Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Αυγούστου 06, 2011

Ο Νεοφανής Άγιος Ιωάννης ο Χοζεβίτης (ο Ρουμάνος)


 
ΕΝΑΣ ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΑΓΙΟΣ:Ο 'Αγιος Ιωάννης ο Χοζεβίτης(+5 Αυγούστου 1960) με τα άφθαρτα λείψανα
Γεννήθηκε το 1913 στο νομό Βοτοσανίου της Ρουμανίας. Από μικρός έμεινε ορφανός. Στα 20 του χρόνια, το 1933 μπήκε ως δόκιμος στη μονή Νεαμτς όπου έμεινε τρία χρόνια.

Στις 8 Απριλίου 1936 έγινε η μοναχική κούρα και από Ηλιάς ονομάστηκε Ιωάννης.

Το φθινόπωρο του 1936 επισκέφτηκε τους Αγ. Τόπους και αφού προσκύνησε τον Πανάγιο Τάφο εισήλθε στην αδελφότητα του Αγ. Σάββα όπου ασκήτεψε δέκα χρόνια και απέκτησε το χάρισμα των δακρύων και της αδιάλειπτης προσευχής.

Το 1947 χειροτονήθηκε διάκονος και Ιερέας και έγινε ηγούμενος της Ρουμανικής Σκήτης του Αγ. Ιωάννη του Προδρόμου στον Ιορδάνη. Μετά από πέντε χρόνια σκληρής άσκησης αναχώρησε μαζί με τον υποτακτικό του Ιωαννίκιο στο σπήλαιο της Αγ. Άννης στη Χοζέβα, κοντά στη μονή του Αγ. Γεωργίου του Χοζεβίτου. Εκεί ασκήτεψε επτά χρόνια και παρέδωσε το πνεύμα του στο Θεό στις 5 Αυγούστου 1960. Μετά από 20 χρόνια, ανοίγοντας τον τάφο του, βρέθηκαν άφθαρτα και ακέραια τα λείψανα του μαζί με τα ρούχα του αναδίδοντας μια εξαίσια ευωδία. Τα λείψανά του μεταφέρθηκαν στη μονή του Αγ. Γεωργίου του Χοζεβίτου, στο παρεκκλήσι του Αγ. Στεφάνου όπου βρίσκονται μέχρι σήμερα.

ΘΑΥΜΑΤΑ ΑΓ. ΙΩΑΝΝΗ ΤΟΥ ΧΟΖΕΒΙΤΟΥ
1) Το 1980 ένας έλληνας αρχιμανδρίτης από την Αμερική ο οποίος είχε ασκητέψει με τον Αγ. Ιωάννη στα νιάτα του και δεν ήξερε ότι είχε πεθάνει, είδε τον Άγιο στον ύπνο του, λέγοντάς του: «Αν θέλεις να με δεις, έλα στο σπήλαιο της Αγ. Άννης στην κοιλάδα του Ιορδάνη»! Μετά από ένα μήνα πήγε στην Μονή του Αγ. Γεωργίου του Χολεβίτου. Με την επιμονή του αρχιμανδρίτου, ο ηγούμενος τελικά δέχτηκε ν΄ ανοίξει τον τάφο του Αγίου κι έτσι βρέθηκαν τα λείψανα του άφθαρτα.

2) Ένας ιερέας ο οποίος βοήθησε στην ανακομιδή των λειψάνων του Αγίου Ιωάννου από το σπήλαιο στο μοναστήρι, διηγούταν πως κάποιος που πήρε τρεις τρίχες από τον Άγιο, τον είδε στο όνειρό του και τον διέταξε να τις επιστρέψει. Μάλλον αυτό το πρόσωπο ήταν ο ίδιος ο Ιερέας που διηγήθηκε την ιστορία.


3) Το 1986 μία γυναίκα από την Κρήτη έστειλε στον ηγούμενο της μονής ένα χρυσό κουταλάκι ως ένδειξη ευγνωμοσύνης για ένα θαύμα του Αγ. Ιωάννου. Αυτή η γυναίκα ήταν άρρωστη δε μπορούσε να κουνηθεί και να μιλήσει και όλοι περίμεναν να πεθάνει. Τότε εμφανίστηκε ο Αγ. Ιωάννης ντυμένος με άμφια και κρατώντας το Αγ. Ποτήριο στο χέρι λέγοντας της: «Εγώ είμαι ο Αγ. Ιωάννης ο Χοζεβίτης». Έπειτα ακούμπησε τη λαβίδα στη γλώσσα της και εξαφανίστηκε. Από εκείνη τη στιγμή η γυναίκα έγινε καλά.

επιμέλεια-http://www.proskynitis.blogspot.com/

Παρασκευή, Αυγούστου 05, 2011

«Ορθόδοξος Τύπος»:Να αρθεί ο άδικος αφορισμός του ομολογητού θεολόγου Νικόλαου Σωτηρόπουλου

Νὰ ἀρθῆ ὁ ἄδικος ἀφορισμὸς τοῦ ὁμολογητοῦ θεολόγου
ΕΠΙ Τῌ εὐκαιρίᾳ μετὰ σθένους ὀφείλουμε νὰ παρατηρήσουμε ὅτι ὁ ἐπιβληθεὶς στὸν Νικόλαο Σωτηρόπουλο ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνια ἀφορισμὸς ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο εἶναι παντελῶς ἄδικος καὶ ἀνυπόστατος, ὄχι μόνον γιατὶ δὲν ἐτηρήθη ἡ προβλεπόμενη ἀπὸ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες διαδικασία, μὲ ἀκρόαση καὶ ἀπολογία τοῦ κατηγορουμένου, ἀλλὰ κυρίως διότι οἱ κατηγορήσαντες καὶ τιμωρήσαντες αὐτὸν εἶναι οἱ ἴδιοι ἔνοχοι συνεχοῦς καὶ ἐκτεταμένης παραβάσεως τῶν Ἱερῶν Κανόνων, ἀκόμη δὲ καὶ αἱρετικῶν παρεκλίσεων, ὁ ἔλεγχος τῶν ὁποίων ἀπὸ τὸν τιμωρηθέντα ἐπέφερε τὴν ἐναντίον του ἐμπαθῆ καὶ ἄδικη ποινή.
Γνωρίζουμε ὅμως ὅτι βασικὴ ἀρχὴ τοῦ Δικαίου, τοῦ κοσμικοῦ καὶ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ, εἶναι ὅτι ἔνοχος ἔνοχον οὐ ποιεῖ καὶ ὅτι ὁ ἐμπαθῶς καὶ ἀδίκως τιμωρήσας, ἐπισύρει στὸν ἑαυτό του τὴν ἐπιβαλλόμενη ποινή. Ἑπομένως ἀφορισμένος δὲν εἶναι ὁ ἐκ βρέφους ἀφιερωθεὶς στὴνἘκκλησία κήρυξ, καὶ ἑρμηνευτὴς τοῦ Εὐαγγελίου, ἀπολογητὴς κὰι ὁμολογητὴς τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, ἀλλὰ οἱ ἀδίκως κατηγορήσαντες καὶ τιμωρήσαντες αὐτόν.
Πρόκειται περὶ ἐντελῶς ἀνυποστάτων καὶ ψευδῶν κατηγοριῶν, διότι ὁ ἀσκηθεὶς ὑπὸ τοῦ κ. Σωτηροπούλου ἔλεγχος ἀποσκοποῦσε στὴν τήρηση καὶ διαφύλαξη τῶν ἀρχῶν τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ καὶ γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἐμπίπτει εἰς αὐτούς, ποὺ μακαρίζει ὁ Κύριος: «Μακάριοί ἐστε ὅταν ὀνειδίσωσιν ὑμᾶς καὶ διώξωσι καὶ εἴπωσι πᾶν πονηρὸν ρῆμα καθ᾽ ὑμῶν, ψευδόμενοι ἕνεκεν ἐμοῦ» (Ματθ. 5, 11).
Ὁ θεολόγος Νικόλαος Σωτηρόπουλος, γνήσιος μαθητής, συνεργάτης καὶ συνεχιστής τοῦ ἔργου τοῦ ὁμολογητοῦ καὶ Ἁγίου Ἐπισκόπου Αὐγουστίνου Καντιώτη δὲν εἶναι ἀφορισμένος, καὶ πράττουν θεαρέστως ὅσοι Ἐπίσκοποι καὶ ἱερεῖς δὲν λαμβάνουν ὑπ᾽ ὄψιν τὸν ἀφορισμὸν κοινωνοῦντες καὶ μεταδίδοντες εἰς αὐτὸν τὴν Θείαν Εὐχαριστίαν. Οὐσιαστικῶς ἡ ἄρση τοῦ ἀφορισμοῦ θὰ εἶναι εὐεργετικὴ διὰ τοὺς ἀφορίσαντες, διότι θὰ τοὺς ἐπαναφέρει σὲ κοινωνία μὲ τὴν Ἐκκλησία τῶν Ἁγίων καὶ τῶν Πατέρων.
«Ορθόδοξος Τύπος»5/08/2011

Τα Μυστικά Άνθη δρέπω όπως ο Φώτης Κόντογλου (ένα προφητικό κείμενο)



Σήμερα νομίζεται καλός σε όλα, όποιος είναι αδιάφορος, όποιος δεν νοιάζεται για τίποτα, όποιος δεν νιώθει καμιά ευθύνη. Αλλιώς τον λένε σωβινιστή, τοπικιστή, μισαλλόδοξο, φανατικό. Όποιος αγαπά την χώρα μας, τα ήθη και έθιμα μας, την παράδοση μας, την γλώσσα μας, θεωρείται οπισθοδρομικός. Οι αδιάφοροι παιρνούν για φιλελεύθεροι άνθρωποι, για άνθρωποι που ζούνε με το πνεύμα της εποχής μας, που έχουν για πιστεύω την καλοπέραση, το εύκολο κέρδος, τις ευκολίες, τις αναπαύσεις, κι ας μην
απομείνει τίποτα που να θυμίζει σε ποιό μέρος βρισκόμαστε, από που κρατάμε, ποιοι ζήσανε πριν από μας στην χώρα μας. Η ξενομανία μας έγινε τώρα σωστή ξενοδουλεία, σήμερα περνά για αρετή, κι όποιος έχει τούτη την αρρώστεια πιο βαρειά παρμένη, λογαριάζεται για σπουδαίος άνθρωπος.

Η Ελλάδα έγινε ένα παζάρι που πουλιούνται όλα, σε όποιον θέλει να το αγοράσει. Καταντήσαμε να μην έχουμε απάνω μας τίποτα ελληνικό, από το σώμα μας ίσαμε το πνεύμα μας. Το μασκάρεμα άρχισε πρώτα από το πνεύμα, και ύστερα έφθασε και στο σώμα. Περισσότερο αντιστάθηκε σε αυτή την παραμόρφωση ο λαός και βαστάξε καμπόσο, μα στο τέλος τον πήρε το ρεύμα και πάει και αυτός. Μάλιστα είναι χειρότερος από τους γραμματισμένους. Τώρα μαϊμουδίζει τα φερσίματα και τις κουβέντες που βλέπει στον κινηματογράφο, έγινε αφιλότιμος και αδιάντροπος. Ενώ πρώτα ξεχώριζε από άλλες φυλές, γιατί ήταν σεμνός, φιλότιμος, ντροπαλός, καλοδεκτικός, τώρα έγινε αγνώριστος. Τα όμορφα χαρακτηριστικά του σβήνουνε μέρα με την μέρα. Και οι λιγοστοί που διατηρούνε ακόμη λίγα σημάδια από την ομορφιά της ελληνικής ψυχής, παρασέρνονται σε αυτή την παραμόρφωση από τους πολλούς, που είναι οι έξυπνοι, οι συγχρονισμένοι, οι μοντέρνοι, αλλά που είναι στ’ αληθινά οι αναίσθητοι και οι αποκτηνωμένοι. Οι καλοί ντρέπονται γιατί είναι καλοί, συμμαζεμένοι και με ανατροφή. Οι άλλοι τους λένε καθυστερημένους. Συμπαθητικός άνθρωπος δύσκολα βρίσκεται πια σήμερα στον τόπο μας. Η μόδα είναι να είναι κανείς αντιπαθητικός, κρύος, άνοστος και μάγκας. Μάλιστα όπως όλα φραγκέψανε, φράγκεψε και ο μάγκας.
Οι πιο αγράμματοι ανακατώνουνε στην κουβέντα τους κάποια εγγλέζικα και εκεί που δεν χρειάζονται. Όσο για τους γραμματισμένους, όλη η γραμματοσύνη τους είναι να μιλάνε εγγλέζικα και σε λίγο καιρό δεν θα υπάρχει Έλληνας να μιλά ελληνικά. Ας καταργηθεί λοιπόν η ελληνική γλώσσα ολότελα, να μην κουράζονται τα παιδιά μας στην άσκοπη εκμάθευσή της. Κοιτάχτε τα παιδιά μας. Παρατηρείστε τις φυσιογνωμίες τους, το βλέμμα τους, τις κουβέντες τους, τα αστεία τους, τα παιχνίδια τους. Όλα μυρίζουνε … Ελλάδα, να μην αβασκαθούμε! Το μόνο που απόμεινε ελληνικό είναι το “ρε”. Το μασκάρεμα γίνεται γοργά και στο κορμί και στην ψυχή. Οι λιγοστοί που αντιστέκονται ακόμη σε αυτόν τον κατακλυσμό, πως να μπορέσουνε να βαστάξουνε; Γύρω τους βογγά η μεθυσμένη ανθρωποθάλασσα. Έρχεται καινούργιος κόσμος! Το κολοσσαίο με τα ουρλιάσματα του σκεπάζει τις ψαλμωδίες που λένε οι μάρτυρες, περιμένοντας τα θηρία να τους φάνε.
Αλλά αν θα λείψουν οι Έλληνες από το πρόσωπο της γης, μήπως θα απομείνουν τα βουνά, οι ακροθαλασσιές, οι θάλασσες, τα νησιά και τα βράχια με τον ελληνικό χαρακτήρα τους; Καθόλου! Τα περισσότερα τα έχουνε αγοράσει άνθρωποι που ήρθανε από τον βόρειο Ωκεανό, απόγονοι των Βικίγκων. Εκείνα τα κακόμοιρα νησιά τι συμφορά έχουνε πάθει! Η φτώχεια τους στάθηκε η καταστροφή τους. Σήμερα τα ρημάξανε άλλοι κουρσάροι, πιο επικίνδυνοι που σφάζουνε με το μπαμπάκι. Σκλαβώσανε τα νησιά με ευγενικό τρόπο, με το χαμόγελο στα χείλη. Τα άσπρα σπιτάκια των νησιωτών, που ζούσανε σε αυτά απλοϊκοί και συμμαζεμένοι άνθρωποι, θαρρείς πως γίνανε δημόσια. Κυκλοφορούν χιλιάδες φωτογραφίες της Μυκόνου, της Πάρου, της Αίγινας, της Ύδρας, και αντί να βλέπει κανείς στους στενούς δρόμους τους κάποιους αραιούς νησιώτες ψαράδες, ψημένους στην θάλασσα και νησιώτισσες με τα σεμνά τους ρούχα, βλέπει να γυρίζουν κάποια πλάσματα μισόγυμνα ή ολόγυμνα, ξενόφερτα, αγκαλιασμένοι θεατρινίστικα και να κάνουνε κάποιες άνοστες επιδείξεις “ταμπλώ βιβάν”, σα να παίζουν στον κινηματογράφο. Και ρωτάς, κουνώντας το κεφάλι σου: τι σχέση μπορεί να έχουν αυτά τα δίποδα, με εκείνα τα σπίτια και με τα στενοσόκκακα των νησιών; Ταιριάζουνε με αυτά, όσο ταιριάζουνε οι τουρίστες με τα σορτς με τον Παρθενώνα που μπροστά του φωτογραφίζονται. Όμως εκεί στέκονται όσο να φωτογραφηθούνε, και δεν έχουνε για σπίτι τους τον αρχαίο ναό, ενώ τούτοι στα νησιά, κατοικούνε μέσα σε εκείνα τα αταίριαστα σπίτια. Όλα υπηρετούνε τα γούστα αυτών των αφεντάδων. Μάλιστα τόσο πολύ αγαπούν αυτοί την Ελλάδα, που είναι ενθουσιασμένοι πως δεν θα αφήσουνε τίποτα ελληνικό όπου πατήσουνε.
Καημένη Ελλάδα! Τι τέλος σε περίμενε! Μα δεν έχεις μήτε κάποιον να σε κλάψει, γιατί την κηδεία σου τη γιορτάζουνε σαν γάμο, με χαρές και με τραγούδια, που αυτά ευτυχώς δεν είναι ελληνικά. Ακούστε την εξής ιστορία: η χταπόδα βοσκά στον πάτο της θάλασσας, μαζί με το χταποδάκι. ’ξαφνα το καμακίζουνε. Το χταποδάκι φωνάζει: με πιάσανε μάνα! Η μάνα του του λέγει: μην φοβάσαι παιδί μου! Ξαναφωνάζει το μικρό: με βγάζουν από την θάλασσα! Πάλι λέγει η μάνα: μην φοβάσαι παιδί μου. Και πάλι: με σγουρίζουνε μάνα! Μην φοβάσαι παιδί μου! Με κόβουνε με το μαχαίρι! Μην φοβάσαι παιδί μου! Με βράζουνε μάνα! Μην φοβάσαι παιδί μου! Με μασάνε μάνα! Μην φοβάσαι παιδί μου! Πίνουνε κρασί μάνα! Τότε εκείνη αναστέναξε και φώναξε: Αχ, σε έχασα παιδί μου! Γιατί το κρασί είναι ο αντίμαχος του χταποδιού, επειδή το λιώνει στο στομάχι.
Δηλαδή η μάνα δεν φοβήθηκε μήτε το μαχαίρι, μήτε την φωτιά, μήτε τα δόντια, αλλά το κρασί, που είναι πιο ήρεμο και αθώο μπροστά στα μαχαίρια και τα δόντια. Η Ελλάδα σαν το χταποδάκι πέρασε από φωτιές, δόντια, μαχαίρια, αλλά πνεύμα ΔΕΝ παρέδινε. Ο Φράγκος δεν έρχεται με μαχαίρια, πιστόλια και φωτιές. Ήρθε με χάδια και γλυκόλογα. Ήρθε με δώρα, με λεφτά, να ανακουφίσει την φτώχεια μας, να διασκεδάσει μαζί μας, να χορέψει μαζί μας, να μας ευκολύνει την ζωή με τα μηχανήματά του. Όπως το χταποδάκι έλιωσε στο κρασί, έτσι και η Ελλάδα κοντεύει να χαθεί από το γλυκό κρασί που την μέθυσε και δεν ξέρει τι κάνει και ξεγυμνώθηκε και στρήνιασε και εκ του στρήνους αυτής επλούτισεν.
olympia.gr


