Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Clement Olivier. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Clement Olivier. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα, Μαΐου 16, 2016

Ολιβιέ Κλεμάν: «Αν δεν είχα γίνει Ορθόδοξος δεν ξέρω αν θα είχα κατορθώσει να ζω…»


Ολιβιέ Κλεμάν: «Αν δεν είχα γίνει Ορθόδοξος δεν ξέρω αν θα είχα κατορθώσει να ζω…»
Ούτε το ένα πόδι δεν μπορώ να απομακρύνω από το άλλο, παρά μόνο μέσα σ’ αυτό το γλυκύτατο φως, μέσα από το οποίο η Ορθόδοξη Εκκλησία με δίδαξε να βλέπω το Χριστό, κάθε ανθρώπινο πρόσωπο, κάθε χορταράκι όπως τους αστερισμούς του ουρανού. 
Γιατί με δίδαξε ότι και οι αστερισμοί οι πιο απόμακροι καθρεφτίζονται στο πρόσωπο εκείνου η εκείνης που αγαπώ». ( Ολιβιέ Κλεμάν, «Ορθοδοξία και πολιτική», εκδόσεις Μήνυμα, Αθήνα 1985, μετάφραση -επιμέλεια Γιάννης Λάππας-Γιάννης Ζερβός).
- «Γνωρίζετε, βέβαια, το πιο πεζό επιχείρημα των αθέων: Γιατί ο Θεός δεν τα ρυθμίζει όλα αυτά αφού είναι παντοδύναμος; Είναι παντοδύναμος ο Θεός. Αλλά η δύναμή του δεν είναι αυτή των δικτατόρων και των δημίων, ούτε καν η δύναμη που μπορώ να ασκήσω μέσα στο μίσος μου. Η παντοδυναμία του Θεού είναι –κι εδώ χρησιμοποιώ όρο δυσκολομετάφραστο που θέλει ανάλυση - η Αγάπη.» (ο.π. σελ.11).
«Οι καλύτεροι ψυχολόγοι, οι καλύτεροι παιδαγωγοί σήμερα, είναι ρητοί: η ανταρσία των εφήβων προέρχεται από το γεγονός ότι απογοη τεύθηκαν κατάβαθα από τον ώριμο απόντα πατέρα η πατέρα χαμένο, που γίνεται περιοδικά «flic». Αλλ’ ας εμφανιστεί ένας άνθρωπος λιγάκι αυθεντικός, ένας αληθινά ώριμος, και τότε όλες οι λιγοθυμισμένες ανάγκες του θαυμασμού και σεβασμού θα τον αγκαλιάσουν. Η ανταρσία του εφήβου εναντίον του πατέρα δεν είναι, γενικά, η άρνηση της ουσίας της πατρότητας. Είναι η αναζήτηση μιάς άλλης πατρότητας, μιάς πατρότητας που θα την διάλεγε και που δεν θα επιβάλλονταν, μιάς πατρότητας συνδεμένης με την ελευθερία με έναν αδελφικό δεσμό, μιάς πατρότητας για τη μύηση στο Πνεύμα. Καί εδώ θίγουμε ορισμένες από τις ρίζες του σύγχρονου αθεισμού (γιατί ο «θάνατος του πατρός» είναι βαθιά δεμένος με τον αθεισμό) και, λοιπόν, τους δρόμους της θεραπείας του για μερικούς από αυτούς που καλούμαστε να βοηθήσουμε. Γιά τον χριστιανό παιδαγωγό, για τον χριστιανό μέσα στο χώρο της πατρότητας, το πρωτότυπο θα μπορούσε να είναι, κατά κάποιο τρόπο, ο άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής, ο πιο αρρενωπός και ο πιο ταπεινός:«Εκείνον δεί αυξάνειν, εμέ δε ελαττούσθαι», δηλαδή (και τούτο μπορεί κανείς να το κάνει αισθητό, ακόμα και αν δεν το πεί): «είστε συγκεντρωμένοι γύρω μου, πιστεύετε ότι είστε συγκεντρωμένοι γύρω μου, αλλ’ απατάσθε⋅ στην πραγματικότητα είμαστε συγκεντρωμένοι γύρω από τον Χριστό». ( Ολιβιέ Κλεμάν, Παρατηρήσεις ενός Λαικού πάνω στη Μαρτυρία της Πίστης, Απόδοση: Λουκίας Ι. Μεταξά, Από το «Χριστιανικόν Συμπόσιον» Αθήναι 1967, Εκδ. Ι.Δ. Κολλάρου & Σιας Α.Ε.).
- «Γιατί ὅμως μᾶς δημιουργεῖ τόσα προβλήματα ἡ ἐξουσία; Μὰ γιατὶ χάσαμε τὴν ἔννοια τῆς αὐτοθυσιαστικῆς καὶ ἀπελευθερωτικῆς πατρότητας. Μόνον οἱ μοναχοὶ τὴ διατήρησαν. Πρέπει τὴν πατρότητα αὐτὴ νὰ τὴν ἀνακαλύψουμε ξανὰ μέσα στὴν κοινωνία τῶν πολιτῶν… ἕνα ἀπὸ τὰ χαρακτηριστικὰ ποὺ ξεχωρίζει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὰ ζῶα εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἕναν πατέρα. Τὰ ζῶα δὲν ἔχουν πατέρα, ἀλλὰ μόνο γεννήτορες… Ὁ πατέρας εἶναι ἐκεῖνος ποὺ πρέπει νὰ μάθει στὸ παιδί του ὅτι θὰ πεθάνει, θὰ ἀναστηθεῖ καὶ ὅτι αὐτὸ ἔχει κάποιο νόημα» ( Ὀρθοδοξία καὶ πολιτικὴ, σελ. 32).
- «Οἱ μοναχοὶ ἀντικαθιστοῦν θεληματικὰ τοὺς μάρτυρες ὅταν ἡ Ἐκκλησία γνωρίζει μιὰ σχετικὴ εἰρήνη. Ὁ μοναχὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ βυθίζεται ζωντανὸς μέσα στὸ θάνατο γιὰ νὰ βρεῖ τὴν Ἀνάσταση προκειμένου νὰ τὴν μεταδώσει στὴν ἀνθρωπότητα» (ὅ.π. σελ. 15).
ΠΗΓΗ: ΓΙΑΝΝΗ ΖΕΡΒΟΥ, ΑΦΗΓΗΣΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ, «ΠΕΙΡΑΪΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ», τευχ. 206, 2009, σσ. 42-43

πηγή


Τρίτη, Μαΐου 19, 2015

Ἡ πνευματική νεύρωση τῆς Δύσης



Ἀπό τό χριστιανισμό μαθαίνουμε ὅτι τό πρόσωπο, ἀνάλογα μέ τήν πίστη του, ἀδράχνεται σέ μιὰ μεγάλη ἀναστάσιμη κίνηση. Στήν εὐχαριστηριακή καρδιά τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως καί στήν πνευματική «καρδιά» κάθε πιστοῦ, ὁ Χριστός ἐξακολουθεῖ νά νικᾶ τό θάνατο. Ἔτσι, ἡ ἀνθρωπότητα καί, δι' αὐτῆς, τό σύμπαν εἰσάγονται σέ μιὰ πελώρια μεταμόρφωση: τήν ὁποία ἡ ἁγιότητα προλαμβάνει καί σπεύδει στήν ὁλοκλήρωσή της. Γιατί, ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «πᾶσα ἡ κτίσις συστενάζει καί συνωδίνει ἄχρι τοῦ νῦν [...] ἐλευθερωθήσεται ἀπό τῆς δουλείας τῆς φθορᾶς εἰς τήν ἐλευθερίαν τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ». (Ρωμ. 8, 18-22).

Ἡ Δύση ἔμαθε ἀπό τό χριστιανισμό ὅτι τό πρόσωπο εἶναι μοναδικό. Παρά τίς φιλοσοφίες καί τίς πολιτικές πρακτικές του «θανάτου τοῦ ἀνθρώπου», ὁ χριστιανισμός ἐξακολουθεῖ νά βλέπει κάθε ἄνθρωπο ὡς κάτι τό ἀπόλυτο. Ἀλλά ἡ ἀνάσταση ἔχει λησμονηθεῖ, ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, τῶν σωμάτων, «τῆς σαρκός», ὅλης τῆς σάρκας τῆς γῆς...

Ἀπό τά τέλη τοῦ Μεσαίωνα, ὁ χριστιανισμός τῆς Δύσης τόνισε τή «μερική κρίση», ὡσάν τό πᾶν νά παιζόταν τή στιγμή τοῦ θανάτου τοῦ ἀτόμου. Ἔτσι, ἔγινε μία θρησκεία τῆς «ψυχῆς» μέ τή στενή ἔννοια, τή δυϊστική, πού ἀντιτίθεται στό σῶμα, καί ὄχι θρησκεία τοῦ προσώπου στήν ὁλότητα τῆς ἐνσαρκώσεώς του. Τό μυστήριο τοῦ Πάσχα, πού ἐγκαινιάζει τόν ὕψιστο σταθμό τῆς κοσμογένεσης, ἔχει χάσει σημασία καί σπουδαιότητα πρός ὄφελος τῶν «ἀξιομισθιῶν», πού «ἐκτήσατο ὑπέρ ἡμῶν» ὁ Ἐσταυρωμένος. Τονίστηκε ἰδιαίτερα ὁ Ἄνθρωπος τῶν πόνων, ἡ «ἱκανοποίηση» τῆς θυσίας του (σάν νά ἦταν ὁ χριστιανισμός θυσία γιά τό Θεό καί ὄχι θυσία τοῦ Θεοῦ). Οἱ λατινικοί ὁρισμοί τοῦ 14ου αἰώνα (τούς ὁποίους ἡ Μεταρρύθμιση θά σκληρύνει ἀκόμη, διακόσια χρόνια ὑστερότερα), βεβαιώνουν πώς, εὐθύς μετά τό θάνατο τοῦ ἀτόμου, εὐθύς μετά τή «μερική κρίση», μερικές ψυχές καταδικάζονται ὁριστικά, ριγμένες ἔτσι γιά πάντα στήν ἀπουσία τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ἄλλες προχωροῦν στή θέαση τῆς θείας οὐσίας καί τῆς ὁλοκληρωτικῆς μακαριότητας. Εἴμαστε μακριά ἀπό τήν κοινωνική καί δυναμική ἀντίληψη τῆς ἀδιαίρετης Ἐκκλησίας, πού προσευχόταν (ὅπως κάνει καί σήμερα ἀκόμη στόν ἑσπερινό τῆς Πεντηκοστῆς) ὑπέρ πάντων τῶν νεκρῶν, ἐννοώντας καί ἐκείνους πού βρίσκονται στόν Ἅδη, ἀντίληψη, σύμφωνα μέ τήν ὁποία οἱ ἅγιοι καί ὁ Χριστός ὁ ἴδιος προσμένουν καί προετοιμάζουν τήν ὁριστική καί παγκόσμια νίκη ἐπί τοῦ θανάτου. Μονάχα ἡ προσευχή, στή Δύση, ὑπέρ τῶν ψυχῶν τοῦ Καθαρτηρίου διαφύλαξε κάποιο στοιχεῖο ἀπ' αὐτή τήν ἀρχική δράση, ἀλλά μέ προσθῆκες ἐκτιμήσεων κάπως νομικῶν, ἔπειτα μέ ἀπαίτηση χρημάτων, πράγμα πού εἶχε ὡς συνέπεια τήν ἀπόρριψή της ἀπό τή Μεταρρύθμιση.

Διαμέσου αὐτῆς τῆς ἀλλαγῆς σκέψεως, ἡ ἔμμονη σχεδόν θέαση τοῦ νεκροῦ σώματος τοῦ Ἐσταυρωμένου προκάλεσε αὐτό πού ἕνας σύγχρονος κοινωνιολόγος, ὁ Ζὰν Ντυβινιό, ὀνομάζει «τραυματισμό τῆς Δύσεως». Κατά τά τέλη τοῦ Μεσαίωνα, ἔπειτα σέ μερικά ρεύματα τῆς Ἀντιμεταρρυθμίσεως, τό κήρυγμα μέ ἐπίκεντρο τήν ἀπειλή τῆς κολάσεως, ὁ πολλαπλασιασμός, στήν τέχνη, «τῶν μακάβριων χορῶν», ἔπειτα ἡ ἀλλόκοτη θεατροποίηση τῶν κηδειῶν, μιὰ θεολογία πού, ἐκτός ἀπ' τό Λούθηρο, φαίνεται ν' ἀγνοεῖ τήν εἰς Ἅδου κάθοδο τοῦ Χριστοῦ, ὅλα αὐτά συνετέλεσαν νά μετατρέψουν τό χριστιανισμό σέ θρησκεία τῆς τραγωδίας καί τῆς ἀθανασίας τῆς ψυχῆς παρά σέ θρησκεία τῆς πασίχαρης ἀναστάσεως τῶν σωμάτων. Ὡστόσο, τά σώματα ξαναζωντανεύουν, τότε, στ' ἀρχαῖα ἀγάλματα, μέ τή μαρμάρινη γύμνια, πού ξεθάβουν οἱ οὐμανιστές, ἀλλά ὁ χριστιανισμός βαδίζει πλάϊ στήν οὑμανιστική παιδεία χωρίς νά τήν ζωογονεῖ. Τότε, ἐπίσης, τά κινήματα τῆς εὐαγγελικῆς πτώχειας ξαναβρίσκουν στήν Ἀποκάλυψη τήν ὑπόσχεση τῆς ἐπίγειας χιλιετοῦς βασιλείας γιά τούς ἀναστημένους δικαίους. Ἀλλ' αὐτή ἡ βασιλεία δέν ὁδηγεῖ σέ μιὰ δημιουργική ἁγιότητα, ἀναγγέλλεται διά πυρός καί σιδήρου ἄσκοπων ἐξεγέρσεων, πού καταπνίγονται τό ἴδιο ἄσκοπα. Ὁ οὑμανισμός, οἱ οὐτοπίες μέ ὁρίζοντα καθαρά ἐπίγειο καταλήγουν σήμερα στή θέληση νά λησμονηθεῖ ὁ θάνατος.


