Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Απριλίου 02, 2011

Δημήτρης Νατσιός, Γήπεδο: η νέα «Μεγάλη του Γένους Σχολή»


Γήπεδο: η νέα «Μεγάλη του Γένους Σχολή»
Έχουμε συνηθίσει πια. Το βράδυ της Κυριακής, της πάλαι ποτέ «αθλητικής Κυριακής», θα ακούσουμε, πλην των άλλων καταθλιπτικών και τρομακτικών, τις εξής κοινότοπες – αλλοίμονο – φράσεις: «Μαύρη μέρα για τον ελληνικό αθλητισμό», «φοβερά επεισόδια στο τάδε γήπεδο», «διεθνής διασυρμός της Ελλάδας», «ανεγκέφαλοι οπαδοί έκαψαν…». Τις προσπερνούμε αδιάφοροι, σαν να πρόκειται για παιδικές, αθώες σκανταλιές. Θεωρούμε αυτό που ονομάζουμε χουλιγκανισμό, μέρος της παιδαγωγίας των νέων. Το προστάδιο, ο προθάλαμος πριν από την ενηλικίωση είναι η μαθητεία στην κερκίδα. Κουκούλα, μολότωφ και κουκουλοφορία: ιδού τα υλικά της σύγχρονης εκπαίδευσης. Το γήπεδο, είναι η νέα Μεγάλη του Γένους Σχολή. Ας μη λησμονούμε και ότι το ποδόσφαιρο υπάγεται στο Υπουργείο Πολιτισμού….
Ένας από τους τελευταίους Δασκάλους του λαού μας, ο Φώτης Κόντογλου, έγραφε πριν από 40 περίπου χρόνια: «…αλλά και τι άλλο από αδιαντροπιά φανερώνουν και τα ματς με τη θεά μπάλα, που την κλωτσάνε ένα σωρό χασομέρηδες για να διασκεδάσουνε τις μυριάδες φιλάθλους, που δεν ευρήκαν άλλο τίποτε για να νιώσουν αγωνία και χτυποκάρδι, αλλά μόνο για την μπάλα; Και γίνονται σοβαρά συνέδρια για την μπάλα, με αντιπροσωπείες, με συζητήσεις, με ανακοινωθέντα, με δημοσιογράφους. Σε τέτοιο δυσθεώρητο ύψος δεν έφτασε ποτέ η ανοησία». (Μυστικά Άνθη, εκδ. «Αστήρ», σελ. 15).
Ο Κόντογλου στηλίτευε τότε το ποδόσφαιρο, γιατί λειτουργούσε ως παραισθησιογόνο, ως λυτρωτική εκτόνωση. Όπως σημειώνει λίγο παρακάτω: «οι άνθρωποι καταντήσανε σαν άδεια κανάτια και προσπαθούν να γεμίσουν τον εαυτό τους, ρίχνοντας μέσα ένα σωρό σκουπίδια, μπάλες, εκθέσεις με τερατουργήματα, ομιλίες και αερολογίες, καλλιστεία που μετριέται η εμορφιά με τη μεζούρα, καρνάβαλους ηλίθιους…». Αν ζούσε σήμερα, ο νεοφανής αυτός ομολογητής της Ορθοδοξίας και έβλεπε τα οδοφράγματα, τους εμπρησμούς, τους λιθοβολισμούς, τα καπνογόνα, τις συμπλοκές με την αστυνομία, τις καταστροφές περιουσιών του δημοσίου και ιδιωτών, τα αιματοκυλίσματα ή άκουγε τα εμετικά και βορβορώδη συνθήματα των λεγομένων οπαδών, που συνήθως βεβηλώνουν κάθε ιερό και όσιο (από μάνα μέχρι πίστη και πατρίδα. Είναι τόσο βαθιά η διάβρωση και η αλλοτρίωση των οπαδών, που «αποθεώνουν» τις ομάδες τους άδοντας σαχλοάσματα στους ρυθμούς του εθνικού μας ύμνου), θα μιλούσε για παρανοϊκούς και παράφρονες, για «άδεια κανάτια», που γεμίζουν με βία και επιθετικότητα, για απελπισμένους και απεγνωσμένους νέους, για μια «τεράστια μάζα αδιάφορων και ουδετέρων που προοδευτικά έχει γίνει ένας τεράστιος στρατός από δυσαρεστημένους, έτοιμος να ακολουθήσει όλες τις υποβολές των ουτοπιστών και των ψευδορητόρων». (Γ. Λε Μπον, «Ψυχολογία των μαζών», εκδ. Ζήτρος).
Σχεδόν κάθε Κυριακή βλέπουμε τις εκθηριωμένες ορδές, που συνωστίζονται αγεληδόν, στις «θύρες» (ορμητήρια βανδαλισμού και βιοπραγίας), να συμπλέκονται και να κονταροχτυπιούνται -κυριολεκτικά- μεταξύ τους και, κυρίως, με την αστυνομία, η οποία απορροφά την οργή τους για την περιρρέουσα εξαθλίωση. Βλέποντας τους «γενναίους» αυτούς φιλάθλους, τα νέα παιδιά να κυριαρχούνται από αυτήν την βάναυση ορμή της «ανώνυμης καταστροφής», δεν μπορείς, παρά να σκεφτείς, με θλίψη, πως έχουμε να κάνουμε με μια νοσηρή αναπλήρωση του κενού που προκάλεσε η αδηφάγος κυριαρχία του χρήματος και η καταρράκωση όλων των αξιών. Για την κάλυψη του οδυνηρού κενού, ο «οργισμένος νέος» αναζητεί ένα υποκατάστατο. Έτσι θεοποιεί το σωματείο του, καλύπτοντας την έμφυτη μεταφυσική αγωνία του, αναγάγει σε ύψιστο ιδανικό, σε νόημα ζωής, την επιτυχή πορεία της ομάδας του και – το χειρότερο- σπαταλά την ικμάδα της νιότης του, υπηρετώντας το πιο διεφθαρμένο, σάπιο και εξαχρειωτικό φαινόμενο των σημερινών κοινωνιών, που ονομάζεται ποδόσφαιρο και δη επαγγελματικό. (Χαρακτηριστικά τα συνθήματα των αφιονισμένων αυτών οπαδών: «ΠΑΟ – θρησκεία – θύρα 13, Θρύλε – θεέ μου).
Η εξουσία, βέβαια, γνωρίζοντας πως το ποδόσφαιρο συναρπάζει τις μάζες, το χρησιμοποιεί για να εκτρέψει την προσοχή των μαζών από τα βασανιστικά και εκρηκτικά προβλήματα της καθημερινής ζωής. Προτιμότερο είναι ο άνεργος νεαρός να συγκρούεται με τον αντίπαλο άνεργο οπαδό, παρά να ξεχυθεί στους δρόμους, για να καταγγείλει τις αυθαιρεσίες της εξουσίας, το ελληνοκτόνο μνημόνιο, την κοινωνική αδικία, την ασυδοσία των ισχυρών, τους εθνικούς εξευτελισμούς, τους λεηλάτες και καταστροφείς του τόπου.
Η εξουσία, μέσω του Μεγάλου Αδελφού, των Μ.Μ.Ε., στρέφει την προσοχή των πολιτών και κυρίως της νεολαίας, όχι προς τα όντως προβλήματα, αλλά στις αναμετρήσεις των γηπέδων, με αποτέλεσμα την αποκοίμηση, την χειραγώγηση, την φίμωση του κοινωνικού σώματος, που διαπαιδαγωγείται έτσι, ώστε να θέτει πρώτο στην κλίμακα των ιεραρχήσεών του, το μέλλον, παραδείγματος χάριν του ΠΑΟΚ στο κύπελο ΟΥΕΦΑ, παρά τις επιλογές της Υπουργού «διά βίου αμάθειας» ή τα τουρκοπροσκυνήματα του Υπουργού των Εξωτερικών. (Γι’ αυτό και η πληθώρα αθλητικών αναμετρήσεων. Δεν περνάει μέρα που δεν θα προβάλλεται μια «ιστορική» αθλητική συνάντηση. Ο χρόνος των πολιτών μπαζώνεται, μην αρχίσει και σκέφτεται την κατάστασή του. Επικίνδυνα πράγματα αυτά…).
Δεν υπάρχουν στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο ηθικές αρχές και σεβαστοί κανονισμοί. Τα ποδοσφαιρικά σωματεία εξελίχθηκαν σε μεγαλοεπιχειρήσεις. Επιχειρηματίες, αμφίβολης προέλευσης, αγοράζουν ομάδες με μοναδικό στόχο την κοινωνική προβολή, την διαφήμιση, τον ύποπτο πλουτισμό. Σε περιόδους που το 1/4 του λαού ζει με μισθό κάτω από το όριο της φτώχειας, που διαλύεται ο κοινωνικός ιστός και ερημώνει η λεγόμενη αγορά, αυτοί, δαπανώντας τεράστια ποσά, αγοράζουν ποδοσφαιριστές μόνο και μόνο για να κερδίζουν την εύνοια, την ανοχή, την λατρεία των αγροίκων οπαδών.
Σήμερα το ποδόσφαιρο αντιμάχεται την ίδια την παιδεία. Δρέπουμε και τους καρπούς μιας πολύ συγκεκριμένης «Παιδείας», που διδάσκει μόνον δικαιώματα, αγνοώντας ότι στην εξοπλιστική, για παράδειγμα, ηλικία του δημοτικού, «μορφώνεις» πρωτίστως την έννοια του καθήκοντος και της πειθαρχίας. Οι μαθητές του Δημοτικού, παιδιά ανυπεράσπιστα, φανατίζονται εξαιτίας της τηλεόρασης, των χυδαίων αθλητικών εντύπων και από τις συζητήσεις των «μεγάλων». (Το πρώτο μέλημα του πατέρα σήμερα, είναι η κληροδότηση στο παιδί της ποδοσφαιρικής προτίμησης). Ο γράφων, ζήτησε από αγόρια της Ε΄ Δημοτικού να γράψουν πόσα ιστορικά πρόσωπα γνωρίζουν και πόσους ποδοσφαιριστές. Το αποτέλεσμα αποκαρδιωτικό: αγνοεί ο μαθητής του Δημοτικού τον Σωκράτη ή τον Πλάτωνα και γνωρίζει τους σύγχρονους «θεούς» της στρογγυλής θεάς. Συγκρατεί ο μαθητής τα ονόματα των σύγχρονων «θεών» (παντού η λέξη θεός) της μπάλας και ξεφορτώνεται, ως βάρος περιττό, τα ονόματα των θνητών εκείνων «γονέων της ανθρωπότης». Μπορούμε βέβαια να καυχόμαστε, γιατί τα παιδιά μας έχουν τουλάχιστον «ποδοσφαιρική παιδεία», όπως λένε οι κοτσανολογούντες αθλητικογράφοι…
Νατσιός Δημήτρης, δάσκαλος- Kιλκίς

