Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Παρασκευή, Αυγούστου 05, 2011

Πατρώνου Γεωργίου: Η μεταμόρφωση του Σωτήρος Χριστού



Εισαγωγικά

Η σημερινή εορτή της Μεταμορφώσεως του Κυρίου θεωρείται ως μια από τις σημαντικότερες του εορτολογικού κύκλου των Δεσποτικών εορτών, ιδιαίτερα στην Ορθόδοξη Παράδοση, γιατί έχει μιαν άμεση αναφορά στην τελείωση και θέωση του ανθρώπου, που είναι και η εσχατολογική προοπτική της θείας Οικονομίας. Όλα τα γεγονότα της ζωής και δράσης του Ι ησού Χριστού αναφέρονται στη λύτρωση και τη σωτηρία του κόσμου. Η μεταμόρφωση, όμως, πέρα από τη χριστολογική σημασία που φανέρωσε σε όλους την επί της γης δόξα του Κυρίου, έχει και μια βαθύτατη ανθρωπολογική σπουδαιότητα αφού δείχνει προς τον σκοπό της πνευματικής πορείας, που είναι η θέωση και η δοξοποίηση του καθενός ανθρώπου.

Η σημερινή ευαγγελική περικοπή είναι άκρως ενδιαφέρουσα για δύο σημαντικούς λόγους: και για τον ιστορικό ρεαλισμό της περιγραφής του γεγονότος της μεταμόρφωσης, αλλά και για το βαθύτατο θεολογικό νόημα που εμπεριέχει και που αναφέρεται στον άνθρωπο και στην προοπτική της ιστορικής του πορείας. Η εορτολογική παράδοση, μάλιστα, εμμένει όχι μόνο στην ιδιάζουσα θεολογική ερμηνεία που προβάλλεται, αλλά και στη συμβολικότητα του γεγονότος με την αναφορά και τη συσχέτιση του γεγονότος της μεταμόρφωσης με το όρος Θαβώρ. Έτσι το

Θαβώριο όρος παίρνει τη θέση συμβόλου λειτουργικού και επισημαίνει το σημείο αναφοράς στην αγιαστική και θεοποιητική πορεία όλων μας.

Η μεταμόρφωση του Κυρίου και η προοπτική της μεταμόρφωσης του καθενός ανθρώπου βρίσκονται σε οργανική και λειτουργική σχέση μεταξύ τους. Έχουμε συνάντηση του θείου και του ανθρώπινου, του κτιστού και του ακτίστου . Η μεταμόρφωση βρίσκεται σε άμεση σχέση με την ενανθρώπηση. Ο Θεός γίνεται «ως εις εξ ημών» και η μεταμόρφωση φανερώνει αυτό που πρέπει να γίνουμε εμείς. Στην θαβώριο μεταμόρφωση μετέχει ο Θεός και ο άνθρωπος. Μετέχει όλη η φύση και η κτίση. Μεταμορφώνεται το πνεύμα αλλά και το σώμα. Πρόκειται για τη μεταμόρφωση του όλου ανθρώπου και της καθόλου δημιουργίας. Έχει, επομένως, η μεταμόρφωση καθολική σημασία. Γι' αυτό και δεν πρέπει να κατανοείται η μεταμόρφωση ως περιπτωσιακό γεγονός και ως αναφερόμενο στα πνευματικά και στα επιμέρους μόνο θέματα του ανθρώπου και της ζωής του. Πολύ περισσότερο δεν πρέπει να κατανοείται ως γεγονός που αναφέρεται αποκλειστικά και μόνο στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού.

Υπ' αυτή την έννοια, το σημερινό κήρυγμα, αν και θα αναφερθεί σε τέσσερα μόνο βασικά σημεία, σκοπός μας είναι να επιχειρήσουμε μια σφαιρική προσέγγιση του γεγονότος της μεταμόρφωσης στην ολότητα του και στην καθολικότητα του, φωτίζοντας θεολογικά αυτό καθαυτό το γεγονός αλλά και τη σημασία του για τη δική μας πνευματική πορεία.


1. Η Μεταμόρφωση ως ιστορικό γεγονός

Το ευαγγελικό ανάγνωσμα δεν αφήνει καμιά αμφιβολία για την ιστορικότητα του γεγονότος της μεταμόρφωσης του Χριστού. Ο Κύριος παραλαμβάνει τρεις από τους μαθητές του, τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη και μεταμορφώνεται «έμπροσθεν αυτών». Η μαρτυρία των τριών είναι ιδιαίτερα σημαντική. Δεν πρόκειται, επομένως, για θεολογικό μύθο. Βέβαια πρόκειται για μια πνευματική εμπειρία των τριών μαθητών του Ιησού, όμως η εμπειρία αυτή εδράζεται σε ιστορικό γεγονός και συνδέεται με εξωτερικά εύληπτα φαινόμενα. Βλέπουν τον Κύριο στην κορυφή του όρους να λάμπει το πρόσωπο του «ως ο ήλιος» και τα ενδύματα του να γίνονται «λευκά ως το φως». Παρατηρούν δίπλα στον μεταμορφούμενο Διδάσκαλο να παρίστανται ως «μάρτυρες» του γεγονότος δύο σημαντικά πρόσωπα της ιουδαϊκής αποκαλυπτικής και της εσχατολογικής παράδοσης του Ισραηλιτικού λαού, τον Μωυσή και τον Ηλία. Όλα αυτά φανερώνουν ένα είδος θεοφάνειας μέσα στον μεσσιανολογικό χαρακτήρα του γεγονότος.

Παράλληλα ο λαός είναι συγκεντρωμένος, κατά τη διήγηση της περικοπής, κάτω στους πρόποδες του Όρους, μαζί με τους υπόλοιπους μαθητές και περιμένουν τον Κύριο να κατέβει από το Θαβώρ, να τους κηρύξει τη νέα πίστη και να θεραπεύσει τους βασανισμένους ασθενείς τους. Όλη η ευαγγελική περικοπή έχει μια θαυμαστή ρεαλιστική προσέγγιση του γεγονότος. Δεν αφήνει περιθώρια για καμιά αμφισβήτηση, ότι εδώ πρόκειται για μια απλή αλλά γεμάτη σαφήνεια περιγραφή ενός πραγματικού ιστορικού συμβάντος. Αυτό το συμβάν πραγματοποιείται «έμπροσθεν» όχι μόνο των μαθητών αλλά και του λαού και επομένως δεν επιδέχεται καμιά αμφισβήτηση. Αντίθετα ένα τέτοιο ιστορικό γεγονός υπόκειται σε ιστορική διερεύνηση και θεολογική ερμηνεία, ώστε να εξαχθούν τα κατάλληλα συμπεράσματα προς ενίσχυση της πίστεως και της οικοδομής των πιστών.

Τα ευαγγελικά ιστορικά γεγονότα δεν πρέπει να απομονώνονται και να τα επενδύουμε με το ένδυμα του θεολογικού μύθου. Είναι μέρος της γενικότερης ιστορίας της ανθρωπότητας, η δε αποκάλυψη τους έχει άμεση σχέση με την παγκόσμια ιστορία και ιδιαίτερα με την ιστορία του σχεδίου της θείας Οικονομίας. Το γεγονός της μεταμορφώσεως, μάλιστα, έχει άμεση σχέση με το ιστορικό γίγνεσθαι και με την ιστορική πορεία της ανθρωπότητας προς την τελείωση και τη θέωση .


2. Η θεολογική ερμηνεία του γεγονότος

Στο γεγονός της μεταμόρφωσης έχουμε τα έξης ενδιαφέροντα στοιχεία για μια ουσιαστική θεολογική προσέγγιση. Καταρχήν έχουμε την εμφάνιση του Μωϋσή και του Ηλία, δύο προσώπων της ιερής ιστορίας του Ισραήλ που συνδέονται άμεσα με την έλευση και την εμφάνιση του Μεσσία. Ο χαρακτήρας του γεγονότος, επομένως, είναι σαφώς μεσσιανολογικός και άρα η όλη ευαγγελική διήγηση είναι καθαρά χριστοκεντρική . Με άλλα λόγια έρχεται να φωτίσει το μυστήριο του προσώπου του Ιησού Χριστού και να δώσει σαφή απάντηση στο ιστορικό ερώτημα «τις γαρ ούτος έστιν ;».

Ο Ιησούς δεν είναι μόνο ιστορικό πρόσωπο, που γεννάται σε κάποιο συγκεκριμένο χώρο και χρόνο, «εν Βηθλεέμ της Ιουδαίας και εν ημέραις Ηρώδου τον Μεγάλου», που γενεαλογείται ως μέλος κάποιας συγκεκριμένης οικογένειας της φυλής και του γένους Δαβίδ, αλλά είναι και ο αναμενόμενος δια μέσου των αιώνων Χριστός του Κυρίου που θα έρθει για τη σωτηρία της ανθρωπότητας. Αυτή δε η έλευση του θα επιβεβαιωθεί, κατά την παράδοση, από την παρουσία των αποκαλυπτικών προσώπων του Μωϋσή και του Ηλία.

Η παρουσία δε αυτή του Μωϋσή και του Ηλία έχει μια βαθιά παράδοση στην εσχατολογία και τη μεσσιανολογία του Ισραήλ. Όπως και η εμφάνιση, κατά μια άλλη παράλληλη παράδοση, του Μωϋσή και του Ενώχ. Τα πρόσωπα αυτά αποτελούν την εγγύηση και την επιβεβαίωση μιας αληθινής μεσσιανικής παρουσίας αλλά και θεοφάνειας . Και δεν επιβεβαιώνουν μόνο την παρουσία του Μεσσία -Χριστού στο ιστορικό παρόν, αλλά τα ίδια τα πρόσωπα αυτά υπάρχει παράδοση ότι θα συνοδεύσουν τον Χριστό και κατά τη δευτέρα και ένδοξη εσχατολογική παρουσία. Γι' αυτό ακριβώς και το γεγονός της μεταμόρφωσης αποτελεί πρόγευση και προμήνυμα και της ένδοξης δευτέρας παρουσίας. Έτσι στο γεγονός αυτό έχουμε την ιστορία της μεταμόρφωσης, αλλά και την προοπτική της εσχατολογικής εξέλιξης και πλήρωσης.

Το δεύτερο ενδιαφέρον στοιχείο της μεταμόρφωσης είναι η εμφάνιση και η παρουσία του ακτίστου φωτός. Το φως της μεταμόρφωσης περιβάλλει κατά κύριο λόγο τον Ιησού Χριστό και κατ' επέκταση τους μαθητές, τον κόσμο όλο και όλη την κτίση. Διερωτάται βέβαια κανείς τι είδους φως είναι αυτό και ποια η σημασία του. Μήπως πρόκειται για μια απλή ανταύγεια ακτίνων του ηλίου που φωτίζουν τα πράγματα και λαμπρύνουν τα αντικείμενα, ή πρόκειται για κάποιο άλλο «φως», άλλης φύσεως και άλλης ποιότητας; Το ερώτημα αυτό που τίθεται από πολλούς απαιτεί όχι μόνο ιστορική προσέγγιση αλλά και θεολογική διερεύνηση.

Η πατερική ερμηνευτική θεολογία κάνει ενδιαφέρουσες προσεγγίσεις. Ειδικότερα ο Μέγας Βασίλειος στο έργο του «Εξαήμερος», σχολιάζοντας τα γεγονότα της αρχικής δημιουργίας, ομιλεί σε κάποιο σημείο για ένα πρωταρχικό «φως» της πρώτης ημέρας. Αυτό το «φως» το αποκαλεί «φως καθαρότατον », «ειλικρινές» και « άϋλον ».

Το διακρίνει δε με κάθε σαφήνεια από το γνωστό μας φως του ηλίου και της σελήνης και αφήνει να νοηθεί ότι μάλλον πρόκειται για κάποιο «άκτιστο» φως που να δηλώνει την παρουσία του δημιουργού Θεού. Πολύ αργότερα, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς θα μιλήσει και αυτός πάλι με μεγάλη σαφήνεια για την ύπαρξη ενός « ακτίστου φωτός» και θα το διακρίνει από κάθε κτιστό και υλικής φύσεως φως. Το κτιστό ανήκει στη δημιουργία και στον κόσμο μας, το άκτιστο ανήκει στο θεό και στην παρουσία του. Το ένα είναι υλικό και θαμπό, το άλλο είναι « άϋλο » και «καθαρότατο». Επομένως, η θεολογία του αγίου Γρηγορίου συναντάται με την ερμηνεία του Μεγάλου Βασιλείου και μπορεί να θεωρηθεί ως προηγούμενο για μας για την κατανόηση του φωτός της μεταμόρφωσης και του φωτός του κενού τάφου και της ανάστασης. Αυτό το ίδιο φως πληροί την πνευματική μας πορεία και μεταμορφώνει τις υπάρξεις μας. Υπ' αυτή την έννοια το φως της μεταμόρφωσης του σημερινού ευαγγελικού αναγνώσματος επιδέχεται βαθιά θεολογική προσέγγιση και δεν μας επιτρέπει μονοσήμαντες και αφελείς ερμηνείες.


3. Η πνευματική προοπτική της Μεταμόρφωσης

Η μεταμόρφωση, πέρα από ιστορικό γεγονός με βαθύτατη θεολογική σημασία, προβάλλεται και ως πρόταση για εμπειρία ζωής. Η εμπειρία αυτή δεν πρέπει να συσχετίζεται μόνο με το πρόσωπο του μεταμορφωθέντος Χριστού, αλλά να αναφέρεται και στην προσωπική ζωή όλων μας. Η θεία εμπειρία αποτελεί τον τύπο και το σταθερό σημείο αναφοράς για μας. Ακριβώς, όπως η εμπειρία αυτή, καθαρά πνευματικής φύσεως, χαρακτήρισε αρχικά τους μαθητές του Κυρίου και στη συνέχεια όλο το λαό που παρίσταται στο θαύμα, ως συνέχεια και επακόλουθο του γεγονότος της μεταμόρφωσης.

Ο Χριστός με τη μεταμόρφωση έδειξε στον κόσμο το αληθινό του πρόσωπο και το μυστήριο της παρουσίας του. Δεν είναι μόνο άνθρωπος, είναι και Θεός. Προσέλαβε την κτισ τή ανθρώπινη φύση. Όμως στη μεταμόρφωση φάνηκε και η άκτιστη θεία λαμπρότητα και δόξα του. Στον κόσμο μας παρουσιάσθηκε ως ανθρώπινη και θεία παρουσία. Η προαιώνια θεία φύση του εισέρχεται στον κόσμο και ενανθρωπίζεται . Το άκτιστο συναντά και προσλαμβάνει τον κτιστό άνθρωπο και τον θεώνει . Αυτό είναι ένα αρχικό αλλά βαθύτατα ουσιαστικό στοιχείο του γεγονότος της μεταμόρφωσης.

Ως συνέπεια αυτού του γεγονότος έχουμε και τη συγκλονιστική εμπειρία των μαθητών του Κυρίου. Και η εμπειρία αυτή δεν ήταν τυχαία. Η συγκλονιστική εντύπωση τους και η ελκτικότητα του γεγονότος ήταν τόσο ισχυρή που εκφράζουν αμέσως την επιθυμία τους η εμπειρία αυτή να είναι διαρκείας και να τους συνοδεύσει σε όλη τους τη ζωή. Αυτό ακριβώς εκφράζει η πρόταση τους να φτιάξουν σκηνές και να παραμείνουν στο Θαβώρ, βιώνοντας αδιάκοπα την εμπειρία της μεταμόρφωσης. Δεν γνωρίζουμε επακριβώς το περιεχόμενο αυτής της εμπειρίας τους. Ο Ευαγγελιστής δεν μας περιγράφει δυστυχώς τι εσήμαινε για τους μαθητές η κορυφαία εκείνη στιγμή της μεταμόρφωσης του Κυρίου. Αυτό όμως που γνωρίζουμε είναι η αρχική συγκλονιστική τους εντύπωση και ότι οι ίδιοι άρχισαν να γεύονται τους εσχατολογικούς καρπούς της μεταμόρφωσης στην προσωπική τους ζωή.

Η μεταμόρφωση, επομένως, στην πνευματική διάσταση δεν πρέπει να ερμηνεύεται και να κατανοείται ως ατομικό γεγονός, που άφορα μόνο στο πρόσωπο του Ιησού . Και ούτε ακόμη περιοριστικά και επιλεκτικά, ωσάν να αναφέρεται μόνο σε τρεις εκλεκτούς μαθητές και σε δύο

αποκαλυπτικές μορφές του παρελθόντος. Είναι ένα γεγονός καθολικής σημασίας. Αρχικά ξεκινάει από τον Κύριο, συνεπαίρνει στη συνέχεια τους τρεις μαθητές, προεκτείνεται προς τους Δώδεκα και δι' αυτών φτάνει σε όλο τον κόσμο και σε όλη την κτίση. Έτσι, κατά συνέπεια, δικαιούμαστε να ομιλούμε για τη μεταμόρφωση του ανθρώπου και του κόσμου, της φύσης και της κτίσης, για τη μεταμόρφωση όλης της δημιουργίας, είτε υλικής είτε πνευματικής.


4. Σχέση της Μεταμόρφωσης με το θαύμα

Ο Ευαγγελιστής Ματθαίος σχετίζει το γεγονός της μεταμόρφωσης με το θαύμα της θεραπείας ενός υιού που «σεληνιάζεται και κακώς πάσχει». Ενώ οι τρεις μαθητές επιμένουν για μια μόνιμη κατοίκηση στο Θαβώρ και ουσιαστικά για «ιδιοποίηση» του γεγονότος της μεταμόρφωσης, ο μεταμορφωθείς Κύριος τους λέει ότι πρέπει να κατέβουν κάτω στην κοιλάδα, όπου οι υπόλοιποι μαθητές και ο λαός. Εκεί κάτω όλοι αναμένουν όχι μόνο ν' ακούσουν το κήρυγμα από τον Διδάσκαλο, αλλά και να γευθούν τους θαβώριους καρπούς της μεταμόρφωσης.

Γνωρίζουμε από τη σχετική ευαγγελική διήγηση, ότι κατά τη διάρκεια του γεγονότος της μεταμόρφωσης ένας πατέρας έχει μεταφέρει τον άρρωστο γιο του και οι μαθητές προσπαθούν να τον θεραπεύσουν χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Όλοι και όλα βρίσκονται σε αδιέξοδο. Η πίστη παραμένει ανενεργός, η δύναμη των μαθητών δεν είναι αποτελεσματική και το θαύμα δεν τελεσιουργείται . Και αυτό οφείλεται στο γεγονός της «απουσίας» του Κυρίου, αφού «άνευ αυτού ου δύνασθε ποιήσαι ουδέν». Η μεταμόρφωση δεν είναι μια μαγική λέξη, αλλά ενεργός δύναμη πίστεως που τελεσιουργεί το θαύμα.


Επίλογος

Ένας μεγάλος ζωγράφος της Αναγέννησης έχει ζωγραφίσει τον πίνακα της μεταμόρφωσης σε δύο εντυπωσιακά πλάνα. Στο επάνω μέρος με χρώματα ζωηρά και φωτεινά παρουσιάζεται ο κόσμος της μεταμόρφωσης. Στο κάτω πλάνο βρίσκεται η κοιλάδα του κλαυθμώνος , η οδυνηρή και αδιέξοδη ζωή των ανθρώπων. Ένας κόσμος χωρίς φως και ελπίδα. Ο επάνω κόσμος φωτεινός, ο κάτω σκοτεινός. Ο κόσμος του Ιησού και της μεταμόρφωσης από το ένα μέρος και από το άλλο ο κόσμος ο δικός μας, της παραμόρφωσης και της ασθένειας. Οι δύο αυτοί κόσμοι, κατά την ευαγγελική περικοπή, πρέπει να γίνουν ένας. Και κρίκος σύνδεσης των δύο αυτών κόσμων είναι ο ενανθρωπήσας και μεταμορφωθείς Κύριος. Αυτός ενοποιεί τον Θεό και τον άνθρωπο, τον ουρανό και τη γη. Το θαύμα τελεσιουργείται μόνο κάτω από το φως της μεταμόρφωσης.

