Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Clement Olivier. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Clement Olivier. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή, Απριλίου 14, 2013

Η Εκκλησία του Αγ. Πνεύματος και η Μοναστική ζωή

followme
Καθηγ. Ινστιτούτου Ορθ. Θεολογίας “Άγιος Σέργιος”, Παρισίων Ολιβιέ Κλεμάν

Η Εκκλησία του Χριστού, ως ένα μυστηριακό, «μυστικό» σώμα, είναι επίσης «σώμα πνευματικόν» -όπως ο Απόστολος Παύλος αναφέρει- δηλαδή χώρος του Αγίου Πνεύματος, χώρος αενάου Πεντηκοστής.
Μέσα στο Ευαγγέλιο ο Ιησούς παρουσιάζεται ως ο Χριστός (κεχρισμένος) από το Άγιο Πνεύμα. Το Άγιο Πνεύμα, που είναι η Βασιλεία του Πατρός, χρίει συγχρόνως τον Μεσσία Ιησού. Ποτέ δεν σταματά να παραμένει σ’ Αυτόν, όπως φαίνεται στη μεγάλη τριαδολογική θεοφάνεια κατά τη βάπτιση στον Ιορδάνη και τη μεταμόρφωση στο όρος Θαβώρ. Προς το τέλος του κατά Ιωάννη Ευαγγελίου, ο Χριστός ολοκληρώνει την αποκάλυψή του για το ρόλο του Αγίου Πνεύματος. Ως ο νέος Παράκλητος, θα εσωτερικοποιεί την παρουσία του Εσταυρωμένου και θα μεταδίδει την Τριαδική Αγάπη στους ανθρώπους.

