1. Το παρόν κείμενο είναι απόσπασμα από την 10η και ολόκληρη η 11η παράγραφος του Βίου Κωνσταντίνου, Επιστημονική Επετηρίς της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης 12 (1967) σελ. 134-138. Το εδώ κείμενό μας αποτελεί τμήμα του δευτέρου και όλο το τρίτο μέρος της συζητήσεως με τους Ιουδαίους.
2. Πρβλ. Ψαλμ. 7,10. Ιω. 2, 24. 25.
3. Βλ. ενδεικτικώς Ιω. 3, 18-21. 5, 38-47. 8, 39-47.
4. Ιω. 5, 43· «εγώ ελήλυθα εν τω ονόματι του Πατρός μου, και ου λαμβάνετέ με. εάν άλλος έλθη εν τω ονόματι τω ιδίω, εκείνον λήψεσθε».
5. Α' Ιω. 2,23· «πας ο αρνούμενος τον Υιόν ουδέ τον Πατέρα έχει». Βλ. και Ιω. 15, 23.
6. Γεν. 9, 26. «και είπεν. ευλογητός Κύριος ο Θεός του Σημ, και έσται Χαναάν παις οικέτης αυτού». Αν οι εδώ αναφερόμενοι Ιουδαίοι είναι εξιουδαϊσθέντες Χάζαροι, και όχι κατά σάρκα Ιουδαίοι, ωστόσο θεωρούν και πάλι τον εαυτό τους δέκτη των ιουδαϊκών επαγγελιών, χάρις στην περιτομή. μόνον ορισμένοι σύγχρονοι Έλληνες επιθυμούν να ταυτίζουν τον Ελληνισμό με την ειδωλολατρία και να απορρίπτουν την προσφερμένη δια των Ιουδαίων σωτηρία του μόνου Θεού στα έθνη και, μεταξύ αυτών, και στο Γένος μας!
7. Το ίδιο το βιβλίο της Γενέσεως συγκαταλέγει στους απογόνους του Ιάφεθ τους «Ιωύαν», δηλ. τους Ίωνες, τους Έλληνες. Στην επιστήμη της γλωσσολογίας γίνεται λόγος για ιαπετική ή ινδοευρωπαϊκή ή ινδογερμανική ομογλωσσία (μερικοί υποστήριξαν πως οι ινδοευρωπαϊκοί λαοί αποτέλεσαν και ομοεθνία), λόγω των διαπιστωμένων κατ' αρχάς γλωσσικών ομοιοτήτων μεταξύ της ελληνικής, λατινικής, σανσκριτικής (αρχαίας ινδικής) και περσικής γλώσσας (Sir William Jones, 1786), ομοιοτήτων που αργότερα διαπιστώθηκαν και σε άλλες γλώσσες (γερμανική, κελτική, βαλτική, σλαβική, αρμενική κ.ά.). Ο όρος «ιαπετικός» προέρχεται από τον μυθολογικό Ιαπετό, κυβερνήτη των Τιτάνων και του κόσμου προ της επικρατήσεως του Διός, υιό του Ουρανού και της Γαίας και σύζυγο της Ασίας. Είναι βέβαια εμφανής η ομοιότης του παλαιοδιαθηκικού ονόματος «Ιάφεθ» και της ελληνικής παραφθοράς «Ιαπετός». Ο πίνακας των λαών του 10ου κεφαλαίου της Γενέσεως μας παρουσιάζει τους απογόνους των τριών του Νώε, των Σημ, Χαμ και Ιάφεθ και τους λαούς που προήλθαν απ' αυτούς αμέσως προ της συγχύσεως των γλωσσών στη Βαβέλ. Τις γενεαλογίες αυτές τις συναντούμε πολλάκις και στα έργα των βυζαντινών χρονογράφων. προ αυτών ο Άγιος Ιππόλυτος Ρώμης, στο έργο του Χρονικά. ταυτόχρονα παραδίδει και τη γεωγραφική τους κατανομή. Ινδοευρωπαίοι θεωρούνται και πολλοί λαοί προκάτοχοι των Ελλήνων στη γεωγραφική μας περιοχή (Αίμονες, Άονες, Δρύοπες, Πελασγοί, Φοίνικες κ.ά.) όπως και οι «πρωτοέλληνες» Δαναοί και Άβαντες. Περί αυτού βλ. Mιx. Σακελλαριου, «Οι γλωσσικές και εθνικές ομάδες της ελληνικής προϊστορίας», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους 1 (1970) σελ. 358. 362ε. (234-235 μ.Χ.) παρουσιάζει αναλυτικά τους λαούς που προήλθαν από τους υιούς του Νώε. Στους απογόνους του Ιάφεθ συγκαταλέγει (Χρονικά 56ε., ΒΕΠΕΣ 6, 234ε) μεταξύ άλλων και τον Γάμερ, από τον οποίο προήλθαν οι Κιμέριοι, τον Μαγώγ από τον οποίο προήλθαν οι Κέλτες και οι Γαλάτες, τον Μαδάι (γενάρχη των Μηδών), τον Ιωύαν (γενάρχη Ελλήνων και Ιώνων) κ.ά.
8. Γέν. 9,27· «πλατύναι ο Θεός τω Ιάφεθ, και κατοικησάτω εν τοις οίκοις του Σημ και γενηθήτω Χαναάν παις οικέτης αυτού». Οι ερμηνευτές βλέπουν στις προφητείες αυτές αφ' ενός την πρόρρηση περί της ευλογήσεως του Σημ, διότι απ' αυτόν θα ερχόταν η σωτηρία, ο Χριστός, αφ' ετέρου την εξάπλωση της σωτηρίας στα έθνη, στους απογόνους του Ιάφεθ, οι οποίοι τελικώς και απετέλεσαν το κύριο μέρος της πρώτης Εκκλησίας, η οποία θα έπρεπε κατά κύριο λόγο να είναι «οίκος» του Σημ, δηλ. των Ιουδαίων. Βλ. Αρχιμ. Ιωηλ Γιαννακοπουλου, Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους Ο', τόμος. Α', εκδ. «Λυδία», Θεσσαλονίκη 19864, σελ. 97.