Σ' αυτή την προσέγγιση για την κατανόηση της μεταμόρφωσης ως λειτουργίας ζωής και για την πραγματοποίηση του θαύματος στην προσωπική μας πορεία, έχουμε τα εξής πνευματικής φύσεως στοιχεία. Μεταμόρφωση σημαίνει μετάνοια και αλλαγή πορείας. Σημαίνει ανάβαση στο Θαβώρ και κοινωνία μετά του Ιησού. Η μεταμόρφωση συνδέεται άμεσα και ουσιαστικά με την παρουσία του Κυρίου. Το ίδιο συμβαίνει και με το θαύμα, που έρχεται ως επακόλουθο της μεταμόρφωσης. Το θαύμα δεν τελεσιουργείται απόντος του Χριστού. Για να πραγματοποιηθεί το θαύμα ανάγκη είναι το γεγονός της μεταμόρφωσης να μεταφερθεί από το θαβώριο ύφος στην ιστορική πραγματικότητα της ζωής των ανθρώπων. Κατανοείται, έτσι, γιατί ο Κύριος καλεί τους μαθητές να κατέβουν και να πορευθούν προς το λαό, ενώ οι μαθητές επιμένουν να κατασκηνώσουν εκεί ψηλά σε μια εξωιστορική πραγματικότητα. Μόνο όταν εισέλθει στην ιστορία και κοινωνήσει με τους ανθρώπους ο μεταμορφωθείς Χριστός τότε συντελείται το θαύμα.

Το θαύμα επιφέρει την ίαση και τη θεραπεία, στην ουσία όμως είναι γεγονός μεταλλαγής και μεταμόρφωσης. Το θαύμα είναι η αποκατάσταση στο «κατά φύσιν ». Η υγεία και η αρετή είναι το κατά φύσιν του ανθρώπου. Η ασθένεια και η αμαρτία είναι το «παρά φύσιν ». Η φθορά και ο θάνατος είναι έξω από τη φύση της δημιουργίας. Το θαύμα ουσιαστικά συνιστά τη φύση της ζωής. Ζωή κατά κυριολεξία είναι υγεία, μα πάνω από όλα είναι κάλλος και ωραιότητα. Αυτό ακριβώς πραγματοποιείται και με τη μεταμόρφωση. Η μεταμόρφωση είναι λάθος να κατανοείται μόνο ως γεγονός υπερφυσικό και κατ' επέκταση ως ανέφικτο για την παρούσα ιστορική μας ζωή. Η μεταμόρφωση είναι κατ' ουσίαν λειτουργία ζωής και πραγματώνεται διαρκώς στο παρόν και στη ζωή, όπως ακριβώς φανερώθηκε με τη μεταμόρφωση του Κυρίου στο όρος Θαβώρ.

Σκόντζου Λάμπρου: "Επόπται γεννηθέντες της εκείνου μεγαλειότητος"



Αν μελετήσουμε με προσοχή τα Ιερά Ευαγγέλια θα διαπιστώσουμε πως οι μαθητές του Κυρίου σταδιακά φωτίζονταν και κατανοούσαν το τι ήταν πραγματικά ο Διδάσκαλός τους. Έπρεπε να απαλλαγούν από τις λαθεμένες περί Μεσσία ιουδαϊκές προσδοκίες και να οδηγηθούν στην επίγνωση του Υιού του Θεού. Σε αυτό συνέβαλλε ουσιαστικά ο Κύριος με τις κατ' ιδίαν διδασκαλίες Του, τα θαύματά Του, τις συζητήσεις. Σε αυτή την προοπτική εντάσσεται και το γεγονός της Μεταμορφώσεως.

Λίγο πριν το πάθος Του ο Κύριος κάλεσε τους μαθητές Του και τους ρώτησε τι λέγει ο κόσμος γι' Αυτόν, αλλά και τι πιστεύουν και αυτοί για Εκείνον. «Τίνα με λέγουσιν οι όχλοι είναι; Οι δε αποκριθέντες είπον' Ιωάννην τον Βαπτιστήν, άλλοι Ηλίαν, άλλοι δε ότι προφήτης τις των αρχαίων ανέστη. Είπε δε αυτοίς' υμείς δε τίνα με λέγετε είναι;» (Λουκ.9:18-19). Ο ενθουσιώδης Πέτρος εξ' ονόματος των έντεκα ομολόγησε ευθέως στον Χριστό: «Συ ει ο Χριστός ο Υιός του Θεού του ζώντος» (Ματθ.16:16). Αυτή η σωτήρια ομολογία χαροποίησε ιδιαίτερα τον Κύριο, ο Οποίος τους διαβεβαίωσε πως πάνω σε αυτή την πίστη και την ομολογία για το πρόσωπό Του θα οικοδομηθεί η Εκκλησία Του.

Έξη ημέρες μετά από αυτό το γεγονός ο Χριστός θέλοντας να στηρίξει έτι περισσότερο την πίστη τους, εν όψει του πάθους Του και του σταυρικού Του θανάτου, πήρε του τρεις πρόκριτους μαθητές Του Πέτρο, Ιάκωβο και Ιωάννη και ανέβηκαν σε κάποιο υψηλό βουνό, το οποίο η χριστιανική παράδοση ταυτίζει με το όρος Θαβώρ, που υψώνεται περήφανο πάνω από την μαγευτική πεδιάδα Εσδρελών, σαν μια τεράστια πυραμίδα, στα όρια της χώρας Ζαβουλών και Νεφθαλείμ. Η ώρα της αναβάσεως ήταν εσπέρα, πιθανότατα Σαββάτου, σύμφωνα με την περιγραφή του Ευαγγελιστή Λουκά (9:32). Όταν έφτασαν στην κορυφή ο Κύριος ενώ προσεύχονταν μεταμορφώθηκε ενώπιον των τριών μαθητών Του. Το πρόσωπό Του έλαμψε ως ο ήλιος και τα ενδύματά Του έγιναν στιλπνά και λευκά σαν το χιόνι (Μάρκ.9:3). Ταυτόχρονα περιβλήθηκε αίγλη ουράνιας υπερφυσικής λαμπρότητας, σαν το χιόνι, σαν το πιο λαμπρό φως που είχαν αντικρίσει ποτέ, σαν την πιο φωτεινή αστραπή.

Την ίδια στιγμή, άλλο παράδοξο και θαυμαστό θέαμα είδαν τα μάτια τους. Δύο μεγάλες σεπτές μορφές της Παλαιάς Διαθήκης φάνηκαν εκατέρωθεν του Ιησού, ο Μωϋσής και ο Ηλίας, «οφθέντες εν δόξη» (Λουκ.9:31). ως εκπρόσωποι του Νόμου και των Προφητών, να συνομιλούν με Αυτόν για τα μέλλοντα, που θα συνέβαιναν στα Ιεροσόλυμα, όπου ήταν ο τελικός προορισμός Του (Λουκ.9:31).

Οι μέγιστες αυτές μορφές είχαν αποχωρήσει από τον κόσμο κατά τρόπον μυστηριώδη. Ο Μωυσής απέθανε και κανείς δεν είδε το θάνατό του, ούτε τον τάφο του (Δευτ.34:6). Ο Ηλίας δεν γεύτηκε θάνατο, διότι ο Θεός τον μετέστησε με πύρινο άρμα στον ουρανό, ζώντα (Δ'Βασ.2:11). Το ίδιο μυστηριωδώς εμφανίστηκαν και πάλι στο όρος της Μεταμορφώσεως. Σύμφωνα επίσης με την Παλαιά Διαθήκη οι δυο αυτές μεγάλες προσωπικότητες είχαν την ύψιστη τιμή να δουν τη δόξα του Θεού ενώ ζούσαν. Ο Μωυσής στο όρος Σινά «εισήλθεν εις τον γνόφον, ου ην ο Θεός» (Εδοδ.20:21). Ο Ηλίας είδε την δόξα του Θεού στην «φωνήν αύρας λεπτής» (Γ'Βασιλ.19:12). Οι μαθητές έτρεφαν, ως πιστοί Ισραηλίτες μεγάλη εκτίμηση σε αυτούς, διότι ο Μωυσής ήταν ο νομοθέτης του Ισραήλ και ο Ηλίας ο μέγιστος των προφητών. Τους ανεγνώρισαν προφανώς από τον διάλογό τους με τον Κύριο.

Ο ευαγγελιστής Λουκάς μας λέγει, πως την ώρα εκείνη της ουράνιας φωτοχυσίας, ο Πέτρος και οι άλλοι δύο μαθητές «ήσαν βεβαρημένοι ύπνω' διαγρηγορήσαντες δε είδον την δόξαν αυτού και τους δύο άνδρας τους συνεστώτας αυτώ» (Λουκ.9:32). Το παράδοξο θέαμα τους συντάραξε κυριολεκτικά. Η ευτυχία που ένοιωθαν ήταν απερίγραπτη. Δεν ήθελαν με κανένα τρόπο να διαταραχθεί εκείνη η μακάρια κατάσταση. Γι' αυτό μόλις είδαν να αποχωρούν οι δυο αρχαίοι άνδρες, ο Πέτρος παρακαλούσε τον Ιησού να μείνουν για πάντα εκεί! «Επιστάτα, καλον εστιν ημάς ώδε είναι'και ποιήσωμεν σκηνάς τρεις, μίαν σοι και μίαν Μωυσεί και μιαν Ηλία» (Λουκ.9:33). Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός πως για τους εαυτούς τους δεν ζητούσαν κατάλυμα, αλλά τους αρκούσε η συγκλονιστική κατάσταση που βίωναν. Όμως συνεχίζει ο ιερός ευαγγελιστής «μη ειδώς ο λέγει», συνεπαρμένος από την θεία μακαριότητα δεν ήξερε τι έλεγε. Ξαφνικά, ενώ έλεγαν αυτά, συνέβη και άλλο παράδοξο φαινόμενο. «Εγένετο νεφέλη και επεσκίασεν αυτούς' εφοβήθησαν δε εν τω εκείνους εισελθείν εις την νεφέλην' και φωνή εγένετο εκ της νεφέλης λέγουσα' ούτος εστιν ο υιός μου ο αγαπητός' αυτού ακούετε» (Λουκ.9:35). Ο Θεός Πατέρας από τον Ουρανό επιβεβαίωνε για μια ακόμα φορά, την θεία υιοθεσία! Η ουράνια φωνή που ακούστηκε μέσα από την φωτεινή νεφέλη προξένησε τέτοιο φόβο στους μαθητές, ώστε αυτοί έπεσαν πρηνείς στην βουνίσια χλόη και δεν μπορούσαν να σηκώσουν το κεφάλι από τη γη.

«Εν τω γενέσθαι την φωνήν ευρέθη ο Ιησούς μόνος, και αυτοί εσίγησαν» (Λουκ.9:36). Η παράδοξη οπτασία είχε λήξει, η φωτεινή νεφέλη είχε διαλυθεί και οι ουράνιοι επισκέπτες είχαν εξαφανιστεί. Ο Χριστός ενδεδυμένος πλέον την συνήθη μορφή Του, ενθαρρύνοντας τους σαστισμένους και φοβισμένους μαθητές Του τους είπε: «Εγέρθητε και μη φοβείσθε»(Ματθ.17:8).

Εν τω μεταξύ είχε περάσει και η νύκτα και οι πρώτες ακτίνες του ηλίου έκαμαν την εμφάνισή τους στο όρος της Μεταμορφώσεως. Τίποτε δεν θύμιζε πια την συγκλονιστική νύχτα και μόνο οι ψυχές των μαθητών ήταν πλημμυρισμένες από θαυμασμό και θεία έκσταση. Ενώ κατηφόριζαν το δρόμο της επιστροφής ο Χριστός τους παρακάλεσε να μην αναφέρουν σε κανέναν το γεγονός, «έως ου ο υιός του ανθρώπου εκ νεκρών αναστή»(Ματθ.17:9, Μάρκ.9:9). Κοινοποίηση του γεγονότος στον ευρύτερο κύκλο των μαθητών θα προκαλούσε σύγχυση, διότι δεν ήταν ακόμη ικανοί να κατανοήσουν τα μυστήρια του Θεού. Πολλώ δε μάλλον θα προκαλούσε έτι μεγαλύτερη σύγχυση στον αμαθή όχλο, διότι θα προέβαιναν σε άκαιρους ενθουσιασμούς και θα δυσχεραίνονταν το υπόλοιπο έργο Του.

Οι τρεις μαθητές πράγματι διαφύλαξαν την εντολή του Κυρίου, μόνο που τους βασάνιζε το ερώτημα: «τι έστι το εκ νεκρών αναστήναι» (Μάρκ.9:10). Δεν μπορούσαν να καταλάβουν την ανάσταση του Δασκάλου τους, αφού είχαν την εσφαλμένη αντίληψη ότι «ο Χριστός μένει εις τον αιώνα» (Ιωάν.12:3) ως ο κραταιός εγκόσμιος βασιλεύς του Ισραήλ. Επίσης τους προβλημάτιζε το γεγονός της εμφανίσεως του Ηλία, διότι γνώριζαν πως η δεύτερη εμφάνισή του στον κόσμο σημαίνει την έλευση του Μεσσία και την αρχή της βασιλείας του (Μαλαχ.4:5). Αναρωτιόνταν, γιατί να μην κηρύξουν τα καλά νέα της ελεύσεως του Μεσσία και της βασιλείας του; Δεν άντεξαν και ρώτησαν τον Κύριο: «τι ουν οι Γραμματείς λέγουσιν, ότι Ηλίαν δει ελθείν πρώτον;» (Ματθ.17:10). Ο Χριστός τους απάντησε πως ο Ηλίας πράγματι ήδη ήλθε, αλλά οι Γραμματείς δεν τον ανεγνώρισαν και τον κακοποίησαν, όπως θα κακοποιήσουν και τον Υιό του Ανθρώπου. Οι μαθητές κατάλαβαν ότι τελικά μιλούσε για τον Ιωάννη τον Βαπτιστή, ο οποίος υπήρξε όμοιος στο θάρρος και στην πίστη με τον μεγάλο προφήτη της πολιάς αρχαιότητος.

Μετά την Ανάσταση οι τρεις μαθητές κατανόησαν το μεγάλο γεγονός της θείας Μεταμορφώσεως, όταν είδαν ξανά τον Κύριο δοξασμένο. Διηγήθηκαν στους υπόλοιπους αποστόλους την φοβερή οπτασία. Οι δύο μάλιστα από αυτούς κατέγραψαν στις επιστολές τους την συγκλονιστική εμπειρία της Μεταμορφώσεως του Κυρίου. Ο απόστολος Πέτρος στην Β' Καθολική Επιστολή του έγραψε τα εξής: «Εγνωρίσαμεν υμίν την του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού δύναμιν και παρουσίαν... επόπται γενηθέντες της εκείνου μεγαλειότητος, λαβών γαρ παρά Θεού Πατρός τιμήν και δόξαν φωνής ενεχθείσης αυτώ τοιάδε υπό της μεγαλοπρεπούς δόξης, ούτος εστιν ο υιός μου ο αγαπητός, εις ον εγώ ευδόκησα' και ταύτην την φωνήν ημείς ηκούσαμεν εξ ουρανού ενεχθείσαν, συν αυτώ όντες εν τω όρει τω αγίω» (2Πετρ.1:16-19). Ο απόστολος Ιωάννης στην αρχή του ευαγγελίου του αναφέρει ότι «εθεασάμεθα την δόξαν αυτού, δόξαν ως μονογενούς παρά πατρός, πλήρης χάριτος και αληθείας» (Ιωάν.1:14), αναφερόμενος προφανώς στο γεγονός της θείας Μεταμορφώσεως. Επίσης στην Α' Καθολική Επιστολή του υπαινίσσεται την εμπειρία της Μεταμορφώσεως του Κυρίου γράφοντας ότι «αύτη εστίν η επαγγελία ην ακηκόαμεν απ αυτού και αναγγέλλομεν υμίν, ότι ο Θεός φως εστι» (1Ιωάν.1:5).


Θεολογική προσέγγιση του γεγονότος της Μεταμορφώσεως

Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός είναι ο Υιός και Λόγος του Θεού, το «απαύγασμα της δόξης και χαρακτήρ της υποστάσεως αυτού, φέρων τε τα πάντα τω ρήματι της δυνάμεως αυτού» (Εβρ.1:3). Ο αιώνιος και άναρχος Θεός, ο «ήν εν αρχή προς τον Θεόν» και «Πάντα δι' αυτού εγένετο, και χωρίς αυτού εγένετο ουδέ εν ο γέγονεν» (Ιωάν.1:2-3).

Αυτός χάριν της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους «σάρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν» (Ιωάν.1:14). Έγινε, συνάμα με τη θεία Του φύση, αληθινός και τέλειος άνθρωπος, δηλαδή Θεάνθρωπος, για να είναι σύμφωνα με τους Πατέρες της Εκκλησίας μας, η σωτηρία μας πραγματική και βεβαία. Ταπείνωσε τόσο πολύ το θεανδρικό Του πρόσωπο, ώστε ήρθε στον κόσμο ως ένας άσημος άνθρωπος. Το ίδιο άσημος έζησε σε ολόκληρη την επί γης ζωή Του. Καταδέχτηκε και βίωσε την ανθρώπινη κακοδαιμονία στο έπακρο.

Όταν άρχισε τον δημόσιο βίο Του κάλεσε με απλότητα τους συνεργάτες Του αποστόλους, για να τον πλαισιώσουν στο έργο της σωτηρίας του κόσμου. Το ίδιο άσημοι υπήρξαν και αυτοί. Όλοι τους ήταν ολιγογράμματοι ψαράδες της Γενησαρέτ. Οι ισχυροί και οι σοφοί του κόσμου ήταν γεμάτοι με έπαρση και άρα ακατάλληλοι να συμβάλλουν στο έργο της σωτηρίας του κόσμου.

Οι μαθητές του Κυρίου δεν ήταν απαλλαγμένοι από την ιδιότυπη εθνικιστική πίστη των υπολοίπων Ιουδαίων για τον Μεσσία. Τον περίμεναν ως έναν εθνικό κραταιό ηγέτη, προικισμένο με υπερφυσικές ιδιότητες, ο οποίος θα ανάσταινε τον ένδοξο θρόνο του Δαβίδ και θα εγκαθιστούσε παγκόσμιο βασίλειο με συγκυβερνήτες τον «περιούσιο λαό»! Αυτό ήταν και το μεγαλύτερο σκάνδαλο του Χριστού απέναντι στο ιουδαϊκό έθνος!

Μέσα στα ιερά Ευαγγέλια έχουμε σαφείς μαρτυρίες και εκδηλώσεις των μαθητών αυτής της περίεργης πίστεως. Τρανταχτό παράδειγμα η περίπτωση των υιών Ζεβεδαίου, οι οποίοι λίγο πριν το πάθος του Ιησού του ζητούσαν πρωτοκαθεδρίες στην μελλοντική βασιλεία Του (Ματθ.20:17-28). Επίσης ακόμα και μετά την ανάσταση το σύνολο των μαθητών «συνελθόντες επηρώτων αυτόν λέγοντες' Κύριε, ει εν τω χρόνω τούτω αποκαθιστάνεις την βασιλείαν τω Ισραήλ;» (Πράξ.1:6). Ο Κύριος δεν παρέλειπε σε κάθε περίπτωση να τους δώσει να καταλάβουν ότι σφάλλουν και πως ο ίδιος δεν ήρθε στον κόσμο, να κυριαρχήσει, ούτε να διακονηθεί αλλά «διακονήσαι και δούναι την ψυχή Του λύτρον αντί πολλών» ( Ματθ.20:28).

