π. Συμεών Κραγιόπουλος: "Ιδού αναβαίνωμεν..."(ομιλία εις την Ε΄ Κυριακη των Νηστειών)
Σεβασμιώτατε, αφού πρώτα σας ευχαριστήσω που φέτος κανονίσατε να με καλέσετε μέσα στη Μεγάλη Τεσσαρακοστή, θα σας παρακαλέσω να ευχηθείτε να φωτίσει ο Θεός να πούμε τα πρέποντα σήμερα, που είναι μια από τις Κυριακές της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και μάλιστα η τελευταία Κυριακή.
Είναι γνωστό ότι η Μεγάλη Τεσσαρακοστή τελειώνει την Παρασκευή πριν από το Σάββατο του Λαζάρου. Μεσολαβούν οι δύο μέρες, Σάββατο του Λαζάρου και Κυριακή των Βαΐων, και ακολουθεί η Μεγάλη Εβδομάδα. Είμαστε λοιπόν στο τέλος της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και στα πρόθυρα της Μεγάλης Εβδομάδος· στα πρόθυρα της εορτής των Παθών και της Αναστάσεως του Κυρίου. Και πρέπει να πούμε τα πρέποντα. και οι αδελφοί, παρακαλώ, να ευχηθείτε να φωτίσει ο Θεός.
Από την Ιεριχώ στα Ιεροσόλυμα
Το θέμα καταρχήν το παίρνουμε από τη σημερινή ευαγγελική περικοπή, που κάθε χρόνο αναγινώσκεται αυτή την ημέρα, την Ε' Κυριακή των Νηστειών. Η ευαγγελική περικοπή αναφέρεται ακριβώς στο σημείο εκείνο που ο Κύριος βρίσκεται στην Ιεριχώ και ανεβαίνει για τελευταία φορά στα Ιεροσόλυμα -και άλλες φορές εχει κάνει αυτόν τον δρόμο- διότι αυτή τη φορά θα σταυρωθεί, θα πεθάνει, θα ταφεί και θα αναστηθεί.
Όσοι έχουν επισκεφθεί τους Αγίους Τόπους, γνωρίζουν ότι η Ιεριχώ από απόψεως υψομέτρου είναι αρκετά χαμηλά. Η Ιερουσαλήμ είναι 800 μέτρα πάνω από τη Μεσόγειο θάλασσα. Η Νεκρά θάλασσα είναι 400 μέτρα κάτω από τη Μεσόγειο θάλασσα. Η Ιεριχώ είνα κοντά στη Νεκρά θάλασσα, και επομένως από απόψεως υψομέτρου μεταξύ Ιεριχούς και Ιεροσολύμων έχουμε διαφορά 1200 μέτρα.
Είναι πράγματι ο δρόμος ανηφορικός από την Ιεριχώ για την Ιερουσαλήμ κι εμείς οι προσκυνητές τώρα κάνουμε αυτή την πορεία με λεωφορεία, αλλά ο Κύριος αρκετές φορές και κατέβηκε από την Ιερουσαλήμ προς την Ιεριχώ, αλλά και ανέβηκε από την Ιεριχώ προς την Ιερουσαλήμ και ως άνθρωπος κουράστηκε. Σε άλλη περίπτωση αναφέρεται ότι ο Κύριος, «κεκοπιακώς εκ της οδοιπορίας», κάθισε στο φρέαρ του Ιακώβ. Πολύ περισσότερο εδώ που ήταν ανηφόρα. Γι' αυτό και κάθισε λίγο εξω από τη Βηθανία, εκεί που τώρα είναι η μονή των αδελφών του Λαζάρου, της Μάρθας και της Μαρίας. Θα γνωρίζετε ασφαλώς, αν όχι όλοι, οι περισσότεροι, ότι μέσα στον ναό αυτού του μοναστηριού υπάρχει η πέτρα, όπου ο Κύριος κάθισε να ξεκουρασθεί, καθώς έβγαλε την πολλή ανηφόρα και έφθασε τρόπον τινά κοντά στη Βηθανία που ήταν πιο ομαλός ο δρόμος.
Λέει το Ευαγγέλιο ότι ο Κύριος και οι μαθηταί «ήσαν... αναβαίνοντες...» Άφηναν την Ιεριχώ και ξεκινούσαν για την Ιερουσαλήμ. Και ο Κύριος στρεφόμενος προς τους μαθητάς είπε: «Ιδού αναβαίνομεν εις Ιεροσόλυμα και ο Υιός του ανθρώπου παραδοθήσεται τοις αρχιερεύσι και τοις γραμματεύσι, και κατακρίνουσιν αυτόν θανάτω... και αποκτενούσιν αυτόν...» Ομιλεί και για την Ανάσταση: «Την τρίτη ημέρα θα αναστηθεί». Και από τα λόγια αυτά αλλά και από την όλη αυτή ανάβαση και πορεία εμπνέονται τα τροπάρια της Μεγάλης Εβδομάδος και μάλιστα της πρώτης ακολουθίας του Νυμφίου την Κυριακή των Βαΐων το βράδυ: «Ιδού αναβαίνομεν εις Ιεροσόλυμα...»
Πρώτα, θα ήθελα κάτι να προσέξουμε, στο οποίο πιθανόν οι χριστιανοί δεν δίνουμε τη δέουσα προσοχή. Βέβαια, ο Κύριος όχι μόνο αυτή τη φορά αλλά και άλλες φορές, ιδιαίτερα όμως αυτή την φορά, πηγαίνει, για να πεθάνει. Ο Κύριος ανεβαίνει στα Ιεροσόλυμα, για να σταυρωθεί. Το γνωρίζει πολύ καλά ότι είναι η τελευταία φορά που πηγαίνει. και πηγαίνει, για να πεθάνει. Ο Κύριος είναι ο Θεός, αλλά είναι και άνθρωπος κανονικός, όπως κάθε άνθρωπος. Γνωρίζουμε όλοι μας ότι θέλουμε να ζήσουμε. Μόνο αν κάποιος δεν είναι στα καλά του και φθάσει σε απόγνωση, θέλει να θέσει τέρμα στη ζωή του. Κανονικά, όλοι οι άνθρωποι θέλουν να ζήσουν και κάνουν το πάν, για να παρατείνουν τη ζωή.
Εμείς οι άνθρωποι οι οποίοι είμαστε αμαρτωλοί, είμαστε υπό το βάρος της αμαρτίας, πεθαίνουμε σύμφωνα μ' αυτά που είπε ο Θεός μέσα στον Παράδεισο: « Ἧ δ' ἄν ἡμέρα φάγητε ἀπ' αὐτοῦ, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε». Αυτή ήταν η απειλή, ας πούμε, έτσι. Ο Κύριος έδωσε εντολή στους πρωτοπλάστους. «Αν όμως δεν τηρήσετε την εντολή, θα πεθάνετε». Και όταν συνετελέσθη το αμάρτημα, η παρακοή, ο Θεός μέσα στον Παράδεισο, που συνάντησε τον Αδάμ και την Εύα, είπε τα σχετικά στην Εύα πως θα ζήσει και τι έχει να πάθει και επίσης είπε στον Αδάμ πως «εν ιδρώτι του προσώπου του» θα βγάζει τον άρτο και ότι η γη θα βγάλει «άκανθας και τριβόλους» και όλα τ' άλλα τα σχετικά, αλλά και ότι τον παραμονεύει και τον περιμένει ο θάνατος.
Κανείς καταγόμενος από τον Αδάμ δεν γλιτώνει από τον θάνατο. Μόνο ο προφήτης Ηλίας έφυγε χωρίς θάνατο από τον κόσμο αυτό και ο Ενώχ. Όλοι οι άλλοι αποθνήσκουν. Ο θάνατος είναι η κατάρα της αμαρτίας, είναι η συνέπεια της αμαρτίας. Δεν ήμασταν για θάνατο· ήμασταν για τη ζωή. Όμως αμαρτήσαμε, και η τελική συνέπεια είναι ο θάνατος. Όπως λέει ο απόστολος Παύλος: «Έσχατος εχθρός καταργείται ο θάνατος».
Εμείς λοιπόν οι αμαρτωλοί δεν θέλουμε να πεθάνουμε και πασχίζουμε πάση θυσία να ζήσουμε, όσο γίνεται περισσότερο. Ο Χριστός όμως που είναι αναμάρτητος έχει κάθε δικαίωμα να ζήσει ως άνθρωπος· κάθε δικαίωμα. Νομίζω, το λέγαμε μια φορά εδώ, δεν πειράζει να το επαναλάβουμε, ότι αν μέσα στον κήπο της Γεθσημανή προσεύχεται ο Χριστός και λέει: «Πάτερ μου, ει δυνατόν εστι, παρελθέτω απ' εμού το ποτήριον τούτο», προσεύχεται και λέει αυτά τα λόγια, γιατί ακριβώς είναι αληθινός άνθρωπος. Βέβαια η προσευχή αυτή έχει πολλή θεολογία, αλλά έχει και αυτό μέσα, ότι για τον Χριστό ο θάνατος είναι κάτι αφύσικο. Καθώς ήταν αναμάρτητος ο Κύριος, δεν έχει καμιά θέση επάνω του ο θάνατος. Και εάν, ας πούμε, ως άνθρωπος δεν απόδιωχνε τον θάνατο -«Πάτερ, ει δυνατόν παρελθέτω απ' εμού το ποτήριον τούτο» - θα μας έβαζε και σε αμφιβολία αν ήταν αληθινός άνθρωπος.
Έτσι, πέρα απ' όλα τ' άλλα, και μ' αυτόν τον τρόπο και μ' αυτή τη στάση μέσα στον κήπο της Γεθσημανή, μας αφαιρεί κάθε αμφιβολία και μας βεβαιώνει ότι ήταν αληθινός άνθρωπος. Τρεις φορές είπε αυτόν τον λόγο και τρεις φορές επίσης ο ίδιος είπε: «Πλην ουχ ως εγώ θέλω, άλλ' ως συ», πρόθυμος να υποταχθεί στο θέλημα του Θεού Πατέρα. Τόσο λοιπόν ο Κύριος είναι αυτός, ο οποίος έχει δικαίωμα να ζήσει!
Είναι Θεός ο Κύριος, αλλά είναι και άνθρωπος. Πρέπει να το προσέξουμε αυτό. Πράγματι ο Κύριος πεινούσε και καθόταν να φάει. Πράγματι κουραζόταν και καθόταν να ξεκουρασθεί, όπως κάθε άνθρωπος. Νύσταζε και κοιμόταν. Έτσι και εδώ, ως αναμάρτητος, είχε δικαίωμα να ζήσει, είχε δικαίωμα να ρίξει μιά ματιά γύρω του στη ζωή. Είχε δικαίωμα ως άνθρωπος να χαρεί τα πάντα. Μάλιστα, η εποχή που ανεβαίνει στα Ιεροσόλυμα, είναι άνοιξη όπως τώρα. Και εκεί στην Ιεριχώ, που και τον χειμώνα είναι σαν άνοιξη, Καταλαβαίνει κανείς πόσο ωραία είναι αυτή την εποχή.
Ανεβαίνει λοιπόν ο Κύριος. Και φυσικά στα χρόνια του Χριστού πρέπει να ήταν πολύ καλύτερα τα πράγματα· να ήταν πιο ανεκτική, πιο υποφερτή η έρημος. Δεν θα ήταν στην κατάσταση που βρίσκεται τώρα. Επομένως, μέσα στην Ιεριχώ - πριν αφήσει, ας πούμε, την πεδιάδα και πάρει την πλαγιά ανηφορίζοντας - αλλά και ανεβαίνοντας, γύρω του ήταν όλα πράσινα, γύρω του ήταν όλα ανθισμένα, γύρω του έσφυζε η ζωή, γύρω του τα σιτάρια, τα χόρτα, τα φυτά, παρουσίαζαν όργιο βλαστήσεως· επίσης τα πουλιά, ο ουρανός, τα πάντα, όλα τα καλά της ζωής.
Εμείς που είμαστε αμαρτωλοί, αν καμιά φορά δεν είμαστε τόσο επηρεασμένοι από την αμαρτία και από τις συνέπειες της αμαρτίας και έχουμε κάπως καλή κατάσταση μέσα μας -έχουμε ειρήνη μέσα μας, γαλήνη, ημεράδα, ομορφιά, μια πληρότητα- πόσο ωραία μας φαίνονται τα πάντα! Είναι βέβαια άλλες μέρες που αισθάνεται κανείς μελαγχολικά κλπ., οπότε δεν του φαίνεται όμορφο τίποτε, δεν τον παρηγορεί ίσως τίποτε.
Ο Κύριος, ως άνθρωπος αναμάρτητος, μπορούμε να φαντασθούμε πως ένιωθε, πως τα έβλεπε όλα αυτά γύρω του! Και το φυσιολογικό ήταν να θέλει να ζήσει, το φυσιολογικό ήταν να θέλει να παραμείνει στη ζωή, να χαρεί τη ζωή και, καθώς περπατούσε, να πάει λίγο δεξιά απ' τον δρόμο, να πάει λίγο αριστερά απ' τον δρόμο, να καθίσει λίγο στα χόρτα, να κόψει μερικά άνθη, να μείνει με τα πουλιά.
Όμως όχι. Ο Κύριος σαν να είναι ξένος προς όλα αυτά ως άνθρωπος, και σαν να είναι όλα αυτά ξένα προς αυτόν, σταθερά παίρνει τον δρόμο αυτό τον ανηφορικό, για να πάει να πεθάνει. Το μέλημά του είναι να μείνει πιστός και υπάκουος στο θέλημα του Ουρανίου Πατρός μέχρι τέλους, καίτοι ξέρει συγκεκριμένα ποιο είναι το θέλημα του Ουρανίου Πατρός. Ξέρει ότι το θέλημα του Ουρανίου Πατρός είναι να καταφύγει τελικά στην Ιερουσαλήμ, και εκεί να πάθει, όπως και άλλοι προφήτες πριν απ' αυτόν. Το θέλημα του Ουρανίου Πατρός είναι, αυτός που είναι ο μοναδικός Προφήτης και είναι ο Υιός του άνθρωπου, εκεί στα Ιεροσόλυμα ν' αφήσει εντελώς τον εαυτό του στα χέρια των εχθρών του Θεού, στα χέρια των εχθρών του, και να τον ταλαιπωρήσουν και να τον βασανίσουν και να τον κολαφίσουν και να τον περιγελάσουν και τελικά αφού τον παιδεύσουν, να τον σταυρώσουν και να τον θανατώσουν.
