Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Ιουνίου 04, 2011

ΕΤΣΙ Ο ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΧΡΥΣΑΝΘΟΣ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΕ ΤΗΝ "ΚΑΤΟΧΙΚΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ""


“ΕΤΣΙ Ο ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΧΡΥΣΑΝΘΟΣ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΕ ΤΗΝ “ΚΑΤΟΧΙΚΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ””

“2.15 Καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ͵ ............... 2.17 Ἐμνήσθησαν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ὅτι γεγραμμένον ἐστίν͵ Ὁ ζῆλος τοῦ οἴκου σου καταφάγεταί με.” (Ιωάν. β’ 15-17).

Του Θεολόγου κ. Ιωάννη Ρεντζίδη
=================

Σε όλα τα Μ.Μ.Ε. ακούμε διαρκώς ότι η λεγομένη “Τρόϊκα” (Η Ε.Ε., η Ευρωπαϊκή Τράπεζα και το Δ.Ν.Τ.) συμπεριφέρονται κυριαρχικά προς την Πατρίδα μας.

Ο Δικηγορικός Σύλλογος και πολλοί διακεκριμμένοι συνταγματολόγοι ισχυρίζονται με τεκμηριωμένες απόψεις ότι η συμφωνία με την Τρόϊκα είναι Αντισυνταγματική.

Και το ακόμη χειρότερο είναι ότι πολλοί θεωρούν την παρούσα κυβέρνηση σχεδόν Κατοχική.

Δεν γνωρίζουμε εάν θα έχουμε και άλλα βήματα, όπου η κυβέρνηση θα καταστεί εμφανέστατα κατοχική. Εάν ο λαός έχει τη συνείδησι ότι περιέπεσε σε Ξένη Κατοχή, τότε τι οφείλει να κάνει η Εκκλησία;

[Βλέπε και σχετικό άρθρο μας: “Και πάλι ο Προκαθήμενος της Εκκλησίας της Ελλάδος αρνείται να ορκίσει την Κατοχική Κυβέρνηση. Φανταστικό ή πραγματικό σενάριο;;;”].

Α΄ Εκκλησία Εθναρχούσα

Η Ορθόδοξος Εκκλησία της Πατρίδος μας πάντοτε αφουγκράζεται τον πόνο και το στεναγμό του Ελληνικού λαού. Δένει τις πληγές του και τον στηρίζει στις δύσκολες στιγμές πού πέρασε και περνά στο διάβα των αιώνων. Είναι με άλλα λόγια Εκκλησία Εθναρχεύουσα.
Στο διάβα των αιώνων τα γεγονότα αποδεικνύουν ότι η Εκκλησία μας είναι Μητέρα πραγματική του λαού μας.
Με ποιο τρόπο εργάζεται και ενεργεί κατά τις δύσκολες στιγμές;
Πρωτοστατεί στον αγώνα κατά των Ξένων Κατακτητών και εξουσιαστών, με όλους τους τρόπους πού θέλει ο Θεός.
Β΄ Ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος και η ξένη κατοχή

Αρνείται να ορκίσει την κατοχική Κυβέρνηση.

Όταν οι Γερμανοί κατακτητές εισήλθαν στην Αθήνα, τότε ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος αρνήθηκε να συμμετάσχει στην επιτροπή υποδοχής των Γερμανών (μαζί με τον Νομάρχη, το Δήμαρχο και το Φρούραρχο).
«Έργο του Αρχιεπισκόπου δεν είναι να υποδουλώνει, αλλά να απελευθερώνει» ήταν η γενναία του απάντηση. Κατ’ επέκταση, αρνήθηκε να Χοροστατήσει στη «Δοξολογία» για τη Γερμανική κατοχή της πόλεως.
Αλλά και την πρώτη Κατοχική Κυβέρνηση Τσολάκογλου αρνήθηκε να ορκίσει. «Η Κυβέρνησις την οποία όρκισα εξακολουθεί να συνεχίζει τον πόλεμον. Άλλην κυβέρνησιν δεν δύναμαι να ορκίσω» (29/4/1941).
Βέβαια αυτό είχε ως συνέπεια γρήγορα να εκθρονισθεί από τη θέση του Προκαθημένου της Ελλαδικής Εκκλησίας.
Τι σημασία όμως έχει αυτό;
Ο περίφημος εκείνος Ιεράρχης αρνήθηκε κάθε συνεργασία με τον ξένο κατακτητή.
Δέχεται στα όρθια τον Στρατάρχη των Γερμανών

Ας δούμε πώς αυτός ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος υπεδέχθη τον Στρατάρχη Γερμανό διοικητή της Ελλάδος, τόν Φόν Στούμμε, Ανώτατο Διοικητή Νοτιοανατολικής Ευρώπης, στην Αρχιεπισκοπή, μετά την κατάληψη των Αθηνών από τους Γερμανούς.
Τον εδέχθη ατάραχος, με ύφος ψυχρό και όρθιος. Δεν του προσέφερε ούτε ένα κάθισμα. Ακολούθησε ο παρακάτω διάλογος.
Φον Στούμμε: «Ο Γερμανικός στρατός δεν έφτασε με εχθρικές διαθέσεις κατά του πληθυσμού».
Χρύσανθος: «Κυριε Στρατάρχα, πρωτίστως ο στρατός σας εισέβαλεν εις ένα τόπον, του οποίου ο λαός ηγωνίσθη με πραγματικήν πίστιν διά την ελευθερίαν του και δια την ουδετερότητά του και εξακολουθεί πάντοτε να πιστεύη εις τα ιδανικά του».
Φον Στούμμε: (Προσπαθώντας να συγκρατήσει την οργή του) «Δεν σας ικανοποιούν μήπως αι διαβεβαιώσεις μου;»
Χρύσανθος: «Τας ήκουσα. Αλλά νομίζω, ότι έχω καθήκον ως αρχηγός της Εκκλησίας της Ελλάδος να σας συστήσω να σεβασθή η Γερμανική διοίκησις τον ηρωϊκόν λαόν της Χωρας αυτής, διά να αποφευχθούν δυσάρεστα γεγονότα».
Φον Στούμμε: «Είμεθα σύμφωνοι. Από της επόψεως αυτής είμεθα βέβαιοι, ότι και η Ελληνική Εκκλησία δεν θα λησμονήση την υποχρέωσίν της να καθοδηγήση τον Ελληνικόν λαόν εις τας υποχρεώσεις του, και το συμφέρον του, να συνεργασθή αρμονικά και εγκάρδια με τας στρατιωτικάς αρχάς της Κατοχής, ακριβώς για να αποφευχθούν τα δυσάρεστα»
Χρύσανθος: «Η Ελληνική Εκκλησία ευρέθη πάντοτε παρά τον πλευρόν του Ελληνικού λαού εις τούς αγώνες του, αξία της εμπιστοσύνης του και να είσθε βέβαιοι, ότι δεν θα λείψη να πράξη το καθήκον της και κατά την κρίσιμον αυτήν περίπτωσιν».
Πέρασαν μερικές στιγμές παγερής σιωπής και ο Στρατάρχης αναγκάσθηκε να υποκλιθεί και να φύγει. Βέβαια, όπως ήδη προείπαμε, μετά από λίγο εξεθρονίσθη ο λαμπρός εκείνος Ιεράρχης από τη θέση του.
Ο Χρύσανθος θεωρήθηκε ο υπέρτατος πνευματικός αρχηγός της εθνικής Αντιστάσεως στην Ελλάδα. Στο ταπεινό αλλά ιστορικό σπίτι του, στην οδό Σουμελάς στην Κυψέλη, λειτουργούσε παράνομος ασύρματος, με τον οποίο επικοινωνούσε με την Ελληνική κυβέρνηση. Ήταν δε γνωστός ως ο «Ασύρματος του Δεσπότη» και λειτουργούσε μέχρι την απελευθέρωση τού Έθνους
Γ΄ Εμείς πώς υποδεχθήκαμε τους νεοκατακτητές της Ελλάδος;
Πώς εμείς δεχθήκαμε τελευταία τον περίφημο εκείνο Τζώρτζ Σόρος, τον περίφημο Dominique Gaston André Strauss-Kahn και τούς άλλους νεοκατακτητές; Δυστυχώς, με πνεύμα φοβίας και δουλικότητος.
Ας αφουγκρασθούμε τον κραδασμό της ψυχής των δυνατών Πατέρων μας και ας τους μιμηθούμε. Οι πρόγονοί μας δίνουν το μήνυμα της αφυπνίσεως: “Εἴρηκα, ἀκηκόατε, ἔχετε, κρίνατε” (Ἀριστοτέλους, Ρητορικά).

Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος Β' : "ΠΟΥ ΠΑΜΕ;"

Η έξοδος από την οικονομική κρίση θα πρέπει να συνοδεύεται από μία ριζική αλλαγή νοοτροπίας επισημαίνει στο άρθρο του στην εφημερίδα «Καθημερινή της Κυριακής» ο Μακαριώτατος, τονίζοντας πως σήμερα θερίζουμε τις συνέπειες της αφροσύνης μας.
Πρέπει, σημειώνει, να επιχειρήσουμε να εμβαθύνουμε στην πνευματική μας κληρονομιά ώστε να προκύψει μία νέα ιεράρχηση των αξιών μας. Όλοι υπήρξαμε μέρος της κρίσεως, υπογραμμίζει, και όλοι μπορούμε να γίνουμε μέρος της αλλαγής.
Έχουμε τη δυνατότητα και το καθήκον να συμβάλουμε στη διαμόρφωση μίας πιο υγιούς κοινωνίας που όλοι επιθυμούμε και οραματιζόμαστε.
Ακολουθεί το πλήρες άρθρο:
ΠΟΥ ΠΑΜΕ;
τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος Ἱερωνύμου.
Σέ τέτοιες κρίσιμες ὧρες πού περνᾶ ὁ τόπος μας ὁ δημόσιος λόγος γίνεται δύσκολο ἄθλημα. Ἀπό τή μιά εἶναι δημοφιλής ἡ ἀνέξοδη ἐπιλογή νά γίνει καταγγελτικός, ἀλλά κινδυνεύει νά χάσει τήν ἐπαφή μέ τήν πραγματικότητα, ἄν προσπαθήσει νά γίνει παρηγορητικός καί ἐνισχυτικός. Καί ὅμως, πρέπει νά ἀρθρωθεῖ λόγος.
Ἀπό ὁλοένα καί περισσότερους διατυπώνεται ἡ ἄποψη πώς ἡ ἔξοδος ἀπό τήν οἰκονομική κρίση στήν ὁποία ἔχουμε βρεθεῖ θά διευκολυνθῆ ἄν συνοδεύεται ἀπό ριζική ἀλλαγή νοοτροπίας. Ἀλλαγή δηλαδή τῶν στάσεών μας ἀπέναντι στή ζωή καί στή κοινωνία. Οἱ ἡμέρες μας εὐνοοῦν τούς στοχασμούς μας σχετικά μέ αὐτή τήν ἀλλαγή σελίδας.
Τά σφάλματα πού διαπράξαμε ὡς λαός καί τά ὁποῖα μᾶς ἔφεραν σέ αὐτό τό κατάντημα εἶναι ἤδη γνωστά καί χιλιοειπωμένα. Θά ἤθελα ὅμως νά ἐπισημάνω πώς οἱ προδιαγραφές γιά μιάν ὑγιέστερη κοινωνική ζωή εἶχαν διατυπωθεῖ αἰῶνες πρίν, μέσα ἀπό τήν θεολογική μας παράδοση.
Γιά παράδειγμα ὡς πρός τήν ἀνάγκη ἑνότητος, τόσο σπάνιας γιά τό ἔθνος μας, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος εἶχε συμβουλεύσει: "Προσέξτε γιατί ἄν δαγκώνει ὁ ἔνας τόν ἄλλο θά ἀλληλοεξοντωθῆτε μεταξύ σας". Ὁ Μέγας Βασίλειος εἶχε ἐπισημάνει ὅτι "κάθε τι στή φύση καί ὅλα τά ἀνθρώπινα πράγματα ἔχουν ὅρια καί τέλος ἐκτός ἀπό τόν τόκο (!)", ὑποδεικνύοντας ἔτσι τήν οἱονεί μεταφυσική προέκταση πού λαμβάνει τό χρῆμα στίς συνειδήσεις, ὅταν κυριαρχεῖ ἡ ἀπληστία, μιά διάσταση πού φέρει πελώρια εὐθύνη γιά τίς σημερινές τρομακτικές ἀνισότητες.
Ἐξ ἄλλου ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος συνιστᾶ κάτι πού φαίνεται νά λησμονήσαμε: "Κανείς ἀπό ὅσους ἀσκοῦν χειρωνακτικό ἐπάγγελμα νά μήν ντρέπεται, ἀλλά νά ντρέπονται, ὅσοι τρέφονται ἄδικα καί μένουν ἀργοί" προσθέτοντας ὅτι "τά γνωρίσματα τοῦ ἀληθινά φιλοσοφημένου καί καλλιεργημένου ἀνθρώπου εἶναι ἡ περιφρόνηση τοῦ πλούτου καί τῆς δόξας, καθώς καί τό νά εἶναι ἀνώτερος ἀπό φθόνο καί κάθε πάθος".
Ἀκόμη, ὁ ἡσυχαστής ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς μέ τόλμη καταγγέλει ὡς πλεονέκτη "ὄχι μόνο ἐκεῖνον πού σφετερίζεται τά ξένα ἀλλά καί αὐτόν πού πού οἰκειοποιεῖται τά κοινά, δηλαδή ὄχι μόνον ἐκεῖνον πού ἀδικεῖ κάποιον ἄλλο ἀλλά καί αὐτόν πού δέν μεταδίδει στούς ἔχοντες ἀνάγκη ἀπό αὐτά πού νόμιμα ἀπέκτησε".
Παραθέτω ἐλάχιστα παραδείγματα, ἁπλῶς ἐνδεικτικά, ἀπό τίς ἄφθονες ἐκεῖνες παρακαταθῆκες ἀληθινῆς πνευματικότητος πού μᾶς κληροδότησαν οἱ ἅγιοι πρόγονοί μας. Ἐμεῖς ἁπλῶς διαπιστώνουμε πόσο μικροί σταθήκαμε ἀπέναντι σέ αὐτές τίς παραινέσεις καί ὅτι τώρα ἁπλῶς θερίζουμε τίς συνέπειες τῆς ἀφροσύνης μας.
Ὁπωσδήποτε θά μποροῦσε νά ἀκουστεῖ ἐδῶ ὁ ἀντίλογος:
Οἱ παραπάνω θέσεις ἀντανακλοῦν μιά γενικότερη ἠθική ὑπευθυνότητα τήν ὁποία ἐνδεχομένως συμμερίζονται καί ἄνθρωποι μή πιστοί. Εἶναι ἀλήθεια αὐτό καί πράγματι τιμοῦμε τούς ἀδελφούς μας πού ἀγωνίζονται νά παραμένουν ἀκέραιοι καί συνεπεῖς, μέ ἠθικές ἀρχές χωρίς νά ἔχουν τήν ἀναφορά τους στήν θρησκευτική πίστη. Στηρίζουν τήν κοινωνία καί ἀποτελοῦν παραδείγματα γιά ὅλους μας. Ὅμως δέν εἶναι δυνατό νά παρασιωπήσουμε τό ξεχωριστό κίνητρο τῆς ἠθικότητας τῶν πιστῶν χριστιανῶν: τήν ἐπίγνωση ὅτι κάθε συνάνθρωπος ἀποτελεῖ εἰκόνα Θεοῦ καί γι' αὐτό κάθε μορφή ἀδικίας προσβάλλει τόν Ἴδιο τόν Δημιουργό. Ἡ ἔνταξη στόν ἐκκλησιαστικό τρόπο ζωῆς προσφέρει τό πλεονέκτημα τῆς ἠθικῆς στάσης ὄχι ἁπλῶς ὡς ὑπακοῆς σέ ἀφηρημένες ἀρχές ἀλλά ὡς ἀγάπης πρός τά ζωντανά πρόσωπα τοῦ Θεοῦ καί τῶν εἰκόνων Του.
Μιά τέτοια στάση ζωῆς ἔχει ἐμπνεύσει πολλές καί ποικίλες μορφές κοινωνικῆς συμπαράστασης. Στόν ἐκκλησιαστικό χῶρο, ἐκτός ἀπό τήν ἀθόρυβη συμπαράσταση στά ποικίλα προβλήματα τῶν ἀνθρώπων τήν ὁποίαν ἔχουν ἐπωμισθεῖ οἱ κληρικοί μας, ἔχουμε συχνά τήν εὐλογία νά συναντοῦμε ἀξιοζήλευτες δράσεις κοινωνικῆς ὑπευθυνότητος τῶν λαϊκῶν ἀδελφῶν μας, πάντα ἐθελοντικές, ἀφανῆ στήριξη στήν οἰκογένεια, ἐργασία σέ συσσίτια, φροντίδα ἀπόρων, συμπαράσταση σέ ἐφήβους καί νέους, μέριμνα γιά μετανάστες, ἱεραποστολή σέ μακρυνές καί δύσκολες χῶρες, προσφορά σέ νεανικές ὁμάδες καί κατασκηνώσεις καί ἄλλα πολλά. Ἄν σέ αὐτές προστεθοῦν καί οἱ ἀνθρωπιστικές δράσεις ἀπό μή ἐκκλησιαστικούς χώρους καθώς καί οἱ διάφορες μορφές αὐτοοργάνωσης μέ στόχο τήν κοινωνική ἀλληλεγγύη οἱ ὁποῖες ἐμφανίζονται τελευταῖα, τότε μᾶλλον δικαιούμαστε νά ἐλπίζουμε. Ὁ λαός μας διαθέτει ἀκόμη μεγάλα ἀποθέματα ἀνθρωπιᾶς καί δυναμισμοῦ.
Ἀλλά δέν ἀρκοῦν. Χρειάζεται νά κινητοποιηθεῖ μεγαλύτερο τμῆμα τῆς κοινωνίας μας. Τό κυριώτερο: ἀπαιτεῖται μιά ἐμβάθυνση στήν πνευματική μας κληρονομιά, ὥστε νά προκύψει μιά νέα ἱεράρχηση τῶν ἀξιῶν μας.
Καθώς ἀτενίζουμε μέ δέος καί σφίξιμο καρδιᾶς τά οἰκονομικά μέτρα γιά τήν ἔξοδο ἀπό τήν κρίση, ταυτόχρονα ἀγνοοῦμε καί ἀναρωτιόμαστε ποιό τοπίο θά ἀντικρύσουμε βγαίνοντας ἀπό αὐτήν; Ποιές μακροπρόθεσμες ἐπιπτώσεις θά ἔχουν τά ἐν λόγῳ μέτρα στήν οἰκογένεια, στίς ἐργασιακές σχέσεις, στά ὄνειρα τῆς νεολαίας; Σέ ποιά κατάσταση θά βρεθοῦν, μέ τά νέα δεδομένα, ἡ ἑλληνική κοινωνία καί (γιατί ὄχι;) ἡ ἑλληνική πολιτεία μέσα στή διεθνῆ πραγματικότητα; Ποιό κοινωνικό ἦθος θά γεννηθῆ αὔριο;
Θά ἀποτελεῖ μοιραῖο λάθος νά παρακολουθοῦμε παθητικά αὐτή τή διεργασία σχηματισμοῦ τοῦ νέου τοπίου. Ἐφ' ὅσον λιγότερο ἤ περισσότερο, ὑπήρξαμε ὅλοι μέρος τῆς κρίσεως, μποροῦμε νά γίνουμε μέρος τῆς ἀλλαγῆς. Ἔχουμε καί τή δυνατότητα καί τό καθῆκον νά συμβάλουμε στή διαμόρφωση τῆς ὑγιέστερης κοινωνίας πού ὅλοι ἐπιθυμοῦμε καί ὁραματιζόμαστε. Μόνο πού γιά τό ἔργο αὐτό χρειαζόμαστε τόν κατάλληλο πνευματικό ἐξοπλισμό.
Θά ἁρπάξουμε τήν εὐκαιρία

