Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Παρασκευή, Απριλίου 15, 2011

Η έγκυος μπροστά στα διλήμματα της έκτρωσης


undefined
«Η έγ­κυος μπροστά στα διλήμματα της έκτρωσης»*
 «Όταν πλησιάζεις το χειρουργείο κάνεις την αδιά­φορη αλλά νοιώθεις τα μέλη σου να παγώνουν από το φόβο. Το αίμα σταματάει να κυκλοφορεί στις φλέβες σου. Παραλύεις. Σταματάς ν' ακούς τους εξωτερικούς ή­χους, μόνο την καρδιά σου ακούς να χτυπά πολύ δυνατά. Θέλεις να κλάψεις ή να το βάλεις στα πόδια αλλά πιέ­ζεις τον εαυτό σου και προχωράς γιατί έχεις πάρει την απόφαση να το κάνεις. Έχω ακούσει να λένε ότι είναι ευκολότερο από την εξαγωγή δοντιού. Σαχλαμάρες! Μό­νο όσες το έκαναν ξέρουν! Νοιώθεις περιφρόνηση για το χειρούργο που χαμογελάει συγκαταβατικά απέναντι σου και σε καθησυχάζει. Το θεωρείς υποκριτικό από κά­ποιον που σε λίγα λεπτά θα αδειάσει τα σπλάχνα σου μέ­σα σ' ένα κουβά. Όταν σε σπρώχνουν να ξυπνήσεις εί­ναι σαν να γυρίζεις απ' τον Άδη. Έχεις μία πικρή γεύ­ση στο στόμα. Πρέπει να μαζέψεις τα κομμάτια σου και να φύγεις: χρειάζονται το κρεβάτι για την επόμενη. Θλί­ψη και μελαγχολία σε συνοδεύουν για πολλές μέρες. Αν είσαι τυχερή και σε περιμένει έξω κάποια φίλη συνήθως προσπαθεί να σε καθησυχάσει: «Πάει, πέρασε» σου λέει. «Το ξεφορτώθηκες, τώρα θα συνεχίσεις όπως πριν τη ζωή σου». Μόνο που «αυτό» που ξεφορτώθηκες θα ανα­ρωτιέσαι πάντα πώς θα ήταν αν το γεννούσες και η ζωή σου δεν θα είναι ποτέ πια όπως πριν» .
* Μαρτύρια από το άρθρο της Αναστασίας Αρπατζή «Η έγ­κυος μπροστά στα διλήμματα της έκτρωσης», που δημοσιεύθηκε στο 1ο τεύχος του περιοδικού μας. (Και τα δύο κείμενα υπάρχουν στην ιστοσελίδα μας, www.unborn.gr).
πηγή: Καρυγή ζωής: Σας ικετεύω μη μας σκοτώνετε!
Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΚΤΡΩΣΕΙΣ
Αντικειμενική ενημέρωση για όσα πρέπει να γνωρίζουμε
Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη" 
Τηλ: 2310212659

Κυκλοφορεῖ τό φύλλον τῆς 15.4.11 τοῦ «Ὀρθοδόξου Τύπου»

 


Κυκλοφορεῖ τό φύλλον τῆς 15.4.11 τοῦ «Ὀρθοδόξου Τύπου»
Μερικά ἀπό τά περιεχόμενά του:
Βαρύταται κατηγορίαι ὑπό τριάκοντα Σεβ. Μητροπολιτῶν ἐναντίον τοῦ Ἀρχιεπισκόπου. Εἰς τό ὄνομα τῆς διασώσεως τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Περιουσίας συμπλέει εἰς τά πάντα μέ τήν Κυβέρνησιν.
῾Ετήσιον μνημόσυνον Ἀρχιμ. π. Μάρκου Κ. Μανώλη.
Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος σιωπᾶ, οἱ προσκείμενοι εἰς αὐτόν θεολόγοι διαμαρτύρονται διά τήν ὑποβάθμισιν τῶν Θρησκευτικῶν.Ἐπὶ τοῦ σημερινοῦ Ἀρχιεπισκόπου ἔκλεισαν ἐκκλησιαστικὰ λύκεια καὶ ἤλλαξεν ὁ χαρακτὴρ τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν.
Ὁ «Ο.Τ.», ἡ «Κάρτα τοῦ Πολίτου» καί ἡ ἀνάγκη διά διάλογον.
Ὁ Ἀττίλας ἔκαμνε πολιτιστικόν κέντρον Ἱ. Ναόν τῆς Παναγίας καταγγέλλει ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Κυρηνείας.
Ὁ Ὑπ. Πολιτισμοῦ ἀπηγόρευσε τήν ἀνάρτησιν ἔργου τοῦ Ντελακρουά μέ τήν «Σφαγήν τῆς Χίου» διά νά μή ἐνοχλοῦνται οἱ «γείτονες» Τοῦρκοι.
Ἡ Ἑταιρεία «Σκοπιά» αὐτοαποκαλυπτομένη. Τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου π. Βασιλείου Ἀ. Γεωργοπούλου.
Εἶναι ἀποδεκτὴ ἡ δωρεὰ ὀργάνων μὲ «εἰκαζόμενη» ἢ μὲ τὴ δική μας συναίνεση; Τοῦ κ. Ἰωάννη Τάτση.
Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Γρηγόριος ὁ Ε´ καὶ ἡ Ἐθνεγεργία τοῦ 1821. Τοῦ κ. Κωνσταντίνου Δεληγιάννη.
Γεγονότα καί Σχόλια. Βιβλιοκρισίαι καί ἄλλη ἐνδιαφέρουσα ὕλη συμπληρώνουν τό φύλλον

Πέμπτη, Απριλίου 14, 2011

Για το τέλος της Μεγάλης Τεσσαρακοστής

 

Άγιος Θεόδωρος ο ΣτουδίτηςΑδελφοί και Πατέρες, ιδού συν Θεώ, όπου εφθάσαμεν απάνω εις αυτήν την τελείωσην των αγίων νηστειών και τελειώνει η αγία Τεσσαρακοστή, καθώς βλέπετε όπου μας διδάσκουν αι θεοφιλείς ιστορίαι’
Διότι την σήμερον εσυναθροίζοντο εις την Ιερουσαλήμ οι άγιοι πατέρες ημών, ερχόμενοι από την έρημον όπου ασκήτευαν…
Εσείς, λέγει ο Κύριος εις τους Αποστόλους, μείνατε εν τη αγάπη τη εμή και μη γίνεσθε αλλοιώτικοι, αλλά πάντοτε εις το καλλίτερον να γινώμεθα’
Από σπινθήρα μικρού κατορθώματος να φθάσωμεν εις λαμπάδα φωτεινήν και λαμπράν και από άστρου μεταγινόμενοι εις ήλιον να αλλάξωμεν.
Και άμποτες να μη σταθούμε ποτέ του δρόμου της αρετής , μηδέ τα ορεκτικά του κόσμου να ορεγώμεθα, τα οποία ολίγον γλυκαίνουσι και ατελεύτητα φλογίζουσι και κολάζουσι, τα κείμενα εν τω μέσω εις δοκιμήν της γνώμης των ανθρώπων.
Και προς μεν τους ευλαβείς και θεοσεβείς ευρισκόμενα ευκαταφρόνητα, προς δε τους γαστριμάργους και φιλοσάρκους μεγάλα και θαυμαστά…
Όμως σοφοί και φρόνιμοι είσθε και υμείς και δύνασθε να διδάξετε του λόγου σας και άλλους εις το καλόν…
Και κατά την τάξιν όπου εβαστάσαμεν έως τώρα, ταις προτήτερες ημέραις, έτσι και την προεόρτιον εορτή των Βαίων να εορτάσωμεν…
Όλα να γίνωνται εις δόξαν Θεού, ίνα είπωσι και οι βλέποντε ημάς, ότι κατά αλήθειαν ο θεός είναι με των τοιούτων…
Εάν έτσι θέλωμεν κάμει και το μέγα και ιερόν Πάσχα θεαρέστως εορτάσωμεν και τα παθήματα του Χριστού συμμεθέξωμεν και τω φωτί της Αναστάσεως καταλαμπρυνθώμεν εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών…
Αμήν.
Αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου
Κατήχησις.Τη Τετάρτη της έκτης Εβδομάδος

Ας αγαπήσουμε περισσότερο τον Κύριο !