Νικόλαος Σωτηρόπουλος, Αιρετικόν λάθος του Σεβ. Καισαριανής κ. Δανιήλ


ΑΙΡΕΤΙΚΟΝ ΛΑΘΟΣ ΤΟΥ ΣΕΒ. ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗΣ κ. ΔΑΝΙΗΛ
Τοῦ κ. Νικ. Σωτηροπούλου, Θεολόγου – Φιλολόγου
ΑΓΑΠΗΤΕ καὶ ἀξιότιμε κ. Διευθυντά,
Χαίρετε καὶ ὑγιαίνετε καὶ ἐξακολουθεῖτε νὰ μάχεσθε τὰς μάχας Κυρίου. Προπάντων μαχητικότητος ὑπάρχει ἀνάγκη στὸν καιρὸ τοῦτο τῆς μεγάλης ἀποστασίας καὶ τῆς λυσσώδους πολεμικῆς κατὰ τῆς Χριστιανικῆς Πίστεως. Παρακαλῶ νὰ δημοσιεύσετε στὴν ἀγωνιστικὴ ἐφημερίδα σας τὴν παροῦσα ἐπιστολή μου.
῾Ο Μητροπολίτης Καισαριανῆς κ. Δανιὴλ τὴν Κυριακὴ τῆς ᾿Ορθοδοξίας κατὰ τὴν πανηγυρικὴ Θεία Λειτουργία στὸν ῾Ι. Ναὸ τοῦ Αγίου Διονυσίου τοῦ ᾿Αρεοπαγίτου ἐξεφώνησεν ἐνώπιον τῶν ἐπισήμων καὶ τοῦ λαοῦ ὁμιλία, τὴν ὁποία ὁ «Ο.Τ.» δημοσίευσε στὸ φύλλο τῆς 18ης Μαρτίου. Τὸ θέμα τῆς ὁμιλίας ἦταν ὁ θρίαμβος τῆς ᾿Εκκλησίας.
Στὸ χαλεπὸ καιρό μας οἱ αἱρέσεις ἔχουν ὑπερπληθυνθῆ. Εἶνε χιλιάδες στὸν Προτεσταντικὸ χῶρο, καὶ ἑκατοντάδες στὴν Πατρίδα μας. ῾Υπάρχει δὲ καὶ ἡ χειρότερη ὅλων τῶν αἱρέσεων ὅλων τῶν ἐποχῶν, ἡ παναίρεσι, ἀλλὰ καὶ πανθρησκεία, ποὺ ὀνομάζεται Οἰκουμενισμός. Πολλοὶ δὲ ῾Ιεράρχες εἶνε οἰκουμενισταί, καὶ ἔχουν ἁβρὲς σχέσεις μὲ τοὺς αἱρετικούς, καὶ περισσότερο μὲ τοὺς Παπικούς, καίτοι ὁ Πάπας ἔχει ἑωσφορικὲς ἀξιώσεις καὶ ἐπιδιώκει νὰ ὑποτάξῃ ὑπὸ τοὺς πόδας του ὅλο τὸν κόσμο θρησκευτικῶς καὶ πολιτικῶς, ὑβρίζει δὲ τὴν ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία ὡς ἐλλειμματική, καὶ κηρύττει τὸν Παπισμὸ ὡς τὴν μόνη ἀληθινὴ ᾿Εκκλησία. Προκλητικώτατος ὁ Πάπας!
Οἱ Πατέρες πολέμησαν τὶς αἱρέσεις καὶ τοὺς αἱρετικοὺς ὄχι γενικῶς καὶ ἀορίστως, ἀλλὰ συγκεκριμένως καὶ ὀνομαστικῶς. Καὶ μὲ τὸ Συνοδικὸ τῆς Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τοὺς ἀναθεμάτισαν ὀνομαστικῶς. Δὲν ἔπρεπε καὶ ὁ Μητροπολίτης Καισαριανῆς κ. Δανιὴλ νὰ στηλιτεύσῃ σύγχρονες αἱρέσεις, καὶ μάλιστα τὸν Παπισμὸ
καὶ τὸν Οἰκουμενισμό; Δὲν ἔπρεπε νὰ ἐλέγξῃ συγχρόνους αἱρετικούς; Δὲν ἔπρεπεν ἐπίσης νὰ ἐλέγξῃ τὶς σημερινὲς μεγάλες προδοσίες τῆς ᾿Ορθοδοξίας καὶ τοὺς προδότες ῾Ιεράρχες; Καλὰ τὰ λόγια τῆς ὁμιλίας τοῦ Σεβασμιωτάτου, ἀλλ᾿ ἐκτὸς χρόνου καὶ τόπου, ἐντὸς δὲ τοῦ κύκλου τοῦ ἀκινδύνου Χριστιανισμοῦ…
Καλὴ θεωρητικῶς ἡ ὁμιλία τοῦ Σεβασμιωτάτου, ἀλλ᾿ ἕνα σημεῖο τῆς ὁμιλίας δὲν εἶνε καλό, εἶνε αἱρετικό. ῾Ως γνωστόν, ὁ Πέτρος, κατόπιν θείας ἀποκαλύψεως, ὡμολόγησε τὴ μεσσιακὴ ἰδιότητα καὶ τὴ θεότητα τοῦ ᾿Ιησοῦ. Μετὰ δὲ τὴν ὁμολογία τοῦ Πέτρου ὁ ᾿Ιη σοῦς εἶπε σ᾿ αὐτόν· «Σὺ εἶ Πέτρος, καὶ ἐπὶ ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τὴν ᾿Εκκλησίαν, καὶ πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς» (Ματθ. ιστ´ 18). ᾿Αναφερόμενος δὲ σ᾿ αὐτὸ τὸ λόγο τοῦ ᾿Ιησοῦ ὁ Μητροπολίτης Καισαριανῆς εἶπε, ὅτι μὲ τὴν ἀληθινὴ πίστι, ποὺ ὡμολόγησε ὁ Πέτρος, ἔγινε «ὁ πρῶτος λίθος» τῆς πνευματικῆς οἰκοδομῆς τῆς ᾿Εκκλησίας. Δεινὴ παρερμηνεία, τὴν ὁποία κάνει ὁ Παπισμός, γιὰ νὰ ὑποστηρίξῃ ὅτι ἡ ᾿Εκκλησία εἶνε δῆθεν οἰκοδομημένη πάνω στὸν Πέτρο, καὶ ὁ Πάπας, ὁ μοναδικὸς δῆθεν διάδοχος τοῦ Πέτρου, εἶνε ἡ κεφαλὴ τῆς ᾿Εκκλησίας.
Η ὀρθὴ ἑρμηνεία τοῦ λόγου τοῦ ᾿Ιησοῦ εἶνε αὐτή· ῾Η ᾿Εκκλησία δὲν εἶνε οἰκοδομημένη πάνω στὸν Πέτρο, ἀλλὰ πάνω στὴν πέτρα, στὴν ὁμολογία τοῦ Πέτρου, ὅτι ὁ ᾿Ιησοῦς εἶνε ὁ Χριστὸς (ὁ Μεσσίας) καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος, ἄρα ἐν ἐσχάτῃ ἀναλύσει ἡ ᾿Εκκλησία εἶνε οἰκοδομημένη πάνω στὸν ἴδιο τὸ Χριστό, τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ. «῾Ο πρῶτος λίθος» εἶνε ὁ ἀκρογωνιαῖος λίθος, ἐκεῖνος ὁ λίθος, ὁ ὁποῖος «ἐγενήθη εἰς κεφαλὴν γωνίας» (Ψαλμ. ριζ´ 22, Ματθ. κα´ 42). ῾Ο δὲ Παῦλος ρητῶς λέγει· «῾Ως σοφὸς ἀρχιτέκτων θεμέλιον τέθεικα… Θεμέλιον γὰρ ἄλλον οὐδεὶς δύναται θεῖναι παρὰ τὸν κείμενον, ὅς ἐστιν ᾿Ιησοῦς Χριστός» (Α´Κορ. γ´ 10–11).
῾Ο Πάπας παραμέρισε τὸν μεγάλο θεμέλιο, τὸν ἀκρογωνιαῖο λίθο, τὸν ᾿Ιησοῦ Χριστό, καὶ στὴ θέσι του ἔθεσε τὸν Πέτρο, γιὰ ν᾿ ἀνακηρύξῃ τὸν ἑαυτό του ᾿Αρχηγὸ τῆς ᾿Εκκλησίας!
῞Αγιε Καισαριανῆς! Παραμερίζει ὁ Πάπας «τὸν πρῶτον λίθον», τὸν ἀκρογωνιαῖο λίθο, τὸν ᾿Ιησοῦ Χριστό, καὶ στὴ θέσι του θέτει ἄλλον. Μὴ κάνετε καὶ σεῖς τὸ ἴδιο. ᾿Αναμένουμε νὰ διορθώσετε τὸ λάθος σας.
Εὐχαριστοῦμε γιὰ τὴ φιλοξενία
«Ορθόδοξος Τύπος»1/04/2011

Μητροπολίτης Μεσογαίας και Λαυρεωτικής Νικόλαος: Η εποχή μας και οι περιστάσεις απαιτούν μαχητική έκφραση