ΠΗΓΗ: http://www.pentapostagma.gr/2011/08/blog-post_7113.html#ixzz1U9xXElu8

Ερμηνεία της εικόνας της Μεταμόρφωσης


ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΔΙΑΛΕΚΤΟΠΟΥΛΟΥ


Ἡ εἰκόνα τῆς Μεταμόρφωσης ἀποτελεῖ τό κλειδί τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας γιά τή θέα τοῦ Θεοῦ. Τό φανερωμένο στούς ἀποστόλους φῶς ἦταν ἡ ἐκδήλωση τῆς θείας λαμπρότητας, ἄχρονης καί ἄκτιστης δόξας, μιά ἀναγνώριση τῶν δύο φύσεων τοῦ Χριστοῦ, τῆς θεϊκῆς καί τῆς ἀνθρώπινης. Ταυτόχρονα ἦταν μιά «προτύπωσις», μιά εἰκόνα τῆς μεταμορφωμένης ἀνθρώπινης φύσης καί θέωσης πού χαρίζει τό ἀπολυτρωτικό ἔργο τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Μεταμόρφωση τοῦ Χριστοῦ στό ὄρος Θαβώρ εἶναι τό ἀντίστοιχο τῆς Καινῆς Διαθήκης στήν Παλαιά, ὅπου ὁ Θεός ἀποκαλύπτεται στό Μωυσῆ στό ὄρος Χωρήβ.
Ἤδη ἀπ᾽ τούς πρώτους χριστιανικούς αἰῶνες ἔχουμε ἐνδείξεις ὅτι γιορταζόταν ἡ Μεταμόρφωση τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ ἀπό τό τέλος τοῦ 6ου αἰώνα θεσπίστηκε ὁ ἑορτασμός στίς 6 Αὐγούστου. Ἀπό τήν ἴδια ἐποχή προέρχονται καί τά πρῶτα παραδείγματα τῆς εἰκονογραφικῆς τέχνης.
Τό φῶς τοῦ Μεταμορφωθέντος Χριστοῦ ἀποτελεῖ τήν κύρια ἔκφραση τοῦ ἡσυχαστικοῦ κινήματος μέσω τῆς θεολογίας τῶν «Ἡσυχαστῶν Πατέρων», κατά τόν 14ο αἰώνα. Ὁ ἀρχηγός τους, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, διακήρυξε ὅτι ὁ Θεός ὀνομάζεται «Φῶς» ὄχι κατά τήν οὐσία του, ἀλλά κατά τήν ἐνέργειά του, καί ὅτι αὐτό τό «ἄκτιστο» φῶς μπορεῖ νά γίνει αἰσθητό μέσω τῆς προσευχῆς καί ἐφόσον συντρέχουν κάποιες προϋποθέσεις (καθαρότητα καρδιᾶς, ἀδιάλειπτη μνήμη Θεοῦ κ.λπ). Τό δόγμα αὐτό τῆς Ἐκκλησίας εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νά ἐπέλθουν ὁρισμένες εἰκονογραφικές ἀλλαγές στή σύνθεση, εἰδικά στήν ἀπόδοση τῆς Δόξας τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι ἡ εἰκόνα τῆς Μεταμόρφωσης ζωγραφίζεται ὄχι μόνο σύμφωνα μέ τήν περιγραφή τοῦ Εὐαγγελίου – περιγράφεται ἀπ᾽ ὅλους τούς Εὐαγγελιστές, Ματθ. 17: 1-9, Μάρκ. 9: 2-13, Λουκ. 9:28-36, μέ ἐξαίρεση τόν Ἰωάννη-, ἀλλά καί σύμφωνα μέ τό πνεῦμα του. Ἕνεκα τῆς βαθιᾶς δογματικῆς σημασίας τοῦ γεγονότος, τό εἰκονογραφικό θέμα ἔχει ὑποστεῖ ἐλάχιστες τροποποιήσεις στό διάβα τῶν αἰώνων. Ἡ παράσταση αὐτή ὑπῆρξε ὄχι μονο γιά τούς θεολόγους ἀλλά καί γιά τούς τεχνίτες εἰκονογράφους ἡ ἀφορμή γιά νά δώσουν ἐκτεταμένα σχόλια σχετικά μέ τό πῶς θά ἔπρεπε νά ἀποδοθεῖ τό ἄκτιστο φῶς μέ ὑλικά πεπερασμένα μέσα. Πρόκειται γιά τό σημεῖο ὅπου συναντιοῦνται ἡ θεολογία τῆς εἰκόνας μέ τήν ἡσυχαστική θεολογία καί τή θέα τοῦ θείου καί ἀκτίστου φωτός.
Στήν εἰκόνα τῆς Μεταμόρφωσης προβάλλεται μιά θεληματική ἀντίθεση, καταπληκτική στόν πιό ψηλό βαθμό. Ἡ σύνθεση ἀντιτάσσει τό Χριστό ἀκινητοποιημένο στήν ὑπέροχη εἰρήνη καί θεία δόξα πού ἀπορρέει ἀπό αὐτόν, λούζει μέ θεῖο μεγαλεῖο τίς μορφές τοῦ Μωυσῆ καί τοῦ Ἠλία πού κλίνουν πρός τόν Κύριο καί σχηματίζουν τόν τέλειο κύκλο τοῦ ὑπερπέραν, καί χαμηλά ἀντιπαραθέτει τό ζωηρό δυναμισμό τῶν ἀποστόλων – ἀκόμη ἐντελῶς ἀνθρώπων – πρό τῆς Ἀποκάλυψης πού τούς ἀνατρέπει καί τούς καταγκρεμίζει.
Ψηλά στό μέσο τῆς εἰκόνας, πάνω στή μεσαία ἀπ᾽ τίς τρεῖς κορυφές τοῦ ὄρους Θαβώρ τῆς Γαλιλαίας παρουσιάζεται ὁ Μεταμορφωμένος Χριστός· μέ τό ἕνα χέρι εὐλογεῖ καί μέ τό ἄλλο κρατεῖ κλειστό εἰλητάριο, ὅπου ἀναγράφεται ὁ Νόμος του. Φοράει λευκό χιτώνα καί ἱμάτιο καί εἶναι πλημμυρισμένος μέ φῶς μέσα στή μετέωρη Δόξα του – ἀφοῦ τό φῶς εἶναι τό πρῶτο ἰδίωμα τοῦ Θεοῦ (Ψαλ. 27:1, Ἠσ. 60:19-20 καί 42:6) – καθώς ἀνιστορεῖ τό θαῦμα τῆς ἀποκαλυπτικῆς θεοφάνειάς του. Ὁ Μάρκος περιγράφει τή σκηνή ὡς ἑξῆς: «καί μετεμορφώθη ἔμπροσθεν αὐτῶν, καί τά ἱμάτια αὐτοῦ ἐγένετο στίλβοντα, λευκά λίαν ὡς χιών, οἷα γναφεύς ἐπί γῆς οὐ δύναται οὕτω λευκᾶναι» (9:2-3).
Τό ἄκτιστο φῶς ἀποδίδεται στήν εἰκόνα μέσα ἀπό συμβολικά σχήματα καί χρώματα ἀπό τά ὁποῖα περιβάλλεται ὁ Χριστός. Οἱ δύο ὁμόκεντροι κύκλοι συμβολίζουν τήν παρουσία τῶν δύο ἄλλων προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὁλότητα ἀπό σφαῖρες τοῦ δημιουργημένου σύμπαντος. Ὁ κύκλος εἶναι εἰκονογραφικά τό τελειότερο σχῆμα καί συμβολίζει τήν ἀέναη διάρκεια, τό θεϊκό. Ὁ Χριστός – τό τρίτο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος – κατά τή στιγμή τῆς Μεταμόρφωσής του περιβάλλεται ἀπό τά ἑξῆς τρία σύμβολα τοῦ φωτός: τίς ἀκτίνες πού σχηματίζουν ἕνα ἐλλειψοειδές τετράγωνο, τίς χρυσές γραμμές (assisto), τό φωτοστέφανο γύρω ἀπ᾽ τό κεφάλι του καί τή λευκή ἐνδυμασία. Οἱ ἀκτίνες πού ἐκφεύγουν ἀπ᾽ τό σῶμα του ὑποδηλώνουν τόν ἥλιο, οἱ χρυσές γραμμές τή μετάδοση τῆς θείας ζωῆς, τό φωτοστέφανο ὑπενθυμίζει τήν ἡλιακή σφαίρα, σύμβολο τοῦ ἱεροῦ καί τῆς πνευματικῆς ἐνέργειας πού ἀκτινοβολεῖ, καί ἡ λευκότητα τῶν ἐνδυμάτων τήν καθαρότητα καί ἀφθαρσία. Θεολογικά, τό Θαβώριο αὐτό φῶς κάνει τήν εἰκόνα εἰκονογραφική ἀπόδειξη τῆς θεϊκῆς ὕπαρξης.
Ἡ λαμπρότητα πού διακρίνει τό Χριστό καί τά «λευκά ὡς τό φῶς» (Ματθ. 17: 2) ἐνδύματά του πού ἔστιλβαν, ἄστραφταν καί ἀντανακλοῦσαν μαρμαρυγές θείου μεγαλείου εἶναι αὐτό πού τονίζεται σέ ὅλες τίς περιγραφές τῶν ἀποστόλων. Τό λευκό σάν σύμβολο τοῦ φωτός ἔχει τήν ἰδιότητα νά διαχέεται διασχίζοντας τό χῶρο· ἀντιπροσωπεύει ἔτσι τό ἄχρονο. Δηλώνει τήν ἀθωότητα τῆς ψυχῆς, τήν ἁγνότητα, τήν ἁγιότητα τῆς ζωῆς, τή χαρά, τήν παρθενία, τήν πίστη καί τή δόξα. Σχετικές ἀναφορές γίνονται καί στήν Ἁγία Γραφή: «πλυνεῖς με, καί ὑπέρ χιόνα λευκανθήσομαι» (Ψαλμ. 50:9). Λευκά ἐνδύματα φοράει καί ὁ νεοβαπτιζόμενος ὡς ἔνδειξη τῆς γέννησής του στήν ἀληθινή ζωή. Τό λευκό γίνεται πλέον τό χρῶμα τῆς Ἀποκάλυψης, τῆς Θεοφάνειας, τῆς χάρης, ὅπως ἀναφέρει καί ὁ Ἰωάννης «ὁ Θεός φῶς ἐστιν» (Α’ Ἐπιστ. 1:5).
Ὁ Χριστός εἰκονίζεται μέ σταυροφόρο φωτοστέφανο πού φέρει στίς κεραῖες του τά γράμματα «Ο Ω Ν» καί σημαίνει «ὁ ὑπάρχων, ὁ παρών». Ὑπενθυμίζει ἔτσι ὅτι αὐτός εἶναι ἡ αὐθεντική «εἰκόνα» καί ὁμοούσιος τοῦ Πατέρα. Ὁ Θεός ἀποκαλύπτεται στό Μωυσῆ στό ὄρος Χωρήβ λέγοντάς του: «Ἐγώ εἰμί ο Ὤν» (Ἐξοδ. 3:14). Αὐτό ἀκριβῶς ἀποτυπώνεται πάνω στό φωτοστέφανο τοῦ Χριστοῦ ὡς ὁμοούσιου μέ τόν Πατέρα καί τό Ἅγιο Πνεῦμα. Τό σχῆμα τοῦ σταυροῦ μέσα στό φωτοστέφανο ἀποδίδει τό γεγονός τῆς ἀπολύτρωσης μέσω τοῦ Σταυροῦ.
Μέσα στή θεία του Δόξα ὁ Χριστός εὐλογεῖ ἔχοντας στραμμένο τό πρόσωπο στό θεατή – πρός τόν ὁποῖο ἄλλωστε ἀπευθύνεται. Ἡ χειρονομία εὐλογίας με τά δύο δάχτυλα ὑψωμένα (δείχτης καί μεσαῖος) καί τά τρία ἄλλα ἑνωμένα κάνει ἀναφορά στίς δύο φύσεις του, τή θεϊκή καί τήν ἀνθρώπινη, καί στά τρία πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος ἀντίστοιχα. Στήν κάθοδο ἀπ᾽ τό Θαβώρ ὁ Χρστός εὐλογεῖ μέ διάφορετικό τρόπο· φέρει σέ ἐπαφή τόν ἀντίχειρα μέ τόν παράμεσο καί ἔχει ὑψωμένα τά ὑπόλοιπα τρία δάχτυλα. Μέ τόν τρόπο αὐτό δηλώνονται πάλι οἱ δύο φύσεις καί τρεῖς ὑποστάσεις, ἀλλά ταυτόχρονα μέ τή θέση τους τά δάχτυλα σχηματίζουν καί τό ἑλληνικό μονόγραμμα IC XC, πού ἐπιγράφεται ὡς τίτλος σέ ὅλες τίς Ὀρθόδοξες εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ, ἀκόμα καί στή Ρωσία.
Στή «τρίκορφη σύνθεση», ὅπως περιγράφεται τό τοπίο ἀπό τό Διονύσιο ἐκ Φουρνᾶ, ὁ Χριστός πλαισιώνεται ἀπό τίς ὄρθιες μορφές τοῦ προφήτη Ἠλία ἀριστερά καί τοῦ Μωυσῆ πού κρατᾶ τίς πλάκες μέ τό Νόμο τοῦ Θεοῦ δεξιά. Αὐτοί παρουσιάζονται ὡς τά πρότυπα τῶν ἀποστόλων, γιατί σ᾽ αὐτούς ἔχει ἀποκαλυφθεῖ ὁ Θεός· στό μέν Ἠλία στό ὄρος Κάρμηλος, στό δέ Μωυσῆ στό ὄρος Σινά. Τό βουνό εἶναι ἐξάλλου στή χριστιανική παράδοση ὁ τόπος ὅπου συναντᾶται ὁ οὐρανός μέ τή γῆ, καί ἡ ἀνάβαση στό βουνό ἔχει μεταφορική ἔννοια, καθώς νοεῖται ὡς ἡ ἀνάβαση στίς βαθμίδες τῆς ἁγιότητας. Οἱ δύο προφῆτες – ἀπ᾽ τίς μεγαλύτερες μορφές τῆς Π. Διαθήκης – φέρονται νά συνομιλοῦν μέ τό Χριστό: «ἔλεγον τήν ἔξοδον αὐτοῦ ἥν ἔμελλε πληροῦν ἐν Ἱερουσαλήμ» (Λουκ. 9:31). Ὁ Χριστός γιά νά μήν παρασύρει τούς μαθητές σέ πειρασμό μέ τή σκληρή δοκιμασία τοῦ σταυροῦ, ἀλλά νά τούς προετοιμάσει καί νά τούς καταστήσει δυνατούς πνευματικά, ἐμφανίζεται μέσα στή λάμψη τῆς θείας δόξας του. Ὁ Μωυσῆς καί ὁ Ἠλίας παρασταίνονται μέ στερεότερο καί περισσότερο γήινο παράστημα ἀπ᾽ ὅτι ὁ Σωτήρας, καί συμβολίζουν ἀντίστοιχα τό Νόμο τῆς Π. Διαθήκης καί τούς προφῆτες· ἐπίσης συμβολίζουν τούς νεκρούς (ὁ Μωυσῆς) καί τούς ζωντανούς (ὁ Ἠλίας πού μετέστη στόν οὐρανό πάνω σέ ἕνα πύρινο ἅρμα). Ὁ Χριστός τούς ὑπενθυμίζει ὅτι αὐτός εἶναι ἐκεῖνος πού ἔφερε σέ ἐπαφή τό Νόμο τοῦ Μωυσῆ μέ τίς Παλαιοδιαθηκές ρήσεις τῶν προφητῶν – πού ἐδῶ ἀντιπροσωπεύονται ἀπ᾽ τόν Ἠλία – καί δηλώνει τήν ὑπεροχή του ἀπέναντι σ᾽ αὐτές τίς Γραφές μέσω τῆς μαρτυρίας τοῦ Πατέρα, «οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου…».
Σέ ἀντιπαράθεση μέ τούς δύο προφῆτες πού στέκονται ἀκίνητοι οἱ τρεῖς ἀπόστολοι κάτω ἀπό τά πόδια τοῦ Χριστοῦ, ἔντρομοι μέ ὅσα συμβαίνουν, ἀπεικονίζονται πεσμένοι πρηνεῖς. Τυφλωμένοι ἀπό τή Θεοφάνεια, τή θεϊκή ἐνέργεια, ἀποδίδονται σέ στάσεις ἔντονης κατάπληξης καί διακατέχονται ἀπό μεγάλη ταραχή καί ἀναστάτωση, εἰκονογραφώντας τή μαρτυρία τοῦ Ματθαίου: «Καί ἀκούσαντες οἱ μαθηταί ἔπεσον ἐπί πρόσωπον αὐτῶν καί ἐφοβήθησαν σφόδρα» (17:6). Στήν Ἁγία Γραφή ἔχουμε ἀκόμα ἕνα παράδειγμα ὅπου ὁ ἄνθρωπος ἀδυνατεῖ νά ἀντικρίσει τή θεϊκή παρουσία: τό πρόσωπο τοῦ Μωυσῆ μετά τήν κάθοδό του ἀπό τό Σινᾶ ἀκτνοβολοῦσε τό θεῖο φῶς, ὥστε ὁ λαός τῶν Ἰσραηλιτῶν δέν μποροῦσε νά τόν ἀντικρίσει (Ἔξοδ. 34, 27-37).
Ἡ ἐνέργεια τοῦ φωτός τῆς θεϊκῆς φύσης τοῦ Χριστοῦ μεταμορφώνει σέ φῶς τούς ἀποστόλους πού ἔχουν χάσει κάθε δυνατή ἀνθρώπινη ἰσορροπία. Πραγματικά οἱ ἀπόστολοι Πέτρος, Ἰάκωβος καί Ἰωάννης ἐκλέγονται γιά τή ζωντάνια τους ὡς «ἐπόπται γενηθέντες τῆς ἐκείνου μεγαλειότητος… σύν αὐτῷ ὄντες ἐν τῷ ὄρει τῷ ἁγίῳ» (Β’ Πετρ. 1:16-18). Ὁ ἐπιδέξιος τρόπος πού ἀποδίδονται οἱ στάσεις τῶν ἀποστόλων μέ τίς τρομαγμένες ἐκφράσεις τους δημιουργεῖ μιά δραματική ἐντύπωση σέ σύγκριση μέ τήν ἤρεμη μεγαλοπρέπεια καί «ἄχρονη» στάση τῶν μορφῶν πού ἀπεικονίζονται στό πάνω μέρος τῆς σκηνῆς. Ἄν ἡ ἀκινησία ἐκφράζει τήν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ καί τήν ὑπεράνθρωπη ζωή, ἡ κινητικότητα ἀντίθετα μαρτυρεῖ τήν ἀτέλεια τῆς πνευματικῆς ζωῆς, δηλαδή τήν ἁμαρτωλή κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου. Ἄλλωστε ἡ ἴδια ἡ ἔννοια τῆς κίνησης καί ταραχῆς ἀνήκει στό γήινο κόσμο, τήν κατώτερη ἐπικράτεια καί ὄχι στήν οὐράνια πολιτεία.
Οἱ ὕμνοι πού ἀκούγονται στίς 6 Αὐγούστου, τήν ἡμέρα πού γιορτάζεται ἡ Μεταμόρφωση τονίζουν ὅτι ἡ θεϊκή δόξα φανερώνεται στούς ἀποστόλους ἀνάλογα μέ τή δυνατότητα καί τό μέτρο δεκτικότητας τοῦ καθενός νά τή δεχτεῖ. Οἱ στάσεις τους συμβολίζουν τούς διαφορετικούς τρόπους πού οἱ ἄνθρωποι ἀντιδροῦν μπροστά στή θεία ἀποκάλυψη. Ἔτσι ὁ Ἰωάννης , ὁ μικρότερος ἀπ᾽ αὐτούς, στή μέση, καί ὁ Ἰάκωβος δεξιά μέ τό πράσινο ἔνδυμα πετιοῦνται στό ἔδαφος κρατώντας τό πρόσωπό τους, μή μπορώντας νά ἀντικρίσουν τή θεϊκή ἀκτινοβολία, ἐνῶ ὁ Πέτρος ἀριστερά, ὁ μεγαλύτερος, κρατάει μέν μέ τό ἀριστερό χέρι τό πρόσωπό του, τό ἔχει ὅμως στραμμένο πρός τά ἐπάνω. Ταυτόχρονα μέ αὐτό τόν τρόπο ἀποδίδεται καί σεβασμός στό συμβολισμό τῶν ἡλικιῶν. Ἡ «θέα Θεοῦ» θεωροῦνταν ἀπό τούς πιστούς Ἰουδαίους καί χριστιανούς ὡς ἡ ἥψιστη ἐμπειρία καί ἀρετή πού θά μποροῦσε νά γνωρίσει ὁ ἄνθρωπος: «Ἐμφάνισόν μοι σεαυτόν», εἶπε ὁ Μωυσῆς στό Θεό (Ἐξοδ. 33:18). Ἡ ἐμπειρία ὅμως αὐτή φαίνεται καί σάν κάτι τό ἀκατόρθωτο: «Θεόν οὐδείς ἑώρακε πώποτε», γράφει ὁ Ἰωάννης στό Εὐαγγέλιό του (Ἰωάν. 1:18). Ἐδῶ στό Θαβώρ οἱ τρεῖς μαθητές γίνονται ἀδιάψευτοι μάρτυρες μιᾶς στιγμιαίας ἐμφάνισης τῆς θεϊκῆς δόξης: «θεασάμεθα τήν δόξαν αὐτοῦ» (Ἰωάν. 1:14). Ὁ λόγος δέν ἦταν τυχαῖος: παραβρέθηκαν (σύμφωνα μέ τό ἰδιόμελο στιχηρό τοῦ ἑσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς) στό λαμπρό ἐκεῖνο γεγονός, «ἵνα θεωρήσαντες τά θαυμάσια» τοῦ Ἰησοῦ «μή δειλιάσωσι τά παθήματα» αὐτοῦ ἀργότερα μέ τή σταύρωση. Ἄλλωστε ἕνας ἄλλος σκοπός τῆς Μεταμόρφωσης τοῦ Χριστοῦ ἦταν καί ἡ προαγγελία «τῆς Ἀναστάσεως».
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς λέγει γιά τούς τρεῖς μαθητές, μάρτυρες τῆς σκηνῆς: «Οὐκοῦν οὐδέ τό φῶς ἐκεῖνο αἰσθητόν, οὐδέ οἱ ὁρῶντες αἰσθητικοῖς ἁπλῶς ὀφθαλμοῖς, ἀλλά μετασκευασθεῖσι τῇ δυνάμει τοῦ θείου Πνεύματος» (Migne P.G. 151, 433Β). Πιό κάτω λέει πάλι: Αὐτός πού θεωρεῖ τό θεῖο φῶς, θεωρεῖ τό μυστήριο τοῦ Θεοῦ. Αὐτό τό ὑπερπηδημένο κατώφλι εἶναι ἡ «ὑποστατική ὡραιότητα», ὁ θεῖος Μυσταγωγός, τό Ἅγιο Πνεῦμα. Νά γιατί ὁ Μέγας Βασίλειος εἶπε ὅτι τό φῶς πού ἔλαμψε στό Θαβώρ κατά τή Μεταμόρφωση τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ τό προοίμιο τῆς δόξας του κατά τή Δευτέρα Παρουσία.
Ὅταν ὁ Πέτρος εἶδε τό Χριστό σέ πλήρη δόξα καί τούς δύο προφῆτες νά στέκουν πλάι του, πρότεινε: «Ἐπιστάτα, καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι· καί ποιήσωμεν σκηνάς τρεῖς, μίαν σοί καί μίαν Μωυσεῖ καί μίαν Ἠλίᾳ». Καθώς μιλοῦσε, «…ἐγένετο νεφέλῃ καί ἐπεσκίασεν αὐτούς…καί φωνή ἐγένετο ἐκ τῆς νεφέλης λέγουσα· Οὗτός ἐστιν ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός· αὐτοῦ ἀκούετε» (Λουκ. 9:33-35). Ἀποκαλύπτεται ἔτσι ὁ Πατέρας «ἐν φωνῇ» καί τό Ἅγιο Πνεῦμα «ἐν νεφέλῃ». Ὁ Πατήρ μαρτυρεῖ γιά τή θεία γενεαλογία τοῦ Ἰησοῦ, γιά νά καταλάβουν ἀργότερα οἱ μαθητές ὅτι τό πάθος του ἦταν ἑκούσιο: «Νῦν ἐδοξάσθη ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου, καί ὁ Θεός ἐδοξάσθη ἐν αὐτῷ» (Ἰωάν. 13:31). Ταυτόχρονα ἡ Μεταμόρφωση τοῦ «ἀναβαλλομένου τό φῶς ὡς ἱμάτιον» Σωτήρα ἀποκαλύπτει τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἀγαπημένου καί ὑπερβατικοῦ Υἱοῦ, πού κατέχει τήν ἴδια δόξα μέ τόν Πατέρα· παράλληλα θυμίζει ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι φτιαγμένος «κατ᾽ εἰκόνα» Θεοῦ.
Ἡ εἰκόνα τοῦ ἁγιογράφου τοῦ δωδεκαόρτου τῆς μονῆς Διονυσίου ἀποτελεῖ τή μοναδική εἰκονογραφική παραλλαγή τοῦ θέματος τῆς Μεταμόρφωσης τοῦ Σωτήρα. Ὁ τεχνίτης εἰκονογράφος ἀκολουθώντας ἐπακριβῶς τίς εὐαγγελικές διηγήσεις συμπεριλαμβάνει στή σύνθεσή του δίπλα στό κεντρικό θέμα τίς σκηνές τῆς ἀνόδου καί καθόδου στό ὄρος Θαβώρ. Ἀριστερά βλέπουμε τό Χριστό νά προπορεύεται ἔχοντας στραμμένο τό κεφάλι πρός τούς τρεῖς μαθητές καί τό ἀριστερό χέρι ὑψωμένο σέ χειρονομία λόγου· στό δεξί χέρι κρατεῖ τό θεῖο Νόμο. Φαίνεται νά προετοιμάζει τούς μαθητές γιά τή μοναδική ἐμπειρία πού πρόκειται βιώσουν. Σκοπός του δέν εἶναι νά τούς ἐκπλήξει μέ τή Μεταμόρφωσή του, ἀλλά νά τούς ἀποκαλύψει τή θεϊκή του δόξα. Μετά τό οὐράνιο ὅραμα κατέρχονται ἀπό τήν ἄλλη πλευρά τοῦ βουνοῦ· οἱ μαθητές στρέφουν ἀνήσυχοι τό βλέμμα πρός τόν Κύριό τους πού τούς καθησυχάζει εὐλογώντας τους. Ταυτόχρονα τούς λέγει: «Μηδενί εἴπητε τό ὅραμα, ἕως οὗ ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ» (Ματθ. 17:9).
Ἡ παραλλαγή αὐτή συνηθίζεται ἰδιαίτερα σέ τοιχογραφίες, ἀλλά ἀπαντᾶται κάποτε καί σέ φορητές εἰκόνες. Τό γεγονός αὐτό, νά προστίθενται δηλαδή γύρω ἀπό μιά κεντρική σκηνή διάφορα δευτερεύοντα ἐπεισόδια, ἔχει στήν ἁγιογραφική τέχνη καθαρά βυζαντινή προέλευση. Τό βαθύτερο νόημα αὐτῆς τῆς πράξης ἀπορρέει ἀπό τή σκέψη ὅτι πάνω στή «θεϊκή» ἐπιφάνεια –εἰκόνα-, τό διαρκές καί αἰώνιο παρόν λαμβάνει ταυτόχρονα χώρα, κάτι πού σέ μιά «κοσμική» ἐπιφάνεια-ζωγραφικός πίνακας- παρουσιάζεται ὡς μιά ἀλληλουχία γεγονότων.
Στό παρελθόν κάθε ἁγιογράφος ἄρχιζε τή «θεία τέχνη» του μέ τήν εἰκόνα τῆς Μεταμόρφωσης. Ἐδῶ ἡ παράδοση πίστευε ὅτι ἡ σκηνή ἁγιογραφεῖται ὄχι τόσο μέ τά χρώματα τοῦ τεχνίτη, ἀλλά μέ τό ἴδιο τό Θαβώριο Φῶς. Ἡ ὁδηγός παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐκδηλώνεται στή φωτεινότητα καί λάμψη τῆς ὅλης σύνθεσης καί ἀφαιρεῖ κάθε πιθανή κατευθυντική πηγή φωτός.
Τό μήνυμα πού ἐκπέμπει στούς πιστούς ἡ εἰκόνα εἶναι ὅτι ἀφοῦ μέ τό βάπτισμα ἔχουν γίνει μέτοχοι στό μυστήριο τῆς Ἀνάστασης (πού προεικονίζει ἡ Μεταμόρφωση), καλοῦνται τώρα νά μεταμορφώνονται ὁλοένα καί περισσότερο μέ τή χάρη τοῦ Κυρίου (Β’ Κορινθ. 3:18).