Γνωρίζει ότι αυτό είναι το θέλημα του Θεού, γνωρίζει ότι αυτό θα συμβεί στην Ιερουσαλήμ. Κανείς δεν τον αναγκάζει να το κάνει αυτό. Καμιά ανθρώπινη απόφαση δεν μπορεί να τον δεσμεύσει και καμιά βουλή ανθρώπινη δεν μπορεί να τον εξαναγκάσει. Όχι. Θέλει και παίρνει τον ανηφορικό δρόμο. Θέλει και πηγαίνει στην Ιερουσαλήμ. Θέλει και πηγαίνει, για να πάθει, για να σταυρωθεί. Εκουσίως. Όπως εκουσίως ήλθε και έγινε άνθρωπος και εκουσίως έζησε όλες τις ημέρες επί της γης, Έτσι τώρα πηγαίνει, για να σταυρωθεί εκουσίως και όχι απλώς δέχεται να θανατωθεί, επειδή έτυχε να έλθουν έτσι τα πράγματα.
Στην πορεία αυτή του Χριστού, στην ανάβαση αυτή του Χριστού, στην εκούσια πορεία του Χριστού προς τον θάνατο, προς τη Σταύρωσή του, είναι και όλο το νόημα, το βαθύτερο νόημα, της ζωής και του θανάτου του κάθε ανθρώπου, το νόημα της ζωής και του θανάτου του καθενός ο οποίος θ' αποδεχθεί αυτό το οποίο έκανε ο Χριστός, Θ' αξιοποιήσει αυτό το οποίο έκανε ο Χριστός, θα μιμηθεί τον Χριστό, θα θελήσει να γίνει του Χριστού, θα θελήσει να ζήσει κατά Χριστόν, να σωθεί και ν' αγιασθεί.
Πρώτα οι Απόστολοι και λίγο αργότερα οι μάρτυρες δεν έκαναν ο,τι έκαναν έτσι τυχαία. Ούτε έπαθαν αυτά που έπαθαν, επειδή έτυχε να ζήσουν σε χρόνια δύσκολα. Όπως ο Χριστός δεν σταυρώνεται, επειδή βρέθηκαν κακοί άνθρωποι να τον μισήσουν και τελικά να τον θανατώσουν ή επειδή το θέλησαν, ας πούμε, οι αρχιερείς, οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι. Δεν σταυρώνεται γι' αυτό ο Χριστός. Σταυρώνεται, επειδή θέλει να σταυρωθεί. Σταυρώνεται, επειδή πρέπει να περάσει από τον Σταυρό, να πεθάνει επάνω στον Σταυρό. Σταυρώνεται, για να γίνει υπάκουος μέχρι θανάτου στον Ουράνιο Πατέρα, «θανάτου δέ σταυρού», όπως λέγει ο απόστολος Παύλος. Διότι άπαξ και αμάρτησε ο άνθρωπος, για να φύγει από πάνω του η λέπρα της αμαρτίας, για να ελευθερωθεί από την αμαρτία, για να ξαναγίνει ο άνθρωπος καινούργιος, για να γίνει νέος άνθρωπος για τον Θεό, πρέπει να περάσει από τον θάνατο. Δεν γίνεται αλλιώς.
Λέγαμε ίσως και άλλη φορά ότι, όπως παλαιότερα λειτουργούσαν τα τυπογραφεία, τα στοιχεία τα τυπογραφικά μετά από κάποια χρήση, για να γίνουν καινούργια στοιχεία έπρεπε να τα ρίξουν μέσα στο καζάνι, για να λιώσει -να πεθάνει- το μέταλλο, χωρίς να εξαφανισθεί. Από το ίδιο το μέταλλο το οποίο έγινε πολτός, θα γίνουν τα καινούργια στοιχεία, αλλά αφού το μέταλλο αυτό θα περνούσε από τον θάνατο, θα έλιωνε.
Ο θάνατος δεν είναι μόνο η καταδίκη του ανθρώπου, δεν είναι μόνο η τιμωρία του ανθρώπου, δεν είναι μόνο η συνέπεια της αμαρτίας -είπε ο Θεός: «Η δ' αν ημέρα φάγητε, θανάτω αποθανείσθε»- αλλά είναι και γιατρειά από την αμαρτία, ελευθέρωση από την αμαρτία. Με μόνη τη διαφορά ότι, όσο κι αν πέθαιναν οι άνθρωποι, δεν θα ερχόταν η ελευθερία, δεν θα ερχόταν η σωτηρία και η θεραπεία από την αμαρτία. Αυτός που θα απέθνησκε για να σώσει τους ανθρώπους, έπρεπε να ήταν ο αναμάρτητος Κύριος. Γι' αυτό ο Θεός έγινε άνθρωπος: για να πεθάνει ως άνθρωπος, αλλά ως αναμάρτητος άνθρωπος, και παίρνοντας επάνω του τις αμαρτίες όλων μας να σωθεί το ανθρώπινο γένος.
Όμως το ότι έπαθε ο Κύριος δεν έχει την έννοια ότι τέλειωσαν όλα. Οπωσδήποτε πρώτα είναι αυτό, ότι ο Κύριος έπαθε υπέρ ημών. Αλλά κυρίως ο θάνατος του Χριστού, το πάθος του Χριστού, όλο αυτό το δόσιμο του Χριστού -«έδωκεν εαυτόν», ο Πατήρ έδωκε τον Υιόν εις θάνατον- έχει τον σκοπό να εμπνεύσει τον καθένα, να φιλοτιμήσει τον καθένα, καθώς εκεί εκδηλώνεται η αγάπη του Θεού, καθώς εκεί εκδηλώνεται η συγκατάβαση του Θεού, όλη η ευσπλαχνία του Θεού προς τον άνθρωπο, αλλά και να βεβαιώσει τον καθένα ότι εάν μιμηθεί τον Χριστό, εάν ακολουθήσει τον Χριστό, εάν συσταυρωθεί και συμπαθεί με τον Χριστό, θα σωθεί. Θα σωθεί, διότι ο Χριστός γι' αυτό πέθανε: για να σωθεί ο καθένας, ο όποιος όμως θα συμπορευθεί με τον Χριστό.
Γι' αυτό το βράδυ της Κυριακής των Βαΐων, που γίνεται, όπως είπαμε, η πρώτη ακολουθία του Νυμφίου, το πρώτο τροπάριο των αίνων λέει: «Δεύτε ουν και ημείς κεκαθαρμέναις διανοίαις συμπορευθώμεν αυτώ και συσταυρωθώμεν... ίνα και συζήσωμεν αυτώ». Δεν λέει απλώς «ελάτε να το πιστεύσουμε αυτό». Δεν λέει απλώς «ελάτε να προσευχηθούμε στον Χριστό και να τον παρακαλέσουμε, αφού έκανε όλα αυτά». Δεν είναι αυτό το πνεύμα των τροπαρίων της Εκκλησίας, το πνεύμα όλων αυτών που περιέχουν τα βιβλία της Εκκλησίας. Δεν είναι αυτό το όλο πνεύμα της Εκκλησίας. Δεν είναι το πνεύμα των μαρτύρων και γενικώς των αγίων απλώς, ας πούμε, να παρακαλούμε τον Χριστό, απλώς να επιθυμούμε. Δεν είναι έτσι.
Πρώτος ο Κύριος ανέβηκε αυτόν τον δρόμο του Πάθους, πρώτος ο Κύριος έπαθε, χωρίς να χρειάζεται εκείνος να πάθει, διότι ήταν τελείως ελεύθερος απ' όλα αυτά. Έπαθε για μας· για να δείξει τον δρόμο, για να μας φιλοτιμήσει, για να μας συγκινήσει, να μας εμπνεύσει, να πάθουμε κι εμείς. Και, καθώς θα πάθουμε κι εμείς, καθώς θα σταυρωθούμε, θ' αναστηθούμε. Όμως όχι απλώς θα σταυρωθούμε, αλλά μαζί μ' αυτόν θα σταυρωθούμε. Όχι απλώς θα πάθουμε, αλλά θα πάθουμε μαζί του. Όχι απλώς θα πεθάνουμε, αλλά θα πεθάνουμε μαζί του. Αν λοιπόν κι εμείς πεθάνουμε μαζί του, αν περάσουμε μέσα από τον θάνατο, θα βγούμε στην ανάσταση. Δεν αρκεί απλώς να ξέρουμε ότι έπαθε ο Χριστός, έστω να το πιστεύουμε αυτό και απλώς να ζητούμε τη Χάρι του, την όποια Χάρι του και την όση Χάρι του. Δεν αρκεί.
Βέβαια, τα πράγματα έδειξαν ότι, όσο κι αν ο Κύριος τα έλεγε αυτά στους μαθητάς του, οι μαθηταί δεν καταλάβαιναν τίποτε. Κι εμείς ακόμη σήμερα απορούμε πως γίνεται αυτό! Ο Κύριος μιλάει: «Ιδού αναβαίνομεν εις Ιεροσόλυμα, και εκεί θα πάθω και θα σταυρωθώ...» Τους ομιλεί για τον θάνατο, τους ομιλεί για το τέλος, και τον ακούν. Είναι αυτοί οι άνθρωποι που έζησαν μαζί του τρία ολόκληρα χρόνια. Είναι αυτοί οι άνθρωποι που τον αγαπούν, τον ευλαβούνται και τον σέβονται. Κι όμως δεν καταλαβαίνουν.
Οι δύο από αυτούς, οι καλύτεροι, θα έλεγε κανείς, τα δύο αδέλφια, ο Ιωάννης και ο Ιάκωβος, όπως λέει ο ευαγγελιστής Μάρκος -του ευαγγελιστή Μάρκου ήταν η ευαγγελική περικοπή που διαβάσαμε σήμερα - είπαν στον Κύριο: «Ζητούμε να μας βάλεις τον έναν από τα δεξιά σου και τον άλλο από τ' αριστερά σου, τώρα που θα καθίσεις στον θρόνο της Βασιλείας σου». Ο ευαγγελιστής Ματθαίος, αν θυμάμαι καλά, λέει ότι πήγε η μητέρα με τα δύο παιδιά της στον Χριστό και αυτή είπε: «Βάλ' τους τον ένα από τα δεξιά σου, τον άλλο από τ' αριστερά σου». Ο ιερός Χρυσόστομος, στην ερμηνεία του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου, λέει ότι συνέβησαν και τα δύο.
Ο Χριστός, ο διδάσκαλός τους, ομιλεί για θάνατο, πηγαίνει για τον θάνατο. Και ο θάνατος είναι θάνατος. Αυτοί άκουσαν την Ανάσταση, άκουσαν, ας πούμε, το καλό τέλος και πιάστηκαν από κει και τον φαντάζονται τον Χριστό σαν κοσμικό βασιλιά. Όπως ξέρουμε, όλοι οι Εβραίοι περίμεναν τον Μεσσία και τον περιμένουν και σήμερα. Ακόμη και οι μαθηταί, που τον πίστευσαν τον Χριστό και τον ακολούθησαν, τον περίμεναν σαν έναν κοσμικό άρχοντα, που θα τους ελευθέρωνε από τους Ρωμαίους κλπ. Δεν μπορούσαν να πιάσουν την πνευματική πλευρά των πραγμάτων, γι' αυτό ζητούν ο ένας να καθίσει από τα δεξιά και ο άλλος από τα αριστερά. Ποιοί; Αυτοί οι οποίοι είναι τρία χρόνια μαζί με τον Χριστό, οι οποίοι είδαν και τα θαύματα, άκουσαν πολλά, συνέφαγαν και συνέπιον, Όπως θα πουν αργότερα, αυτοί λοιπόν δεν καταλαβαίνουν τίποτε και είναι εντελώς εκτός θέματος αυτό που ζητούν, αυτό που λένε.
Δείχνουν λοιπόν τα πράγματα ότι, ο άνθρωπος όσο κι αν ακούσει, όσο κι αν διαβάσει, όσο κι αν, ας πούμε, πιστεύσει, ακόμη κι αν υποθέσουμε δει τον Χριστό, μένει απέξω, το μυαλό του δεν αλλάζει, η καρδιά του δεν αλλάζει και σκέπτεται ανθρώπινα. Οι δύο αυτοί μαθηταί δεν αμφιβάλλουν για τον Χριστό, δεν αμφιβάλλουν ότι θα σταυρωθεί, δεν αρνούνται τον Χριστό, δεν τον αφήνουν και φεύγουν, δεν τον εμποδίζουν, όπως κάποια φορά ο Πέτρος, οπότε του είπε ο Χριστός: «Ύπαγε οπίσω μου, σατανά». Αυτοί οι δύο μαθηταί ούτε αυτό κάνουν. Όχι. Συμφωνούν μ' όλα με τον Χριστό και τον ακολουθούν, αλλά για να εκμεταλλευθούν τα του Χριστού. Να εκμεταλλευθούν τον ερχομό του, να εκμεταλλευθούν το γεγονός που ανεβαίνει στα Ιεροσόλυμα. Με το δικό τους μυαλό πιστεύουν και φαντάζονται ότι ήλθε η ώρα πια, και πηγαίνει να εγκαταστήσει την επίγεια βασιλεία.
Δεν τον αρνούνται τον Χριστό. Δεν τον αποφεύγουν. Δεν πηγαίνουν μακριά. Όλα τα δέχονται, αλλά πως τα δέχονται; Εντελώς ανάποδα, εντελώς στραβά. Δέχονται τα του Χριστού, αλλά για να τα εκμεταλλευθούν για την κοσμική τους ζωή. Διότι κοσμική ζωή είναι το να θέλουν να καθίσουν σε θρόνους, να συμβασιλεύσουν κλπ. Εδώ που τα λέμε, και αφού σταυρώθηκε ο Χριστός, και συνέβησαν όσα συνέβησαν -οι μαθηταί φοβήθηκαν, εξαφανίστηκαν κλπ - αλλά και αφού αναστήθηκε ο Χριστός και τον είδαν αναστημένο την πρώτη μέρα -όπως ενθυμείσθε, κεκλεισμένων των θυρών, εμφανίσθηκε ανάμεσα στους μαθητάς του- και πάλι, δεν φαίνεται να έγινε τίποτε. Βέβαια, «εχάρησαν οι μαθηταί ιδόντες τον Κύριον» αναστημένο, αντιλήφθηκαν κάποια πράγματα, αλλά τίποτε περισσότερο.