Ἔτσι, ἡ Δύση κράτησε ἀπό τό χριστιανισμό τή βεβαιότητα γιά τό μοναδικό χαραχτήρα τοῦ προσώπου, ἤ, καλύτερα, τοῦ ἀτόμου, ἀλλ' ὄχι τό μήνυμα τῆς ἀναστάσεως. Οἱ ἀρχαῖες ἀποκρίσεις στό αἴνιγμα τοῦ θανάτου εἶναι ἀπαράδεχτες γιά κεῖνον πού ξέρει πώς εἶναι μοναδικός. Δέν μπορεῖ κανείς νά διαλυθεῖ στήν ἀπεραντοσύνη (διάλυση πού μαρτυροῦν ὅσοι πολιτισμοί ἀποτεφρώνουν τά πτώματα), σάν νά ἦταν τό ἄτομο ἕνα σύμφυρμα δανεισμένων στοιχείων στό μεγάλο παιγνίδι τοῦ σύμπαντος. Δέν μπορεῖ νά πιστέψει κανείς στή μετεμψύχωση (transmigration) — πού μαρτυρεῖται ἀπό παλιά στίς λαϊκές παραδόσεις, στήν Εὐρώπη ἐπίσης — μετεμψύχωση, κατά τήν ὁποία, γιά τούς πνευματικούς τῆς Ἰνδίας κανείς δέν μετεμψυχώνεται, ὁριστικά, παρά μονάχα τό ἀπόλυτο, ὁ μοναδικός Ἑαυτός ὅλων τῶν ὑπάρξεων. Δέν μπορεῖ κανείς νά πεθάνει μέ τή φυτική εἰρήνη τῶν Ἀσιατῶν, καί μάλιστα ἐκείνων τῶν Ρώσων χωρικῶν, πού θαύμασαν ὁ Τολστόη καί ὁ Σολζενίτσυν. Γι' αὐτό ὁ θάνατος ποτέ δέν ἦταν τόσο γυμνός, ἕνας θάνατος τόσο ὠμός, θά λέγαμε, καί συνεπῶς ἀκατανόητος. Ὅταν κάποιος ἀγαπᾶ, ὅταν ἀγάπησε ἔστω καί γιά μία στιγμή, ξέρει πώς κανείς δέν εἶναι ἐκ τοῦ κόσμου τούτου. Τί σημαίνει τότε, πῶς νά σκεφθεῖ ὅτι κάποιος δέν ὑπάρχει πιά; Ὁ ἀκατανόητος καί ὠμός θάνατος, ἰδού ἡ καθαρή ἀγωνία, ἰδού ἡ κόλαση.

Ὅταν ὁ θάνατος ἔχει θεϊκή διαφάνεια, τότε δίνει κάποιο νόημα στόν ἡλικιωμένο. Ὅπως τό παιδί ἔχει ἐμπιστοσύνη στόν πατέρα του, ἔτσι κι αὐτός, ἀλλά πατέρας του δέν μπορεῖ νά εἶναι παρά ὁ Θεός. Τότε ὁ γέρος γίνεται ὅλος μνήμη καί ἐλπίδα. Ἡ ἐλπίδα τοῦ ἐπιτρέπει ν' ἀποκρυπτογραφήσει τά πάντα στή Μνήμη τοῦ Θεοῦ.

Σήμερα ὀπισθοχωροῦμε μέ τά νῶτα πρός τό θάνατο, πιστεύουμε πώς βοηθᾶμε τούς γέρους κάνοντάς τους νά μαϊμουδίζουν τούς νέους, ἀλλά οἱ γέροι δέν ἔχουν πιά τίποτα νά μᾶς ποῦν, τίποτα νά διηγηθοῦν στά παιδιά, δέν ἔχουν πιά μνήμη μιᾶς καί δέν ἔχουν πιά ἐλπίδα.


Τό 17ο αἰώνα, τόν καιρό τοῦ θριάμβου τοῦ ὀρθολογισμοῦ, οἱ ἄνθρωποι ἔκλειναν στά φρενοκομεῖα τούς «ἠλίθιους» καί τούς «ἀγαθιάρηδες», μάρτυρες τῆς εὔθραυστης φυσικῆς ὕπαρξης, μάρτυρες τῶν ἀβύσσων: ἄλλοτε ἀπό ἐνόχληση καί φρίκη, ἄλλοτε γιατί δέν μποροῦσαν νά ὑποφέρουν τή σοφία τους... Τόν «αἰῶνα τῶν φώτων», σκέπασαν τίς ὀστεοθῆκες πού ἔχασκαν μέσα στό Παρίσι καί μάζεψαν τά λείψανα σέ νεκροταφεῖα γύρω ἀπό τίς πόλεις, κάτω ἀπό τίς βαριές πλάκες τῆς οἰκογενειακῆς ματαιοδοξίας. Στήν ἐποχή μας, κλείνουν τούς γέρους σέ ἄσυλα ὑγιεινῆς, ἄν δέν τούς παρατοῦν νά φυτοζωοῦν καί νά πεθαίνουν ὁλομόναχοι. Ἔτσι τούς λησμονοῦν, γιά νά πείσουν καλύτερα τόν ἑαυτό τους πώς εἶναι ἀκόμη νέοι, μέσα στήν παχυλή βεβαιότητα ἑνός ἀτέλειωτου χρόνου. Ἐπίσης, oἱ βαριά ἄρρωστοι ἀφήνονται στήν ἐπιστημονική ἀπομόνωση τῶν νοσοκομείων, ὅπου πεθαίνουν μόνοι, καταπληγωμένοι ἀπό καθετῆρες καί βελόνες, συχνά χωρίς αὐτοσυνείδηση: χωρίς φίλους, χωρίς προπάντων ἐκείνη τήν προσευχή πού ὁδηγεῖ τήν ψυχή στούς δρόμους τοῦ ἀόρατου. Χωρίς διόλου δυνατότητα, γιά τόν ἑτοιμοθάνατο, ν' ἀφήσει στούς διπλανούς του μία λέξη πού ἔρχεται ἤδη ἀπό ἀλλοῦ καί πού τούς ἑτοιμάζει καί τούς ἴδιους σ' αὐτό τό πέρασμα...

Ἔχουν τά πάντα εἰπωθεῖ γιά τή δόλια ἐξαφάνιση τοῦ θανάτου στή σύγχρονη Δύση, καί τά πράγματα εἶναι ἀκόμη χειρότερα, φαίνεται, στή Σοβιετική Ἕνωση, ὅπου τά νεκροταφεῖα εἶναι συχνά ἐγκαταλελειμμένα καί εὔκολα καταστρέφονται γιά νά δώσουν τή θέση τους σέ στάδια: τόπο στή ζωή! Στίς Ἡνωμένες Πολιτεῖες, μακιγιάρουν τούς νεκρούς γιά μιὰ στερνή τελετή — Keep smile ἀκόμη μία φορά —, τά νεκροταφεῖα ἁπλώνονται σέ μεγάλες πρασιές, ἀθῶες σάν λησμονιά. Σέ κάποιο καντόνι τῆς Ἐλβετίας, οἱ κάτοικοι, γιά νά ξεφύγουν τό ψυχολογικό σόκ τῆς τοποθετήσεως τοῦ νεκροῦ στό φέρετρο, μεταφέρουν τή σορό πάνω σέ φορεῖο, ὅπως ἕναν ἄρρωστο ἤ ἕναν πληγωμένο.

Οἱ ἄνθρωποι σήμερα ἀπομακρύνουν τά παιδιά ἀπ' τούς νεκρούς, μολονότι τό πρόσωπο μερικῶν νεκρῶν, εἰρηνικό καί ὄμορφο, θά μποροῦσε ν' ἀνοίξει τά παιδικά μάτια στό μυστήριο. Δέν ξενυχτοῦν πιά τούς νεκρούς οὔτε λένε στούς βαριά ἀρρώστους πώς θά πεθάνουν σέ λίγο. Γιά νά τούς τό ἀνακοινώσουν, γιά νά ξενυχτήσουν, θάπρεπε νά ἤξεραν ν' ἀναλάβουν τόν ἄλλο μέσα στήν τρυφερότητα καί τήν προσευχή, στήν Ἐκκλησία. Παρουσιάζουν τήν ἀρρώστεια, τό θάνατο σάν τυχαῖα γεγονότα, πού δέν ἔχουν καμιά σημασία καί προπάντων τή σημασία πώς αὐτά θέτουν σέ ἀμφισβήτηση τήν ἐπάρκεια τοῦ κόσμου τούτου. Τά πάντα μένουν σέ τοῦτον τόν κόσμο, καί τό μόνο πού ἐπιζητοῦν εἶναι νά ἐξαλείψουν τίς ἀρρώστειες, νά ἐπιβραδύνουν τό θάνατο. Οἱ ἄνθρωποι ζοῦν καί πεθαίνουν, καί, ἐφ' ὅσον τίποτα ἄλλο δέν ὑπάρχει ἐκτός ἀπό τοῦτον τόν κόσμο, οἱ ἐπιζῶντες δέν μποροῦν τίποτα νά σκεφθοῦν καί νά ποῦν. Ἡ βουβαμάρα τῶν νεκρῶν μᾶς προσβάλλει ὅλους. Οἱ ἄνθρωποι καταφεύγουν σέ διάφορες τεχνικές μεθόδους, ἀνάμεσα στίς ὁποῖες ἡ «θεραπευτική μανία» εἶναι παράλογος παροξυσμός. Ἀλλ' αὐτή ἡ μανία, ἄν δημιουργεῖ πρόβλημα, τοῦτο ὀφείλεται σέ οἰκονομικούς προπάντων λόγους.

Καί ἡ ἀγωνία φαρμακώνει τά πάντα, προκαλεῖ μία ἀληθινή πνευματική νεύρωση. Ἡ ἐπιθυμία τοῦ ἀνθρώπου — μέ τή σημασία πού μιλάει ἡ Ἀποκάλυψη, μ' ἕναν τρόπο ὁλότελα θετικό, «γιά τόν ἄνδρα τῶν ἐπιθυμιῶν» — ἀποταμιεύεται ἀντίστροφα σέ μιὰ νευρωτική κατανάλωση. Ἡ ψυχοσωματική ἰατρική γνωρίζει τή βουλιμία τῶν ἀγχοτικῶν. Ὁλόκληρος ὁ πολιτισμός μας ἔχει προσβληθεῖ ἀπ' αὐτή, βουλιμία γιά τροφή, γιά ἐντυπώσεις, γιά εἰκόνες, γιά ἤχους, καί μάλιστα γιά τέρψεις «πολιτιστικές». Σ' αὐτή τή βουλιμία, ἀναφαίνεται, βγαίνει στήν ἐπιφάνεια, γίνεται ἱστορική δομή τό «προπατορικό ἁμάρτημα», αὐτή ἡ ὑφαρπαγή πού ἀναδιπλώνεται στόν ἑαυτό της, ὥστε ὁ Ρωμανός ὁ Μελωδός, ὁ μεγάλος ὑμνογράφος τοῦ 6ου αἰῶνα, νά ὁρίζει τή συμπεριφορά τοῦ Ἀδάμ σάν μίαν «ἄρνηση τῆς στερήσεως». Ἐπίσης, μπορεῖ κανείς νά ξεγελᾶ τήν ὑπαρξιακή ἀγωνία μέ τήν προσμονή, λυρική ἤ βίαιη, μιᾶς τέλειας κοινωνίας...