Άγιος Μητροφάνης αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως

undefined
Ό άγιος Μητροφάνης ήταν γιος του Δομετίου, αδελφός του Ρωμαίου αυτοκράτορα Πρόβου (276-282). Ό Δομέτιος έχοντας έλθει με τήν χάρη του Θεού εις έπιγνωσιν της πλάνης της θρησκείας των ειδώλων, πίστευσε στον Χρίστο και έλαβε το άγιο Βάπτισμα• εν συνεχεία εγκαταστάθηκε στο Βυζάντιο, άσημη πόλη τότε, με τους δύο γιους του, Πρόβο και Μητροφάνη. Έκεί συνδέθηκε μέ τον επίσκοπο της πόλεως, Τίτο, άνθρωπο άγιο και θεοφόρο, Ό οποίος τον συναρίθμησε στον κλήρο του και τον όρισε διάδοχο του. Άφού διοίκησε τήν Εκκλησία αύτη επί είκοσι τρία έτη, εν μέσω διαφόρων διωγμών, έκοιμήθη εν ειρήνη, και ο γιός του Πρόβος ανέλαβε και άσκησε το αξίωμα αυτό για δώδεκα περίπου χρόνια, κατόπιν δε εξελέγη ώς διάδοχος του ο αδελφός του Μητροφάνης, τον οποίο όλοι θαύμαζαν γιά τήν αρετή και τήν δίκαιη κρίση του. Αυτόν βρήκε στον επισκοπικό θρόνο ο Μέγας Κωνσταντίνος, όταν επέλεξε τό Βυζάντιο γιά νέα πρωτεύουσα αναφέρεται μάλιστα ότι στήν επιλογή της πόλης, εκτός άπό τήν καλή θέση της μεταξύ Ανατολής καί Δύσης καί του κλίματος της, βάρυνε καί ή αγιότητα του επισκόπου της, του οποίου καί μόνον η όψη έφθανε να επιβάλει τον σεβασμό, ακόμη καί στους πλέον αλαζόνες.
Κατά τήν Πρώτη Οικουμενική Σύνοδο (325), ο άγιος Μητροφάνης, καθηλωμένος από τά γεράματα καί τήν αρρώστια στο κρεβάτι, δεν μπορούσε νά μετακινηθεί, έστειλε όμως στήν Νίκαια τον πρώτο μεταξύ τών πρεσβυτέρων του, Αλέξανδρο, στον οποίο είχε πλήρη εμπιστοσύνη. Όταν ο αυτοκράτορας, μετά την λήξη της Συνόδου, επέστρεψε στήν Κωνσταντινούπολη, επισκέφθηκε τον άγιο ιεράρχη, ο οποίος του ανακοίνωσε τήν αποκάλυψη του ότι ο Αλέξανδρος [30 Αύγ.] καί ο Παύλος [6 Νοεμ] θά τον διαδέχονταν στήν διακυβέρνηση της Εκκλησίας. Έκοιμήθη λίγες ημέρες αργότερα, σέ ηλικία εκατόν δεκαεπτά ετών, άφού έλαβε τιμητική αναγνώριση από τους συνοδικούς Πατέρες, ενώ την κηδεία του λέγεται ότι έτέλεσε ο άγιος Ιάκωβος, επίσκοπος Νισίβεως [13 Ίαν.]. Τα τίμια λείψανα του, πού κατατέθηκαν σέ ναό τον όποιο είχε ανεγείρει στην συνοικία Έπτάσκαλον, κάηκαν κατά τους χρόνους του διωγμού του Κωνσταντίνου Ε’ του Κοπρωνύμου.
Πηγή: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Εκδόσεις Ίνδικτος

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ

ατά τήν ἑβδόμη ἀπό τοῦ Πάσχα Κυριακή ἑορτάζει ἡ Ἐκκλησία μας τήν μνήμη τῶν ἁγίων 318 θεοφόρων Πατέρων τῆς Α’ ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἡ μεγάλη αὐτή Σύνοδος συνεκλήθη, ὡς γνωστόν, ἀπό τόν πρῶτο χριστιανό αὐτοκράτορα, τόν Κωνσταντῖνο, στήν Νίκαια τῆς Βιθυνίας τόν Μάϊο τοῦ ἔτους 325, κατεδίκασε τήν αἵρεσι τοῦ Ἀρείου καί ἀνεκήρυξε τόν Χριστό Θεό, ὁμοούσιο πρός τόν Πατέρα. Στίς 29 Μαΐου βρίσκομε σέ πολλά χειρόγραφα νά σημειώνεται ἡ μνήμη τῶν Πατέρων τῆς Συνόδου αὐτῆς. Ὁ ἑορτασμός τῆς μνήμης των κατά τήν παροῦσα Κυριακή ὀφείλεται, ὅπως εἶναι φανερό, στό γνωστό καί ἀπό ἄλλες περιπτώσεις ἔθος τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας, νά μεταθέτῃ σέ Κυριακές τίς μνῆμες τῶν μεγάλων ἁγίων. Ἡ ἑβδόμη ἀπό τοῦ Πάσχα Κυριακή δέν εἶχε ἰδιαίτερο ἑορτολογικό θέμα καί προτιμήθηκε ὡς ἡ καταλληλοτέρα καί ἡ πλησιεστέρα πρός τήν μνήμη τῶν Πατέρων γιά νά μεταφερθῇ σ᾽ αὐτήν ὁ ἑορτασμός των.
Τήν Κυριακή τῶν ἁγίων Πατέρων θά ἀκούσωμε μαζί μέ τήν συνήθη ἀναστάσιμο ἀκολουθία τῆς Κυριακῆς νά συμπλέκωνται τροπάρια μεθέορτα τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Κυρίου, πού ἑωρτάσαμε, ἀλλά καί προεόρτια τῆς ἑορτῆς πού θά πανηγυρίσωμε μετά ἀπό ὀκτώ ἡμέρες, τῆς ἁγίας Πεντηκοστῆς. Ἔτσι Ἀνάστασις, Ἀνάληψις, Πεντηκοστή καί Πατέρες ἀπό κοινοῦ θά ὑμνηθοῦν αὐτήν τήν ἐνδιάμεσα τῶν μεγάλων αὐτῶν ἑορτῶν Κυριακή. Παρ᾽ ὅλα τά ἐκ πρώτης ὄψεως ἀσυμβίβαστα αὐτά ἑορτολογικά θέματα, δέν λείπει ἀπό τήν ἀκολουθία τῆς ἡμέρας αὐτῆς μία σχετική ἁρμονία, πού τήν συνθέτουν ἀκριβῶς οἱ διαφορές καί οἱ ἀντιθέσεις τῶν ἐπί μέρους θεμάτων. Ἄν μάλιστα τήν τοποθετήσωμε στό ὅλο πλαίσιο τοῦ Πεντηκοσταρίου θά διακρίνωμε μέ πόση νηφαλία κρίσι καθωρίσθη ἡ διαδοχή αὐτή τῶν ἑορτῶν ἀπό τούς συντάκτας τοῦ ἑορτολογίου μας. Χάρις, πράγματι, στά θέματα αὐτῆς τῆς Κυριακῆς ἐπιτυγχάνεται ἡ δημιουργία ἑνός μεταβατικοῦ σταθμοῦ μεταξύ τῶν μεγάλων ἑορτῶν πού ἑωρτάσαμε καί ἐκείνης πού ἐπίκειται. Μέ τήν μνήμη ἐξ ἄλλου τῶν Πατέρων τῆς ἐν Νικαίᾳ Συνόδου τονίζεται ἡ πιστότης τῆς Ἐκκλησίας στήν ἀληθινή καί ὀρθή διδασκαλία, ὅπως τήν ἄκουσε ἀπό τό στόμα τοῦ Κυρίου καί ὅπως τήν εἶδε ἀνάγλυφη στό ὅλο σωτηριῶδες ἔργο τοῦ Χριστοῦ. Αὐτό ἀκριβῶς ὑπογραμμίζει καί τό συναξάριο τῆς Κυριακῆς τῶν ἁγίων Πατέρων. «Τήν παροῦσαν ἑορτήν ἑορτάζομεν δι᾽ αἰτίαν τοιαύτην. Ἐπειδή γάρ ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός τήν καθ᾽ ἡμᾶς φορέσας σάρκα, τήν οἰκονομίαν ἅπασαν ἀρρήτως ἐνήργησε καί πρός τόν πατρῷον ἀποκατέστη θρόνον, θέλοντες δεῖξαι οἱ ἅγιοι ὅτι ἀληθῶς ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἐγένετο ἄνθρωπος καί τέλειος ἄνθρωπος Θεός ἀνελήφθη καί ἐκάθισε ἐν δεξιᾷ τῆς μεγαλωσύνης ἐν ὑψηλοῖς, καί ὅτι ἡ σύνοδος αὕτη τῶν ἁγίων Πατέρων οὕτως αὐτόν ἀνεκήρυξε καί ἀνωμολόγησεν ὁμοούσιον καί ὁμότιμον τῷ Πατρί. τούτῳ τῷ λόγῳ μετά τήν ἔνδοξον Ἀνάληψιν τήν παροῦσαν ἐθέσπισαν ἑορτήν, ὡσανεί τόν σύλλογον τῶν τοσούτων Πατέρων προβιβάζοντες τοῦτον δή ἐν σαρκί ἀναληφθέντα Θεόν ἀληθινόν καί ἐν σαρκί τέλειον ἄνθρωπον ἀνακηρυττόντων». Στόν ναό τῆς Ἁγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως κατά τόν Ι’- ΙΑ’ αἰῶνα ἑώρταζαν τήν Κυριακή αὐτή ἐκτός ἀπό τούς Πατέρας τῆς Α’ καί τούς ἄλλους Πατέρας τῶν ἕξ οἰκουμενικῶν Συνόδων, προφανῶς γιά τόν ἴδιο λόγο. γιά νά παρασταθῇ δηλαδή ἡ ἑνότης τῆς ἐκκλησιαστικῆς διδασκαλίας καί ἡ συνέπειά της πρός τήν διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου. Λείψανο τοῦ κοινοῦ αὐτοῦ ἑορτασμοῦ βρίσκομε στό δοξαστικό τῆς λιτῆς τῆς ἀκολουθίας. Σ᾽ αὐτό ἐκτός ἀπό τόν Ἄρειο ἀπαριθμοῦνται καί ὁ Μακεδόνιος, ὁ Νεστόριος, ὁ Εὐτυχής, ὁ Σαβέλλιος καί ὁ Σεβῆρος, ἡ διδασκαλία τῶν ὁποίων κατεδικάσθη ἀπό τάς ἄλλας Οἰκουμενικάς Συνόδους. Τελικά ὅμως ἡ ἑορτή διετήρησε μόνον τό ἀρχικό της θέμα, τήν μνήμη τῶν 318 Πατέρων τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Ἀπό τό ὅλο λειτουργικό περιεχόμενο τῆς ἡμέρας θά σταθοῦμε στά δύο ἀναγνώσματα τοῦ ἑσπερινοῦ καί στά δύο τῆς θείας λειτουργίας. Τά δύο πρῶτα εἶναι παρμένα ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη, ἔχουν δέ σημασία, γιατί στά ἐπεισόδια στά ὁποῖα ἀναφέρονται ἐκεῖ διεῖδε ἡ Ἐκκλησία τόν τύπο τῶν Πατέρων καί τόν ρόλο των στήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Στό πρῶτο, ἀπό τήν Γένεσι, κεφάλαιο 14, 14-20, περιγράφεται ἡ θαυμαστή νίκη τοῦ Ἀβραάμ, πού ἐπί κεφαλῆς τῶν 318 «οἰκογενῶν» του κατετρώπωσε τούς ἑπτά περιοίκους βασιλεῖς, ἀπηλευθέρωσε τούς αἰχμαλώτους καί ἐδέχθη γιά τήν νίκη του τήν εὐλογία τοῦ βασιλέως τῆς Σαλήμ, τοῦ Μελχισεδέκ. Καί οἱ Πατέρες τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, 318 καί ἐκεῖνοι ὅπως οἱ δοῦλοι τοῦ Ἀβραάμ, θεῖο στρατόπεδο – θεία παρεμβολή καί αὐτοί, κατατροπώνουν μέ τήν ἀδάμαστο μαχητικότητά τους τούς ἐχθρούς τοῦ Χριστοῦ. Συντρίβουν τήν αἵρεσι καί ἀπελευθερώνουν τούς ἁρπαγέντας ἀπό αὐτήν πιστούς. Στό δεύτερο ἀνάγνωσμα, Δευτερονομίου 1, 8-17, ὁ Μωυσῆς ἀφηγεῖται πῶς ἐξέλεξε ἀπό τό λαό «ἄνδρας σοφούς καί ἐπιστήμονας καί συνετούς» καί ἀνέθεσε σ᾽ αὐτούς τήν καθοδήγησι, τήν διακυβέρνησι τοῦ λαοῦ. Καί αὐτοί εἶναι τύπος τῶν Πατέρων, στούς ὁποίους ὁ Κύριος ἐνεπιστεύθη τήν διαποίμανσι τῆς Ἐκκλησίας. Ἐπάνω σ᾽ ἐκείνους ἐμερίσθη τό πνεῦμα τοῦ Μωυσέως. Σ᾽ αὐτούς μερίζει τό Πνεῦμα τό ἅγιον τά χαρίσματα τῆς σοφίας καί τῆς ὀρθῆς κρίσεως στά ἑκάστοτε ἀναφυόμενα στήν Ἐκκλησία διαφιλονικούμενα θέματα. Καί ἐδῶ ἡ κρίσις εἶναι τοῦ Θεοῦ.
Τά δύο πάλι ἀναγνώσματα τῆς θείας λειτουργίας μᾶς μεταφέρουν ἀπό τήν σκιά καί τήν εἰκόνα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης στήν ἀλήθεια τῆς Καινῆς. Τό πρῶτο εἶναι ἀπό τίς Πράξεις καί τό δεύτερο ἀπό τό Κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιο, κατά τό σύστημα τῆς ἀναγνώσεως τῶν βιβλίων αὐτῶν κατά τήν περίοδο τοῦ Πεντηκοσταρίου. Ὁ Παῦλος καλεῖ τούς πρεσβυτέρους τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἐφέσου στήν Μίλητο, ἀπό ὅπου περνοῦσε ἐπιστρέφοντας στά Ἱεροσόλυμα. Οἱ λόγοι του ἦσαν προφητικοί καί ἀνεφέροντο στό μέλλον τῆς Ἐκκλησίας καί στήν εὐθύνη τῶν ποιμένων γιά τήν περιφρούρησι τοῦ ποιμνίου τοῦ Χριστοῦ. Αὐτοί οἱ λόγοι ἀπετέλεσαν καί τό ἔμβλημα τῶν Πατέρων καί ὑπέκαυσαν τήν ἀνύστακτο φροντίδα των γιά τήν ὀρθή πίστι καί τήν ἀκεραιότητα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. «Προσέχετε ἑαυτοῖς καί παντί τῷ ποιμνίῳ, ἐν ᾧ ὑμᾶς τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἔθετο ἐπισκόπους ποιμαίνειν τήν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ, ἥν περιεποιήσατο διά τοῦ ἰδίου αἵματος. Ἐγώ γάρ οἶδα τοῦτο, ὅτι εἰσελεύσονται μετά τήν ἄφιξίν μου λύκοι βαρεῖς εἰς ὑμᾶς, μή φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου. Καί ἐξ ὑμῶν αὐτῶν ἀναστήσονται ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα, τοῦ ἀποσπᾶν τούς μαθητάς ὀπίσω αὐτῶν. Διό γρηγορεῖτε... Καί τά νῦν παρατίθεμαι ὑμᾶς, ἀδελφοί, τῷ Θεῷ καί τῷ λόγῳ τῆς χάριτος αὐτοῦ» (Πράξ. 20, 16-18, 26-36). Καί τέλος ἡ περικοπή τοῦ Εὐαγγελίου, Ἰωάννου 17, 1-13, ἀπόσπασμα ἀπό τήν ἀρχιερατική προσευχή τοῦ Χριστοῦ, παρουσιάζει τόν Κύριο δεόμενο γιά τούς μαθητάς, γιά τήν Ἐκκλησία Του. Εἶναι ἐκεῖνοι πού Τοῦ ἐδόθησαν ἀπό τόν Πατέρα, πού ἐνῷ ἐκεῖνος θά φύγῃ ἐκεῖνοι θά μείνουν στόν κόσμο. Πού ἔχουν ἀνάγκη τῆς προστασίας τοῦ Πατρός γιά νά διατηρηθοῦν πιστοί στό ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Πού πρέπει νά εἶναι «ἕν» ὅπως εἶναι ὁ Υἱός μέ τόν Πατέρα, γιά νά εἶναι ἡ μαρτυρία των ἀληθινή μέσα στόν κόσμο. Ὁ Χριστός τούς φύλαξε. ἕνας μόνο χάθηκε, ὁ υἱός τῆς ἀπωλείας. Καί στήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας βρέθηκαν υἱοί ἀπωλείας. Ἀλλά οἱ Πατέρες τήρησαν τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ καί κράτησαν τήν ἑνότητα τῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας.
Αὐτόν λοιπόν τόν θεοτίμητο χορό τῶν ἁγίων Πατέρων πού μαζεύτηκε ἀπό τά πέρατα τῆς Οἰκουμένης καί ἐδογμάτισε τήν ὀρθή σχέσι τοῦ Χριστοῦ πρός τόν Πατέρα, τό «ὁμοούσιον», καί διετύπωσε καί παρέδωκε τήν ὀρθή πίστι στήν Ἐκκλησία, μακαρίζομε. Ἀπό τά τροπάρια τῆς ἑορτῆς νά δοῦμε τό χαρακτηριστικώτερο, τό δοξαστικό τῶν αἴνων τοῦ πλ. δ’ ἤχου, περίφημο γιά τήν σύνθεσί του καί γιά τήν μελῳδία του:
«Τῶν ἁγίων Πατέρων ὁ χορός,
ἐκ τῶν τῆς οἰκουμένης περάτων συνδραμών,
Πατρός καί Υἱοῦ καί Πνεύματος ἁγίου
μίαν οὐσίαν ἐδογμάτισε καί φύσιν
καί τό μυστήριον τῆς θεολογίας
τρανῶς παρέδωκε τῇ Ἐκκλησίᾳ.
οὕς εὐφημοῦντες ἐν πίστει,
μακαρίσωμεν λέγοντες.
Ὤ θεία παρεμβολή,
θεηγόροι ὁπλῖται παρατάξεως Κυρίου.
ἀστέρες πολύφωτοι τοῦ νοητοῦ στερεώματος.
τῆς μυστικῆς Σιών οἱ ἀκαθαίρετοι πύργοι.
τά μυρίπνοα ἄνθη τοῦ Παραδείσου.
τά πάγχρυσα στόματα τοῦ Λόγου.
Νικαίας τό καύχημα,
οἰκουμένης ἀγλάϊσμα,
ἐκτενῶς πρεσβεύσατε
ὑπέρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν
».

