Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Δευτέρα, Μαΐου 09, 2011

ενότητα και η επίδραση της Φιλοκαλίας σε Ανατολή και Δύση

Επισκόπου Διοκλείας Καλλίστου Ware

Ἕνα Βιβλίο γιὰ Ὅλους τούς Χριστιανούς


Τὸ 1782 ἐκδόθηκε στὴ Βενετία ἕνας ὀγκώδης τόμος στὰ ἑλληνικὰ ποὺ ἔφερε τὸν τίτλο Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν (1). Τὴν ἐποχὴ ποὺ ἐκδόθηκε δὲν εἶχε μεγάλη ἀπήχηση στὸν Ἑλληνορθόδοξο κόσμο, ἐνῷ στὴ Δύση τὸ ἔργο παρέμεινε τελείως ἄγνωστο γιὰ πολὺ καιρό. Ἀναδρομικὰ ὡστόσο, εἶναι σαφὲς ὅτι ἡ Φιλοκαλία ὑπῆρξε μία ἀπὸ τὶς σημαντικότερες ἑλληνικὲς ἐκδόσεις ποὺ πραγματοποιήθηκαν σὲ ὅλη τὴ διάρκεια τῶν τεσσάρων αἰώνων τῆς Τουρκοκρατίας. Σήμερα, δύο αἰῶνες καὶ πλέον μετὰ τὴν πρώτη της ἔκδοση, ἡ Φιλοκαλία ἐξακολουθεῖ νὰ κυκλοφορεῖ στὸ πρωτότυπο ἀλλὰ καὶ σὲ νεοελληνικὴ μετάφραση. Ἐπίσης, ἔχει μεταφρασθεῖ ὄχι μόνον στὶς γλῶσσες τῶν χωρῶν ποὺ παραδοσιακὰ θεωροῦνται ὀρθόδοξες, ἀλλὰ καὶ στὶς περισσότερες δυτικοευρωπαϊκὲς γλῶσσες. Τόσο τὸ πρωτότυπο ὅσο καὶ οἱ μεταφράσεις ἔχουν κυκλοφορήσει σὲ τακτικὲς ἐπανεκδόσεις στὴ διάρκεια τῶν τελευταίων σαράντα ἐτῶν.

Στὴ Μεγάλη Βρετανία καὶ στὶς Ἡνωμένες Πολιτεῖες, ἀλλὰ καὶ στὶς ἄλλες χῶρες, οἱ πωλήσεις αὐξάνονται κάθε χρόνο. Σὲ πολλοὺς ὀρθόδοξους, ἀλλὰ καὶ σὲ μὴ ὀρθόδοξους κύκλους μιλᾶμε πλέον γιὰ μία «φιλοκαλικὴ» προσέγγιση τῆς θεολογίας ἢ τῆς προσευχῆς, καὶ πολλοὶ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ θεωροῦν αὐτὴ τὴ φιλοκαλικὴ στάση ὡς τὸ πλέον δημιουργικὸ στοιχεῖο τῆς 'Ορθοδοξίας σήμερα.

Ὑπάρχουν ὁρισμένα βιβλία ποὺ μοιάζει σὰν νὰ μὴν ἔχουν γραφτεῖ γιὰ τὴ δική τους ἐποχή, ἀλλὰ γιὰ τὶς ἑπόμενες γενιές. Τὴν ἐποχὴ τῆς ἔκδοσής τους περνοῦν σχεδὸν ἀπαρατήρητα, ἐνῷ ἡ ἐπίδρασή τους γίνεται, ἐμφανὴς μετὰ ἀπὸ δύο ἢ περισσότερους αἰῶνες. Ἡ Φιλοκαλία εἶναι ἀκριβῶς ἕνα τέτοιο βιβλίο.

Τί εἴδους βιβλίο εἶναι ἡ Φιλοκαλία; Ἡ πρώτη της ἔκδοση, τὸ 1782, κλείνει μὲ μία σελίδα στὰ Ἰταλικά: εἶναι ἡ licenza, δηλαδὴ ἡ ἄδεια δημοσίευσης τὴν ὁποία ὑπογράφουν οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ λογοκριτὲς τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Πάδοβα. Στὴν ἄδεια αὐτὴ γράφουν ὅτι τὸ βιβλίο δὲν περιέχει τίποτε ἀντίθετο στὴν ἁγία καθολικὴ πίστη (contrο la Santa Fede Cattolica), καθὼς καὶ τίποτε ἐνάντια στὶς ἀγαθὲς ἀρχὲς καὶ συνήθειες (contro principi, e buoni costumi) [2]. Ὡστόσο, παρόλο ποὺ ἡ Φιλοκαλία φέρει αὐτὴ τὴ ρωμαιοκαθολικὴ σφραγίδα (imprimatur) δὲν παύει νὰ ἀποτελεῖ ἐντελῶς ὀρθόδοξο βιβλίο. Οἱ τριάντα ἕξι διαφορετικοὶ συγγραφεῖς, τὰ κείμενα τῶν ὁποίων περιλαμβάνονται καὶ τὰ ὁποῖα χρονολογοῦνται ἀπὸ τὸν 4ο ὡς τὸν 15ο αἰώνα, εἶναι ὅλοι Ἕλληνες ἐκτὸς ἀπὸ ἕναν, τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Κασσιανὸ (περ. 430), ὁ ὁποῖος ἦταν ἐπίσης γνωστὸς ὡς Κασσιανὸς ὁ Ρωμαῖος καὶ ὁ ὁποῖος συνέγραψε τὸ ἔργο του στὰ λατινικά. Αὐτὴ ἡ ἐξαίρεση εἶναι περισσότερο φαινομενικὴ παρὰ πραγματική, καθὼς ὁ Κασσιανὸς ἀνατράφηκε στὴ Χριστιανικὴ Ἀνατολὴ καὶ ὑπῆρξε μαθητὴς τοῦ Εὐαγρίου τοῦ Ποντικοῦ, ποὺ φοίτησε κοντὰ στοὺς Πατέρες τῆς Καππαδοκίας.

Ποιοὶ ἦταν ὡστόσο οἱ ἐκδότες τῆς Φιλοκαλίας; Στὴ σελίδα τίτλου τῆς ἔκδοσης τοῦ 1782 ἀναγράφεται μὲ μεγάλα στοιχεῖα τὸ ὄνομα τοῦ χορηγοῦ ποὺ κατέστησε δυνατὴ τὴν ἔκδοση τοῦ ἔργου: ...διὰ δαπάνης τοῦ Τιμιωτάτου, καὶ Θεοσεβεστάτου Κυρίου Ἰωάννου Μαυρογορδάτου. (Πρόκειται ἴσως γιὰ τὸν Ἰωάννη Μαυροκορδάτο ποὺ ὑπῆρξε Πρίγκιπας τῆς Μολδαβίας ἀπὸ τὸ 1743 ἕως τὸ 1747). Ὡστόσο, οὔτε στὴ σελίδα τίτλου οὔτε στὶς 1.206 σελίδες τῆς ἀρχικῆς ἔκδοσης γίνεται ὁποιαδήποτε ἀναφορὰ στοὺς ἐκδότες τοῦ ἔργου. Στὴν πραγματικότητα ὅμως δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία γιὰ τὴν ταυτότητά τους: πρόκειται γιὰ τὸν ἅγιο Μακάριο Κορίνθου (1731-1805) καὶ τὸν ἅγιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη (1749-1809), ποὺ ἦταν καὶ οἱ δύο μέλη τοῦ Κινήματος τῶν Κολλυβάδων (3).

Ποιὸς ἦταν ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο οἱ ἅγιοι Μακάριος καὶ Νικόδημος δημοσίευσαν αὐτὴ τὴ μεγάλη συλλογὴ Πατερικῶν κειμένων σχετικὰ μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν πνευματικὴ ζωή; Τὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ 18ου αἰώνα ὑπῆρξε κρίσιμη καμπὴ γιὰ τὴν πολιτισμικὴ ἱστορία τῆς Ἑλλάδας. Παρὰ τὸ ὅτι ἡ βυζαντινὴ αὐτοκρατορία ἔληξε μὲ τὴν πτώση τῆς Πόλης τὸ 1453, ἡ βυζαντινὴ (ἢ καλύτερα ἡ ρωμαίικη) περίοδος τῆς ἱστορίας τῆς 'Ορθοδοξίας συνεχίστηκε χωρὶς διακοπὴ ἕως τὸ τέλος τοῦ 18ου αἰώνα. Μὲ αὐτὸ ἐννοῶ ὅτι ἡ 'Ορθόδοξη Ἐκκλησία συνέχισε νὰ παίζει κεντρικὸ ρόλο στὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων. Παρὰ τὶς δυτικὲς ἐπιδράσεις, ρωμαιοκαθολικὲς ἢ προτεσταντικές, ἡ θεολογία συνέχισε νὰ ἀναπτύσσεται κυρίως πάνω στὰ ἀχνάρια τῆς Πατερικῆς σκέψης. Καὶ οἱ περισσότεροι Ἕλληνες κοιτάζοντας πίσω στὸ παρελθόν, εἶχαν ὡς ἰδεῶδες τους τὴ χριστιανικὴ αὐτοκρατορία τοῦ Βυζαντίου.

Στὴ διάρκεια τῶν τελευταίων δεκαετιῶν τοῦ 18ου αἰώνα ὡστόσο, μία νέα ἰδεολογία ἄρχισε νὰ ἐπικρατεῖ μεταξὺ τῶν λόγιων Ἑλλήνων• τὸ πνεῦμα τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ. Τὸ ὕφος αὐτῆς τῆς νέας νοοτροπίας ἦταν περισσότερο κοσμικὸ ἀπὸ ἐκεῖνο τῶν Ρωμιῶν, ἂν καὶ ἀρχικὰ τουλάχιστον δὲν ἦταν ρητὰ ἀντιεκκλησιαστικό. Οἱ πρωταγωνιστὲς αὐτοῦ τοῦ κινήματος στράφηκαν πρὸς τὰ πίσω, πιὸ πίσω ἀπὸ τὸ Βυζάντιο, στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα, προβάλλοντας ὡς ἰδεῶδες τὴν Ἀθήνα τοῦ Περικλέους, ποὺ τόσο θαύμαζαν στὴ Δύση. Πρότυπά τους δὲν ἦταν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ οἱ Ἕλληνες συγγραφεῖς τῆς κλασικῆς περιόδου. Αὐτοὶ οἱ ἐκφραστὲς τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ ἐμπνεύστηκαν ὡστόσο, ὄχι μόνον ἀπὸ τὴ δυτικὴ λατρεία γιὰ τὶς κλασικὲς σπουδές, ἀλλὰ γενικότερα ἀπὸ τὴ νοοτροπία τοῦ Διαφωτισμοῦ (Aufklärung), ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ Βολταίρου καὶ τῶν Γάλλων Ἐγκυκλοπαιδιστῶν, τῶν ἰδεολόγων τῆς Γαλλικῆς Ἐπανάστασης (ἡ ὁποία ἄρχισε μόλις ἑπτὰ χρόνια μετὰ τὴ δημοσίευση τῆς Φιλοκαλίας) καὶ ἀπὸ τὸν ψευδό-μυστικισμὸ τῶν Μασόνων.

Εἶναι περιττὸ νὰ προσθέσω ὅτι δὲν θὰ πρέπει νὰ φανταστοῦμε τὸ τέλος τοῦ 18ου αἰώνα ὡς ἐποχὴ ἁπλῆς μετάβασης ἀπὸ τὴ ρωμαίικη παράδοση (ποὺ ξαφνικὰ θὰ ἔφτανε στὸ τέλος καὶ θὰ παραχωροῦσε τὴ θέση της) σὲ ἐκείνη τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ. Ἀντίθετα, τὸ ρωμαίικο στοιχεῖο συνέχισε νὰ συνυπάρχει μὲ τὸν Νέο Ἑλληνισμὸ στὴν Ἑλλάδα τόσο τοῦ 19ου ὅσο καὶ τοῦ 20ου αἰώνα. Οἱ δυὸ προσεγγίσεις ἐφάπτονται σὲ πολλὰ σημεῖα, μὲ συνέπεια τὴ δημιουργία μιᾶς λεπτῆς καὶ πολύπλοκης μίξης τῶν δύο, ποὺ συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Ὁ Ἀλεξάντερ Σολζενίτσιν ἐπισημαίνει στὸ βιβλίο του Τὸ Ἀρχιπέλαγος τῶν Γκούλαγκ ὅτι τὸ σημεῖο διαχωρισμοῦ μεταξὺ τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ βρίσκεται στὸ μέσον κάθε ἀνθρώπινης καρδιᾶς (4). Κατὰ τὴν ἴδια ἔννοια μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι τὸ σημεῖο διαχωρισμοῦ τοῦ Ρωμιοῦ καὶ τοῦ Ἕλληνα περνάει ἀπὸ τὸ μέσο τῆς καρδιᾶς καθενὸς ἀπὸ ἐμᾶς.

Ἐὰν δεχτοῦμε ὅτι ὁ Ἀδαμάντιος Κοραῆς εἶναι ὁ πιὸ διακεκριμένος ἐκπρόσωπος τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ στὰ τέλη τοῦ 18ου αἰώνα, τότε οἱ πιὸ ἐπιφανεῖς ἐκπρόσωποι τοῦ ρωμαίικου, ἢ ἀλλιῶς, τοῦ παραδοσιακοῦ ὀρθόδοξου πνεύματος εἶναι οἱ ἐκδότες τῆς Φιλοκαλίας, ὁ ἅγιος Νικόδημος καὶ ὁ ἅγιος Μακάριος. Μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους Κολλυβάδες, οἱ ἅγιοι Νικόδημος καὶ Μακάριος αἰσθάνθηκαν ἀπειλητικὴ τὴ διείσδυση τῶν ἰδεῶν τοῦ Δυτικοῦ Διαφωτισμοῦ (Aufklärung) στὴν κοινωνία τῆς ἐποχῆς τους. Πίστευαν ὅτὶ ἡ ἀναγέννηση τῆς ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ ἔθνους θὰ μποροῦσε νὰ γίνει πραγματικότητα μόνον μέσα ἀπὸ τὴν ἀναβίωση τῆς μυστικῆς καὶ νηπτικῆς θεολογίας τῶν Πατέρων. Μὴν ἐλπίζετε στὴ νέα ἐκκοσμίκευση τῆς Δύσης, ἔλεγαν στοὺς Ἕλληνες συμπατριῶτες τους. Θὰ ἀποδειχθεῖ ὅτι δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ μία ἀπογοήτευση. Ἡ μόνη ἐλπίδα ἀναγέννησης εἶναι νὰ ἀνακαλύψουμε ἐξαρχῆς τὶς γνήσιες ρίζες μας στὸ παρελθὸν τῶν Πατέρων καὶ τοῦ Βυζαντίου. Δὲν εἶναι τὸ μήνυμά τους ἐξίσου ἐπίκαιρο σήμερα, ὅσο ἦταν καὶ τὸν 18ο αἰώνα;

Οἱ Κολλυβάδες πρότειναν, λοιπόν, ἕνα μακρόπνοο καὶ ριζικὸ πρόγραμμα ressourcement, δηλαδὴ ἐπιστροφῆς στὶς αὐθεντικὲς ρίζες τοῦ Ὀρθόδοξου Χριστιανισμοῦ. Αὐτὸ τὸ πρόγραμμα εἶχε τρία βασικὰ σκέλη. Κατὰ πρῶτο λόγο, ὅσον ἀφορᾶ στὴ λατρεία, οἱ Κολλυβάδες τόνιζαν τὴ σημασία τῆς πίστης στὴ λειτουργικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Μεταξὺ ἄλλων, ἐπέμεναν στὴν τέλεση τῶν μνημοσύνων τὴν καθορισμένη ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ἡμέρα, δηλαδή, τὸ Σάββατο, καὶ ὄχι τὴν Κυριακή. Ἀπὸ ἐκεῖ προῆλθε καὶ ἡ ὀνομασία Κολλυβάδες ποὺ τοὺς ἀποδόθηκε. Αὐτὸ ὅμως ἦταν ἕνα θέμα σχετικὰ ἥσσονος σημασίας. Πολὺ πιὸ σημαντικὴ ἦταν ἡ ἔμφαση ποὺ ἔδιναν στὴ συχνὴ μετάληψη τῆς Θείας Κοινωνίας. Στὸ θέμα αὐτὸ πολλοὶ ἦταν ἐκεῖνοι ποὺ ἀντιτάχθηκαν ἔντονα πετυχαίνοντας τελικὰ τὸ διωγμὸ καὶ τὴν ἐξορία τῶν Κολλυβάδων. Κατὰ δεύτερο λόγο, οἱ Κολλυβάδες ἐνδιαφέρονταν γιὰ μία Πατερικὴ ἀναγέννηση τῆς θεολογίας. Γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτὸ ξεκίνησαν ἕνα φιλόδοξο ἐκδοτικὸ πρόγραμμα, στὸ ὁποῖο ἡ ἔκδοση τῆς Φιλοκαλίας ἔπαιξε ἀποφασιστικὸ ρόλο. Κατὰ τρίτο λόγο, ἀπὸ ὁλόκληρη τὴν Πατερικὴ κληρονομιὰ ἔδωσαν ἰδιαίτερη ἔμφαση στὴ διδασκαλία τοῦ Ἡσυχασμοῦ καὶ ἰδιαίτερα στὸ ἔργο τοῦ ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου, τὸν 11ο αἰώνα, καὶ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τὸν 14ο αἰώνα. Ἡ ἡσυχαστικὴ παράδοση ἀποτελεῖ τὴ ζώσα καὶ σφύζουσα καρδιὰ τῆς Φιλοκαλίας καὶ προσδίδει σὲ αὐτὸ τὸ πολυσυλλεκτικὸ ἔργο ἑνιαῖο χαρακτῆρα.

Αὐτὸ εἶναι ἑπομένως τὸ πολιτισμικὸ ὑπόβαθρο τῆς Φιλοκαλίας. Ἀποτελεῖ θεμελιῶδες καὶ ἀναπόσπαστο μέρος τοῦ ressourcement, τῆς ἐπιστροφῆς στὶς ρίζες τῆς Πατερικῆς παράδοσης ποὺ ἐπεδίωκαν. Οἱ Κολλυβάδες στράφηκαν πρὸς τοὺς Πατέρες, ἀντιμετωπίζοντάς τους ὄχι ὡς ἀρχαιολογικὰ κειμήλια ἑνὸς μακρινοῦ παρελθόντος, ἀλλὰ ὡς ζωντανοὺς ὁδηγοὺς τῶν σύγχρονών τους Χριστιανῶν. Ἤλπιζαν ὅτι ἡ Φιλοκαλὶα δὲν θὰ ἔμενε στὰ ράφια τῶν ἐπιστημόνων, ἀλλὰ ὅτι θὰ ἄλλαζε τὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων. Ἔτσι, λοιπόν, ὁ πρώτιστος στόχος τῆς Φίλοκαλίας ἦταν πρακτικός.

Κατὰ τὴν ἴδια ἔννοια σημαντικὸ εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ ἅγιοι Νικόδημος καὶ Μακάριος δὲν προόριζαν τὴ Φιλοκαλία ἀποκλειστικὰ γιὰ μοναχούς, ἀλλὰ καὶ γιὰ λαϊκούς• ὄχι μόνον γιὰ εἰδικούς, ἀλλὰ γιὰ ὅλους τους Χριστιανούς. Τὸ βιβλίο προοριζόταν, ὅπως ἀναφέρεται χαρακτηριστικὰ στὴ σελίδα τίτλου, εἰς κοινὴν τῶν 'Ορθοδόξων ὠφέλειαν. Εἶναι γεγονὸς ὅτι σχεδὸν ὅλα τὰ κείμενα ποὺ ἐμπεριέχονται στὴ Φιλοκαλία εἶναι γραμμένα ἀπὸ μοναχοὺς καὶ ἀρχικὰ προορίζονταν γιὰ ἕνα ἀντίστοιχο κοινό. Εἶναι ἐπίσης γεγονὸς ὅτι, μὲ μόνη ἐξαίρεση ἑπτὰ συνοπτικὰ χωρία ποὺ παρατίθενται στὸ τέλος τοῦ τόμου, ὅλο τὸ ὑπόλοιπο ὑλικὸ ἐκδόθηκε σὲ μεσαιωνικὰ ἑλληνικά, χωρὶς νεοελληνικὴ (δημοτική) μετάφραση, παρὰ τὸ ὅτὶ ὁ ἅγιος Νικόδημος καὶ ὁ ἅγιος Μακάριος χρησιμοποίησαν τὴ δημοτικὴ στὶς περισσότερες ἀπὸ τὶς ἄλλες ἐκδόσεις τους. Παρὰ τὶς γλωσσικὲς δυσκολίες σὲ πολλὰ κείμενα τῆς Φιλοκαλίας, εἰδικὰ σὲ ἐκεῖνα τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, οἱ ἐκδότες δὲν ἀφήνουν περιθώριο ἀμφισβήτησης τῶν προθέσεων καὶ τῶν ἐλπίδων τους. Στὸν πρόλογό του ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης δηλώνει καθαρὰ ὅτι τὸ ἔργο προορίζεται γιὰ ὅλους: πάντες ὅσοι κλήσεως Ὀρθοδόξου τυγχάνετε μέτοχοι, συνάμα λαϊκοί τε καὶ μοναχοί (5). Εἰδικότερα, ὁ ἅγιος Νικόδημος ἀναφέρει ὅτι ἡ προτροπὴ τοῦ Ἁγίου Παύλου, ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε (Α' Θέσ. 5:17) δὲν ἀφορᾶ μόνον σὲ ἐρημίτες ποὺ ἀσκητεύουν σὲ σπηλιὲς ἢ στὶς κορυφὲς τῶν βουνῶν, ἀλλὰ καὶ σὲ ἔγγαμους Χριστιανοὺς μὲ οἰκογενειακὲς ὑποχρεώσεις, σὲ ἀγρότες, ἐμπόρους, δικηγόρους, ἀκόμη καὶ βασιλεῖς... καὶ βασιλεῖς αὐτοί, καὶ ἐν βασιλείοις διατρίβοντες (6). Εἶναι μία παγκόσμια προτροπή. Τὸ κάλλιστο ἀνήκει σὲ ὅλους.

Ὁ ἅγιος Νικόδημος εἶχε ἐπίγνωση ὅτι κάνοντας γνωστὰ τὰ κείμενα τοῦ Ἡσυχασμοῦ στὸ εὐρύτερο κοινό, καθιστοῦσε τὸν ἑαυτό του εὐάλωτο ἀπέναντι σὲ ἀνθρώπους ποὺ ἦταν ἕτοιμοι νὰ τοῦ ἀσκήσουν κριτική. Σημειώνει λοιπὸν στὸν πρόλογο:

Ἀλλ' ἐνταῦθα τοῦ λόγου γενομένοις ὑποκρούσειεν ἂν τις ἴσως, μὴ θεμιτόν, εἶναι φάσκων, ἐστὶν ἄττα τῶν ἐν τῇ βίβλῳ δημοσιεύειν ταῖς τῶν πολλῶν ἀκοαῖς ὡς ξενήκουστα• ὅτι, φησί, καὶ κίνδυνός τις ἐκ τούτων παρακολουθεῖ (7).

Ἀλήθεια, δὲν ἐγκυμονοῦσε κάποιον κίνδυνο ἡ διάθεση αὐτῶν τῶν κειμένων σὲ ἔντυπη μορφὴ στὸ εὐρὺ κοινό; Ὁρισμένοι ἴσως ἔπεφταν θύματα πλάνης ἐὰν ἀκολουθοῦσαν τὶς συμβουλὲς αὐτές, χωρὶς τὴν προσωπικὴ καθοδήγηση ἑνὸς πνευματικοῦ. Αὐτὴ ἦταν ἡ ἀντίρρηση ποὺ ἔφερε ὁ σύγχρονος τοῦ ἁγίου Νικόδημου, ἅγιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκυ (1722-1794). Στὴν ἀρχὴ δὲν ἐπέτρεψε τὴν ἔκδοση τῆς μετάφρασης τῆς Φιλοκαλὶας στὰ σλαβονικά, ἀκριβῶς ἐπειδὴ φοβόταν πὼς τὸ βιβλίο μπορεῖ νὰ πέσει σὲ λάθος χέρια. Στὸ τέλος, ὁ Παΐσιος Βελιτσκόφσκυ συμφώνησε στὴν ἔκδοση τῆς Φιλοκαλίας ὑπὸ τὴν πίεση τοῦ μητροπολίτη τῆς Ἁγίας Πετρούπολης, Γαβριήλ (8). Ὁ ἅγιος Μακάριος καὶ ὁ ἅγιος Νικόδημος συμφωνοῦσαν ἀπόλυτα μὲ τὸν Παΐσιο Βελιτσκόφσκυ σχετικὰ μὲ τὴν τεράστια σημασία τῆς ὑπακοῆς σὲ ἕναν πνευματικὸ πατέρα. Ταυτόχρονα ὅμως ἦταν προετοιμασμένοι γιὰ τὸ ἐγχείρημα τῆς ἔκδοσης τῆς Φιλοκαλίας. Ἂς εἶναι ὁρισμένοι νὰ πέσουν θύματα πλάνης ἐξαιτίας τῆς οἰήσεως καὶ τῆς ὑπερηφανείας τους, ἔγραφε ὁ ἅγιος Νικόδημος. Καὶ συνέχιζε: ἄλλοι ὅμως θὰ ἀποκομίσουν βαθὺ ὄφελος ἂν διαβάσουν τὴ Φιλοκαλία μετὰ πάσης ταπεινοφροσύνης καὶ πενθικῆς διαθέσεως (9). Ἐάν μᾶς λείπει ὁ γέροντας, ἂς ἐμπιστευθοῦμε ὡς τελευταῖο καταφύγιο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ποὺ εἶναι ὁ μόνος ἀληθινὸς πνευματικὸς ὁδηγός.

Ἡ ἐσωτερική ἑνότητα τῆς Φιλοκαλίας

Κατὰ πόσο μποροῦμε νὰ ποῦμε πὼς ἡ Φιλοκαλία, ὡς ἔργο πολυσυλλεκτικό, ἔχει ἑνιαῖο χαρακτῆρα; Ὑπάρχουν κοινὰ θέματα ποὺ συνδέουν τοὺς τριάντα ἕξι συγγραφεῖς μεταξύ τους; Κι ἀκόμη, κατὰ πόσο μποροῦμε νὰ μιλᾶμε γιὰ μία ἰδιότυπη καὶ χαρακτηριστικὴ πνευματικότητα ἀναφερόμενοι στὴ Φιλοκαλία;

Ἐκ πρώτης ὄψεως εἶναι πιθανὸν ἡ Φιλοκαλία νὰ δώσει τὴν ἐντύπωση ἑνὸς ἔργου χωρὶς ἐσωτερικὴ συνέχεια καὶ χωρὶς μία ξεχωριστή, φιλοκαλική, προσέγγιση τῆς πνευματικότητας. Τὰ διάφορα κείμενα παρατίθενται ἁπλῶς μὲ χρονολογικὴ σειρά, χωρὶς τὴν παραμικρὴ ἔνδειξη ποὺ θὰ ὑποδείκνυε ποιὰ κείμενα εἶναι κατάλληλα γιὰ «ἀρχαρίους» καὶ ποιὰ γιὰ περισσότερο «προχωρημένους». Σχετικὰ μὲ αὐτὸ τὸ θέμα ἂς ἀναλογιστοῦμε κατ' ἀρχὰς τί σημαίνει ὁ τίτλος «Φιλοκαλία». Ἡ μία ἑρμηνεία ποὺ μπορεῖ νὰ δοθεῖ εἶναι πνευματική: σημαίνει τὴ φιλότητα πρὸς ὁτιδήποτε εἶναι ὄμορφο καὶ καλό, τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ ὡς πηγὴ ὅλου τοῦ κάλλους, τὴν ἀγάπη πρὸς ὁτιδήποτε ὁδηγεῖ στὴν ἕνωση μὲ τὸ θεῖο καὶ ἄκτιστο κάλλος. Ταυτόχρονα, ἡ λέξη μπορεῖ νὰ σημαίνει ἁπλῶς «ἀνθολογία», ἕνα ἀπάνθισμα καλῶν καὶ ὄμορφων πραγμάτων. Εἶναι ἴσως αὐτὸς ὁ πραγματικὸς χαρακτῆρας τῆς Φιλοκαλίας τοῦ ἁγίου Νικοδήμου καὶ τοῦ ἁγίου Μακαρίου; Εἶναι ἁπλῶς καὶ μόνον μία ἐπιλογὴ ἄσχετων μεταξύ τους κειμένων, πού διαλέχτηκαν λίγο πολὺ τυχαῖα; Ἐὰν κοιτάξουμε βαθύτερα θὰ δοῦμε ὅτι ἡ Φιλοκαλία εἶναι κάτι πολὺ περισσότερο ἀπὸ μία σειρὰ ἄσχετων κειμένων ποὺ συμπεριλαμβάνονται, χάριν εὐκολίας, σὲ ἕναν βιβλιοδετημένο τόμο. Ὑπάρχουν συγκεκριμένα μοτίβα, καθὼς καὶ ὁρισμένα κεντρικὰ θέματα ποὺ κυριαρχοῦν καὶ τὰ ὁποῖα προσδίδουν στὴ Φιλοκαλία τὸν ἑνιαῖο της χαρακτῆρα καὶ τὸν συγκεκριμένο της σκοπό. Ἐπιτρέψτε μου νὰ ἀναφερθῶ σὲ τρία βασικὰ θέματα, τὰ ὁποῖα διατρέχουν ὁλόκληρο τὸ ἔργο, καὶ στὴ συνέχεια σὲ τρία πιὸ συγκεκριμένα χαρακτηριστικὰ τῆς Φιλοκαλίας.

