Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Μαΐου 14, 2011

Σκοπός του γάμου


π. ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΥ

Υπάρχει η αντίληψη πως ο βασικός σκοπός του γάμου είναι η απόκτηση τέκνων. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η τεκνοποιία είναι μέσα στους σκοπούς αυτού του ιερού μυστηρίου- όμως δεν είναι ο έσχατος σκοπός.
Ο προφήτης Μαλαχίας υπογραμμίζει πως εγγυητής και μάρτυρας του συζυγικού δεσμού είναι ο Θεός, ο κοινός Δημιουργός του άνδρα και της γυναίκας. Καταπολεμεί την αντίληψη της εποχής, σύμφωνα με την οποία μοναδικός σκοπός του γάμου είναι η απόκτηση τέκνων και ότι γι' αυτό το λόγο επιτρέπεται το διαζύγιο ύστερα από την εκπλήρωση αυτού του σκοπού. Για τον Μαλαχία η ουσία του μυστηρίου βρίσκεται στην πραγμάτωση της κοινής ζωής, στη διατήρηση και στην αύξηση του αδιάρρηκτου δεσμού των συζύγων, που γίνονται ένα πνεύμα και μία σάρκα (Μαλαχ. β' 14-15. Γέν β' 24. Ματθ. ιθ' 5. Μάρκ. ι' 8, πρβλ. Σοφ. Σολ. δ' 1-6. Σοφ. Σειρ. ιστ' 1-4).
Στο εβραϊκό κείμενο αναφέρεται πως ο Θεός μισεί την απόλυση, δηλαδή το διαζύγιο, το οποίο καταλύει τον πρωταρχικό σκοπό του γάμου (Μαλαχ. β' 16). Η διάσπαση του δεσμού αυτού, που εκφράζει την καθολική ενότητα ανάμεσα σε δύο ανθρώπους, δεν ανταποκρίνεται προς το θέλημα του Θεού και είναι αντίθετος με την ίδια τη φύση του ανθρώπου.
Ο άνθρωπος πλάσθηκε από τον Θεό όχι σαν κάποιο ον αποκομμένο από τους ομοίους του, αλλά σαν κοινωνία αγάπης. Και είναι φανερό πως η κοινωνία αυτή δεν πραγματοποιείται έξω από την αγάπη του Θεού, που είναι η πηγή της ενότητας και της αγάπης μέσα στον κόσμο. Αυτό το βλέπουμε καθαρά στην περίπτωση του Αδάμ.
Εφόσον ο Αδάμ έμενε στην κοινωνία αγάπης του Θεού, έβλεπε τη γυναίκα του, την Εύα, σαν ένα κομμάτι από τον ίδιο τον εαυτό του (Γέν. β' 23-24). Όταν όμως με την πράξη της παρακοής έπαυσε να ταυτίζει το θέλημα του με το θέλημα του Θεού, όταν δηλαδή έπαυσε να αγαπά τον Θεό, τότε είδε τη γυναίκα του σαν κάτι διαφορετικό, σαν ένα άτομο ξένο. Γι' αυτό και δεν ήταν έτοιμος να αναλάβει ο ίδιος την ευθύνη της παρακοής (Γέν. γ' 12).

Ο άνθρωπος σαν Ναός του Θεού.(Αγ. Ιουστίνου Πόποβιτς)

 

undefined
Εδώ βρίσκεται το θειο γνώρισμα της ανθρώπινης ύπαρξης: ότι ο Θεός την γεμίζει, ότι ο Θεός γίνεται το περιεχόμενο της, ότι ο Θεός ζει σ’ αυτήν σαν σε δικό του ναό, οίκο του, σώμα του. Η ανθρώπινη φύση έχει εκπληρώσει αυτό το γνώρισμα στην τελειότητά του στο πρόσωπο του Θεανθρώπου Χριστού. Στο πρόσωπα του Χριστού ο άνθρωπος είναι εξολοκλήρου πλήρης Θεού και είναι στ’ αλήθεια ναός Θεού, στον οποίο «κατοικεί παν το πλήρωμα της Θεότητος σωματικώς» (Κολ. β’ 9).
Αυτός είναι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Και οι χριστιανοί είναι χριστιανοί διότι είναι όπως είναι αυτός: είναι δηλαδή κι αυτοί ναός του Θεού όπου ζει το Πνεύμα του Θεού, δηλαδή το Άγιο Πνεύμα
Με ποιό τρόπο ζει κάποιος μέσα στο ναό του Θεού; Με τη θεία λατρεία με την προσευχή. Αυτή είναι η πιό φυσική σχέση του ανθρώπου με το Θεό, του πλάσματος με τον Πλάστη, Σωτήρα και Προπονητή, από τον οποίο, στον οποίο και διά του οποίου υπάρχουν τα πάντα.
Αυτός που βρίσκεται στο ναό ζει με την προσευχή. Και η προσευχή φέρνει πάντα μαζί της κι όλες τις ευαγγελικές αρετές και ζει μέσω αυτών. Η προσευχή ζει μέσω της πίστης και της αγάπης, της ελπίδας και της υπομονής, της ταπεινότητας και της πραότητας, της καλοσύνης και του ελέους, της αγρυπνίας και της νηστείας και μέσω των άλλων αρετών που υπάρχουν. Διότι κάθε αρετή τελειοποιείται μέσω της προσευχής και μόνο διά της προσευχής η κάθε αρετή φτάνει στην τελειότητά της και την διατηρεί. Ουσιαστικά η αγάπη, η ελπίδα, η νηστεία, η ταπείνωση, το έλεος και κάθε αρετή που κάνει το χριστιανό πραγματικό χριστιανό προέρχεται από την προσευχή.
Επειδή ο χριστιανός είναι ναός του Θεού στον οποίο κατοικεί το Πνεύμα του Θεού (Α’ Κορ. ς’ 19), η ζωή του δεν είναι τίποτε άλλο από μια συνεχής θεία λατρεία. Κάθε σκέψη του χριστιανού, κάθε του αίσθηση, κάθε του πράξη μετέχει στη θεία λατρεία που αδιάκοπα επιτελείται στο θρόνο της καρδιάς του.
Ο  ναός του Θεού είναι πλήρης από αγγέλους του Θεού, από Αγίους του Θεού, από τις άγιες εικόνες τους. Μπορεί κανείς πραγματικά να ζει με όλα αυτά με κάποιο άλλο τρόπο ζωής, παρά με ένα τρόπο άγιο, ευαγγελικό, που έχει σαν επίκεντρο την προσευχή;
Ο χριστιανός είναι ναός του Θεού αν η ψυχή του είναι ζωντανό εικονοστάσι, με Άγιο δίπλα στον Άγιο, με υπηρέτη του Θεού πλάι στον υπηρέτη του Θεού, με δίκαιο πλάι στο δίκαιο. Κι αν οι σκέψεις, οι αισθήσεις, οι πράξεις του είναι αναρίθμητα καντήλια που καίνε μπροστά τους. Κι αν οι ευαγγελικές του αρετές είναι χρυσά θυμιατήρια από τα οποία η ευωδία της μυρωμένης ευώδους ευαγγελικής διάθεσης αναδίνει ειρηνικά και ασταμάτητα
Ο ναός του Θεού παραμένει ναός όσο καιρό παραμένει «οίκος προσευχής», όσο η λατρεία του Θεού, η θεία λατρεία, λαμβάνει χώρα σ’ αυτόν. Μόλις αυτή σταματήσει μετατρέπεται σε «σπήλαιον ληστών». Τότε πονηροί λογισμοί, απωθητικά αισθήματα και πράξεις διαβολικές κατοικούν σαν ληστές μέσα του. Και λεηλατούν και σκοτώνουν ό,τι ιερό και όσιο υπάρχει μέσα στον άνθρωπο. Και τελικά ο άνθρωπος μετατρέπεται ολοκληρωτικά σε «σπήλαιον ληστών». Ο ναός του Θεού καταστρέφεται, τα καντήλια θρυμματίζονται, τα θυμιατήρια σπάζουν!
Κι όμως, ο άνθρωπος πρωταρχικά πλάστηκε από το Θεό σαν ναός του Θεού· μια θεόμορφη ψυχή τοποθετήθηκε στο σώμα του ώστε ολόκληρη η ζωή του να υπηρετεί το Θεό, με μια λαχτάρα να προσεύχεται στο Θεό. Κοντά σ’ αυτά σαν τόπος κατοικίας του δόθηκε ο παράδεισος, ένας κόσμος που ο ίδιος από μόνος του αποτελούσε ένα μεγαλειώδη ναό του Θεού.
Αλλά μόλις ο άνθρωπος αγκάλιασε την αμαρτία και την έβαλε μέσα του και μέσα στον κόσμο που ήταν γύρω του, η λατρεία του Θεού σταμάτησε κι άρχισε η λατρεία του διαβόλου. Κι ο άνθρωπος, αυτός ο θαυμαστός ναός του Θεού, μεταβλήθηκε σε «σπήλαιον ληστών». Έτσι ήταν ο κόσμος γύρω του. Και σαν τον ληστή ο διάβολος άρχισε να ξεθυμαίνει και να λυσσομανά πάνω στους ανθρώπους με τις αμαρτίες, τα εγωιστικά πάθη και το θάνατο.
Όμως ο Κύριος που αγαπά την ανθρωπότητα έγινε άνθρωπος με στόχο να μεταμορφώσει τον άνθρωπο και να τον κάνει ναό του Θεού για μια ακόμη φορά. Και όντως στο πρόσωπο του Θεανθρώπου Χριστού, ο άνθρωπος εμφανίστηκε σαν ο τέλειος και πανάγιος ναός του Θεού. Το σώμα του Θεανθρώπου ήταν στ’ αλήθεια ναός του Θεού στον οποίο ο Θεός κατοικούσε και συνεχώς υπηρετείτο και λατρευόταν. Και μόνο στον Θεάνθρωπο Χριστό εμείς οι άνθρωποι για πρώτη φορά είδαμε καθαρά ποιός είναι ο αληθινός  άνθρωπος -σαν ναός του Θεού και ποιά είναι η αληθινή ζωή του ανθρώπου- η ζωή σαν μια αδιάκοπη λατρεία του Θεού.
Από τότε η Εκκλησία του Χριστού δεν είναι τίποτε άλλο παρά το Θεανθρώπινο σώμα του, ο ζωντανός ναός του Θεού, όπου κάθε τι το ανθρώπινο έχει ζωή επειδή υπηρετεί και λατρεύει αδιάκοπα το Θεό. Και το Πνεύμα του Θεού, το Πνεύμα το Άγιο. ζει σαν ψυχή στο θεανθρώπινο σώμα της Εκκλησίας από την ημέρα της αγίας Πεντηκοστής. Από τότε κάθε άνθρωπος έχει τη δυνατότητα, με τη χάρη του Θεού, να γίνει «ναός Θεού», αν γίνει μέλος του θεανθρώπινου σώματος της Εκκλησίας του Χριστού. Αν γίνει μέλος, τότε το Πνεύμα το Άγιο κατοικεί σ’ αυτόν. Και μαζί με το Άγιο Πνεύμα ο Πατέρας και ο Υιός, η Αγία και αδιαίρετη Τριάδα!
Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο χριστιανός γίνεται ναός της Παναγίας Τριάδας, στον οποίο η θεία λατρεία του τριλαμπούς Θεού και Κυρίου επιτελείται αδιάκοπα. Αυτό αρχίζει με το άγιο Βάπτισμα. Το Άγιο Πνεύμα εγκαθίσταται στο βαπτισμένο χριστιανό και κατοικεί σ’ αυτόν μαζί με τον Πατέρα και τον Υιό. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η ζωή του αληθινού χριστιανού είναι αιώνια θεία λατρεία, υπηρεσία του ενός εν Τριάδι Θεού διά του Αγίου Πνεύματος.
Ο πνευματοφόρος Απόστολος (ο Παύλος) γράφει στους Κορινθίους: «ουκ οϊδατε ότι το σώμα υμών ναός του εν υμίν Αγίου Πνεύματος εστίν, ου έχετε από Θεού: …υμείς γαρ ναός Θεού έστε ζώντος».
­