ΤΙ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΙ Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ;

undefined


Κάθε δεσποτική εορτή της Εκκλησίας μας αποκαλύπτει στους πιστούς θεολογικές αλήθειες του μυστηρίου της θείας οικονομίας, οι οποίες είναι απαραίτητες για την σωτηρία μας. Έτσι και η εορτή της Μεταμορφώσεως μας αποκαλύπτει·

α´) Ότι ο Χριστός είναι Υιός Θεού και Θεός.

Το άκτιστο φως που βγαίνει μέσα από τον Χριστό και τον περιλούζει και λάμπει το πρόσωπό του ως ο ήλιος· η «φωτεινή νεφέλη», που είναι στην αγία Γραφή σημείο της παρουσίας του Θεού και η φωνή του Θεού πατρός που ακούγεται μέσα από τη νεφέλη να λέγει «ούτος εστίν ο υιός μου ο αγαπητός, εν ω ευδόκησα· αυτού ακούετε» και (Ματθ. 17,5)· ο Μωυσής και ο Ηλίας οι θεόπτες και μεγάλοι προφήτες που τον αναγνωρίζουν ως Κύριό τους και αποκαλύπτουν ότι ο Χριστός είναι Κύριος ζώντων και νεκρών, ότι δεν είναι ένας προφήτης σαν κι αυτούς, ότι δεν είναι κάποιος που εκφράζεται αντίθετα απ’ αυτούς και εναντίον του Θεού, όπως τον παρουσίαζαν οι Ιουδαίοι, και που συζητούν μαζί του για την «έξοδο του» (Λκ. 9,32)· οι μαθητές που πέφτουν κάτω μπρούμυτα έκπληκτοι και θαμπωμένοι από τη Θεοφάνια του Χριστού, όλα αυτά αποκαλύπτουν και παρουσιάζουν παραστατικά και με μεγαλοπρέπεια τη θεία φύση του Χριστού. Τη θεία φύση που κρυβόταν θεληματικά πίσω από την ανθρώπινη. Τη θεία φύση που ο Χριστός αποκαλύπτει σε όσους τον αναζητούν και είναι καλοπροαίρετοι και χωρίς δόλο (πρβλ. Ιω. 1, 42·46·48).

β´) Τη δόξα της ανθρώπινης φύσεως.

Κατά τη μεταμόρφωση του Χριστού, το ανθρώπινο του πρόσωπο και το ανθρώπινο του σώμα –που αργότερα σταυρώθηκε και θάφτηκε– αυτό έλαμπε, αυτό ακτινοβολούσε. Ακόμη και τα ρούχα που το καλύπταν κι αυτά έλαμπαν και ακτινοβολούσαν (Λκ. 9,29). Η λάμψη του σώματος του Χριστού επεκτεινόταν και σ’ αυτά. Συνεπώς στη Μεταμόρφωση, φάνηκε εκτός από την θεότητα του και η δόξα της ανθρώπινης του φύσεως. Η δόξα του νέου Αδάμ, που δεν μολύνθηκε ποτέ από την αμαρτία.
Η ανθρώπινη του φύση ήταν μεν δοξασμένη από τα σπλάχνα της Θεοτόκου, αλλά μέχρι τότε δεν φαινόταν. Κρατούντο τα μάτια των μαθητών και δεν την έβλεπαν. Τώρα όμως, για πρώτη φορά άνοιξαν, για να δουν αυτό που είχε ο Χριστός από τη στιγμή που ενανθρώπισε. Δηλαδή στην πραγματικότητα δεν μεταμορφώθηκε ο Χριστός, αλλά μεταμορφώθηκαν τα μάτια των μαθητών του πνευματικά, ώστε να μπορούν να δουν το άκτιστο φως. Το φως το οποίο θα φωτίζει την ανέσπερη βασιλεία του Θεού (Αποκ. 22,5).
Και με την πράξη του αυτή ήταν σαν να έλεγε ο Χριστός· «Προσέξτε· έτσι όπως λάμπω τώρα, έτσι θα λάμψετε και εσείς οι άνθρωποι. Όλοι οι πιστοί και αφοσιωμένοι χριστιανοί». Αυτό που είχε πει κάποτε σ’ ένα κήρυγμα του ότι «οι δίκαιοι εκλάμψουσι ως ο ήλιος εν τη βασιλεία του πατρός αυτών» (Ματθ. 13,43), έρχεται τώρα να το πιστοποιήσει και να το αποδείξει εμπειρικά. Και θα το πιστοποιήσει και αργότερα ο Χριστός, όταν θ’ αποστείλει το Πνεύμα το Άγιο, κατά την ημέρα της Πεντηκοστής, και οι τότε πιστοί θα ζήσουν θείες εμπειρίες και θ’ αποκτήσουν κατά Θεό ένδοξα χαρίσματα. Και θα το πιστοποιεί συνεχώς δια του φωτισμού και της λάμψεως που εκπέμπουν οι ανά τους αιώνες άγιοί του.

γ´) Να υπακούμε στο Θεάνθρωπο Χριστό και το λόγο του.

Είναι ο Χριστός τέλειος Θεός, ο ένας της Αγίας Τριάδος, που ενσαρκώθηκε και έγινε και τέλειος άνθρωπος. Πρέπει να τον αναγνωρίζουμε ως Σωτήρα μας και να ακολουθούμε το θέλημά του. Αυτό πρέπει να είναι και το κύρια αίτημά στην προσευχή μας, όπως μας δίδαξε ο ίδιος. «Αγιασθήτω το όνομά σου, ελθέτω η βασιλεία σου, γενηθήτω το θέλημά σου» λέμε στο «Πάτερ ημών».
Όταν έτσι ζούμε και έτσι πολιτευόμαστε, απ’ αυτή τη ζωή θα ζούμε τη δόξα του και τη βασιλεία του, όπως οι προφήτες, οι απόστολοι και οι ανά τους αιώνες άγιοι. Τα υλικά αιτήματα και οι υλικές ανάγκες δεν θα είναι το πρόβλημά μας. Είναι χαρακτηριστικό αυτό που παρατηρούμε στην εποπτεία της Μεταμορφώσεως. Στο Θαβώρ αναστέλλονται όλες οι ανθρώπινες επιθυμίες. Δεν σκέφτονται οι απόστολοι τι θα φάνε, τι θα πιούνε, που θα μείνουνε. Σκέφτονται μόνο για τον Χριστό, τον Μωυσή και τον Ηλία, να τους κάνουνε τρεις σκηνές. Και το λένε αυτό, γιατί εκείνη τη στιγμή τα έχουνε χαμένα και δεν ξέρουν τι λένε (Μαρκ. 9,7·Λκ. 9,34). Και όχι γιατί σκέπτονται με υλική προοπτική για τον Χριστό και τους δύο προφήτες. Να συνεπώς τι είναι η βασιλεία του Θεού. Ελαχιστοποιεί και ασημαντοποιεί όλα αυτά που θεωρούμε σπουδαία, ζωτικά και αναγκαία για την ύπαρξή μας. Και γι’ αυτό ο Χριστός μας γυμνάζει με τις εντολές του να μη εξαρτώμαστε από πράγματα τα οποία δεν θα υπάρχουν στη βασιλεία του.