Στην πραγματικότητα, όταν ο Θεός «διά της δεξιάς του» (δηλαδή ο Πατήρ εν Αγίω Πνεύματι) ανέστησε τον Χριστό, το «πνευματικό σώμα» του Χριστού έγινε σώμα εκκλησιαστικό. Δομημένο με την πρώτη, αυθεντική επίκληση, γίνεται τώρα μόνιμο ως το σώμα του Κυρίου που κάθησε εν δεξιά του Πατρός και μεσιτεύει -αυτό είναι το όλο νόημα της προς Εβραίους Επιστολής- για την κάθοδο του Πνεύματος της Πεντηκοστής στην Εκκλησία που το περιμένει. Στη συνέχεια η Εκκλησία, το Σώμα του Χριστού, διέδωσε τη δύναμη (ενέργειες) της Ανάστασης εν Πνεύματι. Οι Πράξεις των Αποστόλων, διαπεραστικές όπως συμβαίνει με το ίδιο το βάθος της εκκλησιαστικής ζωής, εμφανίζονται ως το Ευαγγέλιο του Αγίου Πνεύματος, όπου το Πνεύμα μιλά και ενεργεί προσωπικά «εν ονόματι Ιησού Χριστού», δηλαδή μέσα από την ευχαριστιακή παρουσία και επίκλησή του. Σύμφωνα με την προφητεία του Ιωήλ, που χρησιμοποιεί ο Πέτρος, στις έσχατες ήμερες το Άγιο Πνεύμα θα εκχυθεί επί πάσαν σάρκαν και «πας ος αν επικαλέσηται το όνομα Κυρίου σωθήσεται» (Πράξ. 2:21).
Πέρα από οποιαδήποτε ενασχόληση και έρευνα γύρω από τη χριστιανική αρχαιολογία, είναι βασικό να επιμείνουμε σε αυτή την επικλητική δομή της Εκκλησίας. Η Εκκλησία, εν Αγίω Πνεύματι, είναι το μυστήριο του Αναστημένου Χριστού. Το μυστηριακό σώμα του Χριστού (δηλαδή η Εκκλησία), χάρη στην ιδιαίτερη σχέση βοήθειας και αλληλοπεριχώρησης με το Άγιο Πνεύμα, εμφανίζεται ως ο μοναδικός χώρος του Πνεύματος, όχι διότι το τελευταίο περικλείεται εκεί, αλλά διότι από εκεί, από την καρδιά του κόσμου, ξεχύνεται προς κάθε κατεύθυνση. Εφόσον μέσω των Μυστηρίων, και κυρίως μέσω της Θείας Ευχαριστίας, ολοκληρωνόμαστε στο Σώμα του Χριστού, εισερχόμαστε σε αυτό το χώρο χωρίς δυσκολία, όπου εδώ και μόνο «η θνητή ζωή» μας μεταβάλλεται σε «ζωή εν Πνεύματι».
«Δεόμεθα σου Κύριε, κατάπεμψον το Πανάγιόν σου Πνεύμα επί την θυσίαν της κοινότητος» -αναφέρει στην επίκλησή του ο Ιππόλυτος Ρώμης- «συγκράτησέ την, ένωσέ την και χάρισε στους αγίους που αποτελούν μέλη της να πληρωθούν διά του Αγίου Πνεύματος». Ας φέρουμε στη μνήμη τις διάφορες φράσεις της βυζαντινής Θείας Λειτουργίας. «Κατάπεμψον το Πνεύμα σου το Άγιον εφ’ ημάς [στην κοινότητα που προσφέρει] και επί τα προκείμενα δώρα ταύτα» [στην προσφορά της κοινότητας]». «Ημάς δε τους εξ ενός άρτου και ποτηριού μετέχοντας ενώσαι αλλήλοις διά της κοινωνίας του Αγίου Πνεύματος». «Ελάβομεν Πνεύμα επουράνιον», ψάλλουν αυτοί που μετέλαβαν. Και στη συριακή παράδοση η Θεία Ευχαριστία συχνά καλείται «πυρ και Πνεύμα». «Η φωτιά και το Πνεύμα είναι στο βάπτισμά μας», γράφει ο Άγιος Εφραίμ ο Σύρος. «Εξίσου η φωτιά και το Πνεύμα βρίσκονται στον Άρτο και στο Ποτήριο». Στη Χριστιανική Ανατολή, η σχετικά μεταγενέστερη σύνδεση του μυστηρίου του χρίσματος με αυτό του βαπτίσματος τονίζει την πνευματική διάσταση του δεύτερου: ο θάνατος και η Ανάσταση εν Χριστώ μάς εισάγει στη βασιλεία του Πνεύματος.
«Αυτός ουν έστι Θεός σαρκοφόρος, και ημείς άνθρωποι πνευματοφόροι», γράφει ο Μέγας Αθανάσιος. Πνευματική ζωή για ένα Χριστιανό σημαίνει ζωή εν Πνεύματι, ή μάλλον το Άγιο Πνεύμα ως ζωή, στα μέτρα της ύπαρξής μας ριζωμένης στο Σώμα του Χριστού -τα Τίμια Δώρα- και της ολοκλήρωσής μας στην κοινωνία των Αγίων, διότι είναι το Άγιο Πνεύμα που οικοδομεί την Εκκλησία σε κοινωνία. Εν Χριστώ, με το βαπτισματικό θάνατο και την ανάσταση, που γίνεται η σφραγίδα της όλης μας ύπαρξης, λαμβάνουμε το ζωοποιό Άγιο Πνεύμα, εκείνο που είναι η Ζωή, η πιο δυνατή από το θάνατο και στο οποίο βρίσκουμε την πνοή της αναστημένης ζωής μας. Το Πνεύμα μάς εισάγει στα «βάθη του Θεού» (Α’ Κορ. 2:10) όχι απλώς σε μια αδιαφοροποίητη άβυσσο, αλλά στο πλήρωμα και την πηγή της προσωπικά μεθεκτής, άκτιστης θείας ενέργειας. Ο νέος τρόπος ζωής που μεταδίδει το Πνεύμα σ’ εμάς είναι η ίδια η φύση της Αγίας Τριάδας. Στην πραγματικότητα εν Αγίω Πνεύματι ομολογούμε «Κύριον Ιησούν» (Α’ Κορ. 12:3) και τολμούμε να καλούμε τον Θεό «αββά ο Πατήρ» (Ρωμ. 8:15). Κάθε αποφατική αντινομία είναι γραμμένη σ’ αυτό το όνομα του Πατέρα, ένα όνομα που είναι ανώτερο από αυτό του Θεού, σύμφωνα με τη μαρτυρία των Πατέρων της Εκκλησίας. Διότι ο Πατέρας είναι την ίδια στιγμή η Πηγή της απρόσιτης θείας φύσης -υπέρθεος- και συγχρόνως αυτός που κοινοποιεί αυτή τη θεότητα σ’ εμάς μέσω του Χριστού διά του Αγίου Πνεύματος, με ένα τέτοιο τρόπο που μας κάνει να τον αποκαλούμε Αββά με απίστευτη τρυφερότητα.
Ζωή εν Χριστώ, ζωή εν Πνεύματι, ζωή εν Τριάδι. Πέρα από τη σύγχυση των υπάρξεων της μη-Χριστιανικής Ανατολής και τη σύγκρουση των ατόμων της ολοφάνερα μετα-Χριστιανικής Δύσης, η τριαδική πληρότητα αρχίζει, ενώνει και τελειοποιεί κάθε ανθρώπινη σχέση επικοινωνίας, ή καλύτερα, αυτή η πληρότητα μάς αποκαλύπτει τι μπορεί να σημαίνει στ’ αλήθεια αυτή η σχέση. Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός γράφει ότι στην Αγία Τριάδα τα πρόσωπα «την εν αλλήλοις περιχώρησιν έχουσι δίχα πάσης συναλοιφής και συμφύρσεως». «Έν γαρ έκαστον αυτών έχει προς το έτερον, ουχ ήττον ή προς εαυτόν».
Στην πραγματική ιστορία της ανθρωπότητας, η τριαδική αποκάλυψη ορίζεται ως η αποκάλυψη του νοήματος του προσώπου και του έρωτα. Η τριαδολογική ανθρωπολογία -που είναι η αυθεντική θεολογία του ανθρώπου- αποκαλύπτει στον Χριστό, κάτω από τα περίπτερα πυρός του Αγίου Πνεύματος, «ένα και μοναδικό άνθρωπο», στην πιο ρεαλιστική έννοια του όρου, μέσα από τη διαφοροποίηση των προσώπων: όχι απλώς ομοιούσια αλλά ομοούσια. Ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής μας διασώζει την τριαδο-λογική κοσμολογία των πρώτων Πατέρων, που είναι πολύ Παύλεια: ό,τι υπάρχει, σύμφωνα με μια οντολογία του μυστηρίου, μας μιλά για τον Πατέρα· ό,τι ο λογικός άνθρωπος μπορεί να πει και να πράξει με κάποιο νόημα, μας μιλά για το Λόγο που ορίζει και νοηματοδοτεϊ τα πάντα· όπου υπάρχει ύλη, αντίθετα με την παγκόσμια πεποίθηση της εντροπίας, αυτή τείνει προς τη ζωή, η ζωή τείνει προς τη συνείδηση, η συνείδηση προς τον ενσαρκωμένο Θεό και με τον τρόπο αυτό, η υλη μας μιλά για τη ζωοπάροχη Πνοή του Πνεύματος.
Η Εκκλησία του Πνεύματος εμφανίζεται με τον τρόπο αυτό ως ο μεταμορφούμενος κόσμος, αποκαταστημένος στο πρωτόκτιστο κάλλος του, με μια εσχατολογική όμως προοπτική. Οι θείες ενέργειες μέσα από την Εκκλησία κατευθύνονται στην καρδιά των όντων και των πραγμάτων και φτάνουν σιγά-σιγά, διά της κοινωνίας των αγίων, στην ανθρωπότητα και τον κόσμο. Η Εκκλησία του Αγίου Πνεύματος μας δίνει τη δύναμη να διακρίνουμε, και έτσι να ελευθερώνουμε, την αλήθεια των όντων και των πραγμάτων, την ιερότητα του κόσμου, την εικόνα του κάθε προσώπου. Η Εκκλησία δεν θέτει τον εαυτό της υπεράνω της πραγματικότητας· αντίθετα συνιστά το βάθος της και αποκαλύπτει μαζί την κοσμική λειτουργία και την αποκάλυψη της ιστορίας.
Η Εκκλησία με τον τρόπο αυτό, αποκαλύπτεται σ’ εμάς με δύο όψεις οι οποιες ανταποκρίνονται μεταξύ τους -αν και κάποτε δεν ανταποκρίνονται. Από τη μια μεριά, πάνω στην πέτρα της πληρότητας που ήδη μας έχει δοθεί και διατηρείται, συναντούμε την ένδοξη και μεταμορφωμένη παρουσία του Αναστημένου Χριστού, όπου Θεός και ανθρωπότητα, Θεός και κόσμος, είναι αδιάσπαστα ενωμένοι. Είναι αυτό το δεδομένο που εγγυάται τη «διανομή των Μυστηρίων» από τους Επισκόπους και τους Ιερείς. Όμως από την άλλη, αυτή η πληρότητα πρέπει να εμφανίζεται στην προσωπική μας ζωή, όχι ατομικά αλλά συλλογικά, μέσα στην Εκκλησία, σε κοινωνία, με την ένωση της ελευθερίας μας με το Άγιο Πνεύμα. Εν Χριστώ, τα πάντα μας έχουν δοθεί, όμως εν Αγίω Πνεύματι τα πάντα είναι μια επανεύρεση σε συνάντηση με τον Χριστό. Το Πνεύμα είναι καινό: είναι δεμένο με ένα ιδιαίτερο τρόπο με το κάθε πρόσωπο· ποτέ δεν σταματά να εμπνέει μεταξύ Θεού και ανθρώπου τις «νέες λέξεις» ενός Άσματος Ασμάτων ήδη πραγματοποιημένου. Το Πνεύμα ζητά μετάνοια από μας και την κτίση: αυτή τη μετάνοια που είναι μια γνήσια ανατροπή της αίσθησης που έχουμε για το τι είναι πραγματικότητα. Η μετάνοια, με τη σειρά της, ετοιμάζει το δρόμο για ένα ξεχείλισμα μεσιτείας, υπηρεσίας και λατρείας που είναι αιώνιο και μαζί πάντα νέο.
Όσον αφορά στο ανθρώπινό της στοιχείο, όπως σημειώνει ο Ωριγένης, η Εκκλησία είναι η μοιχαλίδα την οποία ο Κύριος ποτέ δεν παύει να ξεπλένει στο αίμα του, να την μεταμορφώνει σε άσπιλη νύμφη. Όπως συμβαίνει στην πορεία του καθενός από μας, η Εκκλησία γνωρίζει στιγμές κενού και ξηρασίας, που φαίνεται ότι το Πνεύμα την έχει εγκαταλείψει, ίσως διότι εκείνη παραδόθηκε στον ύπνο, ξεχνώντας τη μετάνοια και τη ζωή της υπηρεσίας ή ίσως διότι επήρθη και άρχισε να μιμείται πιθηκίζοντας τον κόσμο και τον πολιτισμό του. Αυτή είναι η στιγμή που οι μοναχοί εμφανίζονται στο προσκήνιο.
Σύμφωνα με τους Πατέρες, μοναχοί είναι εκείνοι που προσπαθούν να ζήσουν ολόκληρη τη ζωή τους σύμφωνα με το Ευαγγέλιο. Αναζητούν συνέχεια αυτό το ένα ου εστί χρεία και έτσι ασκούν βία σε όλα μέχρι θανάτου, μια βία που γονιμοποιεί τη ζωή μας και για την οποία έχουν ακριβή συνείδηση: βία της υπακοής, η οποία ελευθερώνει από το εγώ και τα χαρακτηριστικά του· βία της πενίας, η οποία μας ελευθερώνει από κάθε κτημοσύνη με όλη τη σημασία της λέξης• βίας της αγνότητας, η οποία προετοιμάζει τον δρόμο για την ελευθερία των δύο προηγούμενων αρετών και επιβεβαιώνει τη σταύρωση και τη μεταμόρφωση του έρωτα σε αγάπη. Κάποιος θα μπορούσε να περιγράψει την κατάσταση του μοναχού με ακόμη μεγαλύτερη ακρίβεια διατυπώνοντας μια διπλή δομή του μοναχισμού, η οποία είναι μάλλον πρόχειρη αλλά ίσως και δηλωτική.
1. Στη λογο-πνευματική ενότητα της Εκκλησίας οι Επίσκοποι και οι Ιερείς θεωρείται ότι βρίσκονται πιο κοντά στον πόλο της χριστολογικής μαρτυρίας. Σίγουρα, η αποστολή τους είναι χαρισματική, όμως εδώ το Πνεύμα μαρτυρεί, μέσω της αποστολής τους, ότι ο Χριστός πραγματικά αναστήθηκε και ότι η ζωή του προσφέρεται στους ανθρώπους στην Ευχαριστιακή Εκκλησία. Άλλοι βρίσκονται πιο κοντά στον πνευματολογικό πόλο, όπου το Άγιο Πνεύμα μας επιτρέπει να προσλάβουμε προσωπικά αυτή τη ζωή πιο δυνατή από το θάνατο, που ήδη έκανε την εμφάνισή του.
Ο μοναχός βρίσκεται στο κέντρο της πνευματικής αποδοχής μιας νέας ύπαρξης. Είναι βασικά λαϊκός από την άποψη του ευαγγελικού μαξιμαλισμού και της θυσιαστικής ανωνυμίας που αναφέρθηκε πιο πάνω. (Η ορολογία που χρησιμοποιούμε φέρνει τους δύο πόλους σε αντιπαραβολή, όχι όμως σε σύγκρουση: η ιδεώδης παράδοση της Ανατολής για Επισκόπους—μοναχούς δείχνει πόσο η Εκκλησία επιθυμεί να διατηρεί μαζί τη θεσμική και την προφητική όψη).
2. Στην πλατειά και περίπλοκη ενότητα αυτών που καλούνται να παραλαμβάνουν και να σκορπίζουν το Φως, μερικοί βρίσκονται πιο κοντά στην κτιστή πραγματικότητα, την ιστορία και τον κόσμο, για να τη μεταμορφώσουν. Άλλοι βρίσκονται πιο κοντά στο Φως, μεταμορφούμενοι οι ίδιοι με το να καταναλώνονται από αυτό. Αυτή η εγγύτητα προς το Φως, ορίζει τη θέση του μοναχού. Με τον ίδιο τρόπο είναι μια εγγύτητα στο θάνατο. Το χάρισμα του μοναχού είναι να είναι λαϊκός, κυριευμένος από ανυπομονησία για το φως, δηλαδή για το θάνατο και την ανάσταση. Για τους άλλους υπάρχουν μόνο οι βασικές ανάγκες που πηγάζουν από την έμφυτη κατάσταση. Για το μοναχό, πάνω απ’ όλα υπάρχει η μάχαιρα, η οποία, όπως γράφει ο Απόστολος, χωρίζει την ψυχή από το πνεύμα, το ψυχικό από το πνευματικό, το οποίο ακτινοβολεί από την υπερβατικότητα και δεν γνωρίζει άλλη οδό από την εγκατάλειψη του Σταυρού.
Στις «απαρχές» του μοναχισμού (πέρα από το πως διαμορφώθηκε αργότερα), όταν ήταν μια κίνηση εξόδου από τα κέντρα των πόλεων όχι μόνο πλάγια αλλά και κατακόρυφα, δεν υπήρχε μόνο ανθρώπινη βία αλλά και θεία χάρη. Ήταν η αναζήτηση της Βασιλείας των Ουρανών πέρα από τις συγκεχυμένες και αμφιλεγόμενες μορφές αυτού του κόσμου. Ήταν η βίωση της Παρουσίας του Χριστού όχι μόνο μυστηριακά αλλά και προσωπικά.
Σε περιόδους διωγμών, όπως στους πρώτους αιώνες ή και σήμερα ακόμη, η έκφανση του χριστιανικού μαξιμαλισμού -αυτό το αγκάθι στη σάρκα του κόσμου- άνηκε και ανήκει στους μάρτυρες, στους «τετρωμένους διά την αγάπην του Χριστού», οι οποίοι ενώ πάσχουν μαζί του, γνωρίζουν και προγεύονται τη χαρά της Αναστάσεως. Όταν σταμάτησαν οι διωγμοί και τα μαρτύρια, το «βάπτισμα της άσκησης» των μοναχών πήρε τη θέση του «βαπτίσματος του αίματος» των μαρτύρων, ως μια έμπρακτη εφαρμογή του βαπτίσματος δι’ Ύδατος και Πνεύματος, πάντοτε ακροσφαλής και αναγκαία. Γνωρίζουμε το θεμελιώδη δεσμό τον οποίο η Αγία Γραφή, καθώς και η ευχαριστιακή πράξη (που στην Ανατολή τονίζεται με το ζέον ύδωρ), καθιέρωσαν μεταξύ του Αίματος και του Πνεύματος. Από έδώ προέρχεται η ταύτιση της άσκησης με τη «θυσία του αίματος» στη γλώσσα του πρώτου μοναχισμού: «δώσε αίμα και λάβε πνεύμα», είναι μια έκφραση στην οποία τονίζεται η ανάγκη της μετάνοιας, η προσευχή της καθόδου στους ζωντανούς νεκρούς του Άδη -εδώ θυμάται κανείς τις εμφανίσεις του σατανά στον Άγιο Αντώνιο- ώστε να συναντηθεί με τον Χριστό και να αναστηθεί μαζί του, για να γίνει και ο ίδιος «αναστημένος», όπως ονομάζονταν οι μοναχοί στην πρώτη Εκκλησία. Όχι ότι ο μοναχός γίνεται υπεράνθρωπος αλλά, αντίθετα, με την κένωση, όπως ο Χριστός, κατεβαίνει πιο κάτω από τη δημιουργία. (Οι ερημίτες και οι στυλίτες, ταυτίζουν τους εαυτούς τους με τα φυτά και τις πέτρες, τους τοποθετούν πιο κάτω από τα ζώα και τους ανθρώπους). Η κένωση εκφράζει την κίνηση του Θεού, ο οποίος, δημιουργώντας, αφήνει γύρω του ένα διάστημα ελευθερίας με το να αποσύρεται και μετά κατεβαίνει με το Σταυρό στη δική του απουσία ώστε όλα, «ο ουρανός και η γη και τα καταχθόνια», να γεμίσουν από φως.
Ο δρόμος της κένωσης αποτελεί τη βάση για την εμφάνιση της χάριτος. Για το μοναχό, το πιο πολύτιμο πράγμα στον κόσμο είναι η περιεκτική αγάπη του Θεού. Ο μοναχός προσδέχεται αυτή την αγάπη που στους περισσότερους ανθρώπους φαίνεται ανύπαρκτη και άδεια. Είναι το θέμα του εν εξορία Θεού που το αισθάνθηκε τόσο έντονα ο ιουδαϊκός μυστικισμός και το οποίο στην ορθόδοξη πνευματικότητα, ιδιαίτερα τη ρωσική, έγινε ο Χριστός που οδοιπορεί, ο Χριστός που επαιτεί αγάπη, ή ακόμη ο Παράκλητος που παρηγορεί. Ο μοναχός έχει αυτή τη δωρεά της χάριτος: «Οι άνθρωποι ζητούν να δουν τα αποτελέσματα του έργου τους διότι έχασαν την αίσθηση του χαρίσματος· δεν πιστεύουν στο αόρατο. Ο μοναχός προσφέρει τον εαυτό του στον Θεό χωρίς όρους και όρια. Δεν αποζητά να εκτιμηθούν τα αποτελέσματα του έργου του, διότι αν έκανε κάτι τέτοιο θα ήταν σαν να έβαζε όρους στη δωρεά που προσφέρει. Ο θάνατος του Χριστού πάνω στο Σταυρό εμφανίζεται ως μια μεγάλη αποτυχία, είναι όμως από αυτή την αποτυχία που ανατέλλει το φως της ανάστασης και πηγάζει η σωτηρία. ‘Εμείς πρέπει να ακολουθούμε τα βήματα του Χριστού, πιστεύοντας στην κρυμμένη και αόρατη ενέργεια του Θεού. Ο Θεός ψάχνει και αναζητεί: υπάρχει ανάμεσα στους ανθρώπους κανείς που να είναι εντελώς ανοικτός και έτοιμος να δοθεί; Τότε αυτός θα χρησιμοποιηθεί για να σώσει την Εκκλησία και τον κόσμο. Είναι δυνατό να σωθεί η Εκκλησία με ένα καθαγιασμό χωρίς όρους· ο πειρασμός της αυτάρκειας που είναι τόσο συνήθης μεταξύ των ανθρώπων, είναι στη βάση του ένας πειρασμός απώλειας της πίστης» (Α. Scrima).
Στο μαξιμαλισμό των μοναχών πρέπει να βρίσκει τον προσανατολισμό της η πνευματικότητα των Χριστιανών. Ο μοναχισμός ετοιμάζει το δρόμο των πνευματικών, των «αποστολικών ανδρών», οι οποίοι μιλούν από πραγματική γνώση για το ακατανόητο της Αγάπης. Με την απόλυτη προσκόλληση τους στο ένα «ου έστι χρεία», ο μοναχισμός σώζει τον κόσμο από την ειδωλολατρία και επιτρέπει στον Θεό να δρα. Η κένωση είναι αχώριστη από τη θέωση.
Είναι αλήθεια ότι στην ιστορία ο μοναχισμός απέδειξε και ένα άλλο λειτούργημα, το οποίο θα αποκαλούσα λειτούργημα της «υποκατάστασης». Σε όλη τη διάρκεια της χριστιανικής περιόδου μια πραγματικά προσωπική μεταβολή πολύ συχνά ταυτιζόταν με την κλίση στο μοναχισμό και η μοναστική κοινότητα ήρθε να υποκαταστήσει τη χριστιανική κοινότητα αφού στηρίχτηκε πάνω στο πρότυπο της Πρώτης Εκκλησίας των Ιεροσολύμων. Όλο και πιο πολύ, στο μέτρο που γίνεται δύσκολο, απαιτητικό ή ακόμη και επικίνδυνο να είναι κανείς Χριστιανός, αυτό το λειτούργημα της «υποκατάστασης» εξαφανίζεται. Είναι φυσιολογικό κάποιος να δει, μέσα από προσωπική εμπειρία, από τη μια την εσχατολογική ανυπομονησία των μεγάλων μοναχών, η οποία είναι περισσότερο από κάθε άλλη φορά απαραίτητη και από την άλλη την υπομονή των λαϊκών με την οποία υπηρετούν μέσα στην ιστορία και οι οποίοι αποτελούν μια ολόκληρη τάξη ημι-μοναχικού και κοινοτικού τρόπου ζωής: αυτοί που ανήκουν σε ένα μοναχισμό ο οποίος ανοίγει και πάλι χώρους σιωπής και προσευχής στην καρδιά των πόλεων, αυτοί που ως λαϊκοί, ακόμη και μέσα στην πίεση της υπηρεσίας και του αγώνα, εφαρμόζουν ένα είδος «εσωτερικευμένου μοναχισμού» -για να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση του Παύλου Ευδοκίμωφ- με διάφορες μορφές πενίας και κοινοκτημοσύνης. «Σ’ ένα κόσμο κουρασμένο, εξαντλημένο από τις φροντίδες, με όλο και πιο γρήγορους ρυθμούς ζωής, καθήκον μας είναι να επανεύρουμε και να ζήσουμε την πνευματική παιδικότητα, την ευαγγελική δροσιά και την αφελότητα της “στενής οδού” η οποία μας οδηγεί να καθήσουμε στο τραπέζι των αμαρτωλών, να ευλογήσουμε και να φάμε μαζί τους».
Ο μοναχισμός, λοιπόν, καλείται σήμερα να περάσει από τη λειτουργία της αντικατάστασης, η οποία πολύ συχνά οδήγησε σε ένα υπερτονισμό του θεσμού, στη λειτουργία της ανακάλυψης, της μεσολάβησης και της συνύπαρξης με τους άλλους. Καλείται να αναλάβει πλήρως τη χαρισματική, ή για να το θέσω θεμελιωδέστερα και πιο ταπεινά, την πνευματική του ζωντάνια. Το να μιλάς για «ασωτερικευμένο μοναχισμό» θα αποτελούσε μάταιο καλαισθητισμό αν δεν υπάρχουν αληθινοί μοναχοί. Οι διάφορες χαρισματικές ανανεώσεις θα μπορούσαν επίσης να ελευθερωθούν από τις ενοχλητικές επεκτάσεις των νεοσύλλεκτων εάν βρουν πεπειραμένη καθοδήγηση για να περάσουν την έρημο για τη μακρά και υπομονετική έξοδο προς τη «χώρα των ζώντων».