undefined
Μητροπολίτης Μεσογαίας και Λαυρεωτικής Νικόλαος:Η εποχή μας και οι περιστάσεις απαιτούν μαχητική έκφραση
Συνέντευξη στον Διονύση Μακρή
Β Μέρος
- Η πολιτική που ακολουθεί η ηγεσία της Εκκλησίας μας συμβάλλει, όπως διαπιστώνεται, στην διατήρηση η και ενίσχυση, όπως προσωπικά πιστεύουμε, των εδώ και καιρό λιμναζόντων υδάτων. Μέσα από την υπογραφή μνημονίων συνεργασίας, θεμελιώσεις κτιρίων και ευτελών κοινωνικό-φιλανθρωπικών παρεμβάσεων δίδεται η εντύπωση πως η Εκκλησία λειτουργεί ως ένα περιθωριακό υφυπουργείο άνευ χαρτοφυλακίου η επαρχιακός Δήμος! Η επίκληση του αθόρυβου, σιωπηλού έργου και η επιστράτευση της σιωπής δεν αρμόζουν στον επισκοπικό ρόλο, τουλάχιστον, όπως αυτός χαρακτηρίζεται από απτά παραδείγματα, μεγάλων αγίων όπως του Μ. Βασιλείου, του Ιωάννη Χρυσοστόμου, του Αμβροσίου Μεδιολάνων κ.α. Η Εκκλησία αποτελεί ζωντανό οργανισμό, αλλά σήμερα φαίνεται Σεβασμιώτατε, να της λείπει η ζωντάνια...
Δεν υπάρχει λόγος να αποδώσουμε ευθύνες ούτε εσείς ούτε κι εγώ, διότι σίγουρα υπάρχουν παράμετροι που εμείς αγνοούμε ως μη άμεσα υπεύθυνοι και αρμόδιοι. Η διαχείριση των θεμάτων είναι πολύ δύσκολη και λεπτή υπόθεση, ιδίως στις μέρες μας. Είναι εύκολο κανείς να κρίνει αλλά πολύ δύσκολο να προτείνει λύσεις και ακόμη δυσκολότερο να τις υλοποιεί. Μπορούμε να εκφράζουμε τις ανάγκες, τις σκέψεις, τις ανησυχίες μας, ίσως και δημόσια, καλό όμως είναι να είμαστε λίγο επιφυλακτικοί στις κρίσεις μας.
Έτσι επί παραδείγματι, το τι αρμόζει στον επισκοπικό ρόλο, δεν αποτελεί θέμα που πρέπει να το προσδιορίσουμε εσείς και εγώ σε έναν δημόσιο διάλογο. Δεν νομίζω. Εν πάση περιπτώσει, εκτός της μαχητικής μαρτυρίας των αγίων που αναφέρατε, υπάρχουν και περιπτώσεις αθόρυβου και σιωπηλού έργου, όπως αυτή του Αγ. Γρηγορίου του Θεολόγου. Υπάρχουν περιπτώσεις που η σιωπή μπορεί να έχει μεγαλύτερη ζωντάνια από τον λόγο. Το πρόβλημα δεν είναι τόσο ο λόγος η η σιωπή, όσο ο συσχηματισμός, η δειλία και ο συμβιβασμός.
Πέραν όμως όλων αυτών, θα συμφωνήσω απόλυτα μαζί σας ότι η εποχή μας και οι περιστάσεις απαιτούν δυνατό λόγο και μαχητική έκφραση.
Εσείς είστε ευχαριστημένος από τον τρόπο με τον οποίο εκφράζεται ο επίσημος εκκλησιαστικός λόγος στις μέρες μας; Θεωρείτε ότι η μαρτυρία της Εκκλησίας μας στην Ελλάδα και ανά τον κόσμον είναι επαρκής; Αισθάνεστε ικανοποιημένος με την εικόνα της ζωής μας και την παρουσία μας ως Εκκλησίας;
Όχι, δεν είμαι καθόλου ικανοποιημένος. Δυστυχώς, η πραγματικότητά μας διαφέρει πολύ από την αλήθεια και το κήρυγμά μας. Προσπαθώ όμως να μην ενοχοποιώ άλλους, αλλά να εξομολογούμαι∙ να μην ψάχνω για ενόχους, αλλά για λύσεις∙ να μην αγωνίζομαι να πείσω τους άλλους τι πρέπει να κάνουν, αλλά να δω πως εγώ θα γίνω μέρος της υγιούς μαρτυρίας∙ να μην ασχολούμαι με το ως τώρα, αλλά με το από δω κι εμπρός. Δεν το καταφέρνω πάντοτε, αυτός όμως είναι ο πνευματικός μου άξονας.
Με βάση αυτά, θα σας πω με δυό λόγια πως θα ήθελα την Εκκλησία. Θα την ήθελα πιο δυναμική, πιο τολμηρή, πιο μαχητική, πιο ανατρεπτική, πιο ασκητική, πιο απόλυτη. Όπως ήταν σε όλη την ιστορία της. Η παρουσία της να θυμίζει «ρομφαία», η ζωή της «πυρ», ο λόγος της «μάχαιρα». Οι όροι αυτοί δεν είναι δικοί μου. Μίλησα για προφητικό λόγο και μαρτυρική παρουσία. Σήμερα τηρούμε τους τύπους, αλλά όλο και απομακρυνόμαστε από την ουσία. Τρώμε νηστήσιμα φαγητά, χωρίς να νηστεύουμε. Λέμε προσευχές, χωρίς να προσευχόμαστε. Διαβάζουμε χριστιανικά βιβλία, χωρίς να αγιαζόμαστε. Μιλάμε για τη δόξα άλλων εποχών, χωρίς σύγχρονα σημεία. Υποστηρίζουμε χριστιανικές αρχές, χωρίς αυθεντικά βιώματα. Κοινωνούμε, χωρίς να αλλοιωνόμαστε. Είμαστε ως «έχοντες την γνώσιν της ευσεβείας την δε δύναμιν αυτής ηρνημένοι». Αλήθεια, τι σχέση έχουμε με το ψαλτήρι και τα συναξάρια, με τη ζωή των πρώτων χριστιανών, με το φρόνημα των μαρτύρων και των ομολογητών, με τις επιλογές των ασκητών;
Φανταστείτε μέσα στον συμβιβασμό της σύγχρονης εποχής μια Εκκλησία με ξεκάθαρο λόγο. Μέσα στις πολιτικές ισορροπίες και την επικρατούσα σύγχυση, μια Εκκλησία με σαφήνεια. Μέσα στην ατμόσφαιρα του να τα βρούμε, μια Εκκλησία με αξιοπρεπή, ευγενική αλλά και τολμηρή ομολογία. Φοβούμαι πως έτσι που κινούμαστε δεν δίνουμε ταυτότητα ουσίας αλλά μόνο μορφής και τύπου. Κάπως χάσαμε την ουσιαστική διαφορετικότητα και την ετερότητά μας. Εμφανιζόμαστε ως μια συντηρητική ομάδα που δεν κομίζει κάτι καινούργιο ούτε κάτι άλλο, ως ένα κοσμικό σχήμα με θρησκευτικό επίχρισμα.
Θα μπορούσατε, Σεβασμιώτατε, στο σημείο αυτό να μας δώσετε ένα παράδειγμα;
Ευχαρίστως. Να αναφερθώ στη συμμετοχή μας στους οικουμενικούς διαλόγους, πράγμα που αποτελεί μοναδική ιστορικά ευκαιρία να καταθέσουμε μαρτυρία πίστεως στον σύγχρονο κόσμο. Ο τρόπος με τον οποίο διεξάγεται ο λεγόμενος διάλογος της αγάπης και της ενότητας εμφανίζει χαρακτηριστικά συμβιβασμού και όχι αγώνα, σκοπιμότητας και όχι θυσίας. Γι' αυτό και δημιουργεί σύγχυση και προκαλεί καχυποψία. Όταν στηρίζεται στο δόγμα να βρούμε τι μας ενώνει και όχι τι μας χωρίζει, αυτό ακούγεται πολύ καλά, αλλά δεν πείθει, διότι η αλήθεια, αν την κατέχουμε στο πλήρωμά της, φαίνεται από αυτό που οι άλλοι δεν έχουν, δηλαδή από τις διαφορές μας. Και αυτό μπορούμε να το διακηρύξουμε ταπεινά, αφανάτιστα και ευγενικά. Αν στόχος μας είναι η συνύπαρξη με επίγειους όρους, αυτό είναι πολιτική που δεν εμπνέει. Αν όμως είναι η συμπόρευση προς την αλήθεια του Θεού, τότε αυτό απαιτεί ανυποχώρητη μαρτυρία και συνέπεια ζωής, που πείθει. Η αλήθεια δεν συζητείται, ομολογείται.
Σε μια εποχή που ο θεός του χρήματος έχει καταρρεύσει παγκοσμίως, ο θεός του περιβάλλοντος έχει πεθάνει σε ολόκληρο τον πλανήτη, ο θεός της επιστημονικής και τεχνολογικής δύναμης συνέχεια διαψεύδεται, όπως πρόσφατα στην Ιαπωνία∙ σε μια εποχή που ο θεός της παγκόσμιας ειρήνης διαρκώς αυτοκαταργείται, που ο θεός της δημοκρατίας καθημερινά αυτοαναιρείται, που ο θεός των θρησκευτικών σχημάτων παντού αυτοδιαψεύδεται, που ο Θεός του επίγειου χριστιανισμού φαντάζει εντελώς ανεπαρκής, σε μια τέτοια εποχή, είναι τόσο μεγαλειώδες ως η «μία, αγία, καθολική και αποστολική Εκκλησία» να ομολογήσουμε ότι «εις άγιος, εις Κύριος Ιησούς Χριστός, εις δόξαν Θεού Πατρός» και ότι «αύτη η πίστις των αποστόλων, αύτη η πίστις των πατέρων, αύτη η πίστις των Ορθοδόξων, αύτη η πίστις την οικουμένην εστήριξεν». Όχι όμως με τα λόγια, αλλά με τη ζωή μας. Το κάνουμε; η μήπως πνίξαμε την πίστη στον αληθινό Θεό μέσα στην αυταπάτη των κοινωνικών έργων, των πολιτισμικών δραστηριοτήτων, του πολιτικού μας ρόλου και των συγκρητιστικών απαιτήσεων.
Είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός, ότι υφίσταται μία ενορχηστρωμένη από τον μιαρό Σατάν εκστρατεία αλλαγής του τρόπου ζωής που ευθαρσώς καθορίζεται από τη σχέση του ανθρώπου με τον τριαδικό Θεό στην ελληνική και όχι μόνο κοινωνία. Μέσα στο πλαίσιο αυτό, ανωμαλίες και αυταπόδεικτες ψυχασθένειες, όπως λ. χ. η ομοφυλοφιλία η ελληνιστί κιναιδισμός παρουσιάζονται προκειμένου να επιβληθούν ως ρατσιστικές συμπεριφορές η διαφορετικότητες (!!!), η μοιχεία, η πορνεία, η κλοπή (λογιζόμενη ως μίζα) και η έκτρωση (φόνος) νομιμοποιούνται, οι οικογένειες διαλύονται στο όνομα της προόδου και του εκσυγχρονισμού! Τι συμβαίνει Σεβασμιώτατε; Θα παραμείνουμε απλοί θεατές του γενικού ξηλώματος που επιβάλλει το μυστήριο της ανομίας η έφθασε η στιγμή να φωνάξουμε το "στώμεν καλώς"; Ποιός ο ρόλος της σεπτής Ιεραρχίας μας;
Θα το πω και πάλι∙ τον ρόλο της σεπτής Ιεραρχίας μας, κ. Μακρή, δεν θα τον προσδιορίσουμε οι δυό μας μέσα από την εφημερίδα σας. Δεν είναι δικός μας ρόλος να υποδείξουμε στην Ιεραρχία το καθήκον της. Αν εσείς το κάνετε είναι λάθος, που εγώ δεν θα ήθελα να διαπράξω. Εξάλλου, οι θέσεις της Εκκλησίας στα θέματα που αναφέρατε είναι σαφώς και επαναληπτικά διατυπωμένες. Τώρα, το αν η Εκκλησία πρέπει να φωνάξει με όλες της τις δυνάμεις το «στώμεν καλώς» και στα πιστά τέκνα της και στην κοινωνία και στην οικουμένη, αυτό είναι αυτονόητο, μιας και αυτή είναι η αποστολή της. Η Εκκλησία το κάνει, αλλά υπάρχουν και περιθώρια να υψώσει περισσότερο τη φωνή της. Το ερώτημα είναι πως αυτό θα γίνει. Οι κοσμικά δυναμικές κινήσεις δεν είναι πάντα συμβατές με το άγιο ήθος της. Σκοπός της Εκκλησίας δεν είναι να ανατρέψει την ορμή της αμαρτίας, αλλά να ομολογεί τον Χριστό, με βάση τον ψαλμικό λόγο «έλεος και αλήθεια συνήντησαν, δικαιοσύνη και ειρήνη κατεφίλησαν». Τι σοφός λόγος! Η αλήθεια να συμπορεύεται με το έλεος και το δίκαιο να συμβαδίζει με την ειρήνη.
Στην τοπική Εκκλησία που ο Κύριος σας όρισε να διακονείτε, παρατηρείται τον τελευταίο καιρό να διεξάγεται ένας αγώνας των κατοίκων της ευρύτερης περιοχής της Κερατέας ενάντια σε μία απόφαση της Πολιτείας. Πήρατε ανοικτά, αν δεν κάνω λάθος θέση. Ωστόσο, διαπιστώνεται πως η Πολιτεία όχι μόνο κωφεύει και διαφωνεί, αλλά εφαρμόζει τακτικές επιβολής και βιαίας εφαρμογής αποφάσεων που εμφανώς πλήττουν τον πολίτη και ικανοποιούν άλλα κέντρα εξουσίας. Μήπως η Ελλάδα ζει σε καθεστώς μίας ωραιοποιημένης υποτέλειας και ως εκ τούτου αγνοεί τη γνώμη των πολιτών της;
Η δική μου τοποθέτηση δεν ήταν επί της ουσίας του προβλήματος. Η τοπική κοινωνία έχει εκλέξει τους εκπροσώπους της για να διαχειριστούν αυτοί αυτά τα θέματα. Αυτό που εγώ εξέφρασα, και μάλιστα έντονα, ήταν αφ' ενός μεν η καταδίκη της βίας είτε από την πλευρά του λαού είτε των οργάνων της τάξεως και αφ' ετέρου η διαμαρτυρία για την πείσμονα άρνηση των αρμοδίων υπουργών να συνομιλήσουν με τους εκπροσώπους του λαού. Πόση δημοκρατία υπάρχει όταν ο λαός εκλέγει εκπροσώπους για να του λύσουν τα προβλήματά του, αυτά που προσδιορίζουν τις συνθήκες της ζωής του, την υγεία του, την αξία της περιουσίας του και η Κυβέρνηση αρνείται ακόμη και να τους ακούσει. Τότε γιατί τους εκλέγουμε; Αν αρκούσε η Κυβερνητική άποψη, δεν θα μας χρειαζόταν τοπική αυτοδιοίκηση.
Ρωτάτε αν η πολιτεία αγνοεί τη γνώμη των πολιτών της. Αγνοεί όχι μόνο τη γνώμη αλλά και τα δικαιώματα των πολιτών της. Μήπως το ίδιο δεν συμβαίνει με τις υποθέσεις των αστικών ακινήτων της Εκκλησίας που έχουν τελεσιδικήσει υπέρ αυτής και το κράτος αρνείται να τηρήσει τις αποφάσεις των δικαστηρίων του;
Διανύουμε την πλέον κατανυκτική περίοδο, οδεύοντας μαζί με τον Κύριο προς τον Γολγοθά, τη σταύρωση και την Ανάσταση. Στην πορεία αυτή κάθε πιστός χρειάζεται τα εφόδια της μετανοίας, χρειάζεται πνευματικό οδηγό που θα τον φέρουν με σιγουριά στο να βιώσει το θείο Πάθος και να συμμετάσχει στην χαρά της Ανάστασης. Ως Επίσκοπος και πνευματικός οδηγός τι θα συνιστούσατε; Πως θα εφοδιάζατε σήμερα τον πιστό ώστε να προχωρήσει στην προσωπική σωτήρια συνάντηση του με τον Κύριό μας Ιησού Χριστό;
Στο ερώτημα αυτό δεν έχω καινούργιο, πρωτότυπο λόγο να σας πω. Τα λέει όλα η σοφή και αγία μας Εκκλησία μέσα στα υπέροχα τροπάρια και τις θαυμάσιες λατρευτικές διατάξεις της. Αυτή μας προτρέπει και εμείς επαναλαμβάνουμε τον λόγο της: «πίστει και πόθω προσέλθωμεν ίνα μέτοχοι ζωής αιωνίου γενώμεθα». Αυτό που χρειαζόμαστε είναι η πίστη ότι η Εκκλησία μας είναι η κιβωτός της σωτηρίας. Να μην την πλησιάζουμε μόνο για τη θεραπεία που ενδεχομένως προσφέρει, αλλά κυρίως για τη σωτηρία που αμετακλήτως επαγγέλλεται. Και αυτό με πόθο ιερό και άγιο. Δυστυχώς η εποχή μας προσπαθεί με κάθε τρόπο να τραυματίσει αυτή την πίστη και να αποδυναμώσει αυτόν τον πόθο. Τη Μεγάλη Σαρακοστή δεν την προσεγγίζουμε με διάθεση νηστείας αλλά πνευματικής λαιμαργίας. Μας προσφέρονται πλούσια πνευματικά εδέσματα και διαλέγουμε και παίρνουμε. Νηστεύουμε από τροφή, στερούμαστε τα υλικά για να λαχταρήσουμε τα πνευματικά. Και τότε, όποιος καταλύει πνευματικά αυτόματα γίνεται μέτοχος της αιώνιας ζωής.
Θα ήθελα παρά πολλά ακόμη ερωτήματα να σας θέσω Σεβασμιώτατε, όπως λ.χ. τι ήταν αυτό που σας έκανε να γυρίσετε την πλάτη σας σε μία αξιοζήλευτη για πολλούς καριέρα στην επιστήμη και να επιλέξετε να φορέσετε το τίμιο ράσο και να καταστείτε λειτουργός και διάκονος του Υψίστου; Να σας ζητήσω ακόμη να καταθέσετε τις εμπειρίες σας ως διάκονος του τριαδικού Θεού, να μιλήσετε για το έργο της τοπικής σας Εκκλησίας. Να σας ζητήσω να καταθέσετε απόψεις για θεολογικά, επιστημονικά και κοινωνικά ζητήματα... Βέβαια υπάρχουν τα βιβλία σας που άμεσα η έμμεσα απαντούν στα ερωτήματα αυτά και γι' αυτό το λόγο δεν επικεντρώθηκε το ενδιαφέρον μου σ' αυτά, παρά την ανίερη πολυλογία μου. Όμως, θα ήθελα ως Χριστιανός εκ μέρους των αναγνωστών μας να σας παρακαλέσω με δύο λόγια να μας πείτε τι σημαίνει για εσάς Ορθόδοξος Χριστιανός.
Απ.: Ο,τι ακριβώς είπαμε παραπάνω. Και ο,τι λέγει συνοπτικά ο Άγιος Ιωάννης στο βιβλίο της Κλίμακος: «Χριστιανός εστι μίμημα Χριστού κατά το δυνατόν ανθρώπω, λόγοις και έργοις και εννοία, εις την Αγίαν Τριάδα ορθώς και αμέμπτως πιστεύων». Αυτό τα λέει όλα. Το δε κατά το δυνατόν ανθρώπω δεν σημαίνει όσο μπορεί ο καθένας, αλλά όσο μπορεί να αντέξει η ανθρώπινη φύση. Ο Ορθόδοξος χριστιανός είναι καθολικός, αγκαλιάζει τα πάντα, είναι διαρκώς πλατυνόμενος, εκτεινόμενος, υπερβαίνων την φύση του, είναι δεκτικός της χάριτος, χωρητικός της θεότητος, αδαλείπτως κοινωνών της θείας φύσεως. Είναι ο,τι μεγαλύτερο υπάρχει.
Σας ευχαριστώ πολύ για την ευκαιρία που μου δώσατε. Σας εύχομαι καλή Ανάσταση

Ιωάννης Τάτσης, Το μάθημα των Θρησκευτικών και η κατηχητικοφοβία

Το μάθημα των Θρησκευτικών και η κατηχητικοφοβία
του Ιωάννη Τάτση, Θεολόγου
Κατηχητικοφοβία ονόμασα ένα από τα κύρια συμπτώματα της κομπλεξικότητας νεωτεριστών παιδαγωγών και θεολόγων. Οι πάσχοντες από κατηχητικοφοβία προσπαθούν με κάθε τρόπο να γκρεμίσουν τον κατηχητικό χαρακτήρα της ελληνικής παιδείας και κυρίως του μαθήματος των Θρησκευτικών. Γι’ αυτούς ο χαρακτήρας του θρησκευτικού μαθήματος πρέπει να είναι γνωσιολογικός, πολιτιστικός, θρησκειολογικός, «ανοιχτός», ο,τιδήποτε άλλο εκτός από κατηχητικός. Κι όμως• ο τόσο δυσφημισμένος τον τελευταίο καιρό κατηχητικός χαρακτήρας του μαθήματος των Θρησκευτικών δεν περιέχει τίποτε άλλο παρά την ορθόδοξη, βιβλική και πατερική, χριστιανική Θεολογία...
Η Υπουργός Παιδείας μία μόλις μέρα μετά την ανακοίνωση του Νέου Λυκείου απαντώντας σε ερώτηση δημοσιογράφου δήλωσε: Το μάθημα των Θρησκευτικών «δεν θα είναι σε καμία περίπτωση ένα μάθημα στο οποίο θα γίνεται κατήχηση». Πολύ πριν την Υπουργό βέβαια σφοδρή αποστροφή προς τον κατηχητικό χαρακτήρα του μαθήματος των Θρησκευτικών είχαν επιδείξει γνωστοί νεωτεριστές θεολόγοι, κάποιοι μάλιστα κατέχοντες και υψηλές θέσεις. Το ερώτημα είναι βέβαια αν θεολόγοι ήταν αυτοί που «κατήχησαν» την Υπουργό ώστε να αποκτήσει κι εκείνη τόση σφοδρή μανία εναντίον του κατηχητικού χαρακτήρα των Θρησκευτικών.