Η μεγάλη αλλαγή, η βασική αλλαγή, η ριζική αλλαγή, εκείνη η οποία θα τους κάνει να έχουν άλλον νου, άλλη καρδιά, άλλη ψυχή, άλλη νοοτροπία, άλλη στάση, θα γίνει την ημέρα της Πεντηκοστής, την ημέρα που θα έλθει το Άγιο Πνεύμα. Είναι το Άγιο Πνεύμα εκείνο το οποίο κάνει όλη αυτή την εργασία.
Σήμερα το απόγευμα έχω να κάνω μια ομιλία στον άγιο Δημήτριο με θέμα «Αγία Τριάδα και Εκκλησία». Δεν ξέρω τι θα μας φωτίσει ο Θεός να πούμε. Θ' αναφερθούμε στο έργο της Αγίας Τριάδος για τον άνθρωπο. Ο Χριστός έρχεται και γίνεται άνθρωπος, αλλά το Άγιο Πνεύμα δουλεύει μέσα στο σώμα της Παναγίας, και αρχίζει μέσα της να κυοφορείται ο Χριστός, ο οποίος θα γεννηθεί, για να σώσει τον κόσμο. Το Άγιο Πνεύμα κάνει αυτή την εργασία.
Έτσι, ο Χριστός ήλθε και έγινε άνθρωπος. Ο Χριστός είναι αυτός που μιλάει με τους ανθρώπους. Ο Χριστός είναι που σταυρώνεται. Ο Χριστός είναι που πάσχει. Ο Χριστός είναι που θα αναστηθεί. Ο Χριστός είναι που θα κατοικήσει μέσα στον άνθρωπο. Αλλά, όπως προκειμένου να γεννηθεί ο Χριστός, εργάσθηκε το Άγιο Πνεύμα -«εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου» ομολογούμε και στο σύμβολο της Πίστεως- έτσι και το έργο αυτό, δηλαδή να κατοικήσει ο Χριστός μέσα στον άνθρωπο, θα το κάνει το Άγιο Πνεύμα.
Ο ίδιος ο Κύριος είχε πει: «Συμφέρει να φύγω εγώ. Άμα δεν φύγω εγώ, δεν θα έλθει ο Παράκλητος. Εκείνος ο Παράκλητος θα σας τα διδάξει όλα και θα σας θυμίσει όλα όσα σας είπα». Και ξέρουμε καλά ότι ο νους των μαθητών άνοιξε κυρίως την ημέρα της Πεντηκοστής, με τον ερχομό του Αγίου Πνεύματος, οπότε οι μαθηταί έγιναν εντελώς άλλοι άνθρωποι. Τότε τα κατάλαβαν όλα, τότε έπιασαν το βαθύτερο νόημα γιατί ήλθε ο Χριστός, γιατί σταυρώθηκε ο Χριστός, γιατί έπαθε ο Χριστός, και τους συνεπήρε αυτή η αγάπη του Χριστού, αυτή η θυσία του Χριστού, αυτό το όλο πνεύμα της αυτοθυσίας του Χριστού. Έτσι ξεχύθηκαν κι αυτοί ανά την οικουμένη και ούτε φόβο είχαν ούτε τους ένοιαζε αν ζήσουν ή δεν ζήσουν. Τίποτε.
Ο Πέτρος, ο φοβερός Πέτρος, ο τολμηρός Πέτρος, που ασφαλώς θα ήταν ψημένος από τη θάλασσα, κατατρόμαξε μπροστά σε μια παιδούλα το βράδυ των Παθών του Κυρίου. Πάνε όλα αυτά. με τον ερχομό του Αγίου Πνεύματος έφυγαν όλα αυτά και έγινε άλλος άνθρωπος ο Πέτρος και έγιναν άλλοι άνθρωποι οι Απόστολοι και αγάπησαν αυτόν τον δρόμο, ενώ μέχρι τότε και αυτοί σκέπτονταν για τον κόσμο αυτό, σκέπτονταν για τη ζωή αυτή: Εντάξει· ήλθε ο Χριστός, αλλά να τους βοηθήσει να εκμεταλλευθούν τα του Χριστού για τη ζωή αυτή. Ενώ το πνεύμα του Χριστού είναι άλλο: «Ιδού αναβαίνομεν εις Ιεροσόλυμα και ο Υιός του ανθρώπου παραδοθήσεται».
Πηγαίνει λοιπόν να πεθάνει ο Χριστός. Αυτός που πρέπει να ζήσει, αυτός που έχει δικαίωμα να ζήσει, αυτός που έχει δικαίωμα να μην πεθάνει ποτέ, αυτός λοιπόν πηγαίνει να πεθάνει εκουσίως. Αυτό το πνεύμα καταλαβαίνουν οι Απόστολοι, ενστερνίζονται οι Απόστολοι, και όπως είπαμε, ξεχύνονται ανά την οικουμένη. Και τελικά αξιώθηκαν -ήταν ευλογία μεγάλη· έτσι το έζησαν, έτσι το ένιωσαν- όλοι σχεδόν πλην μιας εξαιρέσεως να φύγουν με μαρτυρικό θάνατο και μάλιστα οι περισσότεροι απ' αυτούς σταυρώθηκαν, όπως και ο Κύριος.
Το ίδιο βλέπουμε μετά στους μάρτυρες. Ξετρελλαμένοι όλοι, αν επιτρέπεται να πούμε, ποιος και ποιος θα μαρτυρήσει το γρηγορότερο. μην τυχόν εξαιρεθεί κάποιος από το μαρτύριο, μην τυχόν έλθουν έτσι τα πράγματα και δεν μαρτυρήσει. Αυτά ή είναι μύθοι, παραμύθια, ή είναι αλήθειες. Είναι αλήθειες, αλλά είναι αλήθειες για μας. Δεν μπορούμε να είμαστε έξω απ' αυτές τις αλήθειες. Δεν μπορούμε εμείς άλλο πνεύμα να έχουμε. Πως μπορούμε να είμαστε χριστιανοί με άλλο πνεύμα;
Έχουμε τον άγιο Ιγνάτιο Αντιοχείας -το αναφέραμε κι άλλη φορά- ο οποίος λέει πότε να φθάσει στη Ρώμη. Καθώς τον είχαν καταδικάσει να τον ρίξουν στα θηρία της Ρώμης, αυτός έλεγε πότε να φθάσει εκεί. Και παρακαλούσε τους χριστιανούς που έμεναν στην Ρώμη, μην τυχόν κάνουν ενέργειες και τον γλιτώσουν από τα θηρία. Σαν να ήταν η μεγαλύτερη ηδονή, σαν να ήταν η μεγαλύτερη ευχαρίστηση, σαν να ήταν η καλύτερη απόλαυση, να βρεθεί στα δόντια των θηρίων. Δεν είναι μαζοχισμός· αυτό είναι Χάρις Θεού. Και, όπως γράφει σε επιστολή του, πίστευε ότι «τώρα εγώ θα γίνω του Χριστού». Σαν να μην ήταν τίποτε ως αυτή την ώρα, καίτοι λέει «ύδωρ ζών εν εμοί» με καλεί στον ουράνιο Πατέρα.
Έτσι είναι ο άγιος Ιγνάτιος, έτσι είναι οι άγιοι μάρτυρες, οι οποίοι σαν να παίζουν με τα μαρτύρια. Δεν ξέρω αν σας είχα αναφέρει τον άγιο Λαυρέντιο, που ήταν αρχιδιάκονος στη Ρώμη. Τον συνέλαβαν μαζί με τον επίσκοπο και μ' άλλους. Τότε οι διάκονοι έκαναν πολύ μεγάλο έργο, τεράστιο έργο, στην κάθε επισκοπική περιφέρεια. Ήταν πραγματικά το δεξί χέρι του επισκόπου σε όλα. Συνελήφθη λοιπόν ο άγιος Λαυρέντιος και πυρακτώνουν μια σχάρα και τον βάζουν γυμνό εκεί πάνω. Και έχει το κουράγιο αυτός ύστερα από λίγη ώρα να τους πει: «Ψήθηκα από τη μία πλευρά· γυρίστε με και από την άλλη». Παίζει δηλαδή. Αυτά δεν είναι ούτε μύθοι ούτε παραμύθια ούτε απλώς ιστορίες. Τα γράφουν οι βιογράφοι τόσο λιτά, που μόνο απ' αυτό τα πιστεύει κανείς. Διότι εκείνος που θέλει να σου πει ψευτιές, τα φτιάχνει από δω, τα φτιάχνει από κει, να σε πείσει, να σε ξεγελάσει.
Αυτό το πνεύμα είχαν οι μάρτυρες. Και μην πούμε: «να, τότε έτσι ήταν τα χρόνια· ήταν οι διωγμοί, ήταν τα μαρτύρια. τι να κάνουμε;». Δεν είχαν τότε οι χριστιανοί το πνεύμα που είχαν, επειδή ήταν τέτοια τα χρόνια. Και μετά που σταμάτησαν οι διωγμοί, όλοι εκείνοι οι οποίοι αποδέχθηκαν αυτό το πνεύμα του Χριστού, αυτό το χριστιανικό πνεύμα, κατάλαβαν ότι αυτό είναι, και ότι έχοντας κανείς αυτό το πνεύμα πιστεύει ειλικρινά στον Χριστό, βρίσκει τον Χριστό, ενώνεται με τον Χριστό, και ότι αυτή είναι η ζωή, άμα ενωθεί κανείς με τον Χριστό.
Δεν χρησιμοποιεί κανείς τον Χριστό και τα του Χριστού, για να ζήσει κάποια άλλη ζωή, αλλά απαρνείται τα πάντα σαν να πεθαίνει, για να βρει έτσι όντως τον Χριστό και ύστερα τα βρίσκει όλα. Διότι την ώρα που απαρνείται κανείς τα πάντα, τότε τα βρίσκει όλα. Την ώρα που απαρνείσαι τον εαυτό σου, βρίσκεις τον αληθινό εαυτό σου.
«Ος αν απολέση την εαυτού ψυχήν ένεκεν εμού και του Ευαγγελίου, ούτος σώσει αυτήν». Αυτός που θα χάσει, θα δώσει, την ψυχή του, τη ζωή του, για μένα και το Ευαγγέλιο, αυτός είναι που θα τη βρει. Ενώ ο άλλος που θα προσπαθήσει να μην τη χάσει -φόβο από δω, φόβο από κει, κρυφτεί από δω, κρυφτεί από κει- και θα χρησιμοποιήσει ακόμη και τα θρησκευτικά πράγματα, για να ξεγλιτώσει, αυτός θα τη χάσει τη ζωή του. Μετά λοιπόν από τα χρόνια των μαρτύρων, από τα χρόνια των διωγμών, είναι οι όσιοι, που γέμισαν τις ερήμους. Και αυτοί ζουν παρόμοια ζωή· και αυτοί έχουν το ίδιο πνεύμα.
Φοβούμαι, εμείς σήμερα, στην εποχή μας, στα χρόνια μας, δεν το έχουμε πιάσει αυτό το πνεύμα. Και πρώτον είμαστε δυστυχείς. Είναι ένα αλλόκοτο πράγμα έτσι όπως ζούμε εμείς ως χριστιανοί, γι' αυτό δεν μπορούμε και να ευτυχήσουμε, δεν μπορούμε και να χαρούμε. Να κάνεις τον χριστιανό από το ένα μέρος και από το άλλο μέρος καθόλου να μην έχεις το πνεύμα το χριστιανικό, δεν γίνεται. Απλώς ξέρεις κάποια χριστιανικά πράγματα, τα όποια θα προσπαθήσεις να τα χρησιμοποιήσεις, για να καλοπεράσεις, όπως έκαναν οι ίδιοι οι μαθηταί πριν πάρουν το Πνεύμα το Άγιο.
Φοβούμαι ότι δεν έχουμε πιάσει αυτό το αληθινό πνεύμα. Ξέρουμε πάρα πολύ καλά ότι και στα χρόνια των Αποστόλων και στα χρόνια των μαρτύρων και στα χρόνια των οσίων και αγίων αλλά και μέχρι σήμερα, αν συναντήσουμε κανέναν άγιο -όπου τον συναντήσουμε-ξέρουμε πάρα πολύ καλά πως όλοι αυτοί είναι πιασμένοι από την πραγματικότητα ότι πηγαίνουμε σε μιά άλλη ζωή, ότι έρχεται η Βασιλεία του Θεού. Δεν είναι πιασμένοι από την πραγματικότητα: «Ε, να ζήσουμε τη ζωή και να χρησιμοποιήσουμε, όσο μπορέσουμε πιο πολύ, το Ευαγγέλιο, τον Χριστό, τους αγίους -να προσευχηθούμε,να ζητήσουμε τη χάρι τους- για να βοηθηθούμε, να ζήσουμε τη ζωή». Αυτό είναι το λαθεμένο πνεύμα. Το αληθινό πνεύμα είναι άλλο.
Μάλιστα, σε προηγούμενα χρόνια από χριστιανούς, από ιεροκήρυκες, από θεολόγους, έγιναν και ειδικές προσπάθειες κατά κάποιον τρόπο να ξεγλιτώσουμε από αυτό το πνεύμα της θυσίας του εαυτού μας, της θυσίας της ζωής μας για την αγάπη του Χριστού -ο Οποίος πρώτος θυσίασε τη ζωή του- για να ενωθούμε μαζί Του, για να συμπάθουμε και να βρούμε την αληθινή ζωή. Έγιναν πολλά, για να βγει από τις ψυχές των χριστιανών αυτό το πνεύμα, και όλο το βάρος, όλη η προσπάθεια, έπεσε στο να επικρατήσει ένα πνεύμα καταφάσεως της παρούσης ζωής. Πώς, ας πούμε, θα έχει αξία η παρούσα ζωή, πώς θα γίνει καλύτερη η παρούσα ζωή, πώς θα χαρούμε καλύτερα αυτή τη ζωή, πώς θα εκμεταλλευθούμε καλύτερα τούτο και εκείνο. Όχι. Αρνούμαστε. Αρνούμαστε, όπως ο Κύριος αρνείται να ζήσει -εκουσίως- και πάει για θάνατο, ακριβώς γιατί αυτό είναι η αληθινή ζωή, και όπως όλοι οι μάρτυρες αρνούνται να ζήσουν και πηγαίνουν για θάνατο, ακριβώς επειδή αυτό είναι η αληθινή ζωή. Συμπάσχουν με τον Χριστό, για να συναναστηθούν πραγματικά με τον Χριστό και να ζήσουν. Το ίδιο κάνουν και οι όσιοι.