(«Ορθόδοξος Μοναχισμός», εκδ. Αρμός, σ. 63-75)

Τετάρτη, Μαρτίου 20, 2013

Παρατηρήσεις ενός λαϊκού πάνω στη μαρτυρία της πίστης


martireslivier Clement)
Για την Ορθόδοξη Εκκλησία, η πληρότητα της μαρτυρίας είναι προφανώς εκείνη των μαρτύρων. Ο μάρτυρας είναι εκείνος που μαρτυρεί κατά τη πιο ακριβή έννοια μπρος στο δικαστήριο των ισχυρών αυτού του κόσμου, που μαρτυρεί ότι ο Ιησούς είναι ο μόνος Κύριος, ότι ο Χριστός είναι ο Κύριος και όχι ο Καίσαρ. Όμως δεν υπάρχει σ’ αυτούς τους μάρτυρες καμμιά εξημμένη αναζήτηση της αιματηρής μαρτυρίας, η βεβαιότητά τους δεν είναι ποτέ μια πρόκληση αλλά μια απάντηση που η βάση της είναι πάντοτε η αγάπη των εχθρών (κάνω τη σκέψη ενός σύγχρονου δικαστή μιας ανατολικής χώρας: «επιμένουν να μας αγαπάνε»). Οι μάρτυρες αφομοιώνονται με το ένδοξο σώμα του Αναστάντος και γίνονται κατά κάποιο τρόπο Ευχαριστία· έτσι και ο άγιος Πολύκαρπος μέσα στη πυρά, «όχι σα μια σάρκα που καίγεται αλλά σαν ένα ψωμί που ψήνεται», λέει η παλιά διήγηση. Και είναι μια πολύ βαρειά τιμή και ένα έργο πολύ δύσκολο να μιλά κανείς —όσο λίγο και αν είναι— στ’ όνομα μιας Εκκλησίας που γνώρισε στον 20ον αιώνα τόσους μάρτυρες και που γνωρίζει ακόμα και σήμερα τόσους ομολογητές. Πέρα από το σιδηρούν παραπέτασμα, η πίστη αυτή καθ’ αυτή είναι μια πράξη. Υπάρχει η λειτουργική προσευχή και το λειτουργικό χαμόγελο, «η ταπεινή παραδοχή των βασάνων μέσα στην αγάπη των εχθρών».
Είναι λοιπόν ακόμα, για την Ορθόδοξη Εκκλησία, η πληρότητα της μαρτυρίας, εκείνη του «αποστολικού ανθρώπου». Ο αποστολικός άνθρωπος, ύστερα από χρόνια παραμερισμού, ταπείνωσης, σιωπηλής εργασίας, συνεχούς προσευχής, κατά κάποιο τρόπο φλογίζεται από το άκτιστο φως που εκρέει από τη Θεία Μετάληψη, και πραγματοποιεί τις υποσχέσεις που έγιναν από το Χριστό στους Αποστόλους (τη διάκριση των πνευμάτων, τον εξορκισμό, τη θεραπεία), βρίσκοντας το λόγο που αγγίζει την καρδιά, μαρτυρώντας ταυτόχρονα με το λόγο και με την ισχύ μιας ανακαινισμένης ζωής. Ιδού, φυσικά, τι πρέπει να μας κάνει μετριόφρονες. Ας μη ξεχνάμε όμως —και εκεί είναι αυτό που διαφοροποιεί την ορθόδοξη θέση από εκείνη ενός Κierkegard —ας μη ξεχνάμε το μυστήριο της Εκκλησίας· το γεγονός ότι η Εκκλησία ολόκληρη είναι αποστολική, ότι είναι ολόκληρη αυτόπτης μάρτυς του Αναστάντος. Κάθε χριστιανός, εφ’ όσον ανήκει στην Εκκλησία, εφ’ όσον είναι ένας μάρτυρας υπεύθυνος της αλήθειας, εφ’ όσον είναι «λειτουργικός άνθρωπος» —«είδομεν το φως το άληθινόν» ψάλλει ο λαός μετά την Κοινωνία— είναι λοιπόν, κατά ένα ταπεινό μέρος. Ένας αυτόπτης μάρτυρας και ένας αποστολικός άνθρωπος.
Θα ήθελα να καταπιαστώ με τρία ερωτήματα για να οικοδομήσω αυτό που δεν μπορεί να είναι μια μαρτυρία (διότι είναι αναιδής και τελικά άχρηστη), αλλά μερικές προσωπικές σκέψεις. Ποιές είναι, για την Ορθόδοξη Εκκλησία, οι βεβαιότητες και οι ουσιαστικές στάσεις της μαρτυρίας; Τί μπορεί να είναι αυτή η μαρτυρία κατά την άσκηση της βασιλικής μας ιεροσύνης, μέσα στο περιβάλλον μας, στο επάγγελμά μας (τουλάχιστο στο δικό μου); Τέλος, ποιά σχέση μπορεί ν’ αποκατασταθεί μέσα στις ζωές μας, μεταξύ των στάσεων και της προσευχής από το ένα μέρος και από το άλλο του λόγου, γιατί πρέπει επίσης να εκφράζεται με τον λόγο η μαρτυρία της. Είναι μια τάση διαδεδομένη και ίσως ένας μεγάλος πειρασμός για τους χριστιανούς της εποχής μας, να προβαίνει κανείς με το περιεχόμενο του μηνύματος σ’ ένα πελώριο υπονοούμενο.
1ον ) Ποιές είναι πρώτα οι βεβαιότητες και οι ουσιαστικές στάσεις της μαρτυρίας; Αυτή, λοιπόν, η πολύ απλή βεβαίωση —που είναι η θεμελιώδης βεβαίωση του Χριστιανισμού— ότι ο Χριστός ανέστη. Παρά τον ουμανιστικό λυρισμό τόσων απ’ τους συγχρόνους μας, ξέρουμε καλά ότι υπάρχει θάνατος και υπάρχει κόλαση μέσα στον άνθρωπο, ότι υπάρχει θάνατος και υπάρχει κόλαση μεταξύ των ανθρώπων. Πέρα από τα γενικά προβλήματα, πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά, υπάρχει ο άνθρωπος ως πρόβλημα, ο άνθρωπος βασανισμένος απ’ το μηδέν, ο άνθρωπος άπληστος για αιωνιότητα. Γι’ αυτό, η μόνη αγγελία που είναι στ’ αλήθεια καλή αγγελία για τον άνθρωπο, είναι το μήνυμα των αποστόλων που έγινε μήνυμα της Εκκλησίας: ο Χριστός ανέστη. Ο Άδης «έλαβε σώμα και Θεώ περι­έτυχεν, (Αναφέρω τη Λειτουργία του Πάσχα), Έλαβε γην και συνήντησεν ουρανόν» και η πασχαλινή ομιλία επαναλαμβάνει το κείμενο του Αποστόλου Παύλου : «Πού σου, θάνατε, το κέντρον; Πού σου Άδη, το νίκος; Ανέστη Χριστός, και πεπτώκασι δαίμονες. Ανέστη Χριστός, και ζωή πολιτεύεται». Ανεστήθη Αυτός και μας ανασταίνει, είναι ολόκληρη η ζωή μας, είναι ολόκληρη η οικουμένη την οποία φέρει προς τον Πατέρα, σαν το πρόβατο που χάθηκε και ξαναβρέθηκε και μπορούμε να επιχειρήσουμε ν’ αγαπήσουμε, να επιχειρήσουμε να ζήσουμε, ο θάνατος δεν είναι πια μπροστά μας, αλλά πίσω μας.
Η Εκκλησία είναι αυτή η καλυμμένη παρουσία, γιατί ο Θεός είναι μια αιώνια διακριτικότητα —το πιο μεγάλο σέβας, είναι το σέβας του Θεού για τον άνθρωπο— η καλυμμένη αλλά και πραγματική παρουσία του δοξασμένου Χριστού που εδρεύει από την Ανάληψη στα δεξιά του Πατρός αλλά που δεν μας αφήνει ορφανούς, ο ουρανός δεν ξανακλείστηκε και, με όλη τη μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας, με τη βάφτιση, με το ευχέλαιο, με τη θεία Ευχαριστία, διαβαίνουμε το θάνατο για να συμμετάσχουμε στη ζωή του Αναστάντος, για να λάβουμε μια φλόγα της Πεντηκοστής, είμαστε πραγματικά – μυστικά αλλά πραγματικά θεωμένοι, συμμετέχουμε πραγματικά, ήδη από δω κάτω, στην αιώνια ζωή. Είναι ο λόγος που η μαρτυρία ως «επιφάνεια της δόξης», (για να ξα­ναχρησιμοποιήσουμε την έκφραση του Ρere Dumas) δε μπορεί να είναι παρά η αγιότητα. Μαρτυρία της αγιότητας με τη θεληματική μας συγκατάθεση, με τη θεληματική μας αποδοχή της θείας ζωής που η Εκκλησία είναι η πάροχος. Κάθοδος μέσα στη ταπεινοσύνη — αυτό είναι η άσκηση· αν οι ασκητές έχουν μιλήσει πολύ για «κλίμακες», είναι κλίμακες που κατεβαίνει κανείς, μια κάθοδος στη ταπεινοσύνη ώσπου να μην έχει κανείς πια τίποτε, ώσπου να μην είναι κανείς παρά φτώχεια ολική, ολικό άνοιγμα έτσι ώστε να μας γεμίσει από τον πλούτο της ζωής Εκείνου που έγινε φτωχός για μας.
Έτσι θα μπορούμε να είμαστε μάρτυρες της χαράς. Ο άγιος Σεραφείμ του Σαρόβ υποδεχόταν τους επισκέπτες του μ’ αυτές τις λέξεις : «Χαρά μου, ανέστη ο Χριστός». Αυτή την παράδοξη χαρά της συντριμμένης καρδιάς που ο Θεός δεν περιφρονεί, είναι προφανέστατα το αντίδωρο θλίψης, αποτυχίας, μιας υπηρεσίας χωρίς μεγάλη εγκόσμια ελπίδα που θ’ αποκτήσουμε. Γιατί γνωρίζει, αυτή η χαρά, ότι πρέπει ν’ αγωνιστεί κανείς μέχρι θανάτου χωρίς ποτέ να ελπίζει μιαν οριστική νίκη, ούτε καν μόνιμη εγκόσμια νίκη, γιατί το Βασίλειο που κτίζουμε, το κτίζουμε εν Χριστώ και μονάχα κατά την επιστροφή του Χριστού θα φανερωθεί. Δεν έχουμε το μέτρο της μαρτυρίας μας, της αποτελεσματικότητάς της, γιατί βρίσκεται επέκεινα του χρόνου και της ιστορίας και θα φέρει τους καρπούς της, όταν όλοι θ’ αναστηθούν. Γνωρίζει, αυτή η χαρά, ότι οι δρόμοι του Θεού δεν είναι οι δικοί μας, και ότι το ουσιαστικό δεν είναι να πετύχει κανείς κατά τα μέτρα της γης, αλλά να γίνει άνθρωπος, ένας άνθρωπος πονεμένος αλλά γεμάτος χαρά. Γιατί το ουσιαστικό για να μαρτυρήσει κανείς ότι ο Χριστός ήλθε και ότι θα επανέλθει, το ουσιαστικό για να μαρτυρήσει στους απομονωμένους, σ’ αυτούς που κλαίνε, σ’ αυτούς που δεν έχουν αγάπη, σ’ αυτούς που δεν ξέρουν ν’ αγαπούν, σ’ αυτούς που κλαίνε τους πολυαγαπημένους τους νεκρούς, το ουσιαστικό για να μαρτυρήσει κανείς ότι τίποτε από ό,τι υπήρξε στ’ αλήθεια δε μπορεί να εξουθενωθεί, αλλά ότι όλα θα γίνουν πιο πραγματικά και μεταμορφωμένα μέσα στη Βασιλεία, το ουσιαστικό είναι η χαρά μας. Δεν μαρτυρεί κανείς παρά με την αγιότητα, δεν μαρτυρεί κανείς παρά με τη χαρά, γεννημένος από το μυστηριώδες βάπτισμα των δακρύων, πέρα από τις μεγάλες, μαζικές αξιώσεις, πέρα από την κοινωνία, την ιστορία, πέρα από την εγκόσμια ευτυχία όπου ο σημερινός άνθρωπος θα ήθελε ν’ αποκοιμηθεί. Ο άνθρωπος —γιατί είναι ένα κτιστό πρόσωπο κατ’ εικόνα του Θεού, γιατί η καρδιά του είναι αχόρταγη, γιατί αυτή η αχόρταγη καρδιά δε μπορεί τελικά να χορτάσει παρά με το Θεό— ο άνθρωπος μπρος στο θάνατο, ο άνθρωπος μπρος στην αποτυχία της αγάπης, ο άνθρωπος διψασμένος για ζωή και αγάπη, τί ζητεί τελικά αν όχι τη μαρτυρία της χαράς; Και ποιός μπορεί να του τη δώσει αν όχι οι άγιοι;
2ον) Πρέπει λοιπόν να επιχειρήσουμε, όσο λίγοι και αν είμαστε — γιατί δεν είμαστε μόνοι, γιατί ανήκουμε στη κοινωνία των αγίων— να φέρουμε λιγάκι αυτή τη μαρτυρία της χαράς κατά την άσκηση της βασιλικής μας ιεροσύνης. Ο άνθρωπος γνωρίζει ότι γι’ αυτόν τον κόσμο που λατρεύει τον εαυτό του, η Εκκλησία είναι μια θανάσιμη πληγή. Αλλά για τον κόσμο που δημιούργησε ο Θεός, μυστικά δοξασμένος εν Χριστώ, η Εκκλησία είναι η μόνη υπόσχεση ζωής. Οι χριστιανοί είναι το άλας της γης που την εμποδίζει να σαπίσει και που ήδη τη μεταμορφώνουν σε προσφορά. Και για να ξαναθίξουμε ένα θέμα της ιουδαϊκής πνευματικότητας που έγινε πολύ της μόδας αυτά τα τελευταία χρόνια μ’ ένα ξακουστό μυθιστόρημα, οι χριστιανοί θα έπρεπε να ξέρουν ότι μέσα στην ίδια τους την προσευχή, ότι μέσα στην ίδια τους την παρουσία είναι οι «τελευταίοι των δικαίων» που εμποδίζουν τον κόσμο να εξουθενωθεί και που ετοιμάζουν τη μεταμόρφωσή του. Πρέπει να σφυρηλατήσει μέσα του κανείς τις ανώτερες αρετές αυτής της βασιλικής ιεροσύνης· η αληθινή ανοχή που δεν είναι αδιαφορία αλλά σεβασμός, η αληθινή μετριοφροσύνη που αποτελείται από γενναιοδωρία και άπειρη υπομονή. Να ξέρει κανείς να καταλαβαίνει, δηλαδή «να παίρνει μαζί του», «μέσα του» και όταν ο άλλος δε θέλει να τον εννοήσει, να ξέρη κανείς να παραμερίζει χωρίς μνησικακία, να προσεύχεται γι’ αυτόν και παρ’ όλα αυτά, να τον φέρει μέσα του, στην καρδιά του. Να ξέρει να διαλέγεται, να ξέρει να λέει «όχι» χωρίς επιθετικότητα, να ξέρει ν’ αγωνίζεται μ’ αγάπη όχι πρώτα για να προσηλυτίσει, αλλά για να στηρίξει, και ν’ ανέχεται τον πλησίον του, έστω κι’ αν είναι εντελώς διαφορετικός του.