Παραγκωνισμός της Ανάστασης στον δυτικό χριστιανισμό

Αν η εγκεφαλική προσέγγιση των ζητημάτων και το αντίστοιχο «στέγνωμα» της καρδιάς χαρακτηρίζει τον δυτικό άνθρωπο και εξηγεί εν πολλοίς την παραγνώριση της Ανάστασης, υπάρχει στον δυτικό χριστιανισμό, όπως και προσωπικά διέγνωσα, ένα εσωτερικό σύμπτωμα που συμπληρώνει και επιτείνει αυτήν την παραγνώριση. Πρόκειται για το ότι η βίωση της πίστης επικεντρώνεται σχεδόν αποκλειστικά στη σταύρωση του Χριστού, με αποτέλεσμα σχεδόν αποκλειστικά η εξιλέωση να αναζητείται και να θεωρείται ότι πραγματοποιείται μέσω της συμμετοχής στο Πάθος Του. Αυτή η συμμετοχή συνεπάγεται αναζήτηση ποικίλων τρόπων να συμπάσχουν οι πιστοί με το Χριστό, από την επίπονη οδοιπορία κατά τα προσκυνήματα μέχρι τη συνειδητή και συστηματική επιδίωξη πρόκλησης πόνου, κυρίως σωματικού. Το στοιχείο αυτό σημάδεψε τον ρωμαιοκαθολικισμό όχι μόνο στον Μεσαίωνα, κυρίως με τις αυτομαστιγώσεις, αλλά και στους νεώτερους χρόνους. Ακόμη στον 19ο αιώνα οι λεγόμενοι ντολορίστες  (από τη λέξη douleur= πόνος) επιδίωκαν σκόπιμα τον πόνο ως μέσο εξιλέωσής τους. Η στάση και πράξη αυτή προσομοιάζει προς μία παθολογική, μαζοχιστικού τύπου, εκτροπή της χριστιανικής πίστης και ζωής, η οποία όχι μόνο δεν έχει απορριφθεί ως τέτοια αλλά ως βίωμα και νοοτροπία είναι μέχρι σήμερα αποδεκτή. Έχω την πεποίθηση ότι αυτό δεν χαρακτηρίζει απλώς ένα άλλο τρόπο βίωσης της πίστης στη Δύση, που μπορεί να γίνει αποδεκτός ως τοπική ιδιαιτερότητά της, αλλά αποτελεί παραφθορά του περιεχομένου της. Εν πάση περιπτώσει αυτό που ενδιαφέρει εδώ είναι ότι η Ανάσταση του Χριστού ως το καίριο γεγονός της απελευθέρωσης του ανθρώπου μοιραία παραμερίζεται, αφού η εξιλέωση επικεντρώνεται στη συμμετοχή στη σταύρωση και το Πάθος του Χριστού. Απτά δείγματα αυτού του παραμερισμού καταφαίνονται στη λατρευτική ζωή και ειδικά στην υμνολογία των δυτικών εκκλησιών (σε αντίθεση με αυτή των ορθοδόξων εκκλησιών που διαπερνάται απ’ άκρου εις άκρον από την αναστάσιμη δοξολογία).
Πέραν αυτού, υπάρχει στη ρωμαιοκαθολική θεολογία ένα γενικότερο γνώρισμα που την εμποδίζει να συνειδητοποιεί το νόημα της Ανάστασης. Κι αυτό οφείλεται στο ότι αντιλαμβάνεται τη σωτηρία που έφερε ο Χριστός ως ικανοποίηση του Θεού που είχε προσβληθεί από την αμαρτία του ανθρώπου, δηλαδή κατά τρόπο ανθρωποπαθή, στατικό και νομικό. Μ’ αυτήν την αφετηρία αδυνατεί να κατανοήσει την ορθόδοξη αντίληψη της σωτηρίας που συνδέεται με την Ανάσταση του Χριστού ως υπερνίκηση του θανάτου, της τραγικότητας και της αμαρτίας. Έτσι φθάνει στο σημείο να αρνείται ότι ο θάνατος και η αμαρτία νικήθηκε από τον Χριστό, με την πρωτοφανή σκέψη ότι η πραγματικότητα της ζωής το διαψεύδει! Για τους ορθόδοξους ο κόσμος δεν λυτρώθηκε μια για πάντα, απλώς ο Χριστός ένωσε «τα πριν διεστώτα» και η σωτηρία, που έφερε, έγκειται στο ότι άνοιξε τον δρόμο τής αληθινής κοινωνίας του ανθρώπου με τον αληθινό Θεό, έχει δηλαδή δυναμικό χαρακτήρα.
Αν στη Δύση η σχέση του ανθρώπου με την Ανάσταση του Χριστού έχει περιθωριοποιηθεί και η βίωση του νοήματός της και μέσα στην εκκλησία έχει παραμερισθεί, στην ορθόδοξη Ανατολή, παρά ορισμένες εξ αντανακλάσεως δυτικές επιδράσεις, η υπαρξιακή σημασία της Ανάστασης παραμένει εν πολλοίς αυθεντική και ζωντανή. Ένα καίριο εν τούτοις ερώτημα που άφορα όλη την ορθόδοξη Εκκλησία είναι: θα δείξει τη δύναμη της και θα έχει το φωτισμό να συμβάλει στο να ξεπερασθεί η άγνοια και η αδιαφορία, η άρνηση και ο παραμερισμός της Ανάστασης και στο να βιωθεί αυτή και πάλι, κυρίως στη Δύση αλλά και στην Ανατολή, ως το υπαρξιακό θεμέλιο της χριστιανικής πίστης;

(Νικήτας Αλιπράντης, «Παραγνωρισμένη Ανάσταση του Χριστού;» – «Πάσχα το τερπόν», εκδ. Ακρίτας)

O μοναχός με το ιαματικό χάρισμα

 

Θεωρούμε κατάλληλη τη στιγμή, χάριν νουθεσίας, να παραθέσουμε τη διήγηση για κάποιο μοναχό ό όποιος υπέταξε το δικό του θέλημα στο θέλημα τού Θεού και απόλαυσε μεγάλη ειρήνη στην ψυχή του, λαμβάνοντας από τον Θεό το ιαματικό χάρισμα. Πολλοί ασθενείς γίνονταν καλά μόνο με το άγγιγμα τού ενδύματος του. Παντού συναντούσε μεγάλο σεβασμό για το πρόσωπο του.
Μεταξύ αυτών, οι αδελφοί της μονής εκπλήττονταν πολύ με όσα γίνονταν από το συμμοναστή τους, επειδή δεν παρατηρούσαν σ’ αυτόν κανένα ιδιαίτερα εξέχον ασκητικό αγώνισμα, ούτε αυστηρή νηστεία, ούτε υπερβολικούς κόπους, ούτε κάτι άλλο.
Ζούσε όπως όλοι οι άλλοι.
Ένα μόνο πράγμα κρατούσε με αυστηρότητα. Όλα όσα τού συνέβαιναν τα δεχόταν πρόθυμα και ευχαριστούσε γι’ αυτά τον Θεό. Ένα τον διέκρινε: Είχε παραδοθεί ολοκληρωτικά στο θέλημα τού Θεού.
Κάποτε πού ό μοναχός αυτός θεράπευσε κάποιους άρρωστους χωρίς κανένα ιατρικό μέσο διά της ζώσης εν αύτω χάριτος και δυνάμεως, ό προεστώς τού κοινοβίου τον ρώτησε ποιά ήταν ή αιτία της θεραπείας, γιατί οι προσερχόμενοι σ’ αυτόν λαμβάνουν την ίαση.
- Και εγώ ό ίδιος εκπλήττομαι πού μπορώ να τούς δίνω την υγεία τους, απάντησε ό μοναχός. Ντρέπομαι πού τα ενδύματα
μου έχουν ιαματική δύναμη, γιατί εγώ ούτε με τη νηστεία, ούτε με άλλα ασκητικά, μοναστικά αγωνίσματα, αξιώθηκα να λάβω τέτοιο δώρο από τον Θεό.
- Αυτό είναι αλήθεια, είπε ό προεστώς. Εμείς βλέπουμε ότι είσαι ένας συνηθισμένος άνθρωπος και σε σένα δεν υπάρχει τίποτα πού να σε ξεχωρίζει από την τάξη των υπολοίπων πατέρων.
Ό προεστώς της μονής αποφάσισε πάση θυσία να αποκαλύψει την πραγματική αιτία του ζωντανού ιαματικού χαρίσματος πού είχε ό μοναχός. Έκανε μακρές συζητήσεις μαζί του, προσπαθώντας να μάθει όλα τα καλά στοιχεία του και να ξεσκεπάσει το μυστικό της καρδιάς του. Στα ερωτήματα τού ηγουμένου ό μακάριος μοναχός είπε:
- Θυμήθηκα κάτι σχετικό με το έλεος πού μού δόθηκε από τον Θεό: Εγώ σταθερά, σε όλα συντονίζω το θέλημά μου με το Θείο θέλημα. Ποτέ και τίποτα δεν φέρνω στην σκέψη μου πού θα εναντιωνόταν στο θέλημα τού Θεού. Ποτέ δεν τρομάζω μπροστά σε απρόβλεπτα γεγονότα, τα όποια θα μπορούσαν να κλονίσουν το νου μου και να εξασθενίσουν την καρδιά μου.
Ποτέ και για τίποτε δεν παραπονέθηκα στους άλλους ούτε τους φανέρωσα τη θλίψη μου. Το ίδιο, και όσα ευτυχεί συμβάντα λάχουν στην ζωή μου, δεν με ευχαριστούν σε τέτοιο βαθμό πού να ευθυμώ περισσότερο από ότι τον υπόλοιπο καιρό. Όλα τα δέχομαι εξίσου, σαν σταλμένα από το χέρι τού Θεού, τόσο τα ευχάριστα όσο και τα δυσάρεστα για μένα.
Δεν προσεύχομαι στον Θεό για να πραγματοποιηθούν όλα σύμφωνα με την επιθυμία μου, άλλα θέλω σε όλα να γίνεται το άγιο θέλημά Του. Μ’ αυτόν τον τρόπο τίποτε δεν μεευχαριστεί ιδιαίτερα, τίποτε δεν με συντρίβει και δεν με συγχύζει και τίποτε δεν με κάνει ευτυχισμένο, όπως μόνο αυτόν το ίδιο το θέλημα τού Θεού. Γι’ αυτόν σε όλες μου τις προσευχές για ένα μόνο παρακαλώ τον Θεό: Να γίνεται πάντοτε και ολοκληρωτικά σε μένα και σε όλα τα πλάσματά Του το Θείο θέλημα.
Ό ηγούμενος τού κοινοβίου παρά πολύ θαύμασε τα λόγια τού μοναχού και απευθυνόμενος σ’ αυτόν τον ρώτησε:
- Αγαπημένε μου αδελφέ! Πες μου τί αισθάνθηκες χθες την ώρα πού συνέβη πυρκαγιά στο μοναστήρι μας; Στ’ αλήθεια δεν λυπήθηκες μαζί με όλους τους άλλους, όταν ό κακός άνθρωπος έβαλε φωτιά στα μοναστηριακά οικοδομήματα και κάηκε πολύ από το σιτάρι μας;
- Δεν θα κρύψω, απάντησε ό μοναχός, ότι όλη αυτή ή ζημιά του μοναστηριού δεν μού προκάλεσε την παραμικρή θλίψη, επειδή έχω τη συνήθεια για όλα, και για τα θλιβερά και για τα ευχάριστα, να ευχαριστώ τον Θεό και ήσυχα να δέχομαι και τούτο και το άλλο. Είμαι πεπεισμένος ότι αυτόν πού συνέβη σε μας, συνέβη σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, ό όποιος κατευθύνει τα πάντα προς ψυχική ωφέλεια.
Γι’ αυτόν ακριβώς δεν μεριμνώ και δεν σκέπτομαι τίποτε σχετικά μ’ αυτό. Λίγο ή πολύ εμείς έχουμε το ψωμί μας και τα υπόλοιπα για τη διατροφή μας, γιατί πιστεύω δυνατά ότι ό Θεός μπορεί καθέναν από εμάς να τον χορτάσει τόσο με ένα ψίχουλο ‘όσο και με ένα ολόκληρο ψωμί. Έτσι λοιπόν εγώ ήρεμα, χωρίς καμιά σύγχυση, περνώ τη ζωή μου.
Κατάπληκτος από τα λόγια τού μοναχού ό ηγούμενος για πολύ ακόμη καιρό συζητούσε μαζί του, προσπαθώντας να αναγκάσει τον αδελφό πιο καθαρά ακόμη να παρουσιάσει τον τρόπο σκέψεώς του, τις απόψεις του και να αποκαλύψει την πνευματική του κατάσταση.
Μεταξύ πολλών απαντήσεων πού έδωσε ό ταπεινός μοναχός στον προεστώτα είπε και τα έξης:
- Κατά την καθημερινή προσφορά τού εαυτού μου στο θέλημα τού Θεού, τόσο προόδευσα στην υπακοή μου σ’ Αυτόν, ώστε, αν από πριν γνώριζα ότι ό Θεός εξάπαντος προόριζε να με στείλει στην κόλαση, τότε εγώ δεν θα επιχειρούσα να κάνω τίποτε εναντίον Του.
Σού λέω ακόμη ότι, ακόμη κι αναγκάσει ήταν δυνατόν σε μένα να αλλάξω αυτή τη θεία απόφαση λέγοντας ένα «Πάτερ ημών» -σού λέω αλήθεια-, δεν θα τολμούσα να το κάνω αυτόν, άλλα ακόμη πιο έντονα θα προσευχόμουν στον Θεό, ώστε να ενεργήσει σε μένα σύμφωνα με το Πανάγιο θέλημά Του και να μού δωρίσει τη Χάρη Του πού θα με ενισχύει ως τους απέραντους αιώνες, για να μη σκέπτομαι οτιδήποτε αντίθετο στο άγιό Του θέλημα.
Μετά από παρατεταμένη σιωπή λέει, τέλος, ό ηγούμενος στο μοναχό:
- Πορεύου, περιπόθητε πάτερ, πορεύου και εκπλήρωσε φιλότιμα την υπόσχεση σου στον Θεό, όπως μου την εξέθεσες. Εσύ βρήκες τον ουρανό έξω από τον ουρανό. Να θυμάσαι ότι τέτοια χάρις δεν δωρίζεται από τον Θεό σε πολλούς. Δεν υπάρχουν πολλοί οι όποιοι δεν μπαίνουν ποτέ σε ανησυχία και δεν προσβάλλονται από οποιονδήποτε. Εκείνος μόνο είναι προστατευμένος στην ζωή του με ισχυρά και απόρθητα τείχη, όποιος πάντοτε και σε όλα, ότι κι αν συναντήσει στην ζωή του, συμφωνεί με το θέλημα του Θεού, δηλαδή δέχεται τα πάντα σαν να είναι σταλμένα από τον Θεό.
Άς γίνεται σε όλα το θέλημα τού Θεού. ΠΑΤΗΡ ΣΑΒΒΑΣ Ο ΠΑΡΗΓΟΡΗΤΗΣ.