9. Ο Χριστός θεωρείται από τους Ιουδαίους καταραμένος επειδή σταυρώθηκε. βλ. Δευτ. 21, 22. 23. «Εάν δε γένηται εν τινι αμαρτία κρίμα θανάτου και αποθάνη και κρεμάσητε αυτόν επί ξύλου, ου κοιμηθήσεται το σώμα αυτού επί του ξύλου, αλλά ταφή θάψετε αυτό εν τη ημέρα εκείνη, ότι κεκατηραμένος υπό Θεού πας κρεμάμενος επί ξύλου. και ου μη μιανείτε την γην, ην Κύριος ο Θεός σου δίδωσί σοι εν κλήρω». Βλ. και Γαλ. 3, 13. Οι Ιουδαίοι ίσως υπονοούν ταυτόχρονα ότι και οι Χριστιανοί είναι καταραμένοι, επειδή ελπίζουν σε ανθρώπους, κατά τό Ιερ. 17, 5. «επικατάρατος ο άνθρωπος, ος την ελπίδα έχει επ' άνθρωπον και στηρίξει σάρκα βραχίονος αυτού επ' αυτόν, και από Κυρίου αποστή η καρδία αυτού».
10. Πολλαχού της Παλαιάς Διαθήκης είναι φανερή η ευλογία του Θεού στο Δαβίδ και σε όλον τον Ισραήλ, χάριν αυτού. ενδεικτικώς αναφέρουμε τα Ψαλμ. 88, 4. 5. 21. 50.131, 10.11.17 και το Ησ. 55, 3.
11. Ψαλμ. 40,10. «και γαρ ο άνθρωπος της ειρήνης μου, εφ' ον ήλπισα, ο εσθίων άρτους μου, εμεγάλυνεν επ' εμέ πτερνισμόν». Στο στίχο αυτό ο Δαβίδ αναφέρεται στην προδοσία του φίλου του Αχιτόφελ, προφητικά δε προμηνεύει και την προδοσία του Ιούδα εναντίον του Κυρίου (πρβλ. Ιω. 13,18). έτσι η ακριβής ερμηνεία του χωρίου δεν ευνοεί αμέσως την ερμηνεία του Αγίου Κυρίλλου, πως δηλαδή ο εδώ αναφερόμενος «άνθρωπος της ειρήνης» του Δαβίδ είναι ο Χριστός, εμμέσως όμως δεικνύει πως και ο Δαβίδ είχε στηρίξει, έστω και ματαίως, την ελπίδα του σε άνθρωπο, χωρίς ωστόσο να θεωρείται καταραμένος.
12. Εδώ βέβαια πρέπει να μνημονευθεί και το επιχείρημα του ιδίου του Κυρίου Ιησού Χριστού περί της θεότητος του Μεσσία, δηλ. περί της θεότητός Του, έναντι των Φαρισαίων, επιχείρημα παρμένο από τον Προφητάνακτα Δαβίδ. βάσει αφ' ενός της παλαιοδιαθηκικής προφητικής πίστης ότι ο Μεσσίας θα είναι απόγονος του Δαβίδ (Ψαλμ. 88, 3. 4. 131, 11, Ησ. 11,1, Ιερ. 23, 5. πρβλ. Ματθ. 21,15, Μάρκ. 11,10), αφ' ετέρου της διαπίστωσης του ιδίου του Δαβίδ ότι ο Μεσσίας είναι Κύριός του (σύμφωνα με το μεσσιανικό Ψαλμ. 109, 1), συνάγεται πως ο Μεσσίας είναι Κύριος, δηλ. Θεός, του Δαβίδ και όχι απλός υιός, κατ' άνθρωπο δηλ. απόγονός του. Βλ. Ματθ. 22, 41-46, Μάρκ. 12, 35. 36 και Λουκ. 20, 41-44.
13. Βλ. Α' Κορ. 17,18. 19. «περιτετμημένος τις εκλήθη; μη επισπάσθω. Εν ακροβυστία τις εκλήθη; μη περιτεμνέσθω. Η περιτομή ουδέν εστι, και η ακροβυστία ουδέν εστιν, αλλά τήρησις εντολών Θεού». Φιλιπ. 3, 3. «ημείς γαρ εσμεν η περιτομή, οι Πνεύματι Θεού λατρεύοντες και καυχώμενοι εν Χριστώ Ιησού και ουκ εν σαρκί πεποιθότες». Βλ. και Ρωμ. 4, 9-12. Γαλ. 5, 6. 6,15.
14. Λουκ. 2, 21. Ο Κύριος περιετμήθη αφ' ενός δια να μαρτυρείται πάντοτε το ότι έλαβε πραγματική ανθρώπινη φύση έναντι των αιρετικών που την αρνούνταν, αφ' ετέρου για να αποστομώσει τους ασεβείς εκ των Ιουδαίων, οι οποίοι υποστήριζαν ότι καταλύει τον Νόμο. Πέραν τούτου η Περιτομή του Κυρίου συμβολίζει και την οριστική εν Χριστώ περιτομή των ανθρωπίνων παθών. αυτά μας διδάσκει η υμνογραφία της εορτής της Περιτομής του Κυρίου την 1η Ιανουαρίου.
15. Πρβλ. Γέν. 17,11.