Μέσα σ’ αυτό το κείμενο θα θίξω δυό σημεία που μου φαίνονται θεμελιώδη για το επάγγελμά μου : είμαι καθηγητής. Είναι πρώτα το πρόβλημα του κύρους· κάθε άνθρωπος καλείται ν’ ασκήσει την εξουσία στο επάγγελμά του, στο περιβάλλον του, πάνω στα παιδιά του, μέσα στην οικογένεια του, μέσα του, ως ποιμήν της ποίμνης των παθών και ενστίκτων του. Πρέπει αυτή η ισχύς να είναι δημιουργική, να είναι ισχύς και κοινωνία και μεταμόρφωση, να εκδηλώνει τη νίκη και την αγάπη του Χριστού. Είναι ασφαλώς μια όψη από τις πιο δύσκολες και από τις πιο σημαντικές της μαρτυρίας μας κατά την άσκηση της βασιλικής μας ιεροσύνης. Και είναι αλήθεια, μέσα στη κοινωνία μας, υπάρχει μια κατάπτωση της πατρικής διάστασης, μια κατάπτωση κάθε «λειτουργικού» σεβασμού. Ίσως, από μια πλευρά, είναι συνέπεια του πρακτικού αθεϊσμού της εποχής μας —κάθε πατρότητα γήινη δεν είναι, όπως λέει ο Απόστολος, παρά μια αντανάκλαση της θείας πατρότητας που δε μπορεί να βρει παρά μέσα μας το θεμέλιό της. Η πατρότητα στην εποχή μας, επειδή δεν θεμελιώνεται πια πάνω στη μαρτυρία ενός «νοήματος», πρέπει, πολύ φυσικά, να γκρεμιστεί. Όχι από λάθος των τέκνων, αλλά από λάθος των πατέρων που δεν μεταδίδουν πια το «νόημα», που είναι, ακριβώς, το παιδί. Το παιδί λέει: ποιό είναι το νόημα; Και ο πατέρας απαντά: είσαι εσύ. Είναι ένας φαύλος κύκλος. Είναι η αίτια για τον χριστιανό παιδαγωγό και για κάθε χριστιανό που καλείται ν’ ασκήσει την εξουσία του, είναι ανάγκη να μαρτυρήσει μ’ αυτό που θα ονομάσω ένα «νέο ύφος κύρους». Ασφαλώς, ο χριστιανός είναι ο κληρονόμος του χριστιανού βασιλιά αλλά πρέπει να έχει συμμαχία με την ελευθερία, πράγμα που δεν είναι καθόλου ο χριστιανός βασιλιάς του οποίου ο Θεός φανερωνόταν συχνά σαν ένας Θεός-δήμιος. Η ομάδα που ο χριστιανός πρέπει να εμψυχώνει —είτε είναι μια τάξη, είτε ένας κύκλος μελετών, είτε μια κίνηση νέων— θα έχει αναγκαστικά ένα χαρακτήρα αδελφικό πολύ πιο δυνατό απ’ όσο η παλιά πατριαρχική οικογένεια. Ανάμεσα στη βλαβερή αδελφοσύνη που είναι δημαγωγία, χάος, απουσία κάθε δημιουργικής πειθαρχίας, και στη βλαβερή πατρότητα που είναι τυραννία αυθαίρετη, πρέπει να γυρεύουμε δύσκολα, επίπονα. Ένα πέρασμα προς την
ακτινοβολία του Ευαγγελίου. Γιατί ο χριστιανός δε μπορεί να μετέχει στο μυστήριο της θείας πατρότητας παρά διά του Υιού που έκανε τον εαυτό του αδελφό και υπηρέτη όλων. «Μην είστε σαν τους βασιλείς της γης» λέει ο Κύριος μας. Η θεοκρατία τέλειωσε, τέλειωσε για πάντα. Δε μπορεί πια να υπάρξει θεοκρατία, δεν μπορεί πια να υπάρξει ένας Θεός που επιβάλλεται στους ανθρώπους με το δήμιο και εμφανίζεται ο ίδιος σαν δήμιος. Αλλά πρέπει αδιάκοπα να πλάθουμε, εκεί που βρισκόμαστε —λέω να πλάθουμε γιατί είναι μια πραγματικότητα που ακτινοβολούμε ταπεινά, που καμμιά φορά εξαφανίζεται, και που πρέπει αδιάκοπα να ξαναδημιουργούμε— πρέπει να πλάσουμε μέσα στ’ ανθρώπινα κύτταρα για τα οποία είμαστε υπεύθυνοι, ή τα όποια καλούμαστε να πλάσουμε, αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε ελεύθερη χριστοκρατία. Οι καλύτεροι ψυχολόγοι, οι καλύτεροι παιδαγωγοί σήμερα, είναι ρητοί: η ανταρσία των εφήβων προέρχεται από το γεγονός ότι απογοητεύθηκαν κατάβαθα από τον ώριμο απόντα πατέρα ή πατέρα χαμένο, που γίνεται περιοδικά «flic». Αλλ’ ας εμφανιστεί ένας άνθρωπος λιγάκι αυθεντικός, ένας αληθινά ώριμος, και τότε όλες οι λιγοθυμισμένες ανάγκες τους θαυμασμού και σεβασμού θα τον αγκαλιάσουν.
Η ανταρσία τού έφηβου εναντίον του πατέρα δεν είναι, γενικά, η άρνηση της ουσίας της πατρότητας. Είναι η αναζήτηση μιας άλλης πατρότητας, μιας πατρότητας που θα την διάλεγε και που δεν θα επιβάλλονταν, μιας πατρότητας συνδεμένης με την ελευθερία με έναν αδελφικό δεσμό, μιας πατρότητας για τη μύηση στο Πνεύμα. Και εδώ θίγουμε ορισμένες από τις ρίζες του σύγχρονου αθεϊσμού (γιατί ο «θάνατος του πατρός» είναι βαθιά δεμένος με τον αθεϊσμό) και, λοιπόν, τους δρόμους της θεραπείας του για μερικούς από αυτούς που καλούμαστε να βοηθήσουμε. Για τον χριστιανό παιδαγωγό, για τον χριστιανό μέσα στο χώρο της πατρότητας, το πρωτότυπο θα μπορούσε να είναι, κατά κάποιο τρόπο, ο άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής, ο πιο αρρενωπός και ο πιο ταπεινός: «Εκείνον δει αυξάνειν, εμέ δε ελαττούσθαι», δηλαδή (και τούτο μπορεί κανείς να το κάνει αισθητό, ακόμα και αν δε το πει) : «είστε συγκεντρωμένοι γύρω μου, πιστεύετε ότι είστε συγκεντρωμένοι γύρω μου, αλλ’ απατάσθε· στη πραγματικότητα είμαστε συγκεντρωμένοι γύρω από τον Χριστό».
Εδώ τότε βρίσκουμε το άλλο πρόβλημα που θα επιθυμούσα να θίξω, γιατί αγγίζει άμεσα το επάγγελμά μου και είναι το πρόβλημα μιας χριστιανικής χρησιμοποίησης του λαϊκού. Πολύ συγκεκριμένο πρόβλημα, που τίθεται σε οποιονδήποτε διδάσκει σ’ ένα ίδρυμα του Κράτους. Ένας καθηγητής της δημόσιας εκπαίδευσης, «λαϊκός» όπως λένε, δεν έχει το δικαίωμα να τα πει όλα, εκτός ως άνθρωπος προς άνθρωπο, αν έλθει κανείς να τον βρει και να του θέσει το ερώτημα, έξω από τα μαθήματα, καμμιά φορά πολύ πιο αργά —τούτο εδώ μπορεί να γίνει χρό­νια μετά. Ο ρόλος του μου φαίνεται ότι εκφράζεται πολύ καλά με τη φράση του Κierkegaardί που ανάφερε ό Ρ. Dumas: «Ο άνθρωπος δεν έχει μάτια για να δει, ούτε αυτιά για να ακούσει το λόγο του Θεού, όσο δεν φτάσει σ’ ένα ορισμένο σημείο εμβάθυνσης μέσα στην ύπαρξή του». Ο ρόλος ενός παιδαγωγού χριστιανού στη δημόσια εκπαίδευση, είναι ακριβώς το να βοηθά λιγάκι τους εφήβους, με τους οποίους ασχολείται, να φτάσουν ή να διαισθανθούν αυτή την «εμβάθυνση μέσα στην ύπαρξη». Δηλαδή, να σπείρει την ανησυχία, να υποκινήσει εσωτερικές συγκρούσεις, να καταστρέψει τις εικόνες της οικουμένης, που είναι αδιαφανείς και πεζές, ν’ ασκήσει μια παθιασμένη κριτική (διδάσκω Ιστορία), μια παθιασμένη Ιστορία, παρουσιάζοντας κατά κάποιο τρόπο από το εσωτερικό τις μεγάλες ανθρώπινες αιρέσεις, δείχνοντας το σοβαρό αυτών των αιρέσεων. Σκέφτομαι, παραδείγματος χάρη, για μια σειρά μαθημάτων πάνω στην ιστορία του ΧΙΧου  αιώνα που θα μπορούσε να φτάσει στο Κολοφώνα —κάθε φορά από τα «έσω» – σε μια τριπλή έκθεση πάνω στο Μarx, πάνω στο Νietzsche και πάνω στο Dostoyevsky. Ν’ αρπάξει έτσι κανείς τον έφηβο από μια ορισμένη υπνοβασία του πολιτισμού της ευτυχίας και ίσως, αν είναι χριστιανός, από την υπνοβασία ενός κάποιου χριστιανισμού -που είναι εδώθε του αθεϊσμού ενώ θα έπρεπε να βρίσκεται εκείθε- και να του κάνει ν’ ανακαλύψει, να διαισθανθεί, εν πάση περιπτώσει, και το βάθος της ύπαρξης, και την αυθεντικότητα του άλλου, γιατί αυτό που έχουμε, το πιο πολύτιμο, να διδάξουμε, είναι το νόημα του διαλόγου, πέρα από τις εφηβικές απλοϊκότητας. Και τούτο με μια στάση μαιευτικής, με μιαν άσκηση χιούμορ, για ν’ αποφύγουμε να γοητεύσουμε αυτούς τους νέους, να τους προσηλώσουμε πάνω στην ίδια μας προσωπικότητα, για να μπουν στο δρόμο μόνοι τους, με την επιθυμία της βαθειάς ζωής και την απαίτηση μιας αλήθειας που αποδίδει κάθε πραγματικότητα, κάθε ζωή, που δεν σακατεύει, αλλ’ εκπληρώνει. Το νόημα του διαλόγου, το νόημα του άλλου, το νόημα του περίπλοκου και της συνάντησης, όταν συχνάζει κανείς σε δρόμους μικρής κίνησης. Ιδού τι θα μπορούσε να είναι μια μαρτυρία διακριτική αλλ’ αποτελεσματική της αληθινής αγάπης και του τριαδικού μυστηρίου.
3ον) Θα ήθελα να συμπεράνω ακριβώς πάνω σ’ αυτή την αναγκαία σχέση των στάσεων, της προσευχής και του λόγου. Γιατί μου φαίνεται ότι προφανέστατα η μαρτυρία πρέπει να είναι πρώτα, όχι μονάχα, αλλά πρώτα — μια μαρτυρία σιωπηλή. Συνεπάγεται μια σειρά από στάσεις που θα επιθυμούσα να περιλάβω μέσα σ’ αυτή τη διατύπωση: ο χριστιανός πρέπει να είναι μεταξύ των ανθρώπων ταυτόχρονα ο βασιλιάς και ο γελωτοποιός του. Εσωτερική βασιλεία  με τη ζωή σε βάθος, δηλαδή με την ικανότητα, μέσα στον κόσμο του θορύβου όπου είμαστε, να σιωπούμε, να γινόμαστε σιωπή για ν’ ακούμε καλύτερα το Λόγο να φυτρώνει ζωντανός— με την ταπεινότητα, συχνότατα με το αποτράβηγμα, με μια ορισμένη απογύμνωση και παράδοση προς τα όντα και τα πράγματα. Σιγά-σιγά να ξανακτίζουμε τη φύση μας μέσα στη χάρη, ή μάλλον ν’ αφήνουμε το Άγιο Πνεύμα να ξανακτίσει τη φύση μας. Να προσπαθήσουμε να γίνουμε ένας άνθρωπος, ένας αληθινός άνθρωπος, γερός, γαλήνιος, που μιλά λίγο αλλά αληθινά. Να προσπαθήσουμε να γίνουμε ένας ζωντανός άνθρωπος, θέλω να πω ένας αληθινός βαφτισμένος που έχει το θάνατο πίσω του και που δε φοβάται, που συμμετέχει στη μυστική βασιλεία του Χριστού, σ’ αυτή τη τεράστια κίνηση Ανάληψης και Πεντηκοστής, ο οποίος, με την Εκκλησία, δε σταματά από του να έλκει την οικουμένη μέσα στη Βασιλεία Του. Ένας ευγενής άνθρωπος, δηλαδή ένας άνθρωπος χωρίς μνησικακία, ένας άνθρωπος που στηρίζεται πάνω στον εαυτό του και που δεν κατηγορεί αδιάκοπα τους άλλους μέσα σ’ ένα κόσμο βασανισμένο από φόβο και μνησικακία. Ένας άνθρωπος που στηρίζεται στον εαυτό του γιατί στηρίζεται στο μυστικό του είναι του, όπως ο άγιος Ιωάννης, πάνω στην καρδιά που αγαπά του Θεού που έγινε άνθρωπος, και ο οποίος έτσι μπορεί να τολμήσει να ζήσει και να τολμήσει ν’ αγαπήσει. Ένας άνθρωπος κατά χάρη έκπληκτος για την ύπαρξη του «Θεού μαζί μας» —Εμμανουήλ— ένας άνθρωπος που «βαδίζει υμνώντας Αυτόν», και που αυτό ακριβώς διευκρινίζει όλα τα πράγματα μέσα στον δοξασμένο Χριστό. Ένας άνθρωπος κατά χάρη έκπληκτος για κάθε ύπαρξη, που υποφέρει και κλαίει επίσης για την απόσταση που διατηρεί η αμαρτία ανάμεσα στο πρόσωπο που κατάπεσε και στη μυστική εικόνα, ανάμεσα στα ψοφήμια και στη Φλεγόμενη Βάτο, ένας άνθρωπος έκπληκτος και πονεμένος και σιγά-σιγά διαπερασμένος με τη στοργή ολόκληρου του όντος, αυτής της «μακάριας θλίψης», αυτής της «μακάριας στοργής» για την οποία μιλάνε οι ασκητές. Έτσι, και χωρίς να το γυρεύουν, ίσως γίνεται κανείς διάφορος ακριβώς στα λόγια και στις κινήσεις, τις πιο κοινές, τις πιο καθημερινές. Ίσως δίνει κανείς την εντύπωση ότι υπάρχει ένα νόημα, ότι όλα δεν είναι κενά, ότι όλα δεν είναι παράλογα και δωρεάν. Ίσως δίνει κανείς την εντύπωση ότι γνωρίζει την πείρα του αθεϊσμού, ότι έκανε επίσης τη «διαμονή του στην κόλαση», αλλ’ ότι υπάρχει ακόμα κάτι άλλο. «Ο Ντοστογιέφσκυ ήξερε όλα όσα ήξερε ο Νίτσε, αλλά και κάτι πάρα πάνω», έγραφε ο Μπερντιάεφ. Ναι, να προσθέσει κανείς στη σαφή γνώση της κόλασης τη βεβαιότητα ότι ο Χριστός κατεβαίνει πάντοτε στη κόλαση, για να δώσει τη ζωή σ’ αυτούς που είναι μέσα στους τάφους.