Τι θα γίνει αν δεν αναγνωρίσουμε τον Θεάνθρωπο Χριστό ως Σωτήρα μας και δεν υπακούσουμε στο λόγο του; Αν σκεπτόμαστε συνεχώς ανθρωποκεντρικά και πιστεύουμε «πάντων χρημάτων μέτρον εστίν άνθρωπος» (Πρωταγόρας 490-420 π. Χ.) και όχι ο Θεάνθρωπος;

Την απάντηση μας δίνει ιστορικό γεγονός που συνέβη την ίδια μέρα με την οποία γιορτάζει η Εκκλησία μας τη Μεταμόρφωση του Χριστού μας, το 1945. Στις 6 Αυγούστου του 1945 οι Αμερικανοί ρίχνουν την πρώτη ατομική βόμβα στην Χιροσίμα και την κάνουν στάχτη. Τυχαίο γεγονός ή σατανική επινόηση; Αγνοούμε. Πάντως γνωρίζουμε ότι ο φασίστας Χίτλερ όλους τους πολέμους τους άρχιζε Κυριακή και ότι οι δημοκρατικοί και πολιτισμένοι και «χριστιανοί» Ευρωπαίοι και Αμερικάνοι κηρύξαν τον πόλεμο στην Σερβία το 1999 την παραμονή της 25ης Μαρτίου, ημέρας του Ευαγγελισμού, και οι Άγγλοι συνέχισαν τους βομβαρδισμούς και το Πάσχα που ακολούθησε, ρίχνοντας βόμβες με την επιγραφή «καλό Πάσχα».
Λοιπόν, αν δεν δεχθούμε ­–δια της υπακοής στον Χριστό– να μας φωτίσει και να μας αγιάσει το άκτιστο φως της Μεταμορφώσεως, θα έρθουν τα «φώτα» της σύγχρονης τεχνολογίας, χρησιμοποιούμενα από δαιμονικά μυαλά, να κονιορτοποιήσουν και να καταστρέψουν ολοσχερώς τον ανθρώπινο πολιτισμό. Κι αυτό θα γίνει όχι μόνο με τις πολεμικές συγκρούσεις αλλά και με ατυχήματα σαν το Τσερνομπίλ και της Φουκοσίμα, στα οποία αποδείχτηκε, ότι ο άνθρωπος, αφού επένδυσε όλες τις ελπίδες του κι όλα τα όνειρά του στις προόδους της επιστήμης, για ν’ απολαμβάνει μέσω της αλόγιστης χρήσεως των επιστημονικών ανακαλύψεων μια ξέφρενη ζωή απολαύσεων και ανέσεων με το πιο χαμηλό κόστος, στο τέλος χλώμιασε από φόβο και ανασφάλεια για το μέλλον του.

ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ.

Πρωτοπρ. Παναγιώτης Α. Τσάμπηρας: Το Ευαγγέλιον της Μεταμορφώσεως

Η παρούσα μελέτη κατέδειξε ότι η Μεταμόρφωσις του Ιησού Χριστού, καθώς αύτη περιγράφεται εις τα κείμενα της Καινής Διαθήκης και ερμηνεύεται υπό των Αγίων Πατέρων της Ορθοδόξου Εκκλησίας, είναι εν γεγονός ταυτόχρονα ιστορικό και εσχατολογικόν και περιέχει βαθύτατο χριστολογικό και σωτηριολογικόν περιεχόμενον. Ως εκ τούτου, η Μεταμόρφωσις αποτελεί πραγματικά χαρμόσυνο ευαγγέλιον δια τον άνθρωπον και τον κόσμο εν γένει. Εν αντιθέσει προς τας φαντασιώσεις του αρχαίου Ελληνορωμαϊκού κόσμου και της αποκρύφου γραμματείας, εν αντιθέσει ακόμη προς την αρχικήν σχολαστικήν θεολογίαν και τον νεώτερον επιστημονικόν ορθολογισμόν της Δύσεως, η Ορθόδοξος ερμηνεία της Μεταμορφώσεως πλημμυρίζει την ανθρώπινην ζωή και τον κόσμον με άπλετο φως, με βαθείαν ανεκλάλητον και αναφαίρετον χαράν.

Επί πλέον η Μεταμόρφωσις του Χριστού φέρει το χαρμόσυνον μήνυμα ότι το σκότος της αμαρτίας και του θανάτου υπερνικάται και ο άνθρωπος επανακτά την αληθή αυτού φύσιν και ωραιότητα και τον αρχικόν αυτού προορισμόν πλησίον του Θεού.

Κατά την Μεταμόρφωσιν του Χριστού τα γεγονότα εκτυλίσσονται τόσον εκ της γης προς τον ουρανόν, όσον και εκ του ουρανού προς την γην. Και ο Θεός και ο άνθρωπος αποκαλύπτεται. Η θεογνωσία και η συμμετοχή του ανθρώπου εις την θείαν ζωήν και δόξαν καθίσταται δυνατή πραγματικότης. Η Μεταμόρφωσις του Χριστού, μεθ' όλης της ευαγγελικής ιστορίας και της ιεράς Παραδόσεως της Εκκλησίας, είναι μια δυναμική μαρτυρία και εις θείος ευαγγελισμός προς τον άνθρωπον, καθ' ότι δεν υπάρχει διακοπή της συνοχής μεταξύ θείου και ανθρωπίνου, φυσικού και υπερφυσικού, ιστορικού και υπερφυσικού, ιστορικού και εσχατολογικού, ακριβώς διότι πάντα ταύτα συνυπάρχουν εντός του θείου φωτός της Αγίας Τριάδος, εντός του οποίου ευρέθησαν οι τρεις μαθηταί επί του όρους Θαβώρ και δύνανται να ευρεθούν επίσης και οι πιστοί και δεδοξασμένοι όλων των εποχών.

Το θείον φως, ήτοι η θεία δόξα του ζώντος και τριαδικού Θεού, απεκαλύφθη και εις την Παλαιάν Διαθήκην, κατ' εξοχήν όμως απεκαλύφθη εις το πρόσωπον του Ιησού Χριστού και ιδιαιτέρως κατά την Μεταμόρφωσιν αυτού. Από της επόψεως ταύτης η Μεταμόρφωσις του Χριστού είναι πράγματι εις ευαγγελισμός δια τον άνθρωπον και δια την σωτηρίαν του, ακριβώς διότι, βλέποντες την μεταμορφούσαν δόξαν του Χριστού, οι τρεις μαθηταί βλέπουν και είναι εντός αυτής ταύτης της βασιλείας του Θεού, ήτις εν προσώπω και τω έργω του Χριστού ήγγικε και έφθασεν επί των πιστών και όντως υπάρχει εντός αυτών (πρβλ. Μαρκ. 1, 15. Ματθ. 3,2. Λουκ. 17,21). Η βασιλεία του Θεού εν τη Καινή Διαθήκη δεν είναι αποκλειστικώς η εσχατολογική και γενική επικράτησις του Θεού επί της δημιουργίας του μετά το πέρας της ιστορίας, ούτε πάλιν είναι η καθ' όλα πρόοδος της ανθρώπινης κοινωνίας εντός και εκτός της Εκκλησίας. Μάλλον η βασιλεία του Θεού έχει ήδη εγκανιασθή εν τω προσώπω και τω έργω του Χριστού, και πάντες οι πιστοί δύνανται να μετάσχουν αυτής δυναμικώς εις την Εκκλησίαν του Χριστού, όπου τώρα συνεχίζεται το σωτήριον έργο αυτού, αποκαλύπτεται η δόξα του τριαδικού Θεού και οι πιστοί συμμετέχουν εις αυτήν. Κατά ταύτα και καθώς μαρτυρεί αυτή αύτη η Μεταμόρφωσις του Χριστού, η αποκάλυψις και η συμμετοχή εις την δόξαν του Θεού είναι αποκάλυψις και συμμετοχήν εις αυτήν ταύτην την βασιλείαν του Θεού, ήτοι εις το κράτος και εις την χάριν του Θεού. Συνεπώς είναι δυνατόν να συνταυτισθούν οι όροι δόξα, χάρις, άκτιστον φως, κράτος και βασιλεία του Θεού, ως υπέδειξεν η παρούσα μελέτη. Δύναται λοιπόν να λεχθή ότι τόσον εις το όρος της Μεταμορφώσεως όσον και εις τας καρδίας των αγίων πάσης εποχής η αύτη θεία πραγματικότης αποκαλύπτεται και γίνεται κατά χάριν προσιτή εις τους εκλεκτούς, επί τη βάσει της ιδίας αυτών εμπειρίας της προσωπικής αυτών μεταμορφώσεως, ως ετόνισαν οι Πατέρες.

Η εσχατολογική και σωτηριολογική ερμηνεία της Μεταμορφώσεως επίσης υπογραμμίζει ιδιαιτέρως τον χαρμόσυνον και ευαγγελικόν χαρακτήρα του γεγονότος τούτου. Εν αντιθέσει προς άλλα ευαγγελικά γεγονότα, όπως είναι π.χ. ο Ευαγγελισμός και η Ενανθρώπησις, η Μεταμόρφωσις του Χριστού δεν αποτελεί μοναδικόν και υπερανθρώπινον θαύμα, αλλά μάλλον προσφέρει παράδειγμα τελειότητας δια τον άνθρωπον, καθώς ούτος εδημιουργήθη και προορίζεται υπό του Θεού. Με άλλα λόγια, η Μεταμόρφωσις του Χριστού και η συμμετοχή των μαθητών εις αυτήν αποκαλύπτει ακριβώς την φυσική κατάστασιν του ανθρώπου, την κατάστασιν εκείνην την οποία οφείλει να επανακτήση αυτός εν Χριστώ. Πρόκειται βεβαίως περί του αρχικού, προπατορικού κάλλους της καθαράς και προπτωτικής ανθρωπίνης φύσεως, προτού αύτη αμαυρωθή, μετασχηματισθή και παραμορφωθή υπό του κακού, της καταστάσεως δηλαδή του ανθρώπου καθώς ούτος είχε δημιουργηθή κατ' εικόνα και καθ' ομοίωση του Θεού. Από της επόψεως ταύτης η Μεταμόρφωσις του Ιησού ως νέου Αδάμ δεικνύει την αποκατάστασιν της παραδοσιακής καταστάσεως του ανθρώπου. Συνεπώς η Μεταμόρφωσις είναι η αποκάλυψις της εν δυνάμει πνευματικότητος της επιγείου ζωής του ανθρώπου κατά την ανωτάτην αυτής εξωτερικήν μορφήν. Ο Υιός του ανθρώπου δίδει το μέτρον της πνευματικής ικανότητος κάθε ανθρώπου και δεικνύει την κατάστασιν των αγίων, οι οποίοι είναι ηνωμένοι μετ' αυτού και εις την μέλλουσαν αυτού παρουσίαν. Όπως οι τρεις απόστολοι εις το όρος της Μεταμορφώσεως, έτσι και οι πιστοί κάθε εποχής απολαμβάνουν το θείον και άκτιστον φως, το οποίον τους διαβεβαιοί ότι το φως αυτό είναι ισχυρότερον του σκότους, η αγάπη ισχυροτέρα του μίσους και η ζωή ισχυροτέρα του θανάτου.

Ετονίσθη βεβαίως ότι ο Ιησούς Χριστός δεν ήλλαξε κατ' ουσίαν, αλλά μόνο εις την εμφάνισιν της υπάρξεώς του, ήτοι της δόξης του, της πάντοτε ενοικούσης εις το πρόσωπόν του, αν και πολλάκις υπήρξε αφανής, ως αφανής συνήθως παραμένει και η δόξα των επί γης αγίων. Ως εκ τούτου δεν πρέπει να χωρίζεται η ζωή των μαθητών της Εκκλησίας από την ζωήν της Κεφαλής αυτής, ήτοι του Ιησού Χριστού, ο οποίος πληρούται δια της ζωής πάντων των μελών αυτού (Εφ. 1,23. Κολ. 2,9). Δι αυτό υπάρχει εν τη Καινή Διαθήκη μεταμόρφωσις του Ιησού Χριστού και των Χριστιανών (πρβλ. Φιλιπ. 3,20, Ρωμ. 8,23, Α΄ Κορ. 15,44 εξ.) Μάλιστα δε δύναται να λεχθή ότι ολόκληρος η Καινή Διαθήκη προβάλλει και καθοδηγεί προς γενικήν μεταμόρφωσιν εν Χριστώ, ήτοι αναγέννησιν και αναμόρφωσιν, πνευματικήν αναδημιουργία του ανθρώπου και του κόσμου: Ει τις εν Χριστώ, καινή κτίσις. Τα αρχαία παρήλθεν, ιδού γέγονεν καινά τα πάντα (Β΄ Κορ. 5,17-18. πρβλ. Πετρ. 3,3. Αποκ. 21,1-5). Αναμφιβόλως οι ιερείς συγγραφείς της Καινής Διαθήκης ερμηνεύοντες και διατυπώνοντες το Χριστιανικόν Ευαγγέλιον, στρέφουν την προσοχήν των περί την πνευματικήν μεταμόρφωσιν των Χριστιανών, αν και άλλοι τεχνικοί όροι χρησιμοποιούνται προς περιγραφήν της δια του έργου του Χριστού δημιουργηθείσης πνευματικής καταστάσεως. Η βαθμιαία πενυματική πρόοδος του παλαιού ανθρώπου και η εν τω μέτρω του Χριστού και τη επιπνοία του Αγίου Πνεύματος μεταμόρφωσις αυτού εις νέον άνθρωπον, έχοντα κεκαθαρμένας τας αισθήσεις, κεκαθαρμένον τον νουν και μάλιστα την καρδίαν του, αποτελούν θεμελιώδη διδασκαλίαν και σκοπόν της Χριστιανικής αποκαλύψεως. Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται (Ματθ. 5,8). Όταν ο άνθρωπος, ο έχων την καρδίαν καθαράν, θεωρή τον Θεόν, τότε ακριβώς, εντός του θείου φωτός, θεωρεί και τον συνάνθρωπον και τον κόσμον μεταμορφωμένον και δεδοξασμένον. Αυτό ακριβώς είναι και το μόνιμον κήρυγμα και μήνυμα του Χριστιανισμού: η μεταμόρφωσις του ανθρώπου και του κόσμου.

Πράγματι η Μεταμόρφωσις του Χριστού υποδηλοί σαφέστατα ουχί μόνον την μεταμόρφωσιν της ανθρωπίνης φύσεως - σωματικής και πνευματικής- συνολικώς καθ' όλην την ανθρωπότητα, αλλά και ολοκλήρου της υλικής δημιουργίας. Το θείο φως μεταμορφώνει ουχί μόνον το σώμα του Χριστού, αλλά και όλα τα υλικά πράγματα, κάθε ανθρώπινον πρόσωπον και κάθε φυσικόν αντικείμενον. Επί πλέον, όλα τα ανθρώπινα πρόσωπα αποκτούν εν Χριστώ καινήν ακτινοβολίαν και όλα τα κοινά υλικά πράγματα λαμβάνουν νέα αξία, νόημα και βάθος. Η Μεταμόρφωσις του Χριστού μας υπενθυμίζει ότι όλα τα δημιουργήματα του Θεού είναι καλά λίαν, και, όταν παραμορφώνονται, δύνανται κατά χάριν να επανακτήσουν την αρχικήν των ωραιότητα και αξίαν ως δώρα του Θεού και ως μέσα επικοινωνίας μετά του Δημιουργού. Δια να πραγματοποιηθή τοιαύτη κοσμική μεταμόρφωσις μέσα εις τον κόσμο της πτώσεως και της φθοράς όμως, πρέπει να μεταμορφωθή κάθε πιστός κατά τρόπον, το οποίον υπέδειξεν ο Χριστός. Όστις θέλει οπίσω μου ελθείν απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι (Μαρκ. 8,34). Τα πάντα δύνανται να μεταμορφωθούν δια της χριστιανικής αυταπαρνήσεως και της άρσεως του Σταυρού. Ο Σταυρός του Χριστού και η δόξα της Μεταμορφώσεως και της Αναστάσεως είναι συνυφασμέναι αλήθειαι και εμπειρίαι εις τον χριστιανικόν ευαγγελικόν βίον. Ερχόμενος ο Κύριος προς το εκούσιον πάθος...δεύτε ουν και ημείς...συμπορευθώμεν Αυτώ και συσταυρωθώμεν...ίνα και συζήσωμεν Αυτώ...

Όθεν ο όρος μεταμορφούσθαι δεν είναι απλώς εις μυθολογικός όρος της Ελληνορωμαϊκής αρχαιότητος, αλλά μάλλον δύναται να διαφωτίση το όλον μυστήριον του Ευαγγελίου του Χριστού. Πρώτον, μεταμόρφωσις σημαίνει ότι έκαστος πιστός οφείλει να ομοιωθή προς τον Χριστόν, καθώς γράφει ο Απόστολος Παύλος:... μεταμορφούσθαι τη ανακαινώσει του νοός, εις το δοκιμάζειν υμάς τι το θέλημα του θεού, το αγαθόν και ευάρεστον και τέλειον (Ρωμ. 12,2). Αλλαχού δε γράφει: ημείς δε πάντες ανακεκαλυμμένω προσώπω την δόξαν κυρίου κατοπτριζόμενοι την αυτήν εικόνα μεταμορφούμεθα από δόξης εις δόξαν, καθάπερ από κυρίου πνεύματος (Β΄ Κορ. 3,18). Τουτοιοτρόπως ο εν Χριστώ πιστός γίνεται τέκνον Θεού και αναμένει την τελικήν και οριστικήν αυτού ένωσιν μετά του Ιησού Χριστού: νυν τέκνα θεού εσμεν, και ούπω εφανερώθη τι εσόμεθα. Οίδαμεν ότι εάν φανερωθή όμοιοι αυτώ εσόμεθα, ότι οψόμεθα αυτόν καθώς εστιν ( Α΄ Ιωαν. 3,2 ). Οι Χριστιανοί δεν θα μείνουν γυμνοί και πτωχοί ως εν τω κόσμω τούτω, ούτε θα μείνουν με τον αρραβώνα μόνον του Πνεύματος του Θεού, αλλά θα επενδυθούν κατ' αρχάς και τέλος θα μεταμορφωθούν πλήρως, θα αναστηθούν εν δόξη και θα φέρουν αυτήν την δόξαν του Θεού (πρβλ. Β΄ Κορ. 5,1-5, Α΄ Κορ. 15, 35-55).

