Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Απριλίου 02, 2011

Ιωάννης Τάτσης, Το μάθημα των Θρησκευτικών και η κατηχητικοφοβία

Το μάθημα των Θρησκευτικών και η κατηχητικοφοβία
του Ιωάννη Τάτση, Θεολόγου
Κατηχητικοφοβία ονόμασα ένα από τα κύρια συμπτώματα της κομπλεξικότητας νεωτεριστών παιδαγωγών και θεολόγων. Οι πάσχοντες από κατηχητικοφοβία προσπαθούν με κάθε τρόπο να γκρεμίσουν τον κατηχητικό χαρακτήρα της ελληνικής παιδείας και κυρίως του μαθήματος των Θρησκευτικών. Γι’ αυτούς ο χαρακτήρας του θρησκευτικού μαθήματος πρέπει να είναι γνωσιολογικός, πολιτιστικός, θρησκειολογικός, «ανοιχτός», ο,τιδήποτε άλλο εκτός από κατηχητικός. Κι όμως• ο τόσο δυσφημισμένος τον τελευταίο καιρό κατηχητικός χαρακτήρας του μαθήματος των Θρησκευτικών δεν περιέχει τίποτε άλλο παρά την ορθόδοξη, βιβλική και πατερική, χριστιανική Θεολογία...
Η Υπουργός Παιδείας μία μόλις μέρα μετά την ανακοίνωση του Νέου Λυκείου απαντώντας σε ερώτηση δημοσιογράφου δήλωσε: Το μάθημα των Θρησκευτικών «δεν θα είναι σε καμία περίπτωση ένα μάθημα στο οποίο θα γίνεται κατήχηση». Πολύ πριν την Υπουργό βέβαια σφοδρή αποστροφή προς τον κατηχητικό χαρακτήρα του μαθήματος των Θρησκευτικών είχαν επιδείξει γνωστοί νεωτεριστές θεολόγοι, κάποιοι μάλιστα κατέχοντες και υψηλές θέσεις. Το ερώτημα είναι βέβαια αν θεολόγοι ήταν αυτοί που «κατήχησαν» την Υπουργό ώστε να αποκτήσει κι εκείνη τόση σφοδρή μανία εναντίον του κατηχητικού χαρακτήρα των Θρησκευτικών.

Πέραν βέβαια της ονομασίας που θα δώσουμε στο μάθημα των Θρησκευτικών η ουσία βρίσκεται στο περιεχόμενό του. Και η ανακοίνωση του Νέου Λυκείου δεν στοχεύει στην υποβάθμιση του μαθήματος των Θρησκευτικών μόνο μέσω της μείωσης των ωρών διδασκαλίας του από δύο σε μία στην Β΄ τάξη και της μετατροπής του σε επιλεγόμενο στην Γ΄ τάξη. Είναι ξεκάθαρο πως παράλληλα προωθείται μετατροπή του από ορθόδοξο χριστιανικό σε θρησκειολογικό. Τούτο δεν φανερώνει μόνο η αλλαγή στην ονομασία του μαθήματος που παύει να λέγεται «Θρησκευτικά» και μετονομάζεται στη Β΄ Λυκείου (ως μονόωρο) και στη Γ΄ Λυκείου (ως επιλογής) σε «Θρησκεία και Κόσμος». Σαφέστατη είναι η δήλωση της Υπουργού Παιδείας που περιέγραψε ως εξής το θρησκευτικό μάθημα των δύο αυτών τάξεων: «Αλλάζει όλο το περιεχόμενο των Θρησκευτικών. “Θρησκεία και Κόσμος” σημαίνει ότι θα υπάρχει η δυνατότητα να συζητηθούν οι επιπτώσεις των θρησκειών στα κοινωνικά συστήματα, στα πολιτικά συστήματα, η διαμόρφωση της ηθικής. Είναι διάλογοι, συζητήσεις που θα γίνονται των Θεολόγων με τους Βιολόγους, της επιστήμης με την θεολογική άποψη, ώστε στην περίοδο εκείνη του εφήβου να μπορεί να έχει την δυνατότητα να αντιλαμβάνεται τον κόσμο από όλες τις οπτικές γωνίες».

Όσοι θέλουμε το θρησκευτικό μάθημα να συνεχίσει να προσφέρει στους μαθητές του Λυκείου την ορθόδοξη πατερική Θεολογία και ζωή οφείλουμε παντοιοτρόπως να εργαστούμε τόσο για τη διατήρηση των ωρών υποχρεωτικής διδασκαλίας του σε όλες τις λυκειακές τάξεις, όπως συμβαίνει μέχρι σήμερα, όσο και για την αποτροπή της αλλοίωσης του περιεχομένου του. Αρκεί και εμείς να διατηρήσουμε την πνευματική μας υγεία και να μην «κολλήσουμε» την εύκολα μεταδιδόμενη νόσο της κατηχητικοφοβίας.

π.Αλέξανδρος Σμέμαν(1921-1983)


Ημερολόγιο 1973-1983
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Η ύπαρξη του ημερολογίου αυτού έγινε γνωστή μόνο μετά τον θάνατο του πατρός Αλεξάνδρου Σμέμαν, στις 13 Δεκεμβρίου 1983, όταν βρέθηκαν τα οκτώ τετράδια στο γραφείο του, στο Θεολογικό Σεμινάριο του Αγίου Βλαδίμηρου. Είναι κάτι περισσότερο από ημερολόγιο, αφού σ' αυτό καταγράφονται o ι σκέψεις του, οι πνευματικοί αγώνες του, οι περιστασιακές του απογοητεύσεις από το βάρος των καθημερινών του καθηκόντων, και πάνω απ' όλα η βαθιά χαρά του για τη δόξα της Δημιουργίας του Θεού.
Ο πατήρ Αλέξανδρος ποτέ δεν εξήγησε στο ημερολόγιο του ποια ήταν η πρόθεση του σχετικά μ' αυτό. Κάποια αποσπάσματα δείχνουν μια εσωτερική διαπάλη, ενώ κάποια άλλα έχουν γραφτεί σαν να είναι για δημοσίευση. Η συνολική εντύπωση είναι πως πρόθεση του πατρός Αλεξάνδρου ήταν να ξαναχρησιμοποιήσει αυτά τα γραφτά, είτε ως ένα πνευματικό ημερολόγιο είτε ως μια αυτοβιογραφία. Σε κάθε περίπτωση, ο αναγνώστης των κειμένων αυτού του τόμου πρέπει συνεχώς να έχει κατά νου πως αυτά είναι πολύ προσωπικά και ιδιωτικά γραφτά, στα οποία ένας Ιερέας και δάσκαλος της απαρασάλευτης πίστης, με μεγάλη δύναμη και πειθαρχία, ομολογεί, στον εαυτό του και στον Θεό, τους προσωπικούς πόνους και τις αμφιβολίες του, που αποτελούν ένα ανεξάλειπτο στοιχείο της φύσης του ανθρώπου. Πολλοί αναγνώστες ίσως βρουν κάποια κείμενα λίγο ενοχλητικά -αυτά που στρέφονται με κριτική διάθεση απέναντι σε ποικίλες μορφές πνευματικότητας ή στους θεσμούς της Εκκλησίας ή στη θεολογική επιστήμη ή ακόμη στον ίδιο και στους συναδέλφους του.
Αυτό όμως που εποικοδομεί στα ημερολόγια του και αυτό που τελικά έπεισε όλους όσοι βρίσκονταν πολύ κοντά στον πατέρα Αλέξανδρο ότι πρέπει να εκδοθούν, είναι ότι όσο κι αν είναι δυνατοί οι πόνοι και οι αμφιβολίες του, πάντα επιστρέφει - ακόμη κι από την αγωνία του επικείμενου θανάτου - στη χαρά: στη χαρά της ομορφιάς μιας φθινοπωρινής μέρας, στη χαρά της φιλίας, στη χαρά της Λειτουργίας, στη χαρά της βεβαιότητας για τη Βασιλεία και την αγάπη του Θεού.
Ο πατήρ Αλέξανδρος άρχισε να γράφει αυτό το ημερολόγιο το 1973, και το συνέχισε μέχρι τη στιγμή της προσβολής του από την επάρατη αρρώστια, σταματώντας μόνο κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών του διακοπών στη λίμνη Λαμπέλ ( Lac Labelle ), στο Κεμπέκ. Είναι γραμμένο ως επί το πλείστον στα Ρώσικα, αλλά κάποιες φορές χρησιμοποιούσε Αγγλικά ή Γαλλικά. Η σύζυγος του πατρός Αλεξάνδρου, Τζουλιάνα Σμέμαν, που ουσιαστικά εμφανίζεται σε κάθε σελίδα των ημερολογίων ως η πολυαγαπημένη του «Λ.» (από το υποκοριστικό του ονόματος της, Λιάνα), έχει επιλέξει, επιμεληθεί και μεταφράσει με πολλή προσπάθεια το υλικό που περιλαμβάνεται σ' αυτόν τον τόμο. Η Αν Τζίντζελ, η γραμματέας του πατρός Αλεξάνδρου, δακτυλογράφησε τη μετάφραση, και άλλοι πρώην φοιτητές και συνάδελφοί του βοήθησαν στην επιμέλεια του τελικού κειμένου. Ήταν μία πράξη αγάπης όλων αυτών που δούλεψαν πάνω στα Ημερολόγια.
Πολλά από τα πρόσωπα και πολλά από τα γεγονότα, που αναφέρονται στα ημερολόγια, δεν είναι γνωστά στον αναγνώστη, αν και συχνά ξεκαθαρίζονται όσο προχωρεί η ανάγνωση τους. Αν και τα ημερολόγια γράφτηκαν τα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής του πατρός Αλεξάνδρου, οι ημερολογιακές καταγραφές καλύπτουν ολόκληρη τη ζωή του. Γράφει για τα παιδικά και τα νεανικά του χρόνια στο Παρίσι, για την αγάπη του στην ποίηση, που την είχε ενσταλάξει ο διευθυντής της Ρωσικής σχολής που παρακολουθούσε, ο στρατηγός Ρίμσκυ-Κόρσακωφ· για μια αρρώστια που τον έκανε να συνειδητοποιήσει τη θνητότητα και την αιωνιότητα· για την αναπτυσσόμενη έλξη του προς την Εκκλησία· για φίλους και για δασκάλους στο Θεολογικό Ινστιτούτο του Αγίου Σεργίου, στο Παρίσι, όπως τον εξομολόγο του πατέρα Κυπριανό (Κερν) και τον ισόβιο φίλο του Νικήτα Στρούβε. Γράφει για τα πρώτα του χρόνια στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου ο πατήρ Σμέμαν έφθασε με την οικογένεια του το 1951, την εποχή που το Σεμινάριο του Αγίου Βλαδίμηρου ήταν στριμωγμένο σε κάποια φτωχικά διαμερίσματα στη Δυτική 121η οδό, στη Νέα Υόρκη. Γράφει για τις τραγικές διαφωνίες του με τον πατέρα Γεώργιο Φλορόφσκυ, για τους παλιούς συναδέλφους του, όπως τον Σέργιο Βερχοβσκόυ και τον Νικόλαο Αρσένιεφ, για τον φίλο και διάδοχο του στην κοσμητεία, αείμνηστο πατέρα Ιωάννη Μέγιεντορφ, ενώ μιλά με ζεστασιά και τρυφεράδα για τους φοιτητές που έγιναν αργότερα συνάδελφοι του στο Σεμινάριο -τον πατέρα Θωμά Χόπκο, τον Δαυίδ Ντρίλοκ, τον πατέρα Παύλο Λαζόρ, τον Ιωάννη Ερικσον, την Κωνστάνς Ταράσαρ. Γράφει για τις αντιξοότητες της Εκκλησίας του, για την επίτευξη της αυτοκεφαλίας της, ως Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αμερικής, και για τους ηγέτες της -τον αείμνηστο Μητροπολίτη Ειρηναίο, τον Μητροπολίτη Θεοδόσιο, τον πατέρα Δανιήλ Χουμπιάκ, τον πατέρα Λεωνίδα Κισκόφσκυ, και πολλούς άλλους, με τους οποίους η ζωή του είχε αξεδιάλυτα συνυφανθεί όλα αυτά τα πολυτάραχα χρόνια.
Τα ημερολόγια επίσης ακολουθούν τον πατέρα Αλέξανδρο στα πολλά ταξίδια του στις Ηνωμένες Πολιτείες, σε εκκλησιαστικές Συνόδους, στις εβδομαδιαίες μαγνητοφωνήσεις των εκπομπών που έκανε προς τη Ρωσία επί τριάντα χρόνια, από το Ράδιο Λίμπερτυ, στη δραματική συνάντηση του με τον Αλέξανδρο Σολζενίτσιν, που μόλις είχε εξοριστεί. Τον δείχνουν να παλεύει απεγνωσμένα με το γράψιμο του βιβλίου του, Ευχαριστία: το Μυστήριο της Βασιλείας, που αποδείχθηκε και το τελευταίο του. Και μας επιτρέπουν επίσης να ρίξουμε κάποιες όμορφες ματιές στην οικογένεια του -την αγωνία της συζύγου του και τον αγώνα της με τον καρκίνο, και τη χαρά του για τον διορισμό της ως διευθύντριας ενός ιδιωτικού σχολείου στη Νέα Υόρκη? στις επισκέψεις του στις θυγατέρες του, την Άννα Χόπκο και τη Μαίρη Τκάτσουκ, συζύγους ιερέων? στην αναχώρηση του γιου του Σεργίου, δημοσιογράφου, για τη Νότια Αφρική· στην ανιψιά του Ελισάβετ Βινογκράντωφ και στον σύζυγο της πατέρα Αλέξιο· στις γεννήσεις και στα γενέθλια των παιδιών του.
Ο επίλογος, που γράφτηκε από τον πατέρα Ιωάννη Μέγιεντορφ, και οι σημειώσεις που προστέθηκαν στο κείμενο, μας προσφέρουν περισσότερες πληροφορίες για τους ανθρώπους και τα γεγονότα που καλύπτουν τα ημερολόγια. Εκεί που ο ίδιος ο πατήρ Αλέξανδρος απέφευγε να κατονομάσει συγκεκριμένους ανθρώπους, ή οι εκδότες θεώρησαν πως ήταν καλύτερο ν' αποσιωπήσουν τα ονόματα τους, αυτά προσδιορίζονται ως Ν ή ΝΝ. Οι αγκύλες [ ] έχουν προστεθεί από τους εκδότες, οι παρενθέσεις ( ) από τον πατέρα Αλέξανδρο.
Στις 21 Σεπτεμβρίου 1982, η διάγνωση έδειξε πως ο π. Αλέξανδρος έπασχε από καταληκτικό στάδιο καρκίνου. Μετά από αρκετούς μήνες σιωπής στο ημερολόγιο, έκανε μια τελευταία εγγραφή στις 1 Ιουνίου 1983, λέγοντας πως ακόμη κι αυτοί οι μήνες είχαν, στο τέλος, γίνει σχεδόν μια γιορτή. Μετά από έξι μήνες, ο π. Αλέξανδρος πέθανε στο σπίτι του, στο Κρέστγουντ της Νέας Υόρκης, περιβαλλόμενος από την οικογένεια και τους συναδέλφους του. Τα τελευταία λόγια του, έχοντας ήδη μεταλάβει την προτεραία, και πριν πέσει σε κώμα, ήταν, «Αμήν! Αμήν! Αμήν!».
Σέργιος Σμέμαν