Ἔτσι, ἀναπτύσσεται ὁ πολιτισμός τῶν ναρκομανῶν: χάπια εὐφορίας ἤ ἠρεμιστικά, τά ὁποῖα συνεχῶς αὐξάνει ἡ ἰατρική βιομηχανία, προβολή στούς ἄλλους, στούς ἐχθρούς, τούτης τῆς σκιᾶς πού μᾶς κυνηγάει καί στήν ὁποία οἱ ἀρχαϊκοί πολιτισμοί ἔβλεπαν τήν εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπινου εἰδώλου ἤ τῆς ψυχῆς. Καί οἱ μεγάλοι φόβοι καί τά μεγάλα θεωρητικά μίση τῆς πολιτικῆς. Ὁ ἐρωτισμός, τά ναρκωτικά, μία κάποια χρήση τῆς μουσικῆς καί τῆς ταχύτητας, τεχνικές μέθοδοι ἐκστάσεως ξεριζωμένες ἀπ' τό ἀρχικό τους περιβάλλον: Οἱ ἄνθρωποι θάθελαν νά δώσουν στή ζωή τέτοια ἔνταση πού νά μήν ὑπῆρχε πιά σ' αὐτή οὔτε σκιά οὔτε θάνατος. Ὅμως ὁ θάνατος ἔχει πάντα τήν τελευταία λέξη. Τίποτα δέν τούς ἀφήνει τόσο μόνους, σέ μία παγερή μοναξιά, ὅσο ἕνας παροξυσμός. Ἀπομένει τό παιχνίδι μέ τήν αὐτοκτονία —τό ἀντίστροφο ἴσως μιᾶς καταφυγῆς σέ βοήθεια— ἤ, ἡ ἐπιθυμία νά δολοφονήσουν τήν κοινωνία. Γιατί ὄχι μόνον ἀπ' τήν ἐποχή τοῦ Ρουσσώ, ἀπ' τήν ἐποχή τοῦ Μάρξ κυρίως, οἱ ἄνθρωποι θεωροῦν τήν κοινωνία ὡς ὑπεύθυνη γιά κάθε κακό, ἀλλά γιατί ἀνακαλύπτουν ξαφνικά, ὅταν πέσουν οἱ μάσκες, πώς αὐτός ὁ πολιτισμός τῆς εὐτυχίας εἶναι στήν πραγματικότητα ἕνας πολιτισμός τοῦ θανάτου.

Στό τέλος τό παιγνίδι γίνεται πραγματικότητα. Πόσοι νέοι αὐτοκτονοῦν σήμερα γιατί, κατά τή γνώμη τους, δέν ὑπάρχει πουθενά νόημα; Πόσες νευρικές καταπτώσεις πού γίνονται γρήγορα χρόνιες, μένουν ἀθεράπευτες ἀπ' τή μέθοδο τοῦ Φρόϋντ καί ἑρμηνεύονται μονάχα μ' αὐτή τήν ἀπουσία τοῦ νοήματος; Ὁ πειρασμός τῆς αὐτοκτονίας ἐξαπλώνεται ὁλοένα, ἀπειλεῖ τό ἀνθρώπινο εἶδος. Μέ τόν τεχνικό χωρισμό τῆς παιδοποιίας ἀπ' τή σεξουαλικότητα, ἡ γεννητικότητα πέφτει κατακόρυφα στίς βιομηχανικές χῶρες, στήν Ἀνατολή περισσότερο ἀπ' ὅ,τι στή Δύση. Ἡ τάση αὐτή φτάνει σήμερα ὥς τήν Ἰαπωνία, τήν Κίνα, τή νοτιανατολική Ἀσία. Ἡ αὔξηση τοῦ μηδενισμοῦ καθιστᾶ ἔκτοτε δυνατή, κατά τόπους, τήν αὐτοκτονία τοῦ εἴδους.

Σήμερα ἡ σιωπή ἔσπασε. Τό θέμα τοῦ θανάτου ἐμφανίζεται ἔντονα στή φιλοσοφική, ἱστορική καί ἰατρική σκέψη. Καταγγέλλεται τό σκάνδαλο ὅτι τόσοι ἄνθρωποι πεθαίνουν μοναχικοί καί χωρίς αὐτοσυνείδηση, ὅτι τόσοι γέροι ἔχουν ἐγκαταλειφθεῖ μέσα στήν ἀγωνία πού τούς λυσσοτρώει. Ἔτσι, ἑτοιμάζεται, ἴσως, μία μεταμόρφωση τοῦ ἀθεϊσμοῦ. Φαίνεται πώς ἔρχεται ὁ καιρός μιᾶς λεπτῆς καί θλιμμένης τρυφερότητας, χωρίς ἐλπίδα, ὁπότε οἱ ἄνθρωποι, ὀρφανοί, θά σιμώνουν ὁ ἕνας δίπλα στόν ἄλλο μέ ρίγος, περιβάλλοντας τούς ἑτοιμοθάνατους μέ τρυφερή, κι ὡστόσο, ἄδεια στοργή, ἀφοῦ εἶναι ἐξ ὁλοκλήρου ἐκ τοῦ κόσμου τούτου. Οἱ ἄνθρωποι θά πεθαίνουν μέσα σ' ἕνα εἶδος ἔκστασης, πού θά προκαλοῦν τά ναρκωτικά, περιτριγυρισμένοι ἀπό φίλους. Αὐτή ἡ ἐπιστροφή στό μηδέν θά τελειώνει σάν μία αἱμομιξία: Πραγματικά, ἀκόμα κι ἐκεῖ στήν ἔσχατη ἀπογύμνωση, δέν θά ὑπάρχει θέση γιά τόν Πατέρα...

Πρέπει νά τό ποῦμε; Κάτι τέτοιο δέν θά σημαίνει τή θεραπεία τῆς μεγάλης νεύρωσης τῆς Δύσης. Θά σημαίνει τήν ἐποχή μεγάλων πνευματικῶν κρίσεων, πού θά σημαδεύονται ἀπό ἀπόπειρες σάν τίς προχριστιανικές, ἀλλά καί ἀπό ἀνανέωση τοῦ εὐαγγελισμοῦ τῆς Ἀναστάσεως.

Ἤδη, οἱ γιατροί πού μελέτησαν λόγια καί συμπεριφορά προσώπων πού ξαναγύρισαν ἀπ' τά σύνορα τοῦ θανάτου, μᾶς θυμίζουν ἐκεῖνο πού ὅλοι οἱ πολιτισμοί ἤξεραν, ἐκτός ἀπ' τό δυτικό πολιτισμό τῶν δύο τελευταίων αἰώνων: Ὅτι τό πλησίασμα τοῦ θανάτου δέν προξενεῖ μονάχα μίαν ἀπότομη ἀλλαγή (εἶναι μιὰ στιγμή ποὺ δέν διαρκεῖ πολύ, τουλάχιστο στούς ἡλικιωμένους), ἀλλ' ἀκόμη τήν εἰρηνική ἀποδοχή, τό ἐνδιαφέρον, τήν περιέργεια· ὅτι ἡ ψυχή, ἀφοῦ, χωριζόμενη τοῦ σώματος, ἀκολουθήσει μία μακριά σήραγγα, παρόμοια μ' ἐκείνη πού ἀπεικόνισε ὁ Ἱερώνυμος Μπός, βγαίνει σ' ἕνα ὁλότελα διαφορετικό φῶς, ὅπου τήν περιμένουν, γιά νά τήν καλωσορίσουν καί νά τήν συντροφέψουν, ἀγαπημένες ὑπάρξεις πού πέθαναν πρίν ἀπ' αὐτήν ὅτι τότε ἡ ψυχή ξαναβλέπει καί κρίνει τό παρελθόν της μέσα σέ τοῦτο τό φῶς, ὅπου κάθε λέξη, κάθε χειρονομία ἀνακεφαλαιώνονται καί βρίσκουν ἕνα ἀπροσδόκητο νόημα. Καί μετά; Ποτέ κανείς, σ' αὐτές τίς μαρτυρίες, δέν ὑπερπήδησε τό τελευταῖο σύνορο, ἀφοῦ πρόκειται γιά ἄντρες καί γυναῖκες πού ξαναγύρισαν στή ζωή. Μήπως ἡ ψυχή πηγαίνει τότε νά διαλυθεῖ μέσα στό φῶς ἤ καταφεύγει σ' αὐτό γιά ν' ἀναγεννηθεῖ, μέσα σέ μιὰ μήτρα, ὅπως ὑποσημαίνει τό «Βιβλίο τῶν Νεκρῶν» του Θιβέτ; Ἤ μήπως πηγαίνει στό φῶς τοῦ Χριστοῦ, γιά νά καθαρθεῖ, νά εἰρηνεύσει, νά προετοιμασθεῖ καί ἴσως νά συνεργασθεῖ στήν τελική μεταμόρφωση τοῦ σύμπαντος, σ' αὐτή τήν ἀνακαίνιση τοῦ «οὐρανοῦ» καί τῆς «γῆς», τήν ὁποία ἡ ψυχή θά πραγματοποιήσει σ' ἕνα «σῶμα δόξης», ποὺ τό σπέρμα του φέρνει ἀπ' ἐδῶ κάτω;

Σ' αὐτές τίς προοπτικές, προαισθανόμαστε πώς ἡ δυτική ἀγωνία, πού ἀποβαίνει οἰκουμενική (ἕνας ἀπελπισμένος Κινέζος ἐθνοφρουρός φαίνεται τό ἴδιο μηδενιστής μ' ἕναν Δυτικό), συνιστᾶ καθαρά σήμερα τήν κόλαση, ὅπου κατεβαίνει ὁ Χριστός. Ἐκεῖ, ἀπό κεῖ καί ἀπό κανένα ἄλλο μέρος, μᾶς ἀνασταίνει ὁ Ἀναστάς. Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά τό ποτήριο τῆς εὐχαριστίας, ὅπου ὑπεραφθονοῦν οἱ θεῖες ἐνέργειες «ὑπέρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς». Ὁ ἅγιος εἶναι ὁ ἄλλως ζῶν, πού δρασκέλισε ἤδη τό θάνατο καί μεταλαμβάνει τήν ἀνάσταση. Στήν παλαιοχριστιανική ἐποχή, οἱ ἄνθρωποι ὀνόμαζαν ἕναν μεγάλο πνευματοφορο ὡς ἕναν ἀναστημένο. Καί ὁ λαός χαρακτήριζε τούς χριστιανούς, ὅταν ὁ διωγμός ηὔξανε τό μαρτύριο, ὡς «ἐκείνους πού δέν φοβοῦνταν τό θάνατο».

Ἔτσι, ὁ θάνατος ἄλλαξε σημασία. Δέν εἶναι πιά τεῖχος τῆς ἀγωνίας, ἀλλά, διαμέσου τῆς ἀδημονίας πού ἐξομοιώνεται μ' ἐκείνη τοῦ Χριστοῦ, ὑπόσχεται εἰρήνη. «Εἰρήνην ἀφίημι ὑμῖν, εἰρήνην τήν ἐμήν δίδωμι ὑμῖν», λέει ὁ Χριστός, «εἰρήνην πάντα νοῦν ὑπερέχουσαν», «οὐ καθώς ὁ κόσμος δίδωσιν»: μιὰ εἰρήνη πού δέν εἶναι πιά ἐκ τοῦ κόσμου τούτου.

Τό νά ζεῖ κανείς ἐν Χριστῷ, σημαίνει νά ζεῖ πέραν τοῦ θανάτου, νά κάνει νά βλασταίνει μέσα του τό «σῶμα τῆς δόξης».

Στήν Κωνσταντινούπολη, ὅταν πάρει κανείς τήν ἀρχαία «Μέση Ὁδό», ἀφήνει πίσω του τήν Ἁγία Σοφία, τή βασιλική τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας, πού ὑπῆρξε τό κέντρο ἑνός θαυμάσιου, ἀλλά κλειστοῦ, χριστιανικοῦ πολιτισμού· καί καταλήγει φτάνοντας, στά προάστεια, στή μικρή ἐκκλησία τῆς Χώρας, δηλαδή τῶν ἀγρῶν, οἱ ὁποῖοι ἄρχιζαν ἀπό κεῖ (ὅπως λέμε, στό Παρίσι, ἡ Παναγία τῶν Ἀγρῶν - Notre Dame des Champs), ἀλλά δείχνει ἐπίσης τό «σύνορο»; ἐκεῖνο τῆς πόλης, ἐκεῖνο ἑνός πολιτισμοῦ, τό σύνορο κυρίως τῆς ἀνθρώπινης μοίρας. Σ' ἕνα εὐρύχωρο πλαϊνό παρεκκλήσι, τό ὕστερο Βυζάντιο πού βάδιζε πρός τό θάνατο, ἔγραψε γιά μᾶς τό μήνυμά του: στήν τοιχογραφία τῆς ἁψίδας, ὁ Χριστός κατεβαίνει στόν Ἅδη γιά νά τόν συντρίψει· εἶναι λαμπροφορεμένος, ἀλλά δέν βρίσκεται πιά ἐπί τοῦ ὅρους τῆς Μεταμορφώσεως, εἶναι στόν ἴδιο τό βυθό τῆς ἀγωνίας καί τῆς σκοτεινῆς ἀσφυξίας. Τό ἕνα του πόδι, μέ μία ἀπίστευτη βία, θραύει τά «κλεῖθρα τοῦ κόσμου τούτου». Τό ἄλλο πόδι, σέ μία κίνηση χοροῦ, σάν σέ κολύμπι, ἀρχίζει τήν ἄνοδο, ὅπως ὁ βουτηχτής πού, ἀφοῦ ἄγγιξε τό βυθό, τόν «χτυπᾶ» γιά ν' ἀνέβει ξανά στόν ἀέρα καί τό φῶς.

