Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Δευτέρα, Αυγούστου 01, 2011

Καλοκαίρι στὸ Ὅρος


το Φώτη Κόντογλου
Στ’ γιον ρος πγα πολλς φορές. Τν πρώτη φορ κάθησα παραπάνω π δύο μνες κ’ κανα γνωριμία μ πολλος πατέρες κα λαϊκούς, γιατί πάρχουνε κε πέρα κα γωγιάτες ρβανίτες, παραγυιο κα γεμιτζδες πο φορτώνουνε κερεστ1 στ καράβια. Στ Δάφνη, πο εναι σκάλα πο πιάνουνε τ βαπόρια, βρισκόντανε κα κάτι ψαράδες κοσμικοί, κ’ κε γνωρίσθηκα μ τρες ϊβαλιτες κα περάσαμε πολ μορφα. π κε πγα στς Καρυές, μ δν κάθησα πολύ, γιατί γύρευα θάλασσα. Πγα στ μοναστήρι τν βήρων μαζ μ να γέροντα πο πουλοσε βιβλία στς Καρυς κα πο τν λέγανε βέρκιον Κομβολογν. Σ’ ατ τ μοναστήρι κάθησα κάμποσο. Πι πολ μ τραβοσε ρσανάς, δηλαδ τ μέρος πο βάζουνε τς βάρκες κα τ σύνεργα τς ψαρικς.
φησα τ γένειά μου, τ ξέχασα λα κα γίνηκα ψαράς. τρωγα, πινα, δούλευα, κοιμώμουνα μαζ μ τος ψαράδες πο τανε λο καλόγεροι, ο πι πολλο Μπουγαζιανοί, δηλαδ π τ μπουγάζια τς Πόλης. Τί ξέγνοιαστη ζω πο πέρασα! διαίτερη...
φιλία δεσα μ τρες. νας τανε ς εκοσιπέντε χρον, καλ ψυχή, φιλότιμος, στοχαστικός, πρόθυμος στ κάθε τί κ’ εχε καλογερέψει π μικρός: τν λέγανε Βαρθολομαο. λλος τανε ς σαράντα χρονν, ψαρς π τ χωριό του, κοντόφαρδος, πλός, συχος, λιγομίλητος, κακος, «πτωχς τ πνεύματι», ταπεινς κα τν λέγανε Βασίλειο. λλος τανε γέρος σν τν γιο Πέτρο, γελαζούμενος, χωρατατζς κα τν λέγανεΝικάνορα.
Βαρθολομαος διάβαζε κα βιβλία μ ταξίδια θαλασσινά. νάμεσα σ λλα εχε στ κελλί του κα δύο τρία βιβλία το ουλίου Βέρν. Μ’ ατν ψαρεύαμε στακούς. βγαζε κα κοράλλια κα μο δειχνε πς ν τ ψαρεύω. ρσανς τανε να σπίτι μακρύ, χτισμένο πάνω στ θάλασσα μέσα σ’ ναν κόρφο πο τν ποσκέπαζε νας κάβος κα γι κεραμίδια εχε μαρες πλάκες. Μπροστ εχε κάτι ξέρες πο σκάζανε ο θάλασσες ποτε περνε βοριάς, κι π πάνω κατεβαίνανε τ βράχια φυτρωμένα μ μυρσίνες, μ πουρνάρια κα κάθε γριο χαμόδεντρο. ρσανς εχε πεντέξι κάβιες2 ραδιασμένες κα μπροστ εχε να χαγιάτι πο κουμποσε σ κάτι δοκάρια π γριόξυλα. κε μέσα κοιμόμαστε. π κάτω εχε κάτι χαμηλς καμάρες κα μέσα στς καμάρες τραβούσανε τς βάρκες. Τ δίχτυα τ πλώνανε πάνω στ μπαρμάκια3 το χαγιατιο. κε πο κοιμόμαστε κούγαμε π κάτω μας τ θάλασσα πο μπαινε μέσα στς καμάρες κα κυλοσε τ χαλίκια κα μς νανούριζε. Παλι εκονίσματα τανε κρεμασμένα μέσα στν ρσαν κ’ καιγε κοίμητο καντήλι.