 π.Ευσέβιος Βίττης

Ας αγαπήσουμε περισσότερο και συνεπέστερα τον Κύριο Ιησού μας. Ας τον επικαλούμαστε συνεχώς με την καρδιακή προσευχή και ας τρέφουμε έτσι την ιερή φλόγα της αγάπης στον Κύριο. Η ακατάπαυστη επίκληση του Ιησού κόμπο τον κόμπο, η χρήση του κομποσκοινιού μας, με στεναγμό στον στεναγμό από τα βάθη της καρδιάς μας, με χτύπο στον χτύπο της «καιομένης καρδίας» μας, θα είναι οι «σταγόνες, αι πέτρας κοιλαίνουσι» πέφτοντας μια μια, αθόρυβα, ασήμαντα, αδύναμα, φαινομενικά σπάζοντας οι ίδιες σε χίλια σταγονίδια καθώς θα πέφτουν στη σκληρή πέτρα. Τελικά όμως θα την υποτάξουν. Θα είναι τα δόντια του πριονιού, που λίγο λίγο τρώνε τον κορμό και του πιο ψηλού και δυνατού δέντρου. Και ό,τι δεν πέ­τυχαν ανεμοβρόχια, καταιγίδες και θύελλες, το κατορθώνουν τα ασήμαντα αυτά δοντάκια, που σιγά σιγά, αλλά συστηματικά, το ρίχνουν τελικά κάτω. Θα είναι η σιγανή βροχούλα, που πέφτοντας απαλά απαλά στην κατάξερη γη την κάνει γόνιμη και πολύκαρπη και ικανή «του εξαγαγείν άρτον εκ της γης και χλόην τη δουλεία των ανθρώπων».. ικανή να μεταμορφώση «γην έρημον και άβατον και άνυδρον» σε πραγματικό παράδεισο, δηλαδή την καρδιά μας. ικανή να χορτάσουν «τα ξύλα του πεδίου και αι κέδροι του Λιβάνου» οι πελώριες

Mια μαρτυρία για την Μαρία την ψηλή


(απόσπασμα απομαγνητοφωνημένης ομιλίας)


Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Λεμεσού π. ΑθανασίουΑυτή η κοπέλα, μια αγία ψυχή, ήταν πανύψηλη, ήταν γίγαντας. Βέβαια στο τέλος καμπούριασε, περπα-τούσε με σίδερα, μετά με καροτσάκι. Εγώ την πρόλαβα πού περπατούσε ίσια. Είχε γιγαντισμό, ήταν παραμορφωμένη. Τα παπούτσια της, έχω ένα παπούτσι της στο μοναστήρι, ήταν 57 νούμερο, τόσο πράγμα σαν βάρκα, η παλάμη της ήταν 3 φορές μεγαλύτερη από την δική μου.
Να σας πω πώς την γνωρίσαμε. Είχαμε έναν δικό μας μοναχό τον π. Νήφωνα, ο οποίος πουλούσε μήλα σε σακούλια όταν ήταν πρώτη Λυκείου και πήγε να πουλήσει μήλα. Χτύπησε την πόρτα και την άνοιξε η Μαρία, μόλις την είδε από τον φόβο το πολύ, της πέταξε τα μήλα κι όπου φύγει φύγει. Ήταν όμως η αιτία να γνωριστούν και να συνδεθούν πνευματικά και αργότερα μέσω αυτού να γνωρίσομεν και εμείς την μακαριστή Μαρία.
Αυτή η κοπέλα, ήταν μια αγία ψυχή, πραγματικά μια αγία, παρ΄όλο πού ήταν ένα τέρας εξωτερικά, και το πρόσωπο της ήταν αλλοιωμένο ακόμη και τα μικρά παιδιά δεν την φοβόντουσαν. Ανέπαυε πολύ κόσμο. Ήταν δηλαδή… μια πνευματική μητέρα με όλη την σημασία της λέξεως.
Αυτή η κοπέλα ήταν μία τυπικά χριστιανή στα πρώτα χρόνια και η μητέρα της καλή χριστιανή. Ό¬ταν μεγάλωσε και μεγάλωνε και έγινε δυσθεώρητη, έγινε 2.30 μ., αφού στο Νοσοκομείο έβαλαν δύο κρεββάτια τα ένωσαν για να την χωρέσει, όταν πέθανε το φέρετρό της ήταν από εδώ μέχρι εκεί πού είναι η καρέκλα.
Την ζήτησαν στην Αμερική και πήγε, με έξοδα της Κυβερνήσεως, για εξετάσεις. Για να ερευνήσουν το φαινόμενο.
Συνήλθαν εκεί οι μεγάλοι γιατροί κ.τ.λ. κι άλλος έλεγε γιγαντισμό κι άλλος διάφορες θεωρίες. Δεν μπορούσαν όμως επακριβώς να δουν τί έπαθε η Μαρία κι έγινε τόσο μεγάλο πράγμα, τόσο μεγάλος άνθρωπος. Και βέβαια της είπαν τότε πώς είχε ένα πρόβλημα. Ό¬λο το κεφάλι της μέσα είχε όγκο, ο οποίος πίεζε τα μάτια και θα έχανε το φως της, θα τυφλωνόταν.
Οι Αμερικάνοι προσφέρθηκαν να αγοράσουν τον σκελετό της και αυτή λυπήθηκε πάρα πολύ, όταν το άκουσε, γιατί ήταν ένα φαινόμενο γι΄ αυτούς έτσι να την διατηρήσουνε για λόγους επιστημονικούς.
Σ΄ αυτήν την κατάσταση επέστρεψε στην Αθήνα μετά από την Αμερική, και μια κοπέλα της λέει εκεί, δεν πάμε να δούμε το γέρο Πορφύριο στην Πεντέλη; Η Μαρία δεν είχε ιδέα από γέροντες κι απ΄ αυτά τα πράγματα, και της λέει: τί να μου πει κι αυτός ο γέ¬ρος! Με πήγαν στην Αμερική και με είδαν τόσοι επιστήμονες, τί να μου πει κι αυτός ο γέρος! Έλα πάμε, είναι και τυφλός και δεν μιλάει και καλά. Η Μαρία είπε, είναι και τυφλός και δεν ακούει και καλά… Η Μαρία, ήταν σε μια κατάσταση απελπισίας, τέλος πάντων από δώ από κει την έπεισαν να πάει.
Πήγε λοιπόν, και μαζί της πήγε η μητέρα της πού ζει ακόμα (σημείωση VatopaidiFriend: ήδη έχει κοιμηθεί), η κ. Κωνσταντία, μια μοναχή κι η κοπέλα εκείνη πού πήγε κι άλλοι δύο άνθρωποι.
Πήγαν στο κελί του γέροντα, ήταν τυφλός ο γέροντας Πορφύριος κι όταν μπήκαν μέσα της λέει: γιατί σου έλεγε η φίλη σου να έρθεις και δεν ερχόσουν και της είπε ακριβώς τί έλεγε η Μαρία. Αύτη ντράπηκε και της λέει τί έπαθες; Λέει, γέροντα θα χάσω το φως μου κι έκλαιγε. Της λέει, όχι παιδί μου το φως σου, τα κόκκαλά σου θα σπάζουν… Του λέει, όχι γέροντα, τα κόκκαλά μου είναι γερά, δεν έχουν τίποτα τα οστά μου, το φως μου θα χάσω. Της άπαντα όχι το φως σου, τα οστά σου. Αυτή το επαναλαμβάνει τρίτη φο¬ρά, γέροντα το φως μου.
- Όχι το φως σου, τα οστά σου θα συντρίβουν. Αυτή δεν καταλάβαινε.
Της λέει ο γέροντας, γονάτισε. Γονάτισε όπως μπόρεσε κι ο γέροντας έβαλε τα χέρια του πάνω στο κεφάλι της κι άρχισε να προσεύχεται. Και μου έλεγε η Μαρία, αισθανόταν μέσα το κεφάλι της να βράζει ολόκληρο, οπότε της λέει ο γέροντας: δεν θα χάσεις το φως σου, τα οστά σου θα βγουν, θα τρίβονται τα οστά σου. Αύτη δεν πίστεψε. Λέει ο π. Πορφύριος, από που το έπαθες αυτό, σου είπαν οι γιατροί; Του απάντησε: γέροντα οι γιατροί δεν βρήκαν την αιτία, είπαν γιγαντισμός είναι, δεν βρήκαν την αιτία.
Λέει στην μητέρα της: εσύ θυμάσαι πού ήσουν έγκυος στην Μαρία; Η Μαρία ήταν 43 ετών τότε, λέει η μητέρα της ε! θυμούμαι. Της λέει θυμάσαι, όταν ήσουν δύο μηνών πού έκανες πολλούς εμετούς; Θυμά-μαι αμυδρά γέροντα. Θυμάσαι πού σε πήγε ο άντρας σου σε έναν γιατρό; πού να θυμάμαι τώρα τον γιατρό; και αρχίζει ο γέροντας να της περιγράφει: θυμήσου πού κατεβαίνατε με λεωφορείο από το χωριό σας, κατεβαίνατε σε μια πλατεία και της περιγράφει την πλατεία πριν από 42 χρόνια, σε πήρε ο άντρας σου και σε πήγε στον τάδε δρόμο κι άρχισε να της διηγείται τον δρόμο κι η Κωνσταντία άρχισε να θυμάται τον δρόμο εκείνο, σε πήγε σ΄ έναν τόπο πού η πόρτα ήταν πράσι¬νη, στο ιατρείο του ανθρώπου εκείνου. Μπήκες μέσα και του είπες ότι κάνεις πολλούς εμετούς από την εγκυμοσύνη και σου έδωσε ένα φακελάκι με χάπια, με 15 χάπια μέσα, τα θυμάσαι; λέει θυμάμαι γέροντα. Λέει ο Γέροντας τα χάπια εκείνα ήταν χάπια επιληψίας, έκανε λάθος ο γιατρός, τα ήπιες και παραμορφώθηκε το έμβρυο γι΄ αυτό κι έγινε έτσι η κόρη σου. Και πραγματικά, το έστειλαν το μήνυμα αυτό στην Αμερική, κι ήταν πραγματικώς επιστημονικά. Αυτή όμως μετά τελικά τί έγινε; Σταμάτησε να χάνει το φως της κι άρχισε να τρίβονται τα κόκκαλά της. Μια φορά ήμουν παρών εγώ, πού ένα κόκκαλο από την πλά¬τη της τρύπησε το δέρμα της και βγήκε έξω, συντρίβονταν τα κόκκαλά, διαλύονταν τα κόκκαλά, όπως ακριβώς της είχε πει ο π. Πορφύριος. Ο γέροντας, ό¬ταν βγήκε η Μαρία έξω, είπε: αυτή είναι μια αγία, και περιέγραψε την Μαρία.