16. Σε ένα παρόμοιο διάλογο, πολύ νωρίτερα (περίπου 155 μ.Χ.), ο Άγιος Ιουστίνος ο Φιλόσοφος και Μάρτυς, απαντώντας στον Ιουδαίο Τρύφωνα σχετικώς με την αξία της περιτομής, τονίζει ότι αυτή δόθηκε από το Θεό ως σημείο διακρίσεως των Ιουδαίων από τους άλλους λαούς, αλλά και, κατά την πρόγνωση του Θεού, για να τιμωρηθούν μόνον οι Εβραίοι για την άρνηση του Χριστού. η περιτομή των Ιουδαίων είναι τύπος, προεικόνιση της περιτομής της καρδίας -αποκοπής των κακών από την καρδιά, πράγμα που επιτυγχάνεται μόνον εν Χριστώ. Διάλογος προς Τρύφωνα Ιουδαίον 16, 18, 19, 28, 113, PG 6, 509ΑΒ, 516Α-517Α, 563B, 757B. Μνημονευτέα εδώ και η διαπίστωση του ατελέσφορου της κατά σάρκα περιτομής του παλαιού Ισραήλ από τον Προφήτη Ιερεμία (9, 26). «ότι πάντα τα έθνη απερίτμητα σαρκί, και πας οίκος Ισραήλ απερίτμητοι καρδίας αυτών».
17. Βλ. Ματθ. 28, 19, Μαρκ. 16, 16. «ο πιστεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται, ο δε απιστήσας κατακριθήσεται» και Ιω. 3, 5. «αμήν αμήν λέγω σοι, εάν μη τις γενηθή εξ ύδατος και Πνεύματος, ου δύναται εισελθείν εις την βασιλείαν του Θεού». Βλ. και Πράξ. 2, 38 και Α' Πέτρ. 3, 21. «ο και ημάς αντίτυπον νυν σώζει βάπτισμα».
18. Μάλλον εννοεί ότι ο Αβραάμ ήταν ο πρώτος και όχι βέβαια ο μόνος που έλαβε παραπάνω από μία γυναίκες.Γέν. 7,13. πρώτος διαρρήξας το θεσμό της μονογαμίας γενικώς είναι προφανώς ο φονεύς Λάμεν Γέν. 4, 19). Άλλωστε και μετά τον Αβραάμ πολλοί δίκαιοι έλαβαν πολλές γυναίκες, όπως π.χ. ο Προφητάναξ Δαβίδ, (βλ. Β' Βασ. 3, 2-5). Ο Αβραάμ έλαβε ως σύζυγο τη Σάρρα, η οποία όμως επειδή δε μπορούσε να τεκνοποήσει, ζήτησε από τον Αβραάμ να αποκτήσει απόγονο από την δούλη της, την Άγαρ (Γέν. 16, 1-3). και ναι μεν από την Άγαρ γεννήθηκε ο Ισμαήλ (Γέν. 16, 4.11), ωστόσο η επαγγελία του Θεού προς τον Αβραάμ περί ευλογήσεως όλων των εθνών από τον απόγονό του εκπληρώθηκε δια του θαυματουργικώς γεννηθέντος αργότερα (Γέν. 21, 1-4), από την γερόντισσα πλέον Σάρρα, Ισαάκ, κατά σάρκα προπάτορος του Χριστού. πράγματι, μέχρι τον Αβραάμ δε φαίνεται πουθενά πολυγαμία ανάμεσα στους ανθρώπους του Θεού (επί παραδείγματι οι τρεις υιοί του Νώε είχαν από μία σύζυγο,
19. Γέν. 32, 25. «είδε δε, ότι ου δύναται προς αυτόν, και ήψατο του πλάτους του μηρού αυτού, και ενάρκησε το πλάτος του μηρού Ιακώβ εν τω παλαίειν αυτόν μετ' αυτού». Ο «άνθρωπος» που πάλαισε με τον Ιακώβ στο χείμαρρο Ιακώβ δεν είναι άλλος παρά ο Υιός και Λόγος του Θεού, ο «άγγελος Γιαχβέ», ο Οποίος και προ της ενσάρκου επιδημίας Του φανερωνόταν στους Προφήτες με μορφή ανθρώπου. Σχετικές πατερικές μαρτυρίες βλ. εις ημ. άρθρον, «Η απεικόνιση της Αγίας τριάδος», Θεοδρομία 2 (1999) 18ε.
20. Ο Ιακώβ έλαβε τέσσερεις γυναίκες, από τις οποίες γεννήθηκαν (ακριβέστερα «ετέχθησαν») οι δώδεκα Πατριάρχες του Ισραήλ: τη Λεία και τη Ραχήλ, θυγατέρες του Λάβαν (Γέν. 29, 15-30) και τις θεραπαινίδες τους, Ζελφάν και Βαλλάν αντιστοίχως (Γέν. 30, 3. 9). Από τη Λεία γεννήθηκαν οι Ρουβήν, Συμεών, Λευί, Ιούδας, Ισσάχαρ και Ζαβουλών, από τη Ραχήλ οι Ιωσήφ και Βενιαμίν, από τη Ζελφάν οι Γαδ και Ασήρ και από τη Βαλλάν οι Δαν και Νεφθαλείμ. Βλ. Γέν. 29, 31-30, 22. 35, 16-18. 22-26.
21. Γέν. 32,30. Περί της ερμηνείας της λέξεως «Ισραήλ» βλ. ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Εις την Γένεσιν 58, 2, PG 54, 509. «Ισραήλ δε ερμηνεύεται, Ορών Θεόν. Επειδή, ως ιδείν ανθρώπω δυνατόν, ιδείν κατηξιώθης Θεόν, δια τούτο και την προσηγορίαν σοι ταύτην επιτίθημι, ίνα πάσι τοις εξής κατάδηλον γένηται, οίας ηξιώθης οπτασίας». ΑΒΒΑ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ, Διάλεξις κατά Ιουδαίων, PG 89, 1204B. «Ισραηλίτης ερμηνεύεται νους ορών τον Θεόν, επειδή αυτοί προ όλων των εθνών τον Θεόν εγνώρισαν».