Οι λέξεις δε μπορούν να γονιμοποιήσουν παρά με τη σιωπή της ζωής, η γλύκα των δυνατών κάνει από τον άνθρωπο ένα δέντρο ειρήνης, αυτό το δέντρο κοντά στα τρεχούμενα νερά για τα οποία μιλούν οι ψαλμοί. Πελέκησαν τα δέντρα, γιατί έλεγαν πως δεν χρησίμευαν σε τίποτε, κι αντιλαμβάνονται τώρα ότι εκεί όπου δεν υπάρχουν δέντρα, η γη δεν είναι πια τροφοδότης. Οι άνθρωποι αυτής της εποχής έχουν ανάγκη από ανθρώπους που να είναι δέντρα· έχουν ανάγκη από μιαν ορισμένη σιωπηλή ειρήνη· πλησιάζει κανείς σ’ όποιον αισθάνεται κάτι αληθινό.
Αυτή η εσωτερική Βασιλεία δεν γίνεται χωρίς μιαν ορισμένη μεγαλοπρέπεια, μιαν ορισμένη δημιουργική φαντασία, γενναιοδωρία ζωής και ικανότητας να δημιουργεί κανείς την ωραιότητα. Ο Θεός είναι ο «ποιητής του ουρανού και της γης», ιδού τι ομολογούμε. Είναι η δόξα του Θεού που λούζει τον κόσμο και είναι το Άγιο Πνεύμα που κάνει ωραίες τις νέες. Το Πνεύμα στο οποίο πρέπει να μαρτυρήσουμε είναι ένα πνεύμα έμπνευσης, δημιουργίας, φωτεινής φαντασίας και ωραιότητας. Μπορεί κανείς να διερωτηθεί αν η ανικανότητα της τωρινής εποχής για την κατάθεση της χριστιανικής μαρτυρίας, η ανικανότητά της μπρος στα προβλήματα της πολιτείας, της κουλτούρας, δεν προέρχεται από το γεγονός πως έκανε να θριαμβέψει μ’ ένα μονόπλευρο τρόπο το μαύρο ράσο του κληρικού, ακόμα και αν προστίθεται σ’ αυτό, στην εποχή μας, το χοντρό υπόδημα και η λιγάκι απλοϊκή έξαρση του στρατευόμενου μέλους. Θα έπρεπε να είναι δημιουργική ωραιότητας η παρουσία του Χριστιανού για ν’ αφυπνίσει τους υπνοβάτες, για να τους δείξει αυτό το μεγάλο ουράνιο τόξο πάνω στο οποίο ο Χριστός θα επανέλθει, αυτό το μεγάλο ουράνιο τόξο της ωραιότητας που συνδέει τον ουρανό με τη γη. Θα έπρεπε η παρουσία του χριστιανού να είναι, για να επαναλάβουμε τον τίτλο ενός μυθιστορήματος του Ramuz —που είναι ποίημα περισσότερο παρά μυθιστόρημα— «Διάβαση του Ποιητή», και σκέφτομαι τον Δαυίδ που χορεύει μπρος στην Κιβωτό και την παρατήρηση της Σιμόν Βέϊλ ότι η εποχή μας έχει ανάγκη «μιας αγιότητας που να είναι μεγαλοφυής ».
Κανείς βασιλιάς χωρίς μεγαλοπρέπεια, κανείς βασιλιάς χωρίς γελωτοποιό. Ανάμεσα στους ανθρώπους, ο χριστιανός πρέπει να είναι ταυτόχρονα ο βασιλιάς και ο γελωτοποιός του, πρέπει να είναι ταυτόχρονα βασιλικός αλλά λιγάκι τρελός για να τσακίσει μιαν ορισμένη σοβαρότητα, που πάρα πολύ συχνά είναι αυταρέσκεια, κακή σοβαρότητα, δυσκίνητο πνεύμα. Κι’ άλλωστε, η βασιλεία μας είναι αόρατη, δεν είναι του κόσμου τούτου, δεν πρέπει να παίρνουμε πάρα πολύ στα σοβαρά αυτό τον κόσμο, ούτε επίσης ν’ αφήνουμε να μας παίρνει πολύ στα σοβαρά αυτός ο κόσμος. Η απόσταση ανάμεσα σ’ αυτό τον κόσμο και στον κόσμο που θα έλθει, είναι η απόσταση της πίστης, είναι η απόσταση της αγάπης, αλλά είναι επίσης η απόσταση του χιούμορ. Αν η Βασιλεία είναι ο κόσμος ανάποδα —δε χρειάζεται παρά να διαβαστούν οι Μακαρισμοί για να το αντιληφθεί κανείς—  θα έπρεπε να δώσουμε την εντύπωση στους ανθρώπους (μιαν εντύπωση που σπάνια δίνουμε) ότι περπατούμε λιγάκι με τα χέρια και να μη τους παίρνουμε εντελώς στα σοβαρά ενώ συγχρόνως πρέπει να τους αγαπάμε πολύ. Τί είναι άραγε ένας χριστιανός που δεν θα ήταν λιγάκι ο κλόουν αυτού του φουσκωμένου κόσμου; Το χιούμορ είναι απαραίτητο για να σπείρει συγκρούσεις, αβεβαιότητες, να σπάσει τη διαβολική αλαζονεία, να υποδείξει την «τρέλα του σταυρού», μ’ ένα λόγο, για να δείξει τελικά ότι ο διάβολος είναι λιγάκι γελοίος.
Συλλογίζομαι αυτούς τους «σαλούς εν Χρι­στώ» που φιλούσαν το κατώφλι των πορνών κι’ έριχναν πέτρες στα παράθυρα των υγιώς σκεπτόμενων. Και συλλογίζομαι ότι οι νέοι «μπήτνικς», οι σημερινοί αμερικάνοι, αυτά τ’ απελπισμένα και άπληστα για υλική ζωή αγόρια, δεν έχουν εντελώς άδικο όταν ονομάζουν τον Χριστό «Τρελός Χριστός» και λένε ότι είναι από τους δικούς τους .
Εσωτερική Βασιλεία, μεγαλοπρέπεια, χιούμορ, όλη αυτή η μαρτυρία της ζωής πρέπει να ξεπηδά αυθόρμητα από την προσευχή —ακριβέστερα, από την Ευχαριστία με τη διπλή έννοια, μυστηρίου και δοξολογίας. Μονάχα η προσευχή μπορεί να μας κάνει δεκτικούς της θείας ενέργειας, της «επιφάνειας», της δόξας που κρύβουν τα βάθη του όντος μας, της σάρκας μας που είναι μπολιασμένη στην αγία σάρκα του Κυρίου. Αυτό που ζητείται από τους χριστιανούς, δεν είναι καλές συνταγές για το μαγειρείο αυτού του κόσμου, πως να πετύχει κανείς με τα μέσα αυτού του κόσμου, ένα μαγαζί ερεθιστικό μέσα στο μεγάλο παζάρι των ιδεών. Είναι πρώτα απ’ όλα, θεμελιακά, να είναι κανείς παρών με το Όνομα του Ιησού μέσα στην πνοή και μέσα στην καρδιά.
Ασφαλώς, ένας κανόνας προσευχής είναι απαραίτητος, αλλά πρέπει ν’ αντιληφθούμε ότι έχουμε, συχνότατα πολύ καιρό για να προσευχηθούμε, πολύ περισσότερο απ’ όσο φανταζόμαστε. Πόσες στιγμές υπνηλίας, απροσεξίας, μπορούν να γίνουν στιγμές προσευχής, κατά τρόπο που να μένουμε άγρυπνοι, παρόντες στα όντα και στα πράγματα. Ακόμα και η έγνοια του διαλόγου με το Θεό, η αντιδικία, η εγκατάλειψη, όλα προσφέρονται, ακόμα κι’ η εξάντληση που εμποδίζει τη προσευχή, ακόμα και η αδυναμία για προσευχή. Είναι η πολλαπλή χρήση της προσευχής του Ιησού που θα έπρεπε να επικαλεστεί κανείς εδώ· κραυγή εσωτερικής πρόσκλησης κατά την διάρκεια μιας συνομιλίας, όταν ένας αποφασιστικός λόγος γίνεται αναγκαίος, τραγούδι αγάπης που μπορεί να φωτίσει μια μονότονη εργασία «εγκεφαλική», όπως λένε, όργανο αγώνα εναντίον τής φαντασίας, της ονειροπόλησης, του κύματος των εικόνων και των σκέψεων που μας κάνουν απόντες από τον εαυτό μας και μας εμποδίζουν να είμαστε προσεχτικοί, ευλογία που επιχέεται στα όντα και στα πράγματα.
Μονάχα ο άνθρωπος της προσευχής θα μπορεί να μαρτυρήσει μέσα σ’ ένα κόσμο προφορικού πληθωρισμού όπου οι λέξεις αλληλοσυγκρούονται χωρίς να κατανικιέται η μοναξιά. Μονάχα αυτός ο άνθρωπος θα μπορεί να μαρτυρήσει για το Λόγο που έγινε σάρκα, για το Λόγο που έγινε πρόσωπο —για τον Χριστιανισμό ως θρησκεία των προσώπων. Να μιλά κανείς, ναι, αλλά διά μέσου της σιωπής, αυτής της σιωπής που είναι λατρεία, προσοχή, παρουσία αποτελεσματικά προσεκτική, ικανή ν’ αποκαλύψει μέσα στον καθένα, όπως μέσα στις μεγάλες πραγματικότητες της κουλτούρας και της ιστορίας, την υπόσχεση ζωής, την τύχη της ωραιότητας.
Θέλουμε να μαρτυρήσουμε ότι ο Θεός είναι αγάπη: Πατέρας, Υιός, Πνεύμα, «Τριάδα ομοούσιος και αχώριστος». Η μαρτυρία μας, λοιπόν, υποφέρει όταν διαψεύσει το περιεχόμενό της, δεν μπορεί να είναι επιθετική ή πιεστική. Ένας χριστιανός δεν είναι ποτέ αντί —προσπαθεί ν’ αγαπά τους εχθρούς του,  αλλιώς, αν προσδιόριζε την μαρτυρία ως μαρτυρία του «εναντίον», θα κατέληγε αντί να σώσει αυτούς που πολεμά, να τους μοιάσει·  δεν υπάρχει άλλη εκλογή παρά η αγάπη των έχθρων ή η μίμηση των εχθρών. Η αγάπη των έχθρων· ο άλλος είναι πάντα ο εχθρός μου, αφού δεν μπορώ να τον ανακαλύψω αληθινά παρά πεθαίνοντας για τον εαυτό μου. Η μαρτυρία είναι λοιπόν αχώριστη από έναν ορισμένο τρόπο αγάπης. Όχι κατοχή (η πιο τρομερή είναι η πνευματική κατοχή), αλλά προσευχή, και υπηρεσία, και λόγος για να είναι ο άλλος με πληρότητα ο εαυτός του, προς το μοναδικό του δρόμο, προς τη θέωση. Ν’ αγαπά κανείς χωρίς ν’ αντιτάσσεται, αλλά βρίσκοντας τη θέση των άλλων (είναι κάπως σαν το μυστήριο της Αγίας Τριάδας), και να φέρει τη μαρτυρία του «από τα ένδον», με το λόγο που αγγί­ζει τον άλλο στο μυστήριο της εσωτερικής του ύπαρξης. Να μαρτυρούμε, σημαίνει να έχουμε ένα δράμα σ’ επικοινωνία προς το πρόσωπο που απευθυνόμαστε. Λοιπόν «ένα πρόσωπο δε μπορεί να είναι γνωστό παρά μέσα σε μιαν αποκάλυψη». Μονάχα ο άνθρωπος της βαθειάς ζωής, ο άνθρωπος που είναι ανοιχτός με την προσευχή σε τέτοιες αποκαλύψεις, μπορεί σήμερα να τολμά να μιλά για το Θεό, μέσα σ’ ένα κόσμο όπου οι παραδοσιακές αποδείξεις (χριστιανικές επίσης) του Θεού πέθαναν, μέσα σ’ ένα κόσμο όπου το λεκτικό για το Θεό (χριστιανικό λεκτικό επίσης) είναι μια γλώσσα νεκρή, μέσα σ’ ένα κόσμο όπου ο ζωντανός Θεός είναι το περισσότερο άγνωστος, ένα μυστικό επέκεινα του ύπνου. .. Μέσα σ’ ένα τέτοιο κόσμο, εμείς όλοι οι χριστιανοί δε μπορούμε πια να είμαστε παρά θεωρητικοί σε αποστολή.
Εκτός από την οριακή περίπτωση, πάντοτε δυνατή, και άλλωστε κανονική, του μαρτυρίου, όπου ο χριστιανός, υπό την πίεση μιας επίσημης ερώτησης, πρέπει να μαρτυρήσει για την πίστη του μπρος στους ισχυρούς, μπρος στους δικαστές αυτού του κόσμου, αύριο ίσως μπρος στους ψυχιάτρους —σήμερα η μαρτυρία δεν είναι έγκυρη παρά από άνθρωπο σ’ άνθρωπο, όταν μας ρωτούν αληθινά, όταν αισθανόμαστε, κάτω από την ειρωνεία, ότι βλέπουμε τη βλασφημία, ή, πιο απλά και πιο συχνά, κάτω από τον ψελλισμό που ψηλαφίζει μιαν αληθινή δίψα πνευματική. «Ουδέν κρυπτόν ο ου γνωσθήσεται», αλλά δεν πρέπει να «βάλητε τους μαργαρίτας υμών έμπροσθεν των χοίρων».
Πολύ δύσκολο μας είναι να μιλάμε για το Θεό, για το Χριστό, σ’ αυτόν που μόλις έχασε ένα αγαπητό πρόσωπο, ή σ’ αυτόν που πρόκειται να πεθάνει! Αλλά τότε, σε ποιόν μπορούμε να μιλήσουμε για το Θεό; Ας παρακαλούμε να μη στερέψει μέσα μας η «πηγή των δακρύων» —αυτή η πηγή απ’ όπου ξεπηδά το νερό της βάφτισης, το ζωντανό νερό – ο ζωογόνος λόγος …
Όπως έγραφε ένας σύγχρονος πνευματικός: Ο Θεός δίδεται στους ανθρώπους κατά τη δίψα τους. Σε μερικούς, που δε μπορούν να πιουν περισσότερο, δε δίνει παρά μια σταγόνα. Αλλά «θα επιθυμούσε να δώσει ποταμούς ολόκληρους», ώστε οι χριστιανοί «να μπορούν να ξεδιψάσουν με τη σειρά τους τον κόσμον όλο».
Απόδοση: Λουκίας Ι. Μεταξά
(«Χριστιανικό Συμπόσιο» τ. Α΄, εκδ. Βιβλιοπωλείον της “Εστίας” σ. 128-133)