Πέραν βέβαια της ονομασίας που θα δώσουμε στο μάθημα των Θρησκευτικών η ουσία βρίσκεται στο περιεχόμενό του. Και η ανακοίνωση του Νέου Λυκείου δεν στοχεύει στην υποβάθμιση του μαθήματος των Θρησκευτικών μόνο μέσω της μείωσης των ωρών διδασκαλίας του από δύο σε μία στην Β΄ τάξη και της μετατροπής του σε επιλεγόμενο στην Γ΄ τάξη. Είναι ξεκάθαρο πως παράλληλα προωθείται μετατροπή του από ορθόδοξο χριστιανικό σε θρησκειολογικό. Τούτο δεν φανερώνει μόνο η αλλαγή στην ονομασία του μαθήματος που παύει να λέγεται «Θρησκευτικά» και μετονομάζεται στη Β΄ Λυκείου (ως μονόωρο) και στη Γ΄ Λυκείου (ως επιλογής) σε «Θρησκεία και Κόσμος». Σαφέστατη είναι η δήλωση της Υπουργού Παιδείας που περιέγραψε ως εξής το θρησκευτικό μάθημα των δύο αυτών τάξεων: «Αλλάζει όλο το περιεχόμενο των Θρησκευτικών. “Θρησκεία και Κόσμος” σημαίνει ότι θα υπάρχει η δυνατότητα να συζητηθούν οι επιπτώσεις των θρησκειών στα κοινωνικά συστήματα, στα πολιτικά συστήματα, η διαμόρφωση της ηθικής. Είναι διάλογοι, συζητήσεις που θα γίνονται των Θεολόγων με τους Βιολόγους, της επιστήμης με την θεολογική άποψη, ώστε στην περίοδο εκείνη του εφήβου να μπορεί να έχει την δυνατότητα να αντιλαμβάνεται τον κόσμο από όλες τις οπτικές γωνίες».

Όσοι θέλουμε το θρησκευτικό μάθημα να συνεχίσει να προσφέρει στους μαθητές του Λυκείου την ορθόδοξη πατερική Θεολογία και ζωή οφείλουμε παντοιοτρόπως να εργαστούμε τόσο για τη διατήρηση των ωρών υποχρεωτικής διδασκαλίας του σε όλες τις λυκειακές τάξεις, όπως συμβαίνει μέχρι σήμερα, όσο και για την αποτροπή της αλλοίωσης του περιεχομένου του. Αρκεί και εμείς να διατηρήσουμε την πνευματική μας υγεία και να μην «κολλήσουμε» την εύκολα μεταδιδόμενη νόσο της κατηχητικοφοβίας.

π.Αλέξανδρος Σμέμαν(1921-1983)


Ημερολόγιο 1973-1983
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Η ύπαρξη του ημερολογίου αυτού έγινε γνωστή μόνο μετά τον θάνατο του πατρός Αλεξάνδρου Σμέμαν, στις 13 Δεκεμβρίου 1983, όταν βρέθηκαν τα οκτώ τετράδια στο γραφείο του, στο Θεολογικό Σεμινάριο του Αγίου Βλαδίμηρου. Είναι κάτι περισσότερο από ημερολόγιο, αφού σ' αυτό καταγράφονται o ι σκέψεις του, οι πνευματικοί αγώνες του, οι περιστασιακές του απογοητεύσεις από το βάρος των καθημερινών του καθηκόντων, και πάνω απ' όλα η βαθιά χαρά του για τη δόξα της Δημιουργίας του Θεού.
Ο πατήρ Αλέξανδρος ποτέ δεν εξήγησε στο ημερολόγιο του ποια ήταν η πρόθεση του σχετικά μ' αυτό. Κάποια αποσπάσματα δείχνουν μια εσωτερική διαπάλη, ενώ κάποια άλλα έχουν γραφτεί σαν να είναι για δημοσίευση. Η συνολική εντύπωση είναι πως πρόθεση του πατρός Αλεξάνδρου ήταν να ξαναχρησιμοποιήσει αυτά τα γραφτά, είτε ως ένα πνευματικό ημερολόγιο είτε ως μια αυτοβιογραφία. Σε κάθε περίπτωση, ο αναγνώστης των κειμένων αυτού του τόμου πρέπει συνεχώς να έχει κατά νου πως αυτά είναι πολύ προσωπικά και ιδιωτικά γραφτά, στα οποία ένας Ιερέας και δάσκαλος της απαρασάλευτης πίστης, με μεγάλη δύναμη και πειθαρχία, ομολογεί, στον εαυτό του και στον Θεό, τους προσωπικούς πόνους και τις αμφιβολίες του, που αποτελούν ένα ανεξάλειπτο στοιχείο της φύσης του ανθρώπου. Πολλοί αναγνώστες ίσως βρουν κάποια κείμενα λίγο ενοχλητικά -αυτά που στρέφονται με κριτική διάθεση απέναντι σε ποικίλες μορφές πνευματικότητας ή στους θεσμούς της Εκκλησίας ή στη θεολογική επιστήμη ή ακόμη στον ίδιο και στους συναδέλφους του.
Αυτό όμως που εποικοδομεί στα ημερολόγια του και αυτό που τελικά έπεισε όλους όσοι βρίσκονταν πολύ κοντά στον πατέρα Αλέξανδρο ότι πρέπει να εκδοθούν, είναι ότι όσο κι αν είναι δυνατοί οι πόνοι και οι αμφιβολίες του, πάντα επιστρέφει - ακόμη κι από την αγωνία του επικείμενου θανάτου - στη χαρά: στη χαρά της ομορφιάς μιας φθινοπωρινής μέρας, στη χαρά της φιλίας, στη χαρά της Λειτουργίας, στη χαρά της βεβαιότητας για τη Βασιλεία και την αγάπη του Θεού.
Ο πατήρ Αλέξανδρος άρχισε να γράφει αυτό το ημερολόγιο το 1973, και το συνέχισε μέχρι τη στιγμή της προσβολής του από την επάρατη αρρώστια, σταματώντας μόνο κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών του διακοπών στη λίμνη Λαμπέλ ( Lac Labelle ), στο Κεμπέκ. Είναι γραμμένο ως επί το πλείστον στα Ρώσικα, αλλά κάποιες φορές χρησιμοποιούσε Αγγλικά ή Γαλλικά. Η σύζυγος του πατρός Αλεξάνδρου, Τζουλιάνα Σμέμαν, που ουσιαστικά εμφανίζεται σε κάθε σελίδα των ημερολογίων ως η πολυαγαπημένη του «Λ.» (από το υποκοριστικό του ονόματος της, Λιάνα), έχει επιλέξει, επιμεληθεί και μεταφράσει με πολλή προσπάθεια το υλικό που περιλαμβάνεται σ' αυτόν τον τόμο. Η Αν Τζίντζελ, η γραμματέας του πατρός Αλεξάνδρου, δακτυλογράφησε τη μετάφραση, και άλλοι πρώην φοιτητές και συνάδελφοί του βοήθησαν στην επιμέλεια του τελικού κειμένου. Ήταν μία πράξη αγάπης όλων αυτών που δούλεψαν πάνω στα Ημερολόγια.
Πολλά από τα πρόσωπα και πολλά από τα γεγονότα, που αναφέρονται στα ημερολόγια, δεν είναι γνωστά στον αναγνώστη, αν και συχνά ξεκαθαρίζονται όσο προχωρεί η ανάγνωση τους. Αν και τα ημερολόγια γράφτηκαν τα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής του πατρός Αλεξάνδρου, οι ημερολογιακές καταγραφές καλύπτουν ολόκληρη τη ζωή του. Γράφει για τα παιδικά και τα νεανικά του χρόνια στο Παρίσι, για την αγάπη του στην ποίηση, που την είχε ενσταλάξει ο διευθυντής της Ρωσικής σχολής που παρακολουθούσε, ο στρατηγός Ρίμσκυ-Κόρσακωφ· για μια αρρώστια που τον έκανε να συνειδητοποιήσει τη θνητότητα και την αιωνιότητα· για την αναπτυσσόμενη έλξη του προς την Εκκλησία· για φίλους και για δασκάλους στο Θεολογικό Ινστιτούτο του Αγίου Σεργίου, στο Παρίσι, όπως τον εξομολόγο του πατέρα Κυπριανό (Κερν) και τον ισόβιο φίλο του Νικήτα Στρούβε. Γράφει για τα πρώτα του χρόνια στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου ο πατήρ Σμέμαν έφθασε με την οικογένεια του το 1951, την εποχή που το Σεμινάριο του Αγίου Βλαδίμηρου ήταν στριμωγμένο σε κάποια φτωχικά διαμερίσματα στη Δυτική 121η οδό, στη Νέα Υόρκη. Γράφει για τις τραγικές διαφωνίες του με τον πατέρα Γεώργιο Φλορόφσκυ, για τους παλιούς συναδέλφους του, όπως τον Σέργιο Βερχοβσκόυ και τον Νικόλαο Αρσένιεφ, για τον φίλο και διάδοχο του στην κοσμητεία, αείμνηστο πατέρα Ιωάννη Μέγιεντορφ, ενώ μιλά με ζεστασιά και τρυφεράδα για τους φοιτητές που έγιναν αργότερα συνάδελφοι του στο Σεμινάριο -τον πατέρα Θωμά Χόπκο, τον Δαυίδ Ντρίλοκ, τον πατέρα Παύλο Λαζόρ, τον Ιωάννη Ερικσον, την Κωνστάνς Ταράσαρ. Γράφει για τις αντιξοότητες της Εκκλησίας του, για την επίτευξη της αυτοκεφαλίας της, ως Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αμερικής, και για τους ηγέτες της -τον αείμνηστο Μητροπολίτη Ειρηναίο, τον Μητροπολίτη Θεοδόσιο, τον πατέρα Δανιήλ Χουμπιάκ, τον πατέρα Λεωνίδα Κισκόφσκυ, και πολλούς άλλους, με τους οποίους η ζωή του είχε αξεδιάλυτα συνυφανθεί όλα αυτά τα πολυτάραχα χρόνια.
Τα ημερολόγια επίσης ακολουθούν τον πατέρα Αλέξανδρο στα πολλά ταξίδια του στις Ηνωμένες Πολιτείες, σε εκκλησιαστικές Συνόδους, στις εβδομαδιαίες μαγνητοφωνήσεις των εκπομπών που έκανε προς τη Ρωσία επί τριάντα χρόνια, από το Ράδιο Λίμπερτυ, στη δραματική συνάντηση του με τον Αλέξανδρο Σολζενίτσιν, που μόλις είχε εξοριστεί. Τον δείχνουν να παλεύει απεγνωσμένα με το γράψιμο του βιβλίου του, Ευχαριστία: το Μυστήριο της Βασιλείας, που αποδείχθηκε και το τελευταίο του. Και μας επιτρέπουν επίσης να ρίξουμε κάποιες όμορφες ματιές στην οικογένεια του -την αγωνία της συζύγου του και τον αγώνα της με τον καρκίνο, και τη χαρά του για τον διορισμό της ως διευθύντριας ενός ιδιωτικού σχολείου στη Νέα Υόρκη? στις επισκέψεις του στις θυγατέρες του, την Άννα Χόπκο και τη Μαίρη Τκάτσουκ, συζύγους ιερέων? στην αναχώρηση του γιου του Σεργίου, δημοσιογράφου, για τη Νότια Αφρική· στην ανιψιά του Ελισάβετ Βινογκράντωφ και στον σύζυγο της πατέρα Αλέξιο· στις γεννήσεις και στα γενέθλια των παιδιών του.
Ο επίλογος, που γράφτηκε από τον πατέρα Ιωάννη Μέγιεντορφ, και οι σημειώσεις που προστέθηκαν στο κείμενο, μας προσφέρουν περισσότερες πληροφορίες για τους ανθρώπους και τα γεγονότα που καλύπτουν τα ημερολόγια. Εκεί που ο ίδιος ο πατήρ Αλέξανδρος απέφευγε να κατονομάσει συγκεκριμένους ανθρώπους, ή οι εκδότες θεώρησαν πως ήταν καλύτερο ν' αποσιωπήσουν τα ονόματα τους, αυτά προσδιορίζονται ως Ν ή ΝΝ. Οι αγκύλες [ ] έχουν προστεθεί από τους εκδότες, οι παρενθέσεις ( ) από τον πατέρα Αλέξανδρο.
Στις 21 Σεπτεμβρίου 1982, η διάγνωση έδειξε πως ο π. Αλέξανδρος έπασχε από καταληκτικό στάδιο καρκίνου. Μετά από αρκετούς μήνες σιωπής στο ημερολόγιο, έκανε μια τελευταία εγγραφή στις 1 Ιουνίου 1983, λέγοντας πως ακόμη κι αυτοί οι μήνες είχαν, στο τέλος, γίνει σχεδόν μια γιορτή. Μετά από έξι μήνες, ο π. Αλέξανδρος πέθανε στο σπίτι του, στο Κρέστγουντ της Νέας Υόρκης, περιβαλλόμενος από την οικογένεια και τους συναδέλφους του. Τα τελευταία λόγια του, έχοντας ήδη μεταλάβει την προτεραία, και πριν πέσει σε κώμα, ήταν, «Αμήν! Αμήν! Αμήν!».
Σέργιος Σμέμαν