undefined 
 « … » Εχε ρθει μία μέρα στ Καψοκαλύβια νας καλόγερος π κάποιο ψαραδόσπιτο πο ταν νάμεσα στν κάβο Σμέρνα κα στ Καψοκαλύβια, κα τν φιλοξένησε πάτερ σίδωρος κα γνωρισθήκαμε. Τν λέγανε Νελο, κ΄ τανε Μυτιληνιός. Φεύγοντας μ προσκάλεσε ν πάγω στ κελί του. Σ δύο τρες μέρες, πγα. Στ ρος βλέπει κανες πολλ συνήθιστα πράγματα κα χτίρια, πλν τ κελ το πάτερ Νείλου τανε π τ πι παράξενα. Σ ατ τ μέρος κατεβαίνανε δύο ραχοκοκαλις π βράχια κα κάνανε δύο κάβους πο τραβούσανε βαθι στν θάλασσα, νας πολ κοντ στν λλον, τόσο, πο λεγες πς τ νερ πο βρισκότανε νάμεσά τους τανε ποτάμι κι χι θάλασσα. κε πο σμιγε νας κάβος μ τν λλον, σηκωνόντανε δυ ράχες π βράχια κι τανε τόσο κοντά, πο σκοτεινίαζε κενο τ μέρος, ς λαμπε λιος τ καλοκαίρι. Σ΄ ατ τ μέρος, μέσα σ΄ ατ τν τρύπα, τανε χτισμένος ρσανς το πάτερ Νείλου. Τ νερ τανε πατα κα σκοτειν μέσα σ κενο τ κανάλι. Τ σπίτι τ χάνε χτισμένο λίγο παραπάνω π τν θάλασσα, θεμελιωμένο στ βράχο, μ χαγιάτια κα μ καμάρες, πως συνηθίζεται στ ρος π τ παλι χρόνια, μ μαρες πλάκες ντ γι κεραμίδια. Λίγο παραπάνω τανε χτισμένη κκλησιά, μικρή, μ σκαλιστ τέμπλο κα μ λα τ καθέκαστα. π πάνω κρεμότανε να βουν δασωμένο κα στν κορφ εχε να βράχο πότομο, μ΄ να σπήλαιο. Σ΄ ατ τ σπήλαιο σκήτευε πρ λίγα χρόνια νας γέροντας πο στάθηκε στ νιάτα το πλαρχηγς στν Μακεδονία. Τώρα εχανε φωλιάσει ρνια μέσα στν σπηλι κα τ βλεπα πο πέρνανε βόλτες γύρω στ ράχη.
Νελος κα συνοδεία το εχανε δυ τράτες κα δυ βάρκες. τανε φτχτ νοματέοι, πέντε μεγάλοι κα δυ τρία καλογέρια. λοι τους τανε λιοκαμένοι, μαροι σν ραπάδες. πάτερ Νελος εχε πάνω του μία συχία κα μίαν πλότητα πο σ κανε ν τν γαπήσεις κα ν τν σεβαστες. Λιγόλογος, μ λοένα τανε χαμογελαστ τ πρόσωπό του, μ κάτι χείλια χοντρ σν το ράπη, μ μαρα κα πυκν γένεια, πο φυτρώνανε κάτω π τ μάτια του κα σκεπάζανε τ μάγουλά του. Μ τ σκούφια πο φοροσε τανε διος βαβυλώνιος. Ξυπόλητος, πως δ τανε λοι τους, φοροσε πάνω να σκορο πουκάμισο κα κάτω να βρακ νατολίτικο σαμε τ γόνατα. Τς μέρες πο κάθησα κε πέρα, Νελος κ΄ νας δόκιμος δν πηγαίνανε μ τν τράτα γι ν μο κρατήσουνε συντροφιά. τανε κ΄ νας γέρος, πάτερ θανάσιος, πο φύλαγε πάντα τ σπίτι. Σν γυρίζανε π τ ψάρεμα βγάζανε τ ψάρια ξω κα φο διαλέγανε λίγα χοντρ γι ν φμε, κι λλα γι πάστωμα, τ ψιλ τ κάνανε να σωρ κα τ φήνανε ν σιτέψουνε γι ν τ λατίσουνε. π τ χοντρ παστώνανε πολλος ροφούς, ν χουνε τ χειμώνα. Ψιλά, μαρίδα κα σαρδέλα, παστώνανε πολλ βαρέλια κα τ στέλνανε στ Σαλονίκη. Καθόντανε σταυροπόδι γύρω στ σωρ κα παστώνανε. λο τ σπίτι μύριζε μία τέτοια ψαρίλα, πο στν ρχ γυρίζανε νω κάτω τ στομάχια μου. Μ σιγ σιγ συνήθισα κα δν καταλάβαινα τν ψαρίλα σχεδν λότελα. Συλλογιζόμουνα κιόλας πς τσι θ μυρίζανε κι Χριστς κ΄ ο πόστολοι. Ο νθρωποι κ΄ τι πίανες, λα μυρίζανε ψαρίλα. κόμα κα μέσα στν κκλησι νοίωθες ατ τ μυρουδιά.

