«Ἀνοίξω το στόμα μου και πληρωθήσεται πνεύματος και λόγον ἐρεύξομαι, τῇ βασιλίδι Μητρί· και ὀφθήσομαι, φαιδρῶς πανηγυρίζων και ἄσω γηθόμενος ταύτης τα θαύματα».
Θ’ ανοίξω το στόμα μου και θα γεμίσει από Πνεύμα άγιον και θ’ απευθύνω λόγον προς την βασίλισσα Μητέρα του Θεού· και θα με δουν να πανηγυρίζω με φαιδρότητα, ψάλλοντας με ευφρόσυνη χαρά τα θαυμαστά μεγαλεία της.
Ο προφορικός λόγος είναι η εξωτερίκευση του μυστικού ενδιάθετου λόγου. Εκφράζεται με τα όργανα ομιλίας· είναι λόγος στοματικός. Και οι δύο λόγοι – ενδιάθετος και προφορικός – είναι εκδηλώματα της πνευματικής υποστάσεως του ανθρώπου, της εικόνας του Θεού, η οποία έχει την ικανότητα να διαλέγεται εσωτερικά με τον εαυτό της και τον Θεό και να επικοινωνεί εξωτερικά με τους άλλους ανθρώπους. Τα υπόλοιπα ζώα δεν έχουν λόγους. Έχουν μονάχα ένστικτα, φυσικές κινήσεις και ορμές.
Οι λόγοι που βγαίνουν από το στόμα του ανθρώπου εξωτερικεύουν το εσωτερικό περιεχόμενο της καρδίας του. Η ποιότητά τους εκφράζει την ποιότητα του εσωτερικού βάθους της ψυχής. Έτσι από μιά αγαθή καρδιά θα προέλθουν λόγοι καλοί και αγαθοί, λόγοι ήπιοι και ειρηνικοί, καθαροί και άγιοι- ενώ από μιά πονηρή και σαλεμένη καρδιά θα προέλθουν λόγοι αγριεμένοι και σκληροί, βρωμεροί και αναίσχυντοι. Από την ευλογημένη από τον Θεό ψυχή θ’ ακουστούν λόγια οικοδομής, παρακλήσεως και αγάπης, λόγια σεμνά και εύφημα, όσα αγνά και προσφιλή, «ει τις αρετή και ει τις έπαινος»· ενώ από μιά ψυχή κυριαρχημένη από τα πνεύματα της ακαθαρσίας, που ζει μακριά από τον Θεό, θ’ ακουστούν κατάρες και βλαστήμιες, λόγια υβριστικά και συκοφαντικά, λόγια δόλια, πικρά και μοχθηρά, που τόσα κακά συσσωρεύουν στην κοινωνική συμβίωση των ανθρώπων.
Ο ποιητής του Ειρμού νιώθει κι αυτός βαθιά την ανάγκη ν’ ανοίξει το στόμα του και να μιλήσει. Η καρδιά του κατακλύζεται από πλήθος ενδιάθετα λόγια, που συνωθούνται, ζητώντας να βρουν διέξοδο από το στόμα του. Επιθυμεί να εκφράσει τους εσωτερικούς του διαλογισμούς. Οι διαλογισμοί του όμως δεν είναι τυχαίοι και κοινοί. Είναι διαλογισμοί καρδιάς στην οποία κυριαρχεί το Πνεύμα του Θεού. Προτίθεμαι – λέγει – ν’ ανοίξω το στόμα μου, το οποίον θα γεμίσει από το Πνεύμα του Θεού (όπως γεμάτη από το αυτό Πνεύμα είναι εσωτερικά και η ψυχή του). Προτίθεμαι δε να πω λόγια ανυμνητικά προς τη Μητέρα του Θεού, που είναι βασίλισσα του ουρανού και της γης, αλλά και μητέρα των πιστών, της Εκκλησίας και ολόκληρης της κτίσεως. Θα πω κι εγώ λόγια ανυμνητικά, σαν κι αυτά που λέγουν οι άγγελοι στην ολόφωτη Κόρη της θείας Βασιλείας! Θα είναι δε τόση η πνευματική ευφορία της καρδιάς μου, τόσος ο συνεπαρμός της ψυχής μου, ώστε οι άνθρωποι θα διαπιστώσουν πάραυτα το σκίρτημα της χαράς μου, βλέποντάς με να πανηγυρίζω με φαιδρότητα και με ευχαρίστηση να συνθέτω ύμνους για να τραγουδήσω τα πολλά θαύματα που την στεφανώνουν, να μελωδήσω τις χάρες της στο πεδίο του χριστολογικού μυστηρίου, στο οποίον ο Υιός άξια τοποθέτησε την περίσεμνη Μητέρα!