Λίγα λόγια αγάπης για το βίο και την προσωπικότητα της αδελφής Μαρίας Μοναχής.



μοναχού Νήφωνος βατοπαιδινού
Όταν ο Ιησούς μας συνάντησε τον εκ γενετής τυφλόν «ηρώτησαν αυτόν οι μαθηταί αυτού λέγοντες· ραββί, τις ήμαρτεν, ούτος η οι γονείς αυτού ίνα τυφλός γεννηθή; απεκρίθη ο Ιησούς· ούτε ούτος ήμαρτεν ούτε oι γονείς αυτού, αλλ΄ ίνα φανερωθή τα έργα του Θεού εν αυτώ».
Τα λόγια αυτά του Κυρίου μας εκπληρώνονται και στην αγαπητήν μας αδελφήν Μαρίαν, η οποία πέρασε από αυτήν την γήν σαν ένα άστρον λαμπρόν και έζησε μεταξύ μας διά να φανερωθούν διά της μεγάλης της υπομονής και καρτερίας και της αγογγύστου συνεχούς άρσεως του μεγάλου σταυρού της, τα έργα πού η δύναμις και η αγαθότης του Θεού εργάζεται.
Η αδελφή Μαρία υπήρξε όντως ψηλή. Όπως στο σώ¬μα έτσι και στην ψυχή. Το ότι έπασχε, το ότι πονούσε συ¬νεχώς, το ότι υπέμεινε δοξολογώντας τον Θεόν, αυτό όλοι το βλέπαμε και θαυμάζαμε. Χωρίς να μπορεί κανείς να φανταστή το μέγεθος και την δυνατότητα των πόνων και της θλίψεώς της.
Τα έργα όμως της αγάπης της, την έγνοιά της για κάθε ένα πού έπασχε σωματικά ή πνευματικά, την μέριμνα της για κάθε ένα μοναστηράκι πού γνώρισε, την ελεημοσύνη της, την ταπείνωσί της, την ιεραποστολή της, την πνευματική βοήθεια πού έδιδε στους ανθρώπους πού την πλησίαζαν, κάθε τάξεως και αξιώματος, αλλά πιο πολύ τον πόθο της για πνευματική προκοπή, την αγωνία της μήπως δεν βαδίζη σωστά τον δρόμο της σωτηρίας! Τους με κόπο πνευματικούς της αγώνες, την μεγάλη αγάπη της για τον Χριστό μας και τις πνευματικές αντιλήψεις πού είχε απ΄ Αυτόν, αυτά λίγοι τα γνωρίζουν και νομίζω λίγα γνωρίζουν. Τα πολλά τα γνωρίζει ο δωρεοδότης Χριστός μας, πού μέχρι τέλους της έδωσε την δύναμι να είναι ένα φωτεινό παράδειγμα για όλους μας, στην συνέχισι του αγώνος μας για την σωτηρία της αθανάτου ψυχής μας, μέσα στους δύσκο¬λους και αποκαλυπτικούς καιρούς πού ζούμε.
Επειδή είχα την ιδιαίτερη ευλογία… από τον Κύριο μας, να είμαι μέσα σ΄ αυτούς τους λίγους πού γνώρισαν λίγο περισσότερο και λίγο ενωρίτερα την αδελφή μας Μαρία, και μετά την προτροπή του αγαπητών εν Χριστώ αδελφών να γράψωμε κάτι εις μνημόσυνον αιώνιον, θεώρησα ότι θα ή¬ταν άδικο για τους αγωνιζόμενους αδελφούς μας να κρύψω αυτά πού γνωρίζω για τις προαναφερθείσες αρετές της α¬δελφής μας Μαρίας, ιδίως τώρα πού δεν υπάρχει ο κίνδυ¬νος να την βλάψωμε πνευματικά, εφ΄ όσον αναπαύεται πλέ¬ον στας αιωνίους μονάς και απολαμβάνει τον μισθόν των κόπων της.
Δεν θα πω τίποτε δικό μου. Αργότερα ίσως μας βοηθήση ο Θεός να γράψωμε κάτι περισσότερο. Απλώς θα στα¬χυολογήσω πολύ λίγα από τις επιστολές της πού δείχνουν το μεγαλείο της ψυχής της και τον τρόπο πού αντιμετώπιζε την άρσι του σταυρού της, κατόπιν βέβαια και της ευλογίας του Γέροντός μου.

