Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Απριλίου 09, 2011

Ο Νεομάρτυς Δήμος ο αλιεύς(+10 Απριλίου)

Tη θεοΐδρυτη άγια μας Εκκλησία μετά τον Θεό κοσμούν καί στηρίζουν στους αιώνες τα αίματα και οι ευχές ιών ανωνύμων καί επωνύμων αγίων Της.Tών μαρτύρων του σταδίου και των μαρτύ­ρων της συνειδήσεως. Οι μάρτυρες του σταδίου κατέθεσαν την πίστη καί την άγάπη τους προς τον Θεό ενώπιον των ισχυρών, των τυράννων καί των απίστων, καί υπέγραψαν αυτή την κατάθεση με το αίμα τους το τίμιο. Ανάμεσα σ' αυτό το νέφος των μαρτύρων ξεχωρίζουν εκείνοι πού άθλησαν μετά την άλωση της Κωνσταντι­νουπόλεως, στα ζοφερά χρόνια της Τουρκοκρατίας, καί πλήρωσαν με τη ζωή τους την άρνηση τους να προδώσουν το πρόσωπο του Χρίστου. Αυτή ή άθληση τους ενδυ­νάμωσε τους ασθενείς στην πίστη καί προσέφερε ανεκτίμητες υπηρεσίες στο χριστεπώνυμο πλήρωμα, πού έβλεπε να επανα­λαμβάνονται στίς ημέρες τους οι άθλοι παλαιών μαρτύρων. Οι νεομάρτυρες προέβαλαν την ευγενέστερη για την Όρθοδοξία καί απ οτελεσματικότερη αντίσταση στο μισόχριστο δυνάστη, χωρίς άλλα θύματα εκτός από τον ίδιο τον εαυτό τους.
undefined
Ό άγιος νεομάρτυς Δήμος ό άλιεύς υπήρξε πρότυπο άπλοϊκού ανθρώπου με βαθιά πίστη, πού τον οδήγησε στην εκούσια θυσιαστική προσφορά καί την ένδοξη άθληση. Καταγόταν από τά μέρη της Αδριανουπόλεως καί εξασκούσε το επάγγελμα του αλιέως στα ιχθυοτροφεία της Σμύρνης. Ή εργασία του δμως δέν απέδιδε οικονομικά οφέλη καί ό εικοσιπεντάχρονος νεαρός δύσκολα τα έβγαζε πέρα. Το αφεντικό του ήταν Τούρκος καί παρά τίς προσφερόμενες σ' αυτόν υπηρεσίες- έμενε πάντα χρε­ωμένος. Έτσι, όταν αγόρασε το ιχθυοτροφείο άλλος Τούρκος, ο Δήμος έκρινε ασύμφορη τη συνεργασία μαζί του καί απομα­κρύνθηκε. Αυτή 'ομως ή άρνηση συνεργασίας μαζί του ανταμεί­φθηκε με τη συκοφαντική δυσφήμιση του ότι τάχα είχε ορκισθεί ότι θα άλλαξοπιστήσει, πώς θα γίνει δηλαδή μωαμεθανός. Μάζεψε δε καί αρκετούς ψευδομάρτυρες, για να γίνει περισσότερο πιστευτός, καί μαζί με αυτούς οδήγησε τον Δήμο στον Κριτή. Έκεΐ ό νεαρός μάρτυρας με παρρησία καί θάρρος πού αντλούσε από τον Χριστό μας, πού έλεγε δτι καί όταν ακόμη σας παρα­δώσουν ενώπιον βασιλέων καί ηγεμόνων «μη προμελετάν τί άπολογηθηναι· εγώ δώσω ύμιν στόμα καί σοφίαν» (Λουκ. κα' 14), ομολόγησε την πίστη του στον Χριστό καί την απόφαση του να χύσει ακόμη καί το αίμα του για την αγάπη Του. Αυτή ή θαρραλέα απάντη­ση του ήταν το έναυσμα του μαρτυρίου του Δήμου, πού το ύπέμεινε με καρτερία ανείπωτη. Τον φυλάκισαν καί του έσφιξαν τα πόδια σ' ένα κούτσουρο γεμάτο αιχμη­
ρά αντικείμενα, για να του αυξήσουν τον πόνο. Δεν στάθηκαν όμως τα βασανιστή­ρια ικανά να μειώσουν τη δύναμη της πί­στεως του άλιέως, πού είχε καί τη συμπα­ράσταση ενός χριστιανού από τη Λέρνη,τακτικού έπισκέπτου του στίς δύσκολες αυτές στιγμές της ζωής του. "Ετσι στο και­νό έπεφταν κάθε τόσο καί οί κολακείες καί οι υποσχέσεις του Κριτή για ζωή τρυφηλή καί ωραία αν άλλαξοπιστοϋσε, ακόμη καί οί απειλές του για περισσότερα καί επώ­δυνα βασανιστήρια. Ό αποκεφαλισμός του δεν άργησε να ακο­λουθήσει καί πραγματοποιήθηκε στίς 10 Απριλίου του έτους 1763.                           
Οί χριστιανοί της περιοχής, αφού πλήρωσαν τους δήμιους, πήραν το μαρτυρικό λείψανο καί το έθαψαν στο ναό του Αγίου Γεωργίου. Ό Χριστός μας, για να τιμήσει τον μάρτυρα, τον κα­τέστησε πηγή θαυμάτων αστείρευτη. Ετσι πτωχού πληγωμένου ράφτη το δάκτυλο θεράπευσε, την ασθένεια οφθαλμών γυναικός ίάτρευσε καί την κεφαλαλγία ταπεινού ίκέτου του άπεμάκρυνε. Τρία χρόνια μετά το ηρωικό μαρτύριο του νεομάρτυρα Δή­μου έγινε ή άνακομιδή των τιμίων λειψάνων του. Κατά την ώρα της έκταφής αυτά απέπνεαν άρρητη ευωδιά, πού έκανε όλους τους παρευρισκομένους να θαυμάσουν καί να αναφωνήσουν: «Τίς Θεός μέγας ως ό Θεός ημών»! Ό ιερομόναχος Ματθαίος ό Χίος, πού βοήθησε στην άνακομιδή, πήγε μετά σε κάποια συνοι­κία της Σμύρνης, πού έμεναν πολλοί συμπατριώτες του. Ένας από αυτούς αισθανόταν γλυκύτατη ευωδιά να εξέρχεται από τα ράσα του. Στήν ερώτηση του, απάντησε ότι τα λείψανα του νεομάρτυρος εύωδίαζαν καί ή άϋλη καί άρρητη αυτή ευωδιά μετα­φέρθηκε καί στα ενδύματα του για πιστοποίηση του θαυμαστού αυτού γεγονότος, πού τιμά τον αθλητή Δήμο καί δοξάζει το με­γάλο αθλοθέτη Χριστό. 
Του Δρος Χαραλάμπους Μπούσια -Υμνογράφου

Κράτησε μας για να μην πέσουμε ξανά!(Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς)

_
«ο δοκών εστάναι, βλεπέτω μην πέση!»
Ο απόστολος ο οποίος δίνει τέτοια συμβουλή γνώριζε τέλεια την ανθρώπινη φύση και όλες τις αδυναμίες της.

Η εμπειρία αυτή επιβεβαιώνεται μέρα με τη μέρα: μόλις ένας άνθρωπος βγει από τη λάσπη της αμαρτίας και ανορθωθεί, αμφιταλαντεύεται και πέφτει ξανά. Μόλις θεραπευτεί από την αμαρτία της γαστριμαργίας, πέφτει στο πάθος της κενοδοξίας. Ή μόλις εκτείνει το χέρι του για να ελεήσει κάποιο φτωχό, η υπερηφάνεια τον ρίχνει στην άλλη πλευρά. Ή μόλις πάρει την καλή συνήθεια να προσεύχεται, ανοίγει το στόμα του διάπλατο για να υποτιμήσει εκείνους που δεν είναι συνηθισμένοι ακόμη στη προσευχή. Ή μόλις νιώσει ότι το Πνεύμα του Θεού τον καθοδηγεί στο μονοπάτι της σωτηρίας, αμέσως τοποθετείται ως δάσκαλος προς όλους μέχρι που, δυστυχώς, με τη στάση αυτή διώχνει εντελώς το Πνεύμα από μέσα του.
Όταν ο Κύριος προφήτευσε στους μαθητές του ότι όλοι επρόκειτο να Τον αρνηθούν και να σκορπίσουν από κοντά Του, ο Πέτρος τότε, βέβαιος για τη σταθερότητα του, φώναξε: «Ει πάντες σκανδαλισθήονται εν σοι, εγώ ουδέποτε σκανδαλισθήσομαι (Ματ. 26:33). Ο Κύριος, διακρίνοντας μέσα την καρδιά του Πέτρου και βλέποντας τον ήδη να έχει πέσει σε αυταπάτη και υπερηφάνεια, του απάντησε: «..έν ταύτη τη νυκτί πριν αλέκτορα φωνήσαι τρις απαρνήση με» (Ματθ. 26:34).
Όταν μια τέτοια πτώση συνέβη στον απόστολο, ο οποίος ζούσε τόσο κοντά στον Κύριο, γιατί δεν θα συνέβαινε και σε εμάς; Αυτός, αδελφοί μου, είναι ο λόγος που όταν σηκωνόμαστε μετά από κάποια αμαρτία και φεύγουμε μακριά και ανορθωνόμαστε, πρέπει να αποδίδουμε το γεγονός στη δύναμη και το έλεος του Θεού και όχι στους εαυτούς μας· θα πρέπει άγρυπνα να προστατεύουμε τους εαυτούς μας και να ικετεύουμε το Θεό να μην πέσουμε ξανά, είτε στη μία, είτε στην άλλη πλευρά, αλλά να βαδίζουμε την ορθή οδό του Κυρίου.
Ω, Παντεπόπτα Κύριε, βοήθησε μας να σταθούμε ορθοί ενώπιον Σου με τη χάρη του Πνεύματός Σου· κι όταν έχουμε ανορθωθεί, κράτησε μας για να μην πέσουμε ξανά.