Τς ρες πο λείπανε ο λλοι στ ψάρεμα, κουβεντιάζαμε μ τν πάτερ Νελο γι θρησκευτικ κα γι τ στορικά του σπιτιο του, τί φουρτονες περάσανε, τί θεριόψαρα συναντήσανε, τί καΐκια βουλιάξανε π τότες πο κάθησε σ΄ ατ τ μέρος κι λλα λογι λογιν. λλη φορ πάλι, κε πο καλαφάτιζε μία βάρκα τραβηγμένη ξω, ψελνε μ τ γλυκει φωνή του, κ΄ κανε τν δεξι ψάλτη κι γ τν ριστερόν. Λέγαμε τς Καταβασίες τς Μεταμορφώσεως (γιατί τανε κενες ο μέρες το Αγούστου) «Χορο σραλ ήκμοις ποσί, πόντον ρυθρν κα γρν βυθν διελάσαντες», τ Πασαπνοάρια μ τ δοξαστικ «Παρέλαβεν Χριστς τν Πέτρον κα άκωβον κα ωάννην», κι στερα λέγαμε ργς κα μετ μέλους τ Κοινωνικ «ν τ φωτ τς δόξης το προσώπου σου, Κύριε, πορευόμεθα ες τν αώνα». Στ τέλος μως ψέλναμε πάντα τ «Ελογητς ε Χριστ Θες μν, πανσόφους τους λιες ναδείξας, καταπέμψας ατος τ πνεμα τ γιον, κα δ΄ ατν τν οκουμένην σαγηνεύσας, φιλάνθρωπε, δόξα σοί». Δν μπορ ν παραστήσω τ πόσο συγκινημένη τανε καρδιά μου σν κουγα ν ψέλνει ψαρς πάτερ Νελος, ξυπόλητος, μ τ κατραμωμένο βρακί, μ τ φύκια κολλημένα πάνω στ γυμν ποδάρια του, ν ψέλνει μ κείνη τν ρχαία μελωδία κα ν λέγει στίχους αμβικούς, κα παραπέρα ν΄ φρίζουνε τ παμπάλαια λληνικ κύματα κι γέρας ν βουΐζει πανηγυρικ πάνω στ θεοχτιστ βράχια κα στ δέντρα! Μ πι βαθει κι πι παράξενη συγκίνηση μ΄ πίανε τν Κυριακ κα τς λλες γιορτινς μέρες πο λειτουργοσε πάτερ Νελος ψαρς κα γινότανε ερέας το ψίστου, ατς πο τν βλεπα τς λλες μέρες ν΄ λατίζει ψάρια, ν καλαφατίζει βάρκες, ν ματίζει σκοινιά, ν γραντολογ καραβόπανα, ν βολεύει γκουρες, ν μπαλώνει δίχτυα, μαζ μ τ συνοδεία του!