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ 318 ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ Α ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ!

!
undefined


Η έκτη κατά σειρά Κυριακή μετά το Άγιο Πάσχα είναι αφιερωμένη από την Εκκλησία μας στην μνήμη των 318 Αγίων Πατέρων, οι οποίοι έλαβαν μέρος στην Α' Οικουμενική Σύνοδο που συνήλθε στην Νίκαια της Βιθυνίας το 325 μ.Χ. Η σύνοδος συνήλθε κατά πρόσκληση του Μέγα Κωνσταντίνου κατά το εικοστό έτος της βασιλείας του.Διακριθείσες μορφές της συνόδου ήταν ο Αλέξανδρος ο Κωνσταντινουπόλεως, ο Αλέξανδρος ο Αλεξανδρείας, ο Μέγας Αθανάσιος, ο Ευστάθιος ο Αντιοχείας, ο Μακάριος ο Ιεροσολύμων, ο Παφνούτιος, ο Άγιος Σπυρίδων, ο Άγιος Νικόλαος, κ.α.Η Α' Οικουμενική Σύνοδος καταδίκασε τον Άρειο και τον Αρειανισμό. Διατύπωσε τους πρώτους όρους ορθού Χριστιανικού δόγματος και ιδιαίτερα τα περί του δευτέρου Προσώπου της Αγίας Τριάδος, τον Ιησού Χριστό, ως ομοούσιον τω Θεώ Πατρί.
Συνέταξε τα πρώτα επτά άρθρα του Συμβόλου της Πίστεως.
Επίσης αποφάσισε τους κάτωθι ιερούς Κανόνες:

Κανών Α': Καταδικάζει τη συνήθεια του οικειοθελούς ευνουχισμού και απαγορεύει τη χειροτονία ευνουχισμένων, πλην όσων για ιατρικούς λόγους ή λόγω βασανιστηρίων εξετμήθησαν.
Κανών Β': Απαγορεύει τη χειροτονία ως κληρικών στα νέα μέλη (νεόφυτοι) της εκκλησίας.
Κανών Γ': Καταδικάζει την συνήθεια των κληρικών όλων των βαθμών να συζούν με νεαρές γυναίκες τις οποίες δεν είχαν παντρευτεί (συνείσακτοι).
Κανών Δ' - Ε': Εισάγεται το «μητροπολιτικό σύστημα», το οποίο ίσχυε στην οργάνωση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, και καθορίζουν την αρμοδιότητα της επαρχιακής συνόδου στη χειροτονία των επισκόπων.
Κανών ΣΤ': Αναγνωρίζει κατ' εξαίρεση το αρχαίο έθος της συγκεντρωτικής δικαιοδοσίας του επισκόπου της Αλεξάνδρειας στις εκκλησίες της Αιγύπτου, Λιβύης και Πεντάπολης —όπως συνέβαινε και με την εκκλησία της Ρώμης—, ενώ εξαιρεί τη Ρώμη και την Αντιόχεια από το γενικό μέτρο του μητροπολιτικού συστήματος.
Κανών Ζ': Ορίζεται ότι ο επίσκοπος Αιλίας (δηλ. Ιερουσαλήμ) να είναι ο επόμενος στη σειρά απόδοση τιμών.
Κανών Η': Ορίζει τον τρόπο επιστροφής στην εκκλησία της Αιγύπτου των λεγόμενων «Καθαρών» (Μελιτιανό σχίσμα).
Κανών Θ': Αναφέρεται στην συνήθη περίπτωση χειροτονίας πρεσβυτέρων των οποίων δεν εξετάστηκαν τα προσόντα ή οι οποίοι δεν παραμένουν άμεμπτοι.
Κανών Ι': Καταδικάζει τη χειροτονία πεπτωκότων.
Κανών ΙΑ' - ΙΒ': Καθορίζεται η μετάνοια των πεπτωκότων, με αυστηρότερα κριτήρια.
Κανών ΙΓ': Δέχεται ότι είναι δυνατόν να παρασχεθεί Θεία Ευχαριστία επί της επιθανατίου κλίνης.
Κανών ΙΔ': Ορίζεται η μετάνοια των πεπτωκότων κατηχουμένων.
Κανών ΙΕ' - ΙΣΤ': Καταδικάζεται η επιδίωξη κληρικών για μετάθεση σε άλλες εκκλησίες.
Κανών ΙΖ': Καταδικάζει την πλεονεξία και αισχροκέρδεια των κληρικών που προέρχεται από τον έντοκο δανεισμό.
Κανών ΙΗ': Απαγορεύει στους διακόνους να μεταδίδουν και να αγγίζουν τη Θεία Ευχαριστία πριν από τους πρεσβυτέρους, και δεν επιτρέπεται το να κάθονται μεταξύ των πρεσβυτέρων.
Κανών Κ': Απαγορεύει τη γονυκλισία στη Θεία Λειτουργία της Κυριακής και την ημέρα της Πεντηκοστής.

Επιπρόσθετα καθορίστηκε η κοινή ημέρα εορτασμού του Πάσχα.
Τα συμπεράσματα τις συνόδου υπογράφηκαν από περισσότερους από 318 και ο αριθμός αυτός επικράτησε για συμβολικούς λόγους. Οι επίσκοποι που ήταν παρόντες στη σύνοδο συνοδεύονταν από κατώτερους κληρικούς.
Στο ιερό Ευαγγέλιο της Κυριακής των Αγίων Πατέρων της Α’ Οικουμενικής Συνόδου ακούμε ένα τμήμα της λεγομένης αρχιερατικής προσευχής του Κυρίου μας. Μιας προσευχής συγκλονιστικής που έκανε ο Κύριος μπροστά στους μαθητές του τη Μεγάλη Πέμπτη το βράδυ. Εκεί στο υπερώο της Ιερουσαλήμ μετά το Μυστικό Δείπνο ο Κύριος, αφού ύψωσε τα μάτια του στον ουρανό, είπε:
Πάτερ, ήλθε η ώρα να θυσιασθώ για τη σωτηρία του κόσμου. Δέξου τη θυσία μου αυτή και δόξασε τον Υιό σου, για να Σε δοξάσει και ο Υιός σου, για να λυτρώσει όσους πίστεψαν σ’ Αυτόν και να τους προσφέρει την αιώνια ζωή. Και αυτή είναι η αιώνια ζωή, το να γνωρίζουν οι πιστοί Εσένα τον μόνο αληθινό Θεό και Εμένα που με έστειλες στον κόσμο.
Εγώ Σε δόξασα πάνω στη γη. Και με τη θυσία που θα προσφέρω σε λίγο πάνω στο σταυρό, ολοκλήρωσα τελείως το έργο που μου έδωσες να επιτελέσω. Και τώρα που θα φύγω από τον κόσμο αυτό, δόξασέ με και ως άνθρωπο εσύ, Πάτερ, με την δόξα την οποία είχα κοντά σου πριν να δημιουργηθεί ο κόσμος.
Μέσα στη συγκλονιστική αυτή αρχιερατική προσευχή ακούμε τον Κύριο πολλές φορές να μιλάει για τη δόξα Του. Σε ποια όμως δόξα αναφέρεται; Όσο κι αν μας φαίνεται παράξενο, ο Κύριος αναφέρεται στη δόξα της σταυρικής του θυσίας που θα ακολουθήσει. Βέβαια ο Κύριος δοξάστηκε και με τα εκπληκτικά θαύματά Του, με την αγία ζωή Του, με την απαράμιλλη διδασκαλία Του, με την Ανάστασή του και την Ανάληψή του.
Όμως η μεγαλύτερη δόξα του Κυρίου μας δεν πραγματοποιήθηκε σ’ αυτές τις στιγμές του θριάμβου, αλλά στις τραγικότερες και πιο ταπεινωτικές στιγμές της ζωής του. Ο Κύριός μας ανήλθε στην κορυφή του μεγαλείου του όταν ανυψώθηκε στην κορυφή του Γολγοθά και αποκάλυψε στους ανθρώπους το ανυπέρβλητο ύψος της αρετής Του. Μιας αρετής που ακτινοβόλησε στον ουρανό, στη γη και τα καταχθόνια. Διότι ο Κύριός μας πάνω στο σταυρό αποκάλυψε στο μεγαλύτερο βαθμό την τέλεια αγάπη Του για τα πλάσματά του. Εκεί στην τρομερή αγωνία του Πάθους έδειξε τη βασιλική του μεγαλειότητα. Με ανεξικακία και υπομονή δοκίμασε όχι μόνο τους αφόρητους πόνους του μαρτυρίου, αλλά και σήκωσε με εγκαρτέρηση το αβάστακτο βάρος των αμαρτιών μας. Ο Σταυρός του έγινε το υψηλότερο βήμα της ανθρωπότητας, που διακηρύττει μία δόξα άφθαστη. (Επιγραφή σε Σταυρό: Ο Βασιλεύς της δόξης).
Σε τέτοιου είδους δόξα όμως ο Κύριος καλεί και όλους εμάς. Διότι όλοι οι άνθρωποι είμαστε πλασμένοι για τη δόξα. Δυστυχώς όμως αναζητούμε την καταξίωσή μας σε λάθος δρόμο: στη ματαιότητα, στα τάλαντα, στην εξουσία, στην αναγνώριση. Αυτή όμως η κοσμική καταξίωση είναι ψεύτικη, φευγαλέα. Η αληθινή δόξα βρίσκεται στο δρόμο της θυσίας, στην κοινωνία των παθημάτων του Κυρίου μας. Υψωνόμαστε όταν θυσιαζόμαστε, όταν υπομένουμε πειρασμούς, περιφρονήσεις, συκοφαντίες, αδικίες, όταν ξέρουμε να συγχωρούμε και να ευεργετούμε, όταν σταυρώνουμε καθημερινά τον εαυτό μας και τα πάθη του.
Η ενότητα των πιστών.
Στην συνέχεια της αρχιερατικής του προσευχής ο Κύριος προσεύχεται για τους μαθητές του και για όλους του πιστούς. Πάτερ άγιε, λέει, εγώ φανέρωσα το όνομά Σου στους ανθρώπους που μου εμπιστεύθηκες. Απεκάλυψα σ’ αυτούς τις αλήθειες που μου έδωσες. Και αυτοί δέχθηκαν τον λόγο σου και πίστεψαν ότι όλα όσα έχω από Σένα προέρχονται και ότι εγώ από Σένα γεννήθηκα. Τη στιγμή αυτή Σε παρακαλώ για εκείνους που μου έδωσες. Εγώ δεν θα είμαι πλέον σωματικώς στον κόσμο. Αυτοί όμως θα είναι. Όσο ήμουν μαζί τους τους φύλαξα. Πάτερ άγιε, φύλαξέ τους με την πατρική σου δύναμη, ώστε να παραμείνουν ενωμένοι μαζί μου και μεταξύ τους. Να είναι ενωμένοι, όπως κι εμείς είμαστε ένα.
Στο δεύτερο αυτό τμήμα της αρχιερατικής προσευχής του ο Κύριος προσεύχεται για όλους τους μαθητές του, ώστε να έχουν μεταξύ τους ενότητα. Αυτή είναι η μεγαλύτερη επιθυμία του Κυρίου κατά τη συγκλονιστική αυτή ώρα. Να μένουμε όλοι οι πιστοί ενωμένοι μαζί του και μεταξύ μας μέσα στην αγία του Εκκλησία. Και γιατί το επιθυμεί αυτό ο Κύριος τόσο πολύ; Διότι γνώριζε ότι οι αιρετικοί ως λύκοι άγριοι θα ορμήσουν να καταπληγώσουν το σώμα της και θα το κομματιάσουν. (σημερινό αποστολικό ανάγνωσμα). Και προσεύχεται για την ενότητα των πιστών, διότι γνωρίζει ότι όταν οι Χριστιανοί χάσουν την ενότητα της πίστεως, χάνουν και τη Χάρη του Θεού, συγκεκριμένα ότι όλοι οι αιρετικοί, Παπικοί, Προτεστάντες και τόσοι άλλοι, δεν είναι μέλη της μίας αγίας Εκκλησίας, και γι’ αυτό δεν έχουν τη Χάρη του Θεού, δεν έχουν πραγματικά Μυστήρια, δεν ανήκουν στην Εκκλησία, αλλά είναι αιρετικές ομάδες. Όλοι αυτοί έχουν απομακρυνθεί από τον Χριστό και την αλήθεια του. Και δεν μπορούν να φθάσουν στον αγιασμό και στη θέωση έξω από τη μία αληθινή Ορθόδοξη Εκκλησία.
Την αλήθεια αυτή τη γνώριζαν πολύ καλά οι άγιοι θεοφόροι Πατέρες της Α’ Οικουμενικής Συνόδου. Γι’ αυτό και πολέμησαν δυναμικά τον αιρεσιάρχη Άρειο. Διότι κατανοούσαν ότι όποιος δεν είναι ενωμένος με την Εκκλησία, είναι στην πλάνη, είναι στο σκοτάδι, είναι επικίνδυνος. Αυτή την παρακαταθήκη άφησαν και σε μας: να μένουμε άρρηκτα ενωμένοι με τον Χριστό μας και την Εκκλησία του. Διότι ή είσαι ενωμένος με τον Χριστό και ανήκεις στη μία αληθινή Ορθόδοξη Εκκλησία ή είσαι αιρετικός, οπότε είσαι εκτός της Εκκλησίας.

Κυριακή των Αγ. Πατέρων της Α' Οικουμενικής Συνόδου- π. Χερουβείμ Βελέτζας

Ιω. 17, 1-13



Κατά τη σημερινή Κυριακή έχει ορίσει η Εκκλησία μας να εορτάζουμε και να τιμούμε την μνήμη των αγίων 318 Πατέρων της Α' Οικουμενικής Συνόδου, που συνήλθε στη Νίκαια της Βιθυνίας το 325 μ.χ., καταδίκασε την αίρεση του Αρειανισμού και θέσπισε το Σύμβολο της Πίστεως, κοινό για όλους τους χριστιανούς, το οποίο περιέχει συνοπτικά τα κύρια σημεία της ορθής Πίστεως. Ο σημερινός εορτασμός, μια Κυριακή πριν την Πεντηκοστή, θεσπίστηκε για να τονιστεί η θεότητα του προσώπου του Χριστού και η μεγάη σημασία αυτής της αλήθειας για ολόκληρη την Εκκλησία.

Ο Άρειος με τη διδασκαλία του αρνούνταν ουσιαστικά την θεότητα του Χριστού, και αυτό ακριβώς πολέμησαν οι άγιοι Πατέρες της Α' Οικουμενικής Συνόδου: κατέδειξαν και υπερασπίστηκαν την ορθή πίστη, όπως προκύπτει μέσα από τα λόγια του ίδιου του Χριστού που διαβάζουμε στα Ευαγγέλια, ότι δηλαδή ο Ιησούς Χριστός είναι ο σαρκωθείς Υιός και Λόγος του Θεού, που έπαθε και Αναστήθηκε για την σωτηρία του κόσμου. Γι αυτό και στο Σύμβολο της Πίστεως ομολογούμε με έμφαση ότι ο Ιησούς Χριστός είναι “φῶς εκ φωτός, θεός ἀληθινός ἐκ θεοῦ ἀληθινοῦ”, ότι δεν είναι κτίσμα, και ότι υπήρχε πάντα μαζί με τον Πατέρα. Ομολογούμε επίσης ότι ο θεάνθρωπος Χριστός έπαθε και ετάφη και αναστήθηκε την τρίτη μέρα, και ανελἠφθη στους ουρανούς και θα έλθει, τέλος, κατά την ημέρα της Δευτέρας παρουσίας Του, να κρίνει τους ζώντες και τους νεκρούς.
Παράλληλα με την ορθή πίστη, οι Άγιοι Πατέρες διαφύλαξαν και την ενότητα της Εκκλησίας, μιας που η κάθε αίρεση γίνεται αφορμή για τη διάσπαση των πιστών, για την καταρράκωση του ίδιου του σώματος του Χριστού, που είναι η Εκκλησία. Και προϋπόθεση για την ενότητα των πιστών αποτελεί η ενότητα στην πίστη και η επενέργεια του Αγίου Πνεύματος, όπως θα δούμε και θα ζήσουμε την ερχόμενη Κυριακή.
Όλες αυτές οι αλήθειες, και κυρίως ό,τι αφορά στο πρόσωπο του Χριστού, περιέχονται στην Προσευχή του Κυρίου προς τον Θεό Πατέρα, το βράδι του Μυστικού Δείπνου, την οποία, όπως μας την παρέδωσε ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, διαβάσαμε σήμερα κατά τη Θεία Λειτουργία. “Πάτερ”, προσεύχεται, “δόξασε τον Υιό σου”, εννοώντας την τριήμερο Ανάστασή Του, “για να σε δοξάσει κι εκείνος και να δώσει ζωή αιώνιο σε κάθε άνθρωπο”... “Γιατί αυτή είναι η αιώνιος ζωή”, συνεχίζει, “το να γνωρίζουν οι άνθρωποι εσένα, τον μόνο αληθινό Θεό, και τον Ιησού Χριστό, που εσύ απέστειλες στον κόσμο”.... “και τώρα δόξασέ με, με την δόξα που είχα μαζί σου, πριν ακόμα τη δημιουργία του κόσμου. Φανέρωσα το όνομά σου στους ανθρώπους ... και γνώρισαν ότι αληθινά είμαι Υιός σου και πίστεψαν ότι εσύ με απέστειλες”. Γι αυτό και παρακαλεί τον Θεό Πατέρα να διαφυλάξει ενωμένους τους μαθητές Του, και κατ' επέκταση όλους όσους πίστεψαν σε Αυτόν: “δεν ζητάω για τον κόσμο, αλλά για αυτούς που μου έδωσες... Πάτερ άγιε, διαφύλαξε αυτούς με τη δύναμη του ονόματός σου, το οποίο μου έδωσες, ώστε να είναι ένα, όπως κι εμείς είμαστε ένα”.
Το ζήτημα της ενότητας μεταξύ των ανθρώπων είναι από τα πλέον δύσκολα, αν αναλογιστούμε την παγκόσμια, αλλά και την προσωπική του ο καθένας μας ιστορία. Ιδιαίτερα μάλιστα στις μέρες μας, όπου η σύγχρονη βαβυλωνία της ατομοκεντρικότητας από τη μια και της “πολυ-πολιτισμικότητας” από την άλλη, σφυροκοπούν τα θεμένια της κοινωνίας, διαβρώνοντας αντίστοιχα κάθε ευαισθησία προς τον πλησίον και κάθε δυνατότητα συμφωνίας στο πολιτισμικό και πνευματικό πεδίο. Το ότι η ενότητα προϋποθέτει την ταύτιση στα θέματα της πίστεως, το εκφράζει η Εκκλησία μας σε κάθε Θεία Λειτουργία,όταν λίγο πριν κοινωνήσουμε μας καλεί να ζητήσουμε από τον Χριστό “τήν ἑνότητα τῆς πίστεως καί τήν κοινωνίαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος” και να εμπιστευτούμε σε Αυτόν “ἑαυτούς καί ἀλλήλους καί πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν”.
Αυτή την εμπιστοσύνη προς τον Θεό, την ομόνοια ως προς την πίστη και την ενότητα εν Χριστώ μας διδάσκουν σήμερα τόσο ο ίδιος ο Κύριος όσο και οι άγιοι Πατέρες που εορτάζουμε. Και για να γίνει πράξη η ενότητα στη ζωή μας, σύμφωνα με την προσευχή του Ιησού, οφείλουμε να γνωρίσουμε τις αλήθειες της πίστεώς μας, να μελετάμε τον λόγο του Θεού και την διδασκαλία της Εκκλησίας, και να προσευχόμαστε στον Θεό να μας σκεπάζει με την φωτιστική και αγιαστική και ενοποιό δύναμη του Αγίου Πνεύματος.