Κατά ταύτα η Μεταμόρφωσις δύναται να εκληφθή ως βασικός τρόπος θεωρήσεως του κόσμου και της ζωής υπό των Χριστιανών. Δηλαδή ο κόσμος ούτος και η παρούσα ζωή μεταμορφούνται υπό του φωτός και της αληθείας του Ευαγγελίου, υπό της εν Χριστώ πίστεως, ελπίδος και αγάπης καθώς ομολογεί και ο Απόστολος Παύλος:... ως αποθνήσκοντες και ιδού ζώμεν, ως παιδευόμενοι και μη θανατούμενοι, ως λυπούμενοι αεί δε χαίροντες, ως πτωχοί πολλούς δε πλουτίζοντες, ως μηδέν έχοντες και πάντα κατέχοντες (Β΄ Κορ. 6,9-10). Θεμελιώδης βάσις της Χριστιανικής παραδοξολογίας και αισιοδοξίας είναι αυτός ούτος ο Σταυρός του Χριστού, όστις ανατρέπει την ήττα εις νίκην, την ατιμίαν εις τιμήν και δόξαν, τον θάνατον εις νίκην και ζωήν τελείαν και αιώνιον μετά του Θεού. Τοιουτοτρόπως από του παρόντος η ζωή του Χριστιανού μεταμορφούται από δόξης εις δόξαν, και εν τω μεταμορφωθέντι πιστώ Χριστιανώ μεταμορφούται και ο κόσμος ολίγον κατ' ολίγον έως ότου μεταμορφωθούν τα πάντα και οι πάντες και έλθη οριστικώς ο καινός ουρανός και η γη (Αποκ. 21,1 εξ). Τοιούτο λοιπόν είναι το ευαγγέλιον χαράς και αισιοδοξίας, νίκης και ζωής, το οποίον προσφέρει η Μεταμόρφωσις του Χριστού, ήτις, τέλος τονίζει και ότι πέραν από τον θάνατον οι πιστοί αναμένουν την βεβαίαν ανάστασιν και προσδοκούν την εσχατολογικήν παρουσίαν και βασιλεία του Χριστού. Ο πόνος και τα βάσανα του ανθρωπίνου βίου επισκιάζονται από το φως, την χάριν και την χαρά του Θεού, την οποία μας έφερεν εδώ εις τον κόσμον αυτόν η παρουσία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.

Ομολογουμένως το μεγαλύτερον στοιχείο της Μεταμορφώσεως του Ιησού Χριστού είναι ακριβώς το θείον φως, στοιχείον τόσον ιστορικόν όσο και εσχατολογικόν, τόσον ψυχολογικόν όσο και δογματικόν, και αναγκαίον δια την θεωρίαν του Θεού και την σωτηρία του ανθρώπου. Το άκτιστον τούτο φως, το οποίον η Ορθόδοξος Εκκλησία εξ αρχής συνέδεσε μετά της Μεταμορφώσεως του Κυρίου, είναι η δόξα του Θεού. Η δε θεωρία της δόξης του Θεού είναι ακριβώς η θέωσις του ανθρώπου. Η δε θέωσις του ανθρώπου καθιστά προσιτήν την Μεταμόρφωσιν του Ιησού Χριστού και ταυτοχρόνως μαρτυρεί τρανώς περί της μεταμορφώσεως και του ανθρώπου, καθώς ετόνισεν η Ορθόδοξος θεώρησις και ερμηνεία του ευαγγελικού τούτου γεγονότος. Όταν ο άνθρωπος εν πίστει θεάται τον Θεόν, μεταμορφούται ούτος και αντανακλά αυτήν την δεδοξασμένην εικόνα του Θεού εν εαυτώ. Η περί θεωρίας του Θεού διδασκαλία των Ελλήνων Πατέρων της Εκκλησίας και η περί πίστεως διδασκαλία του Αποστόλου Παύλου πρέπει να νοηθούν ως παράλληλοι και σχεδόν ταυτόσημοι ενέργειαι και λειτουργίαι εις τον Χριστιανόν.

Το ευαγγέλιον της Μεταμορφώσεως του Ιησού Χριστού και του κάθε πιστού ανθρώπου εκφράζεται σαφώς και κατηγορηματικώς εις το επόμενον σπουδαίο απόσπασμα ενός ησυχαστού Πατρός, το οποίον αφ' ενός μεν ανακεφαλαιώνει το όλον θέμα της Μεταμορφώσεως, αφ' ετέρου δε συνδέει την Μεταμόρφωσιν με την Θεία Ευχαριστίαν, η οποία τώρα εκπληροί και διαιωνίζει την Μεταμόρφωσιν του Χριστού και του κάθε πιστού εις την ζωήν της Εκκλησίας, όπου ακριβώς ο Χριστός είναι δυναμικώς παρών και βασιλεύει μετά πάντων των αγίων δια μέσου πάντων των αιώνων:

Ει δε και προοίμιον της εν δόξη μελλούσης ορατής θεού θεοφανείας η εν Θαβωρίω του Κυρίου μεταμόρφωσις, και ταύτην οι απόστολοι οφθαλμοίς σώματος λαβείν κατηξιώθησαν, διατί μη και το προοίμιον και τον αρραβώνα της κατά νουν αυτού θεοφανείας οφθαλμοίς νυν λήψονται ψυχής οι κεκαθαρμένοι την καρδίαν. Επεί δε μη μόνον την εαυτού θεϊκήν υπόστασιν ο του θεού υιός, βαβαί της ανεικάστου φιλανθρωπίας, ήνωσε τη καθ' ημάς φύσει, και σώμα λαβών έμψυχον και ψυχήν έννουν επί της γης ώφθη και τοις ανθρώποις συνενεστράφη, αλλ' ω θαύματος ουδεμίαν απολειπόντος υπερβολήν, και αυταίς ταις ανθρωπίναις υποστάσεσιν ενούται, των πιστευόντων εκάστω συνανακιρνών εαυτόν δια της του αγίου ασώματος αυτού μεταλήψεως, και σύσσωμος ημίν γίνεται και ναόν της όλης θεότητος ημάς απεργάζεται, και γαρ εν αυτώ τω του Χριστού σωμάτι κατοικεί παν το πλήρωμα της θεότητος σωματικώς, πως ουχί δια της θεϊκής αυτής του εν ημίν σώματος αυτού τας ψυχάς περιαστράψας φωτίσει των αξίως μετεχόντων, ως των μαθητών εν Θαβώρ και τα σώματα εφώτισε. Τότε γαρ μήπω φυραθέν τοις σώμασι, το την πηγήν έχον του φωτός της χάριτος εκείνο σώμα των εγγιζόντων τους αξίους έξωθεν εφώτισε, και δια των αισθητών ομμάτων επί την ψυχήν εισέπεμπε τον φωτισμόν. Νυν δ' ανακραθέν ημίν και εν ημίν υπάρχον, εικότως ένδοθεν περιαυγάζει την ψυχήν.

Τώρα πλέον, εν τω μυστηρίω της Χριστιανικής λατρείας και δη εν τη συνάξει της Εκκλησίας και τη μεταλήψει της Θείας Ευχαριστίας έκαστος πιστός μεταμορφούται έσωθεν δια της μυστηριακής ενώσεως αυτού μετά του ενδόξου, θεοποιούντος και μεταμορφούντος Σώματος και Αίματος του Θεανθρώπου Σωτήρος. Ούτως, οσάκις οι πιστοί συνέρχονται επί τω αυτώ και προσφέρεται η Θεία Ευχαριστία, ο ναός γίνεται «όρος μεταμορφώσεως», όπου οι πιστοί ουχί μόνον θεωρούν τον μεταμορφωμένον και δεδοξασμένον Χριστόν, αλλά και οι ίδιοι συνενούνται και συμμεταμορφούνται εν Χριστώ και γίνονται ό,τι είναι εν δυνάμει, ήτοι Σώμα Χριστού και δη και δεδοξασμένου και μεταμορφουμένου.

Επί του όρους της Μεταμορφώσεως συνηντήθη ο άνθρωπος μετά του ενανθρωπήσαντος Θεού, οι επίγειοι μετά των επουρανίων, η ιστορική πραγματικότης μετά της εσχατολογικής τοιαύτης. Η δόξα του Χριστού μεταμόρφωσε τότε τον άνθρωπον και τον έκαμε ικανόν να θεωρή τον Θεόν και να μετέχη της βασιλείας του. Μετά την εμπειρίαν της Μεταμορφώσεως εις το Θαβώρειον όρος ο Πέτρος είπε: καλόν εστιν ημάς ωδε είναι... Ο Χριστός όμως επιμένει οι μαθηταί του να καταβούν πάλιν εις την πεδιάδαν, όπου η κοινωνία υποφέρει και αγωνίζεται. Οι Χριστιανοί δεν συμμετέχουν εις την χάριν της Μεταμορφώσεως δια να απομονωθούν και να αποφύγουν τας ευθύνας τους. Οι σωστοί και πιστοί Χριστιανοί «καταβαίνουν» εις τον κόσμον, δεν αδιαφορούν δια την υπόλοιπον κοινωνίαν. Διεισδύουν εις αυτήν και μεταδίδουν την θεραπείαν της καθάρσεως της ιδίας καρδίας εις όλους. Ο καθημερινός βίος μεταμορφούται, ακριβώς όταν έκαστος πιστός αναλαμβάνη τον πόνον, την μοναξιάν, την λύπη των άλλων ανθρώπων του περιβάλλοντός του.

Εις το τέλος της Θείας Λειτουργίας ο λειτουργός λέγει προς το εκκλησίασμα: Εν ειρήνη προέλθωμεν... Αυτό το προέλθωμεν είναι ακριβώς η ευαγγελική αποστολή να «καταβαίνουν» οι Χριστιανοί από το «Θαβώριον όρος» της Εκκλησίας και να βαδίζουν εις τον κόσμον. Καταβαίνουν όμως με το φως της Μεταμορφώσεως με τη καρδία αυτών. Είδομεν το φως το αληθινόν, ελάβομεν Πνεύμα επουράνιον, εύρομεν πίστιν αληθή, αδιαίρετον Τρίαδα προσκηνούντες... Αφού πάθουν την κατά Θεόν αλλοίωσιν, αφού αποκτήσουν την αληθινήν θεογνωσίαν, τότε επιτελείται επιτυχώς η αποστολή της Εκκλησίας εις τον κόσμον. Δεν πραγματοποιείται επιτυχώς όμως, αν δεν προηγηθεί η εμπειρία της Μεταμορφώσεως. Η επιστροφή εις τον πόνον του κόσμου και η ανάληψις του Σταυρού γίνεται τώρα μετά της βεβαιότητος της νίκης και της αναστάσεως. Αυτό πράγματι είναι το μεταμορφωτικόν ευαγγέλιον και έργον της Εκκλησίας εις κάθε τόπον και εις κάθε εποχήν, δια να μεταμορφωθή ο κόσμος, η κοινωνία, και ο κάθε άνθρωπος να γίνει φίλος του Θεού, δεδοξασμένος από το θείον φως της Μεταμορφώσεως του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.

Επί του όρους της Μεταμορφώσεως οι μαθηταί εγνώρισαν μιαν πραγματικήν και απόλυτον συμμετοχήν εις την δόξαν του Θεού, αποκαλυφθείσαν εν τω προσώπω του μεταμορφωθέντος Ιησού Χριστού. Απεσπάσθησαν ούτοι από την καθημερινήν ζωήν και έζησαν προς στιγμήν εντός της θείας τάξεως και της θείας ζωής. Εθεώρησαν την αληθή θείαν ωραιότητα του Χριστού και της ανθρωπίνης φύσεως εν Χριστώ και εν εαυτοίς υπό το πρίσμα της αιωνιότητος, όπου παρελθόν, παρόν και μέλλον συνυπάρχουν. Το αυτό ακριβώς βίωμα καλούνται και δύνανται να γνωρίσουν άπαντες οι πιστοί δια της ανόδου εις «το όρος της Μεταμορφώσεως», δια της εισόδου εις την βασιλείαν του Θεού και δια της συμμετοχής εις την Θείαν Ευχαριστίαν, ήτις είναι τώρα και εις το διηνεκές η Μεταμόρφωσις του Χριστού, ακριβώς διότι είναι η θέωσις και η μεταμόρφωσις του ανθρώπου εν Χριστώ.

------------------------------------------------

πηγή: Πρωτοπρ. Παναγιώτη Α. Τσάμπηρα, Η μεταμόρφωσις του Ιησού Χριστού, Εκδ. Αποστολική Διακονία, 2004, σελ. 355-363

Τελικά, τὶ εἴμαστε;

Νίκων Κουτσίδης (Ἀρχιμανδρίτης)




Ὁ Ἱερεμίας Ρίφκιν εἶναι ἕνας ἀπό τούς διασημότερους –παγκοσμίως - πολιτικούς ἀναλυτές. Πρίν ἀπό ἑνάμισυ χρόνο ἔδωσε μία συνέντευξη σέ ἑλληνική ἐφημερίδα (ΒΗΜΑ, 19/2/06).

Σ᾿ αὐτήν λέει καί τά ἑξῆς:
* * *
-Ἄν διαβάσετε τούς φιλοσόφους καί οἰκονομολόγους τοῦ 18ου καί 19ου αἰώνα, θά δεῖτε ὅτι ἦταν κολλημένοι στήν ἰδέα, ὅτι εἴμαστε ὄντα ὑλικά καί ὅτι αὐτή εἶναι ἡ πρωταρχική ταυτότητά μας καί ἑπομένως ἡ ἠθική μας. Οἱ πολιτιστικές ἀξίες μας καί ὁλόκληρος ὁ πολιτισμός μας βασίζονται σέ αὐτήν τή διάσταση, ὅπως τήν περιέγραψε μιά διάσημη γυναίκα: «Ὁ ὑλικός κόσμος = μιά κοπέλα «ὑλικό» («Material world, material girl»)! Νομίζω ὅτι ἐξαιτίας τῆς ἄποψης αὐτῆς ὑποφέρουμε ἐδῶ καί τουλάχιστον 200 χρόνια. Ἡ ἄποψη αὐτή ἔχει προκαλέσει μεγάλο κακό καί σέ ἐμᾶς καί σέ ὅλα τά εἴδη, μέ τά ὁποῖα συνυπάρχουμε πάνω στόν πλανήτη.

Ναί, εἶναι ἀνάγκη νά ἐπιβιώνουμε. Ναί, εἴμαστε ὄντα ὑλικά καί πρέπει νά ἐπιβιώνουμε: νά τρῶμε, νά ντυνόμαστε, νά ἔχουμε ἕνα κατάλυμα, γιά νά προστατευτοῦμε. Ὅμως, μελέτες ἐπί μελετῶν ἔχουν γίνει γιά τό θέμα αὐτό τά τελευταῖα εἴκοσι χρόνια, καί ἔχουν καταδείξει, ὅτι ἀπό τή στιγμή πού ἔχουμε τά βασικά, πού ἔχουμε ἕνα ἐπίπεδο κάλυψης τῶν ὑλικῶν ἀναγκῶν μας, ὅσο περισσότερα ἀποκτοῦμε, τόσο λιγότερο εὐτυχισμένοι γινόμαστε. Ἡ συσσώρευση πλούτου, ἀπό ἕνα σημεῖο καί μετά, γίνεται ἀντιστρόφως ἀνάλογη μέ τήν εὐτυχία. Ἀρχίζεις πλέον καί γίνεσαι δοῦλος ὅλων αὐτῶν πού ἔχεις καταφέρει νά ἀποκτήσεις.

Ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶπε ὅτι τό πιό σημαντικό εἶναι, νά εἶσαι ἄνθρωπος. Καί τί σημαίνει νά εἶσαι ἄνθρωπος; Νά νιώθεις τόν πόνο τοῦ ἄλλου· νά προσπαθεῖς νά νιώσεις αὐτά πού βιώνει ὁ ἄλλος· νά εἶσαι ἐκεῖ, ὅταν σέ χρειάζεται· νά τοῦ δείχνεις τήν συμπόνια σου· νά τοῦ ἐκχωρεῖς τόν ἑαυτό σου, ἀφοῦ τόν ἑαυτό μας μποροῦμε νά τόν γνωρίσουμε μόνο σέ σχέση μέ τούς ἄλλους. Γιά μένα αὐτός εἶναι ὁ παράδεισος. Δέν εἶναι κάτι πού πρέπει νά περιμένουμε νά πεθάνουμε γιά νά τό ζήσουμε (!)
* * *
Εἶναι πολύ εὐχάριστο νά ἀκοῦμε καί νά διαβάζουμε τέτοιες διαπιστώσεις ἀπό ἕνα σοφό ἐπιστήμονα. Ὅμως, ὑπάρχουν ἐδῶ δύο ἐρωτήματα:

1. Γιατί νά τά κάνουμε ὅλα αὐτά; Καί

2. Πῶς θά τά ἐπιτύχουμε;

Ἄριστη ἀπάντηση μᾶς δίνει ἡ ἑορτή τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Τί εἶναι ἡ μεταμόρφωση; Τί μᾶς λέει;

Δέν εἶναι ἕνα κάποιο ὑπερθέαμα τοῦ κόσμου τούτου. Δέν ἔγινε γιά νά καταπλήξει τούς ἀποστόλους.

Ἡ Μεταμόρφωση τοῦ Χριστοῦ μᾶς ἀποκαλύπτει τά ἑξῆς:

1. Ἐφάνηκε ὁλοκάθαρα ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ Θεός καί Κύριος, παρόλο πού ἐμφανίσθηκε στήν γῆ σάν ἄνθρωπος.

2. Ἔδειξε, τί δόξα εἶχε καί ἔχει ὁ ἄνθρωπος καί τί δόξα τόν περιμένει: καί ἐδῶ· καί ἐκεῖ.

3. Καί ἀκόμη ἔδειξε, ὅτι ὅσο πιό κοντά εἶναι στόν Χριστό, τόσο περισσότερη δόξα καί φωτισμό ἔχει.

4. Ἔγινε σέ βουνό (ὄρος ὕψηλόν), γιά νά φανεῖ ὅτι: ὅπως χρειάζεται κόπος γιά νά ἀνεβοῦμε στά βουνά, ἔτσι χρειάζεται κόπος γιά νά γίνουμε «ἄνθρωποι», σωστοί· μέ ἀγάπη καί μέ φροντίδα καί γιά τόν «ἄλλον».

