Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα C.S. Lewis. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα C.S. Lewis. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη, Αυγούστου 13, 2014

Τὸ βάρος τῆς δόξας C.S.Lewis

Ἂν ρωτήσετε σήμερα εἴκοσι ἀνθρώπους ποιὰ νομίζουν ὅτι εἶναι ἡ ἀνώτερη ἀρετή, οἱ δεκαεννέα ἀπὸ αὐτοὺς θὰ ἀπαντήσουν ἡ ἀνιδιοτέλεια. Ἂν ὅμως ρωτούσατε ὁποιονδήποτε ἀπὸ τοὺς μεγάλους Χριστιανοὺς τοῦ παρελθόντος, αὐτὸς θὰ ἀπαντοῦσε ἡ Ἀγάπη.

Βλέπετε τί συνέβη; Ἕνας ἀρνητικὸς ὅρος ἀντικατέστησε ἕναν θετικό, καὶ ἡ σημασία αὐτῆς τῆς ἀλλαγῆς ξεπερνᾶ τὴν ἁπλὴ φιλολογία. Ὁ ἀρνητικὸς ὅρος τῆς ἀνιδιοτέλειας κουβαλάει μέσα του τὴν πρόταση, ὄχι πρωτίστως τῆς διαφύλαξης καλῶν γιὰ τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ τὴν συνέχιση τῆς πορείας τοῦ ἀτόμου χωρὶς τοὺς ἄλλους, σὰν νὰ εἶναι τὸ σημαντικὸ σημεῖο ἡ ἐγκράτειά μας καὶ ὄχι ἡ εὐτυχία τους. 

Δὲν νομίζω ὅτι αὐτὴ εἶναι ἡ χριστιανικὴ ἀρετὴ τῆς Ἀγάπης. Ἡ Καινὴ Διαθήκη ἔχει πολλὰ νὰ μᾶς πεῖ γιὰ τὴν αὐταπάρνηση, ὄχι ὅμως ὡς αὐτοσκοπό. Καλούμαστε νὰ ἀπαρνηθοῦμε τοὺς ἑαυτούς μας καὶ νὰ σηκώσουμε τὸ σταυρό μας ἔτσι ὥστε νὰ μπορέσουμε νὰ ἀκολουθήσουμε τὸ Χριστό, καὶ σχεδὸν κάθε περιγραφὴ αὐτοῦ ποὺ θὰ συναντήσουμε στὸ τέλος, ἂν τὰ καταφέρουμε, περιέχει ἕνα ἔρεισμα στὴν ἐπιθυμία μας.. Ἂν στὴ σύγχρονη σκέψη ἐλλοχεύει ἡ ἀντίληψη πὼς τὸ νὰ ἐπιθυμοῦμε τὸ δικό μας καλὸ καὶ νὰ ἐλπίζουμε γιὰ τὴν χαρὰ ποὺ μᾶς ἀποφέρει εἶναι κακὸ πρᾶγμα, πιστεύω πὼς ἡ ἀντίληψη αὐτὴ ἔχει παρεισφρήσει ἀπὸ τὸν Κὰντ καὶ τοὺς Στωικοὺς καὶ δὲν ἔχει καμία σχέση μὲ τὴν Χριστιανικὴ πίστη.

Ἀπεναντίας, ἂν σκεφτοῦμε γιὰ λίγο τὶς συγκλονιστικὲς ἀμοιβὲς ποὺ μᾶς ὑπόσχεται τὸ Εὐαγγέλιο, φαίνεται ξεκάθαρα πὼς ὁ Χριστὸς βρίσκει τὶς ἐπιθυμίες μας ὄχι πολὺ δυνατές, ἀλλὰ πολὺ ἀδύναμες. Εἴμαστε χλιαρά, ἀπρόθυμα πλάσματα ποὺ χαζολογᾶνε ὁλόγυρα πίνοντας ἀλκοόλ, κάνοντας σὲξ καὶ κυνηγώντας τὶς μάταιες φιλοδοξίες μας, ἐνῷ τὴν ἴδια ὥρα μᾶς προσφέρεται ἡ ἀστείρευτη εὐτυχία. Ὅπως ἕνα μικρὸ ἀνυποψίαστο παιδὶ ποὺ θέλει νὰ συνεχίσει νὰ παίζει στὴ λάσπη γιατί δὲν μπορεῖ νὰ φανταστεῖ τί σημαίνει τὸ κάλεσμα γιὰ μιά ἐκδρομὴ στὴ θάλασσα.. Εὐχαριστιόμαστε πάρα πολὺ εὔκολα.

Δὲν πρέπει νὰ μᾶς προβληματίζουν οἱ ἄπιστοι ποὺ ἰσχυρίζονται πὼς αὐτὴ ἡ ὑπόσχεση τῆς ἀμοιβῆς κάνει τὴν χριστιανικὴ ζωὴ μιά μισθοφορικὴ σχέση. Ὑπάρχουν πολλὰ εἴδη ἀνταμοιβῶν. Ὑπάρχει ἡ ἀνταμοιβὴ ποὺ δὲν ἔχει καμία φυσικὴ σύνδεση μὲ ὅ,τι ἔχει κάνει κανεὶς γιὰ νὰ τὴν ἀποκτήση, καὶ εἶναι σχεδὸν ξένη στὶς ἐπιθυμίες ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ συνοδεύουν αὐτὰ τὰ πράγματα. 

Τὰ λεφτὰ δὲν εἶναι ἡ φυσικὴ ἀνταμοιβὴ τῆς ἀγάπης, γι’αὐτὸ ἀποκαλοῦμε ἕναν ἄντρα μισθοφόρο ἂν παντρευτεῖ μιά γυναίκα γιὰ τὰ λεφτά της. Ὅμως ὁ γάμος εἶναι ἀντάξια ἀνταμοιβὴ γιὰ ἕναν ἀληθινὰ ἐρωτευμένο, χωρὶς αὐτὸς ποὺ τὸν ἐπιθυμεῖ νὰ θεωρεῖται μισθοφόρος. 

Ἕνας στρατηγὸς ποὺ μάχεται ἄξια μὲ σκοπὸ νὰ κερδίσει κάποιον τίτλο τιμῆς εἶναι μισθοφόρος, ἐνῷ ἕνας στρατηγὸς ποὺ μάχεται γιὰ τὴ νίκη δὲν εἶναι. Ἐδῶ ἡ νίκη εἶναι ἡ ἀντάξια ἀνταμοιβὴ μιᾶς μάχης ὅπως καὶ ὁ γάμος εἶναι ἡ ἀντάξια ἀμοιβὴ τοῦ ἔρωτα. Ἡ ἀντάξια ἀνταμοιβὴ δὲν εἶναι προσκολλημένη πάνω στὴν ἐνέργεια γιὰ τὴν ὁποία δόθηκε, ἀλλὰ ἡ ἴδια ἡ ἐνέργεια σὲ πληρότητα. 

Ὑπάρχει καὶ μία τρίτη περίπτωση, ποὺ εἶναι πιὸ πολύπλοκη. Ἡ εὐχαρίστηση τῆς ἀνάγνωσης τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς ποίησης εἶναι σίγουρα ἀντάξια καὶ ὄχι μισθοφορικὴ ἀνταμοιβὴ γιὰ νὰ μάθει κανεὶς ἀρχαῖα ἑλληνικά. Ὡστόσο αὐτὸ μποροῦν νὰ τὸ διαπιστώσουν, μόνο ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν φτάσει στὸ σημεῖο νὰ μποροῦν νὰ εὐχαριστηθοῦν τὴν ἑλληνικὴ ποίηση. Ὁ μαθητὴς ποὺ μόλις ξεκίνησε νὰ μαθαίνει ἀρχαία ἑλληνικὴ γραμματικὴ δὲν μπορεῖ νὰ ἀδημονεῖ γιὰ τὴν μετέπειτα ἀπόλαυση τῆς ἀνάγνωσης τοῦ Σοφοκλῆ, ὅπως ἕνας ἐρωτευμένος λαχταρᾶ τὸ γάμο καὶ ἕνας στρατηγὸς τὴ νίκη. 

Πρέπει νὰ ξεκινήσει κοπιάζοντας στὴν ἀρχὴ γιὰ βαθμούς, ἤ γιὰ νὰ μὴν τὸν τιμωρήσουν, ἤ γιὰ νὰ εὐχαριστήσει τοὺς γονεῖς του, ἤ στὴν καλύτερη περίπτωση ἐλπίζοντας γιὰ κάποιο μελλοντικὸ καλὸ ποὺ στὴν παροῦσα φάση δὲν μπορεῖ νὰ φανταστεῖ οὔτε νὰ ἐπιθυμήσει. Ἡ θέση του ἑπομένως μοιάζει μὲ αὐτὴ τοῦ μισθοφόρου. Ἡ ἀμοιβή του θὰ εἶναι ἀντάξια του κόπου του ἀλλὰ αὐτὸ δὲν θὰ τὸ ξέρει μέχρι νὰ τὴν πάρει. Προφανῶς, ἡ ἀνταμοιβή του θὰ εἶναι σταδιακή. Ἡ εὐχαρίστηση θὰ ἀντικαθιστᾷ σιγὰ σιγὰ τὴν ἁπλὴ ἀγγαρεία, καὶ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ πεῖ πότε ξεκίνησε τὸ πρῶτο καὶ πότε σταμάτησε τὸ δεύτερο. Ὅμως μόνο ὅταν φτάσει ἀρκετὰ κοντὰ στὴν ἀνταμοιβὴ θὰ μπορεῖ νὰ τὴν ἐπιθυμήσει.

Ὁ χριστιανός, σὲ σχέση μὲ τὸν Παράδεισο, βρίσκεται λίγο πολὺ στὴν ἴδια θέση μὲ τὸν μαθητή. Ὅσοι κέρδισαν τὴν αἰώνια ζωὴ καὶ ἔχουν ἄμεση θέα τοῦ προσώπου τοῦ Θεοῦ, χωρὶς ἀμφιβολία ξέρουν πολὺ καλὰ ὅτι δὲν εἶναι μιά ἁπλὴ δωροδοκία, ἀλλὰ αὐτὴ καθεαυτὴ ἡ ἐκπλήρωση τῆς γήινής τους ὑπακοῆς. Ὅμως ἐμεῖς ποὺ δὲν ἔχουμε φτάσει ἐκεῖ ἀκόμα, δὲν μποροῦμε νὰ τὸ γνωρίζουμε ὅπως ἐκεῖνοι. Καὶ δὲν θὰ ἀρχίσουμε ποτὲ νὰ συνειδητοποιοῦμε τὸ παραμικρό, ἐκτὸς ἂν συνεχίσουμε νὰ ὑπακοῦμε καταφέρνοντας νὰ συναντήσουμε τοὺς πρώτους καρποὺς τῆς ὑπακοῆς μας, τὴν αὐξανόμενη δύναμη νὰ ἐπιθυμοῦμε τὴν ἀπόλυτη ἀνταμοιβή. 

Ἀναλογικὰ καθὼς θὰ αὐξάνει ἡ ἐπιθυμία μας, οἱ φόβοι μας, ἐκτὸς καὶ ἂν ἐπρόκειτο γιὰ τὴν ἐπιθυμία ἑνὸς μισθοφόρου, θὰ ἀρχίσουν νὰ διαλύονται καὶ στὸ τέλος θὰ ἀποδειχτοῦν ἀβάσιμοι. Ὅμως πιθανότατα αὐτὸ γιὰ τοὺς περισσότερους ἀπὸ ἐμᾶς δὲν θὰ γίνει μέσα σὲ μία μέρα. Ἡ ποίηση ἀντικαθιστᾷ τὴν γραμματική, τὸ εὐαγγέλιο ἀντικαθιστᾶ τὸ νόμο, ἡ προσμονὴ ἀντικαθιστᾶ τὴν ὑπακοή, ὅπως ἡ παλίρροια σηκώνει ἕνα πλοῖο ἀπὸ τὸ ἔδαφος.

Ὅμως ὑπάρχει καὶ μία ἄλλη σημαντικὴ ὁμοιότητα ἀνάμεσα στὸν μαθητὴ καὶ σὲ ἐμᾶς. Ἂν εἶναι ἕνα παιδὶ μὲ φαντασία θὰ ἀρχίσει νὰ μεθάει, πιθανότατα, μὲ τοὺς Ἄγγλους ποιητὲς καὶ ρομαντικοὺς ποὺ εἶναι κατάλληλοι γιὰ τὴν ἡλικία του, πρὶν ἀρχίσει νὰ ὑποπτεύεται ὅτι ἡ ἑλληνικὴ γραμματικὴ θὰ τὸν ὁδηγήσει σὲ ὅλο καὶ περισσότερες ἀπολαύσεις αὐτοῦ τοῦ εἴδους. Μπορεῖ μάλιστα νὰ ἀδιαφορεῖ γιὰ τὰ ἑλληνικά του καὶ νὰ διαβάζει Shelley καὶ Swinburne στὰ κρυφά. Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ ἐπιθυμία τὴν ὁποία πρόκειται νὰ ἐκπληρώσουν τὰ ἑλληνικά, ὑπάρχει ἤδη μέσα του καὶ εἶναι προσκολλημένη σὲ ἀντικείμενα ποὺ τοῦ μοιάζουν ἀρκετὰ διαφορετικὰ γιὰ τὴν ὥρα ἀπὸ τὸν Ξενοφῶντα καὶ τὰ ἑλληνικὰ ρήματα. 

Ἂν εἴμαστε φτιαγμένοι γιὰ τὸν Παράδεισο, ἡ ἐπιθυμία γιὰ αὐτὸν θὰ εἶναι ἤδη μέσα μας, χωρὶς ὡστόσο νὰ εἶναι προσκολλημένη στὸ ἀληθινὸ ἀντικείμενο τοῦ πόθου, καὶ μπορεῖ πιθανότατα νὰ μᾶς φαίνεται καὶ σὰν ἀνταγωνιστὴς αὐτοῦ τοῦ ἀντικειμένου. Καὶ αὐτὸ ἀκριβῶς νομίζω ὅτι μᾶς συμβαίνει. Χωρὶς ἀμφιβολία ὑπάρχει ἕνα σημεῖο στὸ ὁποῖο ἡ ἀναλογία μὲ τὸν μαθητὴ καταρρέει. Ἡ ἀγγλικὴ ποίηση ποὺ διαβάζει ἐνῷ θὰ ἔπρεπε νὰ κάνει τὶς ἀσκήσεις ἑλληνικῶν, μπορεῖ νὰ εἶναι τὸ ἴδιο καλὴ μὲ τὴν ἑλληνικὴ ποίηση στὴν ὁποία τὸν ὁδηγοῦν οἱ ἀσκήσεις, ἔτσι ὥστε μὲ τὸ νὰ καταπιάνεται μὲ τὸν Μίλτον ἀρνούμενος ἕνα ταξίδι στὴν ποίηση τοῦ Αἰσχύλου, ἡ ἐπιθυμία του νὰ μὴν ἀγκαλιάζει ἕνα μικρὸ ὑποκατάστατο. Ἡ περίπτωσή μας ὅμως εἶναι διαφορετική. Ἂν ἕνα ἄχρονο, ἀτελείωτο καλὸ εἶναι ὁ πραγματικός μας σκοπός, τότε ὁποιοδήποτε ἄλλο καλὸ στὸ ὁποῖο προσκολλᾶται ἡ ἐπιθυμία μας εἶναι ὡς ἕνα βαθμὸ ἀπατηλό, καὶ ἔχει στὴν καλύτερη περίπτωση μόνο μία συμβολικὴ σχέση μὲ αὐτὸ ποὺ πράγματι εἶναι ἱκανὸ νὰ τὴν χορτάσει.

Σχολιάζοντας τὴν ἐπιθυμία γιὰ τὸν Παράδεισο, τὴν ὁποία μποροῦμε νὰ δοῦμε ἀκόμα καὶ τώρα μέσα μας, αἰσθάνομαι κάποια ντροπή. Διαπράττω σχεδὸν μία ἀτιμία. Προσπαθῶ νὰ φανερώσω σὲ κάθε ἕναν ἀπὸ ἐσᾶς τὸ ἀπαρηγόρητο μυστικό, ποὺ μᾶς πληγώνει σὲ τέτοιο βαθμὸ ὥστε νὰ τὸ ἐκδικούμαστε δίνοντάς του ὀνόματα ὅπως Νοσταλγία καὶ Ρομαντισμὸς καὶ Ἐφηβεία· ἐκεῖνο τὸ μυστικὸ ποὺ μᾶς διαπερνᾷ μὲ τέτοια γλυκύτητα ποὺ ὅταν, σὲ ἀνοικτὲς συζητήσεις, ἡ ἀναφορὰ σὲ αὐτὸ εἶναι ἄμεση, ἀντιδροῦμε περίεργα καὶ καταλήγουμε νὰ γελᾶμε μὲ τοὺς ἑαυτούς μας· τὸ μυστικὸ ποὺ δὲν μποροῦμε οὔτε νὰ κρύψουμε ἀλλὰ οὔτε καὶ νὰ ποῦμε, ἂν καὶ θέλουμε νὰ τὰ κάνουμε καὶ τὰ δύο. Δὲν μποροῦμε νὰ τὸ ποῦμε γιατί εἶναι μία ἐπιθυμία γιὰ κάτι ποὺ δὲν ἔχει γίνει ἄμεσα γνωστὸ στὴν ἐμπειρία μας. Δὲν μποροῦμε νὰ τὸ κρύψουμε γιατί ἡ ἐμπειρία μας, μᾶς τὸ προτείνει συνεχῶς, καὶ προδίδουμε τοὺς ἑαυτούς μας ὅπως οἱ ἐρωτευμένοι στὸ ἄκουσμα ἑνὸς ὀνόματος. Τὸ ποιὸ συχνὸ ὑποκατάστατο εἶναι νὰ τὸ ὀνομάζουμε ὀμορφιὰ καὶ νὰ συμπεριφερόμαστε σὰν νὰ ἔχουμε καλύψει ἔτσι τὸ θέμα…. 

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 02, 2013

Πῶς μποροῦμε νὰ ἑρμηνεύσουμε τὸν Ἰησοῦ Χριστό



«Πῶς μποροῦμε νὰ ἑρμηνεύσουμε τὸν Ἰησοῦ Χριστό;»

Αὐτὸ εἶναι ἕνα ἐρώτημα ποὺ περιέχει μιὰ κωμικὴ χροιά. Γιατί τὸ πραγματικὸ ἐρώτημα δὲν εἶναι πῶς νὰ ἑρμηνεύσουμε ἐμεῖς τὸν Χριστό, ἀλλὰ πῶς ἑρμηνεύει Ἐκεῖνος ἐμᾶς. Ἡ εἰκόνα μιᾶς μύγας ποὺ κάθεται καὶ σκέφτεται πῶς θὰ ἑρμηνεύσει ἕναν ἐλέφαντα εἶναι ἀρκετὰ κωμική. Ἴσως ὅμως ἡ ἐρώτηση τί μποροῦμε ἐμεῖς νὰ συμπεράνουμε γιὰ Ἐκεῖνον, νὰ ἐννοεῖ πὼς μποροῦμε ἐμεῖς νὰ δώσουμε λύση στὸ ἱστορικὸ πρόβλημα ποὺ μᾶς ἐτέθη ἀπὸ τὰ καταγεγραμμένα λόγια καὶ τὶς πράξεις αὐτοῦ τοῦ Ἀνθρώπου. Ἡ λύση στὸ πρόβλημα αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ μπορεῖ νὰ συμφιλιώσει δύο πράγματα. Ἀπὸ τὴ μιὰ ἔχουμε τὸ σχεδὸν γενικὰ παραδεκτὸ βάθος καὶ λογική τῆς ἠθικῆς Του διδασκαλίας, ἡ ὁποία ἀμφισβητεῖται ἐλάχιστα, ἀκόμα καὶ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἀντιστρατεύονται τὸν Χριστιανισμό. Ἔχω διαπιστώσει, κατὰ τὴ διάρκεια διαφωνίας μου μὲ φανατικὰ ἄθεους ἀνθρώπους, ὅτι προτιμοῦν νὰ καταλήγουν στὸ ἑξῆς σχόλιο: «Συμφωνῶ ἀπόλυτα μὲ τὰ ἠθικὰ διδάγματα τοῦ Χριστιανισμοῦ!» Καὶ μοιάζει νὰ ὑπάρχει μιὰ γενικὴ ὁμοφωνία πὼς στὴ διδασκαλία αὐτοῦ τοῦ Ἀνθρώπου καὶ τῶν πρώτων διαδόχων του, ἡ ἠθικὴ ἀλήθεια βρίσκεται στὴν πιὸ ἁγνὴ καὶ βαθιά της μορφή. Δὲν εἶναι γλυκανάλατος ἰδεαλισμός, εἶναι γεμάτη ἀπὸ σοφία καὶ ἐξυπνάδα. Ἡ ὅλη ἠθικὴ διδασκαλία εἶναι ρεαλιστική, ἀνανεωμένη στὸν πιὸ ψηλὸ βαθμό, προϊὸν ἑνὸς πολὺ λογικοῦ μυαλοῦ. Αὐτὸ εἶναι τὸ ἕνα φαινόμενο.