Στις 3 Απριλίου και ωρα 11.30π.μ. τα θυρανοίξια του κάτω Ιερού Ναού του Οσίου Ιωακείμ στην Εξω Αγυιά

undefined

Η ΠΑΤΤΥ ΚΑΙ Ο ΑΚΑΘΙΣΤΟΣ


Η Πάττυ του Μέγκα, «ένα χαζοχαρούμενο κορίτσι, τραβάει 30.000 μανάδες και παιδιά στο Τάε Κβον Ντο Φαλήρου για να τραγουδήσει πλέι μπακ», παρατηρεί ο συνθέτης Παναγιώτης Καλαντζόπουλος στην (διαυγούς σκέψεως σημαντική) συνέντευξή του στην «Καθημερινή» [6.3.11].


Σιτεμένες αμερικανίδες σταρ πραγματοποιούν στην δύση – ή στα μεσάνυχτα- της καριέρας τους μια περιοδεία στην Ψωροκώσταινα (νυν Φορογιώργαινα) και τα εισιτήρια εξαντλούνται μέχρις εξαντλητικής εξαντλήσεως. Ανθυποπαραστάσεις εκ της αλλοδαπής προσελκύουν μιλιούνια θεατών, ενώ τα εισιτήρια δραματοποιημένων παραστάσεων του Μεγάλου Κυνός Σκούμπι-Ντου καθίστανται εξόχως ευρωβόρα στην αντίστοιχη μαύρη αγορά.

Παραλλήλως, προσπαθήστε μέρες που είναι να προτείνεται σε έναν μετέφηβο να παρακολουθήσει τους Χαιρετισμούς χωρίς να αποσπάσετε (α) το βλέμμα πληξάρας ενός μεσήλικος εν όψει του ετησίου ιατρικού τσεκ-απ του ή (β) το βλέμμα ενός πολίτη όταν μαθαίνει πως είναι υποχρεωμένος να περάσει τα επόμενα πρωινά του σε δημόσιες υπηρεσίες. Αδύνατον. Ναι μεν οι εκκλησίες είναι γεμάτες αυτές τις πέντε Παρασκευές, αλλά αν λάβουμε υπ’ όψιν μας το ποιά υμνολογία αναγιγνώσκεται εκεί μέσα, δεν είναι ούτε για αστείο τόσο γεμάτες όσο θα έπρεπε!

Εν ολίγοις: στο παρόν σημείωμα θα προσπαθήσω να διατυπώσω ολίγες νύξεις σχετικά με την αισθητική τέρψη που προκαλούν οι τέσσερις στάσεις του Ακαθίστου Ύμνου ως ακρόαμα ή κείμενο θεατρικό/λογοτεχνικό, ασχέτως με το γεγονός ότι αυτές αποτελούν Χαιρετισμούς του σώματος της Εκκλησίας προς την Θεοτόκο, και μάλιστα στον χρόνο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής (με ο,τι αυτό συνεπάγεται για το ευχαριστιακό σώμα ως σημασία και ως λειτουργία). Και να διερωτηθώ γιατί απουσιάζουν από τις πέντε αυτές Παρασκευές όσοι δεν συμπεριλαμβάνουν τον εαυτό τους στο «χριστεπώνυμον πλήρωμα», αλλά ορκίζονται για τις θύραθεν φιλο-καλικές τους ευαισθησίες (οπότε, ή τα αισθητικά κριτήρια του γράφοντος επηρεάζονται από την μετοχή του στην Εκκλησία ή οι ευαισθησίες των θύραθεν φίλων στερούνται το πλήρωμα της ειλικρινείας ελέω ιδεολογικού κωλύματος ή κολλήματος). Το ζήτημα έχει καλυφθεί από πολύ ικανώτερους, αλλά η επικαιρότητα είναι επικαιρότητα, και το manifesto τυγχάνει και εντός τόπου και εντός χρόνου.

Μου φαίνεται εξαιρετικά δύσκολο να προσεγγίσει κάποιος τον Ακάθιστο Ύμνο από λογοτεχνικής απόψεως χωρίς να αποφανθεί παραυτίκα πως πρόκειτα περί αριστουργήματος. Ας προσεγγίσουμε το κείμενο ως κείμενο:

Πρώτ’ απ’ όλα, ο Ακάθιστος έχει καθαρά θεατρική δομή, και μάλιστα εξόχως χαριτωμένη (με το έτυμον της λέξεως), αφηγείται μια ιστορία – της οποίας τους διαλόγους παραθέτει αυτούσιους: στην πρώτη πράξη, ο αρχάγγελος Γαβριήλ επισκέπτεται την Θεοτόκο∙ και μόλις την αντικρύζει, αρχίζει το εγκώμιο: «Χαίρε, δι’ ης η χαρά εκλάμψει! Χαίρε, δι’ ης η αρά (=κατάρα) εκλείψει» και λοιπά και λοιπά. Ακολουθεί στιχομυθία της Θεοτόκου με τον Γαβριήλ, και μετά είσερχόμαστε στην δεύτερη πράξη: η Θεοτόκος επισκέπτεται την συγγενή της Ελισάβετ, την σύζυγο του Ζαχαρίου και μητέρα του Προδρόμου. Ο Πρόδρομος, έμβρυο στην μήτρα της Ελισάβετ, αντιλαμβάνεται ότι η Θεοτόκος εγκυμονεί τον Χριστό και «άλμασιν ως άσμασιν» (χοροπηδώντας στην μήτρα αντί για να φωνάξει, γιατί που να φωνάξει το έμβρυο) [1], αρχίζει: «Χαίρε [...]! Χαίρε [...]!» και λοιπά. Ακολουθεί ένα μικρό επεισόδιο με τον Ιωσήφ, τον σύζυγο της Μαρίας, ο οποίος όσο νά’ναι έχει αρχικά τις αμφιβολίες του[2] , και μπαίνουμε στην τρίτη πράξη της ιστορίας μας: οι ποιμένες, οι βοσκοί, μαθαίνουν για το γεγονός της ενσαρκώσεως [3]και αρχίζουν την δοξολογία τους προς την Θεοτόκο με λεξιλόγιο που προκύπτει από τα… ζητήματα του επαγγελματικού τους κλάδου: «Χαίρε, αμνού και ποιμένος μήτηρ∙ χαίρε, αυλή λογικών προβάτων»[4] (τώρα πείτε μου, δεν διαπιστώνετε εδώ το λεπτό χιούμορ του ιδιοφυούς υμνογράφου, αναμεμειγμένο με την όντως φιλοκαλία του;). Στην τέταρτη πράξη, μαθαίνουν δια του αστέρος τα νέα οι Μάγοι και αρχίζουν τους Χαιρετισμούς τους∙ ακολουθούν και άλλες πράξεις, και δεν έχουμε καν μπει στην τρίτη από τις τέσσερις στάσεις του Ακαθίστου, βρισκόμαστε ακόμα στις δύο πρώτες…


Πρόκειται, σαφώς, περί κειμένου θεατρικού. Βέβαια, οι «Χαιρετισμοί», τα «Χαίρε [...]! Χαίρε [...]!» προφανώς δεν ανήκουν μόνον στα πρόσωπα της ιστορίας που αφηγείται ο Ακάθιστος, στον Αρχάγγελο, στους Ποιμένες, στους Μάγους κ.λπ., αλλά ταυτόχρονα [η πρωτίστως] στους μετέχοντες στην Ακολουθία πιστούς, την Παρασκευή στην εκκλησία, οι οποίοι τα κραυγάζουν ως δρώντα πρόσωπα του δράματος δια του Πρεσβυτέρου τους.

Η θεατρική αμεσότητα των Χαιρετισμών δεν εξαντλείται στα «Χαίρε [...]! Χαίρε [...]!» που ψάλλει ο λαός της Εκκλησίας, αλλά βρίσκεται και σε άλλα σημεία του κειμένου, όπου τα συναντάμε ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που θα τα συναντούσαμε σε ένα θεατρικό κείμενο η κινηματογραφικό σενάριο, και δη με κλιμάκωση: ρωτά η Θεοτόκος τον Αρχάγγελο:

-«Ασπόρου γαρ συλλήψεως την κύησιν πως λέγεις;»

-«Εκ λαγόνων αγνών υιόν πως εστι τεχθήναι δυνατόν; Λέξον μοι!»

Πέρα από την θεατρικότητα, το κείμενο του Ακαθίστου καθορίζεται από τον πανταχού παρόντα ρυθμό του: ολόκληρο το κείμενο διαρθρώνεται γύρω από το εξής επαναλαμβανόμενο μοτίβο: αφ’ ενός (α) την αλληλουχία των πολλών ζευγών ισόποσων στίχων σε κάθε χαιρετισμό/εγκώμιο, «Χαίρε, το φως αρρήτως γεννήσασα∙ χαίρε, το πως μηδένα διδάξασα» κλ.π., και αφ’ ετέρου (β) την εναλλαγή του ακροτελεύτιου σε κάθε χαιρετισμό «Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε» με το «Αλληλούϊα» που κάθε φορά έπεται στο κείμενο. Το ζήτημα βέβαια δεν είναι απλώς το αν υφίσταται ισορροπία και ρυθμός σε ένα κείμενο, αλλά το με πόση μαεστρία πραγματώνονται αυτά. Μια ανάγνωση του Ακαθίστου θα σας πείσει!

Προσέξτε τώρα την μουσικότητα του κειμένου: απλώς διαβάστε αργά, ρυθμικά και δυνατά το ακόλουθο απόσπασμα-παράδειγμα:

«Βλέπουσα η Αγία εαυτήν εν αγνεία, φησί τω Γαβριήλ θαρσαλέως∙»

Όπερ έδει δείξαι.

Ας προχωρήσουμε στις ποιητικές αρετές του κειμένου, στην καθ’ εαυτήν ποιητική του γλαφυρότητα, μέσω ελάχιστων παραδειγμάτων, σχεδόν τυχαίων μέσα στον κυκεώνα των διατυπώσεων-επιτευγμάτων:

«Χαίρε, δι’ ης νεουργείται η κτίσις∙ χαίρε, δι’ ης βρεφουργείται ο Κτίστης.»

Και μόνον αυτόν τον στίχο να αποσπάσει κανείς, αντιλαμβάνεται το κατόρθωμα της εκφραστικής. Πως να τον σχολιάσει κανείς χωρίς να τον μαγαρίσει…

Επόμενο:

«Και την εύκαρπον ταύτης νυδήν,/ ως αγρόν υπέδειξεν ηδύν / άπασι, τοις θέλουσι θερίζειν σωτηρίαν».

Το αποδίδω στην τρέχουσα μορφή της γλώσσας για τις ανάγκες όσων έμαθαν ελληνικά επί υπουργίας Διαμαντοπούλου: «και υπέδειξε την εύφορη μήτρα της (νυδής=μήτρα) ως χωράφι καλό για όλους, όσοι επιθυμούν να θερίσουν την σωτηρία». Το «νυδήν» ακολουθείται από την ομοιοκαταληξία «ως αγρόν υπέδειξεν ηδύν», η οποία όμως συμπαρασύρει και το περιεχόμενο των στίχων, το νόημα, αφού την χρήση της έννοιας του αγρού ακολουθεί η έννοια του θερισμού, του θερισμού της σωτηρίας όμως. Το λοιπόν, ας αναφωνήσω ασμένως: λογοτεχνία, όχι αστεία! Σε όλο τον Ακάθιστο παρατηρείται τέλεια χρήση των εκφραστικών τρόπων της γλώσσας: εδώ θα μνημονεύσουμε την ευστοχώτατη κρίση του Κώστα Ζουράρι, ο οποίος διαβεβαιώνει ότι «τα τρία σημαντικώτερα και τελειώτερα ποιήματα της ελληνικής γλώσσας είναι η Ιλιάδα, ο Ακάθιστος Ύμνος και ο Ερωτόκριτος»[5] .Ενίοτε έχω την αίσθηση ότι κάποιες ομοιοκαταληξίες έχουν επιλεγεί ακριβώς για να προξενήσουν ένα χαμόγελο λόγω μιας ζυγισμένης υπερβολής τους, στα πλαίσια του κατά τη γνώμη μου σκόπιμου και υπαρκτού λεπτοτάτου χιούμορ σε μερικά (μάλλον λίγα) σημεία του κειμένου: «μέλλοντος Συμεώνος του παρόντος αιώνος μεθίστασθαι του απατεώνος…». Αλλού η ομοιοκαταληξία «δένει» εκθαμβωτικά με το περιεχόμενο του στίχου, σε σχήμα θέσης-άρσης (η συναμφότερου): «Χαίρε, φιλοσόφους ασόφους δεικνύουσα∙ χαίρε, τεχνολόγους αλόγους ελέγχουσα». Παράλληλα, το κείμενο βρίθει συνειρμικών εικόνων σπάνιας μαεστρίας: «ρήτορας πολυφθόγγους ως ιχθύας αφώνους ορώμεν επί σοι, Θεοτόκε» κλπ. Όλα αυτά τα αποσπάσματα χάνουν μεγάλο κομμάτι από την αίγλη τους όταν παρατίθενται αποκομμένα από την ενότητα του κειμένου, από τον ρυθμό του, την θεατρικότητά του και την ισορροπία του: ενταγμένα όμως στην ολότητά του σε κάνουν, πραγματικά, να παλαβώνεις.