Το σπουδαιότερο γεγονός, το οποίο ανέτρεψε την λαθεμένη αντίληψη των κορυφαίων μαθητών για το Χριστό και το έργο Του υπήρξε η θεία Μεταμόρφωση. Είναι ασφαλώς μια προσπάθεια να απαγκιστρωθούν, τουλάχιστον οι κορυφαίοι απόστολοι, από τις παχυλές μικροεθνικιστικές αντιλήψεις, να μυηθούν στα μυστήρια του Θεού και να γίνουν μάρτυρες της θείας δόξας. Μόνο χάρη σε αυτή την συγκλονιστική εμπειρία θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τη μεγάλη δοκιμασία και το σκάνδαλο του σταυρού. Μόνο έτσι δεν θα λύγιζαν μπροστά στο πάθος και τον θάνατο του Χριστού. Μόνο έτσι θα μπορούσαν να πιστέψουν στην ανάσταση του Κυρίου, διότι Εκείνος που μεταμορφώθηκε μπροστά τους και περιβλήθηκε την θεία δόξα θα μπορούσε να αναστηθεί από τους νεκρούς. Μόνο έτσι θα μπορούσαν να νικήσουν τις κατοπινές αντιξοότητες της ιεραποστολής, η οποία τελικά επισφραγίστηκε με το δικό τους μαρτύριο!

Το λαμπρό γεγονός της Μεταμορφώσεως του Κυρίου μας έχει επίσης και άλλες σπουδαίες διδακτικές παραμέτρους. Οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας μας άντλησαν από αυτό σπουδαίες αλήθειες της χριστιανικής μας πίστεως. Η Ορθόδοξη θεολογία μας έχει αφιερώσει ολόκληρα κεφάλαια στο μεγάλο και θαυμαστό αυτό γεγονός και αντλεί θεμελιώδεις αλήθειες από αυτό.

Η προσωπική μεταμόρφωση του Θεανθρώπου Κυρίου μας, αποτελεί τον προάγγελο και της δικής μας μεταμορφώσεως, από την μεταπτωτική κατάσταση της φθοράς που βιώνουμε, ως μέτοχοι της πεπτωκυίας ανθρωπίνης φύσεως. Αυτό μας το βεβαιώνει ο αληθής λόγος του Κυρίου μας: «ημείς δε οι πάντες ανακεκαλυμμένω προσώπω την δόξαν Κυρίου κατοπτριζόμενοι την αυτήν εικόνα μεταμορφούμεθα από δόξης εις δόξαν, καθάπερ από Κυρίου Πνεύματος» (2Κορ.3:18). Όλοι οι πιστοί του Χριστού, ως «συμμόρφους της εικόνος» του Θεού» (Ρωμ.8:29), θα μεταμορφωθούμε και εμείς και θα συνδοξασθούμε με Αυτόν. Τόσο μεγάλο είναι το μέγεθος της φιλανθρωπίας του Θεού, Οποίος τόσο πολύ μας αγαπά, ώστε θέλει να μας χαρίσει μέρος της δικής Του δόξας!

Τα ιερά Ευαγγέλια αναφέρουν πως μαζί με το πρόσωπο Κυρίου μεταμορφώθηκαν και τα ενδύματά Του και έγιναν «στίλβοντα, λευκά λίαν ως χιών, οια γναφεύς επί της γης ου δύναται ούτω λευκάναι» (Μαρκ.9:3). Αυτό σημαίνει πως μαζί με μας τους υιούς του Θεού (Ρωμ.8:14) θα μεταμορφωθεί και ολόκληρη η δημιουργία. Ο απόστολος Παύλος τονίζει σαφέστατα την μελλοντική της μεταμόρφωση. «Και αυτή η κτίσις ελευθερωθήσεται από της δουλείας της φθοράς εις την ελευθερίαν της δόξης των τέκνων του Θεού» (Ρωμ.8:21). Η ιερά Αποκάλυψη, το ευαγγέλιο του τελικού θριάμβου της Εκκλησίας μας, ομιλεί για την εσχατολογική δημιουργία καινούριου ουρανού και καινούριας γης, διότι ο «πρώτος ουρανός και η πρώτη γη απήλθον» (Αποκ.21:1). Μέσα στην παραζάλη και στον οίστρο της ασύλληπτης καταστροφής του περιβάλλοντος στις μέρες μας, αυτή η πίστη είναι η πιο παρήγορη ελπίδα του κόσμου!

Η παράδοξη εμφάνιση του Μωυσή και του Ηλία κατά την μεταμόρφωση του Κυρίου επιβεβαιώνει περίτρανα την χριστιανική πίστη στην μετά θάνατον ζωή. Ο Μωυσής είχε ζήσει περισσότερα από χίλια τριακόσια χρόνια πριν από την γέννηση του Κυρίου και ο Ηλίας πάνω από οκτακόσια. Και όμως εμφανίστηκαν ζωντανοί μπροστά στους έντρομους και δύσπιστους μαθητές «συλλαλούντες τω Ιησού» (Μάρκ.9:4). Ο ίδιος ο Κύριος είχε πει πως ο Θεός «ούκ έστιν ο Θεός Θεός νεκρών, αλλά ζώντων» (Ματθ.22:33). Με την ζωηφόρο ανάστασή Του έγινε «πρωτότοκος εκ των νεκρών» (Κολ.1:18, Αποκ.1:5), απαρχή της αναστάσεως όλων των πιστών σε Αυτόν ανθρώπων, καθότι «δει το φθαρτόν τούτο ενδύσασθαι αφθαρσίαν και το θνητόν τούτο ενδύσασθαι αθανασίαν... κατεπόθη ο θάνατος εις νίκος» (1Κορ.15:54).Αυτή είναι η πιο χαροποιός και ελπιδοφόρα πίστη της ανθρωπότητας!

Για την ορθόδοξη πνευματικότητα η Μεταμόρφωση του Κυρίου έχει ιδιάζουσα σημασία. Στα βυζαντινά χρόνια τέθηκε ως πρόκληση από την δυτική αιρετική σχολαστική θεολογία κατά πόσον μπορεί ο άνθρωπος να προσεγγίσει και να βιώσει την θεία δόξα. Οι αιρετικοί δυτικοί υποστήριζαν πως η δόξα και το φως της Μεταμορφώσεως ήταν κτιστό φυσικό φως, μετεωρολογικό φαινόμενο, διότι εντελώς αυθαίρετα ταύτιζαν την ουσία με τις ενέργειες του Θεού. Αντίθετα οι ορθόδοξοι Πατέρες με προεξάρχοντα τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά (1296-1359) στηριζόμενοι στην αγία Γραφή και την παράδοση της αρχαίας Εκκλησίας έκαμαν την διάκριση μεταξύ ουσίας και ακτίστων ενεργειών του Θεού και αποφάνθηκαν πως το φως και η δόξα της θείας Μεταμορφώσεως ήταν φανέρωση του ακτίστου θείου φωτός και των ακτίστων ενεργειών του Θεού. Ο άνθρωπος μπορεί με την χάρη του Θεού και τον δικό του προσωπικό αγώνα να φτάσει να δει και να γίνει μέτοχος αυτού του ακτίστου φωτός και της δόξας του Θεού και από αυτή τη ζωή. Πρόκειται για το γνωστό πνευματικό κίνημα των Ησυχασμού, το οποίο μεσουράνησε τον 14ο αιώνα. Η αιρετική σχολαστική δυτική διδασκαλία περί ταυτίσεως της ουσίας και των ενεργειών του Θεού είναι η αφετηρία όλων των συγχρόνων κακοδοξιών κατά της ορθής πίστεως του Θεού και αυτής ακόμη της αρνήσεως της υπάρξεώς Του!

Το γεγονός της θείας Μεταμορφώσεως του Κυρίου πρέπει να καταυγάζει την ψυχή μας κάθε στιγμή της ζωής μας. Είναι ανάγκη να συνειδητοποιήσουμε ότι ο φιλάνθρωπος Θεός μας, εξαιτίας της άμετρης αγάπης Του για μας, μας δίνει το ύψιστο δικαίωμα να μετέχουμε και αυτής της ίδιας της δόξας Του, διότι εμείς οι πιστοί χριστιανοί δεν είμαστε οπαδοί θρησκείας, όπως οι οπαδοί άλλων θρησκειών, αλλά υιοθετημένα παιδιά του Θεού, μέτοχοι της θείας μακαριότητάς Του! Αυτή την μεγάλη τιμή δε θα τη συναντήσουμε σε καμιά άλλη πίστη. Γι' αυτό είναι ανάγκη να απαγκιστρωθούμε από τα σκύβαλα του κόσμου (Φιλιπ.3:8), να παραδώσουμε τον εαυτό μας στα χέρια του Θεού και να έχουμε οδηγό στη ζωής μας τον αιώνιο νόμο Του. Τότε το άκτιστο θαβώρειο φως θα καταυγάζει πλέρια την ψυχή μας, καθ' όλη τη διάρκεια της ακανθώδους επί γης πορείας μας και θα μας οδηγεί ασφαλώς στην σωτηρία, την αιώνια ζωή και στη θέωση!

Ιερόθεος Βλάχος, μητρ.: Η μεταμόρφωση του Χριστού




Η Μεταμόρφωση του Χριστού επάνω στο όρος Θαβώρ έγινε λίγο προ του Πάθους Του, και συγκεκριμένα σαράντα ημέρες πριν πάθη και σταυρωθή. Άλλωστε, ο σκοπός της Μεταμορφώσεως ήταν να στηριχθούν οι Μαθητές στην πίστη ότι αυτός είναι ο Υιός του Θεού και να μη κλονισθούν για όσα θα έβλεπαν τις ημέρες εκείνες. Στα τροπάρια της Εκκλησίας φαίνεται αυτή η αλήθεια. Σε ένα ψάλλουμε: "Πρό του τιμίου σταυρού σου και του πάθους, λαβών ούς προέκρινας των ιερών μαθητών προς το Θαβώριον Δέσποτα, ανήλθες όρος". Και στο Κοντάκιο της εορτής λέγεται: "...ίνα όταν σε ίδωσιν σταυρούμενον το μεν πάθος νοήσωσιν εκούσιον τω δε κόσμω κηρύξωσιν ότι συ υπάρχεις αληθώς του Πατρός το απαύγασμα".



Επομένως, κανονικά η Μεταμόρφωση του Χριστού έπρεπε να εορτάζεται τον μήνα Μάρτιο, ανάλογα με το πότε εορτάζεται κάθε χρόνο το Πάσχα. Επειδή, όμως, ο χρόνος αυτός συμπίπτει με την περίοδο της Τεσσαρακοστής και δεν θα μπορούσε να εορτασθή πανηγυρικά, γι’ αυτό η εορτή μεταφέρθηκε την 6η Αυγούστου. Η ημερομηνία αυτή δεν είναι τυχαία, αφού προηγείται σαράντα ημέρες από την εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού (14 Σεπτεμβρίου), η οποία είναι σαν την Μ. Παρασκευή.

Τα γεγονότα της εορτής διασώζονται και από τους τρεις λεγομένους συνοπτικούς Ευαγγελιστές, γιατί η Μεταμόρφωση αποτελεί κεντρικό γεγονός στην ζωή του Χριστού και περικλείει πολλά θεολογικά μηνύματα. (Ματθ. ιζ', 1-8, Μάρκ. θ', 2-8, Λουκ. θ', 28-36).


α'. Υπάρχουν πολλά γεγονότα μεταμορφώσεως

Η Μεταμόρφωση του Χριστού αποτελεί ένα κορυφαίο γεγονός στην ζωή των Μαθητών, που έχει σχέση με την Πεντηκοστή, αφού πρόκειται για μεγάλη εμπειρία του Θεού. Βέβαια, υπάρχει διαφορά μεταξύ της Μεταμορφώσεως και της Πεντηκοστής, από την άποψη ότι οι Μαθητές κατά την Μεταμόρφωση δεν ήταν ακόμη μέλη του θεωθέντος Σώματος του Χριστού, όπως έγιναν την ημέρα της Πεντηκοστής.

Ωστόσο, υπάρχουν και άλλα γεγονότα στην ζωή του Χριστού που συνιστούν μια μεταμόρφωση, αφού οι Μαθητές αξιώθηκαν να δούν μερικές ακτίνες της θεότητος του Χριστού. Θα παρατεθούν δύο από αυτά τα γεγονότα.

Πρώτη ήταν η κλήση των δύο Μαθητών, στους οποίους ο άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής υπέδειξε τον Χριστό. Οι Μαθητές μόλις άκουσαν τον Τίμιο Πρόδρομο να λέγη: "ίδε ο αμνός του Θεού", τον ακολούθησαν. Και τότε "στραφείς ο Ιησούς και θεασάμενος αυτούς ακολουθούντας" τους ρώτησε τί ζητούν. Στην ερώτησή τους που μένει, τους κάλεσε να έλθουν κοντά Του. Και σημειώνει ο ιερός Ευαγγελιστής: "ήλθον ουν και είδον που μένει, και παρ’ αυτώ έμειναν την ημέραν εκείνην" (Ιω. α', 35-39). Το ότι ο Χριστός έστρεψε το πρόσωπό Του και τους είδε σημαίνει ότι αποκάλυψε την δόξα του προσώπου Του σε ένα μικρό βαθμό, πράγμα που τους παρακίνησε να θέλουν να μείνουν μαζί Του. Η οικία του Χριστού είναι το φώς, αφού ως Θεός "φώς οικών απρόσιτον", και το ότι έμειναν εκείνη την ημέρα στην οικία σημαίνει ότι οι Μαθητές έμειναν μια ολόκληρη μέρα στην θεωρία του ακτίστου Φωτός.

Έτσι καταλαβαίνουμε ότι η κλήση των Μαθητών δεν ήταν μια απλή πρόσκληση στην οποία ανταποκρίθηκαν επειδή είχαν μεγάλο ζήλο, αλλά ήταν καρπός θεωρίας και αποκαλύψεως. Και δείχνει, όπως λέγει ο ιερός Θεοφύλακτος, ότι σε αυτούς που ακολουθούν τον Χριστό, Εκείνος δείχνει το πρόσωπό Του, την δόξα του προσώπου Του, γιατί αν δεν ακολουθήση κανείς δια της πράξεως τον Χριστό, δεν μπορεί να φθάση στην θεωρία, αφού ο "μή καθάρας εαυτόν, και δια της καθάρσεως ακολουθήσας, πώς εν γνώσει φωτισθήσεται;".

Δεύτερη περίπτωση είναι η κλήση των Μαθητών μεταξύ των οποίων συγκαταλεγόταν και ο Απόστολος Πέτρος. Τους συνάντησε ο Χριστός μετά την αποτυχημένη αλιεία και τους διέταξε να ρίξουν ξανά τα δίκτυα στην λίμνη. Όταν παρά πάσαν προσδοκία συνέλαβαν πολλά ψάρια, ο Σίμων Πέτρος έπεσε στα πόδια του Χριστού και είπε: "έξελθε απ’ εμού, ότι ανήρ αμαρτωλός ειμί, Κύριε". Και δικαιολογεί ο Ευαγγελιστής Λουκάς: "Θάμβος γαρ περιέσχεν αυτόν και πάντας τους σύν αυτώ επί τη άγρα των ιχθύων ή συνέλαβον" (Λουκ. ε', 1-11). Η αίσθηση του Αποστόλου Πέτρου ότι ήταν αμαρτωλός ήταν καρπός και αποτέλεσμα του θάμβους, και της εκστάσεως στην οποία περιήλθε με το θαύμα. Πρόκειται για την εμπειρία της δόξης του Θεού, την αίσθηση της παρουσίας του Υιού και Λόγου του Θεού, αλλά και της δικής του ακαθαρσίας, της αμαρτωλότητος. Αυτό το γεγονός αν συγκριθή με παράλληλα αποκαλυπτικά γεγονότα της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης δείχνει ότι δεν είναι ένα θάμβος που προέρχεται από εξωτερικά γεγονότα, αλλά από αποκάλυψη της δόξης του Θεού.


β'. Τι σημαίνει μεταμόρφωση

Η λέξη μεταμόρφωση δηλώνει την αλλαγή της μορφής. Δηλαδή σε μια συγκεκριμένη στιγμή ο Χριστός αποκάλυψε αυτό που κρυπτόταν, φανέρωσε την δόξα της θεότητος, με την οποία ήταν ενωμένη η ανθρώπινη φύση από την στιγμή της συλλήψεως στην κοιλία της Θεοτόκου. Ο Χριστός με την μεγάλη Του φιλανθρωπία κάλυπτε αυτό που είχε πάντοτε, ώστε να μη "καούν" οι Μαθητές, λόγω της ακαταλληλότητός τους, επειδή δεν είχαν ακόμη προετοιμασθή.

Ο Χριστός εκείνη την ώρα μεταμορφώθηκε, "ουχ ό ουκ ήν προσλαβόμενος, ουδέ εις όπερ ουκ ήν μεταβαλόμενος, αλλ’ όπερ ήν τοις οικείοις μαθηταίς εκφαινόμενος" (άγ. Ιωάννης Δαμασκηνός). Αυτό σημαίνει ότι ο Χριστός δεν προσέλαβε κάτι που δεν είχε, ούτε μεταβλήθηκε σε κάτι που δεν ήταν, αλλά φανέρωσε στους Μαθητάς Του αυτό που ήταν. Ουσιαστικά, όταν κάνουμε λόγο για Μεταμόρφωση εννοούμε ότι έδειξε την δόξα της θεότητός Του, που την κρατούσε αφανή στο φαινόμενο σώμα, επειδή οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να την αντικρύσουν.

Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος θα πη ότι ο Χριστός δεν έδειξε ολόκληρη την θεότητα, αλλά μια μικρή ενέργειά της. Και αυτό το έκανε αφ’ ενός μεν για να πληροφορήση για το ποιά είναι η θεϊκή δόξα της Βασιλείας, αφ’ ετέρου δε από φιλανθρωπία, ώστε να μη χάσουν και την ζωή τους ακόμη, βλέποντας ολόκληρη την δόξα της θεότητος. Γι’ αυτό, το μυστήριο της Μεταμορφώσεως είναι και αποκάλυψη της Βασιλείας, αλλά και έκφραση της αγάπης και της φιλανθρωπίας του Θεού.

Γίνεται λόγος στα λειτουργικά κείμενα ότι κατά την Μεταμόρφωση ο Χριστός θεούργησε την ανθρώπινη φύση που προσέλαβε. Αυτό, όμως, λέγεται με μια ορισμένη έννοια και δεν σημαίνει ότι τότε μόνο θεουργήθηκε η ανθρώπινη φύση. Κατά τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό η ανθρώπινη φύση θεουργήθηκε, δηλαδή θεώθηκε, από την υποστατική ένωση και κοινωνία με τον Θεό Λόγο, που έγινε από την στιγμή της συλλήψεώς Του στην κοιλία της Θεοτόκου, την ημέρα του Ευαγγελισμού. Τότε, η θεότητα θέωσε την ανθρώπινη φύση, ενώ η ανθρώπινη φύση θεώθηκε (άγ. Γρηγόριος Θεολόγος). Κατά την Μεταμόρφωση του Χριστού φανερώθηκε στους Μαθητάς αυτή η θεουργηθείσα ανθρώπινη φύση από την πρόσληψή της από τον Θεό Λόγο. Προηγουμένως ήταν άγνωστη, τώρα έγινε φανερά. Με αυτήν την έννοια γίνεται λόγος σε μερικά τροπάρια για θεουργία της ανθρωπίνης φύσεως κατά την Μεταμόρφωση.