Τὸ ἄλλο φαινόμενο, εἶναι ἡ σχεδὸν ἀποκρουστικὴ φύση τῶν θεολογικῶν τοποθετήσεων αὐτοῦ τοῦ Ἀνθρώπου. Ξέρετε ὅλοι τί ἐννοῶ, καὶ προτιμῶ νὰ τονίσω τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ἀποκρουστικοὶ ἰσχυρισμοὶ αὐτοῦ τοῦ Ἀνθρώπου δὲν γίνονται μόνο μία φορὰ κατὰ τὴ διάρκεια τῆς πορείας Του. Ὑπάρχει, βέβαια, ἐκείνη ἡ φορὰ ποὺ τὸν ὁδήγησε στὴν ἐκτέλεσή Του. Ἡ στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποία ὁ Ἀνώτατος Ἱερέας τὸν ρώτησε, «ποιὸς εἶσαι;» «εἶμαι ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, καὶ θὰ μὲ δεῖτε νὰ ἐμφανίζομαι στὸ τέλος τῆς ἱστορίας ὡς Κριτὴς τοῦ σύμπαντος.» Ἀλλὰ αὐτὸς ὁ ἰσχυρισμὸς δὲν περιορίζεται μόνο σὲ αὐτὴ τὴ δραματικὴ στιγμή. Ἂν προσέξει κανεὶς τὶς συζητήσεις του θὰ δεῖ νὰ ἐπαναλαμβάνεται παντοῦ. Γιὰ παράδειγμα, ἔλεγε στοὺς ἀνθρώπους «συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες σου.» Εἶναι πολὺ φυσικὸ γιὰ ἕναν ἄνθρωπο νὰ σοῦ συγχωρέσει κάτι ποὺ ἔχεις κάνει σὲ ἐκεῖνον. Ἂν κάποιος μοῦ κλέψει 5 λίρες, εἶναι ἀρκετὰ πιθανὸ καὶ λογικὸ νὰ τοῦ πῶ «σὲ συγχωρῶ, τὸ θέμα ἔκλεισε.» Ἀλλὰ πῶς θὰ ἀντιδρούσατε ἂν κάποιος σᾶς ἔκλεβε 5 λίρες καὶ ἐγὼ τοῦ ἔλεγα «εἶναι ὅλα ἐντάξει, σὲ συγχωρῶ;» Μετὰ ὑπάρχει καὶ ἕνα ἄλλο περίεργο πρᾶγμα ποὺ μοιάζει σὰν νὰ ξέφυγε τυχαία. Κάποια στιγμὴ Αὐτὸς ὁ Ἄνθρωπος κάθεται σὲ ἕνα λόφο κοιτάζοντας τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ ξαφνικὰ κάνει ἕνα ἀξιοπερίεργο σχόλιο: «δὲν ἔχω σταματήσει νὰ σοῦ στέλνω προφῆτες καὶ σοφοὺς ἄντρες.» Κανεὶς δὲν τὸ σχολιάζει. Ὡστόσο, ξαφνικά, σὰν φράση ποὺ τοῦ ξέφυγε, ἰσχυρίζεται πὼς εἶναι ἡ δύναμη ποὺ μέσα στοὺς αἰῶνες στέλνει σοφοὺς ἀνθρώπους καὶ ἡγεμόνες στὸν κόσμο. 

Ἂς δοῦμε τώρα καὶ μία ἄλλη παράξενη παρατήρηση. Σχεδὸν σὲ κάθε θρησκεία ὑπάρχουν κάποιες δυσάρεστες ὑποχρεώσεις ὅπως ἡ νηστεία. Αὐτὸς ὁ Ἄνθρωπος ξαφνικὰ μία μέρα λέει: «Κανεὶς δὲν χρειάζεται νὰ νηστέψει ὅσο εἶμαι μαζί σας.» Ποιὸς εἶναι αὐτὸς ὁ Ἄνθρωπος ποὺ ἰσχυρίζεται πὼς ἡ παρουσία Του καὶ μόνο καταλύει ὅλους τοὺς κανόνες; Ποιὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ μπορεῖ νὰ πεῖ στὸ σχολεῖο πὼς μποροῦν νὰ ἔχουν ἡμιαργία; Πολλὲς φορὲς τὰ λόγια Του ὑποδηλώνουν πὼς ὁ ἴδιος εἶναι ἐντελῶς ἀναμάρτητος; Αὐτὴ εἶναι πάντα ἡ στάση Του. «Ἐσεῖς στοὺς ὁποίους ἀπευθύνομαι εἶστε ὅλοι ἁμαρτωλοί», χωρὶς νὰ ἀφήνει ποτὲ νὰ ἐννοηθεῖ ὅτι θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ ὑπαινιχτεῖ τὸ ἴδιο καὶ γιὰ Ἐκεῖνον. Λέει ξανά, «εἶμαι ὁ Υἱὸς τοῦ Μοναδικοῦ Θεοῦ, πρὶν τὸν Ἀβραὰμ ἐγὼ ὑπάρχω,» καὶ μὴν ξεχνᾶτε τί σημαίνει ἡ φράση «ὁ ὤν» στὰ ἑβραϊκά. Ἦταν τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ ξεστομίσει κανεὶς ἄνθρωπος. 

Αὐτὴ εἶναι ἡ ἄλλη πλευρά. Ἀπὸ τὴ μία ἔχουμε ἠθικὰ διδάγματα καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη, τοὺς ἰσχυρισμοὺς ἑνὸς μεγαλομανῆ, μπροστὰ στὸν ὁποῖο ὁ Χίτλερ μοιάζει νὰ ἦταν ὁ πιὸ λογικὸς ἄνθρωπος. Δὲν ὑπάρχει ἐνδιάμεση λύση ὅπως δὲν ὑπάρχει καὶ ἀντίστοιχο παράδειγμα σὲ ἄλλες θρησκεῖες. Ἂν ρωτοῦσε κάποιος τὸν Βούδα «εἶσαι ὁ γιὸς τοῦ Βράχμα;» ἐκεῖνος θὰ ἀπαντοῦσε «γιέ μου σὲ σκεπάζει τὸ βέλο τῶν παραισθήσεων.» Ἂν ρωτοῦσε κάποιος τὸν Σωκράτη ἂν εἶναι ὁ Δίας, ἐκεῖνος θὰ ξεσποῦσε σὲ γέλια. Ἂν πήγαινε κάποιος στὸν Μωάμεθ καὶ τὸν ρώταγε, «εἶσαι ὁ Ἀλλάχ;» θὰ ἔσκιζε πρῶτα τὰ ροῦχα του καὶ μετὰ θὰ τοῦ ἔπαιρνε τὸ κεφάλι. Ἂν ρωτοῦσε κάποιος τὸν Κομφούκιο «εἶσαι ὁ Παράδεισος;» νομίζω πὼς πιθανότατα θὰ ἀπαντοῦσε «παρατηρήσεις ποὺ δὲν ἔρχονται σὲ συμφωνία μὲ τὴν φύση εἶναι κακόγουστες.» Ἡ ἰδέα ἑνὸς μεγάλου ἠθικοῦ διδασκάλου ποὺ ἰσχυρίζεται ὅσα ἰσχυρίστηκε ὁ Χριστὸς ἁπλὰ δὲν ὑφίσταται. Ἡ γνώμη μου εἶναι πὼς ὁ μόνος ποὺ μπορεῖ νὰ κάνει παρόμοιους ἰσχυρισμοὺς εἶναι ἤ ὁ Θεὸς ἤ κάποιος θεότρελος ποὺ οἱ ψευδαισθήσεις ἔχουν κυριαρχήσει πλήρως πάνω στὴ λογική του. Μποροῦμε νὰ παρατηρήσουμε ὅτι ποτὲ δὲν Τὸν εἶδαν ἁπλὰ σὰν ἕνα δάσκαλο ἠθικῆς. Δὲν προκάλεσε αὐτὴν τὴν ἐντύπωση σὲ κανέναν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ συναναστράφηκε. Προκάλεσε κυρίως τρεῖς ἀντιδράσεις. Μῖσος, τρόμο, θαυμασμό. Δὲν ὑπῆρχε κανένα δεῖγμα ἀνθρώπων ποὺ νὰ ἐκφράζουν ἤπια ἀποδοχή.


Πῶς μποροῦμε ἄραγε νὰ συμφιλιώσουμε τὰ δύο αὐτὰ ἀντιθετικὰ φαινόμενα; Μία λύση θὰ ἦταν νὰ ποῦμε ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἔκανε ποτὲ παρόμοιους ἰσχυρισμούς, ἀλλὰ πὼς οἱ ὀπαδοὶ του ὑπερέβαλλαν στὰ ὅσα διηγήθηκαν, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ περάσουν οἱ ἰσχυρισμοὶ αὐτοὶ ὡς δικοί Του στὴν ἱστορία. Αὐτὸ εἶναι δύσκολο νὰ συνέβη, ἀφοῦ οἱ ὀπαδοὶ του ἦταν ὅλοι Ἑβραῖοι, ἑπομένως ἀνῆκαν σὲ ἐκεῖνο τὸ ἔθνος ποὺ ἦταν πιὸ πεπεισμένο ἀπὸ κάθε ἄλλο γιὰ τὴν ὕπαρξη ἑνὸς καὶ μόνου Θεοῦ. Θὰ ἦταν πολὺ περίεργο, τὸ ἀπαίσιο αὐτὸ δημιούργημα σχετικὰ μὲ ἕναν θρησκευτικὸ ἡγέτη, νὰ ἐξαπλωθεῖ στοὺς τελευταίους ἀνθρώπους στὴ γῆ ποὺ θὰ ἔκαναν αὐτὸ τὸ λάθος. Ἀντιθέτως παρατηροῦμε ὅτι κανεὶς ἀπὸ τοὺς ὀπαδούς του, οὔτε κἄν οἱ συγγραφεῖς τῶν εὐαγγελίων, δὲν μπόρεσε νὰ ἀποδεχτεῖ μὲ εὐκολία τὸ νέο δόγμα.

Ἕνα ἄλλο θέμα εἶναι πώς, ἀκολουθώντας τὴν πρώτη ἄποψη θὰ πρέπει νὰ θεωρήσουμε τὶς πράξεις αὐτοῦ τοῦ Ἀνθρώπου ὡς θρύλους. Σὰν ἱστορικός τῆς λογοτεχνίας εἶμαι ἀπόλυτα πεπεισμένος ὅτι τὰ Εὐαγγέλια μπορεῖ νὰ εἶναι ὁτιδήποτε ἄλλο ἐκτὸς ἀπὸ θρῦλοι. Ἔχω διαβάσει πάρα πολλοὺς θρύλους καὶ μπορῶ νὰ πῶ ὅτι εἶναι δύο διαφορετικὰ πράγματα. Τὰ εὐαγγέλια δὲν εἶναι ἀρκετὰ καλλιτεχνικὰ γιὰ νὰ εἶναι θρῦλοι. Ἀπὸ ἄποψη φαντασίας εἶναι ἀδέξια, δὲν εἶναι καλοδουλεμένα. Τὸ μεγαλύτερο τμῆμα τῆς ζωῆς τοῦ Ἰησοῦ μᾶς εἶναι ἄγνωστο, ὅπως καὶ κάθε ἄλλου ποὺ ἔζησε τὸν καιρὸ ἐκεῖνο. Οἱ ἄνθρωποι ποὺ χτίζουν τοὺς θρύλους δὲν θὰ τὸ ἐπέτρεπαν αὐτό. 

Ἐκτὸς ἀπὸ κάποια τμήματα τῶν διαλόγων τοῦ Πλάτωνα, δὲν ὑπάρχουν διάλογοι ποὺ νὰ γνωρίζω στὴν ἀρχαία λογοτεχνία, ὅπως αὐτοὺς ποὺ συναντᾶμε στὸ τέταρτο εὐαγγέλιο. Δὲν ὑπάρχει τίποτα ἀντίστοιχο, οὔτε κἄν στὴ μοντέρνα λογοτεχνία, μέχρι περίπου ἑκατὸ χρόνια πρὶν ποὺ δημιουργήθηκε τὸ ρεαλιστικὸ διήγημα. Στὴν ἱστορία τῆς γυναίκας ποὺ πιάστηκε νὰ πορνεύει βλέπουμε ὅτι ὁ Χριστὸς ἔσκυψε καὶ ἔγραψε στὸ χῶμα μὲ τὸ δάχτυλό του. Ἀπὸ τὸ συμβὰν αὐτὸ δὲν συμπεραίνουμε κάτι συγκεκριμένο. Κανεὶς ποτὲ δὲν βάσισε κάποιο δόγμα σὲ αὐτό. Καὶ ἡ τέχνη τοῦ νὰ ἐφευρίσκεις μικρὲς ἄσχετες λεπτομέρειες γιὰ νὰ κάνεις πιὸ πειστικὴ μιὰ φανταστικὴ σκηνή, εἶναι ἀμιγῶς μοντέρνα. Σαφέστατα ἡ μόνη ἐξήγηση αὐτῆς τῆς περικοπῆς εἶναι ὅτι συνέβη στὰ ἀλήθεια. Ὁ συγγραφέας περιέγραψε αὐτὴ τὴ σκηνὴ ἐπειδὴ ἁπλὰ τὴν εἶχε δεῖ.

Μετὰ ἐρχόμαστε στὴν πιὸ παράξενη ἱστορία ἀπὸ ὅλες, τὴν ἱστορία τῆς Ἀνάστασης. Εἶναι πολὺ σημαντικὸ νὰ ξεκαθαρίσουμε τὰ πράγματα. Ἄκουσα μιὰ φορὰ κάποιον νὰ λέει. «Ἡ σημαντικότητα τῆς Ἀνάστασης ἔγκειται στὸ ὅτι μᾶς δίνει ἀποδείξεις ἐπιβίωσης, ἀποδείξεις πὼς ἡ ἀνθρώπινη προσωπικότητα ἐπιβιώνει τοῦ θανάτου.» Σύμφωνα μὲ αὐτὴ τὴν ἄποψη αὐτὸ ποὺ συνέβη στὸν Χριστὸ θὰ ἦταν αὐτὸ ποὺ συνέβαινε πάντα σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, μὲ τὴν μόνη διαφορὰ ὅτι στὴν περίπτωση τοῦ Χριστοῦ εἴχαμε τὸ προνόμιο νὰ τὸ δοῦμε νὰ συμβαίνει. Αὐτὸ βέβαια δὲν εἶναι ὅ,τι πίστευαν οἱ πρῶτοι Χριστιανοὶ συγγραφεῖς. Κάτι ἀπόλυτα καινούριο στὴν ἱστορία τοῦ σύμπαντος εἶχε συμβεῖ. Ὁ Χριστὸς εἶχε νικήσει τὸν θάνατο. Ἡ πόρτα ποὺ παρέμενε πάντα κλειδωμένη εἶχε σπάσει γιὰ πρώτη φορά. Αὐτὸ εἶναι κάτι πολὺ διαφορετικὸ ἀπὸ τὴν ἐπιβίωση ἑνὸς φαντάσματος. Δὲν ἐννοῶ ὅτι δὲν πίστευαν στὰ φαντάσματα. Ἀντιθέτως, τὸ πίστευαν τόσο πολύ, ποὺ ὁ Χριστὸς χρειάστηκε νὰ τοὺς διαβεβαιώσει πολλὲς φορὲς ὅτι δὲν ἦταν φάντασμα. Τὸ θέμα εἶναι, ὅτι ἐνῷ πίστευαν στὴν ἐπιβίωση, ὡστόσο εἶδαν τὴν Ἀνάσταση ὡς κάτι τελείως διαφορετικὸ καὶ καινούριο. Τὰ κείμενα ποὺ περιγράφουν τὴν Ἀνάσταση δὲν εἶναι μιὰ εἰκόνα ἐπιβίωσης μετὰ τὸν θάνατο, καταγράφουν τὸ πῶς ἕνας καθόλα νέος τρόπος ὕπαρξης δημιουργήθηκε στὸ σύμπαν. Κάτι καινούριο εἶχε ἐμφανιστεῖ στὸ σύμπαν, τόσο νέο ὅσο καὶ ἡ πρώτη ἐμφάνιση τῆς ὀργανικῆς ζωῆς. Αὐτὸς ὁ Ἄνθρωπος, μετὰ τὸν θάνατο, δὲν χωρίζεται σὲ ‘πνεῦμα’ καὶ ‘πτῶμα’. Ἕνας νέος τρόπος ὕπαρξης γεννήθηκε. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἱστορία. Πῶς θὰ τὴν ἑρμηνεύσουμε;

Τὸ ἐρώτημα εἶναι, ὑποθέτω, ἂν κάποια ἀπὸ τὶς ὑποθέσεις ἐξηγεῖ τὰ γεγονότα τόσο καλὰ ὅσο ἡ χριστιανικὴ ὑπόθεση. Ἡ χριστιανικὴ ὑπόθεση εἶναι πὼς ὁ Θεὸς κατέβηκε στὰ δεδομένα τοῦ δημιουργημένου σύμπαντος, στὰ μέτρα τῆς ἀνθρωπότητας, καὶ ἀνέβηκε ξανά, τραβώντας καὶ τὴ δημιουργία μαζί Του. Ἡ ἐναλλακτικὴ ὑπόθεση δὲν εἶναι οὔτε ὁ θρῦλος, οὔτε οἱ ὑπερβολές,, οὔτε ἡ ὀπτασία ἑνὸς φαντάσματος. Εἶναι εἴτε παράνοια εἴτε ψέματα. Ἐὰν κάποιος δὲν μπορεῖ νὰ ἀποδεχτεῖ τὴν ἐναλλακτικὴ ὑπόθεση (καὶ ἐγὼ δὲν μπορῶ) τότε στρέφεται στὴν Χριστιανικὴ θεώρηση.

Πῶς νὰ ἑρμηνεύσουμε τὸν Χριστό; Δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει τέτοιο θέμα. Ὅλο τὸ θέμα εἶναι πῶς σκοπεύει Αὐτὸς νὰ ἑρμηνεύσει ἐμᾶς. Πρέπει νὰ τὸ δεχτεῖς ἤ νὰ τὸ ἀπορρίψεις.