22. Βέβαια ο Βενιαμίν, ο τελευταίος υιός του Ιακώβ, κατά τη γέννηση του οποίου απέθανε και η πλέον αγαπημένη σύζυγος του Ιακώβ, η Ραχήλ (Γέν. 35, 16-19), γεννήθηκε μετά το περιστατικό της θεοπτίας του Ιακώβ στο χείμαρρο Ιακώβ και της ναρκώσεως του μηρού του, προφανώς όμως είχε ήδη συλληφθεί ο Βενιαμίν από τη Ραχήλ πριν την πάλη του Ιακώβ στο χείμαρρο.
23. Για το λόγο αυτό, υπονοεί ίσως ο Άγιος Κύριλλος, έλαβε και άλλη γυναίκα, τη Χεττούρα, από την οποία επέκτησε και άλλα τέκνα (Γέν. 25, 1-4). Ο άγιος Φιλόσοφός μας προκρίνει εδώ περί της περιτομής μία σπάνια ερμηνευτική εκδοχή.Εις Γένεσιν 38, 1. 2 PG 53, 351. 352.Εις την Γένεσιν ερωτήσεις 67. 68, PG 80, 177Β). παρομοίως και στην περίπτωση της τετραγαμίας του Πατριάρχου Ιακώβ αποδίδουν το γεγονός στις συγκυρίες: ο Ιακώβ ήθελε ως σύζυγο τη Ραχήλ, αλλά του έδωσαν παραπλανητικώς και τη Λεία. λόγω σχετικής επιθυμίας των δύο συζύγων απέκτησε τέκνα και από τις θεραπαινίδες τους (ΘΕΟΔΩΡΗΤΟΥ ΚΥΡΟΥ, Εις την Γένεσιν ερωτήσεις 85, PG 80. 193Βε). Άλλωστε στην Παλαιά Διαθήκη, λόγω ελλείψεως χάριτος, ο θεϊκός νόμος ήταν γενικώς λιγότερο απαιτητικός στην επίτευξη αρετών, η δε πολυγαμία, αν και δεν ήταν εντολή, δεν απαγορευόταν. Προφανώς ο Άγιος Κύριλλος, θέλοντας να προετοιμάσει το ξερρίζωμα της πολυγαμίας από τους Χαζάρους, αποφεύγει έστω και την παραμικρή δικαιολόγησή της, ακόμη και στα πλαίσια του Νόμου, θέλοντας να δείξει ότι θέλημα του Θεού υπήρξε εξ αρχής η μονογαμία (πρβλ. τα προς τούτο ενδεικτικά Ματθ. 19, 3-9. Μάρκ. 10, 2-12). Έτσι δεν μπορούμε να πούμε ότι ο Πατριάρχης Αβραάμ, κατά τον Άγιο Κύριλλο, επέδειξε ακρασία πρώτος από τους ανθρώπους του Θεού, αλλά ότι ο Θεός έδωσε εξ αφορμής του γεγονότος ένα συμβολικό σημάδι κατά της φιληδονίας, την περιτομή, για να το κατανοούν οι μεταγενέστεροι. Η παρατήρηση του Αγίου Κυρίλλου μας δείχνει βέβαια, όπως και στους συνομιλητές του, ότι η Αγία Γραφή έχει και νοήματα κεκαλυμμένα, προσιτά μόνο στους έχοντες Άγιον Πνεύμα, στους Αγίους, και όχι μόνον εξωτερικά, κατά την αντίληψη των Ιουδαίων. άλλοι ερμηνευτές επαινούν τον Πατριάρχη Αβραάμ για την απόκτηση του Ισμαήλ από την Άγαρ, την θεραπαινίδα της συζύγου του Σάρρας, επειδή αυτό έγινε από υπακοή του Αβραάμ στη Σάρρα, η οποία με τη σειρά της δεν ήθελε να μείνει άτεκνος ο Αβραάμ (ενδεικτικώς βλ. ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, «...την προτροπήν παρά της Σάρας δεξάμενος ετοίμως υπήκουσε, δεικνύς ότι ουκ επιθυμίας ένεκεν απλώς, ουδέ πάθει κατακολουθών της συνουσίας ηνέσχετο, αλλ' ώστε σπέρματος διαδοχήν καταλιπείν». ΘΕΟΔΩΡΗΤΟΥ ΚΥΡΟΥ,
24. Οι Ιουδαίοι εννοούν την προσκύνηση των εικόνων, βασιζόμενοι στις μωσαϊκές διατάξεις που απαγόρευαν την προσκύνηση των ειδώλων, όπως λ.χ. τα Έξοδ. 20, 4. 5 και Δευτ. 17, 2-5.
25. Έξοδ. 25, 40. 26, 30. Εβρ. 8, 5.
26. Η περιγραφή της Σκηνής του Μαρτυρίου και των σκευών της ευρίσκεται στα Έξοδ. 24, 12-27, 21.
27. Γ' Βασ. 6, 23-29. Β' Παραλ. 3, 7-14. Η αναφορά στις παλαιοδιαθηκικές αυτές εικόνες αποτέλεσε πάντοτε βασικό στοιχείο της ορθοδόξου διδασκαλίας κατά των εικονομάχων, όπως είναι φανερό λ.χ. στα έργα του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού και στα Πρακτικά της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου. Βλ. π.χ. Αγιου Ιωάννου του Δαμάσκηνου, Λόγος απολογητικός προς τους διαβάλλοντας τας αγίας εικόνας 2, 9, PG 94, 1292Cε., επίσης Πρωτοπρεσβυτέρου Θ. Ζηςη, Οι εικόνες στην Ορθόδοξη Εκκλησία, Φίλη Ορθοδοξία 2, εκδ. Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 1995, σελ. 45.