Στην υπόθεση του ύμνου της χαράς προβάλλει τώρα και ο Αδάμ. Η χαρά της Παρθένου περιπτύσσεται και τον προπάτορα. Δια του ασπασμού του Αγγέλου δεν λυτρώνεται μονάχα η Εύα που πρωτοστάτησε, στην τραγωδία της Εδέμ, αλλά και ο Αδάμ, ο οποίος έμμεσα συνήργησε στο πτωτικό εκείνο δράμα. Άνδρας και γυναίκα, ο κορμός του δέντρου της ζωής, ήσαν αλληλέγγυοι στην τραγική περιπέτεια. Όπως μαζί γεννήθηκαν, έτσι μαζί και πέθαναν. Γύρω από αυτούς εκτυλίσσεται έκτοτε η τραγική υπόθεση της υπάρξεως, ο θάνατος και η ζωή, κουβαλώντας την αθλιότητα και τη φθορά της φύσεως. Διά της Παρθένου συντελείται η επανόρθωση του Αδάμ. Αυτό που χάλασε στον Προπάτορα, διορθώνεται στην ολόφωτη και ταπεινή Κόρη. Το δράμα της αρχαίας Εδέμ βρίσκει τη λύση του στη νέα Εδέμ της Χάριτος, στην περίσεμνη νύμφη του Θεού. Η φύση που τόσο τραγικά έπεσε, αποβάλλοντας τη θεοείδεια και τη θεομορφία της, αναστηλώνεται τώρα, βρίσκοντας την παλαιά της ευγένεια και εύκλεια, την προπτωτική της καθαρότητα και ομορφιά, στη θεοχώρητη μήτρα της Παρθένου, όπου ο Θεός, ντυμένος τον άνθρωπο, οδηγεί την εικόνα του στην αρχαία της καθαρότητα, την οποίαν είχε μόλις βγήκε από τα χέρια του, πριν από τη μελάνωση της φθοράς και την ασχήμια του θανάτου.
Το θαύμα της Παρθένου είναι συνάμα η νέκρωση του Άδη. Η επανόρθωση της φύσεως αντιστοιχεί στη νέκρωση του Άδη, ο οποίος, ως χωρίο υποδοχής των νεκρών, μεταφορικά σημαίνει το θάνατο, είναι προσωποποίηση του θανάτου. Αν ο θάνατος, ως φθορά και αποσύνθεση της ζωής, είναι το τίμημα της αμαρτίας, το οποίο με τη σειρά του ήταν το αποτέλεσμα της παρακοής, διά της υπακοής της Παρθένου στο πρόσταγμα του Θεού και κατ’ επέκταση της κενωτικής υπακοής του Υιού της στην προαιώνια λυτρωτική βουλή του Θεού Πατρός, καταλύεται η αμαρτία και δι’ αυτής ο θάνατος, στα νικημένα λείψανα του Άδη. Ο Άδης ηττάται και στην πένθιμή του επικράτεια φυτρώνουν τα λουλούδια της χαράς. Η μήτρα της Παρθένου γίνεται η νέα Εδέμ της χάριτος και της χαράς!
Είναι περαιτέρω το παλάτιο, το καθαρό και άμωμο, στο οποίον ευδόκησε να κατοικήσει ο μόνος Βασιλεύς. Είναι ο θρόνος ο πύρινος, ο φλογισμένος από τη φωτιά του Θεού, ο πυρωμένος από την ενέργεια της χάριτος, στον οποίο κάθεται εξουσιαστικά και αναπαύεται καταδεκτικά ο ποιητής και λυτρωτής του σύμπαντος. Δεν είναι μικρή η χαρά αυτή της Παρθένου, που έγινε το μελωδικό τραγούδι αγγέλων και ανθρώπων!