Τὰ λόγια Του διαφέρουν πολὺ ἀπὸ ὅσα ἔχει πεῖ κάθε ἄλλος διδάσκαλος. Οἱ ἄλλοι λένε, «αὐτὴ εἶναι ἡ ἀλήθεια περὶ τοῦ σύμπαντος, αὐτὸς εἶναι ὁ δρόμος ποὺ πρέπει νὰ πάρεις,» ἀλλὰ Αὐτὸς λέει, «Ἐγὼ εἶμαι ἡ Ἀλήθεια, ἡ Ὁδός, καὶ ἡ Ζωή.» Λέει, «Κανένας ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ φτάσει τὴν ἀπόλυτη ἀλήθεια, ἐκτὸς μέσα ἀπὸ μένα. Προσπαθῆστε νὰ σώσετε τὴν ζωή σας καὶ ἀναπόφευκτα θὰ καταστραφεῖτε. Θυσιάστε τοὺς ἑαυτούς σας καὶ θὰ σωθεῖτε.» Ἐκεῖνος λέει, «Ἐὰν ντρέπεστε γιὰ μένα, ἂν ὅταν ἀκοῦτε τὸ παραγγελμά μου, στρέφετε τὸ πρόσωπό σας ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, τὸ ἴδιο θὰ κάνω καὶ Ἐγὼ ὅταν ἐπιστρέψω ξανὰ σὰν Θεός. Ἂν κάτι σὲ κρατάει μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ἀπὸ Ἐμένα, ὅτι καὶ νὰ εἶναι, πέταξέ το μακριά. Ἂν εἶναι τὸ μάτι σου, βγάλε το. Ἂν εἶναι τὸ χέρι σου ξερίζωσέ το. Ἂν βάλεις πρῶτο τὸν ἑαυτό σου θὰ ἔρθεις τελευταῖος. Ἐλᾶτε σὲ μένα ὅλοι ὅσοι κουβαλᾶτε βαρὺ φορτίο καὶ Ἐγὼ θὰ σᾶς ἀναπαύσω. Ὅλες οἱ ἁμαρτίες σας ξεπλύθηκαν, ἔχω τὴ δύναμη νὰ τὸ κάνω αὐτό. Εἶμαι ἡ Ἀναγέννηση, εἶμαι ἡ Ζωή. Φᾶτέ Με, πιεῖτέ Με, εἶμαι ἡ Τροφή σας. Καὶ ἐπιτέλους, μὴν φοβᾶσθε, ἔχω ξεπεράσει ὁλόκληρο τὸ Σύμπαν.» Αὐτὸ εἶναι τὸ θέμα.
πηγή

Τρίτη, Οκτωβρίου 15, 2013

Περὶ συγχωρήσεως



Στὴν ἐκκλησία -ἀλλὰ καὶ ἐκτὸς ἐκκλησίας- λέμε πολλὰ πράγματα χωρὶς νὰ συνειδητοποιοῦμε τί λέμε. Π.χ. στὸ Σύμβολο τῆς Πίστης λέμε ὅτι πιστεύουμε στὴν «ἄφεση ἁμαρτιῶν». Τὸ ἐπαναλάμβανα καὶ ἐγὼ ἐπὶ χρόνια πρὶν ἀναρωτηθῶ γιατί ἄραγε αὐτὸ εἶχε μπεῖ στὸ Σύμβολο τῆς Πίστης. 

Ἐκ πρώτης ὄψεως φαὶνεται περιττό. «Ἂν κανεὶς εἶναι χριστιανός», σκέφτηκα, «καὶ βέβαια πιστεύει στὴ συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν. Ἐννοεῖται!» Ἐκεῖνοι ὅμως ποὺ συνέταξαν τὸ Σύμβολο τῆς Πίστης προφανῶς σκέφτηκαν ὅτι αὐτὸ ἦταν κομμάτι τῆς πίστης μας ποὺ θὰ ἒπρεπε νὰ τὸ φέρνουμε στὴ μνήμη μας κάθε φορὰ ποὺ πηγαὶνουμε στὴν ἐκκλησία. Καὶ ἔχω καὶ ἐγὼ ἀρχίσει νὰ συνειδητοποιῶ ὅτι εἶχαν δίκιο. Τὸ νὰ πιστεύεις στὴν συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν δὲν εἶναι ἀκριβῶς τόσο εὔκολο ὅσο νόμιζα. Τὸ νὰ πιστεύεις πραγματικὰ σ' αὐτὸ εἶναι κάτι πού, ἂν δὲν εἶσαι διαρκῶς σὲ ἐπιφυλακή, μπορεῖ εὔκολα νὰ σοῦ διαφύγει. 

Πιστεύουμε ὅτι ὁ Θεὸς μᾶς συγχωρεῖ γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας. Πιστεύουμε ἐπὶσης ὅτι τὸ κάνει ἐφόσον καὶ ἐμεῖς συγχωροῦμε τὶς ἁμαρτίες τῶν ἄλλων ἀπέναντί μας. Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία γι' αὐτό. Τὸ λέει ἡ προσευχὴ τοῦ Χριστοῦ στὸν Οὐράνιο Πατέρα, τὸ «Πάτερ ἡμῶν». Τὸ τόνισε αὐτὸ ὁ Χριστός. Ἂν δὲν συγχωρεῖτε, δὲν θὰ συγχωρεθεῖτε. Κανένα ἄλλο κομμάτι τῆς διδασκαλίας Του δὲν εἶναι πιὸ ξεκάθαρο. Οὔτε καὶ ὑπάρχει καμιὰ ἐξαίρεση σ' αὐτό. Δὲν λέει νὰ συγχωροῦμε τὶς ἁμαρτίες τῶν ἄλλων ὅταν δὲν εἶναι τόσο ἀποκρουστικὲς ἢ ὅταν ὑπάρχουν σοβαρὲς δικαιολογίες γι' αὐτὲς ἢ κάτι τέτοιο. Πρέπει νὰ τὶς συγχωροῦμε ὅλες, ὁσοδήποτε ἀπαίσιες καὶ φρικτὲς κι ἂν εἶναι, ὁσοδήποτε συχνὰ κι ἂν ἐπαναλαμβάνονται. Ἂν δὲν τὶς συγχωροῦμε, δὲν θὰ συγχωρηθεῖ καμιὰ ἀπὸ τὶς δικές μας.

Ἔχω τὴν ἐντύπωση ὅτι κάνουμε κάποιο λάθος καὶ ὅσον ἀφορᾶ τὴ συγχώρηση τῶν δικῶν μας ἁμαρτιῶν καὶ ὅσον ἀφορᾶ τὴ συγχώρηση ποὺ ὀφείλουμε νὰ δίνουμε στοὺς ἄλλους γιὰ τὶς ἁμαρτίες τοὺς ἀπέναντί μας. Ἂς πάρουμε πρῶτα-πρῶτα τὸ θὲμα τῆς συγχωρητικότητας τοῦ Θεοῦ ἀπέναντί μας. Βρίσκω πώς, ὅταν νομίζω ὅτι ζητῶ ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ μὲ συγχωρήσει, στὴν πραγματικότητα-καὶ αὐτὸ γίνεται ἀρκετὰ συχνὰ ἂν δὲν εἶμαι πολὺ προσεκτικὸς-αὐτὸ ποὺ ζητῶ ἀπὸ τὸν Θεὸ εἶναι κάτι τὸ τελείως διαφορετικό. Δὲν τοῦ ζητῶ νὰ μὲ συγχωρήσει, ἀλλὰ νὰ δικαιολογήσει τὴν ἁμαρτία μου. Ὑπάρχει ὅμως τεράστια διαφορὰ μεταξύ τοῦ συγχωρῶ καὶ τοῦ δικαιολογῶ. Ἡ συγχώρηση ἐννοεῖ τὸ ἑξῆς:
«Ναί, τὸ ἔχεις κάνει αὐτὸ ἀλλὰ δέχομαι τὴ μετάνοιά σου. Ποτὲ δὲν θὰ σοῦ τὸ φυλάξω στὸ μέλλον καὶ θὰ εἶναι ὅλα μεταξύ μας τὸ ἴδιο ἀκριβῶς ὅπως καὶ πρίν». 

Τὸ «δικαιολογῶ» ὅμως σημαίνει κάτι τὸ τελείως διαφορετικό. Σημαίνει: «Βλέπω ὅτι δὲν μποροῦσες νὰ κάνεις ἀλλιῶς ἢ βλέπω ὅτι δὲν τὸ ἤθελες. Πραγματικὰ δὲν φταῖς». Ἀλλά, ἂν πραγματικὰ δὲν φταῖς, τότε δὲν ὑπάρχει καὶ λόγος νὰ ὑπάρξει συγχώρηση. Ὑπ' αὐτὴ τὴν ἔννοια ἡ «συγχώρηση» καὶ ἡ «δικαιολόγηση» εἶναι σχεδὸν τελείως ἀντιφατικὲς ἔννοιες. 

Φυσικά, σὲ πολλὲς περιπτώσεις-εἴτε μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου εἴτε ἀνθρώπων μεταξύ τους-ἐνδέχεται νὰ ὑπάρχει καὶ τὸ ἕνα καὶ τὸ ἄλλο. Ἕνα τμῆμα ἀπὸ κεῖνο ποὺ ἀρχικὰ φαινόταν νὰ εἶναι ἁμαρτία καταλήγει νὰ εἶναι κάτι γιὰ τὸ ὁποῖο δὲν εὐθύνεται κανείς, ὅποτε δικαιολογεῖται. Καὶ συγχωρεῖται τὸ τμῆμα ποὺ παραμένει ἁμαρτία. Ἂν κανεὶς εἶχε μία τέλεια δικαιολογία, τότε δὲν θὰ ὑπῆρχε λόγος νὰ ὑπάρξει συγχώρηση. Ἂν χρειάζεται νὰ συγχωρηθεῖ ἡ ὅλη πράξη, τότε δὲν ὑπῆρχε δικαιολογία γι' αὐτήν. Τὸ πρόβλημα εἶναι ὅτι ἐκεῖνο ποὺ λέμε «Ζητῶ τὴ συγχώρηση τοῦ Θεοῦ» πολὺ συχνὰ συμβαίνει νὰ εἶναι «Ζητῶ ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ δεχτεῖ τὶς δικαιολογίες μου». Ἐκεῖνο ποὺ μᾶς ὁδηγεῖ σ' αὐτὸ τὸ σφάλμα εἶναι ὅ,τι μαζὶ μὲ τὴν ἁμαρτία, συνήθως, ὑπάρχει καὶ κάποια δικαιολογία, ὑπάρχουν κὰποια ἐλαφρυντικά. 

Εἴμαστε τόσο ἀνυπόμονοι νὰ τὰ ἐπισημὰνουμε αὐτὰ στὸ Θεὸ-ἀλλὰ καὶ στὸν ἑαυτό μας-ποὺ τείνουμε νὰ ξεχάσουμε ποιὸ εἶναι τὸ πραγματικὰ σπουδαῖο ζήτημα, δηλαδὴ ἐκεῖνο τὸ κομμάτι ποὺ δὲν καλύπτεται ἀπὸ δικαιολογίες, τὸ κομμάτι ποὺ εἶναι ἀδικαιολόγητο, καίτοι ὄχι καὶ ἀδύνατο νὰ συγχωρηθεῖ. Ἂν τὸ ξεχάσουμε αὐτό, θὰ μείνουμε μὲ τὴν ἐντὺπωση ὅτι ἔχουμε μετανοήσει καὶ συγχωρηθεῖ, ἐνῶ αὐτὸ ποὺ ἒχει γίνει στὴν οὐσία εἶναι ὅτι ἁπλὰ ἔχουμε μείνει οἱ ἴδιοι ἱκανοποιημένοι ἀπὸ τὶς δικαιολογίες μας. Μπορεῖ μάλιστα οἱ δικαιολογίες μας νὰ εἶναι πολὺ ἀτυχεῖς, γιατί ἔχουμε τὴν τάση νὰ ἱκανοποιούμαστε εὔκολα ἀπὸ τὰ λεγόμενα περὶ τοῦ ἑαυτοῦ μας.

Ὑπάρχουν δύο εἰδῶν φάρμακα γι' αὐτὸ τὸν κίνδυνο. Τὸ ἕνα εἶναι νὰ θυμόμαστε ὅτι ὁ Θεὸς ξέρει ὅλες τὶς πραγματικὲς δικαιολογίες πολὺ καλύτερα ἀπό μᾶς. Ἄν, πράγματι, ὑπάρχουν ἐλαφρυντικά, δὲν ὑπάρχει περίπτωση νὰ μὴν τὰ λάβει ὑπόψη του ὁ Θεός. Ἐκεῖνος θὰ ξέρει καὶ πολλὲς δικαιολογίες ποὺ ἐμεῖς δὲν τὶς εἴχαμε κἄν σκεφτεῖ καί, κατὰ συνέπεια, κάποιες ταπεινὲς ψυχές, μετὰ τὸ θάνατό τους, θὰ βρεθοῦν ἐμπρὸς στὴν εὐχάριστη ἔκπληξη ὅτι σὲ ὁρισμένες περιπτώσεις εἶχαν ἁμαρτὴσει πολὺ λιγότερο ἀπ' ὅτι οἱ ἴδιες νόμιζαν. Ὅτι πραγματικὲς δικαιολογίες ὑπάρχουν, ὁ Θεὸς θὰ τὶς βρεῖ. Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ ἐμεῖς πρέπει νὰ φέρουμε ἐνώπιόν Του εἶναι τὸ κομμάτι τῆς πράξης ποὺ δὲν εἶναι ἐπιδεκτικὸ δικαιολόγησης: τὴν ἁμαρτία. Ἁπλὰ χάνουμε τὸν καιρὸ μας μιλώντας γιὰ ὅλα ὅσα, κατὰ τὴν γνώμη μας, μποροῦν νὰ δικαιολογηθοῦν. 

Ὅταν πᾶς σ' ἕνα γιατρό, τοῦ δείχνεις τὸ μέρος τοῦ σώματός σου ποὺ πάσχει-π.χ. ἕνα σπασμένο χέρι-θὰ ἦταν χαμένος χρόνος νὰ κάτσεις νὰ τοῦ ἐξηγεῖς ὅτι τὰ πόδια καὶ τὰ μάτια κι ὁ λαιμός σου δὲν ἔχουν κανένα πρόβλημα. Μπορεῖ νὰ κάνεις λάθος ὡς πρὸς αὐτὸ καί, ἐν πάσῃ περιπτώσει, ἂν πραγματικὰ δὲν ἔχουν πρόβλημα, αὐτὸ θὰ τὸ δεῖ ὁ γιατρός.

Τὸ δεύτερο φάρμακο εἶναι τὸ νὰ πιστεύουμε πραγματικὰ καὶ ἀληθινὰ στὴ συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν. Ἕνα μεγάλο ποσοστὸ τοῦ ἄγχους μας νὰ βροῦμε δικαιολογίες εἶναι ἐπειδὴ δὲν πιστεύουμε στ' ἀλήθεια στὴ συγχώρηση, ὅτι δηλαδὴ ὁ Θεὸς θὰ μᾶς ξαναδεχτεῖ καὶ αὐτὸ ὄχι μόνο ἂν βρεθεῖ κάποιου εἴδους δικαιολογία γιά μᾶς. Γιατί κάτι τέτοιο ἐπ' οὐδενὶ λόγῳ θὰ ἦταν συγχώρηση! Πραγματικὴ συγχώρηση σημαίνει νὰ κοιτᾶς τὴν ἁμαρτία στὰ μάτια, ἐκεῖνο δηλαδὴ τὸ κομμάτι τῆς ἁμαρτίας ποὺ ἔχει μείνει ἀκάλυπτο ἀπὸ δικαιολογίες-ἀφοῦ ἔχουν πιὰ ἐξαντληθεῖ ὅλες οἱ δικαιολογίες-καὶ νὰ τὴ δεῖς σὲ ὅλη της τὴ φρικαλεότητα, βρομιά, τρομερότητα καὶ κακία, βλέποντας ὃμως ἐπίσης καὶ τὸ ὅτι ὁ Θεὸς ἔχει πλήρως συμφιλιωθεῖ μὲ τὸν ἄνθρωπο ποὺ τὴ διέπραξε!

Ὅταν τώρα περνᾶμε στὸ θέμα τῆς δικῆς μας συγχώρησης ἄλλων αὐτὸ εἶναι κάτι ποὺ ἐν μέρει εἶναι τὸ ἴδιο καὶ ἐν μέρει διαφορετικὸ ἀπὸ τὸ προηγούμενο. Εἶναι τὸ ἴδιο γιατί καὶ σ' αὐτὴ τὴν περίπτωση ἡ συγχώρηση δὲν εἶναι ταυτόσημη μὲ τὴ δικαιολόγηση. 

Πολλοὶ ἄνθρωποι δὲν τὸ γνωρίζουν αὐτό. Νομίζουν ὅτι, ἂν τοὺς ζητήσεις νὰ συγχωρήσουν κάποιον ποὺ τοὺς ἀπάτησε ἢ τοὺς φέρθηκε κατεξουσιαστικὰ εἶναι σὰν νὰ τοὺς ζητᾶς νὰ δεχτοῦν ὅτι στὴν πραγματικότητα δὲν ἔγινε ἀπάτη ἢ κατεξουσίαση εἰς βάρος τους. Ἂν ὅμως ἔτσι εἶχαν τὰ πράγματα, τότε δὲν θὰ ὑπῆρχε τίποτε ποὺ νὰ χρειάζεται νὰ συγχωρηθεῖ. Ἑξακολουθοῦν νὰ ἐπαναλαμβάνουν, «ἀλλά σοῦ ἐξηγῶ ὅτι ὁ ἂνθρωπος αὐτὸς παρέβη μία πολὺ σοβαρὴ ὑπόσχεση». Ἀκριβῶς ἔτσι εἶναι! Καὶ αὐτὸ εἶναι ἐκεῖνο ποὺ πρέπει νὰ συγχωρήσεις. (Σημειωτέον ὅτι αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ πιστέψεις τὴν ἑπόμενη ὑπόσχεση αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Σημαὶνει ὅμως ὅτι πρέπει πάσῃ θυσία νὰ ἐξαλείψεις ἀπὸ τὴν καρδιά σου κάθε γεύση ἀγανάκτησης, κάθε ἐπιθυμία νὰ τὸν ὑποβιβάσεις ἢ νὰ τὸν πληγώσεις ἢ νὰ τοῦ ἀνταποδώσεις τὸ κακό). 

Ἡ διαφορὰ ἀνάμεσα σ' αὐτὴ τὴν περίπτωση καὶ στὴν περίπτωση ποὺ ζητᾶς ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ σὲ συγχωρήσει ἐσένα εἶναι ἡ ἑξῆς: ὅταν πρόκειται γιὰ μᾶς τοὺς ἴδιους, πολὺ εὔκολα βρίσκουμε δικαιολογίες. Ὅταν πρόκειται γιὰ ἄλλους, δὲν δεχόμαστε εὔκολα τὶς δικαιολογίες. Ὅσον ἀφορᾶ τὴ δική μου ἁμαρτία ἀπέναντι σὲ ἄλλους κατὰ πάσα πιθανότητα (καίτοι ὄχι βεβαιότητα) οἱ δικαιολογίες ποὺ προβάλλω εἶναι καὶ ἀντικειμενικὰ τόσο καλὲς ὅσο ἐγὼ νομίζω ὅτι εἶναι. Ὅσον ἀφορᾶ ὅμως τὶς ἁμαρτίες τῶν ἄλλων ἀπέναντί μου, κατὰ πάσα πιθανότητα (καίτοι ὄχι βεβαιότητα) οἱ δικαιολογίες εἶναι καλύτερες ἀπ' ὅτι νομίζω. 

Πρὲπει λοιπὸν κανεὶς νὰ ξεκινήσει δίνοντας προσοχὴ στὸ καθετὶ ποὺ μπορεῖ νὰ δείχνει ὅτι ὁ ἄλλος δὲν εἶναι καὶ τόσο ἔνοχος ὅσο νομίζαμε ὅτι εἶναι. Καὶ ἂν ὅμως ἀκόμα ἔχει ὅλο τὸ ἄδικο μὲ τὸ μέρος του, καὶ πάλι πρέπει νὰ τὸν συγχωρήσουμε. Ἀκόμα καὶ ἂν τὸ 99% τῆς ἐνοχῆς του καλύπτεται ἀπὸ πραγματικὰ πολὺ καλὲς δικαιολογίες, ἐμεῖς ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ τὸ ἐναπομένον 1% τὸ ὁποῖο πρέπει νὰ συγχωρήσουμε. Τὸ νὰ παραβλέπει κανεὶς ἐκεῖνο ποὺ ὀφείλεται σὲ πολὺ καλὲς δικαιολογίες δὲν εἶναι χριστιανικὴ ἀγάπη. Εἶναι ἁπλὰ δικαιοσύνη. Τὸ νὰ εἶσαι ὅμως χριστιανὸς σημαίνει ὅτι συγχωρεῖς ἐκεῖνο ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ καλυφθεῖ ἀπὸ δικαιολογίες, γιατί ὁ Θεὸς ἔχει συγχωρήσει καὶ σ' ἐσένα ἐκεῖνο ποὺ δὲν καλύπτεται ἀπὸ δικαιολογίες.