Τετάρτη, Αυγούστου 08, 2012

Ἡ πνευματική νεύρωση τῆς Δύσης Clement Olivier



Ἀπό τό χριστιανισμό μαθαίνουμε ὅτι τό πρόσωπο, ἀνάλογα μέ τήν πίστη του, ἀδράχνεται σέ μιὰ μεγάλη ἀναστάσιμη κίνηση. Στήν εὐχαριστηριακή καρδιά τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως καί στήν πνευματική «καρδιά» κάθε πιστοῦ, ὁ Χριστός ἐξακολουθεῖ νά νικᾶ τό θάνατο. Ἔτσι, ἡ ἀνθρωπότητα καί, δι' αὐτῆς, τό σύμπαν εἰσάγονται σέ μιὰ πελώρια μεταμόρφωση: τήν ὁποία ἡ ἁγιότητα προλαμβάνει καί σπεύδει στήν ὁλοκλήρωσή της. Γιατί, ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «πᾶσα ἡ κτίσις συστενάζει καί συνωδίνει ἄχρι τοῦ νῦν [...] ἐλευθερωθήσεται ἀπό τῆς δουλείας τῆς φθορᾶς εἰς τήν ἐλευθερίαν τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ». (Ρωμ. 8, 18-22).

Ἡ Δύση ἔμαθε ἀπό τό χριστιανισμό ὅτι τό πρόσωπο εἶναι μοναδικό. Παρά τίς φιλοσοφίες καί τίς πολιτικές πρακτικές του «θανάτου τοῦ ἀνθρώπου», ὁ χριστιανισμός ἐξακολουθεῖ νά βλέπει κάθε ἄνθρωπο ὡς κάτι τό ἀπόλυτο. Ἀλλά ἡ ἀνάσταση ἔχει λησμονηθεῖ, ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, τῶν σωμάτων, «τῆς σαρκός», ὅλης τῆς σάρκας τῆς γῆς...

Ἀπό τά τέλη τοῦ Μεσαίωνα, ὁ χριστιανισμός τῆς Δύσης τόνισε τή «μερική κρίση», ὡσάν τό πᾶν νά παιζόταν τή στιγμή τοῦ θανάτου τοῦ ἀτόμου. Ἔτσι, ἔγινε μία θρησκεία τῆς «ψυχῆς» μέ τή στενή ἔννοια, τή δυϊστική, πού ἀντιτίθεται στό σῶμα, καί ὄχι θρησκεία τοῦ προσώπου στήν ὁλότητα τῆς ἐνσαρκώσεώς του. Τό μυστήριο τοῦ Πάσχα, πού ἐγκαινιάζει τόν ὕψιστο σταθμό τῆς κοσμογένεσης, ἔχει χάσει σημασία καί σπουδαιότητα πρός ὄφελος τῶν «ἀξιομισθιῶν», πού «ἐκτήσατο ὑπέρ ἡμῶν» ὁ Ἐσταυρωμένος. Τονίστηκε ἰδιαίτερα ὁ Ἄνθρωπος τῶν πόνων, ἡ «ἱκανοποίηση» τῆς θυσίας του (σάν νά ἦταν ὁ χριστιανισμός θυσία γιά τό Θεό καί ὄχι θυσία τοῦ Θεοῦ). Οἱ λατινικοί ὁρισμοί τοῦ 14ου αἰώνα (τούς ὁποίους ἡ Μεταρρύθμιση θά σκληρύνει ἀκόμη, διακόσια χρόνια ὑστερότερα), βεβαιώνουν πώς, εὐθύς μετά τό θάνατο τοῦ ἀτόμου, εὐθύς μετά τή «μερική κρίση», μερικές ψυχές καταδικάζονται ὁριστικά, ριγμένες ἔτσι γιά πάντα στήν ἀπουσία τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ἄλλες προχωροῦν στή θέαση τῆς θείας οὐσίας καί τῆς ὁλοκληρωτικῆς μακαριότητας. Εἴμαστε μακριά ἀπό τήν κοινωνική καί δυναμική ἀντίληψη τῆς ἀδιαίρετης Ἐκκλησίας, πού προσευχόταν (ὅπως κάνει καί σήμερα ἀκόμη στόν ἑσπερινό τῆς Πεντηκοστῆς) ὑπέρ πάντων τῶν νεκρῶν, ἐννοώντας καί ἐκείνους πού βρίσκονται στόν Ἅδη, ἀντίληψη, σύμφωνα μέ τήν ὁποία οἱ ἅγιοι καί ὁ Χριστός ὁ ἴδιος προσμένουν καί προετοιμάζουν τήν ὁριστική καί παγκόσμια νίκη ἐπί τοῦ θανάτου. Μονάχα ἡ προσευχή, στή Δύση, ὑπέρ τῶν ψυχῶν τοῦ Καθαρτηρίου διαφύλαξε κάποιο στοιχεῖο ἀπ' αὐτή τήν ἀρχική δράση, ἀλλά μέ προσθῆκες ἐκτιμήσεων κάπως νομικῶν, ἔπειτα μέ ἀπαίτηση χρημάτων, πράγμα πού εἶχε ὡς συνέπεια τήν ἀπόρριψή της ἀπό τή Μεταρρύθμιση.

Διαμέσου αὐτῆς τῆς ἀλλαγῆς σκέψεως, ἡ ἔμμονη σχεδόν θέαση τοῦ νεκροῦ σώματος τοῦ Ἐσταυρωμένου προκάλεσε αὐτό πού ἕνας σύγχρονος κοινωνιολόγος, ὁ Ζὰν Ντυβινιό, ὀνομάζει «τραυματισμό τῆς Δύσεως». Κατά τά τέλη τοῦ Μεσαίωνα, ἔπειτα σέ μερικά ρεύματα τῆς Ἀντιμεταρρυθμίσεως, τό κήρυγμα μέ ἐπίκεντρο τήν ἀπειλή τῆς κολάσεως, ὁ πολλαπλασιασμός, στήν τέχνη, «τῶν μακάβριων χορῶν», ἔπειτα ἡ ἀλλόκοτη θεατροποίηση τῶν κηδειῶν, μιὰ θεολογία πού, ἐκτός ἀπ' τό Λούθηρο, φαίνεται ν' ἀγνοεῖ τήν εἰς Ἅδου κάθοδο τοῦ Χριστοῦ, ὅλα αὐτά συνετέλεσαν νά μετατρέψουν τό χριστιανισμό σέ θρησκεία τῆς τραγωδίας καί τῆς ἀθανασίας τῆς ψυχῆς παρά σέ θρησκεία τῆς πασίχαρης ἀναστάσεως τῶν σωμάτων. Ὡστόσο, τά σώματα ξαναζωντανεύουν, τότε, στ' ἀρχαῖα ἀγάλματα, μέ τή μαρμάρινη γύμνια, πού ξεθάβουν οἱ οὐμανιστές, ἀλλά ὁ χριστιανισμός βαδίζει πλάϊ στήν οὑμανιστική παιδεία χωρίς νά τήν ζωογονεῖ. Τότε, ἐπίσης, τά κινήματα τῆς εὐαγγελικῆς πτώχειας ξαναβρίσκουν στήν Ἀποκάλυψη τήν ὑπόσχεση τῆς ἐπίγειας χιλιετοῦς βασιλείας γιά τούς ἀναστημένους δικαίους. Ἀλλ' αὐτή ἡ βασιλεία δέν ὁδηγεῖ σέ μιὰ δημιουργική ἁγιότητα, ἀναγγέλλεται διά πυρός καί σιδήρου ἄσκοπων ἐξεγέρσεων, πού καταπνίγονται τό ἴδιο ἄσκοπα. Ὁ οὑμανισμός, οἱ οὐτοπίες μέ ὁρίζοντα καθαρά ἐπίγειο καταλήγουν σήμερα στή θέληση νά λησμονηθεῖ ὁ θάνατος.


Ἔτσι, ἡ Δύση κράτησε ἀπό τό χριστιανισμό τή βεβαιότητα γιά τό μοναδικό χαραχτήρα τοῦ προσώπου, ἤ, καλύτερα, τοῦ ἀτόμου, ἀλλ' ὄχι τό μήνυμα τῆς ἀναστάσεως. Οἱ ἀρχαῖες ἀποκρίσεις στό αἴνιγμα τοῦ θανάτου εἶναι ἀπαράδεχτες γιά κεῖνον πού ξέρει πώς εἶναι μοναδικός. Δέν μπορεῖ κανείς νά διαλυθεῖ στήν ἀπεραντοσύνη (διάλυση πού μαρτυροῦν ὅσοι πολιτισμοί ἀποτεφρώνουν τά πτώματα), σάν νά ἦταν τό ἄτομο ἕνα σύμφυρμα δανεισμένων στοιχείων στό μεγάλο παιγνίδι τοῦ σύμπαντος. Δέν μπορεῖ νά πιστέψει κανείς στή μετεμψύχωση (transmigration) — πού μαρτυρεῖται ἀπό παλιά στίς λαϊκές παραδόσεις, στήν Εὐρώπη ἐπίσης — μετεμψύχωση, κατά τήν ὁποία, γιά τούς πνευματικούς τῆς Ἰνδίας κανείς δέν μετεμψυχώνεται, ὁριστικά, παρά μονάχα τό ἀπόλυτο, ὁ μοναδικός Ἑαυτός ὅλων τῶν ὑπάρξεων. Δέν μπορεῖ κανείς νά πεθάνει μέ τή φυτική εἰρήνη τῶν Ἀσιατῶν, καί μάλιστα ἐκείνων τῶν Ρώσων χωρικῶν, πού θαύμασαν ὁ Τολστόη καί ὁ Σολζενίτσυν. Γι' αὐτό ὁ θάνατος ποτέ δέν ἦταν τόσο γυμνός, ἕνας θάνατος τόσο ὠμός, θά λέγαμε, καί συνεπῶς ἀκατανόητος. Ὅταν κάποιος ἀγαπᾶ, ὅταν ἀγάπησε ἔστω καί γιά μία στιγμή, ξέρει πώς κανείς δέν εἶναι ἐκ τοῦ κόσμου τούτου. Τί σημαίνει τότε, πῶς νά σκεφθεῖ ὅτι κάποιος δέν ὑπάρχει πιά; Ὁ ἀκατανόητος καί ὠμός θάνατος, ἰδού ἡ καθαρή ἀγωνία, ἰδού ἡ κόλαση.

Ὅταν ὁ θάνατος ἔχει θεϊκή διαφάνεια, τότε δίνει κάποιο νόημα στόν ἡλικιωμένο. Ὅπως τό παιδί ἔχει ἐμπιστοσύνη στόν πατέρα του, ἔτσι κι αὐτός, ἀλλά πατέρας του δέν μπορεῖ νά εἶναι παρά ὁ Θεός. Τότε ὁ γέρος γίνεται ὅλος μνήμη καί ἐλπίδα. Ἡ ἐλπίδα τοῦ ἐπιτρέπει ν' ἀποκρυπτογραφήσει τά πάντα στή Μνήμη τοῦ Θεοῦ.

Σήμερα ὀπισθοχωροῦμε μέ τά νῶτα πρός τό θάνατο, πιστεύουμε πώς βοηθᾶμε τούς γέρους κάνοντάς τους νά μαϊμουδίζουν τούς νέους, ἀλλά οἱ γέροι δέν ἔχουν πιά τίποτα νά μᾶς ποῦν, τίποτα νά διηγηθοῦν στά παιδιά, δέν ἔχουν πιά μνήμη μιᾶς καί δέν ἔχουν πιά ἐλπίδα.


Τό 17ο αἰώνα, τόν καιρό τοῦ θριάμβου τοῦ ὀρθολογισμοῦ, οἱ ἄνθρωποι ἔκλειναν στά φρενοκομεῖα τούς «ἠλίθιους» καί τούς «ἀγαθιάρηδες», μάρτυρες τῆς εὔθραυστης φυσικῆς ὕπαρξης, μάρτυρες τῶν ἀβύσσων: ἄλλοτε ἀπό ἐνόχληση καί φρίκη, ἄλλοτε γιατί δέν μποροῦσαν νά ὑποφέρουν τή σοφία τους... Τόν «αἰῶνα τῶν φώτων», σκέπασαν τίς ὀστεοθῆκες πού ἔχασκαν μέσα στό Παρίσι καί μάζεψαν τά λείψανα σέ νεκροταφεῖα γύρω ἀπό τίς πόλεις, κάτω ἀπό τίς βαριές πλάκες τῆς οἰκογενειακῆς ματαιοδοξίας. Στήν ἐποχή μας, κλείνουν τούς γέρους σέ ἄσυλα ὑγιεινῆς, ἄν δέν τούς παρατοῦν νά φυτοζωοῦν καί νά πεθαίνουν ὁλομόναχοι. Ἔτσι τούς λησμονοῦν, γιά νά πείσουν καλύτερα τόν ἑαυτό τους πώς εἶναι ἀκόμη νέοι, μέσα στήν παχυλή βεβαιότητα ἑνός ἀτέλειωτου χρόνου. Ἐπίσης, oἱ βαριά ἄρρωστοι ἀφήνονται στήν ἐπιστημονική ἀπομόνωση τῶν νοσοκομείων, ὅπου πεθαίνουν μόνοι, καταπληγωμένοι ἀπό καθετῆρες καί βελόνες, συχνά χωρίς αὐτοσυνείδηση: χωρίς φίλους, χωρίς προπάντων ἐκείνη τήν προσευχή πού ὁδηγεῖ τήν ψυχή στούς δρόμους τοῦ ἀόρατου. Χωρίς διόλου δυνατότητα, γιά τόν ἑτοιμοθάνατο, ν' ἀφήσει στούς διπλανούς του μία λέξη πού ἔρχεται ἤδη ἀπό ἀλλοῦ καί πού τούς ἑτοιμάζει καί τούς ἴδιους σ' αὐτό τό πέρασμα...