Κυριακή των 318 Πατέρων της Α’ Οικουμενικής Συνόδου

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ 318 ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ
Α’ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ

«Αὕτη ἐστὶν ἡ αἰώνιος ζωή...».
Α. Συνήθως ὅταν ἀκοῦμε γιὰ τὴν «αἰώνια ζωή», σκεφτόμαστε ὅτι αὐτὴ ἀρχίζει μετὰ θάνατον. Στὴν πραγματικότητα ὅμως ἡ «αἰώνια ζωὴ» ἀρχίζει ἤδη ἀπ’ αὐτὴ τὴ ζωή. Ἀρχίζει πράγματι ἀπὸ κάποιο θάνατο, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν θάνατο τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀπὸ τὴν ἀνάστασή Του. Καὶ σ’ αὐτὴ μετέχουμε, ὅταν ζοῦμε ἐν Αὐτῷ. Βρισκόμαστε ἤδη στὴν περιοχὴ τῆς «αἰωνίου ζωῆς» ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ βαπτιστίκαμε. Κάθε Θεία Κοινωνία εἶναι μετοχὴ στὴν «αἰώνια ζωή».
Συχνά, μέσα στὴν ἔνταση τῆς καθημερινότητας, ξεχνᾶμε αὐτὲς τὶς μεγάλες ἀλήθειες. Καὶ καθὼς νοιώθουμε πόσο ἔντονα μᾶς μαγνητίζει τὸ κακὸ πρὸς τὰ κάτω, σκεφτόμαστε: Εἶναι δυνατὸν νὰ βρίσκομαι ἤδη στὴν «αἰώνια ζωή»; Ἔχει ἀρχίσει καὶ γιὰ μένα αὐτὴ ἡ ζωή;


Ὅλοι ἔχουμε δεῖ πυραύλους καὶ ξέρουμε ὅτι τελικὰ νικοῦν τὴ βαρύτητα τῆς γῆς, ἔστω κι ἂν αὐτὴ ἐνεργεῖ πάνω τους, γιὰ νὰ τοὺς τραβήξει πρὸς τὰ κάτω.  Κάτι ἀνάλογο συμβαίνει καὶ στὴ ζωὴ τῶν πιστῶν.  Μπορεῖ ἀκόμη ἡ βαρύτητα τῶν παθῶν καὶ τῶν ἀδυναμιῶν νὰ μᾶς τραβάει πολλὲς φορὲς πρὸς τὰ κάτω καὶ νὰ αἰσθανόμαστε ὅλη τὴν σκληρὴ πάλη μέσα μας, ἀλλὰ ἤδη κινούμαστε πρὸς τὰ ἄνω μὲ τὴ δύναμη τοῦ Χριστοῦ. Ἡ «αἰώνια ζωὴ» ἀνήκει σὲ ὅποιον ζεῖ ἐν τῷ Χριστῷ.
Γι’ αὐτὸ ὁ Κύριος στὴν ἀρχιερατικὴ προσευχή Του εἶπε: «Αὕτη ἐστὶν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί σε τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὃν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν». Ἡ «αἰώνιος ζωὴ» εἶναι ἡ γνώση τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ Σωτῆρος Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὸν Ὁποῖον ἀπέστειλε Ἐκεῖνος. Δὲν εἶναι μιὰ γνώση διανοητική ἀλλὰ μιὰ βαθειὰ ἐμπειρία διαφορετικῆς ποιότητας. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει: «Τοῦ γνῶναι αὐτὸν καὶ τὴν δύναμιν τῆς ἀναστάσεως αὐτοῦ καὶ τὴν κοινωνίαν τῶν παθημάτων αὐτοῦ, συμμορφούμενος τῷ θανάτῳ αὐτοῦ». Εἶναι μιὰ γνώση ποὺ ἀποκτᾶται ὅταν «συμμορφούμεθα τῷ θανάτῳ αὐτοῦ», ὅταν ἀποδεχόμαστε τὴ θυσία Του, ὅταν συμμορφωνόμαστε μὲ τὸ θέλημά Του, ὅταν ἀνταποκρινόμαστε στὴν ἀγάπη Του. Αὐτὴ τὴ γνώση δὲν τὴν ἀποκτᾶμε μὲ τὶποτε ἄλλο παρὰ μόνο μὲ τὴν οὐσιαστικὴ προσέγγισή μας στὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας. Μᾶς τὴν ἐξασφαλίζει μονάχα ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μὲ τὴν Θεία Εὐχαριστία καὶ μαζὶ ὁ ἀδιάκοπος, καθημερινὸς ἀγώνας μέσα στὴν κοινωνία τῶν συνανθρώπων μας γιὰ νὰ συμμορφωνόμαστε μὲ τὸ θάνατο τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ ζοῦμε τὴ δύναμη τῆς Ἀναστάσεως.
Β. Συνήθως ὅταν μιλᾶμε γιὰ τὴν «αἰώνια ζωή», τὸ μυαλό μας πάει σὲ κάτι ποὺ διαρκεῖ ἀπέραντα. Βεβαίως κι αὐτὸ εἶναι μέσα στὸ νόημα τῆς αἰωνιότητας. Ἀλλ’ ὑπάρχει καὶ μιὰ ἄλλη διάσταση, ποὺ πρέπει νὰ προσέξουμε. Εἶναι ἡ πληρότητα καὶ ἡ ἔντασή της. Πρόκειται γιὰ μιὰ ζωὴ πλήρη, ἀληθινή, ἀκέραια, ἀσύγκριτα βαθειὰ καὶ μεγάλη.
Ὑπάρχουν ποικίλες μορφὲς ζωῆς. Βλέπουμε τὰ διάφορα λουλούδια νὰ ζοῦν καὶ μὲ τὴν ὀμορφιά τους, τὴ δροσιὰ καὶ τὸ ἄρωμά τους στολίζουν τὸν κόσμο μας. Ἀλλὰ καὶ ὅλα τὰ φυτά. Ὑπάρχει ἀκόμη ἡ ζωικὴ ζωὴ μὲ τὶς ἀμέτρητες ἐκφράσεις ζωτικότητας καὶ ἐνεργητικότητάς της. Καὶ πιὸ ψηλά, ἡ διανοητικὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν ἀπίστευτη μέχρι τώρα δημιουργία πολιτισμοῦ. Παρὰ τὴν ὀμορφιά τους ὅμως τὰ λουλούδια, δὲν ὑποπτεύονται τὴν δραστηριότητα τοῦ ζωικοῦ βασιλείου. Παρὰ τὴν ζωντάνια τους τὰ ζώα, δὲν ἀντιλαμβάνονται τὴν ἀπεραντοσύνη τοῦ ἀνθρώπινου πνεύματος. Ἄλλο ἐπίπεδο ζωῆς τὸ καθένα. Καὶ πάνω ἀπ’ ὅλα αὐτὰ ἡ «αἰώνιος ζωή», ἡ ζωὴ τῆς ἀγάπης, τῆς μετοχῆς στὴ ζωὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος, τὴν ὁποία «ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἃ ἡτοίμασεν ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν» (Α’ Κορ. 2, 9). Ποτὲ μάτι δὲν εἶδε κι αὐτὶ δὲν ἄκουσε κι ἡ πιὸ τολμηρὴ φαντασία δὲν σκέφτηκε αὐτὰ ποὺ ἐτοίμασε ὁ Θεὸς γιὰ ὅσους τὸν ἀγαποῦν! Ἐκεῖ μᾶς εἰσάγουν τὰ γεγονότα τῆς ἀνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου, τοῦ Σταυροῦ, τῆς Ἀναστάσεως, τῆς Πεντηκοστῆς. Αὐτὴ εἶναι ἐντελῶς διαφορετικὸ εἶδος ζωῆς. Εἶναι «αἰώνια», μὲ τὴ διάρκεια, τὴν ἔνταση, τὴν καθολικότητα, τὴν τελειότητά της. Χωρὶς τὴν μυστηριακὴ γνώση τοῦ Θεοῦ μὲσα στὴν Ἐκκλησία, ἡ ἀνθρώπινη ζωὴ παραμένει ἀτελής, λίγο μόνο πιὸ πάνω ἀπὸ τὴν φυτικὴ καὶ ζωική!
Γ. Αὐτὴ ἡ ζωὴ προορίζεται γιὰ ὅλο τὸν κόσμο. Κι ἀγωνιζόμαστε ὄχι νὰ διαδώσουμε ἁπλῶς μερικὰ ἔντυπα ἢ νὰ ποῦμε λίγα λόγια. Εἴμαστε φορεῖς «αἰώνιας ζωῆς». Μετέχοντας σ’ αὐτὴ τὴ ζωή, δὲν τὴν κρατοῦμε γιὰ τὸν ἑαυτό μας, γιατὶ ὅταν δὲν τὴν προσφέρουμε καὶ στοὺς ἄλλους, ἀλλοιώνεται. Στὴν ἐποχή μας γίνεται συχνὰ λόγος γιὰ ποιότητα ζωῆς καὶ ὅλοι ἐπιδιώκουν ὄχι ἁπλῶς ζωή, ἀλλὰ πληρότητα ζωῆς μὲ διάφορα μέσα. Οἱ πιστοὶ μεταγγίζοντας τὸ χριστιανικὸ βίωμα, ἀγωνιζόμαστε οὐσιαστικὰ νὰ ἔρθει αὐτὴ ἡ ποιότητα ζωῆς μὲσα στὴν ἀνθρωπότητα, ἡ ὁποία μαραζώνει ἀπὸ τὰ καυσαέρια κι ἀπὸ τὴν ἀθλιότητα τῆς σύγχρονης σύγχυσης.
Μᾶς χάρισε ὁ Κύριος ἕναν σπόρο, τὸν σπόρο τῆς «αἰώνιας ζωῆς», καὶ καλούμαστε νὰ τὸν φυτέψουμε καὶ νὰ τὸν καλλιεργήσουμε μὲ ἐπιμέλεια γιὰ νὰ πάρει ὅλη τὴν ὀμορφιὰ καὶ τὴν ἄνθησή του στὰ «ἔσχατα». Κι αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὡς πιστοὶ ζοῦμε τὴν καθημερινότητα τῆς ζωῆς ἀντιμετωπίζοντας τὰ προβλήματα καὶ τὶς δυσκολίες της, μὲ μιὰ διάθεση ρεαλισμοῦ. Ὁ Κύριος, δὲν παρακάλεσε τὸν Πατέρα νὰ πάρει τοὺς μαθητές Του ἀπὸ τὸν κόσμο, ἀλλὰ νὰ τοὺς «τηρήσῃ ἐν τῷ ὀνόματί του», καὶ νὰ τοὺς ἐνισχύσει μέσα σ’ αὐτὴ τὴν κοιλάδα τοῦ πόνου, τῶν δακρύων καὶ τῆς ἀδικίας, «ἵνα ἔχωσι τὴν χαράν Του πεπληρωμένην ἐν αὐτοῖς».
Μέσα στὶς πιὸ ποικίλες κοινωνικὲς καὶ προσωπικὲς συνθῆκες πέτυχαν, αὐτὴ τὴν ὑπέροχη σύνθεση οἱ ἅγιοι Πατέρες, ποὺ τιμοῦμε σήμερα, καὶ γι’ αὐτὸ παραμένουν πάντα ἐπίκαιροι ὁδηγοὶ καὶ ἐμπνευστές μας

Κυριακή των Αγίων πατέρων της Α. Οικουμενικής Συνόδου, – λόγος Γρηγορίου πρεσβυτέρου Καισαρείας