Τρία δώρα και μια αποστολή (Μητροπ. Καλλίστου Ware)

 




 undefined
Ο Ιησούς Χριστός, ο Κύριος μας, εισέρχεται μετά την Ανάσταση, κεκλεισμένων των θυρών, και εμφανίζεται, «ούσης οψίας», στους μαθητές Του. Κομίζει στους Αποστόλους τρία δώρα, και σε ανταπόδοση τους δίνει την εντολή ή τους παραγγέλλει να φέρουν εις πέρας μια αποστολή. Ποιά είναι αυτά τα τρία αναστάσιμα δώρα και ποιά η αποστολή που τα συνοδεύει;
Το πρώτο δώρο είναι το δώρο της Ειρήνης: «Ήλθεν ο Ιησούς και έστη εις το μέσον, και λέγει αυτοίς· ειρήνη υμίν». Η ειρήνη σημαίνει μια αίσθηση κατεύθυνσης: όχι την απουσία πειρασμών και αγώνα -αυτά συνεχίζονται μέχρι τέλους της ζωής μας- αλλά την απουσία εκείνης της σύγχυσης, της παραζάλης και της αβεβαιότητας, που κάνουν τον άνθρωπο να παραλύει. Τέτοια ήταν η κατάσταση των μαθητών. Όταν είδαν τον Κύριο τους να πεθαίνει στο Σταυρό, απογοητεύτηκαν βαθιά και τράπηκαν σε φυγή, όπως τα πρόβατα χωρίς ποιμένα. Δεν είχαν Ιδέα τί θα έπρατταν στη συνέχεια. Όμως τώρα που συνάντησαν τον αναστημένο Σωτήρα,έχουν πλέον μέσα τους ειρήνη. Έχουν μια αίσθηση προσανατολισμού και ξέρουν πού πηγαίνουν.
Το δεύτερο δώρο είναι το δώρο της χαράς: «εχάρησαν ώων οι μαθητού ιδόντες τον Κύριον». Η απόγνωση που ένιωσαν οι μαθητές όταν είδαν τον Χριστό σταυρωμένο μετατράπηκε τώρα σε αγαλλίαση. Συντετριμμένοι προηγουμένως, ζαρωμένοι από το φόβο πίσω από κλειδωμένες πόρτες, μεταμορφώνονται έξαφνα από μια μεγάλη χαρά.
Το τρίτο δώρο είναι το σημαντικότερο όλων, είναι η δωρεά του Αγίου Πνεύματος: «Ενεφύσησε και λέγει αυτοίς· λάβετε Πνεύμα Άγιον». Προεξοφλώντας την πληρέστερη αποκάλυψη κατά την ημέρα της Πεντηκοστής, ο αναστημένος Χριστός καθιστά τους Αποστόλους «πνευματοφόρους». Αυτό, από μια άποψη, μπορεί κανείς να το δει ως το πλήρωμα του σκοπού της Ενσάρκωσης: όπως βεβαιώνουν οι Πατέρες, «ο Λόγος ενσαρκώθηκε για να μπορέσουμε εμείς να αξιωθούμε το Άγιο Πνεύμα». Όπως λέει και ο Βλαδίμηρος Λόσκυ: «Η παρουσία τού Αγίου Πνεύματος μέσα μας -προσωπική και αναφαίρετη στον καθένα μας- είναι το θεμέλιο όλης της χριστιανικής ζωής».
Αυτό είναι το τριπλό δώρο της Ανάστασης του Χριστού: Ειρήνη. Χαρά και Άγιο Πνεύμα. Όμως τα δώρα υπάρχουν πάντα για να μοιράζονται με τους άλλους και να γίνονται χρήσιμα για το καλό των άλλων γι’ αυτό και το τριπλό δώρο κουβαλά μαζί του και μια πρόσκληση αποστολής. «Καθώς απέσταλκέ με ο πατήρ, καγώ πέμπω υμάς». Η Ειρήνη, η Χαρά και η χάρις του Αγίου Πνεύματος συνεπάγονται το στάλσιμο των Αποστόλων σε μια Αποστολή. Πρέπει να προεκτείνουν το έργο του Χριστού στο χρόνο και το χώρο, φέρνοντας το δικό του μήνυμα συγχωρήσεως στους απεγνωσμένους και εξουθενωμένους. Ενδυναμώθηκαν διά του Πνεύματος για να κομίσουν μαρτυρία: «υμείς δε έστε μάρτυρες τούτων».
Κι ωστόσο, ο Κύριος, καθώς προσφέρει τα τρία δώρα του και εμπιστεύεται στους Αποστόλους ένα έργο, κάνει και κάτι άλλο: «Έδειξεν αυτοίς τας χείρας και την πλευράν». Γιατί; Δεν χωρά καμία αμφιβολία πως το κάνει για λόγους ταυτοποίησης – να τους διαβεβαιώσει πως αυτός που στέκεται μπροστά τους είναι πράγματι Εκείνος ο ίδιος, αναστημένος από τους νεκρούς με το ίδιο φυσικό σώμα που υπέφερε πάνω στο Σταυρό. Όμως υπάρχει σίγουρα κι ένας βαθύτερος λόγος. Αν ο Σωτήρας τους δείχνει τα πέντε στίγματα των πληγών του Πάθους, νωπά ακόμα στη σάρκα του, είναι για να τους καταστήσει σαφές πως μόνο ένας τρόπος υπάρχει να εκπληρώσουν με επιτυχία την αποστολή που τους παρέδωσε. Κι αυτός ο τρόπος είναι να τον ακολουθήσουν στο δρόμο του Σταυρού, να μοιραστούν μαζί του τη θυσιαστική αυτοπροσφορά του, να βαστάξουν «εν τω σώματι, τα στίγματα του Κυρίου Ιησού». «Υμείς έστε μάρτυρες τούτων», όσο ο καθένας μας γίνεται μάρτυρας, δηλαδή συμπάσχει και συμμαρ­τυρεί μαζί με τον Χριστό, όσο είμαστε εκτεθειμένοι, ανοιχτοί στο πόνο των διπλανών μας, τόσο θα μπορούμε κι εμείς να είμαστε αληθινοί απόστολοι.
Στις βιτρίνες των γραφείων κηδειών υπάρχει κάποιες φορές η επιγραφή «Δεχόμαστε παραγγελίες στεφάνων ή σταυρών». Όμως στη πραγματικότητα δεν υπάρχει δυνατότητα επιλογής μεταξύ των δύο: δεν μπορούμε να φορέσουμε το στεφάνι της αναστάσιμης νίκης, αν δεν σηκώσουμε μαζί με το Χριστό το Σταυρό. Κατά τον Μεσαίωνα, τα «πασχάλια μνήματα», οι κατασκευές δηλαδή εκείνες που ετοιμάζονταν για να στολίσουν κάθε Πάσχα τους αγγλικούς ναούς, έφεραν πάνω τους την επιγραφή «Αυτός που πάσχει νικά». Αυτό συνέβη με τον Σωτήρα μας και αυτό πρέπει να συμβεί και με μάς. Ας βαστάξουμε λοιπόν στο σώμα μας τα στίγματα του σταυρωθέντα Ιησού, και στη συνέχεια, με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος, θα μοιραστούμε μαζί με τους άλλους την Ειρήνη και τη Χαρά του αναστημένου Χριστού!
(«Πάσχα το τερπνόν», εκδ. Ακρίτας)

Η Διακονία της Εκκλησίας στην Σπιναλόγκα(τού Σεβ. Μητροπολίτη Πέτρας καί Χερρονήσου κ. Νεκταρίου)