Κάθε χριστιανός αυτό το πράγμα πρέπει να κάνει: να παρακαλέσει τον Θεό, να παρακαλέσει τους αγίους, να βοηθηθεί από ανθρώπους, από βιβλία, να βοηθηθεί απ' ό,τι μπορέσει, για να μυηθεί σ' αυτό το πνεύμα, για να τα καταλάβει έτσι τα πράγματα, και ν' αρχίσει έτσι να ζει, ν' αρχίσει αυτή την πορεία, αυτή την ανάβαση, για να λυτρωθεί. Απ' όλα αυτά τα παράσιτα που είναι επάνω μας, απ' όλα αυτά τα ξένα στοιχεία που είναι επάνω μας, απ' όλη την αμαρτία, γλιτώνουμε μόνο περνώντας από τον θάνατο. Ο οποίος θάνατος -προσέξτε-δεν είναι πάντοτε σωματικός. Εκείνος θα έλθει, όταν θελήσει ο Θεός.
Αν ο Κύριος πήγε και υπέστη τον σωματικό θάνατο, είναι διότι χωρίς αυτόν δεν θα καταλαβαίναμε τίποτε. Εκεί μέσα καταλαβαίνουμε και όλα τα άλλα. Και επέτρεψε ο Κύριος στα πρώτα χρόνια της Εκκλησίας, στους πρώτους αιώνες, να υποστούν οι χριστιανοί και τον σωματικό θάνατο. Έχουμε μετά τους οσίους, οι οποίοι δεν περνούσαν απ' αυτόν τον σωματικό θάνατο. Ήταν άλλος θάνατος αυτός που περνούσαν, τον οποίο καλούνται και μέχρι σήμερα οι χριστιανοί να περνούν. Να θανατωθεί το θέλημά μας, να θανατωθεί ο εγωισμός μας, να θανατωθεί η αμαρτία μας, να θανατωθούν τα πάθη μας, να θανατωθεί η αγάπη που έχουμε στον εαυτό μας.
Από μια πλευρά θα λέγαμε ότι η περίοδος στην οποία βρισκόμαστε είναι ό,τι χρειάζεται. Απ' αυτόν τον κόσμο θα φύγουμε, όταν θέλει ο Θεός και όχι όταν εμείς το επιθυμήσουμε. Θέλουμε δεν θέλουμε θα κάνουμε τον κύκλο κάθε έτους, όσα χρόνια θέλει ο Θεός. Ακριβώς επειδή οι άνθρωποι ζουν και τελειώνει ένα έτος και έρχεται ένα άλλο και τελειώνει εκείνο και ξανάρχεται άλλο κλπ., η Εκκλησία οργάνωσε έτσι τη ζωή των χριστιανών, ώστε από το ένα μέρος να ζουν υποφερτά και από το άλλο μέρος να ετοιμάζονται συνεχώς για την αληθινή ζωή, για την άλλη ζωή.
Η περίοδος αυτή δεν ορίστηκε από την Εκκλησία τυχαία. Και δεν ξέρω πόσο, ας πούμε, έχουμε εννοήσει το βαθύτερο νόημα της περιόδου αυτής που λέγεται Τεσσαρακοστή και το βαθύτερο νόημα της Μεγάλης Εβδομάδος. Δεν ξέρω πόσο το έχουμε καταλάβει και πόσο αγαπούμε αυτή την περίοδο και λέμε πότε να έλθει αυτή η περίοδος -όπως βλέπουμε στους αγίους να το λένε αυτό και να το ζούν έτσι- και πόσο αξιοποιούμε ό,τι μπορούμε να αξιοποιήσουμε και ό,τι μπορούμε να εκμεταλλευθούμε, με την καλή έννοια, καθώς είμαστε μέσα σ' αυτή την περίοδο.
Έχουμε τη δυνατότητα μαζί με τους άλλους αδελφούς να νηστεύσουμε· να νηστεύσουμε και ως προς τις τροφές, να νηστεύσουμε και ως προς τα πάθη, να στερηθούμε και ως προς τα υλικά, να στερηθούμε και ως προς τα ψυχικά, τα πνευματικά. να μυηθούμε έτσι στον θάνατο. Γιατί είναι θάνατος αυτή η στέρηση.
«Δεν μπορώ, λέει, να νηστεύσω». Άμα το πάρεις έτσι, φυσικά δεν μπορείς να νηστεύσεις. Εκτός αν κινδυνεύει η υγεία σου· εκείνο είναι άλλο θέμα. Αλλά εάν δεν κινδυνεύει η υγεία σου και απλώς λες, δεν μπορείς, ακριβώς τότε είναι ό,τι χρειάζεται, για να νηστεύσεις. Μην πεις «δεν μπορώ να προσευχηθώ». Τότε που νομίζεις ότι δεν μπορείς, τότε που νομίζεις ότι τάχα είσαι κουρασμένος και δεν έχεις χρόνο να πας στην Εκκλησία, ακριβώς τότε είναι ό,τι χρειάζεται, για να προσευχηθείς, για να εκκλησιασθείς.
Όλη αυτή την περίοδο και να νηστεύσουμε και να προσευχηθούμε. Αλλά να νηστεύσουμε τη διπλή νηστεία: και την υλική και την πνευματική. Ν' ανοίξουμε την καρδιά μας, να βάλουμε μέσα στην καρδιά μας και τους άλλους, να συγχωρήσουμε τους εχθρούς, να βοηθήσουμε εκείνους που πάσχουν και κυρίως να μυηθούμε στο όλο πνεύμα που περιέχεται μέσα στα εκκλησιαστικά βιβλία, στις ακολουθίες, στα τροπάρια, στα αναγνώσματα, να μυηθούμε στο όλο πνεύμα της περιόδου αυτής.
Οι ασκητές, όπως ξέρουμε, τον παλαιότερο καιρό, αυτοί που ζούσαν στην περιοχή της Ιεριχούς που την αναφέραμε προηγουμένως, δίπλα στην οποία είναι ο Ιορδάνης ποταμός και η μονή του Τιμίου Προδρόμου, οι ασκητές λοιπόν στην αρχή της Τεσσαρακοστής άφηναν το μοναστήρι -νόμιζαν ότι στο μοναστήρι καλοζωούν, έχουν καλοπέραση- και πήγαιναν στην έρημο να ζήσουν όσο γινόταν αυστηρότερα, όσο γινόταν ασκητικότερα- να περάσουν από έναν θάνατο. Και εξωτερικά και εσωτερικά και υλικά και πνευματικά ήταν μια προσπάθεια να συμπορευθούν με τον Χριστό, μια προσπάθεια να συσταυρωθούν με τον Χριστό, μια προσπάθεια να πάθουν μαζί με τον Χριστό, για να φθάσουν και στην Ανάσταση του Χριστού, για ν' αναστηθούν μαζί με τον Χριστό. Και πράγματι γινόταν αυτό· δηλαδή έφθαναν στην ανάσταση. Να θυμηθούμε τον άσωτο και τον ληστή
Είναι λοιπόν ό,τι χρειάζεται αυτές οι ημέρες. Η Σαρακοστή σχεδόν πέρασε· μας μένει αυτή η «κουφή», όπως λέγεται εβδομάδα, επειδή δεν έχει Χαιρετισμούς και μοιάζει σαν να είναι αδειανή, ενώ όλα τα άλλα τα έχει. Έχουμε λοιπόν μία εβδομάδα και μετά μπαίνουμε στη Μεγάλη Εβδομάδα. Μην πει κανένας μας: «Κρίμα- έχασα τόσο καιρό. Δεν μπορώ να κάνω τίποτε». Από μιά πλευρά -δεν ξέρω πως το έχετε καταλάβει εσείς- όλη η ζωή μας μοιάζει σαν μιά ατέλειωτη εισαγωγή, και μπορεί το κύριο θέμα να είναι ακριβώς κάποια στιγμή στο τέλος.
Με τον Σεβασμιώτατο είχαμε καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης τον Έξαρχο τον μακαρίτη -δεν ξέρω αν το ανέφερα αυτό άλλη φορά- που είχε γράψει μιά εργασία: «Το περιεχόμενο των μαθημάτων της Θεολογικής σχολής». Ήταν μιά αξιολογότατη εργασία και είχε δημοσιευθεί στην πρώτη επετηρίδα της Θεολογικής σχολής. Πήρα λοιπόν να διαβάσω την εργασία αυτή. Είχε -δεν ενθυμούμαι ακριβώς- περί τις 150 σελίδες πυκνογραμμένες. Οι 149 σελίδες ήταν εισαγωγή και στην τελευταία σελίδα έλεγε ποιο είναι το περιεχόμενο. Μου έκανε εντύπωση, αλλά μου άρεσε πάρα πολύ, ότι όλο το θέμα ήταν σιγά σιγά, σιγά σιγά, να μας πει, να, αυτό είναι το θέμα. Όμως έπρεπε να πει όλα τα άλλα, για να μπορέσουμε να καταλάβουμε το θέμα, που ήταν μερικές γραμμές, μιά σελίδα· δεν ήταν παραπάνω.
Από μιά πλευρά όλη η ζωή μας είναι μια εισαγωγή: το ότι πέσαμε έξω, πλανηθήκαμε, δεν τα καταλάβαμε καλά, το ότι αμαρτήσαμε, καθυστερήσαμε, αμελήσαμε, τεμπελιάσαμε, και πάει η ζωή. Παρά ταύτα όμως, όλο αυτό το παρελθόν, που μπορεί να είναι κατιτί αρνητικό, και να μην έχουμε κάνει τίποτε θετικό, αν θελήσουμε να το αξιοποιήσουμε, μπορεί να γίνει θετικό. Δηλαδή απέτυχα ως αυτή τη στιγμή. Και απέτυχα, διότι σκεπτόμουν κατά τον άλφα τρόπο. Αφού έχω αυτή την εμπειρία ότι τα έκανα θάλασσα, γιατί να μην σκεφθώ κατά τον βήτα τρόπο, τον σωστό τρόπο;
Πάντοτε μέσα στην Εκκλησία έτσι ή αλλιώς δεν είναι δύσκολο να μάθουμε ποιό ακριβώς είναι το πνεύμα του Χριστού, και τι ακριβώς πρέπει να κάνουμε, αρκεί κάποια στιγμή ο άνθρωπος να ξυπνήσει, κάποια στιγμή ο άνθρωπος να συνέλθει όπως ο άσωτος. Ο άσωτος έφυγε μακριά... και κάνει εντύπωση ότι δεν πήγε ο πατέρας από πίσω του. Τον περίμενε, και μόλις έφθασε, τον αγκάλιασε, τον δέχθηκε, αλλά δεν έτρεξε πίσω του. Ας μην περιμένουμε να έλθουν να μας παρακαλέσουν. Σ' αφήνει ο Θεός να πέσεις, να πέσεις, να πέσεις, γιατί όλο το θέμα είναι όχι απλώς σε κάποιο στάδιο που βρίσκεσαι να γυρίσεις, αλλά να έλθεις «εις εαυτόν». Ο άνθρωπος αν δεν πέσει, αν δεν σπάσει τα μούτρα του, δεν έρχεται «εις εαυτόν», δεν έρχεται στα καλά του. Ήλθε «εις εαυτόν» ο άσωτος και από κει και πέρα όλα τα άλλα ήταν έτοιμα.
Μπορεί μέχρι αυτή τη στιγμή η ζωή μας να είναι μιά αποτυχία, μιά ασωτεία -μην το παίρνετε με την στενή έννοια αλλά με τη γενικότερη σημασία της λέξεως -ένα χάσιμο του χρόνου, ένα χάσιμο της ζωής μας, της ψυχής μας. Όμως αυτή την ώρα μπορεί όντως κανείς να έλθει «εις εαυτόν», καθώς έχουμε δεδομένα όλα αυτά: το Ευαγγέλιό μας, τα πατερικά βιβλία, τα εκκλησιαστικά βιβλία, τις ακολουθίες, τους κληρικούς μας... και πολλά άλλα.
Εγώ απορώ μερικές φορές πως οι άνθρωποι τα βλέπουν όλα μαύρα. Δεν μας πειράζει ούτε αν ο άλφα είναι αμαρτωλός ούτε αν ο βήτα είναι αμαρτωλός. Υπάρχει η Εκκλησία, υπάρχει η κιβωτός και ό,τι θέλεις μπορείς να το βρεις, φθάνει να έλθεις «εις εαυτόν». Η Εκκλησία θ' ανοίξει την αγκάλη της, Ο Κύριος διά της Εκκλησίας θ' ανοίξει την αγκάλη του και θα σε δεχθεί. Μπορεί να είναι πολύ λίγος ο δρόμος που θα κάνεις μετά μαζί με τον Χριστό. Ο άλλος δρόμος ήταν τρόπον τινα μιά φυγή από τον Χριστό. Αυτός μπορεί να είναι πολύ λίγος. Δεν πειράζει. Αυτά τα κανονίζει ο Θεός. Εκείνο που πρέπει να γνωρίζουμε είναι ότι στο τέλος μας περιμένει η σωτηρία.
Ο ιερός Αυγουστίνος λέει για τον ληστή: «Καλότυχε ληστή· σ' όλη σου τη ζωή κατέκλεψες τον κόσμο και στο τέλος έκλεψες και τον Παράδεισο». Λέγαμε κι άλλη φορά, αυτό είναι το θέμα. Δεν χρειάστηκε πολλά να πει ο ληστής. Όλο το θέμα ήταν τι ζούσε εκείνη την ώρα, τι ένιωθε εκείνη την ώρα. Ήταν ό,τι ήταν πρώτα, αλλά εκείνη την ώρα έγινε αλλαγή, εκείνη την ώρα ήλθε σε συναίσθηση. Ενώ χαλούσε ο κόσμος, ενώ άλλοι κατά κάποιον τρόπο καταριόταν τον Χριστό και άλλοι τον εγκατέλειπαν, αυτός μόνο έμεινε, αυτός ο αγράμματος ληστής, σαν άλλος θεολόγος, σαν μέγας θεολόγος, και ομολογούσε εκείνη την ώρα ότι αυτός είναι ο Υιός του Θεού και «μνήσθητί μου, Κύριε, όταν ελθης εν τη βασιλεία σου». Και άνοιξε ο Παράδεισος για τον ληστή και μπήκε πρώτος και ακολουθούν, όσοι ακολουθούν, και θα ακολουθήσουμε κι εμείς, αν μας αξιώσει ο Θεός.