Αυτό ακριβώς το γεγονός μας οδηγεί στην άποψη ότι στο Θαβώρ δεν έχουμε μόνο Μεταμόρφωση, αποκάλυψη του Χριστού, αφού πραγματικά τότε έδειξε μερικές ακτίνες της θεότητός Του, αλλά και μεταμόρφωση των Μαθητών. Οι Μαθητές αξιώθηκαν να δούν την θεουργία της ανθρώπινης φύσης του Χριστού, ακριβώς γιατί μεταμορφώθηκαν αυτοί οι ίδιοι. Οι Πατέρες κάνουν λόγο για εναλλαγή των Μαθητών. "Ενηλλάγησαν ουν και ούτω την εναλλαγήν είδον" (άγ. Γρηγόριος Παλαμάς). Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει εναλλαγή, Μεταμόρφωση του Χριστού, αλλά αυτό έγινε γνωστό, γιατί υπήρξε και εναλλαγή, μεταμόρφωση των Μαθητών.

Η μεταμόρφωση των Μαθητών έγινε σε όλη τους την ψυχοσωματική ύπαρξη. Οι Μαθητές δεν είδαν το θείο φως μόνο με τον νού τους, που είναι ο οφθαλμός της ψυχής, αλλά και με αυτές τις σωματικές αισθήσεις, οι οποίες όμως προηγουμένως δυναμώθηκαν από την άκτιστη ενέργεια του Θεού και μεταμορφώθηκαν για να το δούν. Οι σωματικοί οφθαλμοί είναι τυφλοί ως προς το φως του Θεού, επειδή οι οφθαλμοί του ανθρώπου είναι κτιστοί και δεν μπορούν να δούν το άκτιστο Φώς. Γι’ αυτό και αλλοιώθηκαν από την ενέργεια του Θεού και αξιώθηκαν να δούν την δόξα του Θεού (άγ. Γρηγόριος Παλαμάς).


γ'. Το όρος Θαβώρ και οι δύο ήλιοι

Για να δείξη ο Χριστός την δόξα της θεότητός Του ανέβηκε στο όρος Θαβώρ. Θα μπορούσε αυτό να γίνη και σε μια πεδιάδα, σε ένα απόμακρο μέρος. Γιατί όμως προτιμήθηκε το όρος;

Στην παλαιά εποχή συνηθιζόταν όλα τα μεγάλα γεγονότα να γίνωνται σε υψηλότερο μέρος, σε υψηλά και χαμηλά βουνά, όπως ακριβώς έκαναν και οι ειδωλολάτρες που πάνω στα βουνά τελούσαν τις θυσίες τους. Ο Χριστός δείχνει το μεγαλείο της δόξης Του επάνω στο όρος Θαβώρ, αφού η φανέρωση της θεουργίας της ανθρωπίνης φύσεως είναι το μεγαλύτερο γεγονός μέσα στην ιστορία της ανθρωπότητος.

Έπειτα, όπως είπε ο Χριστός, ήλθε για να αναζητήση το πλανώμενο πρόβατο, το οποίο χάθηκε στα βουνά. Επομένως, ο Χριστός ανήλθε στο όρος για να δείξη ότι Αυτός βρήκε το πλανηθέν πρόβατο και το ελευθέρωσε από την αμαρτία και τον διάβολο, ότι αυτός είναι ο πραγματικός ποιμήν των ανθρώπων (άγ. Γρηγόριος Θεολόγος).

Η ανάβαση ακόμη στο όρος δείχνει ότι, όσοι θέλουν να δούν την δόξα της θεότητος στην ανθρώπινη φύση του Λόγου, θα πρέπει να εξέλθουν από την χθαμαλότητα, να αφήσουν τα χαμηλά και να ανεβούν ψηλά, δηλαδή να καθαρισθούν από όλα τα γεώδη που τους κρατούν δεμένους στην γή.

Η Μεταμόρφωση του Χριστού έγινε κατά την διάρκεια της ημέρας, οπότε οι Μαθητές είδαν δύο ηλίους τον αισθητό και τον νοητό. Σε ένα τροπάριό του ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός γράφει: "Υπεκρύβη ακτίσι θεότητος αισθητός ήλιος ως εν όρει Θαβωρίω είδέ σε μεταμορφούμενον, Ιησού μου". Δηλαδή, ο αισθητός ήλιος κρύφτηκε και αφανίστηκε από τις ακτίνες της θεότητος του Χριστού. Ίσως στην αρχή έβλεπαν δύο φώτα, το κτιστό και το άκτιστο, όπως λέγουν οι άγιοι που έχουν τέτοιες εμπειρίες, αλλά όταν είδαν μεγαλύτερη ενέργεια της θεότητος, τότε χάθηκε τελείως ο αισθητός ήλιος. Ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος λέγει ότι οι Μαθητές στο Θαβώρ έβλεπαν δύο ηλίους "ένα εν τω ουρανώ κατά το έθος, και ένα παρά το έθος".

Ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης λέγει ότι στο όρος Θαβώρ, κατά τον καιρό της Μεταμορφώσεως του Χριστού έγινε μέγα και φοβερό θέαμα. Πρώτον, γιατί ανέτειλαν δύο ήλιοι, πράγμα το οποίο δεν γνώρισε ποτέ η κτίση. Δεν πρόκειται για τον ένα ήλιο που φαίνεται πριν την ανατολή του ηλίου, τον λεγόμενο παρήλιο, το είδωλο του ηλίου, και στην συνέχεια εμφανίζεται ο πραγματικός ήλιος, αλλά για δύο ηλίους, και μάλιστα κατά την μεσημβρία. Δεύτερον, είναι φοβερό θέαμα, γιατί ο ένας είναι αισθητός ήλιος και ανέτειλε από τους ουρανούς και ο άλλος νοητός, που ανέτειλε από την γή. Αυτός ο δεύτερος ήλιος ήταν ασυγκρίτως ανώτερος από τον αισθητό ήλιο, που ανέτειλε από τους ουρανούς. Και όπως με την ανατολή του αισθητού ηλίου εξαφανίζονται όλα τα αστέρια του ουρανού, έτσι και με την ανατολή του ηλίου της δικαιοσύνης εξαφανίστηκαν και οι ακτίνες του αισθητού ηλίου.

Βέβαια, την δόξα του νοητού ηλίου δεν είδαν όλοι οι άνθρωποι στην γη εκείνη την στιγμή, παρά μόνο οι τρεις Μαθητές και οι Προφήτες, που εμφανίστηκαν. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς λέγει ότι τον αισθητό ήλιο που ανατέλλει τον βλέπουν όλοι όσοι κατοικούν στην γή, εκτός βέβαια, αν κανείς είναι τυφλός, ενώ τον νοητό ήλιο της δικαιοσύνης τον βλέπουν όσοι είναι κατάλληλοι και ετοιμασμένοι. Και αναλύοντας αυτήν την σκέψη του λέγει ότι τον αισθητό ήλιο, επειδή είναι άψυχος, άλογος και δεν έχει βούληση, τον βλέπουν όλοι οι άνθρωποι, ενώ ο νοητός ήλιος δεν έχει μόνον φύση και φυσική λαμπρότητα και δόξα, αλλά και θέληση κατάλληλη, και γι’ αυτό εμφανίζεται σε όσους αυτός θέλει και εάν και όσο καιρό θέλει. Επομένως, το νοητό και άκτιστο φως το βλέπουν όσοι αξιώνονται από τον Θεό αυτής της εμπειρίας, αφού ο Θεός αποκαλύπτει τον Εαυτό Του σε όσους θέλει, και αυτή η αποκάλυψη είναι ανάλογη με την πνευματική κατάσταση των ανθρώπων που αξιώνονται της αποκαλυπτικής εμπειρίας.


δ'. Το φως του Χριστού είναι η δόξα της θεότητος

Τονίσαμε προηγουμένως ότι το φως αυτό που είδαν οι Μαθητές επάνω στο όρος Θαβώρ δεν ήταν μια κτιστή πραγματικότητα, αλλά το φως της θεότητος. Ακόμη, δεν ήταν μια κεκρυμμένη τρίτη φύση στον Χριστό, αλλά η θεότης που θεούργησε την ανθρώπινη φύση. Ο Χριστός, δηλαδή, είχε δύο φύσεις, την θεία και την ανθρώπινη, ενωμένες στην υπόστασή Του ατρέπτως, ασυγχύτως, αχωρίστως, αναλλοιώτως, αδιαιρέτως. Οι Μαθητές αξιώθηκαν να δούν αυτήν την δόξα της θεότητος στην ανθρώπινη φύση του Λόγου.

Είναι βασική διδασκαλία της Εκκλησίας ότι κάθε ουσία έχει και την ενέργειά της. Εάν η ουσία είναι άκτιστη και η ενέργειά της είναι άκτιστη, εάν η ουσία είναι κτιστή και η ενέργειά της είναι κτιστή. Επίσης, όπως λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, άλλο είναι η ουσία ή φύση, άλλο είναι η ενέργεια, άλλο είναι ο ενεργών, και άλλο είναι το ενέργημα, το αποτέλεσμα της ενεργείας. Η ενέργεια είναι η δόξα της ουσίας, αλλά ο ενεργών είναι το πρόσωπο. Αυτό σημαίνει ότι τα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος έχουν κοινή φύση και ενέργεια. Εμείς οι άνθρωποι, όπως διδάσκουν οι Πατέρες, δεν βλέπουμε, ούτε μετέχουμε της φύσεως του Θεού, αλλά της ενεργείας Του. Επομένως, οι Μαθητές στο Θαβώρ δεν είδαν την φύση του Θεού, αλλά την ενέργειά Του στην ανθρώπινη φύση του Λόγου.

Το φως στο όρος Θαβώρ ήταν η δόξα της θεότητος. Κατά τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, η λέξη θεότητα δηλώνει την φύση του Θεού και την ενέργειά Του, ενώ η λέξη Θεός δηλώνει το πρόσωπο, την υπόσταση. Δεν μπορούμε να αποκαλέσουμε θεότητα μόνο τον Πατέρα ή μόνο τον Υιό ή μόνο το Άγιον Πνεύμα. Μπορούμε να λέμε ο Θεός Πατήρ, ο Θεός Λόγος, το Θείον Πνεύμα, ποτέ όμως η θεότητα του Πατρός, σαν να είναι κάτι ξεχωριστό από την θεότητα του Υιού και την θεότητα του Αγίου Πνεύματος.

Η λέξη θεότητα, επειδή δηλώνει την φύση, μπορεί να αποδοθή και στην ενέργεια, γι’ αυτό μπορούμε να κάνουμε λόγο για "υπερκειμένη θεότητα", που δηλώνει την φύση, η ο-ποία είναι παντελώς αμέθεκτη, και "υφειμένη θεότητα", που δηλώνει την ενέργεια, που είναι μεθεκτή από τον άνθρωπο. Πάντως η θεότητα είναι μία και στις τρεις υποστάσεις (άγ. Γρηγόριος Παλαμάς).

Η λέξη θεότητα είναι πολυσήμαντη και δείχνει διάφορες θεολογικές αλήθειες. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς δίνει μερικές ερμηνευτικές αναλύσεις που δηλώνουν την ετυμολογία και την προέλευση της λέξεως αυτής. Λέγεται θεότητα "από του θείν και φθάνον πανταχόθεν", και δηλώνει την απανταχού παρουσία του Θεού. Προέρχεται ακόμη η λέξη από το "αποθέοντα και διαφεύγοντα πανταχόθεν", και δηλώνει το μηδαμού είναι, κατά την ουσία και φύση. Λέγεται θεότητα, "από του αίθειν, τουτέστιν καίειν τε και αναλίσκειν πάσαν μοχθηρίαν" και δηλώνει την λαμπρότητα του Θεού, την ενέργειά Του, που κατακαίει κάθε αμαρτωλό. Η λέξη αυτή μπορεί να προέρχεται και από το θεάσθαι, και δηλώνει ότι ο Θεός βλέπει και γινώσκει τα πάντα και πριν από την γέννησή τους. Δηλώνει ακόμη το προνοείν του Θεού, γιατί συνδέεται με το "εφοράν και θεάσθαι". Επί πλέον λέγεται θεότητα από το θεοποιούν. Όλες αυτές οι ετυμολογικές ερμηνείες δείχνουν τις ποικίλες ενέργειες του Θεού, ήτοι την προνοητική, την φωτιστική και θεοποιό ενέργειά Του, καθώς επίσης δείχνουν και το αμέθεκτο του Θεού, όταν η θεότητα αποδίδεται στην ουσία ή φύση.

Η ολοκληρωμένη θεολογική φράση γύρω από το θέμα αυτό είναι ότι οι Μαθητές επάνω στο Θαβώρ δεν είδαν την φύση, αλλά την άκτιστη ενέργεια του Τριαδικού Θεού στην ανθρώπινη φύση του Λόγου.


ε'. Η βασιλεία του Θεού

Η Μεταμόρφωση του Χριστού στο θαβώριο όρος έγινε ύστερα από μια διακήρυξη του Χριστού. "Αμήν λέγω υμίν, εισί τινές των ώδε εστηκότων, οίτινες ου μη γεύσωνται θανάτου έως αν ίδωσιν την βασιλείαν του Θεού εληλυθυίαν εν δυνάμει" (Μάρκ. θ', 1). Και αμέσως ο Ευαγγελιστής περιγράφει το γεγονός της Μεταμορφώσεως που συνέβη μετά από έξι ημέρες, αφού, όπως βλέπουμε στα Ευαγγέλια, δεν παρενεβλήθη κανένα άλλο γεγονός, ούτε διδασκαλία ούτε θαύμα. Αυτό σημαίνει ότι τις ημέρες αυτές που παρενεβλήθησαν μεταξύ του λόγου του Χριστού και της Μεταμορφώσεώς Του τις πέρασαν με σιωπή.

Λέγονται πολλά για το τί είναι η Βασιλεία του Θεού. Άλλοι ταυτίζουν την Βασιλεία του Θεού με μια εγκόσμια επικράτηση του θελήματος του Θεού, άλλοι με την μέλλουσα μακαριότητα των δικαίων. Όμως, η σύνδεση της Βασιλείας του Θεού με την Μεταμόρφωση του Χριστού δηλώνει ότι η Βασιλεία του Θεού είναι η θέα της ακτίστου Χάριτος και δόξης του Τριαδικού Θεού στην ανθρώπινη φύση του Λόγου, και βέβαια είναι η θέωση του ανθρώπου.

Στο σημείο αυτό κάνει υπέροχες παρατηρήσεις ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Διδάσκει ότι η Βασιλεία του Θεού συνδέεται στενά με τον βασιλέα, που είναι ο Θεός, ο Χριστός. Στον Χριστό ενώθηκε η θεία με την ανθρώπινη φύση. Η δόξα της θεότητος θεούργησε και ελάμπρυνε την ανθρώπινη φύση. Γι’ αυτό, όπου βρισκόταν ο Χριστός εκεί υπήρχε και η Βασιλεία. Δεν νοείται βασιλεύς χωρίς βασιλεία, ούτε βασιλεία χωρίς βασιλέα. Έτσι, βασιλεία του Θεού χωρίς τον Βασιλέα Χριστό δεν μπορεί να νοηθή.

Ο Χριστός στον λόγο αυτόν συνδέει την βασιλεία με την όραση, "έως αν ίδωσι την βασιλείαν του Θεού". Πρόκειται για την όραση του ακτίστου φωτός. Το "εληλυθυίαν" δεν σημαίνει ότι η Βασιλεία έρχεται από κάπου αλλού, αλλά δηλώνει το "φανερούσθαι", αφού όπου είναι ο Χριστός εκεί υπάρχει η Βασιλεία, γιατί δεν πρόκειται για τοπική έλευση, αλλά για φανέρωση. Και αυτή η φανέρωση·αποκάλυψη γίνεται με την ενέργεια του Παναγίου Πνεύματος. Αυτό δηλώνει το "εν δυνάμει". Ο άνθρωπος είναι αδύνατος να δη την δόξα του Θεού, αν οι ψυχοσωματικές του αισθήσεις δεν δυναμωθούν από την άκτιστη ενέργεια του Θεού.

Η Εκκλησία και η θεία Ευχαριστία μπορούν να ονομασθούν Βασιλεία του Θεού, αν όσοι ζουν μέσα σε αυτήν φθάνουν στην θέα της ακτίστου δόξης του Θεού, που είναι η πραγματική Βασιλεία. Εάν ομιλούμε για την Εκκλησία και την Βασιλεία του Θεού και δεν τα συνδέουμε με την θεοπτία, την όραση του ακτίστου φωτός, τότε σφάλλουμε θεολογικά. Άλλωστε, τα μυστήρια της Εκκλησίας φανερώνουν και οδηγούν τον άνθρωπο στην Βασιλεία του Θεού, ακριβώς γιατί συνδέονται πολύ στενά με την καθαρτική, φωτιστική και θεοποιό ενέργεια του Θεού.


στ'. Ο Χριστός έδειξε το πρωτότυπο της δημιουργίας του ανθρώπου

Είναι διδασκαλία των αγίων Πατέρων ότι ο Χριστός επάνω στο Θαβώρ έδειξε στους ανθρώπους το αρχέτυπο κάλλος της εικόνος τους. Δηλαδή, ο Χριστός είναι το αρχέτυπο της δημιουργίας του ανθρώπου, αφού ο άνθρωπος πλάστηκε κατ’ εικόνα του Λόγου. Με αυτό φαίνεται η δόξα της εικόνος και η μεγάλη τιμή να είμαστε κατ’ εικόνα του Θεού. Η καταγωγή μας δεν είναι χαμηλή, αλλά υψηλή, αφού ο δεδοξασμένος Χριστός είναι το πρωτότυπο της δημιουργίας μας, αλλά και αυτός ο τεχνίτης και δημιουργός μας.

Στην Αγία Γραφή επανειλημμένα λέγεται ότι ο Χριστός είναι ο νέος Αδάμ, που ενηνθρώπησε για να διορθώση το σφάλμα του προπάτορος Αδάμ. Ο πρώτος Αδάμ στον Παράδεισο, καίτοι ήταν άπειρος ακόμη, βρισκόταν στον φωτισμό του νοός, γιατί το κατ’ εικόνα του ήταν καθαρό και δεχόταν τις ακτίνες του θείου φωτός. Μετά την αμαρτία όμως σκοτίσθηκε, έχασε το καθ’ ομοίωση, χωρίς όμως να απωλέση καθ’ ολοκληρία το κατ’ εικόνα. Στην πατερική παράδοση λέγεται ότι το κατ’ εικόνα του Αδάμ αμαυρώθηκε, δηλαδή σκοτίστηκε, χωρίς να χαθή τελείως. Με την ενανθρώπηση του Χριστού και την θέωση της ανθρωπίνης φύσεως επανέρχεται ο Αδάμ στην προηγούμενη δόξα, και μάλιστα ανέρχεται ακόμη υψηλότερα.

Έτσι, ο Χριστός στο Θαβώρ έδειξε ποιό ήταν το πρωτότυπο της δημιουργίας του ανθρώπου και σε ποιά κατάσταση βρισκόταν ο πρώτος Αδάμ στον Παράδεισο πριν από την πτώση.

Βέβαια, αυτό λέγεται με συγκατάβαση, γιατί όπως διδάσκει ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης, η έλλαμψη του Μεταμορφωθέντος Χριστού ήταν θειοτέρα και λαμπροτέρα από την έλλαμψη που είχε ο Αδάμ στον Παράδεισο. Και αυτό για δύο λόγους. Πρώτον, γιατί ο Θεός που δημιούργησε τον Αδάμ ήταν Θεός κατ’ ουσία, ενώ ο Αδάμ ήταν κατά μέθεξη και μετοχή θεός. Το φως του Θεού είναι κατά φύση, ενώ το φως που είχε ο Αδάμ ήταν κατά μετοχή και Χάρη. Δεύτερον, γιατί ο Χριστός προσέλαβε την ανθρώπινη φύση και την θέωσε καθ’ υπόσταση, ενώ ο Αδάμ είχε κοινωνία με την Χάρη του Θεού κατ’ ενέργεια. Αυτό σημαίνει ότι, ενώ στον Χριστό η θεία με την ανθρώπινη φύση ενώθηκαν υποστατικά, καθ’ υπόσταση, στον Αδάμ και στον κάθε θεούμενο η φύση του ενώνεται κατά Χάρη με τον Θεό και όχι καθ’ υπόσταση. Γιατί η καθ’ υπόσταση ένωση θείας και ανθρωπίνης φύσεως έγινε μόνο στον Χριστό.