Να σημειωθεί ότι ο Ακάθιστος χωρίζεται σε 24 «οίκους» (στροφές), ο καθείς εκ των οποίων ξεκινά με ένα γράμμα του αλφαβήτου[6] : δηλαδή, όλα αυτά τα γλωσσικά επιτεύγματα που αναφέραμε καταφέρνουν και ανθούν μέσα στον (φαινομενικό) νάρθηκα της υποχρεωτικής έναρξης κάθε οίκου-στροφής από το επόμενο γράμμα του αλφαβήτου!

Είπαμε ότι θα εξετάσουμε τον Ακάθιστο μόνον ως λογοτεχνικό/θεατρικό κείμενο. Δεν θα μιλήσουμε για το πως θεολογεί αυτό το κείμενο, σε τι βάθος και με πόση ομορφιά. Επιτρέψτε μου όμως να ενδώσω στον πειρασμό και να παραθέσω ένα, μόνο ένα, ψήγμα της θεολογίας του κειμένου, το πως εικονογραφεί το ότι «παρήλθεν η κατάρα του Νόμου»:

«Χάριν δούναι θελήσας οφλημάτων αρχαίων ο πάντων χρεωλύτης ανθρώπων, επεδήμησε δι’ εαυτού προς τους αποδήμους της αυτού χάριτος∙ και σχίσας το χειρόγραφον, ακούει παρά πάντων ούτως∙ Αλληλούϊα!»

Τι εικόνα: γράφονται και καταγράφονται τα «οφλήματα» των ανθρώπων, από τα πλέον αρχαία χρόνια, διαρκώς: και ξαφνικά, ο Θεός απλώς -απλούστατα- «σχίζει το χειρόγραφο». Η Θεολογία ως Ομορφιά!

Ο θαυμασμός που προκαλεί αυτό το αριστουργηματικό κείμενο, ο Ακάθιστος Ύμνος, δύναται να καταστήσει τούτο ‘δω το άρθρο σχοινοτενέστατο και πάνυ ουρανομήκες, γι’ αυτό συγκρατούμαι και καταλήγω κάπου εδώ. Δεν μπορώ όμως να μην διερωτηθώ: δεν είναι πραγματικά κρίμα να διαβάζεται τέτοιο αριστούργημα σε μια εκκλησία δίπλα σου, στη γειτονιά σου, να ψάλλεται και να απαγγέλεται ένα κείμενο ζωντανό [7] που αποπνέει τόση ομορφιά και δωρίζει τέτοια αγαλλίαση στην καρδιά σου από το κάλλος του και μόνο, και εσύ να απέχεις λόγω της βλακώδους αναγωγής «εκκλησία=σκοταδισμός, μεσαίωνας, συντηρητισμός» ή λόγω ανεξηγήτου πλην μείζονος πληξάρας; Είναι δυνατόν να λείπεις, να μην είσαι εκεί, ασχέτως της σχέσης σου με το εκκλησιαστικό γεγονός; Πόσω δε μάλλον αν καμώνεσαι ότι ασχολείσαι έστω και λίγο με τα γράμματα η την Τέχνη! Αναπηρία!


[1]Παραθέτω το απόσπασμα, διότι μου είναι αδύνατον να μην παραθέσω τουλάχιστον τους πρώτους στίχους του εγκωμίου του βρέφους λόγω της εκθαμβωτικής λογοτεχνικής και εικονολογικής ομορφιάς τους: «Το δε βρέφος εκείνης ευθύς, επιγνόν τον ταύτης ασπασμόν, έχαιρε∙ και άλμασιν ως άσμασιν, εβόα προς την Θεοτόκον∙ Χαίρε, βλαστού αμαράντου κλήμα∙ χαίρε, καρπού ακηράτου κτήμα. Χαίρε γεωργόν γεωργούσα φιλάνθρωπον∙ χαίρε, φυτουργόν της ζωής ημών φύουσα».

[2']«Ζάλην ένδοθεν έχων λογισμών αμφιβόλων, ο σώφρων Ιωσήφ εταράχθη, [...] κλεψίγαμον υπονοών άμεμπτε∙ μαθών δε σου την σύλληψιν εκ Πνεύματος Αγίου έφη∙ Αλληλούϊα!»

[3]Και πάλι, αδύνατον να μην παρατεθεί η ομορφιά της εικόνας: «[...] θεωρούσι τούτον (σ.σ.: τον Χριστό) ως αμνόν άμωμον εν τη γαστρί Μαρίας βοσκηθέντα…».

[4]Ειρήσθω εν παρόδω: ο Κώστας Ζουράρις έχει αναλύσει πολλάκις και με ζηλευτή μαεστρία το «χαίρε, αυλή λογικών προβάτων» ως σύνοψη της ελληνικής («ιλιαδορωμέηκης») πολιτικής θεωρίας: αλλά αυτό δεν είναι της παρούσης.

[5]Μα, αυτό είναι το δράμα: ότι ο Ακάθιστος, αυτή η κείμενη τελειότητα, αποτελεί για αρκετούς «προοδευτικούς» συμπολίτες μας (να χαρώ εγώ πρόοδο!) απλώς ένα θρησκευτικό κείμενο για αφελή γραϊδια∙ έχουν τον θησαυρό στο ντουλάπι τους και αδυνατούν να τον εκτιμήσουν. Ο όντως αθεόφοβος Βασίλης Αλεξάκης εκφράζει την άποψη στο εντυπωσιακά ευπώλητο βιβλίο του «μ.Χ.» ότι «ο Ακάθιστος είναι τόσο δημοφιλής επειδή είναι παντελώς δυσνόητος∙ δεν έχει κάποια ιδιαίτερη αξία»- η κάπως έτσι. Ας είναι…

[6]Άγγελος πρωτοστάτης ουρανόθεν επέμφθη… Βλέπουσα η Αγία εαυτήν εν αγνεία… Γνώσιν άγνωστον γνώναι η Παρθένος ζητούσα… Δύναμις του Υψίστου επεσκίασε τότε προς σύλληψιν τη Απειρογάμω…

[7]ζωντανό: διαβάζεται ΚΑΘΕ χρόνο σε ΚΑΘΕ εκκλησία/γειτονιά από πραγματικούς ανθρώπους, κάθε προέλευσης/τάξης/μόρφωσης κ.λπ. Περίπου 1.400 χρόνια τώρα. 1.400 χρόνια! Πραγματικό λαϊκό γεγονός, λαού ζώντος και πάντοτε παρόντος, εκεί, αυτές τις πέντε Παρασκευές του χρόνου. Που αλλού!

Σωτήρης Μητραλέξης, στρατευμένος φιλόλογος

Κριτήριο της ασκησης η αγάπη


Η Δ΄ Κυριακή των νηστειών είναι αφιερωμένη στον Άγιο Ιωάννη τον Σιναΐτη(528-603μ.χ.) που αποκαλείται και ο της Κλίμακος για ένα πολύ πνευματικό βιβλίο που εγραψε και ονομάζεται «Κλίμαξ», δηλαδή σκάλα, επειδή οδηγεί από τα χαμηλά στα υψηλά, από τα πρώτα στάδια της πνευματικής ζωής στα υψηλότερα και τελειότερα.


Λόγω δε της μεγάλης του αξίας και επειδή το βιβλίο αυτό αναφέρεται κυρίως προς τους μοναχούς, διαβάζεται συνήθως από την αρχή της Μεγάλης Σαρακοστής στα περισσότερα Ορθόδοξα Μοναστήρια.
Αποτελείται από 30 λόγους που ο καθένας τους περιγράφει μια αρετή. Αρχίζοντας οι αρετές από τις πιο πρακτικές και προχωρώντας στις πιο θεωρητικές, ανεβάζουν τον άνθρωπο, σκαλοπάτι-σκαλοπάτι σε ουράνιο ύψος. Στην κορυφή των αρετών, ο Άγ. Ιωάννης τοποθέτησε την «Αγάπη», ως την υψηλοτέρα των αρετών και αυτή που κάνει τον άνθρωπο κατ’ εξοχήν «όμοιο»με το Θεό.
Η αγάπη δηλαδή τελικά, οδηγεί τον ανθρωπο στο «καθ’ ομοίωσιν», στον προορισμό του, στη σωτηρία του. Αυτή είναι το κριτήριο της πνευματικής ζωής, της προσπάθειας την οποία καταβάλλουμε για να συναντήσουμε τον Αναστημένο Χριστό. Η αγάπη είναι το κριτήριο της ορθόδοξης ασκησης.
Η ορθόδοξη ασκηση με αλλα λόγια δεν είναι ατομικό γεγονός, αλλά εκκλησιαστικό γεγονός.
Πολλοί αδελφοί μας κάνουν ασκηση για αυτοπειθαρχία, για να νικήσουν τις ορμές τους, για να επιβληθούν στον εαυτό τους, για να αποκτήσουν δύναμη. Θέλουν κι αυτοί να γίνουν δυνατοί, να αποκτήσουν κάποια χαρίσματα των αγίων. Κίνητρο τους είναι ο εαυτός τους, η ατομικότητα τους και όχι το Πρόσωπο του θεού και τα πρόσωπα των αδελφών. Ακριβώς το αντίθετο από αυτό που επαγγέλεται ο εκκλησιαστικός τρόπος ζωής, η ορθόδοξη ασκηση.
Η ορθόδοξη ασκηση, ακριβώς, θέλει να βγάλει τον ανθρωπο από την ατομικότητα, από την απομόνωση, από το κλείσιμο στον εαυτό του και να τον επαναφέρει στη σχέση, στη φύση του που είναι εκκλησιαστική, να τον κάνει μέλος της Εκκλησίας. Η ορθόδοξη ασκηση θέλει να βοηθήσει τον ανθρωπο να συναντήσει το Πρόσωπο του Θεού και τα πρόσωπα των αδελφών του.
Γι’ αυτό το σκοπό και μόνο χρειάζεται η ασκηση.
Ο ανθρωπος δημιουργήθηκε υγιής από το Θεό για να εχει και να διατηρεί μια σχέση, σχέση με το Θεό, σχέση με τους αλλους ανθρώπους και σχέση με ολόκληρη την κτίση. Αυτό το ειχαν επιτύχει οι πρωτόπλαστοι γιατί ειχαν την ζωοποιό σχέση με το Θεό, ειχαν τη Χάρη του Θεού. Μετά την πτώση, όμως ο ανθρωπος αρρώστησε, εχασε τον προσανατολισμό του προς το Θεό, απώλεσε τη Θ. Χάρη με αποτέλεσμα να διαταραχθούν ολες οι σχέσεις του με το Θεό, τους ανθρώπους, την κτίση και τον ιδιο τον εαυτό του.
Επομένως η θεραπεία, όπως την βλέπει η Ορθόδοξη Παράδοση, δεν είναι τίποτε άλλο παρά η αποκατάσταση των σχέσεων αυτών και η επαναφορά της ανθρώπινης υπαρξης στην προηγούμενη δόξα της.
Ο ανθρωπος την θεραπεία του, την πληρότητα του, την υγεία του μπορεί να την βρεί μόνο μέσα στον χώρο της εκκλησιαστικής κοινότητος, όπως εκφράζεται κυρίως στην Θ.Ευχαριστία, στον χώρο της φιλαδελφείας, στην οικογένεια=Εκκλησία οπου υπάρχει αληθινή θεραπεία μέσα από τις αγαπητικές σχέσεις που αναπτύσσονται.
Γι΄αυτό το σκοπό και μόνο χρειάζεται η ασκηση: Για να ανήκω στο Σώμα του Χριστού, που κοινωνούν τα πρόσωπα των αδελφών μεταξύ τους. Επειδή δεν μπορώ να ενωθώ με τους αδελφούς μου, επειδη είναι κάτι δύσκολο, γιατί εχω τον εγωισμό μου, θέλω την καλοπέραση μου, θέλω πάντα να βάζω τον εαυτό μου πάνω απ’ όλα, γι’ αυτό ασκούμαι.
Η ασκηση είναι το μέσον για να συναντήσω τον αδελφό μου. Δεν κάνω ασκηση ερήμην του Θεού και του αδελφού μου για να καταφέρω κάτι δικό μου.


Ας δούμε μερικά παραδείγματα από την καθημερινή μας ζωή:
Νηστεύουμε σκληρά, δεν τρώμε το λάδι πολλές φορές,
- αλλά δεν καταλαβαίνουμε τον σύντροφό μας, ζούμε στον κόσμο μας, δεν του δείχνουμε αγάπη και ενδιαφέρον, τον εχουμε στο περιθώριο
- δεν καταλαβαίνουμε τα παιδιά μας, δεν ακούμε τι μας λένε, δεν μπαίνουμε στη θέση τους, δεν σεβόμαστε το πρόσωπο τους, φερόμαστε αψυχολόγητα. Και κατά τα αλλα θεωρούμε ότι είμαστε εντάξει απέναντι στο Θεό, γιατί κάνουμε ασκηση, κάνουμε νηστεία.
Ομως το κριτήριο της ασκησης είναι η αγάπη. Ασκούμαστε για να αγαπήσουμε, για να μπούμε πιο πολύ μέσα στην Εκκλησία.
Ξέρετε είναι σχετικά εύκολο να ασκείσαι σωματικά, π.χ. να νηστεύεις, αλλά είναι πιο δύσκολο να κάνεις ασκηση στον εγωισμό σου, για να αγαπήσεις τον συνάνθρωπό σου.
Ολες οι ασκήσεις είναι πιο εύκολες από την αγάπη. Γιατί η αγάπη είναι η κατ’ εξοχήν ασκηση.
Στις άλλες ασκήσεις είναι μικρό το κόστος, το φαγητό, τα χρήματα, ο υπνος κ.λ.π. Στην αγάπη είναι μεγάλο το κόστος: Πρέπει να κάνεις την αποκεντρωση, να βγάλεις τον εαυτό σου από το κέντρο της καρδιάς σου, για να χωρέσει ο άλλος, ο συνάνθρωπος. Αυτή είναι η ασκηση, η αγάπη. Όλα τα αλλα μας βοηθούν στην αγάπη.
Υπακούω στην Εκκλησία και νηστεύω, σημαίνει μαθαίνω να αγαπάω περισσότερο. Γι’ αυτό και οι Πατέρες μας λένε ότι αυτά που εξοικονομούμε από τη νηστεία, θα πρέπει να πηγαίνουν στους φτωχούς, όχι στη τράπεζα.
Νηστεύω, κάνω ασκηση δηλαδή, για να ενωθώ με τους αδελφούς μου περισσότερο.
Με αυτές τις σκέψεις αγαπητοί μου θέλησα να σας πω ότι είναι ανάγκη τώρα που είναι Σαρακοστή, να μελετήσουμε και να προσευχηθούμε πολύ, ώστε να αποφύγουμε τις παρανοήσεις και η ασκηση μας να είναι ορθόδοξη, απαλλαγμένη από ξένα στοιχεία, από ιδιωτικές θεολογίες, από την αγνοια.

Διαφορετικά η ασκηση μας θα ειναι κουραστική, σκληρή, πικρή, αναποτελεσματική, αντιεκκλησιαστική, χωρίς χαρά, χωρίς ταπείνωση, χωρίς εμπνευση, χωρίς ελπίδα, χωρίς αγάπη,.
Όμως δεν είναι αυτό η Εκκλησία μας, δεν είναι αυτό η πίστη μας, δεν είναι αυτό, η παράδοση μας, δεν είναι αυτό οι Πατέρες μας, δεν είναι αυτό η ορθοδοξία μας.
Αντίθετα οι Αγιοι μας, οσο πιο σκληρή ασκηση εκαναν, τόσο πιο πολύ αγάπη εδειχναν, τόσο πιο πολύ επιεικείς ησαν, τόσο πιο πολύ χαρά ειχαν,γιατί ειχαν συλλάβει το νόημά της :
Ότι είναι μια εξάσκηση, προπόνηση, για να συναντήσει κάποιος τον αδελφό του, τον συνάνθρωπό του.
Σας ευχομαι καλή επιτυχία στην ασκηση σας, στην πορεία δηλαδή για την συνάντηση σας με τον Αναστημένο Χριστό.

Κυριακή Δ΄των Νηστειών




Αγαπητοί αδελφοί,

Η ζωή κάθε ανθρώπου είναι ένα ταξίδι μέσα σε αβέβαιο πέλαγος, στο οποίο συχνά εγείρονται τρικυμίες και τυφώνες. Τα εσώτερα πάθη και οι άλλες δοκιμασίες της ζωής ξεσπούν με βία επάνω στην ύπαρξή μας. Αδύναμοι άνθρωποι εμείς, κινδυνεύουμε να καταποντισθούμε και να συντριβούμε κάτω από την ορμή και τη μανία των κυμάτων. Άγκυρα σωτηρίας δυσκολοσύντριπτη είναι η ελπίδα. Αυτή μόνο, με τρόπο βέβαιο και ασφαλή μας κρατά δεμένους με τον Σωτήρα μας Ιησού Χριστό. Όσες καταιγίδες κι αν πέσουν επάνω μας θα μπορούμε μαζί με τον απόστολο Παύλο να λέμε: «τη γαρ ελπίδι εσώθημεν» (Ρωμ. 8,24).
Το τραγικό είναι ότι πολλοί άνθρωποι στηρίζουν τις ελπίδες τους σε πράγματα εντυπωσιακά μεν, αλλά ανθρώπινα και παροδικά. Σύντομα όμως απογοητεύονται και φθάνουν στην απόγνωση, που ισοδυναμεί με πνευματική αυτοκτονία. Αλίμονο σ’ εκείνον που χάνει το φως της ελπίδος· οδηγείται στην απώλεια. Η ζωή του γίνεται κόλαση μέσα στην οποία καθημερινά βασανίζεται και μαστιγώνεται από τη βία του κακού και της απελπισίας. Ο άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος στους «Ύμνους των θείων ερώτων» λέγει για εκείνους που ελπίζουν σε ανθρώπους: «Ουαί ψυχή τοις έχουσιν επ' άνθρωπον ελπίδας, ότι αυτός τεθνήξεται και συν αυτώ ελπίδες, και τότε ευρεθήσονται μη έχοντες ελπίδα».Οι ελπίδες μας που στρέφονται στους ανθρώπους δεν εκπληρώνονται πάντοτε. Άλλοι μας υπόσχονται και μας κοροϊδεύουν. Άλλοι δεν κατορθώνουν να επιτύχουν εκείνο που στοχεύουν. Τα πράγματα της ζωής είναι ασταθή και ευμετάβολα. Όνειρα απατηλά μένουν οι ελπίδες μας, «σκιας ασθενέστερα». Αυτό, γνωρίζουν καλύτερα από κάθε άλλο οι νέοι μας, που αγωνίζονται για να γίνουν κάτι στη ζωή, και στην πιο κρίσιμη ώρα της υλοποιήσεως των στόχων τους βρίσκουν τις πόρτες κλειστές. Αλλά κι εκείνοι που κείτονται στο κρεβάτι του πόνου καταπονημένοι από τη σταύρωση του πόνου τους, απελπισμένοι από τις υποσχέσεις της επιστήμης. Και όσοι είχαν στηρίξει σε ανθρώπους τις ελπίδες τους και δυστυχώς απογοητεύθηκαν. «Μη πεποίθατε επ' άρχοντας, επί υιούς ανθρώπων, οις ουκ έστι σωτηρία», βροντοφωνεί ο Δαβίδ (Ψαλμ. 145,3).
Πολύ διαφορετική από τις ανθρώπινες ελπίδες είναι η ελπίδα στο Χριστό. «Άγκυραν της ψυχής ασφαλή τε και βεβαίαν» την ονομάζει ο απόστολος Παύλος. Την παρομοιάζει με άνθρωπο που εισέρχεται «εις το εσώτερον του καταπετάσματος», στον τόπο όπου βρίσκεται, ο ίδιος ο Θεός. Με την ελπίδα ανοίγει ο πιστός τη θύρα της Βασιλείας του Θεού. Η ελπίδα είναι φως και δύναμη στον αγώνα κατά της αμαρτίας. Χωρίς την ελπίδα υπάρχει φόβος, δειλία και πνευματική ακαρπία στην ψυχή. Η ελπίδα αναδεικνύει το χριστιανό γενναίο, άτρομο και ισχυρό στην εχθρότητα των πονηρών ανθρώπων. Έτσι, μαζί με τον Ψαλμωδό μπορεί να λέγει: «επί τω Θεω ήλπισα, ου φοβηθήσομαι τι ποιήσει μοι άνθρωπος» (Ψαλμ. 55,12). Βλέπει τις πανουργίες των ανθρώπων του σκότους, παρακολουθεί τα διαβούλια τους, αντιλαμβάνεται τα σχέδιά τους, δεν πτοείται όμως, γιατί ελπίζει στις υποσχέσεις του Θεού. Αλήθεια, ποιός εμπιστεύθηκε τη ζωή του στο Θεό και διαψεύσθηκε; «Τις ένεπιστευσεν Κυρίω και κατησχύνθη;» (Σοφία Σειράχ 2,10).
Υπάρχουν πολλές ελπίδες στον άνθρωπο λογικές η παράλογες. Ελπίδες για υλικά πράγματα και ελπίδες για πνευματικά. Πάνω όμως απ' όλες τις ελπίδες πρέπει να στέκει η ελπίδα της αιώνιας ζωής. Η προσδοκία της μετά του Θεού συνδιαγωγής. Η προσμονή της πραγματοποιήσεως της υποσχέσεως του Θεού. Μ’ αυτή την ελπίδα υπομένουμε με καρτερία τις περιπέτειες της ζωής, υπερνικούμε τις δοκιμασίες, ανεχόμεθα τους πειρασμούς, διαμένουμε ως ξένοι και παρεπίδημοι στον παρόντα κόσμο. Ο Χριστός με την Ανάστασή του μας έδωσε τη ζωντανή ελπίδα «εις κληρονομίαν άφθαρτον και αμίαντον και αμάραντον, τετηρημένην εν ουρανοίς» Πέτρ. 1,4).
Η ελπίδα λοιπόν είναι απ' ευθείας επικοινωνία με το Θεό, αποτέλεσμα της οποίας είναι τα πολλά χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος. Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, στο λόγο του «Περί αγάπης», λέγει για την ελπίδα: «Κράτος αγάπης ελπίς, δι' αυτής γαρ τον της αγάπης μισθόν απεκδεχόμεθα. Ελπίς εστιν αδήλου πλούτου πλούτος· κόπων ανάπαυλα, αγάπης θύρα...».
Για να καλλιεργηθεί όμως η ελπίδα στην ψυχή απαιτείται ταπείνωση, μνήμη θανάτου, προσευχή και κυρίως αυτογνωσία. Ο Άγιος του αιώνος μας, Νεκτάριος ο θαυματουργός γράφει για την ελπίδα: «Μέγα όντως η έλπις και θείον δώρον! Διότι αύτη μόνη κρατύνει τα πάντα, καλλωπίζει τα πάντα, τελειοί τα πάντα, εξασφαλίζει τα πάντα και προάγει τα πάντα».
Ταλαιπωρείται ο άνθρωπος της εποχής μας από ψυχικές ασθένειες. Νιώθει το βάρος της απελπισίας να τον εξουθενώνει και να του κάνει μαρτύριο τη ζωή. Το τραγικό είναι ότι αφήνει αθεράπευτο το πάθος του να κατατρώγει την καρδιά του και να διαφθείρει την ψυχή του. Γι' αυτό σκοτάδι πυκνό έχει καλύψει το νου πολλών ανθρώπων. Γι' αυτό δεν υπάρχει πια σύνεση και ηθικό σθένος. Γιατί χάθηκε η ελπίδα που δίνει νόημα στη ζωή και προοπτική στην πορεία της ανθρωπότητος. Η διέξοδος από τον λαβύρινθο της απογνώσεως είναι μόνον η ελπίδα προς το Θεό.
Αγαπητοί αδελφοί, στις ώρες της καταιγίδας να μην απελπιζόμαστε. Έχουμε άγκυρα που θα μας κρατήσει δεμένους με την πέτρα της Πίστεως. Είναι ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός, η μοναδική μας ελπίδα και ασφάλεια.Αμήν

Στην κλίμακα των αρετών προηγείται η υπακοή στις Ευαγγελικές εντολές και έπονται οι υπόλοιπες


Την Τετάρτη Κυριακή των Νηστειών, μνήμην επιτελούμεν, Ιωάννου του Σιναΐτου, συγγραφέως της Κλίμακος.