Να μην σας κουράζω περισσότερο. Αφού πάλι ευχαριστήσω τον Σεβασμιώτατο και όλους σας, θα τον παρακαλέσω και πάλι να ευχηθεί. Σεβασμιώτατε, αυτές τις ημέρες ειδικά και για μένα και για όλους μας να ευχηθείτε να μας φωτίσει ο Θεός να θελήσουμε όντως να συμπορευθούμε με τον Κύριο, όντως να συσταυρωθούμε με τον Κύριο, για ν' αναστηθούμε μαζί του και να ζήσουμε το υπόλοιπο της ζωής μας ως αναστημένοι και αναγεννημένοι χριστιανοί και να κερδίσουμε την αιώνια Βασιλεία.
Όσοι έχουν επισκεφθεί τους Αγίους Τόπους, γνωρίζουν ότι η Ιεριχώ από απόψεως υψομέτρου είναι αρκετά χαμηλά. Η Ιερουσαλήμ είναι 800 μέτρα πάνω από τη Μεσόγειο θάλασσα. Η Νεκρά θάλασσα είναι 400 μέτρα κάτω από τη Μεσόγειο θάλασσα. Η Ιεριχώ είνα κοντά στη Νεκρά θάλασσα, και επομένως από απόψεως υψομέτρου μεταξύ Ιεριχούς και Ιεροσολύμων έχουμε διαφορά 1200 μέτρα.
Είναι πράγματι ο δρόμος ανηφορικός από την Ιεριχώ για την Ιερουσαλήμ κι εμείς οι προσκυνητές τώρα κάνουμε αυτή την πορεία με λεωφορεία, αλλά ο Κύριος αρκετές φορές και κατέβηκε από την Ιερουσαλήμ προς την Ιεριχώ, αλλά και ανέβηκε από την Ιεριχώ προς την Ιερουσαλήμ και ως άνθρωπος κουράστηκε. Σε άλλη περίπτωση αναφέρεται ότι ο Κύριος, «κεκοπιακώς εκ της οδοιπορίας», κάθισε στο φρέαρ του Ιακώβ. Πολύ περισσότερο εδώ που ήταν ανηφόρα. Γι' αυτό και κάθισε λίγο εξω από τη Βηθανία, εκεί που τώρα είναι η μονή των αδελφών του Λαζάρου, της Μάρθας και της Μαρίας. Θα γνωρίζετε ασφαλώς, αν όχι όλοι, οι περισσότεροι, ότι μέσα στον ναό αυτού του μοναστηριού υπάρχει η πέτρα, όπου ο Κύριος κάθισε να ξεκουρασθεί, καθώς έβγαλε την πολλή ανηφόρα και έφθασε τρόπον τινά κοντά στη Βηθανία που ήταν πιο ομαλός ο δρόμος.
Λέει το Ευαγγέλιο ότι ο Κύριος και οι μαθηταί «ήσαν... αναβαίνοντες...» Άφηναν την Ιεριχώ και ξεκινούσαν για την Ιερουσαλήμ. Και ο Κύριος στρεφόμενος προς τους μαθητάς είπε: «Ιδού αναβαίνομεν εις Ιεροσόλυμα και ο Υιός του ανθρώπου παραδοθήσεται τοις αρχιερεύσι και τοις γραμματεύσι, και κατακρίνουσιν αυτόν θανάτω... και αποκτενούσιν αυτόν...» Ομιλεί και για την Ανάσταση: «Την τρίτη ημέρα θα αναστηθεί». Και από τα λόγια αυτά αλλά και από την όλη αυτή ανάβαση και πορεία εμπνέονται τα τροπάρια της Μεγάλης Εβδομάδος και μάλιστα της πρώτης ακολουθίας του Νυμφίου την Κυριακή των Βαΐων το βράδυ: «Ιδού αναβαίνομεν εις Ιεροσόλυμα...»
Ο θάνατος συνέπεια της αμαρτίας
Πρώτα, θα ήθελα κάτι να προσέξουμε, στο οποίο πιθανόν οι χριστιανοί δεν δίνουμε τη δέουσα προσοχή. Βέβαια, ο Κύριος όχι μόνο αυτή τη φορά αλλά και άλλες φορές, ιδιαίτερα όμως αυτή την φορά, πηγαίνει, για να πεθάνει. Ο Κύριος ανεβαίνει στα Ιεροσόλυμα, για να σταυρωθεί. Το γνωρίζει πολύ καλά ότι είναι η τελευταία φορά που πηγαίνει. και πηγαίνει, για να πεθάνει. Ο Κύριος είναι ο Θεός, αλλά είναι και άνθρωπος κανονικός, όπως κάθε άνθρωπος. Γνωρίζουμε όλοι μας ότι θέλουμε να ζήσουμε. Μόνο αν κάποιος δεν είναι στα καλά του και φθάσει σε απόγνωση, θέλει να θέσει τέρμα στη ζωή του. Κανονικά, όλοι οι άνθρωποι θέλουν να ζήσουν και κάνουν το πάν, για να παρατείνουν τη ζωή.
Εμείς οι άνθρωποι οι οποίοι είμαστε αμαρτωλοί, είμαστε υπό το βάρος της αμαρτίας, πεθαίνουμε σύμφωνα μ' αυτά που είπε ο Θεός μέσα στον Παράδεισο: « Ἧ δ' ἄν ἡμέρα φάγητε ἀπ' αὐτοῦ, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε». Αυτή ήταν η απειλή, ας πούμε, έτσι. Ο Κύριος έδωσε εντολή στους πρωτοπλάστους. «Αν όμως δεν τηρήσετε την εντολή, θα πεθάνετε». Και όταν συνετελέσθη το αμάρτημα, η παρακοή, ο Θεός μέσα στον Παράδεισο, που συνάντησε τον Αδάμ και την Εύα, είπε τα σχετικά στην Εύα πως θα ζήσει και τι έχει να πάθει και επίσης είπε στον Αδάμ πως «εν ιδρώτι του προσώπου του» θα βγάζει τον άρτο και ότι η γη θα βγάλει «άκανθας και τριβόλους» και όλα τ' άλλα τα σχετικά, αλλά και ότι τον παραμονεύει και τον περιμένει ο θάνατος.
Κανείς καταγόμενος από τον Αδάμ δεν γλιτώνει από τον θάνατο. Μόνο ο προφήτης Ηλίας έφυγε χωρίς θάνατο από τον κόσμο αυτό και ο Ενώχ. Όλοι οι άλλοι αποθνήσκουν. Ο θάνατος είναι η κατάρα της αμαρτίας, είναι η συνέπεια της αμαρτίας. Δεν ήμασταν για θάνατο· ήμασταν για τη ζωή. Όμως αμαρτήσαμε, και η τελική συνέπεια είναι ο θάνατος. Όπως λέει ο απόστολος Παύλος: «Έσχατος εχθρός καταργείται ο θάνατος».
Εκδηλώσεις του Χριστού ως αληθινού άνθρωπου
Εμείς λοιπόν οι αμαρτωλοί δεν θέλουμε να πεθάνουμε και πασχίζουμε πάση θυσία να ζήσουμε, όσο γίνεται περισσότερο. Ο Χριστός όμως που είναι αναμάρτητος έχει κάθε δικαίωμα να ζήσει ως άνθρωπος· κάθε δικαίωμα. Νομίζω, το λέγαμε μια φορά εδώ, δεν πειράζει να το επαναλάβουμε, ότι αν μέσα στον κήπο της Γεθσημανή προσεύχεται ο Χριστός και λέει: «Πάτερ μου, ει δυνατόν εστι, παρελθέτω απ' εμού το ποτήριον τούτο», προσεύχεται και λέει αυτά τα λόγια, γιατί ακριβώς είναι αληθινός άνθρωπος. Βέβαια η προσευχή αυτή έχει πολλή θεολογία, αλλά έχει και αυτό μέσα, ότι για τον Χριστό ο θάνατος είναι κάτι αφύσικο. Καθώς ήταν αναμάρτητος ο Κύριος, δεν έχει καμιά θέση επάνω του ο θάνατος. Και εάν, ας πούμε, ως άνθρωπος δεν απόδιωχνε τον θάνατο -«Πάτερ, ει δυνατόν παρελθέτω απ' εμού το ποτήριον τούτο» - θα μας έβαζε και σε αμφιβολία αν ήταν αληθινός άνθρωπος.
Έτσι, πέρα απ' όλα τ' άλλα, και μ' αυτόν τον τρόπο και μ' αυτή τη στάση μέσα στον κήπο της Γεθσημανή, μας αφαιρεί κάθε αμφιβολία και μας βεβαιώνει ότι ήταν αληθινός άνθρωπος. Τρεις φορές είπε αυτόν τον λόγο και τρεις φορές επίσης ο ίδιος είπε: «Πλην ουχ ως εγώ θέλω, άλλ' ως συ», πρόθυμος να υποταχθεί στο θέλημα του Θεού Πατέρα. Τόσο λοιπόν ο Κύριος είναι αυτός, ο οποίος έχει δικαίωμα να ζήσει!
Είναι Θεός ο Κύριος, αλλά είναι και άνθρωπος. Πρέπει να το προσέξουμε αυτό. Πράγματι ο Κύριος πεινούσε και καθόταν να φάει. Πράγματι κουραζόταν και καθόταν να ξεκουρασθεί, όπως κάθε άνθρωπος. Νύσταζε και κοιμόταν. Έτσι και εδώ, ως αναμάρτητος, είχε δικαίωμα να ζήσει, είχε δικαίωμα να ρίξει μιά ματιά γύρω του στη ζωή. Είχε δικαίωμα ως άνθρωπος να χαρεί τα πάντα. Μάλιστα, η εποχή που ανεβαίνει στα Ιεροσόλυμα, είναι άνοιξη όπως τώρα. Και εκεί στην Ιεριχώ, που και τον χειμώνα είναι σαν άνοιξη, Καταλαβαίνει κανείς πόσο ωραία είναι αυτή την εποχή.
Ανεβαίνει λοιπόν ο Κύριος. Και φυσικά στα χρόνια του Χριστού πρέπει να ήταν πολύ καλύτερα τα πράγματα· να ήταν πιο ανεκτική, πιο υποφερτή η έρημος. Δεν θα ήταν στην κατάσταση που βρίσκεται τώρα. Επομένως, μέσα στην Ιεριχώ - πριν αφήσει, ας πούμε, την πεδιάδα και πάρει την πλαγιά ανηφορίζοντας - αλλά και ανεβαίνοντας, γύρω του ήταν όλα πράσινα, γύρω του ήταν όλα ανθισμένα, γύρω του έσφυζε η ζωή, γύρω του τα σιτάρια, τα χόρτα, τα φυτά, παρουσίαζαν όργιο βλαστήσεως· επίσης τα πουλιά, ο ουρανός, τα πάντα, όλα τα καλά της ζωής.
Εμείς που είμαστε αμαρτωλοί, αν καμιά φορά δεν είμαστε τόσο επηρεασμένοι από την αμαρτία και από τις συνέπειες της αμαρτίας και έχουμε κάπως καλή κατάσταση μέσα μας -έχουμε ειρήνη μέσα μας, γαλήνη, ημεράδα, ομορφιά, μια πληρότητα- πόσο ωραία μας φαίνονται τα πάντα! Είναι βέβαια άλλες μέρες που αισθάνεται κανείς μελαγχολικά κλπ., οπότε δεν του φαίνεται όμορφο τίποτε, δεν τον παρηγορεί ίσως τίποτε.
Ο Κύριος, ως άνθρωπος αναμάρτητος, μπορούμε να φαντασθούμε πως ένιωθε, πως τα έβλεπε όλα αυτά γύρω του! Και το φυσιολογικό ήταν να θέλει να ζήσει, το φυσιολογικό ήταν να θέλει να παραμείνει στη ζωή, να χαρεί τη ζωή και, καθώς περπατούσε, να πάει λίγο δεξιά απ' τον δρόμο, να πάει λίγο αριστερά απ' τον δρόμο, να καθίσει λίγο στα χόρτα, να κόψει μερικά άνθη, να μείνει με τα πουλιά.
Ο Κύριος εκουσίως πηγαίνει, για να σταυρωθεί
Όμως όχι. Ο Κύριος σαν να είναι ξένος προς όλα αυτά ως άνθρωπος, και σαν να είναι όλα αυτά ξένα προς αυτόν, σταθερά παίρνει τον δρόμο αυτό τον ανηφορικό, για να πάει να πεθάνει. Το μέλημά του είναι να μείνει πιστός και υπάκουος στο θέλημα του Ουρανίου Πατρός μέχρι τέλους, καίτοι ξέρει συγκεκριμένα ποιο είναι το θέλημα του Ουρανίου Πατρός. Ξέρει ότι το θέλημα του Ουρανίου Πατρός είναι να καταφύγει τελικά στην Ιερουσαλήμ, και εκεί να πάθει, όπως και άλλοι προφήτες πριν απ' αυτόν. Το θέλημα του Ουρανίου Πατρός είναι, αυτός που είναι ο μοναδικός Προφήτης και είναι ο Υιός του άνθρωπου, εκεί στα Ιεροσόλυμα ν' αφήσει εντελώς τον εαυτό του στα χέρια των εχθρών του Θεού, στα χέρια των εχθρών του, και να τον ταλαιπωρήσουν και να τον βασανίσουν και να τον κολαφίσουν και να τον περιγελάσουν και τελικά αφού τον παιδεύσουν, να τον σταυρώσουν και να τον θανατώσουν.
Γνωρίζει ότι αυτό είναι το θέλημα του Θεού, γνωρίζει ότι αυτό θα συμβεί στην Ιερουσαλήμ. Κανείς δεν τον αναγκάζει να το κάνει αυτό. Καμιά ανθρώπινη απόφαση δεν μπορεί να τον δεσμεύσει και καμιά βουλή ανθρώπινη δεν μπορεί να τον εξαναγκάσει. Όχι. Θέλει και παίρνει τον ανηφορικό δρόμο. Θέλει και πηγαίνει στην Ιερουσαλήμ. Θέλει και πηγαίνει, για να πάθει, για να σταυρωθεί. Εκουσίως. Όπως εκουσίως ήλθε και έγινε άνθρωπος και εκουσίως έζησε όλες τις ημέρες επί της γης, Έτσι τώρα πηγαίνει, για να σταυρωθεί εκουσίως και όχι απλώς δέχεται να θανατωθεί, επειδή έτυχε να έλθουν έτσι τα πράγματα.