28. Βεβαίως οι Χριστιανοί τιμούμε τις Ι. Εικόνες και τους Αγίους, και δεν τους λατρεύουμε, όπως συχνά ακούει κανείς να αναφέρουν κάποιοι αγνοούντες την θεολογική ορολογία.
29. Για τη σημασία της διαφορετικής προθέσεως με την οποία γίνεται η προσκύνηση των ειδώλων και η τιμή των εικόνων σημειώνει ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός (Λόγος απολογητικός προς τους διαβάλλοντας τας αγίας εικόνας 2,10 PG 94, 1293C) «Ούτω και εν τω πράγματι των εικόνων, χρη ερευνάν την τε αλήθειαν, και τον σκοπόν των ποιούντων. Και ει μεν αληθής και ορθός, και προς δόξαν του Θεού και των αγίων αυτού... αποδέχεσθαι και τιμάν, ως εικόνας, και μιμήματα... κ.ο.κ». Δεν εντάσσεται στα πλαίσια της παρούσης παρουσιάσεως βέβαια η παρουσίαση συνόλου της περί ιερών Εικόνων διδασκαλίας της Εκκλησίας μας. άλλως τε και ο παρών διάλογος δεν αποτελεί την ολοκληρωμένη μορφή του αυθεντικού.
30. Εννοείται η θυσία παιδιών στα είδωλα των χαναανιτικών θεών Βάαλ και Μολόχ, όπως περιγράφουν τα Δ' Βασ. 16, 3. 17, 16. 17. 21, 6. 23, 10, Ιερ. 7, 30. 31. 39, 35. Τέτοια θυσία απαγορευόταν και νομικά με βάση τις διατάξεις Λευϊτ. 18, 21. 20, 2-5.
31. Εννοεί την παρ' ολίγον θυσία του Ισαάκ από τον πατέρα του, τον Αβραάμ, την οποία ο Θεός απέτρεψε την τελευταία στιγμή, όταν δοκιμάστηκε και έγινε φανερή σε όλους η πίστη και θεοσέβεια του Πατριάρχου (Γεν. 22,1-18). Παρόμοιο παράδειγμα έχουμε και με τον Κριτή Ιεφθάε, ο οποίος προτίμησε να θυσιάσει τη μόνη θυγατέρα του, παρά να παραβεί την υπόσχεση που ιδία βουλήσει είχε δώσει στο Θεό (Κριτ. 11, 29-40). Ο Άγιος Κύριλλος ο Φιλόσοφος δια του παραδείγματος αυτού επιθυμεί να δείξει πως πρέπει να διακρίνουμε στις πράξεις και την πρόθεση με την οποία αυτές γίνονται, όπως έχουμε και παραπάνω σημειώσει.
32. Προβάλλουν το ερώτημα, διότι ο Μωσαϊκός Νόμος, ο οποίος περιλαμβάνεται βέβαια στην Αγία Γραφή, απαγορεύει μεταξύ άλλων και τη βρώση λαγού (Λευϊτ. 11, 5) και χοίρου (Λευϊτ. 11, 7).
33. Γέν. 9, 3. «ως λάχανα χόρτου δέδωκα υμίν τα πάντα».
34. Τίτ. 1, 15. «πάντα μεν καθαρά τοις καθαροίς. τοις δε μεμιαμμένοις και απίστοις ουδέν καθαρόν, αλλά μεμίανται αυτών και ο νους και η συνείδησις». Είναι ευνόητο πως με τα λόγια αυτά ο Άγιος Κύριλλος δεν προσβάλλει τη νηστεία, αλλά την ιουδαϊκή αντίληψη πως υπάρχουν μολυσμένες και καθαρές τροφές. αν κάποιες τροφές ήταν ακάθαρτες δε θα τις είχε προτείνει ο Θεός στο Νώε προς βρώση. η απαγόρευσή τους έγινε με τη νομοθεσία του Μωυσή για το λόγο που ο Άγιος Κύριλλος αναφέρει. Η χριστιανική νηστεία αποσκοπεί στον κατευνασμό των παθών και την υποβοήθηση της προσευχής, όπως μας εδίδαξε ο Κύριος δια της τεσσαρακονθήμερης νηστείας Του (Ματθ. 4, 2. Λουκ. 4, 2). Ωστόσο οι Χριστιανοί θεωρούμε όλα τα κτίσματα του Θεού δημιουργημένα καλά. βλ. Α' Τιμ. 4, 4. «παν κτίσμα Θεού καλόν, και ουδέν απόβλητον μετά ευχαριστίας λαμβανόμενον». Αξιοσημείωτη είναι και η παρατήρηση του Κλήμεντος του Αλεξανδρέως πως καθένα από τα ζώα που ο Μωσαϊκός Νόμος θεωρεί ακάθαρτα έχει και κρυφούς συμβολισμούς, αναφερόμενους σε πάθη (Παιδαγωγός 2, 1, PG 8, 405Β. «μυρίων γαρ όσων αφείλετο την χρήσιν ο Παιδαγωγός αυτούς δια Μωυσέως, αιτίας προσάπτων, κεκρυμμένας μεν τας πνευματικάς, εμφανείς δε τας σαρκικάς», και 2, 10, PG 8, 500A, 504B). Κατ' άλλους Πατέρες η μωσαϊκή απαγόρευση βρώσεως κάποιων ζώων αποσκοπούσε στην απαγκίστρωση των Ιουδαίων από τις τροφικές συνήθειες των Αιγυπτίων (ΑΒΒΑ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ, Διάλογος μικρός προς Ιουδαίους, PG 89, 1273A.B.). Σημειωτέον βέβαια ότι για πολύ συγκεκριμένους λόγους, που δεν είναι δυνατόν να αναπτυχθούν εδώ, απαγορεύεται για τους Χριστιανούς η βρώση ζωικού αίματος, όπως επίσης και η βρώση πνικτού (πνιγμένου), θηριάλωτου (που έχει σκοτωθεί από άλλο ζώο), ειδωλόθυτου (που έχει θυσιαστεί στα είδωλα) ή θνησιμαίου ζώου (βλ. Πραξ. 15, 18. 19, 63ο Κανόνα των Αγίων Αποστόλων, 67ο της Πενθέκτης Συνόδου και 2ο της εν Γάγγρα τοπικής Συνόδου).