Αὐτὸ εἶναι κάτι ποὺ εἶναι δύσκολο. Ἴσως δὲν εἶναι τόσο δύσκολο νὰ συγχωρήσει κανεὶς μία μοναδικὴ βαριὰ πράξη. Ἀλλὰ τὸ νὰ συγχωρεῖς τὶς ἀδιάκοπες προκλήσεις τῆς καθημερινῆς ζωῆς-τὸ νὰ ἐξακολουθεῖς νὰ συγχωρεῖς τὴν αὐταρχικὴ πεθερά, τὸν κατεξουσιαστικὸ σύζυγο, τὴν γκρινιάρα γυναίκα, τὴν ἐγωιστικὴ κόρη, τὸ δόλιο γιὸ-ποιὸς μπορεῖ νὰ τὸ κάνει; Νομίζω πὼς αὐτὸ εἶναι δυνατὸ μόνο ὅταν θυμόμαστε ποιὰ εἶναι ἡ θέση ποὺ ἔχουμε πάρει καὶ τί ἐννοοῦμε μ' αὐτὸ ποὺ λέμε στὶς προσευχὲς μας κάθε νύχτα, «συγχώρησέ μας τὶς ἁμαρτίες μας ὅπως κι ἐμεῖς συγχωροῦμε ὅσους ἔχουν ἁμαρτήσει ἀπέναντί μας». Ἡ συγχώρηση τοῦ Θεοῦ προσφέρεται ὑπ' αὐτοὺς καὶ μόνο τοὺς ὅρους. Τὸ νὰ ἀρνούμαστε νὰ τὸ κάνουμε εἶναι σὰν νὰ ἀρνοὺμαστε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ ἐπάνω μας. Στὸν κανόνα αὐτὸ δὲν ὑπάρχει οὔτε ἴχνος ἐξαίρεσης. Καὶ ὁ Θεὸς πάντα ἐννοεῖ αὐτὸ ποὺ λέει.

(Κείμενο ποὺ βρέθηκε στὰ κατάλοιπά του)'
πηγή

Τρίτη, Αυγούστου 13, 2013

Τὸ βάρος τῆς δόξας Lewis C.S.


Ἂν ρωτήσετε σήμερα εἴκοσι ἀνθρώπους ποιὰ νομίζουν ὅτι εἶναι ἡ ἀνώτερη ἀρετή, οἱ δεκαεννέα ἀπὸ αὐτοὺς θὰ ἀπαντήσουν ἡ ἀνιδιοτέλεια. Ἂν ὅμως ρωτούσατε ὁποιονδήποτε ἀπὸ τοὺς μεγάλους Χριστιανοὺς τοῦ παρελθόντος, αὐτὸς θὰ ἀπαντοῦσε ἡ Ἀγάπη.

Βλέπετε τί συνέβη; Ἕνας ἀρνητικὸς ὅρος ἀντικατέστησε ἕναν θετικό, καὶ ἡ σημασία αὐτῆς τῆς ἀλλαγῆς ξεπερνᾶ τὴν ἁπλὴ φιλολογία. Ὁ ἀρνητικὸς ὅρος τῆς ἀνιδιοτέλειας κουβαλάει μέσα του τὴν πρόταση, ὄχι πρωτίστως τῆς διαφύλαξης καλῶν γιὰ τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ τὴν συνέχιση τῆς πορείας τοῦ ἀτόμου χωρὶς τοὺς ἄλλους, σὰν νὰ εἶναι τὸ σημαντικὸ σημεῖο ἡ ἐγκράτειά μας καὶ ὄχι ἡ εὐτυχία τους. 

Δὲν νομίζω ὅτι αὐτὴ εἶναι ἡ χριστιανικὴ ἀρετὴ τῆς Ἀγάπης. Ἡ Καινὴ Διαθήκη ἔχει πολλὰ νὰ μᾶς πεῖ γιὰ τὴν αὐταπάρνηση, ὄχι ὅμως ὡς αὐτοσκοπό. Καλούμαστε νὰ ἀπαρνηθοῦμε τοὺς ἑαυτούς μας καὶ νὰ σηκώσουμε τὸ σταυρό μας ἔτσι ὥστε νὰ μπορέσουμε νὰ ἀκολουθήσουμε τὸ Χριστό, καὶ σχεδὸν κάθε περιγραφὴ αὐτοῦ ποὺ θὰ συναντήσουμε στὸ τέλος, ἂν τὰ καταφέρουμε, περιέχει ἕνα ἔρεισμα στὴν ἐπιθυμία μας.. Ἂν στὴ σύγχρονη σκέψη ἐλλοχεύει ἡ ἀντίληψη πὼς τὸ νὰ ἐπιθυμοῦμε τὸ δικό μας καλὸ καὶ νὰ ἐλπίζουμε γιὰ τὴν χαρὰ ποὺ μᾶς ἀποφέρει εἶναι κακὸ πρᾶγμα, πιστεύω πὼς ἡ ἀντίληψη αὐτὴ ἔχει παρεισφρήσει ἀπὸ τὸν Κὰντ καὶ τοὺς Στωικοὺς καὶ δὲν ἔχει καμία σχέση μὲ τὴν Χριστιανικὴ πίστη.

Ἀπεναντίας, ἂν σκεφτοῦμε γιὰ λίγο τὶς συγκλονιστικὲς ἀμοιβὲς ποὺ μᾶς ὑπόσχεται τὸ Εὐαγγέλιο, φαίνεται ξεκάθαρα πὼς ὁ Χριστὸς βρίσκει τὶς ἐπιθυμίες μας ὄχι πολὺ δυνατές, ἀλλὰ πολὺ ἀδύναμες. Εἴμαστε χλιαρά, ἀπρόθυμα πλάσματα ποὺ χαζολογᾶνε ὁλόγυρα πίνοντας ἀλκοόλ, κάνοντας σὲξ καὶ κυνηγώντας τὶς μάταιες φιλοδοξίες μας, ἐνῷ τὴν ἴδια ὥρα μᾶς προσφέρεται ἡ ἀστείρευτη εὐτυχία. Ὅπως ἕνα μικρὸ ἀνυποψίαστο παιδὶ ποὺ θέλει νὰ συνεχίσει νὰ παίζει στὴ λάσπη γιατί δὲν μπορεῖ νὰ φανταστεῖ τί σημαίνει τὸ κάλεσμα γιὰ μιά ἐκδρομὴ στὴ θάλασσα.. Εὐχαριστιόμαστε πάρα πολὺ εὔκολα.

Δὲν πρέπει νὰ μᾶς προβληματίζουν οἱ ἄπιστοι ποὺ ἰσχυρίζονται πὼς αὐτὴ ἡ ὑπόσχεση τῆς ἀμοιβῆς κάνει τὴν χριστιανικὴ ζωὴ μιά μισθοφορικὴ σχέση. Ὑπάρχουν πολλὰ εἴδη ἀνταμοιβῶν. Ὑπάρχει ἡ ἀνταμοιβὴ ποὺ δὲν ἔχει καμία φυσικὴ σύνδεση μὲ ὅ,τι ἔχει κάνει κανεὶς γιὰ νὰ τὴν ἀποκτήση, καὶ εἶναι σχεδὸν ξένη στὶς ἐπιθυμίες ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ συνοδεύουν αὐτὰ τὰ πράγματα. 

Τὰ λεφτὰ δὲν εἶναι ἡ φυσικὴ ἀνταμοιβὴ τῆς ἀγάπης, γι’αὐτὸ ἀποκαλοῦμε ἕναν ἄντρα μισθοφόρο ἂν παντρευτεῖ μιά γυναίκα γιὰ τὰ λεφτά της. Ὅμως ὁ γάμος εἶναι ἀντάξια ἀνταμοιβὴ γιὰ ἕναν ἀληθινὰ ἐρωτευμένο, χωρὶς αὐτὸς ποὺ τὸν ἐπιθυμεῖ νὰ θεωρεῖται μισθοφόρος. 

Ἕνας στρατηγὸς ποὺ μάχεται ἄξια μὲ σκοπὸ νὰ κερδίσει κάποιον τίτλο τιμῆς εἶναι μισθοφόρος, ἐνῷ ἕνας στρατηγὸς ποὺ μάχεται γιὰ τὴ νίκη δὲν εἶναι. Ἐδῶ ἡ νίκη εἶναι ἡ ἀντάξια ἀνταμοιβὴ μιᾶς μάχης ὅπως καὶ ὁ γάμος εἶναι ἡ ἀντάξια ἀμοιβὴ τοῦ ἔρωτα. Ἡ ἀντάξια ἀνταμοιβὴ δὲν εἶναι προσκολλημένη πάνω στὴν ἐνέργεια γιὰ τὴν ὁποία δόθηκε, ἀλλὰ ἡ ἴδια ἡ ἐνέργεια σὲ πληρότητα. 

Ὑπάρχει καὶ μία τρίτη περίπτωση, ποὺ εἶναι πιὸ πολύπλοκη. Ἡ εὐχαρίστηση τῆς ἀνάγνωσης τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς ποίησης εἶναι σίγουρα ἀντάξια καὶ ὄχι μισθοφορικὴ ἀνταμοιβὴ γιὰ νὰ μάθει κανεὶς ἀρχαῖα ἑλληνικά. Ὡστόσο αὐτὸ μποροῦν νὰ τὸ διαπιστώσουν, μόνο ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν φτάσει στὸ σημεῖο νὰ μποροῦν νὰ εὐχαριστηθοῦν τὴν ἑλληνικὴ ποίηση. Ὁ μαθητὴς ποὺ μόλις ξεκίνησε νὰ μαθαίνει ἀρχαία ἑλληνικὴ γραμματικὴ δὲν μπορεῖ νὰ ἀδημονεῖ γιὰ τὴν μετέπειτα ἀπόλαυση τῆς ἀνάγνωσης τοῦ Σοφοκλῆ, ὅπως ἕνας ἐρωτευμένος λαχταρᾶ τὸ γάμο καὶ ἕνας στρατηγὸς τὴ νίκη. 

Πρέπει νὰ ξεκινήσει κοπιάζοντας στὴν ἀρχὴ γιὰ βαθμούς, ἤ γιὰ νὰ μὴν τὸν τιμωρήσουν, ἤ γιὰ νὰ εὐχαριστήσει τοὺς γονεῖς του, ἤ στὴν καλύτερη περίπτωση ἐλπίζοντας γιὰ κάποιο μελλοντικὸ καλὸ ποὺ στὴν παροῦσα φάση δὲν μπορεῖ νὰ φανταστεῖ οὔτε νὰ ἐπιθυμήσει. Ἡ θέση του ἑπομένως μοιάζει μὲ αὐτὴ τοῦ μισθοφόρου. Ἡ ἀμοιβή του θὰ εἶναι ἀντάξια του κόπου του ἀλλὰ αὐτὸ δὲν θὰ τὸ ξέρει μέχρι νὰ τὴν πάρει. Προφανῶς, ἡ ἀνταμοιβή του θὰ εἶναι σταδιακή. Ἡ εὐχαρίστηση θὰ ἀντικαθιστᾷ σιγὰ σιγὰ τὴν ἁπλὴ ἀγγαρεία, καὶ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ πεῖ πότε ξεκίνησε τὸ πρῶτο καὶ πότε σταμάτησε τὸ δεύτερο. Ὅμως μόνο ὅταν φτάσει ἀρκετὰ κοντὰ στὴν ἀνταμοιβὴ θὰ μπορεῖ νὰ τὴν ἐπιθυμήσει.

Ὁ χριστιανός, σὲ σχέση μὲ τὸν Παράδεισο, βρίσκεται λίγο πολὺ στὴν ἴδια θέση μὲ τὸν μαθητή. Ὅσοι κέρδισαν τὴν αἰώνια ζωὴ καὶ ἔχουν ἄμεση θέα τοῦ προσώπου τοῦ Θεοῦ, χωρὶς ἀμφιβολία ξέρουν πολὺ καλὰ ὅτι δὲν εἶναι μιά ἁπλὴ δωροδοκία, ἀλλὰ αὐτὴ καθεαυτὴ ἡ ἐκπλήρωση τῆς γήινής τους ὑπακοῆς. Ὅμως ἐμεῖς ποὺ δὲν ἔχουμε φτάσει ἐκεῖ ἀκόμα, δὲν μποροῦμε νὰ τὸ γνωρίζουμε ὅπως ἐκεῖνοι. Καὶ δὲν θὰ ἀρχίσουμε ποτὲ νὰ συνειδητοποιοῦμε τὸ παραμικρό, ἐκτὸς ἂν συνεχίσουμε νὰ ὑπακοῦμε καταφέρνοντας νὰ συναντήσουμε τοὺς πρώτους καρποὺς τῆς ὑπακοῆς μας, τὴν αὐξανόμενη δύναμη νὰ ἐπιθυμοῦμε τὴν ἀπόλυτη ἀνταμοιβή. 

Ἀναλογικὰ καθὼς θὰ αὐξάνει ἡ ἐπιθυμία μας, οἱ φόβοι μας, ἐκτὸς καὶ ἂν ἐπρόκειτο γιὰ τὴν ἐπιθυμία ἑνὸς μισθοφόρου, θὰ ἀρχίσουν νὰ διαλύονται καὶ στὸ τέλος θὰ ἀποδειχτοῦν ἀβάσιμοι. Ὅμως πιθανότατα αὐτὸ γιὰ τοὺς περισσότερους ἀπὸ ἐμᾶς δὲν θὰ γίνει μέσα σὲ μία μέρα. Ἡ ποίηση ἀντικαθιστᾷ τὴν γραμματική, τὸ εὐαγγέλιο ἀντικαθιστᾶ τὸ νόμο, ἡ προσμονὴ ἀντικαθιστᾶ τὴν ὑπακοή, ὅπως ἡ παλίρροια σηκώνει ἕνα πλοῖο ἀπὸ τὸ ἔδαφος.

Ὅμως ὑπάρχει καὶ μία ἄλλη σημαντικὴ ὁμοιότητα ἀνάμεσα στὸν μαθητὴ καὶ σὲ ἐμᾶς. Ἂν εἶναι ἕνα παιδὶ μὲ φαντασία θὰ ἀρχίσει νὰ μεθάει, πιθανότατα, μὲ τοὺς Ἄγγλους ποιητὲς καὶ ρομαντικοὺς ποὺ εἶναι κατάλληλοι γιὰ τὴν ἡλικία του, πρὶν ἀρχίσει νὰ ὑποπτεύεται ὅτι ἡ ἑλληνικὴ γραμματικὴ θὰ τὸν ὁδηγήσει σὲ ὅλο καὶ περισσότερες ἀπολαύσεις αὐτοῦ τοῦ εἴδους. Μπορεῖ μάλιστα νὰ ἀδιαφορεῖ γιὰ τὰ ἑλληνικά του καὶ νὰ διαβάζει Shelley καὶ Swinburne στὰ κρυφά. Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ ἐπιθυμία τὴν ὁποία πρόκειται νὰ ἐκπληρώσουν τὰ ἑλληνικά, ὑπάρχει ἤδη μέσα του καὶ εἶναι προσκολλημένη σὲ ἀντικείμενα ποὺ τοῦ μοιάζουν ἀρκετὰ διαφορετικὰ γιὰ τὴν ὥρα ἀπὸ τὸν Ξενοφῶντα καὶ τὰ ἑλληνικὰ ρήματα. 

Ἂν εἴμαστε φτιαγμένοι γιὰ τὸν Παράδεισο, ἡ ἐπιθυμία γιὰ αὐτὸν θὰ εἶναι ἤδη μέσα μας, χωρὶς ὡστόσο νὰ εἶναι προσκολλημένη στὸ ἀληθινὸ ἀντικείμενο τοῦ πόθου, καὶ μπορεῖ πιθανότατα νὰ μᾶς φαίνεται καὶ σὰν ἀνταγωνιστὴς αὐτοῦ τοῦ ἀντικειμένου. Καὶ αὐτὸ ἀκριβῶς νομίζω ὅτι μᾶς συμβαίνει. Χωρὶς ἀμφιβολία ὑπάρχει ἕνα σημεῖο στὸ ὁποῖο ἡ ἀναλογία μὲ τὸν μαθητὴ καταρρέει. Ἡ ἀγγλικὴ ποίηση ποὺ διαβάζει ἐνῷ θὰ ἔπρεπε νὰ κάνει τὶς ἀσκήσεις ἑλληνικῶν, μπορεῖ νὰ εἶναι τὸ ἴδιο καλὴ μὲ τὴν ἑλληνικὴ ποίηση στὴν ὁποία τὸν ὁδηγοῦν οἱ ἀσκήσεις, ἔτσι ὥστε μὲ τὸ νὰ καταπιάνεται μὲ τὸν Μίλτον ἀρνούμενος ἕνα ταξίδι στὴν ποίηση τοῦ Αἰσχύλου, ἡ ἐπιθυμία του νὰ μὴν ἀγκαλιάζει ἕνα μικρὸ ὑποκατάστατο. Ἡ περίπτωσή μας ὅμως εἶναι διαφορετική. Ἂν ἕνα ἄχρονο, ἀτελείωτο καλὸ εἶναι ὁ πραγματικός μας σκοπός, τότε ὁποιοδήποτε ἄλλο καλὸ στὸ ὁποῖο προσκολλᾶται ἡ ἐπιθυμία μας εἶναι ὡς ἕνα βαθμὸ ἀπατηλό, καὶ ἔχει στὴν καλύτερη περίπτωση μόνο μία συμβολικὴ σχέση μὲ αὐτὸ ποὺ πράγματι εἶναι ἱκανὸ νὰ τὴν χορτάσει.

Σχολιάζοντας τὴν ἐπιθυμία γιὰ τὸν Παράδεισο, τὴν ὁποία μποροῦμε νὰ δοῦμε ἀκόμα καὶ τώρα μέσα μας, αἰσθάνομαι κάποια ντροπή. Διαπράττω σχεδὸν μία ἀτιμία. Προσπαθῶ νὰ φανερώσω σὲ κάθε ἕναν ἀπὸ ἐσᾶς τὸ ἀπαρηγόρητο μυστικό, ποὺ μᾶς πληγώνει σὲ τέτοιο βαθμὸ ὥστε νὰ τὸ ἐκδικούμαστε δίνοντάς του ὀνόματα ὅπως Νοσταλγία καὶ Ρομαντισμὸς καὶ Ἐφηβεία· ἐκεῖνο τὸ μυστικὸ ποὺ μᾶς διαπερνᾷ μὲ τέτοια γλυκύτητα ποὺ ὅταν, σὲ ἀνοικτὲς συζητήσεις, ἡ ἀναφορὰ σὲ αὐτὸ εἶναι ἄμεση, ἀντιδροῦμε περίεργα καὶ καταλήγουμε νὰ γελᾶμε μὲ τοὺς ἑαυτούς μας· τὸ μυστικὸ ποὺ δὲν μποροῦμε οὔτε νὰ κρύψουμε ἀλλὰ οὔτε καὶ νὰ ποῦμε, ἂν καὶ θέλουμε νὰ τὰ κάνουμε καὶ τὰ δύο. Δὲν μποροῦμε νὰ τὸ ποῦμε γιατί εἶναι μία ἐπιθυμία γιὰ κάτι ποὺ δὲν ἔχει γίνει ἄμεσα γνωστὸ στὴν ἐμπειρία μας. Δὲν μποροῦμε νὰ τὸ κρύψουμε γιατί ἡ ἐμπειρία μας, μᾶς τὸ προτείνει συνεχῶς, καὶ προδίδουμε τοὺς ἑαυτούς μας ὅπως οἱ ἐρωτευμένοι στὸ ἄκουσμα ἑνὸς ὀνόματος. Τὸ ποιὸ συχνὸ ὑποκατάστατο εἶναι νὰ τὸ ὀνομάζουμε ὀμορφιὰ καὶ νὰ συμπεριφερόμαστε σὰν νὰ ἔχουμε καλύψει ἔτσι τὸ θέμα…. 