undefinedΗ Σπιναλόγκα άρχισε νά λειτουργή βάσει τού Νόμου 463/7.6.1903 τής Κρητικής Πολιτείας, από τίς 13 Οκτωβρίου τού 1904, ημέρα κατά τήν οποία επιβιβάσθηκαν στό νησί οι πρώτοι 66 ασθενείς, προερχόμενοι όλοι από τήν Κρήτη. Στό άρθρο 8 τού υπ’ αριθμ. 166/18-11-1903 Διατάγματος προβλεπόταν: “Διά τήν τέλεσιν τών Μυστηρίων καί τάς Λειτουργίας κατά Κυριακάς καί εορτάς θέλει ορισθή υπό τού Σεβ. Μητροπολίτου Κρήτης ιερομόναχος μισθοδοτούμενος υπό τού Δημοσίου αντί δραχμών κατά μήνα 60, ο οποίος υποχρεούται νά παραμένη διαρκώς επί τής νησίδος”.
Μόλις ανακοινώθηκε η απόφαση τής Κρητικής Πολιτείας νά μεταφέρη στήν Σπιναλόγκα τούς ασθενείς λεπρούς τής Κρήτης, ο τότε επίσκοπος Πέτρας καί μετέπειτα Μητροπολίτης Κρήτης Τίτος, πήγε στήν Σπιναλόγκα γιά επιτόπια έρευνα καί φρόντισε νά ανακαινισθή ο ναός τού Αγίου Παντελεήμονος, πού βρισκόταν εκεί, ενώ, πρίν ακόμη συγκεντρωθούν εκεί οι ασθενείς, πήγε μέ μιά πολυάριθμη ομάδα από τό ποίμνιό του καί έκανε τά εγκαίνιά του.
Στό τέλος, είπε ο Επίσκοπος στούς παρευρισκομένους: “Τά εγκαίνια έγιναν, αλλά θά βρούμε ιερέα;” Τότε σηκώθηκε ο παπα-Μανώλης Ψαράκης, εφημέριος στήν Νεάπολη, έδρα τής Επισκοπής, καί τού είπε: “Εγώ, Θεοφιλέστατε, εγκαταλείπω τήν ενορία μου στήν Νεάπολη, γιά νά σάς βοηθήσω στό έργο σας, διακονώντας εις τό εξής τούς δυστυχείς συνανθρώπους μας”. Υπηρέτησε τούς ασθενείς εκεί μέ ζήλο καί αυταπάρνηση συνεχώς επί 21 ολόκληρα χρόνια.
Μετά τόν θάνατο τού παπα-Μανώλη τοποθετήθηκε καί πάλι οικειοθελώς ο υπέργηρος πατήρ Νέστωρ, τόν οποίον διαδέχθηκε μέσα σέ ένα χρόνο ο πατήρ Νίκανδρος, αδελφοί όλοι τής Ιεράς Μονής Αρετίου. Ο πατήρ Νικόδημος υπηρέτησε εκεί γιά μερικά χρόνια. Τόν διαδέχθηκε ο πατήρ Ανδρόνικος, πού υπηρέτησε μέχρι τό 1935.
Τότε κατέφθασε από τό Άγιον Όρος ο ιερομόναχος Μελέτιος Βουργούρης, κληρικός “μέ μεγάλη μόρφωση καί αληθινή πίστη”. Παρέμεινε στήν Σπιναλόγκα 13 ολόκληρα χρόνια καί δέν τούς εγκατέλειψε ούτε καί κατά τά χρόνια τής Κατοχής, όπου η πείνα προκάλεσε τόν θάνατο 100 περίπου ασθενών “συγκακουχούμενος” μαζί τους. Συγκρότησε, παράλληλα, τό Ησυχαστήριο, σήμερα Ιερά Μονή Αγίου Ανδρέου στόν Φινοκαλιά, τό καμπαναριό τής οποίας φιλοτέχνησαν οι λεπροί. Υπάρχει σχετική επιγραφή. Τό 1948, εκπληρώνοντας παλιό του τάμα, πήγε στούς Αγίους Τόπους καί έμεινε στήν Ιερά Μονή τού Αγίου Ιωάννου τού Προδρόμου μέχρι τό τέλος τής ζωής του. Ήταν όντως άγιος.
Μετά τήν αναχώρηση τού Μελετίου ανέλαβε εφημέριος ο ιερομόναχος Χρύσανθος Κατσουλογιαννάκης από τήν Ιερά Μονή Τομπλού Σητείας, ο οποίος υπήρξε καί ο τελευταίος εφημέριος τής Σπιναλόγκας. Δέν φοβήθηκε ποτέ μήπως προσβληθή από τήν επάρατη τότε νόσο. Μετέδιδε τά Άχραντα Μυστήρια στούς λεπρούς καί κατέλυε ό,τι απέμενε στό Άγιο Ποτήριο, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι: “Τά Άγια δέν μολύνονται”. Στάθηκε στό πλευρό τών λεπρών πραγματικός συμπαραστάτης καί αρωγός καί απεβίωσε τό 1972 στήν Μονή Τομπλού.
Πρέπει νά σημειωθή ότι ο Επίσκοπος Πέτρας Τίτος καθιέρωσε νά επισκέπτεται τούς ασθενείς κάθε χρόνο τήν Κυριακή τού Θωμά καί νά τελή αρχιερατική Θεία Λειτουργία, νά μοιράζη τό αντίδωρο, νά νουθετή καί νά τούς ενθαρρύνη. “Ήταν τό μόνο ανθρώπινο χέρι πού αγγίζαμε φιλώντας το, όταν μάς μοίραζε τό αντίδωρο”, σημειώνει ο αείμνηστος Επαμεινώνδας Ρεμουντάκης, ασθενής στήν Σπιναλόγκα από τόν καιρό πού ήταν φοιτητής τής Νομικής. Μετά τό τέλος τής Θείας Λειτουργίας πήγαιναν όλοι μαζί στό μικρό κοιμητήριο τής Σπιναλόγκας, όπου ο Επίσκοπος διάβαζε γονατιστός Τρισάγιο μπροστά στούς τάφους τών νεκρών. Η τάξις αυτή διατηρήθηκε καί από τόν διάδοχό του, Επίσκοπος Πέτρας Διονύσιο.
Πόσο οι ιερείς πού υπηρέτησαν τήν Σπιναλόγκα ως εφημέριοι αγάπησαν τούς λεπρούς τής Σπιναλόγκας καί αγαπήθηκαν από αυτούς, φανερώνει τό περιστατικό πού περιγράφει ο Επαμεινώνδας Ρεμουντάκης τό 1976, σέ άρθρο του στόν “Κόσμο τής Ελληνίδος” μέ τόν τίτλο: “Τό ψέμα καί η αλήθεια γιά τήν Σπιναλόγκα”. “Μιά Κυριακή, πηγαίνοντας γιά τήν Λειτουργία του στήν εκκλησία τού Αγίου Παντελεήμονος, ο παπα-Μανώλης Ψαράκης είδε σημείο στά άμφιά του καί μετά τό τέλος τής Λειτουργίας είπε στούς εκκλησιαζομένους ότι ήλθε τό πλήρωμα τού χρόνου καί ότι είναι η τελευταία Λειτουργία πού επιτελεί καί ζήτησε νά συγκεντρωθούν τήν επομένη τό πρωΐ όλοι οι άρρωστοι στήν εκκλησία. Πράγματι τήν επομένη συγκεντρώθηκαν καί κλαίγοντας έψαλαν μιά Παράκληση, διαβάστηκε μιά Συγχωρητική Ευχή καί ζήτησε από όλους συγχώρηση. Τούς ευλόγησε καί μέ λυγμούς τόν συνόδευσαν μέχρι τήν αποβάθρα. Τήν επομένη Κυριακή τό μεσημέρι παρέδωσε τό πνεύμα του στόν Χριστό. Άς είναι η μνήμη του αιωνία! Είμαι βέβαιος περί τής ανταμοιβής του στόν ουρανό”.
Η τοπική Εκκλησία μέ πολύ μεγάλο ενδιαφέρον, ποιμαντική ευθύνη, ανιδιοτέλεια καί πιστότητα διακόνησε τήν Πολιτεία τής Σπιναλόγκας, πού εκείνα τά χρόνια αριθμούσε, συχνά-πυκνά γύρω στούς 500 κατοίκους (ασθενείς, νοσηλευτικό προσωπικό). Ήταν μιά κοινωνία ανθρώπων, πονεμένων, στόν Καιάδα τής απομόνωσης καί μόλις 900 μέτρα από τήν απέναντι ακτή. Πολλοί έλεγαν, βλέποντας απέναντι στήν στεριά, τό τροπάριο τής Εκκλησίας: “Εκάθισεν Αδάμ απέναντι τού Παραδείσου καί τήν ιδίαν γύμνωσιν ιδών ωδύρετο”.
Μέχρι σήμερα, από τήν τοπική Εκκλησία γίνεται τό προσκύνημα αυτό στήν Σπιναλόγκα. Κάθε χρόνο ο Μητροπολίτης Πέτρας καί Χερρονήσου Νεκτάριος χοροστατεί στόν Εσπερινό καί ιερουργεί στήν Θεία Λειτουργία, στόν ιερό Ναό τού Αγίου Παντελεήμονος, όπου εκκλησιάζονται γύρω στούς 2.000 Χριστιανοί, τούς οποίους μεταφέρουν τά καΐκια δωρεάν στό νησί. Στό τέλος τού Εσπερινού καί τής Θείας Λειτουργίας ο Μητροπολίτης τελεί Τρισάγιο γιά τήν ανάπαυση τών ψυχών τών κεκοιμημένων.
Είναι πολύ συγκινητικό αυτό τό Τρισάγιο, γιατί παρίστανται καί μερικοί θεραπευθέντες λεπροί, αλλά καί πολλοί συγγενείς λεπρών, πού αναπαύθηκαν στήν Σπιναλόγκα.
Τά τελευταία χρόνια, μέ τήν φροντίδα τού ιερέα Ματθαίου Πετροδασκαλάκη, έχουν ανακαινισθή οι ιεροί Ναοί τού Αγίου Παντελεήμονος καί τού Αγίου Γεωργίου, οι οποίοι βρίσκονται στό νησί. Γίνεται δέ μεγάλη προσπάθεια νά ολοκληρωθή η αναπαλαίωση όλων τών εγκαταστάσεων τής Σπιναλόγκας, γιατί συγκεντρώνει κάθε χρόνο χιλιάδες επισκέπτες από τά πέρατα τού κόσμου.
(Αναδημοσίευση από τήν Εφημερίδα “Χριστιανική”, 17-2-2011

Ὅταν ἁμαρτάνει τὸ παιδί;

Αἰμιλιανός Σιμωνοπετρίτης (Προηγούμενος Ἱ.M. Σίμωνος Πέτρας )



Τὸ σκοτάδι, ὡς συνέπεια τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου, δὲν βγάζει ποτὲ στὸ φῶς. Τὸ φῶς διαλύει τὸ σκοτάδι, διότι τὸ σκοτάδι εἶναι ἀνυπόστατο, δὲν ἔχει οὐσία. Ὑπάρχει ὅμως μία περίπτωσις τὴν ὁποία πανσόφως ἐκμεταλλεύεται ὁ παντουργὸς Θεὸς γιὰ τὸ καλό μας, βγάζοντας καὶ ἀπὸ τὸ κακὸ καλό, ἀπὸ τὸ σκοτάδι φῶς. Πῶς; Διὰ τῆς μετανοίας. Βλέπω τὴν κακία μου, τὴν ἁμαρτία μου, μετανοῶ, κλαίω, θρηνῶ, ὁδηγοῦμαι στὸν Θεόν, ἀναλαμβάνω τὶς εὐθύνες μου, νήφω, καρτερῶ, καὶ μέσα μου καλλιεργεῖται ὁ καινούργιος ἄνθρωπος ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὴν μετάνοια. Ἄρα, τὸ καλὸ δὲν βγαίνει ἀπὸ τὸ κακό, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν μετὰνοια, ποὺ εἶναι ἄλλος νοῦς, ὁ νοῦς ποὺ τὸν παρέχει ὁ Θεὸς μέσα στὴν καρδιά.

Ὅταν ἀνησυχῆ, λόγου χάριν, ὁ πατέρας ἢ ἡ μητέρα, ἐπειδὴ ἁμαρτάνει τὸ παιδί, καὶ τὸ κτυπᾶ, ὁπωσδήποτε θὰ βγάλη ἀντίθετο ἀποτέλεσμα. Διότι, ἐὰν τὸ παιδὶ κάνη ἁμαρτίες, σημαίνει ὅτι ζητάει τὴν ἁμαρτία καὶ θὰ τὰ βάλη μὲ σένα, ποὺ γίνεσαι κήρυξ τῆς ἀρετῆς. Καὶ τώρα μὲν φοβᾶται νὰ ἁμαρτήση, ἀλλὰ μόλις ἀπελευθερωθῆ ἀπὸ σένα, θὰ ὁδηγηθῆ ἀμέσως στὸ κακό. Ἡ βία, τὸ κακό, δὲν μπορεῖ νὰ βγάλη καλό.

Πὲς λοιπὸν στὸ παιδάκι σου τὸ καλό, μάθε του τί εἶναι ὁ Θεός. Μίλησέ του ἀπὸ τὸ πλήρωμα τῆς δικῆς σου καρδιᾶς, φώτισέ του λίγο τὴν συνείδησι μὲ τὴν δική σου λαχτάρα καὶ θεία ἐμπειρία, καὶ μπαίνοντας μέσα του ὁ Θεός, θὰ τὸν ἀγαπήση. Μπορεῖ νὰ βρίζη, μπορεῖ νὰ κάνη ἁμαρτίες, ἀλλὰ ἔχοντας τὰ σπέρματα τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι τόσο ἰσχυρά, ὁ Θεὸς τὰ καλλιεργεῖ καὶ βγαίνει ἡ καινούργια φύτρα, τὸ καινούργιο βλαστάρι, τὸ ὁποῖο δίδει καινούργια ζωή. Αὐτὴ εἶναι ἡ μετάνοια.

Τὸ παιδὶ δηλαδὴ αὐτό, ἐπειδὴ τὸ ἀφήνεις ἐλεύθερο, ἐπειδὴ τὸ σέβεσαι, ἐπειδὴ τοῦ εἶπες τὴν ἀλήθεια, ἐπειδὴ τοῦ ἀπεκάλυψες τί ἔχει ἡ καρδούλα σου καὶ τί κόσμοι ὑπάρχουν μέσα σὲ αὐτήν, λέγει μετά: Μά, τί φρικτὴ ζωὴ ποὺ κάνω! Τί εἶναι αὐτὴ ἡ ἁμαρτία! «Ἀναστήσομαι καὶ ἐπιστρέψω εἰς τὸν Πατέρα» (Λουκ. 15, 18). Καὶ ὁ βλαστὸς τῆς μετανοίας βγάζει τὸν καρπὸ τῆς καινῆς ζωῆς. Ἔτσι τὰ καταφέρνει ὁ Θεὸς νὰ βγάζη καὶ ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ λύκου τὴν σωτηρία.

Ὁ Ἰώβ, ἀπὸ τὴν κατάρα στὴν ὁποία εἶχε πέσει, ἔβγαλε τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ καὶ ἀνεκαινίσθη. Ὁ Μωυσῆς ὁ Αἰθίοψ, ἀπὸ τὰ ἐγκλήματα καὶ τὶς ληστεῖες, ἔβγαλε τὴν καινούργια ἀσκητικώτατη ζωὴ καὶ ἔγινε ἀγνώριστος. Δὲν τὸν γνώρισαν κἄν οἱ παλαιοὶ σύντροφοί του καὶ οἱ ἄλλοι ληστὲς· τόσο «ἀνεκαινίσθη ὡς ἀετοῦ ἡ νεότης του» (Ψαλμ. 102, 5), ἔγινε καινούργια ἡ ζωή του.