Ο Άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης χριστιανοί μου, είναι ασκητικός συγγραφεύς του έκτου (6ου) αιώνος μετά Χριστόν. Είναι άγνωστον πού γεννήθηκε, αλλά εκοιμήθη οσίως γύρω στο πεντακόσια ενενήντα πέντε, μετά Χριστόν (595 μ.Χ.). Από πολύ μικρός ακολούθησε την καλογερική ζωή, και μάλιστα κάτω από την καθοδήγηση του γέροντός του, Αγίου Μαρτυρίου. Μετά την κοίμηση του γέροντός του ασκήτευσε σε μια σπηλιά, του όρους Σινά που απέχει δυο ώρες από το μοναστήρι της Αγίας Αικατερίνης. Μετά από σαράντα χρόνια σκληρής ασκήσεως στην έρημο, εξελέγη ηγούμενος της Ιεράς Μονής του Σινά. Η μνήμη του γιορτάζεται στις τριάντα Μαρτίου αλλά και την τετάρτη Κυριακή των Νηστειών.
Στο πρόσωπο αυτού του Οσίου ασκητού, συνδυάζεται η μεγάλη αγιότης, και η μεγάλη σοφία. Κι αυτό γιατί συνέγραψε ένα περίφημο βιβλίο που το ονόμασε «Κλίμακα» και στο οποίον η Εκκλησία έδωσε το όνομά του. «Κλίμαξ Ιωάννου του Σιναΐτου». Το βιβλίο αυτό έγινε το πιο προσφιλές και το πιο ωφέλιμο ανάγνωσμα, όχι μόνο στις τράπεζες και στα κελιά των μοναχών, αλλά και στα σπίτια των χριστιανών όλων των εποχών και μέχρι των ημερών μας. Ονομάστηκε «Κλίμαξ» επειδή ανεβάζει τον κάθε πιστό αγωνιζόμενο χριστιανό και τον μοναχό από τα χαμηλότερα σκαλοπάτια στα υψηλότερα των αρετών, μέχρι το τριακοστό, που είναι και το κεφάλαιο όλων των αρετών, δηλαδή την αγάπη.
Όποιος διαβάζει την Κλίμακα ωφελείται και πνευματικά οικοδομείται. Εκεί βλέπει τα χάλια του και την αμαρτωλότητά του, αλλά και τους πολλούς τρόπους με τους οποίους πρέπει να αγωνίζεται εναντίον του κακού.
Αρχίζει με την πράξιν της υπακοής στο θέλημα του Αγίου Θεού, τη μετάνοια, το πένθος και τα δάκρυα και καταλήγει στη θεωρία του Θεού.
Από τα χιλιάδες χιλιάδων βιβλία που κυκλοφορούν σήμερα, εννοώ τα Ορθόδοξα , και τα θεολογικά, για νάχουν σοφία και γνώση, από τα περισσότερα λείπει η πράξις και το βίωμα σαν ιερή πείρα, όπως λείπει και η μυστική βιωματική θεωρία. Είναι γεμάτα από γνωσιολογική θεώρηση, από γνώσεις ξερές, και διανοητικές έρευνες, όμως δεν στηρίζονται όλα αυτά στους προσωπικούς πνευματικούς αγώνες, ούτε και στην πάλη με τα πάθη και ιδιαίτερα με τα δαιμόνια. Λείπει από όλους μας, όπως και από τα βιβλία, λείπει η πράξις, λείπει το βίωμα. Δεν έχουμε βιώματα και ας κάνουμε ότι είμαστε χριστιανοί.

Στους λόγους «Περί των Αρετών», στο βιβλίο της Κλίμακος του Αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου, την πρώτη θέση την κατέχει η υπακοή. Η υπακοή που είναι το αντίδοτο της ανταρσίας και της πτώσεως των Πρωτοπλάστων. Είναι η μίμησις του Νέου Αδάμ, του Ιησού Χριστού, που εγένετο υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε Σταυρού. Είναι το σήκωμα του Σταυρού μέχρι το τέλος της ζωής μας αγόγγυστα. Γι’ αυτό και μας προσκαλεί και μας λέγει ο Κύριος γι’ αυτήν την υπακοή «όστις θέλει οπίσω μου ελθείν απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον Σταυρόν αυτού καθ’ ημέραν και ακολουθήτω μοι».
Η ελευθέρα υπακοή μέσα από τις Ευαγγελικές εντολές, την προσευχή και το πένθος, οδηγεί με ασφάλεια τον υπακούοντα χριστιανόν στην ταπείνωση, στο ταπεινό φρόνημα της ζωής, και από κει σιγά σιγά τον ανεβάζει στα ψηλότερα σκαλοπάτια της πνευματικής κλίμακος, δηλαδή στη σωτηρία. Αναλυτικότερα τον οδηγεί στην κάθαρση, και απ’ την κάθαρση στον φωτισμό, και απ’ τον φωτισμό στην θέωση.
Υπακοή όχι μόνον ο μοναχός στον γέροντά του, υπακοή και κάθε κοσμικός και κάθε λαϊκός χριστιανός στον πνευματικό του πατέρα, στον εξομολόγο, και δια μέσω αυτού στην Εκκλησία του Χριστού. Υπακοή στις εντολές του Ευαγγελίου. Υπακοή στους ιερούς κανόνες της Εκκλησίας. Υπακοή που βασίζεται στην απόλυτη ελευθερία του χριστιανού. Αν θέλεις κάνεις υπακοή. Αν δεν θέλεις, δεν κάνεις. Δεν σ’ έπιασε κανένας απ’ το λαιμό… Αν θέλεις εφαρμόζεις τις εντολές του Χριστού, και του Ευαγγελίου, αν πάλι δεν θέλεις, δεν ακούς κανέναν και κάνεις του κεφαλιού σου.

Εκτός της υπακοής, στην Κλίμακα γίνεται μια εκτενής αναφορά στις αρετές, που πρέπει να καλλιεργούνται, αλλά και στα πάθη που πρέπει να καταπολεμούνται, να καταστρέφονται, και να εξουδετερώνονται. Και τα μεν, και τα δε, να οδηγούν στην σωτηρία. Γι’ αυτό στις μεταξύ μας και στις μεταξύ σας πνευματικές συζητήσεις σας, το κεντρικό σημείο θα είναι πως θα καταπολεμήσομε τα διάφορα πάθη μας. Γι’ αυτό και θα ρωτάμε ο ένας στον άλλον, τι μας διδάσκει το Ευαγγέλιον, τι μας συμβουλεύει ο πνευματικός, τι ακούσαμε σήμερα και εχθές στο κήρυγμα, πως μας κατευθύνει η πείρα των Πατέρων της Εκκλησίας μας, τι μας λένε τα γεροντικά, τα συναξάρια, οι βίοι των Αγίων, ο Ευεργετινός; Ασφαλώς όλα μας διδάσκουν το καλό, όλα μας οδηγούν στο σωστό και όλα μας φωτίζουν. Έτσι μαζί με την βοήθεια του Θεού, χρειάζεται λέγει ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, και ο δικός μας κόπος και πόνος. Χρειάζεται ακόμα, άκρα πνευματική νηστεία στις αισθήσεις, εγκράτεια πολλή και προσευχή αδιάλειπτη. Αλλά ποιος κάνει προσευχή; Και μακροχρόνια σκληρή πάλη με τους λογισμούς, με τις σκέψεις μας, διότι από δω ξεκινάει το κακό. Από το νου και απ’ τις σκέψεις και απ’ τους λογισμούς δημιουργούνται αδυναμίες, τρέφονται τα πάθη, και δίνουμε την εξουσία στα δαιμόνια να μας κάνουν ότι θέλουν.
Προσοχή λοιπόν. Μπορεί ο διάβολος να μας βάλει να ασχοληθούμε με πνευματικά υψηλά θέματα. Έτσι δε βλέπομε τον διάβολο, με πόση ευκολία μετασχηματίζεται σε άγγελον φωτός, ούτε το πώς μέσα μας παρουσιάζει πολλούς από τους πονηρούς λογισμούς, σαν αγαθούς και αγγελικούς. Και δεν είναι λίγες φορές που μερικές αρετές τις κάνει να τις βλέπομε σαν κακίες ή σαν κάτι που είναι ακατόρθωτο γι’ αυτή τη ζωή, και άλλοτε πάλι άλλες κακίες ή να τις μειώνει τελείως ή να τις κάμει αγαθές.
Προσοχή λοιπόν, άλλο πράγμα η αμαρτία, και άλλο η προσβολή της αμαρτίας που δεν είναι αμαρτία. Άλλο πράγμα η αμέλεια και άλλο η ακηδία. Άλλο πράγμα το πάθος, και άλλο πράγμα η πτώσις στην αμαρτία, η πράξις της αμαρτίας. Άλλο πράγμα η ακαθαρσία του νου, και άλλο η βρωμιά στο στόμα. Γιατί από βρωμιά δυστυχώς έχομε πολλή στο στόμα. Άλλο η ασχήμια στις πέντε αισθήσεις, και άλλο πράγμα η κακία, η αδικία, η πονηρία, η σκληροκαρδία, η υπερηφάνεια, η κενοδοξία, ο εγωισμός, και όλα αυτά μέσα στις πράξεις, και τέλος άλλο πράγμα η βλασφημία στο νου, και άλλο στο στόμα. Διότι η βλασφημία στο νου δεν είναι αμαρτία, είναι ένας πόλεμος του διαβόλου, που σας τον κάνει είτε μέσα στην εκκλησία ή την ώρα που έρχεστε να κοινωνήσετε. Να τον περιφρονείτε τον διάβολο σε τέτοιες περιπτώσεις ζητώντας το έλεος του Θεού και να προσέρχεστε αφόβως στη Θεία Κοινωνία.

Αγώνας λοιπόν για το πώς θα θεραπεύσουμε τις κακές μας συνήθειες τις αδυναμίες και τα πάθη μας. Ο Θεός να μας λυπηθεί και να μας ελεήσει. Γιατί μόνον το έλεος του Θεού θα φέρει τον φωτισμό και την Θεία Χάρη. Και ο φωτισμός φέρνει την πράξη, την καλή προσπάθεια και τον καλόν καθημερινό αγώνα. Και ο πνευματικός αγώνας θα αυξήσει την υπομονή μας στις θλίψεις, θα αυξήσει την αγάπη μας, την ενεργουμένη αγάπη μας, ακόμα και προς τους εχθρούς μας, θα μας δώσει την δυνατότητα να είναι απλόχερη η ελεημοσύνη και η φιλανθρωπία, να καλλιεργηθούν τα δάκρυα και η μετάνοια, το πένθος και η μνήμη του θανάτου.
Απ’ όλα όσα είπαμε φαίνεται πολύ καθαρά ότι λείπει απ’ όλους μας η πράξις, η αγία πείρα, και προπαντός και ιδιαιτέρως η μυστική εμπειρία της θείας τροφής. Μας λείπει ακόμα απ’ όλους μας η ταπείνωσις. Δεν έχουμε ταπείνωση και μη ξεροβήχετε. Δεν έχουμε ταπείνωση. Είμεθα πτωχοί, γυμνοί, πάμπτωχοι και έρημοι από κάθε αρετή, γι’ αυτό και ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος φωνάζει, το φωνάζει στην προσευχή του και το λέει ότι «Χριστέ μου ποτέ δεν νήστεψα, ποτέ δεν αγρύπνησα», - σαράντα χρόνια στην έρημο - , «ποτέ δεν προσευχήθηκα όσο έπρεπε, ποτέ δεν εγκρατεύτηκα όπως έπρεπε, ποτέ δεν εμελέτησα όσο θα ήθελε η ψυχή μου τον λόγον του Θεού και σπάνια βρέθηκα έτοιμος για Λατρεία και Θεία Κοινωνία». Θέλετε να το επαναλάβω το τελευταίο; Να το ξαναπώ. «Και σπάνια βρέθηκα έτοιμος για Λατρεία και Θεία Κοινωνία». Εκείνος που ήταν Άγιος έκαμε μια φορά δέκα χρόνια για να κοινωνήσει. Και τα βέβαια αυτά τα «ποτέ», «ποτέ», «ποτέ» του Αγίου, δεν τελειώνουν, καλόν είναι να διαβάζετε λίγο και την Αγία Κλίμακα, ιδίως την Μεγάλη Σαρακοστή. «Αλλά όμως εγώ», συνεχίζει ο Άγιος, «γονάτισα, έκλαυσα, ταπεινώθηκα, και έσωσέ με ο Κύριος, με έσωσε το έλεός Του».
Τα πένθιμα δάκρυα και η συντριβή της καρδιάς, δεν είναι μόνον ωφέλιμα αλλά είναι και λυτρωτικά, τα δάκρυα καθαρίζουν, η ταπείνωσις ανορθώνει, η πράξις των αρετών μας βοηθούν, αλλά μόνον ο Θεός σώζει. Δεν σώζουν οι παπάδες και οι δεσποτάδες. Ο Θεός σώζει, ο Θεός σώζει. Και σώζει ο Θεός όταν είμαστε μέσα στο σώμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας και όχι έξω απ’ αυτήν. Όταν είμαστε τα σωστά και γνήσια παιδιά της Ορθοδόξου Εκκλησίας.

Η λυτρωτική Θυσία του Ιησού Χριστού αδελφοί μου, μας σώζει δωρεάν αλλά ζητά και την προαίρεσή μας, τη θέλησή μας, θέλει την συγκατάθεσή μας. Και αν πούμε «ναι θέλω να σωθώ» Εκείνος τότε θα μας απαντήσει «τήρησον τας εντολάς». Και ο θείος φωτισμός θα έλθει και δύναμις θα μας δοθεί, ώστε οι δωρεές να τηρηθούν, οι αρετές να καλλιεργηθούν και η συμμετοχή στα Πανάγια σωστικά μυστήρια να πραγματοποιηθεί κατά τον καλύτερο και σωστικό τρόπο.

Και κλείνουμε χριστιανοί μου με τις λυτρωτικές κραυγές του Αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου. Λυτρωτικές κραυγές, τις φώναζε δυνατά. Και δεν τις άκουγε αυτές τις κραυγές μόνον η έρημος, αλλά και ο ουρανός, και η άμμος, και τα βράχια και ό,τι άλλο έχει η έρημος του Σινά.
«Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός ημών, φώτισον ημάς τω θείω Σου φωτί, φώτισον ημάς δια του ζώντος ύδατος, θρέψον ημάς διά του Παναγίου Σώματός Σου, χειραγώγησον ημάς δια των θείων Σου αρετών, οδήγησον ημάς εν τη τρίβω των εντολών Σου, Κύριε σώσον ημάς, απολλύμεθα».

Και στη δική του φωνή και κραυγή χριστιανοί μου, προσθέτουμε και μεις ταπεινά, την δική μας κραυγή, τη δική μου ιερατική φωνή από καρδίας βγαλμένη.
«Κύριε ο Θεός ημών, σώσον τον λαόν Σου και ευλόγησον την κληρονομίαν Σου»,

Αμήν.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...