1. Ἡ γενικὴ προοπτικὴ τῆς Φιλοκαλίας: ἐσωτερικὴ δράση

Ἡ Φιλοκαλὶα ἀσχολεῖται κυρίως μὲ τὴν ἐσωτερικὴ παρὰ μὲ τὴν ἐξωτερικὴ δράση. Δὲν ἀναφέρεται σὲ αὐτὸ ποὺ οἱ Πατέρες τῆς Ἐρήμου ὀνόμαζαν σωματικὸ κόπο, ἀλλὰ στὴν τοῦ νοὸς φυλακή (10). Δὲν ἑστιάζει στὴ λεπτομερὴ διατύπωση κανονισμῶν σχετικὰ μὲ τὴν τήρηση τῶν νηστειῶν, τὶς ὧρες τοῦ ὕπνου, ἢ τὸν ἀριθμὸ τῶν μετανοιῶν. Προχωράει πέρα ἀπὸ τὸ «γράμμα» ὅλων αὐτῶν τῶν ἐξωτερικῶν κανόνων στὸ ἐσωτερικό τους «πνεῦμα», στὸν πνευματικό τους στόχο καὶ στὸ ἀποτέλεσμά τους. Ἐκεῖνο πού μᾶς ἀποκαλύπτεται στὴ Φιλοκαλία, γράφει ὁ ἅγιος Νικόδημος στὸν πρόλογό του, εἶναι ἡ ἐντὸς ὑμῶν Θεοῦ βασιλεία (βλ. κατὰ Λουκᾶν 17:21), ὁ ἐν τῷ ἀγρῷ τῆς καρδίας κεκρυμμένος... θησαυρὸς (βλ. κατὰ Ματθαῖον 13:44) [11].

Αὐτὴ ἡ ἐντός μας βασιλεία σύμφωνα μὲ τὴ Φιλοκαλία, διακρίνεται ἀπὸ δύο συγκεκριμένες ἀρετές: τὴ νῆψιν, ἕναν ὅρο ποὺ σημαίνει νηφαλιότητα, ἐγκράτεια, διαύγεια σκέψης καὶ πάνω ἀπ' ὅλα ἐνάργεια καὶ ἐγρήγορση, κι ἀπὸ τὴν ἡσυχίαν, ἡ ὁποία δὲν ἀναφέρεται στὴν ἐξωτερικὴ ἔλλειψη θορύβου, ἀλλὰ στὴν ἐσωτερικὴ ἠρεμία τῆς καρδιᾶς. Ἔννοιες κομβικῆς σημασίας γιὰ τὴν πνευματικότητα τῆς ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας ἐν γένει, αὐτὲς οἱ δύο συναφεῖς ἀρετὲς ἀποκτοῦν ἰδιαίτερο νόημα ἀναφορικὰ μὲ τὴ Φιλοκαλία. Ἂν θέλαμε νὰ συνοψίσουμε τὸ μήνυμα τῆς Φιλοκαλίας μὲ δυὸ λέξεις θὰ διαλέγαμε τοὺς ὅρους νῆψις καὶ ἡσυχία. Ἡ σημασία τῆς νήψης γίνεται ἤδη σαφὴς στὴ σελίδα τίτλου τοῦ βιβλίου: Φιλοκαλὶα τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν. Ὁ ἅγιος Νικόδημος στὸν πρόλογό του περιγράφει τὴ Φιλοκαλία ὡς τὸ τῆς νήψεως ταμιεῖον (12), ἐννοώντας τὸ θησαυροφυλάκιο τῆς ἐγρήγορσης. Ἑρμηνεύοντας τὴν ἔκφραση αὐτὴ ἀναφέρεται στὴν καθόλου νῆψιν, δηλαδὴ στὴν καθολικὴ νήψη τὴν ὁποία συνδέει μὲ δύο ἄλλες κομβικὲς ἔννοιες τῆς 'Ορθόδοξης ἀσκητικῆς θεολογίας, τὴν προσοχὴ καὶ τὴ φυλακὴ τοῦ νοός (13). Ἡ εἴσοδός μας στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ διασφαλίζεται μέσῳ τῆς νήψης. Μὲ τὰ λόγια του ἁγίου Φιλοθέου του Σιναΐτου ποὺ συμπεριλαμβάνεται στὴ Φιλοκαλία: ὁδὸς μὲν εἰς βασιλείαν ἄγουσα, εἴς τε τὴν ἐντὸς ἡμῶν, καὶ εἰς τὴν μέλλουσαν (14). Ὁ δεύτερος κομβικὸς ὅρος, ἡ ἡσυχία, στὴ Φίλοκαλία χρησιμοποιεῖται μὲ τὴν ἔννοια τῆς καθαρᾶς προσευχῆς, ποὺ τῆς δόθηκε ἀπὸ τὸν Εὐάγριο, δηλαδὴ μιᾶς προσευχῆς ὅπου ὁ νοῦς ἀπεκδύεται ὅλες τὶς εἰκόνες καὶ ἀπελευθερώνεται ἀπὸ τὴν ἀμετροεπὴ σκέψη. Πρὸς τὸ τέλος τῆς Φιλοκαλὶας ἡ βασικὴ ἔννοια συνοψίζεται μὲ τὴν ἐπιγραμματικὴ φράση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτου: Ἡσυχία γάρ ἐστιν ἀπόθεσις νοημάτων.

2. Πρωταρχικὸς στόχος• ἡ θέωση

Ἐὰν δεχτοῦμε ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς Φιλοκαλίας, μὲ ποιὸν τρόπο περιγράφεται μέσα στὸ ἔργο τὸ ζητούμενο τῆς πνευματικῆς ζωῆς; Ὁ ἅγιος Νικόδημος παρέχει μία καθαρὴ ἀπάντηση στὴν πρώτη φράση τοῦ προλόγου του: Θεός, ἡ μακαρία φύσις, ἡ ὑπερτελὴς τελειότης, ἡ πάντων τῶν ἀγαθῶν καὶ καλῶν Ποιητικὴ Ἀρχὴ ὑπεράγαθος καὶ ὑπέρκαλλος ἐξ ἀϊδίου πρωρίσας τὴν θεαρχικὴν αὐτοῦ ἰδέαν θεῶσαι τὸν ἄνθρωπον...(16). Γι' αὐτὸν τὸ λόγο λοιπὸν δημιουργήθηκε ὁ ἄνθρωπος καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ ἀπώτατος σκοπὸς τῆς πνευματικῆς ζωῆς: ἡ θέωσις. Τὸ θέμα τῆς θέωσης, τῆς ἄμεσης μεταλλακτικῆς ἕνωσης μὲ τὸν ζῶντα Θεό, ἀποτελεῖ συνεκτικὸ ἱστὸ ὁλόκληρης τῆς Φιλοκαλίας.

3. Μέσο γιὰ τὴ θέωση τοῦ ἀνθρώπου ἡ συνεχὴς ἐπίκληση τοῦ Θείου Ὀνόματος

Ἔχοντας ἀναφέρει στὴν πρώτη πρόταση ὅτι ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε μὲ στόχο τὴ θέωσιν, ὁ ἅγιος Νικόδημος συνεχίζει τὸν πρόλογό του μιλώντας γιὰ τὴν Πτώση, τὴ σάρκωση τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ δῶρο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ ἐπέρχεται πρωταρχικῶς μὲ τὴ βάπτιση. Αὐτὴ ἡ χάρη τοῦ βαπτίσματος, πού μᾶς δίνεται στὴν παιδικὴ ἡλικία, στὴ συνέχεια ἐπισκιάζεται ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὶς κοσμικὲς μέριμνες. Πῶς μπορεῖ νὰ ἐπανενεργοποιηθεῖ; Ὁ ἅγιος Νικόδημος ἀπαντᾶ:

Σοφίζει μὲν τὸ Πνεῦμα τοὺς θεοσόφους Πατέρας... καὶ τρόπον αὐτοῖς ἀποκαλύπτει εἰς τὸ τὴν χάριν αὖθις εὑρεῖν, ὡς θαυμαστὸν ἀληθῶς καὶ ἐπιστημονικώτατον. Ὃ δὲ ἦν τὸ εἰς τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ ἀδιαλείπτως προσεύχεσθαι οὐχ ἁπλῶς, ἐν νοΐ, φημί, μόνον καὶ χείλεσι (τοῦτο καὶ γὰρ ἅπασι κοινῶς τοῖς εὐσεβεῖν αἱρουμένοις προφανὲς καὶ τῷ τύχοντι ἐστὶν εὐχερές)• ἀλλ' ὅλον τὸν νοῦν κατὰ τὸν ἐντὸς ἄνθρωπον ἐπιστρεψαμένους, ὃ καὶ θαυμαστόν, οὕτως ἔνδον καὶ ἐν αὐτῷ τῷ τῆς καρδίας βάθει τὸ τοῦ Κυρίου έπικαλεῖσθαι πανάγιον ὄνομα καὶ παρ' αὐτοῦ τὸ ἔλεος ἐκζητεῖν, αὐτοῖς καὶ μόνοις γυμνοῖς τοῖς τῆς προσευχῆς προσέχοντας ρήμασιν καὶ μηδὲν ἕτερον οὒτ' ἔσωθεν, οὔτ' ἔξωθεν τὸ σύνολον παραδεχομένους ἀσχημάτιστον ὅλως καὶ ἄχροον τηρεῖν τὴν διάνοιαν (17).

Αὐτὸ τὸ ἐπιστημονικὸν καὶ πνευματικὸν ἔργο, ἂν συνοδευτεῖ ἀπὸ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν καὶ τὴν ἀπόκτηση τῶν ἀρετῶν, θὰ ἐξαλείψει τὰ πάθη καὶ θὰ μᾶς δώσει τὴ δυνατότητα νὰ ἐπιστρέψουμε (ἐπαναδραμεῖν) πρὸς τὴν ἐξ ἀρχῆς δωρηθεῖσαν ἐν τῷ Βαπτίσματι τελείαν χάριν τοῦ Πνεύματος (18). Σὲ μία προσπάθεια νὰ μᾶς βοηθήσει στὴν ἐπίκληση τοῦ Θείου Ὀνόματος ὁ ἅγιος Νικόδημος προσθέτει ὅτι ἀρκετοὶ Πατέρες συστήνουν ἕναν πρακτικὸν τρόπον διά τινων φυσικῶν μεθόδων (19).

Αὐτὰ λοιπὸν εἶναι τὰ μέσα ποὺ προτείνει ἡ Φιλοκαλία καὶ διὰ τῶν ὁποίων ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ ἐπιτύχει τὸν ὕψιστο στόχο, τὴ θέωση. Ἡ «ἐπιστημονικὴ μέθοδος» ποὺ προτείνουν οἱ ἅγιοι Μακάριος καὶ Νικόδημος μπορεῖ νὰ συνοψιστεῖ σὲ πέντε βασικὰ σημεῖα:

1. στὴν ἀδιάλειπτη προσευχὴ

2. στὴν προσευχὴ ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς

3. στὸν ἀποκλεισμὸ ὁποιασδήποτε εἰκόνας ἢ σκέψης στὴ διάρκεια τῆς προσευχῆς

4. στὴν ἐπίκληση τοῦ Θείου 'Ονόματος τοῦ Ἰησοῦ

5. στὴ χρήση τῆς φυσικῆς τεχνικῆς ποὺ συνίσταται στὴν κάμψη τοῦ κεφαλιοῦ στὸ στῆθος, τὸν ἔλεγχο τῆς ἀναπνοῆς καὶ τὴν ἐσωτερικὴ ἀναζήτηση. Τὰ στοιχεῖα αὐτὰ μποροῦν νὰ μᾶς βοηθήσουν, ἀλλὰ δὲν εἶναι ἀπαραίτητα.

Ὁ ἅγιος Νικόδημος ἀναφέρει σαφῶς στὸν πρόλογο τῆς ἔκδοσης ὅτὶ ἡ ἐπίκληση τοῦ Ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ ἀποτελεῖ ἕνα ἀπὸ τὰ βασικὰ θέματα τῆς Φιλοκαλίας. Θὰ πρέπει ὅμως νὰ εἴμαστε προσεκτικοὶ ὅσον ἀφορᾶ στὴ θέση αὐτοῦ τοῦ θέματος συνολικὰ μέσα στὸ ἔργο. Ὁρισμένες ἀπὸ τὶς ἐπιλογὲς τῆς Φιλοκαλίας ποὺ ἐκδόθηκε στὴ Δύση δίνουν τὴν ἐντύπωση ὅτι τὸ ἔργο δὲν εἶναι ἄλλο παρὰ ἕνας ὁδηγὸς γιὰ τὴν Προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ. Ὡστόσο, οἱ δύο συγγραφεῖς, τὸ ἔργο τῶν ὁποίων ἀναλογικὰ καταλαμβάνει τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς ἔκδοσης, ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς καὶ ὁ ἅγιος Πέτρος ὁ Δαμασκηνός, δὲν ἀναφέρονται διόλου στὴν Προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ, ἡ ὁποία ἀποκτᾶ κεντρικὴ θέση μόνον στὸ τελευταῖο μέρος τοῦ ἔργου. Διαβάζοντας κανεὶς τὴ Φιλοκαλία στὸ σύνολό της, θὰ δεῖ ὅτι οἱ ἐκδότες της δὲν θεωροῦσαν στὸ ἐλάχιστο τὴν ἐπίκληση τοῦ Θείου Ὀνόματος ὡς μία «τεχνικὴ πνευματικότητας» ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ἐφαρμοστεῖ ἀποκομμένα. Ἀντίθετα, τὴν τοποθετοῦν πάντοτε σὲ ἕνα εὐρύτερο πλαίσιο ἀσκητικῆς πρακτικῆς καὶ «νήψης», ποὺ προϋποθέτει σὲ κάθε βῆμα τὴν προσωπικὴ σχέση μὲ τὸν Χριστό. Ὡστόσο, παρὰ τὸ ὅτι ἡ «φιλοκαλική» πνευματικότητα δὲν μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ἁπλῶς ὡς πρακτική της Προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ, δὲν παύει νὰ ἀποτελεῖ σημαντικὸ συνεκτικὸ ἱστὸ τῆς Φιλοκαλὶας.

Τὰ χαρακτηριστικὰ μιᾶς ξεχωριστῆς «.φιλοκαλικῆς» πνευματικότητας ἀρχίζουν τώρα νὰ διαφαίνονται. Τρία ἰδιαίτερα στοιχεῖα χρῄζουν μνείας:

3.1. Ἡ παράδοση τοῦ Εὐαγρίου καὶ τοῦ Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ

Παρὰ τὸ ὅτι τὰ ἔργα ποὺ περιλαμβάνονται στὴ Φιλοκαλὶα ἀπηχοῦν πλειάδα προσεγγίσεων, ἡ καθοριστικὴ ἐπιρροὴ τοῦ Ευαγρίου καὶ τοῦ Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητου εἶναι ἀδιαμφισβήτητη. Ἡ Φιλοκαλὶα παραλείπει τὰ Ἀποφθέγματα., τὸν ἅγιο Ἐφραίμ, τὸν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης, τὸν ἅγιο Διονύσιο τὸν Ἀρεοπαγίτη, τὸν ἅγιο Βαρσανούφιο καὶ τὸν ἅγιο Δωρόθεο. Εἶναι γεγονὸς ὅτὶ περιλαμβάνει ἀρκετὸ ὑλικὸ τοῦ Μακαρίου σὲ διασκευὴ τοῦ Συμεὼν τοῦ Μεταφραστοῦ. Ἐπικρατέστερη ὡστόσο εἶναι ἡ ὁρολογία καὶ ἡ κατηγοριοποίηση τοῦ Εὐαγρίου κι αὐτὸ εἶναι σαφὲς ἰδιαίτερα στὰ κείμενα τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, ποὺ καταλαμβάνουν σημαντικὸ μέρος τῆς Φιλοκαλίας.

3.2. Παλαμισμὸς

Κατὰ πόσον εὐσταθεῖ ἡ ἄποψη ὅτι ἡ Φιλοκαλὶα δὲν ἀπηχεῖ μόνον τὴν προσέγγιση τῆς πνευματικῆς ζωῆς ἀπὸ τὸν Εὐάγριο καὶ τὸν Μάξιμο, ἀλλὰ ὅτι, πιὸ συγκεκριμένα, ἀναπαράγει τὴ θεολογία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ; Ὁποιαδήποτε ἀπάντηση θὰ πρέπει νὰ ἐκφρασθεῖ μὲ ἐπιφυλάξεις. Οἱ Κολλυβάδες ἦταν ἀδιαμφισβήτητα ὀπαδοὶ τοῦ Παλαμισμοῦ καὶ ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος Νικόδημος προετοίμασε μία ἔκδοση τοῦ ἔργου τοῦ Παλαμᾶ σὲ τρεῖς τόμους, ποὺ τελικὰ ὅμως δὲν κυκλοφόρησε. (Τὸ χειρόγραφο αὐτῆς τῆς ἔκδοσης ποὺ ἐστάλη σὲ ἕναν Ἕλληνα τυπογράφο στὴ Βιέννη, κατασχέθηκε καὶ καταστράφηκε ἀπὸ τὴν Αὐστριακὴ ἀστυνομία τὸ 1798, μετὰ τὴ σύλληψη τοῦ Ρήγα Βελεστινλῆ. Μικρὸ μέρος τοῦ χειρογράφου σώθηκε ἐνῷ τὸ μεγαλύτερο καταστράφηκε ἢ χάθηκε) [20]. Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, τὰ ἡσυχαστικὰ γραπτά του 14ου αἰώνα δὲν καταλαμβάνουν μεγαλύτερο μέρος ἀπὸ τὸ ἕνα τέταρτο τῆς Φιλοκαλίας, ἐνῷ τὰ συγκεκριμένα κείμενα ποὺ ἐπελέγησαν ἀπὸ τοὺς ἐκδότες ἦταν στὴν πλειοψηφία τους ἔργα ποιμαντικὰ καὶ μὴ πολεμικά, μὲ ἐλάχιστες ἀναφορὲς στὴν Παλαμικὴ διδασκαλία περὶ θείου φωτὸς καθὼς καὶ στὴ διαφορὰ μεταξὺ θείας οὐσίας καὶ ἐνέργειας. Κατὰ μία εὐρύτερη ἔννοια ὡστόσο, οἱ ἐκδότες τῆς Φίλοκαλιας ἐμπνεύστηκαν καὶ πραγματοποίησαν τὴν ἔκδοση στὸ πνεῦμα τοῦ Παλαμισμοΰ. Ἡ κύρια ἀντινομία, ἡ ὁποία διαφυλάσσεται μέσα ἀπὸ τὴ διαφοροποίηση οὐσίας καὶ ἐνέργειας, δηλαδή, ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ταυτόχρονα γνωστὸς καὶ ἄγνωστος, ὑπερβατικὸς καὶ ἐνυπάρχων, πέρα ἀπὸ κάθε ὂν καὶ πανταχοῦ παρών, διαπερνᾶ τὴ Φιλοκαλία ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἕως τὸ τέλος. Ἡ ἀποφατικὴ προσέγγιση τοῦ θείου μυστηρίου τονίζεται ἐπανειλημμένως. Ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς σὲ ἕνα κείμενο ποὺ περιλαμβάνεται στὴ Φιλοκαλία, ὁ Θεὸς εἶναι ὁ ὑπεράγνωστος ... [ὁ ὁποῖος] πᾶσαν ... διάφεύγει νόησιν τῶν νοούντων ... καὶ πάσης πασῶν γνώσεων ἀπείρως ὑπερεκτείνεται γνώσεως (21). Ταυτόχρονα, ἡ Φιλοκαλία ἐπιβεβαιώνει τὸ ἰδεῶδες της θέωσης: ἀκόμη καὶ στὴ διάρκεια αὐτῆς τῆς ζωῆς, εἶναι δυνατὸ νὰ ἀποκτήσει ὁ ἄνθρωπος ἄμεση σχέση μὲ τὴν ἀπείρως ὑπερβατικὴ θεότητα. Γιὰ νὰ χρησιμοποιήσω τὴν τολμηρὴ φράση τοῦ ἁγίου Μαξίμου, μέσῳ τῆς θέωσης παραχωρεῖται στοὺς ἁγίους μία κατ' ἐνέργειαν ταύτιση μὲ τὸν τριαδικὸ Θεό, ἂν καὶ δὲν συμμετέχουν στὴ θεία οὐσία (22). Ἐὰν λοιπὸν ἡ διαφοροποίηση οὐσίας-ἐνέργειας (διάκριση πολὺ προγενέστερη ἀπὸ τὴ διδασκαλία τοῦ Παλαμᾶ) δὲν θεωρηθεῖ ἁπλῶς ὡς φιλοσοφικὸς στοχασμὸς ἀλλὰ ὡς ἀληθινὴ βιωματικὴ διάσταση -δηλαδή, ὡς τρόπος ἔκφρασης τῆς ζωντανῆς ἐμπειρίας τῶν ἁγίων κατὰ τὴν προσευχή- τότε πράγματι ἡ Φιλοκαλία θὰ πρέπει νὰ ἐκληφθεῖ ὡς ἔκφραση μιᾶς «Παλαμικῆς» τάσης.

3.3. Ἡ ἀπουσία δυτικῶν ἐπιδράσεων

Τὰ ἔργα ποὺ περιλαμβάνονται στὴ Φιλοκαλία ἐμπίπτουν ὅλα στὴν παράδοση τῆς πνευματικότητας τῆς χριστιανικῆς Ἀνατολῆς. Σὲ ἄλλες του ἐκδόσεις ὁ ἅγιος Νικόδημος ἦταν πρόθυμος νὰ διασκευάσει ρωμαιοκαθολικὰ ἔργα (ὅπως τὸ Combattimento Spirituale τοῦ Lorenzo Scupoli, τὸ Esercizi Spirituali τοῦ Giampetro Pinamonti, βασισμένο στὸν Ἰγνάτιο Loyola, καὶ τὰ Il confessore istruito καὶ Il penitente istruito τοῦ Paolo Segneri) γιὰ τὸ ὀρθόδοξο κοινό (23). Φαίνεται ὅτι ὁ ἅγιος Νικόδημος ἐκτίμησε τὴ ψυχολογικὴ ὀξυδέρκεια αὐτῶν τῶν δυτικῶν συγγραφέων, καθὼς καὶ τὸ συναίσθημα, τὸν διάπυρο καὶ οἰκεῖο τόνο ποὺ χαρακτηρίζει τὰ ἔργα τους. Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι αἰσθάνθηκε πὼς ἡ μέθοδος τοῦ ἐλεύθερου διαλογισμοῦ ἰδιαίτερα τῶν Θείων Παθῶν, ποὺ ὑποστήριζαν αὐτοὶ οἱ συγγραφεῖς, θὰ μποροῦσε νὰ βοηθήσει τοὺς ὀρθόδοξους ἀναγνῶστες ποὺ συναντοῦσαν δυσκολίες μὲ τὴν ἀνεικονικὴ προσευχὴ τῆς παράδοσης τοῦ Εὐαγρίου. Παραταῦτα, στὸν Ἀόρατο Πόλεμο θεώρησε ἀπαραίτητο νὰ προσθέσει ἕνα κεφάλαιο -ποὺ ἀπουσιάζει ἀπὸ τὴν πηγή του, τὸν Scupoli- σχετικὰ μὲ τὸν ἔλεγχο τῆς φαντασίας καὶ τῆς μνήμης (24). Στὴ Φιλοκαλία, ὡστόσο, οἱ ἅγιοι Νικόδημος καὶ Μακάριος περιορίστηκαν ἀποκλειστικὰ στὰ παραδοσιακὰ κείμενα τῆς χριστιανικῆς Ἀνατολῆς, χωρὶς νὰ ἐνσωματώσουν κανένα δάνειο ἀπὸ ρωμαιοκαθολικὲς πηγές. Ἂν καὶ ἡ Φιλοκαλὶα περιέχει ἀρκετὰ κείμενα ποὺ ἀσχολοῦνται μὲ τὸν φαντασιακὸ διαλογισμὸ πάνω στὸ βίο καὶ τὸ Πάθος τοῦ Ἰησοῦ (ἕνα χαρακτηριστικὸ παράδειγμα εἶναι ἡ Ἐπιστολὴ πρὸς τὸν Νικόλαο τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Ἀσκητοῦ) [25], ὁ τρόπος προσευχῆς ποὺ προτείνεται συνήθως εἶναι ἐκεῖνος τοῦ Εὐαγρίου ποὺ συνίσταται στὴν «ἀπόθεση νοημάτων».

Αὐτοὶ εἶναι ὁρισμένοι ἀπὸ τοὺς συνεκτικοὺς ἱστοὺς τῆς Φιλοκαλίας οἱ ὁποῖοι μᾶς ἐπιτρέπουν νὰ ἀναφερόμαστε σὲ μία ἰδιαίτερη «φιλοκαλική» πνευματικότητα. Ὡς βιβλίο ποὺ ἐπικεντρώνεται κατὰ κύριο λόγο στὴν ἐσωτερικὴ δράση, στὸ «ἐσωτερικὸ βασίλειο» τῆς καρδιᾶς, ἡ Φιλοκαλία προσδίδει ἰδιαίτερη σημασία στὶς δύο συναφεῖς ἀρετὲς τῆς νήψης καὶ τῆς ἡσυχίας. Βασικὸς στόχος ἐκείνου ποὺ ἐπιδίδεται στὴν πνευματικὴ ζωὴ δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὴ θέωση, τὴν ἄμεση συμμετοχὴ στὶς ἄκτιστες ἐνέργειες καὶ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Κύριο μέσο γιὰ τὴν κατάκτηση τοῦ στόχου εἶναι ἡ ἀδιάλειπτη ἐπίκληση τοῦ Θείου 'Ονόματος, συνοδευόμενη ὅταν πρέπει ἀπὸ τὴ «φυσικὴ τεχνική». Ἡ Φιλοκαλία δὲν τονίζει τὴν Προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ μὲ μονόπλευρο ἢ ἀποκλειστικὸ τρόπο. Ἡ τάση ποὺ ἐκφράζεται μέσα ἀπὸ τὸ ἔργο εἶναι κατὰ κύριο λόγο ἐκείνη τοῦ Εὐαγρίου καὶ τοῦ Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ. Ταυτόχρονα, ἡ Φίλοκαλὶα προϋποθέτει τὴν «Παλαμική» διαφορὰ θείας οὐσίας-ἐνέργειας. Δὲν κάνει χρήση τῆς πνευματικότητας τῆς δυτικῆς ἀντιμεταρρύθμισης, ἀλλὰ καὶ δὲν ἀντιτίθεται πολεμικὰ στὸ χριστιανισμὸ τῆς Δύσης. Εἶναι πράγματι ἕνα ἔργο γιὰ ὅλους τους χριστιανούς, γιὰ μοναχοὺς καὶ λαϊκούς. Χωρὶς νὰ εἶναι διεξοδικὸ ἢ συστηματικὸ ἔργο, ἡ Φιλοκαλὶα διέπεται ἀπὸ αὐθεντικὴ ἑνότητα καὶ ἐσωτερικὴ συνέχεια. Πολὺ παραπάνω ἀπὸ μία τυχαία συλλογὴ κειμένων ποὺ ἐκδόθηκαν στὸν ἴδιο τόμο, ἡ Φιλοκαλία εἶναι πράγματι αὐτὸ ποὺ φιλοδοξοῦσαν οἱ ἐκδότες της, οἱ ἅγιοι Μακάριος Κορίνθου καὶ Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης: μυστικὸν διδασκαλεῖον τῆς νοερᾶς προσευχῆς (26).