Στις 3 Απριλίου και ωρα 11.30π.μ. τα θυρανοίξια του κάτω Ιερού Ναού του Οσίου Ιωακείμ στην Εξω Αγυιά

undefined

Η ΠΑΤΤΥ ΚΑΙ Ο ΑΚΑΘΙΣΤΟΣ


Η Πάττυ του Μέγκα, «ένα χαζοχαρούμενο κορίτσι, τραβάει 30.000 μανάδες και παιδιά στο Τάε Κβον Ντο Φαλήρου για να τραγουδήσει πλέι μπακ», παρατηρεί ο συνθέτης Παναγιώτης Καλαντζόπουλος στην (διαυγούς σκέψεως σημαντική) συνέντευξή του στην «Καθημερινή» [6.3.11].


Σιτεμένες αμερικανίδες σταρ πραγματοποιούν στην δύση – ή στα μεσάνυχτα- της καριέρας τους μια περιοδεία στην Ψωροκώσταινα (νυν Φορογιώργαινα) και τα εισιτήρια εξαντλούνται μέχρις εξαντλητικής εξαντλήσεως. Ανθυποπαραστάσεις εκ της αλλοδαπής προσελκύουν μιλιούνια θεατών, ενώ τα εισιτήρια δραματοποιημένων παραστάσεων του Μεγάλου Κυνός Σκούμπι-Ντου καθίστανται εξόχως ευρωβόρα στην αντίστοιχη μαύρη αγορά.

Παραλλήλως, προσπαθήστε μέρες που είναι να προτείνεται σε έναν μετέφηβο να παρακολουθήσει τους Χαιρετισμούς χωρίς να αποσπάσετε (α) το βλέμμα πληξάρας ενός μεσήλικος εν όψει του ετησίου ιατρικού τσεκ-απ του ή (β) το βλέμμα ενός πολίτη όταν μαθαίνει πως είναι υποχρεωμένος να περάσει τα επόμενα πρωινά του σε δημόσιες υπηρεσίες. Αδύνατον. Ναι μεν οι εκκλησίες είναι γεμάτες αυτές τις πέντε Παρασκευές, αλλά αν λάβουμε υπ’ όψιν μας το ποιά υμνολογία αναγιγνώσκεται εκεί μέσα, δεν είναι ούτε για αστείο τόσο γεμάτες όσο θα έπρεπε!

Εν ολίγοις: στο παρόν σημείωμα θα προσπαθήσω να διατυπώσω ολίγες νύξεις σχετικά με την αισθητική τέρψη που προκαλούν οι τέσσερις στάσεις του Ακαθίστου Ύμνου ως ακρόαμα ή κείμενο θεατρικό/λογοτεχνικό, ασχέτως με το γεγονός ότι αυτές αποτελούν Χαιρετισμούς του σώματος της Εκκλησίας προς την Θεοτόκο, και μάλιστα στον χρόνο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής (με ο,τι αυτό συνεπάγεται για το ευχαριστιακό σώμα ως σημασία και ως λειτουργία). Και να διερωτηθώ γιατί απουσιάζουν από τις πέντε αυτές Παρασκευές όσοι δεν συμπεριλαμβάνουν τον εαυτό τους στο «χριστεπώνυμον πλήρωμα», αλλά ορκίζονται για τις θύραθεν φιλο-καλικές τους ευαισθησίες (οπότε, ή τα αισθητικά κριτήρια του γράφοντος επηρεάζονται από την μετοχή του στην Εκκλησία ή οι ευαισθησίες των θύραθεν φίλων στερούνται το πλήρωμα της ειλικρινείας ελέω ιδεολογικού κωλύματος ή κολλήματος). Το ζήτημα έχει καλυφθεί από πολύ ικανώτερους, αλλά η επικαιρότητα είναι επικαιρότητα, και το manifesto τυγχάνει και εντός τόπου και εντός χρόνου.

Μου φαίνεται εξαιρετικά δύσκολο να προσεγγίσει κάποιος τον Ακάθιστο Ύμνο από λογοτεχνικής απόψεως χωρίς να αποφανθεί παραυτίκα πως πρόκειτα περί αριστουργήματος. Ας προσεγγίσουμε το κείμενο ως κείμενο:

Πρώτ’ απ’ όλα, ο Ακάθιστος έχει καθαρά θεατρική δομή, και μάλιστα εξόχως χαριτωμένη (με το έτυμον της λέξεως), αφηγείται μια ιστορία – της οποίας τους διαλόγους παραθέτει αυτούσιους: στην πρώτη πράξη, ο αρχάγγελος Γαβριήλ επισκέπτεται την Θεοτόκο∙ και μόλις την αντικρύζει, αρχίζει το εγκώμιο: «Χαίρε, δι’ ης η χαρά εκλάμψει! Χαίρε, δι’ ης η αρά (=κατάρα) εκλείψει» και λοιπά και λοιπά. Ακολουθεί στιχομυθία της Θεοτόκου με τον Γαβριήλ, και μετά είσερχόμαστε στην δεύτερη πράξη: η Θεοτόκος επισκέπτεται την συγγενή της Ελισάβετ, την σύζυγο του Ζαχαρίου και μητέρα του Προδρόμου. Ο Πρόδρομος, έμβρυο στην μήτρα της Ελισάβετ, αντιλαμβάνεται ότι η Θεοτόκος εγκυμονεί τον Χριστό και «άλμασιν ως άσμασιν» (χοροπηδώντας στην μήτρα αντί για να φωνάξει, γιατί που να φωνάξει το έμβρυο) [1], αρχίζει: «Χαίρε [...]! Χαίρε [...]!» και λοιπά. Ακολουθεί ένα μικρό επεισόδιο με τον Ιωσήφ, τον σύζυγο της Μαρίας, ο οποίος όσο νά’ναι έχει αρχικά τις αμφιβολίες του[2] , και μπαίνουμε στην τρίτη πράξη της ιστορίας μας: οι ποιμένες, οι βοσκοί, μαθαίνουν για το γεγονός της ενσαρκώσεως [3]και αρχίζουν την δοξολογία τους προς την Θεοτόκο με λεξιλόγιο που προκύπτει από τα… ζητήματα του επαγγελματικού τους κλάδου: «Χαίρε, αμνού και ποιμένος μήτηρ∙ χαίρε, αυλή λογικών προβάτων»[4] (τώρα πείτε μου, δεν διαπιστώνετε εδώ το λεπτό χιούμορ του ιδιοφυούς υμνογράφου, αναμεμειγμένο με την όντως φιλοκαλία του;). Στην τέταρτη πράξη, μαθαίνουν δια του αστέρος τα νέα οι Μάγοι και αρχίζουν τους Χαιρετισμούς τους∙ ακολουθούν και άλλες πράξεις, και δεν έχουμε καν μπει στην τρίτη από τις τέσσερις στάσεις του Ακαθίστου, βρισκόμαστε ακόμα στις δύο πρώτες…


Πρόκειται, σαφώς, περί κειμένου θεατρικού. Βέβαια, οι «Χαιρετισμοί», τα «Χαίρε [...]! Χαίρε [...]!» προφανώς δεν ανήκουν μόνον στα πρόσωπα της ιστορίας που αφηγείται ο Ακάθιστος, στον Αρχάγγελο, στους Ποιμένες, στους Μάγους κ.λπ., αλλά ταυτόχρονα [η πρωτίστως] στους μετέχοντες στην Ακολουθία πιστούς, την Παρασκευή στην εκκλησία, οι οποίοι τα κραυγάζουν ως δρώντα πρόσωπα του δράματος δια του Πρεσβυτέρου τους.

Η θεατρική αμεσότητα των Χαιρετισμών δεν εξαντλείται στα «Χαίρε [...]! Χαίρε [...]!» που ψάλλει ο λαός της Εκκλησίας, αλλά βρίσκεται και σε άλλα σημεία του κειμένου, όπου τα συναντάμε ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που θα τα συναντούσαμε σε ένα θεατρικό κείμενο η κινηματογραφικό σενάριο, και δη με κλιμάκωση: ρωτά η Θεοτόκος τον Αρχάγγελο:

-«Ασπόρου γαρ συλλήψεως την κύησιν πως λέγεις;»

-«Εκ λαγόνων αγνών υιόν πως εστι τεχθήναι δυνατόν; Λέξον μοι!»

Πέρα από την θεατρικότητα, το κείμενο του Ακαθίστου καθορίζεται από τον πανταχού παρόντα ρυθμό του: ολόκληρο το κείμενο διαρθρώνεται γύρω από το εξής επαναλαμβανόμενο μοτίβο: αφ’ ενός (α) την αλληλουχία των πολλών ζευγών ισόποσων στίχων σε κάθε χαιρετισμό/εγκώμιο, «Χαίρε, το φως αρρήτως γεννήσασα∙ χαίρε, το πως μηδένα διδάξασα» κλ.π., και αφ’ ετέρου (β) την εναλλαγή του ακροτελεύτιου σε κάθε χαιρετισμό «Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε» με το «Αλληλούϊα» που κάθε φορά έπεται στο κείμενο. Το ζήτημα βέβαια δεν είναι απλώς το αν υφίσταται ισορροπία και ρυθμός σε ένα κείμενο, αλλά το με πόση μαεστρία πραγματώνονται αυτά. Μια ανάγνωση του Ακαθίστου θα σας πείσει!

Προσέξτε τώρα την μουσικότητα του κειμένου: απλώς διαβάστε αργά, ρυθμικά και δυνατά το ακόλουθο απόσπασμα-παράδειγμα:

«Βλέπουσα η Αγία εαυτήν εν αγνεία, φησί τω Γαβριήλ θαρσαλέως∙»

Όπερ έδει δείξαι.

Ας προχωρήσουμε στις ποιητικές αρετές του κειμένου, στην καθ’ εαυτήν ποιητική του γλαφυρότητα, μέσω ελάχιστων παραδειγμάτων, σχεδόν τυχαίων μέσα στον κυκεώνα των διατυπώσεων-επιτευγμάτων:

«Χαίρε, δι’ ης νεουργείται η κτίσις∙ χαίρε, δι’ ης βρεφουργείται ο Κτίστης.»

Και μόνον αυτόν τον στίχο να αποσπάσει κανείς, αντιλαμβάνεται το κατόρθωμα της εκφραστικής. Πως να τον σχολιάσει κανείς χωρίς να τον μαγαρίσει…

Επόμενο:

«Και την εύκαρπον ταύτης νυδήν,/ ως αγρόν υπέδειξεν ηδύν / άπασι, τοις θέλουσι θερίζειν σωτηρίαν».

Το αποδίδω στην τρέχουσα μορφή της γλώσσας για τις ανάγκες όσων έμαθαν ελληνικά επί υπουργίας Διαμαντοπούλου: «και υπέδειξε την εύφορη μήτρα της (νυδής=μήτρα) ως χωράφι καλό για όλους, όσοι επιθυμούν να θερίσουν την σωτηρία». Το «νυδήν» ακολουθείται από την ομοιοκαταληξία «ως αγρόν υπέδειξεν ηδύν», η οποία όμως συμπαρασύρει και το περιεχόμενο των στίχων, το νόημα, αφού την χρήση της έννοιας του αγρού ακολουθεί η έννοια του θερισμού, του θερισμού της σωτηρίας όμως. Το λοιπόν, ας αναφωνήσω ασμένως: λογοτεχνία, όχι αστεία! Σε όλο τον Ακάθιστο παρατηρείται τέλεια χρήση των εκφραστικών τρόπων της γλώσσας: εδώ θα μνημονεύσουμε την ευστοχώτατη κρίση του Κώστα Ζουράρι, ο οποίος διαβεβαιώνει ότι «τα τρία σημαντικώτερα και τελειώτερα ποιήματα της ελληνικής γλώσσας είναι η Ιλιάδα, ο Ακάθιστος Ύμνος και ο Ερωτόκριτος»[5] .Ενίοτε έχω την αίσθηση ότι κάποιες ομοιοκαταληξίες έχουν επιλεγεί ακριβώς για να προξενήσουν ένα χαμόγελο λόγω μιας ζυγισμένης υπερβολής τους, στα πλαίσια του κατά τη γνώμη μου σκόπιμου και υπαρκτού λεπτοτάτου χιούμορ σε μερικά (μάλλον λίγα) σημεία του κειμένου: «μέλλοντος Συμεώνος του παρόντος αιώνος μεθίστασθαι του απατεώνος…». Αλλού η ομοιοκαταληξία «δένει» εκθαμβωτικά με το περιεχόμενο του στίχου, σε σχήμα θέσης-άρσης (η συναμφότερου): «Χαίρε, φιλοσόφους ασόφους δεικνύουσα∙ χαίρε, τεχνολόγους αλόγους ελέγχουσα». Παράλληλα, το κείμενο βρίθει συνειρμικών εικόνων σπάνιας μαεστρίας: «ρήτορας πολυφθόγγους ως ιχθύας αφώνους ορώμεν επί σοι, Θεοτόκε» κλπ. Όλα αυτά τα αποσπάσματα χάνουν μεγάλο κομμάτι από την αίγλη τους όταν παρατίθενται αποκομμένα από την ενότητα του κειμένου, από τον ρυθμό του, την θεατρικότητά του και την ισορροπία του: ενταγμένα όμως στην ολότητά του σε κάνουν, πραγματικά, να παλαβώνεις.