Στο τροπάριο ο στιχουργός προσπαθεί ν’ ανυμνήσει την Παρθένο, χρησιμοποιώντας εικόνες και εκφράσεις από τη φυσική του εμπειρία. Τι άλλο μπορεί να προσφέρει η φτωχική πέννα του; Μπορεί τάχατες ο νους να δρασκελίσει το θαύμα, να φθάσει στους πυλώνες του μυστηρίου, ν’ ανοίξει το αβυσσώδες και απόκρυφο και να νοήσει το απερινόητο και ακατάληπτο; Τι κατόρθωσε τάχα ο μέγας εκείνος Μωυσής στη φανέρωση του Θεού πάνω στο Όρος; Είδε, σκεπασμένος στην πέτρα, τα οπίσθια μόνον του Θεού που περνούσε από κοντά του, ένα μικρό μέρος όχι της ακοινώνητης θείας ουσίας του αλλά της κοινωνητής δόξας του.
Την χαιρετίζει ως βλαστήσασαν «ρόδον το αμάραντον»· τον αμαράντινο βλαστό που βγήκε από την ουσία του Θεού, που γεννήθηκε αϊδίως από τον Πατέρα, του οποίου φέρει απαράλλακτη την ουσία, είναι ισοστάσιος, ισότιμος και ισοδύναμος με Εκείνον, και ποτέ δεν φθίνει ούτε μαραίνεται· ο οποίος, ως άφθιτος και αιώνιος, ζει εις τον αιώνα, εχει αθανασίαν, και της βασιλείας αυτού «ουκ έσται τέλος». Την χαιρετίζει ως τέξασαν «μήλον το εύοσμον», τον ευωδιαστό καρπό της ουσίας του Πατρός, τον Υιόν του τον Μονογενή, τον γεννηθέντα πρό πάντων των αιώνων, που είναι ο χαρακτήρ και το απαύγασμα της δόξης του Γεννήτορος, ο «ομοούσιος τφ Πατρί, δι’ ου τα πάντα εγένετο». Το οσφράδιον (το σώμα που αναδίδει ευωδίαν) του «πάντων Βασιλέως». Την χαιρετίζει ως «απειρόγαμον», που δεν γνώρισε γαμική σχέση με άνδρα, ήταν «απείρανδρος», αν και μνηστευμένη με τον Ιωσήφ, ο οποίος τηρούσε απλώς χρέη μνήστορος και όχι φυσικού συζύγου της Μαρίας.
Είναι δε, τέλος, κόσμου διάσωσμα. Όχι ότι αυτή έσωσε τον κόσμο, πράγμα που επιτέλεσε μόνον ο παντοδύναμος Θεός, αλλά διότι δευτερευόντως και έμμεσα συνήργησε στο λυτρωτικό θαύμα, ως παράσχουσα τη δυνατότητα της θείας ενανθρωπήσεως, τη μητρότητά της στον Υίόν του Θεού, τον «απάτορα εκ Μητρός» και «αμήτορα εκ Πατρός».
Η πάναγνη Μητέρα του Θεού μας βοήθησε, με τη θέση της στο απερινόητο θαύμα του Υιού της, να σηκωθούμε από τη δεινή πτώση μας στην αμαρτία, πράγμα που δεν μπορούσαμε να πετύχουμε με τις δικές μας δυνάμεις όλοι εμείς οι αμαρτωλοί άνθρωποι. Και η Παρθένος φυσικά ήταν άνθρωπος, φέρουσα και αυτή την αμαρτία του Προπάτορα. Η χάρη όμως που είχε από το Πνεύμα του Θεού ήταν τέτοια, ώστε έσβησε πάραυτα την επαχθή κληρονομιά του Αδάμ κατά την ώρα του Ευαγγελισμού και της χάρισε τη σχετική εκείνη αναμαρτησία που μόνη αυτή αξιώθηκε να έχει μεταξύ των θνητών ανθρώπων. Μόνο σ’ ένα τέτοιο δοχείο καθαρό και πάλλευκο μπορούσε να κατοικήσει ο Υιός του Θεού. Αν έλειπε η Μαρία, ως συνθήκη απαραίτητη της θείας ενανθρωπήσεως, θα μπορούσε άραγε να έλθει στον κόσμο ο Υιός του Θεού;
Στη συνέχεια η Θεοτόκος χαρακτηρίζεται ως «κρίνον ηδύπνοον», ως λουλούδι που σκορπίζει γλυκειά κι ευχάριστη ευωδιά, που οι μυρουδιές του κατακλύζουν και ομορφαίνουν τις ψυχές των πιστών ως «θυμίαμα εύοσμον» και «μύρον πολύτιμον», που ευφραίνουν μυστικά τις καρδιές εκείνων, που έχουν κλείσει μέσα τους το θαύμα της Παρθένου και ανυμνούν εν σιγή τα άφθαρτα μεγαλεία της· εκείνων, που λαμβάνουν στα χείλη τους το όνομα της περίσεμνης Κόρης, όχι για να το κατακλύσουν με το βορβορώδη οχετό της βρωμερής και αναίσχυντης ακαθαρσίας τους (Θεέ μου φύλαγε τον άνθρωπον όχι μόνο να μη εκστομίζει, αλλά και να μην ακούει τις δαιμονικές κατά της Πανάγνου βλαστήμιες και, χωρίς να θέλει, να ζει τις πικρές ώρες μιας τόσο μεγάλης και απύθμενης αναισχυντίας), αλλά να το τιμήσουν και να το δοξάσουν, να μεγαλύνουν το πάνσεπτο όνομα της πανακήρατης Κόρης, που είναι τιμιότερο του ονόματος των Χερουβίμ και ασυγκρίτως ενδοξότερο της λαμπρότητος και αίγλης των Σεραφείμ!