Γρηγορίου πρεσβυτέρου Καισαρείας – Λόγος εις τους οσίους 318 θεοφόρους Πατέρες και εις τον Κωνσταντίνον τον ευσεβέστατον Βασιλέα.
Επειδή ο Απόστολος μας συμβουλεύει να υπακούωμε στους προεστώτας, φίλε του Θεού, ξεχνώντας κι εγώ την αδυναμία μου και παραβλέποντας το ακαλλές του λόγου μου, υπήκουσα στον τίμιο Πατέρα, ο οποίος μου ανέθεσε να συγγράψω με συντομία περί της Συνόδου των Αγίων τριακοσίων δέκα και οκτώ Πατέρων που έγινε στη Νίκαια, και να την παραδώσω στην υπ’ αυτόν αγιοτάτην Εκκλησία της Νικαίας, ώστε να έχη στην διάθεσή της γραπτή την διήγηση της πνευματικής αγωνίας εκείνων των οποίων είχε απολαύσει και την σωματική παρουσία. Και όσα μεν κατά την δύναμή μου θα αναφέρω εγώ, συγκρινόμενα με το μεγαλείο της εναρέτου πολιτείας των Πατέρων, ομοιάζουν θα έλεγα με σταγόνα στον ωκεανό. Της ιδικής τους δε τελειότητος έργο είναι το να μη δίδουν τόση σημασία στον τρόπο της εκφράσεως, αλλά να μας τιμήσουν με την συμπάθειά τους αναλόγως με την προθυμία της υπακοής.
Όταν εβασίλευσαν στην Ρώμη ασεβώς ο Μαξιμιανός, ο Λικίνιος και ο Μαξέντιος, πολλούς πιστούς Χριστιανούς, οι οποίοι ηρνήθησαν να θυσιάσουν στους δαίμονες, υπέβαλαν σε βασανιστήρια και θάνατον, ευρήκαν δε δικαίως και αυτοί τέλος αντάξιο της ειδωλομανίας τους. Τότε ανέτειλε παραδόξως από την Δύση, σαν φωστήρας, ο φιλοχριστότατος Κωνσταντίνος, ο αρχηγός της Ορθοδόξου πολιτείας και πρόβολος της αμώμου πίστεως. Αυτός, συγχρόνως με την μεταφορά της έδρας του από την Δύση στην Ανατολή, δέχεται στην ψυχή πλούσιο τον θείο φωτισμό. Και χρίοντας τoν νου του με την ευσέβεια, αναλαμβάνει τoν πρώτο αγώνα κατά του διαβόλου: εκδίδει κατά τόπους προγράμματα για ελευθερία στους Χριστιανούς: λύνει την κατήφεια που είχαν προξενήσει στους πιστούς οι άνομοι, καταστρέφει τα σεβάσματα των ειδώλων, γνωστοποιεί την ανυπαρξία του ψεύδους, φανερώνει το κήρυγμα της αληθείας, αποδίδει τιμές και ενθαρρύνει όσους ετίμησαν τoν Κύριο. Θεραπεύει σώματα πιστών κακοποιημένα από τις μαστιγώσεις. Τιμωρούνται τέλος και εξορίζονται όσοι λατρεύουν τους δαίμονες. Ήταν δυνατόν να ιδής τότε τους πιστούς που απηλλάγησαν από τους διωγμούς και εκείνους που συνήλθαν από την δαιμονική πλάνη, όλους μαζί να δοξολογούν τoν Κύριο με παρρησία, ομοιάζοντας με αγγελικήν χοροστασία.
Εχαίρετο λοιπόν ο πιστότατος βασιλεύς για την καθημερινήν αύξηση των Χριστιανών, αντιλαμβανόμενος ότι όλα αυτά οφείλονται σε θείαν ενέργεια, η οποία προσείλκυσε σε λίγο χρόνο τους υπηκόους του στην επίγνωση του Κυρίου Ιησού Χριστού. Τι ήταν δε αυτό που ήλθε και προσετέθη στα προηγούμενα; Ενώ τα γύρω έθνη προηγουμένως συνεχώς επαναστατούσαν, αθετώντας τις συμφωνίες με τους πριν απ’ αυτόν βασιλείς, τους οποίους δεν άφηναν σε ησυχία και οι φονικές εμφύλιες εξεγέρσεις, από τότε που ο Κωνσταντίνος ανεδείχθη από τoν Σωτήρα μας Χριστό βασιλεύς όλου του Κράτους, αμέσως σαν από κοινό πρόσταγμα, τα δεινά των εθνών υπεχώρησαν και οι υπήκοοι ησπάσθησαν την ειρήνη.
Ο μισόκαλος όμως εχθρός δεν ημπορούσε να υποφέρη ούτε αυτή την πρόοδο των ανθρώπων προς την επίγνωση της αληθείας. Αλλά όπως παλαιά εφθόνησε την άλυπο ζωή των πρωτοπλάστων και διά μέσου του όφεως έσπειρε στην ακοή την παρακοή της εντολής, έτσι και τότε, σπαράζοντας από την επιστροφή των πρώην ειδωλολατρών προς τoν Θεόν, αποστέλλει σε κάποιον πνεύμα πύθωνος. Αυτός δε ήταν ο Άρειος, χριστιανός στο όνομα και μάλιστα πρεσβύτερος της Αλεξανδρινής Εκκλησίας. Του είχε ανατεθή, ως μη ώφειλε, η εξήγησις των Θείων Γραφών. Είχε καταληφθεί όμως από κενοδοξία και φιλαργυρία, τα όπλα αυτά του διαβόλου. Και βλέποντας ότι μετά τoν Πέτρο, τoν νικηφόρον ιερομάρτυρα και ισαπόστολο αρχιερέα, και τον διάδοχό του Αχιλλά, την προεδρεία της Εκκλησίας των Αλεξανδρέων ανέλαβε ο υπέρμαχος των αποστολικών δογμάτων και πάναγνος ιεράρχης Αλέξανδρος, άρχισε να εξωτερικεύη τις εμετικές βασκανίες που σαν δηλητηριώδης δράκοντας έκρυβε στην καρδία του. Και κατά μεν του ιδίου του Αλεξάνδρου δεν ήταν ικανός να αυθαδιάση, επειδή ο Αλέξανδρος ήταν άμεμπτος και αμέτοχος από κάθε κακία, σύμφωνα με την μαρτυρία του Κυρίου για τον Ιώβ. Τι μηχανεύεται λοιπόν ο αλιτήριος; Οπλίζεται εναντίον των δογμάτων εκείνου του οσίου, ώστε να τον συκοφαντήση διά μέσου αυτών. Και έτσι «τίθησιν επί τον ουρανόν το στόμα αυτού και λαλεί κατά του Υψίστου αδικίαν». Ενώ ο όσιος Αλέξανδρος ωμολογούσε σαφώς τον Υιόν ομοούσιο και ομότιμο με τον Πατέρα, αντιθέτως, ο φρενοβλαβής Άρειος παραληρούσε περί του Υιού ότι είναι κτίσμα και δημιούργημα και ότι κάποτε δεν υπήρχε, και άλλα ασεβέστερα τα οποία όντως το μόνο που αξίζουν είναι να σιωπηθούν και να λησμονηθούν. Βλέποντας λοιπόν ο θεσπέσιος Αλέξανδρος ότι σαν επιδημική νόσος διαδίδεται το κακό, και είχε προσβάλει εκτός από την Αίγυπτο και τις γειτονικές Θηβαϊδα και Λιβύη, εφοβείτο μην επεκταθή σε όλο το σώμα των πιστών. Αφού μετά από πολλές κατά πρόσωπο παραινέσεις με τις οποίες συμβούλευε πατρικώς τον ατίθασο, μετά από πολλούς και ποικίλους ελέγχους από τις άγιες Γραφές, για τους οποίους σεμνύνεται και η Παλαιά και η Καινή Διαθήκη, είδε ότι ο ασεβής διακατέχεται ακόμη από την σκοτεινή του πλάνη, καταφεύγει στον υβριζόμενο από εκείνον Ιησούν Χριστόν, καλώντας τον σε βοήθεια του πιστού λαού του εναντίον του θεομάχου εγχειρήματος. Με νηστεία, αγρυπνία και δάκρυα ζητεί την συμμαχία του αρχηγού της αληθείας. Ενώ δε ο ασεβής όλο και περισσότερον εξηγριώνετο και λογομαχούσε, προσκαλεί ο Αλέξανδρος περισσοτέρους συνεργάτες για να αντιμετωπίσουν τoν κίνδυνο και στέλνει γράμματα προς τους κατά τόπους επισκόπους, μηνύοντας τα τερατώδη κινήματα της καρδίας του Αρείου κατά της Ορθοδοξίας. Γι’ αυτό ασφαλίζει μεν εκ των προτέρων τις ακοές τους, ώστε να μην παρασυρθούν μερικοί και πέσουν στο βάραθρο των φρονημάτων του Αρείου, σπεύδει δε να τα γνωστοποιήση χωρίς αναβολή και στον ένδοξον αυτοκράτορα. Μόλις έμαθε αυτά ο καλλίνικος βασιλεύς, σαν να εκτυπήθη από κεντρί με το λυπηρό και αναπάντεχο νέο που άκουσε, και στέλνει αμέσως και συγκαλεί με επίσημα έγγραφα από όλη την επικράτεια όσους επισκόπους διατίθενται να συγκεντρωθούν στην Νίκαια, την πρωτεύουσα της Βιθυνίας, για να εξετάσουν το θέμα, να φανερώσουν την αληθινή πίστη, να αφορίσουν δε και να αφανίσουν εντελώς την δαιμονικήν αίρεση των κακοδόξων.
Αφού λοιπόν προηγήθησαν όλα αυτά, ποίους επισκόπους είχε το ζωοποιό πνεύμα προετοιμάσει να ευρεθούν εκείνον τον καιρό και από ποίαν επαρχία προήρχετο ο καθένας, ημπορούν αυτοί που ερευνούν με ενδιαφέρον να τα διαβάσουν στον συνοδικό τόμο.
Οι άγιοι Πατέρες, λοιπόν, σαν εργατικές μέλισσες, αναχωρώντας ο καθένας από την Εκκλησία του σαν από ανθισμένο κήπο, έφθασαν στο συμβολοποιό τόπο της Νικαίας. Ο δε θείος Κωνσταντίνος, ακούγοντας ότι πλησιάζει η ιερά και στους αγγέλους σεβαστή παρουσία των αγίων Πατέρων, τους υποδέχεται με τις τιμές που αρμόζουν, και αφού έστειλε κάποιους από την ιερά Σύγκλητο να τους υποδεχθούν από τα προπύλαια ακόμη, τους περιποιείται και τους εξασφαλίζει με επιτηδειότητα τα χρειώδη, ώστε να είναι απερίσπαστοι. Όταν δε έμαθε πως οι Πατέρες είχαν τακτοποιηθή, ακριβώς τότε παρουσιάζεται και αυτός στην Νίκαια, αφού απομακρύνεται προηγουμένως από τους εξωτερικούς θορύβους, για να έχη νηφάλιο λογισμό, όπως αρμόζει σε θεία πράγματα που αφορούν στην σωτηρία των ψυχών, και έρχεται να συναντηθή και να συνομιλήση με το σύστημα των αγίων Πατέρων. Είναι γνωστόν ότι μερικοί από αυτούς διέπρεπαν με αποστολικά χαρίσματα, άλλοι δε «τα στίγματα του Χριστού εν τω σώματι αυτών εβάσταζον», από τα οποία θα αναφέρω μερικά, για να πληροφορηθούν και να ωφεληθούν ψυχικώς οι αναγνώστες.
Ο όσιος, λοιπόν Ιάκωβος, ο πρόεδρος της Εκκλησίας των Νισσιβηνών, πολλούς ελευθέρωσε από νοσήματα. Διαβεβαιώνουν δε ότι ανέστησε και νεκρούς. Ο επίσκοπος της Νεοκαισαρείας, ο όσιος Παύλος, είχε γίνει παίγνιο της μανίας του Λικινίου, ο οποίος του έκοψε τα γεννητικά όργανα. Ο αιγύπτιος Παφνούτιος, άνδρας σημειοφόρος, και άλλοι πολλοί από αυτούς τους αγίους, είχεν εξορυγμένους τους οφθαλμούς, άλλοι κομμένα τα χέρια, άλλοι είχαν τα χέρια και τα πόδια κατεστραμμένα, επειδή τους είχαν δέσει με ωμά νεύρα από ζώα. Ο αντίπαλος δε των αγαθών, βλέποντας στην γη τον ουράνιον αυτόν χορό των αγίων, δεν τους άφησε απειράστους από το κεντρί του. Αλλά όπως μεταξύ των Αποστόλων του Κυρίου κατέστησε προδότη τον Ιούδα, έτσι και μέσα στον θίασο των αγίων έφερε άλλους λύκους αραβικούς, καλυμμένους με δέρμα προβάτων. Εννοώ τoν Μηνόφαντα από την Έφεσο, τoν Πατρόφιλο από την Σκυθόπολι και τoν Θεωνά από την Μαρμαρική, μαζί με άλλους ολίγους μαθητάς της αφροσύνης του Αρείου, για τους οποίους θα ομιλήσωμε στα επόμενα. Επειδή δε το θέμα που είχε προκύψει απαιτούσε συζήτησιν, ώστε να αποσαφηνισθή η αλήθεια, και έψαχναν να εύρουν έναν τόπο κατάλληλο γι’ αυτόν τoν σκοπό, ξεχωρίζει ο ένδοξος βασιλεύς από το παλάτι που υπήρχε εκεί, ένα πολύ μεγάλο κτίριο, τον οφθαλμό θα ελέγαμε των βασιλικών κοιτώνων, η ομορφιά και η κοσμιότης του οποίου με την σκέπη των οσίων Πατέρων εχει διατηρηθή μέχρι των ημερών μας. Αυτό το διέθεσε σαν απαρχή και προσφορά του βασιλείου προς την αγία Σύνοδο, και διατάζει να τοποθετηθούν ισάριθμα με τους Πατέρες έδρανα, φροντίζοντας για την ανάπαυση των γηρατειών και τιμώντας την ιερωσύνη τους. Αφού εισήλθαν λοιπόν αυτοί και έλαβαν τις θέσεις τους, παρουσιάζεται και ο ένδοξος βασιλεύς. Όχι με σοβαροφανές, υπεροπτικό και βασιλικόν ύφος, αλλά με βλέμμα συνεσταλμένο και ήρεμο βηματισμό. Καθώς συναντά στους αγίους τους ασπάζεται και συνομιλεί μαζί τους ευχαρίστως, εκδηλώνοντας το άνθος της επιεικίας του, με ένα πράο χαμόγελο, και αποκαλύπτοντας, στις συστάσεις που γίνονται με τους αγίους, την λαμπρότητα της ψυχής του. Φανερώνει δε την υψηλή προς τους Πατέρες συγκατάβασή του, το χαμηλό κάθισμα στο οποίο εκάθισε σε σχέση με τα έδρανα των επισκόπων.
Όταν, λοιπόν, οι όσιοι και ο θεοσεβής βασιλεύς εκάθισαν, ο Ευστάθιος Αντιοχείας, καθώς σε τούτον ανέθεσε η αγία Σύνοδος να απευθυνθή προς τoν βασιλέα, είπε: «Ευχαριστούμε τoν Θεό, ένδοξε βασιλεύ, με τoν οποίο κι εμείς και συ έχουμε συνταχθή. Εκείνος με την μεσολάβησή σου κατήργησε την πλάνη των ειδώλων, με αποτέλεσμα να επικρατήση η ευθυμία στους ελευθέρους πλέον πιστούς. Έπαυσαν οι κνίσσες από τα ζώα που εκαίγοντο προς χάριν των δαιμόνων. Κατελύθησαν της ελληνικής πολυθεϊας τα σεβάσματα. Απομακρύνεται το σκότος της αγνωσίας. Η οικουμένη φωτίζεται από το φως της Θεογνωσίας. Ο Πατήρ δοξολογείται, ο Υιός συμπροσκυνείται, το Πνεύμα το Άγιον αναγγέλλεται. Τριάς ομοούσιος κηρύττεται, μία Θεότης σε τρία πρόσωπα και υποστάσεις. Αυτή είναι που στερεώνει, βασιλεύ, την εξουσία της ευσεβείας σου. Διαφύλαξέ μας την απαραβίαστον. Κανένας αιρετικός προσπαθώντας να εισχωρήση ύπουλα στην Εκκλησία να μην αφαιρέση κάτι από την Τριάδα υποτιμώντας αυτό. Ο Άρειος, που το όνομά του θυμίζει την μανία του πολέμου, είναι ο αίτιος του λόγου και όλης της συνελεύσεως. Ο οποίος, δεν γνωρίζουμε πώς, συγκαταλεγόμενος στο πρεσβυτέριο της Εκκλησίας των Αλεξανδρέων, μας διέφευγε ότι ήταν ξένος από την διδασκαλία των τρισμακαρίων Προφητών και Αποστόλων. Διότι δεν εντρέπεται να αποστερή τον Μονογενή Υιό και Λόγο του Πατρός από την ομοουσιότητα με τον Πατέρα, και σπεύδει ο κτιστολάτρης να συναριθμήση τον Κτίστη με την κτίση. Αυτόν να έπειθες, αυτοκράτορ, να αλλάξη φρόνημα και να μην εναντιώνεται στην αποστολική διδασκαλία ή, εάν επιμείνη στις ασέβειες της κακοδοξίας από την οποίαν έχει κυριευθή, να τον εξηφάνιζες από του Χριστού και την ιδική μας έπαυλη. Για να μην πέσουν οι ψυχές των απλουστέρων θύματα της ομιχλώδους ωραιολογίας του».
Ο δε εκλαμπρότατος Βασιλεύς Κωνσταντίνος, συμβάλλοντας από την αρχή στην Σύνοδο με την θερμότητα της πίστεως και απευθύνοντας στους Πατέρες λόγους ειρηνικούς ως φιλοπάτωρ υιός, είπε: «Εμπρός, πατέρες, με κάθε επιμέλεια να μελετήσωμε την οριοθέτηση και αποσαφήνιση της αληθείας μέσα από τις προφητικές προρρήσεις και τις αποστολικές παραδόσεις, μακρυά από κάθε μισαδελφία και κακοδοξία. Διότι θα ήταν φοβερό, μετά την κατάλυση της πολυθέου ασεβείας και τον εξαναγκασμό των εχθρών σε υποταγή, την κατάπαυση δε των εμφυλίων πολέμων, να πολεμούνε μεταξύ μας οι πιστοί όχι με ξίφη, αλλά με δόγματα. Και να προσπαθούμε την ευαγγελικήν διδασκαλία, η οποία είναι απλή και άτεχνος, αφού βασίζεται στην δύναμη των έργων και όχι των λόγων, να την ανατρέψωμε ασχολούμενοι με αυτήν διανοητικώς και αναζητώντας ρητορικά σχήματα. Ας επιληφθούμε λοιπόν της συζητήσεως αναθέτοντας την αποκάλυψη της αλήθειας για το θέμα που μας απασχολεί στον Θεό και Πατέρα και στον Μονογενή Υιό του Πατρός και στο Ζωοποιόν Πνεύμα. Κι εμείς πρόθυμα θα είμεθα εδώ στην διάθεσή σας συμμετέχοντας στους αγώνες σας, εως ότου αποκαλυφθή εντελώς η αλήθεια. Επειδή πιστεύουμε πως θα ευτυχήσωμε να έχωμε και την επιφοίτηση του Ζωοποιού Πνεύματος, με την οποία θα βεβαιωθή η σωτήριος πίστις μας, απηλλαγμένη από κάθε αιρετικήν κακοδοξία και θεωρία και αμέτοχος από κάθε πονηράν ως προς το Θείον έννοια».
Προχωρεί λοιπόν το πλήθος των ονομαστών αυτών Πατέρων, στην εξέταση και αποσαφήνιση της Ορθοδόξου πίστεως με ομόνοια, ενδυναμούμενοι από το Ζωοποιό Πνεύμα που κατοικούσε μέσα τους. Και βάζοντας στο στόχαστρο τον Άρειο, του επιτίθενται με πολλές μαρτυρίες της Παλαιάς και της Νέας Διαθήκης για το ότι ο Υιός είναι ομοούσιος με τον Πατέρα, τον αφορίζουν από την υγιή πίστη και την Αγίαν Εκκλησία, και τον υποβάλλουν σε ανάθεμα μαζί με τα έργα που είχε γράψει και με τα κηρύγματά του.
Έτσι αποκλείοντας από όλες τις κατευθύνσεις την είσοδο κάθε αιρετικής κακοδοξίας, συνθέτουν όλοι μαζί, το πράγματι Θείον Σύμβολον, καταργώντας με κάθε άρθρο το ανάλογο αιρετικόν φρόνημα, ώστε να γίνουν σε όλους φανερά όσα απεφασίσθησαν στην Σύνοδο του παλατίου. Υπελείπετο τώρα να συζητήσουν το θέμα του εορτασμού της κυρίας των ημερών, ο οποίος ετελείτο από τον καθένα σε διαφορετικήν ημέρα. Άλλοι την εόρταζαν στην αρχή της αγίας Τεσσαρακοστής, αλλοι στα μέσα του αγώνος της εγκρατείας και άλλοι κάποιαν άλλην ημέρα επιτελούσαν την ανάμνηση της σωτηριώδους Αναστάσεως. Και έτσι την ίδια ώρα άλλοι εσκληραγωγούντο με μετάνοια, με δάκρυα και νηστείες, και άλλοι επανηγύριζαν τα Δεσποτικά νικητήρια με τα οποία κατελύθη ο Άδης, κατηργήθη ο θάνατος, ανέστη ο Αδάμ και ο Σατανάς εδεσμεύθη. Και για το θέμα αυτό με την καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος οι Θεοφόροι Πατέρες, εθέσπισαν μαζί με τον ένδοξο Κωνσταντίνο, η αγία ημέρα της Αναστάσεως του Χριστού και Θεού μας να εορτάζεται κοινώς από όλο το γένος των Χριστιανών. Με τον τρόπον αυτόν εκανόνισαν, ώστε σε όλη την Εκκλησία, ως μία οικογένεια, να υπάρχη κοινός χρόνος εγκρατείας και προσευχής, καθώς επίσης και χαράς και πανηγυρισμού. Επίσης εξέδωσαν θείους κανόνες και για άλλα εκκλησιαστικά ζητήματα, οι οποίοι μαζί με τα προηγούμενα απετέλεσαν τον τόμο της Ορθοδοξίας.
Μετά από αυτά έγινε πρότασις από τον ένδοξο βασιλέα να επικυρωθή ο τόμος με τις υπογραφές καθενός από τους Πατέρες. Μετά λοιπόν από την έκθεση και την δημοσία ανάγνωση του τόμου, έγινε ένα αξιομνημόνευτο θαύμα προς καύχηση όσων επίστευσαν, προς εντροπή δε των αντιφρονουντων. Δύο, δηλαδή, από τους οσίους επισκόπους, ο Χρύσανθος και ο Μουσώνιος, οι οποίοι δεν είχαν ακόμη υπογράψει τον τόμο, συνέβη από πρόνοια Θεού να φύγουν από την ζωήν αυτή. Οι θεοφόροι λοιπόν πατέρες, αφού ήλθαν στον τόπον όπου είχαν τοποθετηθή τα λείψανα, σαν να ευρίσκωνται μαζί τους και να υπακούουν στα λόγια τους, είπαν: «Ω πατέρες και αδελφοί», «τον καλόν αγώνα ηγωνίσθητε». μαζί μας «τον δρόμον τετελέκατε, την πίστιν τετηρήκατε». Εάν λοιπόν κρίνετε ως θεάρεστα αυτά που εγράφησαν στον τόμο και μάλιστα τώρα που έχετε καθαρωτέρα αντίληψη των πραγμάτων, τι σας εμποδίζει να υπογράψετε και σεις, σύμφωνα με τoν νόμο, μαζί μας; Αφού είπαν αυτά οι Πατέρες και ετοποθέτησαν τoν τόμο σφραγισμένο κοντά στα λείψανα των οσίων, αφιερώνουν όλη εκείνη την νύκτα σε άγρυπνον προσευχή. Ερχόμενοι δε την επαύριον εμπρός στις σορούς, κι ενώ οι σφραγίδες ήσαν άθικτες, εξεδίπλωσαν τoν άγιον τόμο, ευρήκαν δε μέσα και τις υπογραφές των δύο οσίων επισκόπων. Όπως ομολογούν όλοι χωρίς δισταγμό, ακόμη και αλλόθρησκοι, στην χορείαν εκείνη των οσίων πατέρων, παρευρίσκετο και συνεργούσε η ομοούσιος Τριάς.
Αλλά κάτι που παρελείψαμε στα προηγούμενα είναι ότι, ενώ η θεομάχος βλασφημία ηλέγχετο από την αγία Σύνοδο, ένας ειδωλολάτρης φιλόσοφος προσπαθούσε όχι με φιλαλήθειαν, αλλά φιλονεικώντας, να υπερασπισθή την κακοδοξία του Αρείου. Τότε, αφού με τους συλλογισμούς του φιλοσόφου ανεπτερώθησαν ο Μηνόφαντος, ο Πατρόφιλος και ο Θεωνάς μαζί με τους άλλους για στους οποίους είπαμε παραπάνω, εφανέρωσαν την αποκρουστική δυσωδία της Αρειανικής πληγής τους, και με θρασύτητα συμπαρεστέκοντο στον φιλόσοφον εναντίον της αληθείας. Αλλά ο αλιεύς των αλιέων και Σωτήρ του διώκτου, κάνει πάλι κάτι αντάξιο των τεραστίων θαυματουργιών του: καταργεί, με τρόπο θαυμαστό την εριστικότητα των προτάσεων του φιλοσόφου, αναγκάζοντάς τον να σιωπήση, και χειροτονεί αντίπαλο του συνηγόρου της ελληνικής αθεϊας και της αιρετικής βλασφημίας, κάποιον από τους αγίους, ο οποίος ήταν στολισμένος όχι με την κοσμική σοφία, αλλά με την αγγελική πολιτεία. Αυτός, επαναλαμβάνοντας τους λόγους με τους οποίους ο Κύριος ηπείλησε τους δαίμονες και την θάλασσα, απευθύνεται στον φιλόσοφο λέγοντας «Σιώπα, πεφίμωσο», και με τους λόγους αυτούς αποδεικνύει άλογο τον πολύλογο, ώστε με την αφωνία που τον κατέλαβε ξαφνικά, να προσέλθη με τρόμο και δέος στον χορό των αγίων, ζητώντας την λύση του δεσμού και την δωρεά του αγίου βαπτίσματος. Με αυτόν τον τρόπον ο Κύριος των θαυμασίων εκάλεσε στην σωτηρία τoν φιλόσοφο μαζί με όλη την οικογένειά του, και τον χθεσινό κατήγορο της Ορθοδοξίας τον ανέδειξε συνήγορο της αληθείας. Τούτο το θαύμα τόσην έκπληξη προεκάλεσε στους περί τον Μηνόφαντα, ώστε, καθώς λέγουν, απεφάσισαν με την θέλησή τους να συναινέσουν με την αγία Σύνοδο στoν αναθεματισμό του ασεβούς Αρείου και των δογμάτων του. Όμως, κατόπιν, όπως οι κύνες, επέστρεψαν επί το ίδιον εξέραμα. Όταν δε η αγία Σύνοδος των τριακοσίων δέκα οκτώ αγίων Πατέρων εξεπλήρωσε τον σκοπό για τον οποίο συνηθροίσθη, και οι άγιοι επείγοντο να επιστρέψουν, ο ευσεβής Κωνσταντίνος τους εκάλεσε σε κοινήν τράπεζα και τους απηύθυνε λόγους συμβουλευτικούς, εθεράπευσε δε και τις ανάγκες των Εκκλησιών τους, χαρίζοντας σε κάθε τόπο συσσίτια για τα νοσοκομεία και τα πτωχοτροφεία τους, και τους απεχαιρέτησε με αυτά τα λόγια: «Βλέπετε την λατρεία που προσφέρω στoν Θεόν» με τις ιδικές σας κατηχήσεις, και πως ολοπρόθυμα έχω κατεργασθή την κατάλυση των ειδώλων και εφρόντισα να διαδοθή παντού η πίστις των Χριστιανών, ώστε να μη μας μείνη καμμία άλλη θρησκευτική δοξασία παρά μόνο των Χριστιανών, οι οποίοι προσκυνούν και ασπάζονται την αγία και ομοούσιο Τριάδα. Αυτήν σας παραδίδω σήμερα ακεραία. Θα είναι της ιδικής σας προσευχής και μελέτης η διά της βοηθείας του Κυρίου καθημερινή εξύψωσις και επαύξησίς της».
Αφού είπε αυτά και άλλα παρόμοια, βλέποντας δε άλλους από αυτούς χωρίς οφθαλμούς, άλλους με παραλυμένα χέρια, άλλους κυρτωμένους από τους πολλούς ξυλοδαρμούς και άλλους να έχουν υποστή το μαρτύριο της αποκοπής των γεννητικών οργάνων και μαθαίνοντας ότι αυτά τους έμειναν από τα κτυπήματα που υπέστησαν κατά τους διωγμούς, τους οποίους είχαν καρτερικά υπομείνει ομολογώντας τον Χριστό, κατενύγη πολύ και εξεδήλωσε εμπράκτως την ευλάβειά του. Προσκυνούσε τα σημάδια από τις πληγές των αθλοφόρων, ησπάζετο τα παραλυμένα μέλη τους. Στα κατεστραμμένα μέλη ήγγιζε άλλοτε τα μέλη του ιδικού του σώματος, άλλοτε την βασιλικήν πορφύρα, πιστεύοντας ότι με αυτόν τoν τρόπον αγιάζεται. Και στους εξωρυγμένους οφθαλμούς έφερνε τις κόρες των ιδικών του οφθαλμών για να φωτισθούν από εκεί οι οφθαλμοί της ψυχής του. Αφού με αυτό τον τρόπον ησπάσθη τους αγίους, εξεκίνησε πάλι για την νέα Ρώμη, αναγγέλλοντας εκεί το ορθό κήρυγμα της πίστεως. Οι δε πανάγιοι Πατέρες αντήμειψαν τον μεγαλειότατο με ευχαριστίες και ευλογίες, με τις οποίες ηύχοντο για την ειρήνη και την ενίσχυση της βασιλείας, την ενότητα των επισκόπων και την ταπείνωση των εχθρών. Αναχωρώντας δε από την Νίκαια ανταπέδωσαν την φιλοξενία με την οποία τους είχαν διακονήσει προσευχόμενοι για ενίσχυση και στερέωση όλων όσων τους διηκόνησαν. Αυτό το μαρτυρεί και το θαυμαστόν σημείο που έγινε εκείνη την ώρα. Καθώς επρόκειτο την τελευταίαν ημέρα να αναπέμψουν προσευχές στον Σωτήρα των όλων για την επάνοδο στις βάσεις τους και την σωτηρία της πόλεως που τους υπεδέχθη, συνέβη στον χώρον εκείνο της ανατολικής εισόδου, που λέγεται «μεσόμφαλο», και γύρω από τον οποίο εστέκετο η χορεία των αγίων, να αναβλύσουν πηγές από λάδι, εκεί στην μέση της αψίδος. Η πηγή αυτή φαίνεται μέχρι σήμερα, δεικνύοντας τους καρπούς των τότε προσευχών.
Η φήμη που έχει η Νίκαια μέχρι σήμερα οφείλεται στους τριακοσίους δέκα οκτώ πατέρες που ετίμησαν την Σύνοδον αυτή. Τεκμηριώνει δε και την αγωνία και πρόνοιά τους για την πόλιν αυτή και το παράδοξο θαύμα που έγινε στην γενεά μας. Οι Ασσύριοι εκδηλώνοντας την αχαριστία τους επέδραμαν κατά της βασιλείας των Ρωμαίων, από την οποία παλαιότερα είχαν σωθή. Και ενώ τα είχαν αφανίσει όλα με βαρβαρικήν αγριότητα, αυτή η πόλις της Νικαίας έμεινε σώα από κάθε βαβυλωνιακή επήρεια. Καμμία βλάβη ανδρών, γυναικών ή παιδιών δεν έγινε με την φωτιά ή με τα ξίφη, αν και πολλές φορές έκαναν επίθεση κρυφά και φανερά. Λέγεται μάλιστα ότι ο άθλιος ταξίαρχος του στρατού τους, χωρίς καμμίαν εντροπή, επεχείρησε να επιτεθή εναντίον του ναού των Αγίων αυτών, να ορμήση μέσα και να εκτελέση τις αποκρουστικές βδελυγμίες της μαγείας του. Απειλήθη όμως πικρά την νύκτα με κάποιο όραμα, και την ημέρα με φοβερισμούς που μόνον αυτός αντελαμβάνετο. Αυτό μετέβαλλε τον αλιτήριο, ώστε τον μεν ναό, ή μάλλον Αυτόν που κατοικούσε στον ναό, τον Χριστό και αληθινό Θεό μας, να τιμήση και να τον εξιλεώση ανάβοντας λαμπάδες, χάριν δε αυτού του γεγονότος να αποκλείση την είσοδο της αγίας Εκκλησίας για όλον τον Βαβυλωνιακό στρατό. Έδειξε μάλιστα παράδοξον ημερότητα και στους διακονητάς του ναού, που δεν συγκρίνεται με την πρώην βαρβαρική θρασύτητά του, η οποία έγινε αιτία να σωθούν και πολλοί από τους αλλοδαπούς. Επειδή από τότε, εάν συνελάμβαναν κάποιον αιχμάλωτο, μία απλή προσποίησις, ότι κατάγεται από την Νίκαια, αρκούσε για να ανατρέψη τον άμεσο κίνδυνο που διέτρεξε από αυτούς.
Αυτά είναι τα χαρίσματα της φιλοξενίας των Πατέρων, τα οποία ημπορούν να παραστήσουν στους αιώνες που έρχονται την φροντίδα τους για την Νίκαια. Αυτοί, ωσάν διαυγείς ποταμοί, ξεκινώντας από την πηγή της Νικαίας, διηρέθησαν πορευόμενοι ο καθένας στο ποίμνιό του, και μεταφέροντας εκεί τον καρπό της ιεράς αποδημίας τους, το σωτήριο του κόσμου Σύμβολον. Και ηξιώθησαν να κοιμηθούν μακαρίως σε προχωρημένο γήρας, αφού κατελάμπρυναν τον δρόμο της επιγείου ζωής τους με την προκοπή τους στην αρετή. Ο δε φιλάνθρωπος Θεός και φιλόδουλος ευεργέτης «ο δοξάζων τους δοξάζοντας αυτόν» ηξίωσε και τις ψυχές τους να απολαύσουν τα αγαθά που είναι αποθησαυρισμένα στους ουρανούς, δεν άφησε όμως αστεφάνωτα και τα πάναγνα σώματά τους, αλλά τους ετίμησε και διά μέσου αυτών, με κάποιο παράδοξο θαύμα ως λειτουργούς ιδικούς του. Διότι επέτρεψε ο θάνατός τους να επέλθη τόσον ειρηνικά, όπως ο φυσικός ύπνος. Στην συνέχεια δε, και μέχρι τώρα, τα σώματα των Πατέρων αυτών, τα οποία είχαν δεχθή την Θεία Χάρη, να μείνουν στην επαρχία του καθενός αδιάλυτα. Πολλοί είναι εκείνοι που μαρτυρούν το γεγονός, οι οποίοι τους είδαν «ιδίοις όμμασι», σαν να κοιμώνται μέσα στις λάρνακές τους που ανοίγονται κατά καιρούς, και τους προσεκύνησαν. Είμεθα δε και εμείς αψευδείς μάρτυρες αυτού του θεάματος. Έχουμε ασπασθή το λείψανο του Ισαγγέλου Λεοντίου, του τότε προέδρου της Εκκλησίας των Καισαρέων, ο οποίος πολλούς ιδρώτες έχυσε για την πίστη και πριν από την παρουσία του στην Σύνοδο της Νικαίας. Πολλοί μάρτυρες και αθλοφόροι ανεδείχθησαν από αυτόν παλεύοντας εναντίον του νοητού αντιπάλου. Πολλοί επίσης, χρησιμοποιώντας την ζωή του ως διδάσκαλο, έγιναν πολίτες του ουρανού. Ένας από αυτούς είναι ο μεγάλος αθλοφόρος Γρηγόριος, ο φωτιστής της Αρμενίας, ο οποίος ευρήκε τα λείψανα των αγίων μαρτύρων Ριψιμίας και Γαϊανής (εορτάζονται στις 30 Σεπτεμβρίου), και αφού ενίκησε πρώτα τον ακόλαστο Τηριδάτη, τον οδήγησε έπειτα στην πίστη. Αυτού το τίμιο λείψανο είδαν και πολλοί μαζί μ’ εμάς ότι δεν είχε χάσει ούτε τις τρίχες ούτε τους όνυχες, ευωδίαζε δε ολόκληρο. Και μην απιστήση γι’ αυτά κανείς. Επειδή τοιαύτα είναι τα δώρα της Χάριτος, και μεγαλύτερα ακόμη, προς καύχηση των πιστών και έπαινο των Εκκλησιών, προς δόξαν Χριστού του Θεού ημών, μετά του οποίου τω Πατρί δόξα και τω Ζωοποιώ Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων.
Αμήν.
Από το βιβλίο Πατερικόν Κυριακοδρόμιον, σελίς 93 και εξής.
Επιμέλεια κειμένου, Δημήτρης Δημουλάς