πηγή

Δευτέρα, Οκτωβρίου 15, 2012

Περὶ συγχωρήσεως C.S. Lewis




Στὴν ἐκκλησία -ἀλλὰ καὶ ἐκτὸς ἐκκλησίας- λέμε πολλὰ πράγματα χωρὶς νὰ συνειδητοποιοῦμε τί λέμε. Π.χ. στὸ Σύμβολο τῆς Πίστης λέμε ὅτι πιστεύουμε στὴν «ἄφεση ἁμαρτιῶν». Τὸ ἐπαναλάμβανα καὶ ἐγὼ ἐπὶ χρόνια πρὶν ἀναρωτηθῶ γιατί ἄραγε αὐτὸ εἶχε μπεῖ στὸ Σύμβολο τῆς Πίστης. 

Ἐκ πρώτης ὄψεως φαὶνεται περιττό. «Ἂν κανεὶς εἶναι χριστιανός», σκέφτηκα, «καὶ βέβαια πιστεύει στὴ συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν. Ἐννοεῖται!» Ἐκεῖνοι ὅμως ποὺ συνέταξαν τὸ Σύμβολο τῆς Πίστης προφανῶς σκέφτηκαν ὅτι αὐτὸ ἦταν κομμάτι τῆς πίστης μας ποὺ θὰ ἒπρεπε νὰ τὸ φέρνουμε στὴ μνήμη μας κάθε φορὰ ποὺ πηγαὶνουμε στὴν ἐκκλησία. Καὶ ἔχω καὶ ἐγὼ ἀρχίσει νὰ συνειδητοποιῶ ὅτι εἶχαν δίκιο. Τὸ νὰ πιστεύεις στὴν συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν δὲν εἶναι ἀκριβῶς τόσο εὔκολο ὅσο νόμιζα. Τὸ νὰ πιστεύεις πραγματικὰ σ' αὐτὸ εἶναι κάτι πού, ἂν δὲν εἶσαι διαρκῶς σὲ ἐπιφυλακή, μπορεῖ εὔκολα νὰ σοῦ διαφύγει. 

Πιστεύουμε ὅτι ὁ Θεὸς μᾶς συγχωρεῖ γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας. Πιστεύουμε ἐπὶσης ὅτι τὸ κάνει ἐφόσον καὶ ἐμεῖς συγχωροῦμε τὶς ἁμαρτίες τῶν ἄλλων ἀπέναντί μας. Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία γι' αὐτό. Τὸ λέει ἡ προσευχὴ τοῦ Χριστοῦ στὸν Οὐράνιο Πατέρα, τὸ «Πάτερ ἡμῶν». Τὸ τόνισε αὐτὸ ὁ Χριστός. Ἂν δὲν συγχωρεῖτε, δὲν θὰ συγχωρεθεῖτε. Κανένα ἄλλο κομμάτι τῆς διδασκαλίας Του δὲν εἶναι πιὸ ξεκάθαρο. Οὔτε καὶ ὑπάρχει καμιὰ ἐξαίρεση σ' αὐτό. Δὲν λέει νὰ συγχωροῦμε τὶς ἁμαρτίες τῶν ἄλλων ὅταν δὲν εἶναι τόσο ἀποκρουστικὲς ἢ ὅταν ὑπάρχουν σοβαρὲς δικαιολογίες γι' αὐτὲς ἢ κάτι τέτοιο. Πρέπει νὰ τὶς συγχωροῦμε ὅλες, ὁσοδήποτε ἀπαίσιες καὶ φρικτὲς κι ἂν εἶναι, ὁσοδήποτε συχνὰ κι ἂν ἐπαναλαμβάνονται. Ἂν δὲν τὶς συγχωροῦμε, δὲν θὰ συγχωρηθεῖ καμιὰ ἀπὸ τὶς δικές μας.

Ἔχω τὴν ἐντύπωση ὅτι κάνουμε κάποιο λάθος καὶ ὅσον ἀφορᾶ τὴ συγχώρηση τῶν δικῶν μας ἁμαρτιῶν καὶ ὅσον ἀφορᾶ τὴ συγχώρηση ποὺ ὀφείλουμε νὰ δίνουμε στοὺς ἄλλους γιὰ τὶς ἁμαρτίες τοὺς ἀπέναντί μας. Ἂς πάρουμε πρῶτα-πρῶτα τὸ θὲμα τῆς συγχωρητικότητας τοῦ Θεοῦ ἀπέναντί μας. Βρίσκω πώς, ὅταν νομίζω ὅτι ζητῶ ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ μὲ συγχωρήσει, στὴν πραγματικότητα-καὶ αὐτὸ γίνεται ἀρκετὰ συχνὰ ἂν δὲν εἶμαι πολὺ προσεκτικὸς-αὐτὸ ποὺ ζητῶ ἀπὸ τὸν Θεὸ εἶναι κάτι τὸ τελείως διαφορετικό. Δὲν τοῦ ζητῶ νὰ μὲ συγχωρήσει, ἀλλὰ νὰ δικαιολογήσει τὴν ἁμαρτία μου. Ὑπάρχει ὅμως τεράστια διαφορὰ μεταξύ τοῦ συγχωρῶ καὶ τοῦ δικαιολογῶ. Ἡ συγχώρηση ἐννοεῖ τὸ ἑξῆς:
«Ναί, τὸ ἔχεις κάνει αὐτὸ ἀλλὰ δέχομαι τὴ μετάνοιά σου. Ποτὲ δὲν θὰ σοῦ τὸ φυλάξω στὸ μέλλον καὶ θὰ εἶναι ὅλα μεταξύ μας τὸ ἴδιο ἀκριβῶς ὅπως καὶ πρίν». 

Τὸ «δικαιολογῶ» ὅμως σημαίνει κάτι τὸ τελείως διαφορετικό. Σημαίνει: «Βλέπω ὅτι δὲν μποροῦσες νὰ κάνεις ἀλλιῶς ἢ βλέπω ὅτι δὲν τὸ ἤθελες. Πραγματικὰ δὲν φταῖς». Ἀλλά, ἂν πραγματικὰ δὲν φταῖς, τότε δὲν ὑπάρχει καὶ λόγος νὰ ὑπάρξει συγχώρηση. Ὑπ' αὐτὴ τὴν ἔννοια ἡ «συγχώρηση» καὶ ἡ «δικαιολόγηση» εἶναι σχεδὸν τελείως ἀντιφατικὲς ἔννοιες. 

Φυσικά, σὲ πολλὲς περιπτώσεις-εἴτε μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου εἴτε ἀνθρώπων μεταξύ τους-ἐνδέχεται νὰ ὑπάρχει καὶ τὸ ἕνα καὶ τὸ ἄλλο. Ἕνα τμῆμα ἀπὸ κεῖνο ποὺ ἀρχικὰ φαινόταν νὰ εἶναι ἁμαρτία καταλήγει νὰ εἶναι κάτι γιὰ τὸ ὁποῖο δὲν εὐθύνεται κανείς, ὅποτε δικαιολογεῖται. Καὶ συγχωρεῖται τὸ τμῆμα ποὺ παραμένει ἁμαρτία. Ἂν κανεὶς εἶχε μία τέλεια δικαιολογία, τότε δὲν θὰ ὑπῆρχε λόγος νὰ ὑπάρξει συγχώρηση. Ἂν χρειάζεται νὰ συγχωρηθεῖ ἡ ὅλη πράξη, τότε δὲν ὑπῆρχε δικαιολογία γι' αὐτήν. Τὸ πρόβλημα εἶναι ὅτι ἐκεῖνο ποὺ λέμε «Ζητῶ τὴ συγχώρηση τοῦ Θεοῦ» πολὺ συχνὰ συμβαίνει νὰ εἶναι «Ζητῶ ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ δεχτεῖ τὶς δικαιολογίες μου». Ἐκεῖνο ποὺ μᾶς ὁδηγεῖ σ' αὐτὸ τὸ σφάλμα εἶναι ὅ,τι μαζὶ μὲ τὴν ἁμαρτία, συνήθως, ὑπάρχει καὶ κάποια δικαιολογία, ὑπάρχουν κὰποια ἐλαφρυντικά. 

Εἴμαστε τόσο ἀνυπόμονοι νὰ τὰ ἐπισημὰνουμε αὐτὰ στὸ Θεὸ-ἀλλὰ καὶ στὸν ἑαυτό μας-ποὺ τείνουμε νὰ ξεχάσουμε ποιὸ εἶναι τὸ πραγματικὰ σπουδαῖο ζήτημα, δηλαδὴ ἐκεῖνο τὸ κομμάτι ποὺ δὲν καλύπτεται ἀπὸ δικαιολογίες, τὸ κομμάτι ποὺ εἶναι ἀδικαιολόγητο, καίτοι ὄχι καὶ ἀδύνατο νὰ συγχωρηθεῖ. Ἂν τὸ ξεχάσουμε αὐτό, θὰ μείνουμε μὲ τὴν ἐντὺπωση ὅτι ἔχουμε μετανοήσει καὶ συγχωρηθεῖ, ἐνῶ αὐτὸ ποὺ ἒχει γίνει στὴν οὐσία εἶναι ὅτι ἁπλὰ ἔχουμε μείνει οἱ ἴδιοι ἱκανοποιημένοι ἀπὸ τὶς δικαιολογίες μας. Μπορεῖ μάλιστα οἱ δικαιολογίες μας νὰ εἶναι πολὺ ἀτυχεῖς, γιατί ἔχουμε τὴν τάση νὰ ἱκανοποιούμαστε εὔκολα ἀπὸ τὰ λεγόμενα περὶ τοῦ ἑαυτοῦ μας.

Ὑπάρχουν δύο εἰδῶν φάρμακα γι' αὐτὸ τὸν κίνδυνο. Τὸ ἕνα εἶναι νὰ θυμόμαστε ὅτι ὁ Θεὸς ξέρει ὅλες τὶς πραγματικὲς δικαιολογίες πολὺ καλύτερα ἀπό μᾶς. Ἄν, πράγματι, ὑπάρχουν ἐλαφρυντικά, δὲν ὑπάρχει περίπτωση νὰ μὴν τὰ λάβει ὑπόψη του ὁ Θεός. Ἐκεῖνος θὰ ξέρει καὶ πολλὲς δικαιολογίες ποὺ ἐμεῖς δὲν τὶς εἴχαμε κἄν σκεφτεῖ καί, κατὰ συνέπεια, κάποιες ταπεινὲς ψυχές, μετὰ τὸ θάνατό τους, θὰ βρεθοῦν ἐμπρὸς στὴν εὐχάριστη ἔκπληξη ὅτι σὲ ὁρισμένες περιπτώσεις εἶχαν ἁμαρτὴσει πολὺ λιγότερο ἀπ' ὅτι οἱ ἴδιες νόμιζαν. Ὅτι πραγματικὲς δικαιολογίες ὑπάρχουν, ὁ Θεὸς θὰ τὶς βρεῖ. Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ ἐμεῖς πρέπει νὰ φέρουμε ἐνώπιόν Του εἶναι τὸ κομμάτι τῆς πράξης ποὺ δὲν εἶναι ἐπιδεκτικὸ δικαιολόγησης: τὴν ἁμαρτία. Ἁπλὰ χάνουμε τὸν καιρὸ μας μιλώντας γιὰ ὅλα ὅσα, κατὰ τὴν γνώμη μας, μποροῦν νὰ δικαιολογηθοῦν. 

Ὅταν πᾶς σ' ἕνα γιατρό, τοῦ δείχνεις τὸ μέρος τοῦ σώματός σου ποὺ πάσχει-π.χ. ἕνα σπασμένο χέρι-θὰ ἦταν χαμένος χρόνος νὰ κάτσεις νὰ τοῦ ἐξηγεῖς ὅτι τὰ πόδια καὶ τὰ μάτια κι ὁ λαιμός σου δὲν ἔχουν κανένα πρόβλημα. Μπορεῖ νὰ κάνεις λάθος ὡς πρὸς αὐτὸ καί, ἐν πάσῃ περιπτώσει, ἂν πραγματικὰ δὲν ἔχουν πρόβλημα, αὐτὸ θὰ τὸ δεῖ ὁ γιατρός.

Τὸ δεύτερο φάρμακο εἶναι τὸ νὰ πιστεύουμε πραγματικὰ καὶ ἀληθινὰ στὴ συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν. Ἕνα μεγάλο ποσοστὸ τοῦ ἄγχους μας νὰ βροῦμε δικαιολογίες εἶναι ἐπειδὴ δὲν πιστεύουμε στ' ἀλήθεια στὴ συγχώρηση, ὅτι δηλαδὴ ὁ Θεὸς θὰ μᾶς ξαναδεχτεῖ καὶ αὐτὸ ὄχι μόνο ἂν βρεθεῖ κάποιου εἴδους δικαιολογία γιά μᾶς. Γιατί κάτι τέτοιο ἐπ' οὐδενὶ λόγῳ θὰ ἦταν συγχώρηση! Πραγματικὴ συγχώρηση σημαίνει νὰ κοιτᾶς τὴν ἁμαρτία στὰ μάτια, ἐκεῖνο δηλαδὴ τὸ κομμάτι τῆς ἁμαρτίας ποὺ ἔχει μείνει ἀκάλυπτο ἀπὸ δικαιολογίες-ἀφοῦ ἔχουν πιὰ ἐξαντληθεῖ ὅλες οἱ δικαιολογίες-καὶ νὰ τὴ δεῖς σὲ ὅλη της τὴ φρικαλεότητα, βρομιά, τρομερότητα καὶ κακία, βλέποντας ὃμως ἐπίσης καὶ τὸ ὅτι ὁ Θεὸς ἔχει πλήρως συμφιλιωθεῖ μὲ τὸν ἄνθρωπο ποὺ τὴ διέπραξε!

Ὅταν τώρα περνᾶμε στὸ θέμα τῆς δικῆς μας συγχώρησης ἄλλων αὐτὸ εἶναι κάτι ποὺ ἐν μέρει εἶναι τὸ ἴδιο καὶ ἐν μέρει διαφορετικὸ ἀπὸ τὸ προηγούμενο. Εἶναι τὸ ἴδιο γιατί καὶ σ' αὐτὴ τὴν περίπτωση ἡ συγχώρηση δὲν εἶναι ταυτόσημη μὲ τὴ δικαιολόγηση. 

Πολλοὶ ἄνθρωποι δὲν τὸ γνωρίζουν αὐτό. Νομίζουν ὅτι, ἂν τοὺς ζητήσεις νὰ συγχωρήσουν κάποιον ποὺ τοὺς ἀπάτησε ἢ τοὺς φέρθηκε κατεξουσιαστικὰ εἶναι σὰν νὰ τοὺς ζητᾶς νὰ δεχτοῦν ὅτι στὴν πραγματικότητα δὲν ἔγινε ἀπάτη ἢ κατεξουσίαση εἰς βάρος τους. Ἂν ὅμως ἔτσι εἶχαν τὰ πράγματα, τότε δὲν θὰ ὑπῆρχε τίποτε ποὺ νὰ χρειάζεται νὰ συγχωρηθεῖ. Ἑξακολουθοῦν νὰ ἐπαναλαμβάνουν, «ἀλλά σοῦ ἐξηγῶ ὅτι ὁ ἂνθρωπος αὐτὸς παρέβη μία πολὺ σοβαρὴ ὑπόσχεση». Ἀκριβῶς ἔτσι εἶναι! Καὶ αὐτὸ εἶναι ἐκεῖνο ποὺ πρέπει νὰ συγχωρήσεις. (Σημειωτέον ὅτι αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ πιστέψεις τὴν ἑπόμενη ὑπόσχεση αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Σημαὶνει ὅμως ὅτι πρέπει πάσῃ θυσία νὰ ἐξαλείψεις ἀπὸ τὴν καρδιά σου κάθε γεύση ἀγανάκτησης, κάθε ἐπιθυμία νὰ τὸν ὑποβιβάσεις ἢ νὰ τὸν πληγώσεις ἢ νὰ τοῦ ἀνταποδώσεις τὸ κακό). 

Ἡ διαφορὰ ἀνάμεσα σ' αὐτὴ τὴν περίπτωση καὶ στὴν περίπτωση ποὺ ζητᾶς ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ σὲ συγχωρήσει ἐσένα εἶναι ἡ ἑξῆς: ὅταν πρόκειται γιὰ μᾶς τοὺς ἴδιους, πολὺ εὔκολα βρίσκουμε δικαιολογίες. Ὅταν πρόκειται γιὰ ἄλλους, δὲν δεχόμαστε εὔκολα τὶς δικαιολογίες. Ὅσον ἀφορᾶ τὴ δική μου ἁμαρτία ἀπέναντι σὲ ἄλλους κατὰ πάσα πιθανότητα (καίτοι ὄχι βεβαιότητα) οἱ δικαιολογίες ποὺ προβάλλω εἶναι καὶ ἀντικειμενικὰ τόσο καλὲς ὅσο ἐγὼ νομίζω ὅτι εἶναι. Ὅσον ἀφορᾶ ὅμως τὶς ἁμαρτίες τῶν ἄλλων ἀπέναντί μου, κατὰ πάσα πιθανότητα (καίτοι ὄχι βεβαιότητα) οἱ δικαιολογίες εἶναι καλύτερες ἀπ' ὅτι νομίζω. 

Πρὲπει λοιπὸν κανεὶς νὰ ξεκινήσει δίνοντας προσοχὴ στὸ καθετὶ ποὺ μπορεῖ νὰ δείχνει ὅτι ὁ ἄλλος δὲν εἶναι καὶ τόσο ἔνοχος ὅσο νομίζαμε ὅτι εἶναι. Καὶ ἂν ὅμως ἀκόμα ἔχει ὅλο τὸ ἄδικο μὲ τὸ μέρος του, καὶ πάλι πρέπει νὰ τὸν συγχωρήσουμε. Ἀκόμα καὶ ἂν τὸ 99% τῆς ἐνοχῆς του καλύπτεται ἀπὸ πραγματικὰ πολὺ καλὲς δικαιολογίες, ἐμεῖς ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ τὸ ἐναπομένον 1% τὸ ὁποῖο πρέπει νὰ συγχωρήσουμε. Τὸ νὰ παραβλέπει κανεὶς ἐκεῖνο ποὺ ὀφείλεται σὲ πολὺ καλὲς δικαιολογίες δὲν εἶναι χριστιανικὴ ἀγάπη. Εἶναι ἁπλὰ δικαιοσύνη. Τὸ νὰ εἶσαι ὅμως χριστιανὸς σημαίνει ὅτι συγχωρεῖς ἐκεῖνο ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ καλυφθεῖ ἀπὸ δικαιολογίες, γιατί ὁ Θεὸς ἔχει συγχωρήσει καὶ σ' ἐσένα ἐκεῖνο ποὺ δὲν καλύπτεται ἀπὸ δικαιολογίες.

Αὐτὸ εἶναι κάτι ποὺ εἶναι δύσκολο. Ἴσως δὲν εἶναι τόσο δύσκολο νὰ συγχωρήσει κανεὶς μία μοναδικὴ βαριὰ πράξη. Ἀλλὰ τὸ νὰ συγχωρεῖς τὶς ἀδιάκοπες προκλήσεις τῆς καθημερινῆς ζωῆς-τὸ νὰ ἐξακολουθεῖς νὰ συγχωρεῖς τὴν αὐταρχικὴ πεθερά, τὸν κατεξουσιαστικὸ σύζυγο, τὴν γκρινιάρα γυναίκα, τὴν ἐγωιστικὴ κόρη, τὸ δόλιο γιὸ-ποιὸς μπορεῖ νὰ τὸ κάνει; Νομίζω πὼς αὐτὸ εἶναι δυνατὸ μόνο ὅταν θυμόμαστε ποιὰ εἶναι ἡ θέση ποὺ ἔχουμε πάρει καὶ τί ἐννοοῦμε μ' αὐτὸ ποὺ λέμε στὶς προσευχὲς μας κάθε νύχτα, «συγχώρησέ μας τὶς ἁμαρτίες μας ὅπως κι ἐμεῖς συγχωροῦμε ὅσους ἔχουν ἁμαρτήσει ἀπέναντί μας». Ἡ συγχώρηση τοῦ Θεοῦ προσφέρεται ὑπ' αὐτοὺς καὶ μόνο τοὺς ὅρους. Τὸ νὰ ἀρνούμαστε νὰ τὸ κάνουμε εἶναι σὰν νὰ ἀρνοὺμαστε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ ἐπάνω μας. Στὸν κανόνα αὐτὸ δὲν ὑπάρχει οὔτε ἴχνος ἐξαίρεσης. Καὶ ὁ Θεὸς πάντα ἐννοεῖ αὐτὸ ποὺ λέει.