Το μεγάλο της μαρτύριο και η δοξολογία της προς τον Θεό.
1. Από την Βοστώνη όπου είχε πάει για θεραπεία σε μία πολύ δύσκολη κατάστασι η οποία ίσως οδηγούσε σε πολύωρη εγχείρησι γράφει στις 3.10.1985 «Από την ημέρα πού πήρα την απόφασι να ΄ρθώ για θεραπεία, πιστεύω ότι θα με βοηθήσουν οι άγιοι. Υπόσχομαι ότι δεν θα γογγύσω και δεν θα παύσω να δοξάζω τον Κύριόν μας και την μανούλλα μας».
2. «Πέρσι έτσι καιρό χαροπάλευα και μόνο οι προσευ¬χές των πατέρων με σώσαν. Βέβαια ο θάνατος είναι μαζί μας και δεν μας φοβίζει, αλλά να ετοιμαστούμε.
…Τώρα τελευταία έχω πολύ άσχημες αναλύσεις. Ο γιατρός μου λέει: «Ο Θεός μεθ’ ημών». Τα άφησα όλα στον Κύριο γι΄ αυτό και ζω και μιλώ. Η ψυχή μου είναι βαριά, γεμάτη πόνο και θλίψι, μα την κλείνω ερμητικά με την δύναμι της προσευχής. Από τον αγώνα πού κάνετε εσείς (οι μοναχοί) παίρνω κουράγιο και γίνομαι και ΄γώ άλλος άνθρωπος» (9.10.1986).
3. «…Τώρα πού σου γράφω είμαι στο στρώμα, υποφέρω τρομερά από τα έντερά μου. Είναι Θεοφάνεια και ΄γώ είμαι στο στρώμα. Σκέφτεσαι πόσο αμαρτωλή είμαι να στερηθώ την λειτουργία αυτή. Οι πόνοι μου είναι τρομεροί. Εύχομαι νάναι κάτι πού περνά. Δόξα τω Θεώ» (6.1.1987).
4. «Τα δικά μου νέα περί υγείας όχι καλά. Μετακινού¬νται τα οστά ψηλά στην πλάτη μου και κάτω αριστερά και σκύβω πιο πολύ με φρικτούς πόνους. Δόξα σοι ο Θεός, ας γίνη το θέλημά Του και τον ευχαριστώ πού με θυμήθηκε γιατί είμαι πολλή ανεπρόκοπη στα πνευματικά μου καθήκο¬ντα» (1990).
5. «Εγώ με τις αμαρτίες μου, πού φαίνεται να είναι πολλές και δεν θα μετανόησα σωστά, βασανίζομαι και υποφέ¬ρω τα μέγιστα. Από την κορτιζόνη πού παίρνω αφαιρείται όλον το ασβέστιον και τα οστά μένουν κούφια και η αυξη¬τική ορμόνη πιέζει τα οστά και σπάζουν και εξαρθρώνο¬νται και μετακινούνται και η Μαρία η ψηλή έχει γίνει η Μαρία η καμπούρα. Οι πόνοι μου είναι πολλοί και η ψυχι¬κή οδύνη, πού δεν μπορώ να κινηθώ να κάνω τα απαραίτη-τα πνευματικά, είναι μεγάλη. Μόνο με το αναπηρικό βοή¬θημα κινούμαι. Μόνη μου καθόλου. Να θέλω να πάρω το πιάτο μου στο τραπέζι είναι αδύνατο. Δόξα σοι ο Θεός πά¬ντων ένεκεν» (10.10.1991).
6. Για την κουρά μου ήτο κάτι πού δεν το φαντάζομαι να σου το περιγράψω. Καιγόμουν ολόκληρη και η καρδιά μου νόμιζα θα σπάση. Από χαρά; από συγκίνησα; Δεν μπορώ να το περιγράψω. Ο γέροντάς μας σε κατάστασι όχι γήϊνη, δεν θα το ξεχάσω. Σαν να βρισκόμασταν στα ουράνια. Δοξασμένο το όνομα του Κυρίου. Νοιώθω όμως φόβο για το ότι πήρα το σχήμα, ότι είμαι ανάξια (όντως είμαι) μήπως δεν κρατήσω τις υποσχέσεις. Ο Θεός να με ελεήση.
Ένα πολύ μικρό δείγμα του μεγαλείου της αδελφής Μαρίας πού η πρόνοια του Θεού την αξίωσε λίγα χρόνια πριν την κοίμησΐ της να λάβη το μέγα και αγγελικό σχήμα όπως ποθούσε (17.8.1993).
7. «Ο κόσμος αρωστά μια μέρα, ένα μήνα, ένα χρόνο. Εγώ υποφέρω σε όλη μου τη ζωή. Οι αμαρτίες μου πολλές και η μετάνοια ολίγη, γι΄ αυτό υποφέρω…» (1994).
8. «Περνώ δυσκολίες με κάτι πόνους πού με πιάνουν στην κεφαλή και επηρεάζουν και την ψυχή μου και είναι ανυπόφοροι. Ζητώ από όλους τους αγίους βοήθεια. Βάζω αγίασμα του αγίου Νεκταρίου και συνέρχομαι κάπως και λαδάκι του αγίου Ραφαήλ. Πάτερ Νήφωνα, νοιώθω τόσο αμαρτωλή πού αηδειάζω τον εαυτό μου. Κάνω εξομολόγησι μα δεν κλαίω για τις αμαρτίες μου το ζώον, και ούτε πού πηγαίνω να κοινωνήσω κλαίω. Όμως προσεύχομαι πολύ και ετοιμάζομαι για την Θεία Κοινωνία, και αν δεν νοιώσω μέσα μου κάτι ωραίο και άκρα γαλήνη δεν κοινωνώ. Ο Θεός να με ελεήση την αμαρτωλή!».
9. «Ευλογείτε και καλόν στάδιον. Είθε όλοι μας να ανεβαίνουμε λιγάκι Γολγοθά και να νοιώσουμε τα άγια πάθη και την ανάστασι» (Μεγάλη Σαρακοστή 1997).
10. «Η ζωή αυτή δεν έχει καμμία σημασία. Κρατήσου όπως τον ναυαγό να περάσωμε την πρόσκαιρη προσφυγιά, για να περάσουμε στην αιωνιότητα».
11. «Η χάρις του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά πού γιόρταζε χθες νάναι βοήθειά σου. Πολύ αγαπώ και ευλαβούμαι τον άγιο Γρηγόριο και τον γιορτάζω και πολύ αγαπώ το μοναστήρι του στα Κουφάλια. Τώρα για να το βοη¬θήσω τους είπα να μου στείλουν δύο κιβώτια λαμπάδες για την Ανάστασι να τις πουλήσω. Από εδώ πού βρίσκομαι θέ¬λω να διακονώ. Με το τηλέφωνο και τους πολυπληθείς φίλους κάνω πολλές δουλειές. Έχω πολλά μοναστηράκια στη σειρά πού τα βοηθώ. Δόξα σοι ο Θεός».

Μικρό δείγμα του πνευματικού της αγώνα και τί πίστευε για τον εαυτό της.
12. «Εγώ προσπαθώ όσο μπορώ να υπακούσω στον πνευματικό μου και στις συμβουλές των βιβλίων πού διαβάζω από τους διάφορους γέροντες και από τις Πράξεις των Αποστόλων και φυσικά από το Ευαγγέλιον, αν και κακώς δεν διαβάζω πολύ συχνά το Ευαγγέλιον. Αφού είμαι ένα ζώον, όσο προσπαθώ τόσον πίπτω. Πάντως από τότε πού με ήξερες άλλαξα η χαμένη αρκετά προς το καλόν. Έτσι νομίζω. Έπαψα την αργολογίαν, τόσο πού αρωστώ όταν ακούω άλλους να κουτσομπολεύουν και κακολογούν κάποιους. Κλαίει η ψυχή μου γι΄ αυτό και οικτίρω τον εαυτόν μου. Γι΄ αυτό μένω στο σπίτι, οι συναναστροφές μου είναι πονε¬μένοι άνθρωποι πού τους βοηθώ και μιλώ για τον Κύριον» (1986).
Σιγά – σιγά με βοήθησε ο Κύριος μας και πήγα και προσκύνησα τον ναόν του. Την Αποκαθήλωσι, τον Πανάγιο ν Τάφον όπου με έπιασαν τα κλάματα και συγκίνησι μεγάλη. Το τί ένοιωσα και νοιώθω μέσα μου δεν περιγράφε¬ται. Μετά πήγαμε στον Γολγοθά του Κυρίου. Εκεί ακούμπισα και ζήτησα την βοήθεια του Χριστού μας και έκλα¬ψα πολύ. Ζήτησα να με βοηθήση να περάσω τον μικρόν μου Γολγοθά αγόγγυστα. (από Ιεροσόλυμα το 1987).
13. Εγώ με την μάμα μου ζούμε όπως τις Μοναχές, για κανένα δεν έχομε να πούμε τίποτε, όλους τους βοηθάμε… (1989).
14. …Το πρωί πού σηκώνομαι κάνω το μεσονυκτικό και μετά τον εξάψαλμο και ότι άλλο μπορώ και την νοερά προσευχή… Το βράδυ προοιμϊακό, εσπερινό, απόδειπνο και χαιρετισμούς. Μετάνοιες σωστές δεν μπορώ να κάνω. Κά¬νω μισές, όπως βολεύομαι. Την παράκλησι της Παναγίας, κάποτε και του αγίου Ραφαήλ, πού προσπαθώ να την κάνω κάθε μέρα, αλλά τώρα παίρνω βαριά χάπια για την γκράουθ χόρμαν και δεν μπορώ όπως παλιά. Όμως προσπαθώ.
15. «Ο Θεός με κτυπά με χίλια δυο να χάσω τον εγωϊσμό μου…».
16. «Έκλαψα από συγκίνησι στον Κύριο, πού με θυμάται ακόμα την χαμένη και αμαρτωλή. Από τα αμαρτήματά μου και τις παρακοές μου, ντρέπομαι να κοιτάξω την εικόνα του Κυρίου μας στα μάτια…».
17. «Εμείς εδώ ζούμε την καλήν ζωήν, την καλοπέρασιν και η ψυχή μας είναι κατάμαυρη και δεν έχει χαραμάδα να περάση αχτίνα φωτός. Ο Θεός να μας βοηθήση να νικήσουμε την ακηδία και έλθουμε πιο κοντά στον Χριστό μας. Δεν θέλω να πικραίνω τον Κύριο μας, ό,τι μπορώ το κάνω, όμως προσπαθώ να κάνω περισσότερα…».

