώσεως υπάρχουν και τώρα και προηγουμένως εναντίον σου, διότι ουδέποτε έπαυσας εργαζόμενος ως προπαγανδιστής εναντίον του κυριάρχου σου καθεστώτος και διά τούτο παρά της Εθνοσυνελεύσεως της Αγκύρας είσαι καταδεδικασμένος εις θάνατον, εγώ όμως απέσχων τοιαύτης καταδίκης, τούτο μόνον θα κάμω, θα σε παραδώσω εις τον λαόν, ο οποίος μαίνεται εναντίον σου και εκείνος, αν θέλη, ας σε αθωώσει ή θα καταδικάσει».
Και διέταξεν αμέσως την φυλάκισίν του Μητροπολίτου και των συν αυτώ τριών προυχόντων. Κατά μέσης νυκτός εκ της φυλακής αποστέλλει εις τον αδελφόν του Ευγένιον (ον προ δύο μηνών απεγχόνισαν εις το Νυμφαίον) μίαν κάρταν εν η λέγει: «Αδελφέ, κρατούμαι ως Αρχηγός της Αμύνης». Αυτό είναι και το τελευταίο σημείωμά του. Το πρωί Κυριακής παραδίδεται δέσμιος τας χείρας και με χιτώνα λευκόν εις την διάθεσιν του αγρίου όχλου, την αυτήν όμως στιγμήν απόσπασμα Γάλλων λογχοφόρων έφθασεν προς διάσωσίν του Μητροπολίτου, αλλ’ ο Μητροπολίτης τους είπεν: «Αν δύνησθε, σώσατε τον Λαόν».
Και τότε το μαινόμενον πλήθος ήρχισεν διά μαχαιρών, ροπάλων, λίθων να κτυπά τον ιερόν άνδρα, άλλοι τον εκαβαλίκευον, τον έπτυον, του απέσπασαν τους όνυχας, του έκοψαν την ρίνα, του έβγαλαν τον ένα οφθαλμόν και ότε τέλος του έμεινεν ολίγη πνοή, έδεσαν ανά εν μέλος του εις τους ίππους και τον διεμέλισαν, ταύτα πράττοντες διερχόμενον διάφορα μέρη, οπότε τέλος έφθασαν εις τον τουρκομαχαλάν, οπόθεν δεν εφαίνοντο από τα ξένα πλοία και εκεί συνετελέσθη το κακούργον έργον τους. Όλον δε αυτό το τραγικόν μαρτύριον παρηκολούθει και το απόσπασμα των Γάλλων με εστραμμένα τα όπλα.
Τέλος εμάζευσαν τα τεμάχια του ιερού σώματος, τα έρριψαν εις μίαν κάσαν και τα απέστειλαν εις το νεκροταφείον. Αλλά οι εν τω νεκροταφείω κρυμμένοι Χριστιανοί, άμα έμαθον ότι είναι το σώμα του Μητροπολίτου, απεφάσισαν, ίνα κρύφα τον ενταφιάσουν, αλλ’ όσοι ετόλμων να πλησιάσουν το κιβώτιον ετυφεκίζοντο μακρόθεν, το κιβώτιον έμεινεν εκεί, άγνωστον όμως τι απέγινεν. Τοιούτον υπήρξεν το τραγικόν τέλος του Μεγάλου ανδρός…».
Στον εθνοϊερομάρτυρα και μεγαλομάρτυρα Μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσόστομο εμπρέπει το της Παλαιάς Διαθήκης: «Έδοξεν εν οφθαλμοίς αφρόνων τεθνάναι και ελογίσθη κάκωσις η έξοδος Αυτού και η αφ’ ημών πορεία σύντριμμα. Ο δε εστίν εν ειρήνη. Ολίγα παιδευθείς μεγάλα ευηρεστήθη. Ο Θεός επείρασεν αυτόν και εύρεν αυτόν άξιον εαυτού και ως ολοκάρπωμα θυσίας προσεδέξατο αυτόν. Εν καιρώ Επισκοπής Αυτού αναλάμψει (Σοφία Σολομ. Γ΄, 2 – 7).
πηγή

Πέμπτη, Αυγούστου 27, 2015

ΟΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΩΡΕΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΕΘΝΟΪΕΡΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΣΜΥΡΝΗΣ (+1922)


Ιωάννης Ελ. Σιδηράς
θεολόγος, εκκλησιαστικός ιστορικός και νομικός

Παρήλθαν 93 συναπτά έτη από τις αποφράδες εκείνες τελευταίες ημέρες του Αυγούστου του 1922, όταν ο ελληνισμός της Ιωνίας βίωσε την απόλυτη «άλωση» και τον ολοκληρωτικό αφανισμό του.  Ποτέ όμως η συλλογική ιστορική μνήμη των Πανελλήνων δεν λησμόνησε ούτε έθαψε το Ιερό, καθαγιασμένο και μαρτυρικό πρόσωπο του Αγίου Εθνοϊερομάρτυρος Χρυσοστόμου Σμύρνης (+1922) ο οποίος παραμένει αιώνιο πρότυπο μάρτυρος ορθοδόξου Ιεράρχου και ακατάβλητου ήρωος Ρωμιού που προσέφερε και την τελευταία ρανίδα του αίματός του για την Ορθοδοξία και την αθάνατη Ρωμιοσύνη.