35. Γέν. 1, 31.
36. Δευτ. 32,15. «και έφαγεν Ιακώβ και ενεπλήσθη, και απελάκτισεν ο ηγαπημένος, ελιπάνθη, επαχύνθη, επλατύνθη. και εγκατέλιπε τον Θεόν τον ποιήσαντα αυτόν και απέστη από Θεού σωτήρος αυτού». Είναι διαπιστωμένο από την ιερά ιστορία των Γραφών αλλά και από την γνωστή σε μας υπόλοιπη ιστορική πραγματικότητα, ότι οι λαοί που επιδίδονται σε τρυφηλή ζωή λησμονούν γρήγορα το Θεό. γι' αυτό άλλωστε και Αυτός εν τη φιλανθρωπία Του αποστέλλει φυσικές καταστροφές και άλλες πληγές για να υπάρξει επίγνωση, μετάνοια και σωτηρία. Πρβλ. Μεγάλου Βασίλειου, Ότι ουκ εστίν αίτιος των κακών ο Θεός 5, PG 31, 337D. «Πόλεων δε αφανισμοί, σεισμοί τε και επικλύσεις, και στρατοπέδων απώλειαι, και ναυάγια, και πάσαι πολυάνθρωποι φθοραί, είτε εκ γης, είτε εκ θαλάσσης, είτε αέρος, ή πυρός, ή εξ οποιασούν αιτίας επιγινόμεναι, εις τον των υπολειπομένων σωφρονισμόν γίνονται, την πάνδημον πονηρίαν δημοσίαις μάστιξι του Θεού σωφρονίζοντος».
37. Έξοδ. 32, 6. «και εκάθισεν ο λαός φαγείν και πιείν και ανέστησαν παίζειν». Βλ. και Α' Κορ. 10, 7.
38. Η παρέμβαση ανήκει στο βιογράφο του Αγίου Κυρίλλου, μαθητή του Αγίου Μεθοδίου, ο οποίος συνέγραψε τον Βίον Κωνσταντίνου στη Ρώμη περί το 879 μ.Χ., 18 χρόνια μετά την αποστολή στη Χαζαρία. Π. Χρήστου, «Επιδιώξεις της αποστολής Κυρίλλου και Μεθοδίου εις την Κεντρικήν Ευρώπην», Κυρίλλω και Μεθοδίω τόμος εόρτιος επί τη χιλιοστή και εκατοστή ετηρίδι, Ιερά Μητρόπολις Θεσσαλονίκης-Θεολογική Σχολή Α.Π.Θ., μέρος Α', Θεσσαλονίκη 1966, σελ. 9. Τα αναφερόμενα συγγράμματα του Αγίου Μεθοδίου δυστυχώς δε μας σώζονται.
39. Είναι χαρακτηριστικά όσα ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος λέγει σχετικώς με τη μνήμη της Γραφής (Λόγος Η', α' εν Συμεών του Νέου Θεολόγου τα Ευρισκόμενα, εκδ. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 1977, σ. 58): «Ότι εις την εξουσίαν μας είναι η επιμέλεια και η προσοχή όπου πρέπει να έχωμεν εις το διάβασμα. Το δε να καταλαμβάνωμεν εκείνα όπου διαβάζομεν είναι από την χάριν του Θεού. Όμως το να κρατούμεν εις τον νουν μας και να ενθυμούμεθα εκείνα όπου καταλαμβάνομεν είναι όλον της χάριτος του Θεού».
40. Προφανώς εννοεί, ιερά βιβλία της ειδωλολατρικής τους θρησκείας. μόνον οι Ιουδαίοι ή οι Ισλαμιστές Χάζαροι είχαν βιβλία, αυτά των θρησκειών τους. Οι ειδωλολατρικές θρησκείες ως επί το πλείστον δεν έχουν ιερά κείμενα. Ωστόσο δεν είναι απίθανο οι Χάζαροι να ήταν λαός χωρίς γραφή και βιβλία μέχρι τότε.
41. Αναφέρεται βεβαίως στην πτώση των πρωτοπλάστων και στην εκδίωξή τους από τον Παράδεισο.
42. Προβλ. Γέν. 3, 5. 6.
43. Είναι και εδώ φανερό ότι στην ορθόδοξη Θεολογία η σχέση Θεού και ανθρώπου δεν είναι δικαστική, σχέση δικαστού και δικαζομένου (βέβαια καθίσταται τέτοια εκ των πραγμάτων για τους αμετανοήτους αμαρτωλούς και ασεβείς ανθρώπους), αλλά σχέση ιατρού και ασθενούς. όπως εύστοχα επισημαίνει ο Πρωτ. Καθ. Ιωάννης Ρωμανίδης (Ιστορικοδογματική Εισαγωγή εν ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, Υπέρ των ιερών ησυχαζόντων Τριάς Α', Ρωμαίοι ή Ρωμηοί Πατέρες της Εκκλησίας, τ. Α', εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1984, σελ. 27): «δια τους Πατέρας δεν διαχωρίζονται οι άνθρωποι εις ηθικούς και ανηθίκους, ή εις καλούς και κακούς βάσει ηθικών κανόνων. Ο διαχωρισμός ούτος είναι επιφανειακός. Εις το βάθος διακρίνεται η ανθρωπότης εις ψυχικά αρρώστους, εις θεραπευομένους και εις θεραπευμένους... Δεν είναι μόνον η καλή θέλησις, η καλή απόφασις, η ηθική πράξις και η αφοσίωσις εις την Ορθόδοξον Παράδοσιν που κάμνει τον Ορθόδοξον, αλλά η κάθαρσις, ο φωτισμός και η θέωσις».
44. Περί του ζεύγματος γήινης και εφήμερης ηδονής - απαράκλητης και αιώνιας οδύνης και της εν Χριστώ ανατροπής του από το λυτρωτικό ζεύγμα αγιαστικής και βραχείας οδύνης - πνευματικής και αιώνιας ηδονής βλ. το εξαίρετον βιβλίον του Αρχιμ. ΕΥΣΕΒΙΟΥ, Ηδονή - Οδύνη, ο διπλός καρπός της αισθήσεως, Βιβλίο Α', Ορθόδοξη Μαρτυρία 34, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 19943.
45. Βλ. Ιω. 14, 2.
46. Πρβλ. Ματθ. 19, 29· Μαρκ. 10, 30· Λουκ. 8, 8.
47. Ο βιογράφος του αγίου Φιλοσόφου δεν εννοεί ότι ο ομιλών παραδεχόταν την κακότητα της μουσουλμανικής πίστης. ο ίδιος ο βιογράφος χαρακτηρίζει κακότητα την σαρακηνή πίστη, εγκρατής της οποίας φέρεται ο ομιλών. Οι Χριστιανοί της εποχής εκείνης ήταν σαφώς πιο δίκαιοι και έντιμοι στις περί πλανών κρίσεις τους, απ' ότι εμείς σήμερα.
48. Σιουρά 3, 35. 19, 27. 3, 48. Βέβαια υπάρχουν πολλά κορανικά χωρία αναφερόμενα στο πρόσωπο του Κυρίου Ιησού Χριστού και γι' αυτά παραπέμπουμε τον αναγνώστη στο πολύ κατατοπιστικό βιβλίο του Ν. Π. Βασιλειάδη, Ορθοδοξία, Ισλάμ και πολιτισμός, εκδ. «Ο Σωτήρ», Αθήναι, Μάρτιος 2000, σελ. 123ε. Εκεί αποδεικνύεται, ανάμεσα και σε πολλά άλλα, το ασυμβίβαστο της χριστιανικής θρησκείας με τη μωαμεθανική, και ότι οι εκείθεν φιλοφρονήσεις για πρόσωπα και πράγματα της πίστεώς μας δεν μπορούν ν' αποτελέσουν βάση προσεγγίσεως, ιδιαίτερα όταν ελλείπει η ταυτότητα της πίστεως. για τους Μουσουλμάνους, οι οποίοι αρνούνται τη θεότητα του Κυρίου, ταιριάζει απολύτως το του Ευαγγελιστού Ιωάννου (Α' Ιω. 2, 22)· «τις εστιν ο ψεύστης ει μη ο αρνούμενος ότι Ιησούς ουκ έστιν ο Χριστός;». Άλλωστε, όποιος δεν είναι με το Χριστό, είναι εναντίον Του, σύμφωνα με τα λόγια του Ιδίου (βλ. Ματθ. 12, 30, Λουκ. 11,23).
49. Δαν. 9,24.
50. Η ζωή του Μωάμεθ τοποθετείται μεταξύ των ετών 570-632 μ.Χ. Άλλες γνώμες τοποθετούν τη γέννησή του στα έτη 569, 571 ή και 580 μ.Χ. Βλ. Π. Βασιλειάδη, ένθ' ανωτ., σελ. 15. 45ε.
51. Την εποχή εκείνη (άνοιξη του 861 μ.Χ.) η οποία σηματοδοτεί την αρχή της εποχής της ακμής της Ρωμανίας, της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (867-1081 μ.Χ., δηλ. δυναστείες Μακεδόνων και Δουκάδων), τα αυτοκρατορικά εδάφη εκτείνονταν μέχρι τη Ν. Ιταλία και Σικελία, βορείως στα Βαλκάνια περιελάμβαναν τη Δαλματία και ανατολικώς στη Μ. Ασία έφθασαν για λίγο μέχρι και τα Σαμόσατα, μετά από σκληρές μάχες με τους Άραβες. μόλις είχε αποκρουσθεί επιτυχώς η πρώτη ρωσική επίθεση κατά της Κωνσταντινουπόλεως (860 μ.Χ.), ενώ η Μοραβία (όπως αργότερα και η Βουλγαρία) περιερχόταν σταδιακώς στη βυζαντινή σφαίρα επιρροής. Βλ. ΒΛ. ΦΕΙΔΑ, Βυζάντιο, Αθήναι 19913, σελ. 96ε. Πρβλ. και Κ. ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, Μεσαιωνικός Δυτικός Πολιτισμός, έκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 1993, σελ. 182ε.
52. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος απαριθμώντας τις ενδεχόμενες αιτίες αναβολής του Βαπτίσματος εκ μέρους του αβαπτίστου ονομάζει 1) την καταφρόνηση του βαπτίσματος, 2) την απληστία για όσες ηδονές δεν θα μπορεί ν' απολαύσει μετά το Βάπτισμα ή τη ραθυμία και 3) την άγνοια ή την προς τούτο αντικειμενική αδυναμία (π.χ. των νηπίων). Αν επέλθει ο θάνατος πριν το Βάπτισμα, οι άνθρωποι της πρώτης και δεύτερης κατάστασης θα τιμωρηθούν («δίκας υφέξειν», οι δεύτεροι λιγότερο, λόγω ανοησίας) ενώ της τρίτης ούτε θα δοξασθούν ούτε θα τιμωρηθούν, αν ήταν απόνηροι, όπως λ.χ. οι ενάρετοι και προετοιμαζόμενοι ή τα νήπια («μήτε δοξασθήσεσθαι μήτε κολασθήσεσθαι παρά του δικαίου κριτού, ως ασφραγίστους, μεν, απονήρους δε»). Βλ. Λόγος 40, Εις το Άγιον Βάπτισμα 23, PG 36, 389ΑC.