Πολλὲς φορὲς μὲ ρωτοῦν: Μὲ ποιὰ σειρὰ θὰ πρέπει νὰ διαβάζονται τὰ κείμενα τῆς Φιλοκαλίας; Θὰ πρέπει νὰ ἀρχίζει κανεὶς ἀπὸ τὴν ἀρχή, ἀπὸ τὴν πρώτη σελίδα καὶ νὰ συνεχίζει ἕως τὸ τέλος; Ἴσως αὐτὴ νὰ μὴν εἶναι ἡ καλύτερη μέθοδος. Γιὰ ἐκείνους ποὺ δὲν εἶναι ἐξοικειωμένοι μὲ τὸν Ἡσυχασμό, ἀλλὰ ποὺ ἔχουν σοβαρὸ καὶ βαθὺ ἐνδιαφέρον νὰ ἀνακαλύψουν τὸ ἀληθινό του νόημα, ἡ σειρὰ ποὺ προτείνω εἶναι ἡ ἀκόλουθη:

1. Καλλίστου καὶ Ἰγνατίου τῶν Ξανθοπούλων, Περὶ τῶν αἱρουμένων ἡσυχῶς βιῶναι (Φιλοκαλὶα IV, 197-295) [27].

2. Ἡσυχίου Πρεσβυτέρου, Περί νήψεως καὶ ἀρετῆς (Φιλοκαλὶα Ι, 141-173).

3. Νείλου τοῦ Ἀσκητοῦ (στὴν πραγματικότητα, Εὐαγρίου τοῦ Ποντικοῦ), Περὶ Προσευχῆς (Φιλοκαλὶα Ι, 176-189).

4. Περὶ τοῦ Ἀββᾶ Φιλήμονος (Φιλοκαλία ΙΙ, 241-252).

5. Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτου, Περὶ ἡσυχίας καὶ προσευχῆς, μαζὶ μὲ τὰ δύο συνοπτικὰ ἔργα ποὺ ἕπονται (Φιλοκαλία IV, 66-88) [28].

(Ὡστόσο, ἐδῶ συστήνω στοὺς ἀρχαρίους νὰ μὴν ἀποπειραθοῦν νὰ ἐφαρμόσουν τὴ φυσικὴ μέθοδο ποὺ ἀναφέρει ὁ ἅγιος Γρηγόριος, ἐκτὸς κι ἐὰν βρίσκονται ὑπὸ τὴν ἄμεση καὶ προσωπικὴ καθοδήγηση κάποιου πνευματικοῦ πατέρα).

Η Φιλοκαλία χθὲς καὶ σήμερα

Αὐτὸς εἶναι ὁ χαρακτήρας τῆς Φιλοκαλίας. Ποιὰ εἶναι ὅμως ἡ ἐπίδρασή της; Στὸν ἑλληνικὸ κόσμο τὸ βιβλίο ἀρχικὰ εἶχε μέτρια ἀπήχηση, ἴσως γιατί -ὅπως προανέφερα- σχεδὸν ὅλα τὰ κείμενα ἐκδόθηκαν στὸ πρωτότυπο χωρὶς μετάφραση στὰ νέα ἑλληνικά. Πέρασε διάστημα περισσότερο ἀπὸ ἑκατὸ χρόνια πρὶν ἐμφανιστεῖ ἡ δεύτερη ἔκδοση στὰ ἑλληνικά, τὸ 1893. Ἑξήντα τέσσερα χρόνια ἀργότερα, τὸ 1957, ξεκίνησε ἡ τρίτη ἔκδοση. Ἔτσι λοιπόν, στὴ διάρκεια τῶν πρώτων ἑκατὸν ἑβδομήντα πέντε χρόνων τῆς ὕπαρξής της, ἡ Φιλοκαλὶα τυπώθηκε μόνον τρεῖς φορές. Δὲν ἦταν ἀκριβῶς αὐτὸ ποὺ θὰ λέγαμε best seller! Ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ ὅτι ἕνα κλασικὸ ἔργο τῆς δεκαετίας τοῦ 1930, ἡ πολύτομη Μεγάλη Ἑλληνικὴ Ἐγκυκλοπαίδεια, κάτω ἀπὸ τὸ λῆμμα «Φιλοκαλία» ἀναφέρει μόνον τὴ Φιλοκαλία τοῦ Ὠριγένους ποὺ συντάχθηκε ἀπὸ τὸν Μέγα Βασίλειο καὶ τὸν Γρηγόριο τὸν Θεολόγο, ἐνῷ δὲν ἀναφέρει κὰν τὴ Φιλοκαλία τῶν ἁγίων Μακαρίου καὶ Νικόδημου (29).

Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, στὸν σλαβικὸ κόσμο τοῦ 19ου αἰώνα ἡ Φιλοκαλὶα εἶχε ἐντελῶς διαφορετικὴ τύχη. Ἡ σλαβονικὴ μετάφραση τοῦ Παϊσίου Βελιτσκόφσκυ ποὺ ἐκδόθηκε τὸ 1793 καὶ ἡ ἐπαυξημένη ρωσικὴ ἔκδοση τοῦ ἁγίου Θεοφάνους τοῦ Ἐγκλείστου ποὺ ἄρχισε νὰ ἐμφανίζεται τὸ 1877, ἀνατυπώθηκαν πολλὲς φορὲς καὶ στὴ διάρκεια τοῦ 19ου αἰώνα γνώρισαν ἀνταπόκριση πολὺ μεγαλύτερη ἀπὸ ἐκείνη τῆς ἑλληνικῆς ἔκδοσης. Τρία χαρακτηριστικὰ παραδείγματα τῆς ἐπιρροῆς ποὺ ἄσκησε ἡ σλαβονικῆ Dobrotolubiye εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ἅγιος Σεραφεὶμ τοῦ Σαρὼφ ὄχι μόνον τὴν εἶχε διαβάσει, ἀλλὰ καὶ παρέπεμπε τακτικὰ σὲ αὐτήν. Ἐπίσης, ἡ Φιλοκαλία διαβαζόταν ἀπὸ τοὺς startsi (γέροντες) τῆς Ὄπτινα ποὺ τὴ συνέστηναν στοὺς πιστούς. Κι ἀκόμη ὁ ἀνώνυμος συγγραφέας τῶν Περιπετειῶν ἑνὸς Προσκυνητοῦ κουβαλοῦσε τὴ Φιλοκαλία στὸν ταξιδιωτικό του σάκκο, καθὼς περιπλανιόταν στὰ ρωσικὰ δάση μὲ τὴν Προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ στὰ χείλη καὶ ἕνα κομποσχοίνι στὸ χέρι του.

Ὡστόσο, ἡ πραγματικὴ ἐποχὴ τῆς Φιλοκαλίας δὲν ἦταν οὔτε ὁ 18ος αἰώνας μὲ τοὺς Κολλυβάδες, οὔτε ἡ «Ἁγία Ρωσία» τοῦ 19ου αἰώνα, ἀλλὰ τὸ δεύτερο ἥμισυ του 20οῦ αἰώνα καὶ συγκεκριμένα τὰ χρόνια ποὺ ἀκολούθησαν τὸν Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ἡ τρίτη ἔκδοση τῆς Φιλοκαλὶας ποὺ ἐμφανίστηκε σὲ πέντε τόμους ἀπὸ τὸν ἐκδοτικὸ οἶκο «Ἀστὴρ-Παπαδημητρίου» (1957-1963) κυκλοφόρησε εὐρύτατα καὶ ἀνατυπώθηκε στὰ μέσα της δεκαετίας τοῦ '70. Κι ἀκόμη, ἡ Φιλοκαλὶα μεταφράσθηκε στὰ νέα ἑλληνικά. Μέχρι, πρὶν ἀπὸ σαράντα χρόνια ἡ Φιλοκαλία στὸν ἑλληνικὸ χῶρο ἦταν γνωστὴ μόνο σὲ ὁρισμένα μοναστήρια• σήμερα ἐκεῖνοι, ποὺ τὴ μελετοῦν καὶ ποὺ ἀναγνωρίζουν τὴν ἀξία της εἶναι ὅλο καὶ περισσότεροι, ἰδιαίτερα δὲ κοσμικοί. Καὶ κατ' αὐτὴ τὴν ἔννοια μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι οἱ ἅγιοι Μακάριος καὶ Νικόδημος πέτυχαν ἀκριβῶς αὐτὸ ποὺ φιλοδοξοῦσαν.

Μία ἄλλη ὀρθόδοξη χώρα ποὺ ἐπηρεάστηκε βαθύτατα ἀπὸ τὴ Φιλοκαλία -ἰδιαίτερα μετὰ τὸν Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο- εἶναι ἡ Ρουμανία. Ἡ ρουμανικὴ μετάφραση ἄρχισε νὰ ἐμφανίζεται τὸ 1946 καὶ ὑπεύθυνος γιὰ τὴν ἔκδοση ἦταν ὁ διακεκριμένος θεολόγος Πρωθιερέας Dumitru Staniloae (1903-1993). Ἕως τὸ 1948 εἶχαν ἐκδοθεῖ τέσσερις τόμοι• ὅμως ἡ ἔκδοση σταμάτησε ἐξαιτίας πιέσεων ἀπὸ τὸ κομμουνιστικὸ καθεστώς. Τριάντα χρόνια ἀργότερα η προσπάθεια αὐτὴ μπόρεσε νὰ συνεχιστεῖ καὶ ἀπὸ τὸ 1976 ἕως τὸ 1981 κυκλοφόρησαν ἄλλοι ἕξι τόμοι, συμπληρώνοντας ἔτσι τὸ δεκάτομο ἔργο (ποὺ ἀντιστοιχεῖ σὲ περισσότερες ἀπὸ 4.650 σελίδες) (30). Σὲ σύγκριση μὲ τὸ ἑλληνικὸ πρωτότυπο, ἡ ρουμανικὴ Φιλοκαλία περιλαμβάνει μία σαφῶς μεγαλύτερη ἐπιλογὴ κειμένων. Πιὸ συγκεκριμένα, ὁ Πατὴρ Staniloae πρόσθεσε ὁρισμένα ἔργα τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Ξανάγραψε ἐπίσης τὰ εἰσαγωγικὰ σημειώματα ποὺ προηγοῦνται τοῦ ἔργου τοῦ κάθε συγγραφέα καὶ ἔδωσε πολυάριθμες παραπομπές. Στὶς σημειώσεις του ὁ πατὴρ Staniloae παραθέτει κριτικὴ βιβλιογραφία ἀπὸ τὴ σύγχρονη Δύση, ἂν καὶ ὁ συγγραφέας ἐξετάζει ὅλα τὰ ἔργα ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη σκοπιά.

Ἡ ρουμανικὴ Φιλοκαλία συνέβαλε μὲ καθοριστικὸ καὶ δημιουργικὸ τρόπο στὴν πνευματικὴ ἀναγέννηση ποὺ παρατηρεῖται σήμερα στὴν ὀρθόδοξη Ρουμανία. Ἐμπνευσμένη ἀπὸ τὸν πατέρα Staniloae εἶναι ἡ ἐντυπωσιακὴ ὁμάδα νεαρῶν ἐπισκόπων καὶ θεολόγων ποὺ ἀναδύθηκε καὶ ἡ προσέγγιση τῆς ὁποίας εἶναι βαθύτατα «φιλοκαλική». Στὴ Ρουμανὶα σήμερα, ὅπως καὶ στὴ σύγχρονη Ἑλλάδα, ἡ ἐπίδραση τῆς Φιλοκαλίας ἐπ' οὐδενὶ δὲν περιορίζεται, σὲ μοναστικοὺς κύκλους. Ἀντίθετα, ἐπηρεάζει τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας στὸ σύνολό της.

Ἐὰν ἡ ἐπίδραση τῆς Φιλοκαλίας στὴ Ρουμανὶα εἶναι ἀληθινὰ ἐντυπωσιακή, ἀκόμη πιὸ ἀξιοσημείωτη εἶναι ἡ εὐρύτατη ἐπιτυχία της στὸ δυτικὸ κόσμο στὴ διάρκεια τῶν τελευταίων πενήντα ἐτῶν. Ἡ πρώτη ἔκδοση, ποὺ κυκλοφόρησε στὴ Βενετία τὸ 1782, ἐστάλη σχεδὸν καθ' ὁλοκληρία στὴν Ἀνατολή. Ἐλάχιστα ἀντίτυπα διοχετεύθηκαν σὲ βιβλιοθῆκες τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης. Ὁ εὐρυμαθὴς Dom Pitra καὶ οἱ ἄλλοι ἐπιμελητὲς τῆς Ἑλληνικῆς Πατρολογίας ποὺ ἐκδόθηκε ἀπὸ τὸν J.-P. Migne εἶχαν πρόσβαση στὴν ἑλληνικὴ Φιλοκαλία, μόνον ἀπὸ τὸν τόμο ὀγδόντα πέντε καὶ μετὰ καὶ δὲν παραλείπουν νὰ τονίσουν τὴ σπανιότητα τοῦ ἔργου: «...ex libro inter rariores rarissimo» (PG 127:1127).

Σπουδαιότατο ρόλο στὴ διάδοση τῆς Φιλοκαλίας στὴ Δύση ἔπαιξε ἡ Μεγάλη Βρετανία. Στὶς ἀρχὲς τῆς δεκαετίας τοῦ 1950 μία ἐπιλογὴ ὑλικοῦ τῆς ρωσικῆς Dobrotolubiye τοῦ ἁγίου Θεοφάνους μεταφράσθηκε ἀπὸ τὰ ρωσικὰ στὰ ἀγγλικὰ μὲ ἐκδοτικὴ φροντίδα τῆς ρωσίδας ὀρθόδοξης Evgeniya Kadloubovsky καὶ τοῦ Ἄγγλου ὀρθόδοξου Gerald Palmer. Ἔτσι ἐκδόθηκαν δύο τόμοι, τὰ Γραπτὰ ἀπὸ τὴ Φιλοκαλία γιὰ τὴν Προσευχὴ τῆς Καρδιᾶς (Writings from the Philokalia on Prayer of the Heart), τὸ 1951, καὶ Οἱ Πατέρες τῶν πρώτων αἰώνων ἀπὸ τὴ Φιλοκαλία (Early Fathers from the Philokalia), τὸ 1954. Οἱ δύο αὐτοὶ τόμοι γνώρισαν ἐκπληκτικὴ καὶ ἀπρόσμενη ἐπιτυχία. Τὸ ρωμαιοκαθολικὸ περιοδικὸ The Catholic Herald χαιρέτησε τὴν ἔκδοση τῶν φιλοκαλικῶν κειμένων ὡς «ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ σημαντικὰ δοκίμια πνευματικότητας ποὺ μεταφράστηκαν ποτὲ στὰ ἀγγλικά» καὶ οἱ δύο τόμοι ἀνατυπώθηκαν ἐπανειλημμένα.

Ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ ὅτι οἱ ἐκδότες τῆς ἀγγλικῆς Φιλοκαλίας, οἱ Faber and Faber, δὲν θὰ εἶχαν ποτὲ δεχτεῖ νὰ ἐκδώσουν τὸ ἔργο χωρὶς τὴν ὑποστήριξη τοῦ T.S. Eliot, ποὺ ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς διευθυντὲς τοῦ οἴκου. Ὁ Eliot ἐντυπωσιάστηκε τόσο ἀπὸ τὴ διδασκαλία τῆς Φιλοκαλίας, ὥστε ἐπέμεινε νὰ ἐκδοθεῖ πάσῃ θυσίᾳ ἂν καὶ ἦταν σχεδὸν βέβαιος ὅτι θὰ εἶχε σοβαρὸ οἰκονομικὸ κόστος. Στὴν πραγματικότητα σημείωσε μεγάλη ἐκδοτικὴ καὶ οἰκονομικὴ ἐπιτυχία. «Δὲν ἔχουμε χάσει ποτὲ χρήματα ἐκδίδοντας ὀρθόδοξα βιβλία», μοῦ εἶπε πρόσφατα κάποιο στέλεχος τοῦ ἐκδοτικοῦ οἴκου Fabers. Ὁ ἀείμνηστος Philip Sherrard μοῦ διηγήθηκε ὅτι κάποια μέρα βρισκόταν στὴ βιβλιοθήκη τοῦ Γιώργου Σεφέρη ὅταν πρόσεξε σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ ράφια τὸν ἀγγλικὸ τόμο Γραπτὰ ἀπὸ τὴ Φιλοκαλία. Τὸν πῆρε στὰ χέρια του καὶ ἀνακάλυψε ὅτι εἶχε σταλεῖ στὸ Σεφέρη ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Eliot μὲ τὴν ἀφιέρωση: «τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν». Δὲν ξέρω ἂν ὁ Σεφέρης διάβασε τὸ βιβλίο, ἀλλὰ εἶμαι βέβαιος ὅτι ὁ Eliot τὸ εἶχε διαβάσει μὲ προσοχή.

Τὸ 1979 ἄρχισε νὰ κυκλοφορεῖ μία νέα ἀγγλικὴ ἔκδοση. Ἡ δεύτερη αὐτὴ ἔκδοση δὲν περιέχει ἁπλῶς μία ἐπιλογή, ἀλλὰ περιλαμβάνει ὅλα τὰ ἔργα τῆς πρωτότυπης ἑλληνικῆς ἔκδοσης, καὶ δὲν εἶναι βασισμένη στὴ ρωσικὴ ἀπόδοση τοῦ Θεοφάνους ἀλλὰ στὸ ἑλληνικὸ πρωτότυπο, καὶ χρησιμοποιεῖ σύγχρονες κριτικὲς ἐκδόσεις, ὅπου ὑπάρχουν. Ἡ ἀγγλικὴ μετάφραση πρόκειται σύντομα νὰ συμπληρωθεῖ: ὁ πέμπτος καὶ τελευταῖος τόμος βρίσκεται ἤδη στὸ στάδιο τῆς προετοιμασίας γιὰ ἔκδοση. Ὅπως καὶ ἡ προηγούμενη ἀγγλικὴ ἔκδοση, ἔτσι καὶ αὐτή, εἶχε ἐκπληκτικὴ ἀπήχηση σὲ ἕνα εὐρύτατο κοινό. Οἱ πρῶτοι τόμοι τῆς ἀγγλικῆς Φιλοκαλίας ἔχουν ἤδη ἀνατυπωθεῖ ἀρκετὲς φορές. Ἀπὸ τὰ γράμματα ποὺ καταφθάνουν στὰ γραφεῖα τοῦ ἐκδοτικοῦ οἴκου εἶναι σαφὲς ὅτὶ ἡ ἀγγλικὴ Φιλοκαλία δὲν κυκλοφορεῖ μόνον μεταξὺ τῶν μελῶν τῆς 'Ορθόδοξης Ἐκκλησίας, ἢ ἔστω μεταξὺ χριστιανῶν. Πολλοὶ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ εἴτε ἀνήκουν σὲ ἄλλες θρησκεῖες εἴτε δὲν ἀνήκουν σὲ κάποια θρησκευτικὴ παράδοση, ἀλλὰ ἀναζητοῦν μία πίστη καὶ διαβάζουν τὴ Φιλοκαλία. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἡ μετάφραση τοῦ ἔργου ἐπιτελεῖ ἕνα ἀξιοσημείωτο ἱεραποστολικὸ ἔργο.

Τὸ παράδειγμα τῆς Βρετανίας ἀκολούθησαν πολλὲς ἄλλες δυτικὲς χῶρες. Ἀπὸ τὸ 1953 καὶ μετά, μεταφράσεις τῆς Φιλοκαλὶας ἐμφανίστηκαν πρῶτα στὰ γαλλικά, κι ὕστερα στὰ γερμανικά, τὰ ἰταλικά, τὰ ἱσπανικά, καὶ τὰ φινλανδικά. Ἐν πρώτοις, οἱ ἀποδόσεις αὐτὲς περιεῖχαν μόνον ἐπιλογὲς κειμένων καὶ μερικὲς φορὲς δὲν βασίζονταν στὸ πρωτότυπο ἑλληνικὸ κείμενο. Ὡστόσο, στὴ διάρκεια τῆς τελευταίας εἰκοσαετίας ἐμφανίστηκαν πλήρεις ἐκδόσεις μεταφρασμένες ἀπὸ τὸ πρωτότυπο, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἀγγλικὰ καὶ σὲ ἄλλες εὐρωπαϊκὲς γλῶσσες. Ὅπως καὶ στὴν Ἀγγλία, οἱ μεταφράσεις αὐτὲς γνώρισαν τεράστια ἐπιτυχία καὶ ξεπέρασαν τὶς τολμηρότερες προσδοκίες τῶν ἐκδοτικῶν οἴκων.

Στὸ ξεκίνημα τῆς τρίτης χιλιετίας, ἡ φωνὴ τῆς Φιλοκαλίας ἀκούγεται ὅλο καὶ πιὸ δυνατὰ τόσο στὸν ὀρθόδοξο κόσμο ὅσο καὶ στὴ Δύση. Εἶναι σίγουρα ἀξιοσημείωτο -καὶ γιὰ μένα προσωπικὰ ἰδιαίτερα ἐνθαρρυντικό- ὅτι μία συλλογὴ κειμένων ποὺ προοριζόταν γιὰ ἑλληνορθόδοξους χριστιανοὺς τῆς τουρκοκρατούμενης Ἑλλάδας τοῦ 18ου αἰώνα, κατάφερε νὰ ἀσκήσει τέτοια ἐπίδραση δύο αἰῶνες ἀργότερα, στὸ ὁλότελα διαφορετικὸ ἱστορικὸ καὶ πολιτισμικὸ περιβάλλον τῆς μετα-χριστιανικῆς Εὐρώπης, ποὺ ἐκκοσμικεύεται ὅλο καὶ περισσότερο. Ἡ διδασκαλία τοῦ Ἡσυχασμοῦ, ποὺ τόσο ἀγάπησαν καὶ ἐφάρμοσαν οἱ ἅγιοι Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης καὶ Μακάριος Κορίνθου, παραμένει ἐπίκαιρη στὸ σύγχρονο κόσμο.

Σημειώσεις

1. Σχετικὰ μὲ τὴν πρώτη ἔκδοση τῆς Φιλοκαλίας καὶ τὶς μεταγενέστερες ἐκδόσεις καὶ ἀνατυπώσεις βλ. Kallistos Ware, 'Philocalie', Dictionnaire de Spiritualité 12 (1984), 1336-1352. Γιὰ πληρέστερες βιβλιογραφικὲς ἀναφορὲς βλ. τὶς σημειώσεις τοῦ ἀγγλικοῦ κειμένου ποὺ ἀκολουθεῖ.

2. Γιὰ λόγους προφανεῖς ἢ licenza δὲν ἀνατυπώθηκε στὶς μεταγενέστερες ἐκδόσεις τῆς Φιλοκαλὶας ποὺ κυκλοφόρησαν στὴν Ἀθήνα.

3. Γιὰ βιβλιογραφία βλ. τὸ ἀγγλικὸ κείμενο τῆς διάλεξης.

4. The Gulag Archipelago, 2, Glasgow 1975, 597.

5. Φικολαλία Ι, xxiv. Οἱ παραπομπὲς τῆς Φιλοκαλίας δίνονται στην τρίτη ἑλληνικὴ ἔκδοση τοῦ Ἀστέρος-Παπαδημητρίου (Ἀθήνα, 1957-63) μὲ ἀριθμὸ τόμου καὶ σελίδας.

6. Φιλοκαλία I, xxii. Χωρὶς ἀμφιβολία ὁ ἅγιος Νικόδημος εἶχε ὑπ' ὄψιν του τὴ διαμάχη μεταξὺ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καὶ τοῦ μοναχοῦ Ἰώβ. Σχετικὰ βλ. Πατριάρχου Φιλοθέου Κοκκίνου, Βίος τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, PG 151: 573Β-574Β, ποὺ παρατίθεται στὴ Φιλοκαλία V, 107.

7. Φιλοκαλία I, xxiii.

8. Dobrotolubiye, Μόσχα 1793. Βλ. Ἀντώνιος-Αἰμίλιος Ταχιάος, «Ὁ Παΐσιος Βελιτσκόφσκι (1722-1794) καὶ ἡ ἀσκητικοφιλολογικὴ σχολή του» (Ἑταιρεία Μακεδονικῶν Σπουδῶν, Ἵδρυμα Μελετῶν Χερσονήσου τοῦ Αἴμου 73: Θεσσαλονίκη 1964), 113-14.

9. Φιλοκαλὶα I, xxiii-xxiv

10. Σύγκρινε τὴν ἀναλογία τοῦ φυλλώματος ἑνὸς δένδρου μὲ τὸν καρπό του ἀπὸ τὸ Γεροντικόν, Ἀγάθων 8, PG 65:112ΑΒ.

11. Φιλοκαλία I, xxiv.

12. Φιλοκαλία I, xxiii.

13. Φιλοκαλία I, xx.

14. Νηπτικὰ Κεφάλαια Μ', 3 (Φιλοκαλία ΙΙ, 275).

15. Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης, Περὶ τοῦ πῶς δεῖ καθέζεσθαι 5, Φιλοκαλία IV.82. Ἡ φράση προέρχεται ἀπὸ τὸν Ἰωάννη Κλίμακος, Κλῖμαξ 27, PG 88:1112Α,ο ὁποῖος τὴ δανείζεται ἀπὸ τὸ κείμενο τοῦ Εὐαγρίου, Περὶ Προσευχῆς 71 [70], Φιλοκαλία Ι, 182.

16. Φιλοκαλία I, xix.

17. Φιλοκαλὶα Ι, xx.

18. Φιλοκαλὶα I, xxi. Πρβλ. Κάλλιστος καὶ Ἰγνάτιος Ξανθόπουλοι, Περὶ τῶν αἱρουμένων ἡσυχῶς βιῶναι 4, Φιλοκαλὶα IV, 199.

19. Φιλοκαλία I, xxi.

20. Βλ. Citterio, L' orientamento (σημ. 3 τοῦ ἀγγλικοῦ κειμένου), 349-52.

21. Μάξιμος, Περὶ ἀγάπης 3:98' Κεφάλαια Διάφορα 3:1 (Φιλοκαλία ΙΙ, 40, 91).

22. Μάξιμος, Κεφάλαια Διάφορα 6:19 (Φιλοκαλία ΙΙ, 150)• Πρὸς Θαλάσσιον 59 (PG 90:609Α• Corpus Christianorum 22, 53, σειρὲς 137-8).

23. Βλ. Citterio, L' Orientamento, 112-36.

24. Βλ. τὴν εἰσαγωγή του Η.A. Hodges, στὸ Unseen Warfare: Being the Spiritual Combat and Path to Paradise of Lorenzo Scupoli as edited by Nicodemus of the Holy Mountain and revised by Theophan the Recluse, μτφρ. Ε. Kadloubovsky καὶ G.E.H. Palmer, Faber & Faber, London 1952, 49-51.

25. Φιλοκαλία I, 134-5 (= PG65:1041B-1045A). Ὃ Μᾶρκος ὁ Ἀσκητής, γνωστὸς ἐπίσης καὶ ὡς Μᾶρκος ὁ Ἐρημίτης, ὀρθότερα ὀνομάζεται Μᾶρκος ὁ Μοναχός.

26. Φιλοκαλία I, xxiii.