πηγή: Ανδρέα Θεοδώρου, “Χαίρε Νύμφη Ανύμφευτε”, εκδ. Αποστολική Διακονία-ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΟΜΟΛΟΓΙΑ
Οι λόγοι που βγαίνουν από το στόμα του ανθρώπου εξωτερικεύουν το εσωτερικό περιεχόμενο της καρδίας του. Η ποιότητά τους εκφράζει την ποιότητα του εσωτερικού βάθους της ψυχής. Έτσι από μιά αγαθή καρδιά θα προέλθουν λόγοι καλοί και αγαθοί, λόγοι ήπιοι και ειρηνικοί, καθαροί και άγιοι- ενώ από μιά πονηρή και σαλεμένη καρδιά θα προέλθουν λόγοι αγριεμένοι και σκληροί, βρωμεροί και αναίσχυντοι. Από την ευλογημένη από τον Θεό ψυχή θ’ ακουστούν λόγια οικοδομής, παρακλήσεως και αγάπης, λόγια σεμνά και εύφημα, όσα αγνά και προσφιλή, «ει τις αρετή και ει τις έπαινος»· ενώ από μιά ψυχή κυριαρχημένη από τα πνεύματα της ακαθαρσίας, που ζει μακριά από τον Θεό, θ’ ακουστούν κατάρες και βλαστήμιες, λόγια υβριστικά και συκοφαντικά, λόγια δόλια, πικρά και μοχθηρά, που τόσα κακά συσσωρεύουν στην κοινωνική συμβίωση των ανθρώπων.
Ο ποιητής του Ειρμού νιώθει κι αυτός βαθιά την ανάγκη ν’ ανοίξει το στόμα του και να μιλήσει. Η καρδιά του κατακλύζεται από πλήθος ενδιάθετα λόγια, που συνωθούνται, ζητώντας να βρουν διέξοδο από το στόμα του. Επιθυμεί να εκφράσει τους εσωτερικούς του διαλογισμούς. Οι διαλογισμοί του όμως δεν είναι τυχαίοι και κοινοί. Είναι διαλογισμοί καρδιάς στην οποία κυριαρχεί το Πνεύμα του Θεού. Προτίθεμαι – λέγει – ν’ ανοίξω το στόμα μου, το οποίον θα γεμίσει από το Πνεύμα του Θεού (όπως γεμάτη από το αυτό Πνεύμα είναι εσωτερικά και η ψυχή του). Προτίθεμαι δε να πω λόγια ανυμνητικά προς τη Μητέρα του Θεού, που είναι βασίλισσα του ουρανού και της γης, αλλά και μητέρα των πιστών, της Εκκλησίας και ολόκληρης της κτίσεως. Θα πω κι εγώ λόγια ανυμνητικά, σαν κι αυτά που λέγουν οι άγγελοι στην ολόφωτη Κόρη της θείας Βασιλείας! Θα είναι δε τόση η πνευματική ευφορία της καρδιάς μου, τόσος ο συνεπαρμός της ψυχής μου, ώστε οι άνθρωποι θα διαπιστώσουν πάραυτα το σκίρτημα της χαράς μου, βλέποντάς με να πανηγυρίζω με φαιδρότητα και με ευχαρίστηση να συνθέτω ύμνους για να τραγουδήσω τα πολλά θαύματα που την στεφανώνουν, να μελωδήσω τις χάρες της στο πεδίο του χριστολογικού μυστηρίου, στο οποίον ο Υιός άξια τοποθέτησε την περίσεμνη Μητέρα!