Ένα πλήθος νέων ανθρώπων εύρισκαν παρηγοριά κοντά της και εναπέθεταν τα προβλήματά τους και έφευγαν χαρούμενοι και αναπαυμένοι. Αναδείχτηκε σε μια σύγχρονη Αμμά εφ΄ όσον σ΄ αυτήν άνοιγαν την καρδιά τους κληρικοί, μοναχοί, ηγούμενοι, γερόντισσες, επίσκοποι και πολιτικοί άρχοντες.
Η αδελφή Μαρία ήτο πόλος έλξεως και το προσφυγικό σπιτάκι της στη Λεμεσό κολυμβήθρα του Σιλωάμ για τις κουρασμένες ψυχές. Πολλά παιδιά έπαιρναν την ευχή και συμβουλή της πριν αναχωρήσουν για το μοναχισμό και πολλές χριστιανικές οικογένειες δημιουργήθηκαν με τη συμβουλή της.
Η Κύπρος είναι πιο φτωχή με την απουσία της αδελ¬φής Μαρίας, αλλά και πιο πλούσια εφ΄ όσον κοντά στο πλήθος των αγίων και μαρτύρων της προσετέθη ακόμη μία μαρτυρική ψυχή. Οι τελευταίοι μαρτυρικοί μήνες πού πέρασε μέσα στην εντατική μονάδα του νοσοκομείου Λεμεσού την καθάρισαν ακόμη περισσότερο όπως το χρυσάφι μέσα στο καμίνι. Φαίνεται ήθελε να την λαμπικάρη ο Θεός, όπως χαρακτηριστικά έλεγε.
Ο πόνος μας είναι μεγάλος για τον χωρισμό, αλλά και η παρηγοριά μας εξ ίσου μεγάλη, διότι γνωρίζομε ότι θα πρεσβεύη η αξιομακάριστος και αείμνηστος εν Χριστώ αδελφή μας Μαρία, και για μας εκεί πού βρίσκεται

1821 «Ει αλλήλους δάκνετε και κατεσθίετε, βλέπετε μή ύπ' αλλήλων άναλωθήτε» (Γαλ. ε 15).

 


Η ΔΙΧΟΝΟΙΑ Η ΠΙΟ ΜΕΓΑΛΗ ΑΠΕΙΛΗ
ΜΙΑ ΕΘΝΙΚΗ επέτειος δεν είναι αφορμή για φτηνούς πανηγυρισμούς και ανεδαφικές προγονοπληξίες. Πρέπει να γίνεται αφετηρία εθνικής ανατάσεως και πνευματικής αναστάσεως. Ανεξάντλητη πηγή διδαγμάτων. Ή ιστορία είναι για να διδάσκει, όχι απλώς να επαναλαμβάνεται. Και διδάσκει αληθινά, όταν, ιδιαίτερα εμείς οι Έλληνες, δεν λησμονούμε τις καταστρεπτικές συνέπειες πού είχε ή διχόνοια χθες και σήμερα στον τόπο μας. Ό Βυζαντινός λόγιος της Αναγεννήσεως, παρακινώντας τούς ηγεμόνες της Ιταλίας να σταματήσουν τις διενέξεις τους, τούς παρότρυνε με τα έξης λόγια πού έχουν διαρκή επικαιρότητα:«Πιστέψτε σ' έναν πού έχει πείρα, πιστέψτε σ' έναν που έχει πάθει. Τίποτε άλλο δεν κατέστρεψε την δυστυχισμένη Ελλάδα παρά μόνο ή διχόνοια. Τίποτε άλλο δεν κατέστρεψε αυτό το μέρος της οικουμένης παρά μόνο οι εμφύλιοι πόλεμοι. Και όχι μόνο στα χρόνια που θυμόμαστε εμείς, αλλά και στα αρχαία χρόνια». Και όλα αυτά γιατί οι Έλληνες ευκολότερα θυσιάζουν τη ζωή τους παρά τον εγωισμό τους. Ούτε σκέπτονται τη θεόπνευστη προτροπή του αποστόλου Παύλου στους Γαλάτες: «Έάν δαγκώνετε και κατατρώτε ό ένας τον άλλο, προσέξτε μήπως άφανισθήτε μεταξύ σας».
ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΝΟΗ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ από εκατόν ενενήντα χρόνια Έλληνες και ξένοι σοβαροί ιστορικοί τονίζουν, ότι ή εθνεγερσία του 1821«έκηρύχθη, διεξήχθη και έπερατώθη» κάτω από την πνοή της Πίστεως στον Παντοδύναμο Κύριο και της αγάπης προς την Πατρίδα. Είναι τόσα τα τεκμήρια πού το βεβαιώνουν. Ή ζωή και το μαρτύριο των πρωταγωνιστών και αγωνιστών του Εικοσιένα, τα έγγραφα τους, οι απέριττες επιστολές τους, τα απομνημονεύματα τους, διαλαλούν αυτό πού τόσο επιγραμματικά υποστηρίζει ό θρυλικός στρατηγός Μακρυγιάννης: «Οι άγωνισταί βάσταξαν την θρησκεία τους τόσους αιώνες με τους Τούρκους -και τούς κάναν τόσα μαρτύρια και την βάσταξαν-και λευτέρωσαν και την Πατρίδα τους αύτείνοι με την θρησκεία τους, όπου ήταν πεντακόσιοι Τούρκοι εις τον αριθμόν και αύτείνοι ένας και χωρίς τα αναγκαία του πολέμου και την μάθησιν οι περισσότεροι- και τ' άρματα τους δεμένα με σκοινιά. Και ή πίστις εις τον Θεόν- λευτέρωσαν την πατρίδα». Αλλά αν οι λόγοι παρορμούν, τα παραδείγματα εμπνέουν. Και είναι πλήθος τα γεγονότα πού διακηρύττουν την πίστη των προγόνων μας και την αγάπη τους στην πατρίδα.
ΤΟ ΗΘΟΣ ΕΝΟΣ ΓΕΝΝΑΙΟΥ
ΤΟ ΗΘΟΣ ΤΏΝ πρωταγωνιστών της εθνικής παλιγγενεσίας και αναστάσεως του ελληνικού γένους από τον τουρκικό ζυγό φαίνεται και από το φωτεινό παράδειγμα ενός από τούς πιο γενναίους αγωνιστές τού 1821. Πρόκειται για τον γενναίο και ακέραιο, στην ειρήνη και στον πόλεμο, Νικήτα Σταματελόπουλο ή Νικηταρά. Έβγήκε από τον σκληρό αγώνα για την ελευθερία της σκλαβωμένης Πατρίδας με τον βαθμό τού στρατηγού, φορτωμένος με τη δόξα από τις πολλές νίκες και μάλιστα από εκείνη στα Δερβενάκια. Όταν κάποτε στο Ναύπλιο πήγαν τα παιδιά να ψάλουν τα κάλαντα, ό Νικηταράς δεν είχε τίποτα να τούς δώσει. Έζήτησε λοιπόν από τον θείο του, τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, δύο μετζίτια. Ό γέρος αφού τού τα έδωσε, τού είπε: «Δεν ντρέπεσαι, ρε Νικήτα, στρατηγός εσύ, να μήν έχεις δυο παράδες για τα παιδιά;» Και ό γενναίος Νικήτας απάντησε: «Δεν βαριέσαι, μπάρμπα, εγώ πολέμησα για να βλέπω τα παιδιά ελεύθερα, χαρούμενα και άφοβα. Τα λεφτά ας τα χαίρωνται άλλοι». Αυτοί ήσαν οι πραγματικοί ήρωες τού 1821. Γενναίοι, ανώτεροι άνθρωποι. Και γι' αυτό πέτυχαν, με τη βοήθεια τού Θεού, μεγάλα κατορθώματα. Μια χούφτα Έλληνες γονάτισαν μια πανίσχυρη αυτοκρατορία. Ηχηρή απάντηση στους πλαστογράφους της Ιστορίας, πού αντλώντας από το θολό περιεχόμενο της καρδιάς τους, αδυνατούν να ατενίσουν και να θαυμάσουν το ψυχικό μεγαλείο, τον ηρωισμό και την ανιδιοτέλεια των ηρώων τού 1821