27. Βλ. Kallistos Ware, Α Fourteenth-Century Manual of Hesychast Prayer: the Century of St Kallistos and St Ignatios Xanthopoulos, Canadian Institute of Balkan Studies, Toronto 1995.

28. Βλ. Kallistos Ware, 'The Jesus Prayer in St Gregory of Sinai', Eastern Churches Review 4:1 (1972), 3-22' David Balfour, 'Saint Gregory the Sinaite: Discourse on the Transfiguration', ἀνάτυπο ἀπὸ τὴν Θεολογία 52:4-54:1 (1981-3).

29. Μεγάλη Ἑλληνικὴ Ἐγκυκλοπαίδεια, 24, Ἀθήνα 1934, 8.

30. Δύο ἐπιπλέον τόμοι ἔχουν προστεθεῖ ἔκτοτε στὴ σειρά.

- «Η εσωτερική ενότητα και η επίδραση της Φιλοκαλίας σε Ανατολή και Δύση», Αθήνα, εκδ. Σύνδεσμος Υποτρόφων Κοινωφελούς Ιδρύματος Α. Σ. Ωνάσης, 2004. [μετάφραση Νίκη Τσιρώνη]

πηγή: http://www.myriobiblos.gr/texts/greek/kallistos_filokalia.html

ο Άγιος Χριστόφορος


Βίος Αγίου ΧριστοφόρουΕκτύπωσηE-mail

agios_xristoforos_2Ο Άγιος Μεγαλομάρτυς Χριστόφορος καταγόταν από ημιβάρβαρη φυλή και ονομαζόταν Ρεμπρόβος, που σημαίνει αδόκιμος, αδοκίμαστος, κολασμένος. Πιθανότατα έζησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορος Δεκίου (249-251), όταν στην Αντίοχεια Επίσκοπος ήταν ο Άγιος Ιερομάρτυς Βαβύλας († Σεπτεμβρίου).

Ο Άγιος ως προς την εξωτερική εμφάνιση ήταν τόσο πολύ άσχημος, που απεκαλείτο «κυνοπρόσωπος».

Η μεταστροφή του στο Χριστό έγινε με τρόπο θαυμαστό. Συνελήφθη αιχμάλωτος σε μάχη, που διεξήγαγε το έθνος του με τα ρωμαϊκά στρατεύματα. Κατατάγηκε στις Ρωμαϊκές Λεγεώνες και πολέμησε κατά των Περσών, επί Γορδίου και Φιλίππου.

Όταν ήταν ακόμη κατηχούμενος, για να ευχαριστήσει το Χριστό, εγκαταστάθηκε σε επικίνδυνη δίοδο ποταμού και μετέφερε δωρεάν επί των ώμων του εκείνους που επιθυμούσαν να διέλθουν τον ποταμό. Μια μέρα του παρουσιάστηκε ένα μικρό παιδί, το οποίο τον παρακάλεσε να το περάσει στην απέναντι όχθη. Ο Ρέμπροβος πρόθυμα το έθεσε επί των ώμων του και στηριζόμενος επί της ράβδου του εισήλθε στον ποταμό. Όσο όμως προχωρούσε, τόσο το βάρος του παιδιού αυξανόταν, ώστε με μεγάλο κόπο κατόρθωσε να φτάσει στην απέναντι όχθη. Μόλις έφθασε στον προορισμό του, κατάκοπος είπε στο παιδί ότι και όλο τον κόσμο να σήκωνε δεν θα ήταν τόσο βαρύς. Το παιδί του απάντησε: «Μην απορείς, διότι δεν μετέφερες μόνο τον κόσμο όλο, αλλά και τον πλάσαντα αυτόν. Είμαι Εκείνος στην υπηρεσία του Οποίου έθεσες τις δυνάμεις σου και σε απόδειξη αυτού φύτεψε το ραβδί σου και αύριο θα έχει βλαστήσει », και αμέσως μετά εξαφανίσθηκε. Ο Ρέμπροβος φύτεψε τη ράβδο και την επόμενη την βρήκε πράγματι να έχει βλαστήσει. Μετά το περιστατικό αυτό βαπτίσθηκε Χριστιανός από τον Αγιο Ιερομάρτυρα Βαβύλα, ο οποίος τον μετονόμασε σε Χριστόφορο. Η άκτιστη θεία Χάρη, που έλαβε την ώρα του βαπτίσματος και του Χρίσματος, μεταμόρφωσε όλη του την ύπαρξη. Κι αυτή ακόμη η δύσμορφη όψη του φαινόταν φωτεινότερη και ομορφότερη.

Στην ορθόδοξη αγιογραφία ο Άγιος εικονίζεται να μεταφέρει στον ώμο του τον Χριστό. Εξ αφορμής ίσως του γεγονότος αυτού θεωρείται προστάτης των οδηγών και στο Μικρόν Ευχολόγιον και συγκεκριμένα στην Ακολουθία «επί ευλογήσει νέου οχήματος» υπάρχει, πρώτο στη σειρά, το απολυτίκιό του.

Κατά τον τότε εναντίον των Χριστιανών διωγμό, λίγο μετά την βάπτισή του, είδε Χριστιανούς να κακοποιούνται από τους ειδωλολάτρες. Από αγανάκτηση επενέβη και έκανε δριμύτατες παρατηρήσεις προς αυτούς, διέφυγε δε τη σύλληψη χάρη στο γιγαντιαίο του παράστημα και την ηράκλεια δύναμή του. Καταγγέλθηκε όμως στον αυτοκράτορα και διατάχθηκε η σύλληψή του. Για τον σκοπό αυτό απεστάλησαν διακόσιοι στρατιώτες. Αυτοί, αφού ερεύνησαν σε διάφορα μέρη, το βρήκαν κατά την στιγμή την οποία ετοιμαζόταν να γευματίσει με ένα κομμάτι ξερό ψωμί. Κατάκοποι οι στρατιώτες και πεινασμένοι ζήτησαν από τον Αγιο Χριστόφορο να τους δώσει να φάγουν και σαν αντάλλαγμα του υποσχέθηκαν ότι δεν θα τον κακομεταχειρίζονταν. Ένας από τους στρατιώτες, βλέποντας ότι πλην του ξερού άρτου δεν υπήρχε άλλη τροφή, ειρωνευόμενος τον Χριστόφορο του είπε ότι ευχαρίστως θα γινόταν Χριστιανός, αν είχε τη δύναμη να τους χορτάσει όλους με το κομμάτι εκείνου του άρτου. Τότε ο Άγιος, αφού γονάτισε, άρχισε να παρακαλεί τον Χριστό να πολλαπλασιάσει το κομμάτι εκείνο του άρτου, όπως πολλαπλασίασε τους πέντε άρτους στην έρημο, για να χορτασθούν οι πεινώντες στρατιώτες και να φωτισθούν στην αναγνώριση και ομολογία Αυτού. Η παράκληση του Αγίου εισακούσθηκε και το τεμάχιο του άρτου πολλαπλασιάσθηκε. Βλέποντας οι στρατιώτες το θαύμα αυτό, προσέπεσαν στα πόδια του Αγίου και τον παρακαλούσαν να τους γνωρίσει καλύτερα τον Θεό του. Ο Άγιος, εξέθεσε με απλότητα τη Χριστιανική διδασκαλία και αφού όλοι εξέφρασαν την επιθυμία να γίνουν Χριστιανοί, τους οδήγησε προς τον Επίσκοπο Αντιοχείας Βαβύλα, ο οποίος, αφού τους κατήχησε, τους βάπτισε. Όταν ο αυτοκράτορας Δέκιος πληροφορήθηκε το γεγονός, τους μεν στρατιώτες συνέλαβε και τους αποκεφάλισε, τον δε Χριστόφορο προσπάθησε με υποσχέσεις και κολακείες να τον μεταπείσει, αλλά οι προσπάθειές τους προσέκρουσαν στην επίμονη άρνηση αυτού. Κατόπιν τούτου έστειλε προς αυτόν δύο διεφθαρμένες γυναίκες, την Ακυλίνα και την Καλλινίκη, ελπίζοντας ότι με τα θέλγητρά τους θα τον σαγήνευαν και θα τον παρέσυραν. Οι δύο γυναίκες, αφού άκουσαν την προτροπή του Αγίου, για να επανέλθουν στο δρόμο της αγνότητας και της αρετής, έγιναν Χριστιανές και, αφού παρουσιάσθηκαν ενώπιον του αυτοκράτορος Δεκίου, ομολόγησαν τον Χριστό. Γι αυτό και βρήκαν μαρτυρικό θάνατο.

Στην συνέχεια ο Άγιος Χριστόφορος υποβλήθηκε σε φρικτά βασανιστήρια και στο τέλος υπέστη τον δι' αποκεφαλισμού θανάτου το 251.

Η Σύναξη αυτή ετελείτο στο Μαρτύριο αυτού κοντά του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου στο Κυπαρίσσιον και στο ναό του Αγίου Μάρτυρος Πολυεύκτου, πλησίον της Αγίας Ευφημίας των Ολυβρίου.

Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Επισκόπου Φαναρίου Αγαθαγγέλου, τ. Μαΐου, σελ. 138-142.

Ησαΐας, ο «μεγαλοφωνότατος των Προφητών». (9 Μαΐου)

 



Η κλήση του προφήτη.
Στα χρόνια του βασιλιά Οζία ο Ησαΐας είδε όραμα. Είδε τον Κύριο να κάθεται σε θρόνο υψηλό μέσα σε θεϊκό μεγαλείο. Οι άγγελοι, τα εξαπτέρυγα Σεραφείμ, περιτριγύριζαν πετώντας και σκεπάζοντας με τις δύο φτερούγες το πρόσωπό τους, διότι δεν άντεχαν να βλέπουν τη λάμψη του Θεού. Και έψαλλαν δυνατά ο ένας στον άλλον: «Άγιος, άγιος, άγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης πάσα η γη της δόξης αυτού» (Ησ. 6,3). Και σηκώθηκε για λίγο το παραπέτασμα του ουρανού και έμεινε εκστατικός ο Ησαΐας και τρομαγμένος φώναξε; «Ταλαίπωρος εγώ, ποιός είμαι να παρακολουθώ τέτοια σκηνή; Άνθρωπος είμαι, έχοντας ακάθαρτα χείλη, ανάμεσα σε λαό που έχει ακάθαρτα χείλη. Και όμως τον βασιλέα Κύριον Σαβαώθ είδα με τα μάτια μου» (Ησ. 6,5). Ενώ δε έλεγε αυτά, να ένα από τα Σεραφείμ, με κάποια λαβίδα πήρε, αναμμένο κάρβουνο από το ουράνιο θυσιαστήριο και ήλθε και το ακούμπησε στα χείλη του. Η φωτιά της Θεότητας καθαρίζει τα χείλη, που θα κηρύξουν το λόγο του Θεού,  καθαρίζει τον προφήτη από τις αμαρτίες του, που  εκστατικός ζει το θαύμα.
 Οι προφητείες του για τον Μεσσία
Φαντασθείτε τον Ησαΐα να βρίσκεται στην κορυφή, σ’ ένα ψηλό βουνό, και απ’ εκεί να ατενίζει με τα προφητικά του κυάλια, το μέλλον. Η υψηλή κορυφή είναι το Πνεύμα το Άγιο. Βλέπει και θαυμάζει. Βλέπει σαν σε κινηματογραφική ταινία όλη τη ζωή του Μεσσία. Και μαζί του θαυμάζουμε κι εμείς. Σε κάθε ξέσπασμα νέου θαυμασμού ας ρωτάμε τον Ησαΐα: Πες μας, τί βλέπεις;
1. Βλέπω να έρχεται μία Παρθένος και να κυοφορεί και να γεννά υιό και να ονομάζει το όνομα του παιδιού Εμμανουήλ (Ησ. 7,14). Παρθένος να κυοφορεί; Πρωτοφανές. Παρθένος ν’ αποκτά υιό και να μένει πάλι Παρθένος; Παράδοξο. Ναι, είναι γεγονός, διότι το παιδί που θα γεννηθεί είναι ο ίδιος ο Θεός, που ήλθε κάτω στη γη, «ο Θεός μεθ’ ημών». Αυτό σημαίνει το «Εμμανουήλ».
2.Τί θα είναι αυτό το παιδί; Άνθρωπος ή Θεός; Πες μας, Ησαΐα; Και ο Ησαΐας απαντά. Βλέπω να είναι και άνθρωπος και Θεός. Βλέπω τη σαρκική του καταγωγή. Ως άνθρωπος είναι απόγονος του Δαβίδ, «ράβδος εκ της ρίζης Ιεσσαί». Ιεσσαί είναι ο πατέρας του Δαβίδ: «και άνθος εκ της ρίζης αναβήσεται» (Ησ. 11,1). Λουλούδι από το γενεαλογικό και βασιλικό δένδρο του Δαβίδ, που ευωδιάζει μέσα στους αιώνες, διότι θα είναι φορέας πνεύματος Θεού. Θα έχει πνεύμα σοφίας και συνέσεως· πνεύμα θελήσεως και δυνάμεως· πνεύμα γνώσεως και ευσέβειας. (Ησ. 11,2).
3. Άρα το παιδί της Παρθένου δεν είναι μόνο άνθρωπος, είναι και Θεός. Ναι, βεβαιώνει ο Ησαΐας καθαρά. Βλέπω να γεννιέται το παιδί, που είναι ο άρχοντας της ειρήνης, είναι ο ισχυρός Θεός (Ησ. 9,6). Το παιδί της Παρθένου εξουσιάζει τα σύμπαντα, είναι ο ισχυρός Θεός, που φάνηκε για μας στη γη ως ταπεινός άνθρωπος. Είναι εκείνος, στον οποίον ανήκει το μέλλον, η ιστορία του κόσμου.
4. Και συνεχίζει ο Ησαΐας να μιλά γι’ αυτά που βλέπει με τα προφητικά του κυάλια. Βλέπω το λαό να κάθεται στο σκοτάδι. Μία μαύρη, απαίσια σκιά τον σκεπάζει. Και ξαφνικά βλέπω ένα φως να διώχνει τη σκιά και να διαλύει τα σκοτάδια και να φωτίζει το λαό (Ησ. 9,1-2). Ο Χριστός είναι το υπερφυσικό και ανέσπερο φως, που διέλυσε τα σκοτάδια της πλάνης, απάλλαξε τους ανθρώπους από το φόβο του θανάτου και έριξε τους ισχυρούς προβολείς της Αναστάσεώς του στο έρεβος του Άδη.
5. Κάτι ακούει ο Ησαΐας και μένει εκστατικός. Τί ακούς, Ησαΐα;  Ακούω τον Μεσσία! Μιλάει για το ουράνιο χρίσμα του, για το ότι είναι ο Χριστός Κυρίου, ο κεχρισμένος από το Θεό Πατέρα, σταλμένος να ευαγγελισθεί και να θεραπεύσει το λαό (Ησ. 61,1-2). Τα λόγια αυτά, 800 χρόνια αργότερα, διάβασε ο ίδιος ο Μεσσίας, ο Ιησούς Χριστός, όταν στη συναγωγή της Ναζα­ρέτ ξετύλιξε το βιβλίο του προφήτου Ησαΐα και έπεσαν τα μάτια του στην προφητική αυτή περικοπή. Νέα εποχή αρχίζει με την έλευση του Μεσσία.
6. Βλέπει ακόμη ο προφήτης τη σοφία, με την οποία διδάσκει ο Χριστός. Και ακούει τη φωνή του Θεού Πατέρα να λέει για τον Υιό: «Ιδού στήσει ο παίς μου και υψωθήσειαι και μετεωρισθήσεται σφόδρα» (Ησ. 52,13). Ποιός μπορεί να συγκριθεί με τη διδασκαλία του Χριστού; Φθάνει σε ύψη ουράνια και απροσπέλαστα.
7. Αλλ’ ο Μεσσίας, ο Χριστός, δεν θα είναι μόνο καταπληκτικός στα λόγια· θα είναι καταπληκτικός και στα σημεία, στα θαύματα. Ο Ησαΐας βλέπει τα θαύματα του Χριστού. Βλέπω, λέει, τυφλοί ανοίγουν τα μάτια τους, κουφοί ακούνε. Βλέπω κουτσό να πηδά σαν ελάφι. Βλέπω να μιλά ένας μουγγός. Βλέπω την έρημη γη να γεμίζει από δροσερό νερό (Ησ. 35,5-6). Τρέχει η θαυματουργική χάρις του Χριστού.
8. Αλλ’ ενώ τόσα θαυμαστά και ευεργετικά λέει και κάνει ο Μεσσίας, ξαφνικά βλέπουμε το πρόσωπο του προφήτη ν’ αλλοιώνεται. Γίνεται σκυθρωπό. Γιατί; Τί βλέπεις, Ησαΐα; Βλέπω το Μεσσία να συλλαμβάνεται και να σέρνεται σε μαρτύριο. Δεν μιλάει, δεν διαμαρτύρεται. Μοιάζει με άκακο πρόβατο, που οδηγείται άφωνο στη σφαγή (Ησ. 53,7). Τα λόγια του Ησαΐα θα επαναληφθούν από τον άλλο προφήτη, τον Ιωάννη τον Πρόδρομο. Όταν θα δει να έρχεται ο Ιησούς προς τον Ιορδάνη, θα τον δείξει στα πλήθη και θα πει: «Ίδε ο αμνός του Θεού ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου» (Ιωάν. 1,29).
9. Ας ρωτήσουμε τον Ησαΐα, που αρχίζει πλέον ξεκάθαρα να βλέπει τα Πάθη του Θεανθρώπου, γιατί πάσχει ο Μεσσίας. Αξίζει να διαβάσουμε επανειλημμένα το 53ο κεφάλαιο του βιβλίου του. Νομίζεις, ότι διαβάζεις Ευαγγέλιο των Παθών της Μεγ. Πέμπτης. Όλα όσα έπαθε ο Χριστός τα βλέπει προφητικά ο Ησαΐας. Πες μας, λοιπόν, Ησαΐα, τί κακό έκανε ο Μεσσίας, που τον οδηγούν στη σφαγή; Και έρχεται η προφητική μαρτυρία του να προστεθεί σε τόσες άλλες μαρτυρίες για την αναμαρτησία του Ιησού Χριστού. Όχι, μας λέει, δεν βλέπω αμαρτία πάνω του. Είναι αναμάρτητος. «Ανομίαν ουκ εποίησεν ουδέ ευρέθη δόλος εν τω στόματι αυτού» (Ησ. 53,9). Μάταια ψάχνουν να βρουν κηλίδα πάνω στη ζωή του Μεσσία, του Ιησού Χριστού!
10. Και τότε γιατί υποφέρει; Γιατί πεθαίνει; Γιατί σταυρώνεται; Ο Ησαΐας βλέπει το Χριστό να σταυρώνεται για τις αμαρτίες όλων των ανθρώπων. Βλέπει να σηκώνει τις αμαρτίες μας και λέει: «Ούτος τας αμαρτίας ημών φέρει και περί ημών οδυνάται…» (Ησ. 53,4). Σηκώνει ο Μεσσίας το βαρύτερο σταυρό. Είναι ο ασήκωτος Σταυρός, που πάνω του έχουν φορτωθεί όλες οι αμαρτίες όλων των ανθρώπων όλων των εποχών.
11. Το ξανατονίζει ο Ησαΐας: Βλέπω, λέει, το Μεσσία να προχωρεί και να παραδίνεται μόνος του στους εχθρούς του και να σηκώνει τις αμαρτίες τις δικές μας (Ησ. 53,12).
12. Σε λίγο ο προφήτης γίνεται πιό σκυθρωπός. Αλλ’ η θλίψη του έχει και μία μυστηριώδη λάμψη χαράς. Για πες μας, Ησαΐα, τί καινούργιο βλέπεις; Και ο προφήτης μάς απαντά: Βλέπω γεμάτο πληγές και αίματα το πρόσωπο του Μεσσία. Είναι αγνώριστο. Πω, πω, πώς είναι τώρα; Αυτός, που ήταν ο πιό ωραίος, τώρα γέμισε κακώσεις (Ησ. 53,3). Αλλ’ ενώ βλέπεις να βασανίζεται και να ματώνεται ο Μεσαίας, εμείς, Ησαΐα, βλέπουμε το πρόσωπο σου να είναι χαρούμενο. Τί συμβαίνει; Πες μας! Και ο προφήτης  αποκαλύπτει: Βλέπω, ότι οι δικές του πληγές γιατρεύουν τις δικές μας αμαρτίες (Ησ. 53,5). Το Αίμα του Χριστού χύνεται για τις αμαρτίες μας. Γιατρεύει κάθε πληγή. Μας σώζει.
13. Σε λίγο ο Ησαΐας, αφού φθάνει στα πάθη του Χριστού, τον βλέπουμε ευθύς αμέσως ν’ αλλάζει όψη. Γίνεται χαρούμενος. Για πες μας τώρα, Ησαΐα, πού οφείλεται η μεγάλη χαρά σου; Και μάς απαντά: Βλέπω μία μάχη. Βλέπω το Μεσαία να κατεβαίνει σ’ ένα στρατόπεδο· στο στρατόπεδο του εχθρού· να σπάζει τις πόρτες, να γκρεμίζει τα κάστρα, να νικά αυτόν που είναι ο τρομοκράτης, να νικά το θάνατο και τον Άδη. Προφητεύει την εις Άδου κάθοδο του Χριστού (Ησ, 45,2-3). Μιλάει ο Θεός Πατέρας στον Θεάνθρωπο Μεσσία. Όλους τους «σκοτεινούς θησαυρούς», τους ανθρώπους που ήσαν κλεισμένοι στο σκοτεινό Άδη, πήρε ο Μεσσίας κατά την κάθοδό του εκεί.
14. Στη συνέχεια ο προφήτης Ησαΐας, γεμάτος πλέον χαρά και αγαλλίαση, βλέπει την Ανάσταση του Χριστού. Θα αιχμαλωτίσει τους ισχυρούς και το θάνατο για τις δικές μας αμαρτίες. Και βλέπει ο Ησαΐας το φως της Αναστάσεως ν’ ακτινοβολεί. Βλέπει τη νέα Ιερουσαλήμ. Η Εκκλησία είναι η νέα Ιερουσαλήμ, που λάμπει μέσα στο φως της Αναστάσεως. Αυτό που ψάλλουμε τις πασχαλινές ημέρες «Φωτίζου, φωτίζου, η νέα Ιερουσαλήμ…» είναι λόγος επηρεασμένος από προφητεία του Ησαΐα (Ησ. 60,1).
15. Είδαμε  πόσο καθαρά ο προφήτης Ησαΐας βλέπει όλες τις λεπτομέρειες της ζωής του Χριστού. Τελειώνοντας αξίζει να δούμε δύο από τις προφητείες του, παρήγορες και συγκλονιστικές, που αναφέρονται στην εξάπλωση της Εκκλησίας. Έρχονται βέβαια στιγμές, που η Εκκλησία σαν να θλίβεται, γιατί δεν ακούγεται ο λόγος της. Έρχονται στιγμές, που ακούγεται το παράπονο του εργάτου του Θεού: «Κύριε, τίς επίστευσε τη ακοή ημών; Και ο βραχίων(η δύναμη) Κυρίου τίνι απεκαλύφθη;» (Ησ. 53,1). Κάποτε έστειλε ο Θεός τον προφήτη να μιλήσει και επιστρέφοντας είπε με παράπονο στο Θεό: «Τί ότι ήλθον και ουκ ην άνθρωπος» (Ησ. 50,2). Ας μη παραπονούμεθα λοιπόν κι εμείς, αν πολλές φορές φαίνεται ότι ο λόγος μας πηγαίνει χαμένος. Κάποτε ο λόγος θα θριαμβεύσει. Αλλ’ ας ακούσουμε τις δύο καταπληκτικές και αισιόδοξες προφητείες. Η μία είναι για τους πολέμους και την ειρήνη. Βλέπει πολέμους και αναστατώσεις ο Ησαΐας, αλλά βλέπει και την ήμερα της μεγάλης ειρήνης. Και όταν επικρατήσει η ειρήνη του Θεού στον κόσμο, τότε τα όπλα θα μετατραπούν σε εργαλεία (Ησ. 2,4).
16. Αλλ’ ο ενθουσιασμός του προφήτη γίνεται σε κάποια στιγμή μεγαλύτερος. Τί βλέπεις στο απώτερο μέλλον, Ησαΐα; Και απαντά: Η κοινωνία θα αλλάξει. Θα έλθει ημέρα, που θα βόσκουν μαζί ο λύκος και το πρόβατο, το λιοντάρι με το αρνί, ο ταύρος με το μοσχάρι, θα ζουν όλοι οι άνθρωποι αδελφωμένοι (Ησ. 11,6-7). Το λιοντάρι τρώει σάρκες, κρέατα. Είναι δυνατόν να φάει άχυρα; Να ικανοποιηθεί με άχυρα; Έτσι και οι άνθρωποι. Τώρα, σαν λιοντάρια, ο ένας τρώει τον άλλον. Θα έλθει όμως η χρυσή ημέρα. Πρόκειται για τη χρυσή ελπίδα, για την οποία λέει ό Ησαΐας: «Και επ’ αυτώ έθνη ελπιούσιν»
Ο Χριστός είναι η ελπίδα του κόσμου. Όταν το Ευαγγέλιο κηρυχθεί παντού, όταν όλοι πιστέψουν στον Ιησού Χριστό, τότε θα γίνει η πραγματική αλλαγή της κοινωνίας. Τότε οι άνθρωποι από άγριοι θα γίνουν άγιοι και θα δοξάζεται το όνομα του Θεού.
(Αρχιμ. Δανιήλ Γ. Αεράκη, «Κλήματα της Αμπέλου»)

9 Μαΐου Συναξαριστής

Ἠσαΐου Προφήτου, Χριστοφόρου Μεγαλομάρτυρα, Ἀκυλίνης καὶ Καλλινίκης Μαρτύρων, Ἐπιμάχου καὶ Γορδιανοὺ Μαρτύρων, Μαξίμου Πατριάρχου, Σίου Ὁσίου, Κωνσταντίνου Μάρτυρα, Νικολάου τοῦ Νέου Ὁσιομάρτυρα, Δημητρίου Πρίγκιπα, Ἰωσὴφ τῆς Ὄπτινα, τῶν Ἁγίων Νεομαρτύρων τῆς Σλομπόντσκαγια.  Ὁ Προφήτης Ἠσαΐας (ἑορτὴ Ἠσαΐας).

 


Ὁ Προφήτης Ἡσαΐας

Ὁ Προφήτης Ἠσαΐας, υἱὸς τοῦ Ἀμῶς, γεννήθηκε στὰ Ἱεροσόλυμα περὶ τὸ 774 π.Χ. Ὑπῆρξε ὁ πρῶτος μεταξὺ τῶν τεσσάρων μεγάλων Προφητῶν, ὁ λαμπρότερος καὶ μεγαλοφωνότερος ἀπὸ αὐτούς. Τὸ ὄνομα Ἠσαΐας, ἐβραϊστὶ Γιασιαγιάχου, σημαίνει «ὁ Θεὸς σῴζει».
Κατὰ ἀρχαία ραββινικὴ παράδοση, ὁ πατέρας του ἦταν ἀδελφὸς τοῦ βασιλέως τῶν Ἰουδαίων Ἀμασίου, ἡ δὲ θυγατέρα του λέγεται ὅτι εἶχε νυμφευθεῖ τὸν βασιλέα Μαννασή. Οἱ παραδόσεις αὐτές, θρῦλοι μᾶλλον καὶ ὄχι ἱστορικὲς ἀλήθειες, ὑποδηλώνουν πάντως τὴν εὐγενῆ καταγωγὴ τοῦ Ἠσαΐου. Ὁ Ἠσαΐας ἦταν ἔγγαμος καὶ εἶχε ἀποκτήσει δυὸ παιδιά, τὰ ὁποία ἀναφέρονται στὶς Προφητεῖες του.
Σὲ αὐτά, κατ’ ἐντολὴν προφανῶς τοῦ Θεοῦ, εἶχαν δοθεῖ συμβολικὰ ὀνόματα. Τοῦ μὲν πρώτου τὸ ὄνομα ἦταν Ἰασοὺβ καὶ σημαίνει κατὰ τοὺς ἑβδομήκοντα «τὸ ὑπόλοιπο θὰ ἐπιστρέψει», δηλαδὴ οἱ ἐναπομείναντες στὴν αἰχμαλωσία Ἰουδαῖοι θὰ ἐπανέλθουν στὴν πατρίδα τους. Τοῦ δὲ ἄλλου τὸ ὄνομα ἦταν Μαχὲρ Σχαλὰζ Χᾶς Βὰζ καὶ σημαίνει «ταχέως σκύλευσον, ὀξέως προνόμευσον», σὲ δήλωση τῆς ἐπικείμενης κατὰ τῶν Ἱεροσολύμων ἐπιδρομῆς τῶν Ἀσσυρίων καὶ Βαβυλωνίων.

Ὁ Ἠσαΐας κλήθηκε στὴν προφητικὴ διακονία του κατὰ τὸ 738 μ.Χ., τελευταῖο ἔτος τῆς βασιλείας τοῦ Ὀζίου καὶ πρῶτο ἔτος τῆς βασιλείας Ἰωάθαμ. Ὁ ἴδιος ἱστορεῖ σὲ μία συναρπαστικὴ περιγραφὴ τὴν κλήση του. Εὑρισκόμενος στὸ ἱερὸ εἶδε τὸν Κύριο καθήμενο ἐπάνω σὲ θρόνο ὑψηλό, ἐνῷ ὁ ναὸς ἦταν πλημμυρισμένος ἀπὸ ὑπέρλαμπρο φῶς τῆς θείας δόξας.
Τὰ ἑξαπτέρυγα Σεραφίμ, ἵσταντο γύρω ἀπὸ τὸ θεῖο θρόνο προσφωνώντας καὶ ἀντιφωνώντας τὸ ἕνα τὸ ἄλλο, δοξολογώντας τὸν Θεὸ καὶ λέγοντας «ἅγιος, ἅγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης πᾶσα ἡ γῆ τῆς δόξης Αὐτοῦ». Μπροστὰ στὸ μεγαλειῶδες αὐτὸ θέαμα ὁ Ἠσαΐας καταλύφθηκε ἀπὸ βαθιὰ συγκίνηση καὶ δέος, ἀναλογίστηκε τὴν ἀναγιότητά του ὡς ἀνθρώπου καὶ ἀναφώνησε ὅτι, ὡς ἄνθρωπος ποὺ ἔχει ἀκάθαρτα χείλη, ἀξιώθηκε νὰ δεῖ τὸν Βασιλέα, Κύριο Σαβαώθ.
Μετὰ τὴν ταπεινὴ αὐτὴ ὁμολογία του, ἕνα ἀπὸ τὰ Σεραφὶμ ἔλαβε διὰ τῆς λαβίδος στὸ χέρι του ἀναμμένο κάρβουνο ἀπὸ τὸ θυσιαστήριο, στὸ ὁποῖο καιγόταν εὐῶδες θυμίαμα, ἄγγιξε τὰ χείλη τοῦ Ἠσαΐα καὶ τοῦ εἶπε: «ἰδού, αὐτὸ ἄγγιξε τὰ χείλη σου καὶ θὰ ἀφαιρέσει τὶς ἀνομίες σου καὶ θὰ καθαρίσει τελείως καὶ θὰ ἀπαλείψει ἀπὸ σένα τὶς ἁμαρτίες σου».
Τὸ ἔργο τοῦ Προφήτη Ἠσαΐα ἐπεκτάθηκε ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Ἰωάθαμ, Ἄχαζ, Ἐζεκίου, ἴσως δὲ καὶ ἐπὶ Μανασσή, ἀπὸ τὸν ὁποῖο, ὅπως λέγεται καταδικάσθηκε σὲ θάνατο καὶ ἐκτελέσθηκε μὲ ξύλινο πριόνι, ἐπειδὴ τὸν ἔλεγξε δημοσίως γιὰ τὴν ἀσέβειά του.
Ἡ ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποία ἔζησε ὁ Ἠσαΐας ἦταν πολὺ δύσκολη γιὰ τὸ Ἰσραηλιτικὸ βασίλειο. Οἱ Ἑβραῖοι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης εἶχαν ἐκτραπεῖ σὲ μία ὑλόφρονα ζωή, γιὰ τὴν ἱκανοποίηση τῆς ὁποίας δὲν δίσταζαν μπροστὰ σὲ καμία ἀδικία καὶ παρανομία. Οἱ ἱερεῖς ἦταν μέθυσοι, οἱ ψευδοπροφῆτες ὀργίαζαν, οἱ ἄρχοντες ἦταν κλέφτες. Οἱ ψευδοευλαβεῖς ἐκεῖνοι, ποὺ νήστευαν καὶ προσέφεραν θυσίες ὑποκριτικὰ καὶ ἦταν ἄδικοι καὶ ἀνελεήμονες, εἶχαν πληθυνθεῖ καὶ συνεργοῦσαν στὴ διαφθορά.
Μία τέτοια κατάπτωση ἦταν ἑπόμενο νὰ ὁδηγήσει σὲ ὀλιγοπιστία, σὲ ἀπιστία πρὸς τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ σὲ ἐκτροπὴ πρὸς τὴν εἰδωλολατρία. Ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτωλότητας καὶ ἀσέβειας ποὺ κυριαρχοῦσε, μὲ σκοπὸ τὴν παιδαγωγία, τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ λαοῦ καὶ τὴν ὑπακοὴ στὸν θεῖο νόμο, ὁ Θεὸς ἐπέτρεπε συμφορὲς καὶ θλίψεις, ἰδιαίτερα δὲ τὶς καταστρεπτικὲς ἐπιδρομὲς ξένων, γειτονικῶν καὶ μακρινῶν λαῶν.
Ἔτσι τὸ ἔργο τοῦ Προφήτη Ἠσαΐα, καθ’ ὅλο τὸ διάστημα τῆς δράσεώς του, ἦταν νὰ ἐλέγχει τὴν ἁμαρτωλότητα καὶ ἀσέβεια, νὰ καταδικάζει αὐστηρότατα τὴν ἀποστασία καὶ εἰδωλολατρία, νὰ προλέγει θλίψεις κατὰ τοῦ ἀποστάτη λαοῦ καὶ νὰ καλεῖ σὲ μετάνοια καὶ ἐπιστροφὴ πρὸς τὸν Θεό. Σὲ περίοδο δὲ προφανῶν κινδύνων, ἐπιδρομῆς ἐχθρῶν καὶ δουλείας τοῦ λαοῦ, ἐνθάρρυνε τοὺς ἀποκαρδιωμένους, ἀναθέρμαινε τὴν πίστη καὶ ὑπακοὴ πρὸς τὸν Θεό, καλλιεργοῦσε τὴν ἐλπίδα τῆς ἀπολυτρώσεως.
Ἀλλὰ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο χαρακτηρίζει ἐντονότερα τὸν Ἠσαΐα εἶναι κυρίως οἱ πολυάριθμες καὶ καθαρότατες Χριστολογικὲς Προφητεῖες του. Φωτιζόμενος ἀπὸ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα προανήγγειλε τὴν ἐκ Παρθένου γέννηση τοῦ Λυτρωτοῦ, ὅπως καὶ τὸ Ὄνομα Αὐτοῦ «Ἐμμανουήλ», τὸ ὁποῖο σημαίνει «ὁ Θεὸς μαζί μας». Γι’ αὐτὸ καὶ ὀνομάσθηκε ἀπὸ τοὺς Πατέρες, «Εὐαγγελικὸς Προφήτης», οἱ δὲ Προφητεῖες του «Καθ’ Ἠσαΐαν Εὐαγγέλιον».
Τὸ ἱερὸ λείψανό του μεταφέρθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη, ἐπὶ αὐτοκράτορα Θεοδοσίου Β’ (408-450 μ.Χ.) καὶ κατατέθηκε στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Μάρτυρα Λαυρεντίου ποὺ ἦταν πλησίον τῶν Βλαχερνῶν.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς σάλπιγξ πανεύσημος, μεγαλοφώνω φθογγή, τῷ κόσμῳ προήγγειλας, τὴν παρουσίαν Χριστοῦ, Προφῆτα θεσπέσιε, σὺ γὰρ τοῦ Παρακλήτου, ἑλλαμφθεῖς τὴ δυνάμει, κάλαμος ὀξυγράφος, τῶν μελλόντων ἐδείχθης, διὸ σὲ Ἠσαΐα, ὕμνοις γεραίρομεν.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὴν ἐν πρεσβείαις ἀκοίμητον.
Τῆς Προφητείας τὸ χάρισμα δεδεγμένος, προφητομάρτυς Ἠσαΐα θεοκήρυξ, πάσιν ἐτράνωσας τοὶς ὑφ' ἥλιον, τὴν τοῦ Θεοῦ φωνήσας μεγαλοφώνως σάρκωσιν, ἰδοὺ ἡ Παρθένος ἐν γαστρι λήψεται.



Ὁ Ἅγιος Χριστόφορος ὁ Μεγαλομάρτυρας (ἑορτὴ Χριστόφορος)

Ὁ Ἅγιος Μεγαλομάρτυς Χριστόφορος καταγόταν ἀπὸ ἠμιβάρβαρη φυλὴ καὶ ὀνομαζόταν Ρεμπρόβος, ποὺ σημαίνει ἀδόκιμος, ἀποδοκιμασμένος, κολασμένος. Πιθανότατα ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Δεκίου (249-251 μ.Χ.), ὅταν στὴν Ἀντιόχεια Ἐπίσκοπος ἦταν ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Βαβύλας (τιμᾶται 4 Σεπτεμβρίου).
Ὁ Ἅγιος ὡς πρὸς τὴν ἐξωτερικὴ ἐμφάνιση ἦταν τόσο πολὺ ἄσχημος, γι’ αὐτὸ καὶ ἀποκαλεῖτο «κυνοπρόσωπος».
Ἡ μεταστροφή του στὸν Χριστὸ ἔγινε μὲ τρόπο θαυμαστό. Συνελήφθη αἰχμάλωτος σὲ μάχη, ποὺ διεξήγαγε τὸ ἔθνος του μὲ τὰ Ρωμαϊκὰ αὐτοκρατορικὰ στρατεύματα. Κατατάγηκε στὶς Ρωμαϊκὲς λεγεῶνες καὶ πολέμησε κατὰ τῶν Περσῶν, ἐπὶ Γορδίου καὶ Φιλίππου.
Ὅταν ἦταν ἀκόμη κατειχούμενος, γιὰ νὰ εὐχαριστήσει τὸν Χριστό, ἐγκαταστάθηκε σὲ ἐπικίνδυνη δίοδο ποταμοῦ καὶ μετέφερε δωρεὰν ἐπὶ τῶν ὤμων του ἐκείνους ποὺ ἐπιθυμοῦσαν νὰ διέλθουν τὸν ποταμό.  Μία μέρα παρουσιάσθηκε πρὸς αὐτὸν μικρὸ παιδί, τὸ ὁποῖο τὸν παρακάλεσε νὰ τὸν περάσει στὴν ἀπέναντι ὄχθη.
Ὁ Ρεμπρόβος πρόθυμα τὸ ἔθεσε ἐπὶ τῶν ὤμων του καὶ στηριζόμενος ἐπὶ τῆς ράβδου του εἰσῆλθε στὸν ποταμό. Ὅσο ὅμως προχωροῦσε, τόσο τὸ βάρος τοῦ παιδιοῦ αὐξανόταν, ὥστε μὲ μεγάλο κόπο κατόρθωσε νὰ φθάσει στὴν ἀπέναντι ὄχθη. Μόλις ἔφθασε στὸν προορισμό του, κατάκοπος εἶπε στὸ παιδὶ ὅτι καὶ ὅλο τὸν κόσμο νὰ σήκωνε δὲν θὰ ἦταν τόσο βαρύς.
Τὸ παιδὶ τοῦ ἀπάντησε: «Μὴν ἀπορεῖς, διότι  δὲν μετέφερες μόνο τὸν κόσμο ὅλο, ἀλλὰ καὶ τὸν πλάσαντα αὐτόν. Εἶμαι Ἐκεῖνος στὴν ὑπηρεσία τοῦ Ὁποίου ἔθεσες τὶς δυνάμεις σου καὶ σὲ ἀπόδειξη αὐτοῦ φύτεψε τὸ ραβδί σου καὶ αὔριο θὰ ἔχει βλαστήσει», καὶ ἀμέσως ἐξαφανίσθηκε.
Ὁ Ρεμπρόβος φύτεψε τὴν ράβδο καὶ τὴν ἑπομένη τὴν βρῆκε πράγματι νὰ ἔχει βλαστήσει. Μετὰ τὸ περιστατικὸ αὐτὸ βαπτίσθηκε Χριστιανὸς ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἱερομάρτυρα Βαβύλα, ὁ ὁποῖος τὸν μετονόμασε σὲ Χριστόφορο. Ἡ ἄκτιστη θεία Χάρη, ποὺ ἔλαβε τὴν ὥρα τοῦ βαπτίσματος καὶ τοῦ Χρίσματος, μεταμόρφωσε ὅλη του τὴν ὕπαρξη. Καὶ αὐτὴ ἀκόμα ἡ δύσμορφη ὄψη του φαινόταν φωτεινότερη καὶ ὀμορφότερη.
Στὴν Ὀρθόδοξη ἁγιογραφία ὁ Ἅγιος εἰκονίζεται νὰ μεταφέρει στὸν ὦμο του τὸν Χριστό. Ἐξ’ ἀφορμῆς ἴσως τοῦ γεγονότος αὐτοῦ θεωρεῖται προστάτης τῶν ὁδηγῶν καὶ στὸ Μικρὸν Εὐχολόγιον καὶ συγκεκριμένα στὴν Ἀκολουθία «ἐπὶ εὐλογήσει νέου ὀχήματος» ὑπάρχει, πρῶτο στὴ σειρά, τὸ ἀπολυτίκιό του.
Κατὰ τὸν τότε ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν διωγμό, λίγο μετὰ τὴν βάπτισή του, εἶδε Χριστιανοὺς νὰ κακοποιοῦνται ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες. Ἀπὸ ἀγανάκτηση ἐπενέβη καὶ ἔκανε δριμύτατες παρατηρήσεις πρὸς αὐτούς, διέφυγε δὲ τὴ σύλληψη χάρη στὸ γιγαντιαῖο του παράστημα καὶ τὴν ἡράκλεια δύναμή του. Καταγγέλθηκε ὅμως στὸν αὐτοκράτορα καὶ διατάχθηκε ἡ σύλληψή του.
Γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸ ἀπεστάλησαν διακόσιοι στρατιῶτες. Αὐτοί, ἀφοῦ ἐρεύνησαν σὲ διάφορα μέρη, τὸν βρῆκαν κατὰ τὴν στιγμὴ τὴν ὁποία ἑτοιμαζόταν νὰ γευματίσει ἕνα κομμάτι ξερὸ ψωμί. Κατάκοποι οἱ στρατιῶτες καὶ πεινασμένοι ζήτησαν ἀπὸ τὸν Ἅγιο Χριστόφορο νὰ τοὺς δώσει νὰ φάγουν καὶ ὡς ἀντάλλαγμα τοῦ ὑποσχέθηκαν ὅτι δὲν θὰ τὸν κακομεταχειρίζονταν.
Ἕνας ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες, βλέποντας ὅτι πλὴν τοῦ ξεροῦ ἄρτου δὲν ὑπῆρχε καμία ἄλλη τροφή, εἰρωνευόμενος τὸν Χριστόφορο, τοῦ εἶπε ὅτι εὐχαρίστως θὰ γινόταν Χριστιανός, ἐὰν εἶχε τὴν δύναμη νὰ τοὺς χορτάσει ὅλους μὲ τὸ κομμάτι ἐκεῖνο τοῦ ἄρτου. Τότε ὁ Ἅγιος, ἀφοῦ γονάτισε, ἄρχισε νὰ παρακαλεῖ τὸν Χριστὸ νὰ πολλαπλασιάσει τὸ κομμάτι ἐκεῖνο τοῦ ἄρτου, ὅπως πολλαπλασίασε τοὺς πέντε ἄρτους στὴν ἔρημο, γιὰ νὰ χορτάσουν οἱ πεινῶντες στρατιῶτες καὶ νὰ φωτισθοῦν στὴν ἀναγνώριση καὶ ὁμολογία Αὐτοῦ.
Ἡ παράκληση τοῦ Ἁγίου εἰσακούσθηκε καὶ τὸ τεμάχιο τοῦ ἄρτου πολλαπλασιάσθηκε. Βλέποντας οἱ στρατιῶτες τὸ θαῦμα αὐτό, προσέπεσαν στὰ πόδια τοῦ Ἁγίου καὶ τὸν παρακαλοῦσαν νὰ τοὺς γνωρίσει καλύτερα τὸν Θεό του. Ὁ Ἅγιος ἐξέθεσε μὲ ἁπλότητα τὴ Χριστιανικὴ διδασκαλία καὶ ἀφοῦ ὅλοι ἐξέφρασαν τὴν ἐπιθυμία νὰ γίνουν Χριαστιανοί, τοὺς ὁδήγησε πρὸς τὸν Ἐπίσκοπο Ἀντιοχείας Βαβύλα, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ τοὺς κατήχησε, τοὺς βάπτισε.
Ὅταν ὁ αὐτοκράτορας Δέκιος πληροφορήθηκε τὸ γεγονός, τοὺς μὲν στρατιῶτες συνέλαβε καὶ ἀποκεφάλισε, τὸν δὲ Χριστόφορο προσπάθησε μὲ ὑποσχέσεις καὶ κολακεῖες νὰ μεταπείσει, ἀλλὰ οἱ προσπάθειές του προσέκρουσαν στὴν ἐπίμονη ἄρνηση αὐτοῦ. Κατόπιν τούτου ἔστειλε πρὸς αὐτὸν δυὸ διεφθαρμένες γυναῖκες, τὴν Ἀκυλίνα καὶ τὴν Καλλινίκη, ἐλπίζοντας ὅτι μὲ τὰ θέλγητρά τους θὰ τὸν σαγήνευαν καὶ θὰ τὸν παρέσυραν.
Οἱ δυὸ γυναῖκες, ἀφοῦ ἄκουσαν τὴν προτροπὴ τοῦ Ἁγίου, γιὰ νὰ ἐπανέλθουν στὸν δρόμο τῆς ἁγνότητας καὶ τῆς ἀρετῆς, ἔγιναν Χριστιανὲς καί, ἀφοῦ παρουσιάσθηκαν ἐνώπιον τοῦ αὐτοκράτορα Δεκίου, ὁμολόγησαν τὸν Χριστό. Γι’ αὐτὸ καὶ βρῆκαν μαρτυρικὸ θάνατο.
Στὴ συνέχεια ὁ Ἅγιος Χριστόφορος ὑποβλήθηκε σὲ φρικτὰ βασανιστήρια καὶ τέλος ὑπέστη τὸν δι’ ἀποκεφαλισμοῦ θάνατο τὸ 251 μ.Χ.
Ἡ Σύναξη αὐτοῦ ἐτελεῖτο στὸ Μαρτύριο αὐτοῦ κοντὰ στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου στὸ Κυπαρίσσιον καὶ στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Πολυεύκτου, πλησίον τῆς Ἁγίας Εὐφημίας τῶν Ὀλυβρίου.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.
Στολαὶς ταὶς ἐξ αἵματος, ὠραϊζόμενος, Κυρίω παρίστασαι, τῷ Βασιλεῖ οὐρανῶν, Χριστόφορε ἀοίδιμε, ὅθεν σὺν Ἀσωμάτων, καὶ Μαρτύρων χορείαις, ἄδεις τὴ τρισαγίω, καὶ φρικτὴ μελῳδία, διὸ τοὶς ἰκεσίαις ταὶς σαίς, σῷζε τοὺς δούλους σου.






Οἱ Ἁγίες Ἀκυλίνα καὶ Καλλινίκη οἱ Μάρτυρες

Οἱ Ἁγίες Μάρτυρες Ἀκυλίνα καὶ Καλλινίκη πίστεψαν στὸν Χριστὸ διὰ τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Χριστοφόρου καί, ἀφοῦ βασανίσθηκαν ἀνηλεῶς μὲ σιδερένιες ράβδους ποὺ διαπέρασαν τὸ σῶμα τους, μαρτύρησαν ἐπὶ αὐτοκράτορα Δεκίου (249-251 μ.Χ.)




Οἱ Ἅγιοι Ἐπίμαχος ὁ Ρωμαῖος καὶ Γορδιανὸς οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἐπίμαχος καὶ Γορδιανὸς κατάγονταν ἀπὸ τὴν Ρώμη καὶ ἄθλησαν ἐπὶ αὐτοκράτορα Δεκίου (249-251 μ.Χ.). Κατηγορήθηκαν ὡς Χριστιανοί, συνελήφθησαν καὶ ὁδηγήθηκαν ἐνώπιον τοῦ ἡγεμόνος. Ἀφοῦ ἀρνήθηκαν νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα, βασανίσθηκαν ἀνηλεῶς καὶ ἀποκεφαλίσθηκαν. Τὰ ἱερὰ λείψανά τους ἐνταφιάσθηκαν στὸν ἴδιο τάφο καὶ σημαντικὸ μέρος αὐτῶν φυλάσσεται στὸ Ἀββαεῖο τῶν Βενεδεκτίνων στὸ Κέμπτον τῆς Βαυαρίας στὴ Γερμανία.




Ὁ Ἅγιος Μάξιμος Πατριάρχης Ἱεροσολύμων
Ὁ Ἅγιος Μάξιμος ἔγινε Πατριάρχης Ἱεροσολύμων τὸ 333 μ.Χ. καὶ διαδέχθηκε στὸν θρόνο τὸν Πατριάρχη Μακάριο (314-333 μ.Χ.). Τὰ προηγούμενα χρόνια, ἐπὶ αὐτοκράτορα Μαξιμίνου (307-313 μ.Χ.), ὅταν οἱ Χριστιανοὶ ἐδιώκοντο, εἶχε καταδικασθεῖ στὰ μεταλλεῖα, ὅπου τοῦ ἔβγαλαν τὸν δεξιὸ ὀφθαλμὸ καὶ τοῦ ἀκρωτηρίασαν τὸ ἀριστερὸ πόδι.
Τὸ 335 μ.Χ. συμμετεῖχε στὴ Σύνοδο τῆς Τύρου, ἀλλὰ δὲν ὑπέγραψε τὴν καταδίκη τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, τὸ δὲ 349 μ.Χ. ὑποδέχθηκε μὲ μεγάλη χαρὰ τὸν Μέγα Ἀθανάσιο ποὺ ἐπέστρεψε ἀπὸ τὴν ἐξορία.
Ὁ Ἅγιος Μάξιμος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 350 μ.Χ.




Ὁ Ὅσιος Σίος
Ὁ Ὅσιος Σίος γεννήθηκε στὴν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας στὶς ἀρχὲς τοῦ 6ου αἰῶνα μ.Χ. ἀπὸ γονεῖς πλούσιους καὶ εὐσεβεῖς, ποὺ δὲν εἶχαν ἄλλα παιδιά. Ὁ Σίος ἦταν μοναδικὸς κληρονόμος τῆς τεράστιας περιουσίας τους καὶ ἡ μοναδικὴ παρηγοριὰ τῶν γηρατειῶν τους.
Τὸν ἀνέθρεψαν, λοιπόν, μὲ περισσὴ στοργὴ καὶ ἐπιμέλεια, καλλιεργώντας στὴν ψυχή του τοὺς σπόρους τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς εὐσέβειας. Ἐκεῖνος, πάλι, πρόθυμα ἄκουγε τὶς ὠφέλιμες συμβουλὲς καὶ τὶς θεῖες διδαχές τους. «Πνεύματος Ἁγίου πεπλησμένος ἔτι ἐκ κοιλίας μητρὸς αὐτοῦ», ὅπως ὁ Τίμιος Πρόδρομος, ἀφ’ ὅτου ἔμαθε ἀνάγνωση, μελετοῦσε ἀκατάπαυστα τὶς ἱερὲς Γραφές, ἔχοντας πάντοτε μαζί του τὴν Καινὴ Διαθήκη καὶ τὸ Ψαλτήριο.
Σὲ ἡλικία εἴκοσι ἐτῶν ἄκουσε γιὰ τὸν Ὅσιο Ἰωάννη Ζενταζνέλι, ὅπου ζοῦσε σὲ μία ἔρημο, κοντὰ στὴν Ἀντιόχεια καὶ εἶχε πολλοὺς μαθητές.
Ἀμέσως ἔτρεξε νὰ βρεῖ τὸν Ὅσιο Γέροντα. Ὁ προορατικὸς Γέροντας τοῦ εἶπε νὰ ἐπιστρέψει στὴν πατρικὴ οἰκία καὶ νὰ λάβει τὴν εὐχὴ τῶν γονέων του, ποὺ θὰ γίνονταν καὶ αὐτοὶ μοναχοί. Ἔτσι κι ἔγινε.
Ἐλεύθερος πλέον ὁ Ὅσιος Σίος φρόντισε πρῶτα νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὸ βάρος τῆς πατρικῆς περιουσίας. Ἕνα μέρος τὸ μοίρασε στὰ μοναστήρια, ὅπου ἐγκαταβίωσαν οἱ γονεῖς του καὶ τὸ ὑπόλοιπο στοὺς φτωχούς. Ὁ ἴδιος κράτησε μόνο τὴν Ἁγία Γραφή.
Ἔτσι ἐπέστρεψε στὸν Ὅσιο Ἰωάννη, ὁ ὁποῖος γεμάτος χαρὰ τὸν μακάρισε, διότι ἔβαλε τὸ χέρι του στὸ ἀλέτρι καὶ δὲν κοίταζε πίσω στὸν κόσμο.
Ὅταν ὁ Ὅσιος Σίος ἔγινε μοναχός, ἡ καρδιά του φλογίσθηκε ἀκόμη περισσότερο ἀπὸ τὸ θεῖο ἔρωτα. Χάρη στὴν ἀδιάκριτη ὑπακοή, τὴν βαθιὰ ταπείνωση, τὴν ἀπέραντη ἀγάπη καὶ τὶς ἄλλες θεῖες ἀρετές του, ἀξιώθηκε νὰ λάβει πολὺ νωρὶς οὐράνια χαρίσματα.
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης μὲ ἔκπληξη καὶ δέος παρατηροῦσε τὸν ἁγιοπνευματικὸ πλουτισμὸ τοῦ ὑποτακτικοῦ του, ποὺ στὸ Ὄνομα καὶ μὲ τὴ Χάρη τοῦ Κυρίου, ἄρχισε νὰ θεραπεύει θαυματουργικὰ τοὺς ἀσθενεῖς καὶ νὰ ἀποδιώχνει τὰ δαιμόνια.
Εἴκοσι χρόνια ἔζησε κοντὰ στὸν Ὅσιο Ἰωάννη. Καὶ ὅταν ἐκεῖνος, μὲ θεία ἀποκάλυψη, ἔφυγε γιὰ τὴ Γεωργία, πῆρε μαζί του τὸν Ὅσιο Σίο καὶ ἄλλους ἕνδεκα μαθητές του.
Τρία χρόνια ἔμειναν στὴ Μτσχέτα κηρύσσοντας τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Ὕστερα ἀνέβηκαν γιὰ ἄσκηση στὸ ὄρος Ζαντένι.
Δυὸ χρόνια ἀργότερα, μία νύχτα, ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος καὶ ἡ Ἁγία Νίνα ἐμφανίσθηκαν στὸν Ὅσιο Ἰωάννη καὶ τὸν πρόσταξαν νὰ στείλει τοὺς ὑποτακτικούς του σὲ ὅλη τὴ Γεωργία γιὰ ἱεραποστολή. Οἱ δώδεκα Πατέρες κίνησαν γιὰ διάφορες περιοχὲς τῆς χώρας, μὲ τὴν εὐχὴ τοῦ Γέροντός τους καὶ τὴν εὐλογία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Εὐλογίου.
Ὕστερα ἀπὸ σχετικὴ συμβουλὴ τοῦ τελευταίου, ὁ καθένας πῆρε μαζί του, ὡς βοηθὸ καὶ συμπαραστάτη, ἀπὸ ἕνα Γεωργιανὸ μοναχό. Ὁ Ὅσιος Σίος ὅμως, ὡς ἐραστὴς τῆς ἐρημιτικῆς ζωῆς, προτίμησε νὰ φύγει μόνος. Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης δὲν εἶχε ἀντίρρηση.
Ὁ Ὅσιος Σίος κίνησε γιὰ τὰ ὄρη Σαρκινέτι τῆς Κάρτλης. Ἀφοῦ πέρασε ἐρημικὲς περιοχές, πυκνὰ δάση καὶ δυσκολοδιάβατα βουνά, ᾖλθε στὸ Μγιβὲ (σπήλαιο), σὲ μία βαθιὰ χαράδρα, ἀπ’ ὅπου περνοῦσε ὁ ποταμὸς Κῦρος. Ἐκεῖ ἐγκαταστάθηκε, παραδίδοντας τὸν ἑαυτό του μὲ πίστη στὴν πρόνοια καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ἀπὸ τότε ἄρχισε νὰ ζεῖ μὲ σκληρὴ ἄσκηση.
Προσευχόταν ἀδιάλειπτα. Κοιμόταν ἐλάχιστα. Τρεφόταν μόνο μὲ ἄφρια χόρτα καὶ νερό. Ἔγινε ἔτσι ἕνας ἐπίγειος ἄγγελος.
Οἱ φθονεροὶ δαίμονες, βέβαια, κατέφευγαν σὲ κάθε πανουργία, γιὰ νὰ τὸν ἐκφοβίσουν καὶ νὰ τὸν πλανέψουν. Συχνά, τὴν ὥρα ποὺ προσευχόταν, ἐμφανίζονταν μπροστά του μὲ μορφὲς εἴτε φοβερῶν θηρίων εἴτε ἑρπετῶν. Ὁ Ἅγιος τοὺς νικοῦσε στὸ Ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Κάποια νύχτα ὁ Ὅσιος εἶδε ἕνα ἀσυνήθιστο φῶς καὶ ὀσφράνθηκε μίαν ἄρρητη εὐωδία.  Ἡ ψυχή του πλημμύρισε ἀπὸ χαρά. Στὸ ἄνοιγμα τοῦ σπηλαίου ἐμφανίσθηκε ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος μὲ ραβδὶ στὸ χέρι. Δίπλα της στεκόταν ἕνας ἐπιβλητικὸς ἄνδρας μὲ ἀσκητικὴ μορφή. Ἦταν ὁ Τίμιος Πρόδρομος. Ἔντρομος ὁ Ὅσιος ἀπὸ τὴν ἀπροσδόκητη οὐράνια ἐπίσκεψη, ἔπεσε μὲ τὸ πρόσωπο στὴ γῆ. Ἡ Παναγία τὸν πλησίασε καὶ τὸν ἄγγιξε μὲ τὸ ραβδί της. «Σήκω» τοῦ εἶπε. Μόλις σηκώθηκε, ἐκείνη τοῦ ἔβαλε στὸ χέρι κάτι λευκὸ σὰν τὸ χιόνι. «Ὁ Βαπτιστὴς Ἰωάννης καὶ ἐγώ, βλέποντας τὴν ἀγάπη σου στὸν Σωτῆρα τοῦ κόσμου, ᾔλθαμε νὰ σὲ παρηγορήσουμε.
Φᾶγε αὐτὸ ποὺ ἔχεις στὸ χέρι σου. Ἀπὸ ἐδῶ καὶ πέρα, ὥσπου νὰ ἀποκτήσεις ὑποτακτικούς, θὰ παίρνεις τροφὴ ἀπὸ τὸν οὐρανό. Ὅσο γιὰ τοὺς δαίμονες, μὴν τοὺς φοβᾶσαι. Μὲ τὴ Χάρη τοῦ Υἱοῦ μου θὰ τοὺς κατανικήσεις. Καὶ τούτη ἐδῶ ἡ ἔρημος θὰ γεμίσει θεοφόρους ἄνδρες, ποὺ θὰ μιμηθοῦν τὴ ζωή σου καὶ θὰ δοξάσουν τὸ Ὄνομα τοῦ Θεοῦ».
Ὁ Ὅσιος, μόλις συνῆλθε ἀπὸ τὸ δέος καὶ τὴν ἔκπληξη, γεύθηκε τὴν οὐράνια τροφὴ ποὺ εἶχε λάβει ἀπὸ τὸ Θεομητορικὸ χέρι. Τὸ στόμα του γέμισε μὲ μία ἀνείπωτη γλυκύτητα. Εὐχαρίστησε τὸν Ἅγιο Τριαδικὸ Θεὸ καὶ τὴ Θεοτόκο καὶ ἀπὸ τότε, ὅπως τοῦ εἶχε ὑποσχεθεῖ ἡ Παναγία, ἕνα θεόσταλτο περιστέρι τοῦ ἔφερνε καθημερινὰ φρέσκο ψωμί.
Πρῶτος ὑποτακτικός του ἦταν ὁ Εὐάγριος, ἄρχοντας νέος καὶ εὐσεβής, συνεργάτης τοῦ βασιλέως Παρσμᾶν ΣΤ’ (541-553 μ.Χ.). Σὲ λίγο πολλοὶ Χριστιανοὶ ἄρχισαν νὰ καταφθάνουν στὸ σπήλαιο τοῦ Ὁσίου, γιὰ νὰ λάβουν τὴν εὐχή του καὶ ἄλλοι γιὰ νὰ μονάσουν ἐκεῖ. Κάθε νέος ἀδελφός, μὲ ἐντολὴ τοῦ Ὁσίου, ἔσκαβε μία μικρὴ σπηλιὰ καὶ κατοικοῦσε ἐκεῖ, ζωντας μὲ νηστεία, ἀγρυπνία, προσευχὴ καὶ ἐργόχειρο. Ὁ Ὅσιος Σίος δὲν ἔβγαινε ἀπὸ τὸ δικό του σπήλαιο παρὰ μόνο τὶς Κυριακὲς καὶ τὶς ἑορτές, γιὰ νὰ τοὺς διδάξει καὶ νὰ τοὺς καθοδηγήσει στὸν ἀσκητικὸ βίο.
Σὲ λίγο καιρὸ ὁ Ὅσιος Σίος, μὲ τὴν εὐχὴ τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου καὶ τὴν εὐλογία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, ἔζησε ἔγκλειστος στὸ σπήλαιό του μὲ ἀδιάλειπτη προσευχὴ καὶ ὅρισε ὡς διάδοχό του τὸν Ὅσιο Εὐάγριο.
Ὁ Ὅσιος Σίος, ἀφοῦ κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, ὕψωσε τὸ βλέμμα του στὸν οὐρανὸ καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾷ, ἐπίσης, τὴν μνήμη τοῦ Ὁσίου στὶς 4 Ἰανουαρίου, στὶς 4 Φεβρουαρίου καὶ τὴν Πέμπτη τῆς Τυρινῆς ἑβδομάδος.




Ὁ Ἅγιος Κωνσταντῖνος ὁ Μάρτυρας, βασιλέας τῶν Σκώτων

Ὁ Ἅγιος Κωνσταντῖνος ἔζησε κατὰ τὸν 6ο αἰῶνα μ.Χ. Λέγεται ὅτι ἦταν Βρετανὸς βασιλέας, ὁ ὁποῖος μετὰ τὸν θάνατο τῆς συζύγου του παραιτήθηκε ἀπὸ τὸν θρόνο ὑπὲρ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ καὶ ἔγινε μοναχὸς στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Δαβίδ, προστάτη τῆς Οὐαλίας. Συνεργάσθηκε μὲ τὸν Ἅγιο Κολούμπα (τιμᾶται 9 Ἰουνίου) γιὰ τὴν διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου στοὺς Πίκτες τῆς Σκωτίας, ἵδρυσε μονὴ καὶ μαρτύρησε ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες τὸ 576 μ.Χ.




Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ὁ Ὁσιομάρτυρας ὁ ἐν Βουνένοις
Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυρας Νικόλαος ὁ Νέος γεννήθηκε πιθανῶς στὴ γῆ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία διακρινόταν γιὰ τὴν θερμὴ πίστη, τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὴν εὐσέβειά του. Ἡ ἀρετὴ καὶ ἡ ἀνδρεία τοῦ Νικολάου δὲν μποροῦσαν νὰ κρυφθοῦν.
Ἡ φήμη του ξεπέρασε γρήγορα τὰ στενὰ ὅρια τῆς πατρίδος του καὶ ἁπλώθηκε μέχρι καὶ αὐτὴ τὴν Βασιλεύουσα, τὴν Κωνσταντινούπολη. Ὁ τότε αὐτοκράτορας Λέων ὁ ΣΤ’ ὁ Σοφὸς (886-912 μ.Χ.) ζήτησε καὶ γνώρισε τὸ Νικόλαο. Ἐκτίμησε ἀμέσως, μὲ τὴν πρώτη ἐπαφὴ μαζί του, τὰ σωματικὰ καὶ ψυχικά του χαρίσματα καὶ τὸν διόρισε ἀρχηγὸ τοῦ αὐτοκρατορικοῦ ἀποσπάσματος τῆς Λαρίσης, ποὺ εἶχε ὡς σκοπὸ νὰ φρουρεῖ καὶ νὰ ὑπερασπίζεται τὴν πόλη αὐτὴ τῆς Θεσσαλίας.
Ἀνέλαβε τὰ καθήκοντά του μὲ ζῆλο. Τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου αὔξανε τὴν πνευματικότητα τοῦ Νικολάου καὶ τὴν ἀγάπη τῶν στρατιωτῶν καὶ τοῦ λαοῦ στὸ πρόσωπό του.
Ὅταν οἱ Ἄβαροι ἔφθασαν μέχρι τὴ Θεσσαλία, ἔκαναν βαρβαρικὴ ἐπιδρομὴ καὶ σκορποῦσαν παντοῦ τὴν ἐρήμωση καὶ τὸ θάνατο. Ὁ Νικόλαος μὲ τὶς λιγοστὲς δυνάμεις του προσπάθησε νὰ ἀναχαιτίσει τὸν ἐχθρό. Οἱ παμπληθεῖς ὅμως δυνάμεις τῶν ἀντιπάλων εὔκολα ἐπικράτησαν καὶ ἐπιδόθηκαν σὲ γενικὲς σφαγὲς καὶ λεηλασίες.
Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς κατοίκους ἐγκατέλειψαν τὴν πόλη καὶ τὴν περιοχὴ καὶ κατέφυγαν σὲ ὀρεινὰ μέρη. Τελικὰ καὶ ὁ Νικόλαος μὲ ὅσους στρατιῶτες εἶχαν ἀπομείνει πορεύθηκε στὸ δάσος ποὺ βρισκόταν στὸ ὄρος τῆς Βουνένης, ὅπου ὑπῆρχαν πολλοὶ ἀσκητὲς μὲ τὰ ἀσκητήριά τους στὰ ἀπόκρημνα ὑψώματα.
Ἐγκαταστάθηκε κοντά τους συναγωνιζόμενος αὐτοὺς στὴν ἄσκηση καὶ τὴν προσευχή. Μαζί του εἶχε καὶ τοὺς στρατιῶτες του, ποὺ ζοῦσαν καὶ αὐτοὶ τὴν ἀγγελικὴ ζωὴ τῶν μοναχῶν.
Κάποιο βράδυ, ἐνῷ ὁ Ὅσιος προσευχόταν, Ἄγγελος Κυρίου παρουσιάσθηκε καὶ προανήγγειλε τὸν μαρτυρικό τους θάνατο: «Δεῦρο, ἀθληταὶ τοῦ Χριστοῦ, πρὸς τὸ μαρτυρῆσαι ἑαυτοὺς εὐτρεπίσατε». Πράγματι οἱ ἐχθροὶ τοὺς συνέλαβαν καὶ τοὺς ὑπέβαλαν σὲ πλῆθος βασανιστήρια.
Τοὺς προέτρεψαν νὰ ἀρνηθοῦν τὴν πίστη τους. Ἐκεῖνοι ἔμειναν ἀμετακίνητοι στὴν πατρῴα εὐσέβεια καὶ τελειώθηκαν μαρτυρικά. Τὰ ὀνόματά τους γράφηκαν στὸ βιβλίο τῆς ζωῆς. Ἀπὸ αὐτὰ μᾶς εἶναι γνωστὰ τὰ ἀκόλουθα: Ἀκίνδυνος, Ἁρμόδιος, Γρηγόριος, Δημήτριος, Εὐώδιος, Θεόδωρος, Ἰωάννης, Μιχαήλ, Παγκράτιος, Παντολέων, Χριστόφορος καὶ Αἰμιλιανός.
Ὁ βιογράφος τοῦ Ἁγίου Νικολάου μαζὶ μὲ τὰ ὀνόματα τῶν στρατιωτῶν Μαρτύρων ἀναφέρει καὶ τὰ ὀνόματα δυὸ γυναικῶν μαρτύρων, Εἰρήνης καὶ Πελαγίας. Προφανῶς θὰ πρόκειται γιὰ δυὸ ἡρωίδες Χριστιανὲς γυναῖκες, ποὺ μαρτύρησαν γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Θὰ ἀνῆκαν στὸν ἄμαχο πληθυσμὸ τῆς πόλεως Λαρίσης, ποὺ εἶχε καταφύγει στὰ ὀρεινὰ τοῦ Τυρνάβου.
Ὁ μακάριος Νικόλαος, διακρινόμενος γιὰ τὴν ἀνδρεία του, κατόρθωσε νὰ διαφύγει τὴ μανία τοῦ ἐχθροῦ. Φεύγοντας ἀπὸ τὰ μέρη τῆς Λαρίσης καὶ τοῦ Τυρνάβου, ἔφθασε στὰ ἐνδότερα τῆς Θεσσαλίας, στὰ μέρη τῆς Καρδίτσας, ὅπου τὸ χωριὸ Βούνενα. Ἐκεῖ βρῆκε κατάλληλο τόπο γιὰ ἄσκηση. Ὁ Ὅσιος διάλεξε γιὰ κατάλυμα μία σπηλιά, ποὺ τὴν σκέπαζε μία βελανιδιά. Ἐκεῖ συνέχισε τὴν ἀσκητικὴ ζωή, ποὺ εἶχε ἀρχίσει κοντὰ στοὺς ἀσκητὲς τοῦ Τυρνάβου. Ὑπέταξε κάθε σωματικὴ ἐπιθυμία καὶ δαιμονικὴ παρεμβολή. Ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ τὸν εἶχε ἐπισκιάσει.
Ὅμως οἱ βάρβαροι ἐπιδρομεῖς ἀνακάλυψαν τὸν ἀθλητὴ τοῦ Χριστοῦ Νικόλαο. Τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν πίεζαν μὲ ὑποσχέσεις καὶ κολακεῖες νὰ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη του. Ἐκεῖνος ἀντιστεκόταν γενναία. Τὸν βασάνιζαν καὶ ἐκεῖνος εὐχαριστοῦσε τὸν Θεό, διότι τὸν ἀξίωσε νὰ ὑπομείνει γιὰ χάρη Του βασανιστήρια. Τελικὰ τὸν ἀποκεφάλισαν καὶ ἔτσι ὁ Ὁσιομάρτυς Νικόλαος ἔλαβε τὸν ἁμαράντινο στέφανο τῆς δόξας καὶ εἰσῆλθε στὴ χαρὰ τοῦ Κυρίου του.
Ὁ ἐπίσκοπος τῆς Λαρίσης Φίλιππος μετέφερε μὲ πομπὴ στὴν πόλη τὰ λείψανα τῶν μαρτύρων τοῦ Τυρνάβου. Τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου Νικολάου ἀνακαλύφθηκε ἀπὸ τὸν δοῦκα Εὐφημιανὸ τῆς Θεσσαλονίκης. Ὁ Εὐφημιανὸς ἀρρώστησε κάποτε βαριὰ ἀπὸ τὴ φοβερὴ ἀσθένεια τῆς λέπρας. Ἀναζήτησε τὴν θεραπεία του σὲ ὅλους τοὺς ἰατρούς, ἀλλὰ μάταια.
Ἄρχισε τότε νὰ ἐπικαλεῖται τοὺς διαφόρους Ἁγίους καὶ νὰ κάνει ἀγαθοεργίες ἐλπίζοντας στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Προσέφερε τὰ χρήματά του σὲ χῆρες, ὀρφανὰ καὶ φτωχούς. Παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ νὰ τὸν ἐλεήσει καὶ νὰ τοῦ χαρίσει τὴν πολυπόθητη ὑγεία του. Κατέφυγε στὸν πολιοῦχο τῆς Θεσσαλονίκης Ἅγιο Δημήτριο καὶ τὸν πολιοῦχο τῆς Λαρίσης Ἅγιο Ἀχίλλιο, ποὺ εἶχε ἀκούσει πολλὰ γιὰ τὰ θαύματά τους.
Ἐνῷ ὅμως βρισκόταν στὴ Λάρισα καὶ προσευχόταν μπροστὰ στὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου Ἀχιλλίου, τοῦ ὑποδείχθηκε νὰ μεταβεῖ στὰ ὄρη τῶν Βουνένων. Τὸ σχετικὸ ὅραμα τοῦ ἔλεγε νὰ φροντίσει νὰ βρεῖ τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ὁσιομάρτυρα Νικολάου, νὰ λουσθεῖ σὲ πηγὴ ποὺ βρίσκεται κοντὰ στὸν τόπο τοῦ ἱεροῦ λειψάνου καὶ νὰ πιστεύει ὅτι ὕστερα ἀπὸ αὐτὰ θὰ εὕρισκε τὴν θεραπεία του.
Χαρούμενος ἀπὸ τὸ ἐλπιδοφόρο τοῦτο ἄγγελμα ὁ Εὐφημιανὸς ξεκίνησε γιὰ τὰ Βούνενα, ὅπου βρῆκε τὸ τίμιο σκήνωμα τοῦ Ἁγίου Νικολάου καὶ τὴν δική του θεραπεία. Γεμάτος χαρὰ καὶ εὐγνωμοσύνη γιὰ τὴ θεραπεία ποὺ τοῦ χάρισε ὁ Ὁσιομάρτυρας τοῦ Χριστοῦ, ἔκτισε ἕνα μικρὸ ναὸ καὶ ἐνταφίασε ἐκεῖ τὸ ἱερὸ λείψανο.




Ὁ Ἅγιος Δημήτριος ὁ μεγάλος πρίγκιπας τῆς Μόσχας
Ὁ Ἅγιος Δημήτριος (Ντονσκόι) γεννήθηκε τὸ 1350 στὴ Μόσχα καὶ ἦταν μέγας πρίγκιπας. Στὶς 7 Σεπτεμβρίου 1380 πολέμησε τοὺς Ταρτάρους καὶ ἀπήλλαξε τὴ Ρωσία ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς της. Ὁ Ρωσικὸς λαὸς ἀποκαλοῦσε τὸν ἡγεμόνα του «Ντονσκόι» ἀπὸ τὸν ποταμὸ Δόν, κοντὰ στὸν ὁποῖο διεξήχθη ἡ ἱστορικὴ μάχη κατὰ τῶν βαρβάρων.
Ὁ Ἅγιος Δημήτριος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1389.




Ὁ Ὅσιος Ἰωσὴφ τῆς Ὄπτινα
Ὁ Ὅσιος Ἰωσήφ, τῆς Ὄπτινα, κατὰ κόσμον Ἰβᾶν Εὐθύμοβιτς Λιτόφκιν, γεννήθηκε στὶς 2 Νοεμβρίου 1837 στὸ χωριὸ Γκοροντίστσα τῆς περιοχῆς Στάρομπελκ τῆς ἐπαρχίας Καρκώφ, ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεους, τὸν Εὐθύμιο Αἰμιλιάνοβιτς καὶ τὴν Μαρία Βασίλιεβνα Λιτόφκιν.
Εἶχαν ἕξι παιδιά, τρεῖς υἱοὺς καὶ τρεῖς θυγατέρες, τὸν Ἰβᾶν, τὸν Πέτρο, τὸν Συμεών, τὴν Ἀλεξάνδρα, τὴν Ἄννα καὶ ἀκόμη μία θυγατέρα. Ἡ ἀδελφή του Ἀλεξάνδρα, ποὺ ἀργότερα ἔγινε μοναχὴ μὲ τὸ ὄνομα Λεωνίδα, διηγεῖτο πὼς ὁ μικρὸς Ἰβᾶν ἦταν πολὺ στοργικὸ καὶ εὐαίσθητο παιδί.
Μὲ τὴν τρυφερὴ ψυχή του συμμετεῖχε στὶς θλίψεις τῶν ἄλλων, ἂν καὶ ἡ ἔμφυτη μετριοφροσύνη καὶ συστολή του συχνὰ δὲν τοῦ ἐπέτρεπαν νὰ ὁμιλεῖ. Ὅταν ὁ Ἰβᾶν ἦταν τεσσάρων ἐτῶν, ἔχασε τὸν πατέρα του καὶ λίγο ἀργότερα, τὸ ἔτος 1814, τὴν μητέρα του ἀπὸ τὴν ἐπιδημία χολέρας ποὺ ἐνέσκηψε στὸ χωριό.
Ἡ ἀγάπη του γιὰ τὸ μοναχικὸ βίο ὁδήγησε τὰ βήματά του στὴν Ὄπτινα. Μετὰ ἀπὸ τρία χρόνια, στὶς 15 Ἀπριλίου 1872, χειροθετήθηκε μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Ἰωάννης καὶ στὶς 16 Ἰουλίου τοῦ ἴδιου ἔτους ἐκάρη μοναχὸς καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Ἰωσήφ. Τὸ 1877 χειροτονήθηκε διάκονος. Αὐτὸ ἔγινε τελείως ἀπροσδόκητα καὶ μὲ ἕναν τρόπο ποὺ ἔδειχνε καθαρὰ πὼς τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ τὸν καθοδηγοῦσε στὸν δρόμο του. Τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1884 ἔλαβε τὴ χάρη τῆς ἱεροσύνης ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο τῆς Καλούγκα Βλαδίμηρο.
Ὁ Ὅσιος ἀπὸ τὴν πρώτη ἡμέρα τῆς χειροτονίας του λειτουργοῦσε μὲ προθυμία, μὲ εὐλάβεια, χωρὶς βιασύνη καὶ αἰσθανόταν μεγάλη πνευματικὴ χαρά. Οἱ ἄλλοι πατέρες τὸν εὐλαβοῦνταν καὶ τὸν ἀγαποῦσαν ἰδιαίτερα, γιατί τὸν θεωροῦσαν ἀληθινὸ μοναχό. Ὁ Γέροντας τῆς μονῆς Ἀμβρόσιος διέβλεπε σὲ αὐτὸν τὸν μελλοντικὸ διάδοχό του καὶ τοῦ ἔδινε τὴν εὐλογία νὰ ἐξομολογεῖ μερικοὺς ἀπὸ τοὺς ἐπισκέπτες τῆς μονῆς. Τὸν προετοίμαζε σιγὰ – σιγά, γιὰ νὰ τὸν διαδεχθεῖ. Τὸν δίδασκε τόσο μὲ τὸν λόγο, ὅσο καὶ μὲ τὸ παράδειγμά του.
Ὅταν ὁ Γέροντας Ἀμβρόσιος κοιμήθηκε, ὅλοι στράφηκαν πρὸς τὸν Ὅσιος Ἰωσήφ. Καὶ ἐκεῖνος μὲ προσευχὴ καὶ ταπείνωση ἀνέλαβε τὸ ἔργο τῆς πνευματικῆς καθοδηγήσεως τῶν ἀδελφῶν. Ἡ προσευχή του εἶχε μεγάλη δύναμη καὶ εἶχε ἀξιωθεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τοῦ προορατικοῦ χαρίσματος.
Ὁ Ὅσιος δὲν ἐπέτρεπε ποτὲ στοὺς μοναχοὺς νὰ ἀρνηθοῦν κάποιο διακόνημα.
Ἔλεγε πὼς ἐκεῖνος ποὺ φέρει σὲ πέρας τὸ διακόνημα ποὺ τοῦ ἔχουν ἀναθέσει, ἀξιώνεται νὰ ἔχει εὐλογημένο τέλος.
Ὅταν οἱ ἄνθρωποι τοῦ ἐξέφραζαν τὸ παράπονο πὼς ἡ ὑπακοὴ ἦταν δύσκολη καὶ προκαλοῦσε πολλὴ λύπη, τὸ πρόσωπο τοῦ Ὁσίου φωτιζόταν μὲ χαρά, τὰ μάτια του γέμιζαν μὲ τρυφερὴ πατρικὴ ἀγάπη καὶ ἔλεγε μὲ ἕναν ἰδιαίτερο  πνευματικὸ τόνο: «Λοιπόν, καὶ τί μ’ αὐτό; Λόγω αὐτῆς τῆς ὑπακοῆς θὰ γίνετε μάρτυρες». Σὲ κάποια μοναχὴ ὁ Ὅσιος εἶπε τὰ ἀκόλουθα: «Ἂν οἱ ἁμαρτίες τοῦ ἀδελφοῦ σου σὲ ἐνοχλοῦν καὶ δὲν μπορεῖς νὰ εὕρεις  τὴν εἰρήνη τῆς ψυχῆς σου, θυμήσου τὰ ἑξῆς:
·        Ἂν οἱ ἁμαρτίες τοῦ ἀδελφοῦ σου ποὺ θέλεις νὰ διορθώσεις σὲ ἐνοχλοῦν, σὲ ἐκνευρίζουν καὶ χάνεις τὴν εἰρήνη σου, τότε ἁμαρτάνει καὶ ἐσύ. Ἡ ἁμαρτία δὲν διορθώνεται μὲ τὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ μὲ τὴν ταπείνωση.
·        Ὁ ζῆλος ποὺ θέλει νὰ καταστρέψει ὅλα τὰ κακὰ εἶναι ἀπὸ μόνος του ἕνα μεγάλο κακό.
·        Μέσα στὸ μάτι σου ὑπάρχει ἕνα μεγάλο δοκάρι καὶ ἐσὺ προσέχεις τὸ κάρφος στὸ μάτι τοῦ ἀδελφοῦ σου.
·        Ὑπάρχουν ἀτέλειες ποὺ εἶναι ἀναπόφευκτες καὶ ἄλλες ποὺ μπορεῖ νὰ εἶναι εὐεργετικές. Τὸ καλὸ δοκιμάζεται ἀπὸ τὸ κακό.
·        Τὸ παράδειγμα τῆς μακροθυμίας τοῦ Θεοῦ πρέπει νὰ χαλιναγωγήσει τὴν ἀνυπομονησία μας, ποὺ μᾶς στερεῖ τὴν εἰρήνη.
·        Τὸ παράδειγμα τοῦ Ἴδιου τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ μᾶς φανερώνει μὲ πόση ταπείνωση καὶ καρτερία πρέπει νὰ ὑπομένουμε τὴν ἀνθρώπινη ἁμαρτία. Ἂν δὲν ἔχουμε κάποια θέση εὐθύνης ἔναντι τῶν ἄλλων, πρέπει νὰ ἀντιμετωπίζουμε τὴν ἁμαρτία τους μὲ ἐμπάθεια.
·        Κάθε ἄνθρωπος καταδικάζει ἐκεῖνες τὶς ἁμαρτίες τῶν ἄλλων, γιὰ τὶς ὁποῖες κατηγορεῖται ὁ ἴδιος.
·        Γιὰ τὶς πράξεις τῶν ἄλλων δὲν ὑπάρχει τίποτε ἄλλο ποὺ νὰ μᾶς ἠρεμεῖ περισσότερο ὅσο ἡ σιωπή, ἡ προσευχὴ καὶ ἡ ἀγάπη».
Θιασώτης καὶ ἐργάτης τῆς ἀδιάλειπτης προσευχῆς, ὁ Ὅσιος προσπαθοῦσε νὰ ἐνθαρρύνει  καὶ τοὺς ἄλλους νὰ ἀσκοῦν τὸ θεῖο αὐτὸ ἔργο. Δίδασκε τὴν προσευχὴ πολὺ καλὰ καὶ πίστευε πὼς ἦταν ἡ σπουδαιότερη ἀπασχόληση γιὰ ὅλους. Ἐμπόδιζε δὲ ἐπιτακτικὰ καὶ αὐστηρὰ τοὺς ἄπειρους καὶ τοὺς δόκιμους ἀπὸ τὴν ἄσκηση τῆς νοερᾶς προσευχῆς.
Τοὺς δίδασκε νὰ πορεύονται προοδευτικά, ἀρχίζοντας ἀπὸ τὴν προφορικὴ ἄσκηση τῆς προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ, κάνοντας μερικὰ κομποσχοίνια. «Αὐτὸ προστατεύει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια», ἔλεγε ὁ Ὅσιος. Κάθε ἡμέρα ἔξω ἀπὸ τὸ κελλὶ τοῦ Ὁσίου μαζεύονταν οἱ φτωχοὶ καὶ ὁ μοναχὸς ποὺ ἦταν σὲ ὑπηρεσία ἔδιδε ἐλεημοσύνη σὲ ὅλους.
Ὁ Ὅσιος Ἰωσὴφ λειτουργοῦσε γιὰ τελευταία φορὰ τὴν ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τὸ 1905. Ἀπὸ τὴν ἑπόμενη ἡμέρα ἀσθένησε καὶ ὅλοι περίμεναν τὸ ἀναπόφευκτο. Ὁ Θεὸς ὅμως παρέτεινε τὴν ζωὴ τοῦ Ὁσίου, ποὺ ἦταν πολύτιμη γιὰ ὅλους, μέχρι τὸ 1911.
Λίγο πρὶν τὴν κοίμησή του κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων καὶ παρεκάλεσε τοὺς ἀδελφοὺς νὰ προσευχηθοῦν στὸν Θεὸ νὰ ἐλευθερώσει τὴν ψυχὴ ἀπὸ τὸ σῶμα του. Ζήτησε νὰ βάλουν κοντά του μία εἰκόνα. Οἱ μοναχοὶ ἔφεραν τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας, μὲ τὴν ὁποία τὸν εὐλόγησε ὁ μοναχὸς Ἰσαάκιος, τὴν τοποθέτησαν ἀπέναντί του στὸ τραπεζάκι κοντὰ στὸ μαξιλάρι του καὶ ἄναψαν μπροστά της ἕνα καντῆλι. Ὁ Ὅσιος κρατοῦσε στὰ χέρια του ἕνα μικρὸ ἄσπρο ξύλινο σταυρὸ καὶ στὸ στῆθος του εἶχαν ἀκουμπήσει τὸ ἱερὸ λείψανο τῆς Ἁγίας Μεγαλομάρτυρος Βαρβάρας. Ἔτσι κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.



Οἱ Ἅγιοι Νεομάρτυρες τῆς Σλομπόντσκαγια Οὐκρανίας
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρεις γιὰ τὸν Βίο καὶ τὸ Μαρτύριο τῶν Ἁγίων αὐτῶν Μαρτύρων.

ΠΕΡΙ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ

\


Τμήμα ομιλίας του κοσμήτορα της Θεολ. Σχολής του πανεπ. Αθηνών

π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού η οποία δόθηκε στην εκκλησία του Αγ. Αντύπα,
στο Γουδί αττικής, στις 03-11-2005.

ΑΠΟΜΑΓΝΗΤΟΦΩΝΗΣΗ: Θ.Α.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Θ.Φ.Δ.
Είναι λίγο μεγάλο αλλά αξίζει μια τουλάχιστον ανάγνωση
Ο χώρος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, που ήταν παροπλισμένος με τα όρια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κατεκλήσθη από προτεστάντες ιεραποστόλους. Η ιεραποστολή λέγεται «mission» και οι ιεραπόστολοι του Προτεσταντισμού, αλλά και του Παπισμού, που προηγήθησαν μερικούς αιώνες και δεν υπάρχουνε σήμερα, ονομάζονται «missionari». Δεν κάνουν ιεραποστολή, κάνουν προσυλητισμό. Γι’ αυτό εμείς χρησιμοποιούμε τον ξένο όρο, «missionari», για να τους χαρακτηρίσουμε και να τους διακρίνουμε από τους γνήσιους ιεραποστόλους του Ευαγγελίου.

Οι missionari που έκαναν θραύση εδώ πέρα έμπαιναν στα σχολεία, έπαιρναν στα χέρια τους την εκπαίδευση, κ.ά.. Σκεφτείτε ότι οι κυβερνώντες ανέθεταν την εκπαίδευση στα χέρια των Προτεσταντών. Ο Καποδίστριας, ο καημένος, προσπάθησε να μετριάσει τα πράγματα. Έχω βρεί εκθέσεις μισσιοναρίων, γιατί δούλεψα χρόνια σ’ αυτά τα θέματα, και λέγανε «Μας κάνει τον φίλο ο Καποδίστριας ενώ είναι ο μεγαλύτερος εχθρός μας». Είναι το μεγαλύτερο εγκώμιο προς τον Καποδίστρια! Αλλά δεν μπορούσε να συμμαζέψει τα πράγματα, ο Καποδίστριας, διότι χρειαζόταν μέσα και δεν τα είχε. Κι έτσι προσπαθούσε να ελέγξει την κατάσταση. Δηλαδή να παρακολουθεί για να μη προχωρούν παραπάνω απ’ ότι έπρεπε. Να προσφέρουν κάποια στοιχεία αλλά όχι να αιχμαλωτίζουν ψυχές, είτε γονείς είτε μαθητές, στον Προτεσταντισμό.

Όταν ιδρύθησαν τα σχολεία του Καποδίστρια, που προσπάθησε το χάος εκείνο να το κάνει κράτος, ίδρυσε την Ιερατική Σχολή στον Πόρο και το Ορφανοτροφείο της Αιγίνης. Ήτανε τα ορφανά του πολέμου, τα παιδιά των θυμάτων του πολέμου. Και τί έκανε ακόμη; Οργάνωσε τράπεζα, συσσίτια, όχι μόνο στην Ιερατική Σχολή για να ζούμε μοναστηριακό τυπικό, αλλά οργάνωσε συσσίτια μεσημβρινά και βραδυνά και στα παιδιά, που ήτανε φτωχόπαιδα και δεν είχαν να φάνε.

Οι Προτεστάντες αυτοί τον κατηγορούσαν στις εκθέσεις τους, τα «reports», που έστελναν οι μισσιονάριοι στις εταιρείες τους: «Ο Καποδίστριας είναι αναχρονιστικός. Δεν είναι “up-to-date”, σύγχρονος άνθρωπος και σκεφθείτε τί βάζει στα παιδιά να διαβάζουν το μεσημέρι: βίους Αγίων!». Ο Καποδίστριας εφήρμοζε το μοναστηριακό σύστημα. Και έβαζε ανάγνωσμα την ώρα του γεύματος και την ώρα του δείπνου, όπως στα κανονικά μοναστήρια (που δεν είναι τουριστικά κέντρα) αντί να κάθονται και να κουβεντιάζουν μεταξύ τους για τις ελιές και τα κοτόπουλα του μοναστηριού... Οπότε διαβάζουν πατερικά έργα και κυρίως το Συναξάριο της ημέρας, τους Αγίους της ημέρας.

Λέμε καμμιά φορά «Πώς οι μοναχοί χωρίς να πάνε σχολείο, ξέρουν γράμματα;» κι έχουμε αρκετούς μοναχούς που δεν έχουν πάει ούτε μια μέρα στο σχολείο. Κι όχι απλά ξέρουν γράμματα αλλά αμα τους ακούσεις να μιλούν νομίζεις ότι είναι καθηγητές πανεπιστημίου με έναν, πραγματικά, αμίμητο και άφθαστο ελληνικό λόγο. Πώς φθάνουν εκεί; Ακούνε όλη μέρα, ψάλλουν. Το μεγάλο Σχολείο της Ορθοδοξίας είναι το αναλόγιο του ψάλτη! Που αν είναι καλλιεργημένος και δεν ψάλλει για να περάσει η ώρα, ή με βαρεμάρα, αλλά αγωνίζεται για να καταλάβει και τα λόγια, τότε μαθαίνει. Θα τα πεί μία φορά, θα τα πει δέκα φορές και μετά θα μπαίνει στο νόημα.

Οπότε κατηγορούσαν τον Καποδίστρια διότι βάζει βίους Αγίων και δεν βάζει τα παραμυθάκια, όπως «Η Φαβιόλα, «Η κόρη του γαλακτοκόμη», κ.ά. που μας έφερναν και που τα μετέφραζε δυστυχώς κι ο μακαρίτης ο Τρεμπέλας. Λέει κι ο Γιανναράς και σ’ αυτό έχει δίκιο, ότι «χαράμισε χιλιάδες ώρες ο Παναγιώτης Τρεμπέλας». Ήταν σπουδαίος, πράγματι. Αλλά ήταν το πνεύμα των οργανώσεων, όπου ζητούσαν να μιμούνται τους Προτεστάντες σ’ ότι έκαμναν, στην ιεραποστολή, κ.τ.λ.. Και τί έκανε; Μετέφραζε προτεσταντικά διηγήματα από τα αγγλικά και τα γαλλικά. Δεν μιλούσε καλά αλλά διάβαζε και καταλάβαινε σπουδαία. Μετέφραζε, δηλαδή, παραμύθια της Χαλιμάς... αντί να προβάλλουνε τα ζωντανά παραδείγματα των Αγίων, την ένσαρκη, εν σώματι Ορθοδοξία, όπως είναι οι Άγιοι.

Αν μελετήσετε περισσότερο τον Καποδίστρια θα δείτε γιατί τα’ κανε αυτά. Ο Καποδίστριας ήταν Ρωμηός, ήταν ορθόδοξος Έλληνας. Κι έγραφε, π.χ., ότι ο Κοραής και άλλοι στέλνανε παιδιά να σπουδάσουν στη Δύση για να γίνουν Φράγκοι, γιατί αν δεν γίνουν «μεγάλοι», αν δεν γίνουν Άγγλοι κ.ά., δεν σώζεται η Ελλάδα. Έτσι έλεγε, πίστευε και έπραττε ο Καποδίστριας (μη πείτε ότι συκοφαντώ γιατί όσα έχω διαβάσει για τον Καποδίστρια, δεν τα έχετε διαβάσει εσείς, με τόσα έγγραφα και αρχειακά στοιχεία που έχω δημοσιεύσει στα βιβλία μου).

Ο Καποδίστριας, λοιπόν, κάθε άλλο! Έγραφε στον Ντεμποβί, έναν Ελβετό φίλο του, που τον βοήθησε πολύ, όπως και ο Εϊνάρδος και άλλοι: «Κοίταξε, εγώ έχω άλλο σκοπό. Τα παιδιά θα μεστώσουν πρώτα Ορθοδοξία και εθνικότητα στη πατρίδα. Και μετά θα πάνε έξω να σπουδάσουν. Κι εκεί έξω θα μελετούν πρωτίστως την ελληνική γλώσσα και την πίστη της Εκκλησίας μας, ώστε όταν έλθουν να κυβερνήσουν την Ελλάδα, το έθνος, ως Έλληνες και όχι ως ξένοι». Και γι’ αυτό τον φάγανε τον Καποδίστρια. Αυτά τα κείμενα είναι δημοσιευμένα και από την κα Κούκου, την συνάδελφο της φιλοσοφικής σχολής και σήμερα είναι γνωστότατα. Έτσι ενεργούσε ο Καποδίστριας, (που, όπως έλεγε) «να μεστώσουν τα παιδιά στην Ελλάδα, την ελληνική παράδοση και την Ορθοδοξία» ώστε να έρθουν να κυβερνήσουν ως Έλληνες Ορθόδοξοι τον τόπο κι όχι ως όργανα των ξένων.

Ο Καποδίστριας είχε υπ’ όψιν του το παράδειγμα των Κολλυβάδων Πατέρων, όπως ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο Άγιος Αθανάσιος ο Πάριος, ο σπουδαίος θεολόγος ο Νεόφυτος ο Καυσοκαλυβίτης και ο Άγιος Μακάριος, πρώην επίσκοπος Κορίνθου που οι Τούρκοι τον διώξανε από την Κόρινθο. Οι Κολλυβάδες Πατέρες λέγονται Νεοησυχαστές Πατέρες, δηλαδή αυτοί οι οποίοι ξανά’ φεραν στην επιφάνεια την παράδοση της Ορθοδοξίας, την παράδοση της πνευματικής ζωής για να μπορέσει να έχει κανείς κοινωνική ζωή. Δεν μπορεί να έχει κοινωνική ζωή εαν δεν έχει πνευματική ζωή. Οπότε, λοιπόν, οι Κολλυβάδες έφεραν στην επιφάνεια αυτή την ζωντανή παράδοση, που δεν έσβησε ποτέ στο Άγιον Όρος κι όλο τον ρωμαίικο χώρο. Αλλά αναγκάστηκαν να την βγάλουν προς τα έξω γράφοντας βιβλία. Ο Αθανάσιος ο Πάριος και ο Νικόδημος ο Αγιορείτης είναι μεγάλοι συγγραφείς. Εικοσιοκτώ τόμους, ογκώδη βιβλία, έχουνε γραφεί και πόσα άλλα λανθάνουν ακόμα στις βιβλιοθήκες του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου! Σπουδαία και τα βιβλία του Αγίου Αθανασίου του Παρίου, που είναι μέσα στο πνεύμα της παραδόσεως της Ορθοδοξίας αλλά και του έθνους. Τα εθνικά κείμενα του Αγίου Αθανασίου Παρίου είναι απαράμιλλα.

Βλέπανε ότι ερχόταν από τη Δύση ο Διαφωτισμός με τις ανατρεπτικές ιδέες, της καταλύσεως των πάντων. Γιατί ο Διαφωτισμός ήταν ένα ρεύμα το οποίο άρδευε όλη την πραγματικότητα. Ήταν ένα πολυεπίπεδο κίνημα, ο Διαφωτισμός.

Όπως ξέρετε, στη Δύση, έχουμε τρία μεγάλα ρήγματα. Δεν έχει ενότητα η Δύση, δυστυχώς! Εμείς έχουμε ενότητα. Δηλαδή, αν ψάξει κανείς θα βρεί τη συνέχεια, θα υπάρχει. Άλλοτε είναι περισσότεροι που ενσαρκώνονται σ’ αυτή τη συνέχεια, άλλοτε λιγότεροι ή άγνωστοι, που δεν τους βλέπουμε. Μου έλεγε ένας γνωστός μου, τώρα που ερχόμουν, ότι διάβαζε τον Κόντογλου. Αιωνία του η μνήμη! Μεγάλος!. Μου λέει «Διαβάζοντας ορισμένα του Κόντογλου βλέπω τα δικά σου, αυτά που λες. Γιατί;». Έχω διαβάσει αρκετά αλλά δεν έχω εντρυφήσει στον Κόντογλου, όπως του έλεγα. Έχω μελετήσει άλλους συγγραφείς. Αλλά χαρακτηριστικά κείμενα του Κόντογλου, κυρίως τα διηγήματα και τα μυθηστορήματά του δεν τα έχω διαβάσει επιμελώς. Μόνο κομμάτια. Αλλά τα άλλα, τα θεολογικά του κείμενα, τα έχω διαβάσει. Ξέρετε γιατί και η ταπεινότητά μου μοιάζει με τον Κόντογλου; Διότι κάνουμε βουτιά στην ίδια θάλασσα. Αμα είναι μια θάλασσα γεμάτη μαργαριτάρια, πέφτεις στη βουτιά κι ό,τι αρπάξεις μαργαριτάρια θα’ ναι. Επομένως δεν μπορεί να διαφέρουν ο Ρωμανίδης, ο Ιερόθεος Βλάχος, ο παπα-Γιώργης. Όποιος προσπαθεί –άλλος περισσότερο από μένα, εγώ λιγότερο απ’ όλους– να βουτήξει σ’ αυτή τη θάλασσα, θα βγάλει τα μαργαριτάρια της παραδόσεως στην επιφάνεια.

Του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού, οι Διδαχές, είναι σύντομα κείμενα, ίσα ίσα φτιάχνεις ένα βιβλίο. Κι όμως, όλη η ορθόδοξη Παράδοση κρύπτεται μέσα στις Διδαχές του! Τα κυρήγματά του προς το Γένος ήταν αυτά που κράτησαν την συνείδησή του ακμαία. Όσο περισσότερο καλλιεργείτο η πίστη, τόσο περισσότερο ενισχύετο και η συνείδηση της Παραδόσεως του Γένους. Οι ρίζες! αναζητούσαμε ρίζες! Όταν έλεγε «μάθετε τα παιδιά σας ελληνικά και να μη τα αφήνετε να μιλούν αρβανίτικα και ο,τιδήποτε άλλο. Κι εγώ θα προσεύχομαι για την ψυχή σας», δεν ήτανε ρατσιστής, δηλαδή σαν να έλεγε «τί τα θέλουμε τα αρβανίτικα;». Ο πατροΚοσμάς ηξερε πολλές γλώσσες αλλά ήξερε πρώτα απ’ όλα ελληνικά. Και θα σας πώ, γιατί έλεγε να μαθαίνουν και να διδάσκουν στα παιδιά τους ελληνικά: διότι στα ελληνικά είναι το Ευαγγέλιο! Να μπορούν τα παιδιά να καταλάβουν το Ευαγγέλιο, τη λειτουργία μας στο πρωτότυπο! Έτσι που φτάσαμε σήμερα, ολόκληρος Αρχιεπίσκοπος –την ευχή του να’ χουμε– λέει να τα μεταφράσουμε κ.ά., «διότι δεν καταλαβαίνουν». Μα δεν θα χαλάσουμε εμείς την λατρεία μας! Θα κατηχήσουμε τον κόσμο ώστε να προσπαθεί να φτάσει σε ένα επίπεδο που να καταλαβαίνει. Δεν ισχύει το «πονάει δόντι κόβει κεφάλι». Αυτή είναι λανθασμένη πολιτική που την κατάλαβε κι ο Μακαριώτατος και πήρε πίσω αυτό που έλεγε. Ο πατροΚοσμάς επέμενε, «να μάθετε ελληνικά, διότι στα ελληνικά είναι το Ευαγγέλιο!».

Οι Κολλυβάδες Πατέρες, λοιπόν, έβλεπαν αυτό το πολυεπίπεδο κίνημα από την Δύση, το οποίο ήταν το τρίτο ρήγμα, ρηγματικός σταθμός στην πορεία της Δύσεως. Το πρώτο ήταν η Αναγέννηση. Πολλοί, ακούτε την λέξη «Αναγέννηση» και λέτε «τί ωραίο». Δεν υπάρχει χειρότερο δημιούργημα από την Αναγέννηση! Δείτε, εν στροφή στην ρωμανικότητα, κυρίως στην φραγκολατινική παράδοση της Δύσεως, όλους τους μεγάλους. Ο Σίντερμιχ, ένας μεγάλος που έγραψε ογκώδες βιβλίο για την Αναγέννηση, λέει ότι είναι η «περίοδος σκότους». Γιατί, τί κάνει; «Αποσπά τον άνθρωπο από τον Θεό, αποσπά τον άνθρωπο από τον Παπισμό (αυτό είναι ωραίο) αλλά τον προσκολλά στον εαυτό του και στα γήινα». Δηλαδή ο σκοπός δεν ήταν να απελευθερώσουν τον άνθρωπο από ό,τι τυρρανικό στοιχείο υπήρχε στη Δύση αλλά να τον κάνουν να πάψει να έχει σχέση με το Θεό.

Αυτή η κατάσταση συνεχίζεται σήμερα. Αυτό που λέμε «χωρισμός Εκκλησίας-Πολιτείας» είναι: «τί θέλουμε και μιλούμε για Θεό, πίστη, κ.τ.λ.;». Αυτή είναι η έννοια του «χωρισμού». Διοικητικός χωρισμός, υπάρχει. Κι εγώ δεν είμαι βουλευτής ή υπουργός κι ούτε ο Αρχιεπίσκοπος είναι πρωθυπουργός. «Ή παπάς παπάς ή ζευγάς ζευγάς», που λέει ο λαός. Με το να μιλείς δεν μπορεί να σου κλείσει το στόμα ο άλλος! Θα πείς «μπράβο κε Παπούλια που επιτέλους κατάλαβες ότι έχουμε και λίγο αξιοπρέπεια». Δεν θα τα «κατεβάζουμε» συνεχώς –συγγνώμη για την έκφραση– αλλά τόσα χρόνια «τα κατεβάζουμε» για να μη κάνουμε πόλεμο. Μα όσο σε βλέπουν αδύνατο τόσο σε δίνουν καρπαζιές. Ακόμα και οι Αλβανοί –γιατί έχει πίσω το θηρίο των Ηνωμένων Πολιτειών. Επομένως, το να τοποθετηθείς σ’ αυτά τα θέματα δεν είναι πολιτικολογία ούτε είναι υπέρβαση καθήκοντος. Κάθε Έλληνας έχει δικαίωμα να εκφράζεται δημόσια και ελεύθερα, κατά το Σύνταγμα, αρκεί να μην προσβάλλει τον άλλον.

Έτσι, λοιπόν, το πρώτο ρήγμα ήταν η Αναγέννηση. Σπάσανε, χωριστήκανε. Από την μία πλευρά ένας ογκόλιθος που λεγότανε Παπισμός και από την άλλη πλευρά ένας κόσμος που πιέζεται από τους διανοουμένους, όχι να εγκαταλείψει τον Πάπα αλλά να εγκαταλείψει το Θεό. Τότε, περίπου, γεννήθηκε μια ωραία αγγλική παροιμία: μια μάνα αγγλίδα έπλενε το παιδί της στη λεκάνη (που είχανε εκείνη την εποχή) και από τη βιασύνη της, μαζί με το απονέρι, πέταξε και το παιδί. Αυτό κάμαν: αντί να πετάξουν τα βρομονέρια, πέταξαν και το Θεό μαζί!

Το δεύτερο ρήγμα είναι το 1517, η θρησκευτική και εκκλησιαστική επανάσταση, η Μεταρρύθμιση, ο Προτεσταντισμός. «Προτεσταντισμός» σημαίνει «διαμαρτύρηση». Ο Λούθηρος και όλοι οι άλλοι που ακολούθησαν, οι οποίοι κι αυτοί προσπαθώντας να απαλλαγούν από την κυριαρχία του Πάπα και του Παπισμού, έκαναν «άλμα» όχι τριπλούν αλλά έκαναν «άλμα πολλαπλούν», δήθεν ότι θα φτάσουν στον 1ο αιώνα και στην ουσία ξέφυγαν απ’ όλη την Παράδοση της Εκκλησίας. Αυτά προσπάθησαν να κάνουν. Και μας δημιούργησαν 600 περίπου προτεσταντικές παραφυάδες που είναι χειρότερες από τον Παπισμό.

Βέβαια, η ρίζα όλου του κακού είναι ο Παπισμός. Αυτός εγέννησε όλη αυτή την ακαταστασία στο Δυτικό κόσμο. Οπότε διαλύθηκε ο κόσμος πολιτιστικά, ανθρωπιστικά με την Αναγέννηση, διαλύεται κι ο κόσμος της Δύσεως θρησκευτικά κι εκκλησιαστικά, με την Μεταρρύθμιση.

Μετά από τα τέλη του 16ου με αρχές 17ου αιώνος ήρθε ο λεγόμενος Διαφωτισμός. Ο Διαφωτισμός είναι η κυριαρχία του λογικού, η αυτοθεοποίηση του ανθρώπου. Μάλιστα στην Γαλλική Επανάσταση, που είναι η απόληξη του Διαφωτισμού, αυτή τη κυριαρχία της λογικής του ανθρώπου την εξέφρασαν ο μασόνος Ροβεσπιέρος (το κύριο χαρακτηριστικό του Διαφωτισμού είναι η Μασονία), οι Ιακωβίνοι. Ο Ροβεσπιέρος ανεκήρυξε την λατρεία, adoration, της θεάς Λογικής.

Είναι η Raison, ο Λόγος, η Λογική, η απολυτοποίηση της λογικής του ανθρώπου. Και μάλιστα, επειδή ήταν μασόνος είχε κάποια θρησκευτικά. (ακούτε ο άλλος «ο Θεός και ο Θεός». Μα για «θεό και θεό» μιλούν και οι μασόνοι. Εμείς δεν έχουμε «θεό». Έχουμε τον Πατέρα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα. Αυτός είναι ο Θεός μας. Δεν είναι ο Θεός αόριστος.) Οπότε τί κάνανε; Στην Παναγία των Παρισίων, τον παπικό ναό –δε φταίει βέβαια ο ναός– κάμανε μια γιορτή του Υπερτάτου Όντος. Είναι αυτό που λέγεται «μια ανωτέρα Δύναμη» κ.τ.λ. (αυτά είναι μασονικά. Αν ακούτε κάποιον να λέει –εκτός κι αν είναι ανίδεος ο άνθρωπος και το λέει επειδή δεν ξέρει– «πιστεύω σε μια ανωτέρα Δύναμη, σε ένα ανώτερο Όν, κ.τ.λ.», αυτό είναι Μασονισμός, είναι η ορολογία του Μασονισμού). Στην εορτή του Υπερτάτου Όντος πήρανε μια πόρνη, κοινή γνωστή πόρνη στη Γαλλία της υψηλής αριοστοκρατίας ,οι Γάλλοι είχανε πολλούς «οίκους». Οι οίκοι αυτοί ήταν οίκοι ανοχής αριστοκρατικοί. Πηγαίνανε εκεί για να παίξουν μπιλιάρδο και διάφορα άλλα και είχανε και προμήθεια γυναικών και αγοριών. Αυτά τα έχει γράψει ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος στην Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος, δεν είναι εφευρήματα δικά μου. Και όποιος διαβάζει ιστορία ξέρει τα πράγματα. Την γύμνωσαν [την πόρνη] και την έβαλαν γυμνή πάνω στην αγία τράπεζα της Παναγίας των Παρισίων. Και μετά τρέχαν όλοι και την προσκυνούσαν, την φιλούσαν, κ.ά., ως θεά Raison, θεά Λογική. Έτσι λατρεύτηκε η θεά Λογική από την Γαλλική Επανάσταση. Ήταν η κορύφωση του Διαφωτισμού.

Ο Διαφωτισμός είχε, ως μόνο θετικό στοιχείο, την εξέλιξη στις επιστήμες. Γι’ αυτό και ο Ευγένιος Βούλγαρης, ο Νικηφόρος Θεοτόκης κ.ά. εδέχτηκαν την πρόοδο της επιστήμης, όπως ο Μέγας Βασίλειος, ο Χρυσόστομος, οι Γρηγόριοι κ.ά.. Άλλο η επιστήμη που πρέπει να ενισχυθεί, να προοδεύσει ως έρευνα και άλλο αυτά τα αίσχη. Ο Διαφωτισμός έχει ένα επίπεδο στην πολιτική ζωή, στις διαλεκτικές μεταξύ Φεουδαρχίας-Αστισμού, Αστισμού-Σοσιαλισμού, Σοσιαλισμού-Μαρξισμού, κ.τ.λ.. Όλα αυτά μας ήρθαν από τη Δύση. Ποιος θα μας σώσει πιο γρήγορα και περισσότερο. Μετά ήταν ένα επίπεδο εκκλησιαστικο-πνευματικό και ένα επίπεδο κοινωνικό, κοινωνικής μεταρρυθμίσεως. Τότε για πρώτη φορά με την Γαλλική Επανάσταση, εισήχθη ο όρος «αλλαγή». Γι’ αυτό και ο μακαρίτης ο Ανδρέας επανέφερε το σύνθημα της Γαλλικής Επανάστασης. «Αλλαγή» από τί και σε τί; «Αλλαγή» απ’ ό,τι θεωρείται γι’ αυτούς καθυστερημένο, πεπαλαιωμένο όπως λέγανε οι Προτεστάντες για τον Καποδίστρια. Ότι ήταν «obsolete», πεπαλαιωμένος, διότι έβαζε στα παιδιά να διαβάζουν τους βίους και το παράδειγμα των Αγίων μας.

Έτσι, λοιπόν, οι Κολλυβάδες βλέποντας ότι μας έρχονται όλα αυτά τα έργα προέβαλαν τα ορθόδοξα πρότυπα. Γι’ αυτό αρχίζουν να ανασυντάσσουν, μέσα από τις πηγές, βιογραφίες των μεγάλων ασκητικών και πνευματικών μορφών της Ορθοδοξίας, να προβάλλουν τους Αγίους. Εν συνεχεία τους Μάρτυρες. Πώς βγήκαν όλοι οι μεγάλοι Μάρτυρες, οι Νεομάρτυρες κατά του Οθωμανικού καθεστώτος; Διότι ήσαν συνεχώς μέσα σ’ αυτό το πνεύμα, του μαρτυρίου, της ομολογίας. Ο Χριστιανός δεν σκοτώνει τον άλλον αλλά θυσιάζεται. Και το αίμα του ποτίζει το δέντρο της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας. Αυτή είναι η δική μας θεολογία και κοινωνική πρακτική. Έτσι λοιπόν, προβάλλουν συνεχώς τους Αγίους, τους Μάρτυρες ως απάντηση στα πρότυπα που μας παρουσίασε ο Διαφωτισμός, που μας παρουσίασαν οι Φράγκοι, οι μισσιονάριοι καί οι διαφωτιστές. Μπορεί να είχαν διαφορές μεταξύ τους αλλά συνηντόντο στην προβολή του πολιτισμού τους. Έλεγε ένας γερμανός καθηγητής, ο Peter Kalverau, τον οποίο γνώρισα (και μου έχει γράψει μια πολύ καλή κριτική στη ελληνική διδακτορική μου διατριβή που ασχολούμαι με αυτά τα θέματα), σε ένα ογκώδες βιβλίο του «America und die orientalischen Kirchen» (Η Αμερική και οι Ανατολικές Εκκλησίες) ότι η ιεραποστολή, η mission και τα αντιτορπιλικά των Ευρωπαίων πηγαίνανε «hand in hand», χέρι με χέρι. Η πολιτική δια της θρησκείας. Propagandio fidei per scientiae, «προπαγανδισμός της πίστεως δια της επιστήμης». Μπαίνανε στα σχολεία και διέφθειραν τις ψυχές των ανθρώπων. Αυτό που γίνεται και σήμερα, εν πολλοίς. Και δεύτερο: «προπαγάνδα της πατρίδος δια των μέσων ιεραποστολής»! Αντίθετα, ο Καποδίστριας ακολουθεί το παράδειγμα των Κολλυβάδων.

Για να καταλάβετε, σχετικό είναι κι αυτό με το Χρυσόστομο, που του φώναζε ο ιερέας κάτω από τον άμβωνα: «Πάτερ μου καλά τα λες αλλά θα μας κάμεις τα παιδιά καλογήρους!», επειδή μιλούσε για τα παιδιά και την πνευματική ζωή (σώζεται η ομιλία). Και πάνω απ’ τον άμβωνα –που τότε ήταν ένα υπερυψωμένο βήμα κι όχι «περιστερώνας», όπως σήμερα, πάνω στους τοίχους– που αν άκουγες Χρυσόστομο, τον είχες χίλια χρόνια στ’ αυτιά σου, του λέει ο Χρυσόστομος: «Αδελφέ μου, δεν σου ζητώ να τον κάμεις καλόγηρο. Χριστιανό να τον κάνεις!».

Δεν διαβάζουμε, λοιπόν, αυτά τα κείμενα για να γίνουμε καλόγεροι. Χριστιανοί να γίνουμε! Τί διαφέρει ο μοναχός από εσάς ή από εμένα αν θέλουμε να είμαστε Χριστιανοί; Άσκηση κάνει εκείνος, άσκηση πρέπει να κάνουμε κι εμείς. Πνευματική ζωή, εκείνος, που είναι μέσα στο χώρο της ασκήσεως, πνευματική ζωή κάνουμε κι εμείς: νηστεία, προσευχή, ακολουθίες, γονυκλισίες, λέμε την ευχή, κ.τ.λ.. Αν λ.χ. έλθει κάποιος να σε συμβουλευτεί και σε ρωτά πώς θα πολεμήσει κάτι, θα του πείς «την ευχή, παιδί μου». Το ίδιο λέει και ο γέρονας, ο π. Παρθένιος από το Άγιον Όρος: «Την ευχή! Χτύπα τον Διάβολο με την ευχή!». Το «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με» είναι το μεγαλύτερο όπλο κατά του Διαβόλου! Δεν διαφέρει ο μοναχισμός από μας. Μόνο, που αυτά που κάνουμε εμείς εδώ εκείνος τα κάνει με μεγαλύτερη τελειότητα και μεγαλύτερη δυνατότητα προόδου μέσα στην μοναστική αδελφότητα. Ο π. Παΐσιος μια φορά –την ευχή του να’ χουμε– όταν τον ρώτησα κάτι τέτοιο, μου λέει : Άκουσε, παιδί μου, να πολεμάτε! Γιατί όταν ο άνθρωπος μείνει ακίνητος, μαρμαρώνει από το κρύο, ψύχεται. Κινείστε, λοιπόν. Εσείς κάνετε σημειωτόν εμείς κάνουμε και μισό βήμα παραπάνω, κοντά είμαστε. Κάνε σημειωτόν αν δεν μπορείς να προχωρήσεις και κάποια στιγμή θα κάνεις άλμα! Σ’ τα μαζεύει ο Θεός όλα μαζί κι εκεί που δεν το περιμένεις καλύπτεις όλη την απόσταση που θα μπορούσες να κάνεις στο διάστημα που κάνεις σημειωτόν. Αυτή, λοιπόν, είναι η ενότητα.

Στη Δύση, στη Φραγκιά, λένε οι Παπικοί (γιατί οι Προτεστάντες όλα αυτά τα θεωρούν περίεργα, δουλεύουν μόνο με την διάνοια. Εκεί είναι που ταυτίζονται με τον Διαφωτισμό, στην θεοποίηση της διανοίας) λένε «Άλλη η πνευματικότητα των μοναχών και άλλη η πνευματικότητα στο κόσμο»! Τί δηλαδή, εμείς είμαστε «διαβολάκια»; Τί θα πει «άλλη πνευματικότητα»; Η ενότητα,, είναι το αναλόγιο του ψάλτη. Η αναμώχλευση όλης της πνευματικής ιστορίας και του πνευματικού μας βίου βρίσκεται σ’ αυτά τα βιβλία. Τα ίδια βιβλία έχουν και στα μοναστήρια! Δεν έχουν άλλα στο μοναστήρι κι άλλα εδώ. Γι’ αυτό στη Δύση, αν πάτε να δείτε στον κόσμο, αυτά τα οποία κάνουν (που μπήκαν και στους μοναχούς), είναι τα τραγουδάκια του κατηχητικού σχολείου: «Σύ που κόσμους κυβερνάς... », «τα χριστιανόπουλα», άλλα του Μότσαρτ και του Μπετόβεν, που τραγουδούσαν και τραγουδούν στις Στοές των μασόνων και στις προτεσταντικές εκκλησίες, τα φέραμε κι εμείς!! Θέλεις εμβατήριο; Ψάλλε το «Τή Υπερμάχω»! Είναι ο εθνικός μας Ύμνος επί τόσους αιώνες. Αυτός ήταν ο εθνικός μας Ύμνος, μαζί με το «Σώσον Κύριε τον λαόν σου».

Καταλαβαίνετε; Αποξενωθήκαμε μόνοι μας δήθεν για να γίνουμε Ευρωπαίοι και εκκλησιαστικά. Αυτό είναι το μεγάλο λάθος που έγινε. Δεν κατηγορούμε κανέναν αλλά πρέπει να καταλάβουμε ότι κάναμε έγκλημα. Λέω πάλι: ο Τρεμπέλας, αυτό το μεγάλο κεφάλαιο, καθόταν και χαράμιζε το μυαλό του για να μεταφράσει (από τα γερμανικά) το «Η θυγατέρα του γαλακτοπόλη». Εγώ τα έχω βρεί και στα αγγλικά, όλα αυτά, στα αρχεία των μισσιοναρίων. Και τότε ξύπνησα, στα εικοσιεννιά με τριάντα μου χρόνια που τα μελέτησα... και έλεγα «Κοίταξε, ο Τρεμπέλας τώρα με τη “Φαβιόλα” και τη “Περπέτουα”»... Κάποια όμως έχουν μια βάση αγιολογική κι αυτά τα δεχόμαστε ευχαρίστως. Γι’ αυτό «Αιωνία του η μνήμη».

Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης απέναντι στον Απόστολο Μακράκη


undefined

Του Μάριου Μπέγζου
Εφέτος συμπληρώνονται 150 χρόνια από τήν γέννηση τού Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη (4.3.1851) καί 90 έτη από τήν κοίμησή του (1911). Οι επέτειοι χρησιμεύουν στήν ανάμνηση όχι μόνο τού παρελθόντος αλλά καί τού μέλλοντος όλων μας, αφού τά ερωτήματα παραμένουν, μολονότι οι απαντήσεις αλλάζουν. Ο Σκιαθίτης διηγηματογράφος ενσαρκώνει μιά στάση ζωής πού συνεχίζει νά είναι επίκαιρη καί ζωτική.

Τήν σημασία τής προσφοράς του μπορούμε νά τήν αντιληφθούμε καλύτερα, αν τόν συγκρίνουμε μέ έναν άλλο ρηξικέλευθο χριστιανό διανοούμενο τής εποχής του, τόν Σίφνιο λόγιο Απόστολο Μακράκη (1831-1905), πού αντιπροσωπεύει μιάν εντελώς αλλιώτικη αντίληψη γιά τήν εκκλησία καί τόν νεοελληνισμό. Ανάμεσα στόν Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη καί στόν Απόστολο Μακράκη υφίστανται πάρα πολλές διαφορές.

Μιά πρώτη διαφοροποίηση μεταξύ Παπαδιαμάντη καί Μακράκη πού μέ έμφαση επισημαίνεται από τό Σκιαθίτη μας είναι η απόσταση πού χωρίζει τό μακρακισμό από τό φιλοκαλικό κίνημα αναγέννησης τής Ορθοδοξίας στό 18ο-19ο αι. γνωστό μέ τή μειωτική επωνυμία "Κολλυβάδες", πού αναφάνηκε στό Άγιον Όρος μέ ηγήτορα τόν άγιο Νικόδημο τόν Αγιορείτη καί συνίστατο στήν αναβίωση τής ορθόδοξης πατερικής παράδοσης μέ επίκεντρο τή μελέτη τής "Φιλοκαλίας" καί ορατό αναγνωριστικό σημείο τή συχνή συμμετοχή τών πιστών στό μυστήριο τής θείας ευχαριστίας.

Οι αντίπαλοι τής φιλοκαλικής αγιορετικής κίνησης κατασυκοφάντησαν τούς πρωτεργάτες αυτής τής πρωτοβουλίας κάνοντας κατάχρηση τής συνήθειας νά τηρείται πιστά η λατρευτική παράδοση τής Ορθοδοξίας καί νά μή τελούνται μνημόσυνα τήν Κυριακή, ημέρα ανάστασης, παρά μόνο τό Σάββατο, ημέρα μνήμης τών νεκρών καί προσφοράς κολλύβων στό ναό. Έτσι επινοήθηκε τό περιπαικτικό παρωνύμιο "Κολλυβάδες" από τή δήθεν νομιζόμενη τυπολατρική προσκόλληση στά "κόλλυβα", ενώ στήν πραγματικότητα πρόκειτο γιά ρωμαλέο εκκλησιαστικό κίνημα ανακαίνισης μέ βάση τή "Φιλοκαλία" τών νηπτικών πατέρων τής μυστικής θεολογίας τής Ορθοδοξίας. Κατάλοιπα τών καταδιωγμένων "Κολλυβάδων" βρήκαν καταφύγιο στή Σκιάθο, πού κατά μία εύστοχη παρατήρηση τού Τάκη Παπατσώνη1 είναι η σκιά τού Άθωνα (Σκιάθος: Σκιά τού Άθως: Σκι-Άθως).

Έτσι ο Παπαδιαμάντης τρέφεται από τήν ορθόδοξη παράδοση στή φιλοκαλική της εκδοχή μέ τήν οποία κρίνει, συγκρίνει καί κατακρίνει τό μακρακισμό. Απέναντι στόν δυτικό, προτεσταντικό καί ευσεβιστικό Μακράκη2 ορθώνεται ο ανατολικός, ορθόδοξος καί φιλοκαλικός Παπαδιαμάντης. Ιδιαιτέρως αποκαλυπτικός είναι ο κοσμοκαλόγερός μας στή νεκρολογία τού συντοπίτη τού ιερομονάχου πατρός Διονυσίου τόν οποίο διαφοροποιεί από τόν μακρακισμό πού τόν τοποθετεί στόν ησυχασμό τών φιλοκαλικών τής Ορθοδοξίας. Μάλιστα υπογραμμίζει ο άγιός μας γιά τούς Κολλυβάδες ότι "τό σκωπτικόν επίθετον αναξίως εδόθη αυτοίς υπό φθονερών τού μοναστικού βίου απτήνων"3 καί σημειώνει επιπροσθέτως ότι "εκ τών Κολλυβάδων ήσαν εκ τών παλαιών λογίων πατέρων ο Κορίνθου Μακάριος, ο Νοταράς, άγιος τιμώμενος, Αθανάσιος ο Πάριος καί Νικόδημος ο πολυγραφώτατος, ο Κύριλλος, ο Ηλίας, ο Αρσένιος καί άλλοι ενάρετοι πατέρες"4.

Σέ άλλη συνάφεια δηλώνει ρητά ότι ο Μακράκης επιχείρησε νά απομιμηθεί τά "κολλυβάδικα" έθιμα γιά τήν συχνή θεία μετάληψη, αλλά χωρίς καμμιά επιτυχία, διότι πρόκειτο γιά ξηρό τυπολοατρικό, επιδερμικό μιμητισμό: "ο εν λόγω διδάσκαλος "Μακράκης", αυτός μάλλον είχεν ακολουθήσει τινά των παλαιών εθίμων μοναστικής τινός κοινότητος, λίαν αρχαιοπρεπούς, εις την οποίαν ανήκον οι ασκηταί ούτοι. Ούτω συνέπεσαν εν μέρει εις τάς δοξασίας"5. Εξηγεί τήν μακρακική αποτυχία στήν απομίμηση τού φιλοκαλικού ανανεωτικού κινήματος μέ τόν ακόλουθο τρόπο: "Παρά τών Κολλυβάδων τούτων ηθέλησε καί ο κ. Μακράκης νά μιμηθή τινα έθιμα, ως τό τής συχνής μεταλήψεως καί άλλα, καί απέτυχεν, ως εικός. Διότι δέν εδόθη εις κοσμικούς ανθρώπους νά μιμώνται τά έθιμα τών ασκητικών εκείνων ανδρών, τών εν αμέμπτω πολιτεία διαγόντων, ουδ' έξεστιν εις τούς εν τή τύρβη τού κόσμου βιούντας νά παραδώσει τά σεμνά καί υψηλά εκείνα πράγματα"6.

Γιά τόν Σκιαθίτη διηγηματογράφο ο Σίφνιος λόγιος φέρεται σάν προτεστάντης κι όχι ως ορθόδοξος. Παρόλα τά καλά πού τού αναγνωρίζει τόσο στίς προθέσεις όσο καί στό ήθος, ωστόσο μέ τρόπο ανυποχώρητο ο Παπαδιαμάντης μέμφεται τόν Μακράκη γιά προτεσταντισμό7 καί μάλιστα κατ' επανάληψη στά έργα του. Ο κοσμοκαλόγερος τής λογοτεχνίας μας απορρίπτει τόν μακρακισμό μέ τήν οργίλη αποστροφή: "Τί καινοτομίαι, τί ξενισμοί, τί λεσχηνείαι είναι αυτά; Προτεστάνται είμεθα υμείς εδώ;"8.



Στήν επιστολογραφία του μάλιστα ο Παπαδιαμάντης γίνεται σαφέστερος καί δριμύτερος: "Η ουσία τού προτεσταντισμού δέν έγκειται τόσον εν τή μή τιμή τών εικόνων καί τών λειψάνων, όσον εν τή απορρίψει τού κύρους τών Οικουμενικών Συνόδων, τών Πατέρων καί τής παραδόσεως, εν τή απολύτω ελευθερία του ερμηνεύειν έκαστον τάς Γραφάς, όπως αν αυτώ αρέσκη. Τούτο δέ ακριβώς πράττει καί ο κ. Μακράκης, όστις περιέρχεται τάς πόλεις καί τά χωρία ερμηνεύων κατά τήν ιδίαν αυτού φαντασίαν τάς Ιεράς Γραφάς, άνευ κύρους, άνευ αδείας καί εγκρίσεως εκκλησιαστικής"9.

Η απτή καί ορατή διαφοροποίηση τού ορθοδόξου καί τού προτεσταντικού στοιχείου εντοπίζεται στήν οριοθέτηση τού κοινωνικού καί τού ατομικού παράγοντα. Ο προτεσταντισμός είναι ένας θρησκευτικός ατομικισμός, όπου τό άτομο έχει απόλυτη προτεραιότητα, προηγείται ο ιδιώτης πιστός καί όλος ο βίος εξατομικεύεται. Αντιθέτως στήν Ορθοδοξία πρυτανεύουν τό κοινωνικό, τό κοινοτικό καί τό κοινοβιακό στοιχείο. Η εκκλησία κατανοείται ως σώμα Χριστού καί όχι ως σωματειο χριστιανών. Η καταστατική πράξη τής εκκλησίας, η θεία ευχαριστία, λέγεται καί είναι "θεία κοινωνία", γι' αυτό ήδη στήν πρωτοχριστιανική παράδοση διακηρυσσόταν η πεποίθηση: "unus christianus, nullus christianus", δηλαδή "ένας χριστιανός ίσον κανένας χριστιανός".

Τέτοια ακριβώς ορθόδοξη εκκλησιαστική αυτοσυνειδησία αντιτάσσει ο Παπαδιαμάντης στόν Μακράκη, τόν οποίο έχει κατηγορήσει γιά προτεσταντική κακοδοξία, καί οριοθετεί τήν δική του εκκλησιαστική ορθοδοξία μέ τόν ακόλουθο τρόπο: "Εγώ είμαι τέκνον γνήσιον τής Ορθοδόξου Εκκλησίας εκπροσωπουμένης υπό τών επισκόπων της. Εάν δέ τυχόν πολλοί τούτων είναι αμαρτωλοί, αρμοδία νά κρίνη είναι μόνον η Εκκλησία, καί μόνον τό άπειρον έλεος τού Θεού ημείς πρέπει νά επικαλώμεθα. Τό κύρος καί τήν ενότητα τής Εκκλησίας ημείς δέν τά συγχέομεν μέ τάς αμαρτίας τών προσώπων, καθώς οι παρασυνάγωγοι σεις"10.

Γιά τόν Παπαδιαμάντη η εκκλησία είναι Σώμα Χριστού, ενώ γιά τόν Μακράκη αυτό πού προέχει καί μέλλει νά σώσει τόν άνθρωπο καί τήν ανθρωπότητα, τόν χριστιανισμό καί τόν ελληνισμό μαζί, είναι ένα σωματείο χριστιανών, γι' αυτό άλλωστε ο ίδιος διά βίου προέβαινε στήν ίδρυση πολλών καί αλλεπάλληλων σωματείων θρησκευτικού ή πολιτικού προσανατολισμού11.

Μέ αυτόν τόν τρόπο όμως η εκκλησία διαφθείρεται: στό Σώμα Χριστού καταντά σωματείο χριστιανών. Έτσι καταργείται η εκκλησιαστικότητα καί αναφύεται η παραεκκλησιαστικότητα. Η σχέση τής εκκλησίας μέ τήν παραεκκλησιαστική θρησκευτική οργάνωση είναι ευθέως ανάλογη μέ τήν σχέση τού κράτους καί τού παρακράτους, τής παιδείας καί τής παραπαιδείας, τής οικονομίας καί τής παραοικονομίας, τού σώματος καί τού σωματείου, τής ορθοδοξίας καί τής ετεροδοξίας, τού φιλοκαλικού ησυχασμού καί τού προτεσταντικού ευσεβισμού, δηλαδή τής εκκλησιαστικότητας καί τής θρησκευτικότητας.

Η συγκεκριμένη διαφορά εντοπίζεται στήν προτεραιότητα: ποιός προηγείται; ο Χριστός ή ο χριστιανός, η εκκλησία ή τό άτομο; τό σώμα ή τό σωματείο; τό Σώμα τού Χριστού ή τό σωματείο τών χριστιανών; η εκκλησιαστικότητα ή η θρησκευτικότητα; Μέ τήν γλώσσα τού Παπαδιαμάντη λοιπόν: "Ποίος Μητροπολίτης, ποία Σύνοδος, δύναται ποτέ ν'αναγνωρίση τόν κ. Μακράκην ως ορθόδοξον, εάν ούτος δέν προσέλθη απλώς καί καθαρώς, εν ταπεινώσει, άνευ σοφισμάτων καί άνευ υστεροβουλίας, εάν δέν προσπέση εις τήν Εκκλησίαν νά είπη τό ήμαρτον, ν' αποπτύση τό τρισύνθετον καί πάσαν άλλην κακοδοξίαν, καί νά είπη ότι μετανοεί ειλικρινώς; Ως ίσος πρός ίσην τολμά νά διαπραγματεύεται πρός τήν Εκκλησίαν, ή έτι θρασύτερον, ως θεραπαίνιδα θέλει νά τήν μεταχειρισθή ο αγχίστροφος διαλεκτικός, ο πολύπλαγκτος αγορητής, αξιών, ίνα η Εκκλησία αυτή καί όχι ο Μακράκης ομολογήση ότι έσφαλε νά τόν αποκηρύξη: Οίον εξαίσιον πτώμα! Οίος κρημνός! Εν όμως λησμονεί ο πολύστροφος λογοκόπος, τό ότι οι Άρειοι καί οι Απολλινάριοι καί οι Ωριγένεις ήσαν πολύ αυτού ευφραδέστεροι καί λογιώτεροι καί επιφανέστεροι... Αλλ' εις τήν περίπτωσιν αυτήν άτακτος είναι ο κ. Μακράκης, όστις δέν πείθεται εις τήν Εκκλησίαν"12.

Μέ τέτοια εκκλησιολογική λογική ορθόδοξης αυτοσυνειδησίας ο Σκιαθίτης άγιος τού αιώνα μας γράφει γιά τόνΣίφνιο "Σωκράτη τού 19ου αιώνα" τά εξής: "πάς χριστιανός οφείλει νά πειθαρχή εις τούς ορατούς αντιπροσώπους τής Εκκλησίας, είτε αμαρτωλοί είναι ούτοι είτε άγιοι, καί νά μή πλησιάζη εις τόν Μακράκη. Άλλως, θά ήτον αναρχία καί τίποτε άλλο"13. Σέ άλλη πάλι συνάφεια διαδηλώνει τίς απόψεις του μέ εμφαντικότερο τρόπο: "Τό βήμα τής εκκλησίας δέν είναι, όπως τό βήμα τό δικανικόν, τό βήμα τό πολιτικόν, όπου υπάρχουν ρήτορες καί αντιρρήτορες... Τό εκκλησιαστικό βήμα -ο άμβων- είναι αυστηρόν, αποκλειστικόν, αυθεντικόν. Εις μόνος ομιλεί. Υποτίθεται, ότι λέγει, όχι διδόμενα, αλλά συμπεράσματα, παραδεδεγμένα, αναμφισβήτητα, δόγματα. Δέν επιτρέπονται εκεί αι αυτοσχέδιοι ανοησίαι. Διά τούτο ο είς εκείνος πρέπει νά είναι χρισμένος από τήν εκκλησίαν// οφείλει νά είναι τό στόμα τής εκκλησίας, επειδή συζήτησις δέν επιτρέπεται, ούτε δευτερολογία, ούτε διακοπή. Ανάγκη άρα νά είναι κληρικός"14.

Τό φάντασμα τού Μακράκη καί η σκιά τού Παπαδιαμάντη μέλλουν νά παραμένουν διαρκώς μαζί μας σέ κάθε τίμια αναζήτηση τής αλήθειας τού γένους μας σέ κάθε τύπο καί σέ κάθε καιρό. Η επιλογή υπέρ τού ενός ή τού άλλου αποτελεί προσωπική επιλογή καθενός μας καί συλλογική ευθύνη όλων μας.

ΜΑΡΙΟΣ ΜΠΕΓΖΟΣ

1. Τ. Παπατσώνης, Άσκηση στόν Άθω, Αθήνα 1963 (1984), 14.

2. Λ. Μπράνγκ, Τό Μέλλον τού Ελληνισμού στόν Ιδεολογικό Κόσμο τού Α. Μακράκη, Αθήνα 1997, 111: "Ο Μακράκης ... αναδεικνύεται τελικά αντι-ησυχαστικός".

3. Α. Παπαδιαμάντης, Άπαντα (επιμ.), Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος, 5 τόμοι, Αθήνα 1981-1988, τόμ. Ε?, σελ. 330. Πρβλ. τόν σχολιασμό τού Ζ. Λορεντζάτου, Μελέτες, Αθήνα 1994, τόμ. Α?, σελ. 235-258.

4. Στό ίδιο.

5. Παπαδιαμάντης, ό.π., Β?, 498-499.

6. Παπαδιαμάντης, ό.π., Ε?, 330.

7. Εύστοχα κάνει λόγο γιά τόν "ορθόδοξο προτεσταντισμό" τού Μακράκη ο π. Θεόκλητος Διονυσιάτης (στό Μπράνγκ, ό.π., 30 καί 28-30, όπου καταχώριση τής αντιμακρακικής τοποθέτησης τού π. Φιλοθέου Ζερβάκου).

8. Παπαδιαμάντης, ό.π., Δ?, 148.

9. Παπαδιαμάντης, ό.π., Ε?, 163.

10. Παπαδιαμάντης, ό.π., Ε?, 165. Πρβλ. παλαιότερη μελέτη μας: Μ. Μπέγζος, "Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης καί Απόστολος Μακράκης: "Αειπλάνητος Διδάχος" ή "Κοσμοκαλόγερος"; Νέα Κοινωνιολογία, τχ. 27 (Άνοιξη 1999), 32-42 πού αφορμήθηκε από προφορική υπόδειξη τού ποιητή Δημήτρη Κοσμόπουλου γιά τήν αντιστικτική σχέση Παπαδιαμάντη-Μακράκη.

11. Πρβλ. Μπράνγκ, ό.π., 313επ., ιδ. 327 όπου διασύνδεση τού μακρακισμού μέ τίς μετέπειτα παραεκκλησιαστικές οργανώσεις ("Αδελφότητες Θεολόγων") στήν ελλαδική εκκλησία μέ πρωτεργάτη τόν αρχιμανδρίτη π. Ευσέβιο Ματθόπουλο (1849-1929), αρχικά οπαδό τού Απ. Μακράκη καί μετά (μετά τήν αποσκίρτησή του από τόν μακρακισμό) ιδρυτή τής "Ζωής" (1907). Πρβλ. Χ. Γιανναράς, Ορθοδοξία καί Δύση στή Νεώτερη Ελλάδα, Αθήνα 1992, 348] επ., 359: "Η πρώτη εξωεκκλησιαστική οργάνωση στήν Ελλάδα ιδρύεται τόν Σεπτέμβριο τού 1976 από τόν Απόστολο Μακράκη". Βλ. τήν διδακτορική διατριβή στό Τμήμα Ποιμαντικής καί Κοινωνικής Θεολογίας τού Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (μέ επιβλέποντα καθηγητή τόν π. Θεόδωρο Ζήση) τού Εμμ. Καραγεωργούδη, Χριτσιανισμός καί Πολιτική κατά τόν Απόστολο Μακράκη, Θεσσαλονίκη 1992, ιδ. σελ. 107επ., όπου τεκμηριώνεται η "μακρακική" γενεαλόγηση τού κινήματος "Χριστιανική Δημοκρατία" καί τών οργανωσιακών πρωτοβουλιών τού Αυγουστίνου Καντιώτη.

12. Παπαδιαμάντης, ό.π., Ε?, 164.

13. Παπαδιαμάντης, ό.π., Γ?, 576.

14. Παπαδιαμάντης, ό.π., Δ?, 148

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...