Ἑπομένως, μποροῦμε νὰ ποῦμε: Ὅποιος εἶναι θυμώδης, ἂς στρέψη ὅλον τὸν θυμό, ὅλη τὴν ἐσωτερικὴ ἔντασί του πρὸς τὴ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, πρὸς τὴν εἰρήνη, πρὸς τὰ σωτήρια λόγια, πρὸς τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με, τὸν ἁμαρτωλόν», χρησιμοποιώντας ὅποιον τρόπο τὸν βοηθεῖ. Κάποιος τὸ ἔλεγε, κτυπώντας τὰ χέρια του. Τὸν εἶδα καὶ τὸν ρώτησα: Τί κάνεις ἐκεῖ; Καὶ μοῦ ἀπήντησε: Εἶχα μάθει μὲ τὰ μηχανήματα νὰ κουνῶ τὰ χέρια μου καὶ δὲν μπορῶ τώρα νὰ κάνω ἀλλοιῶς. Μπράβο, τοῦ λέγω, συγχαρητήρια. Βλέπετε πῶς τὸ κακό, ὁ θόρυβος, ποὺ εἶναι τὸ χειρότερο κακό, μπορεῖ νὰ βγάλη καὶ καλό; Κάποιος θαλασσινὸς τὸ ἔλεγε, ἔχοντας τὴν ἐντύπωσι ὅτι ἔπιανε τὰ κουπιά, γι' αὐτὸ καὶ κουνοῦσε τὰ χέρια του. Πραγματικὰ ἔπιανε τὸ κουπί, τὸν Χριστόν.

Ἄρα, τὸ πᾶν μποροῦμε νὰ χρησιμοποιήσωμε. Ὅ,τι μᾶς δίνει ὁ Θεός, ὅ,τι μᾶς κάνουν οἱ ἄλλοι, ὅ,τι παθαίνομε μέσα μας καὶ γύρω μας, ὅλα εἶναι μεταγωγικὰ πρὸς τὸν Θεόν. Τόσο ἀπέραντη εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Μόνον τὰ ἀποβράσματα τοῦ ἐγώ μας δὲν εἶναι σωτήρια. Αὐτὰ μᾶς ἀπομακρύνουν ἀπὸ τὸν Θεόν.

ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ ΠΑΠΑ-ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΗ - Προηγουμένου Ιεράς Μονής Διονυσίου Αγ. Όρους


Κάναμε πολλές ώρες προσευχή, τότε όταν ήμασταν κοντά εις τον Γέροντα Ιωσήφ, και τα πρώτα χρόνια κατόπιν, μετά την κοίμηση του Γέροντος, και πολύ χάριν μας έδιδε ο Κύριος, δι' ευχών του Γέροντος. Έκανα 6-8 ή και 10 ώρες ενίοτε προσευχή όρθιος. Μερικές φορές μου έρχονταν πολύ κούρασης, και αισθανόμουνα άσχημα. Άλλοτε έρχονταν αμέλεια κ.λ.π. Τότε έλεγα εις τον εαυτόν μου: «Άρρωστος δεν είσαι έφαγες και ήπιες νερό. Λοιπόν εδώ θα αγωνιστείς. Θα πεθάνεις εδώ προσευχόμενος. Δεν υποχωρούσα. Και μετ' λίγη ώραν, έρχονταν τέτοια ειρήνη και μακαριστής, που επί 4 ώρες, νόμιζα ότι δεν πατούσα στην γη νόμιζα, ότι 4-5 ώρες ήσαν 10 λεπτά. Την εποχή εκείνη, είχα πολλές καταστάσεις ο Θεός μου είχε δώσει πολύ χάριν».
*-Ειρήνη με ειρήνη έχει διαφορά. Υπάρχει τεράστια διαφορά, από την ειρήνη που δίδει ό Θεός. Έτσι κάποτε προσευχόμενος, πλησίον του παραθύρου του κελιού μου, αισθάνθηκα ένα πράγμα, που δεν μπορεί να το έκφραση κανείς. Εκεί που προσευχόμουν, ακούω ξαφνικά μία βοή. Αι αισθήσεις μου αι εξωτερικαί κόπηκαν και άνοιξε μέσα στην καρδιά μου μία ειρήνη, σε ανέκφραστο βαθμό. Δεν μπορούσα να κουνηθώ. Μία ανέκφραστος γλυκύτης, γαλήνη, ειρήνη. Δεν περιγράφεται αισθανόμουνα παράδεισο μέσα μου. Αυτό ίσως κράτησε μια ώρα κατόπιν υποχώρησε. Κάτι όμως έμεινε μέσα μου. Βεβαίως ελάχιστο πράγμα παρέμεινε. Και έκτοτε, ότι και αν συνέβαινε οιανδήποτε φροντίδα, ταραχή, πειρασμός κλπ η ειρήνη μέσα μου δεν έφευγε.Όταν έφυγε εκείνη ή μεγάλη και ανέκφραστος ειρήνη έκλαιγα φώναζα: «τι ήτανε αυτό - τι ήτανε αυτό; Θεέ μου έλεγα αυτή ήτανε ή ειρήνη που έδωσες στους άγιους Αποστόλους: Την Ειρήνη την Έμήν δίδωμι υμίν. Δεν μπορούσα να βαστάξω" έκλαιγα - έκλαιγα. τι ήτανε αυτό, Θεέ μου!»
Σχετικά με την αγάπη του Θεού λέμε, ότι μας αγαπά ό Θεός ή ότι αγαπάμε τον Θεόν, ότι αισθανόμεθα αγάπη μέσα μας για τον Θεόν. Αυτό δεν είναι τίποτε είναι ελάχιστον, από την αίσθησιν εκείνη της αγάπης του Θεού, όταν σε επισκεφθεί ό Θεός, όταν σου δώσει την αγάπη Του. Τότε λιώνεις. Αν κράτηση αυτή ή αγάπη, αυτή ή αισθήσεις της αγάπης του Θεού, λίγα λεπτά, δεν αντέχεις τότε πεθαίνεις. Ούτω κάποτε προσευχόμενος επί πολύ ώρα, ξαφνικά αισθάνθηκα την Παρουσία του Θεού μπροστά μου! (όχι να τον βλέπω). Εκείνη την ώρα, το τι αισθάνθηκα, δεν περιγράφεται. Ένας Θείος έρως ανέκφραστος, μία αγάπη που δεν περιγράφεται. Δεν μπορείς να κρατηθείς' πέφτεις κάτω. Αν κρατούσε πάνω από 2-3 λεπτά θα πέθαινα δεν αντέχεις.
Ερωτά. Από τι θα πεθαίνατε Γέροντα;
Από την πολλή αγάπη καίεσαι μέσα σου, από την πολλή γλυκύτητα και μακαριότητα, από , τον πολύ θείο έρωτα για τον Χριστό. Πέφτεις κάτω και άλλο τίποτα δεν λες μόνο, σώσε με- σώσε με, φωνάζεις διότι θα πεθάνεις αν κρατήσει, λίγο ακόμη. Τρία λεπτά εάν κρατήσει θα ξεψυχήσει ο άνθρωπος από , τον πολύ ερωτά στον Χριστό, από την πολλή αγάπη.
Μετά όταν υποχώρησε, επί τρεις ώρες περίπου έλεγα την ευχή και άφθονα γλυκύτατα δάκρυα έτρεχαν. Και πολλές φορές ενθυμούμενος την κατάσταση εκείνη της χάριτος, όπου αισθανόμουν δίπλα μου, μπροστά μου την παρουσία , του θεού, έρχονται γλυκύτατα δάκρυα και προσευχή συνεχής.
Κάποτε προσευχόμενος πάλι, βλέπω τον εαυτόν μου ξαπλωμένο νεκρό απέναντι μου, φορώντας το πετραχήλι. Αυτό ήταν έκστασης, δράμα. Τώρα; τίποτε δεν έκανα σκεπτόμουνα τι λόγο θα δώσω στον Θεόν για τι πράξεις μου, για την ζωήν μου και με έπιασε δέος, μ' έπιασε τρόμος. Τι απολογία θα δώσω τώρα. Περίπου 10 λεπτά κράτησε αυτή ή δράσης. Πάγωσα τώρα πηγαίνω στην κρίσιν. Έβλεπα μόνον τον εαυτόν μου κανέναν άλλον, τίποτε άλλο δεν έκρινα. Όταν συνήλθα, όταν ήλθα εις τον εαυτόν μου, είχα την αίσθηση της μνήμης θανάτου μου ήλθε πένθος και δάκρυα. Αυτή ή μνήμη θανάτου, αυτό το πένθος, βάστηξαν πολύ καιρό.
Άλλο λοιπόν ή μνήμη θανάτου που κάνομε ημείς. με διάφορες σκέψεις και θεωρίες (κι' αυτή πολύ καλή και χρησιμότατη είναι), και άλλη αυτή, που δίδει ό Θεός εν αισθήσει.
Άλλη φορά πάλι, αφού προσευχήθηκα όρθιος πολλή ώρα, κάθισα ολίγον εις το κρεβάτι να ξεκουραστώ. Ξαφνικά βλέπω μπροστά μου (εν οράματι ήμουν ξυπνητός) τον Χριστόν, να περπατάει ξυπόλυτος εις σ τον κόσμο. Αμέσως μόλις συνήλθα πατάχθηκα , κάτω από το κρεβάτι κλαίγοντας και έλεγα: «τι έκανες εσύ Κύριε πόσον εκοπίασες! Και τι κάνομε ημείς! Εσύ Κύριε ξυπόλυτος περπατούσες, κι εγώ στα μαλακά, στο κρεβάτι να κάθομαι! τι πρέπει Κύριε να κάνομε ημείς για τα όσα πολλά που έκανες για μας; τι πρέπει να κάνομε για να σε ευχαριστήσομε;»
Όλες αυτές αί καταστάσεις, τα οράματα, σεις έρχονται μόνα τους, χωρίς εσύ να τα σκεφτείς.
Μία φορά ό Γέροντας σας μου είχε πει ότι αισθάνθηκε ένα ανέκφραστον αίσθημα αγάπης προς το Ευαγγέλιο κατά την Θ. Λειτουργία. Του έρχονταν να αγκαλιάσει το Ευαγγέλιον, ει δυνατόν να το βάλει μέσα του. Κι εγώ κάποτε αισθάνθηκα, ένα παρόμοιο αίσθημα ανέκφραστου αγάπης για το Ευαγγέλιον. Ήθελα να πάρω το Ευαγγέλιον, να το βάλω μέσα στην ψυχή μου δεν το χόρταινα
Άλλοτε πάλι, εκεί που προσευχόμουνα, είχα επίσκεψη χάριτος. Όλη ή γραφή μπήκε τρόπον τινά μέσα μου. Περί Αγάπης, περί ειρήνης κ.λ.π. Ούτω άρχισαν να λέγονται όλα μέσα μου από την γραφή. Εκείνα που δεν διάβαζα, υστέρα τα διάβαζα και τα έβλεπα. Ύστερα περί ειρήνης. Μία - δύο ώρες συνέχεια. Ύστερα σταμάτησε αυτό, και άρχισε άλλο πράγμα. Θεέ μου, τι είναι αυτό; δεν μπορούσα να κρατήσω τον εαυτό μου. Τι φωτισμός είναι αυτός που δίδεις Θεέ μου, ώστε να γνωρίσομε και να κατανοήσομε όλη την Γραφή!
Άλλοτε προσευχόμενος επί πολύ ώρα, ήρθα σε έκσταση. Δεν ξέρω πώς μου συνέβη, και είδα (ψυχικώς), τον εαυτόν μου, υψηλό μέχρι το ταβάνι τόσος μεγάλος ήτανε. Μετά άρχισε να μικραίνει - να μικραίνει, και έγινε ο εαυτός μου, σαν ένα μυρμήγκι. Δεν ξέρω πως έγινε την ώρα εκείνη κι έβλεπα όλη την γη. Κατόπιν τις εκτάσεις τά βουνά, τα ποτάμια, τα θηρία, την θάλασσα αυτά που έχει μέσα, θαύμασα, και απορούσα, το πόσο μεγάλη είναι ή γη. Εκεί λοιπόν που θαύμαζα, πόση μεγάλη έκτασης είναι η γη, ποσά θηρία έχει κ.λ.π. άρχισα να σκέπτομαι ποσά δισεκατομμύρια μυρμήγκια (δηλαδή άνθρωποι) σαν κι εμένα υπάρχουν στον κόσμο. τι κάνω τώρα εγώ ; και τι είναι ο άνθρωπος τίποτε. Αν φωνάξω, ποίος θα με ακούσει; Και αν κλάψω, ποιος σημασία μου δίδει; Τι είναι ο άνθρωπος, το μυρμήγκι, στα δισεκατομμύρια μυρμήγκια; Τι μπορώ να κάνω;Λέγοντας τι μπορώ να κάνω, αμέσως έφυγε ό νους μου και πήγε στη θάλασσα. Είδα την θάλασσα πολλαπλάσια πολύ μεγάλη. σαν να έβλεπα με τά μάτια μου, τα τεράστια κήτη που είναι μέσα. Θαύμαζα το μεγαλείο του Θεού, και την μικρότητα του ανθρώπου Εκεί, λοιπόν, που θαύμαζα, το πόσο μεγάλη είναι ή θάλασσα, και τα κήτη που περιέχει μέσα, ξαφνικά ό νους έφυγε έξω από την γη. Έμεινα κατάπληκτος. Είδα μία απέραντη, αχανή, έκταση, επάνω - κάτω - δεξιά και αριστερά της γης. Ακατανόητη έκταση δεν βρίσκεις άκρη. Και μέσα στο αχανές αυτό Σύμπαν, την γη σαν μια σφαίρα, και πέριξ εκατομμύρια πολλά σφαίρες σαν την γη. Έμεινα κατάπληκτος για το άπειρο χάος, για την απεραντοσύνη του Σύμπαντος.Εκεί, λοιπόν, που θαύμαζα, ακούω φωνή: «Ο Θεός δεν χωράει, μέσα στο αχανές αυτό Σύμπαν τόσον μεγάλος, τόσον άπειρος είναι ό Θεός». Άρχισα να θαυμάζω και να εκπλήττομαι. Πόσον μεγάλος είναι αλήθεια ό Θεός; Πω, πω! δεν χωράει στο αχανές αυτό Σύμπαν! Θυμήθηκα εκείνη την ώρα, αυτό που λέγει ή Γραφή: «Ή γη είναι το υποπόδιον των ποδών του Θεού». Πόσον άπειρος είναι ό Θεός; και αν τώρα σπρώξει με το πόδι του την γη; Με έπιασε τρέμουλα κι' εγώ θα φύγω, θα πέσω με την γη στο χάος..., κι' εκεί επάνω συνήλθα από την θεωρία αυτή, και ήλθα εις τον εαυτόν μου
Ερωτά. Θα καταλάβατε τότε, πως και ο Μέγας Βασίλειος, έγραψε την εξαήμερο;
Απαντά. Ναι βεβαίως, με θεωρίες οί άγιοι βλέπανε αυτά.
Ερωτά. Σας έφερε ταπεινοφροσύνη αυτή ή θεωρία; Απαντά. Ναι μετά από αυτήν την θεωρία, είχα την αίσθηση, ότι τίποτε δεν είμαστε εμείς. Γνώρισα, ότι απολύτως τίποτε δεν είμαστε. Τότε μένει πραγματική ταπεινοφροσύνη. Αυτή είναι ή ταπεινοφροσύνη, που λέγει ό αββάς Ισαάκ: «Είναι καλύτερα να κλάψεις μία ώρα για τις αμαρτίες σου, παρά με την γραφή, όλο τον κόσμο να κερδίσεις «καλύτερα να γνωρίσεις την ασθένεια σου, παρά νεκρούς ν' ανασταίνεις». Ότι και να πεις, μπορεί να ταπεινώνεσαι εξωτερικά. Την πραγματική ταπείνωση, δεν την γεύεσαι, δεν την έχεις. Μετά από αυτήν την θεωρία, χρυσά να φορούσα, δεν μου έκανε εντύπωση. Νόμιζα, ότι όλα τα ίδια είναι. Δεν αισθάνεσαι από μέσα τίποτε να σε βλέπουν π.χ. με λαμπερά, και να αισθάνεσαι ικανοποιήσει που σε βλέπουν. Αυτή ή θεωρία, μου έφερε τέτοια ταπείνωση. Και δεν έφυγε από μέσα μου μέχρι και τώρα. Δόξες, τιμές, δεν με εντυπωσιάζουν. Καλύτερα να φορώ παρτάλια παρά λαμπρά. Δεν μου κάνει εντύπωση να επιδείξω... (κλαίει ό παπα Χαράλαμπος). 
«Από τώρα και στο έξης, μου λέγει μία ήμερα ό Γέροντας, θα κάνης νοερά προσευχή, με εισπνοή και εκπνοή. αφού λοιπόν έχεις προχωρήσει ελεύθερα στην προσευχή, θα σου ειπώ πώς θα κάνης. Θα λέγεις: «Κύριε Ιησού Χριστέ» στην εισπνοή, «ελέησαν με» στην εκπνοή. Αν αισθανθείς ένα δυνατόν πόνο στην καρδιά σου, μη φοβηθείς. Αυτό θα κράτηση δύο λεπτά, το πολύ ένα τέταρτον.
Να είναι ευλογημένο, είπα. Το βράδυ άρχισα έτσι να κάνω προσευχή, όπως είπε ό Γ. Ιωσήφ. έκανα δηλαδή αρχικώς αυτοσχέδια προσευχή, και μετά αντί για κομβοσχοίνια, κάθισα και άρχισα νοερά προσευχή, καρδιακή προσευχή, με εισπνοή και εκπνοή. Δεν πρόλαβα να κάνω πολύ ώρα, και όπως είχε ειπεί ό Γέροντας, ένας δυνατός πόνος στην καρδιά. Κράτησε περίπου ένα τέταρτον και κατόπιν έφυγε. "Άνοιξαν τα πνευμόνια μου" όλον τον αέρα ήθελα να ρουφήξω και να μη χορτάσω. Αυτή ή κατάστασης κράτησε δύο ώρες περίπου. Ό Γέροντας κατόπιν μου είπε, όταν θα σταματά αυτή ή κατάστασης, μετά αμέσως να συγκεντρώνεις τον νουν σου μέσα στην καρδιά.
Όταν έφυγε ο πόνος ο δυνατός από την καρδιά μου, αισθάνθηκα αμέσως ειρήνη, γαλήνη και πολύ γλυκύτητα. Τότε δίψα ή ψυχή σου τρόπον τινά, να λέγεις την ευχή. Αυτή ή κατάστασης όπως είπα πάρα πάνω, κράτησε περί τις δύο ώρες και όταν σταματήσει, μου έλεγε ό Γέροντας, να συγκεντρώνω τον νουν μου εις την καρδιά, και να λέγω: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησαν με». Και τότε θα δεις τι θα γίνει.
Πράγματι, ουδέποτε άλλοτε είχα αισθανθεί τόσον καθαρή προσευχή, αφού συγκέντρωσα τον νουν μου εις την καρδιά. Λέγοντας έτσι την ευχή δηλαδή κάνοντας καρδιακή προσευχή με εισπνοή και εκπνοή, άρχισα να έχω πολλές αλλοιώσεις χάριτος.
Αισθανόμουνα, πώς ο Θεός όλα τα κτίσματα, δια τον άνθρωπον τα έκανε. Και όταν θυμήθηκα, ότι και τον Εαυτόν του έδωσε, και ότι εμείς δεν έχομε  τίποτε, δεν μπόρεσα να βαστάξω. Έπεσα κάτω και έκλαιγα... Εμείς δεν έχομεν τίποτε καλό επάνω μας.
Κάνοντας κατ' αυτόν τον τρόπο καρδιακή προσευχή, με εισπνοή και εκπνοή, κάποτε μου συνέβη κάτι καταπληκτικό. Μου ήρθε δηλαδή μία κατάστασης ευχής, προσευχής, που δεν μπορώ να βρω λόγια να την περιγράψω. Ξαφνικά ο νους μου μπήκε μέσα στην καρδιά μου, και νους - καρδία και ευχή έγιναν ένα! Εγώ δεν αισθανόμουν που βρίσκομαι. Μόνον ή ευχή ελέγετο εις την καρδιά, και πολύ γλυκύτητα, ανέκφραστων μακαριότητα αισθανόμουν. Δεν ξέρω πόση ώρα κράτησε αυτό. Όταν συνήλθα, αισθανόμουνα ανέκφραστων ειρήνη και γλυκύτητα και είχα πολλά δάκρυα. Πηγαίνω στον Γέροντα. «Κάτι έπαθα Γέροντα» λέγω. «τι έπαθες;». «Εκεί που προσευχόμουν, ξαφνικά ο νους μου κλείσθηκε μέσα στην καρδιά μου. Δεν ήξερα αν υπάρχει άλλος κόσμος, αν υπάρχει άλλο τίποτε», και του περιέγραψα την κατάσταση αυτήν της χάριτος.
Τότε μου λέγει ο Γέροντας: «Αυτό είναι απ' εδώ γίνεται και ή αρπαγή του νοός. Μετά την κατάστασιν αυτήν, κατά την διάρκεια της καταστάσεως αυτής, φεύγει ο νους. Αυτό κι εγώ, όταν το αισθάνθηκα, πήγα και έμεινα σ' ένα κελλάκι τόσον στενό, που μόλις χωρούσα έμεινα ένα χρόνο μέσα. Ήταν τόσο στενό, που κινδύνευσα να πάθω ασφυξία. Αυτό που αισθάνθηκες, αυτό που έζησες, προσπάθησε να το κράτησης, να μη το χάσης».