Τροπάρια
«Χριστοῦ βίβλον ἔμψυχον, ἐσφραγισμένην σε Πνεύματι, ὁ μέγας Ἀρχάγγελος, Ἁγνή, θεώμενος, ἐπεφώνει σοι· Χαῖρε χαρᾶς δοχεῖον, δι’ ἧς τῆς προμήτορος ἀρά λυθήσεται».
Βιβλίον έμψυχο στο οποίο γράφτηκε ο Χριστός, βλέποντάς σε, Αγνή, ο μέγας Αρχάγγελος, σου εφώναζε· Χαίρε δοχείον της χαράς, δια της οποίας θα λυθεί η κατάρα που επιβλήθηκε (από τον Θεό) στην προμήτορα (Εύα).
Στο έμψυχο βιβλίο της Μαρίας, δηλαδή στην ανθρώπινη φύση της και ειδικότερα στο άχραντο και πανακήρατο σώμα της, γράφτηκε, δηλαδή καταχωρήθηκε, η ανθρώπινη φύση του Χριστού απ’ ευθείας από τη δημιουργική ενέργεια του παναγίου Πνεύματος, χωρίς την ανθρώπινη συνέργεια, που είναι απαραίτητη στη βιολογική διαδικασία κάθε άλλης φυσικής ανθρώπινης συλλήψεως. Ο αρχάγγελος Γαβριήλ, ο υπηρέτης του θαύματος, είχε σταλεί από τον Θεό για να μεταφέρει το χαρμόσυνο μήνυμα στην ταπεινή Κόρη της Ναζαρέτ. Το θαύμα που αντίκρυζε ο Άγγελος ήταν μεγάλο και παράδοξο. Από τη μια μεριά, έβλεπε μια Κόρη πάναγνη, γεμάτη από καλοσύνες και χάρες, αστράφτουσαν από αρετές και χαρίσματα, θέαμα που και για τον ίδιο ήταν πρωτόγνωρο, και που υπερέβαιναν σε καθαρότητα και αυτήν την πνευματική και άϋλη φύση του· και από την άλλη, έβλεπε τον Πλάστη του, τον αχώρητο της κτίσεως δημιουργό, τον καλύπτοντα παλάμη τα σύμπαντα και συνέχοντα δρακί την κτίση, να σμικρύνεται τόσο, ώστε να χωρέσει στο φωτεινό χωρίο της Παρθένου! Μη μπορώντας δε να κατανοήσει το ακατανόητο, ξέσπασε στον ύμνο της χαράς που δονούσε την άϋλη φύση του, αναφωνώντας· χαίρε Κόρη πανύμνητε, που είσαι το δοχείο της χαράς τόσο του ουρανού, των νοερών δηλαδή ταξιαρχιών, όσο και της γης, των ανθρώπων της οδύνης, του μόχθου και της βιοτικής κακώσεως. Και ποιος είναι ο λόγος της τόσο μεγάλης χαράς; Διότι στο πρόσωπό σου, στο φωτεινό χωρίο σου, στη σκηνή σου την πνευματοΰφαντη και θεοχώρητη, θα καταργηθεί η κατάρα της προμήτορος. Θα καταργηθεί εκείνο που η πρώτη φυσική μητέρα της ζωής, η Εύα, τόσο αλόγιστα και με τα ίδια της τα χέρια έπλεξε σαν βαριά κληροδοσία για το γένος των ανθρώπων ολόκληρο· η κατάρα που πήρε από τον Θεό για τη θλιβερή συνέντευξή της με το πνεύμα της αποστασίας, με την καταπάτηση της εντολής του Θεού, την παρακοή της, που γέμισε με πόνο το ανθρώπινο, με δάκρυα και στεναγμούς. Αυτή η λύση ήταν η μεγάλη αιτία της χαράς!«Ἀδάμ ἐπανόρθωσις, χαῖρε Παρθένε Θεόνυμφε, τοῦ Ἅδου ἡ νέκρωσις· χαῖρε, Πανάμωμε, τό παλάτιον, τοῦ μόνου Βασιλέως, χαῖρε θρόνε πύρινε, τοῦ Παντοκράτορος».