Κα στ λειτουργία γινότανε σν πατριάρχης, μ τ πανωκαλύμμαυχο, μ τ χρυσ φελόνι, μ τ πιμάνικα, μ τ πιγονάτιο, κα δεότανε μυστικς μπροστ στν γία Τράπεζα «πρ τν το λαο γνοημάτων», «ς νδυόμενος τν τς ερατείας χάριν». ! Τί ξαίσια κα φρικτ μυστήρια χει ταπειν ρθοδοξία μας! Μ καρδιά μου δάκρυζε ληθιν π για χαρ κι π κατάνυξη, σν στρώνανε γι ν φμε κα ελογοσε τν τράπεζα πάτερ Νελος μ τ θαλασσοψημένα δάχτυλά του, ν γύρω στεκότανε μ σταυρωμένα χέρια κενοι ο πλο ψαράδες, κουρασμένοι, θαλασσοδαρμένοι, ξεχασμένοι π τν κόσμο μέσα σ κείνη τν καταβόθρα. Κι λεγε μ τν ταπειν φων το πάτερ Νελος «Χριστ Θεός, ελόγησον τν βρσιν κα τν πόσιν τν δούλων σου, τι γιος ε πάντοτε νν κα ε κα ες τος αώνας τν αώνων», ν μς ποσκίαζε   πλώρη το τρεχαντηριο κ΄ ρμύρα ρχότανε π τ βουερ τ πέλαγο ΄΄.
Περιοδικ «Νέα στία», τεχος 875, 1963



ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΕΠΤΑ ΠΑΙΔΕΣ ΜΑΚΚΑΒΑΙΟΙ, Η ΑΓΙΑ ΑΥΤΩΝ ΜΗΤΗΡ ΣΟΛΟΜΟΝΗ ΚΑΙ Ο ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΑΥΤΩΝ ΕΛΕΑΖΑΡΟΣ


«Αυτοί, όταν ο Αντίοχος, ο υιός του Σελεύκου, υπέταξε και αιχμαλώτισε το έθνος των Εβραίων και τους ανάγκαζε να αρνηθούν την παράδοσή τους και να τρώνε απαγορευμένες από τη θρησκεία τους τροφές, απείθησαν στον τύραννο, κρατώντας τους πατρογονικούς νόμους τους, και ο πρεσβύτης Ελεάζαρ, που ήταν διδάσκαλος και εξηγητής του Μωσαϊκού νόμου, και οι επτά παίδες, οι οποίοι μαθήτευαν σε αυτόν. Και ο μεν πρεσβύτης, αφού με δεμένα τα χέρια τον βασάνισαν με πολλούς τρόπους και τον έριξαν στη φωτιά, στο τέλος, μετά από προσευχή που έκανε, ώστε το αίμα του και ο θάνατός του να θεωρηθούν από τον Θεό αντίλυτρο για το έθνος του, εξέπνευσε. Οι δε γενναιότατοι παίδες, αφού κι αυτοί πέρασαν πολλά βασανιστήρια, με τροχούς, με καταπέλτες, με φωτιά, χωρίς να αρνηθούν την πίστη τους ούτε να προδώσουν τον νομοθέτη Θεό για την πρόσκαιρη ζωή, έλαβαν ως αυτοκράτορες των παθών τους, τα στεφάνια της υπομονής. Μαζί τους και η μητέρα τους Σολομονή, όταν ειδε το τέλος των παιδιών της, χωρίς να περιμένει ανθρώπινο χέρι να τη σύρει, ρίχτηκε στην αναμμένη πυρκαϊά, κι έτσι παρέθεσε το πνεύμα της στον Θεό».

Δεν πρέπει να μας παραξενεύει το γεγονός ότι οι άγιοι που εορτάζουμε σήμερα ανήκουν στο χώρο της Παλαιάς Διαθήκης. Εντάσσονται  σ’  αυτούς που χαρακτηρίζονται δίκαιοι και που θεωρούνται ότι αναστήθηκαν μαζί με τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, κατά την ένδοξη Εκείνου Ανάσταση, οπότε απολαμβάνουν κι αυτοί «συν πάσι τοις αγίοις» τον παράδεισο, ευρισκόμενοι μέσα στους κόλπους του προπάτορά τους Αβραάμ. Η ίδια η ακολουθία τους μάλιστα, με το δεδομένο ότι έδωσαν τη ζωή τους για να μείνουν σταθεροί στον Νόμο του Θεού - λόγω του Αντιόχου, που θέλησε, όπως σημειώνει και παραπάνω το συναξάρι, να μεταστρέψει δια της βίας τους υποταγμένους σ’  αυτόν Ιουδαίους -  τους τοποθετεί στην ίδια χορεία με τους μάρτυρες του Χριστού και μάλιστα δοξολογουμένους μαζί τους με χαρμόσυνο τρόπο από όλη την Χριστού Εκκλησία: «συνεορτάσατε τοις μάρτυσι Χριστού, ως προ εκείνων αθλήσαντες υπέρ νόμου και μετ’  εκείνων ευφημούμενοι εννόμως, πάση τη Χριστού Εκκλησία φαιδρώς».