Από όλες τις αξιόπιστες καταγεγραμμένες μαρτυρίες και περιγραφές, τόσο των ημετέρων όσο και των ξένων, και παρά τις όποιες διαφοροποιήσεις ή αποκλίσεις μεταξύ τους, θεμελιώνεται έγκυρα και επιβεβαιώνεται αξιόπιστα το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι ο Άγιος Χρυσόστομος παρεδόθη από τον Νουρεντίν Πασά στον φανατισμένο τουρκικό όχλο στα χέρια του οποίου βρήκε μαρτυρικό τέλος.  Παρά ταύτα, υπήρχε ένα γνόφος σχετικά με τα γενόμενα των απολύτως τελευταίων στιγμών της ζωής του εθνοϊερομάρτυρος, ήτοι του ακριβούς μέσου ή τρόπου της μαρτυρικής τελευτής του και του τόπου του ενταφιασμού του, εάν όντως ενταφιάστηκε το Ιερό λείψανό του ή αφού διαμελίστηκε από τον φανατισμένο όχλο, εξαφανίστηκε σκοπίμως από τους Τούρκους ριπτόμενο πιθανώς στη θάλασσα ή κάπου αλλού.

Ο δημοσιογράφος Βασίλειος Βακιαρέλλης γράφει για τον Χρυσόστομο Σμύρνης

Πριν παραθέσουμε τις δύο πλέον έγκυρες μαρτυρίες για το χριστομίμητο μαρτύριο του Αγίου Χρυσοστόμου, άξια μνείας είναι εν προκειμένω τα όσα γράφει ο δημοσιογράφος Βασίλειος Βακιαρέλλης, ο οποίος επισκέφθηκε την Σμύρνη στα τέλη του 1928: «Εις το Μπας Οτουράκ περιφέρεται σήμερα ένας Τούρκος ο οποίος βεβαιώνει ότι επί μίαν εβδομάδα και πλέον εφύλαττε στο σπίτι του ένα χέρι του Μάρτυρος Χρυσοστόμου.  Όταν τον ερωτούν τι το έκαμε κατόπιν, εις άλλους λέει ότι το έθαψε και εις άλλους ότι το έρριψε εις την θάλασσαν.  Ο ίδιος ο Τούρκος βεβαιώνει ότι, πριν εξορύξουν τους οφθαλμούς του Αγίου μας Δεσπότη, του έκοψαν το ένα αυτί και του το έδωσαν στο χέρι λέγοντας: «Πάρ’ το αυτό για να το στείλεις στο Βενιζέλο».  Ομοίως, του έκοψαν και του έδωσαν και το άλλο αυτί λέγοντας: «Και αυτό πάρ ’το για να το στείλεις στον Κωνσταντίνο».

Η μαρτυρία του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσοστόμου Β΄

Η πρώτη εκ των μαρτυριών τούτων είναι του τότε Μητροπολίτου Εφέσου, έπειτα Βεροίας, είτα Φιλίππων και τέλος Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσοστόμου Β΄ (Χατζησταύρου), ο οποίος παιδιόθεν υπήρξε πνευματικό ανάστημα, προσωπικός φίλος και στενός συνεργάτης του Αγίου Χρυσοστόμου.  Η συγκεκριμένη μαρτυρία του Εφέσου Χρυσοστόμου δημοσιεύεται από τον ίδιο, κατά το έτος 1960, όταν ήταν πια Μητροπολίτης Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου, στον τιμητικό τόμο, ο οποίος εκδόθηκε «Επί τω Ιωβηλαίω» αυτού.  Ο μακαριστός Χρυσόστομος Χατζησταύρου γράφει τα παρακάτω άκρως αποκαλυπτικά και διαφωτιστικά: «Προς το εσπέρας της αυτής ημέρας (27 Αυγούστου 1922), εισελθών μετά στρατού, ανέλαβε την στρατιωτικήν διοίκησην της πόλεως το ανήμερον θηρίον, ο αιμοβόρος κομπαστής δια την εν Κιούτ – Ελ – Αμάρα δήθεν νίκην του κατά των Άγγλων Πολύς Νουρεντίν.  Μένεα πνέων κατά του Μητροπολίτου διότι είχε συντελέσει ούτος προηγουμένως εις την εκ Σμύρνης απομάκρυνσιν αυτού, έστειλε δύο άμαξας εις την Μητρόπολιν, εξ ων η μία πλήρης αξιωματικών της χωροφυλακής.  Ο επί κεφαλής ανέβη εις το γραφείον του Μητροπολίτου, εύρεν αυτόν συσκεπτόμενον μετά Δημογερόντων, ανεκοίνωσε την διαταγήν του Στρατιωτικού Διοικητού, καθ’ ην έπρεπε να οδηγήση αυτόν και όσους θα εύρισκεν εν τη Μητροπόλει Δημογέροντας, ενώπιών του.  Ιδιαιτέρως εζητήθη ο δημοσιογράφος και μέγας ισχύων παρά τοις Τούρκοις Δημογέρων Ν. Τσουρουκτσόγλου, όστις κληθείς προσήλθεν εις την Μητρόπολιν.  Ενώ δε επεβιβάζοντο εις την άμαξαν ο Τσουρουκτσόγλου παρέλαβε και των εκ των Δημογερόντων Κλιμάνογλου.  Ο Μητροπολίτης παρέστη λοιπόν ενώπιον του Πιλάτου και μετ’ αυτού οι ονομασθέντες ως άνω Δημογέροντες.

Ο Νουρεντίν δεν εδέχθη τον χαιρετισμόν του Μητροπολίτου, αλλ’ επλησίασεν αυτόν, αφήρεσε το καλυμμαύχιόν του, το ετοποθέτησεν εις το Γραφείον του, και ασκεπή τον έφερεν εις τον εξώστην, κάτωθεν του οποίου πλήθη φανατικών Τούρκων εκραύγαζον, ζητούντα εκδίκησιν.  Προς τα πλήθη ταύτα, αποταθείς ο Νουρεντίν είπεν: «Εγώ δεν κρίνω. Δεν αποφασίζω.  Σεις κάλλιον εμού γνωρίζετε τον εχθρόν και προδότην του Κράτους μας.  Αποφασίσατε ό,τι εγκρίνετε, σας τον παραδίδω.

Παραδίδεται λοιπόν εις χείρας ανόμων ο πιστός του Κυρίου και του Έθνους Ιεράρχης.  Σιωπών, ως πρόβατον επί σφαγήν, δέχεται κολαφισμούς, εμπτυσμούς, δαρμούς πληγάς, σύρεται εκ της γενειάδας εις τας οδούς, και εις την τουρκικήν συνοικίαν του Τιρκιλίκ προσάγεται ως ο προκάτοχός του Ιερομάρτης Πολύκαρπος, ως εις τον τόπον του μαρτυρίου…

Ημείς, οι εν τη Μητροπόλει αναμένοντες, ουδεμίαν είχομεν γνώσιν των συμβαινόντων. Συνείχεν όμως ημάς η αγωνία, διότι εγνωρίζομεν το αιμοβόρον της διαθέσεως του ανθρωπομόρφου τέρατος Νουρεντίν.  Αργά τη νύκτα ετόλμησα να εξέλθω εκ της θύρας του κωδωνοστασίου, δια να ερωτήσω τον μόνιμον από πολλού Τουρκοκρήτα αστυφύλακα της Τραπέζης Αθηνών περί της τύχης του αοιδίμου Γέροντός μου και των Δημογερόντων.  Η απάντησίς του ήτο: «Τον ιδικόν σας τον εξηφάνισαν αισχρώς» (Σιζίν Κινί μπιτσιρμισλέρ».  Μοι προσέθηκε δε, ότι αυτός έρριψε κατά της κεφαλής του τρεις χαριστικάς βολάς, διότι ώκτειρε την ελεεινήν κατάστασίν του, εις ην ηθέλησε να δώση τέλος.  Προσέθηκεν επίσης ότι οι δύο Δημογέροντες έσχον την ευθανασίαν τους δια πυροβολισμών τελειώσεως.

Η ανωτέρω είναι η αληθής ιστορία του μαρτυρίου του αξιομακαρίστου και αειμνήστου Γέροντός μου.  «Έδοξεν εν οφθαλμοίς αφρόνων τεθνάναι και ελογίσθη κάκωσις η έξοδος Αυτού και η αφ’ ημών πορεία σύντριμμα.  Ο δε έστιν εν ειρήνη.  Ολίγα παιδευθείς μεγάλα ευηργετήθη.  Ο Θεός επείρασεν αυτόν και εύρεν αυτόν άξιον εαυτού και ως ολοκάρπωμα θυσίας προσεδέξατο αυτόν.  Εν καιρώ επισκοπής Αυτού αναλάμψει».

Ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος Χατζησταύρου σε άλλο σημείο της μαρτυρίας του αναφέρεται στην συγκλονιστική μαρτυρία κάποιου αιχμαλώτου Έλληνα στρατιώτη, ο οποίος αφού δραπέτευσε, έδωσε ένορκη γραπτή κατάθεση ενώπιον της ολομέλειας της εν Ελλάδι συσταθείσης επισήμου Επιτροπής σχετικά με το μαρτυρικό τέλος και την αμφιβολία περί του ενταφιασμού του σκηνώματος του Αγίου Χρυσοστόμου.  Γράφει λοιπόν ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος Χατζησταύρου τα εξής: «Εν άλλω σημειώματι αναφέρω δια την καταρτισθείσαν μετά την προσφυγήν μας εις την Ελλάδα επίσημον Επιτροπήν εξακριβώσεως των τουρκικών ωμοτήτων.

Ενώπιον της ολομελείας της Επιτροπής ταύτης ενόρκως κατέθεσε, και την ένορκον ταύτην κατάθεσιν δια της απογραφής του εν επισήμω πρακτικώ εβεβαίωσε, στρατιώτης εκ Σμύρνης μετά την καταστροφήν αιχμάλωτος, περιπεσών και δραπετεύσας, ότι αγγαρεία εκτελών μετ’ άλλων αιχμαλώτων στρατιωτών ωδηγήθη εις την προ των στρατώνων του Διοικητηρίου της Σμύρνης παραλίαν και μετέφερε το εκεί ερριμένον άγιον λείψανον του Ιερομάρτυρός μας και έθαψαν αυτό εις το Στάδιον όχι του Πανιωνίου, αλλά του Απόλλωνος.  Ηρώτησα αυτόν δια τα χαρακτηριστικά του προσώπου και εύρον ταύτα σύμφωνα με την πραγματικότητα.  Εζήτησα να μάθω αν έφερε τι διακριτικόν εις το στήθος του και μοι είπεν ότι ένα μικρόν χρυσούν σταυρόν με χρυσήν άλυσιν και ότι επίτηδες αφήκαν τον σταυρόν τούτον, ίνα εν καιρώ αναγνωρισθεί το άγιον λείψανόν του.  Το τελευταίον τεκμήριον έπεισέ με, ότι έτυχε ταφής ο Ιερομάρτης ημών και το χώμα το αιματόβρεκτον της αγαπητής και περιποθήτου Σμύρνης μας καλύπτει αυτό, αναμένον την ένδοξον εκταφήν διά των χειρών των μελλόντων εκδικητών».

Δέον να υπογραμμισθεί ότι από όλες τις παρατεθείσες μαρτυρίες ή περιγραφές που αφορούν το μαρτυρικό πάθος του Αγίου Χρυσοστόμου, μόνο σε αυτή του Μητροπολίτου Χρυσοστόμου Χατζησταύρου γίνεται σαφής αναφορά και στον συγκεκριμένο χώρο όπου ενταφιάστηκε το μαρτυρικό σκήνωμα του Ιερομάρτυρος.

Η μαρτυρία του Ακαδημαϊκού Γεωργίου Μυλωνά

Η εκ των δύο τελευταίων, δεύτερη, κατά χρονολογική σειρά, γραπτή μαρτυρία που παραθέτουμε, είναι ίσως η πλέον αυθεντική, διαφωτιστική και συγκλονιστική, η οποία σε πολλά αμφιλεγόμενα σημεία επιβεβαιώνει και εκείνη του Μητροπολίτη Χρυσοστόμου Χατζησταύρου.

Πρόκειται για την μαρτυρία το Ακαδημαϊκού Γεωργίου Μυλωνά, ο οποίος κατά την έκτακτη συνεδρίαση της Ακαδημίας Αθηνών στις 14 Δεκεμβρίου 1982, επί τη συμπληρώσει 60 ετών από της Μικρασιατικής Καταστροφής, τελείωσε την ομιλία του με μια συγκλονιστική – ίσως την πλέον συγκλονιστική – περιγραφή του μαρτυρίου και της θανατώσεως του εθνοϊερομάρτυρος Αγίου Χρυσοστόμου.  Σημειωτέον εν προκειμένω ότι ο Γεώργιος Μυλωνάς ήταν από τη Σμύρνη, μετείχε στην αθλητική και πνευματική ζωή της πόλεως και γνώρισε εκ του σύνεγγυς τον τότε Μητροπολίτη Χρυσόστομο, από τη πρώτη μέρα που έφθασε στη Σμύρνη έως και τις τελευταίες ώρες της μεγάλης αγωνίας και μαρτυρικής δοκιμασίας του.

Η σοβαρότητα, η εγκυρότητα και η διεθνής αναγνώριση της επιστημονικής βαρύτητος του Γεωργίου Μυλωνά αποτελούν τα ασφαλή εχέγγυα για την αξιοπιστία της προσωπικής μαρτυρίας του, η οποία αυτολεξεί έχει ως εξής: «Θα μου επιτρέψετε να τελειώσω την ομιλία μου με προσωπική μαρτυρία, που για πρώτη φορά εξομολογούμαι.  Κατά τις τελευταίες ημέρες του Σεπτεμβρίου 1922 μία ομάδα φοιτητών του International College της Σμύρνης και εγώ βρεθήκαμε φυλακισμένοι σε απαίσιο υπόγειο, σ’ ένα από τα μπουντρούμια του Διοικητηρίου της Σμύρνης.  Σ’ αυτό ήταν ασφυκτικά στριμωγμένοι Έλληνες Χριστιανοί αιχμάλωτοι, μάλλον άνθρωποι προορισμένοι για θάνατο.

Τις βραδινές ώρες φύλακες μ’ επικεφαλής Τουρκοκρήτα παρελάμβαναν θύματα που ετυφεκίζοντο.  Στις 5 το απόγευμα της τελευταίας ημέρας του θλιβερού Σεπτεμβρίου ο Τουρκοκρής εκείνος με διέταξε να τον ακολουθήσω στην αυλή.  «Είσαι δάσκαλος», με ρωτά.  «Αυτή την τιμή είχα», του απαντώ.  «Και οι άλλοι που ήσαν μαζί σου είναι φοιτητές;», «Ναι», του λέγω.  «Γρήγορα μαζί μου έξω», λέγω στους συντρόφους μου.  «Φαίνεται ότι ήρθε η ώρα μας.  Εμπρός με θάρρος».  Ποια ήταν η έκπληξή μας όταν ακούσαμε τον Τουρκοκρητικό να λέει: «Δεν θα σας σκοτώσω, θα σας σώσω.  Απόψε θα θανατωθούν όλοι όσοι είναι στο μπουντρούμι, γιατί έφεραν και άλλους που δεν έχουμε χώρο να τους στοιβάξουμε.  Θα σας σώσω σήμερα, γιατί ελπίζω αυτό να με βοηθήσει να λησμονήσω μία τρομερή σκηνή που αντίκρυσαν τα μάτια μου, σκηνή στην οποία έλαβα μέρος».

Και συνέχισε: «Παρακολούθησα το χάλασμα του Δεσπότη σας.  Ήμουν μ’ εκείνους που τον τύφλωσαν, που του βγάζαν τα μάτια και αιμόφυρτο τον έσυραν από τα γένια και τα μαλλιά στα σοκάκια του Τουρκομαχαλά, τον ξυλοκοπούσαν, τον έβριζαν και τον πετσόκοβαν.  Βαθιά εντύπωση μου έκανε και αξέχαστος παραμένει η στάση του.  Στα μαρτύρια που τον υπέβαλαν δεν απήντα με φωνές, με παρακλήσεις, με κατάρες.  Το πρόσωπό του το κατάχλωμο, το σκεπασμένο με αίμα των ματιών του, το πρόσωπό του είχε στραμμένο προς τον ουρανό και διαρκώς κάτι ψιθύριζε που δεν ηκούετο πέρα από την περιοχή του.  Ξέρεις εσύ, δάσκαλε τι έλεγε;», «Ναι, ξέρω», του απήντησα.  Έλεγε «Πάτερ Άγιε, άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι».  «Δεν σε καταλαβαίνω, δάσκαλε, μα δεν πειράζει.  Από καιρού σε καιρό, όταν μπορούσε ύψωνε κάπως το δεξί του χέρι και ευλογούσε τους διώκτες του.  Κάποιος πατριώτης μου αναγνωρίζει τη χειρονομία της ευλογίας, μανιάζει, μανιάζει και με τρομερό μαχαίρι του κόβει και τα δύο χέρια του Δεσπότη.  Εκείνος σωριάστηκε στη ματωμένη γη με στεναγμό που φαινόταν ότι ήταν μάλλον στεναγμός ανακουφίσεως παρά πόνου.

Τόσο τον λυπήθηκα τότε που με δυο σφαίρες στο κεφάλι τον αποτελείωσα.  Αυτή είναι η ιστορία μου.  Τώρα που σας την είπα, ελπίζω πως θα ησυχάσω.  Γι’ αυτό σας χάρισα τη ζωή».  «Και πού τον έθαψαν;» ρώτησα με αγωνία.  «Κανείς δεν ξέρει που έρριξαν το κομματιασμένο του κορμί».

Και συνεχίζει ο Γεώργιος Μυλωνάς: « Από τη στιγμή που ακούσαμε την ομολογία του φύλακα, νοιώσαμε την σκιά του Δεσπότη να μας καλύπτει και να μας προστατεύει στην σκλαβιά μας, στην εξορία μας στα βάθη της Μικράς Ασίας μέχρι τον γυρισμό μας στην πατρίδα.  Όλοι – εγώ και οι σπουδαστές του Κολλεγίου γυρίσαμε ασφαλείς στην Πατρίδα χάρις στην Ευλογία Του…».

Ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χριστόδουλος Α΄ (1998 – 2008) σε κάποια προ ετών επετειακή ομιλία του έγραφε σχετικά: «Και μόνο η περιγραφή αυτή αρκεί για την κατάρριψη κάποιων ενδοιασμών ή δισταγμών ως προς την αγιοποίηση του Χρυσοστόμου.  Ο Χρυσόστομος πέθανε ευλογώντας τους βασανιστές και δημίους του.  Πέθανε με θάνατο μαρτυρικό επειδή ήταν ο Μητροπολίτης, ο Χριστιανός, ο Ρωμηός, ο Έλληνας».

Πέμπτη, Απριλίου 23, 2015

Σὰν σήμερα ὁ ἐπίσκοπος Σαλώνων Ἠσαΐας «πέφτει» ὑπὲρ Πίστεως καὶ Πατρίδος τό 1821



Ἐπίσκοπος Σαλώνων, ἡγετικὴ μορφὴ τῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821 στὴν Ἀνατολικὴ Στερεὰ Ἑλλάδα καὶ ὁ πρῶτος ἱεράρχης ποὺ «ἔπεσε» κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ Ἀγώνα.
Ὁ Ἠσαΐας γεννήθηκε τὸ 1778 στὴ Δεσφίνα Παρνασσίδας. Ἔφερε τὸ κοσμικὸ ὄνομα Ἠλίας καὶ σὲ ἡλικία εἴκοσι ἐτῶν ἔγινε δόκιμος μοναχὸς στὴ Μονή Τιμίου Προδρόμου τῆς περιοχῆς. Ἀργότερα χειροτονήθηκε διάκονος στὴ Μονὴ Ὁσίου Λουκᾶ καὶ ὀνομάστηκε Ἠσαΐας. Τὸ 1814 μετέβη στὴν Κωνσταντινούπολη κατόπιν προσκλήσεως τοῦ Πατριάρχη Κύριλλου ΣΤ’ καὶ κατὰ τὴν ἐκεῖ παραμονὴ του μυήθηκε στὴ Φιλικὴ Ἑταιρεία. Τὸ 1818 χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος...
Σαλώνων (σημερινῆς Ἀμφισσας) ἀπὸ το Πατριάρχη Γρηγόριο Ε’, μὲ τὸ ὁποῖο διατηροῦσε ἀλληλογραφία σὲ συνθηματικὴ γλώσσα.
Ὡς ἱεράρχης στὰ Σάλωνα ἐργάστηκε ἐντατικὰ καὶ συστηματικὰ γιὰ τὴν προετοιμασία τοῦ Ἀγώνα. Τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1821 ξαναπῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ νὰ συζητήσει μὲ τὸν πατριάρχη καὶ μὲ ἄλλους Ἕλληνες σχετικὰ μὲ τὸν Ἀγώνα καὶ ἐπανῆλθε στὴν ἕδρα του στὰ μέσα Μαρτίου.
Ἀμέσως κάλεσε στὴ Μονὴ τοῦ Ὁσίου Λουκᾶ τὸν παλιό του γνώριμο Αθανασιο Διάκο, ὁπλαρχηγοὺς καὶ τοὺς προκρίτους τῆς Λειβαδιᾶς Ἰωάννη Λογοθέτη, Ἰωάννη Φίλωνα καὶ Λάμπρο Νάκο καὶ γιὰ νὰ τοὺς ἀνακοινώσει τὴν ἐπικείμενη ἔναρξη τῆς Ἐπανάστασης. Στὴ συνέχεια πῆγε στὰ Σάλωνα καὶ ἐνημέρωσε τοὺς ὁπλαρχηγοὺς ποὺ βρίσκονταν ἐκεῖ.
Στίς 27 Μαρτίου με τὸν ἐπίσκοπο Ταλαντίου Νεόφυτο χοροστάτησαν σὲ δοξολογία στὴ Μονὴ τοῦ Ὁσίου Λουκᾶ καὶ κήρυξαν τὴν Ἐπανάσταση. Λίγες ἡμέρες ἀργότερα, την 1η Ἀπριλίου, ὁρίστηκε μέλος ἐπαναστατικῆς διοικητικῆς ἐπιτροπῆς τῆς Στερεᾶς Ἑλλάδας ποὺ συγκροτήθηκε στὴ Λιβαδειὰ καὶ ἐντάχθηκε στὸ σῶμα τοῦ Πανουργιὰ ὡς ἁπλὸς στρατιώτης.
Κατὰ τὴν κάθοδο τοῦ Ὀμὲρ Βρυώνη στὴν Ἀνατολικὴ Στερεά, σὲ σύσκεψη στὴ Χαλκωμάτα (20 Ἀπριλίου 1821) ἀνάμεσα στοὺς Ἀθανάσιο Διάκο, Πανουργιὰ καὶ Δυοβουνιώτη, ἀποφασίστηκε νὰ πολεμήσει ὁ Πανουργιᾶς στὰ χωριὰ Χαλκωμάτα καὶ Μουσταφάμπεη, ὁ Διάκος στὴν Ἀλαμάνα καὶ ὁ Δυοβουνιώτης στὸν Γοργοπόταμο. Ἡ σφοδρὴ ἐπίθεση τῶν Τούρκων ἐναντίον τῆς Χαλκωμάτας στίς 23 Ἀπριλίου 1821 διέλυσε τὸ σῶμα τοῦ Πανουργιὰ καὶ στή σκληρὴ ἐκείνη μάχη ο Ἠσαΐας ἔπεσε νεκρός, ὅπως καὶ ὁ ἀδελφός του παπα-Γιάννης.

Σχετικὰ:
Ὁ Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης στὸ ποίημά του «Ἀθανάσιος Διάκος» ἀναφέρεται στὸν Ἠσαΐα καὶ τὸν ἀδελφό του («Ἆσμα Τρίτον: Εἰκοστὴ τρίτη Ἀπριλίου») μὲ τοὺς παρακάτω στίχους:
                                                
     Στ’ ἀγέρι κρεμασμένα,
ὡσὰν καντήλια τ’ οὐρανοῦ, ἀποβραδὶς δύο φῶτα
ἐφάνηκαν στὴ σκοτεινιά… Κανεὶς δὲν τὰ ’χε ἀνάψει…
Κι ἕνας ποὺ ἐπέρασε ἀπεκεί, καλόγερος, διαβάτης,
κι εἶδε τὸ θάμα κι ἔδραμε, στὴ λάμψη δύο κεφάλια
ηὖρε ποὺ πλαγίαζαν γλυκά… τὸ ’να τοῦ Παπαγιάννη
καὶ τ’ ἄλλο τοῦ Δεσπότη του. Γονατιστὸς ἐμπρός τους
ἒμειν’ ὁ γέρος κι ἔκλαψε… Τοὺς ἔριξε τρισάγιο,
τὰ φίλησε στὸ μέτωπο καὶ μὲ τὸ δοκανίκι
ἔσκαψε λάκκο κι ἔθαψε τ’ ἀχώριστα τ’ ἀδέρφια.
Βλογάει τὸ χῶμα τρεῖς φορές… Ἔκαμε τὸ σταυρό του

καὶ χάνεται στὴν ἐρημιά… Ἐσβήστηκαν τὰ φῶτα..
το είδαμε εδώ

Κυριακή, Απριλίου 13, 2014

Ἐθνομάρτυρας Ἰωσὴφ Ρωγῶν, ὁ ἐπίσκοπος τῶν «Ἐλευθέρων Πολιορκημένων»

Τοῦ Ἀποστόλου Παπαχρήστου, 
Θεολόγου-Μουσικοδιδασκάλου 
«Ἡ ἔξοδος τοῦ Μεσολογγίου» - 1826
Τὸ ὄνομα ἡ ζωή, ἡ προσφορὰ καὶ ἡ θυσία του ταυτίστηκαν μὲ τὴν ἱερὰ πόλη τοῦ Μεσολογγίου. Γεννήθηκε στὰ Ἀμπελάκια τῆς Θεσσαλίας τὸ 1776. Τὰ πρῶτα γράμματα τὰ ἔμαθε στὴ γενέτειρά του ἀπὸ τὸν Ἐθνομάρτυρα Πολυζώη. Σὲ ἡλικία μόλις 14 ἐτῶν προχειρίζεται ἀναγνώστης καὶ σὲ αὐτὴν τὴν παιδικὴ ἡλικία περιέρχεται τὰ χωριὰ τῆς περιοχῆς του καὶ ἐκφωνεῖ λόγους διδακτικούς, ἐθνικούς, ἀφυπνιστικούς. Καίει ἡ νεανική του καρδιὰ ἀπὸ ἀγάπη στὸν Χριστὸ καὶ τὴν πατρίδα καὶ μὲ παλμὸ ὁμολογεῖ Χριστὸ καὶ γνήσια φιλοπατρία.
Γίνεται παντοῦ γνωστὸς στὴν περιοχή του γιὰ τὸ διδακτικὸ ἦθος του, τὴν παιδεία του, τὴν κηρυκτικὴ του ἱκανότητα καὶ χειροτονεῖται διάκονος καὶ πρεσβύτερος. Ἀγωνίζεται μὲ ὅλες του τὶς δυνάμεις νὰ στερεώσει τοὺς κατοίκους τὴν ἔννοια τοῦ γένους καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας. Μὲ τόλμη φθάνει καὶ μέχρι τὰ κρυσφήγετα τοῦ παπα-Θύμιου Βλαχάβα καὶ ἐμψυχώνει κάθε καταδυναστευόμενο ἀδελφὸ Ἕλληνα.
Τὸ 1814 ἔρχεται στὰ Ἰωάννινα κινδυνεύει νὰ ὑποστεῖ μαρτύριο ἀπὸ τοὺς Τούρκους, διαφεύγει ὅμως καὶ φθάνει στὴν Ἄρτα. Ἐκεῖ, ὁ Μητροπολίτης Ἄρτης Πορφύριος, ὁ ὁποῖος ἦταν καὶ Μητροπολίτης Μεσολογγίου, τὸν προσλαμβάνει...
πρωτοσύγγελλο.
Ὡς Πρβτοσύγγελλος ἀναπτύσσει σπουδαιοτάτη ἐκκλησιαστικὴ καὶ ἐθνικὴ δράση καὶ μυεῖται στὴν φιλικὴ ἑταιρεία.
Τὸ 1820 χειροτονεῖται ἐπίσκοπος Ρωγῶν. Τιμωρεῖται γιὰ τὴν μεγάλη του δράση ἀπὸ τοὺς Τούρκους μὲ κάθειρξι, ἀλλὰ ἐλευθερώνεται ὅταν γιὰ λίγες ἡμέρες οἱ Ἕλληνες ἐπαναστάτες ἀπελευθέρωσαν τὴν Ἄρτα.
Διαφεύγει στὸν Βάλτο καὶ τελικὰ ἔρχεται στὸ δοκιμασμένο Μεσολόγγι. Ἐκεῖ συνδέεται μὲ τὸν Μαυροκορδάτο καὶ μὲ ὅλους τούς ἄλλους ὁπλαρχηγούς. Μὲ ὅλη του τὴ δύναμη ἀγωνίζεται γιὰ τὴν πνευματικὴ καὶ ὑλικὴ ἐνίσχυση τοῦ ἀγῶνος καὶ τῶν ἀγωνιστῶν, διδάσκει, ἐμψυχώνει, στηρίζει, ἀφυπνίζει τοὺς ἀγωνιζομένους ἡγήτορας καὶ πολεμάρχους ἀλλὰ καὶ τὸν λαό.
Καταβάλλει ἰδιαίτερη προσπάθεια γιὰ νὰ ἐπιτύχει τὴν συμφιλίωση καὶ τὴν ἑνότητα τῶν ἀγωνιστῶν. Εἶναι ὁ ἀτρόμητος μαχητὴς ἀλλὰ καὶ ὁ Ἅγιος Ἱεράρχης καὶ ποιμένας, ὁ ὁποῖος τακτικὰ στὶς ἀντίξοες συνθῆκες τελεῖ τὸ μυστήριος τῆς Θείας Εὐχαριστίας καὶ κοινωνεῖ τοὺς πολεμάρχους καὶ στὶς ντάπιες ἀκόμη.
Ἀναφέρεται ὅτι μὲ μεγάλη καρτερία καὶ γενναιότητα ὑπέφερε πολλὰ δεινὰ χάριν τοῦ Μεσολογγίου καὶ ἐν γένει τῆς Πατρίδος. Ζοῦσε πάμπτωχα καὶ μὲ ρακένδυτη ἐνδυμασία, ὕψωνε τὸν Τίμιο Σταυρὸ καὶ ἐνδυνάμωνε τοὺς ἀγωνιζομένους κατοίκους τοῦ Μεσσολογγίου.
Τὸ ἀποκορύφωμα τῆς προσφορᾶς καὶ τῆς θυσίας τοῦ Ρωγῶν Ἰωσὴφ ἀποκαλύφθηκε κατὰ τὴν ὀργάνωση καὶ τὴν ἐκτέλεση τῆς ἠρωϊκῆς ἐξόδου τοῦ Μεσολογγίου (10 Ἀπριλίου 1826). Ἦταν ἡ ψυχὴ τῆς ὀργανώσεως τῆς ἐξόδου ἀλλὰ καὶ ὁ ὁδηγὸς τῶν «Ἐλευθέρων Πολυορκημένων».
Συμμετεῖχε στὴν ἔξοδο καὶ μετὰ τὴν σύγχυση ποὺ παρουσιάσθηκε, ὀχειρώθηκε μὲ ἄλλους ἀγωνιστὲς στὸν Ἀνεμόμυλο τοῦ Μεσολογγίου. Ἐκεῖ πολέμησε μέχρι αὐτοθυσίας, ἄναψε μὲ τὸν δαυλὸ τὴν πυρίτι καὶ ἀνατινάχτηκε μὲ τοὺς ἄλλους πολεμάρχους. Οἱ Ἀγαρηνοὶ τὸν βρῆκαν ἡμιθανῆ τὸν βασάνισαν καὶ τέλος τὸν ἀπαγχόνησαν.
Ἡ Ἁγιότις του, ἡ ἀγάπη στὸν Χριστός μας, στὴν Ὀρθόδοξο λατρεία μας, ἡ ἀγάπη του στὴν Ἑλλάδα θὰ διδάξει ὅλους μας γιὰ νὰ ἀφυπνισθοῦμε νὰ ἀγαπήσουμε τὴν Ὀρθοδοξία μας καὶ τὴν Πατρίδα μας καὶ νὰ γίνουμε κι ἐμεῖς γνήσιοι καὶ ἀνύστακτοι διάκονοι τῆς Ὀρθόδοξου Πίστεως καὶ τῆς Πατρίδος.