Κυριακή των Αγίων πατέρων της Α. Οικουμενικής Συνόδου – η Ευαγγελική περικοπή της Θ. Λ., κείμενο του Π. Πάσχου, υμνολογική εκλογή.

Η Ευαγγελική περικοπή της Θείας Λειτουργίας.
Κατά Ιωάννην, Κεφάλαιον ΙΖ. (1 – 13).
Τω καιρώ εκείνω, επήρεν ο Ιησούς τους οφθαλμούς αυτού εις τον ουρανόν και είπε, πάτερ, ελήλυθεν η ώρα, δόξασόν σου τον υιόν, ίνα και ο υιός σου δοξάση σε, καθώς έδωκας αυτώ εξουσίαν πάσης σαρκός, ίνα πάν ο δέδωκας αυτώ δώση αυτοίς ζωήν αιώνιον. αύτη δέ εστιν η αιώνιος ζωή, ίνα γινώσκωσί σε τον μόνον αληθινόν Θεόν, και όν απέστειλας Ιησούν Χριστόν. εγώ σε εδόξασα επι της γής, το έργον ετελείωσα ο δέδωκάς μοι ίνα ποιήσω, και νύν δόξασόν με σύ, πάτερ, παρά σεαυτώ τη δόξη η είχον πρό του τον κόσμον είναι παρά σοί. Εφανέρωσά σου το όνομα τοις ανθρώποις ούς δέδωκάς μοι εκ του κόσμου. σοί ήσαν και εμοί αυτούς δέδωκας, και τον λόγον σου τετηρήκασι. νύν έγνωκαν ότι πάντα όσα δέδωκάς μοι παρά σου εστιν, ότι τά ρήματα ά δέδωκάς μοι δέδωκα αυτοίς, και αυτοί έλαβον, και έγνωσαν αληθώς ότι παρά σου εξήλθον, και επίστευσαν ότι σύ με απέστειλας. Εγώ περι αυτών ερωτώ, ου περι του κόσμου ερωτώ, αλλά περι ών δέδωκάς μοι, ότι σοί εισι, και τά εμά πάντα σά εστι, και τά σά εμά, και δεδόξασμαι εν αυτοίς. και ουκέτι ειμί εν τω κόσμω, και ούτοι εν τω κόσμω εισί, και εγώ προς σέ έρχομαι. πάτερ άγιε, τήρησον αυτούς εν τω ονόματί σου ώ δέδωκάς μοι, ίνα ώσιν έν καθώς ημείς. ότε ήμην μετ’ αυτών εν τω κόσμω, εγώ ετήρουν αυτούς εν τω ονόματί σου, ούς δέδωκάς μοι εφύλαξα, και ουδείς εξ αυτών απώλετο ει μή ο υιός της απωλείας, ίνα η γραφή πληρωθή. νύν δέ προς σέ έρχομαι, και ταύτα λαλώ εν τω κόσμω, ίνα έχωσι την χαράν την εμήν πεπληρωμένην εν αυτοίς.
Απόδοση.
Αφού τα είπε αυτά ο Ιησούς, σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό και είπε: «Πατέρα, έφτασε η ώρα. Φανέρωσε τη δόξα του Υιού σου, ώστε κι ο Υιός να φανερώσει τη δική σου δόξα. Εσύ του έδωσες εξουσία πάνω σε όλους τους ανθρώπους• έτσι κι αυτός θα δώσει την αιώνια ζωή σε όλους αυτούς που του εμπιστεύτηκες. Και να ποια είναι η αιώνια ζωή: Ν’ αναγνωρίζουν οι άνθρωποι εσένα ως τον μόνο αληθινό Θεό, καθώς κι εκείνον που έστειλες, τον Ιησού Χριστό. Εγώ φανέρωσα τη δόξα σου πάνω στη γη, αφού ολοκλήρωσα το έργο που μου ανέθεσες να κάνω. Τώρα λοιπόν εσύ, Πατέρα, δόξασέ με κοντά σ’ εσένα, με τη δόξα που είχα κοντά σου προτού να γίνει ο κόσμος. Εγώ σε έκανα γνωστό στους ανθρώπους που τους πήρες μέσα από τον κόσμο και μου τους εμπιστεύτηκες. Ανήκαν σ’ εσένα, κι εσύ τους έδωσες σ’ εμένα, κι έχουν δεχτεί το λόγο σου. Αυτοί τώρα ξέρουν πως όλα όσα μου έδωσες προέρχονται από σένα• γιατί τις διδαχές που μου έδωσες, εγώ τις έδωσα σ’ αυτούς, κι αυτοί τις δέχτηκαν, και αναγνώρισαν πως πραγματικά από σένα προέρχομαι, και πίστεψαν πως εσύ μ’ έστειλες στον κόσμο. Εγώ γι’ αυτούς παρακαλώ. Δεν παρακαλώ για τον κόσμο αλλά γι’ αυτούς που μου έδωσες, γιατί ανήκουν σ’ εσένα. Κι όλα όσα είναι δικά μου είναι και δικά σου, και τα δικά σου είναι και δικά μου, και δι’ αυτών θα φανερωθεί η δόξα μου. Τώρα δεν είμαι πια μέσα στον κόσμο• ενώ αυτοί μένουν μέσα στον κόσμο, κι εγώ έρχομαι σ’ εσένα. Άγιε Πατέρα, διατήρησέ τους στην πίστη με τη δύναμη του ονόματός σου που μου χάρισες, για να μείνουν ενωμένοι όπως εμείς. Όταν ήμουν μαζί τους στον κόσμο, εγώ τους διατηρούσα στην πίστη με τη δύναμη του ονόματός σου. Αυτούς που μου έδωσες τους φύλαξα, και κανένας απ’ αυτούς δε χάθηκε, παρά μόνο ο άνθρωπος της απώλειας, για να εκπληρωθούν τα λόγια της Γραφής. Τώρα όμως εγώ έρχομαι σ’ εσένα, και τα λέω αυτά όσο είμαι ακόμα στον κόσμο, ώστε να έχουν τη δική μου χαρά μέσα τους σ’ όλη την πληρότητά της.»
Παντελή Πάσχου
Ορθοδοξία: Η Εκκλησία των Αγίων Πατέρων
ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΟΛΛΗ σοφία και μεγάλη σύνεση στον τρόπο, με τον οποίον η αγία Εκκλησία μας καθόρισε τον εορταστικό κύκλο του εκκλησιαστικού λειτουργικού χρόνου. Κ’έχει πολύ βαθειά σημασία το γεγονός της συχνής υπομνήσεως, που κάνει η Εκκλησία στους πιστούς, με τις μνήμες ή τις Κυριακές των αγίων Πατέρων: θέλει δηλ. να μας δείξει αυτούς που αγωνίστηκαν κ’ έφτασαν μέχρι και το μαρτυρικό θάνατο, για να μείνει καθαρή κι αμόλυντη η πίστη των ορθοδόξων. Μας θυμίζει τους
μεγάλους πολέμους, μέσα στις ταραγμένες εποχές στη ζωή της Εκκλησίας, και τους αγώνες των Πατέρων, που, με τη χάρη του Θεού, πάντοτε καταλήγουν στη νίκη
της Ορθοδοξίας.
Αυτό είναι για μας μια ελπίδα, αλλά και μια μεγάλη κ’ επίσημη διάψευση των φόβων, των αγωνιών και ανησυχιών μας για το μέλλον της Ορθοδοξίας, που νομίζουμε πως οι αιρέσεις και οι πόλεμοι που κάθε μέρα αντιμετωπίζει -έσωθεν και έξωθέν- θα την εξαντλήσουν τάχα και θα την αφανίσουν. Οι γιορτές των αγίων Πατέρων μας δείχνουν, πως η Εκκλησία πέρασε πολύ πιο δύσκολες στιγμές απ’ τις σημερινές, αλλά με το να μείνει σταθερή στα ορθόδοξα δόγματα και στη γερή κι ασάλευτη πέτρα της Παραδόσεως στερεωμένη, νίκησε πάντοτε τους πολεμίους της, όποιοι κι αν ήταν αυτοί, κ’ έβγαινε ύστερ’ από κάθε μάχη πιο λαμπερή
και πιο φωτεινή και με περισσότερα κάστρα γύρω της, που οι Πατέρες έχτιζαν για να φυλάξουν τους αρίφνητους θησαυρούς της αγίας μας Ορθοδοξίας. Έτσι, με
τους αγώνες και τους πολέμους που αντιμετώπιζαν οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας, απαντούσαν στους εχθρούς της Ορθοδοξίας μ’ ένα πλήθος συνοδικών κανόνων
και δογμάτων, που ερμηνεύουν αυθεντικά την Αγία Γραφή και θεμελιώνουν με το βίο και τη διδασκαλία τους την Παράδοση της Ορθοδοξίας, που είναι η ωραιότερη,
η αληθινώτερη και -παρόλες τις ποικιλίες και αποχρώσεις στη διδασκαλία των αγίων Πατέρων- η πιο πολύ σφιχτά ενωμένη, απ’ όλες τις παραδόσεις, με το πνεύμα
του Ευαγγελίου• γιατί η «συμφωνία» που υπάρχει μέσα στο θείο χορό των αγίων Πατέρων, και η οποία δείχνει τη βιωματική συνοχή της Εκκλησίας, είναι καρπός
και αποτέλεσμα του θείου φωτισμού και της χάριτος του Θεού.
Οι άγιοι Πατέρες, με το ορθό δόγμα της πίστεως και με την αγία ζωή τους, είχαν γίνει άξιοι των επιλάμψεων του αγίου Πνεύματος, το Οποίο κυρίως τους φώτιζε να ερμηνεύουν και να διδάσκουν ορθά το άγιο Ευαγγέλιο, και να το προσφέρουν, ανάλογα με την προσληπτικότητά μας, ως δόγμα, ως λόγο και ως ζωή. Να γιατί -πολύ εύστοχα- ονομάζεται η αγία Ορθοδοξία μας Εκκλησία των αγίων Πατέρων. «Διότι την υπερφυά παρουσίαν του αγ.Πνεύματος εντός της Εκκλησίας, διά των Πατέρων εμάθομεν. Την ερμηνείαν του Ευαγγελίου της χάριτος του Χριστού, οι Πατέρες έδωκαν εις τον κόσμον: Τι θα ήτο η Εκκλησία δίχως «τα πάγχρυσσα στόματα του Λόγου», τους «οπλίτας παρατάξεως Κυρίου», τα «oργανα του αγ. Πνεύματος»; Ίδετε τον κονιορτοποιήσαντα την Εκκλησίαν Προτεσταντισμόν. Καταμάθετε τας αντορθοδόξους καινοτομίας, τας αιρέσεις, τας υπερβολάς, την εγκοσμιότητα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, υποκαταστησάσης
την δι’ αγίου Πνεύματος πυριζομένην ακράδαντον αυθεντίαν των Πατέρων, διά των εξ υψηλοφροσύνης επίσφαλών ανθρωπίνων συλλογισμών (αλάθητον του Πάπα κ.λ.π.). Φοβήθητε την επιφαινομένην νόθευσιν του Ευαγγελίου εν τη Εκκλησία.
Αποτολμά ο λόγος να υποστηρίζη, ότι οι Άγιοι Πατέρες αποτελούν τα ασφαλή μέτρα της περί Θεού και ανθρώπων καθολικής και επί μέρους αληθείας. Αυτοί είναι οι οξυδερκείς της Εκκλησίας οφθαλμοί… oι απλανείς οδηγοί, οι φυσικοί ερμηνείς του Ευαγγελίου, ως θεωρίας και πράξεως» (Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Αθωνικά άν0η, σελ. 113).
Η Ορθόδοξος Εκκλησία μας στηρίζεται πάνω στην αγία Γραφή και στην ιερά Παράδοση, δηλ. στο Άγιον Ευαγγέλιο και στους αγίους Πατέρας. Όλος ο αγώνας των
τέκνων της Εκκλησίας ειναι να φτάσουν στη θείαν αλήθεια και σωτηρία της ψυχής τους, διά μέσου της αγιότητος, που διδάσκει το άγιο και ιερόν Ευαγγέλιο.
Γι’ αυτό κ’ ένας νεώτερος συγγραφέας λέγει για την Εκκλησία του Θεού, πώς «είναι οι κληθέντες άγιοι, η συνάθροισις των πιστών, των κληθέντων εις αγιότητα»
(Κορέσιος). Για να φτάσουμε, όμως, στη σώζουσα αλήθεια του Ευαγγελίου, χρειαζόμαστε ένα έμπειρον οδηγό• γιατί, κι αμαρτωλότητα πολλή έχει σκοτίσει τα πνευματικά μάτια μας, και η πείρα μας λείπει για πνευματικές πορείες τόσο φοβερές, και οι κίνδυνοι που μας περιμένουν σ’ αυτό το δρόμο είναι μεγάλοι και δυσκολοπολέμητοι.
Κι αυτός ο οδηγός δεν είναι άλλος απ’ την Παράδοση των Πατέρων της Ορθοδοξίας. Οι φωτεινότεροι οδηγοί της πορείας μας προς τη σωτηρία είναι οι άγιοι Πατέρες.
Έξω απ’ αυτούς καραδοκεί ο κίνδυνος των αιρέσεων. Ας μη μας κατηγορήσει εδώ κανείς, πως υπερτονίζουμε τη σημασία της Παραδόσεως εις βάρος της αγίας Γραφής.
Τα άκρα του Προτεσταντισμού και του Ρωμαιοκαθολικισμού δεν ανήκουν στις συνήθειες της Ορθοδοξίας, η οποία πλησιάζει τον απλό αλλά βαθύ και υψηλό σε σώζοντα νοήματα λόγο του Θεού, με την ταπείνωση και την αγιότητα των αγίων Πατέρων. Η Εκκλησία μας τάχει ενωμένα Ευαγγέλιο και Παράδοση. Ούτε Ευαγγέλιο θα υπήρχε, αν δεν μας τα διέσωζε η Παράδοση, και δεν το ερμήνευαν οι πνευματέμφοροι άγιοι Πατέρες• ούτε άγιοι Πατέρες μπορούν να νοηθούν δίχως τη θεωρία του Ευαγγελίου. Οι άγιοι Πατέρες είναι η πράξη του Ευαγγελίου. Μια πράξη, που ενώνει διά των μυστηρίων της σωτηρίας τη ζωή όλης της Εκκλησίας κάτω απ’ το σταυρό του Χριστού. «το γαρ της Εκκλησίας όνομα, λέγει ο θείος Χρυσόστομος, ου χωρισμού, αλλ’ ενώσεως και συμφωνίας εστίν όνομα». Αυτή η πράξη μας δείχνει πως η ορθή διδασκαλία είναι καρπός αγίας ζωής. Αν η θεολογία των Πατέρων ήταν μια απλή γνώση, δίχως τη βίωση του λόγου του Θεού, η θεολογία τους δεν θα διέφερε απ’ τις ευσεβείς φλυαρίες των αιρετικών. Γιατί κ’ οι αιρετικοί ήταν δεινοί στη μόρφωση και στη γνώση. Αλλά η εκτροπή τους απ’ την οδό της αγιότητος (στους πιο πολλούς,
τουλάχιστον, αυτή είναι η σπουδαιότερη αιτία), τους έρριξε σε σατανικές αιρέσεις και τους παρέσυρε έξω απ’ την Εκκλησία. Έξω, όμως, από τον αγιασμένο περίβολο
της Εκκλησίας, κατά την αρχαία ρήση του αγίου Κυπριανού, δεν υπάρχει σωτηρία – «extra ecclesiam nulla salus». Βγαίνοντας κανείς απ’ την Εκκλησία, για οποιοδήποτε
λόγο, είναι σα να παραδίδει τον εαυτό του στη δυναστεία του σατανά, όπως λέγει ο Μέγας Φώτιος: «οι γαρ των εκκλησιών εξωθούμενοι, έξω της θείας γινόμενοι
κηδεμονίας, υπό την βουλήν και δυναστείαν πίπτουσι του σατανά». Μ’ αυτούς τους αιρετικούς μοιάζουν κ’ εκείνοι, που για να δικαιολογήσουν την εγωϊστική
τους και σατανική φυγή από την Εκκλησία, ρίχνουν το βάρος στους λειτουργούς της Εκκλησίας, λέγοντας: «Με αυτόν τον ιερέα, και με αυτόν τον επίσκοπο, δεν
μπορώ να προσευχηθώ, σκανδαλίζομαι. Προτιμώ να κάμω την προσευχή μου στο σπίτι, στο χωράφι, στην αίθουσα ενός συλλόγου ή όπου αλλού, παρά να πάω στην Εκκλησία, που διακονείται από αυτά τα πρόσωπα…». Πόσο, αλήθεια, θα χαίρεται ο σατανάς, με κάτι τέτοιες δικαιολογίες των ευσεβοφρόνων πιστών!
Δεν είναι ο τόπος εδώ να εξηγήσουμε με λεπτομέρειες όλη την τακτική του σατανά σ’ αυτό τον πόλεμο τον εσωτερικό. Πρέπει όμως να πούμε, πως αυτοί οι τύποι,
πολλές φορές είναι πιο επικίνδυνοι από πολλούς αδιάφορους ή άθεους. Στις Πράξεις των Αποστόλων βρίσκεται μια σχετική ομιλία του Αποστόλου Παύλου, προς
τους πρεσβυτέρους της Εκκλησίας της Μιλήτου και της Εφέσου: «και εξ υμών αυτών αναστήσονται άνδρες λαλούντες διεστραμμένα, του αποσπάν τους μαθητάς οπίσω
αυτών» (Πράξ. κ’ 30). «Δεν είναι ανάγκη, λέγει ένας σύγχρονος ποιμήν και εκκλησιαστικός συγγραφέας, να ονομάσωμεν αυτούς τους «εξ ημών αυτών», περί των
οποίων ομιλεί ο Απόστολος. Είναι όλοι ανεξαιρέτως όσοι θέτουν σκοπόν των «αποσπάν τους μαθητάς οπίσω αυτών» -να αποσπούν τους πιστούς και να τους σύρουν οπίσω των, να δημιουργούν συμπαθείας και προτιμήσεις γύρω από τα πρόσωπά των και να γίνωνται αρχηγοί κομμάτων εις την Εκκλησίαν. Οι αληθινοί ποιμένες δεν χωρίζουν τους πιστούς, και δεν προβάλλουν τον εαυτόν τους μεταξύ των πιστών, δεν τους κατατυραννούν ψυχικώς, και δεν δεσμεύουν την πνευματικήν των ελευθερίαν. Διότι αυτό συμβαίνει, με όσους κινούνται και δρουν έξω από την παράδοσιν και την τάξιν της Εκκλησίας• δημιουργούν ένα κύκλον εντος της Εκκλησίας, και εις το κέντρον του κύκλου τοποθετούν τον εαυτόν τους» («Οικοδομή» εβδομαδιαία, έτος Β’ άρ. 22, 29 Μαΐου 1960). Τους κινδύνους αυτούς φοβάται κι ο ιερός Χρυσόστομος, όταν συμβουλεύει εκείνους που έχουν ελαττωμένη την εμπιστοσύνη τους προς τα πρόσωπα της Εκκλησίας και θέλουν ν’ απομακρυνθούν απ’ την ευλογημένη μάνδρα της: «μένε εις την Εκκλησίαν, λέγει, και ου προδίδοσαι υπό της Εκκλησίας• αν δε φύγης από Εκκλησίας, ουκ αιτία η Εκκλησία. Εάν μεν γαρ ης έσω, ο λύκος ουκ εισέρχεται• εάν δε εξέλθης έξω, θηριάλωτος γίνη• αλλ’ ου παρά την μάνδραν τούτο, αλλά παρά την σην μικροψυχίαν. Εκκλησίας γαρ ουδέν ίσον».
Πρέπει επίσης να προσέχουμε πολύ στη σύγχυση που δημιουργεί ο σατανάς με τις διαβολές του γύρω απ’ τό αιώνιο θέμα της Εκκλησίας και των φορέων της ιερωσύνης.
Δεν μπορούμε, δυστυχώς, να έχουμε πάντοτε ιερείς ή επισκόπους του ύψους του Χρυσοστόμου ή του αγ. Ισιδώρου του Πηλουσιώτη. Αλλ’ αυτό δεν πρέπει να μας
απομακρύνει από την Εκκλησία. Αν μπορούμε, πρέπει να προσευχόμαστε γι’ αυτούς, ή να μπούμε κ’ εμείς μέσα στο δοκιμαζόμενο σκάφος της Εκκλησίας και, με
τον άγιο βίο μας και την ορθή διδασκαλία, να διακονήσουμε το Ευαγγέλιο, και όχι να αποσπάσουμε μια μερίδα πιστών, τάχα για να εκδικηθούμε τον ιερέα ή τον επίσκοπο, και να φτιάξουμε δική μας Εκκλησία ή δικό μας σύλλογο, πράγμα πολύ συνηθισμένο σήμερα «της μόδας», όπως λέγει ο Παπαδιαμάντης κάπου: «θα ήτο
θρασύτης εκ μέρους μας, λέγει, αν ενομίζαμεν ότι έπρεπε να κάμωμεν ενταύθα λόγον περί τινων άλλων διακεκριμένων θεολόγων, οίτινες μετέφερον τας θρησκευτικάς συνάξεις εις μίαν αίθουσαν συλλόγου. Πολύ παράξενοι δεν είμεθα, και εννοούμεν κάλλιστα, ότι καθ’ ον τρόπον υπάρχουσι λ.χ. φωτογράφοι της μόδας, φραγκορράπται
της μόδας κ.λ.π., ούτως επόμενον είναι να υπάρχουσι και θεολόγοι της μόδας»! Αλλά σ’ ενα άλλο σημείο ο Παπαδιαμάντης ξεκαθαρίζει τη στάση των πιστών τέκνων
της Εκκλησίας -και απέναντι σ’ Εκείνη και απέναντι στους φορείς της ιερωσύνης- όταν απαντά στο «Λόγο» του Απ. Μακράκη: «Εγώ είμαι τέκνον γνήσιον της Ορθοδόξου Εκκλησίας, εκπροσωπουμένης υπό των Επισκόπων της. Εάν δε τυχόν πολλοί τούτων είναι αμαρτωλοί, αρμοδία είναι να κρίνη μόνη η Εκκλησία και μόνον το άπειρον έλεος του Θεού ημείς πρέπει να επικαλούμεθα». Πρέπει, πραγματικά, να προσέχει πολύ o χριστιανός, γιατί ο σατανάς χρησιμοποιεί με καταπληκτική ευκολία και πονηριά και τα δεξιά και τ’ αριστερά όπλα, για να μας βγάλει απ’ το δρόμο της Εκκλησίας, κ’ ύστερα να μας παραδώσει «εις νουν αδόκιμον», να μας διχάσει
και από τους φίλους και ομοιδεάτες μας, και να μας ρίξει στην απώλεια.
***
Πρέπει, να υπογραμμίσουμε, με πολλή λύπη, μια νοσηρή κατάσταση που υπάρχει στους ορθοδόξους χριστιανούς της Εκκλησίας μας σήμερα, που αδιαφορούν για τα
δόγματα των Πατέρων και τη γραμμή της Ορθοδοξίας. Έτσι αφήνεται ελεύθερο το έδαφος σ’ ένα πλήθος καλοθελητών, που άλλοτε με το πρόσχημα της «φιλανθρωπίας»
του δολλαρίου και άλλοτε της «διδασκαλίας» του λόγου του Θεού, κάνουν θραύση μέσα στο ευσεβές ποίμνιο της Ορθοδοξίας. Αυτοί οι βαρείς λύκοι, που πολεμούν
την ενότητα της Εκκλησίας, έχουν πολλά ονόματα, αλλά τα πιο φοβερά είναι των «Χιλιαστών» («μαρτύρων του Ιεχωβά»), των «Ευαγγελικών», των «Αντβεντιστών»,
των παραλλαγμένων κάπως και μεταμορφωμένων Ρωμαιοκαθολικων κ.ά. Εμείς, βέβαια, δεν δίνουμε και πολλή σημασία, γιατί δεν υποψιαζόμαστε τι κινδύνους κρύβει η αλιεία αυτή εκ μέρους των αιρετικών στα νερά της Ορθοδοξίας, όπου τα «χωρικά ύδατα» δεν φυλάγονται όπως πρέπει από μας. Οι Πατέρες όμως λέγουν, πως η αίρεση είναι θάνατος και χωρισμός από το Θεό. Σ’ ένα βιβλίο παμπάλαιο της Ορθοδοξίας βρίσκεται τούτο το γεγονός, που αναφέρεται στον αββά Αγάθωνα.
Μερικοί ασκηταί, που άκουσαν τη φήμη του και τη μεγάλη διάκριση που είχε, πήγαν να τον επισκεφθούν. Θέλοντας να τον δοκιμάσουν αν οργίζεται, τον ρώτησαν: «Εσύ
είσαι ο Αγάθων, που λένε πως είσαι πόρνος και υπερήφανος;» –«Nαι, αδελφοί μου, εγώ είμαι». -«Εσύ είσαι o Αγάθων ο φλύαρος και κατάλαλος;» -«Nαι, αδελφοί
μου, εγώ είμαι». «Εάν είσαι ο Αγάθων ο αιρετικός;» Τότε ο Αγάθων αποκρίθηκε: «Όχι, δεν είμαι αιρετικός!» Οι ασκηταί τον ρώτησαν να τους πει, γιατί όσα
του έλεγαν πρώτα τα παραδέχονταν για τον εαυτό του, ενώ το λόγο τούτο, με την κατηγορία του αιρετικού, δεν τον βάσταξε; Κ’ εκείνος, ο γέροντας ο άγιος
και διακριτικός, τους απάντησε: «Τα πρώτα, εμαυτώ επιγράφω• όφελος γαρ έστι τη ψυχή μου. Το δε αιρετικός, χωρισμός εστι από του Θεού, και ου θέλω χωρισθήναι
από Θεού». Οι ασκηταί θαύμασαν την πνευματική σοφία της διακρίσεως του γέροντα, κ’ έφυγαν πνευματικά οικοδομημένοι.
***
Η Ορθόδοξη Εκκλησία, είναι το «πίον και τετυρωμένον όρος», που δεν έχει να φοβηθεί τιποτε από τις αιρέσεις και τους αιρετικούς. Όλα τα πράγματα της Εκκλησίας είναι σε μια ιερή ενότητα δεμένα, που δεν αφήνουν περιθώρια για λιποταξίες -στους πραγματικούς τουλάχιστον και συνειδητούς ορθοδόξους. «Έκλυτον γαρ ουδέν, ή υδαρές εν τη Εκκλησία λέγει ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, αλλ’ έστι τα πάντα συνεσφιγμένα προς ευσέβειαν». Ο φόβος, όμως, είναι όταν οι αιρέσεις, που
μνημονεύσαμε, εκμεταλλεύονται τη δική μας αδράνεια ή αμαρτωλότητα. Κι αυτό γίνεται αιτία να αληθεύει ο λόγος του προφήτου: «το γαρ όνομα του Θεού δι’ υμάς
βλασφημείται». Γιατί, όσες γνώσεις κι αν έχουμε για την Ορθοδοξία και τους αγίους Πατέρας, δεν πρόκειται να μας ωφελήσουν σε τίποτε, αν δεν βιώσουμε οι
ίδιοι ό,τι εκείνοι πρώτα έζησαν κ’ ύστερα μας εδίδαξαν. «Ου πας ο λέγων μοι, Κύριε, Κύριε, εισελεύσεται εις την βασιλείαν των ουρανών, αλλ’ ο ποιών το
θέλημα του Πατρός μου του εν Ουρανοίς». Κ’ επειδή η φύση και o χαρακτήρας της Ορθοδόξου Εκκλησίας, της Εκκλησίας των Πατέρων είναι ασκητικός, πρέπει με
άσκηση κ’ εμείς να μιμηθούμε το βίο τους, το κατά δύναμη, για να καταλάβουμε τη διδασκαλία τους ως το πιο μυστικό βάθος. Αυτό θα μας δώσει μια καινούργια δύναμη και θα σβήσει τη φλογισμένη δίψα μας. Αυτή την αλήθεια τονίζει και ο υμνογράφος, στην γ’ ωδή του Κανόνος της Κυριακής των Αγ. Πατέρων:
«Ανακαθαίρει θολερούς και βορβορώδεις χειμάρρους,
εκ πηγών του σωτηρίου αντλήσας, και διψώντα τον λαόν, τον του Χριστού κορέννυσι,
των διδαχών τοις ρείθροις, ο των Πατέρων κατάλογος».
Από το βιβλίο του: Π.Β.Πάσχου, Έρως Ορθοδοξίας,
εκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα 1987.
Υμνολογική εκλογή.
Δόξα των εκεκραγαρίων του εσπερινού… Ήχος πλ. β’
Τάς μυστικάς σήμερον τού Πνεύματος σάλπιγγας, τούς θεοφόρους Πατέρας ανευφημήσωμεν, τούς μελωδήσαντας εν μέσω τής Εκκλησίας, μέλος εναρμόνιον θεολογίας, Τριάδα μίαν, απαράλλακτον, ουσίαν τε καί θεότητα, τούς καθαιρέτας Αρείου, καί ορθοδόξων προμάχους, τούς πρεσβεύοντας πάντοτε Κυρίω, ελεηθήναι τάς ψυχάς ημών.
Απόδοση.
Σήμερα όλοι οι πισττοί ας δοξάσουμε με ύμνους τους θεοφόρους πατέρες, που μοιάζουν με σάλπιγγες του Αγίου Πνεύματος, που διαδίδουν τα νυστήρια της Εκκλησίας. Οι πατέρες συνέθεσαν και έψαλαν το μελώδικό κομμάτι της θεολογίας, που σαν κι αυτό δεν υπάρχει αρμονικότερο μέσα στην εκκλησία, ότι η Αγία Τριάδα είναι μία και δεν αλλάζει ποτέ και με καμμιά δύναμη, και ως προς την ουσία και ως προς την θεότητα. Οι πατέρες ενίκησαν κατά κράτος τον Αρειο και υπερασπίσθηκαν τους ορθοδόξους, και πρεσβεύουν πάντοτε στον Κύριο να ελεήσει τις ψυχές μας.
Απολυτίκιον των Πατέρων Ήχος πλ. δ’
Υπερδεδοξασμένος εί, Χριστέ ο Θεός ημών, ο φωστήρας επί γής τούς Πατέρας ημών θεμελιώσας, καί δι’ αυτών πρός τήν αληθινήν πίστιν, πάντας ημάς οδηγήσας, πολυεύσπλαγχνε, δόξα σοι.
Απόδοση.
Η δόξα Σου, χριστέ ο Θεός μας έχει ξεπεράσει κάθε δόξα, που μπορεί να συλλάβει ανθρώπινος νους, γιατί έχεις στερεώσει σαν γερά θεμέλια της Εκκλησίας πάνω στην γη, τους πατέρες σαν μεγάλα φωτεινά αστέρια. Και με αυτόυς οδηγείς προς την αληθινή πίστη όλους εμας, Κύριε που είσαι γεμάτος ευσπλαχνία, δόξα Σοι.
Κοντάκιον
Ήχος πλ. δ’
Αποστόλων τό κήρυγμα, καί τών Πατέρων τά δόγματα, τή Εκκλησία μίαν τήν πίστιν εκράτυνεν, ή καί χιτώνα φορούσα τής αληθείας, τόν υφαντόν εκ τής άνω θεολογίας, ορθοτομεί καί δοξάζει, τής ευσεβείας τό μέγα μυστήριον.
Απόδοση.
Το κύρηγμα των αποστόλων και τα δόγματα των πατέρων απέδειξαν δυνατή την μία πίστη της εκκλησίας. Η Εκκλησία φορώντας τον χιτώνα της αληθείας και όχι της αιρέσεως, που έχει υφανθεί από την άνω θεολογία, δηλαδή εξ απποκαλύψεως, κρατά ορθή την πίστη και δοξάζει το μεγάλο μυστήριο της ευσεβείας.
Ο Οίκος
Εν υψηλώ κηρύγματι τής τού Θεού Εκκλησίας, ακούσωμεν βοώσης, ο διψών, ερχέσθω καί πινέτω, ο κρατήρ, όν φέρω’ κρατηρ εστι τής σοφίας, τούτου τό πόμα αληθείας λόγω κεκέρακα, ύδωρ ου προχέων αντιλογίας, αλλ’ ομολογίας, ής πίνων ο νύν Ισραήλ, Θεόν ορά φθεγγόμενον’ ίδετε, ίδετε, ότι αυτός εγώ ειμι, καί ουκ ηλλοίωμαι, εγώ Θεός πρώτος, εγώ καί μετά ταύτα, καί πλήν εμού άλλος ουκ έστιν όλως’ Εντεύθεν οι μετέχοντες πλησθήσονται, καί αινέσουσι, τής ευσεβείας τό μέγα μυστήριον.
Απόδοση.
Ας ακούσουμε την Εκκλησία του Θεού, που με γεμάτο από υψηλα νοήματα κύρηγμα μας λέγει: Οποιος διψά ας έλθει κοντά μου και ας πίνει, γιατί ο κρατήρας που έχω είναι κρατήρας γεμάτος σοφία, επειδή το περιεχόμενό του το ανέμειξα με τον λόγο της αληθείας, μη χύνοντας νερο αντιλογίας και αιρέσεως αλλά ομολογίας της ορθής πίστεως, από το οποίο πίνοντας ο νέος Ισραήλ βλέπει τον Θεό να του λέγει: Ελάτε να δείτε, πως εγώ είμαι ο Θεός και δεν έχω αλλοιωθεί, όπως οι αιρετικοί θέλουν, Εγώ είμαι ο Θεός πριν από τώρα αλλά και μετά από αυτά, και εκτός από Εμένα δεν υπάρχει άλλος Θεός. Εδώ, δηλαδή στην Εκκλησία όσοι συμμετέχουν, θα χορτάσουν πνευματικά, και θα δοξάσουν το μεγάλο μυστήριο της ευσεβείας.
Συναξάριον
Τή αυτή ημέρα, Κυριακή εβδόμη από τού Πάσχα, τήν εν Νικαία πρώτην Οικουμενικήν Σύνοδον εορτάζομεν, τών τριακοσίων δέκα καί οκτώ θεοφόρων Πατέρων.
Κατά την εβδόμη Κυριακή από το Πάσχα, εορτάζουμε την Πρώτη Οικουμενική Σύνοδο, που έγινε στη Νίκαια από τους 318 θεοφόρους Πατέρες.
Στίχοι
• Πόλου νοητού αστέρες σελασφόροι.
• Ακτίσιν υμών φωτίσαι τέ μοι φρένας.
Φωτίστε με τις ακτίνες σας τον νου μου, Πατέρες, που είστε αστέρες που φέρετε το φως του νοητού Πόλου δηλαδή του Χριστού.
Κατά Αρείου
• Ξένον τόν Υιόν Πατρός ουσίας λέγων,
• Άρειος, ήτω τής Θεού δόξης ξένος.
Λέγοντας ο Αρειος πως ο Υιός είναι ξένος της ουσίας του Πατρός, έμεινε ξένος της δόξας του Θεού.
Ταίς τών αγίων τριακοσίων δέκα καί οκτώ θεοφόρων Πατέρων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός ημών, ελέησον ημάς.
Αμήν.
Με τις πρεσβείες των Αγίων τριακοσίων δέκα και οκτώ θεοφόρων Πατέρων, Χριστέ ο Θεός ημών, ελέησε και σώσε μας.
Δόξα των αίνων του όρθρου… Ήχος πλ. δ’
Τών αγίων Πατέρων ο χορός, εκ τών τής οικουμένης περάτων συνδραμών, Πατρός, και Υιού, καί Πνεύματος αγίου, μίαν ουσίαν εδογμάτισε καί φύσιν, καί τό μυστήριον τής θεολογίας, τρανώς παρέδωκε τή Εκκλησία, ούς ευφημούντες εν πίστει, μακαρίσωμεν λέγοντες. Ω θεία παρεμβολή, θεηγόροι οπλίται, παρατάξεως Κυρίου, αστέρες πολύφωτοι, τού νοητού στερεώματος, τής μυστικής Σιών οι ακαθαίρετοι πύργοι, τά μυρίπνοα άνθη τού Παραδείσου, τά πάγχρυσα στόματα τού Λόγου, Νικαίας τό καύχημα, οικουμένης αγλάϊσμα, εκτενώς πρεσβεύσατε, υπέρ τών ψυχών ημών.
Απόδοση.
Το σύνολο των Αγίων Πατέρων, που είναι τόσο ενωμένο και σύμφωνο σαν χορωδεία, αφού συγκεντρώθηκε από όλα τα σημεία και άκρα της γης, εδογμάτισε και όρισε πως ο Πατήρ, ο Υιός και το Αγιο Πνευμα έχουν μία ουσία και φύση. Και το μυς΄τήριο αυτό της θεολογίας παρέδωκε στην Εκκλησία, σαν σημαντικό και σπουδαιότερο από όλα. Αυτούς λοιπόν τους Πατέρες με πίστη ας τους δοξάσουμε, και ας τους υμνήσουμε λέγοντας: Ωθεικό στρατόπεδο της παρατάξεως του Κυρίου, που κυρήττετε τα θεία λόγια του Κυρίου, αστέρια πολύφωτα του πνευματικού στερεώματος, της μυστικής Σιών, που είναι η Εκκλησία και η επουράνιος βασιλεία, οι πύργοι, που δεν γκρεμίζονται και δεν καταλαμβάνονται ποτέ, που ο λόγος σας σαν κάνει να μοιάζετε με ταμυρίπνοα άνθη του παραδείσου, πάγχρυσα στόματα, που μεταδίδετε το λόγο του ΘΕΟΎ, εσείς που με την πίστη σας στην ορθοδδοξία γίνατε το καύχημα της Νικαίας και η χαρά της οικουμένης, σας παρακαλούμε να πρεσβεύετε για τη σωτηρια των ψυχών μας.
Απόδοση, Ιωάννης Τρίτος.