Στην πορεία αυτή του Χριστού, στην ανάβαση αυτή του Χριστού, στην εκούσια πορεία του Χριστού προς τον θάνατο, προς τη Σταύρωσή του, είναι και όλο το νόημα, το βαθύτερο νόημα, της ζωής και του θανάτου του κάθε ανθρώπου, το νόημα της ζωής και του θανάτου του καθενός ο οποίος θ' αποδεχθεί αυτό το οποίο έκανε ο Χριστός, Θ' αξιοποιήσει αυτό το οποίο έκανε ο Χριστός, θα μιμηθεί τον Χριστό, θα θελήσει να γίνει του Χριστού, θα θελήσει να ζήσει κατά Χριστόν, να σωθεί και ν' αγιασθεί.
Πρώτα οι Απόστολοι και λίγο αργότερα οι μάρτυρες δεν έκαναν ο,τι έκαναν έτσι τυχαία. Ούτε έπαθαν αυτά που έπαθαν, επειδή έτυχε να ζήσουν σε χρόνια δύσκολα. Όπως ο Χριστός δεν σταυρώνεται, επειδή βρέθηκαν κακοί άνθρωποι να τον μισήσουν και τελικά να τον θανατώσουν ή επειδή το θέλησαν, ας πούμε, οι αρχιερείς, οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι. Δεν σταυρώνεται γι' αυτό ο Χριστός. Σταυρώνεται, επειδή θέλει να σταυρωθεί. Σταυρώνεται, επειδή πρέπει να περάσει από τον Σταυρό, να πεθάνει επάνω στον Σταυρό. Σταυρώνεται, για να γίνει υπάκουος μέχρι θανάτου στον Ουράνιο Πατέρα, «θανάτου δέ σταυρού», όπως λέγει ο απόστολος Παύλος. Διότι άπαξ και αμάρτησε ο άνθρωπος, για να φύγει από πάνω του η λέπρα της αμαρτίας, για να ελευθερωθεί από την αμαρτία, για να ξαναγίνει ο άνθρωπος καινούργιος, για να γίνει νέος άνθρωπος για τον Θεό, πρέπει να περάσει από τον θάνατο. Δεν γίνεται αλλιώς.
Ο θάνατος του Χριστού να μας φιλοτιμήσει να πάθουμε και εμείς
Λέγαμε ίσως και άλλη φορά ότι, όπως παλαιότερα λειτουργούσαν τα τυπογραφεία, τα στοιχεία τα τυπογραφικά μετά από κάποια χρήση, για να γίνουν καινούργια στοιχεία έπρεπε να τα ρίξουν μέσα στο καζάνι, για να λιώσει -να πεθάνει- το μέταλλο, χωρίς να εξαφανισθεί. Από το ίδιο το μέταλλο το οποίο έγινε πολτός, θα γίνουν τα καινούργια στοιχεία, αλλά αφού το μέταλλο αυτό θα περνούσε από τον θάνατο, θα έλιωνε.
Ο θάνατος δεν είναι μόνο η καταδίκη του ανθρώπου, δεν είναι μόνο η τιμωρία του ανθρώπου, δεν είναι μόνο η συνέπεια της αμαρτίας -είπε ο Θεός: «Η δ' αν ημέρα φάγητε, θανάτω αποθανείσθε»- αλλά είναι και γιατρειά από την αμαρτία, ελευθέρωση από την αμαρτία. Με μόνη τη διαφορά ότι, όσο κι αν πέθαιναν οι άνθρωποι, δεν θα ερχόταν η ελευθερία, δεν θα ερχόταν η σωτηρία και η θεραπεία από την αμαρτία. Αυτός που θα απέθνησκε για να σώσει τους ανθρώπους, έπρεπε να ήταν ο αναμάρτητος Κύριος. Γι' αυτό ο Θεός έγινε άνθρωπος: για να πεθάνει ως άνθρωπος, αλλά ως αναμάρτητος άνθρωπος, και παίρνοντας επάνω του τις αμαρτίες όλων μας να σωθεί το ανθρώπινο γένος.
Όμως το ότι έπαθε ο Κύριος δεν έχει την έννοια ότι τέλειωσαν όλα. Οπωσδήποτε πρώτα είναι αυτό, ότι ο Κύριος έπαθε υπέρ ημών. Αλλά κυρίως ο θάνατος του Χριστού, το πάθος του Χριστού, όλο αυτό το δόσιμο του Χριστού -«έδωκεν εαυτόν», ο Πατήρ έδωκε τον Υιόν εις θάνατον- έχει τον σκοπό να εμπνεύσει τον καθένα, να φιλοτιμήσει τον καθένα, καθώς εκεί εκδηλώνεται η αγάπη του Θεού, καθώς εκεί εκδηλώνεται η συγκατάβαση του Θεού, όλη η ευσπλαχνία του Θεού προς τον άνθρωπο, αλλά και να βεβαιώσει τον καθένα ότι εάν μιμηθεί τον Χριστό, εάν ακολουθήσει τον Χριστό, εάν συσταυρωθεί και συμπαθεί με τον Χριστό, θα σωθεί. Θα σωθεί, διότι ο Χριστός γι' αυτό πέθανε: για να σωθεί ο καθένας, ο όποιος όμως θα συμπορευθεί με τον Χριστό.
Γι' αυτό το βράδυ της Κυριακής των Βαΐων, που γίνεται, όπως είπαμε, η πρώτη ακολουθία του Νυμφίου, το πρώτο τροπάριο των αίνων λέει: «Δεύτε ουν και ημείς κεκαθαρμέναις διανοίαις συμπορευθώμεν αυτώ και συσταυρωθώμεν... ίνα και συζήσωμεν αυτώ». Δεν λέει απλώς «ελάτε να το πιστεύσουμε αυτό». Δεν λέει απλώς «ελάτε να προσευχηθούμε στον Χριστό και να τον παρακαλέσουμε, αφού έκανε όλα αυτά». Δεν είναι αυτό το πνεύμα των τροπαρίων της Εκκλησίας, το πνεύμα όλων αυτών που περιέχουν τα βιβλία της Εκκλησίας. Δεν είναι αυτό το όλο πνεύμα της Εκκλησίας. Δεν είναι το πνεύμα των μαρτύρων και γενικώς των αγίων απλώς, ας πούμε, να παρακαλούμε τον Χριστό, απλώς να επιθυμούμε. Δεν είναι έτσι.
Πρώτος ο Κύριος ανέβηκε αυτόν τον δρόμο του Πάθους, πρώτος ο Κύριος έπαθε, χωρίς να χρειάζεται εκείνος να πάθει, διότι ήταν τελείως ελεύθερος απ' όλα αυτά. Έπαθε για μας· για να δείξει τον δρόμο, για να μας φιλοτιμήσει, για να μας συγκινήσει, να μας εμπνεύσει, να πάθουμε κι εμείς. Και, καθώς θα πάθουμε κι εμείς, καθώς θα σταυρωθούμε, θ' αναστηθούμε. Όμως όχι απλώς θα σταυρωθούμε, αλλά μαζί μ' αυτόν θα σταυρωθούμε. Όχι απλώς θα πάθουμε, αλλά θα πάθουμε μαζί του. Όχι απλώς θα πεθάνουμε, αλλά θα πεθάνουμε μαζί του. Αν λοιπόν κι εμείς πεθάνουμε μαζί του, αν περάσουμε μέσα από τον θάνατο, θα βγούμε στην ανάσταση. Δεν αρκεί απλώς να ξέρουμε ότι έπαθε ο Χριστός, έστω να το πιστεύουμε αυτό και απλώς να ζητούμε τη Χάρι του, την όποια Χάρι του και την όση Χάρι του. Δεν αρκεί.
Πώς γίνεται και οι μαθηταί δεν καταλάβαιναν τον Κύριο;
Βέβαια, τα πράγματα έδειξαν ότι, όσο κι αν ο Κύριος τα έλεγε αυτά στους μαθητάς του, οι μαθηταί δεν καταλάβαιναν τίποτε. Κι εμείς ακόμη σήμερα απορούμε πως γίνεται αυτό! Ο Κύριος μιλάει: «Ιδού αναβαίνομεν εις Ιεροσόλυμα, και εκεί θα πάθω και θα σταυρωθώ...» Τους ομιλεί για τον θάνατο, τους ομιλεί για το τέλος, και τον ακούν. Είναι αυτοί οι άνθρωποι που έζησαν μαζί του τρία ολόκληρα χρόνια. Είναι αυτοί οι άνθρωποι που τον αγαπούν, τον ευλαβούνται και τον σέβονται. Κι όμως δεν καταλαβαίνουν.
Οι δύο από αυτούς, οι καλύτεροι, θα έλεγε κανείς, τα δύο αδέλφια, ο Ιωάννης και ο Ιάκωβος, όπως λέει ο ευαγγελιστής Μάρκος -του ευαγγελιστή Μάρκου ήταν η ευαγγελική περικοπή που διαβάσαμε σήμερα - είπαν στον Κύριο: «Ζητούμε να μας βάλεις τον έναν από τα δεξιά σου και τον άλλο από τ' αριστερά σου, τώρα που θα καθίσεις στον θρόνο της Βασιλείας σου». Ο ευαγγελιστής Ματθαίος, αν θυμάμαι καλά, λέει ότι πήγε η μητέρα με τα δύο παιδιά της στον Χριστό και αυτή είπε: «Βάλ' τους τον ένα από τα δεξιά σου, τον άλλο από τ' αριστερά σου». Ο ιερός Χρυσόστομος, στην ερμηνεία του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου, λέει ότι συνέβησαν και τα δύο.
Ο Χριστός, ο διδάσκαλός τους, ομιλεί για θάνατο, πηγαίνει για τον θάνατο. Και ο θάνατος είναι θάνατος. Αυτοί άκουσαν την Ανάσταση, άκουσαν, ας πούμε, το καλό τέλος και πιάστηκαν από κει και τον φαντάζονται τον Χριστό σαν κοσμικό βασιλιά. Όπως ξέρουμε, όλοι οι Εβραίοι περίμεναν τον Μεσσία και τον περιμένουν και σήμερα. Ακόμη και οι μαθηταί, που τον πίστευσαν τον Χριστό και τον ακολούθησαν, τον περίμεναν σαν έναν κοσμικό άρχοντα, που θα τους ελευθέρωνε από τους Ρωμαίους κλπ. Δεν μπορούσαν να πιάσουν την πνευματική πλευρά των πραγμάτων, γι' αυτό ζητούν ο ένας να καθίσει από τα δεξιά και ο άλλος από τα αριστερά. Ποιοί; Αυτοί οι οποίοι είναι τρία χρόνια μαζί με τον Χριστό, οι οποίοι είδαν και τα θαύματα, άκουσαν πολλά, συνέφαγαν και συνέπιον, Όπως θα πουν αργότερα, αυτοί λοιπόν δεν καταλαβαίνουν τίποτε και είναι εντελώς εκτός θέματος αυτό που ζητούν, αυτό που λένε.
Δείχνουν λοιπόν τα πράγματα ότι, ο άνθρωπος όσο κι αν ακούσει, όσο κι αν διαβάσει, όσο κι αν, ας πούμε, πιστεύσει, ακόμη κι αν υποθέσουμε δει τον Χριστό, μένει απέξω, το μυαλό του δεν αλλάζει, η καρδιά του δεν αλλάζει και σκέπτεται ανθρώπινα. Οι δύο αυτοί μαθηταί δεν αμφιβάλλουν για τον Χριστό, δεν αμφιβάλλουν ότι θα σταυρωθεί, δεν αρνούνται τον Χριστό, δεν τον αφήνουν και φεύγουν, δεν τον εμποδίζουν, όπως κάποια φορά ο Πέτρος, οπότε του είπε ο Χριστός: «Ύπαγε οπίσω μου, σατανά». Αυτοί οι δύο μαθηταί ούτε αυτό κάνουν. Όχι. Συμφωνούν μ' όλα με τον Χριστό και τον ακολουθούν, αλλά για να εκμεταλλευθούν τα του Χριστού. Να εκμεταλλευθούν τον ερχομό του, να εκμεταλλευθούν το γεγονός που ανεβαίνει στα Ιεροσόλυμα. Με το δικό τους μυαλό πιστεύουν και φαντάζονται ότι ήλθε η ώρα πια, και πηγαίνει να εγκαταστήσει την επίγεια βασιλεία.
Δεν τον αρνούνται τον Χριστό. Δεν τον αποφεύγουν. Δεν πηγαίνουν μακριά. Όλα τα δέχονται, αλλά πως τα δέχονται; Εντελώς ανάποδα, εντελώς στραβά. Δέχονται τα του Χριστού, αλλά για να τα εκμεταλλευθούν για την κοσμική τους ζωή. Διότι κοσμική ζωή είναι το να θέλουν να καθίσουν σε θρόνους, να συμβασιλεύσουν κλπ. Εδώ που τα λέμε, και αφού σταυρώθηκε ο Χριστός, και συνέβησαν όσα συνέβησαν -οι μαθηταί φοβήθηκαν, εξαφανίστηκαν κλπ - αλλά και αφού αναστήθηκε ο Χριστός και τον είδαν αναστημένο την πρώτη μέρα -όπως ενθυμείσθε, κεκλεισμένων των θυρών, εμφανίσθηκε ανάμεσα στους μαθητάς του- και πάλι, δεν φαίνεται να έγινε τίποτε. Βέβαια, «εχάρησαν οι μαθηταί ιδόντες τον Κύριον» αναστημένο, αντιλήφθηκαν κάποια πράγματα, αλλά τίποτε περισσότερο.
Η μεγάλη αλλαγή, η βασική αλλαγή, η ριζική αλλαγή, εκείνη η οποία θα τους κάνει να έχουν άλλον νου, άλλη καρδιά, άλλη ψυχή, άλλη νοοτροπία, άλλη στάση, θα γίνει την ημέρα της Πεντηκοστής, την ημέρα που θα έλθει το Άγιο Πνεύμα. Είναι το Άγιο Πνεύμα εκείνο το οποίο κάνει όλη αυτή την εργασία.
Το έργο του Αγίου Πνεύματος
Σήμερα το απόγευμα έχω να κάνω μια ομιλία στον άγιο Δημήτριο με θέμα «Αγία Τριάδα και Εκκλησία». Δεν ξέρω τι θα μας φωτίσει ο Θεός να πούμε. Θ' αναφερθούμε στο έργο της Αγίας Τριάδος για τον άνθρωπο. Ο Χριστός έρχεται και γίνεται άνθρωπος, αλλά το Άγιο Πνεύμα δουλεύει μέσα στο σώμα της Παναγίας, και αρχίζει μέσα της να κυοφορείται ο Χριστός, ο οποίος θα γεννηθεί, για να σώσει τον κόσμο. Το Άγιο Πνεύμα κάνει αυτή την εργασία.