«ΖΩΗ»24 Μαρτίου 2011

Δεν πρέπει να εμπιστευόμαστε ούτε να έχουμε το θάρρος μας ποτέ στον εαυτό μας.(Αγ. Νικοδήμου Αγιορείτου)

 


Το να μην εμπιστεύεσαι τον εαυτό σου, αγαπητέ αδελφέ μου, είναι τόσο αναγκαίο σ’ αυτόν τον πόλεμο, ώστε χωρίς αυτό να είσαι βέβαιος ότι όχι μόνο δε θα μπορέσεις να πετύχεις τη νίκη που επιθυμείς, αλλά ούτε καν να αντισταθείς στο παραμικρό. Κι αυτό να εντυπωθεί καλά στο νου σου. Γιατί εμείς αν και είμαστε διεφθαρμένοι στη φύση μας, από τον καιρό της παράβασης του Αδάμ, έχουμε σε μεγάλη υπόληψη τον εαυτό μας. Και ενώ αυτή η ιδέα στην πραγματικότητα δεν είναι παρά ένα τιποτένιο ψέμα, εμείς όμως νομίζουμε με μία απατηλή εντύπωση πως είμαστε κάτι. Αυτό είναι ένα ελάττωμα που αναγνωρίζεται πολύ δύσκολα από μας και αυτή η απατηλή ιδέα δεν είναι αρεστή στα μάτια του Θεού, ο οποίος αγαπά να έχουμε μία τίμια και ανόθευτη γνώση της αλήθειας. Να ξέρουμε δηλαδή ότι κάθε χάρη και κάθε αρετή μας, προέρχεται μόνον από Αυτόν που είναι η πηγή κάθε αγαθού. Από μας δεν μπορεί να προέλ­θει κανένα καλό ούτε κανένας καλός λογισμός που να πλησιάζει προς το Θεό. Αυτή είναι η σίγουρη αλήθεια, δηλαδή το να μην πιστεύουμε στον εαυτό μας. Αυτή η αλήθεια είναι δώρο της θείας Του χάριτος, την οποία συνηθίζει να τη δίνει στους αγαπημένους Του φίλους, άλλοτε με εμπνεύσεις και φωτισμούς του νου, άλλοτε με σκληρές δοκιμασίες και θλίψεις, άλλοτε με βίαιους και σχεδόν ανίκητους πειρασμούς και άλλοτε με άλλα μέσα που εμείς δεν καταλαβαίνουμε. Με όλα αυτά εργάζεται για τη σωτηρία μας ο Θεός και θέλει να γίνεται από τη μεριά μας εκείνο που ανήκει και είναι δυνατό από μας, δηλαδή η θεληματική διάθεση προς εργασία της σωτηρίας μας. Γι’ αυτό λοιπόν αδερφέ μου σου σημειώνω εδώ τέσσερις τρόπους με τους οποίους μπορείς με τη βοήθεια του Θεού να πετύχεις αυτή την έλλειψη πίστης στον εαυτό σου, δηλαδή το να μην εμπιστεύεσαι ποτέ τον εαυτό σου.
α) Ο πρώτος είναι να γνωρίσεις τη μηδαμινότητά σου και να συνειδητοποιήσεις ότι από μόνος σου δεν μπορείς να κάνεις κανένα καλό για το οποίο να αξιωθείς τη βασιλεία των ουρανών.
β) Ο δεύτερος είναι να ζητάς πολλές φορές βοήθεια απ’ το Θεό με θερμές και ταπεινές δεήσεις να γνωρίσεις τη μηδαμινό­τητά σου. Αυτό είναι δικό Του χάρισμα. Αν θέλεις να λάβεις τη γνώση της μηδαμινότητάς σου, πρέπει πρώτα να σκεφτείς γυμνό από αυτή τη γνώση τον εαυτό σου, αλλά και ολοκληρωτικά αδύνατο για να την αποκτήσεις από μόνος σου. Έπειτα να μιλήσεις ελεύθερα πολλές φορές μπροστά στη μεγαλειότητα του Θεού, και πιστεύοντας σταθερά ότι από το πέλαγος της ευσπλαχνίας Του θα σου τη δώσει, όταν αυτός κρίνει ότι είναι η ώρα. Γνώριζε και μην  αμφιβάλλεις καθόλου ότι θα την  απολαύσεις.

γ) Ο τρίτος τρόπος είναι να συνηθίσεις να φοβάσαι πάντα τον εαυτό σου και τους αναρίθμητους εχθρούς στους οποίους δεν είσαι ικανός να φέρεις την παραμικρή αντίσταση. Να φοβάσαι τη μακρόχρονη συνήθειά τους να πολεμούν, τις πανουργίες τους και τα στρατηγικά τους σχέδια, τις μεταμορφώσεις τους σε αγγέλους φωτός, τα αναρίθμητα τεχνάσματα και τις παγίδες που σου στήνουν κρυφά στον προσωπικό σου δρόμο της αρετής.
δ) Ο τέταρτος τρόπος είναι, όταν πέσεις σε κάποιο σφάλμα, να περάσεις πλέον έντονα στη σκέψη της απόλυτης αδυναμίας σου. Γιατί γι’ αυτό το σκοπό ο Θεός παραχώρησε να πέσεις σ’ αυτό, για να γνωρίσεις καλύτερα την ασθένειά σου. Έτσι με την πτώση σου να μάθεις όχι μόνο να περιφρονείς εσύ ο ίδιος τον εαυτό σου ως τιποτένιο αλλά και να θέλεις να περιφρονείσαι από τους άλλους ως αδύναμος. Χωρίς αυτή τη θέληση για περιφρόνηση δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί αυτή η ενάρετη απιστία προς τον εαυτό σου, η οποία έχει το θεμέλιο της στην αληθινή ταπείνωση και στη λεγόμενη έμπρακτη γνώση από τη δοκιμασία των πειρασμών.
Από τα παραπάνω ο καθένας βλέπει πόσο είναι αναγκαίο σε εκείνον που θέλει να ενωθεί με το ουράνιο άκτιστο φως το να γνωρίσει τον εαυτό του. Αυτήν τη γνώση η ευσπλαχνία του Θεού συνηθίζει να τη δίνει διαμέσου των πτώσεων στους υπερήφανους και όσους έχουν μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους. Αφήνοντάς τους δηλαδή με δίκαιο τρόπο να πέφτουν σε κάποιο σφάλμα, από το οποίο νόμιζαν πως μπορούν να φυλαχτούν. Έτσι να γνωρίσουν την αδυναμία τους και να μην πιστεύουν πλέον καθόλου στον εαυτό τους.
Αλλά αυτό το μέσο, με το οποίο αγωνίζεσαι και έχεις κακουχίες από την πτώση, δε συνηθίζει πάντα να το χρησιμοποιεί ο Θεός, παρά μόνο όταν τα άλλα μέσα, τα πιό ελεύθερα που είπαμε, (δηλαδή οι τρεις προηγούμενοι τρόποι) δεν προξενήσουν στον άνθρωπο αυτή την επίγνωση του εαυτού του. Τότε αφήνει τον άνθρωπο να πέσει σε σφάλματα μεγαλύτερα ή μικρότερα, ανάλογα με το αν είναι μεγαλύτερη ή μικρότερη η υπερηφάνεια και η υπόληψη που έχει στον εαυτό του. Ώστε, όπου δεν υπάρχει καμιά τέτοια εμπιστοσύνη στο εγώ, όπως η Παρθένος Μαρία που ταπεινώθηκε και αποδέχθηκε αμέσως το θέλημα του Κυρίου, εκεί αντίστοιχα δεν πρόκειται να υπάρξει καμιά πτώση. Λοιπόν, αν εσύ πέσεις, τρέξε αμέσως με το νου σου στην ταπεινή γνώση του εαυτού σου και με επίμονη προσευχή ζήτησε από το Θεό να σου δώσει το αληθινό φως, για να γνωρίσεις τη μηδαμινότητά σου. Και να μην πιστεύεις καθόλου στον εαυτό σου, αν θέλεις να μην ξαναπέσεις πάλι και μάλιστα σε χειρότερη βλάβη και φθορά.

(Αγ. Νικοδήμου Αγιορείτου, «Αόρατος πόλεμος», αποδ. στη Νεοελληνική Δ.Π.Νέστωρ)

Η πιο εύκολη αμαρτία.

 

Ξέρεις πόσο μεγάλη αμαρτία είναι να κρίνεις τον πλησίον; Παραγματικά, τι μπορεί να είναι βαρύτερο απ’ αυτό; Τί άλλο μισεί τόσο πολύ και αποστρέφεται ο Θεός σαν την κατάκριση; Όπως ακριβώς είπαν οι Πατέρες, δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα απ’ αυτήν.
Και όμως λένε ότι από αυτά τα μικροπράγματα φτάνει κανείς σ’ αυτό το τόσο μεγάλο κακό. Από το να δεχτεί μια μικρή υποψία για τον πλησίον, από το να λέει:  « Τί σημασία έχει αν ακούσω τί λέει αυτός ο αδελφός; Τί σημασία έχει αν πω και εγώ αυτόν τον λόγο; Τί σημασία έχει αν δω πού πάει αυτός ο αδελφός ή τί πάει να κάνει αυτός ο ξένος»; Αρχίζει ο νους να αφήνει τις δικές του αμαρτίες και ν’ απασχολείται με τη ζωή του πλησίον. Από εκεί φτάνει κανείς στην κατάκριση, στην καταλαλιά, στην εξουδένωση. Από εκεί πέφτει σ’ όσα κατακρίνει. Επειδή δεν φροντίζει για τις δικές του κακίες, επειδή δεν κλαίει, όπως είπαν οι Πατέρες, τον πεθαμένο εαυτόν του, δεν μπορεί σε τίποτα απολύτως να διορθώσει τον εαυτόν του, αλλά πάντοτε απασχολείται με τον πλησίον. Και τίποτα δεν παροργίζει τόσο το Θεό, τίποτα δεν ξεγυμνώνει τόσο τον άνθρωπο και δεν τον οδηγεί στην εγκατάλειψη, όσο η καταλαλιά, η κατάκριση και η εξουδένωση του πλησίον.
Γιατί άλλο πράγμα είναι η καταλαλιά και άλλο η κατάκριση και άλλο η εξουδένωση.
  • Καταλαλιά είναι το να διαδίδεις με λόγια τις αμαρτίες και τα σφάλματα του πλησίον π.χ. ο τάδε είπε ψέματα, οργίστηκε ή πόρνευσε ή κάτι τέτοιο έκαμε. Λέγοντας όλα αυτά, ήδη κανείς «καταλαλεί», δηλαδή, μιλάει με εμπάθεια εναντίον κάποιου, συζητάει με εμπάθεια για το αμάρτημά του.
  • Κατάκριση είναι το να κατηγορήσει κανείς τον ίδιο τον άνθρωπο, λέγοντας ότι αυτός είναι ψεύτης, είναι οργίλος, είναι πόρνος. Γιατί έτσι κατέκρινε την ίδια τη διάθεση της ψυχής του και έβγαλε συμπέρασμα για όλη τη ζωή του, λέγοντας ότι είναι τέτοια η ζωή του, τέτοιος είναι αυτός και σαν τέτοιο τον κατέκρινε. Και αυτό είναι πολύ μεγάλη αμαρτία. Γιατί είναι άλλο να πει κανείς ότι κάποιος οργίστηκε και άλλο να πει ότι κάποιος είναι οργίλος και να βγάλει συμπέρασμα, όπως είπα, για όλη του τη ζωή. Και τόσο πιο βαριά από κάθε άλλη αμαρτία είναι η κατάκριση, ώστε και ο ίδιος ο Χριστός να φτάσει να πεί: « Υποκριτή, βγάλε πρώτα από το μάτι σου το δοκάρι, και τότε κοίταξε να βγάλεις την αγκίδα από το μάτι του αδελφού σου» (Λουκ. 6, 42). Και παρομοίασε τη μεν αμαρτία του πλησίον με αγκίδα, τη δε κατάκριση με δοκάρι. Τόσο πολύ βαριά είναι η κατάκριση που ξεπερνάει σχεδόν κάθε άλλη αμαρτία…
Γιατί να μην κατακρίνουμε καλύτερα τους εαυτούς μας και τα ελαττώματα μας, που τα ξέρουμε πολύ καλά και που γι’ αυτά θα δώσουμε λόγο στο Θεό; Γιατί αρπάζουμε την κρίση από το Θεό; Τί ζητάμε από το πλάσμα Του;Γιατί θέλουμε να πάρουμε επάνω μας τα βάρη των άλλων; Εμείς έχουμε τι να φροντίσουμε, αδελφοί μου. Καθένας ας έχει το νου του στον εαυτόν του και στις αμαρτίες του. Μόνο ο Θεός μπορεί είτε να δικαιώσει είτε να κατακρίνει τον καθένα, γιατί Αυτός μόνο ξέρει του καθενός την κατάσταση και τη δύναμη και το περιβάλλον και τα χαρίσματα και την ιδιοσυγκρασία και τις ιδιαίτερες ικανότητές του και κρίνει σύμφωνα μ’ όλα αυτά, όπως Αυτός μόνον γνωρίζει. Διαφορετικά, βέβαια, κρίνει ο Θεός τα έργα του επισκόπου και διαφορετικά του άρχοντα, αλλιώς του ηγουμένου και αλλιώς του υποτακτικού, αλλιώς του νέου και αλλιώς του γέρου, αλλιώς του άρρωστου και αλλιώς του γερού. Και ποιός μπορεί να κρίνει σύμφωνα μ’ αυτές τις προϋποθέσεις παρά μόνον Αυτός που δημιούργησε τα πάντα, Αυτός που έπλασε τα πάντα και γνωρίζει τα πάντα;…
Τίποτα απολύτως δεν μπορεί να ξέρει ο άνθρωπος από τις βουλές του Θεού. Μόνον Αυτός είναι Εκείνος που καταλαβαίνει τα πάντα και είναι σε θέση να κρίνει τον καθένα, όπως μόνος αυτός γνωρίζει.
Πραγματικά, συμβαίνει να κάνει κάποιος αδελφός μερικά πράγματα με απλότητα. Αυτή όμως η απλότητα ευαρεστεί στο Θεό περισσότερο από ολόκληρη τη δική σου ζωή. Και συ κάθεσαι και τον κατακρίνεις και κολάζεις τη ψυχή σου; Και αν κάποτε υποκύψει στην αμαρτία, πως μπορείς να ξέρεις πόσο αγωνίστηκε και πόσο αίμα έσταξε, πρίν κάνει το κακό, ώστε να φτάνει να μοιάζει η αμαρτία του σχεδόν σαν αρετή στα μάτια του Θεού; Γιατί ο Θεός βλέπει τον κόπο του και τη θλίψη που δοκίμασε, όπως είπα, πρίν να κάνει το κακό, και τον ελεεί και τον συγχωρεί. Και ο μεν Θεός τον ελεεί, εσύ δε τον κατακρίνεις, και χάνεις τη ψυχή σου; Που ξέρεις ακόμα και πόσα δάκρυα έχυσε γι’ αυτό, ενώπιον του Θεού; Και συ μεν έμαθες την αμαρτία, δεν ξέρεις όμως τη μετάνοια. Μερικές φορές μάλιστα δεν κατακρίνουμε μόνο, αλλά και εξουδενώνουμε.
  • Εξουδένωση είναι όταν, όχι μόνον κατακρίνει κανείς κάποιον, αλλά και τον εκμηδενίζει, σαν να τον αποστρέφεται και τον σιχαίνεται σαν κάτι αηδιαστικό. Αυτό είναι ακόμα χειρότερο καο πολύ πιο καταστρεπτικό από την κατάκριση.
Όσοι όμως θέλουν να σωθούν δεν προσέχουν καθόλου τα ελαττώματα του πλησίον, αλλά προσέχουν πάντοτε τις δικές τους αδυναμίες και έτσι προκόβουν. Σαν εκείνον που είδε τον αδελφό του να αμαρτάνει και στενάζοντας βαθιά είπε: «Αλλοίμονο μου, γιατί σήμερα πέφτει αυτός, οπωσδήποτε αύριο θα πέσω εγώ». Βλέπεις με ποιό τρόπο επιδιώκει τη σωτηρία του, πως προετοιμάζει τη ψυχή του; Πώς κατάφερε να ξεφύγει αμέσως από την κατάκριση του αδελφού του; Γιατί λέγοντας ότι:  «Οπωσδήποτε θα αμαρτήσω και εγώ αύριο» έδωσε την ευκαιρία στον εαυτόν του ν’ ανησυχήσει και να φροντίσει για τις αμαρτίες που επρόκειτο δήθεν να κάνει. Και μ’ αυτό τον τρόπο ξέφυγε την κατάκριση του πλησίον. Και δεν αρκέστηκε μέχρις εδώ, αλλά κατέβασε τον εαυτόν του χαμηλότερα απ’ αυτόν που αμάρτησε λέγοντας: « Και αυτός μεν μετανοεί για την αμαρτία του, εγώ όμως δεν είναι σίγουρο ότι θα μετανοήσω, δεν είναι σίγουρο ότι θα τα καταφέρω, δεν είναι σίγουρο ότι θα έχω τη δύναμη να μετανοήσω».
Βλέπεις το φωτισμό της θείας αυτής ψυχής; Γιατί όχι μόνον κατάφερε να ξεφύγει από την κατάκριση του πλησίον, αλλά έβαλε τον εαυτό της πιο κάτω απ’ αυτόν.
Και εμείς οι άθλιοι, εντελώς αδιάκριτα, κατακρίνουμε, αποστρεφόμαστε, εξευτελίζουμε, αν δούμε ή αν ακούσουμε ή αν υποψιαστούμε  κάτι. Και το χειρότερο είναι ότι δεν σταματάμε μέχρι τη ζημιά που κάνουμε στον εαυτό μας, αλλά συναντάμε και άλλον αδελφό και αμέσως του λέμε: « Αυτό και αυτό έγινε». Και του κάνουμε κακό βάζοντας στην καρδιά του αμαρτίες… Αλλά ενώ κάνουμε διαβολικό έργο δεν ανησυχούμε κιόλας. Γιατί, τι άλλο έχει να κάνει ο διάβολος από το να ταράζει και να βλάπτει; Και γινόμαστε συνεργάτες των δαιμόνων και για τη δική μας καταστροφή και για του πλησίον…
Από ποιό άλλο λόγο τα παθαίνουμε αυτά, παρά από το ότι δεν έχουμε αγάπη; Γιατί αν είχαμε αγάπη και συμπαθούσαμε και πονούσαμε τον πλησίον μας, δεν θα είχαμε το νου μας στα ελαττώματα του πλησίον…Αν είχαμε αγάπη, η ίδια η αγάπη θα σκέπαζε κάθε σφάλμα, όπως ακριβώς έκαναν οι άγιοι, όταν έβλεπαν τα ελαττώματα των ανθρώπων. Γιατί μήπως είναι τυφλοί οι άγιοι και δεν βλέπουν τα αμαρτήματα; Και ποιός μισεί τόσο πολύ την αμαρτία όσο οι άγιοι; Και όμως δεν μισούν εκείνον που αμαρτάνει, ούτε τον κατακρίνουν, ούτε τον αποστρέφονται, αλλά υποφέρουν μαζί του, τον συμβουλεύουν, τον παρηγορούν, τον γιατρεύουν σαν άρρωστο μέλος του σώματός τους. Κάνουν τα πάντα για να τον σώσουν…Με την μακροθυμία και την αγάπη τραβούν τον αδελφό και δεν τον απωθούν, ούτε τον σιχαίνονται…
Ας αποκτήσουμε λοιπόν και εμείς αγάπη, ας αποκτήσουμε ευσπλαχνία για τον πλησίον. Και έτσι θ’ αποφεύγουμε να καταλαλούμε, να κατακρίνουμε, να εξουδενώνουμε τους άλλους. Ας βοηθήσουμε ο ένας τον άλλον σαν να είμαστε μέλη του ίδιου σώματος…
Ο Θεός ας μας αξιώσει να προσέχουμε όσα μας συμφέρουν πνευματικά και να τα εφαρμόζουμε. Γιατί όσο φροντίζουμε και ενδιαφερόμαστε να εφαρμόζουμε όσα ακούμε, τόσο περισσότερο μας φωτίζει ο Θεός πάντοτε και μας διδάσκει το θέλημά Του.