Κυριακή των Αγίων Πατέρων της α' Οικουμενικής Συνόδου-Πρωτ. Στυλιανός Θεοδωρογλάκης

«Πάτερ ἐλήλυθεν ἡ ὥρα, δόξασόν σου τόν υἱόν ἴνα καί υἱός σέ δοξάσει»
.
Νά ποῦμε ἀπαρχῆς ὅτι ἡ ὥρα, οἱ χρόνοι καί οἱ καιροί ἀφοροῦν τόν κόσμο καί τόν ἄνθρωπο. Γιά τό Θεό δέ μετροῦν οἱ ὧρες. Ὁ Θεός βρίσκεται πάνω ἀπό τούς χρόνους καί τούς καιρούς. Καί ἀκόμα νά ποῦμε ὅτι ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ συντριβή τῶν δυνάμεων τοῦ κακοῦ. Ἡ δέ αἰώνια ζωή εἶναι ἡ ἰδιότητα τοῦ Θεοῦ πού μεταδίδεται σέ μας τούς ἀνθρώπους καί μποροῦμε ἔτσι νά γνωρίζουμε τό Θεό. Ἡ δόξα τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ. Γιά τοῦτο ὁ Θεός δοξάζει τό Χριστό κατά τήν ὥρα τῶν παθημάτων μέ πολλούς τρόπους, π.χ. ὅταν ἦλθαν νά τόν συλλάβουν χωρίς νά τό θέλουν γυρίζουν πίσω καί πέφτουν στό ἔδαφος. Ὁ Ἰούδας μετά ἀπό λίγο διακηρύττει τήν ἀθωότητά του Ἰησοῦ καί αὐτοκτονεῖ. Ἡ γυναίκα τοῦ Πιλάτου προσπαθεῖ νά ἀφυπνίσει τή συνείδηση τοῦ συζύγου της. Ὁ ἥλιος σκοτίζεται. Ἐξάλλου πάνω στό σταυρό ὁ Χριστός συντρίβει γιά πάντα τό Σατανᾶ καί τό θάνατο. Ὁ Χριστός δέν ἐπιζητᾶ τή δόξα γιά τόν ἑαυτό τοῦ ἀλλά γιά τό Θεό. Γιά τοῦτο ὀφείλουμε, σέ κάθε περίσταση νά ζητοῦμε ἀπό τό Θεό ὅτι εἶναι πρός δόξαν Θεοῦ ὄχι γιά νά ἱκανοποιοῦμε τή δική μας δοξομανία, τή δική μας μεγαλομανία, τό δικό μας ἐγωκεντρισμό.
Ὁ Χριστός δοξάζει τό Θεό Πατέρα τόσο ὅσο μεταδίδει τήν αἰώνια ζωή στούς πιστούς δήλ. νά κάνει τούς ἀνθρώπους κοινωνούς τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Χριστός ἁγιάζει τή ζωή καί φέρνει στό κόσμο τήν πνευματική ζωή ἀπό τήν ὁποία φυτρώνει καί ἀναπτύσσεται ἡ αἰωνία, μακαρία ζωή τοῦ Θεοῦ. Ὁ Παράδεισος ἀρχίζει ἀπό τούτη τή ζωή καί ὁλοκληρώνεται στή μέλλουσα ὅποτε ὁ Χριστός θά δοξάσει αὐτούς. Αὐτή εἶναι ἡ δόξα τῆς αἰώνιας ζωῆς. Ἡ γνώση τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Γνώση ὄχι ἐπιφανειακή, ἐγκεφαλική, βιτρίνας ἀλλά γνώση βιωματική: « Γνῶντες Θεοῦ μᾶλλον δέ γνωσθέντες ὑπό τοῦ Θεοῦ» Ι. Δαμασκηνός.
Αὐτή ἡ γνώση τῆς συμβίωσής μας μέ τό Θεό εἶναι ἡ αἰώνια ζωή πού ἐπιζητοῦμε ὅλοι μας καί παρακαλοῦμε νά ἀποκτήσουμε.
Ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ καί ἡ γνώση τοῦ Ἰησοῦ εἶναι ἴδια ἔφ΄ὅσον εἶναι γνώση ἐν Ἁγίω Πνεύματι. Δέν μποροῦμε μέ ἄλλο τρόπο ἤ μέ ἄλλο μέσο νά φτάσουμε τή θεογνωσία. Αὐτό τό ἐπιχειροῦν οἱ αἱρετικοί καί τό ἀποτέλεσμα τό γνωρίζουμε. Εἶναι ἡ πλάνη, ἡ ἀποτυχία, ἡ σύγχυση, ἡ δυστυχία, τό βάσανο, τό κακό, ὁ θάνατος.
Ὁ Χριστός δέν ἦλθε στό κόσμο νά ζήσει καί νά περάσει μέ ἄνεση καί καλοπέραση ἀλλά ἦλθε « ἴνα διέλθει εὐεργετῶν καί ἴνα πληρώσει πάσαν δικαιοσύνην». Αὐτό σέ προέκτασή μας ἀφορᾶ γιατί δείχνει τή δική μας εὐθύνη γιά ὅτι κάνουμε στή ζωή μας. Ἄν πράγματι πληροῦμε ἔργον Θεοῦ ἤ τά δώσουμε ὅλα γιά τή δική μας ἀποκλειστική ἱκανοποίηση.
Ἄν δεχτοῦμε ὅτι ἔχουμε μία ἀποστολή στή ζωή μας Θεόσδοτη, τό ἐρώτημα γιά μᾶς εἶναι πολύ ἁπλό καί πολύ ἐνδιαφέρον: Πόσον θεϊκά ζοῦμε γιά νά ἔχουμε ἐλπίδα ὅτι θά συνεχίσουμε μαζί Του καί στήν οὐράνια ζωή.
Τό ἅγιο Εὐαγγέλιο συνολικά ἀναφέρεται στήν ἀρχιερατική προσευχή τοῦ Ἰησοῦ στόν κῆπο τῶν ἐλαιών λίγο πρίν τό πάθος Του καί ἀφορᾶ συνολικά τό ἔργο Του, τήν ἀποστολή Του, τόν κόσμο καί τόν ἄνθρωπο.
Νοιάζεται γιά ὅλα ἐκτός γιά τόν ἑαυτό Του.
Ἡ μετάβαση πρός τό Θεό εἶναι γεγονός χαρᾶς καί ἀγαλλίασης. Ὁ Χριστός πληροφορεῖ τούς μαθητές Του γιά τήν ἐπιστροφή τοῦ πρός τόν Θεό πατέρα Του γιά νά τούς καταστήσει τῆς δικῆς Του χαρᾶς καί ζωῆς.
Ὁ Ἅγιος εὐαγγελικός λόγος, λόγος πνοῆς καί ζωῆς εἶναι ταυτόχρονα καί λόγος χαρᾶς καί ἀγαλλίασης, γιατί ὁ Θεός εἶναι ἡ ἀγάπη μας καί εἴμαστε ἡ ἀγάπη του καί εἶναι ἡ ζωή μας.
Ὁ Ἅγιος εὐαγγελικός λόγος συνδέεται καί μέ τούς Ἅγιους Πατέρες πού συγκρότησαν τήν πρώτη οἰκουμενική σύνοδο καί ἀναγνώρισαν καί διακήρυξαν χωρίς καμία ἐπιφύλαξη τή Θεότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ «Θεοῦ ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ γεννηθέντα οὐ ποιηθέντα πρό πάντων τῶν αἰώνων».
Ὅλο τό ἅγιο εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα τῆς σημερινῆς Κυριακῆς εἶναι ἕνας ὕμνος τῆς Θεότητας τοῦ Ἰησοῦ ὁ ὁποῖος πορεύεται στό Σταυρό καί τό Θάνατο ὄχι κατά τρόπο δραματικό ὡς τά θύματα τῆς ἀρχαίας τραγωδίας ἀλλά ὅπως ζήσαμε καί πρωτύτερα μετά χαρᾶς μεγάλης, γιατί ὁ δρόμος τοῦ Θεοῦ εἶναι δρόμος χαρᾶς καί ζωῆς, πανηγύρεως καί ἑορτῆς, δόξας καί τιμῆς, ἀναγνώρισης καί καταξίωσης τοῦ ἀνθρώπου ὡς αὐτό πού εἶναι ἀπό τή δημιουργία του, παιδί τοῦ Θεοῦ ἀγαπημένο.
Πρωτ. Στυλιανός Θεοδωρογλάκης

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...