Έτσι, ο Χριστός ήλθε και έγινε άνθρωπος. Ο Χριστός είναι αυτός που μιλάει με τους ανθρώπους. Ο Χριστός είναι που σταυρώνεται. Ο Χριστός είναι που πάσχει. Ο Χριστός είναι που θα αναστηθεί. Ο Χριστός είναι που θα κατοικήσει μέσα στον άνθρωπο. Αλλά, όπως προκειμένου να γεννηθεί ο Χριστός, εργάσθηκε το Άγιο Πνεύμα -«εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου» ομολογούμε και στο σύμβολο της Πίστεως- έτσι και το έργο αυτό, δηλαδή να κατοικήσει ο Χριστός μέσα στον άνθρωπο, θα το κάνει το Άγιο Πνεύμα.
Ο ίδιος ο Κύριος είχε πει: «Συμφέρει να φύγω εγώ. Άμα δεν φύγω εγώ, δεν θα έλθει ο Παράκλητος. Εκείνος ο Παράκλητος θα σας τα διδάξει όλα και θα σας θυμίσει όλα όσα σας είπα». Και ξέρουμε καλά ότι ο νους των μαθητών άνοιξε κυρίως την ημέρα της Πεντηκοστής, με τον ερχομό του Αγίου Πνεύματος, οπότε οι μαθηταί έγιναν εντελώς άλλοι άνθρωποι. Τότε τα κατάλαβαν όλα, τότε έπιασαν το βαθύτερο νόημα γιατί ήλθε ο Χριστός, γιατί σταυρώθηκε ο Χριστός, γιατί έπαθε ο Χριστός, και τους συνεπήρε αυτή η αγάπη του Χριστού, αυτή η θυσία του Χριστού, αυτό το όλο πνεύμα της αυτοθυσίας του Χριστού. Έτσι ξεχύθηκαν κι αυτοί ανά την οικουμένη και ούτε φόβο είχαν ούτε τους ένοιαζε αν ζήσουν ή δεν ζήσουν. Τίποτε.
Ο Πέτρος, ο φοβερός Πέτρος, ο τολμηρός Πέτρος, που ασφαλώς θα ήταν ψημένος από τη θάλασσα, κατατρόμαξε μπροστά σε μια παιδούλα το βράδυ των Παθών του Κυρίου. Πάνε όλα αυτά. με τον ερχομό του Αγίου Πνεύματος έφυγαν όλα αυτά και έγινε άλλος άνθρωπος ο Πέτρος και έγιναν άλλοι άνθρωποι οι Απόστολοι και αγάπησαν αυτόν τον δρόμο, ενώ μέχρι τότε και αυτοί σκέπτονταν για τον κόσμο αυτό, σκέπτονταν για τη ζωή αυτή: Εντάξει· ήλθε ο Χριστός, αλλά να τους βοηθήσει να εκμεταλλευθούν τα του Χριστού για τη ζωή αυτή. Ενώ το πνεύμα του Χριστού είναι άλλο: «Ιδού αναβαίνομεν εις Ιεροσόλυμα και ο Υιός του ανθρώπου παραδοθήσεται».
Πηγαίνει λοιπόν να πεθάνει ο Χριστός. Αυτός που πρέπει να ζήσει, αυτός που έχει δικαίωμα να ζήσει, αυτός που έχει δικαίωμα να μην πεθάνει ποτέ, αυτός λοιπόν πηγαίνει να πεθάνει εκουσίως. Αυτό το πνεύμα καταλαβαίνουν οι Απόστολοι, ενστερνίζονται οι Απόστολοι, και όπως είπαμε, ξεχύνονται ανά την οικουμένη. Και τελικά αξιώθηκαν -ήταν ευλογία μεγάλη· έτσι το έζησαν, έτσι το ένιωσαν- όλοι σχεδόν πλην μιας εξαιρέσεως να φύγουν με μαρτυρικό θάνατο και μάλιστα οι περισσότεροι απ' αυτούς σταυρώθηκαν, όπως και ο Κύριος.
Το πνεύμα των αγίων
Το ίδιο βλέπουμε μετά στους μάρτυρες. Ξετρελλαμένοι όλοι, αν επιτρέπεται να πούμε, ποιος και ποιος θα μαρτυρήσει το γρηγορότερο. μην τυχόν εξαιρεθεί κάποιος από το μαρτύριο, μην τυχόν έλθουν έτσι τα πράγματα και δεν μαρτυρήσει. Αυτά ή είναι μύθοι, παραμύθια, ή είναι αλήθειες. Είναι αλήθειες, αλλά είναι αλήθειες για μας. Δεν μπορούμε να είμαστε έξω απ' αυτές τις αλήθειες. Δεν μπορούμε εμείς άλλο πνεύμα να έχουμε. Πως μπορούμε να είμαστε χριστιανοί με άλλο πνεύμα;
Έχουμε τον άγιο Ιγνάτιο Αντιοχείας -το αναφέραμε κι άλλη φορά- ο οποίος λέει πότε να φθάσει στη Ρώμη. Καθώς τον είχαν καταδικάσει να τον ρίξουν στα θηρία της Ρώμης, αυτός έλεγε πότε να φθάσει εκεί. Και παρακαλούσε τους χριστιανούς που έμεναν στην Ρώμη, μην τυχόν κάνουν ενέργειες και τον γλιτώσουν από τα θηρία. Σαν να ήταν η μεγαλύτερη ηδονή, σαν να ήταν η μεγαλύτερη ευχαρίστηση, σαν να ήταν η καλύτερη απόλαυση, να βρεθεί στα δόντια των θηρίων. Δεν είναι μαζοχισμός· αυτό είναι Χάρις Θεού. Και, όπως γράφει σε επιστολή του, πίστευε ότι «τώρα εγώ θα γίνω του Χριστού». Σαν να μην ήταν τίποτε ως αυτή την ώρα, καίτοι λέει «ύδωρ ζών εν εμοί» με καλεί στον ουράνιο Πατέρα.
Έτσι είναι ο άγιος Ιγνάτιος, έτσι είναι οι άγιοι μάρτυρες, οι οποίοι σαν να παίζουν με τα μαρτύρια. Δεν ξέρω αν σας είχα αναφέρει τον άγιο Λαυρέντιο, που ήταν αρχιδιάκονος στη Ρώμη. Τον συνέλαβαν μαζί με τον επίσκοπο και μ' άλλους. Τότε οι διάκονοι έκαναν πολύ μεγάλο έργο, τεράστιο έργο, στην κάθε επισκοπική περιφέρεια. Ήταν πραγματικά το δεξί χέρι του επισκόπου σε όλα. Συνελήφθη λοιπόν ο άγιος Λαυρέντιος και πυρακτώνουν μια σχάρα και τον βάζουν γυμνό εκεί πάνω. Και έχει το κουράγιο αυτός ύστερα από λίγη ώρα να τους πει: «Ψήθηκα από τη μία πλευρά· γυρίστε με και από την άλλη». Παίζει δηλαδή. Αυτά δεν είναι ούτε μύθοι ούτε παραμύθια ούτε απλώς ιστορίες. Τα γράφουν οι βιογράφοι τόσο λιτά, που μόνο απ' αυτό τα πιστεύει κανείς. Διότι εκείνος που θέλει να σου πει ψευτιές, τα φτιάχνει από δω, τα φτιάχνει από κει, να σε πείσει, να σε ξεγελάσει.
Αυτό το πνεύμα είχαν οι μάρτυρες. Και μην πούμε: «να, τότε έτσι ήταν τα χρόνια· ήταν οι διωγμοί, ήταν τα μαρτύρια. τι να κάνουμε;». Δεν είχαν τότε οι χριστιανοί το πνεύμα που είχαν, επειδή ήταν τέτοια τα χρόνια. Και μετά που σταμάτησαν οι διωγμοί, όλοι εκείνοι οι οποίοι αποδέχθηκαν αυτό το πνεύμα του Χριστού, αυτό το χριστιανικό πνεύμα, κατάλαβαν ότι αυτό είναι, και ότι έχοντας κανείς αυτό το πνεύμα πιστεύει ειλικρινά στον Χριστό, βρίσκει τον Χριστό, ενώνεται με τον Χριστό, και ότι αυτή είναι η ζωή, άμα ενωθεί κανείς με τον Χριστό.
Δεν χρησιμοποιεί κανείς τον Χριστό και τα του Χριστού, για να ζήσει κάποια άλλη ζωή, αλλά απαρνείται τα πάντα σαν να πεθαίνει, για να βρει έτσι όντως τον Χριστό και ύστερα τα βρίσκει όλα. Διότι την ώρα που απαρνείται κανείς τα πάντα, τότε τα βρίσκει όλα. Την ώρα που απαρνείσαι τον εαυτό σου, βρίσκεις τον αληθινό εαυτό σου.
«Ος αν απολέση την εαυτού ψυχήν ένεκεν εμού και του Ευαγγελίου, ούτος σώσει αυτήν». Αυτός που θα χάσει, θα δώσει, την ψυχή του, τη ζωή του, για μένα και το Ευαγγέλιο, αυτός είναι που θα τη βρει. Ενώ ο άλλος που θα προσπαθήσει να μην τη χάσει -φόβο από δω, φόβο από κει, κρυφτεί από δω, κρυφτεί από κει- και θα χρησιμοποιήσει ακόμη και τα θρησκευτικά πράγματα, για να ξεγλιτώσει, αυτός θα τη χάσει τη ζωή του. Μετά λοιπόν από τα χρόνια των μαρτύρων, από τα χρόνια των διωγμών, είναι οι όσιοι, που γέμισαν τις ερήμους. Και αυτοί ζουν παρόμοια ζωή· και αυτοί έχουν το ίδιο πνεύμα.
Επηρεάζεται η ζωή μας από το αληθινό πνεύμα;
Φοβούμαι, εμείς σήμερα, στην εποχή μας, στα χρόνια μας, δεν το έχουμε πιάσει αυτό το πνεύμα. Και πρώτον είμαστε δυστυχείς. Είναι ένα αλλόκοτο πράγμα έτσι όπως ζούμε εμείς ως χριστιανοί, γι' αυτό δεν μπορούμε και να ευτυχήσουμε, δεν μπορούμε και να χαρούμε. Να κάνεις τον χριστιανό από το ένα μέρος και από το άλλο μέρος καθόλου να μην έχεις το πνεύμα το χριστιανικό, δεν γίνεται. Απλώς ξέρεις κάποια χριστιανικά πράγματα, τα όποια θα προσπαθήσεις να τα χρησιμοποιήσεις, για να καλοπεράσεις, όπως έκαναν οι ίδιοι οι μαθηταί πριν πάρουν το Πνεύμα το Άγιο.
Φοβούμαι ότι δεν έχουμε πιάσει αυτό το αληθινό πνεύμα. Ξέρουμε πάρα πολύ καλά ότι και στα χρόνια των Αποστόλων και στα χρόνια των μαρτύρων και στα χρόνια των οσίων και αγίων αλλά και μέχρι σήμερα, αν συναντήσουμε κανέναν άγιο -όπου τον συναντήσουμε-ξέρουμε πάρα πολύ καλά πως όλοι αυτοί είναι πιασμένοι από την πραγματικότητα ότι πηγαίνουμε σε μιά άλλη ζωή, ότι έρχεται η Βασιλεία του Θεού. Δεν είναι πιασμένοι από την πραγματικότητα: «Ε, να ζήσουμε τη ζωή και να χρησιμοποιήσουμε, όσο μπορέσουμε πιο πολύ, το Ευαγγέλιο, τον Χριστό, τους αγίους -να προσευχηθούμε,να ζητήσουμε τη χάρι τους- για να βοηθηθούμε, να ζήσουμε τη ζωή». Αυτό είναι το λαθεμένο πνεύμα. Το αληθινό πνεύμα είναι άλλο.
Μάλιστα, σε προηγούμενα χρόνια από χριστιανούς, από ιεροκήρυκες, από θεολόγους, έγιναν και ειδικές προσπάθειες κατά κάποιον τρόπο να ξεγλιτώσουμε από αυτό το πνεύμα της θυσίας του εαυτού μας, της θυσίας της ζωής μας για την αγάπη του Χριστού -ο Οποίος πρώτος θυσίασε τη ζωή του- για να ενωθούμε μαζί Του, για να συμπάθουμε και να βρούμε την αληθινή ζωή. Έγιναν πολλά, για να βγει από τις ψυχές των χριστιανών αυτό το πνεύμα, και όλο το βάρος, όλη η προσπάθεια, έπεσε στο να επικρατήσει ένα πνεύμα καταφάσεως της παρούσης ζωής. Πώς, ας πούμε, θα έχει αξία η παρούσα ζωή, πώς θα γίνει καλύτερη η παρούσα ζωή, πώς θα χαρούμε καλύτερα αυτή τη ζωή, πώς θα εκμεταλλευθούμε καλύτερα τούτο και εκείνο. Όχι. Αρνούμαστε. Αρνούμαστε, όπως ο Κύριος αρνείται να ζήσει -εκουσίως- και πάει για θάνατο, ακριβώς γιατί αυτό είναι η αληθινή ζωή, και όπως όλοι οι μάρτυρες αρνούνται να ζήσουν και πηγαίνουν για θάνατο, ακριβώς επειδή αυτό είναι η αληθινή ζωή. Συμπάσχουν με τον Χριστό, για να συναναστηθούν πραγματικά με τον Χριστό και να ζήσουν. Το ίδιο κάνουν και οι όσιοι.
Κάθε χριστιανός αυτό το πράγμα πρέπει να κάνει: να παρακαλέσει τον Θεό, να παρακαλέσει τους αγίους, να βοηθηθεί από ανθρώπους, από βιβλία, να βοηθηθεί απ' ό,τι μπορέσει, για να μυηθεί σ' αυτό το πνεύμα, για να τα καταλάβει έτσι τα πράγματα, και ν' αρχίσει έτσι να ζει, ν' αρχίσει αυτή την πορεία, αυτή την ανάβαση, για να λυτρωθεί. Απ' όλα αυτά τα παράσιτα που είναι επάνω μας, απ' όλα αυτά τα ξένα στοιχεία που είναι επάνω μας, απ' όλη την αμαρτία, γλιτώνουμε μόνο περνώντας από τον θάνατο. Ο οποίος θάνατος -προσέξτε-δεν είναι πάντοτε σωματικός. Εκείνος θα έλθει, όταν θελήσει ο Θεός.