Να σημειωθεί ότι ο Ακάθιστος χωρίζεται σε 24 «οίκους» (στροφές), ο καθείς εκ των οποίων ξεκινά με ένα γράμμα του αλφαβήτου[6] : δηλαδή, όλα αυτά τα γλωσσικά επιτεύγματα που αναφέραμε καταφέρνουν και ανθούν μέσα στον (φαινομενικό) νάρθηκα της υποχρεωτικής έναρξης κάθε οίκου-στροφής από το επόμενο γράμμα του αλφαβήτου!

Είπαμε ότι θα εξετάσουμε τον Ακάθιστο μόνον ως λογοτεχνικό/θεατρικό κείμενο. Δεν θα μιλήσουμε για το πως θεολογεί αυτό το κείμενο, σε τι βάθος και με πόση ομορφιά. Επιτρέψτε μου όμως να ενδώσω στον πειρασμό και να παραθέσω ένα, μόνο ένα, ψήγμα της θεολογίας του κειμένου, το πως εικονογραφεί το ότι «παρήλθεν η κατάρα του Νόμου»:

«Χάριν δούναι θελήσας οφλημάτων αρχαίων ο πάντων χρεωλύτης ανθρώπων, επεδήμησε δι’ εαυτού προς τους αποδήμους της αυτού χάριτος∙ και σχίσας το χειρόγραφον, ακούει παρά πάντων ούτως∙ Αλληλούϊα!»

Τι εικόνα: γράφονται και καταγράφονται τα «οφλήματα» των ανθρώπων, από τα πλέον αρχαία χρόνια, διαρκώς: και ξαφνικά, ο Θεός απλώς -απλούστατα- «σχίζει το χειρόγραφο». Η Θεολογία ως Ομορφιά!

Ο θαυμασμός που προκαλεί αυτό το αριστουργηματικό κείμενο, ο Ακάθιστος Ύμνος, δύναται να καταστήσει τούτο ‘δω το άρθρο σχοινοτενέστατο και πάνυ ουρανομήκες, γι’ αυτό συγκρατούμαι και καταλήγω κάπου εδώ. Δεν μπορώ όμως να μην διερωτηθώ: δεν είναι πραγματικά κρίμα να διαβάζεται τέτοιο αριστούργημα σε μια εκκλησία δίπλα σου, στη γειτονιά σου, να ψάλλεται και να απαγγέλεται ένα κείμενο ζωντανό [7] που αποπνέει τόση ομορφιά και δωρίζει τέτοια αγαλλίαση στην καρδιά σου από το κάλλος του και μόνο, και εσύ να απέχεις λόγω της βλακώδους αναγωγής «εκκλησία=σκοταδισμός, μεσαίωνας, συντηρητισμός» ή λόγω ανεξηγήτου πλην μείζονος πληξάρας; Είναι δυνατόν να λείπεις, να μην είσαι εκεί, ασχέτως της σχέσης σου με το εκκλησιαστικό γεγονός; Πόσω δε μάλλον αν καμώνεσαι ότι ασχολείσαι έστω και λίγο με τα γράμματα η την Τέχνη! Αναπηρία!


[1]Παραθέτω το απόσπασμα, διότι μου είναι αδύνατον να μην παραθέσω τουλάχιστον τους πρώτους στίχους του εγκωμίου του βρέφους λόγω της εκθαμβωτικής λογοτεχνικής και εικονολογικής ομορφιάς τους: «Το δε βρέφος εκείνης ευθύς, επιγνόν τον ταύτης ασπασμόν, έχαιρε∙ και άλμασιν ως άσμασιν, εβόα προς την Θεοτόκον∙ Χαίρε, βλαστού αμαράντου κλήμα∙ χαίρε, καρπού ακηράτου κτήμα. Χαίρε γεωργόν γεωργούσα φιλάνθρωπον∙ χαίρε, φυτουργόν της ζωής ημών φύουσα».

[2']«Ζάλην ένδοθεν έχων λογισμών αμφιβόλων, ο σώφρων Ιωσήφ εταράχθη, [...] κλεψίγαμον υπονοών άμεμπτε∙ μαθών δε σου την σύλληψιν εκ Πνεύματος Αγίου έφη∙ Αλληλούϊα!»

[3]Και πάλι, αδύνατον να μην παρατεθεί η ομορφιά της εικόνας: «[...] θεωρούσι τούτον (σ.σ.: τον Χριστό) ως αμνόν άμωμον εν τη γαστρί Μαρίας βοσκηθέντα…».

[4]Ειρήσθω εν παρόδω: ο Κώστας Ζουράρις έχει αναλύσει πολλάκις και με ζηλευτή μαεστρία το «χαίρε, αυλή λογικών προβάτων» ως σύνοψη της ελληνικής («ιλιαδορωμέηκης») πολιτικής θεωρίας: αλλά αυτό δεν είναι της παρούσης.

[5]Μα, αυτό είναι το δράμα: ότι ο Ακάθιστος, αυτή η κείμενη τελειότητα, αποτελεί για αρκετούς «προοδευτικούς» συμπολίτες μας (να χαρώ εγώ πρόοδο!) απλώς ένα θρησκευτικό κείμενο για αφελή γραϊδια∙ έχουν τον θησαυρό στο ντουλάπι τους και αδυνατούν να τον εκτιμήσουν. Ο όντως αθεόφοβος Βασίλης Αλεξάκης εκφράζει την άποψη στο εντυπωσιακά ευπώλητο βιβλίο του «μ.Χ.» ότι «ο Ακάθιστος είναι τόσο δημοφιλής επειδή είναι παντελώς δυσνόητος∙ δεν έχει κάποια ιδιαίτερη αξία»- η κάπως έτσι. Ας είναι…

[6]Άγγελος πρωτοστάτης ουρανόθεν επέμφθη… Βλέπουσα η Αγία εαυτήν εν αγνεία… Γνώσιν άγνωστον γνώναι η Παρθένος ζητούσα… Δύναμις του Υψίστου επεσκίασε τότε προς σύλληψιν τη Απειρογάμω…

[7]ζωντανό: διαβάζεται ΚΑΘΕ χρόνο σε ΚΑΘΕ εκκλησία/γειτονιά από πραγματικούς ανθρώπους, κάθε προέλευσης/τάξης/μόρφωσης κ.λπ. Περίπου 1.400 χρόνια τώρα. 1.400 χρόνια! Πραγματικό λαϊκό γεγονός, λαού ζώντος και πάντοτε παρόντος, εκεί, αυτές τις πέντε Παρασκευές του χρόνου. Που αλλού!

Σωτήρης Μητραλέξης, στρατευμένος φιλόλογος

Κριτήριο της ασκησης η αγάπη


Η Δ΄ Κυριακή των νηστειών είναι αφιερωμένη στον Άγιο Ιωάννη τον Σιναΐτη(528-603μ.χ.) που αποκαλείται και ο της Κλίμακος για ένα πολύ πνευματικό βιβλίο που εγραψε και ονομάζεται «Κλίμαξ», δηλαδή σκάλα, επειδή οδηγεί από τα χαμηλά στα υψηλά, από τα πρώτα στάδια της πνευματικής ζωής στα υψηλότερα και τελειότερα.


Λόγω δε της μεγάλης του αξίας και επειδή το βιβλίο αυτό αναφέρεται κυρίως προς τους μοναχούς, διαβάζεται συνήθως από την αρχή της Μεγάλης Σαρακοστής στα περισσότερα Ορθόδοξα Μοναστήρια.
Αποτελείται από 30 λόγους που ο καθένας τους περιγράφει μια αρετή. Αρχίζοντας οι αρετές από τις πιο πρακτικές και προχωρώντας στις πιο θεωρητικές, ανεβάζουν τον άνθρωπο, σκαλοπάτι-σκαλοπάτι σε ουράνιο ύψος. Στην κορυφή των αρετών, ο Άγ. Ιωάννης τοποθέτησε την «Αγάπη», ως την υψηλοτέρα των αρετών και αυτή που κάνει τον άνθρωπο κατ’ εξοχήν «όμοιο»με το Θεό.
Η αγάπη δηλαδή τελικά, οδηγεί τον ανθρωπο στο «καθ’ ομοίωσιν», στον προορισμό του, στη σωτηρία του. Αυτή είναι το κριτήριο της πνευματικής ζωής, της προσπάθειας την οποία καταβάλλουμε για να συναντήσουμε τον Αναστημένο Χριστό. Η αγάπη είναι το κριτήριο της ορθόδοξης ασκησης.
Η ορθόδοξη ασκηση με αλλα λόγια δεν είναι ατομικό γεγονός, αλλά εκκλησιαστικό γεγονός.
Πολλοί αδελφοί μας κάνουν ασκηση για αυτοπειθαρχία, για να νικήσουν τις ορμές τους, για να επιβληθούν στον εαυτό τους, για να αποκτήσουν δύναμη. Θέλουν κι αυτοί να γίνουν δυνατοί, να αποκτήσουν κάποια χαρίσματα των αγίων. Κίνητρο τους είναι ο εαυτός τους, η ατομικότητα τους και όχι το Πρόσωπο του θεού και τα πρόσωπα των αδελφών. Ακριβώς το αντίθετο από αυτό που επαγγέλεται ο εκκλησιαστικός τρόπος ζωής, η ορθόδοξη ασκηση.
Η ορθόδοξη ασκηση, ακριβώς, θέλει να βγάλει τον ανθρωπο από την ατομικότητα, από την απομόνωση, από το κλείσιμο στον εαυτό του και να τον επαναφέρει στη σχέση, στη φύση του που είναι εκκλησιαστική, να τον κάνει μέλος της Εκκλησίας. Η ορθόδοξη ασκηση θέλει να βοηθήσει τον ανθρωπο να συναντήσει το Πρόσωπο του Θεού και τα πρόσωπα των αδελφών του.
Γι’ αυτό το σκοπό και μόνο χρειάζεται η ασκηση.
Ο ανθρωπος δημιουργήθηκε υγιής από το Θεό για να εχει και να διατηρεί μια σχέση, σχέση με το Θεό, σχέση με τους αλλους ανθρώπους και σχέση με ολόκληρη την κτίση. Αυτό το ειχαν επιτύχει οι πρωτόπλαστοι γιατί ειχαν την ζωοποιό σχέση με το Θεό, ειχαν τη Χάρη του Θεού. Μετά την πτώση, όμως ο ανθρωπος αρρώστησε, εχασε τον προσανατολισμό του προς το Θεό, απώλεσε τη Θ. Χάρη με αποτέλεσμα να διαταραχθούν ολες οι σχέσεις του με το Θεό, τους ανθρώπους, την κτίση και τον ιδιο τον εαυτό του.
Επομένως η θεραπεία, όπως την βλέπει η Ορθόδοξη Παράδοση, δεν είναι τίποτε άλλο παρά η αποκατάσταση των σχέσεων αυτών και η επαναφορά της ανθρώπινης υπαρξης στην προηγούμενη δόξα της.
Ο ανθρωπος την θεραπεία του, την πληρότητα του, την υγεία του μπορεί να την βρεί μόνο μέσα στον χώρο της εκκλησιαστικής κοινότητος, όπως εκφράζεται κυρίως στην Θ.Ευχαριστία, στον χώρο της φιλαδελφείας, στην οικογένεια=Εκκλησία οπου υπάρχει αληθινή θεραπεία μέσα από τις αγαπητικές σχέσεις που αναπτύσσονται.
Γι΄αυτό το σκοπό και μόνο χρειάζεται η ασκηση: Για να ανήκω στο Σώμα του Χριστού, που κοινωνούν τα πρόσωπα των αδελφών μεταξύ τους. Επειδή δεν μπορώ να ενωθώ με τους αδελφούς μου, επειδη είναι κάτι δύσκολο, γιατί εχω τον εγωισμό μου, θέλω την καλοπέραση μου, θέλω πάντα να βάζω τον εαυτό μου πάνω απ’ όλα, γι’ αυτό ασκούμαι.
Η ασκηση είναι το μέσον για να συναντήσω τον αδελφό μου. Δεν κάνω ασκηση ερήμην του Θεού και του αδελφού μου για να καταφέρω κάτι δικό μου.


Ας δούμε μερικά παραδείγματα από την καθημερινή μας ζωή:
Νηστεύουμε σκληρά, δεν τρώμε το λάδι πολλές φορές,
- αλλά δεν καταλαβαίνουμε τον σύντροφό μας, ζούμε στον κόσμο μας, δεν του δείχνουμε αγάπη και ενδιαφέρον, τον εχουμε στο περιθώριο
- δεν καταλαβαίνουμε τα παιδιά μας, δεν ακούμε τι μας λένε, δεν μπαίνουμε στη θέση τους, δεν σεβόμαστε το πρόσωπο τους, φερόμαστε αψυχολόγητα. Και κατά τα αλλα θεωρούμε ότι είμαστε εντάξει απέναντι στο Θεό, γιατί κάνουμε ασκηση, κάνουμε νηστεία.
Ομως το κριτήριο της ασκησης είναι η αγάπη. Ασκούμαστε για να αγαπήσουμε, για να μπούμε πιο πολύ μέσα στην Εκκλησία.
Ξέρετε είναι σχετικά εύκολο να ασκείσαι σωματικά, π.χ. να νηστεύεις, αλλά είναι πιο δύσκολο να κάνεις ασκηση στον εγωισμό σου, για να αγαπήσεις τον συνάνθρωπό σου.
Ολες οι ασκήσεις είναι πιο εύκολες από την αγάπη. Γιατί η αγάπη είναι η κατ’ εξοχήν ασκηση.
Στις άλλες ασκήσεις είναι μικρό το κόστος, το φαγητό, τα χρήματα, ο υπνος κ.λ.π. Στην αγάπη είναι μεγάλο το κόστος: Πρέπει να κάνεις την αποκεντρωση, να βγάλεις τον εαυτό σου από το κέντρο της καρδιάς σου, για να χωρέσει ο άλλος, ο συνάνθρωπος. Αυτή είναι η ασκηση, η αγάπη. Όλα τα αλλα μας βοηθούν στην αγάπη.
Υπακούω στην Εκκλησία και νηστεύω, σημαίνει μαθαίνω να αγαπάω περισσότερο. Γι’ αυτό και οι Πατέρες μας λένε ότι αυτά που εξοικονομούμε από τη νηστεία, θα πρέπει να πηγαίνουν στους φτωχούς, όχι στη τράπεζα.
Νηστεύω, κάνω ασκηση δηλαδή, για να ενωθώ με τους αδελφούς μου περισσότερο.
Με αυτές τις σκέψεις αγαπητοί μου θέλησα να σας πω ότι είναι ανάγκη τώρα που είναι Σαρακοστή, να μελετήσουμε και να προσευχηθούμε πολύ, ώστε να αποφύγουμε τις παρανοήσεις και η ασκηση μας να είναι ορθόδοξη, απαλλαγμένη από ξένα στοιχεία, από ιδιωτικές θεολογίες, από την αγνοια.

Διαφορετικά η ασκηση μας θα ειναι κουραστική, σκληρή, πικρή, αναποτελεσματική, αντιεκκλησιαστική, χωρίς χαρά, χωρίς ταπείνωση, χωρίς εμπνευση, χωρίς ελπίδα, χωρίς αγάπη,.
Όμως δεν είναι αυτό η Εκκλησία μας, δεν είναι αυτό η πίστη μας, δεν είναι αυτό, η παράδοση μας, δεν είναι αυτό οι Πατέρες μας, δεν είναι αυτό η ορθοδοξία μας.
Αντίθετα οι Αγιοι μας, οσο πιο σκληρή ασκηση εκαναν, τόσο πιο πολύ αγάπη εδειχναν, τόσο πιο πολύ επιεικείς ησαν, τόσο πιο πολύ χαρά ειχαν,γιατί ειχαν συλλάβει το νόημά της :
Ότι είναι μια εξάσκηση, προπόνηση, για να συναντήσει κάποιος τον αδελφό του, τον συνάνθρωπό του.
Σας ευχομαι καλή επιτυχία στην ασκηση σας, στην πορεία δηλαδή για την συνάντηση σας με τον Αναστημένο Χριστό.

Κυριακή Δ΄των Νηστειών




Αγαπητοί αδελφοί,

Η ζωή κάθε ανθρώπου είναι ένα ταξίδι μέσα σε αβέβαιο πέλαγος, στο οποίο συχνά εγείρονται τρικυμίες και τυφώνες. Τα εσώτερα πάθη και οι άλλες δοκιμασίες της ζωής ξεσπούν με βία επάνω στην ύπαρξή μας. Αδύναμοι άνθρωποι εμείς, κινδυνεύουμε να καταποντισθούμε και να συντριβούμε κάτω από την ορμή και τη μανία των κυμάτων. Άγκυρα σωτηρίας δυσκολοσύντριπτη είναι η ελπίδα. Αυτή μόνο, με τρόπο βέβαιο και ασφαλή μας κρατά δεμένους με τον Σωτήρα μας Ιησού Χριστό. Όσες καταιγίδες κι αν πέσουν επάνω μας θα μπορούμε μαζί με τον απόστολο Παύλο να λέμε: «τη γαρ ελπίδι εσώθημεν» (Ρωμ. 8,24).
Το τραγικό είναι ότι πολλοί άνθρωποι στηρίζουν τις ελπίδες τους σε πράγματα εντυπωσιακά μεν, αλλά ανθρώπινα και παροδικά. Σύντομα όμως απογοητεύονται και φθάνουν στην απόγνωση, που ισοδυναμεί με πνευματική αυτοκτονία. Αλίμονο σ’ εκείνον που χάνει το φως της ελπίδος· οδηγείται στην απώλεια. Η ζωή του γίνεται κόλαση μέσα στην οποία καθημερινά βασανίζεται και μαστιγώνεται από τη βία του κακού και της απελπισίας. Ο άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος στους «Ύμνους των θείων ερώτων» λέγει για εκείνους που ελπίζουν σε ανθρώπους: «Ουαί ψυχή τοις έχουσιν επ' άνθρωπον ελπίδας, ότι αυτός τεθνήξεται και συν αυτώ ελπίδες, και τότε ευρεθήσονται μη έχοντες ελπίδα».Οι ελπίδες μας που στρέφονται στους ανθρώπους δεν εκπληρώνονται πάντοτε. Άλλοι μας υπόσχονται και μας κοροϊδεύουν. Άλλοι δεν κατορθώνουν να επιτύχουν εκείνο που στοχεύουν. Τα πράγματα της ζωής είναι ασταθή και ευμετάβολα. Όνειρα απατηλά μένουν οι ελπίδες μας, «σκιας ασθενέστερα». Αυτό, γνωρίζουν καλύτερα από κάθε άλλο οι νέοι μας, που αγωνίζονται για να γίνουν κάτι στη ζωή, και στην πιο κρίσιμη ώρα της υλοποιήσεως των στόχων τους βρίσκουν τις πόρτες κλειστές. Αλλά κι εκείνοι που κείτονται στο κρεβάτι του πόνου καταπονημένοι από τη σταύρωση του πόνου τους, απελπισμένοι από τις υποσχέσεις της επιστήμης. Και όσοι είχαν στηρίξει σε ανθρώπους τις ελπίδες τους και δυστυχώς απογοητεύθηκαν. «Μη πεποίθατε επ' άρχοντας, επί υιούς ανθρώπων, οις ουκ έστι σωτηρία», βροντοφωνεί ο Δαβίδ (Ψαλμ. 145,3).
Πολύ διαφορετική από τις ανθρώπινες ελπίδες είναι η ελπίδα στο Χριστό. «Άγκυραν της ψυχής ασφαλή τε και βεβαίαν» την ονομάζει ο απόστολος Παύλος. Την παρομοιάζει με άνθρωπο που εισέρχεται «εις το εσώτερον του καταπετάσματος», στον τόπο όπου βρίσκεται, ο ίδιος ο Θεός. Με την ελπίδα ανοίγει ο πιστός τη θύρα της Βασιλείας του Θεού. Η ελπίδα είναι φως και δύναμη στον αγώνα κατά της αμαρτίας. Χωρίς την ελπίδα υπάρχει φόβος, δειλία και πνευματική ακαρπία στην ψυχή. Η ελπίδα αναδεικνύει το χριστιανό γενναίο, άτρομο και ισχυρό στην εχθρότητα των πονηρών ανθρώπων. Έτσι, μαζί με τον Ψαλμωδό μπορεί να λέγει: «επί τω Θεω ήλπισα, ου φοβηθήσομαι τι ποιήσει μοι άνθρωπος» (Ψαλμ. 55,12). Βλέπει τις πανουργίες των ανθρώπων του σκότους, παρακολουθεί τα διαβούλια τους, αντιλαμβάνεται τα σχέδιά τους, δεν πτοείται όμως, γιατί ελπίζει στις υποσχέσεις του Θεού. Αλήθεια, ποιός εμπιστεύθηκε τη ζωή του στο Θεό και διαψεύσθηκε; «Τις ένεπιστευσεν Κυρίω και κατησχύνθη;» (Σοφία Σειράχ 2,10).
Υπάρχουν πολλές ελπίδες στον άνθρωπο λογικές η παράλογες. Ελπίδες για υλικά πράγματα και ελπίδες για πνευματικά. Πάνω όμως απ' όλες τις ελπίδες πρέπει να στέκει η ελπίδα της αιώνιας ζωής. Η προσδοκία της μετά του Θεού συνδιαγωγής. Η προσμονή της πραγματοποιήσεως της υποσχέσεως του Θεού. Μ’ αυτή την ελπίδα υπομένουμε με καρτερία τις περιπέτειες της ζωής, υπερνικούμε τις δοκιμασίες, ανεχόμεθα τους πειρασμούς, διαμένουμε ως ξένοι και παρεπίδημοι στον παρόντα κόσμο. Ο Χριστός με την Ανάστασή του μας έδωσε τη ζωντανή ελπίδα «εις κληρονομίαν άφθαρτον και αμίαντον και αμάραντον, τετηρημένην εν ουρανοίς» Πέτρ. 1,4).
Η ελπίδα λοιπόν είναι απ' ευθείας επικοινωνία με το Θεό, αποτέλεσμα της οποίας είναι τα πολλά χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος. Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, στο λόγο του «Περί αγάπης», λέγει για την ελπίδα: «Κράτος αγάπης ελπίς, δι' αυτής γαρ τον της αγάπης μισθόν απεκδεχόμεθα. Ελπίς εστιν αδήλου πλούτου πλούτος· κόπων ανάπαυλα, αγάπης θύρα...».
Για να καλλιεργηθεί όμως η ελπίδα στην ψυχή απαιτείται ταπείνωση, μνήμη θανάτου, προσευχή και κυρίως αυτογνωσία. Ο Άγιος του αιώνος μας, Νεκτάριος ο θαυματουργός γράφει για την ελπίδα: «Μέγα όντως η έλπις και θείον δώρον! Διότι αύτη μόνη κρατύνει τα πάντα, καλλωπίζει τα πάντα, τελειοί τα πάντα, εξασφαλίζει τα πάντα και προάγει τα πάντα».
Ταλαιπωρείται ο άνθρωπος της εποχής μας από ψυχικές ασθένειες. Νιώθει το βάρος της απελπισίας να τον εξουθενώνει και να του κάνει μαρτύριο τη ζωή. Το τραγικό είναι ότι αφήνει αθεράπευτο το πάθος του να κατατρώγει την καρδιά του και να διαφθείρει την ψυχή του. Γι' αυτό σκοτάδι πυκνό έχει καλύψει το νου πολλών ανθρώπων. Γι' αυτό δεν υπάρχει πια σύνεση και ηθικό σθένος. Γιατί χάθηκε η ελπίδα που δίνει νόημα στη ζωή και προοπτική στην πορεία της ανθρωπότητος. Η διέξοδος από τον λαβύρινθο της απογνώσεως είναι μόνον η ελπίδα προς το Θεό.
Αγαπητοί αδελφοί, στις ώρες της καταιγίδας να μην απελπιζόμαστε. Έχουμε άγκυρα που θα μας κρατήσει δεμένους με την πέτρα της Πίστεως. Είναι ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός, η μοναδική μας ελπίδα και ασφάλεια.Αμήν

Στην κλίμακα των αρετών προηγείται η υπακοή στις Ευαγγελικές εντολές και έπονται οι υπόλοιπες


Την Τετάρτη Κυριακή των Νηστειών, μνήμην επιτελούμεν, Ιωάννου του Σιναΐτου, συγγραφέως της Κλίμακος.

Ο Άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης χριστιανοί μου, είναι ασκητικός συγγραφεύς του έκτου (6ου) αιώνος μετά Χριστόν. Είναι άγνωστον πού γεννήθηκε, αλλά εκοιμήθη οσίως γύρω στο πεντακόσια ενενήντα πέντε, μετά Χριστόν (595 μ.Χ.). Από πολύ μικρός ακολούθησε την καλογερική ζωή, και μάλιστα κάτω από την καθοδήγηση του γέροντός του, Αγίου Μαρτυρίου. Μετά την κοίμηση του γέροντός του ασκήτευσε σε μια σπηλιά, του όρους Σινά που απέχει δυο ώρες από το μοναστήρι της Αγίας Αικατερίνης. Μετά από σαράντα χρόνια σκληρής ασκήσεως στην έρημο, εξελέγη ηγούμενος της Ιεράς Μονής του Σινά. Η μνήμη του γιορτάζεται στις τριάντα Μαρτίου αλλά και την τετάρτη Κυριακή των Νηστειών.
Στο πρόσωπο αυτού του Οσίου ασκητού, συνδυάζεται η μεγάλη αγιότης, και η μεγάλη σοφία. Κι αυτό γιατί συνέγραψε ένα περίφημο βιβλίο που το ονόμασε «Κλίμακα» και στο οποίον η Εκκλησία έδωσε το όνομά του. «Κλίμαξ Ιωάννου του Σιναΐτου». Το βιβλίο αυτό έγινε το πιο προσφιλές και το πιο ωφέλιμο ανάγνωσμα, όχι μόνο στις τράπεζες και στα κελιά των μοναχών, αλλά και στα σπίτια των χριστιανών όλων των εποχών και μέχρι των ημερών μας. Ονομάστηκε «Κλίμαξ» επειδή ανεβάζει τον κάθε πιστό αγωνιζόμενο χριστιανό και τον μοναχό από τα χαμηλότερα σκαλοπάτια στα υψηλότερα των αρετών, μέχρι το τριακοστό, που είναι και το κεφάλαιο όλων των αρετών, δηλαδή την αγάπη.
Όποιος διαβάζει την Κλίμακα ωφελείται και πνευματικά οικοδομείται. Εκεί βλέπει τα χάλια του και την αμαρτωλότητά του, αλλά και τους πολλούς τρόπους με τους οποίους πρέπει να αγωνίζεται εναντίον του κακού.
Αρχίζει με την πράξιν της υπακοής στο θέλημα του Αγίου Θεού, τη μετάνοια, το πένθος και τα δάκρυα και καταλήγει στη θεωρία του Θεού.
Από τα χιλιάδες χιλιάδων βιβλία που κυκλοφορούν σήμερα, εννοώ τα Ορθόδοξα , και τα θεολογικά, για νάχουν σοφία και γνώση, από τα περισσότερα λείπει η πράξις και το βίωμα σαν ιερή πείρα, όπως λείπει και η μυστική βιωματική θεωρία. Είναι γεμάτα από γνωσιολογική θεώρηση, από γνώσεις ξερές, και διανοητικές έρευνες, όμως δεν στηρίζονται όλα αυτά στους προσωπικούς πνευματικούς αγώνες, ούτε και στην πάλη με τα πάθη και ιδιαίτερα με τα δαιμόνια. Λείπει από όλους μας, όπως και από τα βιβλία, λείπει η πράξις, λείπει το βίωμα. Δεν έχουμε βιώματα και ας κάνουμε ότι είμαστε χριστιανοί.

Στους λόγους «Περί των Αρετών», στο βιβλίο της Κλίμακος του Αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου, την πρώτη θέση την κατέχει η υπακοή. Η υπακοή που είναι το αντίδοτο της ανταρσίας και της πτώσεως των Πρωτοπλάστων. Είναι η μίμησις του Νέου Αδάμ, του Ιησού Χριστού, που εγένετο υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε Σταυρού. Είναι το σήκωμα του Σταυρού μέχρι το τέλος της ζωής μας αγόγγυστα. Γι’ αυτό και μας προσκαλεί και μας λέγει ο Κύριος γι’ αυτήν την υπακοή «όστις θέλει οπίσω μου ελθείν απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον Σταυρόν αυτού καθ’ ημέραν και ακολουθήτω μοι».
Η ελευθέρα υπακοή μέσα από τις Ευαγγελικές εντολές, την προσευχή και το πένθος, οδηγεί με ασφάλεια τον υπακούοντα χριστιανόν στην ταπείνωση, στο ταπεινό φρόνημα της ζωής, και από κει σιγά σιγά τον ανεβάζει στα ψηλότερα σκαλοπάτια της πνευματικής κλίμακος, δηλαδή στη σωτηρία. Αναλυτικότερα τον οδηγεί στην κάθαρση, και απ’ την κάθαρση στον φωτισμό, και απ’ τον φωτισμό στην θέωση.
Υπακοή όχι μόνον ο μοναχός στον γέροντά του, υπακοή και κάθε κοσμικός και κάθε λαϊκός χριστιανός στον πνευματικό του πατέρα, στον εξομολόγο, και δια μέσω αυτού στην Εκκλησία του Χριστού. Υπακοή στις εντολές του Ευαγγελίου. Υπακοή στους ιερούς κανόνες της Εκκλησίας. Υπακοή που βασίζεται στην απόλυτη ελευθερία του χριστιανού. Αν θέλεις κάνεις υπακοή. Αν δεν θέλεις, δεν κάνεις. Δεν σ’ έπιασε κανένας απ’ το λαιμό… Αν θέλεις εφαρμόζεις τις εντολές του Χριστού, και του Ευαγγελίου, αν πάλι δεν θέλεις, δεν ακούς κανέναν και κάνεις του κεφαλιού σου.

Εκτός της υπακοής, στην Κλίμακα γίνεται μια εκτενής αναφορά στις αρετές, που πρέπει να καλλιεργούνται, αλλά και στα πάθη που πρέπει να καταπολεμούνται, να καταστρέφονται, και να εξουδετερώνονται. Και τα μεν, και τα δε, να οδηγούν στην σωτηρία. Γι’ αυτό στις μεταξύ μας και στις μεταξύ σας πνευματικές συζητήσεις σας, το κεντρικό σημείο θα είναι πως θα καταπολεμήσομε τα διάφορα πάθη μας. Γι’ αυτό και θα ρωτάμε ο ένας στον άλλον, τι μας διδάσκει το Ευαγγέλιον, τι μας συμβουλεύει ο πνευματικός, τι ακούσαμε σήμερα και εχθές στο κήρυγμα, πως μας κατευθύνει η πείρα των Πατέρων της Εκκλησίας μας, τι μας λένε τα γεροντικά, τα συναξάρια, οι βίοι των Αγίων, ο Ευεργετινός; Ασφαλώς όλα μας διδάσκουν το καλό, όλα μας οδηγούν στο σωστό και όλα μας φωτίζουν. Έτσι μαζί με την βοήθεια του Θεού, χρειάζεται λέγει ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, και ο δικός μας κόπος και πόνος. Χρειάζεται ακόμα, άκρα πνευματική νηστεία στις αισθήσεις, εγκράτεια πολλή και προσευχή αδιάλειπτη. Αλλά ποιος κάνει προσευχή; Και μακροχρόνια σκληρή πάλη με τους λογισμούς, με τις σκέψεις μας, διότι από δω ξεκινάει το κακό. Από το νου και απ’ τις σκέψεις και απ’ τους λογισμούς δημιουργούνται αδυναμίες, τρέφονται τα πάθη, και δίνουμε την εξουσία στα δαιμόνια να μας κάνουν ότι θέλουν.
Προσοχή λοιπόν. Μπορεί ο διάβολος να μας βάλει να ασχοληθούμε με πνευματικά υψηλά θέματα. Έτσι δε βλέπομε τον διάβολο, με πόση ευκολία μετασχηματίζεται σε άγγελον φωτός, ούτε το πώς μέσα μας παρουσιάζει πολλούς από τους πονηρούς λογισμούς, σαν αγαθούς και αγγελικούς. Και δεν είναι λίγες φορές που μερικές αρετές τις κάνει να τις βλέπομε σαν κακίες ή σαν κάτι που είναι ακατόρθωτο γι’ αυτή τη ζωή, και άλλοτε πάλι άλλες κακίες ή να τις μειώνει τελείως ή να τις κάμει αγαθές.
Προσοχή λοιπόν, άλλο πράγμα η αμαρτία, και άλλο η προσβολή της αμαρτίας που δεν είναι αμαρτία. Άλλο πράγμα η αμέλεια και άλλο η ακηδία. Άλλο πράγμα το πάθος, και άλλο πράγμα η πτώσις στην αμαρτία, η πράξις της αμαρτίας. Άλλο πράγμα η ακαθαρσία του νου, και άλλο η βρωμιά στο στόμα. Γιατί από βρωμιά δυστυχώς έχομε πολλή στο στόμα. Άλλο η ασχήμια στις πέντε αισθήσεις, και άλλο πράγμα η κακία, η αδικία, η πονηρία, η σκληροκαρδία, η υπερηφάνεια, η κενοδοξία, ο εγωισμός, και όλα αυτά μέσα στις πράξεις, και τέλος άλλο πράγμα η βλασφημία στο νου, και άλλο στο στόμα. Διότι η βλασφημία στο νου δεν είναι αμαρτία, είναι ένας πόλεμος του διαβόλου, που σας τον κάνει είτε μέσα στην εκκλησία ή την ώρα που έρχεστε να κοινωνήσετε. Να τον περιφρονείτε τον διάβολο σε τέτοιες περιπτώσεις ζητώντας το έλεος του Θεού και να προσέρχεστε αφόβως στη Θεία Κοινωνία.

Αγώνας λοιπόν για το πώς θα θεραπεύσουμε τις κακές μας συνήθειες τις αδυναμίες και τα πάθη μας. Ο Θεός να μας λυπηθεί και να μας ελεήσει. Γιατί μόνον το έλεος του Θεού θα φέρει τον φωτισμό και την Θεία Χάρη. Και ο φωτισμός φέρνει την πράξη, την καλή προσπάθεια και τον καλόν καθημερινό αγώνα. Και ο πνευματικός αγώνας θα αυξήσει την υπομονή μας στις θλίψεις, θα αυξήσει την αγάπη μας, την ενεργουμένη αγάπη μας, ακόμα και προς τους εχθρούς μας, θα μας δώσει την δυνατότητα να είναι απλόχερη η ελεημοσύνη και η φιλανθρωπία, να καλλιεργηθούν τα δάκρυα και η μετάνοια, το πένθος και η μνήμη του θανάτου.
Απ’ όλα όσα είπαμε φαίνεται πολύ καθαρά ότι λείπει απ’ όλους μας η πράξις, η αγία πείρα, και προπαντός και ιδιαιτέρως η μυστική εμπειρία της θείας τροφής. Μας λείπει ακόμα απ’ όλους μας η ταπείνωσις. Δεν έχουμε ταπείνωση και μη ξεροβήχετε. Δεν έχουμε ταπείνωση. Είμεθα πτωχοί, γυμνοί, πάμπτωχοι και έρημοι από κάθε αρετή, γι’ αυτό και ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος φωνάζει, το φωνάζει στην προσευχή του και το λέει ότι «Χριστέ μου ποτέ δεν νήστεψα, ποτέ δεν αγρύπνησα», - σαράντα χρόνια στην έρημο - , «ποτέ δεν προσευχήθηκα όσο έπρεπε, ποτέ δεν εγκρατεύτηκα όπως έπρεπε, ποτέ δεν εμελέτησα όσο θα ήθελε η ψυχή μου τον λόγον του Θεού και σπάνια βρέθηκα έτοιμος για Λατρεία και Θεία Κοινωνία». Θέλετε να το επαναλάβω το τελευταίο; Να το ξαναπώ. «Και σπάνια βρέθηκα έτοιμος για Λατρεία και Θεία Κοινωνία». Εκείνος που ήταν Άγιος έκαμε μια φορά δέκα χρόνια για να κοινωνήσει. Και τα βέβαια αυτά τα «ποτέ», «ποτέ», «ποτέ» του Αγίου, δεν τελειώνουν, καλόν είναι να διαβάζετε λίγο και την Αγία Κλίμακα, ιδίως την Μεγάλη Σαρακοστή. «Αλλά όμως εγώ», συνεχίζει ο Άγιος, «γονάτισα, έκλαυσα, ταπεινώθηκα, και έσωσέ με ο Κύριος, με έσωσε το έλεός Του».
Τα πένθιμα δάκρυα και η συντριβή της καρδιάς, δεν είναι μόνον ωφέλιμα αλλά είναι και λυτρωτικά, τα δάκρυα καθαρίζουν, η ταπείνωσις ανορθώνει, η πράξις των αρετών μας βοηθούν, αλλά μόνον ο Θεός σώζει. Δεν σώζουν οι παπάδες και οι δεσποτάδες. Ο Θεός σώζει, ο Θεός σώζει. Και σώζει ο Θεός όταν είμαστε μέσα στο σώμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας και όχι έξω απ’ αυτήν. Όταν είμαστε τα σωστά και γνήσια παιδιά της Ορθοδόξου Εκκλησίας.

Η λυτρωτική Θυσία του Ιησού Χριστού αδελφοί μου, μας σώζει δωρεάν αλλά ζητά και την προαίρεσή μας, τη θέλησή μας, θέλει την συγκατάθεσή μας. Και αν πούμε «ναι θέλω να σωθώ» Εκείνος τότε θα μας απαντήσει «τήρησον τας εντολάς». Και ο θείος φωτισμός θα έλθει και δύναμις θα μας δοθεί, ώστε οι δωρεές να τηρηθούν, οι αρετές να καλλιεργηθούν και η συμμετοχή στα Πανάγια σωστικά μυστήρια να πραγματοποιηθεί κατά τον καλύτερο και σωστικό τρόπο.

Και κλείνουμε χριστιανοί μου με τις λυτρωτικές κραυγές του Αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου. Λυτρωτικές κραυγές, τις φώναζε δυνατά. Και δεν τις άκουγε αυτές τις κραυγές μόνον η έρημος, αλλά και ο ουρανός, και η άμμος, και τα βράχια και ό,τι άλλο έχει η έρημος του Σινά.
«Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός ημών, φώτισον ημάς τω θείω Σου φωτί, φώτισον ημάς δια του ζώντος ύδατος, θρέψον ημάς διά του Παναγίου Σώματός Σου, χειραγώγησον ημάς δια των θείων Σου αρετών, οδήγησον ημάς εν τη τρίβω των εντολών Σου, Κύριε σώσον ημάς, απολλύμεθα».

Και στη δική του φωνή και κραυγή χριστιανοί μου, προσθέτουμε και μεις ταπεινά, την δική μας κραυγή, τη δική μου ιερατική φωνή από καρδίας βγαλμένη.
«Κύριε ο Θεός ημών, σώσον τον λαόν Σου και ευλόγησον την κληρονομίαν Σου»,

Αμήν.

Εποικοδομητικοί σχολιασμοί για ταπείνωση σε ομιλία του Γέροντός μου


Σήμερα, μεγάλη ημέρα του Αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου. Το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα…ζήτησε από τον πατέρα του παιδιού που έπασχεν…πίστην. Κι εκείνος είπε «πιστεύω Κύριε, βοήθει μοι τη απιστία». Και όταν τον ρώτησαν οι Απόστολοι για ποιο λόγο δεν μπόρεσαν να κάνουν αυτοί το θαύμα της θεραπείας του παραλυτικού, Εκείνος απήντησε «δια την απιστία υμών». Ώστε λοιπόν, το θαύμα, όχι μιας οποιαδήποτε αρρώστιας, αλλά το θαύμα να θεραπευτεί η παράλυτη ψυχή μας και να φύγουν από μέσα τα δαιμόνια των παθών, κατά πρώτον λόγον χρειάζονται πίστη. Είπεν όμως ο Κύριος κατόπιν εις τους Αποστόλους, ότι «τούτο το γένος των δαιμόνων», είναι ισχυρά τα δαιμόνια όταν εισέρχονται στον άνθρωπο, κυρίως όταν κάνουν κατοχή με τα διάφορα πάθη. Τα βλέπετε τα πάθη, πόσα είναι μέσα μας, ισχυρά και μεγάλα και θέλουν κατά την εντολήν του Θεού…να μην την πω εντολή…κατά την υπόδειξη του Θεού, κατά την παράκληση του Θεού…θέλουνε νηστεία και προσευχή. Αλλά όλοι οι Πατέρες όμως της Εκκλησίας μας, όπως και ο Άγιος, ο σημερινός, ο εορταζόμενος Άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης, λέγει ότι «και η πίστις και η προσευχή και η νηστεία, προϋποθέτουν μια αρετή, την πιο μεγάλη απ’ όλες, την πιο βασική, την ταπείνωση». Εάν δεν έχεις αυτήν την ταπείνωση, δεν έχεις δηλαδή το θεμέλιο, δεν μπορείς να στηρίξεις το οικοδόμημα της σωτηρίας σου. Κακά τα ψέματα, με τα λόγια, όλοι μας λέμε ότι έχουμε ταπείνωση. Αλλά και κείνος που θα το πει ότι έχει ταπείνωση…εκείνος δεν έχει!
Πολλούς ρωτάω στην ιερά εξομολόγηση «έχεις ταπείνωση; καλλιεργείς…» «Βεβαίως, βεβαίως, βεβαίως»…χίλιες φορές το λεν το «βεβαίως»! Τίποτα δεν καλλιεργούμε από την άποψη της ταπεινώσεως. Θέλετε να σας το αποδείξω; Θα σας διαβάσω κάτι που είναι γραμμένο από τον δικό μου τον πνευματικό και Γέροντα, εδώ και 42 χρόνια.
Λέγει: «εάν έχεις ταπείνωση, έχεις αγιότητα!». Προσέξτε ταυτίζει την ταπείνωση με την αγιότητα! «Και αν έχεις αγιότητα, οπωσδήποτε είσαι ταπεινός. Εάν δεν σε δοξάζει ο Θεός, η δόξα των ανθρώπων είναι μάταια και απατηλή». Δυστυχώς αυτό το μάθημα, το μαθαίνουμε μερικές φορές, πολύ πολύ αργά. Ο Θεός δε βλέπει το πρόσωπον. Δε βλέπει τα γαλόνια που φοράς. Δε βλέπει το πόσο γεμάτο είναι το πορτοφόλι σου. Δε βλέπει τα κτήματά σου, δε βλέπει τα πολυτελή ενδύματα που φοράς, δεν εντυπωσιάζεται από το κάλλος και την ομορφιά του προσώπου σου, διότι Αυτός σου την έδωσε, αλλά βλέπει μόνον στην καρδιά του ανθρώπου. Βλέπει μέσα σου-αυτή ακριβώς όπως είναι. Γι’ αυτό λοιπόν, φρόντισε κι εσύ παιδί μου, πατέρα μου, αδελφή μου και μητέρα μου και τέκνον μου να εμβαθύνεις όσο το δυνατόν περισσότερο μπορείς στην ταπείνωση του Θεού.
Εκείνος φόρεσε σάρκα! Ντύθηκε με την ανθρώπινη φύση, διότι τέτοιο πυρ καταναλίσκον όπως είναι ο Θεός, έπρεπε να σκεπαστεί…διότι αν οι άνθρωποι έβλεπαν αυτό το πυρ, θα εκαίγοντο. «Τις δύναται ειδείν τον Θεόν και ζήσεται; Πυρ γαρ εστίν καταναλίσκον» μας λέγει η Αγία Γραφή. Πόσον άπειρος ήτο πράγματι η ταπείνωσίς Του; Γέννησις, υποστατικά βέβαια βρίσκετο μέσα σε ένα νήπιο..ο Θεός της Δόξης γεννήθηκε σε ένα στάβλο! Όχι σε μια σπηλιά που την παρουσιάζουν οι εικονίτσες …και όμορφη κιόλας…και διανθισμένη και με λουλουδάκια. Στάβλος ήτανε, αχούρι ήτανε, βρωμούσε το αχούρι! Και κει μέσα γεννήθηκε. Τα παιδιά μας πού τα γεννάμε; Ρωτήστε μόνοι σας. Ο Θεός της Δόξης δέχεται κατόπιν να μαστιγωθεί από το πλάσμα Του. Ο δημιουργός των πάντων να περιφρονηθεί. Αυτόν τον δούλον που τον θεράπευσε στους οφθαλμούς - αυτός τον ράπισε. Εγκαταλείπεται από τους μαθητάς Του. Ο ένας τον προδίδει. Ο άλλος τον αρνείται.
Τι είναι λοιπόν να σκύψει ο άνθρωπος μπροστά σ’ αυτήν την ταπείνωση του Χριστού που πρέπει να την μελετά οπωσδήποτε κάθε μέρα για να παίρνει το μάθημα της ταπεινώσεως της αληθινής, της περιφρονήσεως της αληθινής. Ο Κύριος όμως μας τη φανέρωσε και μας την απέδειξε με την όλη Του ζωή. Από τότε που εγεννήθηκε μέχρι τότε που σταυρώθηκε, αναμάρτητος ων, για να μπορεί να φωνάζει με όλη Του την καρδιά και σαν άνθρωπος και σαν Θεός «Πάτερ άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι». Και το ληστή και τον κακούργον, τον μεγάλον αυτόν αμαρτωλόν – ποιος ξέρει τι κακουργήματα είχε κάνει και σε τι άλλες αμαρτίες φοβερές θα είχε πέσει…και όμως επειδή Τον ομολόγησε Θεόν και επειδή ήλεγξε τον συσταυρωμένον, βρέθηκε πρώτος, εισερχόμενος πρώτος εις την Βασιλεία των Ουρανών. Τουλάχιστον την μετάνοια του ληστού να έχουμε! Την κραυγή του να διαθέτουμε κάθε μέρα. Και από την παραβολή του ασώτου, τη φωνήν αυτού να παραλάβουμε και να επαναλαμβάνουμε «Πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν Σου. Ποιησόν με ως ένα τον μισθίων Σου». Αλλά και στην παραβολή του τελώνου και Φαρισαίου, την φωνήν του τελώνου που δεν ήθελε να σηκώσει τα μάτια του ψηλά να κοιτάξει τον Κύριον. Χαμηλά τα μάτια, …εκεί στο χώμα. Από χώμα είμαι. Αμαρτωλός είμαι, βρώμικος είμαι, τρισάθλιος είμαι, αχρείος είμαι. Αυτός είμαι. Ναι Πατέρα μου, νευριάζω, θυμώνω, βρίζω, βλαστημώ. Έχω εγωισμό, υπερηφάνεια, κατάκριση, κουτσομπολεύω, κάνω κείνο, κάνω τ’ άλλο. Όχι λέω καλά λόγια στο διπλανό μου κι όχι μαζεύω από δω κι από κει δεκάρες για να κάνω ελεημοσύνη. Καλά κάνεις. Κάντα κρυφά. Να μη στα βλέπει κανένας. Στον εξομολόγο τι θα πείς! Αυτό μετράει! Διότι τα λες μπροστά στο Χριστό! Τ’ άλλα Εκείνος τα ξέρει και τα γνωρίζει. Και τι κρύβει η δεξιά σου και τι κρύβει η αριστερά σου. Τι κρύβει το κεφάλι σου, τι κρύβουν οι αισθήσεις σου και προπαντός τι κρύβει η καρδιά σου. Τι ζητάει από μας ο Θεός; Λέει ο Γέροντάς μου «άπειρη ταπείνωση, άπειρη αγάπη. Απεριόριστη υπακοή εις το Πανάγιον θέλημα του Θεού». Απεριόριστη. Δεν κάνουμε συμβιβασμούς στο ό,τι μας λέει ο Θεός. Δεν λέμε «αυτό δεν ταιριάζει στην εποχή μας»…δεν το λέμε. Άλλη εποχή η δική σας. Άλλη εποχή η δική μας. Αλλιώς ζούσε τότε ο κόσμος, αλλιώς ζει τώρα. Όχι! Ο Θεός έχει έναν νόμο, έχει ένα Ευαγγέλιο και πρέπει σ’ αυτό να υπακούμε. Σ’ αυτό και γω να υπακούω σαν ιερεύς. Σαν λειτουργός του υψίστου. Με συντριβή και ταπείνωση. Με οδυρμούς και δάκρυα κάθε μέρα. Όχι με ψευτοχαμόγελα…συγχωρέστε με. Έρχεστε στην εξομολόγηση, πολλές κάθεστε και σταυροπόδι και χαμογελάτε κιόλας «ε…τι να κάνουμε…είμαστε και αμαρτωλές». Δεν εξομολογούνται έτσι. Μετά φόβου και τρόμου ενώπιον του Αγίου Θεού! Και με σκυμμένο το κεφάλι! Διότι είμαστε αμαρτωλοί. Ταπεινώσου λοιπόν όσο μπορείς περισσότερο. Ζήτησε να θεωρηθείς και να θεωρείς τον εαυτό σου έκτρωμα. Δηλαδή κάτι τόσο σιχαμερό, κάτι το βρώμικον. Ποιος πλησιάζει τον εμετό ενός σκύλου; Ρωτάει ο Γέροντάς μου. «Ποιος πλησιάζει τον εμετό ενός σκύλου;». Ε…τέτοιος είσαι! Τι νομίζεις ότι είσαι; Πήρε ο Θεός από πάνω του τη χάρη; Σου πήρε από πάνω το Άγιο Βάπτισμα; Σου πήρε το Άγιο Μύρο; Τι είσαι; Χώμα είσαι! Χώμα είμαι. Χώμα είμαστε. Να …σήμερα το βράδυ μπορεί να πεθάνω.. μέχρι το βράδυ …φαπ…στρωματσάδα…τον πιάνει…παγωμένος ο παπάς! Που είναι εκείνος ο ζωντανός που ήξερε μόνο να φωνάζει και δεν έκανε τίποτα;.. θα πείτε. Να…κι αυτός τι έγινε. Στο χώμα κατέληξε.
Τι έλεγε λοιπόν ο Απόστολος Παύλος «ως περικαθάρματα του κόσμου τούτου εγεννήθημεν». Τι λέγει ο προφήτης Ησαΐας; Διαβάζετε καμιά φορά κανέναν προφήτη;…δεν προλαβαίνομε θα μου πείτε. Εμ βέβαια, δεν προλαβαίνομε! Αφού έχουμε τόσες δουλειές. Μας πνίγει ο πολιτισμός σήμερα με τις δουλειές. Δουλεύουν άντρες και γυναίκες. Πού να μείνει καιρός να διαβάσουμε Καινή Διαθήκη και Αγία Γραφή; Η κάθε αρετή μας,….προσέξτε τι θα σας πω,… η κάθε αρετή μας είναι (όχι μοιάζει)..είναι, θεωρείται στα μάτια του Θεού ως ράκος αποκαθημένη??? Αν ξέρετε τι θα πει ράκος αποκαθημένης καλώς, τη μετάφραση δεν μπορώ να σας πω..τώρα. Ρωτήστε μεταξύ σας τι θα πει ράκος αποκαθημένη. Έτσι πρέπει να λογίζεται τον εαυτόν του ο κάθε άνθρωπος. Κι εγώ μαζί δηλαδή - δεν αποτελώ εξαίρεση και κοκορεύομαι… Ποιος είσαι; Ρωτάει. Σκουλήκι της γης. Με τόσες αμαρτίες που δεν θέλεις να ταπεινωθείς, να καταφρονηθείς. Όταν ο δημιουργός σου, ο Κύριός σου, που υμνείται από τους αγγέλους και δοξάζεται από τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ, που Τον δοξάζει τώρα ολόκληρος η θριαμβεύουσα Εκκλησία των Αγίων, των Οσίων, των μαρτύρων. Αυτός ο Κύριος…εταπεινώθει, επτύσθει, εμαστιγώθει, εγυμνώθει μπροστά σε όλους του ανθρώπους όταν σταυρώθηκε. Δεν είναι μ’ αυτό το πανάκι που βλέπετε. Αυτό το βάλαμε εμείς. Εμείς οι άνθρωποι το βάλαμε αυτό. Για να καλύψουμε τη δική μας ντροπή! Τη δική μας γύμνια καλύπτουμε με κείνο το πανί που έχουμε κάτω από τη μέση του Εσταυρωμένου Κυρίου. Αυτός ήταν γυμνός εκεί επάνω. Κι εσύ κι εγώ…δεν καταδεχόμαστε να γυμνωθούμε μπροστά στον πνευματικό ο οποίος ύστερα από 3 λεφτά θα τα ’χει ξεχάσει όλα, για να τα παραλάβει ο Κύριος κι αυτό το χειρόγραφο που έχεις γραμμένο είτε σε χαρτάκι είτε στην καρδιά σου…θα το πάρει Εκείνος και θα το κάνει κομμάτια, θα το βάλει μέσα στο Αίμα Του όπως βάζει το ψιχουλάκι με τ’ ονοματάκι σου, μέσα στο Άγιον Ποτήριον και λέει «απόπλυνον Κύριε τας αμαρτίας των ενθάδε μνημονευθέντων δούλων σου ζώντων τε και τεθνεόντων». Απ’ αυτά που σας είπα, είπα μισή σελίδα από τον Γέροντά μου και πέρασαν 14 λεπτά, 15. Να μην σας κουράσω άλλο, τα υπόλοιπα θα τα πούμε την επομένη Κυριακή.

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ΝΗΣΤΕΙΩΝ: Ιωάννου της Κλίμακος


Δύσκολος είναι ο δρόμος της αρετής, αδελφοί μου, γεμάτος αγκάθια και πειρασμούς, παγίδες και δυσκολίες. Κατά τις πνευματικές και πραγματικές εμπειρίες της παράδοσης μας ,όποιος αποφάσισε να σηκώσει τον σταυρό του και να γίνει στρατιώτης και ακόλουθος του Σταυρωμένου έχει να αντιμετωπίσει δαίμονες και φαντάσματα, γίγαντες αντιπάλους και εκδικητικούς νάνους. Πειρασμούς , πάθη, εμπαιγμούς, δισταγμούς , πόλεμο μέχρι εξόντωσης από τον κόσμο, αν είναι δυνατόν και πληγές θανάτου ακόμα, φτάνει να ξεστρατίσει και να λογιστεί υπήκοος της απάτης του αιώνα.
Όλα αυτά τα φρικτά και δεινά είναι τα φόβητρα μιας πνευματικής προσπάθειας για ανάβαση εν Χριστώ που όμως αποτελούν τη μία μόνο όψη του νομίσματος. Γιατί από την άλλη όψη , την μυστική και σε λίγους φανερή , αλλά όχι καταφρονεμένη ατενίζουμε πράγματα και υποθέσεις θαυμασμού και χαράς. Στεφάνια πνευματικά και βραβεία ακατάληπτα. Θέα του Θεού και μυστική ευφροσύνη, εμπειρία αποκάλυψης και χαρά της αληθινής ζωής. Δύσκολες οι αναβάσεις, ιστοί αράχνης τα πολεμήματα, θρασύδειλα σκιάχτρα τα τελώνια, δύσκολες μα κατορθωτές οι αρετές,βασιλικό διάδημα η κορυφή. Αυτή η παραβολική κλίμακα που παρουσιάζουμε βέβαια αναφέρεται στη θεματική της ημέρας: στη μνήμη του αγίου Ιωάννη του Σιναΐτη που είναι και συγγραφέας της "Κλίμακας".
Λιοντάρι και αετός ο Ιωάννης. Θεριό και άγγελος της ερήμου. Ζει κοντά στους αγίους και τους ασκητές. Καταγράφει τις αρετές τους και σκιαγραφεί τις πτώσεις τους. Γνωρίζει από προσωπική εμπειρία τί σημαίνει να ανεβαίνεις την κλίμακα των αρετών. Τί σημαίνει να σε προσκαλεί ο παράδεισος και να σε διεκδικεί η κόλαση. Γνωρίζει και καταγράφει τί σημαίνει ανάσταση και πτώση, ορμή και πισωγύρισμα, νήψη και ακηδία και μας το προσφέρει με λόγο ποιητικό,διαδακτικό, αληθινά θεολογικό. Στα συγγράμματα και τις υποθέσεις της "Κλίμακας", ο πιστός μπορεί να βρεί λες ολόκληρο το ευαγγέλιο και συνάμα την Ιερά Παράδοση εξηγημένη και αναλυμένη με τρόπο τέτοιο ώστε τα μυστικά να γίνονται κοινόχρηστα και τα απλά να παρουσιάζονται μεγαλόπρεπα. Όλη η ορθόδοξη χριστιανοσύνη ξεδίψασε από το βιβλίο αυτό.
Από την άλλη έχουμε την ευαγγελική περικοπή της ημέρας που αναφέρεται στη θεραπεία ενός δαιμονισμένου παιδιού. Δεν είναι άστοχη και ασύνδετη ίσως η περικοπή με τη μνήμη του αγίου Ιωάννη ως συγγραφέως της "Κλίμακας των αρετών", αν και δεν τέθηκε σ'αυτό το σημείο της Τεσσαρακοστής για αυτόν ακριβώς τον λόγο. Όταν ατενίζουμε τον εσωτερικό μας κόσμο και τον κόσμο γενικότερα, ας μην ψάξουμε να βρούμε τον δαιμονισμό της φύσης και του ανθρώπου στην φρικτή μόνο περίπτωση ενός ταλαίπωρου δαιμονισμένου. Ας κοιτάξουμε τα πράγματα πίσω από τα πράγματα. Ο δαιμονισμός και η πτώση είναι το ύπουλο σαράκι που τρώει ότι απομακρύνθηκε από την χάρη του Θεού, ότι είναι μακρυά και διάφορα από την αληθινή πηγή της ζώης. Διαστροφή και ασχημονία, κακότητα και μίσος, αντιπαλότητα και παραποίηση, φθορά και καταστροφή, εγωκεντρισμός και θεοποίηση των κτισμάτων. Ο κόσμος σε πολλές περιπτώσεις πορεύεται αντίστροφα. Σε μια κλίμακα οπισθοδρόμησης και πτώσης που κατάληξη έχει τον παμφάγο άδη και την ανυπαρξία. Η εκκλησιαστική και ασκητική ζωή είναι ο δρόμος που πάει ίσια, εξελικτικά προς την πραγμάτωση, την δικαίωση, την θέωση, το φυσικό , το αληθινό, το αυθεντικό,το θεϊκό. Η Εκκλησία κάθε χρονική στιγμή αλλά ιδιαίτερα την σαρακοστή, τώρα δηλαδή που μας βγάζει στην έρημο της άσκησης στην αυτογνωσία, μας προτείνει την συμπόρευση με το λογικό, αυτό που ο εσκοτισμένος νους βλέπει ως παράλογο γιατί συνήθισε να συμπορεύεται με την αμαρτία και να ηδονίζεται μέσα σ'αυτήν. Και ότι είναι λογικό είναι πάντα εκκλησιαστικό. Νηστεία και σαρακοστή σημαίνει κυρίως επιστροφή στην Εκκλησία και στον τρόπο ζωής που αυτή προτείνει, επιστροφή στο δρόμο της.
Το δίλημμα της σαρακοστής και το αεί δίλημμα που θέτει η Εκκλησία ως πραγματικότητα στον άνθρωπο κάθε εποχής είναι: δαιμονισμός ή θέωση. Και στις δύο περιπτώσεις ο άνθρωπος δεν μπορεί να διακρίνει την αλήθεια ή να αποδείξει και να αποτινάξει το ψέμα παρά μόνο μέσα από ένα ασφαλές και διαυγέστατο μέσο: το δίπτυχο προσευχή και νηστεία.
Καλό υπόλοιπο και καλό παράδεισο.