Ἔχουν τά πάντα εἰπωθεῖ γιά τή δόλια ἐξαφάνιση τοῦ θανάτου στή σύγχρονη Δύση, καί τά πράγματα εἶναι ἀκόμη χειρότερα, φαίνεται, στή Σοβιετική Ἕνωση, ὅπου τά νεκροταφεῖα εἶναι συχνά ἐγκαταλελειμμένα καί εὔκολα καταστρέφονται γιά νά δώσουν τή θέση τους σέ στάδια: τόπο στή ζωή! Στίς Ἡνωμένες Πολιτεῖες, μακιγιάρουν τούς νεκρούς γιά μιὰ στερνή τελετή — Keep smile ἀκόμη μία φορά —, τά νεκροταφεῖα ἁπλώνονται σέ μεγάλες πρασιές, ἀθῶες σάν λησμονιά. Σέ κάποιο καντόνι τῆς Ἐλβετίας, οἱ κάτοικοι, γιά νά ξεφύγουν τό ψυχολογικό σόκ τῆς τοποθετήσεως τοῦ νεκροῦ στό φέρετρο, μεταφέρουν τή σορό πάνω σέ φορεῖο, ὅπως ἕναν ἄρρωστο ἤ ἕναν πληγωμένο.

Οἱ ἄνθρωποι σήμερα ἀπομακρύνουν τά παιδιά ἀπ' τούς νεκρούς, μολονότι τό πρόσωπο μερικῶν νεκρῶν, εἰρηνικό καί ὄμορφο, θά μποροῦσε ν' ἀνοίξει τά παιδικά μάτια στό μυστήριο. Δέν ξενυχτοῦν πιά τούς νεκρούς οὔτε λένε στούς βαριά ἀρρώστους πώς θά πεθάνουν σέ λίγο. Γιά νά τούς τό ἀνακοινώσουν, γιά νά ξενυχτήσουν, θάπρεπε νά ἤξεραν ν' ἀναλάβουν τόν ἄλλο μέσα στήν τρυφερότητα καί τήν προσευχή, στήν Ἐκκλησία. Παρουσιάζουν τήν ἀρρώστεια, τό θάνατο σάν τυχαῖα γεγονότα, πού δέν ἔχουν καμιά σημασία καί προπάντων τή σημασία πώς αὐτά θέτουν σέ ἀμφισβήτηση τήν ἐπάρκεια τοῦ κόσμου τούτου. Τά πάντα μένουν σέ τοῦτον τόν κόσμο, καί τό μόνο πού ἐπιζητοῦν εἶναι νά ἐξαλείψουν τίς ἀρρώστειες, νά ἐπιβραδύνουν τό θάνατο. Οἱ ἄνθρωποι ζοῦν καί πεθαίνουν, καί, ἐφ' ὅσον τίποτα ἄλλο δέν ὑπάρχει ἐκτός ἀπό τοῦτον τόν κόσμο, οἱ ἐπιζῶντες δέν μποροῦν τίποτα νά σκεφθοῦν καί νά ποῦν. Ἡ βουβαμάρα τῶν νεκρῶν μᾶς προσβάλλει ὅλους. Οἱ ἄνθρωποι καταφεύγουν σέ διάφορες τεχνικές μεθόδους, ἀνάμεσα στίς ὁποῖες ἡ «θεραπευτική μανία» εἶναι παράλογος παροξυσμός. Ἀλλ' αὐτή ἡ μανία, ἄν δημιουργεῖ πρόβλημα, τοῦτο ὀφείλεται σέ οἰκονομικούς προπάντων λόγους.

Καί ἡ ἀγωνία φαρμακώνει τά πάντα, προκαλεῖ μία ἀληθινή πνευματική νεύρωση. Ἡ ἐπιθυμία τοῦ ἀνθρώπου — μέ τή σημασία πού μιλάει ἡ Ἀποκάλυψη, μ' ἕναν τρόπο ὁλότελα θετικό, «γιά τόν ἄνδρα τῶν ἐπιθυμιῶν» — ἀποταμιεύεται ἀντίστροφα σέ μιὰ νευρωτική κατανάλωση. Ἡ ψυχοσωματική ἰατρική γνωρίζει τή βουλιμία τῶν ἀγχοτικῶν. Ὁλόκληρος ὁ πολιτισμός μας ἔχει προσβληθεῖ ἀπ' αὐτή, βουλιμία γιά τροφή, γιά ἐντυπώσεις, γιά εἰκόνες, γιά ἤχους, καί μάλιστα γιά τέρψεις «πολιτιστικές». Σ' αὐτή τή βουλιμία, ἀναφαίνεται, βγαίνει στήν ἐπιφάνεια, γίνεται ἱστορική δομή τό «προπατορικό ἁμάρτημα», αὐτή ἡ ὑφαρπαγή πού ἀναδιπλώνεται στόν ἑαυτό της, ὥστε ὁ Ρωμανός ὁ Μελωδός, ὁ μεγάλος ὑμνογράφος τοῦ 6ου αἰῶνα, νά ὁρίζει τή συμπεριφορά τοῦ Ἀδάμ σάν μίαν «ἄρνηση τῆς στερήσεως». Ἐπίσης, μπορεῖ κανείς νά ξεγελᾶ τήν ὑπαρξιακή ἀγωνία μέ τήν προσμονή, λυρική ἤ βίαιη, μιᾶς τέλειας κοινωνίας...

Ἔτσι, ἀναπτύσσεται ὁ πολιτισμός τῶν ναρκομανῶν: χάπια εὐφορίας ἤ ἠρεμιστικά, τά ὁποῖα συνεχῶς αὐξάνει ἡ ἰατρική βιομηχανία, προβολή στούς ἄλλους, στούς ἐχθρούς, τούτης τῆς σκιᾶς πού μᾶς κυνηγάει καί στήν ὁποία οἱ ἀρχαϊκοί πολιτισμοί ἔβλεπαν τήν εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπινου εἰδώλου ἤ τῆς ψυχῆς. Καί οἱ μεγάλοι φόβοι καί τά μεγάλα θεωρητικά μίση τῆς πολιτικῆς. Ὁ ἐρωτισμός, τά ναρκωτικά, μία κάποια χρήση τῆς μουσικῆς καί τῆς ταχύτητας, τεχνικές μέθοδοι ἐκστάσεως ξεριζωμένες ἀπ' τό ἀρχικό τους περιβάλλον: Οἱ ἄνθρωποι θάθελαν νά δώσουν στή ζωή τέτοια ἔνταση πού νά μήν ὑπῆρχε πιά σ' αὐτή οὔτε σκιά οὔτε θάνατος. Ὅμως ὁ θάνατος ἔχει πάντα τήν τελευταία λέξη. Τίποτα δέν τούς ἀφήνει τόσο μόνους, σέ μία παγερή μοναξιά, ὅσο ἕνας παροξυσμός. Ἀπομένει τό παιχνίδι μέ τήν αὐτοκτονία —τό ἀντίστροφο ἴσως μιᾶς καταφυγῆς σέ βοήθεια— ἤ, ἡ ἐπιθυμία νά δολοφονήσουν τήν κοινωνία. Γιατί ὄχι μόνον ἀπ' τήν ἐποχή τοῦ Ρουσσώ, ἀπ' τήν ἐποχή τοῦ Μάρξ κυρίως, οἱ ἄνθρωποι θεωροῦν τήν κοινωνία ὡς ὑπεύθυνη γιά κάθε κακό, ἀλλά γιατί ἀνακαλύπτουν ξαφνικά, ὅταν πέσουν οἱ μάσκες, πώς αὐτός ὁ πολιτισμός τῆς εὐτυχίας εἶναι στήν πραγματικότητα ἕνας πολιτισμός τοῦ θανάτου.

Στό τέλος τό παιγνίδι γίνεται πραγματικότητα. Πόσοι νέοι αὐτοκτονοῦν σήμερα γιατί, κατά τή γνώμη τους, δέν ὑπάρχει πουθενά νόημα; Πόσες νευρικές καταπτώσεις πού γίνονται γρήγορα χρόνιες, μένουν ἀθεράπευτες ἀπ' τή μέθοδο τοῦ Φρόϋντ καί ἑρμηνεύονται μονάχα μ' αὐτή τήν ἀπουσία τοῦ νοήματος; Ὁ πειρασμός τῆς αὐτοκτονίας ἐξαπλώνεται ὁλοένα, ἀπειλεῖ τό ἀνθρώπινο εἶδος. Μέ τόν τεχνικό χωρισμό τῆς παιδοποιίας ἀπ' τή σεξουαλικότητα, ἡ γεννητικότητα πέφτει κατακόρυφα στίς βιομηχανικές χῶρες, στήν Ἀνατολή περισσότερο ἀπ' ὅ,τι στή Δύση. Ἡ τάση αὐτή φτάνει σήμερα ὥς τήν Ἰαπωνία, τήν Κίνα, τή νοτιανατολική Ἀσία. Ἡ αὔξηση τοῦ μηδενισμοῦ καθιστᾶ ἔκτοτε δυνατή, κατά τόπους, τήν αὐτοκτονία τοῦ εἴδους.

Σήμερα ἡ σιωπή ἔσπασε. Τό θέμα τοῦ θανάτου ἐμφανίζεται ἔντονα στή φιλοσοφική, ἱστορική καί ἰατρική σκέψη. Καταγγέλλεται τό σκάνδαλο ὅτι τόσοι ἄνθρωποι πεθαίνουν μοναχικοί καί χωρίς αὐτοσυνείδηση, ὅτι τόσοι γέροι ἔχουν ἐγκαταλειφθεῖ μέσα στήν ἀγωνία πού τούς λυσσοτρώει. Ἔτσι, ἑτοιμάζεται, ἴσως, μία μεταμόρφωση τοῦ ἀθεϊσμοῦ. Φαίνεται πώς ἔρχεται ὁ καιρός μιᾶς λεπτῆς καί θλιμμένης τρυφερότητας, χωρίς ἐλπίδα, ὁπότε οἱ ἄνθρωποι, ὀρφανοί, θά σιμώνουν ὁ ἕνας δίπλα στόν ἄλλο μέ ρίγος, περιβάλλοντας τούς ἑτοιμοθάνατους μέ τρυφερή, κι ὡστόσο, ἄδεια στοργή, ἀφοῦ εἶναι ἐξ ὁλοκλήρου ἐκ τοῦ κόσμου τούτου. Οἱ ἄνθρωποι θά πεθαίνουν μέσα σ' ἕνα εἶδος ἔκστασης, πού θά προκαλοῦν τά ναρκωτικά, περιτριγυρισμένοι ἀπό φίλους. Αὐτή ἡ ἐπιστροφή στό μηδέν θά τελειώνει σάν μία αἱμομιξία: Πραγματικά, ἀκόμα κι ἐκεῖ στήν ἔσχατη ἀπογύμνωση, δέν θά ὑπάρχει θέση γιά τόν Πατέρα...

Πρέπει νά τό ποῦμε; Κάτι τέτοιο δέν θά σημαίνει τή θεραπεία τῆς μεγάλης νεύρωσης τῆς Δύσης. Θά σημαίνει τήν ἐποχή μεγάλων πνευματικῶν κρίσεων, πού θά σημαδεύονται ἀπό ἀπόπειρες σάν τίς προχριστιανικές, ἀλλά καί ἀπό ἀνανέωση τοῦ εὐαγγελισμοῦ τῆς Ἀναστάσεως.

Ἤδη, οἱ γιατροί πού μελέτησαν λόγια καί συμπεριφορά προσώπων πού ξαναγύρισαν ἀπ' τά σύνορα τοῦ θανάτου, μᾶς θυμίζουν ἐκεῖνο πού ὅλοι οἱ πολιτισμοί ἤξεραν, ἐκτός ἀπ' τό δυτικό πολιτισμό τῶν δύο τελευταίων αἰώνων: Ὅτι τό πλησίασμα τοῦ θανάτου δέν προξενεῖ μονάχα μίαν ἀπότομη ἀλλαγή (εἶναι μιὰ στιγμή ποὺ δέν διαρκεῖ πολύ, τουλάχιστο στούς ἡλικιωμένους), ἀλλ' ἀκόμη τήν εἰρηνική ἀποδοχή, τό ἐνδιαφέρον, τήν περιέργεια· ὅτι ἡ ψυχή, ἀφοῦ, χωριζόμενη τοῦ σώματος, ἀκολουθήσει μία μακριά σήραγγα, παρόμοια μ' ἐκείνη πού ἀπεικόνισε ὁ Ἱερώνυμος Μπός, βγαίνει σ' ἕνα ὁλότελα διαφορετικό φῶς, ὅπου τήν περιμένουν, γιά νά τήν καλωσορίσουν καί νά τήν συντροφέψουν, ἀγαπημένες ὑπάρξεις πού πέθαναν πρίν ἀπ' αὐτήν ὅτι τότε ἡ ψυχή ξαναβλέπει καί κρίνει τό παρελθόν της μέσα σέ τοῦτο τό φῶς, ὅπου κάθε λέξη, κάθε χειρονομία ἀνακεφαλαιώνονται καί βρίσκουν ἕνα ἀπροσδόκητο νόημα. Καί μετά; Ποτέ κανείς, σ' αὐτές τίς μαρτυρίες, δέν ὑπερπήδησε τό τελευταῖο σύνορο, ἀφοῦ πρόκειται γιά ἄντρες καί γυναῖκες πού ξαναγύρισαν στή ζωή. Μήπως ἡ ψυχή πηγαίνει τότε νά διαλυθεῖ μέσα στό φῶς ἤ καταφεύγει σ' αὐτό γιά ν' ἀναγεννηθεῖ, μέσα σέ μιὰ μήτρα, ὅπως ὑποσημαίνει τό «Βιβλίο τῶν Νεκρῶν» του Θιβέτ; Ἤ μήπως πηγαίνει στό φῶς τοῦ Χριστοῦ, γιά νά καθαρθεῖ, νά εἰρηνεύσει, νά προετοιμασθεῖ καί ἴσως νά συνεργασθεῖ στήν τελική μεταμόρφωση τοῦ σύμπαντος, σ' αὐτή τήν ἀνακαίνιση τοῦ «οὐρανοῦ» καί τῆς «γῆς», τήν ὁποία ἡ ψυχή θά πραγματοποιήσει σ' ἕνα «σῶμα δόξης», ποὺ τό σπέρμα του φέρνει ἀπ' ἐδῶ κάτω;

Σ' αὐτές τίς προοπτικές, προαισθανόμαστε πώς ἡ δυτική ἀγωνία, πού ἀποβαίνει οἰκουμενική (ἕνας ἀπελπισμένος Κινέζος ἐθνοφρουρός φαίνεται τό ἴδιο μηδενιστής μ' ἕναν Δυτικό), συνιστᾶ καθαρά σήμερα τήν κόλαση, ὅπου κατεβαίνει ὁ Χριστός. Ἐκεῖ, ἀπό κεῖ καί ἀπό κανένα ἄλλο μέρος, μᾶς ἀνασταίνει ὁ Ἀναστάς. Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά τό ποτήριο τῆς εὐχαριστίας, ὅπου ὑπεραφθονοῦν οἱ θεῖες ἐνέργειες «ὑπέρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς». Ὁ ἅγιος εἶναι ὁ ἄλλως ζῶν, πού δρασκέλισε ἤδη τό θάνατο καί μεταλαμβάνει τήν ἀνάσταση. Στήν παλαιοχριστιανική ἐποχή, οἱ ἄνθρωποι ὀνόμαζαν ἕναν μεγάλο πνευματοφορο ὡς ἕναν ἀναστημένο. Καί ὁ λαός χαρακτήριζε τούς χριστιανούς, ὅταν ὁ διωγμός ηὔξανε τό μαρτύριο, ὡς «ἐκείνους πού δέν φοβοῦνταν τό θάνατο».