Αν ο Κύριος πήγε και υπέστη τον σωματικό θάνατο, είναι διότι χωρίς αυτόν δεν θα καταλαβαίναμε τίποτε. Εκεί μέσα καταλαβαίνουμε και όλα τα άλλα. Και επέτρεψε ο Κύριος στα πρώτα χρόνια της Εκκλησίας, στους πρώτους αιώνες, να υποστούν οι χριστιανοί και τον σωματικό θάνατο. Έχουμε μετά τους οσίους, οι οποίοι δεν περνούσαν απ' αυτόν τον σωματικό θάνατο. Ήταν άλλος θάνατος αυτός που περνούσαν, τον οποίο καλούνται και μέχρι σήμερα οι χριστιανοί να περνούν. Να θανατωθεί το θέλημά μας, να θανατωθεί ο εγωισμός μας, να θανατωθεί η αμαρτία μας, να θανατωθούν τα πάθη μας, να θανατωθεί η αγάπη που έχουμε στον εαυτό μας.
Έχουμε εννοήσει το βαθύτερο νόημα της Τεσσαρακοστής;
Από μια πλευρά θα λέγαμε ότι η περίοδος στην οποία βρισκόμαστε είναι ό,τι χρειάζεται. Απ' αυτόν τον κόσμο θα φύγουμε, όταν θέλει ο Θεός και όχι όταν εμείς το επιθυμήσουμε. Θέλουμε δεν θέλουμε θα κάνουμε τον κύκλο κάθε έτους, όσα χρόνια θέλει ο Θεός. Ακριβώς επειδή οι άνθρωποι ζουν και τελειώνει ένα έτος και έρχεται ένα άλλο και τελειώνει εκείνο και ξανάρχεται άλλο κλπ., η Εκκλησία οργάνωσε έτσι τη ζωή των χριστιανών, ώστε από το ένα μέρος να ζουν υποφερτά και από το άλλο μέρος να ετοιμάζονται συνεχώς για την αληθινή ζωή, για την άλλη ζωή.
Η περίοδος αυτή δεν ορίστηκε από την Εκκλησία τυχαία. Και δεν ξέρω πόσο, ας πούμε, έχουμε εννοήσει το βαθύτερο νόημα της περιόδου αυτής που λέγεται Τεσσαρακοστή και το βαθύτερο νόημα της Μεγάλης Εβδομάδος. Δεν ξέρω πόσο το έχουμε καταλάβει και πόσο αγαπούμε αυτή την περίοδο και λέμε πότε να έλθει αυτή η περίοδος -όπως βλέπουμε στους αγίους να το λένε αυτό και να το ζούν έτσι- και πόσο αξιοποιούμε ό,τι μπορούμε να αξιοποιήσουμε και ό,τι μπορούμε να εκμεταλλευθούμε, με την καλή έννοια, καθώς είμαστε μέσα σ' αυτή την περίοδο.
Έχουμε τη δυνατότητα μαζί με τους άλλους αδελφούς να νηστεύσουμε· να νηστεύσουμε και ως προς τις τροφές, να νηστεύσουμε και ως προς τα πάθη, να στερηθούμε και ως προς τα υλικά, να στερηθούμε και ως προς τα ψυχικά, τα πνευματικά. να μυηθούμε έτσι στον θάνατο. Γιατί είναι θάνατος αυτή η στέρηση.
«Δεν μπορώ, λέει, να νηστεύσω». Άμα το πάρεις έτσι, φυσικά δεν μπορείς να νηστεύσεις. Εκτός αν κινδυνεύει η υγεία σου· εκείνο είναι άλλο θέμα. Αλλά εάν δεν κινδυνεύει η υγεία σου και απλώς λες, δεν μπορείς, ακριβώς τότε είναι ό,τι χρειάζεται, για να νηστεύσεις. Μην πεις «δεν μπορώ να προσευχηθώ». Τότε που νομίζεις ότι δεν μπορείς, τότε που νομίζεις ότι τάχα είσαι κουρασμένος και δεν έχεις χρόνο να πας στην Εκκλησία, ακριβώς τότε είναι ό,τι χρειάζεται, για να προσευχηθείς, για να εκκλησιασθείς.
Όλη αυτή την περίοδο και να νηστεύσουμε και να προσευχηθούμε. Αλλά να νηστεύσουμε τη διπλή νηστεία: και την υλική και την πνευματική. Ν' ανοίξουμε την καρδιά μας, να βάλουμε μέσα στην καρδιά μας και τους άλλους, να συγχωρήσουμε τους εχθρούς, να βοηθήσουμε εκείνους που πάσχουν και κυρίως να μυηθούμε στο όλο πνεύμα που περιέχεται μέσα στα εκκλησιαστικά βιβλία, στις ακολουθίες, στα τροπάρια, στα αναγνώσματα, να μυηθούμε στο όλο πνεύμα της περιόδου αυτής.
Οι ασκητές, όπως ξέρουμε, τον παλαιότερο καιρό, αυτοί που ζούσαν στην περιοχή της Ιεριχούς που την αναφέραμε προηγουμένως, δίπλα στην οποία είναι ο Ιορδάνης ποταμός και η μονή του Τιμίου Προδρόμου, οι ασκητές λοιπόν στην αρχή της Τεσσαρακοστής άφηναν το μοναστήρι -νόμιζαν ότι στο μοναστήρι καλοζωούν, έχουν καλοπέραση- και πήγαιναν στην έρημο να ζήσουν όσο γινόταν αυστηρότερα, όσο γινόταν ασκητικότερα- να περάσουν από έναν θάνατο. Και εξωτερικά και εσωτερικά και υλικά και πνευματικά ήταν μια προσπάθεια να συμπορευθούν με τον Χριστό, μια προσπάθεια να συσταυρωθούν με τον Χριστό, μια προσπάθεια να πάθουν μαζί με τον Χριστό, για να φθάσουν και στην Ανάσταση του Χριστού, για ν' αναστηθούν μαζί με τον Χριστό. Και πράγματι γινόταν αυτό· δηλαδή έφθαναν στην ανάσταση. Να θυμηθούμε τον άσωτο και τον ληστή
Είναι λοιπόν ό,τι χρειάζεται αυτές οι ημέρες. Η Σαρακοστή σχεδόν πέρασε· μας μένει αυτή η «κουφή», όπως λέγεται εβδομάδα, επειδή δεν έχει Χαιρετισμούς και μοιάζει σαν να είναι αδειανή, ενώ όλα τα άλλα τα έχει. Έχουμε λοιπόν μία εβδομάδα και μετά μπαίνουμε στη Μεγάλη Εβδομάδα. Μην πει κανένας μας: «Κρίμα- έχασα τόσο καιρό. Δεν μπορώ να κάνω τίποτε». Από μιά πλευρά -δεν ξέρω πως το έχετε καταλάβει εσείς- όλη η ζωή μας μοιάζει σαν μιά ατέλειωτη εισαγωγή, και μπορεί το κύριο θέμα να είναι ακριβώς κάποια στιγμή στο τέλος.
Με τον Σεβασμιώτατο είχαμε καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης τον Έξαρχο τον μακαρίτη -δεν ξέρω αν το ανέφερα αυτό άλλη φορά- που είχε γράψει μιά εργασία: «Το περιεχόμενο των μαθημάτων της Θεολογικής σχολής». Ήταν μιά αξιολογότατη εργασία και είχε δημοσιευθεί στην πρώτη επετηρίδα της Θεολογικής σχολής. Πήρα λοιπόν να διαβάσω την εργασία αυτή. Είχε -δεν ενθυμούμαι ακριβώς- περί τις 150 σελίδες πυκνογραμμένες. Οι 149 σελίδες ήταν εισαγωγή και στην τελευταία σελίδα έλεγε ποιο είναι το περιεχόμενο. Μου έκανε εντύπωση, αλλά μου άρεσε πάρα πολύ, ότι όλο το θέμα ήταν σιγά σιγά, σιγά σιγά, να μας πει, να, αυτό είναι το θέμα. Όμως έπρεπε να πει όλα τα άλλα, για να μπορέσουμε να καταλάβουμε το θέμα, που ήταν μερικές γραμμές, μιά σελίδα· δεν ήταν παραπάνω.
Από μιά πλευρά όλη η ζωή μας είναι μια εισαγωγή: το ότι πέσαμε έξω, πλανηθήκαμε, δεν τα καταλάβαμε καλά, το ότι αμαρτήσαμε, καθυστερήσαμε, αμελήσαμε, τεμπελιάσαμε, και πάει η ζωή. Παρά ταύτα όμως, όλο αυτό το παρελθόν, που μπορεί να είναι κατιτί αρνητικό, και να μην έχουμε κάνει τίποτε θετικό, αν θελήσουμε να το αξιοποιήσουμε, μπορεί να γίνει θετικό. Δηλαδή απέτυχα ως αυτή τη στιγμή. Και απέτυχα, διότι σκεπτόμουν κατά τον άλφα τρόπο. Αφού έχω αυτή την εμπειρία ότι τα έκανα θάλασσα, γιατί να μην σκεφθώ κατά τον βήτα τρόπο, τον σωστό τρόπο;
Πάντοτε μέσα στην Εκκλησία έτσι ή αλλιώς δεν είναι δύσκολο να μάθουμε ποιό ακριβώς είναι το πνεύμα του Χριστού, και τι ακριβώς πρέπει να κάνουμε, αρκεί κάποια στιγμή ο άνθρωπος να ξυπνήσει, κάποια στιγμή ο άνθρωπος να συνέλθει όπως ο άσωτος. Ο άσωτος έφυγε μακριά... και κάνει εντύπωση ότι δεν πήγε ο πατέρας από πίσω του. Τον περίμενε, και μόλις έφθασε, τον αγκάλιασε, τον δέχθηκε, αλλά δεν έτρεξε πίσω του. Ας μην περιμένουμε να έλθουν να μας παρακαλέσουν. Σ' αφήνει ο Θεός να πέσεις, να πέσεις, να πέσεις, γιατί όλο το θέμα είναι όχι απλώς σε κάποιο στάδιο που βρίσκεσαι να γυρίσεις, αλλά να έλθεις «εις εαυτόν». Ο άνθρωπος αν δεν πέσει, αν δεν σπάσει τα μούτρα του, δεν έρχεται «εις εαυτόν», δεν έρχεται στα καλά του. Ήλθε «εις εαυτόν» ο άσωτος και από κει και πέρα όλα τα άλλα ήταν έτοιμα.
Μπορεί μέχρι αυτή τη στιγμή η ζωή μας να είναι μιά αποτυχία, μιά ασωτεία -μην το παίρνετε με την στενή έννοια αλλά με τη γενικότερη σημασία της λέξεως -ένα χάσιμο του χρόνου, ένα χάσιμο της ζωής μας, της ψυχής μας. Όμως αυτή την ώρα μπορεί όντως κανείς να έλθει «εις εαυτόν», καθώς έχουμε δεδομένα όλα αυτά: το Ευαγγέλιό μας, τα πατερικά βιβλία, τα εκκλησιαστικά βιβλία, τις ακολουθίες, τους κληρικούς μας... και πολλά άλλα.
Εγώ απορώ μερικές φορές πως οι άνθρωποι τα βλέπουν όλα μαύρα. Δεν μας πειράζει ούτε αν ο άλφα είναι αμαρτωλός ούτε αν ο βήτα είναι αμαρτωλός. Υπάρχει η Εκκλησία, υπάρχει η κιβωτός και ό,τι θέλεις μπορείς να το βρεις, φθάνει να έλθεις «εις εαυτόν». Η Εκκλησία θ' ανοίξει την αγκάλη της, Ο Κύριος διά της Εκκλησίας θ' ανοίξει την αγκάλη του και θα σε δεχθεί. Μπορεί να είναι πολύ λίγος ο δρόμος που θα κάνεις μετά μαζί με τον Χριστό. Ο άλλος δρόμος ήταν τρόπον τινα μιά φυγή από τον Χριστό. Αυτός μπορεί να είναι πολύ λίγος. Δεν πειράζει. Αυτά τα κανονίζει ο Θεός. Εκείνο που πρέπει να γνωρίζουμε είναι ότι στο τέλος μας περιμένει η σωτηρία.
Ο ιερός Αυγουστίνος λέει για τον ληστή: «Καλότυχε ληστή· σ' όλη σου τη ζωή κατέκλεψες τον κόσμο και στο τέλος έκλεψες και τον Παράδεισο». Λέγαμε κι άλλη φορά, αυτό είναι το θέμα. Δεν χρειάστηκε πολλά να πει ο ληστής. Όλο το θέμα ήταν τι ζούσε εκείνη την ώρα, τι ένιωθε εκείνη την ώρα. Ήταν ό,τι ήταν πρώτα, αλλά εκείνη την ώρα έγινε αλλαγή, εκείνη την ώρα ήλθε σε συναίσθηση. Ενώ χαλούσε ο κόσμος, ενώ άλλοι κατά κάποιον τρόπο καταριόταν τον Χριστό και άλλοι τον εγκατέλειπαν, αυτός μόνο έμεινε, αυτός ο αγράμματος ληστής, σαν άλλος θεολόγος, σαν μέγας θεολόγος, και ομολογούσε εκείνη την ώρα ότι αυτός είναι ο Υιός του Θεού και «μνήσθητί μου, Κύριε, όταν ελθης εν τη βασιλεία σου». Και άνοιξε ο Παράδεισος για τον ληστή και μπήκε πρώτος και ακολουθούν, όσοι ακολουθούν, και θα ακολουθήσουμε κι εμείς, αν μας αξιώσει ο Θεός.
Να μην σας κουράζω περισσότερο. Αφού πάλι ευχαριστήσω τον Σεβασμιώτατο και όλους σας, θα τον παρακαλέσω και πάλι να ευχηθεί. Σεβασμιώτατε, αυτές τις ημέρες ειδικά και για μένα και για όλους μας να ευχηθείτε να μας φωτίσει ο Θεός να θελήσουμε όντως να συμπορευθούμε με τον Κύριο, όντως να συσταυρωθούμε με τον Κύριο, για ν' αναστηθούμε μαζί του και να ζήσουμε το υπόλοιπο της ζωής μας ως αναστημένοι και αναγεννημένοι χριστιανοί και να κερδίσουμε την αιώνια Βασιλεία.
Ευχαριστώ πολύ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά