Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Κυριακή, Μαΐου 01, 2011

Λάμπρος Κ. Σκόντζος, Ο Απόστολος Θωμάς

Ο Απόστολος Θωμάς
Λάμπρου Κ. Σκόντζου, Θεολόγου - Καθηγητού
Το όνομά του στην αραμαϊκή γλώσσα «Τέομα» σημαίνει δίδυμος. Στο ιερό Ευαγγέλιο του δίδεται όντως η προσωνυμία «Δίδυμος» (Ιωάν.11,16). Οι αγιογραφικές πληροφορίες για το Θωμά είναι σχετικά λίγες και γι' αυτό έχουν εγερθεί κατά καιρούς αυθαίρετες ερμηνείες για το πρόσωπό του. Προσπάθησαν να εντοπίσουν τίνος δίδυμος αδελφός ή αδελφής υπήρξε. Κάποιοι τον ταυτίζουν με τον αναφερόμενο από τον Ματθαίο (13,55) αδελφόθεο Ιούδα. Μάλιστα οι πολέμιοι του Χριστού συγγραφείς υποστηρίζουν ότι αυτός υπήρξε δίδυμος αδελφός του Κυρίου, παρά τις αντίθετες μαρτυρίες των Ευαγγελίων, θέλοντας να πλήξουν την υπερφυσική ενανθρώπηση του Θεού Λόγου! Αρχαία παράδοση, την οποία αποδέχεται η Εκκλησία μας ο Θωμάς ήταν δίδυμος αδελφός κάποιας Λυδίας ή Λυσίας. Κάποιοι άλλη παράδοση αναφέρει ότι ήταν δίδυμος αδελφός κάποιου Ελεάζαρου.
Ο Θωμάς καταγόταν από την Αντιόχεια, σε αντίθεση με την πλειοψηφία των μαθητών, που ήταν Γαλιλαίοι (Ιωάν.21,2). Κλήθηκε από τον Κύριο να τον ακολουθήσει και αυτός υπάκουσε (Ματθ.10,3.Μάρκ.3,18.Λουκ.6,15). Γενικά υπήρξε από τους πιο αφοσιωμένους μαθητές, τον οποίο διέκρινε το θάρρος. Όταν οι άλλοι μαθητές προσπαθούσαν να αποτρέψουν το Χριστό να μεταβεί στη Βηθανία να αναστήσει το Λάζαρο, για το φόβο κακοποιήσεώς τους από τους φανατικούς Ιουδαίους, ο Θωμάς αψηφώντας τον κίνδυνο τους είπε: «άγωμεν και ημείς ίνα αποθάνωμεν μετ΄ αυτού» (Ιωάν.11,16). Ταυτόχρονα υπήρξε και σχετικά ορθολογιστής. Στο Μυστικό Δείπνο δε δίστασε να ρωτήσει τον Κύριο: «Κύριε, ουκ οίδαμεν που υπάγεις και πως δυνάμεθα την οδόν ειδέναι;» (Ιωάν.14,5). Επίσης ήταν και σκεπτικιστής και δύσπιστος. Για να πιστέψει στην Ανάσταση του Κυρίου ζήτησε να έχει απτή βεβαίωση, να ψηλαφίσει με τα ίδια του τα χέρια τις πληγές του διδασκάλου του. Μετά την ψηλάφηση ομολόγησε με ενθουσιασμό και αυθορμητισμό: «Ο Κύριός μου και ο Θεός μου» (Ιωάν.20,28).
Αρχαία παράδοση αναφέρει ότι κήρυξε το Ευαγγέλιο στην Περσία και την αχανή χώρα των Ινδιών. Ως τα σήμερα θεωρείται ο φωτιστής των χωρών αυτών. Το τέλος της ζωής του υπήρξε μαρτυρικό. Οι φανατικοί ειδωλολάτρες τον θανάτωσαν δια λογχισμού. Η μνήμη του εορτάζεται στις 6 Οκτωβρίου.
Στο όνομα του Θωμά έχουν διασωθεί τρία απόκρυφα κείμενα του 2ου μ. Χ. αιώνα. Πρόκειται αναμφίβολα για ψευδεπίγραφα κείμενα αρχαίων αιρετικών γνωστικών, οι οποίοι θέλοντας να δώσουν κύρος στις αιρετικές τους δοξασίες, τις απέδωσαν στον απόστολο Θωμά.
Αποστολική Διακονία - Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΘΩΜΑΣ

Στέργιος Ν. Σάκκος, Μια… ασυνήθιστη απιστία!

Μια… ασυνήθιστη απιστία!

Τοῦ κ. Στεργίου Ν. Σάκκου, Ὁμοτ. Καθηγητοῦ Α.Π.Θ.

Καθολική η απιστία
«Τη μια των σαββάτων, και των θυρών κεκλεισμένων όπου ήσαν οι μαθηταί συνηγμένοι διά τον φόβον των Ιουδαίων, ήλθεν ο Ιησούς και έστη εις το μέσον» (Ιω 20,19). Ο Κύριος σ’ αυτή του την εμφάνιση πιστοποιεί στους μαθητές του την Ανάστασή του, συγχρόνως όμως τους οπλίζει μ’ ένα δικαίωμα αναφαίρετο, το δικαίωμα να συγχωρούν τις αμαρτίες των ανθρώπων. Αλλά την ώρα αυτή λείπει από ανάμεσά τους ο Θωμάς. Όταν επιστρέφει, στη συνταρακτική πληροφορία των μαθητών «εωράκαμεν τον Κύριον» παίρνει στάση εντελώς αρνητική. Θέτει ως όρο για να πιστέψει ένα τεκμήριο πολύ ορθολογιστικό· «εάν μη ίδω εν ταις χερσίν αυτού τον τύπον των ήλων, και βάλω τον δάκτυλόν μου εις τον τύπον των ήλων, και βάλω την χείρα μου εις την πλευράν αυτού, ου μη πιστεύσω» (Ίω 20,25). Ο Θωμάς απαιτεί όχι απλώς να δει τις πληγές του Ιησού, αλλά να βάλει και το ίδιο του το δάχτυλο για να ψηλαφήσει τα σημάδια των πληγών του. Και δεν αρκείται μόνο στην αφή του δαχτύλου του, αλλά ζητά ν’ αγγίξει τις πληγές με ολόκληρη την παλάμη του, για να σιγουρευτεί απόλυτα.
Πολλοί ταυτίζουν αυτή την απιστία του Θωμά με την αμαρτωλή απιστία των συγχρόνων άπιστων. Γι’ αυτό, θεωρούν την απιστία του μαθητή ως πτώση του και τον ονομάζουν άπιστο, αποδίδοντας στο χαρακτηρισμό αυτό σαφώς αμαρτωλή σημασία. Μάλιστα διάφορα απόκρυφα της αρχαιότητας ή σύγχρονα λογοτεχνικά έργα παρουσιάζουν το Θωμά να κλαίει, μετανιωμένος για την απιστία του.
Όλα αυτά, βέβαια, είναι παρανοήσεις ανθρώπων oι οποίοι ούτε το βαθύτερο νόημα αυτής της απιστίας αντιλήφθηκαν καλά ούτε και τις λεπτομέρειες της Αναστάσεως κατανόησαν. Διότι το πνεύμα των ευαγγελιστών είναι ότι όλοι οι μαθητές και οι μαθήτριες του Χριστού ήταν άπιστοι απέναντι στην Ανάσταση. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα από τα παρακάτω περιστατικά:
•Πριν ακόμη σταυρωθεί ο Κύριος, ορίζει μελλοντική συνάντηση με τους μαθητές του· «μετά το εγερθήναί με προάξω υμάς εις την Γαλιλαίαν» (Μαρκ. 14,28). Επίσης, ο άγγελος του μνήματος και ο αναστημένος Κύριος παραγγέλλουν με τις μυροφόρες στους μαθητές «ίνα απέλθωσιν εις την Γαλιλαίαν» (Ματθ. 28,10). Αλλά οι μαθητές δεν τις πιστεύουν και δεν εκτελούν την πρόσκληση. Έτσι ο Ιησούς αναγκάζεται να τους συναντήσει εκεί που τους είχε αφήσει πριν από τη σύλληψή του, στα Ιεροσόλυμα. Κι όταν οι απόστολοι πληροφορούνται από τη Μαρία τη Μαγδαληνή, την Ιωάννα, τη Μαρία τη μητέρα του Ιακώβου κι από τις άλλες μυροφόρες ότι είδαν τον Κύριο αναστημένο, «εφάνησαν ενώπιον αυτών ωσεί λήρος το ρήματα αυτών, και ηπίστουν αυταίς» (Λουκ. 24,11).
•Άπιστοι αποδεικνύονται και οι δύο μαθητές που πορεύονταν προς Εμμαούς. Ύστερα από τόσες ειδήσεις που άκουσαν για την Ανάσταση, περίλυποι εγκαταλείπουν τη συντροφιά τους και απελπισμένοι πλέον ομολογούν στον άγνωστο συνοδοιπόρο τους- «ημείς δε ηλπίζομεν ότι αυτός έστιν ο μέλλων λυτρούσθαι τον Ισραήλ» (Λουκ. 24,21). Ελπίζαμε· τώρα όχι, διότι όλες οι ελπίδες μας διαψεύστηκαν.
•Την ίδια νοοτροπία συναντούμε και στις μυροφόρες. Παρά τις προρρήσεις του Ιησού ότι «τη τρίτη ημέρα αναστήσεται» (Ματθ. 20,19), έρχονται στο μνήμα με μύρα, πρωί-πρωί, για να εκτελέσουν τα νεκρικά έθιμα της εποχής τους.
Ώστε απολύτως κανείς από τους μαθητές, ούτε γυναίκα ούτε άνδρας, δεν πιστεύει στην ανάσταση του Χριστού πριν να τον δει ο ίδιος προσωπικά αναστημένο. Κι ούτε κανείς δίνει βαρύτητα στις βεβαιώσεις των άλλων, ότι είδαν τον αναστάντα Κύριο. Αλλά και κανείς δεν αμφέβαλε ποτέ για την Ανάσταση μετά από την προσωπική συνάντησή του με τον αναστημένο Ιησού. Όλο αυτό έγινε για να είναι αιώνια μαρτυρία ότι η Ανάσταση είναι γεγονός αληθινό και ιστορικό. Σε κανέναν μαθητή αυτή η απιστία δεν έχει κάτι αμαρτωλό και δεν έχει καμιά σχέση με τη συνηθισμένη απιστία των ανθρώπων στα θεία. Όποιος μαθητής κι αν ήταν θα έδειχνε την απιστία του Θωμά, αν βρισκόταν στη θέση του. Επιπλέον η πίστη του Θωμά μετά από την αυτοψία δεν έχει καμιά σχέση με τη μετάνοια του αμαρτωλού. Απλώς πείστηκε, όπως κι οι άλλοι μαθητές όταν είδαν τον Κύριο ζωντανό ανάμεσά τους.
Η ομολογία του Θωμά
Μετά από οκτώ ήμερες, πάλι την πρώτη ημέρα της εβδομάδος, δηλαδή την Κυριακή, ο Ιησούς εμφανίστηκε και χαιρέτησε τους μαθητές του με τον ίδιο τρόπο. Και αμέσως, σαν να ήταν ενημερωμένος για τις αντιρρήσεις του Θωμά, απευθύνεται προς αυτόν «φέρε τον δάκτυλόν σου ώδε και ίδε τας χείρας μου, και φέρε την χείρα σου και βάλε εις την πλευράν μου, και μη γίνου άπιστος, αλλά πιστός» (Ιωαν. 20,27). Η τελευταία έκφραση σημαίνει· «και μην εξακολουθείς να απιστείς, αλλά πίστευε», ή «και βάλε τέρμα στην αμφιβολία σου». Ασφαλώς ο Θωμάς πίστεψε, μόλις είδε τον Ιησού. Αλλά ο Ιησούς του επέβαλε να κάνει, παρά τη θέλησή του, κι εκείνα που ο ίδιος ο Θωμάς έθετε ως όρο για να πιστέψει. Αυτό εκφράζουν τα ρήματα «φέρε» και «βάλε».
Και καθώς είναι απόλυτα πεπεισμένος πλέον, αναφωνεί· «ο Κύριος μου και ο Θεός μου». Η ονομαστική εδώ εκλαμβάνεται ως κλητική. Έτσι συνήθως συμβαίνει στα αγιογραφικά κείμενα που εβραΐζουν. Στην αποκαλυπτική ομολογία του Θωμά ο Ιησούς απαντά· «ότι εώρακάς με, πεπίστευκας· μακά­ριοι οι μη ιδόντες και πιστεύοαντες» (Ιωαν. 20,29). Το ότι είναι μακάριοι «οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες», δεν μειώνει καθόλου την πίστη των ένδεκα μαθητών και όλων των άλλων που υπήρξαν αυτόπτες της Αναστάσεως. Διότι οι αυτόπτες ούτε για την πίστη τους στην Ανάσταση είναι αξιέπαινοι ούτε για την απιστία τους αξιοκατάκριτοι. Ούτε η απιστία τους εκείνη είναι αμαρτία ούτε η πίστη τους θεωρείται σπουδαίο πράγμα. Δεν έχει καμία απολύτως σημασία εδώ η πνευματική αξία του καθενός. Τώρα προέχει να θεμελιωθεί η αλήθεια της χριστιανικής πίστεως, της οποίας κέντρο είναι η Ανάσταση. Και το παράδοξο είναι ότι ο Χριστός πρώτα θεμελιώνει την αλήθεια αυτή ιστορικά κι έπειτα πνευματικά, αδιαφορώντας τελείως μήπως τυχόν μειωθεί το πρόσωπο των μαθητών του. Έχει στόχο του να εδραιώσει τα θεμέλια της Αναστάσεώς του ιστορικά και ας απαιτείται γι’ αυτό, ως πάρα πολύ χρήσιμο υλικό, η απιστία των μαθητών και η στενότητα της αντιλήψεώς τους.
Εφόσον, λοιπόν, η Ανάσταση είναι γεγονός αληθινό, θα ήταν πολύ ωραίο για τους μαθητές να πιστεύσουν από την αρχή σ’ αυτή. Σύμφωνα με τις προρρήσεις του Ιησού ότι «ο υιός του ανθρώπου θα παραδοθεί εκεί στους αρχιερείς και τους γραμματείς και θα τον καταδικάσουν σε θάνατο….και την τρίτη μέρα θ’ αναστηθεί» (Ματθ. 20,18-19), δεν έπρεπε οι μαθητές καθόλου να σκανδαλισθούν από το θάνατό του, ούτε να φοβηθούν, άλλα να τρέξουν στη Γαλιλαία και να περιμένουν τον Ιησού αναστημένο. Μια τέτοια συμπεριφορά θα ήταν μνημείο πίστεως, θά θύμιζε την πίστη του γενάρχη τους Αβραάμ και ουσιαστικά δεν θα έθιγε την αλήθεια της Αναστάσεως. Όμως ο Κύριος χρειαζόταν ιστορικά θεμέλια για την απιστία των ανθρώπων του μέλλοντος, γι’ αυτό του ήταν απαραίτητη όλη εκείνη η αθλιότητα των μαθητών, που κορυφώθηκε από τη στιγμή που έμαθαν ότι ο τάφος του Χριστού είναι άδειος. Φυσικά αυτή η άθλια εικόνα, που παρουσιάζουν οι μαθητές απέναντι στο γεγονός της Αναστάσεως, τους μειώνει στη συνείδηση κάποιου που δεν μπορεί να εμβαθύνει στα πράγματα. Ο Ιησούς όμως φροντίζει πρώτα να θεμελιώσει την αλήθεια για την έγερσή του και έπειτα να διορθώσει τους ανθρώπους του. Η πνευματική προκοπή των προσώπων εξαρτάται πάντοτε από τη γενική θεμελίωση και προκοπή της Εκκλησίας. Πολλά και μεγάλα διδάγματα βγαίνουν από την τακτική αυτή του Ιησού.
Η ομολογία του Θωμά «ο Κύριος μου και ο Θεός μου» είναι από τις μεγαλύτερες αποδείξεις της θεότητας του Χριστού. Η ονομασία «ο Κύριος μου και ο Θεός μου» στην Παλαιά Διαθήκη αποδίδεται στον Γιαχβέ. Αλλά στη Καινή Διαθήκη ο Χριστός είναι ο Γιαχβέ και η Ανάσταση η ισχυρότερη απόδειξη αυτής της αλήθειας. Γι’ αυτό ο Θωμάς μόλις είδε ζωντανό το Χριστό, με την αναφώνησή του τον ταυτίζει με τον Θεό της Παλαιάς Διαθήκης.
Ο Χριστός κι άλλες φορές εμφανίζεται αναστημένος «τη μια των σαββάτων». Κι αυτή τη μέρα αποφασίζει να στείλει το άγιο Πνεύμα στους αποστόλους του. Έμμεσα τους δηλώνει πως αυτή η μέρα είναι δική του, την έχει σφραγίσει για τον εαυτό του και του ανήκει ολόκληρη. Από την ιστορική συνέχεια φαίνεται πως οι μαθητές αυτό το πρόγραμμα του Κυρίου το αντιλαμβάνονται σωστά. Διότι αυτή τη μέρα ορίζουν ως ημέρα αργίας και λατρείας, ημέρα εκκλησιασμού και κλάσεως του άρτου και την ονομάζουν Κυριακή. Έτσι καινή διαθήκη, καινή ζωή, καινή πίστη, καινό πάσχα, καινή εντολή, καινό σαββατισμό έχουμε κατά την πρώτη και όχι την τελευταία ημέρα της εβδομάδας. Τερματίζεται πλέον η μωσαϊκή θρησκεία και εγκαινιάζεται η χριστιανική πίστη.
(Από το βιβλίο του κ. Στεργ.Ν.Σάκκου, «Αληθώς Ανέστη ο Κύριος»)
Πηγή ΑΚΤΙΝΕΣ

Υποχρεωτικό μάθημα Θρησκευτικών στις ώρες που διδάσκεται μέχρι σήμερα στο Λύκειο ζητά ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος

Στην Ημερίδα για τα Θρησκευτικά στο Λύκειο που πραγματοποιήθηκε στο Διορθόδοξο Κέντρο της Εκκλησίας της Ελλάδος και ολοκληρώθηκε σήμερα το μεσημέρι μίλησε και ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Ιερώνυμος. Ο Αρχιεπίσκοπος τόνισε ότι είναι πολύ σημαντικό το ζήτημα του μαθήματος των Θρησκευτικών και για την αντιμετώπιση του εργάζονται τόσο η Διαρκής Ιερά Σύνοδος όσο και η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος. Ειδικότερα για το ζήτημα του μαθήματος των Θρησκευτικών στο Λύκειο ο Αρχιεπίσκοπος πρότεινε την υποχρεωτική διδασκαλία του μαθήματος και στις τρεις τάξεις του Λυκείου και για δύο ώρες στην Α΄ τάξη, δύο ώρες στη Β΄ τάξη και μία στη Γ΄τάξη. Ουσιαστικά ο Αρχιεπίσκοπος ζήτησε τη διατήρηση της υποχρεωτικότητας των Θρησκευτικών σε όλες τις τάξεις του Λυκείου και τη διδασκαλία του για όσες ώρες διδάσκεται μέχρι σήμερα...
Ο Αρχιεπίσκοπος αναφέρθηκε επίσης στην επικείμενη συνάντησή του με τον πρωθυπουργό και τόνισε πως η Εκκλησία είναι έτοιμη να συνδράμει στην αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης με την αξιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας για το καλό όλων των πολιτών.

Κυριακή του Θωμά – Απιστία και θεία συγκατάβαση



undefined

Απιστία και θεία συγκατάβαση

α) Η θεία συγκατάβαση ως συνέχεια του μυστηρίου της θείας κένωσης δεν περιορίζεται στον Σταυρό και την ταφή. Συνεχίζεται και μετά την Ανάσταση.
Γράφει ο π. Βασίλειος Ι. Καλλιακμάνης
Ο αναστάς Κύριος δεν ήλθε να επιβάλει βιαίως το χαρμόσυνο μήνυμα της Αναστάσεως στους ανθρώπους. Ούτε τους υποχρέ-σε να το ασπασθούν απροϋπόθετα. Αποδέχεται και ως δοξασμένος Κύριος να γίνει αντικείμενο έρευνας. Αναγνωρίζει στον Θωμά τη λογική αδυναμία να πιστέψει και συγκαταβαίνει για μια ακόμη φορά στην ανθρώπινη αμφισβήτηση.
β) Ας δούμε όμως συνοπτικά το περιεχόμενο του σημερινού ευαγγε-λί-ου, όπως περιγράφεται από τον ευαγγελιστή Ιωάννη (Ιωάν. 20.19-29). Μετά τη σταύρωση και την ταφή του Ιησού οι μαθητές σκορπίστηκαν και φόβος κατέλαβε τις ψυχές τους. Ο διδάσκαλός τους είχε θανατωθεί με ατιμωτικό θάνατο. Και οι ίδιοι κινδύ-νευαν από τη μήνη των γραμματέων και Φαρισαίων. Συγχρόνως με δυσπιστία άκουγαν τις διαβεβαιώσεις των μυροφόρων γυναικών, ότι είδαν τον αναστημένο Κύριο.
γ) Κι ενώ οι μαθητές το εσπέρας της Κυριακής ήταν συναγμένοι στο υπερώο «διά τον φόβον των Ιουδαίων», και παρότι οι πόρτες ήταν κλειστές, παρουσιάστηκε ο Κύριος και τους λέγει: «Η ειρήνη να είναι μαζί σας». Ταυτόχρονα τους έδειξε τα χέρια και την πλευρά του. Οι μαθητές χάρηκαν που είδαν τον Κύριο. Στη συνέχεια φύ-ση-ξε στα πρόσωπά τους λέγοντας: «Λάβετε Πνεύμα άγιον, εάν συγχωρήσετε τις αμαρτίες κάποιου του είναι συγχωρημένες· αν δεν τις συγχωρήσετε, θα μείνουν ασυγχώρητες». Ο Θωμάς δεν ήταν μαζί τους όταν ήλθε ο Ιησούς. Του είπαν οι άλλοι μαθητές: «Είδαμε τον Κύριο». Εκείνος απαντά: «Εάν δεν δω στα χέρια του το σημάδι από τα καρφιά και δεν βάλω το δάκτυλό μου σε αυτά και δεν βάλω το χέρι μου στην πλευρά του, δεν θα πιστέψω».
δ) Ύστερα από οκτώ ημέρες ήταν πάλι οι μαθητές συναγμένοι στο σπίτι και ο Θωμάς μαζί τους. Έρχεται ο Χριστός, κι ενώ οι πόρτες ήταν κλειστές, στάθηκε στο μέσον και τους είπε: «Η ειρήνη να είναι μαζί σας». Έπειτα λέγει στον Θωμά: «Φέρε το δάκτυλό σου εδώ και κοίταξε τα χέρια μου και φέρε το χέρι σου και βάλε το στην πλευρά μου και μη γίνου άπιστος αλλά πιστός». Ο Θωμάς αποκρίθηκε: «Ο Κύριός μου και ο Θεός μου».
ε) Το πρώτο μέρος του ευαγγελίου, που αναφέρεται στην εμφάνιση στους μαθητές εκτός του Θωμά, αναγινώσκεται σε διάφορες γλώσσες στον εσπερινό της Αγάπης του Πάσχα. Όταν κάποιος ζει το μυστήριο της ορθοδόξου πίστεως και η καρδιά του γεύεται τη σταυροαναστάσιμη εμπειρία αισθάνεται την ανάγκη να την εκφράσει και προς τους έξω. Έτσι το φως της λαμπρής εκχέεται και σε άλλους λαούς, φυλές και γλώσσες. Τηρείται, έστω συμβολικά με τον τρόπο αυτό, η εντολή του Χριστού προς τους μαθητές να κηρύξουν την Ανάσταση «εις πάντα τα έθνη». Η βεβαιότητα για την αλήθεια καθιστά αναγκαία τη μαρτυρία της προς κάθε άνθρωπο καλής προαίρεσης. Στα λειτουργικά βιβλία περιλαμβάνεται το σημερινό ευαγγέλιο και στα τουρκικά και απαγγέλλονταν εμμελώς στα μέρη της Μ. Ασίας, όπου προφανώς έρχονταν και το άκουγαν Τούρκοι αλλά και κρυπτοχριστιανοί.
στ) Ο απόστολος Θωμάς αποτέλεσε στο διάβα των αιώνων το σύμβολο του «απίστου». Όμως, ο Θωμάς δεν ήταν άπιστος. Ήταν ειλικρινής αναζητητής της αλήθειας. Η αμφισβήτησή του ήταν γνήσια. Δεν είχε ιδεολογικό υπόβαθρο και αντιχριστιανικό πνεύμα. Γι’ αυτό και ο Χριστός ανταποκρίνεται και διαλύει τις αμφιβολίες του. Φανερώνεται και δεν αρνείται να ψηλαφηθεί από τον «άπιστο» μα-θη-τή του. Τα λειτουργικά κείμενα κάνουν λόγο για «καλή απιστία» του Θωμά, διότι αυτή γέννησε τη βέβαιη πίστη. Στο τέλος του ευαγγελίου φαίνεται ο Κύριος να επιτιμά τον Θωμά. «Επειδή με είδες, πίστεψες», του λέει. «Μακάριοι εκείνοι που δεν με είδαν και όμως πίστεψαν». Έτσι μακαρίζονται οι χριστιανοί όλων των αιώνων, που αποδέχονται και βιώ-νουν το κήρυγμα της Αναστάσεως.
ζ) Ίσως κάποιος αναρωτηθεί: Γιατί ο αναστημένος Χριστός επέλεξε να εμφα-νι-σθεί στους μαθητές, τον Θωμά και τις μυροφόρες και δεν παρουσιάσθηκε κα-τευ–θείαν στους σταυρωτές του, για να πιστέψουν και εκείνοι; Στο ερώτημα αυτό απαντά ο ιερός Χρυσόστομος: «Αν υπήρχε ελπίδα να τους ελκύσει στην πίστη, δεν θα αμελούσε να φανερωθεί σε όλους. Κι αυτό το απέδειξε η ανάσταση του Λαζάρου, που ήταν τέσσερις μέρες νεκρός και τον ανέστησε μπροστά στα μάτια όλων. Παρά ταύτα, όχι μόνο δεν ελκύσθηκαν στην πίστη, μα εξαγριώθηκαν εναντίον του Χριστού, ώστε ήθελαν να σκοτώσουν και αυτόν και τον Λάζαρο». Τέλος, το γεγονός ότι ο «άπιστος»  μαθητής θυσίασε μαρτυρικά τη ζωή του, για να μεταφέρει το ελπιδοφόρο αναστάσιμο μήνυμα στα βάθη της Ανατολής, αποτελεί μια ακόμη μαρτυρία της Ανάστασης και δικαιώνει τη θεία συγκατάβαση.

Πρωτοπρ. Διονύσιος Τάτσης, Η καινούρια ζωή (Κυριακή του Θωμά)

πηγή: Ορθόδοξος Τύπος, 22/4/2011
Η ΚΑΙΝΟΥΡΙΑ ΖΩΗ
Γράφει ο Πρωτοπρεσβύτερος Διονύσιος Τάτσης
Μετὰ τὴν Πεντηκοστὴ ἡ δράση τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων ἦταν μεγάλη καὶ τὰ ἀποτελέσματα ἐντυπωσιακά. Πλήθη ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν πίστευαν στὸν Κύριο μὲ ἐνθουσιασμό. Ἐκτὸς ἀπὸ τὸ θερμουργὸ κήρυγμά τους ἦταν καὶ ἡ θαυματουργικὴ ἱκανότητα, ποὺ εἶχαν. Ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς λέει ὅτι «διὰ τῶν χειρῶν τῶν Ἀποστόλων ἐγίνετο σημεῖα καὶ τέρατα ἐν τῷ λαῷ πολλά». Τὰ πλήθη τῶν ἀνθρώπων «ἀκόμη καὶ στὶς πλατεῖες ἔφερναν τοὺς ἀσθενεῖς καὶ τοὺς ξάπλωναν σὲ κρεβάτια καὶ σὲ φορεῖα, γιὰ νὰ πέσει πάνω σὲ κάποιον ἀπ᾽ αὐτοὺς ἔστω καὶ ἡ σκιὰ τοῦ Πέτρου, ὅταν αὐτὸς ἐρχόταν. Καὶ ἀπὸ τὶς πόλεις, ποὺ ἦταν γύρω στὴν Ἱερουσαλὴμ συνέρρεε τὸ πλῆθος, φέροντας ἀρρώστους κι ἄλλους, ποὺ τοὺς βασάνιζαν πνεύματα πονηρά• κι ὅλοι αὐτοὶ γιατρεύονταν»...

Ἡ ἀποτελεσματικὴ αὐτὴ δράση τῶν Ἀποστόλων ἐνοχλοῦσε τοὺς Σαδδουκαίους, οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦσαν τὴν ἱερατικὴ ἀριστοκρατία τοῦ ἰουδαϊσμοῦ καὶ εἶχαν πρωτοστατήσει στὴ σύλληψη καὶ καταδίκη τοῦ Χριστοῦ. Γι᾽ αὐτὸ μιὰ μέρα συνέλαβαν τὸν Πέτρο καὶ τὸν Ἰωάννη καὶ τοὺς ὁδήγησαν στὴ φυλακή. Ἔτσι συμβαίνει συνήθως. Οἱ ἄνθρωποι τῆς ἐξουσίας φθονοῦν ἐκείνους, ποὺ ὑπερέχουν στὸ ἦθος καὶ τὰ χαρίσματα καὶ δὲν ἔχουν δουλικὸ φρόνημα ἀπέναντί τους. Νομίζουν ὅτι μὲ τὸ διωγμὸ καὶ τὶς φυλακίσεις θὰ πετύχουν τὸ σκοπό τους. Ὅμως μάταια. Οἱ ἀφοσιωμένοι στὸ πνευματικό τους ἔργο ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ δὲν πτοοῦνται καὶ δὲν διακόπτουν τὶς προσπάθειέςτους. Τὴν νύχτα, λοιπόν, ἕνας ἄγγελος Κυρίου ἄνοιξε τὶς πόρτες τῆς φυλακῆς, τοὺς ἔβγαλε ἔξω καὶ τοὺς εἶπε: «Πηγαίνετε στὸν ναὸ καὶ κηρύξτε στὸ λαὸ τὸ μήνυμα γι᾽ αὐτὴ τὴν καινούρια ζωή».

Βλέπουμε ὅτι ὁ ἄγγελος δείχνει τὸ δρόμο στοὺς Ἀποστόλους καὶ τοὺς προτρέπει νὰ συνεχίσουν τὸ ἔργο τους, ἀδιαφορώντας γιὰ τὶς ἀντιδράσεις καὶ τοὺς διωγμοὺς τῶν ἀρνητῶν τοῦ Κυρίου. Τὸν ἴδιο δρόμο πρέπει νὰ ἀκολουθοῦν καὶ οἱ σύγχρονοι κληρικοὶ καὶ λαϊκοί. Νὰ μένουν σταθεροὶ στὸ ἔργο τους, συνεπεῖς στὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν καὶ ἀπαθεῖς στοὺς διασυρμοὺς καὶ τὶς ἀπειλές

ΚΥΡΙΑΚΗ ΘΩΜΑ ( Ιωάν. 20,19-31), π.Γ.Στ.


 

ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΣ ΑΔΥΝΑΜΙΑΣ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ

Εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι δεν είχε και πολύ άδικο ο Απόστολος Θωμάς. Γιατί καλούνταν να πιστέψει σε κάτι που έγινε απ’ αυτά που δεν συμβαίνουν συχνά. Πριν από τρείς μέρες είχε δει να συλλαμβάνουν τον Διδάσκαλο του, να Τον καταδικάζουν σε θάνατο και να τον καρφώνουν επάνω στο Σταυρό. Και μετά είδαν τον επικεφαλής του εκτελεστικού αποσπάσματος να του τρυπά με την λόγχη του την πλευρά χωρίς να αντιδρά, κάτι που βεβαιώνει ότι ο σταυρωμένος Χριστός ήταν νεκρός. Και τώρα ήλθαν οι άλλοι μαθητές να του πουν, ότι ο Διδάσκαλος ζει. Φυσικά ήταν αδύνατο αυτό. Συνεπώς είχε δίκαιο να απαιτήσει ότι ,μόνο τότε θα πίστευε, ότι ζει ο Διδάσκαλος του, αν θα έβλεπε ιδίοις όμμασι τον τύπον των ήλων  και αν δεν ψηλάφιζε τον τύπον των ήλων και την πλευρά Του. « Εάν μη ίδω… ου μη πιστεύσω».
Εν τούτοις  ο Θωμάς δεν είχε δίκαιο. Είπε, ότι ήθελε να δει με τα μάτια του. Μα για τρία χρόνια δεν έκανε τίποτε άλλο από το να βλέπει. Και τι δεν είδαν τα μάτι του! Ακόμη και νεκρούς να εγείρονται από το μνήμα ( Λάζαρος) και να συνεχίζουν τη ζωή τους μετά όπως προηγουμένως. Αλλά και πόσα δεν είχαν ακούσει! Τέλος για τρία χρόνια μπορούσε να ψηλαφούσε τα πάντα. Όλα ήταν στη διάθεση του να τα ελέγξει. Τυφλούς που έβρισκαν το φως τους .λεπρούς που καθαρίζονταν, παραλυτικούς που  σηκώνονταν όρθιοι, νεκρούς που επανέρχονταν στη ζωή. Και τώρα για να πιστέψει ήθελε δήθεν να δει και άλλα και να κάνει κι’άλλη ψηλάφηση.
Όμως στην περίπτωση του Θωμά το θαυμαστό δεν ήταν η δυσπιστία του. Εξ άλλου και οι υπόλοιποι Μαθητές του Χριστού δεν βρίσκονταν σε καλύτερη μοίρα απ’ αυτόν, αφού κι αυτοί θεωρούσαν ως γυναικείο παραλήρημα « το φαιδρόν της Αναστάσεως κήρυγμα», που άκουσαν από τις μυροφόρες. Και το σπουδαίο είναι ότι ο Χριστός στο Θωμά και στους άλλους Μαθητές Του εμπιστεύθηκε την αξία της θυσίας Του και την διάδοση της μοναδικής Αλήθειας Του .Σ’ αυτούς που έδειξαν τόση δυσπιστία, σ’ αυτούς ανέθεσε να διαδώσουν « εις τον κόσμον άπαντα» την πίστη του Χριστού.
Και ενώ απορούμε, πως ήταν δυνατόν να είχε ανατεθεί στο Θωμά και τους άλλους Αποστόλους που έδειχναν τόση λίγη πίστη σε μια τόση σπουδαία αποστολή, ας δούμε τι συμβαίνει μ’ εμάς τους ίδιους. Δηλ. ας ερευνήσουμε σε ποιο βαθμό βρίσκεται η πίστη μας και ποια είναι η δική μας αποστολή.
Και όσον αφορά την πίστη, κι’ εμείς όπως και οι άμεσοι Μαθητές του Χριστού δεν βρίσκονταν σε καλύτερη κατάσταση. Όλοι μας είμαστε ολιγόπιστοι, η μάλλον βρισκόμαστε σε χειρότερη  μοίρα. Διότι ενώ εμείς σήμερα έχουμε στη διάθεση μας περισσότερες αποδείξεις από όσες είχε ο Θωμάς και οι άλλοι Μαθητές, εν τούτοις η ολιγοπιστία μας είναι πολύ μεγαλύτερη από εκείνη που είχαν εκείνοι. Έχουμε όχι μόνο τις αποδείξεις που ήταν τότε στη διάθεση των Αποστόλων, αλλά και όλες εκείνες που θα  που πρόσφεραν οι είκοσι και πλέον αιώνες του χριστιανισμού. Οπότε θα ήταν πολύ αστείο να ισχυρισθούμε, ότι η πίστη μας είναι εκείνη που θα έπρεπε να είναι. Πολύ περισσότερο θα ήταν αδύνατο να τολμήσουμε να προσκαλέσουμε τους άλλους να μιμηθούν την πίστη μας και τη ζωή μας. Κανείς δεν αισθάνεται, ότι μπορεί ν α καταλάβει εκείνο που είπε ο Απ. Παύλος « μιμηταί μου γίνεσθε καθώς καγώ Χριστού». Πόσοι από μας έχοντας συναίσθηση της κατάστασης μας θα ήταν δυνατό να πούμε, ότι είμαστε
το πρότυπο του Χριστού βάσει του οποίου θα έπρεπε να διαμορφώσουν και οι άλλοι άνθρωποι την προσωπικότητα τους;
          Τώρα ως προς την αποστολή που έχουμε σήμερα εμείς οι χριστιανοί, είναι η ίδια που είχε αναθέσει στους ώμους του Θωμά και των άλλων Αποστόλων. Όπως εκείνοι τότε, έτσι και μείς σήμερα, παρά τις αδυναμίες μας και την αναξιότητα μας, είμαστε επιφορτισμένοι με την αξιοποίηση της θυσιαστικής αγάπης του Κυρίου για το καλό του κόσμου και τη διάδοση της μοναδικής αλήθειας Του.
          Αλλά αυτός ο συνδυασμός αδυναμίας και αποστολής έχει και μια άλλη καλή πλευρά. Για είκοσι και πλέον αιώνες έχουμε μπροστά μας δύο γεγονότα. Πρώτα την ανεπάρκεια μας και δεύτερο την τεράστια αποστολή μας που  ανατέθηκε σε μας τα οστράκινα σκεύη. Ο συνεχής λοιπόν αυτός συνδυασμός για είκοσι αιώνες της ανθρώπινης αδυναμίας και της μεγάλης αποστολής μας, αποδεικνύει ό,τι ακριβώς προσπαθεί να αποδείξει ο Απ. Θωμάς με την αυτοψία και την ψηλάφηση.
          Το ότι σήμερα υπάρχει χριστιανισμός και διατηρείται η χριστιανική αλήθεια, είναι απόδειξη ότι ,αυτό οφείλεται  και στη μεγάλη ακαταγώνιστη δύναμη της. Το γεγονός ότι επί τόσους αιώνες η χριστιανική πίστη παρά τις αδυναμίες μας που την υπονομεύουν εσωτερικά, εξακολουθεί και σήμερα να υφίσταται , αποτελεί μια ακόμη ψηλάφηση. Μια ψηλάφηση που είναι επιβεβαίωση που επικυρώνει την πρώτη στο  ότι ανώγειο της Ιερουσαλήμ. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η συνεχής ψηλάφηση είναι ευρύτερης σημασίας από την πρώτη. Διότι τότε η ψηλάφηση του Θωμά έγινε στον περιορισμένο χώρο εκείνου του υπερώου και μπορούσε να διαπιστωθεί από τα λίγα τότε πρόσωπα. Ενώ η άλλη ψηλάφηση που μας προσφέρει η παγκόσμια ιστορία, είναι μια ψηλάφηση που έχει ως ανώγειο όλη την οικουμένη και θεατές όλους τους κατοίκους του πλανήτη μας.
          Η ψηλάφηση όμως που λείπει σήμερα και που θα την αναζητεί η σημερινή ανθρωπότητα είναι άλλη. Είναι οι πραγματικοί χριστιανοί, όχι οι τέλειοι, αλλά οι χριστιανοί που αγωνίζονται μεν εναντίον των αδυναμιών τους, και έναντι των αδυναμιών των άλλων να δείχνουν κατανόηση.
          Μόνον όταν η ανθρωπότητα βλέπει τέτοιους χριστιανούς, μόνο τότε θα πάψει να ζητεί οποιαδήποτε άλλη ψηλάφηση και όπως ο Θωμάς με ταπείνωση, αλλά και χαρά θα πει προς τον Χριστό: « Ο Κύριος μου και ο Θεός μου» ( Ιωάν. 20,28).    

 π.Γ.Στ.
ΠΗΓΗ Ι.Ν. ΑΓΙΑΣ ΒΑΡΒΑΡΑΣ ΠΑΤΡΩΝ

Ἡ εἰρήνη τῶν ἀνθρώπων

Ἰωὴλ Φραγκάκος (Μητροπολίτης Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας)



«Εἰρήνη ὑμῖν»

Οἱ ἐμφανίσεις τοῦ Χριστοῦ μετὰ τὴν Ἀνάστασή Του ἦταν πολλές. Μιὰ ἀπὸ τὶς πιὸ ἐπίσημες ἦταν ἡ ἐμφάνιση τοῦ Ἰησοῦ στοὺς μαθητές Του καὶ μάλιστα στὸ Θωμᾶ. Ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ φέρνει μιὰ ταραχὴ κι ἕναν φόβο στοὺς τρομαγμένους καὶ κρυμμένους στὸ ὑπερῶο μαθητές. Ὁ Κύριος λύει τὸν φόβο λέγοντας: «εἰρήνη ὑμῖν» (Ἰωάν. 20,21 καὶ 26). Ὁ Χριστὸς «ἐν μέσῳ ἔστη, εἰρήνην παρέχων αὐτοῖς», λέγει ἕνα τροπάριο τῆς ἑορτῆς.

Ὁ Θεοφάνης ὁ Κεραμεὺς κάνει τὴν ἑξῆς παρατήρηση πάνω στὴ φράση αὐτὴ τοῦ Κυρίου. Δύο φορὲς ἀπευθύνει τὸ χαιρετισμὸ τῆς εἰρήνης στοὺς μαθητές Του. Μία φορὰ πρὶν νὰ τοὺς δείξει τὶς πληγὲς τοῦ σώματός του κι ἄλλη μία φορὰ μετὰ τὴν ἐπίδειξη, «Ἴνα καὶ τῆς διττῆς ἀγωνίας ἀπαλλάξῃ αὐτούς», δηλαδὴ γιὰ νὰ τοὺς ἀπαλλάξει ἀπὸ τὴ διπλὴ ἀγωνία. Ἡ μιὰ ἀγωνία τους ἦταν μήπως πέσουν στὰ χέρια τῶν Ἰουδαίων κι ἡ ἄλλη ἦταν ἡ φοβία μήπως βλέπουν κάποιο φάντασμα κι ὄχι τὸ Διδάσκαλό τους.


Ἡ εἰρήνη δὲν εἶναι ἀφηρημένη ἰδέα

Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ εἰρήνη μας. Δὲν εἶναι μία ἀφηρημένη ἰδέα ἡ εἰρήνη. Ὅλες οἱ ἐκδηλώσεις τῆς εἰρήνης ἑστιάζονται στὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου. «Αὐτὸς γὰρ ἐστιν ἡ εἰρήνη ἡμῶν, ὁ ποιήσας τὰ ἀμφότερα ἕν» (Ἐφεσ. 2,14), θὰ τονίσει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Μέσα στὴν Ἐκκλησία δὲν ὑπάρχει κοινωνία ἰδεῶν, ἀλλὰ κοινωνία προσώπων. Ὁ Χριστὸς ἔπαυσε τὴν ἔχθρα ποὺ ὑφίστατο ἀνάμεσα στὸ θεὸ καὶ στὸν ἄνθρωπο, μὲ τὸ νὰ προσφέρει τὸν ἑαυτὸ Του θυσία. Εἰρηνοποίησε τὰ ἐπίγεια καὶ τὰ οὐράνια «διὰ τοῦ αἵματος τοῦ σταυροῦ αὐτοῦ» (Κολ. 1,20).

Φυσικὰ καὶ πρὸ τοῦ θανάτου καὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ ὁ θεὸς δὲν κρατοῦσε ἔχθρα στὸν ἄνθρωπο. Ὁ θεὸς εἶναι εἰρηνικὸς μὲ ὅλα τὰ πλάσματά Του πάντοτε. «Ὁ θεὸς οὐδέποτε ἐχθραίνει», λέγουν οἱ Πατέρες. Μὲ τὴν ἁμαρτία ποὺ διαπράττουν οἱ ἄνθρωποι, εἶναι ἐχθροί τῆς θείας θελήσεως, «διότι τὸ φρόνημα τῆς σαρκὸς ἔχθρα εἰς θεὸν» (Ρωμ. 8,7). Αὐτὸς στὸν ἑαυτὸ Του ἐφιλίωσε καὶ οἰκειοποίησε τοὺς ἀνθρώπους.


Πῶς ἐκδηλώνεται ἡ εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ;

Πρῶτα πρῶτα νὰ ὑπενθυμίσουμε τὸν ἀποστολικὸ λόγο πὼς ἡ Βασιλεία τοῦ θεοῦ δὲν εἶναι βρώση κὰ πόση «ἀλλὰ δικαιοσύνη καὶ εἰρήνη καὶ χαρὰ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ» (Ρωμ. 14,17). Πράγματι ἡ συνάφεια τοῦ θεοῦ καὶ τοῦ ἀνθρώπου δὲ βασίζεται σὲ ὑλικὰ πράγματα, ὅσο στοὺς καρποὺς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ εἶναι ἡ δικαίωση, ἡ χαρὰ καὶ ἡ εἰρήνη. Χωρὶς αὐτὲς τὶς προυποθέσεις δὲν μποροῦμε νὰ ἔχουμε ζωντανὴ σχέση μὲ τὸ θεό. Ἐπίσης ὁ θεὸς δὲν εἶναι θεὸς ἀκαταστασίας, ἀλλὰ εἰρήνης (Α’ Κορ. 14,33). Ἡ σύγχυση γύρω ἀπὸ τὰ ζητήματα τῆς πίστεως καὶ τῆς ζωῆς, ἡ ταραχὴ τῶν παθῶν, ἡ ἀναίδεια τῶν ἁμαρτωλῶν ἐπιθυμιῶν, ἡ ἔλλειψη ἀγάπης, ἡ δυσκολία νὰ συγχωρέσουμε τὸν ἄλλο, δείχνουν μία ἐσωτερικὴ ἀκαταστασία τοῦ ἀνθρώπου καὶ δὲν μπορεῖ νὰ συνυπάρχει μὲ αὐτὰ τὸ εἰρηνικὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Ἀκόμη ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει τὴν εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ, γίνεται εἰρηνοποιὸς στοὺς ἄλλους καὶ μακαρίζεται. «Μακάριοι οἱ εἰρηνοποιοὶ ὅτι αὐτοὶ υἱοὶ θεοῦ κληθήσονται» (Ματθ. 5,9), θὰ σημειώσει ὁ Χριστός.


«Καταλλάγητε τῷ θεῷ» (Β’ Κορ. 5,20)

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος μᾶς προτρέπει νὰ συμφιλιωθοῦμε μὲ τὸ Θεό. Τὰ διάφορα ἁμαρτήματά μας καὶ τὰ πάθη μας καὶ φυσικὰ ἡ φιλαυτία καὶ ὁ ἐγωισμὸς μας γίνονται ἐμπόδιο νὰ συμφιλιωθοῦμε μὲ τὸ Θεό. Ἡ ὀργὴ καὶ ἡ ἔχθρα, τὸ μίσος καὶ ὁ φθόνος, ἡ μνησικακία καὶ ἡ ὑποκρισία, ἡ ἔλλειψη ἀγάπης καὶ ἡ ἐμπάθεια μᾶς κάνουν νὰ ζοῦμε μέσα στὴν ταραχὴ καὶ τὴ σύγχυση. Ὁ διάβολος εἶναι πνεῦμα ταραχῆς, ἐνῶ ὁ Χριστὸς εἶναι θεὸς τῆς εἰρήνης. Δὲν μποροῦμε νὰ προσευχηθοῦμε, νὰ συμμετάσχουμε στὴ θεία Λειτουργία, νὰ κοινωνήσουμε, νὰ ἔχουμε ἀγαθὲς σχέσεις μὲ τοὺς ἄλλους, ἐὰν δὲν ἐπικρατήσει στὴν καρδιά μας ἡ εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ. Μπορεῖ νὰ ἀγωνίζονται οἱ ἄνθρωποι γιὰ νὰ ἐπικρατήσει ἡ εἰρήνη πάνω στὴ γῆ καὶ γι’ αὐτὸ τὸ λόγο συνάπτονται καὶ συνθῆκες καὶ συμφωνίες, ἀλλ’ ὅμως ἐφ’ ὅσον ἡ εἰρήνη αὐτὴ εἶναι ἀφηρημένη καὶ δὲν εἶναι τὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἶναι καταστάσεις ποὺ δὲ διαρκοῦν γιὰ πολὺ μεγάλο χρονικὸ διάστημα.

Ἀδελφοί μου,

Ὁ Χριστὸς μᾶς ἔδωσε τὴ δική Του εἰρήνη (Ἰωάν, 14,27). Αὐτὴν ἂς ἐπιδιώξουμε νὰ ἀποκτήσουμε γιὰ νὰ εἰρηνεύσουμε, μὲ τὸν ἑαυτὸ μας ἀρχικὰ ἔχοντας συμφωνία στὸ νοῦ καὶ τὴν καρδιά μας, κατόπιν μὲ τὸ θεό, ὥστε νὰ τηροῦμε τὶς ἐντολές Του, καὶ τέλος μὲ τοὺς συνανθρώπους μας, γιὰ νὰ ζήσουμε εἰρηνικὰ μαζί τους καὶ νὰ ἀποφύγουμε τὶς ἔχθρες καὶ τὶς ἔριδες

Ἡ δυσπιστία τοῦ Θωμᾶ

Νικάνωρ Καραγιάννης (Ἀρχιμανδρίτης)


 
undefined


Μία ἀπὸ τὶς χαρακτηριστικότερες ἐμφανίσεις τοῦ Ἀναστημένου Χριστοῦ στοὺς τρομοκρατημένους μέχρι τότε μαθητὲς Του εἶναι αὐτὴ ποὺ μᾶς περιγράφει τὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα. Ὅμως ὁ Χριστὸς ἐπεμβαίνει προσωπικά· «ἐν μέσῳ ἔστη εἰρήνην παρέχων αὐτοῖς», διαλύει τὶς φοβίες τῶν μαθητῶν Του καὶ βοηθᾶ τὸν Θωμᾶ νὰ ὑπερβεῖ τὶς ἀναστολές του.


Δισταγμοὶ καὶ ἀμφιβολίες τῆς πίστης

Ὁ Θωμᾶς κλονισμένος καὶ ταραγμένος μέσα στὴν ἀπομόνωση (δὲν βρισκόταν μὲ τοὺς ἄλλους μαθητὲς) καὶ τὴν κατάθλιψή του, δὲν μπορεῖ νὰ ὑπερνικήσει τὶς ἀναστολὲς καὶ τὶς ἐπιφυλάξεις του γιὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου του. Ὅμως ὁ Ἀναστημένος Χριστὸς ἐμφανίζεται ἀνάμεσα σὲ ὅλους μαζί τους μαθητές Του, γιὰ νὰ πιστεύσει πραγματικὰ ὁ ἕνας. Δὲν ἐλέγχει τὴ δυσπιστία του. Δὲν κρίνει τὴ στάση του, δὲν καταδικάζει τὴ συμπεριφορά του. Ὁ Θεὸς δοκιμάζει τὶς ἀντοχές μας στὶς ὁριακὲς στιγμὲς τοῦ πόνου, τῆς ἀδυναμίας, τῆς κόπωσης καὶ τῆς ἐξάντλησης. Βέβαια, ὁ Θεὸς γνωρίζει τὰ ὅριά μας, ἁπλῶς ἐμεῖς στὶς δύσκολες στιγμὲς συνειδητοποιοῦμε τὴν ὀλιγοπιστία μας. Αὐτὸ δὲν ἐμποδίζει τὸν Θεὸ νὰ ἀποκαλύπτεται μὲ ἀγάπη σὲ κάθε καλοπροαίρετο ἄνθρωπο. Νὰ φανερώνει καὶ νὰ προσφέρει τὰ σημάδια τῆς μυστικῆς Του παρουσίας καὶ ἐνέργειας σὲ ὅποιον ἀναζητᾶ νὰ Τὸν ψηλαφήσει, δηλαδὴ σὲ ὅποιον οἰκοδομεῖ τὴν πίστη του στὴν ἐμπειρία καὶ στὸ πνευματικὸ βίωμα. Μᾶς ἐκπλήσσει ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ στὸν Ἀπόστολο Θωμᾶ «φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε καὶ ἴδε τὰς χεῖράς μου καὶ φέρε τὴν χεῖρά σου καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου». Ὁ Χριστὸς ἔρχεται στὸν ἰδιαίτερο χῶρο τῆς ψυχῆς μας, στὶς νοοτροπίες καὶ τὶς ἀντιλήψεις μας, κάποτε ἀκόμη καὶ στὶς ἀμφιβολίες καὶ τοὺς δισταγμούς μας. Ἐδῶ ὁ ἐγωισμὸς μας συντρίβεται. Ἡ ἀλαζονικὴ λογική μας, ποὺ νομίζει ὅτι μόνο αὐτὴ μπορεῖ νὰ προσεγγίσει καὶ νὰ κατακτήσει τὴ γνώση καὶ τὴν ἀλήθεια, ταπεινώνεται καὶ τότε αὐθόρμητα παραδινόμαστε ὁλόψυχα «ἐν πίστει» στὴν ἀγαπώσα ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ.


Ἡ φυλακὴ τῆς λογικῆς

«Ἐὰν μὴ ἴδω οὐ μὴ πιστεύσω». Κάποτε ὁ λόγος αὐτὸς γιὰ τὴ λογικὴ καὶ τὴ διανόηση τοῦ κόσμου τούτου γίνεται ἕνας πειρασμὸς ποὺ ἐγκλωβίζει τὸν ἄνθρωπο σὲ μία ἀναλήθεια. Σὲ ἕνα τρομακτικὸ ψέμα, σὲ ἕναν δαιμονικὸ πειθαναγκασμό, ποὺ ἰσχυρίζεται ὅτι ὑπάρχει μόνο ὅ,τι οἱ αἰσθήσεις του ἀντιλαμβάνονται, ὅ,τι βλέπει, ὅ,τι παρατηρεῖ, ὅ,τι ἀποδεικνύει μὲ τὶς ἔρευνες καὶ τὰ πορίσματά του. Σὲ ἕνα τέτοιο ἐπιστημονικὸ κοσμοείδωλο ἡ λογικὴ θεοποιεῖται σὰν τὸ μοναδικὸ μέσο γιὰ τὴ γνώση καὶ τὴν ἀλήθεια. Τὰ αἰσθήματα καὶ οἱ εὐαισθησίες, οἱ πνευματικὲς ἐμπειρίες καὶ τὰ ἀποκαλυπτικὰ βιώματα, ἡ πίστη καὶ τὸ θαῦμα παραμερίζονται καὶ ἐμπαίζονται. Ἡ οὐσία τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης παραμένει ἄγνωστη. Τὸ νόημα τῆς ζωῆς καὶ τοῦ προορισμοῦ γεμίζουν ἀπὸ ἀντιφάσεις, κενά, ἀπορίες καὶ ἀναπάντητα ἐρωτήματα. Ὁ κόσμος τοῦ πνεύματος μικραίνει καὶ φτωχαίνει πολύ. Γίνεται ρηχός, ἐπιφανειακὸς καὶ ἐπίπεδος. Γιὰ τὸν ὀρθολογιστὴ ἄνθρωπο ποὺ αὐτάρεσκα καυχᾶται γιὰ τὴν ἐπιστημοσύνη του, οἱ διαστάσεις τοῦ ὕψους καὶ τοῦ βάθους ἰσοπεδώνονται. Ἡ καθημερινότητα πολλῶν ἀνθρώπων μᾶς πείθει γι' αὐτό. Καμία πνευματικὴ ἀνάβαση, ἀναζήτηση καὶ ἀναφορὰ στὸ μυστήριο τῆς πραγματικότητας τοῦ Θεοῦ. Καμία ἐνδοσκόπηση, καμία αὐτογνωσία, κανένας ἐσωτερικὸς ἀγώνας μὲ τὸν «ἔσω τῆς καρδίας κρυπτόμενον ἄνθρωπον».

Ἀναρίθμητοι ἄνθρωποι βυθίζονται στὶς ἀμφιβολίες καὶ παγιδεύονται στὴν ἀπιστία ποὺ ὁδηγεῖ στὸ κενό τῆς ζωῆς. Ἔχουν μία ὑπερτροφικὴ αὐτοπεποίθηση ὅτι μποροῦν νὰ καταλάβουν τὰ πάντα. Ἀπορρίπτουν τὴν πίστη, γιατί δὲν θέλουν νὰ ἀναθεωρήσουν τὶς ἰδέες τους καὶ τὴ ζωή τους. Ἐνῶ μποροῦν, δὲν θέλουν νὰ πιστέψουν, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν ἀπόστολο Θωμᾶ, πού, ἐνῶ ἤθελε νὰ πιστέψει, δὲν μποροῦσε. Γιατί ἐκεῖνος, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ἄρνηση καὶ τὴν προκατάληψη τοῦ κάθε ἀπίστου, μέσα ἀπὸ τοὺς δισταγμοὺς καὶ τὶς ἀμφιβολίες του ἀναζητοῦσε νὰ ψηλαφήσει. Ἀναζητοῦσε τὰ σημάδια τῆς προσωπικῆς ἐμπειρίας τοῦ Θεοῦ, προσωπικὰ ὄχι ἐγωκεντρικά, γι' αὐτὸ καὶ πρὶν ἀκουμπήσει τὸ ἀναστημένο σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἀναφώνησε «ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου».

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἐμβαθύνει στὴν ἐμπειρία τῆς πίστns, ὅταν γράφει «ἔμαθον ἀφ' ὧν εἶδον μὴ λογοθετεῖν· ἔμαθον ἀφ' ὧν ἐψηλάφησα προσκυνεῖν, μὴ ζυγομαχεῖν· ἕνα Κύριον καὶ Θεὸν ἐπίσταμαι, τὸν Δεσπότην Χριστόν...»• δηλαδή, πιστεύω στὰ μάτια μου καὶ στὰ χέρια μου καὶ μὲ δίδαξαν νὰ μὴν κρίνω, ψηλάφησα καὶ ἔμαθα νὰ προσκυνῶ καὶ ὄχι νὰ φιλονικῶ, ἕναν Κύριο καὶ Θεὸ γνωρίζω, τὸν Δεσπότη Χριστό. Ἂς εἶναι καὶ γιὰ ἐμᾶς μία διαρκὴς ἐμπειρία καὶ ὁμολογία πίστης. Ἀμήν

Ἡ Κυριακή τοῦ Θωμᾶ

Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))





Σήμερα τιμᾶμε τὸν Ἀπόστολο Θωμᾶ. Πολλοὶ συχνὰ τὸν θυμόμαστε μοναχὰ σὰν τὸν ἄπιστο Θωμᾶ· στὴν πραγματικότητα εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἀμφέβαλλε γιὰ τὰ νέα ποὺ τοῦ μετέφεραν οἱ ὑπόλοιποι Ἀπόστολοι ὅταν τοῦ εἶπαν : Ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε! Τὸν εἴδαμε ζωντανό!

Ἀλλὰ δὲν εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἀμφέβαλλε σ’ ὅλη τὴ ζωή του ἢ ποὺ παρέμεινε ἄπιστος στὸ μυστήριο τῆς Θεϊκῆς ἀποκάλυψης τοῦ Κυρίου. Πρέπει νὰ θυμηθοῦμε ὅτι ὅταν οἱ Ἀπόστολοι καὶ ὁ Κύριος ἔμαθαν ὅτι ἀρρώστησε ὁ Λάζαρος, ὁ Κύριος τοὺς εἶπε: Ἂς ἐπιστρέψουμε στὰ Ἱεροσόλυμα. Στὰ λόγια τοῦ Κυρίου οἱ ἄλλοι Ἀπόστολοι ἀπάντησαν: Ἀλλὰ οἱ Ἰουδαῖοι θέλουν νὰ σὲ σκοτώσουν ἐκεῖ, γιατί θὰ πρέπει νὰ ἐπιστρέψουμε; Μονάχα ὁ Ἀπόστολος Θωμᾶς ἀπάντησε: Ἂς Τὸν ἀκολουθήσουμε καὶ ἂς πεθάνουμε μαζὶ μ’ Ἐκεῖνον. Ἦταν προετοιμασμένος ὄχι μόνο νὰ εἶναι στὰ λόγια μαθητής Του, ὄχι μόνο νὰ Τὸν ἀκολουθήσει ὅπως ἕνας μαθητὴς ἀκολουθεῖ τὸν δάσκαλό του, ἀλλὰ νὰ πεθάνει μαζί Του, ὅπως ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ἀποφασίζει νὰ πεθάνει μὲ τὸν φίλο του καὶ ἐὰν χρειαστεῖ χάριν τοῦ φίλου του. Ἂς θυμηθοῦμε λοιπὸν τὸ μεγαλεῖο τῆς ψυχῆς του, τὴν πίστη καὶ τὴν ἀκεραιότητα τοῦ χαρακτήρα του.

Τί συνέβη ὅμως ὅταν μετὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ οἱ Ἀπόστολοι ἀνήγγειλαν σ’ αὐτὸν ποὺ μονάχα αὐτὸς δὲν εἶχε δεῖ τὸν Κύριο, ὅτι ἀντίκρισαν πραγματικὰ τὸν ἀναστάντα Χριστό; Γιατί δὲν πίστεψε τὰ λόγια τους; Γιατί ἀμφέβαλλε; Γιατί εἶπε ὅτι χρειαζόταν ἀποδείξεις, ἁπτὲς ἀποδείξεις; Ἐπειδὴ ὅταν τοὺς ἀντίκρισε τοὺς εἶδε χαρούμενους μὲ ὅ,τι εἶδαν, ἦταν χαρούμενοι ποὺ ὁ Χριστὸς δὲν ἦταν πιὰ νεκρός, ποὺ ἦταν ζωντανός, χαρούμενοι γιὰ τὴν νίκη ποὺ εἶχε κερδηθεῖ. Καὶ ὅμως παρατηρώντας τους δὲν εἶδε σὲ αὐτοὺς καμία ἀλλαγή. Ἦταν οἱ ἴδιοι, μόνο ποὺ ἦταν γεμάτοι ἀπὸ χαρὰ ἀντὶ γιὰ φόβο. Καὶ ὁ Θωμᾶς τοὺς εἶπε : Μόνο ἐὰν Τὸν δῶ, μόνο ἐὰν γίνω μάρτυρας τῆς Ἀναστάσεως θὰ μπορέσω νὰ πιστέψω.

Δὲν εἶναι τὸ ἴδιο ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς πεῖ κάποιος ποὺ μᾶς συναντᾶ;

Πρὶν λίγες ἡμέρες ὁμολογήσαμε μὲ πάθος, μὲ εἰλικρίνεια καὶ μὲ πίστη τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου καὶ τὸ πιστεύουμε μὲ ὅλο μας τὸ εἶναι· καὶ ὅμως, ὅταν μᾶς συναντοῦν οἱ ἄνθρωποι στὸ σπίτι, στὸν δρόμο, στὸν χῶρο τῆς ἐργασίας μας, μᾶς βλέπουν καὶ ἀναρωτιοῦνται: Ποιοὶ εἶναι αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι, τί τοὺς συνέβη;

Οἱ Ἀπόστολοι εἶχαν δεῖ τὸν ἀναστάντα Κύριο, ἀλλὰ ἡ Ἀνάσταση δὲν ἤτανε γι’ αὐτοὺς βίωμα, δὲν σήμαινε γι’ αὐτοὺς τὸ πέρασμα ἀπὸ τὸν θάνατο στὴν αἰώνια ζωή. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ σέ μᾶς· ἐὰν ἑξαιρέσουμε τοὺς ἁγίους, ποὺ ὅταν τοὺς συναντάει κάποιος ἀντιλαμβάνεται ὅτι τὸ μήνυμα ποὺ φέρουν εἶναι ἀληθινό.

Τί ὑπάρχει στὸ δικό μας μήνυμα ποὺ δὲν ἀκούγεται; Ἐπειδὴ μιλᾶμε ἀλλὰ δὲν εἴμαστε αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ εἴμαστε. Θὰ ἔπρεπε νὰ διαφέρουμε τόσο ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ δὲν ἔχουν νοιώσει τὴν ἐμπειρία τοῦ ζωντανοῦ, ἀναστημένου Χριστοῦ, ποὺ μοιράστηκε μὲ μᾶς τὴ ζωή Του, ποὺ μᾶς ἔστειλε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ὅπως, σύμφωνα μὲ τὰ λόγια τοῦ C. S. Lewis, διαφέρει ἕνα ἄγαλμα ἀπὸ ἕναν ἄνθρωπο. Ἕνα ἄγαλμα μπορεῖ νὰ εἶναι μεγαλοπρεπές, λαμπρό, ἀλλὰ εἶναι πέτρα. Ἕνας ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ μᾶς συγκινεῖ λιγότερο ἐξωτερικά, εἶναι ὅμως ζωντανός, εἶναι μία μαρτυρία ζωῆς.

Ἂς ἐξετάσουμε τοὺς ἑαυτούς μας καὶ ἂς ἀναρωτηθοῦμε σὲ ποιὰ κατάσταση βρισκόμαστε, γιατί οἱ ἄνθρωποι ποὺ συναντᾶμε δὲν καταλαβαίνουν ὅτι ἀποτελοῦμε μέλη τοῦ σώματος τοῦ ἀναστημένου Κυρίου καὶ ναοὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος; Γιατί;

Ὁ καθένας μας ἔχει νὰ δώσει τὴ δική του ἀπάντηση σ’ αὐτὴν τὴν ἐρώτηση. Ὁ καθένας ἀπὸ ἐμᾶς ἂς ἐξετάσει τὸν ἑαυτό του καὶ ἂς ἑτοιμαστεῖ νὰ ἀπαντήσει μὲ βαθειὰ συνείδηση, ἂς κάνουμε ὅ,τι εἶναι ἀναγκαῖο γιὰ ν’ ἀλλάξουμε τὴ ζωή μας, ἔτσι ποὺ οἱ ἄνθρωποι ποὺ μᾶς συναντοῦν, ὅταν θὰ μᾶς βλέπουν, θὰ λένε: Δὲν ἔχουμε ξανασυναντήσει τέτοιους ἀνθρώπους, ἔχουν κάτι ποὺ δὲν τὸ ἔχουμε δεῖ σὲ κανέναν ἄλλον. Τί εἶναι αὐτό; Καὶ θὰ μπορέσουμε νὰ τοὺς ἀπαντήσουμε ὅτι εἴμαστε φορεῖς τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ. Εἴμαστε μέλη τοῦ σώματός Του. Μέσα ἀπὸ ἐμᾶς ἐνεργεῖ ἡ ζωὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Εἴμαστε ναός Του. Ἀμήν.


Ἀπόδοση Κειμένου: www.agiazoni.gr



Πρωτότυπο Κείμενο


St Thomas Sunday
April 30,1995

To-day we are keeping the day of St Thomas the Apostle. Too often we remember him only as a doubter; indeed he is the one who questioned the message which the other Apostles brought to him when they said: Christ is risen! We have seen Him alive!

But he is not one who doubted throughout his life or who remained unfaithful to the fullness of the divine revelation of Christ. We must remember that when the Apostles and the Lord heard of the illness of Lazarus, Christ said to them: Let us return to Jerusalem. To which the others said: But the Jews wanted to kill you there. Why should we return? Only Thomas the Apostle answered: Let us go with Him and die with Him. He was prepared not only to be His disciple in words, not only to follow Him as one follows a teacher, but to die with Him as one dies with a friend and, if necessary, for a friend. So, let us remember his greatness, his faithfulness, his wholeness.

But what happened then when after the Resurrection of Christ, the Apostles said to the one who had not seen Christ risen, that they had actually seen the risen Christ? Why did he not accept their message? Why did he doubt? Why did he say that he must have proofs, material proofs? Because when he looked at them, he saw them rejoicing in what they had seen, rejoicing that Christ was not dead, rejoicing that Christ was alive, rejoicing that victory had been won. Yet, when he looked at them he saw no difference in them.. These were the same men, only full of joy instead of fear. And Thomas said: Unless I see, unless I probe the Resurrection, I cannot believe you.

Is it not the same thing that anyone can say to us who meets us?

We proclaimed the Resurrection of Christ, passionately, sincerely, truthfully, a few days ago. We believe in it with all our being; and yet, when people meet us in our homes, in the street, in our place of work, anywhere, do they look at us and say: Who are these people? What has happened to them?

The Apostles had seen Christ risen, but the Resurrection had not become part of their own experience. They had not come out of death into eternal life. So it is also with us; except with the saints, when they see them, they know that their message is true.

What is it in our message that is not heard? Because we speak, but are not. We should be so different from people who have no experience of the living Christ, risen, who has shared His life with us, who sent the Holy Spirit to us as, in the words of C.S. Lewis, a living person is different from a statue. A statue may be beautiful, magnificent, glorious, but it is stone. A human being can be much less moving in his outer presence, yet he is alive, he is a testimony of life.

So let us examine ourselves. Let us ask ourselves where we are. Why is it that people who meet us never notice that we are limbs of the risen Christ, temples of the Holy Spirit? Why?

Each of us has got to give his own reply to this question. Let us, each of us, examine ourselves and be ready to answer before our own conscience and do what is necessary to change our lives in such away that people meeting us may look at us and say: Such people we have never seen. There is something about them that we have never seen in anyone. What is it? And we could answer: It is the life of Christ abroad in us. We are His limbs. This is the life of the Spirit in us. We are His temple. Amen

Ἡ καινούργια κτίση

Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))



Τηροῦμε σήμερα τὴ μνήμη τοῦ Ἀποστόλου Θωμᾶ. Ὅλοι τὸν θυμοῦνται σὰν τὸ πρόσωπο τὸ ὁποῖο ἀμφισβήτησε τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ὅταν τοῦ μίλησαν γι' αὐτὴν οἱ ἄλλοι μαθητὲς σπάνια ὅμως ρωτοῦμε τοὺς ἑαυτοὺς μας τί ἄνθρωπος ἦταν καὶ ποιοὶ λόγοι τὸν ἔκαναν νὰ ἀμφιβάλλει.

Ἂν ἐξαιρέσουμε τὴν ἐκλογή του σὲ ἀπόστολο ἀπὸ τὸ Χριστό, ὁ Ἅγιος Θωμᾶς ἀναφέρεται μόνο δύο φορὲς στὰ Εὐαγγέλια. Ἡ πρώτη ἀναφορὰ εἶναι πολὺ σημαντικὴ (Ἰω. 11. 7- 16): Ὅταν ὁ Χριστὸς λέει στοὺς μαθητές Του ὅτι πρέπει νὰ ἐπιστρέψει στὴν Ἰουδαία γιὰ νὰ ἀναστήσει τὸ φίλο Του Λάζαρο ἀπὸ τοὺς νεκροὺς ἐκεῖνοι προσπαθοῦν νὰ Τὸν πείσουν νὰ μείνει μακριὰ ἀπὸ τὴν ἐπικίνδυνη καὶ φονικὴ Ἱερουσαλὴμ καὶ μόνο ὁ Θωμᾶς λέει: «ἄγωμεν καὶ ἡμεῖς ἵνα ἀποθάνωμεν μετ' αὐτοῦ». Ἦταν διατεθειμένος, πρὶν ἀπὸ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ὅταν οἱ μαθητὲς ἔβλεπαν στὸν Κύριο ἁπλῶς ἕνα δάσκαλο, νὰ πεθάνει μαζί Του ἀπὸ ἀγάπη καὶ ἀφοσίωση. Ἦταν ἕτοιμος ἁπλῶς νὰ πεθάνει, ὄχι νὰ ἐπιδιώξει ὁ,τιδήποτε, μόνο νὰ μοιραστεῖ τὸ ριζικό Του.

Αὐτὸς λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἦταν ἕτοιμος μὲ τόση ἀφοσίωση νὰ μοιραστεῖ μὲ τὸ Χριστὸ καὶ τὸ θάνατο ρωτᾶ τοὺς ἄλλους μαθητὲς λέγοντας: «Εἶναι δυνατό;» Λένε στὸ Θωμᾶ πὼς ἔχουν δεῖ τὸν ἀναστημένο Χριστὸ κι ἐκεῖνος δὲν μπορεῖ νὰ τὸ πιστέψει. Γιὰ ποιὸ λόγο; Μήπως γιὰ τὸ λόγο ὅτι πρὶν ἀπὸ τὴν Πεντηκοστή, πρὶν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα κατέβει στοὺς Ἀποστόλους ἐκεῖνοι παρέμεναν οἱ ἴδιοι δειλοὶ ἄνθρωποι, συχνὰ ἀνίκανοι νὰ κατανοήσουν, συχνὰ ἀμφιρρεπεῖς, ὅπως ὑπῆρξαν καὶ στὸ παρελθόν; Πῶς μποροῦσε νὰ πιστέψει ὅταν ἡ μόνη ἔνδειξη γιὰ τὴν Ἀνάσταση ἦταν τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ ἄλλοι Ἀπόστολοι χαιρόντουσαν χωρὶς νὰ ἔχουν γίνει καθόλου διαφορετικοὶ ἀπ' αὐτὸ ποὺ πάντοτε ὑπῆρξαν; Γιὰ νὰ μπορέσει νὰ δεχτεῖ τὰ νέα τῆς Ἀνάστασης χρειαζόταν μία ἀπόδειξη πέρα ἀπὸ τὰ χαρούμενα λόγια τῶν ἀποστόλων διότι καταλάβαινε ὅτι ἂν ὁ Χριστὸς εἶχε ἀναστηθεῖ τότε τὸ κάθε τι στὸν κόσμο εἶχε ἀλλάξει, ὅτι δὲν ἦταν ὁ θάνατος ἀλλὰ ἡ ζωὴ ποὺ εἶχε τὸν τελευταῖο λόγο, ὅτι ἡ τελικὴ νίκη δὲν ἀνῆκε στὸν ἄνθρωπο ἀλλὰ στὸ Θεό, ὅτι εἶχε ὑπερισχύσει ἡ ἀγάπη, ὄχι τὸ μίσος. Καταλάβαινε ὅτι ὁ κόσμος θὰ 'πρεπε νὰ εἶχε γίνει καινούριος ἐφ' ὅσον ὁ Θεὸς τὸν εἶχε ἐπισκεφθεῖ καὶ μεταμορφώσει ἀπὸ κόσμο ἄσκοπης, κάποτε πολύχρονης μὰ παροδικῆς ζωῆς σὲ κόσμο αἰωνιότητας.

Ὅταν εἶδε μπροστά του λοιπὸν τὸ Χριστὸ ὁ Θωμᾶς πίστεψε διότι ὁ Λυτρωτὴς ἀκτινοβολοῦσε μὲ τὸ φῶς τῆς αἰωνιότητας, διότι στεκόταν μπροστὰ στοὺς μαθητὲς Του ὄχι σὰν ὁ Ἰησοῦς τῆς Ναζαρὲτ ποὺ ὑπῆρξε δάσκαλός τους ἀλλὰ σὰν ὁ ἐγερθεὶς Κύριος μέσα στὴν ἰσχὺ καὶ τὴ δόξα τῆς Ἀνάστασής Του, καὶ παρ' ὅλα αὐτά, μὲ χέρια καὶ πόδια καὶ πλευρὰ τρυπημένα ἀπὸ τὰ καρφιὰ καὶ τὴ λόγχη.

Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ δὲ μετακινεῖ τὴν τραγωδία ἀπὸ τὴ ζωή. Ὁ Χριστὸς ἦλθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ σηκώσει ὁλόκληρη τὴν τραγωδία του καὶ νὰ τὴ μεταμορφώσει σὲ νίκη, ὅσο ὅμως παραμένει ἔστω καὶ ἕνας ἁμαρτωλὸς πάνω στὴ γῆ θὰ παραμένει καὶ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ τὸ σῶμα τοῦ Ἐσταυρωμένου. Ἴσως νὰ στέκεται ἀπέναντι μας ἔτσι ἀκριβῶς καὶ στὴν αἰωνιότητα κι αὐτὸ γιατί ἡ σταύρωσή Του εἶναι τὸ σημάδι τῆς ἀπεριόριστης ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.

Ὅταν ὁ Θωμᾶς Τὸν εἶδε, τὸν Ἐσταυρωμένο Χριστὸ μέσα στὴ δόξα τῆς Ἀνάστασης, Τὸν προσκύνησε καὶ πρόφερε τὰ λόγια τῆς τελικῆς, θριαμβευτικῆς ἀπόδειξης τὰ ὁποῖα ὀφείλουμε νὰ μεταφέρουμε σ' ὁλόκληρο τὸν κόσμο: «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου». Πῶς ὅμως νὰ μπορέσουν οἱ ἄνθρωποι στοὺς ὁποίους μιλοῦμε γιὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, στοὺς ὁποίους ἀναγγέλλουμε ὅτι ἔχει ἐγερθεῖ, ὅτι εἶναι Θεός, ὅτι ἔχει βγεῖ νικητής, πῶς νὰ μπορέσουν νὰ πιστέψουν ἄν, ὅπως τότε οἱ ἀπόστολοι, μποροῦμε μόνο νὰ χαιρόμαστε γιὰ τὴ δική μας ἐμπειρία χωρὶς νὰ μποροῦμε νὰ ἐπιδείξουμε τὴ δύναμη ἤ τὴ δόξα τῆς Ἀνάστασης; Ἐμεῖς ποὺ πιστεύουμε στὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ὀφείλουμε νὰ γίνουμε καινὸ ἔθνος, ἄνδρες καὶ γυναῖκες οἱ ὁποῖοι πιστεύουν στὴ ζωή, τὴν αἰώνια ζωή, ποὺ ἤδη νιώθουν τὸ θρίαμβο κατὰ τοῦ θανάτου, διότι ἔχοντας γευτεῖ τὸ θάνατο τοῦ Χριστοῦ ζοῦμε πιὰ - θὰ'πρεπε νὰ ζούσαμε - τὴν αἰώνια ζωὴ τοῦ ἐγερθέντος, τὴ θεϊκὴ ζωή.

Δὲ θὰ φοβούμασταν τότε τὸ θάνατο ἤ τὸ μαρτύριο, δὲ θὰ φοβούμασταν τίποτα στὸν κόσμο διότι τὴ ζωὴ ἐκείνη κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς τὴν πάρει. Θὰ πορευόμασταν τότε στὸ δρόμο τῆς ζωῆς γεμάτοι σφρίγος ὡς νικητὲς καὶ ὡς πειστικοὶ μάρτυρες τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ ἐφ' ὅσον οἱ ἄλλοι θὰ ἔβλεπαν σ' ἐμᾶς ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν μάθει νὰ ἀγαπᾶνε, ἔστω κι ἂν χρειαστεῖ νὰ θυσιάσουν τὴν ἐπίγεια ζωή, ποὺ ἔχουν μάθει νὰ πιστεύουν στὸν ἄνθρωπο μὲ τὸν τρόπο ποὺ ὁ Θεὸς γνωρίζει νὰ τὸν πιστεύει, νὰ ἐλπίζουν γιὰ τὰ πάντα καὶ νὰ ὑπερνικοῦν τὸ κάθε τι μὲ τὸ νὰ δίνουν ἀνεπιφύλακτα τὸν ἑαυτό τους στὴν εὐφροσύνη καὶ τὴ νίκη τοῦ Κυρίου.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...