(«Πρόλογος της Οχρίδας»-Ιανουάριος, εκδ. Άθως)

ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ


Ο τόπος μου, η Αφρική είναι ένα κομμάτι της Δημιουργίας. Φτιάχτηκε από τον ίδιο Θεό που δημιούργησε κι εσάς. Το Πνεύμα Του, όπως και στα μέρη σας, έφτιαξε ανθρώπους που μιλούν, που συνομιλούν, που επικοινωνούν με τις δικές τους γλώσσες, τους δικούς τους κώδικες, διαφορετικούς από τους δικούς σας. Ανθρώπους που γελούν, που κλαίνε που αγωνιούν, που εκφράζουν τα συναισθηματά τους με το λόγο, την μουσική, το χορό, τη ζωγραφική με όλα αυτά που ονομάζετε τέχνη. Ανθρώπους που οργανώθηκαν απ’αρχής σε ομάδες με τις δικές τους νόρμες, με τις δικές τους ηθικές αξίες – και με αμέριστο σεβασμό προς αυτές- ανθρώπους που δημιούργησαν κοινωνίες. Ανθρώπους που σκέφτονται, που διαλογίζονται, που έχουν στάση ζωής, ανθρώπους με φιλοσοφία. Ανθρώπους που διαφύλαξαν και μετέδωσαν τα βιώματα και τις κατακτησεις των προγόνων τους από στόμα σε στόμα, από γενιά σε γενιά, με σεβασμό, συναίσθηση ευθύνης και ευλάβεια. Ανθρώπους που δημιούργησαν παράδοση. Διαφορετικούς από τους δικούς σας, αλλά πάντως πολιτισμούς. Ανθρώπους που πίστεψαν βαθιά σε Θεό Πατέρα, Δημιουργό και που εξέφρασαν την πίστη τους με τον δικό τους τρόπο, μέσα από τελετές-φορείς και εκφραστές του δικού τους ψυχικού κόσμου, των συναισθημάτων και των βιωμάτων τους. Ανθρώπους δηλαδή που λάτρεψαν το θείο, που «λειτούργησαν» το θείο που «προσέφεραν», που θυσίασαν, που εξάγνισαν και εξαγνίστηκαν μέσα από αυτές. Ανθρώπους που εναγώνια αναζήτησαν την αλήθεια την από καταβολής κόσμου κεκρυμμένη, έχοντας «την σεβάσμιον έννοιαν φυσικώς αυτοίς ενυπάρχουσαν»
. Πρόδρομοι και αυτοί, της αποκάλυψης που έμελλε να δοθεί, «έργω χριστιανοί»
όπως ο Ιουστίνος, ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς και ο Ευσέβιος Καισαρίας θεώρησαν ότι οι Έλλημες έλαβαν «εναύσματα τινά του λόγου του θεού» .
Μέσα σ’ αυτούς τους ανθρώπους, μέσα σε όλα αυτά τα έργα τους, πνοή Θεού. Η δόξα Του, οι άκτιστες ενέργειές Του που αγκαλιάζουν κάθε μορφή ζωής και ύπαρξης και «εν παντί έθνει ο φοβούμενος αυτόν και εργαζόμενος δικαιοσύνην δεκτός αυτώ εστί» .

Επισκόπου Νιγηρίας Αλεξάνδρου:Αποσπασμα απο εισήγηση στο Διεθνές Συνέδριο «Εκκλησία και Πολιτισμός»

Το πρωτείο της εσχατιάς όχι της εξουσίας

undefined
Κυριακή Ε΄Νηστειών
Στο σημερινό ευαγγέλιο ο Κύριος Βρίσκεται στο δρόμο για τα Ιεροσόλυμα μαζί με τους Δώδεκα. Η πορεία αυτή έχει προορισμό το πάθος και τον σταυρικό θάνατο. Μέσα από την οδύνη του θανάτου του σταυρού, θα ανοίξει για τον άνθρωπο τον δρόμο για την άνω Ιερουσαλήμ, την αιώνια Βασιλεία Του, την οποία ετοίμασε γι’ αυτόν «από καταβολής κόσμου» και την
οποία αυτός έκλεισε, γιατί διέκοψε την άγαπητική σχέση και κοινωνία του με τον Θεό και έζησε αυτόνομα.
Ο Χριστός, όπως σημειώνει το ευαγγέλιο, «ην προάγων αυτούς», δηλαδή προχωρούσε με προθυμία μπροστά από τους μαθητές Του. Δε δίσταζε να θυσιαστεί, αφού αυτό ήταν το θέλημα του Πατέρα Του και επομένως και δικό του. Όχι μόνο ως Θεός το ήθελε, αλλά και ως άνθρωπος «παραδόθηκε σ’ αυτό για την «υηερβάλλουσαν αγάπην» Του (Εφ. 3, 19) προς τον άνθρωπο, που θέλησε να σώσει. Για μας «εκένωσεν εαυτόν μορφήν δούλου λαβών», γι’ αυτό δεν θα παραιτηθεί καθόλου να θυσιάσει τη ζωή Του «Ίνα σώση ον έπλασεν άνθρωπον». Η πλήρης εκτέλεση του θελήματος του Πατέρα, θα είναι η ακατανίκητη δύναμή Του, με την οποία θα καταβάλει τον θάνατο μας και θα τον μεταποιήσει σε ζωή αθάνατη και θα βασιλεύσει σ’ ολόκληρη την Οικουμένη.

Προετοιμάζει τους Μαθητές
Για όσα πρόκειται να συμβούν, ο Χριστός προετοιμάζει τους Μαθητές Του. Πρέπει να μάθουν, ότι «εκών πάσχει». Το θέλει ο ίδιος, δεν του το επιβάλλουν. Δεν του επέβαλαν οι εχθροί το πάθος και από αδυναμία τάχα το δέχθηκε. Είναι δική του επιλογή και προτίμηση. Και αυτό είναι δύναμις. Αν ήθελε μπορούσε να το αποφύγει. Έτσι, όταν οι Μαθητές τον δουν να πάσχει και να ωδινάται ως άνθρωπος, να μη σκανδαλισθούν και να μη κλονισθεί η πίστη τους στη θεότητά του. Αλλά και για να μάθουν να κάνουν δική τους την «όδόν Κυρίου».
Ανακοινώνοντας λοιπόν «τα μέλλοντα αιτώ συμβαίνειν», λέγει στους Δώδεκα: Τώρα, που ανεβαίνουμε στα Ιεροσόλυμα, ο «υιός του ανθρώπου» θα παραδοθεί στους αρχιερείς και τους γραμματείς, θα τον καταδικάσουν σε θάνατο και στη συνέχεια θα τον παραδώσουν στους ειδωλολάτρες Ρωμαίους στρατιώτες να τον θανατώσουν, αφού προηγουμένως τον εμπαίξουν, τον μαστιγώσουν και τον φτύσουν. Με αυτά τα φοβερά βάσανα θα επαυξήσουν τον πόνο του μαρτυρίου του. Μετά όμως τα λυπηρά θα έρθει και η χαρά η μεγάλη, όταν «τη τρίτη ημέρα αναστήσεται». Αυτή είναι η «οδός Κυρίου». Είναι πέραν από κάθε λογική και αίσθηση, «εκτός των ορίων του κόσμου τούτου», ενός μυστηρίου υπερκόσμιου. Δεν επαρκεί ο νους του «πεπτωκότος ανθρώπου» να εννοήσει το μυστήριο, ότι για να φθάσουμε στην αθάνατη ζωή, πρέπει να περάσουμε μέσα από τον θάνατο της αμαρτίας, γιατί αυτή έφερε τον θάνατο και πρέπει να θανατωθεί. Είναι το μυστήριο το απόρρητο του Υιού του ανθρώπου, το «δει Αυτόν πολλά παθείν και εισελθείν εις την δόξαν Αυτού». Της «δόξης» προηγείται το «παθείν», για να θεραπεύσει με τον θάνατο του σταυρού, τον θάνατο της αμαρτίας μας και να τον μεταποιήσει σε ζωή αιώνιο. Γι’ αυτό και «έξω της πύλης» έπαθε. Έξω της επίγειας Ιερουσαλήμ, δηλαδή της νοοτροπίας του πεπτωκότος κόσμου, που δεν μπορεί να καταλάβει το Χριστό. Η οδός του Χριστού είναι οδός ταπείνωσης, αδοξίας, έ­σχατης κένωσης, σταυρού, θανάτου και ταφής, αλλά απαλλαγμένης από κάθε αμαρτία, πάνω στην οποία θα βασιλεύσει με την αναμαρτησία του. Γι’ αυτό είναι και οδός νίκης και δόξης και χαράς και θριάμβου πάνω στο θάνατο και αναστάσεως του ανθρώπου. Ο Χριστός θα εγκαινιάσει πρώτος την οδό αυτή, γιατί θα γίνει «πρωτότοκος των νεκρών», της «καινής κτίσεως», που θα ανέλθει στον ουρανό, τον οποίο έκλεισε η αμαρτία της παραβάσεως μας. Και η θέση αυτή θα είναι για όλους, που θα ακολουθούσουν την «οδόν Κυρίου» και θα αναδειχθούν νικητές της αμαρτίας.