Για να γίνη αυτό αντιληπτό πρέπει να πούμε ότι κατά τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό υπάρχουν τρεις τρόποι ενώσεως. Ο πρώτος είναι ο κατ’ ουσίαν, που συμβαίνει με τα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, ο δεύτερος τρόπος ενώσεως συνέβη στον Χριστό με την ενανθρώπηση και είναι ο καθ’ υπόσταση αφού ο Χριστός είναι ο μοναδικός Θεάνθρωπος, και ο τρίτος τρόπος ενώσεως είναι ο κατά Χάριν, και συμβαίνει με τους θεουμένους ανθρώπους, οι οποίοι δεν ενώνονται με τον Θεό κατ’ ουσία, γιατί αυτό συμβαίνει μόνο με τα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, ούτε ενώνονται με τον Θεό καθ’ υπόσταση, γιατί ένας είναι ο Θεάνθρωπος, αλλά ενώνονται κατά μετοχή της Χάριτος. Γι’ αυτό οι άγιοι δεν λέγονται, έστω και κατά Χάριν, Θεάνθρωποι, αλλά κατά Χάριν θεοί, θεούμενοι.

Πάντως, ο μεταμορφωθείς Χριστός έδειξε την δόξα του αρχετύπου της δημιουργίας μας. Και όπως στους γλύπτες μεγαλύτερη αξία έχει το πρόπλασμα και έπειτα το αντίγραφό του, που μπορεί να το κάνη ο καθένας, έτσι και εδώ μεγαλύτερη αξία έχει το πρωτότυπο. Η Μεταμόρφωση του Χριστού δείχνει, κατά συγκατάβαση, και την προέλευση του ανθρώπου, αλλά και τον σκοπό, το τέλος, στο οποίο πρέπει να κατατείνη.

ζ'. Άκτιστο και κτιστό φως

Το αισθητό φώς, καίτοι είναι κτιστό, είναι η μόνη πραγματικότητα από την γη που μπορεί να δείξη την δόξα και την λάμψη της θεότητος. Το πρόσωπο του Χριστού έλαμψε ως ο ήλιος και τα ιμάτιά Του έγιναν λευκά σαν το φώς, γιατί έτσι ο άνθρωπος μπορεί να καταλάβη την δόξα της θεότητος. Δεν υπάρχει καμμιά άλλη γήινη πραγματικότητα για να το δείξη.

Είναι γεγονός ότι ο Θεός είναι και λέγεται φώς, γιατί αφ’ ενός μεν είναι αποκάλυψη του ιδίου του Χριστού, που είπε: "εγώ ειμί το φως του κόσμου" (Ιω. η', 12), αφ’ ετέρου δέ, γιατί όσοι αξιώθηκαν να Τον δούν Τον είδαν ως φως λαμπρό. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος σημειώνει ότι ο Ευαγγελιστής λέγει ότι το πρόσωπο του Χριστού έλαμψε ως ο ήλιος, γιατί δεν υπάρχει καμμιά άλλη εικόνα για να παρουσιάση την λαμπρότητα του προσώπου του Χριστού εκείνη την στιγμή.

Η εικόνα του ηλίου δείχνει και μια άλλη θεολογική αλήθεια, όπως την παρουσιάζει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Λέγει ότι υπάρχει διαφορά μεταξύ του φωτός και του ηλίου. Ο Θεός, όπως γνωρίζουμε από την Παλαιά Διαθήκη, την πρώτη ημέρα της δημιουργίας έκανε το φως και την τέταρτη ημέρα έκανε τον ήλιο και του έδωσε το φώς. Έτσι το φως ήταν πρωτόγονο, ενώ το φως στον δίσκο του ηλίου έγινε την τέταρτη ημέρα. Αυτό αναλογικά βλέπουμε και στον Χριστό. Το φως του Θεού ήταν και είναι άναρχο, δηλαδή δεν υπήρχε χρόνος κατά τον οποίο δεν υπήρχε αυτό το φώς. Αργότερα, όμως, κατά την ενανθρώπηση έλαμψε και το πρόσλημμα – η ανθρώπινη φύση που έλαβε όλο το πλήρωμα της θεότητος. Έτσι, ενώ ο Θεός ήταν πάντα φώς, κατά την ενανθρώπησή Του και το σώμα που προσέλαβε έγινε πηγή του ακτίστου Φωτός.

Υπάρχει όμως τεράστια διαφορά μεταξύ του φωτός της θεότητος και του φωτός του ηλίου, όση διαφορά υπάρχει μεταξύ ακτίστου και κτιστού. Το κτιστό έχει αρχή δημιουργίας και θα έπρεπε να έχη τέλος, αλλά ο Θεός θέλει να μην έχη τέλος. Το κτιστό ακόμη έχει τροπή και αλλοίωση. Όμως, το άκτιστο δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος καί, βέβαια, δεν έχει καμμιά τροπή, αλλοίωση. Γι’ αυτό πάντοτε με συγκατάβαση πρέπει να χρησιμοποιούμε αισθητές πραγματικότητες. Ο ιερός Ευαγγελιστής έγραψε: "καί έλαμψε το πρόσωπον αυτού ως ο ήλιος" (Ματθ. ιζ', 2). Δεν έγινε το πρόσωπό του ήλιος, αλλά ως ήλιος.

Ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης σημειώνει την διαφορά μεταξύ της λάμψεως του αισθητού ηλίου και της ελλάμψεως του ηλίου της δικαιοσύνης. Το φως του αισθητού ηλίου, επειδή είναι χρονικό, έρχεται στους οφθαλμούς του ανθρώπου κατά καιρούς, δηλαδή ολίγον κατ’ ολίγον και όχι όλο μαζί, αθρόον. Έτσι, από τον όρθρο μεταβαίνει στην ανατολή, και από την ανατολή στην μεσημβρία και από εκεί στην δύση. Υπάρχει αλλαγή φωτοχυσίας και δίνεται κατά αναλόγους καιρούς. Δεν συνέβη όμως το ίδιο με τους Μαθητάς επάνω στο όρος Θαβώρ. Επειδή το φως της δικαιοσύνης είναι άκτιστο και υπέρχρονο δεν έλαμψε στους αποστόλους "από ολίγον ολίγον κατά πρόοδον και μετάβασιν, αλλά ευθύς και όλον ομού".

Το φως αυτό του Θεού ενεργεί κατά δύο τρόπους, ήτοι φωτιστικό και καυστικό, κατά τον βαθμό της πνευματικής καταστάσεως του ανθρώπου. Κατά τον άγιο Νικόδημο τον αγιορείτη, το κάρβουνο έχει και το γεώδες και υλικό, επειδή γίνεται στάχτη, αλλά και το φωτιστικό και φλογερό. Γι’ αυτό σε άλλες περιπτώσεις κατακαίει και σε άλλες φωτίζει. Αυτό γίνεται και με το φως του Θεού στην ανθρώπινη φύση του Λόγου. Ο Χριστός ομοιάζει με το αναμμένο κάρβουνο, αφού έχει την ανθρώπινη φύση, το υλικό, αλλά και το φως της θεότητος. Όμως δεν συμβαίνει ό,τι με το κάρβουνο, που δεν φωτίζει αυτούς που είναι μακριά και κατακαίει αυτούς που είναι κοντά, αλλά γίνεται κάτι άλλο διαφορετικό. Γίνεται φως γι’ αυτούς που είναι καθαροί ως προς την αμαρτία και φωτιά γι’ αυτούς που είναι ακάθαρτοι.

Με την ευκαιρία αυτή πρέπει να δούμε την ωραιοτάτη παρατήρηση του Μ. Βασιλείου σχετικά με την ενανθρώπηση του Χριστού. Χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα τον πεπυρακτωμένο σίδηρο, λέγει ότι το πυρ έρχεται στον σίδηρο όχι μεταβατικώς, αλλά μεταδοτικώς. Αυτό σημαίνει ότι το πυρ δεν τρέχει προς τον σίδηρο, αλλά μένοντας στον τόπο του μεταδίδει σε αυτόν τις δικές του δυνάμεις και ενέργειες, ώστε αφ’ ενός μεν το πυρ δεν ελαττώνεται από την μετάδοση, αφ’ ετέρου δε γεμίζει ολόκληρο τον σίδηρο. Το ίδιο, κατ’ αναλογία, έγινε με την ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου του Θεού. Ο Θεός δεν εκινήθη από τον Εαυτό Του, δηλαδή, δεν μετέβη τοπικώς, αλλά συγκατέβη προς το ανθρώπινο γένος και εσκήνωσε μέσα μας, χωρίς να παύση να βρίσκεται στους ουρανούς. Στην ακολουθία των Χαιρετισμών της Θεοτόκου διατυπώνεται αυτό θαυμάσια: "Συγκατάβασις γαρ θεϊκή ου μετάβασις δε τοπική γέγονεν".


η'. Άκτιστο φώς, περιγραπτό στο σώμα του Χριστού, υπέρφωτος γνόφος

Ο ιερός Ευαγγελιστής Ματθαίος βεβαιώνει: "καί έλαμψε το πρόσωπον αυτού ως ο ήλιος" (Ματθ. ιζ', 2). Πέρα από αυτά τα οποία τονίσαμε προηγουμένως πρέπει να επεκταθούμε λίγο ακόμη και να υπογραμμίσουμε μερικές θεολογικές αλήθειες, γύρω από την έλλαμψη του προσώπου του Χριστού.

Το φως του Θεού είναι προαιώνιο, άχρονο, αλλά στο Θαβώρ, κατά άκρα φιλανθρωπία του Θεού, περιγράφηκε στο ανθρώπινο σώμα, "ως εν δίσκω ηλιακώ". Παρά την έλλαμψη και την περιγραφή στο πρόσωπο του Χριστού, εν τούτοις "άσχετον ήν, και ασχέτως επλήρει το πάν, απερίγραπτον μένον και εν τω περιγράφεσθαι" (άγ. Νικόδημος αγιορείτης). Αυτό είναι το μεγάλο μυστήριο της ενανθρωπήσεως του Λόγου του Θεού, της Μεταμορφώσεώς Του, αλλά και της θεώσεως του ανθρώπου.

Για να μη γίνη καμμιά σύγχυση μεταξύ του κτιστού φωτός του ηλίου και του ακτίστου Φωτός της θεότητος, οι άγιοι Πατέρες πολλές φορές χρησιμοποιούν και τον όρο "υπέρφωτος γνόφος". Πραγματικά, ο Θεός είναι φώς, και έτσι τον είδαν οι άγιοι, αλλά για την υπερέχουσα φανότητα και για την μη συσχέτηση με άλλα κτιστά φώτα λέγεται υπέρφωτος γνόφος. Μέσα στα πλαίσια αυτά πρέπει να δούμε την λεγομένη καταφατική και αποφατική θεολογία. Η πρώτη (καταφατική) θεολογία, που ονομάζει τον Θεό από τις ενέργειές Του και τα αποτελέσματα των ενεργειών Του, χαρακτηρίζει τον Θεό φως αληθινό, απρόσιτο και άκρατο. Η δεύτερη (αποφατική) θεολογία ονομάζει τον Θεό "υπέρ φώς", όπως ακριβώς τον χαρακτηρίζει και υπερώνυμο και υπερούσιο. Έτσι, λοιπόν, η ύπαρξη της αποφατικής θεολογίας δεν οδηγεί στον αγνωστικισμό, δεν καταλήγει σε ένα ανυπόστατο μυστικισμό, αλλά αποφεύγει τους κινδύνους της λογικοκρατίας και της αισθησιοκρατίας (άγ. Νικόδημος αγιορείτης).

Αυτά σημαίνουν ότι το πρόσωπο του Κυρίου έλαμψε ως ο ήλιος, αλλά ταυτόχρονα έλαμψε και υπέρ ήλιον, που σημαίνει έλαμψε υπέρ λόγον και έννοια, κατά άρρητο τρόπο. Οι εκφράσεις των Πατέρων είναι δηλωτικές αυτής της πραγματικότητος. Κάνουν λόγο για το ότι οι Μαθητές και οι θεούμενοι δια μέσου των αιώνων βλέπουν αοράτως, ακούν ανηκούστως, μετέχουν αμεθέκτως, νοούν ανοήτως τον Θεό.

Επομένως, η έλλαμψη του Χριστού στο Θαβώρ, η αποκάλυψη της δόξης Του στους θεουμένους κάθε εποχής, δεν είναι ένα αισθητικό γεγονός, αλλά μυστήριο, είναι φανέρωση κατά άρρητο τρόπο της δόξης του Θεού.


θ΄. Η φανέρωση του Τριαδικού Θεού

Όπως την στιγμή της Βαπτίσεως του Χριστού υπάρχει εμφάνιση και αποκάλυψη της Αγίας Τριάδος, έτσι και την στιγμή της Μεταμορφώσεώς Του πάνω στο Θαβώρ αποκαλύπτεται ο Τριαδικός Θεός. Το Δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, που ενηνθρώπησε, έλαμψε ενώπιον των Μαθητών και φανέρωσε την δόξα της θεότητός Του. Ο Πατήρ επιβεβαίωσε ότι αυτός είναι ο Υιός Του ο αγαπητός, και το Άγιον Πνεύμα ήταν η νεφέλη φωτεινή που επισκίασε τους Μαθητάς.

Ο Τριαδικός Θεός είναι φώς, αφού το φως είναι η λάμψη της θεότητος, η όραση της Χάριτος του Τριαδικού Θεού. Στα τροπάρια της Εκκλησίας ψάλλεται: "φώς ο Πατήρ, φως ο Λόγος, φως και το Άγιον Πνεύμα". Το πρόσωπο του Χριστού έλαμψε ως ο ήλιος, η φωνή του Πατρός ήταν πολύ δυνατή θεωρία φωτός, γι’ αυτό, όπως λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, τότε ακριβώς δεν μπόρεσαν να αντέξουν οι Μαθητές και έπεσαν στην γή, και η νεφέλη, που ήταν η παρουσία του Αγίου Πνεύματος, ήταν φωτεινή. Όλα εκφράζουν την δόξα της θεότητος.

Στον μεγαλύτερο βαθμό θεοπτίας ακούστηκε η φωνή του Πατρός: "ούτός εστιν ο Υιός μου ο αγαπητός, εν ω ευδόκησα" (Ματθ. ιζ', 5). Όταν αναλύσαμε την Βάπτιση του Χριστού, είδαμε εκεί τί σημαίνει αυτή η επιβεβαίωση του Πατρός. Εδώ πρέπει να παραθέσουμε την άποψη του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου ότι ο Πατήρ δείχνει την μεγάλη Του αγάπη προς τον κατά φύσιν Υιό Του, τον μονογενή. Η αγάπη του Πατρός είναι τριπλή, πρώτον, επειδή είναι Υιός και κάθε πατέρας αγαπά το παιδί του, δεύτερον, γιατί είναι αγαπητός και τρίτον, γιατί ευδόκησε σε αυτόν.

Η φωνή του Πατρός δείχνει ακόμη και ότι στο όρος Θαβώρ υπάρχει και όραση και ακοή. Στην πραγματικότητα, όπως λέγει ο άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος, κατά την θεωρία του Θεού και την αποκάλυψή Του, όλες οι αισθήσεις του ανθρώπου γίνονται μία αίσθηση, ενοποιούνται. Γι’ αυτό και η όραση είναι ακοή, και η ακοή είναι όραση, και η όραση και ακοή είναι γεύση και αίσθηση κλπ. Την ώρα της θεοπτίας ο άνθρωπος δεν είναι διεσπασμένος, αφού η διάσπαση είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα του πεπτωκότος ανθρώπου. Όμως, όταν ο άνθρωπος φθάση στην θεωρία του Θεού, βλέπει τον Θεό δια της θεώσεώς του.

Κατά τον άγιο Νικόδημο τον αγιορείτη συνήθως η όραση είναι αξιοπιστοτέρα της ακοής. Πρώτα ακούει κανείς κάτι και στην συνέχεια προχωρεί και στην όρασή του. Εδώ, όμως, συνέβη το αντίθετο. Οι Μαθητές είδαν την δόξα του Θεού και στην συνέχεια ακολούθησε και η επιβεβαίωση δια της ακοής.

Εξηγώντας ο άγιος Νικόδημος αυτό το γεγονός, λέγει ότι εδώ φαίνεται η διαφορά μεταξύ της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης. Συνήθως στην Παλαιά Διαθήκη περισσότερο ενεργούσαν τα ενεργούμενα δια της ακοής, αφού οι Προφήτες φανέρωναν τα μέλλοντα δια της προρρήσεως και των προφητειών. Και συνήθως πρώτα άκουγαν για τον Θεό και στην συνέχεια έβλεπαν, όπως άλλωστε ομολογεί ο δίκαιος Ιώβ: "Ακοήν μεν ωτός ήκουόν σου το πρότερον, νυνί δε ο οφθαλμός μου εώρακέ Σε" (Ιώβ, μβ', 5). Στην Καινή Διαθήκη, όμως, γίνεται το αντίθετο. Συνήθως προηγείται η όραση και ακολουθεί η ακοή. Και αυτό είναι φυσικό, γιατί στην Παλαιά Διαθήκη κηρυττόταν η έλευση του Μεσσίου, όταν όμως ήλθε ο σαρκωθείς Υιός του Θεού, τότε προηγείται η όραση, αφού τον έβλεπαν και ακολουθούσε η επιβεβαίωση.

Αυτό συμβαίνει στην εκκλησιαστική και πνευματική ζωή. Όταν βρισκόμαστε στο στάδιο της καθάρσεως, που ουσιαστικά υπενθυμίζει τον τρόπο ζωής που συνιστά ο νόμος της Παλαιάς Διαθήκης, ακούμε για τον Θεό. Όταν φθάνουμε όμως στον φωτισμό του νοός και την θέωση, με την μυστηριακή ζωή και την μέθεξη της φωτιστικής και θεοποιού ενεργείας του Θεού, τότε βλέπουμε τον Θεό.

Όλα αυτά πρέπει να λέγωνται συγκαταβατικά και μέσα στα πλαίσια ότι, όταν ο θεούμενος φθάνη στην θέωση, τότε ενοποιούνται όλες οι ψυχοσωματικές δυνάμεις.

Η φωνή του Πατρός εξέρχεται μέσα από την φωτεινή νεφέλη, πράγμα το οποίο δείχνει το ομοούσιο του Πατρός με το Άγιον Πνεύμα, και βεβαίως το ομοούσιο των τριών θείων υποστάσεων. Η εμφάνιση της φωτεινής νεφέλης συνδέεται ακόμη και με την αποκαλυπτική αλήθεια ότι ο Χριστός είναι Αυτός που καθοδηγούσε τον λαό του Θεού στην Παλαιά Διαθήκη.

Στο βιβλίο της Εξόδου λέγεται ότι ο Θεός οδηγούσε τον Ισραηλιτικό λαό στην πορεία του από την γη της Αιγύπτου στην γη της επαγγελίας, φωτίζοντάς τον την νύκτα με το πυρ και σκεπάζοντάς τους την ημέρα με την νεφέλη, "ο δε Θεός ηγείτο αυτών ημέρας μεν εν στύλω νεφέλης, δείξαι αυτοίς την οδόν, την δε νύκτα, εν στύλω πυρός" (Εξ. ιγ', 21).