Χαίρε συ Παρθένε, που είσαι η επανόρθωση (του πταίσματος) του Αδάμ και η νέκρωση του Άδη. Χαίρε συ Κόρη Πανάμωμε, που είσαι το αστραφτερό παλάτι του μόνου Βασιλέως (του Θεού), ο πύρινος θρόνος στον οποίο κάθεται ο Παντοκράτωρ Κύριος. Στην υπόθεση του ύμνου της χαράς προβάλλει τώρα και ο Αδάμ. Η χαρά της Παρθένου περιπτύσσεται και τον προπάτορα. Δια του ασπασμού του Αγγέλου δεν λυτρώνεται μονάχα η Εύα που πρωτοστάτησε, στην τραγωδία της Εδέμ, αλλά και ο Αδάμ, ο οποίος έμμεσα συνήργησε στο πτωτικό εκείνο δράμα. Άνδρας και γυναίκα, ο κορμός του δέντρου της ζωής, ήσαν αλληλέγγυοι στην τραγική περιπέτεια. Όπως μαζί γεννήθηκαν, έτσι μαζί και πέθαναν. Γύρω από αυτούς εκτυλίσσεται έκτοτε η τραγική υπόθεση της υπάρξεως, ο θάνατος και η ζωή, κουβαλώντας την αθλιότητα και τη φθορά της φύσεως. Διά της Παρθένου συντελείται η επανόρθωση του Αδάμ. Αυτό που χάλασε στον Προπάτορα, διορθώνεται στην ολόφωτη και ταπεινή Κόρη. Το δράμα της αρχαίας Εδέμ βρίσκει τη λύση του στη νέα Εδέμ της Χάριτος, στην περίσεμνη νύμφη του Θεού. Η φύση που τόσο τραγικά έπεσε, αποβάλλοντας τη θεοείδεια και τη θεομορφία της, αναστηλώνεται τώρα, βρίσκοντας την παλαιά της ευγένεια και εύκλεια, την προπτωτική της καθαρότητα και ομορφιά, στη θεοχώρητη μήτρα της Παρθένου, όπου ο Θεός, ντυμένος τον άνθρωπο, οδηγεί την εικόνα του στην αρχαία της καθαρότητα, την οποίαν είχε μόλις βγήκε από τα χέρια του, πριν από τη μελάνωση της φθοράς και την ασχήμια του θανάτου.
Το θαύμα της Παρθένου είναι συνάμα η νέκρωση του Άδη. Η επανόρθωση της φύσεως αντιστοιχεί στη νέκρωση του Άδη, ο οποίος, ως χωρίο υποδοχής των νεκρών, μεταφορικά σημαίνει το θάνατο, είναι προσωποποίηση του θανάτου. Αν ο θάνατος, ως φθορά και αποσύνθεση της ζωής, είναι το τίμημα της αμαρτίας, το οποίο με τη σειρά του ήταν το αποτέλεσμα της παρακοής, διά της υπακοής της Παρθένου στο πρόσταγμα του Θεού και κατ’ επέκταση της κενωτικής υπακοής του Υιού της στην προαιώνια λυτρωτική βουλή του Θεού Πατρός, καταλύεται η αμαρτία και δι’ αυτής ο θάνατος, στα νικημένα λείψανα του Άδη. Ο Άδης ηττάται και στην πένθιμή του επικράτεια φυτρώνουν τα λουλούδια της χαράς. Η μήτρα της Παρθένου γίνεται η νέα Εδέμ της χάριτος και της χαράς!
Είναι περαιτέρω το παλάτιο, το καθαρό και άμωμο, στο οποίον ευδόκησε να κατοικήσει ο μόνος Βασιλεύς. Είναι ο θρόνος ο πύρινος, ο φλογισμένος από τη φωτιά του Θεού, ο πυρωμένος από την ενέργεια της χάριτος, στον οποίο κάθεται εξουσιαστικά και αναπαύεται καταδεκτικά ο ποιητής και λυτρωτής του σύμπαντος. Δεν είναι μικρή η χαρά αυτή της Παρθένου, που έγινε το μελωδικό τραγούδι αγγέλων και ανθρώπων!
«Ρόδον τό ἀμάραντον, χαῖρε, ἡ μόνη βλαστήσασα- τό μῆλον τό εὔοσμον, χαῖρε ἡ τέξασα· τό ὀσφράδιον, τοῦ πάντων Βασιλέως· Χαῖρε ἀπειρόγαμε, κόσμου διάσωσμα».