(Κείμενο ποὺ βρέθηκε στὰ κατάλοιπά του)
πηγή

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 04, 2012

Τὸ βάρος τῆς δόξας C.S. Lewis


Ἂν ρωτήσετε σήμερα εἴκοσι ἀνθρώπους ποιὰ νομίζουν ὅτι εἶναι ἡ ἀνώτερη ἀρετή, οἱ δεκαεννέα ἀπὸ αὐτοὺς θὰ ἀπαντήσουν ἡ ἀνιδιοτέλεια. Ἂν ὅμως ρωτούσατε ὁποιονδήποτε ἀπὸ τοὺς μεγάλους Χριστιανοὺς τοῦ παρελθόντος, αὐτὸς θὰ ἀπαντοῦσε ἡ Ἀγάπη.

Βλέπετε τί συνέβη; Ἕνας ἀρνητικὸς ὅρος ἀντικατέστησε ἕναν θετικό, καὶ ἡ σημασία αὐτῆς τῆς ἀλλαγῆς ξεπερνᾶ τὴν ἁπλὴ φιλολογία. Ὁ ἀρνητικὸς ὅρος τῆς ἀνιδιοτέλειας κουβαλάει μέσα του τὴν πρόταση, ὄχι πρωτίστως τῆς διαφύλαξης καλῶν γιὰ τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ τὴν συνέχιση τῆς πορείας τοῦ ἀτόμου χωρὶς τοὺς ἄλλους, σὰν νὰ εἶναι τὸ σημαντικὸ σημεῖο ἡ ἐγκράτειά μας καὶ ὄχι ἡ εὐτυχία τους. 

Δὲν νομίζω ὅτι αὐτὴ εἶναι ἡ χριστιανικὴ ἀρετὴ τῆς Ἀγάπης. Ἡ Καινὴ Διαθήκη ἔχει πολλὰ νὰ μᾶς πεῖ γιὰ τὴν αὐταπάρνηση, ὄχι ὅμως ὡς αὐτοσκοπό. Καλούμαστε νὰ ἀπαρνηθοῦμε τοὺς ἑαυτούς μας καὶ νὰ σηκώσουμε τὸ σταυρό μας ἔτσι ὥστε νὰ μπορέσουμε νὰ ἀκολουθήσουμε τὸ Χριστό, καὶ σχεδὸν κάθε περιγραφὴ αὐτοῦ ποὺ θὰ συναντήσουμε στὸ τέλος, ἂν τὰ καταφέρουμε, περιέχει ἕνα ἔρεισμα στὴν ἐπιθυμία μας.. Ἂν στὴ σύγχρονη σκέψη ἐλλοχεύει ἡ ἀντίληψη πὼς τὸ νὰ ἐπιθυμοῦμε τὸ δικό μας καλὸ καὶ νὰ ἐλπίζουμε γιὰ τὴν χαρὰ ποὺ μᾶς ἀποφέρει εἶναι κακὸ πρᾶγμα, πιστεύω πὼς ἡ ἀντίληψη αὐτὴ ἔχει παρεισφρήσει ἀπὸ τὸν Κὰντ καὶ τοὺς Στωικοὺς καὶ δὲν ἔχει καμία σχέση μὲ τὴν Χριστιανικὴ πίστη.

Ἀπεναντίας, ἂν σκεφτοῦμε γιὰ λίγο τὶς συγκλονιστικὲς ἀμοιβὲς ποὺ μᾶς ὑπόσχεται τὸ Εὐαγγέλιο, φαίνεται ξεκάθαρα πὼς ὁ Χριστὸς βρίσκει τὶς ἐπιθυμίες μας ὄχι πολὺ δυνατές, ἀλλὰ πολὺ ἀδύναμες. Εἴμαστε χλιαρά, ἀπρόθυμα πλάσματα ποὺ χαζολογᾶνε ὁλόγυρα πίνοντας ἀλκοόλ, κάνοντας σὲξ καὶ κυνηγώντας τὶς μάταιες φιλοδοξίες μας, ἐνῷ τὴν ἴδια ὥρα μᾶς προσφέρεται ἡ ἀστείρευτη εὐτυχία. Ὅπως ἕνα μικρὸ ἀνυποψίαστο παιδὶ ποὺ θέλει νὰ συνεχίσει νὰ παίζει στὴ λάσπη γιατί δὲν μπορεῖ νὰ φανταστεῖ τί σημαίνει τὸ κάλεσμα γιὰ μιά ἐκδρομὴ στὴ θάλασσα.. Εὐχαριστιόμαστε πάρα πολὺ εὔκολα.

Δὲν πρέπει νὰ μᾶς προβληματίζουν οἱ ἄπιστοι ποὺ ἰσχυρίζονται πὼς αὐτὴ ἡ ὑπόσχεση τῆς ἀμοιβῆς κάνει τὴν χριστιανικὴ ζωὴ μιά μισθοφορικὴ σχέση. Ὑπάρχουν πολλὰ εἴδη ἀνταμοιβῶν. Ὑπάρχει ἡ ἀνταμοιβὴ ποὺ δὲν ἔχει καμία φυσικὴ σύνδεση μὲ ὅ,τι ἔχει κάνει κανεὶς γιὰ νὰ τὴν ἀποκτήση, καὶ εἶναι σχεδὸν ξένη στὶς ἐπιθυμίες ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ συνοδεύουν αὐτὰ τὰ πράγματα. 

Τὰ λεφτὰ δὲν εἶναι ἡ φυσικὴ ἀνταμοιβὴ τῆς ἀγάπης, γι’αὐτὸ ἀποκαλοῦμε ἕναν ἄντρα μισθοφόρο ἂν παντρευτεῖ μιά γυναίκα γιὰ τὰ λεφτά της. Ὅμως ὁ γάμος εἶναι ἀντάξια ἀνταμοιβὴ γιὰ ἕναν ἀληθινὰ ἐρωτευμένο, χωρὶς αὐτὸς ποὺ τὸν ἐπιθυμεῖ νὰ θεωρεῖται μισθοφόρος. 

Ἕνας στρατηγὸς ποὺ μάχεται ἄξια μὲ σκοπὸ νὰ κερδίσει κάποιον τίτλο τιμῆς εἶναι μισθοφόρος, ἐνῷ ἕνας στρατηγὸς ποὺ μάχεται γιὰ τὴ νίκη δὲν εἶναι. Ἐδῶ ἡ νίκη εἶναι ἡ ἀντάξια ἀνταμοιβὴ μιᾶς μάχης ὅπως καὶ ὁ γάμος εἶναι ἡ ἀντάξια ἀμοιβὴ τοῦ ἔρωτα. Ἡ ἀντάξια ἀνταμοιβὴ δὲν εἶναι προσκολλημένη πάνω στὴν ἐνέργεια γιὰ τὴν ὁποία δόθηκε, ἀλλὰ ἡ ἴδια ἡ ἐνέργεια σὲ πληρότητα. 

Ὑπάρχει καὶ μία τρίτη περίπτωση, ποὺ εἶναι πιὸ πολύπλοκη. Ἡ εὐχαρίστηση τῆς ἀνάγνωσης τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς ποίησης εἶναι σίγουρα ἀντάξια καὶ ὄχι μισθοφορικὴ ἀνταμοιβὴ γιὰ νὰ μάθει κανεὶς ἀρχαῖα ἑλληνικά. Ὡστόσο αὐτὸ μποροῦν νὰ τὸ διαπιστώσουν, μόνο ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν φτάσει στὸ σημεῖο νὰ μποροῦν νὰ εὐχαριστηθοῦν τὴν ἑλληνικὴ ποίηση. Ὁ μαθητὴς ποὺ μόλις ξεκίνησε νὰ μαθαίνει ἀρχαία ἑλληνικὴ γραμματικὴ δὲν μπορεῖ νὰ ἀδημονεῖ γιὰ τὴν μετέπειτα ἀπόλαυση τῆς ἀνάγνωσης τοῦ Σοφοκλῆ, ὅπως ἕνας ἐρωτευμένος λαχταρᾶ τὸ γάμο καὶ ἕνας στρατηγὸς τὴ νίκη. 

Πρέπει νὰ ξεκινήσει κοπιάζοντας στὴν ἀρχὴ γιὰ βαθμούς, ἤ γιὰ νὰ μὴν τὸν τιμωρήσουν, ἤ γιὰ νὰ εὐχαριστήσει τοὺς γονεῖς του, ἤ στὴν καλύτερη περίπτωση ἐλπίζοντας γιὰ κάποιο μελλοντικὸ καλὸ ποὺ στὴν παροῦσα φάση δὲν μπορεῖ νὰ φανταστεῖ οὔτε νὰ ἐπιθυμήσει. Ἡ θέση του ἑπομένως μοιάζει μὲ αὐτὴ τοῦ μισθοφόρου. Ἡ ἀμοιβή του θὰ εἶναι ἀντάξια του κόπου του ἀλλὰ αὐτὸ δὲν θὰ τὸ ξέρει μέχρι νὰ τὴν πάρει. Προφανῶς, ἡ ἀνταμοιβή του θὰ εἶναι σταδιακή. Ἡ εὐχαρίστηση θὰ ἀντικαθιστᾷ σιγὰ σιγὰ τὴν ἁπλὴ ἀγγαρεία, καὶ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ πεῖ πότε ξεκίνησε τὸ πρῶτο καὶ πότε σταμάτησε τὸ δεύτερο. Ὅμως μόνο ὅταν φτάσει ἀρκετὰ κοντὰ στὴν ἀνταμοιβὴ θὰ μπορεῖ νὰ τὴν ἐπιθυμήσει.

Ὁ χριστιανός, σὲ σχέση μὲ τὸν Παράδεισο, βρίσκεται λίγο πολὺ στὴν ἴδια θέση μὲ τὸν μαθητή. Ὅσοι κέρδισαν τὴν αἰώνια ζωὴ καὶ ἔχουν ἄμεση θέα τοῦ προσώπου τοῦ Θεοῦ, χωρὶς ἀμφιβολία ξέρουν πολὺ καλὰ ὅτι δὲν εἶναι μιά ἁπλὴ δωροδοκία, ἀλλὰ αὐτὴ καθεαυτὴ ἡ ἐκπλήρωση τῆς γήινής τους ὑπακοῆς. Ὅμως ἐμεῖς ποὺ δὲν ἔχουμε φτάσει ἐκεῖ ἀκόμα, δὲν μποροῦμε νὰ τὸ γνωρίζουμε ὅπως ἐκεῖνοι. Καὶ δὲν θὰ ἀρχίσουμε ποτὲ νὰ συνειδητοποιοῦμε τὸ παραμικρό, ἐκτὸς ἂν συνεχίσουμε νὰ ὑπακοῦμε καταφέρνοντας νὰ συναντήσουμε τοὺς πρώτους καρποὺς τῆς ὑπακοῆς μας, τὴν αὐξανόμενη δύναμη νὰ ἐπιθυμοῦμε τὴν ἀπόλυτη ἀνταμοιβή. 

Ἀναλογικὰ καθὼς θὰ αὐξάνει ἡ ἐπιθυμία μας, οἱ φόβοι μας, ἐκτὸς καὶ ἂν ἐπρόκειτο γιὰ τὴν ἐπιθυμία ἑνὸς μισθοφόρου, θὰ ἀρχίσουν νὰ διαλύονται καὶ στὸ τέλος θὰ ἀποδειχτοῦν ἀβάσιμοι. Ὅμως πιθανότατα αὐτὸ γιὰ τοὺς περισσότερους ἀπὸ ἐμᾶς δὲν θὰ γίνει μέσα σὲ μία μέρα. Ἡ ποίηση ἀντικαθιστᾷ τὴν γραμματική, τὸ εὐαγγέλιο ἀντικαθιστᾶ τὸ νόμο, ἡ προσμονὴ ἀντικαθιστᾶ τὴν ὑπακοή, ὅπως ἡ παλίρροια σηκώνει ἕνα πλοῖο ἀπὸ τὸ ἔδαφος.

Ὅμως ὑπάρχει καὶ μία ἄλλη σημαντικὴ ὁμοιότητα ἀνάμεσα στὸν μαθητὴ καὶ σὲ ἐμᾶς. Ἂν εἶναι ἕνα παιδὶ μὲ φαντασία θὰ ἀρχίσει νὰ μεθάει, πιθανότατα, μὲ τοὺς Ἄγγλους ποιητὲς καὶ ρομαντικοὺς ποὺ εἶναι κατάλληλοι γιὰ τὴν ἡλικία του, πρὶν ἀρχίσει νὰ ὑποπτεύεται ὅτι ἡ ἑλληνικὴ γραμματικὴ θὰ τὸν ὁδηγήσει σὲ ὅλο καὶ περισσότερες ἀπολαύσεις αὐτοῦ τοῦ εἴδους. Μπορεῖ μάλιστα νὰ ἀδιαφορεῖ γιὰ τὰ ἑλληνικά του καὶ νὰ διαβάζει Shelley καὶ Swinburne στὰ κρυφά. Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ ἐπιθυμία τὴν ὁποία πρόκειται νὰ ἐκπληρώσουν τὰ ἑλληνικά, ὑπάρχει ἤδη μέσα του καὶ εἶναι προσκολλημένη σὲ ἀντικείμενα ποὺ τοῦ μοιάζουν ἀρκετὰ διαφορετικὰ γιὰ τὴν ὥρα ἀπὸ τὸν Ξενοφῶντα καὶ τὰ ἑλληνικὰ ρήματα. 

Ἂν εἴμαστε φτιαγμένοι γιὰ τὸν Παράδεισο, ἡ ἐπιθυμία γιὰ αὐτὸν θὰ εἶναι ἤδη μέσα μας, χωρὶς ὡστόσο νὰ εἶναι προσκολλημένη στὸ ἀληθινὸ ἀντικείμενο τοῦ πόθου, καὶ μπορεῖ πιθανότατα νὰ μᾶς φαίνεται καὶ σὰν ἀνταγωνιστὴς αὐτοῦ τοῦ ἀντικειμένου. Καὶ αὐτὸ ἀκριβῶς νομίζω ὅτι μᾶς συμβαίνει. Χωρὶς ἀμφιβολία ὑπάρχει ἕνα σημεῖο στὸ ὁποῖο ἡ ἀναλογία μὲ τὸν μαθητὴ καταρρέει. Ἡ ἀγγλικὴ ποίηση ποὺ διαβάζει ἐνῷ θὰ ἔπρεπε νὰ κάνει τὶς ἀσκήσεις ἑλληνικῶν, μπορεῖ νὰ εἶναι τὸ ἴδιο καλὴ μὲ τὴν ἑλληνικὴ ποίηση στὴν ὁποία τὸν ὁδηγοῦν οἱ ἀσκήσεις, ἔτσι ὥστε μὲ τὸ νὰ καταπιάνεται μὲ τὸν Μίλτον ἀρνούμενος ἕνα ταξίδι στὴν ποίηση τοῦ Αἰσχύλου, ἡ ἐπιθυμία του νὰ μὴν ἀγκαλιάζει ἕνα μικρὸ ὑποκατάστατο. Ἡ περίπτωσή μας ὅμως εἶναι διαφορετική. Ἂν ἕνα ἄχρονο, ἀτελείωτο καλὸ εἶναι ὁ πραγματικός μας σκοπός, τότε ὁποιοδήποτε ἄλλο καλὸ στὸ ὁποῖο προσκολλᾶται ἡ ἐπιθυμία μας εἶναι ὡς ἕνα βαθμὸ ἀπατηλό, καὶ ἔχει στὴν καλύτερη περίπτωση μόνο μία συμβολικὴ σχέση μὲ αὐτὸ ποὺ πράγματι εἶναι ἱκανὸ νὰ τὴν χορτάσει.

Σχολιάζοντας τὴν ἐπιθυμία γιὰ τὸν Παράδεισο, τὴν ὁποία μποροῦμε νὰ δοῦμε ἀκόμα καὶ τώρα μέσα μας, αἰσθάνομαι κάποια ντροπή. Διαπράττω σχεδὸν μία ἀτιμία. Προσπαθῶ νὰ φανερώσω σὲ κάθε ἕναν ἀπὸ ἐσᾶς τὸ ἀπαρηγόρητο μυστικό, ποὺ μᾶς πληγώνει σὲ τέτοιο βαθμὸ ὥστε νὰ τὸ ἐκδικούμαστε δίνοντάς του ὀνόματα ὅπως Νοσταλγία καὶ Ρομαντισμὸς καὶ Ἐφηβεία· ἐκεῖνο τὸ μυστικὸ ποὺ μᾶς διαπερνᾷ μὲ τέτοια γλυκύτητα ποὺ ὅταν, σὲ ἀνοικτὲς συζητήσεις, ἡ ἀναφορὰ σὲ αὐτὸ εἶναι ἄμεση, ἀντιδροῦμε περίεργα καὶ καταλήγουμε νὰ γελᾶμε μὲ τοὺς ἑαυτούς μας· τὸ μυστικὸ ποὺ δὲν μποροῦμε οὔτε νὰ κρύψουμε ἀλλὰ οὔτε καὶ νὰ ποῦμε, ἂν καὶ θέλουμε νὰ τὰ κάνουμε καὶ τὰ δύο. Δὲν μποροῦμε νὰ τὸ ποῦμε γιατί εἶναι μία ἐπιθυμία γιὰ κάτι ποὺ δὲν ἔχει γίνει ἄμεσα γνωστὸ στὴν ἐμπειρία μας. Δὲν μποροῦμε νὰ τὸ κρύψουμε γιατί ἡ ἐμπειρία μας, μᾶς τὸ προτείνει συνεχῶς, καὶ προδίδουμε τοὺς ἑαυτούς μας ὅπως οἱ ἐρωτευμένοι στὸ ἄκουσμα ἑνὸς ὀνόματος. Τὸ ποιὸ συχνὸ ὑποκατάστατο εἶναι νὰ τὸ ὀνομάζουμε ὀμορφιὰ καὶ νὰ συμπεριφερόμαστε σὰν νὰ ἔχουμε καλύψει ἔτσι τὸ θέμα…. 
πηγή

Παρασκευή, Αυγούστου 10, 2012

C.S. Lewis, Τὸ βάρος τῆς δόξας




Ἂν ρωτήσετε σήμερα εἴκοσι ἀνθρώπους ποιὰ νομίζουν ὅτι εἶναι ἡ ἀνώτερη ἀρετή, οἱ δεκαεννέα ἀπὸ αὐτοὺς θὰ ἀπαντήσουν ἡ ἀνιδιοτέλεια. Ἂν ὅμως ρωτούσατε ὁποιονδήποτε ἀπὸ τοὺς μεγάλους Χριστιανοὺς τοῦ παρελθόντος, αὐτὸς θὰ ἀπαντοῦσε ἡ Ἀγάπη.

Βλέπετε τί συνέβη; Ἕνας ἀρνητικὸς ὅρος ἀντικατέστησε ἕναν θετικό, καὶ ἡ σημασία αὐτῆς τῆς ἀλλαγῆς ξεπερνᾶ τὴν ἁπλὴ φιλολογία. Ὁ ἀρνητικὸς ὅρος τῆς ἀνιδιοτέλειας κουβαλάει μέσα του τὴν πρόταση, ὄχι πρωτίστως τῆς διαφύλαξης καλῶν γιὰ τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ τὴν συνέχιση τῆς πορείας τοῦ ἀτόμου χωρὶς τοὺς ἄλλους, σὰν νὰ εἶναι τὸ σημαντικὸ σημεῖο ἡ ἐγκράτειά μας καὶ ὄχι ἡ εὐτυχία τους. 