Ερωτά. Το είχατε αυτό συνέχεια ή κατά καιρούς;
Απαντά. Να πώς ήτανε, να πώς γινότανε. Κλεινότανε 2-3 ώρες μέσα ό νους. Κατόπιν συνερχόμουν, έφευγε αλλά την επομένη ημέρα, κατά την διάρκεια της ημέρας, είχα πολύ δυνατή προσευχή δεν αργολογούσα, δεν ομιλούσα σε κανένα σε απόλυτο ανάγκη ομιλούσα τόσο προσεκτικός ήμουν.
Μόλις ξυπνούσα, ή σκέψης μου ήτανε, πότε να βραδιάσει, για να βρω πάλι αυτήν την κατάσταση, αγωνιζόμενος εις την προσευχή. Την πρώτη νύχτα αν δεν το εύρισκα, αγωνιζόμουν και το εύρισκα την δεύτερη, ή την τρίτη νύχτα.
Τόση γλυκύτητα είχα την ήμερα, όταν εύρισκα την προσευχή αυτή, που δεν με ενδιέφερε, αν εργαζόμουν βαρεία όλη την ήμερα δεν μ' ενδιέφερε τι κάνει ό ένας, ή ό άλλος στην τράπεζα πήγαινα να καθίσω, και δεν έβλεπα τι τρώνε, και τι λένε. Εγώ το φαγί να φάγω, και ό νους μου την προσευχή. Τόση γλυκύτητα αισθανόμουνα μέσα μου, που δεν μπορείς να την περιγράψεις.
Ερωτά. Κατά την κατάστασιν αυτήν, ό νους είχε ενωθεί με την καρδιά, και ή ευχή ελέγετο μόνη της μέσα στη καρδιά;
Απαντά. Ναι έτσι γίνεται. Ούτε να φάγω ήθελα, ούτε να πιω, ούτε και νύσταζα. Μόνον αυτό να έχω ήθελα. Διότι μου έφερνε ανέκφραστων ειρήνη, γλυκύτητα και μακαριότητα.
Ερωτηθείς ό παπα - Χαράλαμπος, πώς πληροφορείται για μια υπόθεση, για ένα πρόβλημα, για ένα άτομο κ.λ.π., απήντησε: «π.χ. με απασχολεί ένα πρόβλημα. Κατά την προσευχή μου, ή κατά την Θ. Λειτουργία, παρακαλώ τον Θεόν λέγοντας: Θεέ μου, εάν το κάνω καλά αυτό που πράττω, δός μου χάριν πληροφόρησε με, δίνοντας την χάριν σου. Διαφορετικά, πάρε την χάριν σου, μη μου δίδεις χάριν, δια να αντιληφθώ ότι σφάλω. Τότε αν είναι θέλημα του Θεού να γίνει έτσι, έρχεται πολύ χάρις. Δάκρυα, ανέκφραστος χαρά! Θεέ μου δός μου κι' άλλη. Και ό καλός Θεός δίδει κι άλλη, και πλημμυρίζεις χάριτος».
Οι δαίμονες επιτίθενται με κακούς λογισμούς. Ενίοτε αισθάνεσαι φόβον, εν ώρα προσευχής. Πρέπει να μη φοβάσαι να τους περιφρονείς, και να λέγεις την ευχή να μην αφήνεις την ευχή. Ό Θεός θα σου δώσει πολύ χάριν, όταν αγωνίζεσαι και δεν τους υπολογίζεις.Κάποτε προσευχόμενος, έπεσε από το ταβάνι κάτι οπίσω μου (ήμουν γονατιστός), και φοβήθηκα από τον ξαφνικό κρότο που έκανε. Δεν σταμάτησα όμως την προσευχή μου. Συνέχισα και μετ' ολίγον με επεσκέφθη πλουσίως ή χάρις του Θεού
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ. Ο ΌΣΙΟΣ ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥ/1myblog.pblogs.gr