Η «οδός» των Μαθητών
Οι Μαθητές άκουσαν από τον θείο Διδάσκαλο τα μεγάλα και φοβερά για τα πάθη και τον θάνατό Του. Μετά απ’ αυτά θα περίμενε κανείς να αυξήσουν την προς Αυτόν αγάπη τους και τον άγιο πόθο τους, ώστε να εκφράσουν την επιθυμία να μετάσχουν στα παθήματά Του «συμμορφούμενοι τω θανάτω αυτού» (Φιλιπ. 3, 10). Βέβαια αυτό δεν ήταν και εύκολο επίτευγμα. Μπορεί να ήταν «πρόθυμο το πνεύμα, αλλ’ η σαρξ ασθενής» για θυσίες. Για να αναχθούν από τα γήινα στα επουράνια, από τα αισθητά στα «υπέρ αίσθησιν», έπρεπε να κάνουν θυσίες. Ήταν αναγκαία η αυταπάρνηση, αλλά και η αφοσίωση και η αγάπη «εξ όλης ψυχής και καρδίας» στον Χριστό. Γι’ αυτή την αλλαγή δεν επαρκούσαν οι δικές τους δυνάμεις. Χρειάζονταν τη Βοήθεια της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος, για να «διανοιχθούν οι οφθαλμοί» της διανοίας των, που ακόμη δεν επιφοίτησε. Γι’ αυτό και για τέτοιες αναγωγές από τα αισθητά στα πνευματικά, οι Μαθητές «ήσαν έτι νωθείς» (= βραδυκίνητοι) όπως λέγει και ο υμνογράφος.
Τουλάχιστον ας έδειχναν κάποια κατανόηση στο δάσκαλο Τους, ας σιωπούσαν τη στιγμή που αυτός ξεκινούσε την οδό του μαρτυρίου, για να δώσει την «ψυχήν του λύτρο αντί πολλών». Δυστυχώς δεν έδειξαν ούτε την ελάχιστη κατανόηση, γιατί δεν διέθεταν ταπείνωση, πνεύμα θυσίας και αγάπης. Ήσαν υποταγμένοι στο πνεύμα αυτού του κόσμου.
Για να επέλθει μεταστροφή προς την άνω Ιερουσαλήμ, δηλαδή ανάσταση, πρέπει να προηγηθεί το «δει αυτούς πολλά παθείν», όταν θα ακολουθήσουν την «όδόν Κυρίου». Τώρα οι επιθυμίες τους βρίσκονται εκτός της «οδού των θείων διδαγμάτων». Προχωρούν «με το πλοίον της οιήσεως» (Ιωάννης της Κλίμακος). Είναι δούλοι του πάθους της φιλαυτίας και της μεγαλαυχίας. Θέλουν να γίνουν μεγάλοι και πρώτοι. Όχι άπλα δεν θέλουν να πάθουν για τους άλλους, αλλ’ ούτε και για τη δική τους σωτηρία. Θέλουν να επιβάλλονται στους άλλους και να πάσχουν οι άλλοι γι’ αυτούς. Ζητούν τα μεγαλεία του κόσμου, γιατί «φρονούν τα επίγεια». Γι’ αυτό και μετά τις φοβερές αποκαλύψεις του Κυρίου, ότι θα παραδοθεί, θα εμπαιχθεί, θα μαστιγωθεί, θα σταυρωθεί, θα πεθάνει, ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης, που κινούνταν από το πάθος της υπερηφάνειας και υπεροψίας έναντι των άλλων Μαθητών, ζητούν πρωτοκαθεδρίες, για να ικανοποιήσουν το πάθος της φιλοπρωτίας και της κενοδοξίας τους. Αλλά και οι υπόλοιποι αγανακτούν γι’ αυτούς, γιατί κι’ αυτοί ήσαν δούλοι στα ίδια πάθη. Πόθος της καρδιάς τους ήταν η εξουσία και η δύναμη του κόσμου. Φαντάζονται τη Βασιλεία του Χριστού και τη δόξα Του να εγκαθίστανται στα Ιεροσόλυμα με τρόπο αισθητό, όπως και οι βασιλείες των διαφόρων εθνών. Γι’ αυτό και ζητούν συμμετοχή στην εξουσία και μάλιστα τις δυό πρώτες θέσεις δεξιά και αριστερά Του. Ήθελαν να απολαύσουν τις τιμές και τις δόξες του κόσμου και να υπηρετούνται από όλους, αφού όλοι οι άλλοι θα εξουσιάζονταν απ’ αυτούς. Έτσι θα συναριθμούνταν μεταξύ των μεγάλων. [...]

«Ο μέγας και ο πρώτος»
Οι Μαθητές ποθούσαν την εξουσία, για να θεωρούνται μεγάλοι και πρώτοι μεταξύ των ανθρώπων. Ήταν κι αυτός ο πόθος αποτέλεσμα της υπερηφάνειας του πεπτωκότος ανθρώπου, που έφερε το θάνατο στο ανθρώπινο γένος. Από την υπερηφάνεια προέρχεται η κενοδοξία, που είναι η συγκεκριμένη αμαρτία στην περίπτωση αυτή των Μαθητών, δηλαδή η αγάπη και η προσπάθεια του ανθρώπου να δοξασθεί, όχι για σπουδαία κατορθώματά του, αλλά για μηδαμινά και μάταια πράγματα. Το σκοτάδι του πάθους αυτού, που καλύπτει τον νου, είναι τόσο πυκνό, που να μην είναι σε θέση να «δει» το «Βάθος και το ύψος» του Σταυρού του Χριστού, για να μπορέσει να σωθεί.
Ο Χριστός υποδεικνύει στους Μαθητές τον τρόπο απαλλαγής από το πάθος. Και, όπως λένε οι Πατέρες, τα πάθη θεραπεύονται «διά των εναντίων αρετών». Το πάθος π.χ. της υπερηφάνειας και της κενοδοξίας θεραπεύεται με την ταπεινοφροσύνη, με την επιλογή της εσχατιάς, της αυτοεξουδένωσης ενώπιον του Θεού. Και αυτό βέβαια να γίνεται, όχι με τρόπο γενικό και αυτόνομο, για την αρετή και μόνο, αλλά «ένεκεν εμού», «διά τον εμόν λόγον», για την αγάπη του Κυρίου μας, που «έπαθεν υπέρ ημών εκουσίως» (=με τη θέλησή του).
Η οδός λοιπόν που πρέπει να ακολουθήσουν οι Μαθητές και όσοι επιθυμούν τη σωτηρία τους, είναι η νέκρωση της επιθυμίας του πρωτείου και του μεγαλείου, όπως τα φαντάζονται. Και αντ ’ αυτής να επιδιώξουν να γίνουν δούλοι και διάκονοι όλων. Όσο πιό πολύ κατεβαίνει κανείς, τόσο ανυψώνεται. Όσο πιό πολύ νεκρούται τόσο πιό πολύ ανίσταται. Συνανίσταται με τον Χριστό, αφού προηγήθηκε η συσταύρωση και η συννέκρωση με Αυτόν.
Αυτή είναι η γνώση του Θεού. Γνωρίζουμε το Χριστό, όχι σαρκικά, διανοητικά, αλλά με την εμπειρία της θυσίας των «θελημάτων και επιθυμιών της σαρκός», «συσταυρούμενοι και συναποθνήσκοντες» με Αυτόν. Ένα δε από τα πολλά αμαρτήματα και πάθη είναι και αυτό της φιλοπρωτίας και φιλαρχίας. «Μη ομοιούσθε τοις έθνεσιν εις το κατάρχειν (=στο να εξουσιάζετε) των ελαχιστοτέρων», έλεγε ο Χριστός. Αντίθετα μας καλεί να ανεχόμαστε όλους και να υπηρετούμε όλους. Επομένως οι θέσεις «εκ δεξιών και εξ ευωνύμων» δεν θα δοθούν κατά προτίμηση, αλλά τοις «αγωνισαμένοις και νικήσασι». Σε κείνους που θα διαγράψουν τους εαυτούς τους για τον κόσμο αυτό, που θα νικήσουν την υπεροψία και θα κατεβούν πιό πολύ στην ταπείνωση, την εσχατιά, τη θυσία, που θα άρουν τον σταυρό της μεγαλύτερης ταπείνωσης και της αγάπης, που θα γίνουν «έρημοι παθών». Δεν θα προτιμούν τους θρόνους, αλλά το λέντιο του δούλου, που θα πλένει τα πόδια όλων. Ακόμη δε και να είναι πρόθυμοι να πεθάνουν, για να σωθούν οι άλλοι. Αυτό είναι το «μείζον», το πρωτείο, το μεγαλείο. Αυτό πλέον είναι ανάσταση, γιατί σ’ αυτόν καταργήθηκε ο θάνατος της φιλαυτίας.
Αυτή η διακονία και η συγκατάβαση είναι ύψωση και δόξα. Έτσι μπορούμε να έχουμε μερίδα στη Βασιλεία του Χριστού.[...]
(Παύλου Μουκταρούδη, θεολόγου, «Διήρχετο διά των σπορίμων», τ. Β΄-αποσπάσματα, εκδ. Ι.Μ.Λεμεσού)

Η μετάνοια της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας

πηγή: Μητρόπολη Νέας Σμύρνης
Η ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΤΗΣ ΟΣΙΑΣ ΜΑΡΙΑΣ ΤΗΣ ΑΙΓΥΠΤΙΑΣ
Ἁγίου Σωφρονίου Ἀρχιεπισκόπου Ἱεροσολύμων
1. Ἡ Ὁσία διηγεῖται τή ζωή της
Ὅταν ἔφθασε ἡ ἁγία ἑορτή τῆς Ὑψώσεως τοῦ Σταυροῦ, ἐγώ, καθώς καί πρωτύτερα, γύριζα συλλαμβάνοντας ψυχές νέων. Ἔβλεπα ὅμως ἀπό πολύ πρωί νά τρέχουν ὅλοι στήν Ἐκκλησία καί πηγαίνω κι ἐγώ τρέχοντας μαζί μέ τούς ἄλλους πού ἔτρεχαν. Ἔφθασα λοιπόν μαζί τους στήν αὐλή τοῦ ναοῦ καί ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα τῆς θείας Ὑψώσεως, ἔσπρωχνα καί σπρωχνόμουνα γύρω ἀπό τήν εἴσοδο, προσπαθώντας νά μπῶ μέσα μαζί μέ τό πλῆθος... Καί μέχρι τό σημεῖο πού βρισκόταν ἡ πόρτα, ἀπ’ ὅπου ἔμπαινε κανείς μέσα στόν ἴδιο τό ναό, ὅπου κανείς ἔβλεπε τό ζωοποιό Ξύλο, μέ πολύ κόπο καί θλίψη πλησίαζα ἡ ταλαίπωρη. Μόλις ὅμως πάτησα τό κατώφλι τῆς πόρτας, ὅλοι οἱ ἄλλοι ἔμπαιναν χωρίς κανένα ἐμπόδιο, ἐνῶ ἐμένα μέ ἐμπόδιζε κάποια θεία δύναμη, πού δέν μοῦ ἐπέτρεπε τήν εἴσοδο. Γιατί πάλι σπρωχνόμουνα καί διωχνόμουνα πίσω καί πάλι μόνη ἐγώ βρισκόμουνα νά στέκομαι στήν αὐλή τοῦ ναοῦ. Ἐπειδή νόμισα, ὅτι τοῦτο ὀφείλεται στή γυναικεία ἀδυναμία μου, ἀφοῦ ἀναμίχθηκα πάλι μέ ἄλλους, προσπαθοῦσα παραγκωνίζοντας ὅσο μποροῦσα τούς ἄλλους νά προωθήσω τόν ἑαυτό μου μέσα, ἀλλά κοπίαζα μάταια. Γιατί πάλι, μόλις τό ἄθλιο πόδι μου πατοῦσε στό κατώφλι, ὅλους τούς ἄλλους ὁ ναός δεχόταν χωρίς κανείς νά τούς ἐμποδίζει, ἐμένα μόνο τή δυστυχισμένη δέν δεχόταν, ἀλλά σάν νά ὑπῆρχε παραταγμένο πλῆθος στρατιωτῶν μέ τή διαταγή νά μοῦ ἀπαγορεύσει τήν εἴσοδο, ἔτσι κι ἐμένα μέ ἐμπόδιζε κάποια δύναμη συνεχῶς.