Ἔτσι, ὁ θάνατος ἄλλαξε σημασία. Δέν εἶναι πιά τεῖχος τῆς ἀγωνίας, ἀλλά, διαμέσου τῆς ἀδημονίας πού ἐξομοιώνεται μ' ἐκείνη τοῦ Χριστοῦ, ὑπόσχεται εἰρήνη. «Εἰρήνην ἀφίημι ὑμῖν, εἰρήνην τήν ἐμήν δίδωμι ὑμῖν», λέει ὁ Χριστός, «εἰρήνην πάντα νοῦν ὑπερέχουσαν», «οὐ καθώς ὁ κόσμος δίδωσιν»: μιὰ εἰρήνη πού δέν εἶναι πιά ἐκ τοῦ κόσμου τούτου.

Τό νά ζεῖ κανείς ἐν Χριστῷ, σημαίνει νά ζεῖ πέραν τοῦ θανάτου, νά κάνει νά βλασταίνει μέσα του τό «σῶμα τῆς δόξης».

Στήν Κωνσταντινούπολη, ὅταν πάρει κανείς τήν ἀρχαία «Μέση Ὁδό», ἀφήνει πίσω του τήν Ἁγία Σοφία, τή βασιλική τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας, πού ὑπῆρξε τό κέντρο ἑνός θαυμάσιου, ἀλλά κλειστοῦ, χριστιανικοῦ πολιτισμού· καί καταλήγει φτάνοντας, στά προάστεια, στή μικρή ἐκκλησία τῆς Χώρας, δηλαδή τῶν ἀγρῶν, οἱ ὁποῖοι ἄρχιζαν ἀπό κεῖ (ὅπως λέμε, στό Παρίσι, ἡ Παναγία τῶν Ἀγρῶν - Notre Dame des Champs), ἀλλά δείχνει ἐπίσης τό «σύνορο»; ἐκεῖνο τῆς πόλης, ἐκεῖνο ἑνός πολιτισμοῦ, τό σύνορο κυρίως τῆς ἀνθρώπινης μοίρας. Σ' ἕνα εὐρύχωρο πλαϊνό παρεκκλήσι, τό ὕστερο Βυζάντιο πού βάδιζε πρός τό θάνατο, ἔγραψε γιά μᾶς τό μήνυμά του: στήν τοιχογραφία τῆς ἁψίδας, ὁ Χριστός κατεβαίνει στόν Ἅδη γιά νά τόν συντρίψει· εἶναι λαμπροφορεμένος, ἀλλά δέν βρίσκεται πιά ἐπί τοῦ ὅρους τῆς Μεταμορφώσεως, εἶναι στόν ἴδιο τό βυθό τῆς ἀγωνίας καί τῆς σκοτεινῆς ἀσφυξίας. Τό ἕνα του πόδι, μέ μία ἀπίστευτη βία, θραύει τά «κλεῖθρα τοῦ κόσμου τούτου». Τό ἄλλο πόδι, σέ μία κίνηση χοροῦ, σάν σέ κολύμπι, ἀρχίζει τήν ἄνοδο, ὅπως ὁ βουτηχτής πού, ἀφοῦ ἄγγιξε τό βυθό, τόν «χτυπᾶ» γιά ν' ἀνέβει ξανά στόν ἀέρα καί τό φῶς.

Ἀλλά ὁ ἀέρας καί τό φῶς εἶναι Ἐκεῖνος: «σήμερον μετ' ἐμοῦ ἔσει ἐν τῷ παραδείσῳ», μπόρεσε νά πεῖ, τήν ὥρα τῆς σταυρώσεως, στό ληστή πού ξεψυχοῦσε δίπλα του. Ὁ ἀέρας καί τό φῶς εἶναι ἡ ἀκτινοβολία τοῦ προσώπου του πού ἀστράφτει ἀπό τό Πνεῦμα. Καί νά ἡ ἀπελευθερωτική χειρονομία: κάθε χέρι τοῦ Χριστοῦ πιάνει ἀπό τόν καρπό τοῦ χεριοῦ (καί ὄχι ἀπό τήν παλάμη, ἡ σωτηρία εἶναι προπάντων ἕνα δῶρο καί ὄχι μιὰ διαπραγμάτευση) τόν Ἄνδρα καί τή Γυναίκα, καί τούς πετᾶ ἔξω ἀπ' τά μνήματά τους. Κανένα καθρέφτισμα: κάθε πρόσωπο εἶναι ἄπειρο καί σ' αὐτή τήν τέχνη, τά σώματα δέν ρίχνουν σκιά. Καμμιά μετενσάρκωση: κάθε πρόσωπο εἶναι μοναδικό. Καμμιά σύγχυση: κάθε πρόσωπο εἶναι ἕνα μυστικό. Κανένας χωρισμός: ὅλα τά πρόσωπα εἶναι φλόγες τῆς ἴδιας Φωτιᾶς. Καί ὁ σκοπός δέν εἶναι ἡ ἀθανασία τῶν ψυχῶν· ἀθάνατες, εἶναι ἤδη καί στόν Ἅδη, σ' αὐτόν τόν ἀθάνατο θάνατο πού συνιστᾶ ἡ ἀγωνία: κάθε πρόσωπο εἶναι ἐκ τῆς γῆς, ἀλλ' αὐτή ἡ γῆ εἶναι καμωμένη ἀπ' τόν οὐρανό.

Δευτέρα, Απριλίου 30, 2012

Ζῶ ἐν Χριστῷ σημαίνει ζῶ πέραν τοῦ θανάτου. Clement Olivier



 

Ἀπό τό χριστιανισμό μαθαίνουμε ὅτι τό πρόσωπο ἀνάλογα μέ τήν πίστη του ἀδράχνεται σέ μία μεγάλη ἀναστάσιμη κίνηση. Στήν εὐχαριστηριακή καρδιά τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως καί στήν πνευματική «καρδιά» κάθε πιστοῦ, ὁ Χριστός ἐξακολουθεῖ νά νικᾶ τό θάνατο. Ἔτσι, ἡ ἀνθρωπότητα καί, δι’ αὐτῆς, τό σύμπαν εἰσάγονται σέ μία πελώρια μεταμόρφωση: τήν ὁποία ἡ ἁγιότητα προλαμβάνει καί σπεύδει στήν ὁλοκλήρωσή της.
Γιατί, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, «πάσα ἡ κτίσις συστενάζει καί συνωδίνει ἄχρι τοῦ νῦν [...] ἐλευθερωθήσεται ἀπό τῆς δουλείας τῆς φθορᾶς εἰς τήν ἐλευθερίαν τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ» (Ρωμ. 8,18-22). Ὅταν κάποιος ἀγαπᾶ, ὅταν ἀγάπησε ἔστω καί γιά μία στιγμή, ξέρει πώς κανείς δέν εἶναι ἐκ τοῦ κόσμου τούτου. Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά τό ποτήριο τῆς εὐχαριστίας, ὅπου ὑπεραφθονοῦν οἱ θεῖες ἐνέργειες «ὑπέρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς»,
Ὁ ἅγιος εἶναι ὁ ἄλλως ζῶν, πού δρασκέλισε ἤδη τό θάνατο καί μεταλαμβάνει τήν Ἀνάσταση.
Στήν παλαιοχριστιανική ἐποχή, οἱ ἄνθρωποι ὀνόμαζαν ἕναν μεγάλο πνευματοφόρο ὡς ἕναν ἀναστημένο. Καί ὁ λαός χαρακτήριζε τούς χριστιανούς, ὅταν ὁ διωγμός ηὔξανε τό μαρτύριο, ὡς «ἐκείνους πού δέν φοβοῦνταν τό θάνατο».
Ἔτσι, ὁ θάνατος ἄλλαξε σημασία. Δέν εἶναι πιά τεῖχος τῆς ἀγωνίας, ἀλλά, διαμέσου τῆς ἀδημονίας πού ἐξομοιώνεται μ’ ἐκείνη τοῦ Χριστοῦ, ὑπόσχεται εἰρήνη.
«Εἰρήνην ἀφίημι ὑμῖν, εἰρήνην τήν ἐμήν δίδωμι ὑμῖν», λέει ὁ Χριστός, «εἰρήνην τήν πάντα νοῦν ὑπερέχουσαν»,«οὐ καθώς ὁ κόσμος δίδωσιν»: μία εἰρήνη πού δέν εἶναι πιά ἐκ τοῦ κόσμου τούτου. Τό νά ζεῖ κανείς ἐν Χριστῷ σημαίνει νά ζεῖ πέραν τοῦ θανάτου, νά κάνει νά βλασταίνει μέσα του τό «σῶμα τῆς δόξης».
Στήν Κωνσταντινούπολη, ὅταν πάρει κανείς τήν ἀρχαία «Μέση Ὁδό», ἀφήνει πίσω του τήν Ἁγία Σοφία, τή βασιλική τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας, πού ὑπῆρξε τό κέντρο ἑνός θαυμάσιου, ἀλλά κλειστοῦ, χριστιανικοῦ πολιτισμοῦ• καί καταλήγει φτάνοντας, στά προάστια, στή μικρή ἐκκλησία τῆς χώρας, δηλαδή τῶν ἀγρῶν, οἱ ὁποῖοι ἄρχιζαν ἀπό ‘κεῖ, ἀλλά δείχνει ἐπίσης τό «σύνορο», ἐκεῖνο τῆς πόλης, ἐκεῖνο ἑνός πολιτισμοῦ, τό σύνορο κυρίως τῆς ἀνθρώπινης μοίρας.
Σ’ ἕνα εὐρύχωρο πλαϊνό παρεκκλήσι, τό ὕστερο Βυζάντιο πού βάδιζε πρός τό θάνατο, ἔγραψε γιά μᾶς τό μήνυμά του: στήν τοιχογραφία τῆς ἁψίδας, ὁ Χριστός κατεβαίνει στόν Ἅδη γιά νά τόν συντρίψει• εἶναι λαμπροφορεμένος, ἀλλά δέν βρίσκεται πιά ἐπί τοῦ ὄρους τῆς Μεταμορφώσεως, εἶναι στόν ἴδιο τό βυθό τῆς ἀγωνίας καί τῆς σκοτεινῆς ἀσφυξίας. Τό ἕνα του πόδι, μέ μία ἀπίστευτη βία, θραύει τά «κλεῖθρα τοῦ κόσμου τούτου». Τό ἄλλο πόδι, σέ μία κίνηση χοροῦ, σάν σέ κολύμπι, ἀρχίζει τήν ἄνοδο, ὅπως ὁ βουτηχτής πού, ἀφοῦ ἄγγιξε τό βυθό, τόν «χτυπᾶ» γιά ν’ ἀνέβει ξανά στόν ἀέρα καί τό φῶς.
Ἀλλά ὁ ἀέρας καί τό φῶς εἶναι Ἐκεῖνος: «σήμερον μετ’ ἐμοῦ ἔσει ἐν τῷ παραδείςῳ» μπόρεσε νά πεῖ, τήν ὥρα τῆς σταυρώσεως, στό ληστή πού ξεψυχοῦσε δίπλα του.
Ὁ ἀέρας καί τό φῶς εἶναι ἡ ἀκτινοβολία τοῦ προσώπου του πού ἀστράφτει ἀπό τό Πνεῦμα.
Καί νά ἡ ἀπελευθερωτική χειρονομία: κάθε χέρι τοῦ Χριστοῦ πιάνει ἀπό τόν καρπό τοῦ χεριοῦ (καί ὄχι ἀπό τήν παλάμη, ἡ σωτηρία εἶναι προπάντων ἕνα δῶρο καί ὄχι μία διαπραγμάτευση) τόν Ἄνδρα καί τή Γυναίκα, καί τούς πετᾶ ἔξω ἀπ’ τά μνήματά τους. Κανένα καθρέφτισμα: κάθε πρόσωπο εἶναι ἄπειρο καί σ’ αὐτή τήν τέχνη τά σώματα δέν ρίχνουν σκιά. Καμιά μετενσάρκωση: κάθε πρόσωπο εἶναι μοναδικό. Καμιά σύγχυση: κάθε πρόσωπο εἶναι ἕνα μυστικό.
Κανένας χωρισμός: ὅλα τά πρόσωπα εἶναι φλόγες τῆς ἴδιας Φωτιᾶς. Καί ὁ σκοπός δέν εἶναι ἡ ἀθανασία τῶν ψυχῶν· ἀθάνατες, εἶναι ἤδη καί στόν Ἅδη, σ’ αὐτόν τόν ἀθάνατο θάνατο πού συνιστᾶ ἡ ἀγωνία: κάθε πρόσωπο εἶναι ἐκ τῆς γῆς, ἀλλ’ αὐτή ἡ γῆ εἶναι καμωμένη ἀπ’ τόν οὐρανό.
 

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...