Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τρίτη, Οκτωβρίου 30, 2012

ΣΚΕΨΕΙΣ ΠΟΥ ΓΕΝΝΗΘΗΚΑΝ ΑΠΟ ΤΟ ΥΠΕΡΒΛΑΣΦΗΜΟ CORPUS-CHRISTI- ΓΙΑ ΤΗΝ 7Η ΤΕΧΝΗ- ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΜΑΣ ΕΥΘΥΝΗ




Ἴσως γιά πρώτη φορά στά χρονικά τοῦ Ἑλληνικοῦ θεάτρου καί τῆς 7ης τέχνης, 
ἀνέβηκε ἕνα τόσο βλάσφημο «ἔργο»! Καί ὄχι τυχαῖα, σέ μία στιγμή
 ἐθνικῆς κρίσεως ( πνευματικῆς βασικά ) κι ἀμετανοησίας! 
Ἕνα ἀκόμη ράπισμα στή συνείδησή μας, μήπως καί ξυπνήσουμε ἀπό τόν
 πνευματικό μας λήθαργο! Μέσα στή λαίλαπα τῶν δεκάδων
 ἐπιθέσεων τῆς Νέας Τάξης Πραγμάτων καθημερινῶς ἐνάντια 
στήν ἀνθρωπότητα, γιά τήν χειραγώγηση κι ἐξόντωσή της,
 ἡ 7η τέχνη παίζει πολύ ἄσχημο ρόλο.
 Τίς τελευταῖες δεκαετίες εἰδικότερα, τό σύστημα 
τῆς Νέας Ἐποχῆς τήν ἔκανε ἐργαλεῖο στά χέρια 
του κι ἔγινε κι αὐτή μία ἐπιπλέον τέχνη τοῦ 
Διαβόλου,  γιά τούς ἑξῆς λόγους:
α) Γιατί εἶναι τέτοια ἡ φύση της, ὥστε νά
 ἔχει τή δυνατότητα νά ἀπευθύνεται ταυτόχρονα
 σέ ἑκατομμύρια ἀνθρώπους-θύματα καί νά τούς 
ἐπηρρεάζει! Ἡ ἀναπτυγμένη τεχνολογία τῆς ἐποχῆς
 μας μάλιστα, τήν ἐνισχύει ὑπερβολικά ὡς πρός αὐτήν
 τή δυνατότητα κι ἔτσι, ὐπερδιπλασιάζει τήν ἐπιρροή 
πού μπορεῖ νά ἀσκήσει στά μάτια, στά ἀφτιά, στά 
μυαλά καί στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων.
β) Γιατί μέ τό προκάλυμμα τῆς «διασκέδασης»
 καί μέ τό πρόσχημα τοῦ 
«φανταστικοῦ κι ὄχι ἀληθινοῦ», τό σύστημα «πυροβολεῖ»
 μέ τά μηνύματά του τό κοινό, χωρίς νά προκαλεῖ τίς
 ἀντιδράσεις του. Κι ἔτσι, τό ἐπηρρεάζει συστηματικά 
μέ σέξ, βία, ἀποκρυφισμό, UFO καί χαλαρά ἤθη γενικῶς καί ὡς
 ἐπί τό πλεῖστον! Τό κοινό ἀποβλακώνεται, διότι ἀφήνει χαλαρές 
τίς ἀντιστάσεις του ἀπέναντι στό «ψεύτικο», ἀλλά ἔτσι
 ξεχνᾶ νά ἐλέγξει τήν ποιότητα τοῦ θεάματος, μέ ἀποτέλεσμα
 νά ἀφήνει δηλητήρια νά εἰσβάλλουν ἀμαχητί στό νοῦ καί στήν
 καρδιά του!  Τά δηλητήρια αὐτά ὅμως, θά τά πάρει μαζί του στήν
 πραγματική ζωή καί θά πορεύεται μ’ αὐτά!
-Καί γιατί ντέ καί καλά, πρέπει νά βλέπουμε φανταστικά 
καί ψεύτικα πράγματα καί καταστάσεις, εἰδικά ἐμεῖς οἱ 
Χριστιανοί πού πιστεύουμε τόν Θεόν τῆς Ἀληθείας;
-Γιά νά ξεφεύγουμε ἀπό τήν πραγματικότητα,
 θά ποῦνε οἱ περισσότεροι.
Μά τό ψέμμα ὄχι μόνο δέν βοηθᾶ τήν πραγματικότητα, ἀλλά
 ἐπιπλέον τήν διαμορφώνει. Πρώτη ἀπόδειξις; Οἱ ἄνθρωποι καί 
εἰδικότερα οἱ νεότερης ἡλικίας, ἐπηρρεάζονται ἀπ΄τά θεάματα,
 μέ ἀποτέλεσμα νά εἰδωλοποιοῦν ἠθοποιούς, νά τούς λατρεύουν
 σάν Θεούς καί νά τούς μιμοῦνται καί ὡς πρός τήν ἐμφάνιση καί 
συμπεριφορά τους καί ὡς πρός τήν ἄστατη ζωή τους.
Δεύτρη ἀπόδειξις; Τά στατιστικά τῆς κοινωνικῆς διαφθορᾶς,
 θυμίζουν πιά ταινία θρίλερ. Κάποτε, στόν κινηματογράφο ἔβλεπες
 συχνότερα μία «σκληρή» σκηνή καί σπάνια στήν καθημερινή ζωή. 
Τώρα, ἡ ζωή μας καί ἡ πραγματικότητά μας, ἔχουν γεμίσει ἀπό 
σκληρές σκηνές κι ἀναζητοῦμε τό «διάλειμμα»…Κι ἐδῶ ἀναρωτιέται κανείς:
-Ἡ κότα κάνει τό ἀβγό ἤ τό ἀβγό τήν κότα; δηλαδή ἡ 
πραγματικότητά μας εἶναι ἀποκύημα τῆς 7ης τέχνης ἤ τό ἀντίστροφο;
Οἱ Ἰάπωνες λένε: «πώς μία εἰκόνα ἱσοδυναμεῖ μέ χίλιες λέξεις»! 
Ἡ 7η τέχνη, συνδυάζει καί εἰκόνα καί λέξεις! Πόσο ἐπικίνδυνη μπορεῖ 
νά γίνει λοιπόν, στά χέρια ἀδίστακτων…
Καί οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας λένε πώς : 
«ἐκ τοῦ ὁρᾶν, τίκτεται τό ἐρᾶν» ( δηλαδή ἀπό το νά βλέπει κανείς, 
πέφτει στήν ἁμαρτία ). Καθώς ἐπίσης λένε, πώς ἡ συντριπτική πλειοψηφία
 ἀντίληψής μας μέσῳ τῶν αἰσθήσεων στήν κλίμακα τοῦ ἑκατό, 
προέρχεται ἀπό τήν ὅραση.
Ἀμέτρητες πολύτιμες ὧρες σπαταλῶνται μπροστά σέ ὀθόνες 
τηλεοράσεων, κινηματογράφων καί σκηνῶν θεάτρου.
Ὅπως καί νά ἔχει, γεννῶνται εὔλογα ἐρωτήματα, πού 
πρέπει πολύ καλά νά ἐξετάσει κάθε σκεπτόμενος 
ἄνθρωπος καί πού ἀφοροῦν τό συντριπτικότερο κομμάτι τῆς 7ης τέχνης:
-ΓΙΑΤΙ ΔΕ ΜΑΣ ΔΕΙΧΝΟΥΝ ΕΡΓΑ ΜΕ ΨΥΧΩΦΕΛΙΜΟ 
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ, ΕΡΓΑ ΠΟΥ ΝΑ ΔΙΔΑΣΚΟΥΝ 
ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ, ΤΙΣ ΑΡΕΤΕΣ, ΤΟ ΗΘΟΣ;
-ΓΙΑΤΙ ΔΕ ΜΑΣ ΔΕΙΧΝΟΥΝ ΕΡΓΑ ΠΟΥ ΝΑ ΗΡΕΜΟΥΝ
 ΚΙ ΟΧΙ ΝΑ ΤΑΡΑΖΟΥΝ;
-ΓΙΑΤΙ ΜΑΣ ΔΕΙΝΧΟΥΝ ΑΦΘΟΝΗ ΒΙΑ, ΣΕΞ, ΜΑΓΕΙΕΣ
 ΚΑΙ ΚΑΘΕ ΕΙΔΟΥΣ ΚΑΚΙΑ;
-ΓΙΑΤΙ ΜΑΣ ΔΕΙΧΝΟΥΝ ΕΡΓΑ ΠΟΥ ΑΝΤΙ ΝΑ ΜΑΣ 
ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΟΥΝ ΤΗ ΣΚΕΨΗ, ΤΗΝ ΑΠΟΒΛΑΚΩΝΟΥΝ, 
ΤΗΝ ΑΚΙΝΗΤΟΠΟΙΟΥΝ Ἠ ΤΗΝ ΔΙΑΣΤΡΕΦΟΥΝ;
-ΓΙΑΤΙ ΜΑΣ ΔΕΙΧΝΟΥΝ ΨΕΜΜΑΤΑ ΠΟΥ ΣΤΗΝ 
ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΑΠΛΩΣ 
ΑΧΡΗΣΤΑ ΚΙ ΟΧΙ ΑΛΗΘΕΙΕΣ ΠΟΥ ΘΑ ΜΑΣ
 ΒΟΗΘΗΣΟΥΝ ΝΑ ΖΗΣΟΥΜΕ ΚΑΛΥΤΕΡΑ 
ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΜΑΣ;

 Ὅποιος δέν βλέπει ὅτι ἡ 7η τέχνη κατ’ ἐξοχήν χρησιμοποιεῖται
 ὡς ὅπλο μαζικῆς καταστροφῆς, πλανᾶται πλάνην οἰκτράν!
 Μᾶς «κατασκευάζουν» τή σκέψη καί τή ζωή μας οἱ ἐπιτήδειοι 
νεοταξίτες «σκηνοθέτες», κατά τό δικό τους βούλεσθαι καί
 συμφέρον, γιά νά δημιουργήσουν εὔκολα ἐλεγχόμενες 
κοινωνίες στά χέρια τους. Ὁ πόλεμος πού διαδραματίζεται
 στό νοῦ, εἶναι ὁ χειρότερος πόλεμος. Γιατί στόν συμβατικό 
πόλεμο, τό πολύ χάνεις τή ζωή σου. Σ’ αὐτόν τόν πλάγιο πόλεμο, 
ἄν δέν ἀντισταθεῖς, χάνεις τήν ψυχή σου!