Επάνω στο Θαβώρ έχουμε και το φως και την νεφέλη. Φώς είναι ο Χριστός, αφού έλαμψε το πρόσωπό Του ως ο ήλιος, και νεφέλη είναι η παρουσία του Παναγίου Πνεύματος. Με αυτήν την αλήθεια δεν πρέπει κανείς να εννοήση ότι άλλο είναι το έργο του Υιού και άλλο το έργο του Παναγίου Πνεύματος, ότι η οικονομία του Υιού γίνεται ανεξάρτητα από την οικονομία του Αγίου Πνεύματος. Άλλωστε, είναι γνωστόν ότι η δημιουργία και η αναδημιουργία του ανθρώπου και του κόσμου είναι κοινή ενέργεια του Τριαδικού Θεού.

Πάντως, εκείνο που πρέπει να υπογραμμισθή είναι ότι στο Θαβώρ έχουμε εμφάνιση και αποκάλυψη του Τριαδικού Θεού. Η εκκλησιαστική και πνευματική ζωή είναι μέθεξη της ακτίστου Χάριτος του Θεού στην ανθρώπινη φύση του Λόγου. Όταν κοινωνούμε των αχράντων μυστηρίων, κοινωνούμε του Σώματος και του Αίματος του Χριστού και μετέχουμε των ενεργειών του Τριαδικού Θεού.


ι'. Ο Μωϋσής και ο Ηλίας στο Θαβώρ

Στο όρος Θαβώρ εκτός από τον Τριαδικό Θεό υπάρχουν πέντε πρόσωπα. Πλησίον του Χριστού είναι δύο εξέχοντα πρόσωπα της Παλαιάς Διαθήκης, ο Προφήτης Μωϋσής και ο Προφήτης Ηλίας, καθώς και οι τρεις Μαθητές, ο Πέτρος, ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης. Οι πρώτοι είναι εκπρόσωποι της Παλαιάς Διαθήκης, και συγκεκριμένα του Νόμου (Μωϋσής) και των Προφητών (Ηλίας), και οι Απόστολοι είναι εκπρόσωποι της Καινής Διαθήκης.

Οι Μαθητές γνώριζαν ότι τα εμφανισθέντα πρόσωπα από την Παλαιά Διαθήκη ήταν ο Μωϋσής και ο Ηλίας από δύο κυρίως αίτια.

Πρώτον, από την Χάρη του Θεού. Δηλαδή αναγνώρισαν τους θεόπτες άνδρες της Παλαιάς Διαθήκης, επειδή βρίσκονταν μέσα στο φως του Θεού. Όπως λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, το φως του Θεού αποκαλύπτει όλα τα μέλλοντα, πολύ περισσότερο αποκαλύπτει τα παρόντα και ενεστώτα.

Δεύτερον, γνωρίστηκαν από τους Αποστόλους οι θεόπτες της Παλαιάς Διαθήκης, από την συζήτηση που είχαν με τον Χριστό. Ο ιερός Ευαγγελιστής γράφει: "καί ιδού ώφθησαν αυτοίς Μωϋσής και Ηλίας, μετ’ αυτού συλλαλούντες" (Ματθ. ιζ', 3). Χαρακτηριστικός είναι ο λόγος του Ευαγγελιστού Λουκά, ο οποίος μας παρουσιάζει και το περιεχόμενο της συζητήσεως: "Και ιδού άνδρες δύο συνελάλουν αυτώ, οίτινες ήσαν Μωϋσής και Ηλίας, οί οφθέντες εν δόξη έλεγον περί την έξοδον αυτού ήν έμελλε πληρούν εν Ιερουσαλήμ" (Λουκ. θ', 30-31). Οι αποκαλυφθέντες, εκείνη την ώρα, άνδρες της Παλαιάς Διαθήκης μιλούσαν για το Πάθος του Χριστού. Δεδομένου ότι η Μεταμόρφωση του Χριστού έγινε κατά την διάρκεια της προσευχής, αφού λέγει ο Ευαγγελιστής Λουκάς "καί εγένετο εν τω προσεύχεσθαι αυτόν το είδος του προσώπου αυτού έτερον..." (Λουκ. θ', 29), και ότι η συνομιλία των δύο ανδρών με τον Χριστό αναφερόταν στο Πάθος, εξάγεται ότι το γεγονός αυτό συνδέεται στενά με την προσευχή του Κυρίου στην Γεθσημανή, όταν ζητούσε να αποφύγη το πικρό ποτήριο του θανάτου.

Ο ιερός Θεοφύλακτος λέγει ότι οι Μαθητές κατάλαβαν τους Προφήτας αυτούς από τους λόγους που θα έλεγαν στον Χριστό, και οι οποίοι θα ήταν σχετικοί με εκείνα που προεφήτευσαν, όσο ζούσαν. Ίσως ο Μωϋσής θα έλεγε: "Σύ εί, ου προτύπωσα το πάθος εγώ, σφάξας τον αμνόν και το πάσχα τελέσας". Και ο Ηλίας θα έλεγε: "Σύ εί, ου την ανάστασιν προτύπωσα εν τω της χήρας Υιώ". Ο Μωϋσής μιλούσε για την προτύπωση του Πάθους του Χριστού, του χριστιανικού πάσχα, ενώ ο Ηλίας για την Ανάσταση του Χριστού.


ια'. Γιατί εμφανίσθηκαν οι δύο αυτοί Προφήτες

Είναι γνωστόν από την πατερική παράδοση ότι της θεοποιού ενεργείας του Θεού μετέχουν όσοι βρίσκονται σε κατάσταση θεοπτίας, γιατί η αποκάλυψη του Θεού σε ακαθάρτους ανθρώπους είναι κόλαση και καταδίκη. Έτσι, και κατά το γεγονός της Μεταμορφώσεως του Χριστού, εμφανίζεται ο Μωϋσής και ο Ηλίας, όχι μόνο γιατί είναι εκπρόσωποι του νόμου και των Προφητών της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά γιατί και οι δύο υπήρξαν θεόπτες κατά την διάρκεια της ζωής τους.

Στο όρος Σινά ο Μωϋσής είδε την δόξα του ασάρκου Λόγου, ο οποίος του παρέδωσε τον Νόμο, την Παλαιά Διαθήκη. Αλλά και πριν από αυτό είδε την άλλη καταπληκτική θεωρία που δήλωνε την σάρκωση του Λόγου, δηλαδή την θεωρία της καταφλεγομένης και μη κατακαιομένης βάτου. Άλλοτε σε μια δύσκολη στιγμή της ζωής του ο Μωϋσής ζήτησε από τον Θεό να του αποκαλυφθή και να φανερώση τον Εαυτό Του. Και όταν ο Θεός του ανήγγειλε ότι θα αποκαλυφθή του είπε να εισέλθη σε ένα βράχο (πέτρα), και καθώς πέρασε έκρυψε την οπή του βράχου, για να μη δη το πρόσωπό Του, αλλά τα οπίσθια. (Εξ. λγ', 12-23). Και αυτή η αποκάλυψη δηλώνει την ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου του Θεού.

Αλλά και ο Προφήτης Ηλίας αξιώθηκε να δη τον άσαρκο Λόγο, με την μορφή της λεπτής αύρας. Η αποκάλυψη του Θεού δεν έγινε με την μορφή του αέρος, του σεισμού και του πυρός, αλλά με την λεπτή φωνή αύρας. "Και μετά το πυρ φωνή αύρας λεπτής, κακεί Κύριος". Όταν άκουσε ο Προφήτης Ηλίας την φωνή της λεπτής αύρας, κάλυψε το πρόσωπό του με την μηλωτή, και αφού βγήκε από το σπήλαιο, στάθηκε κάτω από αυτό (Γ' Βασ. ιθ', 11-13). Και η θεοπτία αυτή είχε σχέση με την ενανθρώπηση του Λόγου του Θεού, γιατί με την ενανθρώπησή Του ο Θεός παρουσίασε την αγάπη και την φιλανθρωπία Του.

Υπάρχει όμως τεράστια διαφορά μεταξύ της θεοπτίας που είχαν οι δύο Προφήτες κατά την διάρκεια της ζωής τους, από την θεοπτία που είχαν στο όρος Θαβώρ. Τότε ήταν θεωρία του ασάρκου Λόγου, γι’ αυτό και εκρύβησαν στην πέτρα και το σπήλαιο, ενώ τώρα βλέπουν τον ενσαρκωμένο Λόγο. Τότε το Σινά καιγόταν έως τον ουρανό, υπήρχε δε σκοτάδι, γνόφος και θύελλα, και μεγάλη φωνή (Δευτ. δ', 11), που εκφράζουν την Παλαιά Διαθήκη, ενώ στο Θαβώρ όλα ήταν λαμπρά και φωτεινά, εξαστράπτοντα από το απρόσιτο φως της θεότητος, δείγμα ότι ήταν ανώτερο το φως από τον νόμο της Παλαιάς Διαθήκης.

Ο ιερός Θεοφύλακτος παρουσιάζει πολύ εκφραστικά τους λόγους για τους οποίους εμφανίστηκαν οι θεόπτες άνδρες της Παλαιάς Διαθήκης. Πρώτον, για να αποδειχθή ότι ο Χριστός είναι Κύριος του Νόμου και των Προφητών. Δεύτερον, για να φανή ότι κυριεύει ζώντων και νεκρών, αφού ο Μωϋσής ήταν νομοθέτης και πέθανε, ενώ ο Ηλίας ήταν Προφήτης και ακόμη ζούσε, αφού ηρπάγη με άρμα στον ουρανό. Τρίτον, για να φανή καλά ότι ο Χριστός όχι μόνο δεν ήταν αντίθετος με τον νόμο, αλλά ούτε αντίθεος, διαφορετικά οι μεγάλοι αυτοί θεόπτες άνδρες δεν θα ομιλούσαν μαζί Του. Τέταρτον, για να λύση την υποψία μερικών ότι Αυτός είναι ο Ηλίας που περίμεναν ή κάποιος άλλος Προφήτης. Και πέμπτον, για να διδάξη τους Μαθητάς Του να μιμηθούν τους μεγάλους αυτούς άνδρας, δηλαδή να είναι πραείς, όπως ο Μωϋσής, και ζηλωτές, άκαμπτοι και να κινδυνεύουν, όταν χρειασθή για την αλήθεια, όπως ο Προφήτης Ηλίας.

Οι Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης Μωϋσής και Ηλίας στέκονταν με ευλάβεια και σεβασμό πλησίον του Χριστού. Ο ιερός Κοσμάς ο Μελωδός στον κανόνα της εορτής γράφει: "ιεροπρεπώς εστώτες Μωϋσής τε και Ηλίας εν όρει Θαβώρ, της θείας χαρακτήρα τρανώς υποστάσεως βλέποντες Χριστόν εν Πατρώα εξαστράψαντα δόξη ανέμελπον...". Οι Προφήτες έβλεπαν στο όρος Θαβώρ τον σεσαρκωμένο Λόγο του Θεού και μέσα στην θεωρία γνώρισαν ότι Αυτός είναι ο Μονογενής Υιός του Θεού, που είχε τον χαρακτήρα της υποστάσεως του Πατρός, δηλαδή την δόξα του Θεού Πατρός. Γι’ αυτόν τον λόγο και στέκονταν ιεροπρεπώς και δουλικώς.

Κατά τον άγιο Νικόδημο τον αγιορείτη, ο Μωϋσής στην Παλαιά Διαθήκη στεκόταν ως αρχιερεύς μεταξύ του Ώρ και του Ααρών για να νικήση ο Ισραηλιτικός λαός, και ο Ηλίας ως αρχιερεύς του Θεού θανάτωσε στους ιερείς του Βάαλ και ολοκαύτωσε την θυσία. Αυτοί, λοιπόν, οι δύο αρχιερείς του Θεού στέκονται τώρα στο Θαβώρ ως ιερείς και δούλοι, έχοντες στο μέσον τον Μέγα αρχιερέα Χριστό, που ετοιμάζεται για την μεγάλη θυσία.

Αυτό το "ιεροπρεπώς" και "δουλικώς" υπενθυμίζει και την μεγάλη διαφορά που υπήρχε και υπάρχει μεταξύ του Χριστού και των Προφητών. Ο Χριστός ποιεί την θέωση, όπως λέγει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, αφού είναι κατά φύσιν Υιός του Θεού και θεοποιεί τους ανθρώπους, ενώ οι Προφήτες πάσχουν στην θέωση, δηλαδή γίνονται κατά χάριν και κατά μέθεξιν θεοί. Με άλλα λόγια ο Χριστός είναι αυτόφωτος ήλιος, ενώ αυτοί ετερόφωτα αστέρια.

Πρέπει να σημειώσουμε και μια άλλη λεπτομέρεια, που όμως δείχνει κάτι βαθύτερο και ουσιαστικότερο. Ο Ευαγγελιστής Λουκάς αναφέρει ότι "εν τω γενέσθαι την φωνήν (τού πατρός, Ούτος εστιν...) ευρέθη ο Ιησούς μόνος" (Λουκ. θ', 36). Δηλαδή, με την ακοή της φωνής εξαφανίσθηκαν οι δύο Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης και παρέμεινε μόνος ο Χριστός. Κατά τον ιερό Θεοφύλακτο, αυτό έγινε για να μη νομίση κανείς ότι η φωνή αυτή έγινε για τον Μωϋσή και τον Ηλία, αλλά μόνο για τον Χριστό. Δεν έπρεπε να γίνη καμμιά σύγχυση μεταξύ αυτών των προσώπων. Ο Χριστός είναι το κέντρο των ουρανίων και των επιγείων.


ιβ'. Οι τρεις Μαθητές στο Θαβώρ

Στο μεγάλο γεγονός της Μεταμορφώσεως του Χριστού ήταν παρόντες μόνο οι τρεις Μαθητές, ήτοι ο Πέτρος, ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης. Τα τρία αυτά πρόσωπα παραλαμβάνονται από τον Χριστό και σε άλλες μεγάλες στιγμές, όπως κατά την ανάσταση της κόρης του Ιαείρου και την προσευχή Του στην Γεθσημανή.

Η επιλογή αυτή δεν μπορεί να χαρακτηρισθή ως προσωποληψία. Δεν μπορούμε να αποδώσουμε στον Χριστό διαθέσεις ανθρώπινες και εμπαθή αισθήματα. Υπάρχει μια βαθύτατη θεολογική αιτιολογία. Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι η αποκάλυψη και φανέρωση του Θεού μπορεί να είναι Παράδεισος για τους καταλλήλους για την θεωρία αυτή και Κόλαση για τους ακαθάρτους ή τουλάχιστον για τους μη προετοιμασθέντας. Γι’ αυτό και πρέπει κανείς να βρίσκεται σε κατάλληλη πνευματική κατάσταση για να δεχθή την αποκάλυψη του Θεού θεοπτικά και όχι κολαστικά. Φαίνεται, λοιπόν, ότι οι τρεις Μαθητές ήταν πιο κατάλληλοι για να δεχθούν αυτήν την αποκάλυψη του Θεού. Για τους άλλους έπρεπε να μείνη κρυφή και να αποκαλυφθή μετά την Ανάστασή Του.

Οι τρεις Μαθητές είχαν μερικά προσόντα που τους έκαναν καταλλήλους για την συμμετοχή τους στην θεωρία αυτή. Και οι τρεις υπερείχαν από τους άλλους Μαθητάς (άγ. Ιωάννης Χρυσόστομος). Και η υπεροχή τους φαίνεται στο ότι ο Πέτρος αγαπούσε πολύ (σφόδρα) τον Χριστό με την θερμότητα της πίστεως, ο Ιωάννης αγαπιόταν πολύ (σφόδρα) από τον Χριστό ένεκα της υπερβολής των αρετών, και ο Ιάκωβος από του ότι ήταν σφόδρα βαρύς στους Ιουδαίους, αφού και ο Ηρώδης τον εφόνευσε (Ζυγαβηνός).

Οι δύο τουλάχιστον από τους τρεις Μαθητές που παρευρέθησαν στο Θαβώρ την φοβερά εκείνη ώρα έδωσαν την μαρτυρία τους για το γεγονός. Ο Απόστολος Πέτρος γράφει σε επιστολή του: "ου γαρ σεσοφισμένοις μύθοις εξακολουθήσαντες εγνωρίσαμεν υμίν την του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού δύναμιν και παρουσίαν, αλλ’ επόπται γενηθέντες της εκείνου μεγαλειότητος". Και αφού αναφέρεται στην φωνή του Πατρός γράφει: "καί ταύτην την φωνήν ημείς ηκούσαμεν εξ ουρανού ενεχθείσαν, σύν αυτώ όντες εν τω όρει τω αγίω..." (Β' Πέτρ. α', 16-20). Αλλά και ο Ευαγγελιστής Ιωάννης στην καθολική του επιστολή γράφει: "Ό ήν απ’ αρχής, ό ακηκόαμεν, ό εωράκαμεν τοις οφθαλμοίς ημών, ό εθεασάμεθα και αι χείρες ημών εψηλάφησαν, περί του λόγου της ζωής, και η ζωή εφανερώθη, και εωράκαμεν και μαρτυρούμεν και απαγγέλλομεν υμίν την ζωήν την αιώνιον ήτις ήν προς τον πατέρα και εφανερώθη ημίν" (Α' Ιω. α', 1-2). Πέρα από τα δύο αυτά χωρία μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι όλα τα κείμενα που συνέγραψαν οι θείοι Απόστολοι είναι απόδειξη της θείας εποψίας, είναι απαύγασμα της εμπειρίας που είχαν στο όρος Θαβώρ και στην Πεντηκοστή.

Οι τρεις Μαθητές βλέποντας τον Χριστό μεταμορφωθέντα, ενώ χαίρονταν και έλεγαν "καλόν εστιν ημάς ώδε είναι, ει θέλεις, ποιήσωμεν ώδε τρεις σκηνάς, σοί μίαν και Μωσεί μίαν και μίαν Ηλία", στην συνέχεια, όταν τους επεσκίασε η φωτεινή νεφέλη και ακούστηκε η φωνή του πατρός, "έπεσον επί προσώπου αυτών και εφοβήθησαν σφόδρα" (Ματθ. ιζ', 6). Οι Πατέρες της Εκκλησίας (Μ. Βασίλειος, άγ. Ιωάννης Χρυσόστομος και άγ. Γρηγόριος Παλαμάς) λέγουν ότι έπεσαν στην γη από την υπερβολή του φωτός. Άλλωστε, η φωνή του Πατρός ήταν θεωρία του Θεού, και μάλιστα σε μεγαλύτερο βαθμό από την προηγούμενη που είχαν οι Μαθητές. Φοβήθηκαν, λοιπόν, για την υπερέχουσα φανότητα.

Στα λειτουργικά κείμενα τα οποία αναφέρονται σε αυτό το γεγονός άλλοτε μεν λέγεται ότι οι Μαθητές αισθάνθηκαν φόβο και άλλοτε ότι αισθάνθηκαν χαρά. Αλλά, όπως εξηγούν οι Πατέρες, αυτός ο φόβος ήταν στενά συνδεδεμένος με την χαρά, αφού δεν ήταν δουλικός, αλλά υιικός και των τελείων. Γιατί, υπάρχει ο εισαγωγικός φόβος και ο φόβος των τελείων. Εδώ πρόκειται για χαρά, σεβασμό, προσκύνηση του μεγάλου μυστηρίου του οποίου αξιώθηκαν να γίνουν θεατές.