2. Ἡ μετάνοια τῆς ὉσίαςΑὐτή τήν προσπάθεια τήν ἔκανα τρεῖς ἤ τέσσερις φορές καί ἐπειδή ἀπόκαμα καί δέν ἄντεχα νά σπρώχνω καί νά σπρώχνομαι, γιατί εἶχε κουραστεῖ καί τό σῶμα μου ἀπό τήν ἔντονη προσπάθεια, ὑποχώρησα γιά λίγο καί ἔφυγα καί στάθηκα σέ κάποια γωνιά τῆς αὐλῆς τοῦ ναοῦ. Καί μόλις τότε συναισθάνθηκα τήν αἰτία πού μέ ἐμπόδιζε νά δῶ τό Τίμιο καί Ζωοποιό Ξύλο. Γιατί ἄγγιζε τά μάτια τῆς καρδιᾶς μου λόγος σωτήριος πού μοῦ φανέρωνε, ὅτι ἡ ἀκαθαρσία τῶν ἔργων μου ἦταν αὐτή πού μοῦ ἔκλεινε τήν εἴσοδο.

Ἄρχισα λοιπόν νά κλαίω καί νά θρηνῶ καί νά κτυπῶ τό στῆθος μου καί νά βγάζω στεναγμούς ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς μου. Καί καθώς ἔκλαιγα βλέπω πάνω ἀπό τή θέση πού στεκόμουν τήν εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί βλέποντας συνεχῶς πρός αὐτή λέω: Παρθένε Δέσποινα, ἐσύ πού γέννησες κατά σάρκα τό Θεό Λόγο, γνωρίζω καλά δέν εἶναι σωστό καί λογικό, σ’ ἐμένα τήν τόσο ἀκάθαρτη, σ’ ἐμένα πού εἶμαι ἔτσι γεμάτη ἀσωτίες, νά κοιτάζω τήν εἰκόνα τή δικιά σου, τῆς ἀειπαρθένου, τῆς ἁγνῆς, τῆς καθαρῆς καί ἀμόλυντης στό σῶμα καί στήν ψυχή. Γιατί εἶναι δίκαιο ἐμένα τήν ἄσωτη, ἐξ αἰτίας τῆς καθαρότητός σου, νά μισεῖς καί τελείως νά μέ ἀποστρέφεσαι. Ἀλλά ὅμως, ἐπειδή, καθώς ἄκουσα, γι’ αὐτό τό λόγο ἔγινε ἄνθρωπος ὁ Θεός πού γέννησες, γιά νά καλέσει τούς ἁμαρτωλούς σέ μετάνοια, βοήθησε ἐμένα πού εἶμαι μόνη καί δέν ἔχω κανένα γιά νά μέ βοηθήσει· δῶσε ἐντολή νά ἐπιτραπεῖ καί σ’ ἐμένα νά περάσω τήν εἴσοδο τῆς Ἐκκλησίας καί μή μοῦ στερήσεις τή δυνατότητα νά δῶ τό ξύλο, πού πάνω του σταυρώθηκε μέ τή σάρκα ὁ Θεός πού γέννησες καί ἔδωσε τό ἴδιο Του τό αἷμα ἀντίτιμο γιά χάρη μου· δῶσε ἐντολή, Δέσποινα, ν’ ἀνοίξει καί σέ μένα ἡ πόρτα γιά τή θεία προσκύνηση τοῦ Σταυροῦ, καί βάζω ἐσένα ἀξιόπιστο ἐγγυητή στό Θεό πού γέννησες, ὅτι δέν πρόκειται νά ἐξυβρίσω ποτέ ξανά τή σάρκα μου τούτη μέ ὁποιαδήποτε αἰσχρή σχέση. Ἀλλά ἀπό τή στιγμή πού θά δῶ τό ξύλο τοῦ Σταυροῦ τοῦ Υἱοῦ σου, θά ἐγκαταλείψω ἀμέσως τόν κόσμο καί ὅλα ὅσα ἔχουν σχέση μ’ αὐτόν καί τήν ἴδια στιγμή θά κατευθυνθῶ ἐκεῖ ὅπου ἐσύ ὡς ἐγγυητής τῆς σωτηρίας μου θά μοῦ ὑποδείξεις καί θά μέ ὁδηγήσεις.

Αὐτά εἶπα καί ἀφοῦ ἔλαβα σάν κάποια πληροφορία τή φλόγα τῆς πίστεως, πῆρα θάρρος στηριζόμενη στήν εὐσπλαχνία τῆς Θεοτόκου καί φεύγω ἀπό ἐκεῖνο τόν τόπο ἀπ΄ ὅπου προσευχόμουνα. Ἔρχομαι πάλι καί μπαίνω ἀνάμεσα σ’ αὐτούς πού προσπαθοῦσαν νά εἰσέλθουν κι ἀπό κανέναν πλέον δέν σπρωχνόμουνα, κανείς δέν μέ ἐμπόδιζε νά πλησιάσω τήν πόρτα ἀπό τήν ὁποία εἰσέρχονταν στό ναό. Τότε μέ κυρίευσε φρίκη καί ἔκπληξη, ὥστε κλονιζόμουν ὁλόκληρη καί ἔτρεμα. Ἔπειτα φθάνοντας στήν πόρτα πού μέχρι τότε ἦταν κλειδωμένη γιά μένα, ὅλη ἡ δύναμη πού πρωτύτερα μέ ἐμπόδιζε, τώρα μοῦ ἄνοιγε τό δρόμο νά μπῶ. Ἔτσι εἰσῆλθα χωρίς κανένα κόπο καί βρέθηκα μέσα στό Ἅγιο τῶν Ἁγίων καί ἀξιώθηκα νά προσκυνήσω τό ζωοποιό Τίμιο Σταυρό καί εἶδα τά μυστήρια τοῦ Θεοῦ καί αἰσθάνθηκα πόσο εἶναι πρόθυμος ὁ Κύριος στό νά δέχεται τή μετάνοια. Ἀφοῦ λοιπόν ἔπεσα ἡ ἄθλια πάνω στή γῆ καί προσκύνησα τό ἅγιο ἐκεῖνο ἔδαφος, τρέχοντας βγῆκα ἔξω κατευθυνόμενη γρήγορα σέ Ἐκείνη πού ἐγγυήθηκε γιά μένα. Φθάνω λοιπόν σ’ ἐκεῖνο τόν τόπο ὅπου τό ἔγγραφο τῆς ἐγγυήσεως συντάχθηκε καί γονατίζοντας μπορστά στήν Ἀειπάρθενο καί Θεοτόκο, προσευχήθηκα μέ αὐτά τά λόγια.

3. Ἡ προσευχή τῆς ὉσίαςἘσύ, φιλάγαθε Δέσποινα, μοῦ ἔδειξες τή φιλανθρωπία σου· ἐσύ δέν ἀποστράφηκες τήν προσευχή τῆς ἀνάξιας· εἶδα δόξα πού δίκαια οἱ ἄσωτοι δέν βλέπουμε· δόξα στό Θεό πού μέ τίς πρεσβεῖες Σου δέχεται τή μετάνοια τῶν ἁμαρτωλῶν. Γιατί τί περισσότερο, ἡ ἁμαρτωλή μπορῶ νά σκεφθῶ ἤ νά πῶ; Εἶναι καιρός πιά, Δέσποινα Θεοτόκε, νά πραγματοποιηθοῦν τά συμφωνημένα στήν ἐγγύηση, πού ἐγγυήθηκες. Τώρα ὅπου προστάζεις, ὁδήγησέ με· μᾶλλον τώρα γίνε μου δάσκαλος τῆς σωτηρίας, χειραγωγώντας με στό δρόμο πού ὁδηγεῖ στή μετάνοια. Καί καθώς ἔλεγα αὐτά, ἄκουσα ἀπό μακριά κάποιον νά φωνάζει: Ἐάν περάσεις τόν Ἰορδάνη, θά βρεῖς καλή ἀνάπαυση. Μόλις ἄκουσα αὐτή τή φωνή, πίστευσα ὅτι γιά μένα ἀκούστηκε καί κλαίγοντας φώναξα καί εἶπα στή Θεοτόκο: Δέσποινα, Δέσποινα, μή μέ ἐγκαταλείψεις τήν ἄσωτη. Καί ἀφοῦ εἶπα αὐτά, βγαίνω ἀπό τήν αὐλή τοῦ ναοῦ, καί βάδιζα σύντομα.

4. Ἡ Ὁσία ὁδηγεῖται στήν ἔρημο τοῦ ἸορδάνουΚαθώς ἔβγαινα ἔξω, κάποιος πού μέ εἶδε μοῦ δίνει τρεῖς φόλεις (χάλκινα νομίσματα) λέγοντάς μου: Δέξαι τις αὐτές ἀμμά μου. Ἐγώ ἀφοῦ τίς δέχθηκα, ἀγόρασα μ’ αὐτές τρία ψωμιά καί τά πῆρα μαζί μου ὡς εὐλογία. Τότε ρώτησα αὐτόν πού τά πουλοῦσε: Ποιός εἶναι ὁ δρόμος ἄνθρωπε, πού ὁδηγεῖ στόν Ἰορδάνη; Καί ἀφοῦ ἔμαθα τήν πύλη τῆς πόλεως πού ἔβγαζε πρός ἐκεῖνο τό μέρος, τρέχοντας βγῆκα ἔξω καί ἄρχισα κλαίγοντας τήν ὁδοιπορία. Ρωτώντας καί ξαναρωτώντας καί ἀφοῦ περπάτησα ὅλη τήν ὑπόλοιπη μέρα, καθώς ὑποθέτω ἦταν τρίτη ὥρα τῆς ἡμέρας ὅταν εἶδα τόν Τίμιο Σταυρό, ἔφθασα, ἐνῶ κόντευε νά δύσει ὁ ἥλιος, στό ναό τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ, πού βρίσκεται κοντά στόν Ἰορδάνη. Καί ἀφοῦ πρῶτα προσκύνησα στό ναό, κατέβηκα ἀμέσως στόν Ἰορδάνη καί μέ τά ἁγιασμένα νερά του ἔβρεξα τό πρόσωπό μου καί τά χέρια μου. Ἀκόμα μετάλαβα ἀπό τά ἄχραντα καί ζωοποιά Μυστήρια στό ναό τοῦ Προδρόμου, καί ἔφαγα τό μισό τοῦ ἑνός ἀπό τά τρία ψωμιά καί ἀφοῦ ἤπια νερό ἀπό τόν Ἰορδάνη, κοιμήθηκα τή νύκτα πάνω στή γῆ. Τήν ἑπόμενη μέρα βρίσκοντας ἕνα πλοιάριο, πέρασα στήν ἄλλη ὄχθη καί πάλι ζήτησα ἀπό τήν ὁδηγό μου νά μέ ὁδηγήσει, ὅπου τῆς ἦταν ἀρεστό. Ἦρθα λοιπόν σ’ αὐτή τήν ἔρημο καί ἀπό τότε μέχρι σήμερα φεύγοντας τόν κόσμο ζῶ μακριά ἀπό αὐτόν καί κατοικῶ ἐδῶ δεχόμενη μέ εὐχαρίστηση τό Θεό μου, πού γλιτώνει ἀπό τήν ὀλιγοψυχία καί τήν καταιγίδα ὅσους καταφεύγουν σ’ Αὐτόν.

