Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Κυριακή, Οκτωβρίου 02, 2011

Μοναχός Μωυσής, Αγιορείτης, Ιερατική αυτογνωσία







Ιερατική αυτογνωσίαΓράφει ο μοναχός Μωυσής, ΑγιορείτηςΟ αγαπητός πρωτοσύγκελος της ακριτικής ιεράς μητροπόλεως Φλωρίνης αρχιμανδρίτης Ιουστίνος Μπαρδάκας από ετών εργάζεται αθόρυβα στο έργο της πνευματικής τροφοδοσίας. Μαθήτευσε στον μαχητικό μητροπολίτη Αυγουστίνο και στον ταπεινόφρονα σημερινό μητροπολίτη Θεόκλητο. Καρπός του έργου του και της εμπειρίας του είναι το πρόσφατο βιβλίο του “Θέματα ιερατικής αυτογνωσίας”.Είναι γεγονός πως πάντοτε αλλά ιδιαίτερα σήμερα στην ιερατική διακονία είναι απαραίτητη η αυτογνωσία. Η ευθύνη ενός ιερέως είναι μεγάλη, γι’ αυτό χρειάζεται μεγάλη προσοχή, μελέτη, συμβουλή και αυτογνωσία. Είναι επιτακτική η ανάγκη του αυτοέλεγχου, της αυτοπαρατήρησης, της ενδοσκαφής, του αυτοκαθαρμού, καθώς αναφέρει προλογικά ο πνευματικός πατέρας του συγγραφέα μητροπολίτης Θεόκλητος. Ο π. Ιουστίνος σεμνά και ταπεινά και με λίγα λόγια ευχαριστεί όσους τον βοήθησαν στη ζωή του, στην έκδοση και στην πραγματοποίηση των ενδιαφερουσών ομιλιών του.Οι ομιλίες είναι επαγωγικές, τεκμηριωμένες, σαφείς, εύληπτες και αξιόλογες. Τα θέματά τους αγγίζουν τις καρδιές των αναγνωστών. Μιλούν για το γνήσιο εκκλησιαστικό φρόνημα, για εμπειρία και όχι στοχασμό, για ευσέβεια και ευλάβεια και όχι για ευσεβισμό και ηθικισμό. Δεν θέλει ο συγγραφέας επ’ ουδενί να σκανδαλίσει, αλλά να εντοπίσει τις αφορμές των πληγών, για να μην ασθενήσει όλο το σώμα. Η ιεροσύνη σκοπό έχει να ευλογήσει, αγιάσει, κατηχήσει, διδάξει και ποιμάνει τον λαό. Να τον διορθώσει, να τον παρηγορήσει, να τον ελεήσει και να τον φωτίσει. Η διακονία του κάθε ιερέως θα πρέπει να γίνεται με πιστότητα, αυταπάρνηση, αυτοθυσία, ανιδιοτέλεια, φιλανθρωπία, γνώση και διάκριση. Πρόκειται για έργο σημαντικό, σοβαρό, ιερό και θεάρεστο.Το έργο αυτό θα πρέπει οπωσδήποτε να έχει κάθε δυνατή επιμέλεια, συνέπεια, υπομονή, αγάπη, αφιλοχρηματία, ακεραιότητα και εγκυρότητα. Ο ίδιος ο Χριστός έδωσε υπόδειγμα τέλειο άριστου και καλού ποιμένος. Ο ιερεύς είναι πάντοτε απλός, λιτός και ταπεινός διάκονος των μυστηρίων του Θεού και του πιστού λαού. Το κύριο έργο του ιερέως είναι να οδηγήσει το ποίμνιό του στη σωτηρία. Για να δώσει όμως πρέπει να έχει. Αν δεν έχει τι να δώσει;Γι’ αυτό είναι απαραίτητη η γνώση και η διόρθωση του εαυτού, η αυτοκριτική και η αυτογνωσία. Η μεγάλη εξωστρέφεια και η συνεχής υπερδραστηριότητα μπορεί να είναι σε βάρος του όλου πνευματικού έργου, όπως και η επικίνδυνη αυτάρκεια. Ο φαρισαϊσμός είναι ύπουλος εχθρός που πάντοτε καιροφυλακτεί να κλέψει και κάθε καλό με το νοσηρό φρόνημά του. Η αγάπη της θείας λατρείας, της προσευχής, της μελέτης και της ασκήσεως θα συνδράμουν στην ενδυνάμωση του ιερέως. Τότε το κήρυγμά του θα είναι προσεγμένο, τα έργα του σεμνά και η ζωή του φωτεινή.Η θέση του επισκόπου στην Εκκλησία είναι ενοποιός και πηγή χαρίτων. Ο ιερεύς πρώτα από όλα θα πρέπει να είναι διακριτικός, ειλικρινής, με πολλή αγάπη και φόβο Θεού. Η αγάπη όμως να μη γίνεται συναισθηματικά και νοσηρή. Ο ιερεύς θα πρέπει όλους να τους πλησιάζει το ίδιο, παιδιά, νέους, γυναίκες, άνδρες, γέρους, ρασοφόρους και μη. Τέλος θίγει ένα θέμα που συχνά απασχολεί τους εκκλησιαστικούς κύκλους, τις σχέσεις μεταξύ μονής και ενορίας. Εύστοχα καταλήγει: “Είναι αναγκαίο και απαραίτητο όλοι μας, μοναχοί και ιερείς, εφημέριοι, μονές και ενορίες, να προχωρήσουμε πάνω στα ίχνη που βάδισαν οι άγιοι πατέρες μας, για να διασφαλιστούμε από τον φοβερό πειρασμό της εκκοσμίκευσης, που σαν σαράκι κατατρώγει το ορθόδοξο δόγμα και το ορθόδοξο ήθος μας…”.Το βιβλίο αυτό του αγαπητού π. Ιουστίνου είναι επιμελημένο εκδοτικά, έχει 200 σελίδες, είναι γραμμένο σε γλώσσα στρωτή και καταθέτει υψηλά νοήματα με απλό τρόπο. Απευθύνεται κυρίως στους ιερείς, αλλά όχι μόνο. Αν μελετηθεί προσεκτικά έχει αρκετά να ωφελήσει πολλούς. Τέτοια βιβλία είναι χρήσιμα. Δεν χάνεις τον καιρό σου με αερολογίες. Έχουν κάτι το βαρυσήμαντο να καταθέσουν και κάτι το ενδιαφέρον να πουν. Στην Ελλάδα έχουμε σήμερα περίπου 9.000 ιερείς και 6.000 μοναχούς και μοναχές. Ανάμεσά τους είναι όχι μόνο μορφωμένοι αλλά και πολλοί που λατρεύουν την Εκκλησία και πονούν τον τόπο τους. Ένας τέτοιος είναι ο π. Ιουστίνος και το αποδεικνύει με το παρόν πόνημά του.«Μακεδονία»2/10/2011/

Τα νεκρά κόκαλα δεν ήταν και τόσο νεκρά....


Α΄
Περιπέτεια στ' Αγιονόρος

πηγή φώτο-www.crestinortodox.ro
Κάποιος, κάπου, κάποτε πήγε για επίσκεψη στο Άγιο Όρος. Επίσκεψη και όχι προσκύνημα! Σχεδίαζε να παραμείνει στον Άθωνα έξι μέρες, μόλις όμως γνώρισε από κοντά τη μοναστική ζωή των αγιορειτών μοναχών άλλαξε γνώμη και δεν έβλεπε την ώρα να επιστρέψει στον πολιτισμό, όπως ο ίδιος το έθετε και το διαλαλούσε με μεγάλο θράσος. Έφτασε στην Ι. Μονή Σταυρονικήτα, η οποία θα ήταν και ο τελευταίος σταθμός της αρχικά εξαήμερης εν τέλει τριήμερης περιήγησής του. Μάλιστα, κορόιδευε την παρέα του, διότι, όπως έλεγε, έβλεπαν τα πράγματα διαφορετικά και όχι όπως εκείνος, που μέτραγε τις ώρες για να βγει στον έξω κόσμο και επιτέλους να ελευθερωθεί.
Στην είσοδο τις μονής τους υποδέχτηκε ο καλόγερος με λουκούμι και ρακί, έδειξε στους επισκέπτες-προσκυνητές τα δωμάτιά τους και τους ενημέρωσε για το πρόγραμμα των ακολουθιών. Η ώρα ήταν 12.00 το μεσημέρι και στις 16.00μ.μ. είχε εσπερινό.