53. Άλλη μία πατερική μαρτυρία πως o Παλαιός των Hμερών, ο αναφερόμενος και από τον Προφήτη Δανιήλ, είναι ο μέλλων Κριτής του κόσμου, ο Υιός και Λόγος του Θεού. ο Άγιος Κύριλλος αναφέρεται στον Παλαιό των Ημερών, διότι η μορφή του ως Κριτού είναι γνωστή στους Ιουδαίους Χαζάρους από τη σχετική οπτασία του Προφήτου (Δαν. 7, 9-12).
54. Η αναφορά στη Μέλλουσα Κρίση υπήρξε σταθερή στη θεματολογία των ιεραποστόλων και όχι αδίκως, εφ' όσον άλλωστε και ο ίδιος ο Κύριος και οι Απόστολοι τη χρησιμοποιούσαν πολλές φορές στο κήρυγμά τους. Για τη θέση της διδασκαλίας περί Μελλούσης Κρίσεως στο κατηχητικό κήρυγμα των βυζαντινών ιεραποστόλων βλ. Βλ. Φειδα, Εκκλησιαστική Ιστορία, τ. Β', Αθήνα 1994, σελ. 28.
55. Ίσως η ειδωλολατρική πίστη των Χαζάρων να απαιτούσε προσκύνημα προς τη Δύση. εάν μη, τότε υπονοείται η κατά την ιουδαϊκή συνήθεια προσκύνηση προς τα Ιεροσόλυμα των απανταχού της γης Ιουδαίων, μιας και τα Ιεροσόλυμα ευρίσκονται νοτιοδυτικά της Χαζαρίας.
56. Βάσει της προτροπής και της απειλής αυτής οι υπήκοοι του Χαγάνου εξαναγκάστηκαν είτε σε χριστιανική βάπτιση είτε σε απομάκρυνση από τις εστίες τους. Είναι βέβαια άπρεπος για τους ιεραποστόλους, ως αντίθετος με τη χριστιανική πίστη, ο εξαναγκασμός σε βάπτιση, ήταν όμως δικαίωμα του εκάστοτε βασιλέως, κατά τα τότε κρατούντα, να απομακρύνει από το κράτος τους όσους υπηκόους είχαν πίστη που θα μπορούσε είτε να κλονίσει την ομόνοια και συνοχή μεταξύ των υπηκόων είτε να απομακρύνει την ευλογία του Θεού από το κράτος. Μη λησμονούμε δε ότι ήταν οι Ιουδαίοι και οι Μουσουλμάνοι οι οποίοι επίεσαν πρώτοι για την καθιέρωση μιας θρησκείας εξ όλων.
57. Ένα από τα μείζονα προβλήματα των χριστιανών ιεραποστόλων είναι ανέκαθεν η καθιέρωση της μονογαμίας και η καταπολέμηση της αθεμιτογαμίας σε πληθυσμούς οι οποίοι εκ παραδόσεων ειδωλολατρικής, ιουδαϊκής, μουσουλμανικής ή άλλης ζούσαν με πολυγαμία ή αιμομιξία. Το πρόβλημα συνδέεται και με την επιλογή εκ μέρους του αρχικώς πολυγάμου και κατόπιν εκχριστιανισθέντος ανδρός μιας μόνο από τις πολλές ως τότε συζύγους του (Βλ. Ο ιεραπόστολος του Ζαΐρ π. Κοσμάς Γρηγοριάτης, εκδ. Ιεραποστολικού Συνδέσμου «Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός», Θεσσαλονίκη 1996, σ. 33) και την οικονομική υποστήριξη των υπολοίπων, όπως και των παιδιών που γεννήθηκαν απ' αυτές. Περί του νομικού πλαισίου το οποίο οι βυζαντινοί ιεραπόστολοι προσπαθούσαν να καθιερώσουν για την περιφρούρηση του γάμου στα νεοφώτιστα έθνη βλ. ΒΛ. ΦΕΙΔΑ, Εκκλησιαστική Ιστορία, ένθ' ανωτ., σελ. 37ε.
58. Το όνομά του ήταν Μουταβακκήλ. Βλ. ΑΝΤ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μαρτυρία και διακονία της Ορθοδοξίας σήμερα, τ. Γ', εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1990, σελ. 186.
59. Με αφορμή παρόμοια περιστατικά προσπαθούν μερικοί ιστορικοί να αποδείξουν το ότι η βυζαντική ιεραποστολή εξυπηρετούσε πρωτίστως τα πολιτικά συμφέροντα της Αυτοκρατορίας. Όπως έχει εύστοχα, ωστόσο, επισημανθεί από τον αείμνηστο Καθηγητή Π. Χρήστου ως προς την ιεραποστολή στους Σλάβους («Επιδιώξεις της αποστολής Κυρίλλου και Μεθοδίου εις την Κεντρικήν Ευρώπην», ένθ' ανωτ., σελ. 10): Αν υπήρχε τοιαύτη σκέψις, δεν θα εστέλλοντο οι ιεραπόστολοι με όπλα προωθούντα την ανεξαρτησία των σλαβικών εθνών, το αλφάβητον, δηλαδή και τας μεταφράσεις».Β Εδώ μπορούμε να διαπιστώσουμε μία ακόμη διαφορά από τις ιεραποστολές των παπικών και Προτεσταντών. και ο Καθηγητής Βλάσιος Φειδάς σημειώνει (Βυζάντιο, ένθ' ανωτ., σελ. 284): «Είναι γενικά διαπιστωμένο ότι η ιεραποστολή του Οικουμενικού θρόνου ενίσχυε όχι μόνο την ιδιαιτερότητα της εθνικής ταυτότητας, αλλά και τη συνείδηση της πολιτικής ανεξαρτησίας των μεταστρεφόμενων στον χριστιανισμό βαρβαρικών λαών».