5. Ἡ ἀρχική ζωή τῆς Ὁσίας στήν ἔρημοΤότε τῆς λέει ὁ Ζωσιμᾶς: Πόσα χρόνια ἔχουν περάσει, κυρία μου, ἀφ’ ὅτου κατοικεῖς σ’ αὐτή τήν ἔρημο; Ἐκείνη ἀπάντησε: Ἔχουν περάσει σαρανταεπτά χρόνια, καθώς ὑποθέτω, ἀπό τότε πού βγῆκα ἀπό τήν ἁγία πόλη. Καί τί βρῆκες ἤ εἶχες γιά τροφή, κυρία μου, ρώτησε ὁ Ζωσιμᾶς. Τοῦ λέει: Δυόμισι ψωμιά εἶχα μαζί μου ὅταν πέρασα τόν Ἰορδάνη, πού σιγά-σιγά ξεράθηκαν καί ἔγιναν σκληρά σάν πέτρα· τρώγοντάς τα λοιπόν ἀπό λίγο πέρασα μέ αὐτά χρόνια. Κι ἔτσι χωρίς κόπο, ρώτησε πάλι ὁ Ζωσιμᾶς, πέρασες τόσο χρόνια, χωρίς καθόλου νά σέ πειράξει ἡ ξαφνική μεταβολή τῆς ζωῆς σου; Μέ ρώτησες τώρα, ἀββά Ζωσιμᾶ, τοῦ ἀπάντησε, γιά πράγμα πού καί μόνο πού τό ἀναφέρω μέ πιάνει φρίκη, γιατί ἄν θυμηθῶ τώρα τούς πολλούς κινδύνους πού ὑπέμεινα καί τούς λογισμούς πού σκληρά μέ ἐνόχλησαν, φοβᾶμαι μήπως προσβληθῶ καί πάλι ἀπό δαύτους. Μήν παραλείψεις τίποτα, κυρία μου, λέει ὁ Ζωσιμᾶς, πού νά μή μοῦ τό ἀνακοινώσεις, γιατί ἀπό τήν ἀρχή πολύ σέ παρακάλεσα γι’ αὐτό, ὥστε νά μοῦ τά διηγηθεῖς ὅλα χωρίς καμιά παράλειψη.

[Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο: Σωφρονίου Ἱεροσολύμων, Βίος τῆς ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας, εἰσ.-κείμ.-νεοελ. ἀπόδ. ὑπό Μοναχούς τῆς Ἱ. Μ. Σταυρονικήτα (Ἅγιον Ὄρος: Ἱ. Μ. Σταυρονικήτα, 1988), 61-73

ΑΚΑΘΙΣΤΟΣ ΥΜΝΟΣ: Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΛΗΘΕΙΑ

ι

undefined
ΑΚΑΘΙΣΤΟΣ ΥΜΝΟΣ:
Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΛΗΘΕΙΑ
Προσπάθεια Συσκότισης αλλά η Αλήθεια Λάμπει… 

Γεώργιος Ντόνας
Οικονομολόγος


Κύριε Διευθυντά·
Στο βιβλίο Ιστορίας της Ε΄ Δημοτικού, έκδοση Δ’ 2009, στη σελίδα 56 περιγράφεται η θαυματουργική σωτηρία της Κωνσταντινούπολης από τους άγριους πολιορκητές Αβάρους (συνεπικουρούμενοι από Πέρσες, Σλάβους, Βουλγάρους και Γέπιδες) το 626 μ.Χ., όταν ο Αυτοκράτορας Ηράκλειος με τα στρατεύματά του πολεμούσε στα βάθη της Περσίας τους Πέρσες. 
Παρότι αποσιωπάται πλήρως το μέγιστο θαύμα της Παναγίας μας, εν τούτοις και ο ίδιος ο συγγραφέας δεν μπορεί να το διαγράψει….
Είναι δυνατόν, η ΑΛΗΘΕΙΑ να καταργηθεί μέσα στα ψέματα και μισόλογα; 
Δεν είναι επιεικώς άνανδρο να εξασκείται για άλλη μια φορά η προπαγάνδα της μεθοδευμένης παραποίησης και συσκότισης της ιστορίας σε βάρος των εύκολων θυμάτων, δηλαδή των μικρών Ελληνόπαιδων της ημεδαπής και της διασποράς, μέσω του κρατικού Οργανισμού Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων (ΟΕΔΒ);
Και η ΑΛΗΘΕΙΑ είναι μία, αυτή που προς το τέλος της περιγραφής του γεγονότος του συγκεκριμένου κειμένου αναγράφεται: «Οι κάτοικοί της απέδωσαν τη σωτηρία της στην Παναγία και όρθιοι, όλη τη νύχτα, έψαλαν προς τιμή της τον Ακάθιστο Ύμνο».
Βέβαια η μισαλλοδοξία και η συσκότιση κάποιων παραχαρακτών της Ιστορικής Αλήθειας δεν κρύβεται ή μάλλον φαίνεται ολοκάθαρα. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο και φθάνουμε στα οξύμωρα σχήματα, από την μια μεριά να αποδίδουμε την νίκη στην περιφανή ανδρεία των βυζαντινών πολιορκημένων και από την άλλη να λέμε ότι οι ίδιοι απέδωσαν την νίκη … στην Υπέρμαχο Στρατηγό. Τι ισχύει από τα δύο;
Διότι «δυοίν θάττερον» ή έγινε θαύμα ή νίκησαν με την ανδρεία τους οι πολιορκημένοι. Αν όμως η ανδρεία νίκησε τότε γιατί όλο το βράδυ έψαλλαν τους χαιρετισμούς στην Παναγία όρθιοι (γι’ αυτό από τότε καθιερώθηκε ως «Ακάθιστος Ύμνος») στην Εκκλησία των Βλαχερνών;
Ξέχασε όμως ο εκπαιδευτικός –«συγγραφέας» να καταγράψει την αναπάντεχη και εφιαλτική για τους Αβάρους θυελλώδη θαλασσοταραχή, που βούλιαξε τα πλοία τους και κατέστρεψε ολοκληρωτικά το στόλο τους. Καμία μνεία πριν το μεγάλο αυτό θαύμα, στα κηρύγματα του Πατριάρχη Σέργιου, τις ολονύχτιες ακολουθίες και κατανυκτικές λιτανείες μέ τήν εικόνα της Παναγίας του Ευαγγελιστή Λουκά, που διατήρησε άγρυπνο τον θρησκευτικό ενθουσιασμό του πληθυσμού. Αυτά κατέγραψαν οι σύγχρονοι ιστορικοί και χρονογράφοι.
Μετά την φοβερή τρικυμία πήραν θάρρος οι μέχρι τότε τρομοκρατημένοι υπερασπιστές της Κωνσταντινούπολης και εξολόθρευσαν τα απομεινάρια των πολιορκητών.
Από τότε η Παναγία μας καθιερώθηκε ως «Υπέρμαχος Στρατηγός» και γι’ αυτό κάθε χρόνο στις Εκκλησίες μας την Ε’ Παρασκευή της Μεγάλης Σαρακοστής τις ψάλουμε, οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί , τον Ακάθιστο Ύμνο.
 Ταλαίπωρε κύριε συγγραφέα της συμφοράς, κι όσο προσπαθείς εσύ να κρύψεις την Αλήθεια την ακούμε κάθε χρόνο, θα την ακούσουμε κι απόψε το βράδυ στους ναούς μας μαζί με τα παιδιά μας, όπως όλος ο ελληνορθόδοξος λαός μας που γι’ άλλη μια φορά θα μαζευτεί για ψάλλει με κατάνυξη τα θαύματα της Παναγίας

Μητροπολίτης Κυθήρων Σεραφείμ: Γραπτό κήρυγμα για την Ε' Κυριακή των Νηστειών

alt




Κυριακή Ε' Νηστειῶν
10-4-2011
ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ
«Ὑπόδειγμα μετανοίας, σέ ἔχοντες πανοσία,
Μαρία Χριστόν δυσώπει, ἐν τῷ καιρῷ τῆς Νηστείας...»

(Ἐξαποστειλάριον Ε΄Κυρ. Νηστειῶν)
Κατά τήν σημερινή Ε' Κυριακή τῶν Νηστειῶν, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, τιμᾶται ἰδιαίτερα ἡ συμπαθής γιά τήν εἰλικρινῆ μετάνοια καί τούς μεγάλους ἀσκητικούς της κόπους μορφή τῆς Ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας. Καί ἀπολαμβάνει ἰδιαίτερης τιμῆς, διότι ἀκριβῶς εἶναι πρότυπο μετανοίας καί ὡς τέτοιο προβάλλεται, καθώς προσεγγίζουμε τά μεγάλα καί κοσμοσωτήρια γεγονότα τῶν Ἁγίων Παθῶν καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Μιά δυστυχισμένη ὕπαρξις, πού ἀπό τήν ἡλικία τῶν 12 χρόνων γιά 17 χρόνια κυλίσθηκε στόν βοῦρκο τῆς ἀνηθικότητος καί τῆς ἀσωτείας, ἀνένηψε καί μετανόησε εἰλικρινά καί ἀποφασιστικά μέ τήν δύναμι τοῦ Τιμίου Σταυροῦ καί τήν βοήθεια τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, τήν ὁποία ἔβαλε ὡς ἐγγυήτρια τῆς σωτηρίας της. Δεκαεπτά χρόνια στήν παρανομία καί τήν ἠθική παραλυσία, ἀλλά καί ὁλόκληρα 47 χρόνια στήν μετάνοια καί τούς ἀγῶνες γιά τήν κάθαρσι, τόν φωτισμό καί τήν πνευματική της τελείωσι. Καθαρίσθηκε καί ἐξαγνίσθηκε μέ τά δάκρυα τῆς μετανοίας καί τούς ὑπεράνθρωπους ἀσκητικούς κόπους της. Ἀναδείχθηκε ἐπίγειος Ἄγγελος καί οὐράνιος ἄνθρωπος μέ τήν χάρι τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ἡ μετάνοιά της ἦταν ἀληθινή καί ριζική. Πέρασε ἀπό τά 4 στάδια τῆς εἰλικρινοῦς καί θεαρέστης μετανοίας α) Εἶχε τήν αὐτογνωσία καί τήν αὐτομεμψία. Ἐγνώρισε, δηλαδή, σέ βάθος καί πλάτος τόν ἑαυτό της καί τήν ἁμαρτωλότητά της. Καί ἔγινε ὁ διαρκής καί ἰσόβιος κατήγορος τοῦ ἑαυτοῦ της, τῆς ἀναξιότητός της καί τῆς μεγάλης της εὐθύνης καί ἐνοχῆς. β) Ἀπέκτησε μέ τήν χάρι τοῦ Θεοῦ καί τόν ἰδικόν της ἄκαμπτο καί συνεχῆ πνευματικό ἀγῶνα τήν συναίσθησι τῆς ψυχικῆς της καταστάσεως καί τήν συντριβή τῆς καρδιᾶς της γιά ὅσα μέ ἀναισθησία καί πνευματική ἀναλγησία εἶχαν διαπραχθῆ κατά τόν καιρό τοῦ ἠθικοῦ της ἐκτραχηλισμοῦ καί τῆς ἀμετανοησίας της γ) Ὁμολογοῦσε ἀκατάπαυστα τήν ἁμαρτωλότητα καί ἀναξιότητά της ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ἐπαναλάμβανε τά λόγια τοῦ Προφητάνακτος Δαυΐδ μέ δάκρυα καί στεναγμούς λέγουσα: «Ἐπί πλεῖον πλῦνόν με ἀπό τῆς ἀνομίας μου καί ἀπό τῆς ἁμαρτίας μου καθάρισόν με˙ ὅτι τήν ἀνομία μου ἐγώ γινώσκω καί ἡ ἁμαρτία μου ἐνώπιόν μου ἐστί δαπαντός...» καί δ) παρ΄ὅτι δέν συνάντησε ὅλα αὐτά τά χρόνια τῆς μετανοίας της Πνευματικό Πατέρα, παρά μόνο τόν Ὅσιο Ζωσιμᾶ στό τέλος τῆς ζωῆς της, ἐν τούτοις μέ τήν ἐξαϋλωμένη καί ἰσάγγελο ζωή της ἐξιλέωσε τόν Θεόν, ὁ ὁποῖος ἀποδέχθηκε τήν συντριπτική της μετάνοια, καί τήν συγχώρησε. Καί στήν τελευταία ἡμέρα τῆς ζωῆς της οἰκονόμησε ὁ Πανάγαθος Κύριος τήν τρισμέγιστη εὐλογία τῆς Θείας Κοινωνίας, τήν ὁποία ἔλαβε ἀπό τά χέρια τοῦ Ὁσίου Ζωσιμᾶ.
Ἀγαπητοί μου Ἀδελφοί,
Ἄς ψάλωμε και ἐμεῖς μαζί μέ τόν ἱερό ὑμνῳδό τῆς Ἐκκλησίας μας τόν ἐξαίσιο ὕμνο πού προτάξαμε στήν ἀρχή: «Ὑπόδειγμα μετανοίας, σέ ἔχοντες πανοσία, Μαρία Χριστόν δυσώπει, ἐν τῷ καιρῷ τῆς Νηστείας, τοῦτο ἡμῖν δωρηθῆναι˙ ὅπως ἐν πίστει καί πόθῳ, σέ ᾄσμασιν εὐφημῶμεν». Ἄς ἔχωμε τίς θεοπειθεῖς εὐχές της καί ἄς μιμηθοῦμε τήν γνήσια καί εἰλικρινῆ μετάνοιά της. Ἀμήν

Πρωτοπρ. Θεμιστοκλέους Στ. Χριστοδούλου ,To πνεύμα της Νέας Εποχής και οι αντιστάσεις μας

…Θα ήθελα λοιπόν πέρα από αυτά, πέρα από το βίο της Αγίας Φωτεινής να θέσω τρία σημεία, τα οποία θα μας συντροφεύσουν όλο αυτό το διάστημα της νέας «αιχμαλωσίας» του Έθνους μας. Το πρώτο που θα μας κρατήσει γερούς πνευματικά είναι να μην ξεκοπούμε από την Εκκλησία μας. Μπορεί να πάρουν την πατρίδα μας, εκείνο που δεν μπορούν να πάρουν είναι την πίστη μας. Και αυτό, αδελφοί μου, δεν καλλιεργείται εκτός Εκκλησίας. Μέσα στην Εκκλησία καλλιεργείται, εκείνο το οποίο θα κρατήσει μέσα στην ψυχή μας αδιάφθορη τη σχέση μας με το Θεό. Είναι αυτή η πίστις, η οποία πρέπει να καλλιεργηθεί.
Δεύτερο σημείο είναι η γλώσσα μας. Θα πρέπει να σταματήσουμε στα παιδιά μας όλες τις εκδηλώσεις, όσες έξτρα εκδηλώσεις κάνουν στη ζωή τους, είτε πιάνο είτε γήπεδα είτε χίλια δυο πράγματα και να ασχοληθούμε με τη γλώσσα μας, γιατί η γλώσσα θα φέρει την Ανάσταση του γένους. Εάν ξεκοπούμε από τη γλώσσα μας, που ήδη ξεκοβόμαστε, θα ξεκόψουμε τις ρίζες μας. Γιατί είδατε τώρα τελευταία ακούμε και φωνές να αλλάξει και η γλώσσα μέσα στην Εκκλησία. Ποια γλώσσα να αλλάξει; Αυτή που επί εικοσιένα αιώνες ολόκληρους η Εκκλησία μας λειτουργεί; Ποιός δεν μπορεί να καταλάβει τη γλώσσα της Εκκλησίας; Εκείνος ο οποίος έχει ξεκοπεί από τη μάνα του. Η μάνα μας είναι η ελληνική γλώσσα, γι’ αυτό και πολλοί από μας ντρεπόμαστε στα μπαλκόνια μας να κρεμάσουμε την ελληνική σημαία. Εξ αφορμής αυτού του γεγονότος, ότι ντρεπόμαστε να δηλώσουμε το ελληνικό μας έθνος και την ιδιότητά μας, ότι είμαστε Χριστιανοί Ορθόδοξοι και Έλληνες, βρίσκουν άλλοι αφορμές να πατήσουν τον τόπο μας. Γι’ αυτό, αδελφοί μου, μην ξεχνάμε ότι εμείς δεν είμαστε του πρώτου αιώνος και της Ευρώπης της σύγχρονου γόνοι. Είμαστε απόγονοι των Κολοκοτρωναίων. Αυτό πρέπει πολύ σωστά να το κατανοήσουμε, να το βάλουμε στην ψυχή μας. Οι μακεδονομάχοι δεν πολέμησαν, για να κρατήσουν τη Μακεδονία μη ελληνική, αλλά για την ελληνικότητά της αγωνιζόντουσαν.
Και το τρίτο σημείο που πρέπει να κρατήσουμε, για να έχουμε την αυτοσυνειδησία μας, είναι αυτό που λέμε την ιδιοπροσωπεία μας. Ενώ εξ αρχής ήταν εις την Ευρωβουλή ως προμετωπίδα ότι δεν θα πειράξουμε την ιδιοπροσωπεία κάποιου λαού, βλέπετε τώρα ότι γίνεται η αλλαγή και η αλλοίωση της φυλής μας. Βεβαίως δεν θα την πειράξουν την ιδιοπροσωπεία μας κι ούτε πήραν καμία απόφαση, αλλά μέσα εις την Ελλάδα γίνεται το αλαλούμ και δεν υπάρχουν σύνορα και δεν υπάρχουν κάποιοι, οι οποίοι να προσέχουν το έθνος μας, ποιο πρέπει να είναι και πώς πρέπει να κρατηθεί.. Ξέρετε, στην εξομολόγηση έρχονται τα παιδιά σας και μου λένε: «Εγώ γνώρισα τον Ιρακινό και θέλω να τον παντρευτώ και θέλω να με ευλογήσετε». Πώς θα ευλογήσει ένας παπάς να παντρευτεί ένας Ορθόδοξος με έναν μουσουλμάνο; Το ‘χουμε σκεφθεί; Και δεν είναι μία και δύο οι περιπτώσεις αυτές. Αύριο θα χτυπήσει τη δικιά μας πόρτα αυτή η κατάσταση. Σας ερωτώ λοιπόν, γιατί δανειζόμαστε όλοι από το πρωτόκολλο της τηλεόρασης, από τα κέντρα εκείνα τα οποία μας δίνουν έτοιμη την τροφή και μασημένη πώς πρέπει να ζήσουμε, σας ερωτώ λοιπόν: «Θα κρατήσουμε την πίστη μας ακέραια, όπως μας την παρέδωσαν οι Πατέρες της Εκκλησίας μας ή θα την κάνουμε κουλουβάχατα και δεν θα ξέρουμε τι πιστεύουμε και πού πάμε;» Γιατί υπάρχουν διαφορές μεταξύ μας, οι οποίες λένε: «ας βάλει κι ο Παπάς λίγο νεράκι στο κρασί του». Ποιο είναι το κρασί και πώς έχει το δικαίωμα να βάζει νερό σ’ αυτό το κρασί, που είναι η Ορθόδοξη Παράδοσή μας; Γι’ αυτό λοιπόν το τρίτο σημείο που ήθελα να σταθώ και του οποίου η αλλοίωση φέρνει την καταστροφή μέσα στην ψυχή μας και βάζει μέσα στην καρδιά μας λύπη, στεναχώρια, το άγχος το τι θα γίνει αύριο, είναι να κρατήσουμε τα ήθη και τα έθιμά μας. Πρέπει να χαίρεστε σήμερα που έχετε τους παπάδες σας και κυκλοφορούν με τα ράσα τους μέσα στο δρόμο. Πρέπει να χαιρόμαστε, όταν ο παπάς είναι και δάσκαλος μέσα στο σχολείο. Γιατί; Γιατί δείχνει φανερά ότι αυτό το έθνος δεν είναι διαμορφωμένο με διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι είναι η Εκκλησία. Είμαστε μαζί Εκκλησία, κράτος, έθνος, Ελλάδα, πατρίδα. Τι έλεγαν οι Κολοκοτρωναίοι και οι Μποτσαραίοι και οι Μακρυγιάννηδες, που μας άφησαν αυτά τα ωραία υπομνήματα των συγγραφικών τους έργων; Για του Χριστού την πίστη την αγίαν και την ελευθερία της πατρίδος. Μετά έβαζαν την ελευθερία. Και εμείς σήμερα δεν έχουμε κανέναν να μιλήσει για την πατρίδα, γιατί φαίνεται η οδηγία είναι ότι πρέπει να σβήσουν οι πατρίδες, πρέπει να σβήσουν τα έθνη. Κανείς δεν ομιλεί σήμερα για την Ελλάδα μας, για τις παραδόσεις μας. Ποιο σχολείο έχει σήμερα την εικόνα του Δεσπότη αναρτημένη επάνω στους τοίχους; Κανένα σχολείο. Ποιο σχολείο σήμερα μιλάει για την ορθόδοξη κατήχηση; Μιλάμε για θρησκειολογία, για το τι πιστεύει ο ένας και δεν πιστεύει ο άλλος. Μα τέλος πάντων, σ’ αυτόν τον τόπο δεν υπάρχει ένας εχέφρων άνθρωπος, που να μιλάει, να διαβάσει την ιστορία της Ελλάδος, να δει εκείνα τα μαρτυρικά παλικάρια, που έπεσαν επάνω στη Μακεδονία, στη Θράκη, στην Ήπειρο; Κανείς δεν μπορεί να σκεφτεί αυτούς του ανθρώπους. Τρίζουν τα κόκαλά τους μέσα εις τους τάφους. Και αυτή η αγωνία βγαίνει. Είναι ένα καζάνι που βράζει από κάτω. Γιατί ο Θεός είδε, αδελφοί μου, ότι ξεφύγαμε από το δρόμο Του, είδε ότι ξεχάσαμε, ότι πρέπει να είμαστε οι Χριστιανοί οι Ορθόδοξοι, οι οποίοι έχουν αρχές, έχουν ήθη κι έχουν έθιμα. Μας άρεσε ο τρόπος της ξενόφερτης ζωής. Ξεχάσαμε όμως ένα πολύ σημαντικό πράγμα, ότι χωρίς το Χριστό, χωρίς την Εκκλησία τίποτα δεν μπορεί να σταθεί.
Γι’ αυτό λοιπόν, αδελφοί μου, ως πνευματικός πατήρ, θα ήθελα να σας πω να κρατήσουμε αυτές τις τρεις αρχές. Δεν πειράζει. Ας χάσουμε ό,τι πρέπει να χάσουμε, γιατί πολλές φορές πρέπει να αναλογιστούμε και πώς τα αποκτήσαμε. Αλλά εκείνα τα τρία ας κρατήσουμε, να τα πάρετε κοντά σας και να τα γράψετε μέσα βαθειά στην καρδιά σας: την πίστη, τη γλώσσα, τα ήθη και τα έθιμα. Επί ογδόντα και παραπάνω χρόνια στη Σοβιετική Ένωση η Εκκλησία ήταν υπό διωγμό, όμως η πίστη, τα ήθη και τα έθιμα, το κόκκινο αβγουλάκι που έβαφε η γιαγιά μετά στο σπίτι κι έπαιρνε η γιαγιά το παιδί και το πήγαινε και το βάφτιζε κρυφά στην Εκκλησία και μετά πήγαινε και η μητέρα το βάπτιζε και πήγαινε και ο πατέρας και το βάπτιζε κρυφά, γιατί δεν έπρεπε ο ένας με τον άλλον να ξέρουν τι πίστη έχουν. Αυτή η πίστη κράτησε. Και κράτησε αυτή η πίστη, γιατί «όπου βούλεται Θεός, νικάται φύσεως τάξις». Κι αυτή είναι η νομοθεσία του Θεού μας. Εμείς δεν μπορούμε τίποτα να κάνουμε. Γι’ αυτό λοιπόν στηριχθείτε στο Θεό, στηριχθείτε στην πίστη, η οποία θα μας κρατήσει ακλόνητους, γερούς, τετελειωμένους. Πού; Όχι επάνω εις ό,τι αποκτά ο άνθρωπος αλλά εις ό,τι δίνει μόνον ο Θεός. Και η ευλογία του Θεού δεν θα είναι να αφελληνιστεί το έθνος, η πατρίδα μας. Τα σχέδια έχουν γίνει, έχουν μπει οι υπογραφές, έχει τελειώσει το θέμα.
Μα εκεί που τελειώνουν όλα τα πράγματα για τους ανθρώπους, ξεκινάει ο Θεός κι όπου έχει βάλει την υπογραφή του φαρδιά πλατιά για τη σωτηρία αυτού του έθνους πιστεύω, ως παπάς, δεν θα την πάρει πίσω ο Κύριός μας. Εύχομαι, αγαπητοί μου αδελφοί, ο Κύριος και Θεός μας να δώσει μέσα εις τα ζόφια των καρδιών μας να αποθηκευτούν αυτά τα τρία στοιχεία, τα οποία θα μας συμπορεύσουν όλο αυτό το διάστημα της ζωής μας, όσο ο Κύριος επιτρέψει και με τον τρόπο που θα επιτρέψει. Αμήν.
Ομιλία π. Θεμιστοκλέους Στ. Χριστοδούλου στο Λειτουργικό Σεμινάριο στις 2-5-2010Ορθόδοξοι Ιεραπόστολοι

Μοναχός Μωυσής, Αγιορείτης, Οι θησαυροί του Αγίου Όρους

Γράφει ο μοναχός Μωυσής, Αγιορείτης
Το Άγιον Όρος έχει μια μοναδικότητα αδιαμφισβήτητη. Αυτό δεν το λέμε βαυκαλιζόμενοι για την ιστορία του και την πλούσια προσφορά του, ούτε γιατί κατοικούμε μόνιμα σε αυτό, ούτε γιατί το είπαν και το έγραψαν πολλοί κατά καιρούς και με ενθουσιασμό το ομολόγησαν. Παρά την επιλεγμένη σιωπή του μιλά με την υπερχιλιόχρονη ιστορία του, τα ανεκτίμητα κειμήλιά του, την καταπληκτική φύση του, τον τρόπο ζωής του και το ήθος των μοναχών του.
Κατά τον μητροπολίτη Μεσογαίας Νικόλαο, “μιλάει εντυπωσιάζοντας, μιλάει εμπνέοντας, μιλάει συγκινώντας, μιλάει συγκλονίζοντας, μιλάει προκαλώντας αλλαγές ζωής, μεταμόρφωση σκέψης, απροσδόκητες αφιερώσεις. Μιλάει πάντοτε πολύ, βαθιά και σε όλους... Είναι πράγματι ένας πολύ ιδιαίτερος τόπος που συνήθως κατανύσει και προβληματίζει. Το Άγιον Όρος έχει ακριβά φυλαχτά, μυστικά σωτήρια και αλήθειες απελευθερωτικές. Γοητεύει συναρπαστικά ακόμη και αυτούς που ποτέ δεν θα περίμενες. Δεν γνωρίζω αν για άλλο μέρος της Ελλάδας έχουν γραφεί τόσα πολλά.
Οπωσδήποτε η αξία του Αγίου Όρους δεν είναι από τα πολύτιμα κειμήλια και τις άφθαστες φυσικές καλλονές του. Είναι κυρίως ο ήσυχος, ταπεινός, απλός τρόπος της ζωής του. Η παρουσία του Θεού, της Παναγίας και των αγίων. Η προσευχή, η άσκηση, ο αγώνας, το φιλάγαθο και φιλάρετο, το φιλόθεο και το φιλάδελφο, το μισόκακο και το μισόφθονο. Το Άγιον Όρος αναπαύει τους εραστές του απόλυτου, του τέλειου, του Θεού, της αγιότητας και πλήρους αφιερώσεως. Ικανοποιεί σημαντικά λίαν απαιτητικά πνεύματα επί αιώνες απ’ όλο τον κόσμο.
Η ησυχία, η γαλήνη, η ηρεμία έφεραν τον ησυχασμό, την πραότητα και ημερότητα. Η κακοπάθεια, η εγκράτεια, η σκληραγωγία. Η αγρυπνία και ορθοστασία έφεραν τη νήψη, την κάθαρση, την ισορροπία. Κατόπιν τον θείο φωτισμό και την κατά χάρη και μέθεξη θέωση στους άξιους, τους ταπεινούς, τους καθαρούς, τους αφοσιωμένους. Το Άγιον Όρος δεν είναι μουσείο με ακριβά εκθέματα προς καλή φωτογράφηση. Είναι το τόπος του Θεού, το Περιβόλι της Παναγιάς, ο χώρος των αγίων, η χερσόνησος των αγωνιστών. Οι πολλοί προσκυνητές έρχονται να δουν και να αγγίξουν τα ίχνη του Θεού και των αγίων και να προσκυνήσουν. Τις θαυματουργές εικόνες της Παναγίας, τα τίμια και χαριτόβρυτα λείψανα των αγίων που ευωδιάζουν, τα κατάλευκα, σιωπηλά, κυρτωμένα γεροντάκια.
Παρά το άβατο που επικρατεί στο Άγιο Όρος επί χίλια χρόνια και πλέον το πιο τιμώμενο πρόσωπο ήταν, είναι και θα είναι ένα γυναικείο, της Παναγίας. Οι Αγιορείτες δεν είναι μισογύνηδες. Σέβονται την παράδοση, τιμούν ιδιαίτερα την Παναγία και μαζί της όλο τον ευγενή γυναικείο κόσμο. Καθημερινά μαζί με τα ονόματα των μητέρων και αδελφών τους μνημονεύουν χιλιάδες ονόματα γυναικών σε διάφορες ανάγκες. Το άβατο δεν είναι μια χθεσινοβραδινή νομοθέτηση, ούτε μια παραξενιά των μοναχών. Είναι ασκητικός θεσμός αιώνων και θα πρέπει να είναι σεβαστός απ’ όλους και όλες. Γενικά είναι αποδεκτό, κατανοητό και σεβαστό.
Είναι γεγονός πως το Άγιον Όρος στη μακραίωνη ιστορία του πέρασε διάφορες περιπέτειες, κρίσεις και αμφισβητήσεις. Η αγιότητά του όμως, έστω κάποτε και ως μειοψηφία, δεν χάθηκε ποτέ. Ο καθένας ό,τι επιθυμεί ψάχνει και βρίσκει. Το θέμα είναι να μην περιμένουμε τον ανθρώπινο έπαινο λαίμαργα, να μη θέλουμε να ακούσουμε ούτε μία δίκαιη και δικαιολογημένη παρατήρηση, να απαιτούμε από τους άλλους εκτίμηση.
Γι’ αυτό μακαρίζω πάντοτε τα μακάρια τους Όρους γεροντάκια, τα σεμνά, τα σιωπηλά, τα φτωχά, τα ταπεινά, τα νηφάλια και ήσυχα, που προσδοκούν μόνο τις θείες αύρες του πνεύματος. Όταν ο άγιος Νεκτάριος πήγε στο Άγιον Όρος, ξεναγήθηκε από έναν ηγούμενο στα κειμήλια της μονής. Όταν ο ηγούμενος τον πήγε και στο γηροκομείο της μονής, ο άγιος πήγε και ασπάσθηκε ένα γεροντάκι, λέγοντας: Αυτοί είναι, άγιε καθηγούμενε, οι θησαυροί της μονής σας!