Τετάρτη, Ιουλίου 03, 2013

Σκόπια: νέα φυλάκιση στο μαρτυρικό Αρχιεπίσκοπο Αχρίδος Ιωάννη


axridosΠρακτορείο "Ρομφαία"  / Νεκρός για τον κόσμο

Δικαστήριο των Σκοπίων καταδίκασε τον προκαθήμενο της Ορθόδοξης Αρχιεπισκοπής της Αχρίδας, Ιωάννη (κατά κόσμον Ζόραν Βρανίσκοσκι) σε ποινή φυλάκισης τριών χρόνων, καθώς τον έκρινε ένοχο για «ξέπλυμα χρήματος», μέσω θρησκευτικού συλλόγου.
Οι υπόλοιποι 18 κατηγορούμενοι για την ίδια υπόθεση, μεταξύ των οποίων η μητέρα και η αδελφή του Ιωάννη, καταδικάστηκαν σε διετή ποινή φυλάκισης με αναστολή.

Υπενθυμίζεται ότι ο Ιωάννης εκτίει ήδη ποινή φυλάκισης, καθώς τον Μάιο του 2012 έχει καταδικαστεί για υπεξαίρεση 250.000 Ευρώ από την Ορθόδοξη Εκκλησία της ΠΓΔΜ.
Σε ανακοίνωση της Ορθόδοξης Αρχιεπισκοπής της Aχρίδας σχετικά με τη νέα καταδίκη του Ιωάννη γίνεται λόγος για «πολιτικά υποκινημένη δικαστική διαδικασία» κατά του προκαθημένου και πιστών της της εκκλησίας αυτής και σημειώνεται ότι, όπως αναφέρεται στις εκθέσεις όλων των διεθνών οργανισμών, το δικαστικό σύστημα στην ΠΓΔΜ είναι ένας από τους πιο προβληματικούς τομείς εξαιτίας της διαφθοράς και της πολιτικής επιρροής επί των δικαστικών αποφάσεων.

Ο Ιωάννης αποπέμφθηκε το 2002 από τις τάξεις της αποκαλούμενης «Μακεδονικής Ορθόδοξης Εκκλησίας» διότι είχε υποστηρίξει συμβιβαστική πρόταση για την εξεύρεση λύσης στη διαφορά μεταξύ της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και της αποσχισθείσας «Μακεδονικής Ορθόδοξης Εκκλησίας».
Η συμβιβαστική εκείνη πρόταση είχε απορριφθεί από την εκκλησία της ΠΓΔΜ, η οποία και απέπεμψε τον Ιωάννη από τους κόλπους της. Αμέσως μετά την αποπομπή του, ο Ιωάννης προσχώρησε σε κοινωνία με τη Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία και προχώρησε στην επανίδρυση της «Ορθόδοξης Αρχιεπισκοπής της Αχρίδας» στην ΠΓΔΜ (έτσι λεγόταν επισήμως μέχρι το 1967 η μετέπειτα αποκαλούμενη «Μακεδονική Ορθόδοξη Εκκλησία») και ορίστηκε αρχιεπίσκοπός της.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία της ΠΓΔΜ αποσχίσθηκε το 1967 από τους κόλπους του Σερβικού Πατριαρχείου και κήρυξε το αυτοκέφαλό της με την ονομασία «Μακεδονική Ορθόδοξη Εκκλησία», η οποία δεν αναγνωρίζεται από καμία Ορθόδοξη Εκκλησία του κόσμου.
Ο Ιωάννης, το 2005, καταδικάστηκε από τις αρχές της ΠΓΔΜ και εξέτισε ποινή φυλάκισης οχτώ μηνών σε φυλακή των Σκοπίων για «υποδαύλιση θρησκευτικού και εθνικού μίσους» στην ΠΓΔΜ.
Η Ορθόδοξη Αρχιεπισκοπή της Αχρίδας, επικεφαλής της οποίας είναι ο Ιωάννης και η απήχησή της είναι περιορισμένη στην ΠΓΔΜ, δεν αναγνωρίζεται από τις αρχές και η δράση της είχε θεωρηθεί ότι είναι «απειλητική» για τη χώρα.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...