π. Αρσένιος ο ασκητής καί οί καταπληκτικοί αγώνες τοΟυ

 π. Αρσένιος ο ασκητής καί οί καταπληκτικοί αγώνες τοΟυ


Σήμερα η Εκκλησία μας χριστιανοί μου, τιμά έναν μεγάλον άγιο, τον όσιο Ιωάννη τον Σιναΐτη, συγγραφέα του μεγάλου ασκητικού βιβλίου που λέγεται Κλίμαξ. Γι’ αυτό και συνήθως καλείται ο Άγιος, Ιωάννης της Κλίμακος. Για τη ζωή και το έργο, όσο και για το περιεχόμενον του βιβλίου, έχουμε κάνει πολλές φορές λόγο στα τόσα χρόνια που πέρασαν που είμαστε εδώ.
Γι’ αυτό θα τολμήσουμε να μιλήσουμε με λίγα λόγια για έναν σύγχρονο ασκητή, όμοιον με αυτούς τους ασκητάς που περιγράφει ο Άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης, στην Κλίμακά του. Πριν απ’ τον πόλεμο του 1940, πήγε στην σκήτη των Καυσοκαλυβίων, και μάλιστα στην καλύβα των Αρχαγγέλων, να γίνει μοναχός ένας νέος, που παίρνοντας το σχήμα του, ονομάστηκε Αρσένιος.
Εκεί έμαθε ξυλογλυπτική οικιακών συσκευών, γουδιά, κουτάλες, πιάτα, κουτάλια και άλλα πράγματα,.. όταν όμως ήλθε η Κατοχή του ’41 με ’44, όλοι πείνασαν και ιδιαιτέρως οι σκήτες και τα ερημητήρια. Οι ασκητές αναγκάστηκαν να τρώνε τότε βελανίδια, αγριοκάστανα, και φλούδες από δένδρα. Πολλοί δε από τους ασκητάς, πέθαναν απ’ την πείνα.
Έτσι ο Αρσένιος αναγκάστηκε να πάει στο μοναστήρι, της Σιμωνόπετρας όπου και παρέμεινε ως μοναχός.
Ύστερα από αρκετά χρόνια, η Ιερά Μονή, τον έβαλε παραλήπτη της ξυλείας στον αρσανά. Εκεί η μοναδική αρετή που καλλιεργούσε, ήταν να ανάβει τα καντήλια, να κάνει πενιχρώς τις ακολουθίες του, το κομποσχοινάκι του, και κυρίως να ψαρεύει. Τις Κυριακές όμως και όπως βέβαια και στις μεγάλες γιορτές, ανέβαινε στο μοναστήρι και παρακολουθούσε τις ακολουθίες. Έτσι πέρασαν δώδεκα ολόκληρα χρόνια.
Ένα ανοιξιάτικο απόγεμα, ψάρευε με το μικρό του βαρκάκι που δεν ήταν μεγαλύτερο από τρία μέτρα, ξαφνικά σηκώθηκε μπουρίνι φοβερό που πήρε τα κουπιά και ακυβέρνητο τα κύματα το έσπρωξαν μέχρι τους Σποράδες νήσους, και μέχρι την Αλόννησο. Φαγητό δεν είχε ούτε και νερό. Και απ’ τη φουρτούνα έκανε συνεχώς εμετούς. Για να μην πάθει όμως αφυδάτωση, έπινε θαλασσινό νερό, και πάλι νέους εμετούς. Εξαντλήθηκε τελείως και ξαπλώνοντας στην ακυβέρνητη βαρκούλα του, περίμενε πλέον τον θάνατό του, αλλά δεν έπαψε να φωνάζει να φωνάζει και να επικαλείται αφενός μεν την Παναγία λέγοντας «Συγχώρεσέ με», και αφετέρου τον Άγιο Νικόλαο. «Άγιε Νικόλαε», φώναζε, «πλήρωσέ με, που σου άναβα δώδεκα χρόνια το καντήλι σου. Γλύτωσέ με και γω αν γυρίσω ζωντανός, στο Άγιον Όρος θα γίνω ασκητής».
Τον άκουσε η Παναγία, τον άκουσε και ο Άγιος Νικόλαος, και τη δεύτερη μέρα άλλαξαν τα ρεύματα και έσυραν το βαρκάκι απ’ την Αλόνησο κοντά στην Κύμη.
Με όσες δυνάμεις του απέμειναν, συνέχισε να κραυγάζει για βοήθεια προς την Παναγία και τον Άγιο Νικόλαο, με πάντα την ίδια υπόσχεση ότι άμα γυρίσει ζωντανός θα γίνει ασκητής.
Την τρίτη μέρα ένα ουράνιο αόρατο χέρι, ξανάπιασε τη γωνία της βάρκας, τη μύτη της, και την οδήγησε στον αρσανά της μονής. Νόμισε πως ονειρευόταν. Έτριβε τα μάτια του και τελικά συνήλθε. Σηκώθηκε και τρικλίζοντας, πάτησε στη στεριά και σύρθηκε για να πιεί νερό. Νερό κουβάδες ήπιε. Και αφού συνήλθε, πήγε στο κελάκι του αρσανά, και άναψε το καντηλάκι του Αγίου, και έπεσε στα γόνατα κλαίγοντας και έλεγε «Άγιε Νικόλαε σε ευχαριστώ με όλη μου την καρδιά που μ’ έσωσες αλλά εγώ το τάμα μου θα το εκπληρώσω».
Στη συνέχεια έφαγε και αφού συνήλθε ανέβηκε στο μοναστήρι. Εκεί όλοι οι μοναχοί έστησαν πανηγύρι χαράς γιατί τον πίστευαν πνιγμένο, πεθαμένο. Άλλωστε τον είχαν ψάξει. Αλλά οι έρευνες ήσαν αδύνατες λόγω της μεγάλης θαλασσοταραχής που υπήρχε.
Ο πατήρ Αρσένιος τους διηγήθηκε με λεπτομέρειες την περιπέτειά του, την ιερή του υπόσχεση και το τάμα και την θαυματουργική του διάσωση. Δόξασαν όλοι την Παναγία και τον Άγιο Νικόλαο που τον προστάτευσαν και τον έσωσαν αλλά δεν πίστευσαν ποτέ ότι θα μπορούσε ο καλοθρεμμένος αυτός πατήρ Αρσένιος και χοντρούλης να κάνει και να πραγματοποιήσει το τάμα του.
Ο Αρσένιος όμως, ζήτησε αμέσως να εξομολογηθεί, για να δει κυρίως με ποιο τρόπο θα τακτοποιήσει το τάμα του.
Εκείνες τις ημέρες εφιλοξενείτο στο μοναστήρι ως διαβαστής αναγνώστης ο πατήρ Αθανάσιος ο κατά σάρκα αδελφός του οσίου γέροντος Ιωσήφ του Σπηλιώτου και ησυχαστού, του γέροντος του γέροντός μου, άρα και παππού μου. Άκουσε λοιπόν την ιστορία του πατρός Αρσενίου ο πατήρ Αθανάσιος και του συμβούλευσε να εξομολογηθεί στον παπα Χαράλαμπο πού ’ταν τότε γέροντας στο Μπουραζέρι με μεγάλη συνοδεία.
Τον επισκέφτηκε ο πατήρ Αρσένιος, και μετά την εξομολόγησή του, αλλοιώθηκε πολύ η ψυχή του από τη Θεία Χάρη. Σ’ αυτό συνετέλεσε ασφαλώς κατά πολύ η αγάπη, η ταπείνωσις, και η διάκρισις του πατρός Χαραλάμπους. Γι’ αυτό και οι ασκητικές συμβουλές του, η άσκηση και νοερά προσευχή, είχαν άμεση ευεργετική επίδραση στην καρδιά του πατρός Αρσενίου. Πήρε λοιπόν κανόνα ασκητικό με νηστεία αγρυπνία εγκράτεια και προσευχή, - το ακούσαμε και στο Ευαγγέλιον, «τούτο το γένος ουκ εκπορεύεται, όχι μόνον των δαιμόνων, αλλά και των παθών και κάθε δυσκολίας της ζωής ή μη με προσευχή και νηστεία». – Σα σφουγγάρι λοιπόν τα ρούφηξε όλα ο πατήρ Αρσένιος και το έκανε πράξη και βίωμα ζωής.
Άρχισε να ελαττώνει το φαγητό του σιγά σιγά, να αυξάνει τις μετάνοιες και τις αγρυπνίες και ενώ ήταν ευτραφής και γεμάτος όπως είπαμε, έγινε σα ρέγκα. Τόσο πολύ αδυνάτισε.
Στα ασκητικά του παλαίσματα πρόσθεσε και την αδιάλειπτη νοερά προσευχή και έφθασε σε τέτοιο σημείο Θείας Χάριτος, που έλαμπε ολόκληρος.
Τελικά πήγε στον ηγούμενο, τον πατέρα Αιμιλιανό, και του είπε για το τάμα που είχε κάνει να γίνει ασκητής.
Ο ηγούμενος συγκινήθηκε, και του είπε:
- Μα ευλογημένε μου, εβδομήντα χρονών είσαι, τώρα θα γίνεις ασκητής; Και τώρα ..;
- Μάλιστα, τώρα άγιε ηγούμενε, και μάλιστα θα πάω στο Καλαμίτσι.
Καλαμίτσι είναι μια τοποθεσία 45 λεπτά μακρύτερα από την Μονή, προς τον κατήφορο κοντά στη θάλασσα και υπήρχε ένα σπιτάκι της Μονής το οποίον τακτοποίησαν οι πατέρες, και εκεί εγκαταστάθηκε ο πατήρ Αρσένιος.
Την πρώτη φορά που ανέβηκε στο μοναστήρι, μετά από αρκετόν καιρό ο πατήρ Αρσένιος, μετά δηλαδή από την εκεί ασκητική του εγκατάσταση, την απόσταση των σαρανταπέντε λεπτών, την έκανε σε τέσσερεις ώρες. Δεν μπορούσε πλέον να σύρει τα πόδια του από τη μεγάλη και σκληρή άσκηση. Ποια ήταν; Ακούστε.
Με ειδική ευλογία από τον ηγούμενο έκανε μια πνευματική συμφωνία. Ότι δεν θα ξαπλώσει πλέον σε κρεβάτι. Αλλά και δε θα καθήσει ποτέ ούτε στο σκαμνάκι ούτε σε καρέκλα ούτε σε πέτρα. Όρθιος θα κοιμάται, όρθιος θα τρώγει, όρθιος θα προσεύχεται, όρθιος θα μελετά την Αγία Γραφή, την Φιλοκαλία και τους Πατέρες. Τα πάντα όρθιος. Για να ξεκουράζεται δε, έκανε χιλιάδες μετάνοιες, όλη τη νύχτα. Και για μην πέφτει κάτω από την κούραση, έβαλε δύο κρίκους στο ταβάνι, ένα δεξιά και ένα αριστερά, έδεσε ένα τεράστιο μεγάλο σκοινί πού έκανε έτσι μια κοιλιά, έβαζε τα χέρια του πάνω, στο σκοινί, και όρθιος εκεί, ξεκουραζόταν λίγο ή λίγο τον έπαιρνε ο ύπνος. Τώρα τι ύπνος ήταν αυτός, μόνον ο Θεός το γνωρίζει. Έτσι από τις απειράριθμες ώρες ορθοστασίας, έσπασαν οι φλέβες στα πόδια του και άρχισαν οι αμέτρητες αιμορραγίες. Και επιπλέον είχαν πρηστεί τόσο πολύ, που έμοιαζαν με πόδια ελεφάντων.
Όλη του όμως η ζωή μέρα και νύχτα ήταν το "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με". Πότε φωναχτά, πότε πολύ δυνατά. Πότε σιγανά, πότε με το νου, αλλά πολύ συχνά με την καρδιά του.
"Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με". Και να η θεωρία! Και να η ξένη έλλαμψις! Και να το φως το αληθινόν. Έτσι καλλιέργησε και τη νοερά προσευχή. Και οι θεϊκές αλλοιώσεις, διαδέχονταν η μία την άλλη.
Έφθασε να κοιμάται όρθιος πάνω στο σκοινί μόνον μια ώρα το εικοσιτετράωρο. Το φαγάκι που του προμήθευε το μοναστήρι της Σιμωνόπετρας, ήταν μόνο παξιμάδι και ελιές. Έτρωγε, ένδεκα ελιές το πρωί, με ένα μικρό παξιμαδάκι τόσο δα, και ένδεκα ελιές το βράδυ με άλλο τόσο παξιμαδάκι βουτηγμένο στο νερό.
Ούτε τα Χριστούγεννα, ούτε τα Θεοφάνεια, ούτε το Πάσχα, ούτε στις δεκαπέντε Αυγούστου, ούτε στο πανηγύρι της μονής έτρωγε κάτι περισσότερο. Μόνον έντεκα ελιές. Ούτε ένα φρούτο, ούτε μια ρόγα από ένα σταφύλι, ούτε ένα φύλλο από μαρούλι, ούτε μια πατάτα έστω ωμή ή ένα κρεμμύδι, ή ένα λουκουμάκι, άνθρωπος ήταν, ούτε έναν καφέ. Ούτε ένα κουκί ξηρό. Μόνον ένδεκα ελιές το πρωί και το βράδυ, με λίγο παξιμάδι. Και όλα αυτά στις ημέρες μας. Στην δεκαετία 1970 – 1980.
Έτσι ύστερα από οκτώ χρόνια, σκληρής τέτοιου είδους ασκήσεων κλονίστηκε η υγεία του, και με σοβαρό γλαύκωμα στα μάτια, σχεδόν είχε τυφλωθεί. Έτσι αναγκάστηκαν οι πατέρες, και τον πήραν στο μοναστήρι, παρά τις αντιρρήσεις του. Εκεί όμως εγκαταβίωσε με την ίδια ασκητική ζωή, με τις ίδιες μετάνοιες, με την ίδια ορθοστασία, με την ίδια νηστεία με τις έντεκα ελιές, και το πρωί και το βράδυ.
Τουλάχιστον όμως στο μοναστήρι, κατ’ εντολή του ηγουμένου κοινωνούσε κάθε μέρα ενώ στο ασκητήριό του μια φορά την εβδομάδα, όταν κατέβαινε ο εφημέριος της μονής.
Από την ασιτία είχε γίνει πλέον πετσί και κόκαλο, και απ’ την ορθοστασία εκτός από τις μεγάλες αιμορροούσες πληγές του, είχε πάθει διπλό σπάσιμο της κοίλης.
Κάποτε οι πατέρες της μονής, είχαν διαπιστώσει ότι έκανε βαθιές μετάνοιες επί εννέα ώρες συνεχώς. Και ακουγόταν ο κρότος της μετανοίας απ’ το κεφάλι που κτυπούσε το πάτωμα. Από τις χιλιάδες αυτές μετάνοιες, και με το κτύπημα που έδινε στο κεφάλι του, κυριολεκτικώς το είχε τσακίσει. Μια μεγάλη πληγή και ένας όγκος είχε σχηματιστεί εδώ τεράστιος, σαν καρκίνωμα.
Και τον ρωτούσαν οι μοναχοί:
- Μα γιατί πατέρ Αρσένιε κτυπάς τόσο δυνατά το κεφάλι στο πάτωμα, δεν φτάνουν οι μετάνοιες; Έχεις γίνει χάλια, δεν βλέπεις;
Ο πατέρας απάντησε:
- Είμαι τόσο αμαρτωλός, - για να δούμε αν το λέμε και μείς αυτό - που οι αμαρτίες μου με πνίγουν, και δεν προλαβαίνει η προσευχή μου να βγει απ’ το λαρύγγι μου. Δεν μπορεί να ξεπεράσει το ταβάνι και να τις ακούσει ο Χριστός μας. Τουλάχιστον ας ακούει τα κτυπήματα από το κεφάλι μου και ας με λυπηθεί και ας με σώσει.
Τι να πουνε οι μοναχοί μπροστά στην τόση αυταπάρνηση και στην τόση του ταπείνωση;
Αγράμματος ο πατήρ Αρσένιος. Αλλά θεοφόρος. Κεχαριτωμένος. Σοφός, διακριτικός. Άκρα σιωπηλός και ασκητικότατος. Με ηγνισμένον σώμα, κεκαθαρμένον στόμα, και πεφωτισμένον νουν, όπως θα μας έλεγε ο σημερινός εορταζόμενος Άγιος Ιωάννης ο Σιανΐτης στην Κλίμακά του. Και ποιος γνωρίζει τα υπερβατικά βιώματά του, και τις θεωρίες του στην προσευχή; Μόνον ο Θεός.
Και φθάνουμε στις 12 Μαρτίου 1980, όπου ο πατήρ Αρσένιος για πρώτη φορά δεν κοινώνησε. Ήδη είχε αδιαθετήσει και είχε υποστεί το πρώτο εγκεφαλικό επεισόδιο.
Την επομένη, 13 Μαρτίου, ακολουθεί δεύτερο επεισόδιο, γίνεται αμέσως ευχέλαιο και κοινωνεί των Αχράντων Μυστηρίων με πλήρη νηφαλιότητα. Και όταν το βραδάκι άρχισε να κτυπά το τάλαντο, άρχιζε η Μεγάλη Εβδομάδα, ιδού ο Νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός, πέταξε η ψυχούλα του, που ασφαλώς θα την παρέλαβε ο Άγιος Νικόλαος, στα παλάτια της Βασιλείας των Ουρανών. Στη δόξα του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, που τόσο πολύ ηγάπησε.
Τώρα χαίρεται και θα χαίρεται εις τους αιώνας των αιώνων, τη χαρά του Παραδείσου, μαζί με την Υπεραγία Θεοτόκο, τον Άγιο Νικόλαο και όλους τους εν ασκήσει διαλάμψαντας οσίους πατέρας και αγίους.

Χριστιανοί μου,
ο Αρσένιος, ο πατήρ Αρσένιος, από τις εικοσιτέσσερις ώρες, τις εικοσιτρείς τις διέθετε στην προσευχή! Μάλιστα στην προσευχή! Προσευχή με μετάνοιες, προσευχή με νηστεία – ασιτία, προσευχή μέσα στους σκληρούς χρόνους, προσευχή με την επί δέκα χρόνια οδυνηρή ορθοστασία. Γι’ αυτό και έλαβε τόσα ουράνια χαρίσματα. Και ήκουσε παρά του Κυρίου, «ά ρήματα ά οφθαλμός ουκ είδε, και ους ουκ ήκουσε και απ’ την καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη». Δηλαδή τα ακατάληπτα μυστήρια του Θεού και απόρρητα, που δεν μπορεί ανθρώπινο μάτι να δει, ούτε και ανθρώπινο αυτί να ακούσει, ούτε και ανθρώπινος νους να τα καταλάβει, σ’ αυτόν ήτο θεωρία και ζωή.

Εμείς όλοι εδώ που βρισκόμαστε τώρα, και γω μαζί σας, δεν εξαιρώ καθόλου τον εαυτό μου, πόση προσευχή κάνουμε; Πόσα λεπτά της ημέρας και της ώρας διαθέτουμε για να κάνουμε προσευχή εξ όλης καρδίας και ψυχής και διανοίας; Πόσα λεπτά;
Ο Θεός πλούσιος εν ελέει, μας προσφέρει πολλά χαρίσματα δωρεάν, και μάλιστα μέσα από τα Πανάγια σωστικά Μυστήρια, όταν σ’ αυτά προσερχόμεθα εν μετανοία, μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης. Αλλά τα ουράνια χαρίσματα δίδονται με νηστεία, αγρυπνία, προσευχή. Το λέει και το τροπάριο: «νηστεία, αγρυπνία, προσευχή, ουράνια χαρίσματα λαβών». Εμείς όμως ούτε ζωντανή πίστη έχουμε, ούτε αγάπη ενεργουμένη έχουμε, ούτε τις εντολές τηρούμε, ούτε και προσευχή κάνουμε, ούτε δάκρυα μετανοίας έχουμε, τουλάχιστον, τουλάχιστον, ας ομολογούμε ότι είμεθα αμαρτωλοί. Μήπως κάποιος πιστεύει ότι δεν είναι αμαρτωλός;
Πες ήμαρτον στο πετραχήλι του πνευματικού, αλλά πεσ’ το! Να το πεις και να το πιστεύεις, και να φωνάξεις σαν τον Άσωτο «Ήμαρτον εις τον Ουρανόν και ενώπιόν Σου, ποίησόν με ως ένα των μισθίων σου Κύριε. Ο Θεός μου ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ. Και τότε θα σωθείς. Ναι είμαι βέβαιος, χίλια τα εκατό θα σωθείς! Θα βρεις Παράδεισον και κληρονομιά της Βασιλείας των Ουρανών, γιατί σ’ αυτόν ανήκει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, στο Σωτήρα μας Ιησούν Χριστόν, τον Θεόν πάντων ημών,

Αμήν.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...