Ἀλλά ὁ ἀέρας καί τό φῶς εἶναι Ἐκεῖνος: «σήμερον μετ' ἐμοῦ ἔσει ἐν τῷ παραδείσῳ», μπόρεσε νά πεῖ, τήν ὥρα τῆς σταυρώσεως, στό ληστή πού ξεψυχοῦσε δίπλα του. Ὁ ἀέρας καί τό φῶς εἶναι ἡ ἀκτινοβολία τοῦ προσώπου του πού ἀστράφτει ἀπό τό Πνεῦμα. Καί νά ἡ ἀπελευθερωτική χειρονομία: κάθε χέρι τοῦ Χριστοῦ πιάνει ἀπό τόν καρπό τοῦ χεριοῦ (καί ὄχι ἀπό τήν παλάμη, ἡ σωτηρία εἶναι προπάντων ἕνα δῶρο καί ὄχι μιὰ διαπραγμάτευση) τόν Ἄνδρα καί τή Γυναίκα, καί τούς πετᾶ ἔξω ἀπ' τά μνήματά τους. Κανένα καθρέφτισμα: κάθε πρόσωπο εἶναι ἄπειρο καί σ' αὐτή τήν τέχνη, τά σώματα δέν ρίχνουν σκιά. Καμμιά μετενσάρκωση: κάθε πρόσωπο εἶναι μοναδικό. Καμμιά σύγχυση: κάθε πρόσωπο εἶναι ἕνα μυστικό. Κανένας χωρισμός: ὅλα τά πρόσωπα εἶναι φλόγες τῆς ἴδιας Φωτιᾶς. Καί ὁ σκοπός δέν εἶναι ἡ ἀθανασία τῶν ψυχῶν· ἀθάνατες, εἶναι ἤδη καί στόν Ἅδη, σ' αὐτόν τόν ἀθάνατο θάνατο πού συνιστᾶ ἡ ἀγωνία: κάθε πρόσωπο εἶναι ἐκ τῆς γῆς, ἀλλ' αὐτή ἡ γῆ εἶναι καμωμένη ἀπ' τόν οὐρανό.

Τρίτη, Απριλίου 21, 2015

Ζῶ ἐν Χριστῷ σημαίνει ζῶ πέραν τοῦ θανάτου.


ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!!!
                ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ!!!

Ἀπό τό χριστιανισμό μαθαίνουμε ὅτι τό πρόσωπο ἀνάλογα μέ τήν πίστη του ἀδράχνεται σέ μία μεγάλη ἀναστάσιμη κίνηση. Στήν εὐχαριστηριακή καρδιά τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως καί στήν πνευματική «καρδιά» κάθε πιστοῦ, ὁ Χριστός ἐξακολουθεῖ νά νικᾶ τό θάνατο. Ἔτσι, ἡ ἀνθρωπότητα καί, δι’ αὐτῆς, τό σύμπαν εἰσάγονται σέ μία πελώρια μεταμόρφωση: τήν ὁποία ἡ ἁγιότητα προλαμβάνει καί σπεύδει στήν ὁλοκλήρωσή της.
Γιατί, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, «πάσα ἡ κτίσις συστενάζει καί συνωδίνει ἄχρι τοῦ νῦν [...] ἐλευθερωθήσεται ἀπό τῆς δουλείας τῆς φθορᾶς εἰς τήν ἐλευθερίαν τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ» (Ρωμ. 8,18-22). Ὅταν κάποιος ἀγαπᾶ, ὅταν ἀγάπησε ἔστω καί γιά μία στιγμή, ξέρει πώς κανείς δέν εἶναι ἐκ τοῦ κόσμου τούτου. Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά τό ποτήριο τῆς εὐχαριστίας, ὅπου ὑπεραφθονοῦν οἱ θεῖες ἐνέργειες «ὑπέρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς»,
Ὁ ἅγιος εἶναι ὁ ἄλλως ζῶν, πού δρασκέλισε ἤδη τό θάνατο καί μεταλαμβάνει τήν Ἀνάσταση.
Στήν παλαιοχριστιανική ἐποχή, οἱ ἄνθρωποι ὀνόμαζαν ἕναν μεγάλο πνευματοφόρο ὡς ἕναν ἀναστημένο. Καί ὁ λαός χαρακτήριζε τούς χριστιανούς, ὅταν ὁ διωγμός ηὔξανε τό μαρτύριο, ὡς «ἐκείνους πού δέν φοβοῦνταν τό θάνατο».
Ἔτσι, ὁ θάνατος ἄλλαξε σημασία. Δέν εἶναι πιά τεῖχος τῆς ἀγωνίας, ἀλλά, διαμέσου τῆς ἀδημονίας πού ἐξομοιώνεται μ’ ἐκείνη τοῦ Χριστοῦ, ὑπόσχεται εἰρήνη.
«Εἰρήνην ἀφίημι ὑμῖν, εἰρήνην τήν ἐμήν δίδωμι ὑμῖν», λέει ὁ Χριστός, «εἰρήνην τήν πάντα νοῦν ὑπερέχουσαν»,«οὐ καθώς ὁ κόσμος δίδωσιν»: μία εἰρήνη πού δέν εἶναι πιά ἐκ τοῦ κόσμου τούτου. Τό νά ζεῖ κανείς ἐν Χριστῷ σημαίνει νά ζεῖ πέραν τοῦ θανάτου, νά κάνει νά βλασταίνει μέσα του τό «σῶμα τῆς δόξης».
Στήν Κωνσταντινούπολη, ὅταν πάρει κανείς τήν ἀρχαία «Μέση Ὁδό», ἀφήνει πίσω του τήν Ἁγία Σοφία, τή βασιλική τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας, πού ὑπῆρξε τό κέντρο ἑνός θαυμάσιου, ἀλλά κλειστοῦ, χριστιανικοῦ πολιτισμοῦ• καί καταλήγει φτάνοντας, στά προάστια, στή μικρή ἐκκλησία τῆς χώρας, δηλαδή τῶν ἀγρῶν, οἱ ὁποῖοι ἄρχιζαν ἀπό ‘κεῖ, ἀλλά δείχνει ἐπίσης τό «σύνορο», ἐκεῖνο τῆς πόλης, ἐκεῖνο ἑνός πολιτισμοῦ, τό σύνορο κυρίως τῆς ἀνθρώπινης μοίρας.
Σ’ ἕνα εὐρύχωρο πλαϊνό παρεκκλήσι, τό ὕστερο Βυζάντιο πού βάδιζε πρός τό θάνατο, ἔγραψε γιά μᾶς τό μήνυμά του: στήν τοιχογραφία τῆς ἁψίδας, ὁ Χριστός κατεβαίνει στόν Ἅδη γιά νά τόν συντρίψει• εἶναι λαμπροφορεμένος, ἀλλά δέν βρίσκεται πιά ἐπί τοῦ ὄρους τῆς Μεταμορφώσεως, εἶναι στόν ἴδιο τό βυθό τῆς ἀγωνίας καί τῆς σκοτεινῆς ἀσφυξίας. Τό ἕνα του πόδι, μέ μία ἀπίστευτη βία, θραύει τά «κλεῖθρα τοῦ κόσμου τούτου». Τό ἄλλο πόδι, σέ μία κίνηση χοροῦ, σάν σέ κολύμπι, ἀρχίζει τήν ἄνοδο, ὅπως ὁ βουτηχτής πού, ἀφοῦ ἄγγιξε τό βυθό, τόν «χτυπᾶ» γιά ν’ ἀνέβει ξανά στόν ἀέρα καί τό φῶς.
Ἀλλά ὁ ἀέρας καί τό φῶς εἶναι Ἐκεῖνος: «σήμερον μετ’ ἐμοῦ ἔσει ἐν τῷ παραδείςῳ» μπόρεσε νά πεῖ, τήν ὥρα τῆς σταυρώσεως, στό ληστή πού ξεψυχοῦσε δίπλα του.
Ὁ ἀέρας καί τό φῶς εἶναι ἡ ἀκτινοβολία τοῦ προσώπου του πού ἀστράφτει ἀπό τό Πνεῦμα.
Καί νά ἡ ἀπελευθερωτική χειρονομία: κάθε χέρι τοῦ Χριστοῦ πιάνει ἀπό τόν καρπό τοῦ χεριοῦ (καί ὄχι ἀπό τήν παλάμη, ἡ σωτηρία εἶναι προπάντων ἕνα δῶρο καί ὄχι μία διαπραγμάτευση) τόν Ἄνδρα καί τή Γυναίκα, καί τούς πετᾶ ἔξω ἀπ’ τά μνήματά τους. Κανένα καθρέφτισμα: κάθε πρόσωπο εἶναι ἄπειρο καί σ’ αὐτή τήν τέχνη τά σώματα δέν ρίχνουν σκιά. Καμιά μετενσάρκωση: κάθε πρόσωπο εἶναι μοναδικό. Καμιά σύγχυση: κάθε πρόσωπο εἶναι ἕνα μυστικό.
Κανένας χωρισμός: ὅλα τά πρόσωπα εἶναι φλόγες τῆς ἴδιας Φωτιᾶς. Καί ὁ σκοπός δέν εἶναι ἡ ἀθανασία τῶν ψυχῶν· ἀθάνατες, εἶναι ἤδη καί στόν Ἅδη, σ’ αὐτόν τόν ἀθάνατο θάνατο πού συνιστᾶ ἡ ἀγωνία: κάθε πρόσωπο εἶναι ἐκ τῆς γῆς, ἀλλ’ αὐτή ἡ γῆ εἶναι καμωμένη ἀπ’ τόν οὐρανό.

Κυριακή, Ιουλίου 27, 2014

Η Αγάπη είναι ανίσχυρη γιατί είναι παντοδύναμη



Γνωρίζετε βέβαια το πιο πεζό επιχείρημα των άθεων:
Γιατί ο Θεός δεν τα ρυθμίζει όλα αυτά αφού είναι παντοδύναμος;Ή μήπως δεν είναι παντοδύναμος;
Είναι παντοδύναμος ο Θεός.
Αλλά η δύναμη του δεν είναι αυτή των δικτατόρων και των δημίων, ούτε καν η δύναμη πού μπορώ να ασκήσω μέσα στο μίσος μου. Η παντοδυναμία του Θεού είναι εγώ -κι εδώ χρησιμοποιώ όρο δυσκολομετάφραστο πού θέλει ανάλυση- η Αγάπη.
Όχι η αγάπη πού κατέχει αλλά η Αγάπη πού σέβεται.Η Αγάπη πού ταυτίζεται μ' αυτό πού οι θεολόγοι ονομάζουν «κένωση».Οι άνθρωποι μπορούν να δημιουργήσουν αντίγραφα και απομιμήσεις.

Όμως, μόνο μια απόλυτη παντοδυναμία μπορεί να πλάσει μια ετερότητα πραγματικά απόλυτη μια ελευθερία πραγματικά ελεύθερη. Η πράξη της δημιουργίας σημαίνει διακινδύνευση για το Θεό. Ο Θεός διακινδυνεύει να απορριφθεί, να αποδιωχθεί, να σταυρωθεί μέσα από τις ελευθερίες πού είναι το αριστούργημα της παντοδυναμίας Του.
Η Αγάπη είναι ανίσχυρη γιατί είναι παντοδύναμη.ο ξέρετε πολύ καλά ότι όσο πιο πολύ αγαπάτε κάποιον, τόσο πια, ανίσχυροι είσθε.

Η αγάπη πού είναι ελευθερία, αναζητώντας την ελευθερία, δεν μπορεί να εξαλείψει εξωτερικά, αυταρχικά και δικτατορικά, τα σκοτάδια πού κατοικούν μέσα μας, στα οποία τόσο συχνά, άνετα και αβίαστα παραδίδουμε τη Δημιουργία.

Ολιβιέ Κλεμάν
πηγή  το είδαμε εδώ

Τρίτη, Ιουλίου 15, 2014

«ΑΝ ΔΕΝ ΕΙΧΑ ΓΙΝΕΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΑΝ ΘΑ ΕΙΧΑ ΚΑΤΟΡΘΩΣΕΙ ΝΑ ΖΩ…» - ΟΛΙΒΙΕ ΚΛΕΜΑΝ


- «Ἂν δὲν εἶχα γίνει Ὀρθόδοξοςδὲν ξέρω ἂν θὰ εἶχακατορθώσει νὰ ζῶΟὔτε τὸ ἕνα πόδι δὲν μπορῶ νὰἀπομακρύνω ἀπὸ τὸ ἄλλοπαρὰ μόνο μέσα σ’ αὐτὸ τὸγλυκύτατο φῶςμέσα ἀπὸ τὸ ὁποῖο  ὈρθόδοξηἘκκλησία μὲ δίδαξε νὰ βλέπω τὸ Χριστόκάθεἀνθρώπινο πρόσωποκάθε χορταράκι ὅπως τοὺςἀστερισμοὺς τοῦ οὐρανοῦΓιατὶ μὲ δίδαξε ὅτι καὶ οἱἀστερισμοὶ οἱ πιὸ ἀπόμακροι καθρεφτίζονται στὸπρόσωπο ἐκείνου  ἐκείνης ποὺ ἀγαπῶ». ( Ὀλιβιὲ Κλεμάν, «Ὀρθοδοξία καὶ πολιτική», ἐκδόσεις Μήνυμα, Ἀθήνα 1985, μετάφραση -ἐπιμέλεια Γιάννης Λάππας-Γιάννης Ζερβός).

- «Γνωρίζετεβέβαιατὸ πιὸ πεζὸ ἐπιχείρημα τῶν ἀθέων:Γιατί  Θεὸς δὲν τὰ ρυθμίζει ὅλα αὐτὰ ἀφοῦ εἶναιπαντοδύναμοςΕἶναι παντοδύναμος  ΘεόςἈλλὰ  δύναμήτου δὲν εἶναι αὐτὴ τῶν δικτατόρων καὶ τῶν δημίωνοὔτε κἂν δύναμη ποὺ μπορῶ νὰ ἀσκήσω μέσα στὸ μίσος μουἩ παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ εἶναι –κι ἐδῶ χρησιμοποιῶ ὅρο δυσκολομετάφραστο ποὺ θέλει ἀνάλυση - ἡ Ἀγάπη.» (ὅ.π. σελ.11).

- «Οἱ καλύτεροι ψυχολόγοιοἱ καλύτεροι παιδαγωγοί σήμερα,εἶναι ρητοί ἀνταρσία τῶν ἐφήβων προέρχεται ἀπό τὸγεγονός ὅτι ἀπογοη τεύθηκαν κατάβαθα ἀπὸ τὸν ὥριμοἀπόντα πατέρα  πατέρα χαμένοποὺ γίνεται περιοδικά«flic». Ἀλλ’ ἂς ἐμφανιστεῖ ἕνας ἄνθρωπος λιγάκι αὐθεντικός,ἕνας ἀληθινὰ ὥριμοςκαὶ τότε ὅλες οἱ λιγοθυμισμένεςἀνάγκες τοῦ θαυμασμοῦ καὶ σεβασμοῦ θὰ τὸν ἀγκαλιάσουν. ἀνταρσία τοῦ ἐφήβου ἐναντίον τοῦ πατέρα δὲν εἶναι,γενικά ἄρνηση τῆς οὐσίας τῆς πατρότηταςΕἶναι ἀναζήτηση μιᾶς ἄλλης πατρότηταςμιᾶς πατρότητας ποὺ θὰτὴν διάλεγε καὶ ποὺ δὲν θὰ ἐπιβάλλοντανμιᾶς πατρότηταςσυνδεμένης μὲ τὴν ἐλευθερία μὲ ἕναν ἀδελφικὸ δεσμόμιᾶςπατρότητας γιὰ τὴ μύηση στὸ ΠνεῦμαΚαὶ ἐδῶ θίγουμεὁρισμένες ἀπὸ τὶς ρίζες τοῦ σύγχρονου ἀθεϊσμοῦ (γιατὶ «θάνατος τοῦ πατρός» εἶναι βαθιὰ δεμένος μὲ τὸν ἀθεϊσμό)καίλοιπόντοὺς δρόμους τῆς θεραπείας του γιὰ μερικοὺςἀπὸ αὐτοὺς ποὺ καλούμαστε νὰ βοηθήσουμεΓιὰ τὸν χριστιανὸ παιδαγωγό, γιὰ τὸν χριστιανὸ μέσα στὸ χῶρο τῆς πατρότητας, τὸ πρωτότυπο θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι, κατά κάποιο τρόπο, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής, ὁ πιὸ ἀρρενωπὸς καὶ ὁ πιὸ ταπεινός: «Ἐκεῖνον δεῖ αὐξάνειν, ἐμὲ δὲ ἐλαττοῦσθαι», δηλαδὴ (καὶ τοῦτο μπορεῖ κανεὶς νὰ τὸ κάνει αἰσθητό, ἀκόμα καὶ ἂν δὲν τὸ πεῖ): «εἶστε συγκεντρωμένοι γύρω μου, πιστεύετε ὅτι εἶστε συγκεντρωμένοι γύρω μου, ἀλλ’ ἀπατᾶσθε στὴν πραγματικότητα εἴμαστε συγκεντρωμένοι γύρω ἀπὸ τὸν Χριστό». ( Ὀλιβιέ Κλεμάν, Παρατηρήσεις ἑνός Λαϊκοῦ πάνω στὴ Μαρτυρία τῆς Πίστης, Ἀπόδοση: Λουκίας Ἰ. Μεταξᾶ, Ἀπό τὸ «Χριστιανικὸν Συμπόσιον» Ἀθῆναι 1967, Ἐκδ. Ἰ.Δ. Κολλάρου & Σιας Α.Ε.).

- «Γιατί ὅμως μᾶς δημιουργεῖ τόσα προβλήματα ἡ ἐξουσία; Μὰ γιατὶ χάσαμε τὴν ἔννοια τῆς αὐτοθυσιαστικῆς καὶ ἀπελευθερωτικῆς πατρότητας. Μόνον οἱ μοναχοὶ τὴ διατήρησαν. Πρέπει τὴν πατρότητα αὐτὴ νὰ τὴν ἀνακαλύψουμε ξανὰ μέσα στὴν κοινωνία τῶν πολιτῶν… ἕνα ἀπὸ τὰ χαρακτηριστικὰ ποὺ ξεχωρίζει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὰ ζῶα εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἕναν πατέρα. Τὰ ζῶα δὲν ἔχουν πατέρα, ἀλλὰ μόνο γεννήτορες… Ὁ πατέρας εἶναι ἐκεῖνος ποὺ πρέπει νὰ μάθει στὸ παιδί του ὅτι θὰ πεθάνει, θὰ ἀναστηθεῖ καὶ ὅτι αὐτὸ ἔχει κάποιο νόημα»( Ὀρθοδοξία καὶ πολιτικὴ, σελ. 32).

- «Οἱ μοναχοὶ ἀντικαθιστοῦν θεληματικὰ τοὺς μάρτυρες ὅταν ἡ Ἐκκλησία γνωρίζει μιὰ σχετικὴ εἰρήνη. Ὁ μοναχὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ βυθίζεται ζωντανὸς μέσα στὸ θάνατο γιὰ νὰ βρεῖ τὴν Ἀνάσταση προκειμένου νὰ τὴν μεταδώσει στὴν ἀνθρωπότητα» (ὅ.π. σελ. 15).

ΠΗΓΗ : ΓΙΑΝΝΗ ΖΕΡΒΟΥ, ΑΦΗΓΗΣΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ, «ΠΕΙΡΑΪΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ», τευχ. 206, 2009, σσ. 42-43.

Πέμπτη, Μαΐου 30, 2013

Ἡ Ζῶσα Ζωή --Clement Olivier




Ὁ ἄνθρωπος, μέσα στὴν ἀλήθεια τοῦ προσώπου του, εἶναι εἰκόνα τοῦ ζῶντος Θεοῦ• κι ἡ εἰκόνα αὐτή, σὰν ἀπὸ ἔνστικτο, τείνει πρὸς τὸ πρότυπό της. Ὁ Θεὸς ὡστόσο δὲν εἶναι μοναχὰ «ἡ ζῶσα ζωή»• εἶναι συνάμα ἡ ἀγάπη, ποὺ σέβεται κι ἀναμένει μέσα στὴ σιωπή, εἶναι ἡ ἀγάπη, ποὺ δὲν ἐπιβάλλεται.

Ὅταν μνημονεύουμε τὸ «προπατορικὸ» ἁμάρτημα («προπατορικὸ» καὶ διαρκές), ποὺ ὅμως εἶναι λιγότερο προπατορικὸ ἤ ὑπάρχον ἐξ ἀρχῆς ἀπὸ τὸν «παράδεισο», δὲν κάνουμε τίποτε ἄλλο παρὰ μόνο διαπιστώνουμε μὲ τὸν Ἰωάννη στὸν πρόλογο τοῦ Εὐαγγελίου του ὅτι ὁ ἄνθρωπος στρέφει τὰ νῶτα στὸν Ἥλιο τῆς Δικαιοσύνης — Θεὸ καὶ ὅτι μέσα στὴ σκιά, ποὺ ἔτσι δημιουργεῖται, ξεσποῦν οἱ δυνάμεις τοῦ κακοῦ καὶ βασιλεύει ὁ θάνατος. Ὁ τυφλὸς δυναμισμὸς τῆς «εἰκόνας», ἀφοῦ προσκρούει στὸ φράγμα τοῦ πεπερασμένου, ἀποσύρεται καὶ ἐκφυλίζεται σὲ εἰδωλολατρεία, καθιστώντας ἀκόμα πιὸ πυκνὰ τὰ «σκοτάδια», πάνω στὰ ὁποία τὸ φῶς τῆς ἀγάπης δὲν μπορεῖ νὰ ἐνεργήσει κατ’ ἄμεσο τρόπο, ἀφοῦ τὰ «σκοτάδια» αὐτὰ σημαίνουν τὴν ἄρνησή του καί, κατὰ συνέπεια, τὴν ἀπουσία του.

Ἔτσι, ἡ καθ’ ὅλα καλὴ καὶ ἀγαθὴ ζωή, ποὺ ὁ Δημιουργός, ἀπαρνημένος ἀπὸ τὴ δημιουργία Του, μᾶς χαρίζει ἀδιάλειπτα, ἀνακατεύεται μὲ θάνατο, ποὺ ἔχει ὄχι μονάχα τὴν ἔννοια τοῦ σωματικοῦ θανάτου, ἀλλὰ μία ἔννοια καθολική, ὅπως αὐτὴ ἀπαντᾶται καθημερινά. Τὸ ἄγχος καὶ τὸ μῖσος κουλουργιάζονται ἀδελφωμένα στὸ βάθος τοῦ εἶναι μας καί, σὰν ἀποτέλεσμα, ὁ χωρισμὸς ἀπὸ τὸ Θεὸ μετατρέπεται σὲ διαχωρισμὸ καὶ διάσταση μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων. Γιατί ἡ ἀπουσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ κόλαση. Ἔτσι, ἀναμιγνύονται μέσα στὴν ὕπαρξή μας ἡ νοσταλγία τοῦ «παραδείσου» καὶ τὸ βίωμα, τὸ πολὺ πραγματικὸ βίωμα - τοῦ θανάτου καὶ τῆς κόλασης.

Ὡστόσο, ἂν ὁ ζῶν Θεός, ἂν ὁ ἀγαπῶν Θεὸς δὲν μπορεῖ, ἐπιβάλλοντας δεσποτικὰ τὴν ἐξουσία Του, νὰ καταργήσει καὶ νὰ ἐξαλείψει τὰ σκότη, μπορεῖ ὅμως νὰ δεχτεῖ τὴ Σταύρωση ἐκεῖ στὰ σκοτάδια ἀπὸ ἀγάπη, νὰ ρθεῖ μπορεῖ, ἀκόμα καὶ ἐκεῖ ὅπου εἶναι ἀπών, γιὰ νὰ πληρώσει τὰ πάντα μὲ τὸ Φῶς Του. Ἡ ἐκλογὴ τοῦ Ἰσραὴλ φτάνει τὸ ἀπόγειό της στὸ «ναὶ» τῆς Παρθένου Μαρίας, σ’ αὐτὴ τὴν πλήρη καὶ ὁλοκληρωτικὴ ὑποδοχὴ κι ἀποδοχή, μέσα σὲ μιὰ ψυχὴ καὶ ἕνα σῶμα, ποὺ μιὰ γυναίκα προσφέρει στὸν Θεῖον Ἐξόριστο, γιὰ νὰ δώσει τέλος στὴν ἐξορία Του καὶ νὰ Τοῦ ἐπιτρέψει νὰ ξαναρχίσει τὴ δημιουργία Του ἐκ τῶν ἔνδον.

Ὁ Ἅγιος Εἰρηναῖος ὁ Λυῶνος (Β' αἰώνας), στοχαζόμενος πάνω στὸ «σημεῖον Ἰωνᾶ», γιὰ τὸ ὁποῖο μιλᾶ ὁ Ἰησοῦς, ἔγραφε: « Ὁ Θεὸς ἀνέχτηκε νὰ καταποθεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ μεγάλο θηρίο, τὸν ὑπαίτιο κάθε ἀνομίας, ὄχι γιὰ νὰ τὸν δεῖ νὰ ἐξαφανίζεται καὶ νὰ χαθεῖ ὁλότελα, ἀλλὰ γιατί θεμελίωνε καὶ προπαρασκεύαζε τὴν ὁδὸ τῆς σωτηρίας, ποὺ ὁ Λόγος ἐξεπλήρωσε σύμφωνα μὲ τὸ «σημεῖον Ἰωνᾶ»,.... ἔτσι ποὺ ὁ ἄνθρωπος, δεχόμενος μιὰ σωτηρία ἀνέλπιστη, νὰ ἀναστηθεῖ «ἐκ νεκρῶν» καὶ νὰ δοξολογεῖ τὸν Θεό, ἐπαναλαμβάνοντας τὰ προφητικὰ λόγια τοῦ Ἰωνᾶ: « Ἐβόησα ἐν θλίψει μου πρὸς Κύριον τὸν Θεόν μου, καὶ εἰσήκουσέν μου ἐκ κοιλίας ἅδου» (πρβλ. Ἰων. β' 3) (πρβλ. PG 7.942 B-C).

Ὁ Χριστός, στὴ διάρκεια τῆς ζωῆς του στὴ γῆ, ζωῆς ποὺ ὁλόκληρη «ἤγετο» ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο, παρουσιάζεται, γιὰ νὰ ἐπαναλάβουμε τὰ λόγια του Ἰωάννου, σὰν Ζωὴ καὶ Φῶς, σὰν «τὸ φῶς τῆς ζωῆς» (Ἰωαν. η' 12), δηλαδὴ σὰν καθαρὰ ζωή, σὰν ζωὴ ζῶσα, δίχως ἴχνος σκιᾶς, δίχως τὴν παραμικρὴ μετοχὴ στὸ θάνατο.
Γεννιόμαστε γιὰ ν’ ἀποθάνουμε- ὁ θάνατος ἔχει ἐγχαραχτεῖ στὴν ὕπαρξή μας κατὰ τὴ γέννησή μας. Ὁ Ἰησοῦς γεννᾶται γιὰ νὰ ζήσει καὶ γιὰ νὰ ζωοποιήσει• τίποτε δὲν τὸν χωρίζει ἀπὸ τὸν Ἥλιο τῆς Θεότητος, ἀπὸ τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς• τὸ ζωοποιοῦν Πνεῦμα ἀναπαύεται μέσα Του καὶ ἡ ἴδια ἡ Παρθενική Του γέννηση ἀποδεικνύει ὅτι εἶναι ἐλεύθερος ἀπὸ τὶς ἀδιαπέραστα παχυλὲς καὶ χωριστικὲς προϋποθέσεις καὶ καταστάσεις τῆς θνητῆς μας ὕπαρξης.
Εἶναι ἑκούσια, ἀπὸ ἀγάπη καὶ ἀπὸ ὀντολογικὴ συμπάθεια καὶ ἀλληλεγγύη μὲ μᾶς ποὺ ὁ Ἰησοῦς προσλαμβάνει καὶ δέχεται σὰν δικές του ὅλες τὶς δικές μας καταστάσεις θανάτου καὶ ἅδη, ἴσαμε ποὺ τὰ πάντα καὶ οἱ πάντες νὰ «καταποθῶσιν ὑπὸ τῆς ζωῆς» (πρβλ. Β' Κορ ε', 4), στὸ Γολγοθᾶ, κατὰ τὴν εἰς ἅδου θριαμβευτική Του κάθοδο. Ὁ Ἰησοῦς εἶναι «ὁ ἄμωμος ἀμνός», ποὺ «αἵρει τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου». Τὸ ἀπατηλὸ «οἴδημα» τῶν παθῶν Του παραμένει ξένο ἀλλὰ Ἐκεῖνος ἐκθέτει τὸ πρόσωπό Του στὶς ἐξουθενωτικές τους συνέπειες. Πάθη ἐκεῖνα εἰδωλολατρείας, γίνονται τὸ Πάθος ἐκείνου ποὺ δὲν παύει νὰ εἶναι, ἐν Πνεύματι, ἡ ὁμοούσια εἰκὼν τοῦ Πατρός.

Μόνον ὁ Ἰησοῦς γνώρισε ἀληθινὰ τί σημαίνει ὁ θάνατος, γιατί Ἐκεῖνος μέτρησε τὴν ἀπειροσύνη του καὶ «ἐκ τῶν ἔξω» καὶ «ἐκ τῶν ἔσω». Ἐκεῖνος, ὁ Ζῶν, ποὺ μπορεῖ νὰ πεῖ στὴ Μάρθα, ὑπενθυμίζοντάς της τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν τὴν ἔσχατη μέρα, ἀφήνει νὰ γίνει δέσμιος τοῦ θανάτου καὶ τοῦ ἅδη.

Καὶ ἤδη, ἀντικρύζοντας ὁ Ἰησοῦς τὸν φίλο του Λάζαρο, ποὺ τὸ σῶμα του εἶχεν ἀρχίσει νὰ μυρίζει ἄσχημα, δάκρυσε. Αὐτὸ τὸ συντομώτατο ἐδάφιο μᾶς μιλάει γιὰ τὰ δάκρυα τὰ πιὸ παράδοξα καὶ τὰ πιὸ σημαντικὰ ὁλόκληρης τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Ἀντιμετωπίζεται ἤδη ὁ Πονηρός, ὁ «Φονεύς», κι ἡ παντοδύναμη κλήση μὲ τὸ «Λάζαρε, δεῦρο ἔξω» ἀναγγέλλει ἤδη τὸ Πάσχα, ποὺ δὲν εἶναι τοῦ Χριστοῦ μονάχα ἡ ἀνάσταση, μὰ καὶ ἡ δική μας κοινὴ ἀνάσταση ἐν Αὐτῷ.

Στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ «ἔγερση» τοῦ Λαζάρου ἑορτάζεται τὴν παραμονὴ τῆς Κυριακῆς τῶν Βαΐων, μιὰ βδομάδα ἀκριβῶς πρὶν τὸ Ἅγιο Σάββατο, τὸ ὁποῖο καὶ προτυπώνει.

Μπροστὰ στὸ νεκρὸ Λάζαρο ὁ Θεὸς πάσχει κατὰ τρόπο ἀνθρώπινο τὴ φθορά μας καὶ τὸ πένθος μας. Στὴ Γεθσημανή, ὁ Θεὸς βιώνει καὶ πάσχει σὰν ἄνθρωπος τὶς ἐπαναστάσεις καὶ τὶς ἐπιθανάτιες ἀγωνίες μας. Στὸ Σταυρὸ ἀπάνω, ὁ Θεός, ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος, γνωρίζει τὴ δική του ἀπουσία καὶ «βοᾶ φωνῇ μεγάλῃ»: «Θεέ μου, Θεέ μου, ἱνατὶ μὲ ἐγκατέλιπες;» Κι ἡ εἰς ἅδου κάθοδος τοῦ Μεγάλου Σαββάτου τελεῖται ἤδη ἐκεῖ, στὴν πληρότητά της.

Ὁ ἅδης μας, ἡ δική μας κόλαση τῆς ἀμφιβολίας καὶ τῆς ἀπόγνωσης, τῆς ἐπανάστασης καὶ ἑνὸς θεμελιακοῦ μηδενισμοῦ, παρεμβάλλεται γιὰ μιὰ στιγμὴ ἀνάμεσα στὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱὸν Του τὸν ἀγαπητό, ὡσὰν νὰ διασπᾶται ἡ ἄπειρή Τους ἑνότητα.

Τότε ὅλα μεταστρέφονται καὶ ἀλλάζουν καὶ ὁ Ἴδιος ὁ σταυρός, ὅπως τὸ ὑπογραμμίζει ἔντονα τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰωάννου, γίνεται «ἔξαρση» καὶ δοξολογία. Ἡ ἄβυσσος τοῦ ἅδη καὶ τοῦ θανάτου γίνεται φευγαλέα ἀτμίδα σὰν μιὰ ἄσημη, γελοία σταγόνα μίσους μέσα στὸν ὠκεανὸ τῆς Θείας ἀγάπης- ἡ ἀπόσταση ἀνάμεσα στὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱὸ δὲν εἶναι πιὰ ὁ τόπος τοῦ ἅδη, ἀλλὰ ἡ χώρα τοῦ Πνεύματος καὶ ἡ Μεταμόρφωση πραγματώνεται, ὄχι πιὰ στὸ ὄρος, ἀλλὰ μέσα στὴν ἄβυσσο τὴν ἴδια τοῦ σκότους — ὅλα παραδίδονται στὴν ἁρπαγὴ τῆς ἀνάστασης.

Αὐτὸ τὸ ἆσμα εἶναι ποὺ ἀκούραστα ψάλλουμε τὴ νύκτα τοῦ Πάσχα: «Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος».

Ὁ Ματθαῖος, λίγες γραμμὲς μετὰ ποὺ θυμίζει τὸ λόγια, ποὺ ὁ Ἰησοῦς «ἐβόησε φωνῇ μεγάλῃ» πάνω στὸ σταυρὸ («Ἠλί, ἠλί, λαμὰ σαβαχθανί»), γράφει: «....καὶ τὰ μνημεῖα ἀνεώχθησαν καὶ πολλὰ σώματα τῶν κεκοιμημένων ἁγίων ἠγέρθη, καὶ ἐξελθόντες ἐκ τῶν μνημείων μετὰ τὴν ἔγερση αὐτοῦ...» (Ματθ. κζ', 52-53). Ἀπὸ τότε ἴσαμε σήμερα, ὑπάρχουν συνέχεια ἄνθρωποι, ποὺ ἐξέρχονται ἀπὸ τὰ δικά τους μνημεῖα...

Ἡ ἀληθινὴ εἰκόνα τῆς Ἀνάστασης εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς εἰς Ἅδου καθόδου, εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς τῶν ὅλων ἀναστάσεως.

Ὁ θριαμβεύων Χριστός, περιβεβλημένος τὸ φῶς τῆς δόξας Του, ποὺ ὑποδηλώνει τὴν ὑπερβατικότητά Του, θρυμματίζει κάτω ἀπὸ τὰ πόδια Του τὶς πύλες τοῦ ἅδη, παίρνει τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔα, ὄχι ἀπὸ τὸ χέρι, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν καρπὸ τοῦ χεριοῦ - παίρνει δηλαδὴ μὲ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ τὸν καθένα μας — καὶ τοὺς κάνει ν’ ἀναπετάσουν κυριολεκτικὰ ἔξω ἀπὸ τοὺς τάφους τους.

Ἀπὸ τότε, μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ παντοῦ στὸν κόσμο (ἀλλά, στὴν πραγματικότητα, ἡ Ἐκκλησία εἶναι ποὺ φέρει μέσα της τὸν κόσμο), τὸ Χέρι τοῦ Χριστοῦ δὲν ἔπαψε νὰ σχίζει τὰ σκοτάδια, καί, ἔτσι ὅπως εἶναι διάτρητο, νὰ μᾶς χαρίζει «τὸ Φῶς τῆς Ζωῆς».

Ἔτσι προσδιορίζεται τὸ νόημα τοῦ Πάσχα. Ὁ Θεὸς ἐνσαρκώνεται καὶ «κατέρχεται» ἴσαμε κάτω στὸ θάνατο καὶ τὸν ἅδη γιὰ νὰ μᾶς διανοίξει, διὰ μέσου τῆς ἀναστημένης ἀνθρώπινης φύσης του, τὴν ὁδὸ τῆς ζώσης ζωῆς, τὴν ὁδὸ τῆς ἔγερσης καὶ τῆς ἀγαθῆς ἰσχύος, τὴν ἴδια τὴ δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. «Θεὸς ἐνηνθρώπησεν», λέγουν οἱ Πατέρες, «ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν » (PG 25, 192Β)• ἤ ἀκόμη: «Ὁ Θεὸς προσέλαβε σάρκα διὰ νὰ δυνηθῆ ὁ ἄνθρωπος νὰ λάβη Πνεῦμα» Καὶ ἡ θέωση, ἔτσι ὅπως ὁρίζεται ἀπότομα, δὲν σημαίνει τὴν κατάργηση τοῦ ἀνθρωπίνου, μὰ τὴν πληρότητά του, γιατί ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι ἀληθινὰ ἀνθρώπινος παρὰ μόνο «ἐν Θεῶ». Θὰ μπορούσαμε νὰ τάξουμε τὴν πιὸ κάτω προοδευτικὴ σειρά: Ἀνάσταση = Θέωση = ζωοποίηση μιᾶς ζωῆς, ποὺ εἶναι πιὸ ἰσχυρὴ ἀπὸ τὸ θάνατο = ἡ υἱοθεσία μας ἐν τῷ Υἱῷ = ἡ Χριστοείδειά μας ἐν τῷ Πνεύματι.

Στὸν «Μέγαν Κατατηχητικὸν Λόγον» του ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης συνοψίζει μὲ τὰ πιὸ κάτω λόγια τὸ μυστήριο τοῦ Πάσχα: «Ἐπεῖ οὖν ἔδει γενέσθαι ὅλης τῆς φύσεως ἡμῶν ἐκ τοῦ θανάτου πάλιν ἐπάνοδον, οἰωνεὶ χείρα τῷ κειμένῳ ὀρέγων, καὶ διὰ τοῦτο πρὸς τὸ ἡμέτερον ἐπικύψας πτῶμα, τοσοῦτον τῷ θανάτῳ προσήγγισεν, ὅσον τῆς νεκρότητος ἅψασθαι καὶ ἀρχὴν δοῦναι τὴν φύσιν τῆς ἀναστάσεως τῷ ἰδίῳ σώματι, ὅλον συναναστήσας τὸν ἄνθρωπον τῇ δυνάμει» PG 45, 80Β).

Ὁ Ἅγιος Κύριλλος ὁ Ἀλεξανδρείας γράφει στὴν 5η του Ὁμιλία πάνω στὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Λουκᾶ:

«Ἦταν ἀναγκαῖο νὰ ἐπιστραφεῖ καὶ ἀποκατασταθεῖ στὴ νεκρὴ σάρκα ἡ μέθεξη στὴ ζωοποιὸ δύναμη τοῦ Θεοῦ ( Ἐδῶ ἡ λέξη «σάρκα» ὑποδηλώνει ὁλόκληρη τὴν ἀνθρωπότητα, ὅλη τὴ φύση). Ἀλλὰ ἡ ζωοποιὸς δύναμη τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ Λόγος, ὁ μονογενὴς Υἱός. Αὐτὸν εἶναι, ποὺ μᾶς ἀπέστειλε ὡς Σωτήρα καὶ Λυτρωτή....

Ζωὴ ἐκεῖνος κατὰ φύσιν, προσέλαβε σάρκα ὑποταγμένη στὴ φθορὰ μὲ σκοπὸ νὰ καταστρέφει μέσα της τὴν ἰσχὺν τοῦ θανάτου καὶ νὰ τὴν μεταμορφώσει μέσα στὴ ζωή. Ὅπως τὸ σίδερο, ὅταν τεθεῖ σὲ ἐπαφὴ μὲ τὴ φωτιά, πυρακτώνεται, ἔτσι καὶ ἡ σάρκα, μετὰ ποὺ θὰ δεχτεῖ μέσα της τὸ ζωοποιὸ Λόγο... Ἔτσι ἐνδύθηκε Ἐκεῖνος τὴ σάρκα μας γιὰ νὰ τὴ λυτρώσει ἀπὸ τὸ θάνατο».

Τοῦ λοιποῦ, «τὸ ζῆν Χριστὸς» (Φιλιπ. α, 21), γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στοὺς Φιλιππησίους. Μὲ τὴν Ἀνάληψη, ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἀγκαλιάζει ὁλόκληρη τὴν ἀνθρωπότητα καί, μέσῳ της, πάσαν σάρκα τῆς γῆς, εἰσῆλθε στὸν Τριαδικὸ χῶρο, στὸ «Φῶς τῆς Ζωῆς».

Ὁ κόσμος ἔχει μυστικὰ γίνει τὸ σῶμα «τοῦ Λόγου τῆς Ζωῆς». Ἀλλὰ ὁ ἔνθεος κόσμος, ὁ κόσμος δηλαδὴ ποὺ δέχτηκε τὸ Θεό, δὲν ἐπιβάλλεται περισσότερο ἀπ’ ὅσο ἐπιβάλλεται ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Ἡ κοσμικὴ «καιομένη βάτος» μένει καλυμμένη ἀπὸ λάσπη, αἷμα καὶ τέφρα λόγω τῆς τυφλότητας καὶ τοῦ μίσους μας, λόγω τοῦ χωρισμοῦ μας.

Ὁ Θεὸς ἀπὸ δῶ καὶ πέρα δὲν εἶναι πιὰ ἀπὼν ἀπὸ πουθενά, ἀλλὰ μέσα στὸ κακὸ καὶ τὴ φρίκη δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι παρὰ μόνο σταυρωμένος, ἀνιστάμενος ὡστόσο καὶ ἀνασταίνοντάς μας, μέσα στὸ μυστηριακὸ βάθος τῆς Ἐκκλησίας, μέσα στὴν Ἐκκλησία σὰν κοινότητα βαπτισματικὴ καὶ εὐχαριστιακή. Γιατί, ἀπὸ τὴν Πεντηκοστὴ καὶ δῶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο μᾶς προσφέρει τὸ σῶμα τοῦ «Λόγου τῆς Ζωῆς» μέσα στὴν Ἐκκλησία σὰν μυστήριο τοῦ Ἀναστάντος. Θρυμματίστηκαν οἱ πύλες τοῦ θανάτου κι οἱ πύλες τοῦ ἅδη δὲν θὰ κατισχύσουν• ἡ Ἐκκλησία, ὄχι σὰν ἁπλὸς θεσμὸς κι οὔτε σὰν ἁπλὴ κοινότητα πιστῶν, ἀλλὰ σὰν Μυστήριο τῆς Ζώης συνιστᾶ τὸ ξέφωτο ἄνοιγμα, ποὺ διαμέσου του δὲν παύει νὰ ἐγχέεται στὸν κόσμο μιὰ ἀγάπη πιὸ δυνατὴ ἀπὸ τὸ θάνατο, ἡ δύναμη καὶ ἡ χαρὰ τοῦ Πάσχα.

Ὅλες οἱ ἀπιστίες κι οἱ ἀποστασίες τῶν Χριστιανῶν δὲν μπόρεσαν καὶ δὲν θὰ μπορέσουν νὰ γεμίσουν καὶ νὰ βουλώσουν αὐτὴ τὴ ρωγμή, ποὺ ὁ «Ζωοποιὸς σταυρὸς» ἄνοιξε στὸ σατανικὸ ἐπικάλυμμα «τοῦ κόσμου τούτου» κι ἡ πραγματικὴ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ ἱστορία τοῦ θαύματος τοῦ Πάσχα, ποὺ προσφέρεται στὸ Βάπτισμα καὶ τὴν Εὐχαριστία καὶ γίνεται δεκτὸ στὴν ἁγιότητα.

Τὸ Βάπτισμα μᾶς κάνει νὰ κατεβαίνουμε στὸν ἅδη μαζὶ μὲ τὸ Χριστὸ καὶ νὰ ἀνιστάμεθα μαζί Του. Ἀσφυκτιοῦμε μέσα στὰ ἀκάθαρτα νερὰ τοῦ θανάτου γιὰ νὰ ἀναδυθοῦμε ξαφνικὰ καὶ νὰ ἀναπνεύσουμε τὸ ἄπειρο, γιὰ νὰ «ἀναπνεύσουμε τὸ Πνεῦμα», πολὺ πάνω ἀπὸ τὸ χρόνο, ποὺ σκοτώνει, καὶ τὸ χῶρο, ποὺ χωρίζει.

Ἡ χάρη τοῦ Βαπτίσματος, ἔλεγαν οἱ Πατέρες, εἶναι ἡ «ρίζα τῆς ἀνάστασής μας». Σπείρει μέσα μας «τὸ σῶμα τῆς δόξης» (πρβλ. Φιλιπ. γ' 21) καὶ γεμίζει μὲ φῶς τὰ βάθη τῆς καρδίας.

Ὅλα βρίσκουν τὸ ἀποκορύφωμά τους στὸ κεντρικὸ μυστήριο τῆς Εὐχαριστίας, ποὺ εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἐνεργοποίηση τοῦ Πάσχα στὸ παρὸν καὶ προβίωση τῆς ἐπιστροφῆς τοῦ Χριστοῦ. «Στὴ μυστικὴ τράπεζα», ἔγραφε κάποιος Βυζαντινὸς μυστικός, «βρίσκει κανεὶς τὴ ζωὴ στὴν πιὸ μεγάλη της ἔνταση καὶ ζωντάνια». Ὁ δὲ Πάστερνακ παρατηροῦσε ὅτι ἡ αἰωνιότητα δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ μόνο ἡ ζωή, «μονάχα λίγο πιὸ ἔντονη».

Ἐκεῖνοι, ποὺ μεταλαμβάνουν τῶν ἀχράντων μυστηρίων στὴ Θεία Εὐχαριστία, ἐνσωματώνονται στὸ Χριστὸ τοῦ Πάσχα καὶ τῆς Ἀνάστασης μὲ τὸν πιὸ ρεαλιστικὸ τρόπο καὶ καταφλέγονται ἀπὸ τὸ πῦρ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γιατί ἡ Θεία Εὐχαριστία εἶναι «Πνεῦμα καὶ Πῦρ», σύμφωνα μὲ τὴ Συριακὴ παράδοση.

Μέσα σ’ αὐτὴ τὴν προοπτική, ἡ ἀσκητικὴ καὶ πνευματικὴ ζωὴ παρουσιάζεται σὰν ἡ ἐμβάθυνση σ’ ἕνα Πασχάλιο βίωμα, σὰν ἐνσυνειδητοποίηση τῆς ἀνάστασής μας μέσα στὸν Ἀναστάντα Κύριο.

Μὲ τὴ «μνήμη τοῦ θανάτου» ἀντιλαμβανόμαστε τὴ θεμελιακή μας συμμετοχὴ στὸ θάνατο καὶ τὸν ἅδη. Ὡστόσο, ἀντίθετα μὲ ὅ,τι κάνουν ὅλες οἱ ἐκφάνσεις τῆς σύγχρονης λογοτεχνίας καὶ φιλοσοφίας τοῦ σαρκασμοῦ, τῆς χλεύης καὶ τοῦ μηδενισμοῦ, ἡ «μνήμη τοῦ θανάτου» δὲν εἶναι στραμμένη πρὸς τὸ μηδέν, ἀλλὰ πρὸς τὸ σαρκωθέντα Θεό, γιὰ πάντα νικητὴ τοῦ μηδενὸς καὶ τῆς ἀνυπαρξίας.

«Νῦν τὰ πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανὸς τε καὶ γῆ καὶ τὰ καταχθόνια», διαλαλεῖ ἡ βυζαντινὴ Πασχαλινὴ λειτουργία. Ἡ «μνήμη τοῦ θανάτου» μετατρέπεται ἔτσι σὲ «μνήμη Θεοῦ», αὐτοῦ τοῦ Θεανθρώπου ποὺ δὲν παύει τὴν κάθοδό του στὸν ἅδη μας, γιὰ νὰ μᾶς ἀφαρπασει ἀπὸ τὸν τάφο κρατώντας μας ἀπὸ τὸν καρπὸ τοῦ χεριοῦ...

Δὲν πρόκειται ἐδῶ γιὰ μιὰν ἐμπειρία, ποὺ ἐπιφυλάσεται σὲ μερικοὺς εἰδικούς τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Ἡ Πασχάλια κίνηση ἀπὸ τὸ θάνατο στὴν ἀνάσταση δίνει τὸ ρυθμὸ καὶ στὴν πιὸ ταπεινὴ χριστιανικὴ ὕπαρξη (ἀναμφίβολα δὲ καὶ σὲ κάθε ὕπαρξη)....

Γνωρίζουμε ὁ καθένας μας στιγμές, ὅπου κάθε διέξοδος φαίνεται νἆναι κλεισμένη ἀπὸ τὴν ἀποτυχία, τὸ μῖσος ἤ τὸ πένθος. Ἂν τότε δὲν μετατρέψουμε τὴν ἀπελπισία σὲ ὁλοσχερῆ ἔλλειψη ἐμπιστοσύνης καὶ πίστης, ἂν ἀφήσουμε τὸν ἑαυτό μας γιὰ νὰ μᾶς πάρει τὸ Χέρι τοῦτο, ποὺ εἶναι πάντα ἁπλωμένο σὲ μᾶς μέσα στὴ νύκτα, ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι πρόκειται γιὰ μία «ρωγμὴ καὶ ἄνοιγμα τῆς στάθμης» τοῦ βαπτίσματος, ὅποτε μᾶς κατακλύζει ἡ Πασχάλια εἰρήνη, δύναμη καὶ ἀνακαίνιση.

Τὰ δάκρυα τῆς πίκρας καὶ τῆς θλίψης γίνονται δάκρυα εὐγνωμοσύνης. Ὁ Θεὸς μᾶς ἀναπλάθει μ’ ἀφετηρία τὰ δάκρυά μας, τὰ βαπτισματικὰ ἐκεῖνα ὕδατα, ποὺ μέσα τους διαλύεται ἡ σκληρότητα τῆς καρδιᾶς. Ἡ καρδιὰ στὸν πλατυσμὸ της ἀνοίγεται στὰ μέγιστα βάθη της, ἀπειροσύνη φωτὸς Πασχαλινοῦ.

Στὴ Ρωμαϊκὴ αὐτοκρατορία, τὸν καιρὸ τῶν διωγμῶν, ἀποκαλοῦσαν τοὺς Χριστιανοὺς «ἐκείνους ποὺ δὲν φοβοῦνται τὸν θάνατο». Ἡ ἐμπειρία τοῦ μαρτυρίου (κι ὁ 20ος αἰώνας ἀνέδειξε ἀναμφίβολα περισσότερους μάρτυρες ἀπ’ ὅσους ὁλόκληρη ἡ προγενέστερη ἱστορία τοῦ Χριστιανικοῦ κόσμου) εἶναι μία μυστικὴ ἐμπειρία, μία ἐμπειρία, δηλαδή, Πασχάλια. Στὸ Χριστιανισμό, κάθε μυστικὴ ἐμπειρία τελικὰ δὲν μπορεῖ νἆναι στὴν πραγματικότητα παρὰ μόνο ἐμπειρία τοῦ Πάσχα.