Αρχιμανδρίτης Ιωήλ Κωνστάνταρος -Ε΄ Κυριακή των Νηστειών

                                                Ε΄ Κυριακή των Νηστειών
                                                                  (Μαρκ. Ι΄ 32-45)


            Υπάρχουν κάποιες ψυχές που νομίζουν ότι η Χριστιανική οδός είναι μια εύκολη υπόθεση που μπορεί κανείς να την βαδίσει, χωρίς αυτό να κοστίζει απολύτως τίποτε.
Και ακόμα υπάρχουν και ορισμένοι που με περισσή αφέλεια φαντάζονται ότι με το να βρίσκονται μέσα στην εκκλησία, κατέχουν αναφαίρετα δικαιώματα, και άρα ο Θεός είναι, τρόπον τινά υποχρεωμένος, να εξυπηρετήσει την οποιαδήποτε φιλοδοξία τους...
v     Αυτό ακριβώς το πνεύμα βλέπουμε να κυριαρχεί, προ της Πεντηκοστής φυσικά, και στους μαθητές του Χριστού, φθάνοντας μάλιστα σε σημείο οι δύο αυτάδελφοι υιοί του Ζεβεδαίου, Ιάκωβος και Ιωάννης, να ζητούν ξεκάθαρα, πρωτοκαθεδρίες.
Το Ιερό Ευαγγέλιο που για να μας ωφελήσει παρουσιάζει ακόμα και τα σφάλματα των πρωταγωνιστών του, μας αποκαλύπτει ολοφάνερα τα λόγια της παρακλήσεώς τους: «...δος ημίν ίνα εις εκ δεξιών σου και εις εξ ευωνύμων σου καθίσωμεν εν τη δόξη σου». (Μαρκ. Ι΄ 37) δηλ. Δος μας, όταν έλθεις στη δόξα σου και θα αναλάβεις τον επίγειο βασιλικό θρόνο του Δαϋίδ, να καθίσουμε ο ένας από τα δεξιά σου και ο άλλος από τα αριστερά σου. Φυσικά η απλοϊκοί μαθητές δεν γνώριζαν τί ζητούσαν «ουκ οίδατε τι αιτείσθε», γι’ αυτό και ο Κύριος ξεκαθαρίζει διαπαντός το θέμα της φιλοδοξίας και κυρίως όσον αφορά τα θέματα της πίστεως και της Εκκλησίας.
Διευκρινίζει και τονίζει ότι οι μαθητές, έως το τέλος των αιώνων, δεν μπορούν να εμφορούνται από το κοσμικό φρόνημα. Δεν μπορούν να αντιγράφουν τις κοσμικές τακτικές και να προσαρμόζουν στα «άγια των αγίων», τα κριτήρια του μακράν του Θεού κόσμου. Όχι. Όσοι θέλουν να ακολουθήσουν συνειδητά τον Ιησού, πρέπει να είναι έτοιμοι να πιούν το ποτήριον της θυσίας.
Ο Θεάνθρωπος απευθύνεται σε κάθε ψυχή που αισθάνεται ότι τον αγαπά και προσδοκά τα δώρα της αγάπης του: «...δύνασθε πιείν το ποτήριον ο εγώ πίνω, και το βάπτισμα ο εγώ βαπτίζομαι βαπτισθήναι;» (Μαρκ. Ι΄ 39) δηλ. μπορείτε να πιείτε το ποτήριον του θανάτου, που πρόκειται εγώ μετά από λίγο να πιώ, και να βαπτισθήτε το βάπτισμα του μαρτυρίου, που μετά από λίγο θα υποστώ;
Και για να κάνει ακόμα περισσότερο κατανοητή την αμετακίνητη αυτή πνευματική θέση, ανεβάζει το όλον θέμα στο ύψος της Θεότητος, αποκαλύπτοντας τον ίδιο τον Εαυτόν του ο οποίος «...ουκ ήλθε διακονηθήναι, αλλά διακονήσαι, και δούναι την ψυχήν αυτού λύτρον αντί πολλών» δηλ. Ο υιός του ανθρώπου, ο Μεσσίας, δεν ήλθε στον κόσμο για να υπηρετηθεί, αλλά ήλθε για υπηρετήσει και να δώσει την ζωή του λύτρον, για να εξαγοραστούν και ελευθερωθούν από την αμαρτία και τον θάνατο πολλοί.
v     Αδελφοί μου. Είναι γεγονός ότι στο διάστημα των είκοσι ένα αιώνων, μέχρι τώρα, πολλές τραυματικές εμπειρίες έλαβε το σώμα του Χριστού, δηλ. η Εκκλησία μας, ακριβώς επειδή δε φρόντισαν κάποιοι να κάνουν τη συγκεκριμένη διδασκαλία τόσο κατανοητή όσο θα έπρεπε...
Πληκτρολογούν στην οθόνη της καρδιάς  το «άνηθον και το κύμινον» και γράφουν επάνω στο ύδωρ της ρευστής συνειδήσεώς τους το κεντρικότατο τούτο μήνυμα της ταπεινώσεως και της διακονίας που αποτελεί την συνισταμένη της αυθεντικής ορθοδόξου πνευματικότητας.
Αν είναι αλήθεια, και φυσικά είναι αλήθεια ότι «ου πας ο λαλών προφήτης εστίν, αλλ’ ο έχων τους τρόπους Κυρίου», πολύ περισσότερο εξ’ αντιθέτου, η φιλοδοξία και ο εγωκεντρισμός όταν προβάλουν και μάλιστα όταν με κάθε τρόπο επιβάλλονται, αποκαλύπτουν κάτω από τα ποικίλα προσωπεία, ότι οι συνειδήσεις είναι «αδιάβροχες» και αδυνατούν να δεχθούν τις δροσοσταλίδες της αδελφικής διακονίας...
v     Πάντως θα αποτελούσε μεγάλο λάθος αν τον κύλικα του ποτηρίου της θυσίας που προσφέρει ο ίδιος ο Ιησούς στους εκλεκτούς του, το περιορίζαμε μόνο στα χείλη όσων κατέχουν κάποιο ιδιαίτερο διακόνημα μέσα στο εκκλησιαστικό σώμα. Όχι. Η αφάνεια και η θυσία για την αγάπη και την δόξα του Χριστού, προσφέρεται «κατά πάντα και δια πάντων» των πιστών που αποδέχθηκαν το Σωτήριο μήνυμα και εγράφει το όνομά τους «εν βίβλω ζωής».
Ας μη περιμένουμε φίλοι μου να έλθουν ιδιαίτερες περιπτώσεις και μοναδικές συγκυρίες ώστε να δείξουμε αυτό που νομίζουμε ότι διαθέτουμε ως χάρισμα...
Η καθημερινότητα ανοίγεται μπροστά μας με πλείστες όσες προκλήσεις που όταν συνειδητοποιήσουμε τις αφορμές για θυσία, νιώθουμε έκπληξη αλλά και δέος στο αν θα κατορθώσουμε καν να ορθοποδήσουμε, ώστε να πλησιάσουν τα χείλη μας το ποτήριον της θυσίας.
Αρκεί να σκεφθεί κανείς την οικογένεια με τους τόσους κραδασμούς που δέχεται κυρίως στις ημέρες μας ή τον όντως μαρτυρικό χώρο της εργασίας που ενσαρκώνει το ανυπόφορο άγχος και το μαρτυρικό stress με τα τραγικά συνεπακόλουθα της φοβερής ανεργίας. Και μόνο αυτά;...Τελικώς καταντά η ζωή μας ένας κρατήρας γεμάτος με πίκρες και ταλαιπωρίες, περιέχοντας ελάχιστες σταγόνες χαράς και αναψυχής.
Και σ’όλες αυτές τις περιστάσεις, τί καλείται να ενεργήσει ο μαθητής του Χριστού που αναζητά τον εξαγιασμό;
Πώς πρέπει να αποδείξει ότι όντως αγαπά τον Κύριο και είναι έτοιμος για μεγάλα (όπως νομίζει) πράγματα;
Μα η απάντηση είναι ξεκάθαρη. Ξεκάθαρη, αρκεί την συνειδητοποιήσουμε και κυρίως να την ωθήσουμε στην οδό της εφαρμογής. «...ος εάν θέλη γενέσθαι μέγας εν υμίν, έσται υμών διάκονος, και ος εάν θέλει υμών γενέσθαι πρώτος, έσται πάντων δούλος» (Μαρκ. Ι΄ 43-44) δηλ. οποιοσδήποτε θέλει να γίνει μεγάλος μεταξύ σας, ας είναι υπηρέτης σας και ας σπουδάζει να γίνεται εξυπηρετικός στους άλλους. Και οποισδήποτε θέλει να γίνει πρώτος από εσάς, οφείλει να γίνει δούλος όλων, ασκώντας με κάθε ταπεινοφροσύνη την αγάπη.
Είθε να δώσει ο Πρωτομάρτυρας της θυσίας, ο Εσταυρωμένος Κύριός μας Ιησού Χριστός να αισθανθούμε το χρέος της εν ταπεινώσει αδελφικής προσφοράς και αγαπητικής θυσίας.
Αμήν.       
                     π. Ιωήλ Κωνστάνταρος

Η Ευρώπη ακυρώνει τα Χριστούγεννα!

Tα Χριστούγεννα είναι μια γιορτή που γιορτάζουμε όχι ως άτομα ούτε ως έθνος, αλλά ως ανθρώπινη οικογένεια [Ronald Reagan] Ένα σχεδόν σπαρακτ...