Η αθεία-Το καύχημα της εποχής μας(Φώτη Κόντογλου)


Νυξ αφεγγής τοις απίστοις, Χριστέ, τοις δε πιστοίς φωτισμός.
Αθεΐα! Τίτλος μεγάλος και καύχημα για τον σημερινόν άνθρωπο. Όποιος τον αποχτήσει (και για να τον αποχτήσει, φτάνει να χειροτονηθεί μοναχός του άπιστος),γίνεται παρευθύς στα μάτια των άλλων σοφός, κι' ας είναι αμόρφωτος, σοβαρός, κι' ας είναι γελοίος, επίσημος κι' ας είναι αλογάριαστος, υπεράξιος κι' ας είναι ανάξιος, επιστήμονας κι' ας είναι κουφιοκέφαλος.
Δεν μιλώ για τον άνθρωπο που έχει πόθο να πιστέψει, μα δεν μπορεί, με όλο που κατά βάθος πάντα η αιτία της απιστίας είναι η περηφάνεια, αυτή η οχιά, που κρύβεται τόσο επιτήδεια μέσα στον άνθρωπο, που δεν μπορεί να την καταλάβει. Όπως και νάναι, οι άνθρωποι που αγωνίζουνται και πολεμάνε με τον άπιστο εαυτό τους, έχουνε όλη τη συμπόνεσή μας. Γι' αυτούς παρακαλούμε, όσοι πιστεύουμε, να τους βοηθήσει ο Θεός να πιστέψουνε, όπως έκανε σε κείνον τον πατέρα που είχε άρρωστο το παιδί του, και παρεκάλεσε τον Χριστό να το γιατρέψει. Και Κείνος του είπε: «Αν μπορείς να πιστέψεις, όλα είναι δυνατά σε κείνον που πιστεύει». Και τότε ο πατέρας του παιδιού έκραξε με δάκρυα: «Πιστεύω, Κύριε. Βοήθει μου τη απιστία», δηλαδή «έχω πόθο να πιστέψω, κι' εσύ, Κύριε, δυνάμωσέ τον». Οι άπιστοι, για τους οποίους μιλούμε, δεν είναι τέτοιοι. Όχι μονάχα δεν κλάψανε ποτέ, για να ανοίξουνε με τον πόνο και με τη συντριβή την κλεισμένη πόρτα, την πόρτα της μετανοίας, όπως έκανε εκείνος ο δυστυχισμένος πατέρας που γράφει το Ευαγγέλιο, αλλά μήτε συγκινηθήκανε ποτέ τους, μήτε αισθανθήκανε καμμιά πίκρα για την απιστία τους, μήτε νοιώσανε πως έχουνε γι' αυτό καμμιά ευθύνη, κανένα φταίξιμο. Όλο το φταίξιμο είναι του Θεού, που δεν φανερώνεται μπροστά τους να τους πει: «Ελάτε, ψηλαφήσετέ με, πιάστε με, μιλείστε μαζί μου όπως μιλάτε μεταξύ σας, αναλύσετέ με μέ τη χημεία σας, κομματιάστε με μέ το μαχαίρι της ανατομίας σας, ζυγίστε με, μετρείστε με, ικανοποιήσετε τις άπιστες αισθήσεις σας, χορτάσετε τ' αχόρταγο λογικό σας!». 
Αυτοί οι αυτοτιτλοφορούμενοι άπιστοι, σε καιρό που επιδείχνουνε την εξυπνάδα τους, φουσκωμένοι από τον κούφιον αγέρα της περηφάνειας κι' από την πονηρή ευστροφία του μυαλού τους, δεν είναι σε θέση οι δύστυχοι, να νοιώσουνε πόσο ανόητοι και στενόψυχοι φαίνουνται σε κείνους που πιστεύουνε. Γιατί, για να πιστέψουνε, ζητάνε κάποιες αποδείξεις που κάνουνε τον πιστό να τους ελεεινολογεί για την περιορισμένη αντίληψη που έχουνε για το πνεύμα και για τα πνευματικά ζητήματα. Ο πιστός ξέρει πολύ καλά ως που μπορούνε να φτάξουνε οι διαλογισμοί του άπιστου, γιατί, κι' αυτός, σαν άνθρωπος, τους έχει εκείνους τους λογισμούς, τους λογισμούς της σάρκας, τους λογισμούς τούτου του κόσμου. Ενώ ο άπιστος είναι ανύποπτος για όσα έχει μέσα του ο πιστός, και για ό,τι βρίσκεται παραπέρα από την πρακτική γνώση του, δηλαδή για τα μυστήρια που είναι κρυμμένα από τα μάτια του, και που γι' αυτό θαρρεί πως δεν υπάρχουνε. Κι' από την ανοησία του κορδώνεται, και μιλά με καταφρόνεση για κείνους που είναι σε θέση να νοιώσουνε τη βαθύτερη σύσταση του κόσμου, ενώ αυτός ο δυστυχής είναι τυφλός και κουφός, και θαρρεί πως τα' ακούει όλα και πως τα βλέπει όλα. Ο πιστός έχει πνευματικά μάτια και πνευματικά αυτιά, καθώς και κάποια «υπέρ αίσθησιν». Ο άπιστος πώς να πάρει είδηση από κείνον τον μυστικόν κόσμο μόνο με τα χονδροειδή μέσα που έχει, δηλαδή με τις σωματικές αισθήσεις; Πώς να πιάσει τα λεπτά κι' αλλόκοτα μηνύματα εκείνου του κόσμου, αφού ο δυστυχής δεν έχει τις κεραίες που χρειάζουνται για να τα πιάσει; 
Ο Απόστολος Παύλος γράφει στην Α' προς Κορινθίους επιστολή του, με τον τρόπο που γνωρίζει μονάχα αυτός, για το τι είναι σε θέση να νοιώσει ο πιστός, και τι μπορεί να νοιώσει ο άπιστος: Λαλούμε, λέγει, τη σοφία του Θεού που είναι μέσα σε μυστήριο, και που είναι κρυμμένη, τη σοφία που την προόρισε ο Θεός, πριν από τους αιώνες, για δόξα δική μας, και που δεν τη γνώρισε κανένας από τους άρχοντες τούτου του κόσμου (δηλ. τους σοφούς της κοσμικής σοφίας), και που ξεσκεπάζει αυτά που, κατά τη Γραφή, δεν τα είδε μάτι, και που δεν τ' άκουσε αυτί, και που δεν ανεβήκανε στην καρδιά κανενός ανθρώπου, εκείνα που ετοίμασε ο Θεός για κείνους που τον αγαπούνε. Αλλά σε μας τα φανέρωσε ο Θεός με το Πνεύμα του το άγιο. Επειδή, το άγιο Πνεύμα όλα τα ερευνά, και τα βάθη του Θεού.
Γιατί, ποιος άνθρωπος γνωρίζει το μέσα του ανθρώπου, παρά μονάχα το πνεύμα του ανθρώπου που είναι μέσα στον άνθρωπο; Έτσι και τα μυστήρια του Θεού δεν τα γνωρίζει κανένας παρά μονάχα το Πνεύμα του Θεού. Κι' εμείς δεν επήραμε το πνεύμα του κόσμου (δηλ. τη φιλοσοφία και την κοσμική γνώση), αλλά το Πνεύμα του Θεού, για να γνωρίσουμε όσα χάρισε σε μας ο Θεός. Κι' αυτά (τα χαρίσματα) δεν τα εκφράζουμε με τα λόγια που διδάσκεται η ανθρώπινη σοφία, αλλά με λόγια που διδάσκει το άγιο Πνεύμα, μιλώντας σε πνευματικούς ανθρώπους με πνευματικόν τρόπο. Πλην, ο άνθρωπος που έχει την σαρκική γνώση (τον ορθολογισμό), δεν παραδέχεται όσα διδάσκει το Πνεύμα του Θεού, γιατί τα νομίζει για ανοησίες, και δεν είναι σε θέση να καταλάβει πως ανακρίνεται πνευματικά. Ο πνευματικός όμως άνθρωπος, ανακρίνει κάθε άνθρωπο, ενώ αυτός από κανέναν δεν ανακρίνεται».
Η απιστία υπήρχε πάντα. Μα σήμερα, με την αποτρόπαια ματαιοδοξία που μας τρώγει, την επιδείχνουμε σαν να μας δίνει τη μεγαλύτερη αξία. Όποιος έχει πίστη στον Θεό και στην αλήθεια που φανέρωσε, είναι καταφρονεμένος, σαν στενόμυαλος κι' ανόητος, και τραβά πάνω του όλα τα περιγελάσματα. Λογαριάζεται για "βλαμμένος" από τον πολύν κόσμο, μάλιστα από τον κόσμο που ξέρει να τα καταφέρνει στη ζωή, να «πετυχαίνει», να βγάζει λεφτά, να καλοπερνά, να μη δίνει πεντάρα για τίποτα, κατά το ρητό που λέγει: «Φάγωμεν και πίωμεν, αύριον γαρ αποθνήσκομεν». Για τούτο, χρειάζεται να έχει θάρρος και να περιφρονά την εκτίμηση του κόσμου και το υλικό συμφέρον του, όποιος λέγει πως έχει πίστη στον Θεό.
Ενώ εκείνον που καυχιέται πως δεν πιστεύει σε τίποτα, α') Τον έχει ο κόσμος σε μεγάλη υπόληψη και σεβασμό, μάλιστα όσο περισσότερο άπιστος λέγει πως είναι, τόσο περισσότερη είναι η εκτίμηση και ο σεβασμός που φανερώνει ο έξυπνος και σοβαρός κόσμος στο πρόσωπό του. Ο τέτοιος άνθρωπος είναι συνοφρυωμένος, με λίγα και βαρειά λόγια, αράθυμος κι' απότομος, «θετικός άνθρωπος», « γερό μυαλό». β') Όλα του έρχουνται βολικά, και δεν σκοτίζεται, δεν στενοχωριέται για τίποτα. Δεν έχει ευθύνες και ζαλούρες: Εδώ κάτω, λέγει, είναι η Κόλαση κι' ο Παράδεισος. Η ζωή είναι για να την απολαβαίνουνε οι έξυπνοι. Οι κοιμισμένοι κι' οι αφιονισμένοι ας πεθάνουνε».
Εξ άλλου, δεν υπάρχει πιο εύκολο πράγμα από το να κάνεις τον άπιστο! Πατάς ένα μονάχα κουμπί, κι' όλα σου έρχονται βολικά. Ο διάβολος είπε στον Χριστό: Πέσε, προσκύνησέ με, και θα γίνουνε οι πέτρες ψωμιά, «οι λίθοι άρτοι».
Λέγει λοιπόν ο έξυπνος : «Να κάθεσαι, άνθρωπος με τετρακόσα μυαλά, να χάνεις τον καιρό σου με χαζομάρες, σαν τις γρηές, με θεούς, με κόλαση και με παράδεισο, με καντήλια, με θυμιατά, με δισκοπότηρα, με παπάδες και με καλόγρηες! Και σε ποια εποχή; Στην εποχή μας, που η επιστήμη στέλνει ανθρώπους στους πλανήτες! Ακούς, φίλε μου, βλακεία που έχει αυτός ο κόσμος;».
Αυτά λένε για τους πιστούς οι έξυπνοι και οι τιμημένοι τούτου του κόσμου, και τους χειροκροτούνε οι πολλοί, που τους έχουνε για φρόνιμους σε όλα, επειδή δεν κυνηγάνε ίσκιους, αλλά έχουνε μυαλό γερό, και επιτυχαίνουνε σε ότι καταπιαστούνε.
Ναι! Επιτυχαίνουνε, γιατί, μ' έναν λόγο, η απιστία είναι «η πλατεία πύλη και ευρύχωρος οδός», που δεν πιστεύουνε πως είναι «η απάγουσα εις την απώλειαν», όπως είπε ο Χριστός, αλλά «εις την επί γης ευδαιμονίαν». Ενώ η πίστη είναι «η στενή πύλη και τεθλιμμένη οδός», που δεν πιστεύουνε πως είναι «η απάγουσα εις την ζωήν», αλλά «εις την επί γης δυστυχίαν και περιφρόνησιν». «Πολλοί εισίν οι εισερχόμενοι διά της πλατείας πύλης» κατά τον λόγο του Κυρίου, « και ολίγοι εισιν οι ευρίσκοντες την στενήν πύλην».
Όλοι οι άπιστοι λένε πως αν βλέπανε ένα θαύμα, θα πιστεύανε. Μα η πίστη δεν έρχεται με τη βία, αλλά με τη συγκατάθεση της ψυχής. Γι' αυτό σε όσους ζητάνε θαύμα για να πιστέψουνε, δεν δίνεται, κατά τον λόγο που είπε ο Χριστός στους Φαρισαίους: «Γενεά πονηρά και μοιχαλίς σημείον επιζητεί και σημείον ου δοθήσεται αυτή».
Αλλά και θαύμα να δει ένας άπιστος, η υπερηφάνεια δεν τον αφήνει να πιστέψει, για να μη φανεί ευκολόπιστος και καταφρονεθεί.
Πριν καιρό έγραψα με συντομία πέντε- έξη άρθρα για τα θαύματα που γίνουνται σ' ένα χωριό της Μυτιλήνης, με τον τίτλο «Φρικτά μυστήρια». Πολλοί αναγνώστες συγκινηθήκανε στο έπακρο, ιδίως οι ταπεινοί κι' αγράμματοι άνθρωποι, «τα μωρά του κόσμου και τα εξουθενημένα». Οι έξυπνοι όμως κι' οι τετραπέρατοι δεν δώσανε σημασία, και κάποιοι απ' αυτούς με περιγελάσανε και μου γράψανε πως λέγω ανοησίες.
Αλλά, «Θεός ου μυκτηρίζεται». Από τότε ως τα σήμερα τα θαύματα δεν πάψανε, κι ολοένα γίνουνται πυκνότερα και τρομαχτικώτερα. Οι άνθρωποι που τα βλέπουνε μου τα γράφουνε με όλα τα καθέκαστα, κι απ' αυτά κάνω ένα βιβλίο που θα είναι σαν πυρωμένο σίδερο για τις άπιστες γλώσσες (Πρόκειται για το βιβλίο «Σημείον μέγα» που εξέδωσε ο « Αστήρ»). Αυτόν τον καιρόν γίνουνται ανασκαφές, για να βρεθεί η αρχαία εκκλησία με τα λείψανα εκείνων που φανερώνονται ολοζώντανοι μπροστά στους απλούς ανθρώπους, στον ύπνο και στον ξύπνο τους, καθώς κι εικόνες και τα' άλλα κειμήλια. Θα είχανε βρεθεί όλα, και θα ξεσκεπαζότανε γρήγορα ολότελα αυτός ο φοβερός κρατήρας, που θα σάρωνε τους άπιστους με την αγιασμένη λάβα του, αν υπήρχανε περισσότερα μέσα στα χέρια των φτωχών ανθρώπων που σκάβουνε με μια πίστη που είναι σαν φωτιά.
Μα, όπως και να είναι, με τη χάρη του Θεού «την τ' ασθενή θεραπεύουσαν και τα ελλείποντα αναπληρούσαν», θα βγάλουνε σε καλό τέλος το βλογημένο αυτό έργο, και θα θριαμβέψει η ακατάλυτη πίστη μας, και θα ακουστεί ως τα πέρατα του άπιστου κόσμου η βροντερή φωνή: «Τις Θεός μέγας ως ο Θεός ημών; Συ ει ο Θεός ο ποιών θαυμάσια μόνος!».
Εκ του περιοδικού "Ορθόδοξος Φιλόθεος Μαρτυρία" 

Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη"

Ευλογείτε!

undefined
Πόσες φορές έτυχε να νιώσουμε θαυμασμό κοιτάζοντας το μεγαλείο της φύσης! Πόσες φορές απολαύσαμε ένα ηλιοβασίλεμα, μια εξαίσια μουσική, ένα νόστιμο φαγητό, ή μια απλή όμορφη ανθρώπινη στιγμή! Πώς ανταποκριθήκαμε στο αίσθημα αυτό της ικανοποίησης; Πώς αντιδράσαμε στην απόλαυση της στιγμής αυτής;
Δίπλα σου βλέπεις ένα παιδί να κοιτάζει με λαχτάρα ένα γλυφιτζούρι, αλλά είναι φανερό ότι δεν έχει χρήματα για να το αγοράσει. Κι εσύ έχεις πρόχειρα κάτι ψιλά. Το φωνάζεις λοιπόν, και του αγοράζεις το αντικείμενο του πόθου του. Αυτό, όλο χαρά, το παίρνει, και το βλέπεις να το απολαμβάνει χαρούμενο. Η δική σου ανταμοιβή είναι η δική του χαρά. Όμως, πώς άραγε θα σου φαινόταν, αν έφευγε από δίπλα σου, και δεν σου έλεγε ένα απλό: “ευχαριστώ”; Αν δεν σου έριχνε ούτε καν μια ματιά, αλλά σου γύριζε την πλάτη και έφευγε αφοσιωμένο στο δώρο που ΕΣΥ του αγόρασες;
Ένας φτωχός βρίσκεται έξω από την πόρτα σου. Πεινάει και κρυώνει. Τον καλείς, του δίνεις να φάει, του προσφέρεις ρούχα και ζεστασιά, και τον βλέπεις να τα απολαμβάνει με χαρά. Ναι, εσύ νιώθεις καλά με αυτό που έκανες. Όμως, πώς θα ένιωθες, αν δεν άκουγες από τα χείλη του ούτε ένα ευχαριστώ; Αν τον έβλεπες να σου γυρίζει την πλάτη και να φεύγει σαν να μην υπήρχες;
Το παιδί σου τρώει απέναντί σου στο οικογενειακό τραπέζι. Βλέπεις ότι θέλει να πιάσει το αλάτι, που όμως είναι μακριά του και δεν φτάνει. Του το δίνεις, κι εκείνο το παίρνει και κάνει τη δουλειά του, χωρίς να πει τίποτα. Και του λες:
-Τα ευγενικά παιδιά λένε: “Ευχαριστώ!”
Ναι, στα παιδιά μας ξέρουμε να κάνουμε μαθήματα ευγένειας. Και ξέρουμε καλά την απογοήτευση βλέποντας την αχαριστία κάποιου που ευεργετήσαμε. ΕΜΕΙΣ όμως, πώς συμπεριφερόμαστε απέναντι στον Μεγάλο Ευεργέτη μας τον Θεό;
Κάποτε ο Ιησούς Χριστός, “…ενώ έμπαινε σε κάποια κωμόπολη, τον συνάντησαν δέκα άνθρωποι λεπροί, οι οποίοι στάθηκαν από μακριά· κι αυτοί ύψωσαν φωνή, λέγοντας: ΄΄Ιησού, επιστάτη, ελέησέ μας΄΄. Και όταν τους είδε είπε: ΄΄Πηγαίνετε και δείξτε τον εαυτό σας στους ιερείς΄΄. Και ενώ πορεύονταν, καθαρίστηκαν.
Ένας, όμως, απ’ αυτούς, βλέποντας ότι γιατρεύτηκε, επέστρεψε με δυνατή φωνή δοξάζοντας τον Θεό. Και έπεσε με το πρόσωπο στα πόδια του, ευχαριστώντας τον· κι αυτός ήταν Σαμαρείτης.
Και ο Ιησούς, αποκρινόμενος, είπε: ΄΄Δεν καθαρίστηκαν οι δέκα; Οι άλλοι εννιά πού είναι; Δεν βρέθηκαν άλλοι να επιστρέψουν για να δοξάσουν τον Θεό, παρά μονάχα αυτός ο αλλογενής;΄΄ Και του είπε: ΄΄Σήκω, πήγαινε· η πίστη σου σε έσωσε΄΄.” (Λουκάς 17/ιζ: 12-19).
Δες ότι ο Χριστός, έκανε μεν την ευεργεσία του και στους δέκα, χωρίς να περιμένει ευχαριστίες. Όμως δες επίσης πόσο εκτίμησε αυτό το “ευχαριστώ” του ενός! Δες τι του είπε: “Η πίστη σου σε έσωσε”. Και εκτός από τη θεραπεία, για ένα “ευχαριστώ”, του έδωσε και ΣΩΤΗΡΙΑ!
Καθημερινά, δεχόμαστε αμέτρητες ευεργεσίες από τον Θεό. Κάθε στιγμή, το κάθε τι καλό γύρω μας είναι δικό Του δώρο. Η ίδια η ζωή μας! Άραγε, ΕΜΕΙΣ, θυμόμαστε να Τον ευχαριστήσουμε; Ο λεπρός, γύρισε πίσω για να το κάνει. Εμείς, σηκώσαμε έτσι απλά τα μάτια μας στον ουρανό, να πούμε από μέσα μας ένα: “Ευχαριστώ”; Ή συμπεριφερόμαστε στον Μεγάλο Ευεργέτη μας σαν να μην υπάρχει;
Βέβαια, είναι τόσες οι ευεργεσίες, που μόνο με αδιάλειπτη προσευχή είναι δυνατόν να ευχαριστούμε τον Θεό για όλα. Όμως υπάρχουν στιγμές, που αυτή η ευγνωμοσύνη μπορεί να γίνει δυνατότερη. Στιγμές που νιώθουμε την ανάγκη να πούμε ένα: “Ευχαριστώ”. Στιγμές που θα φαινόταν αγένεια να μην το κάνουμε!
Άραγε, πόση ευγνωμοσύνη νιώθουμε για το καθημερινό μας φαγητό; Θυμόμαστε να προσευχηθούμε πριν το βάλουμε στο στόμα μας; Μήπως το τρώμε χωρίς μια λέξη στον Θεό, και του γυρίζουμε την πλάτη σαν τον αγνώμονα φτωχό στο παράδειγμα της αρχής αυτού του άρθρου; Ή μήπως η προσευχή μας στο φαγητό έγινε μια συνήθεια – παπαγαλία, και δεν θυμόμαστε καν αν προσευχηθήκαμε, ενώ δοκιμάζουμε τις πρώτες μπουκιές;
Πότε για τελευταία φορά είπες ένα “ευχαριστώ” στον ουρανό, μυρίζοντας το όμορφο άρωμα ενός λουλουδιού;
Πότε βλέποντας ένα χαριτωμένο ζωάκι να κάνει τα καμώματά του, ευχαρίστησες τον Σχεδιαστή του;
Πότε ευχαρίστησες τον καταπληκτικό αυτόν Καλλιτέχνη, θαυμάζοντας τον υπέροχο φυσικό πίνακα ενός πολύχρωμου ηλιοβασιλέματος;
Πότε προσευχήθηκες σ’ Αυτόν, να τον ευχαριστήσεις για τις στιγμές αγάπης που πέρασες το βράδι με το σύντροφό σου, μέσω του έρωτα που Αυτός δημιούργησε;
Πότε ακούγοντας μια μελωδία, ένιωσες την καρδιά σου γεμάτη ευγνωμοσύνη για τον δημιουργό του ήχου και της ακοής;
Πότε τον ευχαρίστησες, βλέποντας τους ηλικιωμένους γονείς σου, που σε αξίωσε να τους έχεις ακόμα μαζί σου στη ζωή;
Πότε καμαρώνοντας τα παιδιά σου, Τον ευχαρίστησες για την ευλογία Του στην οικογένειά σου;
Πότε η δροσιά από το απαλό αεράκι σε έκανε ανατριχιάζοντας να Τον ευχαριστήσεις με όλες σου τις αισθήσεις, επειδή νιώθεις γύρω σου τον κόσμο Του;
Λόγοι αμέτρητοι, ευεργεσίες χωρίς τέλος, στιγμές ευχαριστίας μικρές και μεγάλες, σπουδαίες και απλές. Όμως πόσο τις αντιλαμβανόμαστε; Πόσο τις εκτιμούμε; Πόσο ευχαριστούμε Αυτόν που μας χαρίζει απλόχερα τα πάντα;
Πριν από λίγο, απολαμβάνοντας στο ραδιόφωνο μια μελωδία που μου άρεσε πολύ, ένιωσα την ανάγκη να ευχαριστήσω Εκείνον που με αξίωσε να ζω και να απολαμβάνω τη δική Του κτίση. Τότε σκέφτηκα ότι δεν είμαι πάντα τόσο ευγενικός, και ότι θα’ πρεπε να είμαι πιο ευγνώμων στον Θεό μου. Και θέλησα να μοιρασθώ μαζί σας αυτές τις σκέψεις.
Ευλογείτε!
Γ.Κ.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...