Ὁ μάρτυρας εἶναι ἕνας ὁποιοσδήποτε ἄνθρωπος, καθόλου ἕνας ἀσκητής, ἕνας ἄνθρωπος ὅμως γεμάτος μὲ πίστη. Τὴ στιγμὴ τοῦ πιὸ μεγάλου πόνου δὲν γίνεται σκληρὸς κι ἄκαμπτος, οὔτε ἐπαναστατεῖ, ἀλλὰ παραδίδεται στὸ Χριστό, ταυτίζεται μὲ τὸν Ἐσταυρωμένο καὶ μαζί Του συγχωρεῖ τοὺς δήμιούς του, παρακαλώντας: «Πάτερ, ἅφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι» (Λκ. κγ', 34). Τὸν πλημμυρίζει τότε ἡ χαρὰ τῆς ἀνάστασης καὶ συχνὰ τὸν λυτρώνει ἀπὸ τὸν πόνο.

Ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς καλούμαστε, μ’ ἕνα τρόπο πολὺ ταπεινὸ καὶ διαφορετικὸ ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλο, νὰ ζήσουμε αὐτὴ τὴν ἐμπειρία ἀργὰ ἤ γρήγορα, ἴσως στὴν ἐπιθανάτιά μας ἀγωνία....

«Ἐγὼ εἰμι ἡ Ἀνάστασις καὶ ἡ Ζωή• ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἄν ἀποθάνῃ, ζήσεται• καὶ πᾶς ὁ ζῶν καὶ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ μὴ ἀποθάνῃ εἰς τὸν αἰώνα». ( Ἰωάν. ια', 25-26).

Σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ὑψηλὴ Ἑλληνικὴ φιλοσοφία, ὁ Χριστιανισμὸς δὲν ἀγγέλλει πρῶτα, οὔτε μοναχά, τὴν ἀθανασία τῆς ψυχῆς. Σ’ ἀντίθεση μὲ τὸν Ἰουδαϊσμό, δὲν ἀγγέλλει μόνο τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν τὴν ἔσχατη ὥρα τοῦ κόσμου. Ὁ Χριστιανισμὸς ἀγγέλλει τὴν ἐν Χριστῷ ἀνάστασή μας ἀπὸ τώρα. Κηρύττει τὴ μυστική, μὰ πραγματική, παρουσία τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν ἀπὸ τώρα. Ἀγγέλλει στὸν κόσμο ὅτι ἡ αἰωνία ζωὴ ἀρχίζει ἀπὸ ἐδῶ κάτω στὴ γῆ καὶ πὼς «ὁ ἄλλος κόσμος», ἐν Χριστῷ βρίσκεται στὴν καρδιά, στὰ ἐνδόμυχα τοῦ κόσμου τούτου. Ὁ Πὼλ Ἐλυὰρ ἦταν προφητικὸς ὅταν ἔγραφε: «Ὑπάρχει ἕνας ἄλλος κόσμος ποὺ εἶν’ ὡστόσο σὲ τοῦτο δῶ τὸν κόσμο μέσα».

Λέγεται γιὰ τὸν μυθιστοριογράφο Τολστόη πὼς ἦταν «ἕνας ἐνορατικός της σάρκας», πὼς ἔβλεπε τὸ μυστήριο μέσα στὴν ἴδια τὴν πυκνότητα τῶν ὄντων καὶ τῶν πραγμάτων. Αὐτὸ θὰ μποροῦσε νἆναι ἕνας ἀρκετὰ καλὸς ὁρισμὸς τοῦ Χριστιανοῦ σὰν Πασχάλιου ἄνθρωπου, σὰν ἐνορατικοῦ τοῦ Πασχάλιου μυστηριακοῦ χαρακτήρα τοῦ ὄντος.

Ὁ θάνατος, μὲ τὴν τρομερὴ καὶ καθολικὴ ἔννοια αὐτοῦ τοῦ ὅρου, δὲν ὀρθώνεται πιὰ μπροστά μας, ἀλλ’ ἀποτελεῖ παρελθοῦσαν κατάσταση, ἀφοῦ ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε καὶ τὸ Βάπτισμα μᾶς ἔχει ἐνδύσει καὶ περιβάλει μὲ τὴν ἀνάστασή του. Ἀπὸ δῶ καὶ μπρὸς ὅλες οἱ καταστάσεις θανάτου, ποὺ πρέπει νὰ διέλθουμε, περιλαμβανομένου καὶ τοῦ σωματικοῦ μας θανάτου («κἄν ἀποθάνῃ, ζήσεται») εἶναι μοναχὰ περάσματα (διαπορεύσεις), ἰσάριθμα πάσχα (ξέρουμε ὅτι ἡ λέξη «πεσσὰχ» σημαίνει «πέρασμα»), ὅπου ἡ ζωὴ λαμπικάρεται καὶ γίνεται πιὸ καθάρια καὶ διαφανής, πιὸ ἔντονη. Μᾶς συμβαίνει κάποτε νὰ περπατᾶμε νωρὶς τὸ πρωὶ σὲ μία βουνοκορφή, πού, σταματώντας τὶς ἀκτίδες, ποὺ ἀκόμα χαμοφέγγουν, ὁροθετεῖ ἀνάμεσα σκιᾶς καὶ φωτός. Ἔτσι πορευόμαστε κι ἐμεῖς ἀνάμεσα βραδύνοντος θανάτου καὶ τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, ποὺ ἔρχεται. Στὸ βάθος τῆς καρδίας μας «μεταβεβήκαμεν (ἤδη) ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν».

«Ξέρω πὼς δὲν θ’ ἀποθάνω», ἔγραφε ἕνας Ἕλληνας μυστικὸς συγγραφέας τοῦ 11ου αἰώνα, «γιατί νοιώθω ὁλόκληρη τὴ ζωή, ποὺ ἀναβλύζει μέσα μου». Ὅλα, καὶ τὶς αἰσθήσεις καὶ τοὺς λογισμούς μας, τὴν ὀδύνη μας καὶ τὴν εὐτυχία μας καὶ τὴν ὑποδοχὴ προσώπων καὶ πραγμάτων, πρέπει νὰ τὰ αἰωροῦμε ἀσταμάτητα μέσα σ’ αὐτὸ τὸν ὠκεανὸ Φωτός, γιὰ νὰ μᾶς κατακλύσει, καὶ γιὰ ν’ ἀκτινοβολεῖ ἀπό μᾶς, ἀνάλαφρη καὶ δυνατή, ἡ χαρὰ τοῦ ὑπάρχειν.

Τὴν ἀγαθὴ δύναμη, ποὺ μᾶς ἔρχεται μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο καὶ ποὺ ἀναβλύζει, «ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς», ἀπὸ τὸ ἅγιο τῆς Θείας Εὐχαριστίας ποτήριο, χρέος ἔχουμε νὰ τὴν καταχωροῦμε στὴν ἱστορία. Ἡ νίκη τοῦ Χριστοῦ πάνω στὸν ἅδη καὶ τὸ θάνατο ἀπαιτεῖ νὰ μαχόμαστε ἐνάντια σ’ ὅλες τὶς μορφὲς θανάτου, ἐνάντια σ’ ὅλες τὶς καταχθόνιες καταστάσεις, μέσα στὰ πλαίσια τοῦ πολιτισμοῦ καὶ τῆς κοινωνίας• ἐνάντια στὴ φυσικὴ ἤ τὴν ἠθικὴ ὑποδούλωση, ἐνάντια στὴ μοναξιά, τὸ βασανισμό, τὴ δολοφονία καὶ τὴν αὐτοκτονία, ἐνάντια στὸ ψεῦδος καὶ τὴν ἐκλεπτυσμένη γοητεία τοῦ μηδενὸς καὶ τῆς ἀνυπαρξίας, ἐνάντια στὸ καθετὶ ποὺ ἀποξηραίνει καὶ σκληρύνει ἐδῶ τὶς καρδιές, κι ἀλλοῦ τὴ γῆ καὶ τὰ σώματα.

Τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν δὲν εἶναι ἐκ τοῦ κόσμου τούτου μᾶς ἐλευθερώνει ἀπὸ τὶς ὁλοκληρωτικὲς οὐτοπίες, ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἡ Χριστιανωσύνη δὲν προφυλάχτηκε πάντα. Ἀλλὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Βασιλεία αὐτὴ ἀναδύεται ἤδη μέσα στὴν εἰρήνη, τὸ κάλλος καὶ τὴν ἀγάπη τῆς θ. λειτουργίας καὶ τῆς θεωρίας μᾶς ἐλευθερώνει ἀπὸ τὶς ἀπογοητεύσεις καὶ τὶς πικρίες, ποὺ καθιστοῦν τὸν ἄνθρωπο κυνικὸ καὶ σκληρό.

Τίποτα δὲν εἶναι περισσότερο δημιουργὸ ἱστορίας ἀγαθῆς ἀπὸ τὸ μυστήριο τοῦ Πάσχα (καὶ κατὰ συνέπεια ἀπὸ τὴν προσδοκία καὶ τὴν προβίωση τῆς Ἐπιστροφῆς τοῦ Χριστοῦ), ποὺ γίνεται τωρινὴ πραγματικότητα μέσα στὴν ἱκετήρια μεσιτεία τῶν μοναχῶν, ποὺ σκεπάζει τὸν κόσμο μέσα στὴν ἀτμόσφαιρα ἀδελφότητας τῶν εὐχαριστιακῶν κοινοτήτων, τῶν ἀπαρχῶν αὐτῶν κοινωνικῆς ἐπανένωσης, ἐκεῖ ποὺ παντοῦ πληθύνονται τραγικὰ οἱ ἀθεράπευτες κοινωνικὲς πληγές, τὰ γκουλὰγκ ἤ οἱ ἀναίσθητες μεγαλουπόλεις, ἀλλὰ καὶ μέσα στὶς ὁράσεις τῶν προφητῶν, ποὺ βλέπουν νὰ ἀνατέλλει ἡ ζωή, μέσα στὴν ἤρεμη δύναμη τῶν «βασιλέων» ἐκείνων, ποὺ ἀγωνίζονται γιὰ τὴν κοινωνία τῶν προσώπων καὶ τὸ κάλλος. Τὸ «μυστήριο τοῦ θυσιαστηρίου», ἔλεγε ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, εἶναι ἀξεχώριστο ἀπὸ τὸ «μυστήριο τοῦ ἀδελφοῦ».

Ἡ ἀληθινὴ «θεολογία τῆς ἀπελευθέρωσης» εἶναι θεολογία τοῦ Πάσχα• ὄχι μοναχὰ ἕνας ἐπαναστατικὸς (καὶ πνευματικὸς ἐπίσης) συμβολισμὸς ἑνὸς λαοῦ, ποὺ ἀποσπᾶται ἀπὸ τὴν Αἰγυπτιακὴ δουλεία, ἀλλὰ καὶ γονιμοποίηση τῆς Ἱστορίας μὲ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ποὺ περιλαμβάνει καὶ τὶς ἀπαραίτητες μορφὲς κοινωνικῆς ἀπελευθέρωσης, ἀλλὰ καὶ τὶς σχετικοποιεῖ καὶ τὶς ἐπαναπροσανατολίζει ὄχι πρὸς μίαν ἱστορία, ποὺ θὰ εἶναι σίγουρα ἐπιτυχὴς μέσα στὰ δικά της ὅρια, ἀλλὰ πρὸς τὴν Ἔλευση τοῦ Κυρίου.

Μόνο ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ ἀνάστασή μας ἐν Αὐτῷ μποροῦν νὰ μεταμορφώσουν στὰ μύχια τῆς ψυχῆς μας τὸ μῖσος σὲ ἐμπιστοσύνη καὶ νὰ κάνουν ὥστε νὰ ἀναφανοῦν ἄνθρωποι ἐλευθερωμένοι ἀπὸ τὸ θάνατο, τὸν θεμελιώδη, πνευματικὸ θάνατο, καὶ κατὰ συνέπεια ἱκανοὶ νὰ πραγματοποιοῦν μέσα στὴν ἱστορία ἀπελευθερωτικὰ κατορθώματα, ποὺ νὰ μὴ ὑποδουλώνουν τὸν ἄνθρωπο διαφορετικά, κατορθώματα ἀγάπης νοήμονος, μαχητικῆς καὶ δημιουργικῆς, ποὺ θὰ περιορίσουν κι ὕστερα θὰ μεταθέσουν στὸ ἐσωτερικο τοῦ ἀνθρώπου τὴ βία καὶ θὰ συντρίψουν τὰ αἴτια καὶ τὰ παράγωγά της.

Ἴσαμε τὴν Ἔλευση τοῦ Χριστοῦ πορευόμαστε μέσα στὴ σποδὸ τοῦ θανάτου, ἀλλὰ τὸ ζωοποιὸν Πνεῦμα, τὸ Πνεῦμα τῆς Ἀνάστασης — ἂν Τὸ ἀφήσουμε νὰ μᾶς διαπεράσει — διασκορπίζει κάποτε καὶ διαλύει τὴ σποδὸ τούτη γιὰ νὰ μᾶς ἀποκαλύψει τοὺς ἀπαστράπτοντες πολύτιμους λίθους τῆς Πασχάλιας Πολιτείας, ὅπου ἐπὶ τέλους ὁ θάνατος ἀποκαλύπτεται νεκρὸς καὶ ὁ κόσμος φανερώνεται μεταμορφωμένος.
πηγή

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...