Ἐμεῖς ὅμως ἔχουμε νεκρώσει πνευματικά καί ψυχικά σέ τέτοιο 
σημεῖο, πού νά τσαλαπατιέται ὄχι πιά μόνο ὁ ἄνθρωπος στά «ἔργα»
 μέ κάθε μορφή διαφθορᾶς, ἀλλά πιάσαμε τώρα τόν ἴδιο τόν Θεό, 
τήν Πανάχραντο Μητέρα Του καί τούς Ἁγίους καί ἀσύλληπτο 
κι ὅμως ἀληθινό, νά ἀσελγοῦμε στά Πρόσωπά τους καί 
στό ὕψιστο ἀγαθό, στήν Ἱερή καί Ὁσία Πίστη μας!
Καί σ’ αὐτό τό σημεῖο ρωτῶ:
·         Πῶς μποροῦμε νά ἀφήνουμε ἕναν Μητροπολίτη μόνο του, 
πού παληκαρίσια ὁμολογεῖ Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, πού ὄρθωσε 
τό ἀνάστημά του μαρτυρικά καί μήνυσε τούς συντελεστές τῆς 
ἐπαίσχυντης παράστασης; Γιατί ἀφήνουμε τόν ἕναν νά βγάλει 
τό φίδι ἀπό τήν τρύπα;
·         Γιατί δέν καταθέτουμε συλλογική μήνυση κι ἐμεῖς οἱ πιστοί 
καί στούς συντελεστές τῆς παράστασης καί στό θέατρο πού 
δέχεται νά φιλοξενεῖ τήν ἀσέλγειά τους;
·         Γιατί δέν κάνουμε καταγγελία στόν Ὑπουργό Παιδείας 
καί Θρησκευμάτων καί στόν Ὑπουργό Δικαιοσύνης 
πού κωφεύουν κι ἀδιαφοροῦν;
·         Τί χειρότερο περιμένουμε νά γίνει, ἀπό τό νά 
παρουσιάζονται ὁ Χριστός 
καί Θεός μας, ἡ Παναγία μας και
 οἱ Ἅγιοι ὁμοφυλόφιλοι, πόρνοι,
 γελοῖοι καί σιχαμεροί;

Ὁ διάβολος καί τό συνεργεῖο του δουλεύου  ασταμάτητα κι ἀκάματα, ἐμεῖς;
Καί μή μοῦ πεῖ κανείς ὅτι ἔχουμε Παντοδύναμο Θεό πού μπορεῖ νά τούς 
κάνει «φού» καί νά τούς διαλύσει. Ὁ Θεός βεβαίως, κάνει τά δικά Του 
καί δέν ἔχει ἀνάγκη ἀπό ἐμᾶς. Ἐμεῖς ὅμως οἱ πιστοί Του, μαθητές Του, 
παιδιά Του, δοῦλοι Του, ὁμολογητές Του, συνγκληρονόμοι Του, 
 δέν θά κάνουμε τά δικά μας, πού Τόν ἔχουμε ἀνάγκη;…
Φοβᾶμαι ὅτι δέν θά δώσουμε ἀπολογία μόνο γι’ αὐτά πού κάναμε 
λάθος, ἀλλά καί γι’ αὐτά πού δέν κάναμε σωστά καί μάλιστα
 ἴσως αὐτά, νά εἶναι τά περισσότερα.

Συγνώμη ἄν σᾶς κούρασα.

   ΚΑΙΟΜΕΝΗ ΒΑΤΟΣ

Μην κατακρίνουμε τον αμαρτωλό γιατί αυτός σήμερα εγώ αύριο...



Ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος ζητά, όχι μόνο να μην κατακρίνουμε τους
 άλλους αλλά και να σκεπάζουμε τα αμαρτήματα αυτών.
«Γίνε κοινωνός στα παθήματα όλων, αλλά στάσου με το σώμα σου
 μακριά από όλους. Κανένα να μη ελέγχεις και κανένα να μη κατηγορείς 
για τη συμπεριφορά του, ούτε και τον πιο κακό. Άπλωσε τον χιτώνα
σου πάνω σ' αυτόν που έφταιξε, και σκέπασε τον.
 Κι αν δεν μπορείς να φορτωθείς επάνω σου το φταίξιμό του και 
να δεχτείς για λόγου του την τιμωρία και την ντροπή, τουλάχιστον
 δείξε υπομονή και μη τον περιφρονήσεις». 
«Σκέπασε αυτόν που φταίει, όταν βέβαια δεν πρόκειται να σε ζημιώσει.
 Με τον τρόπο αυτό του δίνεις θάρρος, αλλά και συ κρατάς το έλεος του Θεού».

Πολλές φορές βλέπουμε ένα αμάρτημα και εύκολα το κατακρίνουμε 
αλλά η θέση διαφόρων ασκητών είναι διαφορετική και 
φερόντουσαν με αγάπη.

«Κάποιοι από τους πατέρες ρώτησαν τον αββά Ποιμένα: αν δούμε
 ένα αδελφό να αμαρτάνει, θέλεις να του κάνουμε παρατηρήσεις;
και ο γέροντας απάντησε: Εγώ μέχρι τώρα, αν κάποιος λόγος με
 αναγκάζει να περάσω από κείνο το μέρος και δω τον αδελφό να
 αμαρτάνει, τον προσπερνώ και δεν τον ελέγχω».

Το γεροντικό αναφέρει ότι: «Ένας από τους πατέρες,
 βλέποντας κάποιον να αμαρτάνει, έκλαψε πικρά και είπε: 
Αυτός σήμερα, εγώ αύριο». 

Μόνον ο Θεός γνωρίζει πόσους κρυφούς δούλους έχει!



30ΟΚΤ
Ανέβηκε ο αββάς Δανιήλ από τη Σκήτη, μαζί με τον μαθητή του, στην άνω Θηβαΐδα, όταν γιόρταζαν τη μνήμη του αββά Απολλώ. Εκεί έτρεξαν να τον συναντήσουν οι πατέρες που απείχαν μέχρι και εφτά μίλια και ήταν περίπου πέντε χιλιάδες. Και μπορούσε να τους δει κανείς να προσκυνούν πεσμένους πάνω στην άμμο, σαν να ήταν τάγματα αγγέλων, τα οποία με φόβο υποδέχονται τον Χριστό, γιατί άλλοι έστρωναν τα ρούχα τους μπροστά του, άλλοι τα κουκούλλια τους, και έβλεπες τα δάκρυά τους να τρέχουν σαν πηγές που ανάβλυζαν. Βγήκε ο προϊστάμενος του κοινοβίου και πριν πλησιάσει τον γέροντα τον προσκύνησε εφτά φορές και αφού ασπάστηκε ο ένας τον άλλο, κάθησαν. Τότε παρακάλεσε τον γέροντα να πει κάτι, γιατί δεν μιλούσε εύκολα στον καθένα. Καθώς λοιπόν κάθησαν έξω πάνω στην άμμο, γιατί δεν τους χωρούσε η εκκλησία, λέγει ο αββάς Δανιήλ στον μαθητή του· «Γράψε·  Αν θέλετε να σωθείτε, να επιδιώκετε την ακτημοσύνη και την σιωπή, γιατί απ’ αυτές τις δύο αρετές κρέμεται όλη η ζωή του μοναχού». Ο μαθητής του παρέδωσε αυτά που έγραψε σε κάποιον από τους αδελφούς, ο οποίος τα μετέφρασε στα αιγυπτιακά. Όταν διαβάστηκαν στους πατέρες, έκλαψαν όλοι και ξεπροβοδούσαν τον γέροντα. Κανένας δεν τολμούσε να του πει «Μείνε μαζί μας».
Όταν έφτασε στην Ερμόπολη λέγει στον μαθητή του· «Πήγαινε και χτύπα την πόρτα σ’ εκείνο το γυναικείο μοναστήρι». Υπήρχε εκεί ένα γυναικείο μοναστήρι, που ονομαζόταν του αββά Ιερεμία, και κατοικούσαν εκεί περίπου τριακόσιες μοναχές. Πήγε ο μαθητής του και χτύπησε την θύρα. Του λέγει η θυρωρός ευγενικά· «Καλώς ήλθες. Τί προστάζεις;». Απαντά· «Φώναξέ μου την μητέρα, την ηγουμένη, γιατί θέλω μ’ αυτή να μιλήσω». Αυτή απάντησε· «Δεν συναντά ποτέ κανέναν, όμως πες μου τι θέλεις και θα το διαβιβάσω». Αυτός είπε· «Πες της· “Κάποιος μοναχός θέλει να σου μιλήσει”. Η θυρωρός πήγε και το είπε αυτό και αφού ήλθε η ηγουμένη ευγενικά λέει στον αδελφό· «Η αμμάς μ’ έστειλε να σε ρωτήσω· “Τί ζητάς;”». Λέει ο αδελφός· «Να δείξετε αγάπη και να επιτρέψτε να κοιμηθούμε εδώ εγώ κι ένας γέροντας, γιατί είναι βράδυ και έξω θα μας φάνε τα θηρία». Του λέγει η αμμάς· «Ποτέ άνδρας δεν μπαίνει εδώ· συμφέρει να φαγωθείτε από τα έξω θηρία κι όχι από αυτά που βρίσκονται μέσα στην ψυχή». Της απαντά ο αδελφός· «Ο αββάς Δανιήλ είναι από τη Σκήτη». Αυτή μόλις τ’ άκουσε αυτό, άνοιξε και τις δύο θύρες και βγήκε τρέχοντας καθώς κι όλες οι άλλες μοναχές, και αφού έστρωναν τα μαφόριά τους από την είσοδο μέχρι το σημείο που βρισκόταν ο γέροντας έπεφταν στα πόδια του και φιλούσαν τα ίχνη των ποδιών του.
Όταν μπήκαμε μέσα στο μοναστήρι, έφερε η προϊσταμένη μια λεκάνη και τη γέμισε με χλιαρό νερό και βότανα και χώρισε σε δύο ομάδες τις αδελφές και έπλυναν τα πόδια του γέροντα και του μαθητή του. Αφού πήρε ένα ποτήρι έφερε τις αδελφές και έπαιρνε νερό από τη λεκάνη και το έριχνε πάνω από τα κεφάλια τους και ύστερα το έριχνε πάνω της και στο κεφάλι της. Όλες αυτές φαίνονταν σαν ακίνητες πέτρες, αμίλητες, και κάθε απάντησή τους δινόταν μ’ ένα χτύπημα κι αυτή η κίνησή τους ήταν αγγελική. Λέγει λοιπόν ο γέροντας στην ηγουμένη· «Εμάς σέβονται οι αδελφές ή έτσι είναι πάντοτε;». Αυτή είπε· «Πάντοτε έτσι είναι οι δούλες σου δέσποτα, όμως προσευχήσου γι’ αυτές». Λέει ο γέροντας· «Πες στο μαθητή μου ότι αυτή τη στιγμή αισθάνομαι άσχημα».
Μία απ’ αυτές κείτονταν κοιμισμένη στην εσωτερική αυλή, φορώντας σχισμένα παλαιά ρούχα. Λέει ο γέροντας· «Ποιά είναι αυτή που κοιμάται:». Του απαντά μία από τις αδελφές· «Είναι μέθυση και δεν ξέρουμε τι να την κάνουμε. Να την πετάξουμε έξω από το μοναστήρι φοβόμαστε το κρίμα· αν την αφήσουμε όμως σκανδαλίζει τις αδελφές». Λέει ο γέροντας στον μαθητή του· «Πάρε τη λεκάνη και άδειασέ την πάνω της». Όταν τόκανε, αμέσως αυτή σηκώθηκε σαν από μεθύσι. Του λέει η αμμάς· «Δέσποτα έτσι είναι πάντοτε».
Αφού πήρε η ηγουμένη τον γέροντα τον έφερε στην τραπεζαρία, όπου παρέθεσε δείπνο στις αδελφές λέγοντας· «Ευλόγησε τις δούλες σου, ώστε μπροστά σου να γευματίσουν». Αυτός τις ευλόγησε και η ηγουμένη μαζί με τη δεύτερη μετά απ’ αυτήν κάθησαν μαζί του. Παρέθεσαν στον γέροντα ένα πιάτο με βρεγμένα και ωμά χορταρικά, χουρμάδες και νερό, στον μαθητή του πρόσφεραν βρασμένη φακή και λίγο ψωμί και εύκρατο, ενώ στις αδελφές παρέθεσαν πολλά φαγητά, ψάρια και κρασί άφθονο.    Έφαγαν πολύ καλά και κανείς δεν μίλησε. Όταν σηκώθηκαν λέει ο γέροντας στην ηγουμένη· «Τί είναι αυτό που έκανες; Εμείς έπρεπε να φάμε καλά, αλλά τελικά εσείς φάγατε τα καλά φαγητά». Του λέει η αμμάς· «Εσύ είσαι μοναχός, γι’ αυτό τροφή μοναχού σου πρόσφερα, ο μαθητής σου είναι μαθητής μοναχού και τροφή μαθητή του πρόσφερα. Εμείς είμαστε αρχάριες και τροφή αρχαρίων φάγαμε». Της λέει ο γέροντας· «Είναι αξιομνημόνευτη η αγάπη, πράγματι ωφεληθήκαμε».
Ενώ πήγαιναν να αναπαυθούν, λέει ο άββάς Δανιήλ στον μαθητή του· «Πήγαινε και δες πού κοιμάται η μέθυση· κάπου στην εσωτερική αυλή βρισκόταν». Αυτός πηγαίνει, βλέπει και του λέει·«Είναι κοντά στα αφοδευτήρια». Λέει ο γέροντας στον μαθητή του· «Μείνε άγρυπνος αυτή τη νύχτα μαζί μου». Όταν αναπαύθηκαν όλες οι αδελφές, παίρνει ο γέροντας τον μαθητή του και πηγαίνει πίσω από ένα χώρισμα. Τότε βλέπουν τη μέθυση να σηκώνεται και να υψώνει τα χέρια της στον ουρανό, και τα δάκρυά της να τρέχουν σαν ποτάμι, να κινούνται τα χείλη της, να κάνει μετάνοιες και όταν αντιλαμβανόταν καμμιά αδελφή να πηγαίνει στα αφοδευτήρια, έπεφτε στο έδαφος ροχαλίζοντας.
Έτσι περνούσε όλες τις μέρες της. Λέει λοιπόν ο γέροντας στον μαθητή του· «Φώναξέ μου την ηγουμένη διακριτικά». Πήγε και τη φώναξε καθώς και τη δεύτερη στη σειρά και ολόκληρη τη νύχτα έβλεπαν αυτά που έκανε. Η ηγουμένη άρχισε να λέει κλαίγοντας· «Αχ, για πόσα κακά δεν την κατηγόρησα». Κι όταν ακούστηκε το εγερτήριο, διαδόθηκε γι’ αυτήν στην αδελφότητα. Αυτή κατάλαβε τι έγινε και φεύγει κρυφά και πηγαίνει εκεί που κοιμόταν ο γέροντας και κλέβει το ραβδί του και την κάπα του και ανοίγει με προσοχή τη θύρα του μοναστηριού και γράφει ένα σημείωμα, το οποίο τοποθετεί στην κλειδαριά της θύρας, λέγοντας· «Να προσεύχεσθε για μένα και να μου συγχωρήσετε για όσα σας έφταιξα» και εξαφανίστηκε.
Όταν ξημέρωσε, την αναζήτησαν, αλλά δεν την βρήκαν. Πηγαίνουν στην πύλη και βρίσκουν ανοιχτή τη θύρα και το σημείωμα εκεί και γίνεται μεγάλος θρήνος στο μοναστήρι. Και λέει ο γέροντας· «Εγώ γι’ αυτήν ήλθα εδώ, γιατί τέτοιους μεθύστακες αγαπά ο Θεός». Όλες οι μοναχές εξομολογούνταν στον γέροντα τι είχαν κάνει σε βάρος της. Και αφού ευλόγησε ο γέροντας τις αδελφές, αναχώρησε μαζί με τον μαθητή του για το κελλί τους, δοξάζοντας και ευχαριστώντας τον Θεό, ο οποίος μόνον αυτός γνωρίζει πόσους κρυφούς δούλους έχει.

(Δημ. Γ. Τσάμη, «Μητερικόν», εκδ. Αδελφ. Η Αγία Μακρίνα, Θεσ/νίκη, σ. 55-61)

Στα χέρια του Θεού.(Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μητροπολίτη Λεμεσού Αθανασίου στα Δημήτρια (Αθήνα)



30ΟΚΤ
[...] «Ἑαυτούς καί ἀλλήλους καί πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα»:
Είναι αυτή η ευχή που λέμε συχνά στην Εκκλησία, η διακονική προτροπή που αναφέρεται εις τον λαό του Θεού και μας προσκαλεί να αφήσομε στα χέρια του Χριστού όλη τη ζωή μας!
Ἑαυτούς καί ἀλλήλους καί πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα. Τους εαυτούς μας και τους άλλους ανθρώπους, τα παιδιά μας, τους φίλους μας, τους συγγενείς μας, τους οικείους μας, τους συναδέλφους μας, τους συμπολίτες μας, τον κόσμο όλο να τον αφήσουμε στα χέρια του Θεού! Και όσο κι αν φαίνεται απλή αυτή η προτροπή του διακόνου της Εκκλησίας, στις μέρες μας ιδιαίτερα έχει τεράστια σημασία και μεγάλη δύναμη. Γιατί νομίζω ότι στις πολύπλοκες μέρες που ζούμε που φορτωνόμαστε όλοι πάρα πολλά πράγματα, έχουμε καταντήσει να είμαστε πάρα πολύ κουρασμένοι. Και συναντάει κανείς ανθρώπους πονεμένους και κουρασμένους, ακόμα και στη νεανική ηλικία. Συναντά κανείς νέους οι οποίοι έχουν γηράσει από τον κόπο και τον μόχθο της καθημερινότητας, οι οποίοι έχουν τραυματιστεί κι έχουν πληγωθεί απ’ όλ’ αυτά που συμβαίνουν γύρω τους. Υπάρχουν νέοι άνθρωποι οι οποίοι έχουν τόση ευαισθησία που είναι αρκετό γι’ αυτούς ν’ ακούσουν ένα δελτίο ειδήσεων για να βυθιστεί η ψυχή τους μέσα σε μια μεγάλη απορία και για το τι γίνεται μέσα στον κόσμο και για το πού πηγαίνει ο κόσμος και για το τι θα γίνει ακόμα συν τω χρόνω. Και μπαίνει η ψυχή του ανθρώπου μέσα σ’ αυτή την αγωνία… Και αυτή η αγωνία και αυτός ο κόπος και αυτή η δυσκολία είναι ένα σημείο των εσχάτων ημερών, ένα σημείο που ο Κύριος μάς το έδωσε ως γνώρισμα των εσχάτων χρόνων· που οι έσχατοι χρόνοι, βέβαια, είναι διαρκώς παρόντες μέσα στην Εκκλησία. Ζούμε όλοι μας αυτή τη δυσκολία, αυτό το βάρος που βλέπουμε καθημερινά μπροστά μας.
Έρχεται ο Χριστός και μας λέγει να έρθουμε κοντά Του όλοι εμείς οι κουρασμένοι, οι πεφορτισμένοι και θα μας αναπαύσει. Και έρχεται η Εκκλησία και μας προτρέπει τους εαυτούς μας και τους γύρω μας και τα πάντα να τα αφήνουμε στα χέρια του Θεού. Και πολλές φορές ακούμε από πνευματικούς ανθρώπους όταν τους εκθέτουμε τα προβλήματά μας και τες δυσκολίες μας «άφησ’ το στον Θεό». Και βλέπουμε ότι αυτή η απάντηση δεν μας πολυαναπαύει πάντοτε. Γιατί θεωρούμε «πώς να τ’ αφήσω στον Θεό; Εγώ τι πρέπει να κάμω; Εγώ τι μπορώ να κάμω; Εγώ δεν πρέπει να κάμω τίποτε; Να τ’ αφήσω όλα στον Θεό και να μείνω με χέρια σταυρωμένα;» Και νομίζομε ότι αυτό το πράγμα είναι ολιγωρία, ότι είναι αδιαφορία, ότι είναι δειλία, ενώ τελικά είναι μεγάλη ανδρεία! Θέλει να είσαι πολύ ανδρείος άνθρωπος, πολύ γενναίος άνθρωπος για να τ’ αφήσεις όλα στα χέρια του Θεού! Πρέπει να είσαι πολύ γενναίος άνθρωπος για να τ’ αφήσεις όλα στα χέρια του Θεού και πρέπει να έχεις την ψυχή σου γεμάτη μ’ εμπιστοσύνη εις την πρόνοια και εις την αγάπη του Θεού Πατέρα μας.
H εποχή μας χαρακτηρίζεται από το άγχος, από την κούραση, από την αγωνία των ημερών, από τις πολλές θλίψεις που συμβαίνουν γύρω μας, από τη μοναξία… Ζούμε μέσα σε πόλεις μεγάλες κι όμως πάσχουμε από μοναξιά! Μπορεί να ζούμε μέσα στην οικογένειά μας, μέσα σ’ ένα σπίτι και να αισθανόμαστε ότι κανείς δεν μας καταλαβαίνει, κανείς δεν επικοινωνεί μαζί μας, ότι είμαστε μόνοι μας, εγκαταλελειμμένοι, πεταμένοι, ότι δεν έχουμε ένα άνθρωπο ν’ ακουμπήσουμε, ότι δεν έχουμε κάποιο που να μας αγαπά πραγματικά ή και που να τον αγαπούμε πραγματικά κι αυτά τα πράγματα όλα μας διαλύουν και μας κάνουν να μην ξέρουμε πού να στραφούμε. Μπαίνει η ψυχή μας πραγματικά μέσα σ’ ένα υπαρξιακό σκοτάδι, σ’ ένα μεγάλο σκοτάδι για το πού θα πάμε και πώς θα βγούμε απ’ όλη αυτή την περιπέτεια!
Παρά ταύτα όμως, η Εκκλησία μας εδώ και αιώνες επαναλαμβάνει συνεχώς αυτή την προτροπή που όντως φαίνεται πάρα πολύ σπουδαία. Σκεφθήκατε ένα άνθρωπο ο οποίος είναι φορτωμένος ένα βαρύ φορτίο, ένα μεγάλο φορτίο κι έρχεται κάποιος και του λέει «άφησέ με να το πάρω το φορτίο εγώ» και μας ξεφορτώνει και μας βγάζει το φορτίο από πάνω μας και το παίρνει εκείνος! Κι αισθανόμαστε εμείς μεγάλη άνεση, μεγάλη ξεκούραση, γιατί μας πήρε το φορτίο. Και δεν το πήρε για να το πετάξει κάπου αλλού, αλλά για να το οδηγήσει με τον καλύτερο τρόπο εκεί που θα θέλαμε εμείς να οδηγηθεί. Φτάνει να του δώσουμε εμπιστοσύνη! Φτάνει να τον αφήσομε να πάρει αυτό το φορτίο από πάνω μας! Αυτό σημαίνει το «παραθώμεθα»: να τα δώσουμε στα χέρια του Θεού όλα.
Αλλά είναι αυτό άραγε ένα πράγμα εύκολο; Δεν είναι εύκολο όπως είπα προηγουμένως. Είναι πολύ δύσκολο γιατί μας εμποδίζει ο εαυτός μας· μας εμποδίζει ο εαυτός μας, η φιλαυτία μας. Φοβούμαστε να τα δώσουμε στα χέρια του Θεού! Φοβόμαστε ν’ αφήσουμε τον εαυτό μας στα χέρια του Θεού! Δεν είναι εύκολο πράγμα να πεις στον Θεό «γενηθήτω το θέλημά Σου»!
Να σας πω κάτι που το λέω συχνά. Είναι μια δική μου αδυναμία που την εβίωνα για αρκετά χρόνια. Όταν ήμουν νέος και σκεφτόμουν να γίνω μοναχός -από μέσα μου έβγαινε αυτή η επιθυμία του μοναχισμού- σκεφτόμουν να μείνω στο Άγιον Όρος αλλά και από την άλλη φοβόμουν να το αποδεχτώ αυτό το πράγμα: Πώς θ’ αφήσω τους γονείς μου, ν’ αφήσω την πατρίδα μου και να πάω σ’ ένα τόπο άγνωστο, μακριά, που δεν θα με ξαναδεί κανένας, ούτε θα ξανάβλεπα εγώ κανένα! Και ρώτησα ένα γέροντα: Γέροντα άραγε να γίνω μοναχός; Μου λέει: να παρακαλείς τον Θεό να κάνει το θέλημά Του! Κι εγώ ετρόμαξα! Και λέω: έχει γούστο να θέλει ο Θεός να γίνω μοναχός! Εσκέφτηκα ότι αν ο Θεός θέλει κάτι που εγώ δεν το θέλω, τι θα κάνουμε τώρα; Κάποιος από τους δύο πρέπει να κόψει το θέλημά του! Ή ο Θεός να κόψει το θέλημά Του -θα με βόλευε βέβαια αυτό το πράγμα-, ή εγώ να έκοβα το θέλημά μου και ν’ ακολουθούσα το θέλημα του Θεού που μου φαινόταν ένα μεγάλο βουνό.
Δεν μπορούσα να εννοήσω τότε, ότι το θέλημα του Θεού είναι η πιο μεγάλη ανάπαυση στον άνθρωπο! Δεν είναι δυνατόν ο Θεός να θέλει κάτι, το οποίο να σε φέρει σε δύσκολη θέση. Αντίθετα! Ο Θεός σε εξάγει από τη φυλακή που βρίσκεσαι και σε οδηγεί σε τόπο αναπαύσεως. Το θέλημα του Θεού είναι ειρήνη στην ψυχή του ανθρώπου, είναι χαρά στον άνθρωπο, είναι ανάπαυση στον άνθρωπο! Αυτό που λέει ο Χριστός «δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς» δεν το ήξερα, δεν μπορούσα να το καταλάβω ότι εάν αφεθώ στο θέλημα του Θεού, αυτό θα ‘ταν η πιο μεγάλη ανάπαυσις. Αυτό δεν το καταλάβαινα, δεν μπορούσα να το εννοήσω! Φοβόμουν το θέλημα του Θεού. Φοβόμουν τον Θεό! Όπως ένα μωρό που πηγαίνει στον γιατρό και δεν θέλει ν’ αφήσει τον γιατρό να το θεραπεύσει: κλωστά τον γιατρό, αντιδρά, κάμνει φασαρίες, τρέχει μέσα στους διαδρόμους· δεν θέλει ν’ αφήσει τον γιατρό ν’ αγγίξει πάνω του! Μέχρι που να βάλει μυαλό βέβαια και να καταλάβει ότι δεν πρέπει να κάνει έτσι…
Χρειάζεται να υπερβεί κανείς τον εαυτό του και χρειάζεται να γνωρίσει την αγάπη του Θεού· ότι ο Θεός, όπως έλεγε και ο αείμνηστος γέροντας Παΐσιος, είναι οξυγόνο στον άνθρωπο. Δεν μπορεί να γίνεται διοξείδιο του άνθρακος. Δεν μπορεί ο Θεός να σου δημιουργήσει μια αποπνικτική ατμόσφαιρα που να σε πνίξει μέσα. Όταν ο Θεός ενεργεί στον άνθρωπο και ομιλεί στον άνθρωπο και αποκαλύπτει εις τον άνθρωπο τον εαυτό Του και την αγάπη Του, τότε μια απέραντη ειρήνη, μια απέραντη γαλήνη βασιλεύει στην ψυχή του ανθρώπου κι ο άνθρωπος καταλαβαίνει αυτό που είπε ο Χριστός «κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς», εγώ θα σας αναπαύσω. Και μετά καταλαβαίνει εκ πείρας ότι δεν υπάρχει άλλη ανάπαυσις, δεν υπάρχει πουθενά ανάπαυσις, μόνο ο Χριστός είναι ανάπαυσις της ψυχής μας. Μακριά από τον Χριστό υπάρχει κόπος, υπάρχει δυσκολία, υπάρχει μεγάλη δυσφορία της ψυχής μας. Όταν είναι κάτι μέσα στην ευλογία του Θεού τότε όλα είναι πανέμορφα!
Έτσι, ενθυμούμαι, όταν ήμουν στο Άγιον Όρος ζούσα εκείνη την όμορφη, την πανέμορφη και την αγγελική, όντως, ζωή των μοναχών. Κι όταν έβγαινα έξω, απεσταλμένος σε εργασίες, στη Θεσσαλονίκη βέβαια που ήτανε κοντά μας, αισθανόμουν μια μεγάλη δυσκολία αντιμετωπίζοντας και βλέποντας την πόλη και όλη εκείνη την κίνηση. Πραγματικά μ’ έπιανε κατάθλιψη, δεν μπορούσα! Έκανα γρήγορα-γρήγορα τις δουλειές μου κι έφευγα πίσω! Όταν ήρθε η ώρα που έπρεπε να πάω στην Κύπρο, γιατί έτσι ήρθαν τα πράγματα μέσα στην πρόνοια του Θεού κι ο τότε Αρχιεπίσκοπος Κύπρου ζήτησε από τον γέροντά μας μια ομάδα μοναχών να πάει στην Κύπρο [1], αφού καταγόμαστε από ‘κεί, εγώ δεν είχα πάει ποτέ μου στην Κύπρο στα χρόνια μου στο Άγιον Όρος και δεν θυμόμουν τίποτα, είχα ξεχάσει τα πάντα! Όταν με κάλεσε ο γέροντας και μου είπε: «Κοίταξε, η Εκκλησία ζητά να πάμε κάτω.» «Κι εγώ», λέει ο γέροντας, «αισθάνομαι ότι κάναμε μια αδικία στην Εκκλησία της Κύπρου, γιατί μαζευτήκατε όλοι οι Κύπριοι εδώ και αφαιμάξαμε την Εκκλησία. Και να στείλουμε κάποιους αδελφούς να πάνε κάτω.» Λέω, «είναι καλή η σκέψη· να στείλετε κάποιους να παν κάτω.» Μου λέει, «μα δεν σε κάλεσα για να μου πεις τη γνώμη σου.» Λέω, «γιατί με καλέσατε;» «Για να φτειάξεις τα πράγματά σου και να πας από βδομάδας κάτω!»
Εγύρισα όλους τους γέροντες του Αγίου Όρους, ελπίζοντας ότι κάποιος θα μου πει «μην πάεις»! Λέω, έστω κι ένας να βρεθεί να μου πει να μην πάω, θα τσακωθώ με τον γέροντα κανένα-δυο μήνες αφού θα κάνω παρακοή, μετά ελπίζω να μην πεθάνει στο διάστημα(!)· θα πάω να πω ένα συγγνώμη, ένα ευλόγησον γέροντα έκανα λάθος, έκανα ανυπακοή, θα αποκατασταθούν οι σχέσεις μας και θα γλιτώσω και την Κύπρο!
Πήγα σε όλους. Δεν είχα πολλές ελπίδες στον γέρο-Παΐσιο και στους υπόλοιπους γιατί ήταν πιο ανοικτού πνεύματος, αλλά είχα μεγάλη ελπίδα ότι ο παπα-Εφραίμ στα Κατουνάκια δεν θα με άφηνε να πάω κάτω· γιατί τον άκουσα μια φορά που έλεγε ότι «η υπακοή είναι μέχρι τη Δάφνη [2]. Από τη Δάφνη και πέρα να μην πηγαίνετε!» Λέω, αυτός θα με σώσει! Επήγα, λοιπόν, του λέω «ξέρεις, γέροντα, έτσι έχουν τα πράγματα μου είπαν να πάω στην Κύπρο κι εγώ δεν θέλω να πάω». Λέει, «ο γέροντας τι σου είπε;» «Μου είπε να πάω. Αλλά δεν θέλω να πάω, έχει τόσα χρόνια να πάω κάτω, ξέχασα, αποσυνδέθηκα, δεν ξέρω κανένα, δεν νομίζω ότι είμαι ικανός γι’ αυτό το πράγμα.» «Καλά», λέει, «αύριο να τα πούμε μετά τη λειτουργία».
Το πρωί λειτούργησα εκεί στο εκκλησάκι και με φώναξε και μου λέει «άκουσε… Προσευχόμενος για το θέμα που μου είπες είδα δύο δρόμους. Ο ένας είναι: Ή κάνεις υπακοή και πάεις στην Κύπρο… Κι ο άλλος: Ή κάνεις παρακοή και μένεις στο Άγιον Όρος! Κρίνε μόνος σου ποιος είναι ο κατά Θεόν δρόμος…» Και κατάλαβα ότι αυτό ήταν τελικά…
Όταν πήγα, οι πρώτες μέρες ήταν πολύ οδυνηρές βέβαια, αλλά μέσα μου παραδόξως αισθανόμουν -παρ’ όλο που δεν ήθελα να το αποδεχθώ, δεν ήθελα να το δεχθώ αυτό το πράγμα!- αισθανόμουν ότι αυτό ήταν το θέλημα του Θεού, κι αυτό είναι ανάπαυσις. Κι έμεινα εκεί… και τα ‘φερε ο Θεός έτσι, κάναμε ένα μοναστήρι, πήγαμε σ’ ένα μοναστήρι, έγινε μια αδελφότητα εκεί κι έλεγα «δόξα τω Θεώ, είμαι καλά, ας είμαι και εδώ». Θυμάμαι όταν έβγαινα προς την πόλιν για εργασίες και επέστρεφα πίσω, έβλεπα το μοναστήρι από ψηλά κι αμέσως επανερχόταν μέσα μου αυτή η ανάπαυσις, η ειρήνη στην ψυχή μου. Κι έλεγα, «δόξα τω Θεώ, μεγάλο πράγμα είναι να αναπαύεται ο άνθρωπος και σ’ ένα τόπο ακόμα». Κι έτσι ήμουν ειρηνικός…
Στην Κύπρο, ξέρετε, είχαμε -ή έχουμε ακόμα, δεν ξέρω- ένα σύστημα που εκλέγονται οι επίσκοποι με ψήφο κλήρου και λαού. Έγινε μια κένωσις μιας επισκοπικής θέσεως, της Μητροπόλεως Λεμεσού, που είναι η πόλις που εγεννήθηκα και εμεγάλωσα, και δυστυχώς οι άνθρωποι εκεί με ψήφισαν εμένα, κλήρος και λαός κι η Σύνοδος και μ’ έπιασε πάλι απελπισία! Λέω, πώς θα πάω εγώ τώρα σ’ αυτή την πόλη που ήταν η πόλις της ασωτίας, η πόλις της αμαρτίας! Και δεν μ’ έφταναν όλα τ’ άλλα όταν πήγα στον Αρχιεπίσκοπο να μου αναγγείλει το αποτέλεσμα, μου λέει «πάτερ Αθανάσιε, σε λυπάμαι!» Του λέω, «γιατί Μακαριότατε;» Μου λέει, «πας στη χειρότερη πόλη της Κύπρου!» Λέω, «ευχαριστώ πάρα πολύ!» Δεν μ’ έφταναν τ’ άλλα όλα έχω και την επιβεβαίωση από πάνω την αρχιεπισκοπική!
Τέλος πάντων, έγινε τι έγινε… δεν μπορούσα ν’ αντιδράσω… Αντέδρασα, αλλά ποιος με άκουσε! Έγινε η χειροτονία εις επίσκοπον και το απόγευμα, την ίδια μέρα, αυθημερόν, γίνεται η ενθρόνισις του επισκόπου. Πήγαμε με τους άλλους επισκόπους να πάμε στην πόλη, στη Μητρόπολη. Όπως βγήκαμε στο κέντρο, ήταν όλη πόλις μπροστά μας, ενώ άλλες φορές μ’ έπιανε κατάθλιψις όταν έβλεπα την πόλη, απ’ εκείνη την ώρα αισθάνθηκα μιαν ανάπαυση, γιατί λέω «αυτό είναι το θέλημα του Θεού». Και πολλές φορές με ρωτούν διάφοροι άνθρωποι «πώς αισθάνεσαι, πάτερ μου, που ήσουν στο Άγιο Όρος, στο μοναστήρι μέχρι τα σαράντα σου χρόνια και βρέθηκες εις την πιο πολύπλοκη και κοσμική πόλη της Κύπρου;» Και η Μητρόπολίς μας είναι σ’ ένα κέντρο, που όλα τα κέντρα τα νυκτερινά είναι γύρω μας! Και να σας πω ότι έχω μάθει όλα τα τραγούδια της εποχής, τι να σας πω δηλαδή! Αρχίζει η «αγρυπνία» μετά τις μία τα μεσάνυκτα! Τελειώνουμε εμείς η ώρα μία την Παρασκευή το βράδυ και εκείνη την ώρα εξέρχονται οι πιστοί στην… Ανάσταση, πάνε στα διάφορα άλλα πόστα γύρω μας! Λέω, δεν έχει καμιά διαφορά, σαν να είμαι στο Άγιον Όρος, παράξενο πράγμα! Εγώ τρελάθηκα; Είναι η ηλικία μου, άραγε, κι έπαθα έτσι; Ποιος ξέρει!
Αλλά νομίζω ότι τελικά εκείνο που ζητά η ψυχή μας είναι να αναπαυθεί. Κι αυτό που λέμε μέσα στην Εκκλησία και το χρησιμοποιούμε μέσα στους μοναχικούς κύκλους «αναπαύομαι· εδώ αναπαύομαι, εδώ δεν αναπαύομαι» που δεν ερμηνεύεται, δεν έχει γιατί δεν αναπαύομαι! Αναπαύομαι… Ούτε έχει γιατί αναπαύομαι! Ετέλειωσε! Αναπαύομαι – αναπαύομαι! Δεν αναπαύομαι – δεν αναπαύομαι! Δεν σημαίνει ότι αν δεν αναπαύομαι δεν είναι καλά όσα δεν είναι γύρω μου! Όχι, απλώς δεν αναπαύομαι. Δεν ερμηνεύεται, δεν έχει παρεπόμενα!
Αυτή, λοιπόν, η λέξις «ανάπαυσις» είναι αυτό το οποίο ψάχνει η ψυχή μας, ψάχνει ο εαυτός μας, κι είναι εδώ που είναι το σημείο, το κομβικό σημείο το οποίο ο Χριστός μάς έδωσε ως ένα σωσίβιο μέσα σ’ αυτόν τον κυκεώνα των καθημερινών μέσα στον οποίο βρισκόμαστε. Όπως είπε κι ένας άγιος της Εκκλησίας μας [...] «Πάθαμε ναυτία από τα κύματα και τις τρικυμίες των βιωτικών πραγμάτων.» Έρχεται ο Χριστός και μας ρίχνει αυτό το σωσίβιο, μας δίνει το χέρι Του και μας πιάνει και λέει «ελάτε κοντά μου κι εγώ θα σας αναπαύσω.» Αλλά παρακάτω λέει και το μυστικό. Πώς θα μας αναπαύσει;
«Μάθετε από μένα», λέει ο Χριστός, «ότι είμαι πράος και ταπεινός τη καρδία. Κι έτσι ευρήσετε ανάπαυσιν ταις ψυχαίς ημών». «Θα μάθετε από Μένα», λέγει ο Χριστός, «εγώ θα σας το διδάξω, δεν θα σας το διδάξουν άλλοι άνθρωποι· Εγώ ο ίδιος θα σας διδάξω, όταν θα σας εμφανίσω τον εαυτό μου, όταν θα σας αποκαλύψω τον εαυτό μου, ότι είμαι πράος και ταπεινός τη καρδία. Κι έτσι θα βρείτε ανάπαυσιν μέσα σας.»
Και πράγματι ποιος αναπαύεται τελικά; Ο ταπεινός άνθρωπος! Μόνο ο ταπεινός άνθρωπος αναπαύεται εν Χριστώ! Εμείς, οι υπερήφανοι άνθρωποι, οι εγωιστές άνθρωποι, οι φίλαυτοι άνθρωποι δεν μπορούμε να αναπαυθούμε, γιατί εμποδίζομε τον Χριστό να μας πάρει στην αγκαλιά Του. Δεν δεχόμαστε, δεν θέλουμε ν’ αφεθούμε στον Θεό! Φοβούμαστε τον Θεό! Ή δεν Του έχουμε εμπιστοσύνη. Λέμε, «όχι, εγώ θα τα χειριστώ τα πράγματα. Εγώ θα αναλάβω τις υποθέσεις της ζωής μου. Εγώ θα τα τακτοποιήσω όλα· δεν θα τ’ αφήσω έτσι να πάνε όπου θέλουν τα πράγματα. Εγώ πρέπει να έχω τον έλεγχο. Αν δεν έχω τον έλεγχο, δεν μπορώ να αισθανθώ σιγουριά. Χάνομαι αν δεν έχω τον έλεγχο!»
Βέβαια ο Χριστός δεν μας είπε να τ’ αφήσουμε ανεξέλεγκτα. Ούτε μας είπε να γίνουμε αδιάφοροι και οκνηροί και τεμπέληδες. Αντίθετα μας είπε ν’ αγωνιζόμαστε και να κοπιάζουμε. Και να μεριμνούμε, αλλά όχι τη ψυχή ημών· μη μεριμνάτε τη ψυχή ημών, λέγει ο Χριστός. Να κάνετε τα πάντα, αλλά την ψυχή σας αφήστε την ανεπηρέαστη. Μην την υποτάξετε μέσα σ’ αυτήν την καθημερινή πάλη των πραγμάτων. Κι αφού κάμεις ό,τι εξαρτάται από σένα κι αφού εξαντλήσεις όλα τα δικά σου περιθώρια, τότε παραδίδεις τη σκυτάλη στα χέρια του Θεού.
Να σας πω ένα-δυο περιστατικά για να μη σας πολυκουράζω κιόλας με θεωρίες· για να δείτε πώς οι απλοί άνθρωποι βιώνουν στην καθημερινότητά τους αυτή την εμπιστοσύνη στα χέρια του Θεού. Όταν ήμουν στο Άγιον Όρος κάναμε ένα διάστημα στην Καψάλα, στην έρημο της Καψάλας -είναι περιοχή μεταξύ Καρυών [3], Παντοκράτορος και Σταυρονικήτα· μια αγιασμένη περιοχή, έρημος, πανέμορφη, τότε στην εποχή μου ακόμα πιο γραφική, χωρίς δρόμους, χωρίς τίποτα. Γεμάτη γεροντάκια, ερημίτες. Ήμασταν εκεί πάμφτωχοι, δεν μας ήξερε κανένας, ούτε κι εμείς ξέραμε κανένα. Αφού να σκεφτείτε μια φορά πήγα στη Δάφνη να πάρω κάποια γράμματα κι ήρθε ο πρόεδρος της Δημοκρατίας της Ελλάδος, κι είδαμε αστυνομίες, στρατό και μου λέει ένα γεροντάκι «πήγαινε, διάκο, ρώτα γιατί είναι αυτή όλη η αστυνομία εδώ». Λέω, «να πάω». Πάω και λέω «γιατί είναι η αστυνομία εδώ;» Λέει «θα ‘ρθει ο Σαρτζετάκης [4]». Λέω, «ποιος είν’ αυτός;»! Λέω, «παππού, παππούλη, θα ‘ρθει ο Σαρτζετάκης!». «Ποιος είν’ αυτός;» μου λέει. Λέω, «πού ξέρω κι εγώ;». Μου λέει, «πήγαινε ξαναρώτα». Πάω να ξαναρωτήσω τον αστυνομικό, μόνο που δεν με συνέλαβε! Λέω, «συγγνώμη, ποιος είναι ο Σαρτζετάκης;». Μου λέει, «τρελός είσαι;» [...] Τίποτα, ιδέα δεν είχαμε!
Τέλος πάντων, κατά διαστήματα, όταν είχαμε κάποια πράγματα στον κήπο μας, λαχανικά ή κάποια άλλα τρόφιμα, ο γέροντας ετοίμαζε κάποιες σακουλίτσες με διάφορα πράγματα και τα παίρναμε στα γεροντάκια. Ένα γεροντάκι απέναντί μου, μέσα σε μια χαράδρα, μέσα σε μια καλύβα, μόνος του, ο Σέργιος, τον έβλεπα κάθε βράδυ από το κελί μου που άναβε το καντηλάκι του με το καντηλοκέρι τη νύχτα, θεοσκότεινα, αλλά φαινόταν το κερί του, πήγα να του πάρω τρόφιμα. Μόνος του, γεροντάκι, πανέρημος ο τόπος, το καλύβι του μισογκρεμισμένο, πήγα να του πάρω τρόφιμα. Του λέω, «γέροντα, μ’ έστειλε ο γέροντας ο δικός μου να σου φέρω αυτά τα πράγματα». Ήταν μια σακούλα με πολλά πράγματα. «Αχ, ευχαριστώ πάρα πολύ»! Λέει, «να πάρω ό,τι μου χρειάζεται…». Επήρε λίγο ψωμί, ένα μαρούλι, δυο-τρία πράματα, μου λέει, «φτάνουν αυτά για σήμερα»! Του λέω, «πάρε και τα υπόλοιπα. Για σένα τα ‘φερα!». «Όχι, δεν τα θέλω, δεν μου χρειάζονται! Φτάνουν αυτά για σήμερα!» Του λέω, «πάρε να ‘χεις και για αύριο»! Μου λέει, «αύριο έχει ο Θεός!» Λέω, «πάρε γέροντα, έχει ο Θεός, αλλά αφού ο Θεός σού τα ‘στειλε!» «Ναι», λέει, «αλλά ο Θεός είπε τον άρτον ημών τον επιούσιον· δεν είπε και τον αυριανόν! Μου φτάνει ο σημερινός άρτος. Αύριο έχει ο Θεός.» Του λέω, «πόσα χρόνια έχεις εδώ;» Μου λέει, «πενήντα έξι». Πενήντα έξι χρόνια ζούσε σ’ αυτό το καλυβάκι, έχοντας μόνο τον άρτον τον επιούσιον. Κι ο Θεός είχε γι’ αυτόν πάντοτε τον αυριανόν άρτον! Ουδέποτε αισθάνθηκε ο άνθρωπος αυτός αυτή την αγωνία. Μα τι μου λες τώρα, μέσα σ’ αυτή την έρημο, πώς θα βρεθεί ο αυριανός άρτος; Καμιά μέριμνα περί τούτου!
Μια άλλη φορά στα Καρούλια [5], πήγα να επισκεφθώ εκεί τους πατέρες, όταν ήμασταν στη Νέα Σκήτη, είχε ένα Σέρβο, παπα-Στέφανο, ο οποίος έμενε στα Καρούλια. Του λέω, «γέροντα, δεν φοβήθηκες να ‘ρθεις εδώ, μέσα σ’ αυτά τα σπήλαια που κατεβαίνεις με αλυσίδες;» Μου λέει, «φοβήθηκα πάρα πολύ! Και την πρώτη μέρα που ήρθα είπα “τι έκανα κι ήρθα εδώ! Όταν κατέβηκα εκείνο τον κατήφορο όλο κι εκείνους τους γκρεμούς όλους κι είχα μαζί μου ένα ψωμί και μια σακουλίτσα με ελιές, είπα “εντάξει, θα φάω το ψωμί σήμερα κι αύριο και μεθαύριο. Μετά;” Και μ’ έπιασε μεγάλη δειλία όταν είδα ότι δεν είχα τίποτε γύρω μου! Κατακόρυφα κάτω η θάλασσα κι εγώ μόνος μου εδώ!» «Κι έχω, μου λέει, εικοσιπέντε χρόνια που ‘μαι ‘δώ στην έρημο κι ο Θεός δεν με άφησε ποτέ! Και έχω ακόμα από το ψωμί εκείνο! Το φυλάω! Όχι μόνο δεν πρόλαβα να το φάω, έμεινε εκεί και δεν χάλασε κιόλας.»
Βλέπει κανείς πώς ο Θεός προνοεί τον ταπεινό άνθρωπο, ο οποίος έμαθε αυτό το μεγάλο πράγμα, να τ’ αφήνει στα χέρια του Θεού· όλα! Αλλά έμαθε ότι όποιος τ’ αφήνει στα χέρια του Θεού, ο Θεός δεν μένει αδρανής, ο Θεός αναλαμβάνει την ευθύνη πλέον. Και τα έργα του Θεού είναι πολύ σημαντικότερα και πολύ σπουδαιότερα από τα δικά μας έργα.
Εσύ κάμε αυτό που μπορείς· κάμε ό,τι μπορείς, χωρίς ν’ αγχώνεσαι, χωρίς ν’ αγωνιάς, χωρίς να ταλαιπωρείσαι. Αφού κάνεις αυτό που μπορείς και η συνείδησή σου σου καταμαρτυρεί ότι «έκανα ότι μπορούσα, μέχρις εδώ! Από ‘δώ και κάτω δεν μπορώ να κάνω τίποτα!» Τότε παραδίδεις το θέμα, το πρόβλημα, το παιδί σου, την υγεία σου, τα οικονομικά σου, ό,τι έχεις που σε βαραίνει το παραδίδεις στα χέρια του Θεού. Και τότε πράγματι, εκεί ο Θεός εμφανίζεται!
Κι αν ακόμα αργήσουν να γίνουν τα πράγματα, όπως πιθανόν πρέπει να γίνουν, κι αν ακόμα φανεί ότι ο Θεός σιωπά και δεν ενεργεί και παραμείνει ο άνθρωπος μέσα στην εμπιστοσύνη του Θεού, τότε ο Θεός αποκαλύπτει πράγματι με θαυμαστό τρόπο τον εαυτό Του. Κανένας, λέγει η Γραφή, κανένας δεν ήλπισε επί Κύριον και καταισχύνθηκε. Λέει ο Δαβίδ ένα ωραίο λόγο: «Εμβλέψετε, κοιτάξετε στις αρχαίες γενεές, βρέστε μου ένα άνθρωπο ο οποίος ήλπισε επί Κύριον και εντράπηκε. Ένας άνθρωπος να βρεθεί που να πει ότι εγώ, είχα την ελπίδα μου στον Χριστό κι ο Χριστός δεν ανταποκρίθηκε. Δεν με βοήθησε. Μ’ εγκατέλειψε!» Κανένας!
Βέβαια θα μου πεις ότι μπορεί να μην έγινε αυτό που ήθελα, μπορεί να μην έγινε αυτό που εγώ ζητούσα… Εάν όμως έχεις εμπιστοσύνη στον Θεό, θα δεις πως τελικά αυτό που έγινε, αυτό ήταν το καλύτερο. Εσύ μπορεί να μην ήξερες ποια ήταν η πραγματικότητα…
Επανέρχομαι σ’ ένα δικό μου πάθημα! Όταν σπούδαζα θεολογία, επέρασα στη Θεσσαλονίκη κι ήθελα να ‘ρθω στην Αθήνα να σπουδάσω γιατί είναι πιο κοντά στην Κύπρο· και πήγα στη γραμματεία της Σχολής και μου είπαν ότι πρέπει να περάσω τα μαθήματα όλα τον Ιούνιο και «να ‘ρθεις να πάρεις μια αίτηση να τη συμπληρώσεις, να την υποβάλεις και να πας δεύτερο έτος θεολογική στην Αθήνα». Κι ήθελα πάρα πολύ να ‘ρθω στην Αθήνα για πολλούς και διάφορους λόγους· κι ένας λόγος ήταν για να μην πάω στο Άγιον Όρος! Φοβόμουν το Άγιον Όρος! Ε… κατασκοτώθηκα διαβάζοντας! Διάβαζα, διάβαζα, διάβαζα όλη μέρα κι όλη νύχτα για να περάσω όλα τα μαθήματα -κι ήταν και πολλά τότε. Βοήθησε κι ο Θεός και τα πέρασα· όλα τα μαθήματα. Φόρτωσα τα πράγματά μου, κατέβηκα στον Πειραιά -τα ‘βαλα στο πλοίο την εποχή εκείνη, 1976 να σκεφθείτε- κι έφυγα.
Όταν έφευγα από τη Ρόδο κι ήμουν στα μέσα του πελάγους θυμήθηκα ότι ξέχασα να πάω να πάρω την αίτηση! Μου ‘ρθε να πέσω στη θάλασσα! Δεν μπορούσα να σκεφτώ ότι ένα χρόνο κατασκοτώθηκα να διαβάζω και ξέχασα να πάρω την αίτηση! Τι να σας πω τι έπαθα δηλαδή! Δεν ήξερα τι να κάνω με τον εαυτό μου· δεν μπορούσα νά ‘βρω άκρη! Θύμωσα, στεναχωρέθηκα, λυπήθηκα, έγινα χάλια μαύρα! Τελικά, όμως, αυτό ήταν που έπρεπε να γίνει.
Λέω ότι μπορεί να ‘ρχονται πράγματα πολλές φορές που εμείς δεν τα θέλουμε, που νομίζουμε ότι είναι αντίθετα με τα δικά μας, που νομίζουμε ότι δεν είν’ αυτό που επιθυμούσαμε… Αλλά ο Θεός ο οποίος βλέπει την καρδιά μας -κι όχι το τρελό το μυαλό μας!- ακούει την καρδιά ο Θεός και ξέρει τι έχουμε πράγματι ανάγκη.
Όπως μας είπε εκεί: «Ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού.» Και οίδε ο Πατήρ ημών ο ουράνιος τι έχετε ανάγκη και θα σας δώσει αυτό που έχετε πράγματι ανάγκη. Έστω κι αν εσείς ακόμα δεν το ξέρετε! Γιατί, στ’ αλήθεια, πόσοι από μας ξέρομε τι έχομε πραγματικά ανάγκη; Νομίζομε ότι έχομε ανάγκη αυτό το πράγμα. Νομίζομε ότι έχουμε ανάγκη την υγεία… Αλλά, πράγματι την έχουμε ανάγκη; Μήπως έχουμε ανάγκη την αρρώστια! Μήπως έχουμε ανάγκη τον πόνο! Μήπως έχουμε ανάγκη την καταστροφή ακόμα! Γιατί ο Θεός δεν βλέπει μέσα στα 60-80-90 χρόνια που ζει ένας άνθρωπος. Γιατί ο Θεός βλέπει ότι θέλομε να ζήσουμε μαζί Του αιώνια. Ότι ζητούμε τη σωτηρία μας! Ζητούμε την αιωνιότητα! Αλλά, ζητούμε και πράγματα τα οποία δεν θα μας ωφελήσουν. Και ο Θεός βλέπει και δίδει αυτό που πράγματι εμείς έχομε ανάγκη!
Κι όταν ο άνθρωπος πράγματι το γευθεί αυτό και το καταλάβει και περάσει στη ζωή του πολλές δοκιμασίες και πολλές περιπέτειες και διά πολλών θλίψεων διέλθει τον δρόμο της ζωής του, τότε απομένει σαν λάφυρο πείρας αυτή η μεγάλη εμπειρία «άφησ’ τα στα χέρια του Θεού και μη φοβάσαι· μη φοβάσαι». Ο Θεός θα κάνει το καλύτερο, το άριστο, το θεοπρεπές. Εσύ ό,τι και να κάμεις, όσο καλό και να το κάμεις, θα ‘χει και την ανθρώπινη λειψάδα πάνω, θα ‘χει και την ανθρώπινη ατέλεια! Ενώ ό,τι κάμει ο Θεός είναι τέλειο. Κι είναι αδύνατο ο Θεός να κάνει λάθος! Ο Θεός δεν κάμνει λάθη κι ούτε αφήνει τα έργα του ατέλειωτα. Ούτε αρχίζει κάτι και το μετανιώνει μετά! Ούτε απογοητεύει ποτέ τον άνθρωπο. Ούτε σε αφήνει μόνο σου. Ούτε σε ντροπιάζει ο Θεός. Δεν είναι δυνατόν ο Θεός να σε καταισχύνει, όταν εσύ ελπίζεις εις Αυτόν.
Ο ταπεινός, λοιπόν, άνθρωπος είναι αυτός που αφήνει τη ζωή του στα χέρια του Θεού· γι’ αυτό εκείνο που μας χρειάζεται, αδελφοί μου, είναι να αγωνιζόμαστε καθημερινά, να κάνομε άσκηση από τα πιο απλά πράγματα, για να μάθομε τον εαυτό μας να τ’ αφήνει στα χέρια του Θεού.
Λέγει στο Γεροντικό, σ’ ένα περίφημο και ωραιότατο βιβλίο: Είπε ο Αββάς Αγάθων ότι σήμερα θα κάνω το θέλημα του Θεού. Και σηκώθηκε και παρεκάλεσε τον Θεό: «Κύριε, αξίωσέ με σήμερα να κάνω το θέλημά Σου! Να πω κι εγώ ότι μια μέρα της ζωής μου έκαμα το θέλημα του Θεού! Αφού όλες τις άλλες παραβαίνω το θέλημα του Θεού, έστω και μια μέρα ας το κάμω! Να έχω στη συνείδησή μου μέσα ότι έκαμα το θέλημα του Θεού.» Τι έκαμε; Εγώ θα έλεγα, μες το φτωχό μου το μυαλό, ότι θα έκανε προσευχή όλη μέρα, ή θα κλεινόταν στο κελί του ή θα διέβαζε όλη μέρα. Δεν έκαμε τίποτα απ’ όλ’ αυτά! Έκαμε τη δουλειά του. Τι δουλειά είχε να κάμει εκείνη τη μέρα; Ήθελε ν’ αλέσει το σιτάρι του, για να το κάμει αλεύρι και να το πάρει πίσω στην έρημο να έχει το αλεύρι της χρονιάς. Το φορτώθηκε και το πήγε στο χωριό, στην κώμη. Κι εκεί, λέει, ν’ αλέσω το σιτάρι μου και να το πάρω πίσω με τα πόδια.
Πήγε πρώτος. Μόλις ετοιμάστηκε να βάλει το σιτάρι στον μύλο πήγε κάποιος άνθρωπος και του λέει: «Αββά, δεν μ’ αφήνεις ν’ αλέσω εγώ που βιάζομαι κι εσύ αλέθεις ύστερα;» Λέει, «ευχαρίστως, αδελφέ μου». Και τον άφησε. Μόλις έφυγε εκείνος κι ετοιμάστηκε να ξαναβάλει το σιτάρι του ήρθε ένας άλλος. Του λέει, «αββά, σε παρακαλώ, εσύ δεν έχεις δουλειές, καλόγερος είσαι, άφησ’ με εμένα να αλέσω και αλέθεις μετά». «Ευχαρίστως»! Κι όχι μόνο τους άφηνε· βοηθούσε και στο άλεσμα. Και δεν ξέρω αν θυμάστε εσείς, πώς ήταν ν’ αλέθεις τότε. Δεν άλεθες με τις μηχανές. Εγώ στο Άγιον Όρος το πρόλαβα που εμείς κυλούσαμε την πέτρα εκείνη, σπρώχναμε την πέτρα εμείς ή τα ζώα. Μπήκε κάτω από τον ζυγό της πέτρας και άλεσε. Τέλος πάντων, να μην πολυλογούμε, από το πρωί μέχρι το βράδυ μόλις ετοιμαζόταν να βάλει το σιτάρι, πήγαινε άλλος και του γινόταν η ίδια σκηνή. Έφτασε η νύχτα και δεν άλεσε το σιτάρι! Το φορτώθηκε να πάει πίσω… Δεν έκαμε κάτι «πνευματικό», ας το πούμε εντός εισαγωγικών. Ούτε και θεωρήθηκε ότι έκαμε και τη δουλειά του. Κι όμως ο Θεός τον επληροφόρησε ότι «σήμερα έκαμες το θέλημα του Θεού!»
Βλέπετε, σ’ ένα απλό πράγμα, μέσα στην καθημερινή ζωή, πήρε το σιτάρι να πάει να τ’ αλέσει. Πήγε εκεί και συναντούσε εμπόδια. Δεν αγανάκτησε, δεν εθύμωσε… Δεν είπε: «Καλά, φτάνει! Κορόιδο είμαι; Ήρθε ο πρώτος, ήρθε ο δεύτερος, ο τρίτος, ο τέταρτος, ας αλέσω κι εγώ το σιτάρι μου να πάω πίσω, που είμαι και μακριά και το φορτώθηκα και στην πλάτη κι έχω ανάγκη!» Τίποτα απ’ όλ’ αυτά!
Και ένα άλλο: Έλεγαν για τον Αββά Μακάριο ότι πέρασε τον Νείλο και θέλοντας να επιστρέψει πίσω στη Σκήτη, χάλασε το πλοίο, το δημόσιο πλοίο. Και καθόταν εκεί μαζί με τους υπολοίπους κοσμικούς ανθρώπους και περίμενε να φτειαχτεί το πλοίο. Πήγαν κάποιοι και του είπαν: «Αββά, έλα έχει βάρκες άλλες, να περάσεις απέναντι, να μην περιμένεις εδώ άδικα.» Λέει: «Όχι. Ουκ αναβαίνω ει μη στο δημόσιον πλοίον. Δεν θα πάω με κανένα άλλο πλοίο· θα πάω μόνο με το δημόσιο πλοίο.» Γιατί; Γιατί ήθελε να ασκήσει τον εαυτό του σ’ αυτή την εκκοπή του ιδίου θελήματος. Σ’ αυτό το να θέλει να τα κάμει όλα ο ίδιος! Με ειρήνην άκραν και με αταραξία και ησυχία αντιμετώπιζε αυτό που ήταν μπροστά του.
Και εμείς αδελφοί μου στην καθημερινή μας ζωή ν’ ασκούμε τον εαυτό μας -κι εσείς, δόξα τω Θεώ, έχετε αφορμές ασκήσεως πολλές! Μόνο να πας και να ‘ρθεις στο κέντρο της Αθήνας, είναι μεγάλη άσκησις! Και μεγάλη πρόκλησις να μην πεις τίποτα ή να μην εκνευριστείς. Και να κάμεις υπομονή και να πεις «έτσι είναι… θα πάμε όπως παν τα πράγματα». Έρχεται ο ένας μπαίνει μπροστά, ο άλλος μπαίνει μπροστά, σε βρίζουν κι όλας από πάνω… αλλά έχεις ειρήνη! Αρχίζει κανείς, λέει ο Αββάς Δωρόθεος, από τα μικρά-μικρά-μικρά, για να πάει στα μεγάλα. Ώστε υπερβαίνοντας τον εαυτό του, υπερβαίνοντας τον ατομισμό, τον εγωισμό, αυτό το να θέλουμε να τα ελέγξουμε όλα, να μπουν όλα στο δικό μας πρόγραμμα, να γίνουν όλα όπως εμείς τα θέλομε, να γίνουν όλα όπως εμείς τα προγραμματίζομε, να γίνουν όλα όπως εμείς τα οραματιζόμαστε. Ακόμη και τα άγια όνειρά μας! Ακόμη κι οι ευσεβείς πόθοι μας. Ακόμα κι αυτά που νομίζουμε ότι είναι σημαντικά και είναι κατά Θεόν, που όμως πρέπει να είμαστε έτοιμοι να τα δούμε όλα αυτά να καταρρέουν μέσα σε πλήρη ειρήνη! Έχοντας μέσα στην ψυχή μας συνεχώς αυτή την αίσθηση ότι ο Θεός όλα τα βλέπει, ο Θεός όλα τα παρακολουθεί. Τίποτε δεν πρόκειται να γίνει, ούτε περισσότερο, ούτε λιγότερο απ’ ό,τι επιτρέψει ο Θεός.
Αυτή τη φράση συχνά-πυκνά μας την έλεγε ο γέροντάς μας [6] όταν πειρασμοί ποικίλοι μας εκύκλωναν και λέγαμε «γέροντα, τι θα γίνει τώρα;» Κι έλεγε:
- Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο απ’ ό,τι επιτρέψει ο Θεός».
- Και πώς θ’ αντιδράσουμε και τι θα γίνει;…
- Πού είναι ο Θεός, παιδί μου; Ο Θεός δεν βλέπει; Εάν ο Θεός βλέπει, έχετε ειρήνην. Άσ’ τα στα χέρια του Θεού! Εμείς είμαστε έτοιμοι ν’ αποδεχθούμε ό,τι ο Θεός επιτρέψει. Θα κάνουμε αυτό που μπορούμε, θα κάνουμε αυτό που είναι στο χέρι μας, ό,τι εξαρτάται από μας και τα υπόλοιπα στα χέρια του Θεού.
Και πράγματι, ο Θεός ουδέποτε μας εγκατέλειψε, αλλά και ουδέποτε εγκατέλειψε κανένα άνθρωπο.
Και ποιο είναι το αποτέλεσμα αυτής όλης της ασκητικής αγωγής; Το αποτέλεσμα είναι ότι ο άνθρωπος τελικά, όταν βιώσει αυτή την εμπειρία της ξαλάφρωσης, της άνεσης, του να παραδώσεις τα πάντα στα χέρια του Θεού, τότε ο άνθρωπος επιστρέφει και γίνεται ως το παιδίον που δεν έχει μέριμνες, που ‘ναι μέσα στην αγκαλιά της μητέρας του κι αισθάνεται τόσον όμορφα και τόσον ωραία. Και γίνεται, πραγματικά, αυτό το παιδίον το οποίο εισέρχεται εις την βασιλείαν του Θεού. Κι έχει ειρήνη μέσα στην ψυχή κι ευχαριστεί τον Θεό για όλα. Και χαίρεται· είναι χαρούμενος. Είναι ειρηνικός. Δεν έχει εχθρούς, έστω κι αν δεν τον θέλει κανένας! Δεν αισθάνεται για κάποιον κάτι! Δεν φοβάται τον απέναντί του. Δεν φοβάται τον γείτονά του. Δεν έχει καχυποψίες για τους άλλους ανθρώπους. Δεν αισθάνεται ότι κινδυνεύει, έστω κι αν βλέπει μπροστά του κάποιους έτοιμους να τον κατασκοτώσουν. Αισθάνεται μια φοβερή ασφάλεια.
Αυτή η ανασφάλεια που μαστίζει τον κόσμο σήμερα, θεραπεύεται μ’ αυτή την ασφάλεια της παρουσίας του Θεού. Κι αυτό το άγχος και η αγωνία που μας κατατρώγει θεραπεύεται μ’ αυτή τη νηπιακή, την εν Χριστώ νηπιότητα, η οποία σφραγίζει το έργο των ανθρώπων που αφήνουν τη ζωή τους μ’ εμπιστοσύνη στα χέρια του Θεού.
Όποιος θέλει μπορεί να το δοκιμάσει. Είναι για τα παλληκάρια, όπως έλεγε κι ο γέροντας Παΐσιος! Θέλει λεβεντιά να το κάνεις. Θέλει πολύ θάρρος. Αλλά δοκιμάστε τον Θεό. Δοκιμάστε τον Θεό και θα δείτε ότι δεν θα χάσετε. Όποιος ελπίζει επί Κύριον, αυτός δεν καταισχύνεται ποτέ. Κι αυτή η προτροπή της Εκκλησίας «πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα» νομίζω είναι η πιο σημαντική προτροπή στην εποχή μας για κάθε άνθρωπο: για τους γονείς, για τους νέους, για τους ηλικιωμένους, για τους ιερείς, για κάθε ένα που προβληματίζεται και αγωνιά για το τι γίνεται γύρω μας. Ο Θεός έχει τα πάντα στο δικό Του χέρι. Κι όταν είναι τα πάντα στα χέρια του Θεού, τότε έχουμε ειρήνη μέσα στην ψυχή μας.
Εύχομαι, αδελφοί μου, αυτή την ειρήνη του Θεού να την έχουμε όλοι μας, όπως ο Άγιος Μεγαλομάρτυς Δημήτριος, που παρ’ όλο ότι βρισκόταν προ του θανάτου, ζούσε σαν να ήταν μέσα σε βασιλικό ανάκτορο, γιατί ο Θεός κατοικούσε στην ψυχή του κι αυτός άφησε τα πάντα στα χέρια του Θεού!
ομιλία μητροπολίτη Λεμεσού Αθανασίου στα Δημήτρια (Αθήνα)
Πηγή βίντεο: Ορθόδοξες χριστιανικές ταινίες.
Σημειώσεις:
[1] Αναφέρεται στο 1992, όταν ήταν Αρχιεπίσκοπος Κύπρου ο αείμνηστος Χρυσόστομος Α’.
[2] Κύριο επίνειο και βασική είσοδος του Αγίου Όρους.
[3] η πρωτεύουσα του Αγίου Όρους.
[4] Ο Χρίστος Σαρτζετάκης διετέλεσε πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας από το 1985-1990.
[5] Περιοχή της ερήμου του Αγίου Όρους στο ΝΑ του άκρο, υπαγόμενη στην Ι.Μ. Μεγίστης Λαύρας. Ονομάστηκε έτσι διότι η μόνη διόδος στα απόκρημνα ησυχαστήρια ήταν με καρούλια.
[6] Ο μητροπολίτης πρέπει ν’ αναφέρεται στον μακαριστό γέροντα της Ι.Μ. Βατοπαιδίου, Ιωσήφ Βατοπαιδινό.

Μια καταπληκτική ιστορία από το Γεροντικό. Οι δύο μοναχοί.





Δύο αδελφοί που πολεμήθηκαν από τον πειρασμό της πορνείας επέστρεψαν 
στον κόσμο και παντρεύτηκαν. Αργότερα είπαν ο ένας στον άλλο:
"Τι κερδίσαμε που αφήσαμε την αγγελική τάξη και ήλθαμε στην ακαθαρσία 
αυτή και μετά απ' αυτά μας περιμένει φωτιά και κόλαση αιώνια. 
Ας πάμε πάλι στην έρημο".

Γύρισαν πράγματι, εξομολογήθηκαν όσα έκαναν και παρεκάλεσαν τους 

Πατέρες να τους ορίσουν επιτίμιο για την μετάνοιά τους. Οι Γέροντες 
τους απομόνωσαν για ένα χρόνο και έδιναν και στους δύο ίση ποσότητα
 ψωμιού και νερού, γιατί και στις διαστάσεις του σώματος ήσαν όμοιοι. 

Όταν συμπληρώθηκε ο χρόνος της μετανοίας, βγήκαν από την απομόνωση

 και βλέπουν οι Πατέρες τον ένα πολύ χλωμό και σκυθρωπό, 
ενώ τον άλλο καλοστεκούμενο και χαρούμενο. 
Απόρησαν, επειδή έπαιρναν την ίδια τροφή. 

Ρώτησαν λοιπόν τον σκυθρωπό: 

"Γύρω από τί στρέφονταν οι λογισμοί που έκανες μέσα στο κελί σου;" 
Κι εκείνος είπε: 
"Συλλογιζόμουν τα κακά που έκανα και την κόλαση που με περιμένει 
και από τον φόβο μου κόλλησαν τα κόκκαλά μου στο πετσί μου". 

Ρώτησαν και τον άλλο: 

"Και συ τί συλλογιζόσουν μέσα στο κελί;" 
Κι αυτός είπε: 
"Ευχαριστούσα τον Θεό που με γλύτωσε από τη βρωμιά του κόσμου αυτού 
και από την αιώνια κόλαση και με ξανάφερε στον αγγελικό αυτό τρόπο ζωής.
 Και γέμιζα ευφροσύνη, καθώς σκεπτόμουν τον Θεό". 

Και αποφάνθηκαν οι Γέροντες ότι και των δύο η μετάνοια έχει 

την ίδια αξία για τον Θεό. 



Μέγα Γεροντικό τόμος Β', σελ. 181

πηγή

Κοσμάς ο Αιτωλός:«Αδελφοί, αν θέλετε να ιατρεύσετε την ψυχή σας, ...τέσσερα πράγματα σας χρειάζονται!

















  
  ...τέσσερα πράγματα

σας 

χρειάζονται!
 Κάμνουμε μία συμφωνία;
Από τον καιρόν που εγεννηθήκατε έως τώρα, όσα αμαρτήματα επράξατε,
 να τα πάρω εγώ εις τον λαιμόν μου, αρκεί η ευγένειά σας να θελήσετε
 να σηκώσετε τέσσερες τρίχες! Σας είναι βαρύ και δύσκολον;
-Και τί θα τα κάμω εγώ τα αμαρτήματά σας;
-Έχω μίαν καταβόθρα και τα ρίχνω μέσα!
-Ποία είναι η καταβόθρα;
-Είναι η ευσπλαχνία του Χριστού μας.
Πρώτη τρίχα είναι:
Όταν θελήσετε να εξομολογηθείτε, το πρώτον θεμέλιον είναι, 
να συγχωράτε τους εχθρούς σας. Το κάμνετε; 
Επήρατε την πρώτην τρίχα!…
Δεύτερη τρίχα είναι:
Να εύρετε πνευματικόν καλόν, γραμματισμένον, ενάρετον, να εξομολογηθείτε
 τας αμαρτίας σας. Όταν κάνεις την αμαρτίαν, τότε πρέπει να εντρέπεσαι. 
Όταν εξομολογείσαι, πρέπει να μην έχεις καμμίαν εντροπήν. 
Όταν εξομολογείσθε, να λέγετε όλα σας τα αμαρτήμα¬τα καθαρά.
 Και πρώτον να ειπείς του πνευματικού σου: 
-«Πνευματικέ μου, θα κολασθώ διότι δεν αγαπώ τον
 Θεόν και τους αδελφούς μου με όλην μου την καρδιάν,
 ωσάν τον εαυτόν μου». Το έκαμες; Εσήκωσες και την δευτέραν τρίχα.
Η τρίτη τρίχα είναι:
σαν εξομολογηθείς, θα σε ερωτήσει ο πνευματικός:
-Διατί, παιδί μου, τα έκαμες όλα αυτά τα αμαρτήματα;
Πρόσεχε, μη κατηγορήσεις άλλον! Τον εαυτόν σου μόνον 
να κατηγορήσεις! Και να ειπείς: Τα έκαμα από κακήν μου προαίρεσιν.
 Εγώ φταίω.
Είναι βαρύ να κατηγορηθείς τον εαυτόν σου; Όχι; Λοιπόν, την επήρες
 και την τρίτην τρίχα.
Έχομεν την τετάρτην τρίχα.
Όταν ο πνευματικός σου δώσει ευλογίαν και αναχωρήσεις, 
να αποφασίσεις με στερεάν γνώμην και απόφασιν, καλύτερα
 να πεθάνεις, καλύτερα να χύσεις το αίμα σου σε μαρτύριο,
 παρά να ξαναπέσεις σε αμαρτίαν. Το κάνεις και αυτό;
Αν ναι, να εσήκωσες και την τέταρτη τρίχα.
Αυτά είναι τα ιατρικά σου, αδελφέ. Τόσο ελαφρά, 
σαν να σηκώνεις τέσσερες τρίχες!».
(Διδαχή Δ’)
 πηγή

«Ό,τι θέλει ο λαός, το θέλει κι ο Θεός»


πηγή

Ερώτησι : Αν ένας ιερεύς δεν είναι τόσο ευλαβής, όσο θα τον ήθελε ο λαός του Θεού, ο Θεός ενεργεί;
π. Ευμένιος : Ο λαός έτσι τον θέλει τον ιερέα αυτόν. Έτσι τον θέλει κι ο Θεός. Ό,τι θέλει ο λαός, το θέλει κι ο Θεός. Σ' αυτούς, που θέλουν καλούς άρχοντες, στέλνει ο Θεός καλούς άρχοντες. Σ' αυτούς, που θέλουν αγίους, στέλνει ο Θεός αγίους. Ό,τι θέλει ο λαός, τους στέλνει ο Θεός. Όπως είμαστε εμείς, όπως θέλουμε εμείς, θα μας δώση ο Θεός. Όταν θέλουμε καλά, ο Θεός θα μας δώση καλά.
("π. Ευμένιος, ο κρυφός Άγιος της εποχής μας", Σελ. 322)

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...