Ἡ Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου

Schmemann Alexander (Protopresbyter (1921-1983))

undefined



Στὸ τέλος σχεδὸν τοῦ λειτουργικοῦ ἔτους, τὸν Αὔγουστο, ἔχουμε τὴ γιορτὴ τῆς Μεταμόρφωσης τοῦ Χριστοῦ. Αὐτή, εἶναι ἀκόμα μία, ἀπὸ τὶς μεγάλες γιορτές. Δυστυχῶς, ὅμως, ἐπειδὴ συνήθως πέφτει καθημερινή, δὲν τὴ γιορτάζουν πολλοὶ ἄνθρωποι. Ὅμως γιὰ τὴν κατανόηση τῆς Ὀρθόδοξης πίστης ἔχει μία μοναδικὴ σημασία. Ὁ Χριστὸς πῆρε τοὺς μαθητές Του στὸ ὄρος καὶ ἐκεῖ τὸ πρόσωπό Του φάνηκε νὰ ἀστράφτει. Τὰ ἐνδύματά Του φάνηκαν λευκὰ σὰν τὸ χιόνι καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς μαθητὲς εἶπε: «Κύριε καλὰ εἶναι νὰ μείνουμε ἐδῶ».

Αὐτὴ ἦταν ἡ ἐκπλήρωση ὅλων τῶν ἀνθρωπίνων ἐπιθυμιῶν, ἡ στιγμὴ τῆς ὑπέρτατης εὐτυχίας. Διότι τίποτε σ’ αὐτὸ τὸν κόσμο δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς ἱκανοποιήσει ἐκτὸς ἀπὸ τὸ Θεό, τὴ δόξα Του, τὸ φῶς Του, τὴν ἀλήθειά Του, τὴ Βασιλεία Του. Ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι γιὰ τὴ χαρὰ· αὐτὸ εἶναι τὸ νόημα τῆς Μεταμορφώσεως. Δὲν εἶναι ἕνα βιβλίο συνταγῶν: τὴ Δευτέρα κάνε αὐτό, τὴν Τρίτη ἐκεῖνο. Ὁ Θεὸς δὲν μᾶς ἔδωσε ἕνα σύνολο ἀπὸ συνταγὲς καὶ ὁδηγίες ἀλλὰ τὸν Ἑαυτό Του. Καὶ αὐτὸ σημαίνει Ζωή, Ἀγάπη καὶ Μεταμόρφωση. Μᾶς ἔδωσε τὴ δύναμη νὰ πᾶμε στὸ Ὄρος Θαβὼρ καὶ νὰ γευτοῦμε ἐκεῖ τὸ τί μᾶς ἔχει ἑτοιμάσει.

Τί εἶναι ἡ ἐκκλησία; Ἡ ἐκκλησία εἶναι ὁ καθρέφτης σ’ αὐτὸ τὸν κόσμο τοῦ φωτὸς ποὺ εἶδαν οἱ μαθητὲς στὸ ὄρος Θαβώρ. Ρωτεῖστε πολλοὺς ἀπὸ τοὺς ἡλικιωμένους μας. Δὲν θὰ καταλάβουν ποτὲ τί σημαίνει ὅτι πρέπει νὰ πάνε ἐκκλησία, διότι τὸ νὰ πᾶνε ἐκκλησία εἶναι χαρὰ γι’ αὐτοὺς καὶ ὅταν δὲν μποροῦν νὰ πᾶνε δὲν εἶναι εὐτυχεῖς. Ὅταν ἐμεῖς ρωτοῦμε «πόσα;» καὶ «γιὰ πόσο;» αὐτοὶ δίνουν τὸ πᾶν γιὰ νὰ ἔχουν τὴν εὐκαιρία νὰ εἶναι στὴν ἐκκλησία. Ἡ ἐκκλησία γι’ αὐτοὺς δὲν εἶναι ἕνα μέρος ποὺ μποροῦμε νὰ ἐκπληρώνουμε τὶς θρησκευτικές μας ὑποχρεώσεις ἀλλὰ ὁ τόπος ὅπου μποροῦμε νὰ βροῦμε τὸ πραγματικό μας σπίτι ὅπου μᾶς δίνονται ἡ χαρὰ καὶ τὸ φῶς.

Ἔτσι στὴ λειτουργία τοῦ χρόνου ὅλες οἱ διαστάσεις τοῦ Χριστιανισμοῦ - οἱ ἀτομικές, οἱ κοινωνικὲς καὶ οἱ κοσμικές – μᾶς ἀποκαλύπτονται καὶ μᾶς δίνονται. Ἡ χριστιανικὴ ζωὴ ἀποκαλύπτεται σὰν μία ἀνάβαση σ’ ἕνα βουνό, ἀκολουθώντας τὸ Χριστό. Μερικὲς φορὲς εἶναι πολὺ ζέστη· μερικὲς φορὲς πολὺ κρύο. Μερικὲς φορὲς κουραζόμαστε ἀπὸ τὴν προσπάθεια καὶ τὰ παρατοῦμε καὶ φαίνεται πὼς τὰ ξεχνοῦμε ὅλα. Ὅμως ἐὰν ὑπάρχει ἕνα νόημα στὴ χριστιανικὴ ζωὴ αὐτὸ εἶναι τὸ νὰ ἀκολουθεῖς πάντοτε τὸ Χριστὸ στὸ Ὄρος Θαβὼρ ἔτσι ὥστε στὸ τέλος, νὰ μποροῦμε νὰ ποῦμε: «Κύριε καλὸν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι......». Μετὰ ὁ Χριστὸς μᾶς ἀποκαλύπτει ὅπως εἶπε καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος «... ἃ ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἃ ἠτοίμασεν ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτὸν» (Α' Κορ, β '9).

Ἂς τὸ σημειώσουμε: ὄχι μόνο γι’ αὐτοὺς ποὺ ἀκολουθοῦν τὶς ἐντολὲς Του ἀλλὰ καὶ γιὰ ἐκείνους ποὺ Τὸν ἀγαποῦν. Καὶ νὰ Τὸν ἀγαποῦμε σημαίνει αὐτὴ τὴν ἐπιθυμία νὰ Τὸν ἀκολουθοῦμε ἀνεξαρτήτως δυσκολιῶν, τὸ νὰ θέλουμε αὐτὴ τὴ χαρά, νὰ εἴμαστε ἐν Χριστῷ.


Μετάφραση: Ἱεροδιάκονος Ἀναστάσιος Τελεβάντος

Ὁμιλία στὴν Θεία Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου

Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς
 


Ὁ Προφήτης Ἡσαΐας προεῖπε γιά τό εὐαγγέλιο ὅτι «λόγο συντετμημένο θά δώσει ὁ Κύριος ἐπί τῆς γῆς» (Ἡσ. 10, 25). Συντετμημένος λόγος εἶναι ἐκεῖνος, πού μέσα σέ λίγες λέξεις περικλείει πλούσιο νόημα. Ἄς ἐπανεξετάσουμε λοιπόν σήμερα ὅσα ἔχουμε ἐκθέσει κι ἄς προσθέσουμε ὅσα ὑπολείπονται, γιά νά ἐμφορηθοῦμε ἀκόμη περισσότερο ἀπό τά ἐναποκείμενα ἄφθαρτα νοήματα καί ὁλόκληροι νά καταληφθοῦμε ἀπό τά θεῖα.

«Τόν καιρό ἐκεῖνο παραλαμβάνει ὁ Ἰησοῦς τόν Πέτρο, τόν Ἰάκωβο καί τόν Ἰωάννη καί τούς ἀνεβάζει σέ ὄρος ὑψηλό κατ᾽ ἰδίαν. Ἐκεῖ μεταμορφώθηκε ἐνώπιόν τους καί ἔλαμψε τό πρόσωπό Του ὅπως ὁ ἥλιος» (Ματθ. 17, 1). Ἰδού τώρα εἶναι καιρός εὐπρόσδεκτος, σήμερα ἡμέρα σωτηρίας, ἀδελφοί, ἡμέρα θεία, νέα καί ἀΐδιος, πού δέν μετρεῖται μέ διαστήματα, δέν αὐξομειώνεται, δέν διακόπτεται ἀπό νύκτα. Διότι εἶναι ἡ ἡμέρα τοῦ Ἥλιου τῆς δικαιοσύνης, ὁ ὁποῖος δέν ὑφίσταται ἀλλοίωση ἤ σκιά ἕνεκα μετατροπῆς» (Ἰακ. 1, 7). Αὐτός, ἀφ᾽ ὅτου φιλανθρώπως ἔλαμψε σέ μᾶς μέ εὐδοκία τοῦ Πατρός καί συνεργία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί μᾶς ἐξήγαγε ἀπό τό σκοτάδι στό θαυμαστό του φῶς, συνεχίζει γιά πάντα νά λάμπει πάνω ἀπό τά κεφάλια μας ὡς ἄδυτος ἥλιος.

Ἐπειδή, λοιπόν, εἶναι δικαιοσύνης καί ἀλήθειας ἥλιος, δέν ἀνέχεται νά φέγγει καί νά γνωρίζεται ἀπό αὐτούς πού μετέρχονται τό ψεῦδος ἤ ὑψώνουν τήν ἀδικία μέ λόγια ἤ τήν ἐπιδεικνύουν μέ ἔργα. Ἀλλά ἐμφανίζεται καί γίνεται πιστευτός ἀπό τούς ἐργάτες τῆς δικαιοσύνης καί τούς ἐραστές τῆς ἀλήθειας καί αὐτούς εὐφραίνει μέ τίς λάμψεις Του. Αὐτό εἶναι πού λέει ἡ Γραφή «Φῶς ἀνέτειλε γιά τόν δίκαιο καί ἡ σύζυγός του εὐφροσύνη» (Ψαλμ. 96, 12). Γι᾽ αὐτό καί ὁ ψαλμωδός προφήτης ἄδει πρός τόν Θεό: «Τό Θαβώρ καί ὁ Ἑρμών θά ἀγαλλιάσουν στό ὄνομά σου» (Ψαλμ. 88, 12), προαναγγέλλοντας τήν εὐφροσύνη πού προκλήθηκε ἀργότερα στό ὄρος ἀπό τήν ἔλλαμψη ἐκείνη σ᾽ αὐτούς πού τήν εἶδαν.

Ὁ δέ Ἡσαΐας λέει: «λύσε κάθε δεσμό ἀδικίας, διάλυσε τούς κόμπους βιαίων συνθηκῶν, κάθε ἄδικη συμφωνία ἀναίρεσε» (Ἠσ. 58, 6). Καί κατόπιν: «Τότε θά ξεχυθεῖ σάν τήν αὐγή τό φῶς σου καί τά ἰάματά σου γρήγορα θά ἀνατείλουν, θά πορεύεται ἐνώπιόν σου ἡ δικαιοσύνη σου καί ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ θά σέ προστατεύει» (Ἠσ. 58, 8). Καί πάλι, «ἐάν ἀφαιρέσεις ἀπό σένα δεσμό καί χειρονομία καταδικαστική καί κακολογία, καί δώσεις στόν πεινασμένο ἄρτο μέ τήν ψυχή σου καί χορτάσεις ψυχή ταπεινωμένη, τότε θά ἀνατείλει μέσα ἀπό τό σκοτάδι τό φῶς σου καί τό σκοτάδι σου θά γίνει σάν μεσημέρι» (Ἠσ. 58, 9). Πράγματι, τούς καθιστᾶ κι αὐτούς ἄλλους ἥλιους, πάνω στούς ὁποίους ὁ ἥλιος αὐτός θά λάμψει ἀπλέτως· «διότι θά λάμψουν καί οἱ δίκαιοι ὅπως ὁ ἥλιος στήν βασιλεία τοῦ Πατρός τους» (Ματθ. 13, 43).

Ἄς ἀποβάλλουμε λοιπόν, ἀδελφοί, τά ἔργα τοῦ σκότους, κι ἄς ἐργαζόμαστε τά ἔργα τοῦ φωτός, ὥστε ὄχι μόνο νά βαδίσουμε εὐσχημόνως σάν σέ τέτοια ἡμέρα, ἀλλά καί ἡμέρας υἱοί νά γίνουμε. Καί ἄς ἀνεβοῦμε στό ὄρος, ὅπου ὁ Χριστός ἔλαμψε, γιά νά δοῦμε τί συνέβη ἐκεῖ. Ἤ μᾶλλον, ἐάν εἴμαστε ὅπως πρέπει καί ἔχουμε γίνει ἄξιοι τέτοιας ἡμέρας, ὁ ἴδιος ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ θά μᾶς ἀνεβάσει στόν κατάλληλο καιρό. Τώρα ὅμως, παρακαλῶ, ἐντείνετε καί ἀνυψῶστε τούς ὀφθαλμούς τῆς διάνοιας πρός τό φῶς τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος, ἕως ὅτου μεταμορφωθεῖτε μέ τήν ἀνακαίνιση τοῦ νοῦ σας καί ἔτσι ἀποκτώντας τήν θεία αἴγλη ἀπό ψηλά, νά γίνετε σύμμορφοι μέ τό ὁμοίωμα τῆς δόξας τοῦ Κυρίου (Φιλ. 3, 21), τοῦ ὁποίου τό πρόσωπο ἐπάνω στό ὄρος ἔλαμψε σήμερα σάν τόν ἥλιο.

Τί σημαίνει «σάν τόν ἥλιο;» Κάποτε τό ἡλιακό φῶς δέν ὑπῆρχε σάν σέ σκεῦος στόν δίσκο τοῦτο. Τό μέν φῶς εἶναι πρωτογεννημένο, τόν δέ δίσκο τήν τετάρτη ἡμέρα δημιούργησε ὁ Κτίστης τῶν πάντων, ἀνάβοντας σ᾽ αὐτόν τό φῶς καί κάμνοντάς τον ἄστρο πού φέρνει τήν ἡμέρα καί συγχρόνως φαίνεται τήν ἡμέρα. Κατά τόν ἴδιο τρόπο καί τό φῶς τῆς θεότητας κάποτε δέν βρισκόταν σάν σέ σκεῦος στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖνο μέν εἶναι πρίν ἀπό κάθε ἀρχή καί δίχως ἀρχή. Τοῦτο δέ τό πρόσλημμα, τό ὁποῖο ἔλαβε ἀπό μᾶς ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, δημιουργήθηκε γιά χάρη μας στούς ὕστερους χρόνους, λαμβάνοντας ἐντός του τό πλήρωμα τῆς θεότητας. Ἔτσι ἐμφανίσθηκε φωστήρας θεοποιός καί συνάμα θεοφεγγής. Ἔτσι ἔλαμψε τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ὅπως ὁ ἥλιος, τά δέ ἱμάτιά Του ἔγιναν λευκά ὅπως τό φῶς. Ὁ δέ Μᾶρκος λέει «στιλπνά καί λευκά πολύ σάν χιόνι, τέτοια πού δέν μπορεῖ νά λευκάνει γναφέας ἐπί τῆς γῆς» (Μαρκ. 9, 3).

Λαμπρύνθηκε, λοιπόν, μέ τό ἴδιο φῶς καί τό προσκυνητό ἐκεῖνο σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί τά ἱμάτια, ἀλλ᾽ ὄχι ἐξίσου. Διότι τό μέν πρόσωπό Του σάν τόν ἥλιο ἔλαμψε, τά δέ ἱμάτια, ἐφόσον ἄγγιζαν τό σῶμα Του, ἔγιναν φωτεινά. Καί ἔδειξε μέ αὐτό ποιές εἶναι οἱ στολές τῆς δόξας, πού θά ἐνδυθοῦν κατά τόν μέλλοντα αἰῶνα ὅσοι πλησίασαν τόν Θεό, καί ποιά εἶναι τά ἐνδύματα τῆς ἀναμαρτησίας, τά ὁποῖα ὅταν ἀπέβαλε ὁ Ἀδάμ λόγῳ τῆς παραβάσεως, φαινόταν γυμνός καί αἰσθανόταν ντροπή. Ὁ μέν θεῖος Λουκᾶς λέει: «Ἔγινε ἡ μορφή Του διαφορετική καί ἡ ἐνδυμασία Του λευκή καί ἀπαστράπτουσα», βλέποντας ὅτι ὅλα τά ἐκεῖ τελούμενα δέν ἔχουν κάτι ἀντίστοιχο νά συγκριθοῦν. Ὁ δέ Μᾶρκος εἰκονίζει μέν τά ἱμάτια, λέγοντας ὅμως ὅτι εἶναι στιλπνά καί λευκά σάν χιόνι ἔδειξε καί αὐτός ὅτι οἱ εἰκόνες καί τά παραδείγματα ὑστεροῦν ἔναντι τῆς θέας τῶν ἱματίων ἐκείνων. Διότι τό χιόνι εἶναι μέν λευκό, ἀλλ᾽ ὄχι στιλπνό. Ἔχει πάντα ἀνώμαλη ἐπιφάνεια, ἐφόσον ὅλο ἀποτελεῖται ἀπό μικρές φυσαλίδες λόγῳ τῆς μίξεως τοῦ ἐνυπάρχοντος σ᾽ αὐτό ἀέρα. Ὅταν δηλαδή τό σύννεφο δέν ἔχει ἀκόμη συσταθεῖ τελείως καί δέν μπορεῖ νά ἀποβάλει τόν ἐνυπάρχοντα ἀέρα, πήζει ἀπό τήν σφοδρότητα τοῦ ψύχους καί ἔτσι κατέρχεται γεμᾶτο ἀέρα, λευκό καί ἀνώμαλο, ὅπως περίπου ὁ ἀφρός.

Ἐπειδή, λοιπόν, δέν ἀρκοῦσε τό λευκό τοῦ χιονιοῦ, γιά νά παραστήσει τήν τερπνότητα τῆς θέας ἐκείνης, συμπεριλήφθηκε καί τό στιλπνό, δείχνοντας καί μ᾽ αὐτά ὁ εὐαγγελιστής τήν ὑπερφυῆ φύση τοῦ φωτός ἐκείνου, μέ τό ὁποῖο τά ἱμάτια ἐκεῖνα ἔγιναν στιλπνά καί λευκά. Πράγματι, δέν εἶναι ἰδιότητα τοῦ φωτός νά καθιστᾶ λευκά καί στιλπνά αὐτά πού φωτίζει, ἀλλά νά δείχνει τό χρῶμα τους. Ἀντιθέτως, ἐκεῖνο, καθώς φαίνεται, τά ἀποκάλυψε ἤ μᾶλλον τά ἀλλοίωσε, πρᾶγμα πού δέν συνιστᾶ ἰδιότητα αἰσθητοῦ φωτός. Τό δέ ἀκόμη παραδοξότερο, ὅτι καί ὅταν τά ἀλλοίωσε, τά διατήρησε πάλι ἀναλλοίωτα, ὅπως φάνηκε λίγο ἀργότερα. Πῶς νά τά ἐνεργεῖ αὐτά φῶς γνώριμο σέ μᾶς; Γι᾽ αὐτό ὁ εὐαγγελιστής θέλοντας νά δείξει ὑπερφυῆ ὄχι μόνο τήν ὑπεροχική λαμπρότητα καί ὀμορφιά τοῦ προσώπου τοῦ Κυρίου, ἀλλά καί τήν ὡραιότητα τῶν ἐνδυμάτων, παραμέρισε μέ τρόπο τήν φυσική ὡραιότητα συνάπτοντας τήν στιλπνότητα μέ τό λευκό τοῦ χιονιοῦ. Ἐπειδή ὅμως καί ἡ τέχνη μαζί μέ τήν φύση ἐπινοεῖ τό ὡραῖο, θέτοντας ἐκείνη τήν ὀμορφιά πάνω ἀπό τεχνητούς ὡραϊσμούς, ἀναφέρει: «τέτοια, πού δέν μπορεῖ νά λευκάνει γναφέας ἐπάνω στήν γῆ».

Ἀλλ᾽ ὅμως ὁ προαιώνιος Λόγος, πού σαρκώθηκε γιά μᾶς, ἡ ἐνυπόστατη σοφία τοῦ Πατρός, φέρει ὁπωσδήποτε μέσα Του καί τόν λόγο τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος· τοῦ ὁποίου τό γράμμα εἶναι σάν ἐνδυμασία· λευκό καί σαφές, συνάμα δέ στιλπνό καί λαμπρό καί σάν μαργαριτάρι, μᾶλλον δέ θεοπρεπές καί ἔνθεο γι᾽ αὐτούς πού βλέπουν πνευματικά τά τοῦ Πνεύματος καί ἑρμηνεύουν θεοπρεπῶς τίς λέξεις τῶν κειμένων καί δείχνουν ὅτι τά λόγια τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος εἶναι τέτοια, πού γναφέας ἐπάνω στήν γῆ, δηλαδή σοφός τοῦ κόσμου τούτου, δέν μπορεῖ νά διασαφήσει. Καί τί λέω νά διασαφήσει; Δέν μπορεῖ νά τά κατανοήσει, οὔτε ὅταν τά ἑξηγεῖ ἄλλος. Διότι, καθώς λέει ὁ ἀπόστολος, «ψυχικός ἄνθρωπος δέν δέχεται τά τοῦ Πνεύματος, οὔτε μπορεῖ νά τά γνωρίσει» (Α´ Κορ. 2, 14). Γι᾽ αὐτό καί ἐσφαλμένως θεωρεῖ αἰσθητές τίς ἀσύλληπτες καί θεῖες καί πνευματικές ἐλλάμψεις, «ἐρευνώντας πράγματα πού δέν εἶδε, μάταια ὑπερυφανευόμενος μέ τόν ὑποδουλωμένο στήν ἁμαρτία νοῦ του» (Κολ. 2, 18).

Ἀλλ᾽ ὁ Πέτρος, πού ὁ νοῦς του φωτίσθηκε ἀπό τήν θεσπέσια ἐκείνη θέα καί ἀνυψώθηκε πρός θεῖο ἔρωτα καί πόθο μεγαλύτερο, μή θέλοντας πλέον νά ἀποχωρισθεῖ τό φῶς ἐκεῖνο, «καλό εἶναι νά εἴμαστε ἐδῶ», ἔλεγε στόν Κύριο, «ἄν θέλεις, ἄς κατασκευάσουμε ἐδῶ τρεῖς σκηνές, μία γιά σένα, μία γιά τόν Μωϋσῆ καί μία γιά τόν Ἠλία», μή γνωρίζοντας τί λέει. Διότι, βέβαια, δέν εἶχε φθάσει ὁ καιρός τῆς ἀποκαταστάσεως. Ὅταν ἔλθει ὁ καιρός, δέν θά χρειασθοῦμε σκηνές χειροποίητες. Πέρα ἀπό αὐτό, δέν ἔπρεπε νά ἐξισώνει τόν Δεσπότη μέ τούς δούλους μέ τήν ὁμοιότητα τῶν σκηνῶν. Ὁ μέν Χριστός ὡς Υἱός γνήσιος στούς κόλπους τοῦ Πατρός βρίσκεται, οἱ δέ προφῆτες ὡς υἱοί γνήσιοι τοῦ Ἀβραάμ στούς κόλπους τοῦ Ἀβραάμ ὅπως πρέπει θά κατοικήσουν. Καθώς λοιπόν ὁ Πέτρος στήν ἄγνοιά του ἔλεγε αὐτά, «ἰδού, νεφέλη φωτεινή τούς ἐπισκίασε», διακόπτοντας τούς λόγους τοῦ Πέτρου καί δείχνοντας ποιά εἶναι ἡ σκηνή πού ἁρμόζει στόν Χριστό. Τί ἦταν ὅμως αὐτή ἡ νεφέλη καί πῶς, ἐνῶ ἦταν φωτεινή, τούς ἐπισκίασε; Μήπως εἶναι αὐτή τό ἀπρόσιτο φῶς, στό ὁποῖο ὁ Θεός κατοικεῖ, τό φῶς πού ἐνδύεται σάν ἱμάτιο; Διότι λέει: «αὐτός πού καθιστᾶ τά σύννεφα ἄμαξά Του» (103, 4) καί «ἔθεσε τό σκότος περικάλυμμά Του σάν κυκλική σκηνή» (Ψαλμ. 17, 13), ἐνῶ ὁ ἀπόστολος λέει: «εἶναι ὁ μόνος πού ἔχει ἀθανασία καί κατοικεῖ σέ φῶς ἀπρόσιτο» (Α´ Τιμ. 6, 16). Ὥστε τό ἴδιο εἶναι ἐδῶ καί φῶς καί σκότος, πού ἐπισκιάζει ἀπό ἀσύγκριτη λαμπρότητα.

Ἀλλά καί αὐτό, πού λίγο πρίν εἶδαν τά μάτια τῶν ἀποστόλων, χαρακτηρίζεται ὡς ἀπρόσιτο ἀπό τούς ἱερούς θεολόγους. «Σήμερα εἶναι φωτός ἀπροσίτου ἄβυσσος. Σήμερα φωτίζει τούς ἀποστόλους ἀπεριόριστη ἔκχυση θείας αἴγλης στό Θαβώρ». Καί ὁ μέγας Διονύσιος ἀποκαλώντας γνόφο τό ἀπρόσιτο φῶς, ὅπου λέγεται ὅτι κατοικεῖ ὁ Θεός λέει ὅτι «σ᾽ αὐτόν τόν γνόφο εἰσέρχεται ὅποιος ἀξιώνεται νά γνωρίσει καί νά δεῖ τόν Θεό». Ἑπομένως τό ἴδιο φῶς ἦταν αὐτό πού πρωτύτερα ἔβλεπαν νά λάμπει ἀπό τό πρόσωπο τοῦ Κυρίου οἱ ἀπόστολοι καί ἡ φωτεινή νεφέλη πού κατόπιν ἐπισκίασε. Ἀλλά στήν ἀρχή ἐπειδή ἔλαμπε μετριότερα, ἐπέτρεπε τήν ὅραση. Ὅταν ὅμως διαχύθηκε μέ πολύ μεγαλύτερη ἔνταση, ἦταν γι᾽ αὐτούς ἀόρατο λόγῳ τῆς ἀσύγκριτης λαμπρότητας. Καί ἔτσι ἐπισκίασε τήν πηγή τοῦ θείου καί ἀεννάου φωτός, τόν ἥλιο τῆς δικαιοσύνης Χριστό. Ἄλλωστε, καί στόν αἰσθητό ἥλιο τό ἴδιο φῶς καί τήν ὅραση παρέχει μέσω τῆς ἀκτίνας καί ἀφαιρεῖ πάλι τήν ὅραση, ὅταν κατάματα τόν κοιτάξει κανείς, διότι ἡ λαμπρότητά του εἶναι ὑπεράνω τῆς δυνατότητας τῶν ὀφθαλμῶν μας.

Ἀλλ᾽ ὁ μέν αἰσθητός ἥλιος φαίνεται ὅπως εἶναι ἐκ φύσεως καί ὄχι ὅπως θέλει, οὔτε μόνο σέ ὅποιους θέλει. Ὁ δέ ἥλιος τῆς ἀλήθειας καί τῆς δικαιοσύνης Χριστός, ἔχοντας ὄχι μόνο φύση καί φυσική λαμπρότητα καί δόξα, ἀλλά καί θέληση ἀνάλογη, φωτίζει προνοητικῶς καί σωτήρια μόνο ὅσους θέλει καί ὅσο θέλει. Ἔτσι θέλησε καί φάνηκε σάν ἥλιος ἐνώπιον τῶν ἀποστόλων καί μάλιστα ὄχι ἀπό μεγάλη ἀπόσταση. Ἔπειτα ἔλαμψε πιό ἔντονα κατά τήν θέλησή Του καί ἀπό τήν ἀσύγκριτη φωτεινότητα ἔγινε ἀόρατος στά μάτια τῶν ἀποστόλων, σάν νά εἰσῆλθε σέ φωτεινή νεφέλη. Ἀλλά καί φωνή ἀκούσθηκε ἀπό τήν νεφέλη: «Αὐτός εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, στόν ὁποῖον εὐδόκησα, Αὐτόν νά ἀκοῦτε». Ὅταν ὁ Κύριος βαπτίσθηκε στόν Ἰορδάνη, ἀνοίχθηκαν οἱ οὐρανοί καί ἡ ἴδια ἀκούσθηκε φωνή ἀπό τήν δόξα ἐκείνη ἀσφαλῶς, τήν ὁποία δόξα καί ὁ Στέφανος ἀργότερα ἐνατένισε, ὅταν ἄνοιξαν γι᾽ αὐτόν οἱ οὐρανοί καί καταλήφθηκε ἀπό τόν Πνεῦμα τό Ἅγιο. Τώρα ἀκούσθηκε ἀπό τήν νεφέλη, πού ἐπισκίασε τόν Ἰησοῦ. Ἑπομένως εἶναι αὐτή ἡ ἴδια ἡ ὑπερουράνια δόξα τοῦ Θεοῦ. Πῶς λοιπόν εἶναι αἰσθητό φῶς τό ὑπερουράνιο;

Δίδαξε δέ ἡ ἀπό τήν νεφέλη φωνή τοῦ Πατρός, ὅτι ὅλα ἐκεῖνα τά πρό τῆς ἐλεύσεως τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτήρα μας Ἰησου Χριστοῦ, οἱ νομοθεσίες, οἱ υἱοθεσίες, ἦταν ἀτελῆ καί δέν ἔγιναν οὔτε τελέσθηκαν σύμφωνα μέ προηγούμενο θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά παραχωρήθηκαν γιά τήν μέλλουσα αὐτή τοῦ Κυρίου παρουσία καί ἐπιφάνεια. Αὐτός λοιπόν εἶναι ἐκεῖνος, στόν ὁποῖο εὐδοκεῖ καί ἀναπαύεται καί εὐαρεστεῖται τέλεια ὁ Πατήρ, ὅπως σέ Υἱό ἀγαπητό. Γι᾽ αὐτό καί παραγγέλλει Αὐτόν νά ἀκοῦμε καί σ᾽ Αὐτόν νά πειθαρχοῦμε. Καί ὅταν λέει «εἰσέλθετε ἀπό τήν στενή πύλη, διότι εἶναι πλατειά καί ἄνετη ἡ ὁδός πού ὁδηγεῖ στήν ἀπώλεια, ἐνῶ στενή καί δύσβατη ἡ ὁδός πού ὁδηγεῖ στήν ζωή», Αὐτόν νά ἀκοῦτε. Κι ὅταν λέει πῶς τό φῶς αὐτό εἶναι βασιλεία τοῦ Θεοῦ, Αὐτόν νά ἀκοῦτε, σ᾽ Αὐτόν νά πιστεύετε καί τέτοιου φωτός νά καθιστᾶτε ἀξίους τούς ἑαυτούς σας.

Ὅταν λοιπόν φάνηκε ἡ φωτεινή νεφέλη καί ἤχησε ἀπό τήν νεφέλη ἡ πατρική φωνή, ἔπεσαν, λέει, μέ τό πρόσωπο στήν γῆ οἱ μαθητές· ὄχι ἐξ αἰτίας τῆς φωνῆς, ἀφοῦ καί ἄλλοτε πολλές φορές ἀκούσθηκε, ὄχι μόνο στόν Ἰορδάνη ἀλλά καί στά Ἱεροσόλυμα ὅταν πλησίαζε τό σωτήριο πάθος. Πράγματι, ὅταν ὁ Κύριος εἶπε «Πάτερ, δόξασε τό ὄνομά Σου» ἦλθε φωνή ἀπό τόν οὐρανό: «Τό ὄνομά μου τό δόξασα καί πάλι θά τό δοξάσω» (Ἰω. 12, 28), καί ὅλος μέν ὁ ὄχλος ἄκουσε, ἀλλά κανείς ἀπό αὐτούς δέν ἔπεσε. Ἐδῶ ὅμως ὄχι μόνο φωνή, ἀλλά καί φῶς ἀπεριόριστο συνάμα φάνηκε. Εὐλόγως, λοιπόν, κατάλαβαν οἱ θεοφόροι Πατέρες ὅτι γι᾽ αὐτόν τόν λόγο ἔπεσαν πρηνεῖς οἱ μαθητές, ὄχι γιά τήν φωνή, ἀλλά γιά τό παράξενο καί ὑπερφυές φῶς. Διότι καί πρίν φθάσει ἡ φωνή ἦσαν φοβισμένοι, ὅπως λέει ὁ Μᾶρκος, σαφῶς ἀπό τήν θεοφάνεια ἐκείνη.

Ὅμως, ὅταν μέ ὅλα αὐτά ἀποδεικνύεται ὅτι τό φῶς ἐκεῖνο εἶναι θεῖο καί ὑπερφυές καί ἄκτιστο, τί παθαίνουν πάλι αὐτοί πού ἐπιδίδονται μέ ὑπερβολικό ζῆλο στήν θύραθεν καί σαρκική παιδεία καί δέν μποροῦν νά γνωρίσουν τά τοῦ Πνεύματος; Κατρακυλοῦν σέ ἄλλο γκρεμό. Δέν τό ὀνομάζουν θεία δόξα, οὔτε βασιλεία Θεοῦ, οὔτε κάλλος, οὔτε χάρη, οὔτε λαμπρότητα, ὅπως ἀπό τόν Θεό καί τούς θεολόγους διδαχθήκαμε, ἀλλά ἰσχυρίζονται ὅτι τοῦτο εἶναι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ, τό ὁποῖο προηγουμένως ἔλεγαν ὅτι εἶναι αἰσθητό καί κτιστό. Ὁ δέ Κύριος στά εὐαγγέλια λέει πώς τούτη ἡ δόξα δέν εἶναι κοινή μόνο σ᾽ Αὐτόν καί τόν Πατέρα, ἀλλά καί στούς ἁγίους ἀγγέλους, καθώς γράφει ὁ θεῖος Λουκᾶς: «ὅποιος ντραπεῖ νά ὁμολογήσει ἐμένα καί τήν διδασκαλία μου στήν γενεά αὐτή, θά ντραπεῖ καί ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου γι αὐτόν, ὅταν ἔλθει μέσα στήν δόξα Του καί τήν δόξα τοῦ Πατρός καί τῶν ἁγίων ἀγγέλων» (Λουκ. 9, 26). Αὐτοί λοιπόν πού ἰσχυρίζονται πώς ἡ δόξα αὐτή εἶναι οὐσία, θά δεχθοῦν ὅτι αὐτή εἶναι κοινή οὐσία τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἀγγέλων, πρᾶγμα πού ἀποτελεῖ ἐσχάτη ἀσέβεια.

Μάλιστα, ὄχι μόνο οἱ ἄγγελοι, ἀλλά καί οἱ ἅγιοι μεταξύ τῶν ἀνθρώπων μετέχουν σ᾽ αὐτή τήν δόξα καί βασιλεία. Ἀλλ᾽ ὁ μέν Πατήρ καί ὁ Υἱός μαζί μέ τό θεῖο Πνεῦμα ἔχουν φυσική τούτη τήν δόξα καί βασιλεία, οἱ δέ ἅγιοι ἄγγελοι καί ἄνθρωποι τήν ἀποκτοῦν κατά χάρη, δεχόμενοι ἀπό ἐκεῖ τήν ἔλλαμψη. Ἄλλωστε καί ὁ Μωϋσῆς καί ὁ Ἠλίας, πού ἐμφανίσθηκαν μαζί Του σ᾽ αὐτή τήν δόξα, αὐτό ἀκριβῶς μᾶς παρέστησαν. Ὁ δέ Μωϋσῆς φάνηκε κοινωνός τῆς θεϊκῆς δόξας ὄχι μόνο τώρα ἐπάνω στό Θαβώρ, ἀλλά καί τότε πού τό πρόσωπό του δοξάσθηκε τόσο, ὥστε νά μή μποροῦν οἱ Ἰσμαηλῖτες νά τό ἀντικρύσουν. Τοῦτο δηλώνει καί αὐτός πού λέει ὅτι ὁ Μωϋσῆς δέχθηκε στό θνητό πρόσωπό του τήν ἀθάνατη δόξα τοῦ Πατρός. Καθώς καί ἐκεῖνος πού, ὅταν ὁ Εὐνόμιος χαρακτήριζε ἀμετάδοτη πρός τόν Υἱό τήν δόξα τοῦ Παντοκράτορα, τόν ἀντέκρουσε λέγοντας ὅτι, δέν θά ἀνεχόμουν τέτοιο λόγο, ἀκόμη κι ἄν ἀναφερόταν στόν Μωϋσῆ.

Κοινή, λοιπόν, καί μία εἶναι ἡ δόξα καί ἡ βασιλεία καί ἡ λαμπρότητα τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἁγίων Του. Γι᾽ αὐτό καί ὁ ψαλμωδός προφήτης ψάλλει: «ἡ λαμπρότητα τοῦ Θεοῦ μας θά εἶναι ἐπάνω μας» (Ψαλμ. 89, 19). Ἀλλά κανείς μέχρι τώρα δέν τόλμησε νά πεῖ ὅτι εἶναι μία καί κοινή ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἁγίων. Καί βέβαια κοινή φάνηκε τελευταῖα ἐπάνω στό ὄρος ἡ θεία λαμπρότητα τῆς θεότητας τοῦ Λόγου καί τῆς ἀνθρώπινης σάρκας. Ὅτι εἶναι ὅμως κοινή ἡ οὐσία τῆς θεότητας καί τῆς σάρκας, θά τό ἔλεγαν ὁ Εὐτυχής καί ὁ Διόσκορος καί ὄχι αὐτοί πού θέλουν νά εἶναι εὐσεβεῖς. Καί τήν μέν δόξα αὐτή καί λαμπρότητα, ὅπως καί τώρα τήν εἶδαν οἱ συνοδοιπόροι τοῦ Ἰησοῦ, ὅλοι θά τήν ἀντικρύσουν, ὅταν ὁ Κύριος φανεῖ νά λάμπει ἀπό ἀνατολή ἕως δύση. Κανείς ὅμως δέν στάθηκε στήν ὑπόσταση καί οὐσία τοῦ Θεοῦ καί εἶδε ἤ περιέγραψε τήν θεία φύση. Καί τό μέν θεῖο τοῦτο φῶς δίδεται μέ μέτρο καί ἐπιδέχεται τό μᾶλλον καί ἦττον μεριζόμενο δίχως νά διαιρεῖται, κατά τήν ἀξία αὐτῶν πού τό δέχονται. Ἡ ἀπόδειξη εἶναι κοντά. Τό μέν πρόσωπο τοῦ Κυρίου ἔλαμψε πιό πολύ ἀπ᾽ τόν ἥλιο, τά δέ ἱμάτια ἔγιναν λαμπρά καί λευκά σάν χιόνι. Καί ὁ Μωϋσῆς καί ὁ Ἠλίας στήν ἴδια θεάθηκαν δόξα, ἀλλά κανείς τους δέν ἄστραψε τότε σάν ἥλιος. Καί οἱ ἴδιοι οἱ μαθητές μέρος τοῦ φωτός ἐκείνου εἶδαν, μέρος δέν μπόρεσαν νά ἀτενίσουν.

Ἔτσι λοιπόν μετρεῖται καί μερίζεται, δίχως νά διαιρεῖται, τό φῶς ἐκεῖνο καί ἐπιδέχεται αὐξομείωση. Καί ἕνα μέρος αὐτοῦ γνωρίζεται τώρα ἕνα μέρος ἀργότερα. Γι᾽ αὐτό καί ὁ θεῖος Παῦλος λέει: «τώρα κατά μέρος γνωρίζουμε καί κατά μέρος προφητεύουμε» (Α´ Κορ. 13, 9). Ὅμως τελείως ἀμέριστη καί ἀκατάληπτη εἶναι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ καί καμμιά οὐσία δέν ἐπιδέχεται αὐξομειώσεις. Κατά τά ἄλλα, εἶναι γνώρισμα τῶν καταραμένων Μεσσαλιανῶν τό νά νομίζουν ὅτι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ γίνεται ὁρατή στούς κατ᾽ αὐτούς ἀξίους. Ἐμεῖς ὅμως ἀνατρέποντας καί τούς παλαιούς καί τούς σύγχρονους κακοδόξους καί πιστεύοντας, καθώς διδαχθήκαμε, ὅτι οἱ ἅγιοι βλέπουν καί κοινωνοῦν ὄχι τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά βασιλεία καί δόξα καί λαμπρότητα καί φῶς ἀπόρρητο καί θεία χάρη, ἄς ὁδεύσουμε πρός τήν λάμψη τοῦ φωτός τῆς χάριτος, γιά νά γνωρίσουμε καί νά θεωρήσουμε τρίφωτη Θεότητα, πού ἀκτινοβολεῖ ἑνιαία ἀπόρρητη αἴγλη ἀπό μία τρισυπόστατη φύση. Καί τά μάτια τοῦ νοῦ ἄς ἀνυψώσουμε πρός τόν Λόγο, πού εἶναι τώρα μέ τό σῶμα Του ἐγκατεστημένος πάνω ἀπό τίς οὐράνιες ἁψῖδες. Αὐτός, θεοπρεπῶς καθήμενος στά δεξιά τῆς μεγαλωσύνης, σάν ἀπό μακρυνό τόπο μᾶς στέλνει αὐτό τό μήνυμα: «ὅποιος θέλει νά παραστεῖ σ᾽ αὐτή τήν δόξα, ἄς μιμεῖται κατά τό δυνατόν καί ἄς πορεύεται τήν ὁδό καί τήν πολιτεία, τήν ὁποία ὑπέδειξα μέ τόν ἐπίγειο βίο μου».

Ἄς παρατηροῦμε, λοιπόν, μέ τούς ἐσωτερικούς ὀφθαλμούς τό μέγα τοῦτο θέαμα, τήν φύση μας νά ζεῖ αἰωνίως μέ τό ἄϋλο πῦρ τῆς θεότητος. Καί ἀφοῦ ἀποβάλουμε τούς δερμάτινους χιτῶνες, τούς ὁποίους φορέσαμε ἐξαιτίας τῆς παραβάσεως, τά γεώδη καί σαρκικά φρονήματα, ἄς σταθοῦμε σέ γῆ ἁγία, ἀναδεικνύοντας ὁ καθένας τήν δική του γῆ ἁγία διά τῆς ἀρετῆς καί τῆς ἀνατάσεως πρός τό Θεό, ὥστε νά ἔχουμε παρρησία, ὅταν ἔρχεται ὁ Θεός μέσα σέ φῶς, καί προστρέχοντας νά φωτισθοῦμε καί φωτιζόμενοι νά ζήσουμε αἰωνίως μαζί Του πρός δόξα τῆς τρισήλιας καί μοναρχικωτάτης λαμπρότητας, τώρα καί πάντα καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων.

ΑΛΛΑΓΗ Η’ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ;


«Μετεμορφώθη έμπροσθεν των μαθητών αυτού και έλαμψεν το πρόσωπον αυτού ως ο ήλιος, τα δε ιμάτια αυτού εγένετο λευκά ως το φως» (Ματθ. 17,2). Η μεγάλη εορτή της Μεταμορφώσεως του Κυρίου, την οποία εορτάζουμε στην καρδιά του καλοκαιριού, έρχεται να μας θέσει ένα μεγάλο δίλημμα: θέλουμε να αλλάξει ο κόσμος μας; θέλουμε να αλλάξουμε εμείς; ή είμαστε ευχαριστημένοι με την εν γένει πορεία της ζωής μας, εντοπίζοντας το νόημά της στη δυνατότητα απόκτησης και κατανάλωσης υλικών αγαθών, στην αντιμετώπιση των κάθε λογής οικονομικών προβλημάτων, αλλά και στην κάρπωση με κάθε τρόπο της ηδονής, ιδίως της σαρκικής, χωρίς δεσμεύσεις, χωρίς όρια, χωρίς ήθος; Το δίλημμα αυτό εντονοποιείται στις ημέρες μας, όταν πλέον έχουν καταρρεύσει οι ψευδαισθήσεις της κοινωνίας μας πως μπορούμε ες αεί να είμαστε ευτυχισμένοι ακολουθώντας το καταναλωτικό πρότυπο, το οποίο άγγιξε την χορδή της άνεσης η οποία δεν απευθύνεται σε λίγους, μόνο στους έχοντες και κατέχοντες, αλλά σε περισσότερους και ει δυνατόν σε όλους. Μόνο που αυτοί που υφίστανται τις συνέπειες της κρίσης δεν είναι οι λίγοι, αλλά οι πολλοί. Όσοι δηλαδή πίστεψαν ότι μπορούν να μοιάσουν τους λίγους, θεοποιώντας τα δικαιώματα κάθε λογής, τις επιθυμίες, τις ηδονές του βίου.
Τι μας δείχνει ο Χριστός στο όρος Θαβώρ; Ότι η ύπαρξή μας δεν είναι μόνο ό,τι βλέπουμε, σάρκα, νους, εμφάνιση, ιδέες, επιθυμίες, λογισμοί, αλλά πρόσωπο. Στο όρος Θαβώρ η ανθρώπινη φύση του Κυρίου υπέστη μεταμόρφωση τόσο ως προς το πρόσωπο όσο και προς τα ιμάτια. Η μεταμόρφωση του προσώπου δείχνει τον αληθινό προορισμό του ανθρώπου, που είναι να ενωθεί με το Θεό, να φωτιστεί και να ζήσει τις ιδιότητες του φωτός εντός του κόσμου, αλλά και στην αιωνιότητα. Και το φως κάνει τον άνθρωπο λαμπρό, διότι η ακτίνα του φωτίζει την καρδιά του. «Καρδίας ευφραινομένης, πρόσωπον θάλλει» (Παροιμ. 15, 13) και ευφραινόμενη είναι η καρδιά η οποία γνωρίζει γιατί ζει, νικά τον θάνατο διότι πιστεύει στο νικητή του Θανάτου, ξεκινά την πορεία να αγαπήσει κάθε ύπαρξη και τον κόσμο. Και όταν κάποιος θέλει να αγαπά, νιώθει την λάμψη της εσωτερικής, της πνευματικής χαράς, της πληροφορίας ότι ο Θεός αναπαύεται στην καρδιά του και παίρνει δύναμη να ανέβει το δικό του Θαβώρ, που είναι να μπορεί να βλέπει τον κόσμο όχι παραδομένος στις βιοτικές μέριμνες, στις επιθυμίες και τις ηδονές, αλλά με γνώμονα την παρουσία του Θεού σ’ αυτόν. Και επειδή ο Θεός ενυπάρχει στον κόσμο-άλλωστε Εκείνος τον δημιούργησε- και ανακαίνισε τον κόσμο δια του Υιού Του, ο μεταμορφωμένος άνθρωπος βλέπει σε κάθε ύπαρξη το Θεό και ανεβαίνει με το Θεό στην Βασιλεία και την κοινωνία μαζί Του. Αυτό μας δείχνει η μεταμόρφωση του Κυρίου, κατά την οποία η ανθρώπινη φύση Του, όντας ενωμένη με τη Θεία, αφέθηκε σ’ αυτήν και φανερώθηκε στην λαμπρότητα που το Άκτιστον φως παρέχει.
Η μεταμόρφωση του Χριστού όμως δεν περιορίστηκε στο πρόσωπο, αλλά επεκτάθηκε και στα ιμάτια. Δεν περιελάμβανε μόνο την καρδιά η μεταμόρφωση, αλλά και την ύλη, ό,τι περιβάλλει τον άνθρωπο, ό,τι ο άνθρωπος έχει δημιουργήσει για να επιβιώσει, αλλά και για να μπορεί να συνυπάρξει με τους συνανθρώπους του. Τίποτε δεν εξαιρεί ο Θεός από την ανθρώπινη ύπαρξη. Τίποτε δεν περιφρονεί. Άλλωστε, η δημιουργικότητα είναι δώρο του Θεού στον άνθρωπο. Πώς θα μπορούσε ο Θεός να περιφρονήσει αυτό που ο Ίδιος μας δώρισε; Επομένως, κάθε τι που δημιούργησε ο άνθρωπος μπορεί να βρει το αληθινό του νόημα στην προοπτική της σχέσης με το Θεό. Να γίνει αντίδωρο προσφοράς στο δώρο της δημιουργίας και να κάνει τον άνθρωπο να τιμήσει το Θεό και δια μέσω αυτού.
Ο Χριστός δεν άλλαξε απλώς. Δεν έβαλε κάποιο ρούχο διαφορετικό, δεν μεταμφιέσθηκε σε κάποιον άλλο, δεν σημαδεύτηκε η ύπαρξή του από το θαύμα και πλέον άρχισε να πορεύεται μεταμορφωμένος. Η μεταμόρφωση του Κυρίου συνίστατο στο να Τον δουν οι μαθητές Του όπως πραγματικά ήταν. Δεν προσέλαβε την λαμπρότητα της θεϊκής φύσης την οποία δεν είχε, αλλά αποκάλυψε την πληρότητα του προσώπου Του στους μαθητές και στον κόσμο. Για μας τους ανθρώπους μία τέτοια κατάσταση είναι μάλλον ακατανόητη. Γι’ αυτό και θέλουμε να περιγράφουμε οποιαδήποτε μεταβολή στη ζωή μας με την λέξη «αλλαγή». Γινόμαστε κάτι άλλο από αυτό που ήμασταν. Όμως το θαύμα του Θαβώρ μας δείχνει ότι ήδη είμαστε κάτι που είτε δεν θέλουμε να το γνωρίζουμε είτε το θεωρούμε αυτονόητο χωρίς όμως να το αφήνουμε να δρα στη ζωή μας είτε το περιφρονούμε συνειδητά. Είμαστε «θείας κοινωνοί φύσεως» (Β’ Πέτρ. 1,4). Ο Τριαδικός Θεός μας χάρισε κατά τη δημιουργία μας την εικόνα Του. Μας έδωσε την αγάπη, την ελευθερία, το «έλλογον», την δημιουργικότητα, την ροπή προς Εκείνον και μας καλεί να ενεργοποιούμε αυτά τα χαρίσματα στον παρόντα χρόνο, ώστε να φτάσουμε στην κοινωνία μαζί Του, στο «καθ’ ομοίωσιν». Άρα, η πρόσκλησή Του για μεταμόρφωση δεν αποτελεί απλώς μία διδασκαλία αλλαγής μας, δηλαδή μετατροπής μας σε κάτι άλλο. Είναι η αφόρμηση για να επανεύρουμε το αληθινό μας πρόσωπο και να χρησιμοποιήσουμε τα κάθε λογής ιμάτιά μας όχι μόνο για την επιβίωση ή την κοινωνική μας συμβίωση ή την φιλήδονη απόλαυση, αλλά ως αντίδωρο για την αγάπη του Θεού και αντιπροσφορά στις άλλες εικόνες Του που είναι οι συνάνθρωποί μας.
Τούτο φαντάζει ανέφικτο στην εποχή μας, ίσως και σε κάθε εποχή. Γι’ αυτή την οδό όμως έγινε ο Θεός άνθρωπος. Και σ’ αυτή την οδό συντείνει η ζωή της Εκκλησίας. Άλλωστε, στο Θαβώρ ο Χριστός δεν μεταμορφώθηκε για τον εαυτό Του. Ήταν παρόντες οι τρεις μαθητές Του, οι οποίοι μπορούσαν να δούνε την δόξα Του «καθώς ηδύναντο», αλλά και ο Μωυσής, ο εκπρόσωπος του Νόμου και της Παλαιάς Διαθήκης, του μέχρι τότε κόσμου δηλαδή, όπως επίσης και ο Ηλίας, ο προφήτης του νυν και του εσχάτου χρόνου, ο οποίος δεν εγεύθηκε τον θάνατο. Στα πρόσωπά τους αποτυπώνεται η Εκκλησία. Άλλα μέλη της ακολουθούν με θρησκευτική ευλάβεια το Ευαγγέλιο και τις διατάξεις των νόμων και των κανόνων (κατά το πρότυπο του Μωυσή), άλλα λειτουργούν με την θέρμη της αγάπης, την πίστη και την μαρτυρία για το Θεό που γίνεται συνεχής αναζήτηση (όπως ο Ηλίας), άλλα ανήκουν στην κατάσταση των μαθητών που αναζητούν, ακολουθούν, αλλά τα μάτια της ψυχής τους δεν είναι ικανά να δούνε την δόξα του Θεού και συχνά ο φόβος και η αβεβαιότητα ταλανίζει τις καρδιές τους, όμως δεν παύουν να πιστεύουν. Όλους ο Χριστός τους δέχεται. Για όλους ο Χριστός μεταμορφώνεται. Όλους τους προσκαλεί να ξαναβρούνε αυτό που τους δόθηκε ως δωρεά και ως ειδοποιό χαρακτηριστικό που τους διαφοροποιεί από την κτίση: την εικόνα του Θεού και να την αφήσουν να ενεργήσει ώστε να γίνει ομοίωσή Του. Η ίδια η ζωή της Εκκλησίας, με την Θεία Λειτουργία και την λατρεία, την ασκητικότητα, τα έργα της αγάπης, την αντίσταση στο πνεύμα του κόσμου τούτου, συμπεριλαμβάνει κάθε ύπαρξη που θέλει να βρει το βαθύτερο πρόσωπό της, να μεταμορφωθεί σ’ αυτό που πραγματικά της δόθηκε.
Ο κόσμος μας δεν μπορεί να αλλάξει όσο «κείται εν τω πονηρώ» (Α’ Ιωάν. 5,19). Όσο ο άνθρωπος δεν αφήνεται στη σχέση με το Χριστό που τον μεταμορφώνει σ’ αυτό που αληθινά είναι. Κι επειδή οι συζητήσεις για την κρίση είναι ατέρμονες, αλλά σε λανθασμένη κατεύθυνση, δεν αγγίζουν την πνευματική και ηθική αποσύνθεση ή και παραπλάνησή μας από τις ιδέες και τη νοοτροπία μιας ζωής χωρίς Θεό και θεοποίησης του εαυτού μας, ας μην περιμένουμε αποτελέσματα. Η απάντηση βρίσκεται στην εντός μας μεταμόρφωση μέσα από την συναίσθηση ότι είμαστε κοινωνοί της θείας φύσης, ότι ο Χριστός προσλαμβάνοντας το ανθρώπινο φύραμα μας έδωσε μέσα στην Εκκλησία την δυνατότητα να ενεργοποιήσουμε τα χαρίσματά μας και να Του τα αντιπροσφέρουμε τόσο στην διαπροσωπική κοινωνία με τους αδελφούς μας όσο και μέσω των κάθε λογής ιματίων μας, ώστε όχι απλώς να αλλάξουμε, αλλά να μεταμορφωθούμε εν ελπίδι, νικώντας τον χρόνο και τις ανθρωποβόρες διαστάσεις του, κυρίως τον τρόπο που υιοθετούμε ως στάση ζωής. Κι εδώ η απάντηση είναι προσωπική.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...