ιγ'. Ο Χριστός, Κέντρο της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης

Ήδη έχουμε τονίσει ότι οι δύο Προφήτες ήταν εκπρόσωποι της Παλαιάς Διαθήκης και οι τρεις Απόστολοι ήταν εκπρόσωποι της Καινής Διαθήκης. Οπότε φαίνεται καθαρά ότι ο Χριστός είναι το κέντρο της Αγίας Γραφής. Η Παλαιά Διαθήκη περιγράφει τις αποκαλύψεις του ασάρκου Λόγου και προφητεύει την ενανθρώπησή Του, και η Καινή Διαθήκη περιγράφει την ενσάρκωση του Υιού και Λόγου του Θεού. Όχι μόνο την παρουσιάζει, αλλά δίνει την μαρτυρία ότι και οι άνθρωποι μπορούν να μεθέξουν της ενσαρκώσεως, με την έννοια ότι μπορούν να γίνουν μέλη του Σώματος του Χριστού.

Έτσι, το κεντρικό σημείο της Αγίας Γραφής είναι ο Χριστός, και μάλιστα ο ένδοξος Χριστός. Γι’ αυτό και δεν πρέπει να στεκόμαστε σε μερικές ιστορίες και να εξαγάγουμε ηθικά συμπεράσματα, τα οποία, βέβαια, είναι απαραίτητα και αναγκαία, και να παραθεωρούμε το βασικό μήνυμα της Αγίας Γραφής. Και επειδή ο Χριστός είναι το κέντρο της Αγίας Γραφής, ο άσαρκος και σεσαρκωμένος Λόγος, και η Εκκλησία είναι το Σώμα του Χριστού, γι’ αυτό η Αγία Γραφή ερμηνεύεται αλάνθαστα μόνο από την Εκκλησία και από εκείνους που ζουν μέσα στην θεοπτική ατμόσφαιρα της Εκκλησίας. Οι θεούμενοι, που είναι τα ζωντανά μέλη του Χριστού μπορούν να ερμηνεύσουν την Αγία Γραφή.

Κατά το γεγονός της Μεταμορφώσεως, όπως λέγει ο Ευαγγελιστής Ματθαίος "έλαμψε το πρόσωπον αυτού ως ο ήλιος, τα δε ιμάτια αυτού εγένετο λευκά ως το φώς" (Ματθ. ιζ', 2). Ο Ευαγγελιστής Μάρκος μας δίνει περισσότερες λεπτομέρειες, λέγοντας: "καί μετεμορφώθη έμπροσθεν αυτών και τα ιμάτια αυτού εγένετο στίλβοντα λευκά λίαν ως χιών, οία γναφεύς επί της γης ου δύναται ούτω λευκάναι" (Μάρκ. θ', 2-3). Ενώ το πρόσωπο του Χριστού έλαμψε ως ο ήλιος, τα ιμάτιά Του λαμπρύνθηκαν και φάνηκαν σαν το χιόνι. Ήταν τόσο λευκά, όσο δεν μπορεί κανείς βαφεύς να λευκάνη.

Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς διδάσκει ότι τα λαμπρά ιμάτια είναι το γράμμα του λόγου του Θεού, το οποίο όμως φαίνεται λαμπρό σε αυτούς που βλέπουν εν πνεύματι τα του πνεύματος. Αντίθετα, οι άλλοι που είναι στοχαστές, δεν μπορούν να τα εξηγήσουν, αλλά ούτε και να τα καταλάβουν, ενώ τα εξηγούν οι θεόπτες. Αυτό σημαίνει ότι μόνο οι θεούμενοι μπορούν να καταλάβουν τον λόγο του Θεού και τον λόγο των θεουμένων.

Τα ίδια διδάσκει και ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής. Λέγει ότι το πνεύμα του νόμου είναι η ψυχή και το γράμμα του νόμου είναι το σώμα και τα ιμάτια. Χωρίς κανείς να περιφρονή τα ιμάτια και το σώμα, πρέπει να προχωρή στο πνεύμα, στην ψυχή.

Επομένως, χρειάζεται μεγάλη προσοχή, όταν μελετούμε την Αγία Γραφή, ώστε αφ’ ενός μεν να μη περιφρονούμε τα ιμάτιά της, αφ’ ετέρου δε τα ιμάτια να μη γίνουν αφορμή να αγνοούμε το λαμπρό πρόσωπό της.


ιδ'. Το σώμα του Χριστού είναι ομόθεο

Είναι σημαντικό να υπογραμμισθή ότι και το Σώμα του Χριστού στο όρος Θαβώρ, όπως και γενικά σε όλη την ζωή Του, έγινε πηγή της ακτίστου Χάριτος του Θεού, δυνάμει της υποστατικής ενώσεως θείας και ανθρωπίνης φύσεως. Πριν την ενανθρώπηση, πηγή της ακτίστου Χάριτος ήταν οι θείες υποστάσεις, τώρα πηγή γίνεται και η ανθρώπινη φύση στο Πρόσωπο του Λόγου. Έτσι και το πρόσωπο του Χριστού "έλαμψεν ως ο ήλιος".

Οι άγιοι Πατέρες ονομάζουν το σώμα που προσελήφθη από τον Χριστό και θεώθηκε ομόθεο, ακριβώς γιατί κατέστη πηγή της ακτίστου Χάριτος. Ένα παράδειγμα κατ’ αναλογία είναι ο αισθητός ήλιος. Το φως υπήρχε από την πρώτη ημέρα της δημιουργίας, ενώ ο ήλιος έγινε πηγή του φωτός την τετάρτη ημέρα της δημιουργίας, όταν ενώθηκε με το φώς. Έτσι, το σώμα του Χριστού είναι ομόθεο. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος θα πή: "διά την πρόσληψιν την χρισθείσαν θεότητι και γενημένην όπερ το χρίσαν, και θαρρώ λέγειν ομόθεον". Αυτό λέγεται και σε συνοδικά και λειτουργικά κείμενα.

Παρά το ότι το σώμα είναι και λέγεται ομόθεο, παρά το ότι θεώθηκε, εν τούτοις δεν εξήλθε από τα όρια της ανθρωπίνης φύσεως για να τραπή σε θεότητα. Αυτό το λέγουν οι Μονοφυσίτες, που ισχυρίζονται ότι η θεία φύση απερρόφησε την ανθρώπινη φύση. Όμως, αν και το σώμα θεώθηκε, εν τούτοις παρέμεινε άτρεπτο και δεν απέβαλε ούτε τα φυσικά ιδιώματά του, ούτε και τα λεγόμενα αδιάβλητα πάθη που ο Χριστός ανέλαβε εκουσίως. Έτσι, ο Χριστός και μετά την θέωση της ανθρωπίνης φύσεως, κράτησε το παθητό, το φθαρτό και το θνητό. Βέβαια, αυτά λέγονται για τον καιρό προ της Αναστάσεως, γιατί μετά την Ανάσταση ο Χριστός απέβαλε το φθαρτό και το θνητό, όλα τα λεγόμενα αδιάβλητα πάθη. Γι’ αυτό το θέμα θα λεχθούν τα απαραίτητα όταν θα γίνη λόγος για την Ανάσταση του Χριστού.

Το ότι το σώμα του Χριστού κατέστη πηγή της ακτίστου Χάριτος έχει συνέπειες συνταρακτικές στην εκκλησιαστική ζωή. Μπορούμε να κοινωνήσουμε του Σώματος και του Αίματος του Χριστού ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο. Με την θεία Κοινωνία ο άνθρωπος δεν λαμβάνει αφηρημένα την Χάρη του Θεού, αλλά το ομόθεο σώμα του Χριστού, που είναι πηγή της ακτίστου Χάριτος. Βέβαια, αυτό λέγεται από την άποψη ότι δεν αγιάζεται κάθε Χριστιανός που κοινωνεί, αλλά μόνο εκείνος που έχει προετοιμασθή, όταν είναι μέλος, πραγματικό και ζωντανό, της Εκκλησίας, δηλαδή του Σώματος του Χριστού. Η θεία Κοινωνία ενεργεί ανάλογα με την πνευματική κατάσταση του ανθρώπου.


ιε'. Διαφορετική μετοχή στην δόξα του Θεού

Ερμηνεύοντας το γεγονός της θείας Μεταμορφώσεως βλέπουμε την διαφορά στην μετοχή της δόξης του Θεού. Το σώμα που προσέλαβε ο Χριστός, δυνάμει της υποστατικής ενώσεως θείας και ανθρωπίνης φύσεως, έγινε πηγή της ακτίστου Χάριτος του Θεού, γι’ αυτό το πρόσωπό του έλαμψε ως ο ήλιος. Τους Μαθητάς Του, και γενικά τους ανθρώπους, που είναι άξιοι να μεθέξουν της θεοποιού ενεργείας Του, τους θέωσε και τους θεώνει, οπότε μετέχουν κατά χάριν και ευδοκία της θεοποιού ενεργείας του Θεού. Τα ιμάτια λαμπρύνονται από την δόξα του Θεού. Αλλά και όλη η κτίση φαιδρύνεται. Ο ιερός Κοσμάς ο ποιητής σε ένα τροπάριο λέγει ότι το άδυτο φως του Θεού που φανερώθηκε στο Θαβώρ "τήν κτίσιν φαιδρύναν, τους ανθρώπους εθέωσε". Δηλαδή η κτίση λαμπρύνεται, φαιδρύνεται, αλλά μόνο οι άνθρωποι θεώνονται.

Αυτό φανερώνει ότι ολόκληρη η δημιουργία διαφοροτρόπως μετέχει στην δόξα του Θεού. Δεν είναι δυνατόν να μιλούμε για θέωση της κτίσεως, αλλά για αγιασμό της κτίσεως και θέωση της ανθρωπίνης φύσεως. Δεν μπορούμε να θέτουμε στην ίδια προοπτική την κτίση και τον άνθρωπο, αφού ο άνθρωπος είναι λογικός, ενώ η κτίση άλογη, και αφού ο άνθρωπος είναι η περίληψη όλης της κτίσεως και ο μικρόκοσμος μέσα στον μεγαλόκοσμο.


ιστ'. Τί είναι η Εκκλησία και ποιός ο σκοπός της

Η Μεταμόρφωση του Χριστού δείχνει τί ακριβώς και ποιά είναι η Εκκλησία, αλλά και ποιός είναι ο σκοπός της. Στην Εκκλησία ανήκουν οι Προφήτες και οι Απόστολοι και εκείνοι που δέχονται την αποκαλυπτική τους θεολογία και αγωνίζονται να βρίσκωνται στην ίδια προοπτική. Υπάρχουν, βέβαια, πολλοί βαθμοί μεθέξεως, αλλά τουλάχιστον ο άνθρωπος πρέπει να βρίσκεται στο στάδιο της καθάρσεως.

Φαίνεται ακόμη και ποιός είναι ο βαθύτερος και ουσιαστικότερος σκοπός της Εκκλησίας. Και αυτός είναι να οδηγήση τον άνθρωπο στην θέωση, που είναι η όραση του ακτίστου φωτός. Όλο το έργο των ποιμένων αποβλέπει σε αυτόν τον υψηλό στόχο. Η θέωση, λοιπόν, δεν αποτελεί πολυτέλεια για την χριστιανική ζωή, αλλά είναι η μυστική εντελέχεια και ο βαθύτερος σκοπός της. Τόσο τα μυστήρια όσο και η άσκηση αποβλέπουν σε αυτήν την κατάσταση. Όταν απομονωθούν από αυτήν, τότε ειδωλοποιούνται.

Το άκτιστο φως είναι βίωση της βασιλείας του Θεού, είναι το βρώμα των επουρανίων. Παράλληλα, όμως, είναι πρόγευση των μελλόντων αγαθών. Η Μεταμόρφωση δείχνει τί είναι η Βασιλεία του Θεού και τί θα είναι η μελλοντική κατάσταση. Ο Θεάνθρωπος θα βρίσκεται στο μέσον των θεουμένων, οι οποίοι θα ευφραίνωνται από την παρουσία και την δόξα του Θεού, κατά διαφόρους βαθμούς και κατά ποικίλη μέθεξη της ακτίστου Χάριτος. Θα εφαρμοστή κατ’ αυτόν τον τρόπο ο ψαλμός του Δαυίδ: "Ο θεός έστη εν συναγωγή θεών, εν μέσω δε θεούς διακρινεί" (Ψαλμ. πα', 1). Ο Χριστός, και γενικά ο Τριαδικός Θεός, θα είναι ο κατά φύσιν Θεός, και οι άγιοι θα είναι θεοί κατά μετοχή και κατά Χάρη. Επομένως, η μέλλουσα Βασιλεία, όπως και η παρουσία μας μέσα στην Εκκλησία, δεν είναι μια συνάθροιση ευσεβών ανθρώπων, αλλά μια συναγωγή, ένας εκκλησιασμός κατά χάριν θεών, στην πραγματικότητα "θεουμένων εκ του κατά φύσιν όντος Θεού" (άγ. Συμεών Θεσσαλονίκης).


ιζ'. Προσωπική μέθεξη της θεώσεως

Όπως όλες οι Δεσποτικές εορτές δεν είναι μόνον απόλυτα Χριστολογικές, αλλά ανθρωπολογικές και σωτηριολογικές, το ίδιο ισχύει και με την Μεταμόρφωση του Χριστού. Ο Χριστός με την Μεταμόρφωσή Του έδειξε την θέωση της ανθρωπίνης φύσεως, αλλά και την δόξα όσων θα ενωθούν με Αυτόν. Γι’ αυτό, άλλωστε, το γεγονός της Μεταμορφώσεως αποτελεί κεντρικό σημείο της σωτηριολογικής διδασκαλίας της Εκκλησίας, αφού δείχνει ποιός είναι ο σκοπός της υπάρξεως του ανθρώπου.

Για να φθάση όμως κανείς στην βίωση της δόξας της θεώσεώς του, στην μέθεξη, δηλαδή, της θεοποιού ενεργείας του Θεού, πρέπει να περάση από την κάθαρση της καρδιάς. Και αυτό γίνεται γιατί ο Χριστός φωτίζη τον άνθρωπο κατά την αναλογία της καθαρότητος της καρδιάς του. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος θα πη χαρακτηριστικά: "Δια τούτο καθαρτέον πρώτον εαυτόν, είτα τω καθαρώ προσομιλητέον". Συμβαίνει με το νοητό φως ό,τι και με το αισθητό φώς. Όπως το αισθητό φως φωτίζει τους υγιείς οφθαλμούς του σώματος, έτσι και το άκτιστο φως φωτίζει τον καθαρό νού και την λελαμπρυσμένη καρδία (άγ. Νικόδημος αγιορείτης).

Οι Πατέρες, μιλώντας για την Μεταμόρφωση του Χριστού και την μέθεξη της θείας δόξης, κάνουν λόγο για προσωπική ανάβαση στο όρος της θεοπτίας. Συνεχής είναι η κραυγή της Εκκλησίας: "λάμψον και ημίν τοις αμαρτωλοίς το φως σου το αΐδιον". Και σε μια σχετική ευχή κατά την πρώτη ώρα αισθανόμαστε την ανάγκη να παρακαλέσουμε τον Χριστό: "Χριστέ, το φως το αληθινόν, το φωτίζον και αγιάζον πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον σημειωθήτω εφ’ ημάς το φως του προσώπου σου, ίνα εν αυτώ οψόμεθα φως το απρόσιτον". Χρειάζεται διαρκής άνοδος και εξέλιξη. Στην Εκκλησία ομιλούμε για εξέλιξη του ανθρώπου όχι από τον πίθηκο στον άνθρωπο, αλλά από τον άνθρωπο στον Θεό. Και αυτή η εκκλησιαστική θεωρία της εξελίξεως δίνει νόημα ζωής και ικανοποιεί όλα τα εσωτερικά προβλήματα και τις υπαρξιακές ανησυχίες του ανθρώπου.

Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής διδάσκει ότι ο Χριστός δεν φαίνεται κατά τον ίδιο τρόπο σε όλους, αλλά στους αρχαρίους φαίνεται με την μορφή του δούλου, ενώ σ’ εκείνους που ανεβαίνουν στο όρος της θεοπτίας φαίνεται "εν μορφή Θεού".

Οι τρεις Μαθητές επάνω στο Θαβώρ, μόλις είδαν την δόξα του προσώπου του Χριστού, ομολόγησαν: "Κύριε, καλόν εστιν ημάς ώδε είναι, ει θέλεις, ποιήσωμεν ώδε τρεις σκηνάς, σοί μίαν και Μωσεί μίαν και μίαν Ηλία" (Ματθ. ιζ', 4). Ερμηνεύοντας αυτήν την επιθυμία των Μαθητών, ο άγιος Μάξιμος λέγει ότι οι τρεις σκηνές είναι της πράξεως, της θεωρίας και της θεολογίας. Της πρώτης σκηνής (πράξεως) τύπος ήταν ο Ηλίας ως ανδρείος και σώφρων, της δευτέρας (θεωρίας) ο Μωϋσής ως νομοθέτης και δικαιοδότης, της τρίτης σκηνής (θεολογίας) τύπος ήταν ο Δεσπότης Χριστός, επειδή ήταν τέλειος σε όλα.

Στην ερμηνευτική αυτήν ανάλυση φαίνονται οι τρεις βαθμίδες της πνευματικής ζωής, που συνιστούν την πνευματική ανάβαση του ανθρώπου στο όρος Θαβώρ, που είναι η κάθαρση, ο φωτισμός και η θέωση. Έτσι, δεν πρόκειται για μια τοπική ανάβαση, αλλά για μια τροπική εξέλιξη. Αν δούμε προσεκτικά όλη την εκκλησιαστική ζωή, και την σωτηριολογική διδασκαλία των αγίων Πατέρων θα διαπιστώσουμε ότι γίνεται διαρκώς λόγος για τα τρία αυτά στάδια της πνευματικής ζωής, που συνιστούν διαφορετική μέθεξη της Χάριτος του Θεού από τον άνθρωπο. Αν η πνευματική ζωή δεν έχη αυτήν την αναφορά και εξέλιξη, τότε ή ειδωλοποιείται ή ηθι-κοποιείται.

Η Μεταμόρφωση του Χριστού μας δείχνει τί ακριβώς είναι η ορθόδοξη θεολογία. Από την διδασκαλία της Εκκλησίας γνωρίζουμε ότι η θεολογία δεν είναι στοχασμός και εγκεφαλικές γνώσεις, αλλά μέθεξη της θεοποιού ενεργείας, θεωρία του ακτίστου Φωτός καί, βεβαίως, θέωση του ανθρώπου. Όταν κάνουμε λόγο για θεολογία εννοούμε εμπειρία και θεοπτία.

Συμπερασματικά πρέπει να πούμε ότι η Μεταμόρφωση του Χριστού αποτελεί κεντρικό γεγονός στην ζωή του Χριστού, αλλά και βασικό σημείο στην ζωή του ανθρώπου. Γι’ αυτό δεν μπορεί να αναλυθή με καλές, ηθικές σκέψεις και συναισθηματικές εξάρσεις, αλλά μέσα στα πλαίσια της ορθοδόξου θεολογίας. Άλλωστε, ζούμε μέσα στην Εκκλησία και δεν επιδιώκουμε απλώς να γίνουμε καλοί άνθρωποι, αλλά κατά Χάριν θεοί. Σε αυτό το ύψος μας καλεί η εκκλησιαστική ζωή και η ορθόδοξη θεολογία.

Η Μεταμόρφωση του Κυρίου

Έξι Αυγούστου σήμερα αγαπητοί μου αδελφοί, και η Αγία μας Εκκλησία εορτάζει την Θεία Μεταμόρφωση του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. Προβάλλοντας  αυτό το γεγονός, επιθυμεί να αποκαλύψει στα μάτια των ανθρώπων την πραγματική δόξα του Χριστού. Δόξα, η οποία αποκαλύπτεται στα ανθρώπινα μέτρα και γίνεται γνωστή με την ανθρώπινη δυνατότητα. Άρα λοιπόν, η θεία Μεταμόρφωση στο Θαβώριο όρος ήταν μερική, γιατί απευθυνόταν στους ανθρώπους.
Γι’ αυτό ο ιερός υμνωδός στο απολυτίκιο της ημέρας τονίζει πως η δόξα του Χριστού στη Μεταμόρφωση έγινε στο μέτρο που θα μπορούσαν οι Μαθητές να κατανοήσουν. «Έδειξες», λέει ο υμνωδός, «τη δόξα Σου στους Μαθητές, καθώς μπορούσαν να την καταλάβουν». Όχι περισσότερο. Γιατί περισσότερο θα ήταν περιττό, αφού θα έμενε απροσέγγιστο και ακατανόητο. Στο Ευαγγέλιό του ο Ευαγγελιστής Ματθαίος, περιγράφοντας το γεγονός της Μεταμορφώσεως, σημειώνει πως, «μεταμορφώθηκε μπροστά στους Μαθητές και έλαμψε το πρόσωπό Του σαν τον ήλιο, τα δε ενδύματά Του έγιναν λευκά σαν το φως».
Γίνεται αντιληπτό αγαπητοί μου αδελφοί, πως ο ιερός Ευαγγελιστής βρίσκεται μπροστά σε μια δυσκολία. Δυσκολία, η οποία προκύπτει από το γεγονός της αδυναμίας περιγραφής του γεγονότος. Η λάμψη του προσώπου του Χριστού και το λευκό χρώμα των ενδυμάτων Του είναι κάτι πολύ περισσότερο και πλουσιότερο από τη σχετική διήγηση. Είναι κάτι ανώτερο, κάτι παρά πάνω. Ο ιερός Ευαγγελιστής όμως χρησιμοποιεί αυτές τις ανθρώπινες εκφράσεις, γιατί ακριβώς ο ήλιος είναι το μόνο γνωστό άστρο με τόσο πολύ λαμπρό φωτισμό. Δεν υπάρχει άλλο δυνατότερο και λαμπρότερο.
Το ότι όμως ήταν κάτι πολύ ανώτερο και περισσότερο, γίνεται αντιληπτό από το γεγονός ότι «οι Μαθητές έπεσαν με το πρόσωπο στο χώμα». Έπεσαν στο έδαφος οι Μαθητές μπροστά σε αυτή τη λάμψη και το φως. Όμως κάθε μέρα αντικρίζουμε το φως του ηλίου και δεν πέφτουμε στο έδαφος. Γι’  αυτό ο ιερός Δαμασκηνός σημειώνει με νόημα: «Εάν λοιπόν, γράφει, δεν ήταν εκείνο το φως κάτι το υπερβολικό, αλλά στα μέτρα του φωτός του ηλίου, οι Μαθητές δεν θα έπεφταν στο έδαφος».
Αντιλαμβανόμαστε το μέγεθος του γεγονότος της Μεταμορφώσεως και την αδυναμία περιγραφής του. Και αντιλαμβανόμαστε ότι και ως προς το μέτρο που έγινε και ως προς το μέτρο που κατανοείται, μένει ακόμη χώρος ανέγγιχτος και ακατανόητος δηλαδή χώρος που δεν μπορείς να τον αγγίξεις και να τον κατανοήσεις με ανθρώπινα και λογικά κριτήρια. Αλλά ο Χριστός ο,τι πράττει, ο,τι διδάσκει, δεν το κάνει για επίδειξη η εντυπωσιασμό των ανθρώπων.
Πολύ  περισσότερο δεν επιθυμεί να εκφοβήσει. Γιατί μια τέτοια ενέργειά του καθιστά τον άνθρωπο ανελεύθερο και εγκλωβισμένο μέσα στον φόβο και τη σύγχυση. Όμως, ούτε ο φόβος μπορεί να γεννήσει μια ολοκληρωμένη και ελεύθερη πίστη, ούτε η σύγχυση αποτελεί στέρεο έδαφος, που μπορεί να ευδοκιμήσει μια τέτοια κατάσταση. Άλλη πρέπει να είναι η προϋπόθεση, που αναδεικνύει τον πιστό άνθρωπο και γνώστη των θείων μυστηρίων αληθειών.
Και αυτή η προϋπόθεση είναι η ελεύθερη βούληση του ανθρώπου. Μόνο έτσι ο άνθρωπος, δια της προσωπικής του ελευθερίας και του δικού του αγώνα, μέσα στη χάρη του Χριστού, γίνεται μύστης της πίστεως. Και μόνο τότε η πίστη μπορεί να θεωρηθεί ότι στηρίζεται σε στέρεη βάση και μένει ακλόνητη και σταθερή. Κάθε άλλη πίστη που δημιουργείται από φόβο, έχει πρόσκαιρο χαρακτήρα και περιεχόμενο. Μόλις το γεγονός που προξένησε το φόβο εκλείψει, τότε η πίστη εξαφανίζεται. Εξαφανίζεται ως επιπόλαιο και χωρίς ηθικό υπόβαθρο γεγονός.
Γι’  αυτό, δεν έχει σημασία αν μπορούμε να κατανοήσουμε τα θεία γεγονότα και μάλιστα στην ολότητά τους. Δεν είναι αρνητικό το γεγονός πως πολλά από  αυτά μένουν μακριά από τις ανθρώπινες δυνατότητες και δεν αποκαλύφθηκαν όλα στον άνθρωπο. Γιατί εκείνο που θα πρέπει να μας ενδιαφέρει είναι πως ο Χριστός αποκάλυψε όλα όσα είναι αρκετά για τη δική μας σωτηρία. Δεν απέκρυψε τίποτε, δεν παρέλειψε όλα αυτά που θα μας βοηθήσουν και θα διευκολύνουν την πορεία μας για την Ουράνια Βασιλεία Του.
Αγαπητοί αδελφοί, η σημερινή εορτή της θείας Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού, αποτελεί μια γλυκειά πρόγευση της δόξας και της μεγαλειότητάς Του. Το φως και η λάμψη της είναι προάγγελος του φωτός της αιωνιότητας. Είναι το γεγονός πως εμείς αξιωνόμαστε να γίνουμε μέτοχοι της δικής του λαμπρότητας. Μα πρωτίστως, εφ’  όσον ζούμε σε  αυτόν τον κόσμο, αποτελεί μια ουσιαστική και βασική επίκληση και προσευχή προς τον Χριστό, να λάμψει με το δικό Του φως όλη μας η ζωή και όλη μας η ύπαρξη.
Γι’  αυτό, μαζί με τον ιερό υμνωδό ας ψάλλουμε και εμείς σήμερα μεταξύ των άλλων, ζητώντας από τον Φωτοδότη Σωτήρα Χριστό «να λάμψει και σε εμάς τους αμαρτωλούς το φως Του το αιώνιο», έτσι ώστε να λάβουμε παρρησία να φωτισθούμε και φωτιζόμενοι να συμβιώσουμε αιώνια προς δόξα της τρισήλιας και μοναρχικωτάτης λαμπρότητός του. Διότι Σ’ Αυτόν πρέπει να ανήκει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνησις, μαζί με τον Άναρχο Πατέρα και το Πανάγιο και ζωοποιό Του Πνεύμα, και τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

Λόγος στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος


Αγίου Λουκά Αρχιεπισκόπου Κριμαίας

Η μεγάλη γιορτή της Μεταμορφώσεως του Κυρίου μας δίνει την αφορμή να θυμηθούμε τα λόγια του Κυ­ρίου μας Ιησού Χριστού:
«Ου πιστεύεις ότι εγώ εν τω πατρί και ο πατήρ εν εμοί εστι; τα ρήματα α εγώ λαλώ υμίν, απ' εμαυτού ου λα­λώ. ο δε πατήρ ο εν εμοί μένων αυτός ποιεί τα έργα. Πι­στεύετέ μοι ότι εγώ εν τω πατρί και ο πατήρ εν εμοί. ει δε μη, διά τα έργα αυτά πιστεύετέ μοι» (Ιωάν. 14, 10-11).
Μεγάλα και αμέτρητα ήταν τα θαύματα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού: με ένα μόνο λόγο του ανέστησε την κόρη του Ιαείρου, του αρχισυναγώγου, τον γιο της χήρας της Ναΐν, ακόμα και τον Λάζαρο, ο οποίος ήταν στον τάφο τέσσερεις ολόκληρες ημέρες. Με ένα λόγο του μόνο επιτίμησε τους ανέμους και τα κύματα της λίμνης Γεννησαρέτ και έγινε απόλυτη γαλήνη. Με πέντε ψωμιά και δύο ψάρια χόρτασε πέντε χιλιάδες ανθρώπους, χωρίς γυναίκες και παιδιά, και με τέσσερα ψωμιά τέσσερεις χιλιάδες.
Ας θυμηθούμε πως κάθε μέρα θεράπευε τους ασθενείς, γιατρεύοντας κάθε είδους ασθένεια, έδιωχνε τα πονηρά πνεύματα από τους δαιμονιζομένους. Πως ξαναέδινε την όραση στους τυφλούς και την ακοή στους κουφούς με ένα μόνο άγγιγμά του. Δεν φτάνουν αυτά;
Όλα αυτά όμως δεν ήταν αρκετά για τους ανθρώπους οι οποίοι τον ζήλευαν, για τους ανθρώπους για τους οποίους ο μέγας προφήτης Ησαΐας είπε:
«Ακοή ακούσετε και ου συνήτε, και βλέποντες βλέψετε και ου μη ίδητε. επαχύνθη γαρ η καρδία του λαού τούτου, και τοις ωσί βαρέως ήκουσαν, και τους οφθαλμούς αυτών εκάμμυσαν, μήποτε ίδωσι τοις οφθαλμοίς και τοις ωσίν ακούσωσι και τη καρδία συνώσι και επιστρέψωσι, και ιάσομαι αυτούς» (Ματθ. 13, 14-15).
Σε όλα αυτά, τα οποία όμως δεν ήταν αρκετά για τους βαρήκοους ανθρώπους και με τα συσκοτισμένα μάτια, πρόσθεσε ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός το μέγα θαύμα της Μεταμορφώσεώς Του στο όρος Θαβώρ. Σ' αυτόν, που έλαμψε με ένα εκθαμβωτικό θείο φως, εμφανίστηκαν οι προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, ο Μωυσής και ο Ηλίας και προσκύνησαν τον δημιουργό του νόμου. Με φόβο και τρόμο έβλεπαν το θαυμαστό αυτό θέαμα οι εκλεκτοί απόστολοι Πέτρος, Ιάκωβος και Ιωάννης. Και μετά από τη νεφέλη, που τους σκέπασε, ακούστηκε η φωνή του Θεού:
«Ούτος εστιν ο Υιός μου ο αγαπητός, εν ω ευδόκησα. αυτού ακούετε» (Ματθ. 17, 5).
Οι άγιοι απόστολοι κήρυξαν σ' όλο τον κόσμο, ότι ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός είναι «αληθώς, του Πατρός το απαύγασμα».
Ο κόσμος ολόκληρος, όταν το άκουσε, θα έπρεπε να γονατίσει μπροστά στον Κύριο Ιησού Χριστό και να προσκυνήσει τον Αληθινό Υιό του Θεού.
Θα έπρεπε η εμφάνιση στο Θαβώρ των δύο πιο μεγάλων προφητών της Παλαιάς Διαθήκης και η προσκύνηση του Κυρίου Ιησού Χριστού κατά την μεταμόρφωσή του, να κλείσει για πάντα τα βδελυρά χείλη των γραμματέων και των φαρισαίων, οι οποίοι μισούσαν τον Κύριο Ιησού και τον θεωρούσαν παραβάτη του νόμου του Μωυσή. Αλλά και μέχρι σήμερα δεν πιστεύουν οι Εβραίοι ότι Αυτός είναι ο Μεσσίας.
Όχι μόνο οι Εβραίοι δεν τον πιστεύουν, αλλά και για πολλούς χριστιανούς όλο και περισσότερο θαμπώνει το θείο φως του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Ακόμα μικρότερο γίνεται το μικρό ποίμνιο του Χριστού για το οποίο το θείο φως του Χριστού λάμπει με την ίδια δύναμη με την οποίαν έλαμψε στους αποστόλους Πέτρο, Ιάκωβο και Ιωάννη τότε στο όρος Θαβώρ.
Όμως να μην απελπιζόμαστε, επειδή ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός είπε:
«Μη φοβού το μικρόν ποίμνιον. ότι ευδόκησεν ο πατήρ υμών δούναι υμίν την βασιλείαν» (Λκ. 12, 32).
Η απιστία μεταξύ των λαών έλαβε ανησυχητικές διαστάσεις και το φως του Χριστού επισκιάστηκε από το σκοτεινό νέφος της αθεΐας. Σήμερα πιο συχνά από ποτέ ενθυμούμαστε το φοβερό λόγο του Χριστού:
«Πλην ο Υιός του ανθρώπου ελθών άρα ευρήσει την πίστιν επί της γης;» (Λκ. 18, 8).
Να μην απελπιζόμαστε όμως, επειδή Εκείνος, λέγοντας για τα σημεία της δευτέρας παρουσίας του, είπε:
«Αρχομένων δε τούτων γίνεσθαι ανακύψατε και επάρατε τας κεφάλας υμών, διότι εγγίζει η απολύτρωσις υ­μών» (Λκ. 21, 28).
Να είναι, λοιπόν, η ζωή σας τέτοια ώστε την φοβερή ημέρα της Κρίσεως να μπορέσουμε να σηκώσουμε το κεφάλι μας και όχι να το σκύψουμε βαθειά απελπισμένοι. Αμήν.

Όσιος Ευγένιος ο Αιτωλός (+1682)



 

undefined
Γεννήθηκε στο χωριό Μεγάλο Δένδρο Τριχωνίδος το 1597. Νέος προσήλθε στο μοναστήρι της Παναγίας Βλοχού στο Αγρίνιο. Κατόπιν κατέφηγε στη μονή Τροβάτου Αγράφων, όπου συνδέθηκε μ’ ενάρετους Γέροντες και αύξησε τις γραμματικές του γνώσεις. Σε ηλικία δεκαεπτά ετών εκάρη μοναχός και μετά δύο έτη χειροτονήθηκε διάκονος στη μονή Τατάρνης1.
Μέ τον Γέροντα του Αρσένιο επισκέπτεται το Άγιον Όρος. Ο Ευγένιος συνδέεται με τον σχολάζοντα επίσκοπο Χαραλάμπη, «εις άκρον αρετής εληλακότα», στη μονή Ξηροποτάμου. Ο Γέροντας του αναχωρεί για τα Ιεροσόλυμα και, όταν μαθαίνει ο Ευγένιος, μετά από πολύ καιρό, τον θάνατο του, επιστρέφει στη μονή Τροβάτου. Το Άγιον Όρος έμεινε νοσταλγικά στη μνήμη του. Κατόπιν επισκέπτεται την Αλεξάνδρεια, όπου τον χειροτονεί Ιερέα ο πα¬τριάρχης Κύριλλος ο Λούκαρις, το Σινά και τα Ιεροσόλυμα2.
Επιστρέφει στην πατρίδα του και παραμένει στις μονές Βραγγιανών, Βαρνάκοβας και Τατάρνης. Ωσ φιλομαθής παρακολουθεί μαθήματα στην Κεφαλλονιά, Ζάκυνθο και Κωνσταντινούπολη από ονομαστούς δασκάλους. Ιδρύει σχολές και διδάσκει στην Άρτα, Μεσολόγγι, Αιτωλικό, Αγρίνιο, Καρπενήσι, μονή Αγίας Παρασκευής Βραγγιανών. Αποκτά πολλούς και καλούς μαθητές, οι οποίοι με τη σειρά τους διαπρέπουν και ιδρύουν σχολές. Κτίζει ναούς, κηρύττει συνεχώς, γράφει πλήθος επιστολών, περί τις πεντακόσιες, ασχολείται με τη συγγραφή και την ύμνογραφία3.
Εκοιμήθη προσευχόμενος, αφού είχε προαισθανθεί το τέλος του, ώρα 12 της 5ης Αυγούστου 1682 στη μονή Βραγγιανών, περιστοιχισμένος από αγαπητούς του μαθητές. Βιογράφος του υπήρξε ο πιστός του μαθητής ιερομόναχος Αναστάσιος ο Γόρδιος (1703)4.
Η αναγνώριση του Ευγενίου ως αγίου έγινε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο την 1.7.1982. Πλήρη ασματική ακολουθία συνέταξε ο μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης4.
Από το όλο έργο του οσίου Ευγενίου φανερώνεται ή μεγάλη του αγάπη προς τον Θεό και τους ανθρώπους. Ο ίδιος υπήρξε ακούραστος πνευματικός εργάτης σε δύσκολες ώρες του Γένους, φωτισμένος οδηγός και ενάρετος διδάσκαλος. Τη ρητορεία, τη μόρφωση, την απέραντη μνήμη, το θάρρος, τη θέληση και την εξαιρετική του βούληση τα έθεσε όλα για την ανόρθωση των υποδούλων αδελφών του. Στό Καρπενήσι υπάρχουν δύο παρεκκλήσια του.
Η μνήμη του τιμάται στις 5 Αυγούστου5.

1)Πάνου Ι. Βασιλείου, «Τατάρνας Μονή», ΘΗΕ, τ. 11, στ. 688-693.
2)Ιεράς Μητροπόλεως Καρπενησίου, Όσιος Ευγένιος ο Αιτωλός, Αθήναι 1983, σσ. 24-25.
3)Κ. Παρανίκα, Αι Σχολαί των Αγράφων κατά την ΙΖ'-ΙΗ' εκατονταετηρίδα και οι διδάσκαλοι αυτών Ευγένιος Ιωαννούλιος, Αναστάσιος Γόρδιος και Θεοφάνης ο εκ Φουρνά, Ο εν Κωνσταντινουπόλει Ελληνικός και Φιλολογικός Σύλλογος, Κωνσταντινούπολις 1896, σσ. 3-7. Ι. Θ. Κολιτσάρα, Ευγένιος ο Αιτωλός, Αθήναι 1960. Ι. Π. Βασιλείου), Ευγένιος Γιαννούλας ο Αιτωλός και οι σπουδαιότεροι μαθητές των Αγράφων, Αθήνα 1957. Του αυτού, Η εκκλησία Αγ. Τριάδα του Καρπενησίου, Αθήνα 1962. Ι. Γ. Παπαδοπούλου), Όσιος Ευγένιος Γιαννούλης ο Αιτωλός, 1597-1682, Αθήναι 1976. Π. Βλάχου, Ευγένιος ο Αιτωλός και το φερώνυμον ελληνομουσείον, Αθήναι 1976. Ειρηναίου αρχιμ., Αιτωλοακαρνάνες Άγιοι, Ναύπακτος 1988, σσ. 59-65. Οι Άγιοι μας, σσ. 83-99. Τα Νεόδρεπτα Κρίνα, σσ. 91-94. Ευρυτανικόν Λειμωνάριον, σ. 256. Κ. Δ. Βαστάκη πρωτοπρ., Ευρυτανικόν Αγιολόγιον, Αθήνα 2006, σσ. 56-60. Ιεράς Μητροπόλεως Καρπενησίου, Σύναξις. Ευγέ¬νιος ο Αιτωλός και η εποχή του (Πρακτικά 12-14.10.1984), Αθήναι 1986.Κ. 74 Βιβλιοθήκης της Βουλής των Ελλήνων: «Βίος του εν μακαρία τη λήξει γε¬νομένου σοφωτάτου τε και ιερολογιωτάτου εν ιερομονάχοις κυρ Ευγενίου Ιωαννουλίου του εξ Αιτωλίας...».
4)Βλ. όπου στη σημ. 598, σσ. 119-168.
5)Νέοι Άγιοι, σσ. 25-27. Αγιολόγιο Ορθοδοξίας, σα. 691-692. Μητρώον Αγιωνυμίας, σ. 125. Πανάγιον, σ. 167

Οι Άγιοι του Αγίου Όρους
Μωυσέως Μοναχού Αγιορείτου
Εκδόσεις Μυγδονία

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...