Δὲν νομίζω ὅτι αὐτὴ εἶναι ἡ χριστιανικὴ ἀρετὴ τῆς Ἀγάπης. Ἡ Καινὴ Διαθήκη ἔχει πολλὰ νὰ μᾶς πεῖ γιὰ τὴν αὐταπάρνηση, ὄχι ὅμως ὡς αὐτοσκοπό. Καλούμαστε νὰ ἀπαρνηθοῦμε τοὺς ἑαυτούς μας καὶ νὰ σηκώσουμε τὸ σταυρό μας ἔτσι ὥστε νὰ μπορέσουμε νὰ ἀκολουθήσουμε τὸ Χριστό, καὶ σχεδὸν κάθε περιγραφὴ αὐτοῦ ποὺ θὰ συναντήσουμε στὸ τέλος, ἂν τὰ καταφέρουμε, περιέχει ἕνα ἔρεισμα στὴν ἐπιθυμία μας.. Ἂν στὴ σύγχρονη σκέψη ἐλλοχεύει ἡ ἀντίληψη πὼς τὸ νὰ ἐπιθυμοῦμε τὸ δικό μας καλὸ καὶ νὰ ἐλπίζουμε γιὰ τὴν χαρὰ ποὺ μᾶς ἀποφέρει εἶναι κακὸ πρᾶγμα, πιστεύω πὼς ἡ ἀντίληψη αὐτὴ ἔχει παρεισφρήσει ἀπὸ τὸν Κὰντ καὶ τοὺς Στωικοὺς καὶ δὲν ἔχει καμία σχέση μὲ τὴν Χριστιανικὴ πίστη.

Ἀπεναντίας, ἂν σκεφτοῦμε γιὰ λίγο τὶς συγκλονιστικὲς ἀμοιβὲς ποὺ μᾶς ὑπόσχεται τὸ Εὐαγγέλιο, φαίνεται ξεκάθαρα πὼς ὁ Χριστὸς βρίσκει τὶς ἐπιθυμίες μας ὄχι πολὺ δυνατές, ἀλλὰ πολὺ ἀδύναμες. Εἴμαστε χλιαρά, ἀπρόθυμα πλάσματα ποὺ χαζολογᾶνε ὁλόγυρα πίνοντας ἀλκοόλ, κάνοντας σὲξ καὶ κυνηγώντας τὶς μάταιες φιλοδοξίες μας, ἐνῷ τὴν ἴδια ὥρα μᾶς προσφέρεται ἡ ἀστείρευτη εὐτυχία. Ὅπως ἕνα μικρὸ ἀνυποψίαστο παιδὶ ποὺ θέλει νὰ συνεχίσει νὰ παίζει στὴ λάσπη γιατί δὲν μπορεῖ νὰ φανταστεῖ τί σημαίνει τὸ κάλεσμα γιὰ μιά ἐκδρομὴ στὴ θάλασσα.. Εὐχαριστιόμαστε πάρα πολὺ εὔκολα.

Δὲν πρέπει νὰ μᾶς προβληματίζουν οἱ ἄπιστοι ποὺ ἰσχυρίζονται πὼς αὐτὴ ἡ ὑπόσχεση τῆς ἀμοιβῆς κάνει τὴν χριστιανικὴ ζωὴ μιά μισθοφορικὴ σχέση. Ὑπάρχουν πολλὰ εἴδη ἀνταμοιβῶν. Ὑπάρχει ἡ ἀνταμοιβὴ ποὺ δὲν ἔχει καμία φυσικὴ σύνδεση μὲ ὅ,τι ἔχει κάνει κανεὶς γιὰ νὰ τὴν ἀποκτήση, καὶ εἶναι σχεδὸν ξένη στὶς ἐπιθυμίες ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ συνοδεύουν αὐτὰ τὰ πράγματα. 

Τὰ λεφτὰ δὲν εἶναι ἡ φυσικὴ ἀνταμοιβὴ τῆς ἀγάπης, γι’αὐτὸ ἀποκαλοῦμε ἕναν ἄντρα μισθοφόρο ἂν παντρευτεῖ μιά γυναίκα γιὰ τὰ λεφτά της. Ὅμως ὁ γάμος εἶναι ἀντάξια ἀνταμοιβὴ γιὰ ἕναν ἀληθινὰ ἐρωτευμένο, χωρὶς αὐτὸς ποὺ τὸν ἐπιθυμεῖ νὰ θεωρεῖται μισθοφόρος. 

Ἕνας στρατηγὸς ποὺ μάχεται ἄξια μὲ σκοπὸ νὰ κερδίσει κάποιον τίτλο τιμῆς εἶναι μισθοφόρος, ἐνῷ ἕνας στρατηγὸς ποὺ μάχεται γιὰ τὴ νίκη δὲν εἶναι. Ἐδῶ ἡ νίκη εἶναι ἡ ἀντάξια ἀνταμοιβὴ μιᾶς μάχης ὅπως καὶ ὁ γάμος εἶναι ἡ ἀντάξια ἀμοιβὴ τοῦ ἔρωτα. Ἡ ἀντάξια ἀνταμοιβὴ δὲν εἶναι προσκολλημένη πάνω στὴν ἐνέργεια γιὰ τὴν ὁποία δόθηκε, ἀλλὰ ἡ ἴδια ἡ ἐνέργεια σὲ πληρότητα. 

Ὑπάρχει καὶ μία τρίτη περίπτωση, ποὺ εἶναι πιὸ πολύπλοκη. Ἡ εὐχαρίστηση τῆς ἀνάγνωσης τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς ποίησης εἶναι σίγουρα ἀντάξια καὶ ὄχι μισθοφορικὴ ἀνταμοιβὴ γιὰ νὰ μάθει κανεὶς ἀρχαῖα ἑλληνικά. Ὡστόσο αὐτὸ μποροῦν νὰ τὸ διαπιστώσουν, μόνο ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν φτάσει στὸ σημεῖο νὰ μποροῦν νὰ εὐχαριστηθοῦν τὴν ἑλληνικὴ ποίηση. Ὁ μαθητὴς ποὺ μόλις ξεκίνησε νὰ μαθαίνει ἀρχαία ἑλληνικὴ γραμματικὴ δὲν μπορεῖ νὰ ἀδημονεῖ γιὰ τὴν μετέπειτα ἀπόλαυση τῆς ἀνάγνωσης τοῦ Σοφοκλῆ, ὅπως ἕνας ἐρωτευμένος λαχταρᾶ τὸ γάμο καὶ ἕνας στρατηγὸς τὴ νίκη. 

Πρέπει νὰ ξεκινήσει κοπιάζοντας στὴν ἀρχὴ γιὰ βαθμούς, ἤ γιὰ νὰ μὴν τὸν τιμωρήσουν, ἤ γιὰ νὰ εὐχαριστήσει τοὺς γονεῖς του, ἤ στὴν καλύτερη περίπτωση ἐλπίζοντας γιὰ κάποιο μελλοντικὸ καλὸ ποὺ στὴν παροῦσα φάση δὲν μπορεῖ νὰ φανταστεῖ οὔτε νὰ ἐπιθυμήσει. Ἡ θέση του ἑπομένως μοιάζει μὲ αὐτὴ τοῦ μισθοφόρου. Ἡ ἀμοιβή του θὰ εἶναι ἀντάξια του κόπου του ἀλλὰ αὐτὸ δὲν θὰ τὸ ξέρει μέχρι νὰ τὴν πάρει. Προφανῶς, ἡ ἀνταμοιβή του θὰ εἶναι σταδιακή. Ἡ εὐχαρίστηση θὰ ἀντικαθιστᾷ σιγὰ σιγὰ τὴν ἁπλὴ ἀγγαρεία, καὶ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ πεῖ πότε ξεκίνησε τὸ πρῶτο καὶ πότε σταμάτησε τὸ δεύτερο. Ὅμως μόνο ὅταν φτάσει ἀρκετὰ κοντὰ στὴν ἀνταμοιβὴ θὰ μπορεῖ νὰ τὴν ἐπιθυμήσει.

Ὁ χριστιανός, σὲ σχέση μὲ τὸν Παράδεισο, βρίσκεται λίγο πολὺ στὴν ἴδια θέση μὲ τὸν μαθητή. Ὅσοι κέρδισαν τὴν αἰώνια ζωὴ καὶ ἔχουν ἄμεση θέα τοῦ προσώπου τοῦ Θεοῦ, χωρὶς ἀμφιβολία ξέρουν πολὺ καλὰ ὅτι δὲν εἶναι μιά ἁπλὴ δωροδοκία, ἀλλὰ αὐτὴ καθεαυτὴ ἡ ἐκπλήρωση τῆς γήινής τους ὑπακοῆς. Ὅμως ἐμεῖς ποὺ δὲν ἔχουμε φτάσει ἐκεῖ ἀκόμα, δὲν μποροῦμε νὰ τὸ γνωρίζουμε ὅπως ἐκεῖνοι. Καὶ δὲν θὰ ἀρχίσουμε ποτὲ νὰ συνειδητοποιοῦμε τὸ παραμικρό, ἐκτὸς ἂν συνεχίσουμε νὰ ὑπακοῦμε καταφέρνοντας νὰ συναντήσουμε τοὺς πρώτους καρποὺς τῆς ὑπακοῆς μας, τὴν αὐξανόμενη δύναμη νὰ ἐπιθυμοῦμε τὴν ἀπόλυτη ἀνταμοιβή. 

Ἀναλογικὰ καθὼς θὰ αὐξάνει ἡ ἐπιθυμία μας, οἱ φόβοι μας, ἐκτὸς καὶ ἂν ἐπρόκειτο γιὰ τὴν ἐπιθυμία ἑνὸς μισθοφόρου, θὰ ἀρχίσουν νὰ διαλύονται καὶ στὸ τέλος θὰ ἀποδειχτοῦν ἀβάσιμοι. Ὅμως πιθανότατα αὐτὸ γιὰ τοὺς περισσότερους ἀπὸ ἐμᾶς δὲν θὰ γίνει μέσα σὲ μία μέρα. Ἡ ποίηση ἀντικαθιστᾷ τὴν γραμματική, τὸ εὐαγγέλιο ἀντικαθιστᾶ τὸ νόμο, ἡ προσμονὴ ἀντικαθιστᾶ τὴν ὑπακοή, ὅπως ἡ παλίρροια σηκώνει ἕνα πλοῖο ἀπὸ τὸ ἔδαφος.

Ὅμως ὑπάρχει καὶ μία ἄλλη σημαντικὴ ὁμοιότητα ἀνάμεσα στὸν μαθητὴ καὶ σὲ ἐμᾶς. Ἂν εἶναι ἕνα παιδὶ μὲ φαντασία θὰ ἀρχίσει νὰ μεθάει, πιθανότατα, μὲ τοὺς Ἄγγλους ποιητὲς καὶ ρομαντικοὺς ποὺ εἶναι κατάλληλοι γιὰ τὴν ἡλικία του, πρὶν ἀρχίσει νὰ ὑποπτεύεται ὅτι ἡ ἑλληνικὴ γραμματικὴ θὰ τὸν ὁδηγήσει σὲ ὅλο καὶ περισσότερες ἀπολαύσεις αὐτοῦ τοῦ εἴδους. Μπορεῖ μάλιστα νὰ ἀδιαφορεῖ γιὰ τὰ ἑλληνικά του καὶ νὰ διαβάζει Shelley καὶ Swinburne στὰ κρυφά. Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ ἐπιθυμία τὴν ὁποία πρόκειται νὰ ἐκπληρώσουν τὰ ἑλληνικά, ὑπάρχει ἤδη μέσα του καὶ εἶναι προσκολλημένη σὲ ἀντικείμενα ποὺ τοῦ μοιάζουν ἀρκετὰ διαφορετικὰ γιὰ τὴν ὥρα ἀπὸ τὸν Ξενοφῶντα καὶ τὰ ἑλληνικὰ ρήματα. 

Ἂν εἴμαστε φτιαγμένοι γιὰ τὸν Παράδεισο, ἡ ἐπιθυμία γιὰ αὐτὸν θὰ εἶναι ἤδη μέσα μας, χωρὶς ὡστόσο νὰ εἶναι προσκολλημένη στὸ ἀληθινὸ ἀντικείμενο τοῦ πόθου, καὶ μπορεῖ πιθανότατα νὰ μᾶς φαίνεται καὶ σὰν ἀνταγωνιστὴς αὐτοῦ τοῦ ἀντικειμένου. Καὶ αὐτὸ ἀκριβῶς νομίζω ὅτι μᾶς συμβαίνει. Χωρὶς ἀμφιβολία ὑπάρχει ἕνα σημεῖο στὸ ὁποῖο ἡ ἀναλογία μὲ τὸν μαθητὴ καταρρέει. Ἡ ἀγγλικὴ ποίηση ποὺ διαβάζει ἐνῷ θὰ ἔπρεπε νὰ κάνει τὶς ἀσκήσεις ἑλληνικῶν, μπορεῖ νὰ εἶναι τὸ ἴδιο καλὴ μὲ τὴν ἑλληνικὴ ποίηση στὴν ὁποία τὸν ὁδηγοῦν οἱ ἀσκήσεις, ἔτσι ὥστε μὲ τὸ νὰ καταπιάνεται μὲ τὸν Μίλτον ἀρνούμενος ἕνα ταξίδι στὴν ποίηση τοῦ Αἰσχύλου, ἡ ἐπιθυμία του νὰ μὴν ἀγκαλιάζει ἕνα μικρὸ ὑποκατάστατο. Ἡ περίπτωσή μας ὅμως εἶναι διαφορετική. Ἂν ἕνα ἄχρονο, ἀτελείωτο καλὸ εἶναι ὁ πραγματικός μας σκοπός, τότε ὁποιοδήποτε ἄλλο καλὸ στὸ ὁποῖο προσκολλᾶται ἡ ἐπιθυμία μας εἶναι ὡς ἕνα βαθμὸ ἀπατηλό, καὶ ἔχει στὴν καλύτερη περίπτωση μόνο μία συμβολικὴ σχέση μὲ αὐτὸ ποὺ πράγματι εἶναι ἱκανὸ νὰ τὴν χορτάσει.

Σχολιάζοντας τὴν ἐπιθυμία γιὰ τὸν Παράδεισο, τὴν ὁποία μποροῦμε νὰ δοῦμε ἀκόμα καὶ τώρα μέσα μας, αἰσθάνομαι κάποια ντροπή. Διαπράττω σχεδὸν μία ἀτιμία. Προσπαθῶ νὰ φανερώσω σὲ κάθε ἕναν ἀπὸ ἐσᾶς τὸ ἀπαρηγόρητο μυστικό, ποὺ μᾶς πληγώνει σὲ τέτοιο βαθμὸ ὥστε νὰ τὸ ἐκδικούμαστε δίνοντάς του ὀνόματα ὅπως Νοσταλγία καὶ Ρομαντισμὸς καὶ Ἐφηβεία· ἐκεῖνο τὸ μυστικὸ ποὺ μᾶς διαπερνᾷ μὲ τέτοια γλυκύτητα ποὺ ὅταν, σὲ ἀνοικτὲς συζητήσεις, ἡ ἀναφορὰ σὲ αὐτὸ εἶναι ἄμεση, ἀντιδροῦμε περίεργα καὶ καταλήγουμε νὰ γελᾶμε μὲ τοὺς ἑαυτούς μας· τὸ μυστικὸ ποὺ δὲν μποροῦμε οὔτε νὰ κρύψουμε ἀλλὰ οὔτε καὶ νὰ ποῦμε, ἂν καὶ θέλουμε νὰ τὰ κάνουμε καὶ τὰ δύο. Δὲν μποροῦμε νὰ τὸ ποῦμε γιατί εἶναι μία ἐπιθυμία γιὰ κάτι ποὺ δὲν ἔχει γίνει ἄμεσα γνωστὸ στὴν ἐμπειρία μας. Δὲν μποροῦμε νὰ τὸ κρύψουμε γιατί ἡ ἐμπειρία μας, μᾶς τὸ προτείνει συνεχῶς, καὶ προδίδουμε τοὺς ἑαυτούς μας ὅπως οἱ ἐρωτευμένοι στὸ ἄκουσμα ἑνὸς ὀνόματος. Τὸ ποιὸ συχνὸ ὑποκατάστατο εἶναι νὰ τὸ ὀνομάζουμε ὀμορφιὰ καὶ νὰ συμπεριφερόμαστε σὰν νὰ ἔχουμε καλύψει ἔτσι τὸ θέμα…. 
πηγή

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 02, 2011

Πῶς μποροῦμε νὰ ἑρμηνεύσουμε τὸν Ἰησοῦ Χριστό

Lewis C.S.



«Πῶς μποροῦμε νὰ ἑρμηνεύσουμε τὸν Ἰησοῦ Χριστό;»

Αὐτὸ εἶναι ἕνα ἐρώτημα ποὺ περιέχει μιὰ κωμικὴ χροιά. Γιατί τὸ πραγματικὸ ἐρώτημα δὲν εἶναι πῶς νὰ ἑρμηνεύσουμε ἐμεῖς τὸν Χριστό, ἀλλὰ πῶς ἑρμηνεύει Ἐκεῖνος ἐμᾶς. Ἡ εἰκόνα μιᾶς μύγας ποὺ κάθεται καὶ σκέφτεται πῶς θὰ ἑρμηνεύσει ἕναν ἐλέφαντα εἶναι ἀρκετὰ κωμική. Ἴσως ὅμως ἡ ἐρώτηση τί μποροῦμε ἐμεῖς νὰ συμπεράνουμε γιὰ Ἐκεῖνον, νὰ ἐννοεῖ πὼς μποροῦμε ἐμεῖς νὰ δώσουμε λύση στὸ ἱστορικὸ πρόβλημα ποὺ μᾶς ἐτέθη ἀπὸ τὰ καταγεγραμμένα λόγια καὶ τὶς πράξεις αὐτοῦ τοῦ Ἀνθρώπου. Ἡ λύση στὸ πρόβλημα αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ μπορεῖ νὰ συμφιλιώσει δύο πράγματα. Ἀπὸ τὴ μιὰ ἔχουμε τὸ σχεδὸν γενικὰ παραδεκτὸ βάθος καὶ λογική τῆς ἠθικῆς Του διδασκαλίας, ἡ ὁποία ἀμφισβητεῖται ἐλάχιστα, ἀκόμα καὶ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἀντιστρατεύονται τὸν Χριστιανισμό. Ἔχω διαπιστώσει, κατὰ τὴ διάρκεια διαφωνίας μου μὲ φανατικὰ ἄθεους ἀνθρώπους, ὅτι προτιμοῦν νὰ καταλήγουν στὸ ἑξῆς σχόλιο: «Συμφωνῶ ἀπόλυτα μὲ τὰ ἠθικὰ διδάγματα τοῦ Χριστιανισμοῦ!» Καὶ μοιάζει νὰ ὑπάρχει μιὰ γενικὴ ὁμοφωνία πὼς στὴ διδασκαλία αὐτοῦ τοῦ Ἀνθρώπου καὶ τῶν πρώτων διαδόχων του, ἡ ἠθικὴ ἀλήθεια βρίσκεται στὴν πιὸ ἁγνὴ καὶ βαθιά της μορφή. Δὲν εἶναι γλυκανάλατος ἰδεαλισμός, εἶναι γεμάτη ἀπὸ σοφία καὶ ἐξυπνάδα. Ἡ ὅλη ἠθικὴ διδασκαλία εἶναι ρεαλιστική, ἀνανεωμένη στὸν πιὸ ψηλὸ βαθμό, προϊὸν ἑνὸς πολὺ λογικοῦ μυαλοῦ. Αὐτὸ εἶναι τὸ ἕνα φαινόμενο.