Η επιλογή του Νόμου του Θεού ως προτεραιότητας της ζωής τους αποκαλύπτει το μέγεθος της αγιότητάς τους. Διότι άγιος είναι εκείνος ο οποίος, ως γνωστόν, θέτει υπεράνω όλων το θέλημα του Θεού, άρα φανερώνει την αγάπη την οποία τρέφει προς Εκείνον. Η εντολή του Θεού άλλωστε είναι σαφής και ισχύει και για την Παλαιά και για την Καινή Διαθήκη: «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της ψυχής σου, εξ όλης της καρδίας σου, εξ όλης της διανοίας σου, εξ όλης της ισχύος σου, και τον πλησίον σου ως σεαυτόν». Οι άγιοι λοιπόν σήμερα έδειξαν ότι πράγματι αγαπούν με απόλυτο τρόπο τον Θεό, έχοντας μεταθέσει όλο το νου τους σ’  Εκείνον και αποδεικνύοντας έμπρακτα ότι αληθινή πατρίδα τους είναι η άνω Ιερουσαλήμ, η άφθαρτη και ανώλεθρη, κάτι που αποτελούσε τη μαρτυρία τους και προς τον ίδιο τον Αντίοχο, κατά το δοξαστικό μάλιστα των στιχηρών του εσπερινού: «Ημίν, ω Αντίοχε, εις Βασιλεύς, ο Θεός, παρ’ ου γεγόναμεν, και προς ον επισρέφομεν. Κόσμος μένει άλλος ημίν, του ορωμένου υψηλότερος και μονιμώτερος. Πατρίς δε ημών Ιερουσαλήμ, η κραταιά και ανώλεθρος, πανήγυρις δε, η μετά Αγγέλων διαγωγή».
Μία τέτοια μετάθεση του κέντρου βάρους της ύπαρξής τους στον ίδιο τον Θεό, η οποία  τους έδινε και τη δύναμη να υπερβαίνουν τις οδύνες και των μαρτυρίων τους, ήταν βεβαίως χαρισματική κατάσταση, αλλά απαιτούσε και την ανθρώπινη συνέργεια. Εννοούμε ότι συνήργησε για τον αγιασμό και το μαρτύριό τους και ο ανθρώπινος παράγοντας, εκδηλούμενος με το αλειπτικό  στοιχείο. Αλείπτες, ως γνωστόν, είναι εκείνοι που προετοιμάζουν και ενισχύουν κάποιον για το μαρτύριο, παίζοντας κατά κάποιο τρόπο το ρόλο του προπονητή τους. Τέτοιους αλείπτες λοιπόν στους αγίους σήμερα έχουμε τριών ειδών: πρώτα, την ίδια τη μάνα των επτά παίδων: από μικρούς τους ανέτρεφε «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου», και την ώρα του μαρτυρίου τους τους ενίσχυε και με τα λόγια της και με την παρουσία της. Έπειτα, τον ιερέα διδάσκαλό τους άγιο Ελεάζαρο: διαρκώς τους νουθετούσε να παραμένουν σταθεροί στον Νόμο του Θεού, έστω και με θυσία της ζωής τους, κάτι που το δίδαξε και με το άγιο παράδειγμά του. Τέλος δε, και το σημαντικότερο ίσως, αλείπτες για τους Μακκαβαίους παίδες υπήρξαν οι ίδιοι, καθ’  όλη τη διάρκεια της ζωής και του μαρτυρίου τους: ο καθένας παρότρυνε τον άλλον να παραμείνει σταθερός και να μη λυγίσει την ώρα την κρίσιμη. Θα έλεγε κανείς