Χαίρε συ που από τη θεοχώρητη σάρκα σου βλάστησε το ρόδον που δεν μαραίνεται· που γέννησες το μήλον που μοσκοβολά· η μυρωδιά του Βασιλέως των όλων· Χαίρε Συ, που έγινες μητέρα, χωρίς να γνωρίσεις γάμον· Συ που είσαι η σωτηρία του κόσμου.
Ο κάλαμος του υμνωδού είναι ακατάσχετος, εξυμνώντας τις χάρες της Πανάγνου. Πλημμυρίζει από αισθήματα ιερού ενθουσιασμού και χαράς. Εξακολουθεί να ψάλλει το απερινόητο θαύμα. Αλήθεια, μπορεί γλώσσα ανθρώπου να σταματήσει ποτέ, να βρει κατάληξη στην ανύμνηση των θαυμασίων της Παρθένου; Μπορεί γλώσσα, και η πιο τρανή και λάλη, να μελωδήσει επάξια τη χάρη Εκείνης; Ασθμαίνει ο νους και πληγώνεται ο λόγος στην προσπάθειά του να υφάνει ύμνους «συντόνως τεθειγμένους», κατάλληλους να εξυμνήσουν την απειρία του μητροπάρθενου κλέους!Στο τροπάριο ο στιχουργός προσπαθεί ν’ ανυμνήσει την Παρθένο, χρησιμοποιώντας εικόνες και εκφράσεις από τη φυσική του εμπειρία. Τι άλλο μπορεί να προσφέρει η φτωχική πέννα του; Μπορεί τάχατες ο νους να δρασκελίσει το θαύμα, να φθάσει στους πυλώνες του μυστηρίου, ν’ ανοίξει το αβυσσώδες και απόκρυφο και να νοήσει το απερινόητο και ακατάληπτο; Τι κατόρθωσε τάχα ο μέγας εκείνος Μωυσής στη φανέρωση του Θεού πάνω στο Όρος; Είδε, σκεπασμένος στην πέτρα, τα οπίσθια μόνον του Θεού που περνούσε από κοντά του, ένα μικρό μέρος όχι της ακοινώνητης θείας ουσίας του αλλά της κοινωνητής δόξας του.
Την χαιρετίζει ως βλαστήσασαν «ρόδον το αμάραντον»· τον αμαράντινο βλαστό που βγήκε από την ουσία του Θεού, που γεννήθηκε αϊδίως από τον Πατέρα, του οποίου φέρει απαράλλακτη την ουσία, είναι ισοστάσιος, ισότιμος και ισοδύναμος με Εκείνον, και ποτέ δεν φθίνει ούτε μαραίνεται· ο οποίος, ως άφθιτος και αιώνιος, ζει εις τον αιώνα, εχει αθανασίαν, και της βασιλείας αυτού «ουκ έσται τέλος». Την χαιρετίζει ως τέξασαν «μήλον το εύοσμον», τον ευωδιαστό καρπό της ουσίας του Πατρός, τον Υιόν του τον Μονογενή, τον γεννηθέντα πρό πάντων των αιώνων, που είναι ο χαρακτήρ και το απαύγασμα της δόξης του Γεννήτορος, ο «ομοούσιος τφ Πατρί, δι’ ου τα πάντα εγένετο». Το οσφράδιον (το σώμα που αναδίδει ευωδίαν) του «πάντων Βασιλέως». Την χαιρετίζει ως «απειρόγαμον», που δεν γνώρισε γαμική σχέση με άνδρα, ήταν «απείρανδρος», αν και μνηστευμένη με τον Ιωσήφ, ο οποίος τηρούσε απλώς χρέη μνήστορος και όχι φυσικού συζύγου της Μαρίας.
Είναι δε, τέλος, κόσμου διάσωσμα. Όχι ότι αυτή έσωσε τον κόσμο, πράγμα που επιτέλεσε μόνον ο παντοδύναμος Θεός, αλλά διότι δευτερευόντως και έμμεσα συνήργησε στο λυτρωτικό θαύμα, ως παράσχουσα τη δυνατότητα της θείας ενανθρωπήσεως, τη μητρότητά της στον Υίόν του Θεού, τον «απάτορα εκ Μητρός» και «αμήτορα εκ Πατρός».
«Ἁγνείας θησαύρισμα, χαῖρε, δι’ ἧς ἐκ τοῦ πτώματος, ἡμῶν ἐξανέστημεν χαῖρε ἡδύπνοον κρῖνον, Δέσποινα, πιστούς εὐωδιάζον· θυμίαμα εὔοσμον, μύρον πολύτιμον».
Χαίρε Συ, που είσαι ο ακένωτος θησαυρός της αγνείας, Συ, που μας σήκωσες από τη δεινή πτώση μας στην αμαρτία. Χαίρε, Δέσποινα, που είσαι το ευωδιαστό κρίνο που μυρίζεις τους πιστούς· το εύοσμο θυμίαμα και το μύρο το πολύτιμο.
Οι εικονικές εκφράσεις του στιχουργού συνεχίζονται. Χαιρετίζει την Παρθένο ως «αγνείας θησαύρισμα». Θησαυρό χαρισμάτων ακένωτο, θήκη ακτινοβόλο αγνότητος και ομορφιάς, πρωτόγνωρης στον φθαρτό αυτό κόσμο, του κάλλους της οποίας ηράσθη ο Βασιλεύς του παντός τόσο, ώστε ν’ ανοίξει την πύλη της για να περάσει από αυτήν στον κόσμο, την οποίαν (πύλη) κανένας άλλος δεν πρόκειται ν’ ανοίξει, αλλά θα παραμείνει «κεκλεισμένη» εις τον αιώνα.Η πάναγνη Μητέρα του Θεού μας βοήθησε, με τη θέση της στο απερινόητο θαύμα του Υιού της, να σηκωθούμε από τη δεινή πτώση μας στην αμαρτία, πράγμα που δεν μπορούσαμε να πετύχουμε με τις δικές μας δυνάμεις όλοι εμείς οι αμαρτωλοί άνθρωποι. Και η Παρθένος φυσικά ήταν άνθρωπος, φέρουσα και αυτή την αμαρτία του Προπάτορα. Η χάρη όμως που είχε από το Πνεύμα του Θεού ήταν τέτοια, ώστε έσβησε πάραυτα την επαχθή κληρονομιά του Αδάμ κατά την ώρα του Ευαγγελισμού και της χάρισε τη σχετική εκείνη αναμαρτησία που μόνη αυτή αξιώθηκε να έχει μεταξύ των θνητών ανθρώπων. Μόνο σ’ ένα τέτοιο δοχείο καθαρό και πάλλευκο μπορούσε να κατοικήσει ο Υιός του Θεού. Αν έλειπε η Μαρία, ως συνθήκη απαραίτητη της θείας ενανθρωπήσεως, θα μπορούσε άραγε να έλθει στον κόσμο ο Υιός του Θεού;
Στη συνέχεια η Θεοτόκος χαρακτηρίζεται ως «κρίνον ηδύπνοον», ως λουλούδι που σκορπίζει γλυκειά κι ευχάριστη ευωδιά, που οι μυρουδιές του κατακλύζουν και ομορφαίνουν τις ψυχές των πιστών ως «θυμίαμα εύοσμον» και «μύρον πολύτιμον», που ευφραίνουν μυστικά τις καρδιές εκείνων, που έχουν κλείσει μέσα τους το θαύμα της Παρθένου και ανυμνούν εν σιγή τα άφθαρτα μεγαλεία της· εκείνων, που λαμβάνουν στα χείλη τους το όνομα της περίσεμνης Κόρης, όχι για να το κατακλύσουν με το βορβορώδη οχετό της βρωμερής και αναίσχυντης ακαθαρσίας τους (Θεέ μου φύλαγε τον άνθρωπον όχι μόνο να μη εκστομίζει, αλλά και να μην ακούει τις δαιμονικές κατά της Πανάγνου βλαστήμιες και, χωρίς να θέλει, να ζει τις πικρές ώρες μιας τόσο μεγάλης και απύθμενης αναισχυντίας), αλλά να το τιμήσουν και να το δοξάσουν, να μεγαλύνουν το πάνσεπτο όνομα της πανακήρατης Κόρης, που είναι τιμιότερο του ονόματος των Χερουβίμ και ασυγκρίτως ενδοξότερο της λαμπρότητος και αίγλης των Σεραφείμ!
πηγή: Ανδρέα Θεοδώρου, “Χαίρε Νύμφη Ανύμφευτε”, εκδ. Αποστολική Διακονία-ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΟΜΟΛΟΓΙΑ