Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Κυριακή, Απριλίου 10, 2011

π. Συμεών Κραγιόπουλος: "Ιδού αναβαίνωμεν..."(ομιλία εις την Ε΄ Κυριακη των Νηστειών)

(αναρτάται πρώτη φορά στο διαδίκτυο)
  
Ιδού αναβαίνομεν...» 

Σεβασμιώτατε, αφού πρώτα σας ευχαριστήσω που φέτος κανονίσατε να με καλέσετε μέσα στη Μεγάλη Τεσσαρακοστή, θα σας παρακαλέσω να ευχηθείτε να φωτίσει ο Θεός να πούμε τα πρέποντα σήμερα, που είναι μια από τις Κυριακές της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και μάλιστα η τελευταία Κυριακή.

Είναι γνωστό ότι η Μεγάλη Τεσσαρακοστή τελειώνει την Παρασκευή πριν από το Σάββατο του Λαζάρου. Μεσολαβούν οι δύο μέρες, Σάββατο του Λαζάρου και Κυριακή των Βαΐων, και ακολουθεί η Μεγάλη Εβδομάδα. Είμαστε λοιπόν στο τέλος της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και στα πρόθυρα της Μεγάλης Εβδομάδος· στα πρόθυρα της εορτής των Παθών και της Αναστάσεως του Κυρίου. Και πρέπει να πούμε τα πρέποντα. και οι αδελφοί, παρακαλώ, να ευχηθείτε να φωτίσει ο Θεός.

Από την Ιεριχώ στα Ιεροσόλυμα

Το θέμα καταρχήν το παίρνουμε από τη σημερινή ευαγγελική περικοπή, που κάθε χρόνο αναγινώσκεται αυτή την ημέρα, την Ε' Κυριακή των Νηστειών. Η ευαγγελική περικοπή αναφέρεται ακριβώς στο σημείο εκείνο που ο Κύριος βρίσκεται στην Ιεριχώ και ανεβαίνει για τελευταία φορά στα Ιεροσόλυμα -και άλλες φορές εχει κάνει αυτόν τον δρόμο- διότι αυτή τη φορά θα σταυρωθεί, θα πεθάνει, θα ταφεί και θα αναστηθεί.

Όσοι έχουν επισκεφθεί τους Αγίους Τόπους, γνωρίζουν ότι η Ιεριχώ από απόψεως υψομέτρου είναι αρκετά χαμηλά. Η Ιερουσαλήμ είναι 800 μέτρα πάνω από τη Μεσόγειο θάλασσα. Η Νεκρά θάλασσα είναι 400 μέτρα κάτω από τη Μεσόγειο θάλασσα. Η Ιεριχώ είνα κοντά στη Νεκρά θάλασσα, και επομένως από απόψεως υψομέτρου μεταξύ Ιεριχούς και Ιεροσολύμων έχουμε διαφορά 1200 μέτρα.

Είναι πράγματι ο δρόμος ανηφορικός από την Ιεριχώ για την Ιερουσαλήμ κι εμείς οι προσκυνητές τώρα κάνουμε αυτή την πορεία με λεωφορεία, αλλά ο Κύριος αρκετές φορές και κατέβηκε από την Ιερουσαλήμ προς την Ιεριχώ, αλλά και ανέβηκε από την Ιεριχώ προς την Ιερουσαλήμ και ως άνθρωπος κουράστηκε. Σε άλλη περίπτωση αναφέρεται ότι ο Κύριος, «κεκοπιακώς εκ της οδοιπορίας», κάθισε στο φρέαρ του Ιακώβ. Πολύ περισσότερο εδώ που ήταν ανηφόρα. Γι' αυτό και κάθισε λίγο εξω από τη Βηθανία, εκεί που τώρα είναι η μονή των αδελφών του Λαζάρου, της Μάρθας και της Μαρίας. Θα γνωρίζετε ασφαλώς, αν όχι όλοι, οι περισσότεροι, ότι μέσα στον ναό αυτού του μοναστηριού υπάρχει η πέτρα, όπου ο Κύριος κάθισε να ξεκουρασθεί, καθώς έβγαλε την πολλή ανηφόρα και έφθασε τρόπον τινά κοντά στη Βηθανία που ήταν πιο ομαλός ο δρόμος.

Λέει το Ευαγγέλιο ότι ο Κύριος και οι μαθηταί «ήσαν... αναβαίνοντες...» Άφηναν την Ιεριχώ και ξεκινούσαν για την Ιερουσαλήμ. Και ο Κύριος στρεφόμενος προς τους μαθητάς είπε: «Ιδού αναβαίνομεν εις Ιεροσόλυμα και ο Υιός του ανθρώπου παραδοθήσεται τοις αρχιερεύσι και τοις γραμματεύσι, και κατακρίνουσιν αυτόν θανάτω... και αποκτενούσιν αυτόν...» Ομιλεί και για την Ανάσταση: «Την τρίτη ημέρα θα αναστηθεί». Και από τα λόγια αυτά αλλά και από την όλη αυτή ανάβαση και πορεία εμπνέονται τα τροπάρια της Μεγάλης Εβδομάδος και μάλιστα της πρώτης ακολουθίας του Νυμφίου την Κυριακή των Βαΐων το βράδυ: «Ιδού αναβαίνομεν εις Ιεροσόλυμα...»


Ο θάνατος συνέπεια της αμαρτίας

Πρώτα, θα ήθελα κάτι να προσέξουμε, στο οποίο πιθανόν οι χριστιανοί δεν δίνουμε τη δέουσα προσοχή. Βέβαια, ο Κύριος όχι μόνο αυτή τη φορά αλλά και άλλες φορές, ιδιαίτερα όμως αυτή την φορά, πηγαίνει, για να πεθάνει. Ο Κύριος ανεβαίνει στα Ιεροσόλυμα, για να σταυρωθεί. Το γνωρίζει πολύ καλά ότι είναι η τελευταία φορά που πηγαίνει. και πηγαίνει, για να πεθάνει. Ο Κύριος είναι ο Θεός, αλλά είναι και άνθρωπος κανονικός, όπως κάθε άνθρωπος. Γνωρίζουμε όλοι μας ότι θέλουμε να ζήσουμε. Μόνο αν κάποιος δεν είναι στα καλά του και φθάσει σε απόγνωση, θέλει να θέσει τέρμα στη ζωή του. Κανονικά, όλοι οι άνθρωποι θέλουν να ζήσουν και κάνουν το πάν, για να παρατείνουν τη ζωή.

Εμείς οι άνθρωποι οι οποίοι είμαστε αμαρτωλοί, είμαστε υπό το βάρος της αμαρτίας, πεθαίνουμε σύμφωνα μ' αυτά που είπε ο Θεός μέσα στον Παράδεισο: « Ἧ δ' ἄν ἡμέρα φάγητε ἀπ' αὐτοῦ, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε». Αυτή ήταν η απειλή, ας πούμε, έτσι. Ο Κύριος έδωσε εντολή στους πρωτοπλάστους. «Αν όμως δεν τηρήσετε την εντολή, θα πεθάνετε». Και όταν συνετελέσθη το αμάρτημα, η παρακοή, ο Θεός μέσα στον Παράδεισο, που συνάντησε τον Αδάμ και την Εύα, είπε τα σχετικά στην Εύα πως θα ζήσει και τι έχει να πάθει και επίσης είπε στον Αδάμ πως «εν ιδρώτι του προσώπου του» θα βγάζει τον άρτο και ότι η γη θα βγάλει «άκανθας και τριβόλους» και όλα τ' άλλα τα σχετικά, αλλά και ότι τον παραμονεύει και τον περιμένει ο θάνατος.

Κανείς καταγόμενος από τον Αδάμ δεν γλιτώνει από τον θάνατο. Μόνο ο προφήτης Ηλίας έφυγε χωρίς θάνατο από τον κόσμο αυτό και ο Ενώχ. Όλοι οι άλλοι αποθνήσκουν. Ο θάνατος είναι η κατάρα της αμαρτίας, είναι η συνέπεια της αμαρτίας. Δεν ήμασταν για θάνατο· ήμασταν για τη ζωή. Όμως αμαρτήσαμε, και η τελική συνέπεια είναι ο θάνατος. Όπως λέει ο απόστολος Παύλος: «Έσχατος εχθρός καταργείται ο θάνατος».

Εκδηλώσεις του Χριστού ως αληθινού άνθρωπου

Εμείς λοιπόν οι αμαρτωλοί δεν θέλουμε να πεθάνουμε και πασχίζουμε πάση θυσία να ζήσουμε, όσο γίνεται περισσότερο. Ο Χριστός όμως που είναι αναμάρτητος έχει κάθε δικαίωμα να ζήσει ως άνθρωπος· κάθε δικαίωμα. Νομίζω, το λέγαμε μια φορά εδώ, δεν πειράζει να το επαναλάβουμε, ότι αν μέσα στον κήπο της Γεθσημανή προσεύχεται ο Χριστός και λέει: «Πάτερ μου, ει δυνατόν εστι, παρελθέτω απ' εμού το ποτήριον τούτο», προσεύχεται και λέει αυτά τα λόγια, γιατί ακριβώς είναι αληθινός άνθρωπος. Βέβαια η προσευχή αυτή έχει πολλή θεολογία, αλλά έχει και αυτό μέσα, ότι για τον Χριστό ο θάνατος είναι κάτι αφύσικο. Καθώς ήταν αναμάρτητος ο Κύριος, δεν έχει καμιά θέση επάνω του ο θάνατος. Και εάν, ας πούμε, ως άνθρωπος δεν απόδιωχνε τον θάνατο -«Πάτερ, ει δυνατόν παρελθέτω απ' εμού το ποτήριον τούτο» - θα μας έβαζε και σε αμφιβολία αν ήταν αληθινός άνθρωπος.

Έτσι, πέρα απ' όλα τ' άλλα, και μ' αυτόν τον τρόπο και μ' αυτή τη στάση μέσα στον κήπο της Γεθσημανή, μας αφαιρεί κάθε αμφιβολία και μας βεβαιώνει ότι ήταν αληθινός άνθρωπος. Τρεις φορές είπε αυτόν τον λόγο και τρεις φορές επίσης ο ίδιος είπε: «Πλην ουχ ως εγώ θέλω, άλλ' ως συ», πρόθυμος να υποταχθεί στο θέλημα του Θεού Πατέρα. Τόσο λοιπόν ο Κύριος είναι αυτός, ο οποίος έχει δικαίωμα να ζήσει!

Είναι Θεός ο Κύριος, αλλά είναι και άνθρωπος. Πρέπει να το προσέξουμε αυτό. Πράγματι ο Κύριος πεινούσε και καθόταν να φάει. Πράγματι κουραζόταν και καθόταν να ξεκουρασθεί, όπως κάθε άνθρωπος. Νύσταζε και κοιμόταν. Έτσι και εδώ, ως αναμάρτητος, είχε δικαίωμα να ζήσει, είχε δικαίωμα να ρίξει μιά ματιά γύρω του στη ζωή. Είχε δικαίωμα ως άνθρωπος να χαρεί τα πάντα. Μάλιστα, η εποχή που ανεβαίνει στα Ιεροσόλυμα, είναι άνοιξη όπως τώρα. Και εκεί στην Ιεριχώ, που και τον χειμώνα είναι σαν άνοιξη, Καταλαβαίνει κανείς πόσο ωραία είναι αυτή την εποχή.

Ανεβαίνει λοιπόν ο Κύριος. Και φυσικά στα χρόνια του Χριστού πρέπει να ήταν πολύ καλύτερα τα πράγματα· να ήταν πιο ανεκτική, πιο υποφερτή η έρημος. Δεν θα ήταν στην κατάσταση που βρίσκεται τώρα. Επομένως, μέσα στην Ιεριχώ - πριν αφήσει, ας πούμε, την πεδιάδα και πάρει την πλαγιά ανηφορίζοντας - αλλά και ανεβαίνοντας, γύρω του ήταν όλα πράσινα, γύρω του ήταν όλα ανθισμένα, γύρω του έσφυζε η ζωή, γύρω του τα σιτάρια, τα χόρτα, τα φυτά, παρουσίαζαν όργιο βλαστήσεως· επίσης τα πουλιά, ο ουρανός, τα πάντα, όλα τα καλά της ζωής.

Εμείς που είμαστε αμαρτωλοί, αν καμιά φορά δεν είμαστε τόσο επηρεασμένοι από την αμαρτία και από τις συνέπειες της αμαρτίας και έχουμε κάπως καλή κατάσταση μέσα μας -έχουμε ειρήνη μέσα μας, γαλήνη, ημεράδα, ομορφιά, μια πληρότητα- πόσο ωραία μας φαίνονται τα πάντα! Είναι βέβαια άλλες μέρες που αισθάνεται κανείς μελαγχολικά κλπ., οπότε δεν του φαίνεται όμορφο τίποτε, δεν τον παρηγορεί ίσως τίποτε.

Ο Κύριος, ως άνθρωπος αναμάρτητος, μπορούμε να φαντασθούμε πως ένιωθε, πως τα έβλεπε όλα αυτά γύρω του! Και το φυσιολογικό ήταν να θέλει να ζήσει, το φυσιολογικό ήταν να θέλει να παραμείνει στη ζωή, να χαρεί τη ζωή και, καθώς περπατούσε, να πάει λίγο δεξιά απ' τον δρόμο, να πάει λίγο αριστερά απ' τον δρόμο, να καθίσει λίγο στα χόρτα, να κόψει μερικά άνθη, να μείνει με τα πουλιά.

Ο Κύριος εκουσίως πηγαίνει, για να σταυρωθεί

Όμως όχι. Ο Κύριος σαν να είναι ξένος προς όλα αυτά ως άνθρωπος, και σαν να είναι όλα αυτά ξένα προς αυτόν, σταθερά παίρνει τον δρόμο αυτό τον ανηφορικό, για να πάει να πεθάνει. Το μέλημά του είναι να μείνει πιστός και υπάκουος στο θέλημα του Ουρανίου Πατρός μέχρι τέλους, καίτοι ξέρει συγκεκριμένα ποιο είναι το θέλημα του Ουρανίου Πατρός. Ξέρει ότι το θέλημα του Ουρανίου Πατρός είναι να καταφύγει τελικά στην Ιερουσαλήμ, και εκεί να πάθει, όπως και άλλοι προφήτες πριν απ' αυτόν. Το θέλημα του Ουρανίου Πατρός είναι, αυτός που είναι ο μοναδικός Προφήτης και είναι ο Υιός του άνθρωπου, εκεί στα Ιεροσόλυμα ν' αφήσει εντελώς τον εαυτό του στα χέρια των εχθρών του Θεού, στα χέρια των εχθρών του, και να τον ταλαιπωρήσουν και να τον βασανίσουν και να τον κολαφίσουν και να τον περιγελάσουν και τελικά αφού τον παιδεύσουν, να τον σταυρώσουν και να τον θανατώσουν.

Γνωρίζει ότι αυτό είναι το θέλημα του Θεού, γνωρίζει ότι αυτό θα συμβεί στην Ιερουσαλήμ. Κανείς δεν τον αναγκάζει να το κάνει αυτό. Καμιά ανθρώπινη απόφαση δεν μπορεί να τον δεσμεύσει και καμιά βουλή ανθρώπινη δεν μπορεί να τον εξαναγκάσει. Όχι. Θέλει και παίρνει τον ανηφορικό δρόμο. Θέλει και πηγαίνει στην Ιερουσαλήμ. Θέλει και πηγαίνει, για να πάθει, για να σταυρωθεί. Εκουσίως. Όπως εκουσίως ήλθε και έγινε άνθρωπος και εκουσίως έζησε όλες τις ημέρες επί της γης, Έτσι τώρα πηγαίνει, για να σταυρωθεί εκουσίως και όχι απλώς δέχεται να θανατωθεί, επειδή έτυχε να έλθουν έτσι τα πράγματα.

Στην πορεία αυτή του Χριστού, στην ανάβαση αυτή του Χριστού, στην εκούσια πορεία του Χριστού προς τον θάνατο, προς τη Σταύρωσή του, είναι και όλο το νόημα, το βαθύτερο νόημα, της ζωής και του θανάτου του κάθε ανθρώπου, το νόημα της ζωής και του θανάτου του καθενός ο οποίος θ' αποδεχθεί αυτό το οποίο έκανε ο Χριστός, Θ' αξιοποιήσει αυτό το οποίο έκανε ο Χριστός, θα μιμηθεί τον Χριστό, θα θελήσει να γίνει του Χριστού, θα θελήσει να ζήσει κατά Χριστόν, να σωθεί και ν' αγιασθεί.

Πρώτα οι Απόστολοι και λίγο αργότερα οι μάρτυρες δεν έκαναν ο,τι έκαναν έτσι τυχαία. Ούτε έπαθαν αυτά που έπαθαν, επειδή έτυχε να ζήσουν σε χρόνια δύσκολα. Όπως ο Χριστός δεν σταυρώνεται, επειδή βρέθηκαν κακοί άνθρωποι να τον μισήσουν και τελικά να τον θανατώσουν ή επειδή το θέλησαν, ας πούμε, οι αρχιερείς, οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι. Δεν σταυρώνεται γι' αυτό ο Χριστός. Σταυρώνεται, επειδή θέλει να σταυρωθεί. Σταυρώνεται, επειδή πρέπει να περάσει από τον Σταυρό, να πεθάνει επάνω στον Σταυρό. Σταυρώνεται, για να γίνει υπάκουος μέχρι θανάτου στον Ουράνιο Πατέρα, «θανάτου δέ σταυρού», όπως λέγει ο απόστολος Παύλος. Διότι άπαξ και αμάρτησε ο άνθρωπος, για να φύγει από πάνω του η λέπρα της αμαρτίας, για να ελευθερωθεί από την αμαρτία, για να ξαναγίνει ο άνθρωπος καινούργιος, για να γίνει νέος άνθρωπος για τον Θεό, πρέπει να περάσει από τον θάνατο. Δεν γίνεται αλλιώς.

Ο θάνατος του Χριστού να μας φιλοτιμήσει να πάθουμε και εμείς

Λέγαμε ίσως και άλλη φορά ότι, όπως παλαιότερα λειτουργούσαν τα τυπογραφεία, τα στοιχεία τα τυπογραφικά μετά από κάποια χρήση, για να γίνουν καινούργια στοιχεία έπρεπε να τα ρίξουν μέσα στο καζάνι, για να λιώσει -να πεθάνει- το μέταλλο, χωρίς να εξαφανισθεί. Από το ίδιο το μέταλλο το οποίο έγινε πολτός, θα γίνουν τα καινούργια στοιχεία, αλλά αφού το μέταλλο αυτό θα περνούσε από τον θάνατο, θα έλιωνε.

Ο θάνατος δεν είναι μόνο η καταδίκη του ανθρώπου, δεν είναι μόνο η τιμωρία του ανθρώπου, δεν είναι μόνο η συνέπεια της αμαρτίας -είπε ο Θεός: «Η δ' αν ημέρα φάγητε, θανάτω αποθανείσθε»- αλλά είναι και γιατρειά από την αμαρτία, ελευθέρωση από την αμαρτία. Με μόνη τη διαφορά ότι, όσο κι αν πέθαιναν οι άνθρωποι, δεν θα ερχόταν η ελευθερία, δεν θα ερχόταν η σωτηρία και η θεραπεία από την αμαρτία. Αυτός που θα απέθνησκε για να σώσει τους ανθρώπους, έπρεπε να ήταν ο αναμάρτητος Κύριος. Γι' αυτό ο Θεός έγινε άνθρωπος: για να πεθάνει ως άνθρωπος, αλλά ως αναμάρτητος άνθρωπος, και παίρνοντας επάνω του τις αμαρτίες όλων μας να σωθεί το ανθρώπινο γένος.

Όμως το ότι έπαθε ο Κύριος δεν έχει την έννοια ότι τέλειωσαν όλα. Οπωσδήποτε πρώτα είναι αυτό, ότι ο Κύριος έπαθε υπέρ ημών. Αλλά κυρίως ο θάνατος του Χριστού, το πάθος του Χριστού, όλο αυτό το δόσιμο του Χριστού -«έδωκεν εαυτόν», ο Πατήρ έδωκε τον Υιόν εις θάνατον- έχει τον σκοπό να εμπνεύσει τον καθένα, να φιλοτιμήσει τον καθένα, καθώς εκεί εκδηλώνεται η αγάπη του Θεού, καθώς εκεί εκδηλώνεται η συγκατάβαση του Θεού, όλη η ευσπλαχνία του Θεού προς τον άνθρωπο, αλλά και να βεβαιώσει τον καθένα ότι εάν μιμηθεί τον Χριστό, εάν ακολουθήσει τον Χριστό, εάν συσταυρωθεί και συμπαθεί με τον Χριστό, θα σωθεί. Θα σωθεί, διότι ο Χριστός γι' αυτό πέθανε: για να σωθεί ο καθένας, ο όποιος όμως θα συμπορευθεί με τον Χριστό.

Γι' αυτό το βράδυ της Κυριακής των Βαΐων, που γίνεται, όπως είπαμε, η πρώτη ακολουθία του Νυμφίου, το πρώτο τροπάριο των αίνων λέει: «Δεύτε ουν και ημείς κεκαθαρμέναις διανοίαις συμπορευθώμεν αυτώ και συσταυρωθώμεν... ίνα και συζήσωμεν αυτώ». Δεν λέει απλώς «ελάτε να το πιστεύσουμε αυτό». Δεν λέει απλώς «ελάτε να προσευχηθούμε στον Χριστό και να τον παρακαλέσουμε, αφού έκανε όλα αυτά». Δεν είναι αυτό το πνεύμα των τροπαρίων της Εκκλησίας, το πνεύμα όλων αυτών που περιέχουν τα βιβλία της Εκκλησίας. Δεν είναι αυτό το όλο πνεύμα της Εκκλησίας. Δεν είναι το πνεύμα των μαρτύρων και γενικώς των αγίων απλώς, ας πούμε, να παρακαλούμε τον Χριστό, απλώς να επιθυμούμε. Δεν είναι έτσι.

Πρώτος ο Κύριος ανέβηκε αυτόν τον δρόμο του Πάθους, πρώτος ο Κύριος έπαθε, χωρίς να χρειάζεται εκείνος να πάθει, διότι ήταν τελείως ελεύθερος απ' όλα αυτά. Έπαθε για μας· για να δείξει τον δρόμο, για να μας φιλοτιμήσει, για να μας συγκινήσει, να μας εμπνεύσει, να πάθουμε κι εμείς. Και, καθώς θα πάθουμε κι εμείς, καθώς θα σταυρωθούμε, θ' αναστηθούμε. Όμως όχι απλώς θα σταυρωθούμε, αλλά μαζί μ' αυτόν θα σταυρωθούμε. Όχι απλώς θα πάθουμε, αλλά θα πάθουμε μαζί του. Όχι απλώς θα πεθάνουμε, αλλά θα πεθάνουμε μαζί του. Αν λοιπόν κι εμείς πεθάνουμε μαζί του, αν περάσουμε μέσα από τον θάνατο, θα βγούμε στην ανάσταση. Δεν αρκεί απλώς να ξέρουμε ότι έπαθε ο Χριστός, έστω να το πιστεύουμε αυτό και απλώς να ζητούμε τη Χάρι του, την όποια Χάρι του και την όση Χάρι του. Δεν αρκεί.

Πώς γίνεται και οι μαθηταί δεν καταλάβαιναν τον Κύριο;

Βέβαια, τα πράγματα έδειξαν ότι, όσο κι αν ο Κύριος τα έλεγε αυτά στους μαθητάς του, οι μαθηταί δεν καταλάβαιναν τίποτε. Κι εμείς ακόμη σήμερα απορούμε πως γίνεται αυτό! Ο Κύριος μιλάει: «Ιδού αναβαίνομεν εις Ιεροσόλυμα, και εκεί θα πάθω και θα σταυρωθώ...» Τους ομιλεί για τον θάνατο, τους ομιλεί για το τέλος, και τον ακούν. Είναι αυτοί οι άνθρωποι που έζησαν μαζί του τρία ολόκληρα χρόνια. Είναι αυτοί οι άνθρωποι που τον αγαπούν, τον ευλαβούνται και τον σέβονται. Κι όμως δεν καταλαβαίνουν.

Οι δύο από αυτούς, οι καλύτεροι, θα έλεγε κανείς, τα δύο αδέλφια, ο Ιωάννης και ο Ιάκωβος, όπως λέει ο ευαγγελιστής Μάρκος -του ευαγγελιστή Μάρκου ήταν η ευαγγελική περικοπή που διαβάσαμε σήμερα - είπαν στον Κύριο: «Ζητούμε να μας βάλεις τον έναν από τα δεξιά σου και τον άλλο από τ' αριστερά σου, τώρα που θα καθίσεις στον θρόνο της Βασιλείας σου». Ο ευαγγελιστής Ματθαίος, αν θυμάμαι καλά, λέει ότι πήγε η μητέρα με τα δύο παιδιά της στον Χριστό και αυτή είπε: «Βάλ' τους τον ένα από τα δεξιά σου, τον άλλο από τ' αριστερά σου». Ο ιερός Χρυσόστομος, στην ερμηνεία του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου, λέει ότι συνέβησαν και τα δύο.

Ο Χριστός, ο διδάσκαλός τους, ομιλεί για θάνατο, πηγαίνει για τον θάνατο. Και ο θάνατος είναι θάνατος. Αυτοί άκουσαν την Ανάσταση, άκουσαν, ας πούμε, το καλό τέλος και πιάστηκαν από κει και τον φαντάζονται τον Χριστό σαν κοσμικό βασιλιά. Όπως ξέρουμε, όλοι οι Εβραίοι περίμεναν τον Μεσσία και τον περιμένουν και σήμερα. Ακόμη και οι μαθηταί, που τον πίστευσαν τον Χριστό και τον ακολούθησαν, τον περίμεναν σαν έναν κοσμικό άρχοντα, που θα τους ελευθέρωνε από τους Ρωμαίους κλπ. Δεν μπορούσαν να πιάσουν την πνευματική πλευρά των πραγμάτων, γι' αυτό ζητούν ο ένας να καθίσει από τα δεξιά και ο άλλος από τα αριστερά. Ποιοί; Αυτοί οι οποίοι είναι τρία χρόνια μαζί με τον Χριστό, οι οποίοι είδαν και τα θαύματα, άκουσαν πολλά, συνέφαγαν και συνέπιον, Όπως θα πουν αργότερα, αυτοί λοιπόν δεν καταλαβαίνουν τίποτε και είναι εντελώς εκτός θέματος αυτό που ζητούν, αυτό που λένε.

Δείχνουν λοιπόν τα πράγματα ότι, ο άνθρωπος όσο κι αν ακούσει, όσο κι αν διαβάσει, όσο κι αν, ας πούμε, πιστεύσει, ακόμη κι αν υποθέσουμε δει τον Χριστό, μένει απέξω, το μυαλό του δεν αλλάζει, η καρδιά του δεν αλλάζει και σκέπτεται ανθρώπινα. Οι δύο αυτοί μαθηταί δεν αμφιβάλλουν για τον Χριστό, δεν αμφιβάλλουν ότι θα σταυρωθεί, δεν αρνούνται τον Χριστό, δεν τον αφήνουν και φεύγουν, δεν τον εμποδίζουν, όπως κάποια φορά ο Πέτρος, οπότε του είπε ο Χριστός: «Ύπαγε οπίσω μου, σατανά». Αυτοί οι δύο μαθηταί ούτε αυτό κάνουν. Όχι. Συμφωνούν μ' όλα με τον Χριστό και τον ακολουθούν, αλλά για να εκμεταλλευθούν τα του Χριστού. Να εκμεταλλευθούν τον ερχομό του, να εκμεταλλευθούν το γεγονός που ανεβαίνει στα Ιεροσόλυμα. Με το δικό τους μυαλό πιστεύουν και φαντάζονται ότι ήλθε η ώρα πια, και πηγαίνει να εγκαταστήσει την επίγεια βασιλεία.

Δεν τον αρνούνται τον Χριστό. Δεν τον αποφεύγουν. Δεν πηγαίνουν μακριά. Όλα τα δέχονται, αλλά πως τα δέχονται; Εντελώς ανάποδα, εντελώς στραβά. Δέχονται τα του Χριστού, αλλά για να τα εκμεταλλευθούν για την κοσμική τους ζωή. Διότι κοσμική ζωή είναι το να θέλουν να καθίσουν σε θρόνους, να συμβασιλεύσουν κλπ. Εδώ που τα λέμε, και αφού σταυρώθηκε ο Χριστός, και συνέβησαν όσα συνέβησαν -οι μαθηταί φοβήθηκαν, εξαφανίστηκαν κλπ - αλλά και αφού αναστήθηκε ο Χριστός και τον είδαν αναστημένο την πρώτη μέρα -όπως ενθυμείσθε, κεκλεισμένων των θυρών, εμφανίσθηκε ανάμεσα στους μαθητάς του- και πάλι, δεν φαίνεται να έγινε τίποτε. Βέβαια, «εχάρησαν οι μαθηταί ιδόντες τον Κύριον» αναστημένο, αντιλήφθηκαν κάποια πράγματα, αλλά τίποτε περισσότερο.

Η μεγάλη αλλαγή, η βασική αλλαγή, η ριζική αλλαγή, εκείνη η οποία θα τους κάνει να έχουν άλλον νου, άλλη καρδιά, άλλη ψυχή, άλλη νοοτροπία, άλλη στάση, θα γίνει την ημέρα της Πεντηκοστής, την ημέρα που θα έλθει το Άγιο Πνεύμα. Είναι το Άγιο Πνεύμα εκείνο το οποίο κάνει όλη αυτή την εργασία.


Το έργο του Αγίου Πνεύματος

Σήμερα το απόγευμα έχω να κάνω μια ομιλία στον άγιο Δημήτριο με θέμα «Αγία Τριάδα και Εκκλησία». Δεν ξέρω τι θα μας φωτίσει ο Θεός να πούμε. Θ' αναφερθούμε στο έργο της Αγίας Τριάδος για τον άνθρωπο. Ο Χριστός έρχεται και γίνεται άνθρωπος, αλλά το Άγιο Πνεύμα δουλεύει μέσα στο σώμα της Παναγίας, και αρχίζει μέσα της να κυοφορείται ο Χριστός, ο οποίος θα γεννηθεί, για να σώσει τον κόσμο. Το Άγιο Πνεύμα κάνει αυτή την εργασία.

Έτσι, ο Χριστός ήλθε και έγινε άνθρωπος. Ο Χριστός είναι αυτός που μιλάει με τους ανθρώπους. Ο Χριστός είναι που σταυρώνεται. Ο Χριστός είναι που πάσχει. Ο Χριστός είναι που θα αναστηθεί. Ο Χριστός είναι που θα κατοικήσει μέσα στον άνθρωπο. Αλλά, όπως προκειμένου να γεννηθεί ο Χριστός, εργάσθηκε το Άγιο Πνεύμα -«εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου» ομολογούμε και στο σύμβολο της Πίστεως- έτσι και το έργο αυτό, δηλαδή να κατοικήσει ο Χριστός μέσα στον άνθρωπο, θα το κάνει το Άγιο Πνεύμα.

Ο ίδιος ο Κύριος είχε πει: «Συμφέρει να φύγω εγώ. Άμα δεν φύγω εγώ, δεν θα έλθει ο Παράκλητος. Εκείνος ο Παράκλητος θα σας τα διδάξει όλα και θα σας θυμίσει όλα όσα σας είπα». Και ξέρουμε καλά ότι ο νους των μαθητών άνοιξε κυρίως την ημέρα της Πεντηκοστής, με τον ερχομό του Αγίου Πνεύματος, οπότε οι μαθηταί έγιναν εντελώς άλλοι άνθρωποι. Τότε τα κατάλαβαν όλα, τότε έπιασαν το βαθύτερο νόημα γιατί ήλθε ο Χριστός, γιατί σταυρώθηκε ο Χριστός, γιατί έπαθε ο Χριστός, και τους συνεπήρε αυτή η αγάπη του Χριστού, αυτή η θυσία του Χριστού, αυτό το όλο πνεύμα της αυτοθυσίας του Χριστού. Έτσι ξεχύθηκαν κι αυτοί ανά την οικουμένη και ούτε φόβο είχαν ούτε τους ένοιαζε αν ζήσουν ή δεν ζήσουν. Τίποτε.

Ο Πέτρος, ο φοβερός Πέτρος, ο τολμηρός Πέτρος, που ασφαλώς θα ήταν ψημένος από τη θάλασσα, κατατρόμαξε μπροστά σε μια παιδούλα το βράδυ των Παθών του Κυρίου. Πάνε όλα αυτά. με τον ερχομό του Αγίου Πνεύματος έφυγαν όλα αυτά και έγινε άλλος άνθρωπος ο Πέτρος και έγιναν άλλοι άνθρωποι οι Απόστολοι και αγάπησαν αυτόν τον δρόμο, ενώ μέχρι τότε και αυτοί σκέπτονταν για τον κόσμο αυτό, σκέπτονταν για τη ζωή αυτή: Εντάξει· ήλθε ο Χριστός, αλλά να τους βοηθήσει να εκμεταλλευθούν τα του Χριστού για τη ζωή αυτή. Ενώ το πνεύμα του Χριστού είναι άλλο: «Ιδού αναβαίνομεν εις Ιεροσόλυμα και ο Υιός του ανθρώπου παραδοθήσεται».

Πηγαίνει λοιπόν να πεθάνει ο Χριστός. Αυτός που πρέπει να ζήσει, αυτός που έχει δικαίωμα να ζήσει, αυτός που έχει δικαίωμα να μην πεθάνει ποτέ, αυτός λοιπόν πηγαίνει να πεθάνει εκουσίως. Αυτό το πνεύμα καταλαβαίνουν οι Απόστολοι, ενστερνίζονται οι Απόστολοι, και όπως είπαμε, ξεχύνονται ανά την οικουμένη. Και τελικά αξιώθηκαν -ήταν ευλογία μεγάλη· έτσι το έζησαν, έτσι το ένιωσαν- όλοι σχεδόν πλην μιας εξαιρέσεως να φύγουν με μαρτυρικό θάνατο και μάλιστα οι περισσότεροι απ' αυτούς σταυρώθηκαν, όπως και ο Κύριος.


Το πνεύμα των αγίων

Το ίδιο βλέπουμε μετά στους μάρτυρες. Ξετρελλαμένοι όλοι, αν επιτρέπεται να πούμε, ποιος και ποιος θα μαρτυρήσει το γρηγορότερο. μην τυχόν εξαιρεθεί κάποιος από το μαρτύριο, μην τυχόν έλθουν έτσι τα πράγματα και δεν μαρτυρήσει. Αυτά ή είναι μύθοι, παραμύθια, ή είναι αλήθειες. Είναι αλήθειες, αλλά είναι αλήθειες για μας. Δεν μπορούμε να είμαστε έξω απ' αυτές τις αλήθειες. Δεν μπορούμε εμείς άλλο πνεύμα να έχουμε. Πως μπορούμε να είμαστε χριστιανοί με άλλο πνεύμα;

Έχουμε τον άγιο Ιγνάτιο Αντιοχείας -το αναφέραμε κι άλλη φορά- ο οποίος λέει πότε να φθάσει στη Ρώμη. Καθώς τον είχαν καταδικάσει να τον ρίξουν στα θηρία της Ρώμης, αυτός έλεγε πότε να φθάσει εκεί. Και παρακαλούσε τους χριστιανούς που έμεναν στην Ρώμη, μην τυχόν κάνουν ενέργειες και τον γλιτώσουν από τα θηρία. Σαν να ήταν η μεγαλύτερη ηδονή, σαν να ήταν η μεγαλύτερη ευχαρίστηση, σαν να ήταν η καλύτερη απόλαυση, να βρεθεί στα δόντια των θηρίων. Δεν είναι μαζοχισμός· αυτό είναι Χάρις Θεού. Και, όπως γράφει σε επιστολή του, πίστευε ότι «τώρα εγώ θα γίνω του Χριστού». Σαν να μην ήταν τίποτε ως αυτή την ώρα, καίτοι λέει «ύδωρ ζών εν εμοί» με καλεί στον ουράνιο Πατέρα.

Έτσι είναι ο άγιος Ιγνάτιος, έτσι είναι οι άγιοι μάρτυρες, οι οποίοι σαν να παίζουν με τα μαρτύρια. Δεν ξέρω αν σας είχα αναφέρει τον άγιο Λαυρέντιο, που ήταν αρχιδιάκονος στη Ρώμη. Τον συνέλαβαν μαζί με τον επίσκοπο και μ' άλλους. Τότε οι διάκονοι έκαναν πολύ μεγάλο έργο, τεράστιο έργο, στην κάθε επισκοπική περιφέρεια. Ήταν πραγματικά το δεξί χέρι του επισκόπου σε όλα. Συνελήφθη λοιπόν ο άγιος Λαυρέντιος και πυρακτώνουν μια σχάρα και τον βάζουν γυμνό εκεί πάνω. Και έχει το κουράγιο αυτός ύστερα από λίγη ώρα να τους πει: «Ψήθηκα από τη μία πλευρά· γυρίστε με και από την άλλη». Παίζει δηλαδή. Αυτά δεν είναι ούτε μύθοι ούτε παραμύθια ούτε απλώς ιστορίες. Τα γράφουν οι βιογράφοι τόσο λιτά, που μόνο απ' αυτό τα πιστεύει κανείς. Διότι εκείνος που θέλει να σου πει ψευτιές, τα φτιάχνει από δω, τα φτιάχνει από κει, να σε πείσει, να σε ξεγελάσει.

Αυτό το πνεύμα είχαν οι μάρτυρες. Και μην πούμε: «να, τότε έτσι ήταν τα χρόνια· ήταν οι διωγμοί, ήταν τα μαρτύρια. τι να κάνουμε;». Δεν είχαν τότε οι χριστιανοί το πνεύμα που είχαν, επειδή ήταν τέτοια τα χρόνια. Και μετά που σταμάτησαν οι διωγμοί, όλοι εκείνοι οι οποίοι αποδέχθηκαν αυτό το πνεύμα του Χριστού, αυτό το χριστιανικό πνεύμα, κατάλαβαν ότι αυτό είναι, και ότι έχοντας κανείς αυτό το πνεύμα πιστεύει ειλικρινά στον Χριστό, βρίσκει τον Χριστό, ενώνεται με τον Χριστό, και ότι αυτή είναι η ζωή, άμα ενωθεί κανείς με τον Χριστό.

Δεν χρησιμοποιεί κανείς τον Χριστό και τα του Χριστού, για να ζήσει κάποια άλλη ζωή, αλλά απαρνείται τα πάντα σαν να πεθαίνει, για να βρει έτσι όντως τον Χριστό και ύστερα τα βρίσκει όλα. Διότι την ώρα που απαρνείται κανείς τα πάντα, τότε τα βρίσκει όλα. Την ώρα που απαρνείσαι τον εαυτό σου, βρίσκεις τον αληθινό εαυτό σου.

«Ος αν απολέση την εαυτού ψυχήν ένεκεν εμού και του Ευαγγελίου, ούτος σώσει αυτήν». Αυτός που θα χάσει, θα δώσει, την ψυχή του, τη ζωή του, για μένα και το Ευαγγέλιο, αυτός είναι που θα τη βρει. Ενώ ο άλλος που θα προσπαθήσει να μην τη χάσει -φόβο από δω, φόβο από κει, κρυφτεί από δω, κρυφτεί από κει- και θα χρησιμοποιήσει ακόμη και τα θρησκευτικά πράγματα, για να ξεγλιτώσει, αυτός θα τη χάσει τη ζωή του. Μετά λοιπόν από τα χρόνια των μαρτύρων, από τα χρόνια των διωγμών, είναι οι όσιοι, που γέμισαν τις ερήμους. Και αυτοί ζουν παρόμοια ζωή· και αυτοί έχουν το ίδιο πνεύμα.


Επηρεάζεται η ζωή μας από το αληθινό πνεύμα;

Φοβούμαι, εμείς σήμερα, στην εποχή μας, στα χρόνια μας, δεν το έχουμε πιάσει αυτό το πνεύμα. Και πρώτον είμαστε δυστυχείς. Είναι ένα αλλόκοτο πράγμα έτσι όπως ζούμε εμείς ως χριστιανοί, γι' αυτό δεν μπορούμε και να ευτυχήσουμε, δεν μπορούμε και να χαρούμε. Να κάνεις τον χριστιανό από το ένα μέρος και από το άλλο μέρος καθόλου να μην έχεις το πνεύμα το χριστιανικό, δεν γίνεται. Απλώς ξέρεις κάποια χριστιανικά πράγματα, τα όποια θα προσπαθήσεις να τα χρησιμοποιήσεις, για να καλοπεράσεις, όπως έκαναν οι ίδιοι οι μαθηταί πριν πάρουν το Πνεύμα το Άγιο.

Φοβούμαι ότι δεν έχουμε πιάσει αυτό το αληθινό πνεύμα. Ξέρουμε πάρα πολύ καλά ότι και στα χρόνια των Αποστόλων και στα χρόνια των μαρτύρων και στα χρόνια των οσίων και αγίων αλλά και μέχρι σήμερα, αν συναντήσουμε κανέναν άγιο -όπου τον συναντήσουμε-ξέρουμε πάρα πολύ καλά πως όλοι αυτοί είναι πιασμένοι από την πραγματικότητα ότι πηγαίνουμε σε μιά άλλη ζωή, ότι έρχεται η Βασιλεία του Θεού. Δεν είναι πιασμένοι από την πραγματικότητα: «Ε, να ζήσουμε τη ζωή και να χρησιμοποιήσουμε, όσο μπορέσουμε πιο πολύ, το Ευαγγέλιο, τον Χριστό, τους αγίους -να προσευχηθούμε,να ζητήσουμε τη χάρι τους- για να βοηθηθούμε, να ζήσουμε τη ζωή». Αυτό είναι το λαθεμένο πνεύμα. Το αληθινό πνεύμα είναι άλλο.

Μάλιστα, σε προηγούμενα χρόνια από χριστιανούς, από ιεροκήρυκες, από θεολόγους, έγιναν και ειδικές προσπάθειες κατά κάποιον τρόπο να ξεγλιτώσουμε από αυτό το πνεύμα της θυσίας του εαυτού μας, της θυσίας της ζωής μας για την αγάπη του Χριστού -ο Οποίος πρώτος θυσίασε τη ζωή του- για να ενωθούμε μαζί Του, για να συμπάθουμε και να βρούμε την αληθινή ζωή. Έγιναν πολλά, για να βγει από τις ψυχές των χριστιανών αυτό το πνεύμα, και όλο το βάρος, όλη η προσπάθεια, έπεσε στο να επικρατήσει ένα πνεύμα καταφάσεως της παρούσης ζωής. Πώς, ας πούμε, θα έχει αξία η παρούσα ζωή, πώς θα γίνει καλύτερη η παρούσα ζωή, πώς θα χαρούμε καλύτερα αυτή τη ζωή, πώς θα εκμεταλλευθούμε καλύτερα τούτο και εκείνο. Όχι. Αρνούμαστε. Αρνούμαστε, όπως ο Κύριος αρνείται να ζήσει -εκουσίως- και πάει για θάνατο, ακριβώς γιατί αυτό είναι η αληθινή ζωή, και όπως όλοι οι μάρτυρες αρνούνται να ζήσουν και πηγαίνουν για θάνατο, ακριβώς επειδή αυτό είναι η αληθινή ζωή. Συμπάσχουν με τον Χριστό, για να συναναστηθούν πραγματικά με τον Χριστό και να ζήσουν. Το ίδιο κάνουν και οι όσιοι.

Κάθε χριστιανός αυτό το πράγμα πρέπει να κάνει: να παρακαλέσει τον Θεό, να παρακαλέσει τους αγίους, να βοηθηθεί από ανθρώπους, από βιβλία, να βοηθηθεί απ' ό,τι μπορέσει, για να μυηθεί σ' αυτό το πνεύμα, για να τα καταλάβει έτσι τα πράγματα, και ν' αρχίσει έτσι να ζει, ν' αρχίσει αυτή την πορεία, αυτή την ανάβαση, για να λυτρωθεί. Απ' όλα αυτά τα παράσιτα που είναι επάνω μας, απ' όλα αυτά τα ξένα στοιχεία που είναι επάνω μας, απ' όλη την αμαρτία, γλιτώνουμε μόνο περνώντας από τον θάνατο. Ο οποίος θάνατος -προσέξτε-δεν είναι πάντοτε σωματικός. Εκείνος θα έλθει, όταν θελήσει ο Θεός.

Αν ο Κύριος πήγε και υπέστη τον σωματικό θάνατο, είναι διότι χωρίς αυτόν δεν θα καταλαβαίναμε τίποτε. Εκεί μέσα καταλαβαίνουμε και όλα τα άλλα. Και επέτρεψε ο Κύριος στα πρώτα χρόνια της Εκκλησίας, στους πρώτους αιώνες, να υποστούν οι χριστιανοί και τον σωματικό θάνατο. Έχουμε μετά τους οσίους, οι οποίοι δεν περνούσαν απ' αυτόν τον σωματικό θάνατο. Ήταν άλλος θάνατος αυτός που περνούσαν, τον οποίο καλούνται και μέχρι σήμερα οι χριστιανοί να περνούν. Να θανατωθεί το θέλημά μας, να θανατωθεί ο εγωισμός μας, να θανατωθεί η αμαρτία μας, να θανατωθούν τα πάθη μας, να θανατωθεί η αγάπη που έχουμε στον εαυτό μας.


Έχουμε εννοήσει το βαθύτερο νόημα της Τεσσαρακοστής;

Από μια πλευρά θα λέγαμε ότι η περίοδος στην οποία βρισκόμαστε είναι ό,τι χρειάζεται. Απ' αυτόν τον κόσμο θα φύγουμε, όταν θέλει ο Θεός και όχι όταν εμείς το επιθυμήσουμε. Θέλουμε δεν θέλουμε θα κάνουμε τον κύκλο κάθε έτους, όσα χρόνια θέλει ο Θεός. Ακριβώς επειδή οι άνθρωποι ζουν και τελειώνει ένα έτος και έρχεται ένα άλλο και τελειώνει εκείνο και ξανάρχεται άλλο κλπ., η Εκκλησία οργάνωσε έτσι τη ζωή των χριστιανών, ώστε από το ένα μέρος να ζουν υποφερτά και από το άλλο μέρος να ετοιμάζονται συνεχώς για την αληθινή ζωή, για την άλλη ζωή.

Η περίοδος αυτή δεν ορίστηκε από την Εκκλησία τυχαία. Και δεν ξέρω πόσο, ας πούμε, έχουμε εννοήσει το βαθύτερο νόημα της περιόδου αυτής που λέγεται Τεσσαρακοστή και το βαθύτερο νόημα της Μεγάλης Εβδομάδος. Δεν ξέρω πόσο το έχουμε καταλάβει και πόσο αγαπούμε αυτή την περίοδο και λέμε πότε να έλθει αυτή η περίοδος -όπως βλέπουμε στους αγίους να το λένε αυτό και να το ζούν έτσι- και πόσο αξιοποιούμε ό,τι μπορούμε να αξιοποιήσουμε και ό,τι μπορούμε να εκμεταλλευθούμε, με την καλή έννοια, καθώς είμαστε μέσα σ' αυτή την περίοδο.

Έχουμε τη δυνατότητα μαζί με τους άλλους αδελφούς να νηστεύσουμε· να νηστεύσουμε και ως προς τις τροφές, να νηστεύσουμε και ως προς τα πάθη, να στερηθούμε και ως προς τα υλικά, να στερηθούμε και ως προς τα ψυχικά, τα πνευματικά. να μυηθούμε έτσι στον θάνατο. Γιατί είναι θάνατος αυτή η στέρηση.

«Δεν μπορώ, λέει, να νηστεύσω». Άμα το πάρεις έτσι, φυσικά δεν μπορείς να νηστεύσεις. Εκτός αν κινδυνεύει η υγεία σου· εκείνο είναι άλλο θέμα. Αλλά εάν δεν κινδυνεύει η υγεία σου και απλώς λες, δεν μπορείς, ακριβώς τότε είναι ό,τι χρειάζεται, για να νηστεύσεις. Μην πεις «δεν μπορώ να προσευχηθώ». Τότε που νομίζεις ότι δεν μπορείς, τότε που νομίζεις ότι τάχα είσαι κουρασμένος και δεν έχεις χρόνο να πας στην Εκκλησία, ακριβώς τότε είναι ό,τι χρειάζεται, για να προσευχηθείς, για να εκκλησιασθείς.

Όλη αυτή την περίοδο και να νηστεύσουμε και να προσευχηθούμε. Αλλά να νηστεύσουμε τη διπλή νηστεία: και την υλική και την πνευματική. Ν' ανοίξουμε την καρδιά μας, να βάλουμε μέσα στην καρδιά μας και τους άλλους, να συγχωρήσουμε τους εχθρούς, να βοηθήσουμε εκείνους που πάσχουν και κυρίως να μυηθούμε στο όλο πνεύμα που περιέχεται μέσα στα εκκλησιαστικά βιβλία, στις ακολουθίες, στα τροπάρια, στα αναγνώσματα, να μυηθούμε στο όλο πνεύμα της περιόδου αυτής.

Οι ασκητές, όπως ξέρουμε, τον παλαιότερο καιρό, αυτοί που ζούσαν στην περιοχή της Ιεριχούς που την αναφέραμε προηγουμένως, δίπλα στην οποία είναι ο Ιορδάνης ποταμός και η μονή του Τιμίου Προδρόμου, οι ασκητές λοιπόν στην αρχή της Τεσσαρακοστής άφηναν το μοναστήρι -νόμιζαν ότι στο μοναστήρι καλοζωούν, έχουν καλοπέραση- και πήγαιναν στην έρημο να ζήσουν όσο γινόταν αυστηρότερα, όσο γινόταν ασκητικότερα- να περάσουν από έναν θάνατο. Και εξωτερικά και εσωτερικά και υλικά και πνευματικά ήταν μια προσπάθεια να συμπορευθούν με τον Χριστό, μια προσπάθεια να συσταυρωθούν με τον Χριστό, μια προσπάθεια να πάθουν μαζί με τον Χριστό, για να φθάσουν και στην Ανάσταση του Χριστού, για ν' αναστηθούν μαζί με τον Χριστό. Και πράγματι γινόταν αυτό· δηλαδή έφθαναν στην ανάσταση. Να θυμηθούμε τον άσωτο και τον ληστή

Είναι λοιπόν ό,τι χρειάζεται αυτές οι ημέρες. Η Σαρακοστή σχεδόν πέρασε· μας μένει αυτή η «κουφή», όπως λέγεται εβδομάδα, επειδή δεν έχει Χαιρετισμούς και μοιάζει σαν να είναι αδειανή, ενώ όλα τα άλλα τα έχει. Έχουμε λοιπόν μία εβδομάδα και μετά μπαίνουμε στη Μεγάλη Εβδομάδα. Μην πει κανένας μας: «Κρίμα- έχασα τόσο καιρό. Δεν μπορώ να κάνω τίποτε». Από μιά πλευρά -δεν ξέρω πως το έχετε καταλάβει εσείς- όλη η ζωή μας μοιάζει σαν μιά ατέλειωτη εισαγωγή, και μπορεί το κύριο θέμα να είναι ακριβώς κάποια στιγμή στο τέλος.

Με τον Σεβασμιώτατο είχαμε καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης τον Έξαρχο τον μακαρίτη -δεν ξέρω αν το ανέφερα αυτό άλλη φορά- που είχε γράψει μιά εργασία: «Το περιεχόμενο των μαθημάτων της Θεολογικής σχολής». Ήταν μιά αξιολογότατη εργασία και είχε δημοσιευθεί στην πρώτη επετηρίδα της Θεολογικής σχολής. Πήρα λοιπόν να διαβάσω την εργασία αυτή. Είχε -δεν ενθυμούμαι ακριβώς- περί τις 150 σελίδες πυκνογραμμένες. Οι 149 σελίδες ήταν εισαγωγή και στην τελευταία σελίδα έλεγε ποιο είναι το περιεχόμενο. Μου έκανε εντύπωση, αλλά μου άρεσε πάρα πολύ, ότι όλο το θέμα ήταν σιγά σιγά, σιγά σιγά, να μας πει, να, αυτό είναι το θέμα. Όμως έπρεπε να πει όλα τα άλλα, για να μπορέσουμε να καταλάβουμε το θέμα, που ήταν μερικές γραμμές, μιά σελίδα· δεν ήταν παραπάνω.

Από μιά πλευρά όλη η ζωή μας είναι μια εισαγωγή: το ότι πέσαμε έξω, πλανηθήκαμε, δεν τα καταλάβαμε καλά, το ότι αμαρτήσαμε, καθυστερήσαμε, αμελήσαμε, τεμπελιάσαμε, και πάει η ζωή. Παρά ταύτα όμως, όλο αυτό το παρελθόν, που μπορεί να είναι κατιτί αρνητικό, και να μην έχουμε κάνει τίποτε θετικό, αν θελήσουμε να το αξιοποιήσουμε, μπορεί να γίνει θετικό. Δηλαδή απέτυχα ως αυτή τη στιγμή. Και απέτυχα, διότι σκεπτόμουν κατά τον άλφα τρόπο. Αφού έχω αυτή την εμπειρία ότι τα έκανα θάλασσα, γιατί να μην σκεφθώ κατά τον βήτα τρόπο, τον σωστό τρόπο;

Πάντοτε μέσα στην Εκκλησία έτσι ή αλλιώς δεν είναι δύσκολο να μάθουμε ποιό ακριβώς είναι το πνεύμα του Χριστού, και τι ακριβώς πρέπει να κάνουμε, αρκεί κάποια στιγμή ο άνθρωπος να ξυπνήσει, κάποια στιγμή ο άνθρωπος να συνέλθει όπως ο άσωτος. Ο άσωτος έφυγε μακριά... και κάνει εντύπωση ότι δεν πήγε ο πατέρας από πίσω του. Τον περίμενε, και μόλις έφθασε, τον αγκάλιασε, τον δέχθηκε, αλλά δεν έτρεξε πίσω του. Ας μην περιμένουμε να έλθουν να μας παρακαλέσουν. Σ' αφήνει ο Θεός να πέσεις, να πέσεις, να πέσεις, γιατί όλο το θέμα είναι όχι απλώς σε κάποιο στάδιο που βρίσκεσαι να γυρίσεις, αλλά να έλθεις «εις εαυτόν». Ο άνθρωπος αν δεν πέσει, αν δεν σπάσει τα μούτρα του, δεν έρχεται «εις εαυτόν», δεν έρχεται στα καλά του. Ήλθε «εις εαυτόν» ο άσωτος και από κει και πέρα όλα τα άλλα ήταν έτοιμα.

Μπορεί μέχρι αυτή τη στιγμή η ζωή μας να είναι μιά αποτυχία, μιά ασωτεία -μην το παίρνετε με την στενή έννοια αλλά με τη γενικότερη σημασία της λέξεως -ένα χάσιμο του χρόνου, ένα χάσιμο της ζωής μας, της ψυχής μας. Όμως αυτή την ώρα μπορεί όντως κανείς να έλθει «εις εαυτόν», καθώς έχουμε δεδομένα όλα αυτά: το Ευαγγέλιό μας, τα πατερικά βιβλία, τα εκκλησιαστικά βιβλία, τις ακολουθίες, τους κληρικούς μας... και πολλά άλλα.

Εγώ απορώ μερικές φορές πως οι άνθρωποι τα βλέπουν όλα μαύρα. Δεν μας πειράζει ούτε αν ο άλφα είναι αμαρτωλός ούτε αν ο βήτα είναι αμαρτωλός. Υπάρχει η Εκκλησία, υπάρχει η κιβωτός και ό,τι θέλεις μπορείς να το βρεις, φθάνει να έλθεις «εις εαυτόν». Η Εκκλησία θ' ανοίξει την αγκάλη της, Ο Κύριος διά της Εκκλησίας θ' ανοίξει την αγκάλη του και θα σε δεχθεί. Μπορεί να είναι πολύ λίγος ο δρόμος που θα κάνεις μετά μαζί με τον Χριστό. Ο άλλος δρόμος ήταν τρόπον τινα μιά φυγή από τον Χριστό. Αυτός μπορεί να είναι πολύ λίγος. Δεν πειράζει. Αυτά τα κανονίζει ο Θεός. Εκείνο που πρέπει να γνωρίζουμε είναι ότι στο τέλος μας περιμένει η σωτηρία.

Ο ιερός Αυγουστίνος λέει για τον ληστή: «Καλότυχε ληστή· σ' όλη σου τη ζωή κατέκλεψες τον κόσμο και στο τέλος έκλεψες και τον Παράδεισο». Λέγαμε κι άλλη φορά, αυτό είναι το θέμα. Δεν χρειάστηκε πολλά να πει ο ληστής. Όλο το θέμα ήταν τι ζούσε εκείνη την ώρα, τι ένιωθε εκείνη την ώρα. Ήταν ό,τι ήταν πρώτα, αλλά εκείνη την ώρα έγινε αλλαγή, εκείνη την ώρα ήλθε σε συναίσθηση. Ενώ χαλούσε ο κόσμος, ενώ άλλοι κατά κάποιον τρόπο καταριόταν τον Χριστό και άλλοι τον εγκατέλειπαν, αυτός μόνο έμεινε, αυτός ο αγράμματος ληστής, σαν άλλος θεολόγος, σαν μέγας θεολόγος, και ομολογούσε εκείνη την ώρα ότι αυτός είναι ο Υιός του Θεού και «μνήσθητί μου, Κύριε, όταν ελθης εν τη βασιλεία σου». Και άνοιξε ο Παράδεισος για τον ληστή και μπήκε πρώτος και ακολουθούν, όσοι ακολουθούν, και θα ακολουθήσουμε κι εμείς, αν μας αξιώσει ο Θεός.

Να μην σας κουράζω περισσότερο. Αφού πάλι ευχαριστήσω τον Σεβασμιώτατο και όλους σας, θα τον παρακαλέσω και πάλι να ευχηθεί. Σεβασμιώτατε, αυτές τις ημέρες ειδικά και για μένα και για όλους μας να ευχηθείτε να μας φωτίσει ο Θεός να θελήσουμε όντως να συμπορευθούμε με τον Κύριο, όντως να συσταυρωθούμε με τον Κύριο, για ν' αναστηθούμε μαζί του και να ζήσουμε το υπόλοιπο της ζωής μας ως αναστημένοι και αναγεννημένοι χριστιανοί και να κερδίσουμε την αιώνια Βασιλεία.

Ευχαριστώ πολύ

Μια ακραία οσιακή ιστορία(Aγία Μαρία η Αιγυπτία)

 

Κυριακή Ε΄ των Νηστειών
Η Εκκλησία μας, την Κυριακή Ε’ Νηστειών, προβάλλει και τιμά την ιερή μνήμη μιας αγίας γυναίκας, της οσίας Μητρός ημών Μαρίας της Αιγύπτιας, η οποία ξεκίνησε από την περιθωριακή ζωή και τελειώθηκε στην άσκηση. Ο βίος της είναι μια ακραία όσιακή ιστορία. Ιστορία αδαμικής γυμνότητας, φυσικής και ψυχικής απάθειας, αποβολής των ανθρώπινων Ιδιωμάτων, εγκατάλειψης των ιδίων νοημάτων και θελημάτων, ανάκλησης της αρχαίας υγείας της ψυχής, ιστορία της παρθενίας του σώματος και του πνεύματος. Είναι ιστορία κατάδυσης στο άπειρο βάθος της Χάριτος του Θεού. Η μνήμη της προβάλλεται από την Εκκλησία προς το τέλος της Σαρακοστής, για εξέγερση και βαθύ προβληματισμό. γιατί η οσία Μαρία η Αιγύπτια έζησε το χάος της αμαρτίας και αποκάλυψε το νόημα της αληθινής μετάνοιας και συγνώμης, ζώντας σαράντα επτά ολόκληρα χρόνια στην έρημο του Ιορδάνη. Αποκάλυψε το πόσο απέραντη είναι η αγάπη του Θεού για μας τους αδύναμους και αμαρτωλούς ανθρώπους- το πόσο αναρίθμητοι είναι οι δρόμοι που κατασκευάζει ο Θεός μέσα από την καθημερινότητα της ζωής, για να οδηγήσει τον καθένα μας στην οδό της σωτηρίας- το με πόση ταπείνωση. πραότητα και μακροθυμία ετοιμάζει και αναμένει τη μετάνοια του καθενός μας.

Η άπειρη αγάπη και φιλανθρωπία
Τί ανοίγει από μέρους μας τον δρόμο προς τον Κύριο, που έρχεται να σταυρωθεί για την αμαρτία του κόσμου, ή τί είναι εκείνο που μάς σώζει; Η οσία Μαρία η Αιγύπτια μάς μαθαίνει ότι εκείνο που είναι απαραίτητο από εμάς είναι η αίσθηση της αμαρτωλότητάς μας ή, η απόγνωση από τον εαυτό μας, που μας στρέφει. όταν μας κατακαίει η δίψα της προσωπικής επικοινωνίας και της αγάπης και μας φλογίζει ο άνθρωπος της οδύνης και του θείου πόθου. στην αγάπη και το έλεος του Θεού.
Δεν μπορούμε να ελπίζουμε στον εαυτό μας, αλλά να έχουμε πεποίθηση μόνο στον Θεό, που εγείρει τους νεκρούς, «τούς νεκρωθέντας τη αμαρτία». Εκείνο που τελικά μας σώζει είναι η άπειρη αγάπη του Θεού, η οποία σφραγίζει το μυστήριο της υπάρξεως του Θεού και της αιωνιότητας του ανθρώπου.
Κανένας δεν έχει εκπέσει από την αγάπη του Θεού. Γιατί ο άνθρωπος και μέσα στην αμαρτωλότητά του. ακόμη και στα έσχατα όρια της αξιοπρέπειας του, δεν παύει να είναι παιδί του Θεού. Άλλωστε ποιός μπορεί να μας βεβαιώσει ότι ο άνθρωπος είναι ό,τι πράττει ή ότι είναι ελεύθερος στις πράξεις του ή αγαπά αυτό που πράττει;

Ο πειρασμός της αυτοδικαιώσεως
Η οσία Μαρία γίνεται τύπος των πιστών. που τόσο παγιδεύονται στον πειρασμό της αύτοδικαιώσεως και της αυτάρκειας, γιατί δίνει αυτό που είναι: το είναι της γυμνό, για να το ενδύσει και πάλι η Χάρη του Θεού. Δίνει ακριβώς αυτό που γνωρίζει και περιμένει ο Θεός από τον άνθρωπο: την άβυσσο τού μυστηρίου της καρδιάς, τη μετάνοια, η οποία μας σώζει και μας αγιάζει.
Μετάνοια είναι η αλλαγή του νου, το νέο φρόνημα, η δυναμική μετάβαση «εκ του παρά φύσιν εις το κατά φύ­σιν, και εκ του διαβόλου προς τον Θεόν επάνοδος διασκήσεως και πόνων». Αυτός ό ορισμός καθιστά σαφές ότι ή μετάνοια δεν είναι συμμόρφωση προς τον Νόμο, αλλά συγκλονιστική συνάντηση με τον Χριστό.

Το σωτήριο βήμα
«Εγγίσατε τω Θεώ και εγγιεί υμίν» (Ιακ. 4 Β). Αν κάνουμε ένα βήμα προς τον Θεό, Εκείνος κάνει δέκα προς εμάς. Η κόλαση δεν είναι για τους αμαρτωλούς, αλλά για τους αμετανόητους. Για εκείνους, που δεν αισθάνονται την αναξιότητά τους, που δεν γνωρίζουν το μεγαλείο της συγνώμης, που αγνοούν τον παράδεισο της αγάπης του Θεού, που δεν ζουν τήν ελπίδα της πίστεως.
Η Εκκλησία μπορεί να λέει στον κάθε άνθρωπο: Τίποτε μη φοβάσαι, ποτέ μη φοβάσαι και μη θλίβεσαι. Μια και μετανοείς, όλα θα στα συγχωρέσει ο Θεός. Μα κι ούτε υπάρχει ούτε μπορεί να υπάρχει, να γίνει στον κόσμο τέτοιο κρίμα, που να μην το συγχωρέσει ο Θεός σ’ εκείνον που μετανοεί αληθινά. Μα κι ούτε μπορεί ο άνθρωπος να κάνει ένα τόσο μεγάλο αμάρτημα που θα μπορούσε να εξαντλήσει την αστείρευτη αγάπη του Θεού.

(Αγαθαγγέλου Επισκόπου Φαναρίου, «Η ζύμη του Ευαγγελίου»)

Διηγήσεις από τον βίο της Αγίας Μαρίας της Αιγυπτίας.

 


Μια από τις πιο εξαίρετες γυναικείες ασκητικές μορφές είναι και της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας. Κάθε χριστιανός που θα διαβάσει τη ζωή της θα αντλήσει πολύ ωφέλιμα διδάγματα.
Επί 17 χρόνια ζούσε άσωτα μέσα στην ακολασία και την αμαρτία. Από μικρή παρασύρθηκε από το κακό της αμαρτίας και παρέσυρε κι’ άλλους σ΄ αυτή.
Στα Ιεροσόλυμα με Θεϊκήν επέμβαση αλλάζει σκέψεις και παίρνει νέες αποφάσεις που τις εκτελεί. Αποβάλλει τον παλαιόν άνθρωπο και φορά τον καινούργιο. Η αμαρτία της δημιούργησε πολλά ψυχικά τραύματα κι’ έτσι έφυγε στην έρημο για να κλείσει και να αποβάλλει τις κακίες των πράξεων και να εξαφανίσει το ρύπο που της προκάλεσε η ακολασία. Μετανόησε, έκλαψε, πόνεσε, νήστεψε και προσευχήθηκε. Μεγάλοι οι αγώνες της κα σκληρή η πάλη εναντίον των παθών της. Πολλές οι δυσκολίες, οι ταλαιπωρίες της μέσα στην έρημα, μα τις αντιμετώπισε όλες με ηρωισμό. Τους πολλούς πειρασμούς τους εξουδετέρωσε με αυτοθυσία. Και ο Κύριος άκουσε τους στεναγμούς και τα δάκρυά της, και δέχτηκε τη μετάνοιά της κι έγινε η οσία Μαρία που πρεσβεύει για τη δική μας σωτηρία.
Κι’ εσύ, χριστιανέ μου, πρέπει να γνωρίζεις ότι το φάρμακο της αμαρτίας είναι η μετάνοια, που είναι και το ποιο φοβερό όπλο εναντίον του διαβόλου, που στη ταραγμένη εποχή μας στήνει τις παγίδες του και φωλιάζει παντού. Όταν λοιπόν αμαρτήσεις, όπως λέει ο Δαβίδ, «λέγε τας αμαρτίας σου πρώτος διά να δικαιωθής». Και να είσαι βέβαιος ότι με το φάρμακο της μετάνοιας θα χυθεί άφθονα στη ψυχή σου η φιλανθρωπία του Θεού.
ΟΒΙΟΣ ΤΗΣ ΟΣΙΑΣ
Ο ΑΒΒΑΣ ΖΩΣΙΜΑΣ
Στα μέρη της Παλαιστίνης ήταν κάποιος ιερομόναχος , που λεγόταν Ζωσιμάς, που από μικρός ανατράφηκε σύμφωνα προς τα μοναχικά έθιμα και ζούσε πολύ ενάρετη ζωή. (Ας μη νομίσει κανένας ότι πρόκειται για το Ζωσιμά εκείνο, που χαρακτηρίσθηκε ετερόδοξος, γιατί είναι άλλος αυτός, και υπάρχει τεράστια διαφορά μεταξύ των δύο, παρ’ όλο που έχουν και οι δυο το ίδιο όνομα).
Αυτός λοιπόν ο Ζωσιμάς, ο ορθόδοξος, αρχικά εμόνασε σε κάποιο μοναστήρι της Παλαιστίνης, όπου εφαρμόζοντας κάθε είδος άσκησης πέτυχε ν’ αποκτήσει εγκράτεια σ’ όλα. Από τη μια φύλασσε κάθε κανόνα που του παρέδιναν οι πνευματικοί προπονητές του στην αυτού του είδους παλαίστρα, από την άλλη ο ίδιος επενόησε πολλά από τη δική του πείρα στη προσπάθειά του να υποτάξει τη σάρκα στο πνεύμα. Πράγματι, δεν απότυχε σ’ αυτό το σκοπό που έβαλε, η δε φήμη του έγινε παντού γνωστή, ώστε πολλοί μοναχοί, τόσο από κοντινά, όσο και από μακρινά μοναστήρια πήγαιναν κοντά του και άκουαν τη διδασκαλία του.
Ανάμεσα στις ασχολίες του σπουδαία θέση είχαν η μελέτη και η ψαλμωδία, που ασχολείτο συνέχεια και όταν καθότανε και όταν έτρωγε και όταν έκαμνε εργόχειρο. Λέγουν μάλιστα ότι και συχνά ο Γέροντας αξιωνόταν να βλέπει το Θεό και αυτό να μην φανεί παράξενο, γιατί, «μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται».
Αυτός, λοιπόν, ο Ζωσιμάς, έκανε στο μοναστήρι εκείνο πενήντα τρία χρόνια. Έπειτα δε ενοχλήθηκε από μερικούς λογισμούς, ότι δήθεν ήταν σ’ όλα τέλειος, χωρίς να έχει ανάγκη τη διδασκαλία άλλου ανθρώπου. Κάποτε του ερχόταν και ο εξής λογισμός: «Άραγε υπάρχει στη γη μοναχός, που μπορεί να με ωφελήσει η να με υπερβάλλει στην αρετή;» Ενώ ο γέροντας σκεφτόταν αυτά, άγγελος Κυρίου φάνηκε σ’ αυτόν και του λέει: «Ώ Ζωσιμά, αγωνίσθηκες ανθρώπινα καλά και εξετέλεσες με επιτυχία τον ασκητικόν αγώνα. Αλλά κανένας άνθρωπος είναι τέλειος, ο δε τωρινός αγώνας είναι μεγαλύτερος από τον προηγούμενο. Να ξέρεις όμως, ότι υπάρχουν κι’ άλλοι δρόμοι σωτηρίας και για να πληροφορηθείς γι’ αυτούς βγες από τη γη σου και από τους συγγενείς σου, καθώς ακριβώς ο Αβραάμ, ο πρώτος από τους Πατριάρχες, και πήγαινε σ’ εκείνο το μοναστήρι που βρίσκεται κοντά στον Ιορδάνη ποταμό».
Αμέσως, λοιπόν, ο Γέροντας ακολουθώντας τις πιο πάνω οδηγίες βγήκε από το μοναστήρι του και οδηγήθηκε από τον άγγελο σ’ εκείνο το μοναστήρι του Ιορδάνη, που τον διέταξε ο Θεός να έλθει. Αφού δε κτύπησε την πόρτα του μοναστηριού, συνάντησε πρώτα το μοναχό, που φύλαγε την εξώπορτα κι’ αυτός τον παρουσίασε στον ηγούμενό του. Εκείνος δε, όταν είδε το σχήμα του και το ευλαβικό του ήθος, τον ρώτησε, αφού έβαλε τη συνηθισμένη στους μοναχούς μετάνοια κι’ έλαβε ευχή: «Από πού είσαι αδελφέ και εξ αιτίας ποιου από τους ταπεινούς γέροντες ήλθες εδώ;» Ο δε Ζωσιμάς αποκρίθηκε: «Όσο με αφορά το «από πού»δεν είναι ανάγκη να σας αναφέρω. Ήλθα δε, πάτερ, χάριν ωφελείας, γιατί έχω ακούσει για σας πολύ σπουδαία και αξιέπαινα πράγματα». Απάντησε δε ο ηγούμενος: «Ο Θεός, αδελφέ, ο μόνος που θεραπεύει την ανθρώπινη αρρώστεια, Αυτός και σένα και μας θα διδάξει τα Θεία θελήματα, διότι άνθρωπος δεν μπορεί να ωφελήσει άλλον άνθρωπο. Επειδή όμως, όπως ανέφερες η αγάπη του Θεού σ’ εκίνησε να επισκεφθείς εμάς τους ταπεινούς Γέροντες, μείνε μαζί μας και όλους θα μας θρέψει με τη χάρη του Πνεύματος ο καλός Ποιμένας, που έδωσε την ψυχή του σαν λύτρο για μας». «Όταν είπε αυτά ο ηγούμενος, ο Ζωσιμάς έβαλε και πάλι μετάνοια και ζήτησε ευχή. Ύστερα αποσύρθηκε και από τότε παρέμεινε σ’ εκείνο το μοναστήρι. Συνάντησε δε εκεί Γέροντες λαμπρούς στη θεωρία και τη πράξη, λέοντες ως προς το πνεύμα και δουλεύοντες στον Κύριο. Διότι η ψαλμωδία ήταν ακατάπαυστη και το εργόχειρο πάντα στα χέρια τους, χωρίς να ενδιαφέρονται για τις φροντίδες της ζωής. Ένα δε μονάχα τους απασχολούσε όλους, πως καθένας απ’ αυτούς, θα νέκρωνε το σώμα του στον κόσμο. Σαν τροφή είχαν τα θεόπνευστα λόγια, έτρεφαν όμως και το σώμα τους, αλλά μόνο με τα απαραίτητα, δηλ. το ψωμί και το νερό.
Ύστερα από αρκετές μέρες έφτασε ο καιρός που οι χριστιανοί έκαναν τις ιερές νηστείες, για να καθαριστούν, προκειμένου να προσκυνήσουν το Θείο Πάθος και την Ανάσταση του Χριστού. Η πύλη του μοναστηριού δεν άνοιξε ποτέ, αλλά ήταν πάντα κλειστή, ώστε οι μοναχοί να κάνουν ανενόχλητοι την άσκησή τους. Άνοιγε μόνο, αν κάποιος μοναχός έβγαινε λόγω ανάγκης, γιατί ο τόπος ήταν έρημος και στους περισσότερους από τα γειτονικά μοναστήρια ήταν όχι μόνο αδιαπέρατος, αλλά και άγνωστος. Φυλασσόταν δε στο μοναστήρι τέτοιος κανόνας, για τον οποίο, όπως φαίνεται, και το Ζωσιμά ο Θεός οδήγησε σ΄ εκείνο το μοναστήρι. Ποιος ήταν ο κανόνας και πως φυλασσόταν, θα αναφερθεί πιο κάτω.
Τη πρώτη μέρα της Μ.Τεσσαρακοστής, κατά τη συνήθεια που υπήρχε γινόταν η Θεία λειτουργία και καθένας κοινωνούσε των αχράντων και ζωοποιών μυστηρίων και ύστερα έπαιρνε λίγη τροφή. Έτσι μαζευόντουσαν όλοι στο ευκτήριο, όπου, αφού λεγόταν μακρά ευχή και γινόταν γονυκλισία, οι Γέροντες ασπάζονταν ο ένας τον άλλο και αφού αγκάλιαζαν τον ηγούμενο, βάλλοντας καθένας μετάνοια ζητούσε να πάρει ευχή απ’ αυτόν, για να την έχει βοηθό στο προκείμενο αγώνα.
Όταν αυτά γινόντουσαν κατ’ αυτό τον τρόπο, η πόρτα του μοναστηριού άνοιγε και ψάλλοντας το «Κύριος φωτισμός μου και σωτήρ μου, τίνα φοβηθήσομαι» καθώς και το υπόλοιπο μέρος του ψαλμού, έβγαιναν όλοι, αφήνοντας ένα η δύο φύλακες στο μοναστήρι, όχι για να φυλάσσουν τα πράγματα που βρισκόντουσαν σ’ αυτό (γιατί δεν υπήρχε τίποτε που θα μπορούσαν να πάρουν οι κλέφτες), αλλά για να μη μένει το ευκτήριο αλειτούργητο.
Καθένας δε εφοδιαζόταν, όπως μπορούσε και ήθελε: άλλος μεν έπαιρνε ψωμί, άλλος σύκα ξηρά, άλλος φοινίκια, άλλος βρεγμένα όσπρια, άλλος δε τίποτε άλλο εκτός από το σώμα του και το ράσο που φορούσε. Υπήρχε δε κανόνας απαράβατος σ’ αυτούς να μην ξέρει ο ένας πως έκανε εγκράτεια η πως περνούσε ο άλλος, γιατί όταν περνούσαν τον Ιορδάνη, αμέσως καθένας εχώριζε από τους άλλους και κανένας δεν πήγαινε να συναντήσει τον άλλο, αλλά και αν κάποτε ένας απ’ αυτούς έβλεπε από μακριά άλλον να έρχεται σ’ αυτόν, αμέσως λοξοδρομούσε και πήγαινε σ’ άλλο μέρος. Ζούσε δε με τον εαυτό του, ψάλλοντας παντοτινά και δοξάζοντας το Θεό.
Έτσι λοιπόν αφού περνούσαν όλες τις ημέρες της ιερής νηστείας, γυρνούσαν πίσω στο μοναστήρι τη Κυριακή των Βαΐων, φέροντας καθένας μαζί του το καρπό των δικών του κόπων και ξέροντας πως εργάστηκε. Κανένας δε δεν ρωτούσε τον άλλον πως πέρασε. Αυτός λοιπόν ήταν ο κανόνας του Μοναστηριού, που γινόταν με επιτυχία, γιατί καθένας πηγαίνοντας στην έρημο προς τον αθλοθέτη Θεό αγωνιζόταν μόνος του, όχι για ν’ αρέσει στους ανθρώπους και να κάνει εγκράτεια επιδεικτικά. Γιατί αυτά που γίνονται με σκοπό ν’ αρέσουν στους ανθρώπους, όχι μόνο σε τίποτε δεν ωφελούν εκείνο που τα κάνει, αλλά προξενούν και ζημιά σ’ αυτόν.
Τότε και ο Ζωσιμάς, σύμφωνα με τη συνήθεια του κανόνα πέρασε τον Ιορδάνη, μεταφέροντας λίγα μόνο εφόδια για τις ανάγκες του σώματός του και το ράσο που φορούσε. Ενώ δε περνούσε την έρημο εκτελούσε το κανόνα και όπου νυκτωνόταν κοιμόταν κάτω στη γη.
Νωρίς δε το πρωί συνέχιζε το περπάτημα πάντοτε με σταθερό ρυθμό. Ήθελε δε, καθώς έλεγε, να προχωρήσει στο εσωτερικό της ερήμου, με την ελπίδα ότι εκεί θα μπορούσε να βρει κάποιο Πατέρα για ν’ ακούσει το λόγο του Θεού. Μάλιστα δε περπατούσε με τόση προσπάθεια, σαν να προχωρούσε σε κάποιο σπουδαίο και γνωστό κατάλυμα. Αφού, λοιπόν, περπάτησε επί είκοσι μέρες, όταν ήταν έκτη ώρα, σταμάτησε για λίγο την οδοιπορία κι’ αφού στράφηκε προς την ανατολή, έκανε τη συνηθισμένη προσευχή του. Γιατί συνήθιζε, σ’ ορισμένες ώρες της μέρας, να διακόπτει τη πορεία και να ξεκουράζεται λίγο από τον κόσμο, στεκόμενος δε έψαλλε και προσευχόταν γονατιστός.
ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΤΗΣ ΟΣΙΑΣ ΜΕ ΤΟ ΖΩΣΙΜΑ
Ενώ δε έψαλλε και έβλεπε τον ουρανό συνέχεια, είδε στα δεξιά του μέρους που καθόταν, μια ανθρώπινη σκιά. Στην αρχή ταράχτηκε, υποπτευόμενος ότι βλέπει φάντασμα δαίμονα και φοβήθηκε . Αφού δε έκανε το σημείο του σταυρού κι’ έδιωξε το φόβο, διάκρινε φανερά κάποιον γύρω στο μεσημέρι να περπατά. Είχε μαύρο σώμα από τον καύσωνα και είχε στο κεφάλι άσπρες τρίχες, σαν το βαμβάκι, ήσαν όμως λίγες και έφταναν μέχρι τον τράχηλό του. Όταν τον είδε ο Ζωσιμάς χάρηκε και άρχισε να τρέχει προς το μέρος του. Η χαρά του ήταν ανέκφραστη, γιατί σ’ όλο εκείνο το χρονικό διάστημα, δεν είδε κανένα άνθρωπο, ούτε ζώο η πτηνό η φάντασμα ακόμα. Ζητούσε λοιπόν να μάθει ποιος ήταν ελπίζοντας ότι θα γινόταν αιτία για να γνωρίσει σπουδαία πράγματα.
Όταν δε εκείνος είδε το Ζωσιμά να έρχεται από μακρυά , άρχισε να τρέχει προς το εσωτερικό της ερήμου. Ο δε Ζωσιμάς ξεχνώντας την προχωρημένη ηλικία του και δίχως να λογαριάσει τη κούραση από το περπάτημα, έτρεξε αμέσως για να συναντήσει εκείνον που έφευγε. Αυτός μεν καταδίωκε, εκείνος δε έφευγε.
Επειδή ο Ζωσιμάς έτρεχε πιο γρήγορα, σιγά – σιγά πλησίαζε εκείνον που έφευγε. Όταν δε πλησίασε σε σημείο που μπορούσε να ακουστεί η φωνή του, άρχισε ο Ζωσιμάς να φωνάζει κλαίοντας: «Γιατί με αποφεύγεις, τον αμαρτωλό Γέροντα, ω δούλε του Θεού; Μείνε μαζί μου, όποιος και νάσαι, για την αγάπη του Θεού, για τον Οποίο ήλθες και κατοίκησες σ’ αυτή την έρημο, στάσου κι’ ευλόγησέ με».
Ενώ ο Ζωσιμάς έλεγε αυτά με δάκρυα στα μάτια, έφτασαν και οι δυο τρέχοντας σε κάποιο τόπο, όπου σχηματιζόταν ένας χείμαρρος ξηρός. Όταν λοιπόν έφτασαν εκεί, εκείνος που έφευγε κατέβηκε και πάλιν ανέβηκε στο άλλο μέρος, ο δε Ζωσιμάς κουρασμένος και μη μπορώντας άλλο να τρέχει, στάθηκε στο άλλο μέρος του χειμάρρου και έκλαψε τόσο πολύ, ώστε τα κλάματά του ακούονταν καθαρά. Τότε εκείνος που έφευγε, άνοιξε το στόμα του και είπε: «Αββά Ζωσιμά, συγχώρησέ με για τον Κύριο Ιησού Χριστό. Δεν μπορώ να γυρίσω και να σε δω στο πρόσωπο, γιατί είμαι γυναίκα, γυμνή. Αλλά αν θέλεις να δώσεις ευχή σε αμαρτωλή γυναίκα, ρίξε το ράσο που φοράς για να σκεπάσω το σώμα μου και να στραφώ προς εσένα για να πάρω τις ευχές σου». Τότε ο Ζωσιμάς απόρησε γιατί τον φώναζε με τ’ όνομά του και σοφός καθώς ήταν αντελήφθηκε ότι ο άγνωστος δεν μπορούσε να τον φωνάζει με τα’ όνομά του, εκτός αν είχε υπερφυσικό χάρισμα.
Έβγαλε το ράσο του και της το έριξε από πίσω κι εκείνη αφού το πήρε και σκέπασε το σώμα της, στράφηκε προς τον Ζωσιμά και του είπε: «Τι ήθελες να δεις μια αμαρτωλή γυναίκα; Τι ζητάς να μάθεις από μένα και δεν βαρέθηκες να κάνεις τόσο μεγάλο κόπο;» Ο δε Γέροντας αφού γονάτισε στη γη, ζήτησε να πάρει ευλογία, σύμφωνα με τη συνήθεια. Επειδή κι’ αυτή έβαλε μετάνοια, ήταν και οι δυο στη γη και περίμενε ο ένας τον άλλο να δώσει ευλογία. Αλλά τίποτα από κανένα δε λεγόταν, εκτός από το: «ευλόγησον». Αφού πέρασε αρκετή ώρα, είπε η γυναίκα προς το Ζωσιμά: «Αββά Ζωσιμά σε σένα αρμόζει να ευλογήσεις και να ευχηθείς, γιατί έχεις τιμηθεί με το αξίωμα του ιερέα και από πολλά χρόνια στέκεσαι μπροστά στο ιερό θυσιαστήριο». Αυτά προκάλεσαν πολύ φόβο στο Ζωσιμά και ο Γέροντας αφού λούστηκε με ιδρώτα στέναξε και είπε με φωνή που διακοπτόταν: «Ώ πνευματική Μητέρα, και από το ήθος σου φαίνεται ότι εσύ κατά το μεγαλύτερο μέρος έχεις νεκρωθεί για τον κόσμο, είναι δε φανερό, ότι σου δόθηκε μεγαλύτερο χάρισμα από μένα, αφού μου μίλησες με τα’ όνομά μου, και είπες ότι είμαι ιερέας, χωρίς να με γνωρίζεις. Επειδή λοιπόν η χάρη δεν εξαρτάται από τα αξιώματα, αλλά από τη ψυχική υπόσταση, εσύ πρέπει να μ’ ευλογήσεις για τον Κύριο και να δώσεις σε μένα ευχή, που έχω ανάγκη από τη δική σου τελειότητα».
Αφού υποχώρησε η γυναίκα στην ένσταση του Γέροντα και υπάκουσε, είπε: «Ευλογητός ο Θεός, ο Οποίος φροντίζει για τη σωτηρία των ανθρωπίνων ψυχών». Όταν δε ο Ζωσιμάς είπε το «Αμήν», σηκώθηκαν και οι δυο από την γονυκλισία και είπε τότε η γυναίκα προς το Γέροντα: «Για χάρη ποιου θέλησες να δεις γυναίκα στερημένη από κάθε αρετήν; Αλλά, επειδή ακριβώς η χάρη του Αγίου Πνεύματος σε καθοδήγησε να μου προσφέρεις, ανάλογα με τη περίσταση, κάποια εξυπηρέτηση, πες μου, πως ζουν οι χριστιανοί; Πως ζουν οι βασιλιάδες; Πως είναι η Εκκλησία;»
Ο δε Ζωσιμάς είπε σ’ αυτή: «Μ’ ένα λόγο, Μητέρα Οσία, με τις δικές σου ο Χριστός χάρισε σ’ όλους ειρήνη. Δέξου όμως παράκληση ανάξιου Γέροντα και ευχήσου για τον κόσμο όλο και για με τον αμαρτωλό, ώστε αυτό το χρονικό διάστημα, που περνώ στην έρημο, να μην αποβεί άκαρπο». Εκείνη δε του απάντησε: «Αββά Ζωσιμά, συ πρέπει να κάνεις δέηση για με, και για όλους γιατί σε σένα έπεσε ο κλήρος γι’ αυτό. Αλλά επειδή με προστάζεις, θα το κάνω με προθυμία»
ΠΡΟΣΕΥΧΕΤΑΙ ΑΙΩΡΟΥΜΕΝΗ ΣΤΟΝ ΑΕΡΑ
Αφού είπε αυτά η γυναίκα, στράφηκε προς την ανατολή και αφού σήκωσε τα μάτια της προς τον ουρανό, άρχισε να προσεύχεται, ψιθυρίζοντας, αλλά δεν ακουόταν καμιά φωνή. Γι’ αυτό ο Ζωσιμάς δεν άκουε τίποτε, στεκόταν δε, όπως έλεγε, γεμάτος με πολύ φόβο και βλέποντας προς τα κάτω, χωρίς να λέει τίποτα. Επειδή δε εκείνη καθυστέρησε αρκετά στην προσευχή, αυτός, αφού σηκώθηκε λίγο από τη γονυκλισία, είδε ότι εκείνη είχε ανυψωθεί έναν πήχυ πάνω από τη γη και προσευχόταν, αιωρούμενη στον αέρα.
Όταν είδε αυτό ο Ζωσιμάς φοβήθηκε περισσότερο και έπεσε στο έδαφος και από τη πολλή αγωνία του περιλούστηκε από ιδρώτα. Σε κανένα δεν τολμούσε να πει τίποτα, μόνο δε στον εαυτό του έλεγε συνεχώς το «Κύριε ελέησον». Βρισκόμενος δε ξαπλωμένος στη γη ο Γέροντας σκανδαλιζόταν σκεφτόμενος: «Μήπως είναι πνεύμα και υποκρίνεται ότι προσεύχεται;» Αφού δε η γυναίκα ήλθε κοντά του, τον σήκωσε λέγοντάς του: «Γιατί, Αββά, σε ταράσσουν οι λογισμοί; Μήπως σκανδαλίστηκες εξ αιτίας μου, ότι τάχα είμαι πνεύμα και υποκρίνομαι ότι προσεύχομαι; Μάθε άνθρωπε, ότι είμαι αμαρτωλή γυναίκα, αλλ’ είμαι οχυρωμένη με το άγιο βάπτισμα και δεν είμαι πνεύμα, αλλά γη και στάκτη». Και αφού είπε αυτά, σφράγισε με το σημείο του σταυρού το μέτωπο, τα μάτια, τα χείλη, και το στήθος λέγοντας: «Ο Θεός, Αββά Ζωσιμά, ας μας ελευθερώσει από το πονηρό και τις παγίδες του».
Ο ΖΩΣΙΜΑΣ ΖΗΤΑ ΝΑ ΜΑΘΕΙ ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ
Όταν άκουσε και είδε όλ’ αυτά ο Ζωσιμάς, έπεσε στο έδαφος και αφού άγγιξε τα πόδια της, είπε δακρύζοντας: «Σε ορκίζω στο όνομα του Χριστού, του Θεού μας, ο Οποίος γεννήθηκε από την Παρθένα, να μην κρύψεις από τον δούλο σου ποια είσαι, από πού , πότε και με ποιο τρόπο ήλθες εδώ στην έρημο και κατοίκησες. Μη μου κρύψεις τίποτα που σε αφορά, αλλά διηγήσου μου τα όλα, για να φανερωθούν τα μεγαλεία του Θεού. Γιατί σοφία κρυμμένη και θησαυρός που δεν φαίνεται δε ωφελούν σε τίποτε, όπως είναι γραμμένο στην Αγία Γραφή. Πες μου τα λοιπόν, όλα για χάρη του Κυρίου μας, γιατί δεν πρόκειται να τα πεις για να καυχηθείς η να επιδειχτείς, αλλά για να με πληροφορήσεις τον αμαρτωλό και ανάξιο, πιστεύοντας ότι ο Θεός, για τον οποίο ζεις, γι’ αυτό το λόγο με οδήγησε σ’ αυτή την έρημο, για να μου φανερώσεις δηλαδή όσα σχετίζονται με σένα. Επομένως δεν έχουμε κανένα δικαίωμα να φέρουμε αντίσταση στα σχέδια του Θεού, διότι αν δεν ήταν θέλημα Θεού να σε γνωρίσω και να μάθω πως αγωνίσθηκες, τότε δεν θα άφηνε να σε δει κανείς, ούτε και θα βοηθούσε να κάνω τόσο δρόμο, εγώ που δεν κατόρθωσα να βγω από το κελλί μου».
Η ΟΣΙΑ ΔΙΗΓΕΙΤΑΙ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΤΗΣ
Αφού είπε όλ’ αυτά και άλλα ο Αββάς Ζωσιμάς, τον πλησίασε η γυναίκα και αφού τον σήκωσε απ’ ην γη του είπε: «Ντρέπομαι, Αββά μου, να σου διηγηθώ τα έργα μου, γιατί είναι γεμάτα ντροπή, αλλά επειδή είδες γυμνό το σώμα μου, για να γνωρίσεις καλά όσο αμαρτωλή είναι η ψυχή μου. Είναι λάθος που νόμισες ότι δεν ήλθα να σου διηγηθώ τα όσα με αφορούν, τάχα για να μη καυχηθώ, και τι να καυχηθώ που έγινα όργανο του διαβόλου; Γνωρίζω όμως ότι, όταν αρχίσω την διήγησή μου, θα αναγκαστείς να φύγεις από κοντά μου, όπως φεύγει ένας από το φίδι, μη θέλοντας να ακούσεις τις κακές μου πράξεις. Και όμως θα σου τα διηγηθώ, χωρίς να παραλείψω τίποτε, σε εξορκίζω όμως προηγουμένως να μην σταματήσεις να προσεύχεσαι ίσως βρω έλεος από το Θεό κατά την μέρα της Κρίσης».
Και ενώ τα δάκρυα του Γέροντα έτρεχαν από τα μάτια του χωρίς σταματημό, άρχισε η γυναίκα τη διήγησή της:
«Εγώ αδελφέ, έχω πατρίδα την Αίγυπτο. Ενώ ακόμα ζούσαν οι γονείς μου κι εγώ ήμουν δώδεκα χρονών, τους άφησα και πήγα στην Αλεξάνδρεια. Εκεί πολύ νωρίς παρασύρθηκα σε πράξεις αμαρτωλές και διάφθειρα την παρθενία μου, επειδή επιδόθηκα στο πάθος της πορνείας. Επί δεκαεφτά χρόνια, συγχώρησέ με, υπήρξα άσωτη δημόσια και έγινα πειρασμός για τους ανθρώπους. Αυτό δεν το έκανα, ειλικρινά σας λέω, όχι για να κερδίζω χρήματα, παρ’ όλο που πολλοί μου έδιναν αλλ’ εγώ δεν τα έπαιρνα, αλλά για να έρχονται πολλοί σε μένα και να ικανοποιούν το πάθος μου. Και μη νομίσεις ότι δεν δεχόμουνα χρήματα γιατί ήμουν πλούσια. Αντίθετα, ζούσα από χειρωνακτική εργασία, έκλωθα ρόκα. Είχα δε ακόρεστην επιθυμία και ακατάσχετον έρωτα, εξ αιτίας των οποίων κυλιόμουν στο βόρβορο. Μάλιστα δε μου φαινόταν ότι αυτή είναι η ζωή, να εκτελώ τη βρισιά της φύσης». Έτσι λοιπόν ζούσα, οπότε ένα καλοκαίρι είδα πολύν κόσμον από τη Λιβύη και Αίγυπτο, που κατευθύνονταν προς τη θάλασσα και ρώτησα ένα απ’ αυτούς για να πληροφορηθώ που πήγαιναν. Εκείνος μου απάντησε: «Πηγαίνουν στα Ιεροσόλυμα γιατί μετά από λίγες μέρες θα γιορταστεί η ύψωση του Τιμίου Σταυρού». Είπα τότε σ’ αυτόν: «Άραγε δε με παίρνουν κι’ εμένα μαζί τους, αν τους ακολουθήσω;» Εκείνος μου αποκρίθηκε: «Αν έχεις τα ναύλα και τα έξοδά σου, κανένας δε θα σ’ εμποδίσει». Είπα τότε σ’ αυτόν: «Πραγματικά, ούτε για ναύλα ούτε για άλλα έξοδα έχω χρήματα, και θα μπω σ’ ένα πλοίο, προσφέροντας το σώμα μου για αντάλλαγμα αυτών». Γιατί, ο σκοπός που ήθελα να πάω, (συγχωρέστε με Αββά μου)ήταν για να βρω πολλούς εραστές του πάθους μου. Σου τα είπα, Αββά Ζωσιμά, μη μ’ αναγκάσεις να σου πω τη ντροπή των έργων μου, γιατί φρίττω, τα γνωρίζει ο Θεός, επειδή θα μολύνω και σένα και τον αέρα λέγοντας όλα τα έργα μου».
Ο ΖΩΣΙΜΑΣ ΤΗΝ ΕΝΘΑΡΡΥΝΕΙ ΝΑ ΤΑ ΠΕΙ ΟΛΑ
Ο Ζωσιμάς βρέχοντας με δάκρυα το έδαφος της απάντησε: «Λέγε Μητέρα Οσία, και μη διακόψεις τη συνέχεια της ωφέλιμης αυτής διήγησης». Εκείνη δε πάλι, παίρνοντας το λόγο, πρόσθεσε τα εξής: «Εκείνος ο νέος, αφού άκουσε τα αισχρά λόγια μου, έφυγε γελώντας. Εγώ δε, αφού έρριψα τη ρόκα μου, που κρατούσα, κατά τύχη τότε, έτρεξα προς τη θάλασσα, που είδα να τρέχουν οι άλλοι. Εκεί διάκρινα δέκα η περισσότερους νέους, ωραίους και με σφριγηλό σώμα, που μου φάνηκαν ότι ικανοποιούσαν το σκοπό που επεδίωκα. Στεκόντουσαν δε, και περίμεναν κι’ άλλους συνεπιβάτες, γιατί κι’ άλλοι που πήγαν μπροστά, μπήκαν μέσα στα πλοία, τότε, εγώ, αφού πήδηξα με αναίδεια στο μέσο τους είπα: «Πάρτε και μένα όπου θα πάτε και σας πληροφορώ ότι δεν θα αποδειχθώ άχρειστη». Μετά, αφού είπα πιο αισχρά ακόμα λόγια, τους έκαμα όλους να γελούν. Εκείνοι δε, αφού αντελήφθηκαν τις αναιδείς διαθέσεις μου, με οδήγησαν στο πλοίο που ήταν έτοιμο, γιατί εν τω μεταξύ έφτασαν κι’ εκείνοι, που περίμεναν».
«Όσα δε έγιναν ύστερα, πώς να σου τα διηγηθώ άνθρωπέ μου; Ποια γλώσσα μπορεί να εξιστορήσει η ποια αυτιά ν’ ακούσουν, όσα συνέβηκαν μέσα στο πλοίο και κατά τη διάρκεια του ταξιδιού; Δεν υπάρχει είδος ασέλγειας, που να μην έγινε μάλιστα αναγκάζοντάς τους εγώ εκείνους τους άθλιους να την κάνουν».
«Και τώρα Αββά μου, εκπλήσσομαι, πως η θάλασσα ανέχθηκε τις ασέλγειές μου! Πως δεν άνοιξε η γη το στόμα της, για να με καταπιεί ζωντανή ο Άδης, που παγίδεψα τόσες πολλές ψυχές! Αλλά, καθώς φαίνεται ο Θεός ζητούσε τη μετάνοιά μου, γιατί δεν θέλει το θάνατο αμαρτωλού, αλλά περιμένει με μακροθυμία για να δεχτεί την επιστροφή του. Έτσι λοιπόν με τόση πολλή βία, φτάσαμε στα Ιεροσόλυμα. Όσες δε μέρες πριν τη γιορτή έμεινα στην πόλη, η ζωή μου υπήρξε η ίδια, μάλλον δε χειρότερη, γιατί δεν αρκέστηκα μόνο σ’ αυτούς τους νέους που μαζί τους ασελγούσα στο πλοίο, αλλά και πολλούς πολίτες και ξένους μόλυνα».
ΣΤΗ ΓΙΟΡΤΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΨΩΣΗ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ
Όταν έφτασε η μέρα της Αγίας Ύψωσης του Σταυρού κι’ επρόκειτο να τελεστεί η γιορτή, εγώ μεν, όπως και προηγουμένως, κυνηγώντας ψυχές νέων. Είδα δε ότι, πολύ πρωΐ τη μέρα εκείνη όλοι έτρεχαν στην εκκλησία, οπότε έτρεξα κι’ εγώ να πάω μαζί μ’ αυτούς. Ήλθα λοιπόν, μαζί τους στο προαύλιο της εκκλησίας και όταν ήλθε η ώρα της Θείας Ύψωσης, προσπαθούσα να μπω, και μέχρι μεν της εξώπορτας, με πολύ κόπο κατόρθωσα να πλησιάσω η ταλαίπωρη. Όταν δε πάτησα το κατώφλι της πόρτας ενώ όλοι οι άλλοι έμπαιναν ανενόχλητα, εμένα κάποια Θεία δύναμη με εμπόδιζε, που δεν μου επέτρεπε να μπω».
«Επειδή δε νόμιζα ότι εξ αιτίας, της γυναικείας αδυναμίας μου συνέβηκε αυτό, αναμιγνυόμουνα με τους άλλους και έσπρωχνα προς τα εμπρός, αλλά μάταια κοπίαζα. Γιατί, όταν πια το άθλιο μου πόδι πάτησε το κατώφλι της πόρτας, όλους τους άλλους δέχτηκε η εκκλησία, εμένα όμως τη δυστυχισμένη δεν δεχότανε: αλλά, όπως ακριβώς αν υπήρχε παρατεταγμένο στρατιωτικό απόσπασμα για ν’ αποκλείσει την είσοδο, έτσι κάποια δύναμη με εμπόδιζε και πάλι όταν βρισκόμουν στο προαύλιο».
«Αυτό συνέβηκε τρεις και τέσσερις φορές και όταν πλέον κουράστηκα και δεν μπορούσα άλλο να σπρώχνω και να σπρώχνομαι, έφυγα απ’ εκεί και πήγα και στάθηκα σε μια γωνιά της αυλής. Όταν δε συνήλθα, αντελήφθηκα την αιτία, που με εμπόδιζε να δω το ζωοποιό ξύλο. Γιατί άγγιζε τα μάτια της ψυχής μου ο σωτήριος λόγος, που μου υπέδειξε ότι ο βόρβορος των έργων μου ήταν η αιτία να κλείσει σε μένα η είσοδος της εκκλησίας».
«Άρχισα τότε να κλαίω, να οδύρομαι και να κτυπώ το στήθος μου, βγάζοντας στεναγμούς από τα βάθη της καρδιάς μου. Ενώ δε έκλαια, είδα πάνω από το τόπο που στεκόμουνα, την εικόνα της Παναγίας Θεοτόκου, και είπα σ’ αυτήν: «Παρθένα Δέσποινα, γνωρίζω ότι δεν είμαι άξια να βλέπω την αγία εικόνα Σένα της Αειπαρθένης, Σένα της Αγνής, Σένα της οποίας το σώμα και η ψυχή είναι καθαρή και αμόλυντη, εξ αιτίας των πολλών μου αμαρτιών, αλλά είναι δίκαιο να με μισείς και ν’ αποστρέφεσαι την άσωτη. Επειδή όμως, καθώς άκουσα γι’ αυτό το λόγο, ο Θεός που Τον γέννησες, έγινε άνθρωπος για να καλέσει σε μετάνοια τους αμαρτωλούς, βοήθα με, που είμαι μόνη και δεν έχω κανένα να μου συμπαρασταθεί. Διάταξε να επιτραπεί και σε με η είσοδος στην εκκλησία για να δω το άγιο Ξύλο, πάνω στο οποίο έδωσε το αίμα του ο Γιός σου για τη δική μου σωτηρία. Διάταξε, ν’ ανοίξει και για με η πόρτα της Θείας προσκύνησης του Σταυρού και βάζω στο Γιό σου, σαν εγγυήτρια αξιόχρεη, Σένα. Γιατί πλέον δεν πρόκειται να λερώσω το σώμα μου μ’ οποιαδήποτε αισχρή πράξη, αλλά όταν δω το ξύλο του Σταυρού του Γιού σου, θ’ αποστραφώ αμέσως το κόσμο και όλα τα κοσμικά και όταν βγω από την εκκλησία θα πάω όπου Εσύ, σαν εγγυήτρια της σωτηρίας μου, θα με οδηγήσεις».
«Όταν είπα αυτά, η πίστη μου θερμάνθηκε και πήρα θάρρος από την ευσπλαχνία της Θεοτόκου. Αφού δε έφυγα από το μέρος εκείνο, όπου προσευχήθηκα, ανεμίχθηκα μ’ εκείνους που έμπαιναν στην εκκλησία και κανένας πια δεν υπήρχε που να με σπρώχνει. Πλησίασα την πόρτα, χωρίς κανένα εμπόδιο, οπότε με έπιασε φρίκη και έκσταση και όλο το σώμα μου έτρεμε. Όταν δε έφτασα στη πόρτα που ως τότε ήταν κλεισμένη για μένα, κάθε δύναμη, που προηγουμένως εμπόδιζε την είσοδό μου, τότε εξαφανίστηκε. Έτσι μπήκα χωρίς κόπο, στα Άγια των Αγίων και αξιώθηκα να δω το ζωοποιό Σταυρό και τα μυστήρια του Θεού, ο Οποίος ήταν έτοιμος να δεχτεί την μετάνοιά μου. Αφού λοιπόν έπεσα κάτω και προσκύνησα το άγιο εκείνο έδαφος, βγήκα έξω κι’ έτρεξα στην εγγυήτριά μου. Όταν έφτασα στον τόπο εκείνο που υπογράφτηκε το χειρόγραφο της εγγύησης, γονάτισα μπροστά, στην εικόνα της Αειπάρθενης και της είπα αυτά τα λόγια:
Η ΟΣΙΑ ΠΡΟΣΕΥΧΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ
Εσύ μεν, ω φιλάγαθε Δέσποινα, μου έδειξες τη φιλανθρωπία Σου, Εσύ δεν επεριφρόνησες τη δέηση της ανάξιας δούλης σου. Είδα δόξα που δικαιολογημένα δεν βλέπουμε εμείς οι άσωτοι. Ας είναι δοξασμένος ο Θεός , ο οποίος δέχεται με τη μεσιτεία Σου τη μετάνοια των αμαρτωλών. Ήλθε λοιπόν η στιγμή να εκπληρώσω τη συμφωνία. Οδήγησέ με όπου θέλεις, γίνε δάσκαλος της σωτηρίας μου καθοδηγώντας με στο δρόμο της μετάνοιας».
«Τότε ακούστηκε μια φωνή από μακρυά που φώναζε: «Εάν περάσεις τον Ιορδάνη θα βρεις καλή ανάπαυση».
Εγώ τότε άκουσα αυτή τη φωνή πίστεψα ότι σε μένα απευθυνόταν και με δάκρυα στα μάτια φώναξα: «Δέσποινα, Δέσποινα, μην με εγκαταλείπεις».»Όταν δε φώναξα αυτά, βγήκα από την αυλή της εκκλησίας και άρχισα αμέσως να περπατώ»
«Ενώ δε έβγαινα με είδε κάποιος και μου έδωσε τρία νομίσματα, με τα οποία αγόρασα τρία ψωμιά. Αφού ζήτησα και πήρα πληροφορίες, βγήκα από την πύλη της πόλης, που έβγαζε στον Ιορδάνη ποταμό και άρχισα με κλάματα την οδοιπορία. Γύρω στη δύση του ήλιου έφτασα στο ναό του Ιωάννη του Βαπτιστή, που βρίσκεται κοντά στον Ιορδάνη και αφού προσκύνησα πρώτα, πήγα ύστερα στον ποταμό, όπου έβρεξα τα χέρια και το πρόσωπό μου, και ακολούθως μετάλαβα των αχράντων και ζωοποιών Μυστηρίων. Αφού δε άφαγα μισό ψωμί, ήπια νερό από τον Ιορδάνη και κοιμήθηκα στο έδαφος».
«Την άλλη μέρα βρήκα στο μικρό πλοίο, που με πέρασε στο απέναντι μέρος, όπου ζήτησα πάλι την οδηγό μου, για να με οδηγήσει όπου αυτή θα έκρινε ωφέλιμο. Έτσι ήλθα σ’ αυτή την έρημο και από τότε μέχρι σήμερα παραμένω εδώ, προσδεχόμενη το Θεό, ο Οποίος διασώζει όλους εκείνους που επιστρέφουν σ’ Αυτόν».
Η ΖΩΗ ΤΗΣ ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΟ
Ο δε Ζωσιμάς είπε προς αυτή: «Πόσα χρόνια έχεις, Μητέρα Οσία, που κατοικείς εδώ στην έρημο;» Αποκρίθηκε η γυναίκα: «Σαράντα επτά, όπως μου φαίνεται, από τότε που έφυγα από την Αγία Πόλη». Είπε δε ο Ζωσιμάς: «Και από πού βρίσκεις τροφή, ώ κυρία μου;» Είπε η γυναίκα: «Πέρασα τον Ιορδάνη ποταμό με δυόμισυ ψωμιά, που αφού ξηράνθηκαν έγιναν σαν πέτρες και μ’ αυτά τράφηκα ορισμένα χρόνια». Της είπε δε αυτός: «Και έτσι πέρασες τόσα πολλά χρόνια χωρίς να σε ταράξει κανένας πειρασμός;» Αποκρίθηκε η γυναίκα: «Με ρώτησες Αββά Ζωσιμά, πράγμα για το οποίο φρίττω και να αναφέρω γιατί αν θυμηθώ τα όσα υπόφερα και τους πειρασμούς που με πρόσβαλλαν, φοβούμαι μήπως και πάλιν προσβληθώ απ’ εκείνους «. Είπε δε ο Ζωσιμάς: «Μην, αφήσεις, κυρία μου, τίποτα, που να μην το αναφέρεις, γιατί αφού σε ρώτησα γι’ αυτά πρέπει να μου τα διηγηθείς όλα με κάθε λεπτομέρεια».
Εκείνη, δε του απάντησε: «Πίστευε, Αββά Ζωσιμά, ότι πέρασα 17 χρόνια σ’ αυτή την έρημο παλεύοντας εναντίον των παραλόγων επιθυμιών μου, γιατί κάθε φορά που γευόμουν τροφή, επιθυμούσα τα κρέατα και τα ψάρια, που υπήρχαν στην Αίγυπτο, ως και το κρασί που μου άρεσκε, όταν ήμουν στον κόσμο. Ενώ εδώ, ούτε νερό είχα να πιώ και γι’ αυτό υπόφερα φοβερά από την έλλειψή του. Επίσης μου ερχόταν η επιθυμία για τα αισχρά τραγούδια, που πάντοτε μ’ αναστάτωνε και μ’ έσπρωχνε για να τραγουδώ τα τραγούδια των δαιμόνων, που είχα μάθει. Αμέσως όμως, με δάκρυα στα μάτια και με κτυπήματα στο στήθος, έφερα στη σκέψη μου τη συμφωνία που υπόγραψα πηγαίνοντας στην έρημο. Παρευρισκόμουνα νοερά μπροστά στην εικόνα της Παναγίας της Θεοτόκου, της αναδόχου μου και την παρακαλούσα με δάκρυα να διώξει τους λογισμούς, που βασάνιζαν την άθλια μου ψυχή. Όταν δε δάκρυζα πολλήν ώρα και κτυπούσα το στήθος μου, έβλεπα από παντού να λάμπει γύρω μου φως και από τότες, μετά την τρικυμία, βασίλευε ειρήνη μέσα μου».
«Τους λογισμούς δε που με ωθούσαν και πάλι στην πορνεία, πώς να σου τους διηγηθώ, Αββά; Μια φωτιά άναβε μέσα στην ταλαίπωρη καρδιά μου, που μ’ εφλόγιζε ολόκληρη και ερέθιζε την επιθυμία της πορνείας. Αμέσως δε μόλις με πρόσβαλλε τέτοιος λογισμός, έπεφτα στη γη και έβρεχα με δάκρυα το έδαφος, επειδή νόμιζα ότι, αυτή που μου εγγυήθηκε, παρευρισκόταν ενώπιον μου, σαν προστάτης και μου επέβαλλε τιμωρίες για την παραβίαση».
«Δεν σηκωνόμουνα από τη γη, έστω κι’ αν περνούσε το εικοσιτετράωρο, μέχρις ότου το φως εκείνο, το γλυκό, έλαμπε γύρω μου και έδιωχνε τους λογισμούς που μ’ ενοχλούσαν. Τα μάτια λοιπόν, της ψυχής μου είχα συνεχώς στραμμένα προς την εγγυήτριά μου, από την οποία ζητούσα να με βοηθήσει στο πέλαγος αυτό της ερήμου που βρισκόμουνα. Πραγματικά είχα αυτή τη βοήθεια και έτσι πέρασα το διάστημα αυτό των δεκαεπτά χρόνων παλεύοντας εναντίων εκατομμυρίων κινδύνων. Από τότε δε μέχρι τώρα η Βοηθός μου παραστέκεται σ’ όλα και με κάθε τρόπο με καθοδηγεί».
Είπε δε ο Ζωσιμάς σ’ αυτή: ‘Δεν βρέθηκες λοιπόν, σ’ ανάγκη τροφής η ενδύματος;» Εκείνη δε του απάντησε: «Καθώς σου ανέφερα αφού ξόδεψα τα ψωμιά εκείνα, κατά την διάρκεια των δεκαεφτά χρόνων τρεφόμουνα με βότανα και άλλα πράγματα που έβρισκα στην έρημο. Το ιμάτιο, που είχα, όταν πέρασα τον Ιορδάνη, καταστράφηκε κι’ έτσι ένοιωθά πολύ κρύο την νύχτα και ζέστη τη μέρα. Τόσο δε καιρό καιόμουνα από τη παγωνιά, ώστε πολλές φορές συνέβηκε να πέσω κάτω και να μείνω σχεδόν ακίνητη και αναίσθητη, είχα δε να παλέψω εναντίον πολλών και ποικίλων συμφορών και ανήκουστων πειρασμών. Από τότε δε μέχρι σήμερα η ποικίλη δύναμη του Θεού διατηρούσε την αμαρτωλή ψυχή μου, και εννοώ τα διάφορα κακά, από τα οποία μ’ εγλύτωσε ο Κύριος. Έχοντας δε σαν τροφή ανέξοδο την ελπίδα της σωτηρίας μου, τρεφόμουνα και σκεπαζόμουνα με τα λόγια του Θεού, που εξουσιάζει τα σύμπαντα, γιατί καθώς είπε «ουκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος».
«Επειδή δε ο Ζωσιμάς άκουσε ότι και αποφθέγματα από την Αγία Γραφή ανάφερε, τόσον από τον Μωυσή, όσο και από τον Ιώβ και από το βιβλίο των ψαλμών, της είπε: Διάβασες ώ κυρία μου, ψαλμούς η άλλα βιβλία;» Εκείνη δε, χαμογέλασε και είπε στο Γέροντα: «Πίστεψέ, άνθρωπέ μου, ότι δεν είδα άλλον άνθρωπό από τότε που πέρασα τον Ιορδάνη, εκτός από το δικό σου πρόσωπο, αλλά ούτε κανένα θηρίο η ζώο από τότε που κατοίκησα σ’ αυτήν την έρημο. Επομένως δεν έμαθα καθόλου γράμματα, ούτε και άκουσα κανένα να ψάλλει η να διαβάζει. Αλλά ο λόγος του Θεού, που είναι ζωντανός και ενεργός, αυτός διδάσκει τον άνθρωπο. Ως εδώ τελειώνει η διήγησή μου. Τώρα δε σε εξορκίζω στον ενανθρωπήσαντα λόγο του Θεού να εύχεσαι για μένα την αμαρτωλή».
Αφού εκείνη είπε αυτά, ο Γέροντας βιάστηκε να βάλει μετάνοια, κράζοντας δακρυσμένος:» Ευλογητός ο Θεός, ο Οποίος δημιούργησε μεγάλα και θαυμαστά, ένδοξα και εξαίσια, των οποίων δεν υπάρχει αριθμός. Ευλογητός ο Θεός, ο Οποίος μου έδειξες όσα χαρίζεις σ’ εκείνους που σε φοβούνται. Γιατί αλήθεια δεν εγκαταλείπεις Κύριε, εκείνους που Σε εκζητούν».
Η ΟΣΙΑ ΧΩΡΙΖΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΖΩΣΙΜΑ
Εκείνη δε, αφού έπιασε το Γέροντα, δεν τον άφησε να αποτελειώσει τη μετάνοια, αλλά είπε σ’ αυτόν: «Όλ’ αυτά που άκουσες, σε εξορκίζω στ’ όνομα του Σωτήρα Ιησού Χριστού, του Θεού μας, να μη πεις σε κανένα μέχρι που να πεθάνω. Τώρα πήγαινε στο καλό και πάλι τον ερχόμενο χρόνο θα με δεις. Να κάμεις μόνο για τον Κύριο εκείνο που σου παραγγέλω, στις ιερές νηστείες του ερχόμενου χρόνου μην περάσεις τον Ιορδάνη, όπως ακριβώς υπάρχει συνήθεια να κάνουν στο Μοναστήρι».
«Απορούσε δε ο Ζωσιμάς ακούοντας, ότι και το κανόνα του Μοναστηριού γνώριζε και δεν έλεγε τίποτε άλλο, εκτός: «Δόξα τω Θεώ, ο Οποίος χαρίζει πολλά στους αγαπώντας Αυτόν». Εκείνη δε είπε: «Μείνε λοιπόν, Αββά Ζωσιμά, καθώς είπα στο Μοναστήρι, γιατί αν θελήσεις να βγεις, δεν θα σου γίνει καλό. Τη δε Μεγάλη Πέμπτη πάρε τη Θεία κοινωνία και έλα στο μέρος του Ιορδάνη, που πλησιάζει τις κατοικημένες περιοχές, για να έλθω εκεί να κοινωνήσω των ζωοποιών δώρων, γιατί από τότε που κοινώνησα στο ναό του Προδρόμου, πριν περάσω τον Ιορδάνη δεν ξανακοινώνησα. Γι’ αυτό σε παρακαλώ, μην παρακούσεις στη παράκλησή μου, αλλά ‘πωσδήποτε να μου φέρεις τα ζωοποιά αυτά Θεία Μυστήρια, την ώρα που ο Κύριος έκανε μέτοχους τους Μαθητές του τού Θείου Δείπνου. Εις δε τον Αββά Ιωάννη, τον ηγούμενο του Μοναστηριού, να πεις αυτά: «Πρόσεχε, αδελφέ, από τον εαυτό σου, και από τους μοναχούς του μοναστηριού, γιατί εκεί γίνονται μερικά πράγματα που θέλουν διόρθωση. Αλλά δεν θέλω να πεις τώρα αυτά, αλλ’ όταν σου επιτρέψει ο Κύριος». Αυτά αφού είπε και ζήτησε από τον Γέροντα να προσεύχεται και γι’ αυτή, αναχώρησε προς την έρημο. Ο δε Ζωσιμάς αφού γονάτισε και προσκύνησε τη γη, όπου ήταν τα ίχνη των ποδιών της, δόξασε τον Θεό και αφού τον ευχαρίστησε , επέστρεψε με σωματική και ψυχική αγαλλίαση δοξάζοντας και ευλογώντας Αυτόν. Αφού δε διαπέρασε πάλιν εκείνη την έρημο, έφτασε στο Μοναστήρι, τη μέρα που συνηθίζουν να επιστρέφουν αυτοί που μένουν σ’ αυτό.
Ο ΖΩΣΙΜΑΣ ΠΙΣΩ ΣΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ
Και καθ’ όλο εκείνο το χρόνο, ο Γέροντας ησύχαζε, χωρίς να τολμά να πει σε κανένα τίποτα, απ’ όσα είδε, παρακαλούσε μόνο από μέσα του το Θεό να του δείξει και πάλι το πρόσωπο που επιθυμούσε. Στεναχωριόταν δε και λυπόταν πάρα πολύ, όταν σκεφτόταν τη χρονική περίοδο, ήθελε δε, αν ήταν δυνατό, ο χρόνος να γινότανε μία μέρα. Όταν δε έφτασε η Κυριακή που θα άρχιζαν οι ιερές νηστείες, αμέσως μετά την καθιερωμένη ευχή, όλοι μεν οι άλλοι βγήκαν ψάλλοντες, αυτός όμως αρρώστησε και αναγκάσθηκε να μείνει στο Μοναστήρι, οπότε θυμήθηκε την Οσία, που του είπε: «Αν θέλεις να βγεις, δεν θα σου γίνει καλό». ¨όταν δε πέρασαν λίγες μέρες ανέλαβε από την αρρώστεια και παρέμεινε το Μοναστήρι.
Ο ΖΩΣΙΜΑΣ ΠΗΓΑΙΝΕΙ ΠΡΟΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ
Όταν δε πάλιν οι μοναχοί επέστρεψαν και έφτασε η νύχτα του Μυστικού Δείπνου, έκαμε όσα τον διάταξε και αφού έβαλε σ’ ένα μικρό ποτήρι το Άχραντο Σώμα και Αίμα του Χριστού, του Θεού μας, αναχώρησε πολύ πρωί, φέροντας μαζί του και μικρό καλάθι από φοίνικα και φακές βρεγμένες. Όταν δε έφτασε στον Ιορδάνη κάθησε στο χείλος του και περίμενε να έλθει η Οσία. Επειδή όμως καθυστερούσε να Έλθει η ιερή γυναίκα, ο Ζωσιμάς παρέμεινε άγρυπνος, βλέποντας προσεχτικά την έρημο και περιμένοντας να τη δει. Έλεγε δε από μέσα του ο Γέροντας καθισμένος: «Μήπως συνέβηκε τίποτε και την εμπόδισε να έλθει; Μήπως ήλθε και επειδή δεν με βρήκε επέστρεψε;»
Αφού είπε αυτά και δάκρυσε και αναστέναξε κα αφού σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό, παρακάλεσε τον Θεό, λέγοντας: «Δέσποτα και πάλι επέτρεψε να δω εκείνο που πεθυμούσα κι’ έτσι να μη φύγω άπρακτος, ελεγχόμενος από τις αμαρτίες μου». Ενώ όμως προσευχόταν και έλεγε αυτά κλαίοντας, παρέπεσε σ’ άλλο λογισμό, λέγοντας από μέσα του: «Όταν έλθει, πως θα περάσει τον Ιορδάνη και να έλθει κοντά μου, αφού δεν υπάρχει πλοίο; Αλοίμονο τότε σε μένα τον ανάξιο και ελεεινό, που θα στερηθώ τέτοιου καλού, να λάβω την ευχήν της Οσίας».
Η ΟΣΙΑ ΚΟΙΝΩΝΑ
Ενώ όμως, ο Γέροντας συλλογιζότανε αυτά, ιδού έφτασε και η Οσία γυναίκα, που στάθηκε στο απέναντι μέρος του ποταμού, απ’ όπου ερχόταν. Τότε ο Ζωσιμάς στάθηκε όρθιος χαίροντας και δοξάζοντας τον Θεό.
Αλλά συνέχιζε να παλεύει με το λογισμό, πως δηλαδή θα περνούσε τον ποταμό, οπότε βλέπει αυτήν να κάμει το σημείο του Σταυρού (αν και ήταν νύκτα, όμως έφεγγε, γιατί ήταν πανσέληνος) και αφού περπάτησε πάνω στο νερό ήλθε κοντά του. Μόλις δε εκείνος πήγε να βάλει μετάνοια, εκείνη τον εμπόδισε λέγοντας: «Τι κάμνεις Αββά, θέλεις να βάλεις μετάνοια, εσύ που είσαι ιερέας και μάλιστα κρατάς τα Θεία Δώρα;» Εκείνος υπάκουσε και τότε η Οσία του είπε:
«Ευλόγησε, Πάτερ, ευλόγησε». Ο δε Γέροντας τρέμοντας και θαυμάζοντας και το τέτοιο θέαμα, αποκρίθηκε σ’ αυτήν: «Πραγματικά είναι αληθινός ο Θεός, λέγοντας ότι μπορούμε να ομοιωθούμε μαζί Του, φτάνει να θελήσουμε να καθαρίσουμε τους εαυτούς μας. Δόξα σοι Χριστέ, ο Θεός μας, ο Οποίος δεν στέρησες το έλεός σου από μένα το δούλο σου. Δόξα σοι Χριστέ, ο Θεός μας, ο Οποίος μου φανέρωσες μέσω αυτής της δούλης Σου, πόσον απέχω από την τελειότητά».
Ενώ έλεγε αυτά η γυναίκα ζήτησε να πει το «Πιστεύω» και το «Πάτερ ημών» και όταν τέλειωσε τον ασπάστηκε κατά τη μοναχική συνήθεια και μετάλαβε των Ζωοποιών Μυστηρίων. Αφού δε σήκωσε τα χέρια της στον ουρανό, αναστέναξε με δάκρυα κα είπε: «Νυν απολύεις την δούλην Σου, Δέσποτα κατά το ρήμα σου εν ειρήνη, ότι είδον οι οφθαλμοί μου το σωτήριόν Σου».
Τότε λέει στον Γέροντα: «Συγχώρησέ με, Αββά, και εκπλήρωσε μου και άλλην επιθυμίαν. Να γυρίσεις τώρα με τη βοήθεια του Θεού στο Μοναστήρι και τον ερχόμενο χρόνο να έλθεις και πάλι σ’ εκείνο τον χείμαρρο, όπου με συνάντησες την πρώτη φορά. Να έλθεις οπωσδήποτε και θα με δεις καθώς θέλει ο Κύριος». Ο δε Ζωσιμάς της αποκρίθηκε: «Μακάρι να ήμουν άγιος από τώρα να σε ακολουθήσω και να βλέπω παντοτεινά το τίμιό Σου πρόσωπο. Αλλά πάρε και φάε από τη λίγη αυτή τροφή που σου έφερα». Και λέγοντας αυτά, της έδωσε το μικρό καλάθι που κρατούσε. Η δε γυναίκα, αφού πήρε με τα άκρα των δακτύλων της τρεις κόκκους φακής, τους έβαλε στο στόμα της λέγοντας: «Είναι αρκετή η χάρη του Αγίου Πνεύματος, να συντηρεί και να φυλάει την ουσία της ψυχής καθαρή». Και αφού είπε αυτά, στράφηκε προς τον Γέροντα και του ζήτησε να προσεύχεται στον Κύριο γι’ αυτή την αμαρτωλή. Ο Γέροντας άγγιξε τότε τα πόδια της Οσίας και αφού προσευχήθηκε με δάκρυα και στεναγμούς, την άφησε να φύγει, γιατί δεν τολμούσε να κρατήσει περισσότερο την ακράτητη. Η δε Οσία, αφού έκαμνε και πάλι το σημείο του Σταυρού, περπάτησε πάνω στο νερό του ποταμού, όπως και προηγουμένως και τον διαπέρασε. Ο δε Γέροντας γύρισε πίσω με πολύ χαρά και φόβο συγχρόνως, αλλά περιγελούσε τον εαυτό του, γιατί δεν ρώτησε να μάθει τα’ όνομα της Οσίας, έλπιζε όμως να το πετύχει τον ερχόμενο χρόνο.
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΣ ΟΣΙΑΣ
Όταν δε πέρασε ο χρόνος, ο Ζωσιμάς ήλθε πάλι στην έρημο κα πήγε να δει εκείνο το παράδοξο θέαμα. Αφού περπάτησε όλο το δρόμο και έφτασε στο τόπο που ζητούσε κοίταξε δεξιά, και αριστερά, προσπαθώντας να συλλάβει σαν έμπειρος κυνηγός το θήραμά του. Επειδή όμως δεν έβλεπε πουθενά τίποτα να κινείται άρχισε να κλαίει πικρά και αφού σήκωσε το βλέμμα ψηλά προσευχήθηκε λέγοντας: «Δείξε, μου Δέσποτα το θησαυρό, δηλαδή τον επίγειο Άγγελο, του οποίου ο κόσμος δεν είναι άξιος». Και ενώ ευχόταν αυτά, έφτασε στο γνωστό τόπο, όπου βρήκε την Οσία νεκρή με σταυρωμένα τα χέρια και στραμμένη προς την ανατολή και αφού Έτρεξε κοντά της έπλυνε τα πόδια με τα δάκρυά του, γιατί δεν τολμούσε σε κανένα άλλο μέρος να την αγγίξει.
Αφού λοιπόν δάκρυσε αρκετά και είπε τους κατάλληλους ψαλμούς, ανέπεμψε επιτάφια ευχή κα είπε από μέσα του: «Μήπως πρέπει να θάψω το λείψανο της Οσίας; Ή μήπως όχι, γιατί δεν της αρέσει αυτό;», Και ενώ σκεφτόταν αυτά, είδε κοντά στην κεφαλή της χαραγμένες στη γη λέξεις: «Αββά Ζωσιμά, θάψε σ’ αυτό τον τόπο το λείψανο της Μαρίας και προσευχήσου στο Θεό για μένα, που πέθανα το μήνα Φαρμαιθί (Απρίλιο), την πρώτη εκείνη νύκτα του σωτηρίου Πάθους, κατά την οποία κοινώνησα». Όταν ο Γέροντας τα διάβασε, χάρηκε που έμαθε το όνομα της Οσίας και έμαθε ότι μόλις κοινώνησε τα Θεία Μυστήρια ήλθε σ’ αυτό το μέρος για να περπατήσει, με πολύ κόπο, η Μαρία τον κάλυψε σε μιάν ώρα και αμέσως μετά παρέδωσε τη ψυχή της στο Θεό.
Η ΤΑΦΗ ΤΟΥ ΛΕΙΨΑΝΟΥ ΤΗΣ
Δοξάζοντας δε το Θεό και βρέχοντας το σώμα της Μαρίας με δάκρυα είπε από μέσα του: «Είναι ώρα πετεινέ Ζωσιμά, να εκτελέσεις τη διαταγή, αλλά πως θα βγάλεις, ταλαίπωρε, λάκκο, χωρίς να έχεις κανένα μέσο στα χέρια σου;» Και αφού είπε αυτά, είδε πιο πέρα ένα μικρό ξύλο πεταμένο στη γη, που αφού το πήρε άρχισε να σκάβει. Επειδή όμως το έδαφος ήταν σκληρό δεν σκαβότανε , έτσι ο Γέροντας υπόφερε κοπιάζοντας και ιδρώνοντας. Μια στιγμή αναστέναξε από τα βάθη της καρδιάς του και αφού σήκωσε το πρόσωπο, είδε ένα μεγάλο λιοντάρι να στέκει δίπλα στο λείψανο της Οσίας και να γλύφει τα ίχνη της.
Αυτός μόλις είδε το θηρίο, τρόμαξε από φόβο αλλ’ όταν θυμήθηκε τα λόγια της Οσίας, που είπε ότι ουδέποτε είδε θηρίο, έκαμε το σημείο του Σταυρού και πίστεψε ότι η δύναμη της Οσίας θα τον προφυλάξει από κάθε κίνδυνο. Το δε λιοντάρι αφού ήλθε κοντά στον Γέροντα τον έγλυφε στα πόδια. Τότε ο Ζωσιμάς αφού στράφηκε σ’ αυτό είπε: «Επειδή ώ θηρίο, η Μεγάλη επέτρεψε να ταφεί το λείψανό της και επειδή εγώ είμαι γέρος και δεν μπορώ να σκάψω λάκκο (αλλ’ ούτε και κανένα εργαλείο κατάλληλο έχω, γι’ αυτό το σκοπό, και ούτε μπορώ να επιστρέψω και να το φέρω εξ’ αιτίας της μεγάλης απόστασης), άνοιξε εσύ το λάκκο με τα νύχια σου, για να αποδώσουμε στη γη το λείψανο της Οσίας». Αμέσως μετά τα λόγια του Γέροντα, το λιοντάρι έσκαψε με τα μπροστινά του πόδια λάκκο, όσο χρειαζόταν για τη ταφή του σώματος.
Ο Γέροντας, αφού και πάλι έπλυνε με δάκρυα τα πόδια της Οσίας και αφού την παρακάλεσε πολύ να πρεσβεύει προς τον Θεό υπέρ πάντων σκέπασε το σώμα με χώμα, ενώ παρευρισκόταν και το λιοντάρι. Κάλυψε δε το σώμα της Οσίας μ’ εκείνο το σχισμένο ιμάτιο, που της είχε ρίξει από πίσω της ο Ζωσιμάς τη πρώτη φορά ου τη συνάντησε και από τότε η Μαρία κάλυπτε μ’ αυτό ορισμένα μέρη του σώματός της.
Ύστερα αναχώρησαν και οι δυό, και το μεν λιοντάρι προχώρησε σαν πρόβατο στο εσωτερικό της ερήμου, ο δε Ζωσιμάς γύρισε πίσω στο Μοναστήρι ευλογώντας και δοξάζοντας το Θεό, διηγήθηκε δε όλα στους μοναχούς, χωρίς ν’ αποκρύψει τίποτα, απ’ όσα είδε κι’ άκουσε. Εκείνοι δε όταν άκουσαν αυτά τα μεγαλεία του Θεού, υπερθαύμασαν και με πολύ φόβο και πόθο τηρούσαν τη μνήμη της Οσίας. Ο δε ηγούμενος Ιωάννης, αφού ερεύνησε και βρήκε σύμφωνα με τα λόγια της Οσίας μερικά σφάλματα στο μοναστήρι, φρόντισε και τα διόρθωσε, για να μη βγει και σ’ αυτό το θέμα άχρηστος ή μάταιος ο λόγος της Οσίας. Στο μοναστήρι δε τούτο πέθανε και ο Αββάς Ζωσιμάς, σε ηλικία 100 χρονών.
Ορθόδοξον Ίδρυμα “Απόστολος Βαρνάβας”

Ο σιωπών ΓεροΘεόφιλος

Κοντά στο Προσφορειό είδα τον Γερο Θεόφιλο (Καψής Θωμάς του Παναγιώτου εκ Κανιάνης Λαμίας, γεν. 1885, προσέλ. στη Λαύρα 1910, προήχθη σε Γέροντα το 1935 και σε Προϊστάμενο το 1945, κοιμ. 1975) και υπέδειξα στους μαθητάς (ενν. της Αθωνιάδος) να τρέξουν προς συνάντησί του, να φιλήσουν το χέρι του και να ζητήσουν την ευχή του, μολονότι ήμουν βέβαιος τόσο για την «υποδοχή» τους όσο και για την έκπληξί τους. Θα τους εξηγούσα όμως αργότερα ...
http://kelliakalives.pblogs.gr/files/f/390987-01.jpg
Η Ιερά Σύναξις των Προϊσταμένων, εν εκτιμήσει της σύνεσεώς του, του εγνωσμένου εναρέτου βίου του, της ανελλιπούς προσεδρεύσεώς του στο Καθολικό και της πάντοτε προθύμου και ενεργού συμμετοχής στα αυστηρά και βαριά διακονήματα της Μονής, τον εξέλεξε μέλος της Γεροντίας, ώστε να προσφέρη και διοικητικές υπηρεσίες στην αδελφότητα, με την φωτισμένη σκέψι και την αδιάφθορη συνείδησί του.

Δεν βάστηξε όμως για πολύ αυτή η ευθυνοβριθής ιδιότητά του ως Προϊσταμένου. Σύντομα ανακάλυψε πως ησυχία κέλλας, νηφάλια ένθεη θεωρία και έμπονη προσπάθεια αδιαλείπτου νοεράς προσευχής για μυστικές χαριτώσεις, δεν μπορούσαν να συμβιβαστούν και να συνυπάρξουν με διοικητικές ευθύνες, οικονομικές διαχειρίσεις, αντιμετωπίσεις αντιξοοτήτων, δημόσιες σχέσεις, ντυσίματα και στησίματα για υποδοχές, συντροφεύσεις και συζητήσεις με επισήμους κλπ κλπ. Πήρε την απόφασι σε μια συνεδρία, αφού ευχαρίστησε για την τιμή τους Γεροντάδες, υπέβαλε την παραίτησί του, δικαιολόγησε την αδυναμία του να συνεχίση την προϊσταμενική υπηρεσία και περίδακρυς παρεκάλεσε να δείξουν κατανόησι και να την κάνουν αποδεκτή.

Από εκείνη την ημέρα και στο εξής έγινε ακόμα πιο αμίλητος, κλείστηκε ολοκληρωτικά στην κέλλα και τον εαυτό του και επιδόθηκε στην ησυχία και την προσευχή του. Τώρα δεν τον πείραζε ο λογισμός, αν το ζωστικό του ήταν παληό και λερωμένο, αν το ράσο και η σκούφια του ξεθωριασμένα και γεμάτα τσάκισες. Δεν εκπροσωπούσε πλέον τη Μονή, αφού επέστρεψε και ξαναεντάχθηκε στους ανεπισήμους και ανωνύμους, και έτσι, με μόνιμη συντροφιά το ταπεινό φρόνημα, δεν αισθανόταν την καταπιεστική ανάγκη να είναι κοινωνικός, «καθώς πρέπει» και ευπαρουσίαστος. Τώρα στο νου και την καρδιά του πρυτάνευαν οι στρατιές και τα βιώματα των κοινοβιατών του Παχωμίου, οι χορείες των αναχωρητών της Νιτρίας της Αιγύπτου και οι συνοδείες των συναγιορειτών του Βιγλιωτών, Καυσοκαλυβιτών και Καρουλιωτών, τους οποίους υπεραγαπούσε και συχνά συναναστρέφονταν.

Τώρα, αδιάφορος για εντυπώσεις και σχολιασμούς, φορούσε το προχειρομπαλωμένο απ' τον ίδιο παληοζωστικό του, έσερνε ακάλτσωτος τα καλογερρόραφτα «συρτά» του, κατέβαζε μέχρι τα φρύδια και τα' αυτιά του την άκομψη σκούφια του, κρατούσε τη λιγδιασμένη και αξιολύπητη απ' την ακατάπαυστη χρήση κομποσχοίνα του και, βαδίζοντας, έσκυβε το κεφάλι και το βλέμμα του προς τα κάτω. Επιτάχυνε μάλιστα σκοπίμως το βήμα, σαν έβλεπε πως κάποιος ξένος έδειχνε πρόθεσι να τον πλησιάση για συζήτηση ή για πληροφορία. Κι αν κάποιος, παρά ταύτα, αδιάκριτος ή λιγώτερο ευγενής, του έφραζε τον δρόμο και επέμενε να του μιλήση, άκουε στερεότυπη την πρότασι:

- Το Μοναστήρι έχει τάξι και αρμοδίους: Για διαμονή και πληροφορίες στον αρχοντάρη, για πνευματικά στους πνευματικούς, για διοικητικές υποθέσεις στο Γραφείο και για ότι άλλο στον διακονητή ξεναγό ΓεροΔιομήδη (Λασκαρίδης Δημοσθένης του Ιωάννου εκ Θάσου, γεν. 1885, προσ. 1908, κουρ. 1910, κοιμ. 1969), που ξέρει και αγγλικά ...http://kelliakalives.pblogs.gr/files/f/390988-02.jpg


πηγή
Μικρό απόσπασμα του κειμένου για τον ΓεροΘεόφιλο

Πρωτοπρ. Διονύσιος Τάτσης, Το Πάθος του Κυρίου (Κυριακή Ε΄ Νηστειών)

πηγή: Ορθόδοξος Τύπος, 1/4/2011
ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ
Γράφει ο Πρωτοπρεσβύτερος Διονύσιος Τάτσης
Ὁ Χριστὸς ἦλθε στὸν κόσμο καὶ θυσιάστηκε, γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Αὐτὴ τὴν ἀλήθεια πρέπει καθημερινὰ νὰ στοχάζονται οἱ χριστιανοί, γιὰ νὰ αὐξάνουν τὴν ἀγάπη τους πρὸς τὸν Κύριο, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ παίρνουν δύναμη, γιὰ νὰ ἀντιμετωπίζουν τὰ δυσάρεστα τῆς ζωῆς μὲ ὑπομονὴ καὶ ἐλπίδα. Ὅταν ὁ Χριστὸς ὑπέστη τὰ πάνδεινα γιὰ τὴ δική τους σωτηρία, χωρὶς νὰ φταίει σὲ τίποτα, τότε ἐκεῖνοι ποὺ συχνὰ παραβαίνουν τὸ θέλημά του, δὲν θὰ ὑποφέρουν στὴ ζωή τους;
Σχετικὰ μὲ τὴν προσφορὰ τοῦ Χριστοῦ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, ἕνας Ἐπίσκοπος γράφει: «Τὸ τιμιώτατο πάθος τοῦ Κυρίου εἶναι ἡ ἔκφραση τῆς ἀγάπης του γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ὁ Χριστὸς «ἑκὼν καὶ οὐ κατὰ χρέος» πέθανε γιὰ τὴν ἐλευθερία τῶν πεπεδημένων ὑπὸ τοῦ διαβόλου, ὅπως λέγει ὁ Ἰωσὴφ ὁ Βρυέννιος... Ἀναλογιζόμενοι τὰ ποικίλα πάθη καὶ τοὺς πειρασμοὺς τοῦ Κυρίου, ὅπως π.χ. τὸ σταυρικὸ μαρτύριο, τὴν κατάστιξη τοῦ σώματός του ἀπὸ τοὺς ἥλους, τοὺς μώλωπες, τὸ στέφανο καὶ τὰ κτυπήματα, δοξάζουμε τὴ μεγάλη του μακροθυμία καὶ ἀγαθότητα. Φρικτὰ εἶναι τὰ σωματικὰ πάθη τοῦ Χριστοῦ.

Οἱ Πατέρες ὅμως τῆς Ἐκκλησίας μᾶς τονίζουν καὶ μιὰν ἄλλη πλευρὰ τῆς ὀδύνης τοῦ Κυρίου. Τὰ ψυχικὰ ἄλγη ποὺ ἔνιωθε, ἀπὸ τὴ στάση πολλῶν ἀνθρώπων. Ἐνδεικτικὰ μποροῦμε νὰ ἀναφέρουμε τὴ μοναξιά, τὴ μὴ παραδοχή του ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τοὺς δικούς του, τὴν ἀμφισβήτητή του ὡς Μεσσία κ.ἄ.».

Ὁ Χριστὸς μᾶς ἔδωσε τὸ μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, στὸ ὁποῖο πρέπει νὰ συμμετέχουμε, γιὰ νὰ ἔχουμε πολὺ κοντά μας, μέσα μας, τὸ Χριστό, τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς καὶ σωτηρίας. Μόνο ἔτσι θὰ μπορέσουμε νὰ περάσουμε τὴν παρούσα ζωὴ θεοφιλῶς καὶ προπαντὸς νὰ διατηρήσουμε τὴν ἐλπίδα τῆς αἰώνιας μακαριότητας. Δυστυχῶς, οἱ περισσότεροι δὲν βιώνουν πνευματικὰ τὸ ἱερὸ μυστήριο καὶ δὲν φροντίζουν γιὰ τὴν προετοιμασία τους προκειμένου νὰ ἀνταποκρίνονται ἀξίως στὸ ἱερὸ κάλεσμα «Μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης προσέλθετε», ποὺ σὲ κάθε λειτουργία ἀπευθύνει ὁ λειτουργὸς ἱερέας.

Κυριακή Ε' Νηστειών. Μαρίας της Αιγυπτίας

Κυριακή Ε' Νηστειών (Μαρίας της Αιγυπτίας)

Το Ευαγγέλιο της Κυριακής,
η απόδοσή του στην νεοελληνική.
Κατά Μάρκον Ευαγγέλιο 
Κεφ. 10, χωρίο 32 έως 45

Τρίτη πρόρρησις τοῦ θανάτου του

Ι΄.32 Τῷ καιρῷ  ἐκείνω  παραλαβὼν ὁ ᾿Ιησοῦς πάλιν τοὺς δώδεκα μαθητάς ἀυτοῦ, ἤρξατο αὐτοῖς λέγειν τὰ μέλλοντα αὐτῷ συμβαίνειν, 33 ὅτι ἰδοὺ ἀναβαίνομεν εἰς ῾Ιεροσόλυμα καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδοθήσεται τοῖς ἀρχιερεῦσι καὶ γραμματεῦσι, καὶ κατακρινοῦσιν αὐτὸν θανάτῳ καὶ παραδώσουσιν αὐτὸν τοῖς ἔθνεσι, 34 καὶ ἐμπαίξουσιν αὐτῷ καὶ μαστιγώσουσιν αὐτὸν καὶ ἐμπτύσουσιν αὐτῷ καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτόν, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται.

Τὸ αἴτημα τοῦ ᾿Ιακώβου καὶ τοῦ ᾿Ιωάννου

35 Καὶ προσπορεύονται αὐτῷ ᾿Ιάκωβος καὶ ᾿Ιωάννης υἱοὶ Ζεβεδαίου λέγοντες· διδάσκαλε, θέλομεν ἵνα ὃ ἐὰν αἰτήσωμεν ποιήσῃς ἡμῖν. 36 ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· τί θέλετε ποιῆσαί με ὑμῖν; 37 οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· δὸς ἡμῖν ἵνα εἷς ἐκ δεξιῶν σου καὶ εἷς ἐξ εὐωνύμων σου καθίσωμεν ἐν τῇ δόξῃ σου. 38 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε. δύνασθε πιεῖν τὸ ποτήριον ὃ ἐγὼ πίνω, καὶ τὸ βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι βαπτισθῆναι; 39 οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· δυνάμεθα. ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· τὸ μὲν ποτήριον ὃ ἐγὼ πίνω πίεσθε, καὶ τὸ βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι βαπτισθήσεσθε· 40 τὸ δὲ καθίσαι ἐκ δεξιῶν μου καὶ ἐξ εὐωνύμων οὐκ ἔστιν ἐμὸν δοῦναι, ἀλλ᾿ οἷς ἡτοίμασται.


Ο ἀληθινὰ μεγάλος


41 Καὶ ἀκούσαντες οἱ δέκα ἤρξαντο ἀγανακτεῖν περὶ ᾿Ιακώβου καὶ ᾿Ιωάννου. 42 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς προσκαλεσάμενος αὐτοὺς λέγει αὐτοῖς· οἴδατε ὅτι οἱ δοκοῦντες ἄρχειν τῶν ἐθνῶν κατακυριεύουσιν αὐτῶν καὶ οἱ μεγάλοι αὐτῶν κατεξουσιάζουσιν αὐτῶν· 43 οὐχ οὕτω δὲ ἔσται ἐν ὑμῖν, ἀλλ᾿ ὃς ἐὰν θέλῃ γενέσθαι μέγας ἐν ὑμῖν, ἔσται ὑμῶν διάκονος,

44 καὶ ὃς ἐὰν θέλῃ ὑμῶν γενέσθαι πρῶτος, ἔσται πάντων δοῦλος· 45 καὶ γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι, καὶ δοῦναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ λύτρον ἀντὶ πολλῶν.

ΑΠΟΔΟΣΗ

Εκείνο τον καιρό πήρε ο Ιησούς τους δώδεκα μαθητάς του και άρχισε να τους λέγει εκείνα πού επρόκειτο να συμβούν. Ότι δηλ. ανεβαίνουμε στα Ιεροσόλυμα και ο υιός του ανθρώπου θα παραδοθεί στους αρχιερείς και γραμματείς, θα τον καταδικάσουν σε θάνατο και θα τον παραδώσουν στη ρωμαϊκή εξουσία, θα τον εμπαίξουν και θα τον μαστιγώσουν και θα τον φτύσουν και θα τον σκοτώσουν και την τρίτη ήμερα θα αναστηθεί.

Και τον παίρνουν από κοντά ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης, οι γιοι του Ζεβεδαίου, και του λέγουν Διδάσκαλε, θέλουμε να μας κάνεις ό,τι θα ζητήσουμε. Και εκείνος τους είπε· τί θέλετε να σας κάνω; και εκείνοι του είπαν δώσε μας να καθίσουμε, τότε πού θα δοξαστείς, ένας στα δεξιά σου και ένας στα αριστερά σου. Και ο Ιησούς τους είπε· δεν ξέρετε τί ζητάτε. Μπορείτε να πιείτε το ποτήρι πού εγώ πίνω και να βαπτιστείτε το βάπτισμα πού εγώ βαπτίζομαι; Και εκείνοι του είπαν μπορούμε. Τότε, ο Ιησούς τους είπε· το ποτήρι πού εγώ πίνω θα το πιείτε, και το βάπτισμα πού εγώ βαπτίζομαι θα το βαπτιστείτε· αλλά το να καθίσετε στα δεξιά μου και στα αριστερά μου δεν είναι στην εξουσία μου να το δώσω, αλλά ανήκει σ' εκείνους για τους οποίους είναι ετοιμασμένο.

Και όταν άκουσαν οι δέκα άρχισαν να αγανακτούν με τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη. Και ο Ιησούς τους κάλεσε κοντά του και τους είπε· Σας είναι γνωστό πώς εκείνοι πού στον έξω κόσμο νομίζουν πώς είναι άρχοντες, αυτοί υποδουλώνουν τους ανθρώπους και εκείνοι απ' αυτούς πού έχουν τα μεγάλα αξιώματα, αυτοί τους έχουν στην απόλυτη εξουσία τους. Όμως δεν θα είναι έτσι σε σας, αλλά αν κάποιος θέλει να γίνει μεγάλος μεταξύ σας, θα είναι υπηρέτης σας, και αν κάποιος από σας θέλει να γίνει πρώτος, θα είναι όλων δούλος. Γιατί ο υιός του ανθρώπου δεν ήλθε για να υπηρετηθεί, αλλά για να υπηρετήσει και να δώσει την ψυχή του για να λυτρωθούν πολλοί.

Η Ευρώπη ακυρώνει τα Χριστούγεννα!

Tα Χριστούγεννα είναι μια γιορτή που γιορτάζουμε όχι ως άτομα ούτε ως έθνος, αλλά ως ανθρώπινη οικογένεια [Ronald Reagan] Ένα σχεδόν σπαρακτ...