Τὸ ἄλλο φαινόμενο, εἶναι ἡ σχεδὸν ἀποκρουστικὴ φύση τῶν θεολογικῶν τοποθετήσεων αὐτοῦ τοῦ Ἀνθρώπου. Ξέρετε ὅλοι τί ἐννοῶ, καὶ προτιμῶ νὰ τονίσω τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ἀποκρουστικοὶ ἰσχυρισμοὶ αὐτοῦ τοῦ Ἀνθρώπου δὲν γίνονται μόνο μία φορὰ κατὰ τὴ διάρκεια τῆς πορείας Του. Ὑπάρχει, βέβαια, ἐκείνη ἡ φορὰ ποὺ τὸν ὁδήγησε στὴν ἐκτέλεσή Του. Ἡ στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποία ὁ Ἀνώτατος Ἱερέας τὸν ρώτησε, «ποιὸς εἶσαι;» «εἶμαι ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, καὶ θὰ μὲ δεῖτε νὰ ἐμφανίζομαι στὸ τέλος τῆς ἱστορίας ὡς Κριτὴς τοῦ σύμπαντος.» Ἀλλὰ αὐτὸς ὁ ἰσχυρισμὸς δὲν περιορίζεται μόνο σὲ αὐτὴ τὴ δραματικὴ στιγμή. Ἂν προσέξει κανεὶς τὶς συζητήσεις του θὰ δεῖ νὰ ἐπαναλαμβάνεται παντοῦ. Γιὰ παράδειγμα, ἔλεγε στοὺς ἀνθρώπους «συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες σου.» Εἶναι πολὺ φυσικὸ γιὰ ἕναν ἄνθρωπο νὰ σοῦ συγχωρέσει κάτι ποὺ ἔχεις κάνει σὲ ἐκεῖνον. Ἂν κάποιος μοῦ κλέψει 5 λίρες, εἶναι ἀρκετὰ πιθανὸ καὶ λογικὸ νὰ τοῦ πῶ «σὲ συγχωρῶ, τὸ θέμα ἔκλεισε.» Ἀλλὰ πῶς θὰ ἀντιδρούσατε ἂν κάποιος σᾶς ἔκλεβε 5 λίρες καὶ ἐγὼ τοῦ ἔλεγα «εἶναι ὅλα ἐντάξει, σὲ συγχωρῶ;» Μετὰ ὑπάρχει καὶ ἕνα ἄλλο περίεργο πρᾶγμα ποὺ μοιάζει σὰν νὰ ξέφυγε τυχαία. Κάποια στιγμὴ Αὐτὸς ὁ Ἄνθρωπος κάθεται σὲ ἕνα λόφο κοιτάζοντας τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ ξαφνικὰ κάνει ἕνα ἀξιοπερίεργο σχόλιο: «δὲν ἔχω σταματήσει νὰ σοῦ στέλνω προφῆτες καὶ σοφοὺς ἄντρες.» Κανεὶς δὲν τὸ σχολιάζει. Ὡστόσο, ξαφνικά, σὰν φράση ποὺ τοῦ ξέφυγε, ἰσχυρίζεται πὼς εἶναι ἡ δύναμη ποὺ μέσα στοὺς αἰῶνες στέλνει σοφοὺς ἀνθρώπους καὶ ἡγεμόνες στὸν κόσμο.

Ἂς δοῦμε τώρα καὶ μία ἄλλη παράξενη παρατήρηση. Σχεδὸν σὲ κάθε θρησκεία ὑπάρχουν κάποιες δυσάρεστες ὑποχρεώσεις ὅπως ἡ νηστεία. Αὐτὸς ὁ Ἄνθρωπος ξαφνικὰ μία μέρα λέει: «Κανεὶς δὲν χρειάζεται νὰ νηστέψει ὅσο εἶμαι μαζί σας.» Ποιὸς εἶναι αὐτὸς ὁ Ἄνθρωπος ποὺ ἰσχυρίζεται πὼς ἡ παρουσία Του καὶ μόνο καταλύει ὅλους τοὺς κανόνες; Ποιὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ μπορεῖ νὰ πεῖ στὸ σχολεῖο πὼς μποροῦν νὰ ἔχουν ἡμιαργία; Πολλὲς φορὲς τὰ λόγια Του ὑποδηλώνουν πὼς ὁ ἴδιος εἶναι ἐντελῶς ἀναμάρτητος; Αὐτὴ εἶναι πάντα ἡ στάση Του. «Ἐσεῖς στοὺς ὁποίους ἀπευθύνομαι εἶστε ὅλοι ἁμαρτωλοί», χωρὶς νὰ ἀφήνει ποτὲ νὰ ἐννοηθεῖ ὅτι θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ ὑπαινιχτεῖ τὸ ἴδιο καὶ γιὰ Ἐκεῖνον. Λέει ξανά, «εἶμαι ὁ Υἱὸς τοῦ Μοναδικοῦ Θεοῦ, πρὶν τὸν Ἀβραὰμ ἐγὼ ὑπάρχω,» καὶ μὴν ξεχνᾶτε τί σημαίνει ἡ φράση «ὁ ὤν» στὰ ἑβραϊκά. Ἦταν τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ ξεστομίσει κανεὶς ἄνθρωπος.

Αὐτὴ εἶναι ἡ ἄλλη πλευρά. Ἀπὸ τὴ μία ἔχουμε ἠθικὰ διδάγματα καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη, τοὺς ἰσχυρισμοὺς ἑνὸς μεγαλομανῆ, μπροστὰ στὸν ὁποῖο ὁ Χίτλερ μοιάζει νὰ ἦταν ὁ πιὸ λογικὸς ἄνθρωπος. Δὲν ὑπάρχει ἐνδιάμεση λύση ὅπως δὲν ὑπάρχει καὶ ἀντίστοιχο παράδειγμα σὲ ἄλλες θρησκεῖες. Ἂν ρωτοῦσε κάποιος τὸν Βούδα «εἶσαι ὁ γιὸς τοῦ Βράχμα;» ἐκεῖνος θὰ ἀπαντοῦσε «γιέ μου σὲ σκεπάζει τὸ βέλο τῶν παραισθήσεων.» Ἂν ρωτοῦσε κάποιος τὸν Σωκράτη ἂν εἶναι ὁ Δίας, ἐκεῖνος θὰ ξεσποῦσε σὲ γέλια. Ἂν πήγαινε κάποιος στὸν Μωάμεθ καὶ τὸν ρώταγε, «εἶσαι ὁ Ἀλλάχ;» θὰ ἔσκιζε πρῶτα τὰ ροῦχα του καὶ μετὰ θὰ τοῦ ἔπαιρνε τὸ κεφάλι. Ἂν ρωτοῦσε κάποιος τὸν Κομφούκιο «εἶσαι ὁ Παράδεισος;» νομίζω πὼς πιθανότατα θὰ ἀπαντοῦσε «παρατηρήσεις ποὺ δὲν ἔρχονται σὲ συμφωνία μὲ τὴν φύση εἶναι κακόγουστες.» Ἡ ἰδέα ἑνὸς μεγάλου ἠθικοῦ διδασκάλου ποὺ ἰσχυρίζεται ὅσα ἰσχυρίστηκε ὁ Χριστὸς ἁπλὰ δὲν ὑφίσταται. Ἡ γνώμη μου εἶναι πὼς ὁ μόνος ποὺ μπορεῖ νὰ κάνει παρόμοιους ἰσχυρισμοὺς εἶναι ἤ ὁ Θεὸς ἤ κάποιος θεότρελος ποὺ οἱ ψευδαισθήσεις ἔχουν κυριαρχήσει πλήρως πάνω στὴ λογική του. Μποροῦμε νὰ παρατηρήσουμε ὅτι ποτὲ δὲν Τὸν εἶδαν ἁπλὰ σὰν ἕνα δάσκαλο ἠθικῆς. Δὲν προκάλεσε αὐτὴν τὴν ἐντύπωση σὲ κανέναν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ συναναστράφηκε. Προκάλεσε κυρίως τρεῖς ἀντιδράσεις. Μῖσος, τρόμο, θαυμασμό. Δὲν ὑπῆρχε κανένα δεῖγμα ἀνθρώπων ποὺ νὰ ἐκφράζουν ἤπια ἀποδοχή.


Πῶς μποροῦμε ἄραγε νὰ συμφιλιώσουμε τὰ δύο αὐτὰ ἀντιθετικὰ φαινόμενα; Μία λύση θὰ ἦταν νὰ ποῦμε ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἔκανε ποτὲ παρόμοιους ἰσχυρισμούς, ἀλλὰ πὼς οἱ ὀπαδοὶ του ὑπερέβαλλαν στὰ ὅσα διηγήθηκαν, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ περάσουν οἱ ἰσχυρισμοὶ αὐτοὶ ὡς δικοί Του στὴν ἱστορία. Αὐτὸ εἶναι δύσκολο νὰ συνέβη, ἀφοῦ οἱ ὀπαδοὶ του ἦταν ὅλοι Ἑβραῖοι, ἑπομένως ἀνῆκαν σὲ ἐκεῖνο τὸ ἔθνος ποὺ ἦταν πιὸ πεπεισμένο ἀπὸ κάθε ἄλλο γιὰ τὴν ὕπαρξη ἑνὸς καὶ μόνου Θεοῦ. Θὰ ἦταν πολὺ περίεργο, τὸ ἀπαίσιο αὐτὸ δημιούργημα σχετικὰ μὲ ἕναν θρησκευτικὸ ἡγέτη, νὰ ἐξαπλωθεῖ στοὺς τελευταίους ἀνθρώπους στὴ γῆ ποὺ θὰ ἔκαναν αὐτὸ τὸ λάθος. Ἀντιθέτως παρατηροῦμε ὅτι κανεὶς ἀπὸ τοὺς ὀπαδούς του, οὔτε κἄν οἱ συγγραφεῖς τῶν εὐαγγελίων, δὲν μπόρεσε νὰ ἀποδεχτεῖ μὲ εὐκολία τὸ νέο δόγμα.

Ἕνα ἄλλο θέμα εἶναι πώς, ἀκολουθώντας τὴν πρώτη ἄποψη θὰ πρέπει νὰ θεωρήσουμε τὶς πράξεις αὐτοῦ τοῦ Ἀνθρώπου ὡς θρύλους. Σὰν ἱστορικός τῆς λογοτεχνίας εἶμαι ἀπόλυτα πεπεισμένος ὅτι τὰ Εὐαγγέλια μπορεῖ νὰ εἶναι ὁτιδήποτε ἄλλο ἐκτὸς ἀπὸ θρῦλοι. Ἔχω διαβάσει πάρα πολλοὺς θρύλους καὶ μπορῶ νὰ πῶ ὅτι εἶναι δύο διαφορετικὰ πράγματα. Τὰ εὐαγγέλια δὲν εἶναι ἀρκετὰ καλλιτεχνικὰ γιὰ νὰ εἶναι θρῦλοι. Ἀπὸ ἄποψη φαντασίας εἶναι ἀδέξια, δὲν εἶναι καλοδουλεμένα. Τὸ μεγαλύτερο τμῆμα τῆς ζωῆς τοῦ Ἰησοῦ μᾶς εἶναι ἄγνωστο, ὅπως καὶ κάθε ἄλλου ποὺ ἔζησε τὸν καιρὸ ἐκεῖνο. Οἱ ἄνθρωποι ποὺ χτίζουν τοὺς θρύλους δὲν θὰ τὸ ἐπέτρεπαν αὐτό.

Ἐκτὸς ἀπὸ κάποια τμήματα τῶν διαλόγων τοῦ Πλάτωνα, δὲν ὑπάρχουν διάλογοι ποὺ νὰ γνωρίζω στὴν ἀρχαία λογοτεχνία, ὅπως αὐτοὺς ποὺ συναντᾶμε στὸ τέταρτο εὐαγγέλιο. Δὲν ὑπάρχει τίποτα ἀντίστοιχο, οὔτε κἄν στὴ μοντέρνα λογοτεχνία, μέχρι περίπου ἑκατὸ χρόνια πρὶν ποὺ δημιουργήθηκε τὸ ρεαλιστικὸ διήγημα. Στὴν ἱστορία τῆς γυναίκας ποὺ πιάστηκε νὰ πορνεύει βλέπουμε ὅτι ὁ Χριστὸς ἔσκυψε καὶ ἔγραψε στὸ χῶμα μὲ τὸ δάχτυλό του. Ἀπὸ τὸ συμβὰν αὐτὸ δὲν συμπεραίνουμε κάτι συγκεκριμένο. Κανεὶς ποτὲ δὲν βάσισε κάποιο δόγμα σὲ αὐτό. Καὶ ἡ τέχνη τοῦ νὰ ἐφευρίσκεις μικρὲς ἄσχετες λεπτομέρειες γιὰ νὰ κάνεις πιὸ πειστικὴ μιὰ φανταστικὴ σκηνή, εἶναι ἀμιγῶς μοντέρνα. Σαφέστατα ἡ μόνη ἐξήγηση αὐτῆς τῆς περικοπῆς εἶναι ὅτι συνέβη στὰ ἀλήθεια. Ὁ συγγραφέας περιέγραψε αὐτὴ τὴ σκηνὴ ἐπειδὴ ἁπλὰ τὴν εἶχε δεῖ.

Μετὰ ἐρχόμαστε στὴν πιὸ παράξενη ἱστορία ἀπὸ ὅλες, τὴν ἱστορία τῆς Ἀνάστασης. Εἶναι πολὺ σημαντικὸ νὰ ξεκαθαρίσουμε τὰ πράγματα. Ἄκουσα μιὰ φορὰ κάποιον νὰ λέει. «Ἡ σημαντικότητα τῆς Ἀνάστασης ἔγκειται στὸ ὅτι μᾶς δίνει ἀποδείξεις ἐπιβίωσης, ἀποδείξεις πὼς ἡ ἀνθρώπινη προσωπικότητα ἐπιβιώνει τοῦ θανάτου.» Σύμφωνα μὲ αὐτὴ τὴν ἄποψη αὐτὸ ποὺ συνέβη στὸν Χριστὸ θὰ ἦταν αὐτὸ ποὺ συνέβαινε πάντα σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, μὲ τὴν μόνη διαφορὰ ὅτι στὴν περίπτωση τοῦ Χριστοῦ εἴχαμε τὸ προνόμιο νὰ τὸ δοῦμε νὰ συμβαίνει. Αὐτὸ βέβαια δὲν εἶναι ὅ,τι πίστευαν οἱ πρῶτοι Χριστιανοὶ συγγραφεῖς. Κάτι ἀπόλυτα καινούριο στὴν ἱστορία τοῦ σύμπαντος εἶχε συμβεῖ. Ὁ Χριστὸς εἶχε νικήσει τὸν θάνατο. Ἡ πόρτα ποὺ παρέμενε πάντα κλειδωμένη εἶχε σπάσει γιὰ πρώτη φορά. Αὐτὸ εἶναι κάτι πολὺ διαφορετικὸ ἀπὸ τὴν ἐπιβίωση ἑνὸς φαντάσματος. Δὲν ἐννοῶ ὅτι δὲν πίστευαν στὰ φαντάσματα. Ἀντιθέτως, τὸ πίστευαν τόσο πολύ, ποὺ ὁ Χριστὸς χρειάστηκε νὰ τοὺς διαβεβαιώσει πολλὲς φορὲς ὅτι δὲν ἦταν φάντασμα. Τὸ θέμα εἶναι, ὅτι ἐνῷ πίστευαν στὴν ἐπιβίωση, ὡστόσο εἶδαν τὴν Ἀνάσταση ὡς κάτι τελείως διαφορετικὸ καὶ καινούριο. Τὰ κείμενα ποὺ περιγράφουν τὴν Ἀνάσταση δὲν εἶναι μιὰ εἰκόνα ἐπιβίωσης μετὰ τὸν θάνατο, καταγράφουν τὸ πῶς ἕνας καθόλα νέος τρόπος ὕπαρξης δημιουργήθηκε στὸ σύμπαν. Κάτι καινούριο εἶχε ἐμφανιστεῖ στὸ σύμπαν, τόσο νέο ὅσο καὶ ἡ πρώτη ἐμφάνιση τῆς ὀργανικῆς ζωῆς. Αὐτὸς ὁ Ἄνθρωπος, μετὰ τὸν θάνατο, δὲν χωρίζεται σὲ ‘πνεῦμα’ καὶ ‘πτῶμα’. Ἕνας νέος τρόπος ὕπαρξης γεννήθηκε. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἱστορία. Πῶς θὰ τὴν ἑρμηνεύσουμε;

Τὸ ἐρώτημα εἶναι, ὑποθέτω, ἂν κάποια ἀπὸ τὶς ὑποθέσεις ἐξηγεῖ τὰ γεγονότα τόσο καλὰ ὅσο ἡ χριστιανικὴ ὑπόθεση. Ἡ χριστιανικὴ ὑπόθεση εἶναι πὼς ὁ Θεὸς κατέβηκε στὰ δεδομένα τοῦ δημιουργημένου σύμπαντος, στὰ μέτρα τῆς ἀνθρωπότητας, καὶ ἀνέβηκε ξανά, τραβώντας καὶ τὴ δημιουργία μαζί Του. Ἡ ἐναλλακτικὴ ὑπόθεση δὲν εἶναι οὔτε ὁ θρῦλος, οὔτε οἱ ὑπερβολές,, οὔτε ἡ ὀπτασία ἑνὸς φαντάσματος. Εἶναι εἴτε παράνοια εἴτε ψέματα. Ἐὰν κάποιος δὲν μπορεῖ νὰ ἀποδεχτεῖ τὴν ἐναλλακτικὴ ὑπόθεση (καὶ ἐγὼ δὲν μπορῶ) τότε στρέφεται στὴν Χριστιανικὴ θεώρηση.

Πῶς νὰ ἑρμηνεύσουμε τὸν Χριστό; Δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει τέτοιο θέμα. Ὅλο τὸ θέμα εἶναι πῶς σκοπεύει Αὐτὸς νὰ ἑρμηνεύσει ἐμᾶς. Πρέπει νὰ τὸ δεχτεῖς ἤ νὰ τὸ ἀπορρίψεις.

Τὰ λόγια Του διαφέρουν πολὺ ἀπὸ ὅσα ἔχει πεῖ κάθε ἄλλος διδάσκαλος. Οἱ ἄλλοι λένε, «αὐτὴ εἶναι ἡ ἀλήθεια περὶ τοῦ σύμπαντος, αὐτὸς εἶναι ὁ δρόμος ποὺ πρέπει νὰ πάρεις,» ἀλλὰ Αὐτὸς λέει, «Ἐγὼ εἶμαι ἡ Ἀλήθεια, ἡ Ὁδός, καὶ ἡ Ζωή.» Λέει, «Κανένας ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ φτάσει τὴν ἀπόλυτη ἀλήθεια, ἐκτὸς μέσα ἀπὸ μένα. Προσπαθῆστε νὰ σώσετε τὴν ζωή σας καὶ ἀναπόφευκτα θὰ καταστραφεῖτε. Θυσιάστε τοὺς ἑαυτούς σας καὶ θὰ σωθεῖτε.» Ἐκεῖνος λέει, «Ἐὰν ντρέπεστε γιὰ μένα, ἂν ὅταν ἀκοῦτε τὸ παραγγελμά μου, στρέφετε τὸ πρόσωπό σας ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, τὸ ἴδιο θὰ κάνω καὶ Ἐγὼ ὅταν ἐπιστρέψω ξανὰ σὰν Θεός. Ἂν κάτι σὲ κρατάει μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ἀπὸ Ἐμένα, ὅτι καὶ νὰ εἶναι, πέταξέ το μακριά. Ἂν εἶναι τὸ μάτι σου, βγάλε το. Ἂν εἶναι τὸ χέρι σου ξερίζωσέ το. Ἂν βάλεις πρῶτο τὸν ἑαυτό σου θὰ ἔρθεις τελευταῖος. Ἐλᾶτε σὲ μένα ὅλοι ὅσοι κουβαλᾶτε βαρὺ φορτίο καὶ Ἐγὼ θὰ σᾶς ἀναπαύσω. Ὅλες οἱ ἁμαρτίες σας ξεπλύθηκαν, ἔχω τὴ δύναμη νὰ τὸ κάνω αὐτό. Εἶμαι ἡ Ἀναγέννηση, εἶμαι ἡ Ζωή. Φᾶτέ Με, πιεῖτέ Με, εἶμαι ἡ Τροφή σας. Καὶ ἐπιτέλους, μὴν φοβᾶσθε, ἔχω ξεπεράσει ὁλόκληρο τὸ Σύμπαν.» Αὐτὸ εἶναι τὸ θέμα.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...