ότι το στοιχείο αυτό κυριαρχεί κυριολεκτικά στα τροπάρια του κανόνα της εορτής: «Αλλήλους οτρύνοντες, ούτως εβόων: Νομίμως αθλήσωμεν και προθύμως θάνωμεν υπέρ πατρώων εθών». «Μη τις υστερείτω σήμερον του καλού αγώνος, μη τις θηρευθήτω, υπό του μανιώδους. Σοφός εστιν ο δράκων, αλλήλους παρώτρυναν της Σολομονής οι υιοί, μη τις υμών γένηται βρώμα αυτού». Ταις αυτών πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς

"ΥΠΕΡΑΓΙΑ ΘΕΟΤΟΚΕ, ΣΩΣΟΝ ΗΜΑΣ"


Ο μήνας Αύγουστος είναι ο μήνας της Υπεραγίας Θεοτόκου, της Παναγίας μας. Αν καθ’  όλο το έτος έχουμε συχνές και πυκνές αναφορές για τη Μητέρα του Κυρίου, εκεί που αποκορυφώνεται η δοξολογική, τιμητική και ικετευτική αναφορά μας σ’  Εκείνη, είναι κατά τον μήνα αυτό, λόγω της εορτής της Κοιμήσεώς της και της με αυτήν κατά την παράδοση της Εκκλησίας μας συνδεδεμένης  μεταστάσεώς της. Αιτπια γι’ αυτό είναι ότι η Κοίμηση και η μετάσταση της Θεοτόκου επιστεγάζουν την όλη αγιασμένη επί γης πορεία της, που σημαίνει ότι το κάθε γεγονός της ζωής της Παναγίας θεωρείται ως αναβαθμός, που οδηγεί στην αγκαλιά του Τριαδικού Θεού. Με άλλα λόγια, με την Κοίμηση της Θεοτόκου κατανοούμε οι πιστοί ότι τίποτε δεν υπήρξε τυχαίο στη ζωή της – άλλωστε, υπάρχει τίποτε τυχαίο; - αλλά όλα συμπλέκονταν από τη Θεία Χάρη, η οποία συνεργαζόταν με την ελεύθερη βούλησή της, ώστε να φθάσει να γίνει η Παναγία αυτό που δηλώνει η προσωνυμία της: Παν-αγία. Υπεράνω δηλαδή οποιουδήποτε αγίου, είτε ανθρώπου είτε αγγέλου. «Θεός μετά Θεόν» κατά μία μάλιστα πατερική έκφραση. Γι’  αυτό και ψάλλει αδιάκοπα η Εκκλησία μας: «Την τιμιωτέραν των Χερουβείμ και ενδοξοτέραν ασυγκρίτως των Σεραφείμ». Από αυτό καταλαβαίνουμε και γιατί η νηστεία για την Παναγία, γιατί οι καθημερινές ικεσίες μας με τους παρακλητικούς κανόνες, γιατί οι γονυκλισίες.
Ιδιαιτέρως θα σταθούμε στους παρακλητικούς κανόνες, μεγάλο και μικρό, που αποτελούν μακάριο εντρύφημα κάθε πιστού, παρηγοριά κι ελπίδα του σ’  όλες τις περιστάσεις της ζωής του, μάλιστα τότε που αντιμετωπίζει διαφόρων ειδών πειρασμούς. Και τούτο γιατί οι βασικές προϋποθέσεις στις οποίες στηρίζονται και οι δύο κανόνες, είναι αφενός το γεγονός ότι ως άνθρωποι χειμαζόμαστε ευρισκόμενοι μέσα σ’  αυτόν τον ταλαίπωρο κόσμο με τους πολυποίκιλους πειρασμούς και τις παγίδες του, αφετέρου υπάρχει η ελπίδα και η παρηγοριά, η καταφυγή και η δύναμη, που είναι η παρουσία της Παναγίας στη ζωή μας.
Και ως προς την πρώτη προϋπόθεση:  Δεν υπάρχει, πιστεύουμε, άνθρωπος επί γης, που να μη δοκιμάζει πειρασμούς, εξωτερικούς και εσωτερικούς. Είναι τέτοια η ανθρώπινη φύση και τέτοια η κοινωνία και ο κόσμος μας, που τούτο θεωρείται αδύνατο. «Πειραστήριον» χαρακτηρίζει ο λόγος του Θεού τη ζωή του ανθρώπου, «κοιλάδα πένθους και δακρύων». Αλλά και σύνολη η εμπειρία του ανθρώπου, όπου γης, ανεξάρτητα από θρησκεία και ιδεολογία, επιβεβαιώνει το γεγονός. Γιατί άραγε; Πλαστήκαμε για να πάσχουμε; Βεβαίως όχι. Ο Θεός, κατά την πίστη μας, μας δημιούργησε έτσι, ώστε να είμαστε μέτοχοι της ζωής Του, δηλαδή να ζούμε ευτυχισμένοι, με την προοπτική μάλιστα της απόλυτης, μέσα στα κτιστά όρια, ευτυχίας, εφόσον τέλος μάς έταξε την ομοίωσή μας με Αυτόν. Η κακή χρήση όμως της ελευθερίας μας μάς οδήγησε στην απομάκρυνση από Εκείνον, την πηγή της χαράς και της μακαριότητας, κι έτσι κλήρος μας έγινε αυτό που επιλέξαμε: η φθορά και ο θάνατος, με τα συνοδεύοντα αυτά στοιχεία, της θλίψης και των δακρύων των πειρασμών. Λέει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος κάπου: «Όπου δεν υπάρχει πληγή, δεν χρειάζεται νυστέρι. Στον Αδάμ πριν από την παράβαση δεν υπήρχαν δάκρυα, όπως ακριβώς και στους δικαίους, μετά την ανάσταση των νεκρών, εφόσον θα έχει καταργηθεί η αμαρτία και θα έχει εξαφανιστεί η οδύνη, η λύπη και ο στεναγμός». Όλοι λοιπόν πάσχουμε εξωτερικά και εσωτερικά. Εξωτερικά: με τις διάφορες αρρώστιες, τους πόνους, τις δοκιμασίες της ζωής, εσωτερικά: με τα διάφορα πάθη και τις αδυναμίες μας.
Ποιοι πειρασμοί θεωρούνται βαρύτεροι; Συνήθως ο πολύς κόσμος θεωρεί ότι οι εξωτερικοί πειρασμοί είναι οι χειρότεροι, αυτοί που μόνον μπορούν να δημιουργήσουν ουσιαστικά προβλήματα. Πολλές φορές μάλιστα δεν δίνει σημασία καν στους εσωτερικούς. «Την υγεία μας να ‘χουμε και τίποτε άλλο» ακούμε καθημερινά γύρω μας και σε όλους τους τόνους. Ενώ η καθημερινή ζωή αποκαλύπτει ότι οι γονείς ρίχνουν όλο το βάρος τους για τη διασφάλιση των εξωτερικών συνθηκών των παιδιών τους και της σωματικής υγείας τους, μηδαμινά δε, αν μη τι και καθόλου, δεν φροντίζουν για την εσωτερική ακεραιότητά τους.
Κι όμως! Οι εσωτερικοί πειρασμοί, που πηγάζουν πρωτίστως από τα πάθη και τις αδυναμίες μας, έχουν την άμεση προτεραιότητα, γιατί αυτοί διακυβεύουν την πίστη και την αγάπη μας στον Θεό και τον συνάνθρωπο, που σημαίνει ότι από την καλή ή κακή αντιμετώπισή τους εξαρτάται το αιώνιο μέλλον μας. Ενώ οι άλλοι, οι εξωτερικοί πειρασμοί, θα έπρεπε να έρχονται σε δεύτερη μοίρα ενδιαφέροντος, δεδομένου ότι αυτοί πολλές φορές θεωρούνται ευλογία Θεού. Πώς; Θεωρούμενοι ως αφορμή και πρόκληση προς απόκτηση μεγαλύτερης υπομονής και πίστεως, άρα προς μείζονα αγιασμό μας. «Πάσαν χαράν ηγήσασθε, αδελφοί μου» γράφει ο αδελφόθεος Ιάκωβος, «όταν πειρασμοίς περιπέσητε ποικίλοις, ειδότες ότι το δοκίμιον υμών της πίστεως κατεργάζεται υπομονήν. Η δε υπομονή έργον τέλειον εχέτω, ίνα ήτε τέλειοι και ολόκληροι, εν μηδενί λειπόμενοι» (1, 2-4).
Παρ’ όλα αυτά όμως! Η Εκκλησία μας συγκαταβαίνει στις αδυναμίες μας και στους διαφόρους πειρασμούς μας και μας προτρέπει να προστρέχουμε στην Υπεραγία Θεοτόκο, ιδίως μέσα από τις παρακλήσεις, ώστε να λαβαίνουμε την ίαση για όλα τα παθήματά μας, εξωτερικά και εσωτερικά. Κι ακριβώς αυτή η προτροπή της Εκκλησίας στηρίζεται στη δεύτερη προϋπόθεση των παρακλητικών κανόνων που είδαμε: την πίστη ότι η Παναγία βρίσκεται κοντά μας, δίπλα μας, έτοιμη να εισακούσει κάθε αίτημα που είναι για το συμφέρον μας, διότι έχει τη δύναμη να μας παράσχει τη χάρη που της ζητάμε. «Πολύ ισχύει δέησις Μητρός προς ευμένειαν Δεσπότου». Αυτό συμβαίνει διότι η Παναγία είναι η μητέρα του Κυρίου μας, αυτή δηλαδή από την οποία προσέλαβε, με τη θέλησή της, την ανθρώπινη φύση ο Θεός μας, συνεπώς έκτοτε δεν μπορεί να γίνει αναφορά στον Χριστό χωρίς να γίνει αναφορά και στην Παναγία Μητέρα Του. Με άλλα λόγια, όπου Χριστός, εκεί και Παναγία, κι όπου Παναγία, εκεί και Χριστός. Προσφυγή άρα στην Παναγία σημαίνει ισχυρή προσφυγή και προς τον Χριστό, γι’  αυτό και άπειρα τα θαύματα από τις παρακλήσεις στη Θεοτόκο, τόσο τα μεγάλα και τρανταχτά, όσο και τα μικρά και καθημερινά, που τα γνωρίζει μόνον η πιστή ψυχή του απλού ανθρώπου.
Κατανοούμε έτσι γιατί οι διάφοροι αιρετικοί, και στο παρελθόν και στο παρόν, υποτιμούν την Παναγία. Μη έχοντας ορθή γνώση του Χριστού, λόγω ελλείψεως της χάρης του Θεού μέσα τους, κατ’  ανάγκην διαστρεβλώνουν και τη θέση της Μητέρας Του. Δηλαδή, κριτήριο ορθοδοξίας θεωρείται μεταξύ των άλλων και η στάση μας έναντι της Παναγίας. Ας ρωτήσουμε οποιοδήποτε αιρετικό, ιδίως τους Προτεστάντες και τους παναιρετικούς Γιεχωβάδες,  τι φρονούν για την Παναγία. Η απάντησή τους θα μας γεμίσει μαύρη απελπισία. «Αισχρόν εστι και λέγειν». Κι όπως χρειάζεται Πνεύμα Θεού για να δει κανείς ορθά τον Χριστό – «ουδείς δύναται ειπείν Κύριον Ιησούν ει μη εν Πνεύματι Αγίω» (Α΄Κορ. 12, 3) – κατά τον ίδιο τρόπο απαιτείται Πνεύμα Θεού για να δει κανείς ορθά και την Παναγία. Είναι τόσο φανερή η αλήθεια αυτή, όταν  διαβάζουμε στο Ευαγγέλιο τα σχετικά με την επίσκεψη της Μαριάμ, μητέρας του Κυρίου, στην εξαδέλφη της Ελισάβετ μετά τον Ευαγγελισμό. «Επλήσθη», γράφει ο ευαγγελιστής, «Πνεύματος Αγίου η Ελισάβετ και ανεφώνησε φωνή μεγάλη και είπε: Ευλογημένη συ εν γυναιξί…» (Λουκ. 1, 41-42).
Η Παναγία μας λοιπόν έχει τη δύναμη να μας βοηθήσει σε όλα μας τα προβλήματα, λόγω της σχέσεώς της με τον Κύριο και Υιό της. Δεν έχουμε παρά να προστρέχουμε συνεχώς σ’  Αυτήν – και όχι μόνον με τις παρακλήσεις – με την πεποίθηση ότι η βοήθειά της αποτελεί και χαρά, αλλά και ανάγκη της. Χαρά, γιατί είναι γεμάτη αγάπη για τα παιδιά της – κι είμαστε ως μέλη Χριστού βαπτισμένα, παιδιά κι εμείς της Παναγίας – ανάγκη της δε, γιατί ως εξαίρετο μέλος και Αυτή του ίδιου μυστικού σώματος του Χριστού, νιώθει προσωπικά ως δικά της όλα τα προβλήματα και τις αγωνίες των άλλων μελών του σώματος
ΠΗΓΗ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΝ

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...