(Αββά Δωροθέου, Έργα Ασκητικά, Εκδόσεις «Ετοιμασία», Ι. Μ. Αγίου Ιωάννου Προδρόμου Καρέα,  Στ΄ Διδασκαλία (αποσπάσματα).

Πού βρίσκονται οι ψυχές των αμαρτωλών που πέθαναν αμετανόητοι και ασυγχώρητοι; ( Οσίου Θεοφάνη του Εγκλείστου)

 






Αμέσως μετά το σωματικό θάνατο του ανθρώπου, είτε ενάρετου είτε αμαρτωλού, η ψυχή του υφίσταται τη λεγόμενη μερική-ατομική κρίση. Κρίνεται, δηλαδή, σε μια πρώτη φάση από το Θεό και στη συνέχεια τοποθετείται σ’ έναν υπεραισθητό χώρο, όπου, περιμένοντας την τελική και καθολική Κρίση, προγεύεται είτε την ευφροσύνη του παραδείσου, αν ήταν δίκαιη, είτε το βασανισμό της κολάσεως, αν ήταν αμαρτωλή και δεν μετανόησε ως την ώρα της εξόδου της από το σώμα. Περιορισμένες, λοιπόν, σ’ αυτόν το χώρο, τον καθορισμένο από τον Κύριο και γνωστό μόνο σ’ Αυτόν, οι ψυχές των αμετανόητων αμαρτωλών περιμένουν με τρόμο, φρίκη και οδύνη τη στιγμή της οριστικής τους καταδίκης.

Η στάση μας απέναντι στη ζωή και το θάνατο.
Η επιθυμία σας να ζήσετε είναι φυσική και δεν έχει τίποτε το εφάμαρτο. Ωστόσο η χριστιανική στάση απέναντι στη ζωή και το θάνατο είναι: «Το θέλημα του Κυρίου γινέσθω» (Πράξ. 21:14). Γιατί, όπως λέει ο απόστολος Παύλος, κανένας μας δεν ζει για τον εαυτό του και κανένας μας δεν πεθαίνει για τον εαυτό του. Όταν ζούμε, ζούμε για τον Κύριο. Και όταν πεθαίνουμε, πεθαίνουμε για τον Κύριο. Είτε, λοιπόν, ζούμε είτε πεθαίνουμε, σ’ Εκείνον ανήκουμε (Ρωμ. 14:7-8). Αυτή τη διάθεση πρέπει να καλλιεργήσουμε μέσα μας, διώχνοντας κάθε φόβο και κάθε ανησυχία.
«Πώς να παρουσιαστώ στον Κύριο, όταν πεθάνω;», αναρωτιέστε. Να παρουσιαστείτε έχοντας καθαριστεί από τις αμαρτίες σας με τη μετάνοια και την Εξομολόγηση, έχοντας λάβει το εφόδιο της αιώνιας ζωής, τα άχραντα Μυστήρια του Χρίστου, έχοντας στο νου σας αγαθούς λογισμούς και στην καρδιά σας άγια αισθήματα -πίστη, ελπίδα, ταπείνωση, φόβο Θεού… Τα αισθήματα αυτά αντικαθιστούν όλα τα καλά έργα, που η αρρώστια δεν σας επιτρέπει να κάνετε.

(Οσίου Θεοφάνους του Εγκλείστου, «Χειραγωγία στην πνευματική ζωή», Ι. Μ. Παρακλήτου)

Η Ευρώπη ακυρώνει τα Χριστούγεννα!

Tα Χριστούγεννα είναι μια γιορτή που γιορτάζουμε όχι ως άτομα ούτε ως έθνος, αλλά ως ανθρώπινη οικογένεια [Ronald Reagan] Ένα σχεδόν σπαρακτ...