Ο φίλος μας την προηγούμενη μέρα είχε παραστεί σε αγρυπνία που διήρκεσε 12 ώρες. Αμέσως λοιπόν έπεσε για ύπνο και το μόνο που άκουσε ήταν το σήμαντρο, το οποίο σήμανε στις 16,00 ακριβώς και καλούσε όλους τους παρευρισκόμενους για τον εσπερινό. Ξύπνησε και σκουντουφλώντας κυριολεκτικά, έφτασε στο Καθολικό της μονής, όπου θέλοντας και μη παραβρέθηκε σωματικά στον εσπερινό. Και λέω σωματικά, διότι πνευματικά το μόνο που σκεφτόταν ήταν πότε θα ξεμπέρδευε, για να συνεχίσει τη δουλειά από την οποία τον έκοψε το καταραμένο σήμαντρο, έτσι έλεγε συνέχεια μέσα του.
Επιτέλους, τελείωσε ο εσπερινός, ο κόσμος όμως δεν έφευγε, καθώς περίμεναν να θέσουν σε προσκύνημα τα ιερά λείψανα αγίων, που φυλάσσονται στη μονή. Μέσα στο τσούρμο πήγε και αυτός. Καθώς έλεγε είχε πάρει το κολάι, αφού και στις άλλες μονές που είχε πάει δεν έκανε άλλη δουλειά από το να ασπάζεται νεκρά κόκαλα, που ούτε παλμό είχαν ούτε θερμότητα ούτε ανάβλυζαν μύρο, παρά τα όσα έλεγαν οι αγιορείτες πατέρες. Προσκύνησε λοιπόν και ετοιμαζόταν να φύγει, παρόλο που ο υπόλοιπος κόσμος παρέμενε εντός του Καθολικού, όταν ο Παππούλης που βρισκόταν εκεί είπε με σπαστή φωνή, όσο μπορούσε δυνατή: «Παιδιά μου σας παρακαλώ, σας παρακαλώ στο όνομα του γλυκού μας Ιησού, πείτε μου ποιο από σας δε μύρισε από τα ιερά λείψανα τη θεία ευωδιά που βγάζουνε»;

Εκείνος σταματάει ξαφνιασμένος στην είσοδο, αυτό δεν το είχε ξανακούσει σε κανένα μοναστήρι. Αμέσως, πηγαίνει μπροστά στον παπά και με ύφος προκλητικό του λέει: «Εγώ». Τότε ξεπετάχτηκαν και καμιά δεκαριά ακόμη. Ο σεβάσμιος ιερέας πηγαίνει μπροστά στα ιερά λείψανα και με γλυκιά φωνή αρχίζει να ψέλνει το τροπάριο του Αγίου Δημητρίου του Μυροβλύτη.
Το πρόσωπο του, κίτρινο από τις χημειοθεραπείες, άρχισε να λάμπει τόσο πολύ, που στο τέλος δεν μπορούσες να το κοιτάξεις. Ο γνωστός αυτός φοβήθηκε από αυτό που είδε και τότε συνειδητοποίησε ότι την ίδια στιγμή τα ιερά λείψανα άρχιζαν να ευωδιάζουν τόσο έντονα και γλυκά, που δε χόρταινες να εισπνέεις. Σε λίγο, το πρόσωπο του ιερέα σταμάτησε να φωτίζει, όμως η θεία ευωδιά από τα οστά ήταν τόσο έντονη, που ξεχύθηκε έξω από το Καθολικό, απλώθηκε σε όλη τη μονή και ακολουθούσε τους επισκέπτες ακόμη και στην Τράπεζα [=τραπεζαρία] και στα δωμάτια τους. Όσοι την είχαν αμφισβητήσει, έκλαιγαν σα μωρά παιδιά και έλεγαν ότι εξαιτίας των αμαρτημάτων τους δεν μπορούσαν να την μυρίσουν αρχικά. Τη νύχτα κανείς δεν μπόρεσε να κοιμηθεί. Την άλλη μέρα ξεκίνησαν για την Ι. Μονή Ιβήρων. Η μυρωδιά τους ακολουθούσε ως τα μισά του δρόμου...

Β΄
«Χριστός ανέστη, κοκαλάκια μου», «Αληθώς ανέστη, αδελφέ!»




«Συνέβη το Πάσχα του 1935, στο αγιορείτικο μοναστήρι του Αγίου Παύλου. Μετά τον εσπερινό της Αγάπης συνηθίζεται να συνάζονται όλοι οι πατέρες στο αρχονταρίκι και να ανταλλάσσουν ευχές με τον ηγούμενο και μεταξύ τους. Ο νεόκουρος μοναχός π. Θωμάς [=καινούργιος μοναχός, νέος στην "κουρά" = την τελετή με την οποία κάποιος γίνεται μοναχός] μη γνωρίζοντας την τάξη, πήγε με τους γεροντότερους μοναχούς μπροστά μπροστά. Ο ηγούμενος τον είδε και τον παρατήρησε. Ο π.Θωμάς είπε το «ευλόγησον» [=δέχτηκε την παρατήρηση].


Τότε ο καθηγούμενος π. Σεραφείμ γύρισε και είπε στον π. Θωμά: «Πάτερ Θωμά, πήγαινε, σε παρακαλώ, κάτω στο οστεοφυλάκιο να πείς στα οστά των κεκοιμημένων πατέρων το «Xριστός Aνέστη» και έλα μετά πάλι εδώ».


<><><><> <><><><> <><><><> <><><><> <><><><>
Κρανία άγνωστων μοναχών, που ανάβλυσαν άρωμα (μύρο) ξαφνικά, μπερδεμένα μέσα σε δεκάδες άλλα, σε μοναστήρι της Άνδρου (δες εδώ - η φωτο από εδώ)



O π. Θωμάς, ο απλός, ο ταπεινός, ο πρόθυμος εργάτης της υπακοής, χωρίς να σκεφτεί καθόλου, έτρεξε στο οστεοφυλάκιο και είπε μεγαλόφωνα: «Πατέρες και αδελφοί, ο ηγούμενος με έστειλε να σας πω το "Xριστός Aνέστη"». Και τότε συνέβη το υπέρλογο γεγονός. Όλα τα οστά σκίρτησαν, έτριξαν, χόρεψαν, αναπήδησαν! Ένα κρανίο, μάλιστα, σηκώθηκε έως ένα μέτρο ψηλά και απάντησε στον χαιρετισμό του γέροντα: «Αληθώς Ανέστη ο Κύριος». Αμέσως έγινε και πάλι νεκρική σιγή. Ο π. Θωμάς επέστρεψε πίσω σε περίπου δέκα λεπτά,καθώς το κοιμητήριο και το οστεοφυλάκιο της Μονής βρίσκεται κοντά στο αρχονταρίκι.

είδε ο ηγούμενος τον ρώτησε αν είπε το «Χριστός Ανέστη» στους κεκοιμημένους. Εκείνος απ
Μόλις τον άντησε καταφατικά. Τότε ο ηγούμενος ξαναρώτησε «Και σου απάντησαν;».

Χαρούμενος ο απλούστατος π. Θωμάς είπε ότι του απάντησαν οι νεκροί το «Αληθώς Ανέστη», διηγήθηκε όλο το συμβάν στον ηγούμενο και εκείνος έκπληκτος τον ρώτησε ξανά και ξανά για να επιβεβαιώσει ότι δεν άκουσε λάθος.
Ο ευλογημένος π. Θωμάς νόμιζε πως αυτό ήταν το τυπικό που συμβαίνει κάθε χρόνο στο μοναστήρι και δε τού φάνηκε κάτι ιδιαίτερο!»

Το περιστατικό έχει καταγράψει ο παλιός και σεβαστός αγιορείτης, επίσκοπος Ροδοστόλου π.Χρυσόστομος, από παλαιούς αγιοπαυλίτες οι οποίοι ήσαν παρόντες στο συμβάν.

Κυριακή Β' Λουκά - Θελητής Ελέους


[passion.jpg]
«Αυτός χρηστός εστίν έπί τούς αχάριστους και πονηρούς».
Μια όψη της θείας αγάπης: Ό Κύριος στη σημερινή ευαγγελική περικοπή μας αποκαλύπτει ένα ιερό μυστήριο. Μας φανερώνει ένα υπέροχο ιδίωμα της θεότητος. Ό Θεός, με την άπειρη αγιότητα, μας λέει, δεν βιάζεται να πιάσει στο χέρι το ζυγό της δικαιοσύνης, να κρίνει, να δικάσει, να χτυπήσει. Φέρεται και σ’ αυτούς τους πονηρούς και αχάριστους με πατρική αγάπη και καλοσύνη. Ας εμβαθύνουμε στην αλήθεια αυτή με ιερό δέος.
Συμπεριφορά αγάπης.
Για τον Θεό και ό πιο αμαρτωλός άνθρωπος είναι ένα παιδί του. Και του φέρεται πάντα και του μιλάει με απέραντη στοργή και θεϊκή καλοσύνη.Αν θέλετε ένα παράδειγμα ζωντανό, χειροπιαστό, θα το βρείτε στο πρόσωπο του πιο πονηρού και του πιο αποκρουστικού άνθρω που, πού γνώρισαν οι αιώνες, του Ιούδα. Ό Διδάσκαλος γνώριζε με απόλυτη ακρίβεια το βάθος του και τις προθέσεις του και τις κινήσεις του. Και όμως δεν του απευθύνει τον παραμικρό λόγο, πού να φανερώνει αποστροφή. Εξακολουθεί να του φέρεται όπως φερόταν στους έντεκα, να του μιλάει όπως μιλούσε στους έντεκα, να τον άγαπάει όπως αγαπούσε τούς έντεκα.
Με τη χρηστότητά του αύτη ό Θεός φανερώνει πώς είναι γεμάτος στοργή. Πώς βλέπει όλους τούς ανθρώπους με τον ίδιο τρόπο της απέραντης αγάπης. Ακριβώς όπως ό ήλιος στέλνει με τον ίδιο τρόπο τις ακτίνες του και οπούς χώρους πού φυτρώνουν άνθη και στους βάλτους πού είναι μολυσμένοι από τις βρωμιές.
Ανάμεσα στο πλήθος των ανθρώπων δεν θα υπάρξει ούτε ένας πού με διάθεση μετανοίας θα αναζήτηση τον Κύριο και, απογοητευμένος, θα πει: «εγώ σήκωσα τα μάτια στον Θεό και είδα οργισμένο το βλέμμα του» ή «ένιωσα την καρ διά τον Θεού να είναι αδιάφορη και ασυγκίνητη απέναντι μου». Ένας θείος σπινθήρας αγάπης εκπέμπεται σε κάθε στιγμή από τη θεϊκή καρδιά προς τον άνθρωπο, τον οποιονδήποτε άνθρωπο, ακόμα και τον πιο σκληρό και αμαρτωλό και πωρωμένο. 'Άραγε γιατί;
Γιατί αγαπά το έλεος.
Είναι «θελητής ελέους» (Μιχ. ζ' 18). Επιδιώκει να δημιουργήσει τέτοιες συνθήκες συναισθήσεως και μετανοίας στον καθένα από τούς αμαρτωλούς ανθρώπους, ώστε να δοθεί ή ευκαιρία να τον ελεήσει και να τον σώσει. Ό προφήτης Ιε ζεκιήλ μας μεταφέρει τον φλογερό πόθο του Θεού: «μή θελήσει θελήσω τον θάνατον του ανόμου, ώς το άποστρέψαι αυτόν έκ της οδού της πονηράς και ζην αυτόν;» (ιη' 23).
Δεν θέλω με κανένα τρόπο και δεν καταδικάζω αμέσως τον αμαρτωλό σε θάνατο, γιατί περι μένω τη στιγμή πού θα επιστρέψει. Και ό θεόπνευστος απόστολος, ό Παύλος, μας μεταφέρει την ίδια αλήθεια. Ό Θεός, λέει, «πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις έπίγνωαιν αληθείας έλθείν» (Α' Τιμόθ. β' 4).
Σκεφτείτε τον πατέρα, τον πονεμένο πατέρα, πού τον εγκαταλείπει το άσπλαχνο παιδί του. Αυτό γυρίζει έδώ κι εκεί, σκορπίζει τον πατρικό πλούτο, μολύνει το τιμημένο όνομα, δεν γυρίζει να πει ή να γράψει ούτε μια λέξη στον θλιμμένο πατέρα. Κι ό πατέρας, με την ευαίσθητη καρδιά, δέχεται την προσβολή, νιώθει να του σπαράζει τα σπλάχνα κοφτερός πόνος. Κι όμως δεν επιτρέπει να βγει από τα χείλη του ούτε μια πικρή φράση ούτε μια λέξη αποδοκιμασίας και καταδίκης. Με θλιμμένο και μαραμένο πρόσωπο, με κλαμένη καρδιά πιάνει και γράφει στον αποστάτη του γιο λόγια αγάπης και του στέλνει από τα πατρικά αγαθά, για να μπόρεσει να τον τραβήξει και πάλι στην πατρική στέγη και να τον σώσει.
Τέτοια είναι ή χρηστότητα του Θεού απέναντι στους αμαρτωλούς ανθρώπους. Μια πληγωμένη και πονεμένη πατρική αγάπη, πού, παρ' όλες τις προσβολές, εξακο λουθεί να αγαπά και να περιμένει. Να περιμένει την επιστροφή και την μετάνοια.
Προσοχή όμως. Μεγάλη προσοχή, Ή επιείκεια και ή χρηστότητα του Θεού δεν είναι άδεια και ελευθερία για αμαρτία, αλλά προσμονή, πονεμένη προσμονή για την επιστροφή μας. Αν αυτή την προσμονή την περιφρονήσουμε, τότε μπροστά μας θα συναντήσου με τη δικαιοσύνη. Την ακριβή και απόλυτη δικαιοσύνη.
Πρέπει ή επιείκεια και ή αγά πη του Θεού πραγματικά να μας συγκινεί. Να φέρνει μέσα μας ώριμες σκέψεις και να μας κάνη να πέφτουμε μετανιωμένοι μπροστά του, μπροστά στον άγιο Πατέρα, ό όποιος, αν και λυπημένος από τη συμπεριφορά μας, εξακολουθεί να μας άγαπάει και να λαχταράει τη σωτηρία μας.
«ΖΩΗ» 23/09/2010

Κυριακή Β΄Λουκά – Δικαιοσύνη των εθνών (Του μακαριστού Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου)



Δικαιοσύνη τῶν ἐθνῶν

(Ομιλία του μακαριστού Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου)

«Καθὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως» (Λουκ. 6,31)

ΑΚΟΥΣΑΤΕ, ἀγαπητοί μου, τὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο Εὐαγγέλιο. Θέλω νὰ πιστεύω, ὅτι ὅλοι ἐσεῖς ἀγαπᾶτε τὸ Εὐαγγέλιο καὶ δὲν περιμένετε νὰ ᾿ρθῇ ἡ Κυριακὴ γιὰ νὰ τὸ ἀκούσετε στὸ ναό – μιὰ φορὰ τὴν ἑβδομάδα, ἀλλὰ τὸ διαβάζετε τακτικά, καθημερινῶς· καὶ ὄχι μόνο τὸ διαβάζετε, ἀλλὰ καὶ προσπαθεῖτε καὶ ὡς ἄτομα καὶ ὡς οἰκογένειες νὰ τὸ ἐφαρμόζετε. Ἔτσι θὰ εἶστε εὐτυχισμένοι, σύμφωνα μὲ τὸ λόγο τοῦ Κυρίου «Μακάριοι οἱ ἀκούοντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ φυλάσσοντες αὐτόν»( Λουκ. 11, 28).

Ὑπάρχουν ὅμως κάποιοι ἄλλοι πού, ἅμα τοὺς πῇς, Διάβαζε τὸ Εὐαγγέλιο, κάνουν ἕνα μορφασμὸ εἰρωνείας καὶ λένε· Οὔφ, καημένε τώρα! τὸ Εὐαγγέλιο ἦταν… «τῷ καιρῷ ἐκείνῳ»·πά λιωσε πλέον, τώρα νέες ἰδέες ἐπικρατοῦν… Τί ἔχουμε ν᾽ ἀπαντήσουμε σ᾿ αὐτούς; Ταλαίπωροι ἄνθρωποι! Τὸ Εὐαγγέλιο δὲν εἶνε ὅπως τ᾿ ἄλλα βιβλία ποὺ παλιώνουν. Τὸ Εὐαγγέλιο εἶνε πάντοτε νέο· καὶ χθὲς καὶ σήμερα καὶ αὔριο καὶ εἰς αἰῶνας αἰώνων( πρβλ. Ἑβρ. 13, 8)·εἶνε αἰώνιο. Τὸ Εὐαγγέλιο δὲν παλιώνει, ὅπως δὲν παλιώνει ὁ ἥλιος, ποὺ χιλιάδες τώρα χρόνια ἐξαποστέλλει φῶς παντοῦ. Τὸ Εὐαγγέλιο εἶνε ἕνας ἥλιος πνευματικὸς ποὺ φωτίζει τὸν κόσμο. Τὸ διαβάζουν οἱ λευκοί, οἱ μαῦροι, οἱ ἐρυθρόδερμοι, οἱ κίτρινοι, λαοὶ φυλὲς καὶ γλῶσσες, ἄνθρωποι ὅλων τῶν τάξεων, καὶ ὁμολογοῦν, ὅτι βιβλίο ἀνώτερο, ὑψηλότερο, ἁγιώτερο, σοφώτερο ἀπὸ αὐτὸ δὲν ὑπάρχει.

Ἀπόδειξις εἶνε τὰ λόγια τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου. Τί μᾶς λέει· «Καθὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως»( Λουκ. 6, 31). Δώδεκα λέξεις εἶνε, ἀλλὰ μέσα σ᾽ αὐτὲς περικλείονται τὰ πάντα.

Ἐδῶ, ἀγαπητοί μου, ὁ Κύριος μᾶς ὑποδεικνύει τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο μποροῦμε νὰ ζήσουμε ἁρμονικὰ μέσα στὴν κοινωνία· μᾶς δίνει ἕνα χρυσὸ κανόνα ποὺ πρέπει νὰ τηρήσουμε. Ὅ,τι δυσκολίες καὶ κοινωνικὰ προβλήματα ὑπάρχουν στὴν συμβίωσί μας, ὅλα, καὶ τὰ δυσ - κολώτερα ἀκόμα, λύνονται μὲ τὸν κανόνα αὐ τόν. Καὶ γιὰ νὰ δοῦμε ὅτι ὁ κανόνας αὐτὸς δὲν ἦταν μόνο γιὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ ἀλλὰ ἔχει ἰσχὺ σὲ κάθε ἐποχὴ καὶ μέχρι σήμερα, ἀναφέρω μερικὰ συγκεκριμένα παραδείγματα.

Μᾶς λέει ἐδῶ ὁ Κύριος· Προτοῦ νὰ κάνῃς κάτι,νὰ ρωτᾷς τὸν ἑαυτό σου. Ποιόν ἑαυτό· ὄχι τὸν διεφθαρμένο ἀλλὰ τὸν ἀναγεννημένο. Διότι ὁ καθένας μας ἔχει ἀκόμα μέσα του καὶ τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο, τὸν πρῶ το Ἀδὰμ ποὺ δουλεύει στὰ πάθη, καὶ τὸ νέο ποὺ γεννήθηκε μὲ τὸ βάπτισμα· φέρει δηλαδὴ ἐντός του ἕνα θηρίο καὶ ἕναν ἄγγελο. Τὸν ἄγγελο λοιπὸν νὰ ρωτήσῃς, δηλαδὴ τὴ συνείδησί σου. Προτοῦ νὰ κά νῃς κάτι, νὰ λές· Αὐτὸ ποὺ σκέπτομαι νὰ κάνω στὸν ἄλλο, θέλω νὰ τὸ κάνῃ ἐ κεῖνος σ᾽ ἐμένα;

Πιὸ συγκεκριμένα. Θέλεις ὁ ἄλλος νὰ πάῃ στὸ χωράφι σου καὶ νὰ σοῦ κάνῃ ζημιὰ στὰ δέντρα; Σ᾿ ἕνα χωριὸ στὰ σύνορα, πῆγε κά- ποιος τὴ νύχτα κ᾽ ἔκοψε μὲ πριόνι ὅλες τὶς ἐλιὲς τοῦ ἄλλου· καὶ ὅταν τὸ πρωὶ ἐκεῖνος εἶδε τὸ χωράφι του χωρὶς ἐλιές, ἔκλαιγε ὁ δυστυχής. Θέλεις ὁ ἄλλος νὰ μετακινήσῃ - ν᾿ ἀλλάξῃ τὰ ὅρια τοῦ χωραφιοῦ σου; Θέλεις ὁ ἄλλοςνὰ βάλῃ φωτιὰ στὸ σπίτι σου καὶ νὰ τὸ κάψῃ;

Θέλεις ὁ ἄλλος νὰ ἐργάζεσαι ἐσὺ καὶ νὰ μὴ σοῦ δίνῃ τὸ μισθό σου; Θέλεις νὰ σὲ κλέ ψῃ, νὰ σὲ ἀδικήσῃ; Ὄχι ὄχι, θ᾽ ἀπαντήσῃς· δὲ θέλω νὰ μὲ ἐκμεταλλεύωνται, νὰ μὲ ἀπατοῦν, νὰ πειράζουν τὰ πράγματά μου. Ἔ λοιπόν· ὅπως ἐσὺ δὲν θέλεις ὁ ἄλλος νὰ πειράξῃ τὴν περιουσία σου, ἔτσι κ᾽ ἐσὺ πρέπει νὰ σεβαστῇς τὴ δική του περιουσία. «Καθὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως».

Πέρα ὅμως ἀπὸ τὴν περιουσία ὑπάρχει κάτι ἄλλο ἀνώτερο, καὶ αὐτὸ εἶνε ἡζωή. Ὅλοι οἱ ἐπιστήμονες νὰ μαζευτοῦν, ἕνα μυρμηγκάκι δὲν φτιάχνουν. Καὶ ἂν κάθε ζωὴ εἶνε κάτι πολύ τιμο πόσῳ μᾶλλον ἡ ζωὴ ἑνὸς ἀνθρώπου! Λοιπὸν σὲ ρωτῶ· Θέλεις ὁ ἄλλος νὰ πά ρῃ ἕνα μαχαίρι καὶ νὰ σοῦ κόψῃ τὴ μύτη ἢ τ᾿ αὐτιά; θέ λεις νὰ σοῦ ξερριζώσῃ τὰ δόντια, νὰ σοῦ κλαδέψῃ τὰ πόδια, νὰ σὲ ἀκρωτηριάσῃ, νὰ σ᾽ ἀφήσῃ ἀνάπηρο; Θέλεις νὰ πάρῃ πιστόλι νὰ σὲ σκοτώσῃ; Θέλεις νὰ ῥί ξῃ στὸ φαγητό σου φαρμάκι; νὰ νοθεύσῃ τὰ τρόφιμα ποὺ ἀγοράζεις; νὰ ἀλλοιώσῃ τὰ φάρμακα ποὺ παίρνεις; Ὄχι, δὲν τὰ θέλεις αὐτά. Ὅπως λοιπὸν ἐσὺ θέλεις ὁ ἄλλος νὰ σέβεται τὴ ζωή σου, ἔτσι κ᾽ ἐσὺ νὰ σεβαστῇς τὴ δική του ζωή.«Κα θὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως».

Ἀλλὰ οἱ Ἕλληνες παραπάνω κι ἀπ᾽ τὴ ζωὴ κι ἀπ᾽ τὴν περιουσία καὶ τὰ πλούτη ἔχουμετὴν τιμή. «Ἡ τιμὴ τιμὴ δὲν ἔχει». Θέλεις λοι πὸνὁ ἄλ λος νὰ σὲ διαβάλῃ, νὰ σὲ συκοφαντήσῃ, νὰ σὲ πάῃ στὸ δικαστήριο καὶ μὲ ψευδορκίες νὰ σὲ ῥίξῃ στὴ φυλακή; Θέλεις ὁ ἄλλος νὰ προσβάλῃ τὴν οἰκογένειά σου; Θέλεις, ὅταν ἐσὺ λείπῃς, αὐτὸς νὰ τρυπώσῃ νύχτα στὸ σπίτι σου σὰν φίδι καὶ ν᾽ ἀτιμάσῃ τὴ γυναῖκα ἢ τὸ κορίτσι σου;

Ὄχι ὄχι! ἀκούγεται ἀπὸ τὰ στόματα ὅλων. Ὅπως λοιπὸν ἐσὺ ἔχεις τὴν ἀξίωσι ὁ ἄλλος νὰ σέβεται τὴν οἰκογενειακή σου τιμή, ἔτσι κ᾽ ἐσὺ ἔχεις ὑποχρέωσι νὰ σέβεσαι τὴν τιμὴ τὴ δική του. «Καθὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως». Ἡ θεία αὐτὴ ἐντολή, ὁ χρυσὸς κανόνας, ἔχει δύο ὄψεις. Ἡ μία εἶ νε αὐτὴ ποὺ εἴπαμε, ἡ ἀρ νητική. Ἡ ἄλλη ὄψις εἶνε ἡ θετική· θέλεις ὁ ἄλ λος, ὄχι μόνο νὰ μὴ σοῦ κάνῃ κακό, ἀλλὰ καὶ νὰ σοῦ κάνῃ καλό. Πεινᾷς; θέλεις νὰ σοῦ δώσῃ ψωμί. Διψᾷς; θέλεις νὰ σοῦ δώσῃ ἕνα ποτήρι νερό. Εἶσαι ἄρρωστος; θέλεις νὰ σὲ ἐπισκεφθῇ. Ἀδικεῖσαι; θέλεις νὰ σὲ ὑποστηρίξῃ. Εἶσαι ὀρφανὸς ἢ χήρα; θέλεις νὰ σὲ προστα τεύσῃ. Ἔχεις δικαστή ριο; θέλεις νὰ σὲ ὑπερασπίσῃ καὶ νὰ σὲ ἀθῳώσῃ. Πέθανε ὁ πατέρας ἢ ἡ μητέρα σου; θέλεις νὰ σὲ παρηγορήσῃ. Ἔ λοιπόν, αὐτὰ ποὺ θέλεις νὰ σοῦ κάνουν οἱ ἄλ λοι, νὰ τὰ κάνῃς κ᾽ ἐσὺ σ᾽ αὐτούς.«Καθὼς θέλε τε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποι εῖτε αὐτοῖς ὁμοίως».Αὐτὰ ἰσχύουν πάντοτε.

Γεννᾶται τώρα, ἀγαπητοί μου, τὸ ἐρώτημα· ἐφαρμόζει σήμερα ὁ κόσμος τὰ χρυσᾶ αὐτὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ;Ὄχι δυστυχῶς. Οἱ ἄνθρωποι ἔχουν γίνει φίλαυτοι, ἰδιοτελεῖς, συμφεροντολόγοι· κέντρο τῆς ζωῆς ἔχουν τὸν ἑαυτό τους, τὰ παιδιά τους, τὴν οἰκογένειά τους· τίποτα πιὸ πέρα δὲν τοὺς ἐνδιαφέρει. Κάθεστε καὶ τρῶτε τὸ μεσημέρι· ἐρωτῶ, πόσοι ἀπὸ σᾶς σκέπτεσθε ὅτι κάπου στὴ γειτονιὰ ὑπάρχει ἕνας πεινασμένος ποὺ κάτι περιμένει; Πέντε πιάτα φαγητὸ ἔχεις; κάν᾽τα ἕξι, νὰ σ᾽ εὐλογήσῃ ὁ Θεός. Ἀφήνεις τὰ ἀχάριστα παιδιά σου καὶ τρῶνε χωρὶς σταυρὸ καὶ προσευχή. Κ᾽ ἔρχεται ὁ χειμώνας μὲ τὰ κρύα, τὰ χιόνια, τοὺς πάγους, κ᾽ ἐσὺ ἔχεις στὸ σπίτι σου σεντού κια γεμᾶτα ροῦχα, διπλᾶ καὶ τριπλᾶ σκεπάσματα καὶ βελέντζες. Γιά σκέψου ὅτι κάπου ἀλλοῦ κάποιοι τουρτουρίζουν. Εἶσαι Χριστιανός, πιστεύεις στὸ Χριστό; ὅλα γιὰ τὸν ἑαυτό σου τὰ θέλεις; Ὁ Χριστὸς ἦρθε ν᾽ ἀνατρέψῃ αὐτὴ τὴν πυραμίδα τῆς ἁμαρτίας. Ὁ σατανᾶς λέει· Ὅ λα γιὰ τὸν ἑαυτό σου, τίποτα γιὰ τὸν ἄλλο. Ὁ Χριστὸς λέει· Ὅλα γιὰ τὸν ἄλλο, τίποτα γιὰ τὸν ἑαυτό σου. Κι ὄχι μόνο στὰ ἄτομα καὶ τὶς οἰκογένειες ἀλλὰ καὶ ἐπὶ τοῦ διεθνοῦς πεδίου ὁ λόγος αὐτὸς τοῦ Χριστοῦ δὲν ἐφαρμόζεται. Ἂν μποροῦσα, θὰ πήγαινα ἐκεῖ ποὺ συνεδριάζουν τὰ Ἡνωμένα Ἔθνη, νὰ γράψω μὲ φωτει νὰ γράμματα· Ὦ ἰ σχυροὶ τῆς ἡμέρας (Ἀμερική, ῾Ρωσία, Ἀγγλία, Γερμανία…), «κα θὼς θέλε τε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως»! Θέλετε νὰ κάνῃ ἄλλος εἰσβολὴ στὸ ἔδαφός σας καὶ νὰ φτά σῃ ὣς τὴν πρωτεύουσα; Ὄχι. Ἔ λοιπόν, ἔτσι νὰ σκέπτεσθε καὶ νὰ ἐνεργῆτε καὶ γιὰ τὰ μικρὰ ἔθνη. Δὲν τὸ ἐφαρμόζετε ὅμως. Κοιτάξτε τὸ χάρτη· στὴν ἀνατολικὴ γωνία τῆς Μεσογείου ἕνα μικρὸ κράτος, ἡ Κύπρος, δέχθηκε βάρβαρη ἐπίθεσι ἀπὸ τὸν «Ἀττίλα» ἀντίθετα πρὸς κά θε ἔννοια δικαίου. Τί ἔπρεπε νὰ κάνετε ἐσεῖς;Ἐὰν πιστεύατε στὰ ἰδεώδη τῆς ἐλευθερίας καὶτῆς εἰρήνης, ἦταν ἀρκετὸ ἕνα τελεσίγραφό σας στὸν βάρβαρο Ἀσιάτη γιὰ νὰ ἐκκενώσῃ μέσα σὲ 24 ὧρες τὰ κατεχόμενα. Δὲν τὸ κάνατε. Καὶ ὄχι μόνο δὲν ὑπερασπισθήκατε τὸ δίκαιο, ἀλλὰ κάνατε καὶ πλάτες στὸν βάρβαρο, ὅπως καὶ τὸ 1922 στὴ Μικρὰ Ἀσία. Δὲν ἐ φαρμόζεται ὁ νόμος τοῦ Εὐαγγελίου· βασιλεύει ὁ νόμος τῆς ζούγκλας ποὺ λέει ὅτι «τὸ μεγάλο ψάρι τρώει τὸ μικρό»· δὲν ἐπικρατεῖ τὸ δίκαιο καὶ ἡ ἠθική, ἀλλὰ ἡ βία, ἡ πυγμή, τὸ ξίφος.

Ἂς ἔχουμε ὅμως θάρρος. Παραπάνω ἀπὸ τὰ Ἡνωμένα Ἔθνη ὑπάρχει ὁ παντοδύναμος Κύριος, ὁ προστάτης καὶ τοῦ δικοῦ μας μικροῦ ἔθνους.Δὲν πιστεύουμε στοὺς μεγάλους· πιστεύουμε στὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, στὴν ὑπεραγία Θεοτόκο. Ἀργὰ ἢ γρήγορα θὰ ἐπικρατήσῃ τὸ δίκαιο. Ὁ κόσμος θὰ κυβερνηθῇ μὲ τὸ νόμο τοῦ Χριστοῦ μας. Αὐτὸ εἶνε τὸ χρυσὸ κλειδί, ποὺ λύνει ὅλα τὰ προβλήματα (ἀτομικά, οἰκογενειακά, κοινωνικά, διεθνῆ). Εἶπεν ὁ Κύριος·«Καθὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως»

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Τριάδος - Πτολεμαΐδος τὴν 29-9-1974.

ΦΟΒΕΡΟ....

ΑΠΟ ΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ "ΕΝ ΤΗ ΚΟΙΛΑΔΙ ΤΩΝ ΑΔΕΙΝ"












Σάββατο, Οκτωβρίου 01, 2011

Ομοφυλοφιλία και ορθόδοξη πνευματική κληρονομιά


Ποια είναι η στάση της Εκκλησίας απέναντι στην ομοφυλοφιλία και τον ομοφυλόφιλο;

Κατ’ αρχάς, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε κάτι:
Ο ομοφυλόφιλος άνθρωπος είναι απόλυτα αποδεκτός από την Ορθόδοξη Εκκλησία, όσο και κάθε άλλος άνθρωπος. Δεν υπάρχει άνθρωπος, που κάποια ιδιότητά του ή προτίμηση ή πράξη του να κάνει την Εκκλησία να τον απορρίψει· υπάρχουν μόνο άνθρωποι που οι ίδιοι έχουν απορρίψει την Εκκλησία και πορεύονται προς το Θεό απ’ το δρόμο που νομίζουν αυτοί, ο οποίος όμως συνήθως είναι λάθος δρόμος.
Αν ένας δολοφόνος είναι αποδεκτός από την Εκκλησία, γιατί δεν είναι ένας ομοφυλόφιλος; Αν εγώ, με τη χλιαρή και συχνά υποκριτική πίστη και αγάπη, είμαι αποδεκτός από την Εκκλησία, γιατί δεν είναι ένας ομοφυλόφιλος; Εκείνος μάλιστα μπορεί να έχει πολύ πιο θερμή πίστη και αγάπη από τη δική μου. Καμιά ρατσιστική διάθεση δεν υπάρχει στην Εκκλησία απέναντι σε κανένα άνθρωπο ή ομάδα ανθρώπων. Ρατσιστές γίνονται οι άνθρωποι που δεν έχουν καταλάβει καθόλου τι είναι ο ορθόδοξος χριστιανισμός ή που δε μπορούν να κάνουν έστω ένα βήμα για ν’ απομακρυνθούν από τις φοβίες και τα πάθη τους.
Κι αυτούς ακόμη τους ανθρώπους, η Εκκλησία τους αποδέχεται, γιατί η Εκκλησία υπάρχει για να θεραπεύει τον κόσμο από τα πάθη και τις φοβίες (με τη βοήθεια του Ιατρού Ιησού Χριστού φυσικά), όχι για να κρίνει τους ανθρώπους.
Από την άλλη, η ομοφυλοφιλία δε μπορεί να γίνει αποδεκτή από την Εκκλησία ως σωστός δρόμος που οδηγεί τον άνθρωπο στο Θεό. Ακριβώς από αγάπη προς τον ομοφυλόφιλο και ανησυχία για τη σωτηρία του στην αιωνιότητα, η Εκκλησία δε μπορεί να αποκρύψει ότι ο γάμος άντρα και γυναίκας είναι ένας δρόμος που οδηγεί στο Θεό, ενώ η ομοφυλοφιλία δεν είναι τέτοιος δρόμος. Στη ζωή μας τις πιο πολλές φορές διαπράττουμε αμαρτίες, υπακούοντας στα πάθη μας κι όχι στο Θεό – η Εκκλησία όμως, ακριβώς επειδή νοιάζεται για μας, δεν πρέπει να μας ξεγελάσει λέγοντάς μας ότι είναι εντάξει να κάνουμε ό,τι μας υπαγορεύουν τα πάθη μας (για τους μη ορθόδοξους χριστιανούς που ίσως διαβάσουν αυτό το κείμενο, εξηγούμε απλά ότι «πάθη» ονομάζονται οι σωματικές και ψυχικές εξαρτήσεις που παρεμποδίζουν τον άνθρωπο από την ενότητά του με το Θεό, στρέφοντάς τον προς άλλες κατευθύνσεις· ολόκληρη η ηθική και ασκητική προσπάθεια του χριστιανού αποσκοπεί στην κάθαρση της καρδιάς του από τα πάθη).
Έχουμε τη δυνατότητα να κάνουμε ό,τι θέλουμε. Απλά, δεν οδηγούν όλοι οι δρόμοι στο Θεό. Αυτό δεν είπε κι ο απόστολος Παύλος (Α΄ Κορινθ. 6, 12);
***
Αν μιλάμε με έναν άθεο, δεν έχει νόημα ν’ αναφερθούμε σε Θεό, αμαρτία και σωτηρία. Εκείνος τοποθετεί υποκειμενικά, όπου ο ίδιος θέλει, το όριο ανάμεσα στο «καλό» και το «κακό» και το κρίνει με τα δικά του κριτήρια. Αν όμως συζητάμε με χριστιανούς, και μάλιστα της αρχαίας παράδοσης, της Ορθοδοξίας, πρέπει με αγάπη να μοιραστούμε μαζί τους τα παρακάτω:
Ο Χριστός, στα καταγεγραμμένα λόγια Του, δεν καταδικάζει ρητά την ομοφυλοφιλία, όμως ούτε για την πολυγαμία ή την αιμομιξία κάνει κάτι τέτοιο. Κι όμως οι χριστιανοί, από την αρχή και μέχρι σήμερα, θεωρούμε αυτονόητο πως αυτές οι δύο πρακτικές δεν υπάρχουν στο χριστιανισμό (εκτός ίσως από ακραίες παρανοήσεις του, τέτοιες που έχουν ξεφυτρώσει σα μανιτάρια μετά την προτεσταντική Μεταρρύθμιση). Είναι σαφές στα λόγια του Χριστού ότι, όποτε μιλάει για γάμο, αναφέρεται σε ζεύγος άντρα και γυναίκας (π.χ. Ματθ. 19, 3-12). Πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς, αφού ο Θεός δημιούργησε ως πρωταρχικό ζεύγος έναν άντρα και μια γυναίκα (Ματθ. 19, 4-5)· σ’ αυτούς έδωσε την ευλογία του γάμου και δεν υπάρχει άλλος γάμος.
Οι ορθόδοξοι χριστιανοί όμως βασιζόμαστε όχι μόνο σ’ αυτά που είπε ο Χριστός, αλλά και σ’ αυτά που είπε το Άγιο Πνεύμα μέσω των μαθητών του Χριστού και των αγίων Πατέρων και διδασκάλων του χριστιανικού αγώνα σε όλες τις εποχές.
Ο απόστολος Παύλος ήταν ένας απ’ αυτούς, τα λόγια του είναι για μας ιερές γραφές, και ο άγιος αυτός άνδρας γράφει πως η ομοφυλοφιλία είναι συνέπεια της διαστροφής που υπέστη το ανθρώπινο γένος με το προπατορικό αμάρτημα· προέρχεται από την απομάκρυνση της θείας χάρης απ’ την καρδιά του ανθρώπου, αφού οι άνθρωποι την έχει διώξει ξεμακραίνοντας από το Θεό (Ρωμ. 1, 27, και γενικώς 1, 18-32).
Βεβαίως, και για τους ανθρώπους που ακόμα ταλαντεύονται στην πίστη τους, το γεγονός ότι «είπε κάτι ο Θεός» ως προς το ζήτημα της ομοφυλοφιλίας, ίσως θα μπορούσαν να το αναγνωρίζουν και μέσα από το έργο της φύσης. Συχνά μιλάμε για τη σοφία της φύσης. Το ακούμε ακόμη και από άθεους ή αγνωστικιστές αυτό. Στα πλαίσια μιας τέτοιας σκέψης θα μπορούσαμε να αναγνωρίσουμε την καταλυτική μαρτυρία της ανατομίας. Ως βιολογικά όντα οφείλουμε τίμια να αναγνωρίσουμε την μορφολογία των γεννητικών μας οργάνων. Η θέση και η μορφή των ανδρικών γεννητικών οργάνων, και η αντίστοιχη θέση και μορφή των γεννητικών οργάνων της γυναίκας, μπορούν να μας βεβαιώσουν ως προς την επιλογή της ετεροφυλοφιλίας. Οι εξαιρέσεις ομοφυλοφιλικών επαφών στη φύση που κάποιοι επικαλούνται, εκτός ότι είναι ελάχιστες και απλά επιβεβαιώνουν τον κανόνα, ταυτόχρονα δεν αλλάζουν τίποτα σχετικά με τη μαρτυρία της ανατομίας.
Και πάλι, ως βιολογικά όντα μπορούμε να διακρίνουμε έναν βασικό σκοπό στην ύπαρξη των γεννητικών οργάνων που είναι η δημιουργία νέων ανθρώπων. Ακόμα και αν λόγω ασθενείας η γέννηση δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί, εντούτοις, αυτό δεν αλλάζει σε τίποτα τη βιολογική μαρτυρία.
Και εύκολα ίσως θα μπορούσαμε να αντιστρέψουμε τον ισχυρισμό ότι τα γεννητικά όργανα φτιάχτηκαν αποκλειστικά για την ηδονή, διακρίνοντας πως η φύση ως λειτουργικό σώμα έχει σκοπούς υπέρτερους του μεμονωμένου συμφέροντος του κάθε όντος. Κάθε τι που έχει σχέση με την ηδονή των γεννητικών οργάνων εξηγείται λογικά ως ένα μέσο με το οποίο θα επιθυμώ να συνευρεθώ με το άλλο φύλο ώστε να δημιουργήσω νέους ανθρώπους. Αν η συνεύρεση ήταν κάτι αποκρουστικό, φριχτό και επίπονο, οι άνθρωποι θα το απέφευγαν.
Η αναμενόμενη ερώτηση από εκεί και πέρα, θα αφορά το ζήτημα του «δικαιώματος» στην συνεύρεση με όποιον άνθρωπο επιθυμούμε. Ακόμα όμως και το ζήτημα του δικαιώματος, δεν αντιστρέφει την λογική που προαναφέραμε. Για παράδειγμα, αν κάποιος το θέλει και έτσι ευχαριστιέται, μπορεί να περπατά στον δρόμο με τα χέρια και όχι με τα πόδια. Τότε όμως, είμαστε υποχρεωμένοι να αναγνωρίσουμε ότι η ανατομική μαρτυρία υποδεικνύει ότι πρόκειται για παρέκκλιση, με την οποία δεν είμαστε αναγκασμένοι να συμφωνήσουμε. Η μαρτυρία της ζωής μας υποδεικνύει ότι περπατάμε με τα πόδια και όχι με τα χέρια. Αντίστοιχα ισχύουν και για την επιλογή της ομοφυλοφιλίας.
Αν πάλι τίθεται ζήτημα λειτουργικότητας, με την έννοια ότι ο ομοφυλόφιλος βλέπει ότι τα γεννητικά του όργανά του δεν είναι λειτουργικά με τον τρόπο που μαρτυρά ο κανόνας στη φύση, τότε θα μπορούσαμε με τιμιότητα να αποδεχτούμε ότι υπάρχει ζήτημα οργανικής διαταραχής όπου το σώμα ασθενεί σε κάτι. Ίσως να πρόκειται για εκ γενετής διαταραχή, όμως, όπως στην περίπτωση που κάποιος ζει χωρίς χέρια ή πόδια, οφείλουμε να αποδεχτούμε την καταλυτική μαρτυρία της ανατομίας γύρω μας.
Ασφαλώς, η εξέταση του έργου της φύσης, για τον πιστό άνθρωπο παραμένει πάντα ως επικουρικό για την πίστη του.
Μια ολόκληρη κοινωνία, όπου η πλειοψηφία των ανθρώπων δεν έχει μπει σε θεραπευτικό δρόμο προς το Θεό, μπορεί να καλλιεργήσει την ομοφυλοφιλία στα νέα μέλη της που δεν ευθύνονται, φυσικά, γι’ αυτό, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι είναι όλα εντάξει. Ιστορικά, έχουν υπάρξει και υπάρχουν ακόμη πάρα πολλές κοινωνίες που το θρησκευτικό και αξιακό τους σύστημα απομακρύνει τους ανθρώπους από το Θεό και τη σωτηρία, όπως τα δίδαξε ο Χριστός και τα γνώρισαν οι άγιοι όλων των εποχών στην ενότητά τους με το Θεό εν Χριστώ. Για την ακρίβεια, κάθε κοινωνία έχει ανάγκη να κεντριστεί στην ήμερη ελιά, τον Ιησού Χριστό, για να θεραπευτεί το θρησκευτικό και αξιακό της σύστημα από τα στοιχεία που της φόρτωσε η πτωτική κατάσταση του ανθρώπου. Το ίδιο και κάθε άνθρωπος, ακόμη και ο ορθόδοξος χριστιανός. Αλλιώς στην καρδιά των ανθρώπων κυριαρχούν τα πάθη και αποδιώχνεται η θεία χάρη. Σε σχέση με την ομοφυλοφιλία, ίσως είναι χρήσιμο να θυμηθούμε ότι αυτή ήταν η αμαρτία των Σοδόμων.
Επειδή η ομοφυλοφιλία, κατά την ορθόδοξη πνευματική κληρονομιά, όπως εκφράζεται στην Καινή Διαθήκη (Παύλος) και στη διδασκαλία των αγίων, συνιστά πάθος, ο άνθρωπος που άρχισε τη ζωή του ως ομοφυλόφιλος ή στράφηκε στην ομοφυλοφιλία κάποια στιγμή, όταν προοδεύει στην αγιότητα καθαρίζοντας την καρδιά του από τα πάθη, παύει να είναι ομοφυλόφιλος. Δεν έχουμε ομοφυλόφιλους αγίους. Αν υπήρχαν άγιοι ομοφυλόφιλοι που αγίασαν μέσω της ομοφυλοφιλίας (όπως οι έγγαμοι άγιοι αγιάζονται μέσω του γάμου), οι άγιοι Πατέρες δε θα το έκρυβαν, ούτε θα θεωρούσαν –μαζί με τον απόστολο Παύλο– την ομοφυλοφιλία πάθος που χωρίζει τον άνθρωπο από το Θεό, γιατί η Εκκλησία δεν ενδιαφέρεται να συντηρήσει τον κοινωνικό ηθικισμό, αλλά αντίθετα γκρεμίζει τα ηθικά στερεότυπα (ταμπού) για να θεραπεύσει τον άνθρωπο.
Ασφαλώς έχουμε αγίους που υπήρξαν κάποτε ομοφυλόφιλοι (όπως και αγίους που υπήρξαν πόρνοι, έκφυλοι ή δέσμιοι διαφόρων άλλων παθών, μη σαρκικών), αλλά ανέλαβαν τιτάνιο αγώνα ενάντια στα πάθη τους και με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος τα νίκησαν, γι’ αυτό και είναι άγιοι. Οι άγιοι Πρωτάς και Υάκινθος, ευνούχοι της αγίας Ευγενίας που την ακολούθησαν στο μοναχικό βίο και στο μαρτύριο, ο άγιος Αζάτ, ευνούχος του Πέρση βασιλιά Σαπώρ, που το μαρτύριό του προκάλεσε τόση θλίψη στο βασιλιά, ώστε σταμάτησε τους διωγμούς, ίσως είναι μερικά παραδείγματα. Από το Γεροντικό ξέρουμε την περίπτωση ενός ασκητή που εξομολογήθηκε τον έρωτά του στον όσιο Αχιλλά· στη συνέχεια όμως έφυγε αμέσως, προφασιζόμενος ότι ντράπηκε ένα γέρο ασκητή, τυφλό και παράλυτο, που ζούσε εκεί. Τότε ο άγιος, εγκρίνοντας τη φυγή του μακριά από το πάθος, τον επαίνεσε ως αγωνιστή, λέγοντας: «Αυτό δεν είναι πορνεία, αλλά πόλεμος με τους δαίμονες».
Από τη σύγχρονη εποχή, ξέρουμε την περίπτωση του αγίου Αμερικανού ιερομόναχου π. Σεραφείμ Ρόουζ, που πριν μεταστραφεί στην Ορθοδοξία ήταν ομοφυλόφιλος, έπαψε όμως να ασκεί την ομοφυλοφιλία και την απέρριψε ως πάθος όταν έγινε ορθόδοξος χριστιανός. Ξέρουμε επίσης την ανάλογη περίπτωση του μοναχού Κοσμά από το Ρέθυμνο της Κρήτης, που εγκατέλειψε την ομοφυλοφιλία και ασκήτεψε κοντά σ’ ένα εκκλησάκι νότια της πόλης, όπου και κοιμήθηκε γύρω στο 1990. Ασφαλώς υπάρχουν πολλές ακόμη παρόμοιες περιπτώσεις. Είναι άνθρωποι που «ευνούχισαν τον εαυτό τους για τη βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. 19, 12).
***
Ένα αμαρτωλό πάθος δε συνδέεται οπωσδήποτε με την κακία ενάντια στο συνάνθρωπο. Η λαγνεία και η πορνεία, είναι οπωσδήποτε αμαρτωλά πάθη, χωρίς να έχει σημασία αν ο άνθρωπος, που είναι αιχμάλωτός τους, είναι καλός ή κακός. Η αυτοκτονία, συνέπεια του πάθους της απελπισίας, αποκόπτει τον άνθρωπο απ’ το Θεό, άσχετα αν ο αυτόχειρας είναι καλός ή κακός άνθρωπος. Συχνά, επηρεασμένοι από μια βιαστική ανθρωπιστική ηθική, θεωρούμε αμαρτία μόνο κάτι που στρέφεται ενάντια στους ανθρώπους· όμως οι άγιοι Πατέρες δε διδάσκουν αυτό· αμαρτία είναι κάτι που με δεσμεύει και εμποδίζει τη θεία χάρη να με μεταμορφώσει σε αυτό που θέλει ο Θεός για μένα (σε άγιο). Αμαρτωλός δεν είναι ο «κακός» άνθρωπος, αλλά ο παγιδευμένος και ανελεύθερος άνθρωπος.
Ο «κακός» ή ο άπληστος, ο εγωιστής κ.τ.λ. είναι απλά ένας τέτοιος παγιδευμένος και ανελεύθερος αδελφός μας. Έτσι ο χριστιανός είναι καλεσμένος να αναλάβει αγώνα ενάντια στα πάθη του και, όπως η λαγνεία, η σκληρότητα, η απληστία, ο εγωισμός κ.λ.π., αλλά και ο αλκοολισμός, ο τζόγος κ.π.ά. (και ο σαδισμός, ο μαζοχισμός, η κτηνοβασία, η νεκροφιλία κ.λ.π. – για ν’ αναφερθούμε σε πάθη σχετικά με το σεξ).
Αν η ομοφυλοφιλία προέρχεται από βιολογικές αιτίες και δε γεννιέται από την κοινωνία είναι συζητήσιμο. Ακόμη κι αν συμβαίνει αυτό όμως, δεν μετατρέπεται σε μια μη εμπαθή κατάσταση. Κάποιος μπορεί να είναι βίαιος από βιολογική αιτία (π.χ. επειδή το σώμα του παράγει περισσότερη αδρεναλίνη), αλλά αυτό δε σημαίνει πως γι’ αυτόν «είναι εντάξει» η επιθετικότητά του και πως δεν πρέπει ν’ αγωνιστεί για να θεραπευτεί από το πάθος του.
Φυσικά, δεν αγωνίζεται μόνος του. Έχει βοηθό στον ουρανό τις πρεσβείες των αγίων και στη γη τον πνευματικό του πατέρα και την εκκλησιαστική ζωή· μ’ αυτά θα προσελκύσει τη θεία χάρη και εκείνη είναι που θα τον θεραπεύσει (συγχωρέστε μου τη λέξη) από το πάθος του – αυτό ισχύει για όλα τα πάθη, για τον εγωισμό, την απληστία, τη λαγνεία, το θυμό, το μίσος κ.τ.λ. και για την ομοφυλοφιλία.
Ένας ομοφυλόφιλος μπορεί να σωθεί, παραμένοντας ομοφυλόφιλος; Δε μπορούμε, ούτε και είναι δουλειά μας, να κρίνουμε ποιος θα σωθεί και ποιος όχι, πράγμα που είναι δουλειά του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Επιθυμία κάθε χριστιανού είναι να σωθούν όλοι οι άνθρωποι και δεν κρίνει τους άλλους – απλώς επισημαίνει ότι μία επιλογή, ή μία άλλη, βλάπτει τη σωτηρία σύμφωνα με την Αγία Γραφή και τους αγίους Πατέρες, τους γνώστες όλων των δρόμων της σωτηρίας. Όλοι ελπίζουμε στη σωτηρία μας, αν και η συντριπτική πλειοψηφία των χριστιανών είμαστε ακόμη δέσμιοι σε κάποια πάθη, όπως αυτά που κατονομάσαμε πριν (την απληστία, το θυμό, τη λαγνεία κ.τ.λ.). Ελπίζουμε να σωθούμε όχι λόγω της «αρετής» μας, αλλά λόγω της αγάπης και του ελέους του Θεού, το οποίο αποζητάμε κάθε μέρα στις προσευχές μας, μετανοώντας και αγωνιζόμενοι με τη βοήθειά Του ενάντια στα πάθη μας.
Αν όμως, αντί γι’ αυτό, προσπαθούμε να πείσουμε τους άλλους (και τον εαυτό μας) ότι τα πάθη μας «είναι εντάξει» και δεν αποτελούν αμαρτωλά πάθη, τότε μάλλον είμαστε υποκριτές και η σωτηρία μας κινδυνεύει ακόμη περισσότερο.
Πώς μπορεί κάποιος να δώσει το δύσκολο αγώνα για την αποδέσμευσή του από τα πάθη του;
Αυτό δε μπορούμε να το διδάξουμε σε κανέναν εμείς. Γνώστες και αρμόδιοι για κάτι τέτοιο είναι οι άγιοι Πατέρες όλων των εποχών (που η ζωή και η διδασκαλία τους είναι καταγεγραμμένες σε βιβλία εξαιρετικής σπουδαιότητας) και οι θεοφόροι Γέροντες της εποχής μας, άντρες και γυναίκες. Σ’ αυτούς πρέπει να καταφύγει όποιος νοιάζεται ειλικρινά να βεβαιωθεί αν ο δρόμος που βαδίζει τον οδηγεί πράγματι στην πνευματική πρόοδο, δηλαδή στην ενότητα με τον Τριαδικό Θεό εν Χριστώ.
Πρέπει βέβαια να προσέξει, γιατί συχνά πέφτουμε στην παγίδα να απορρίψουμε τις συμβουλές ενός θεοφόρου ορθόδοξου πνευματικού διδασκάλου, επειδή τραυματίζει τον εγωισμό και την πνευματική μας οκνηρία και μας προκαλεί συνειδησιακούς κραδασμούς. Είναι εντελώς διαφορετικό να παραδεχτούμε ταπεινά πως είμαστε αδύναμοι ή απρόθυμοι να εφαρμόσουμε τις δύσκολες συμβουλές ενός Γέροντα από το να υψώσουμε εγωιστικά τον εαυτό μας πάνω από τη δική του πείρα, σοφία και αγιότητα και να ισχυριζόμαστε στη συνείδησή μας και στους άλλους πως εκείνος έχει άδικο ή βρίσκεται σε λάθος δρόμο, ή ακόμη πως οι άγιοι των αρχαίων χρόνων έχουν πια σκουριάσει και οι θεραπευτικές τους οδηγίες είναι «ξεπερασμένες» για την εποχή μας. Η παγίδα αυτή είναι καλοστημένη μπροστά στον καθένα, πολλοί έχουμε πέσει μέσα περισσότερες από μια φορές κι αυτό προκαλεί πρόσθετα εμπόδια στην ηθική και πνευματική μας καλλιέργεια.
Διευκρινίζουμε ότι όλοι έχουμε ανάγκη από μετάνοια, ο καθένας για διαφορετικούς λόγους· ο καθένας έχει να αντιμετωπίσει τα δικά του πάθη, όχι να τ’ αποδεχτεί, αλλά να τα πολεμήσει σκληρά. Ένας ετεροφυλόφιλος ενδεχομένως έχει να αντιμετωπίσει πολλά πάθη που σχετίζονται με το σεξ – και ο γάμος δε μπορεί πάντα να τον θεραπεύσει, γιατί μπορεί να αισθάνεται την ανάγκη της μοιχείας, ή ακόμη και συνεύρεσης με πολλούς ερωτικούς συντρόφους ή της παιδεραστίας, της αιμομιξίας, της κτηνοβασίας και άλλα πολλά, που «αισχρόν εστί και λέγειν» (Εφεσίους 5, 12). Όλα αυτά τα πάθη δεν είναι «εντάξει» και ο ετεροφυλόφιλος δεν είναι οπωσδήποτε πιο ενάρετος ή πιο κοντά στο Θεό από τον ομοφυλόφιλο. Και οι δύο μπορούν να σωθούν λόγω της αγάπης του Χριστού, με τον αγώνα που θα δώσουν με τη βοήθεια της θείας χάριτος.
Κλείνοντας με αγάπη αυτό το άρθρο θα θέλαμε να μεταφέρουμε το διάλογο του αγίου Γέροντα Παΐσιου (1924-1994) με ένα νεαρό ομοφυλόφιλο, που αγωνιζόταν ενάντια στην ομοφυλοφιλία αλλά ένιωθε αδύναμος γι’ αυτό τον αγώνα (φυσικά ένας άθεος θα θεωρήσει πως ένας τέτοιος αγώνας ισοδυναμεί με ακρωτηριασμό του εαυτού μας, αλλά τώρα δεν απευθυνόμαστε σε άθεους, αλλά σε ορθόδοξους χριστιανούς αδελφούς μας). Ο νέος είπε στο Γέροντα ότι δε μπορούσε να σταματήσει να ζει ως ομοφυλόφιλος. Και ο Γέροντας, αφού του είπε να εξομολογηθεί, τον ρώτησε:
«Μπορείς να διαβάζεις ένα κεφάλαιο από την Αγ. Γραφή;».
«Μπορώ».
«Μπορείς να πηγαίνεις κάθε Κυριακή στήν Εκκλησία;».
«Μπορώ».
«Μπορείς να νηστεύεις Τετάρτη και Παρασκευή;».
«Μπορώ».
«Μπορείς ένα μικρό ποσό να το δίνεις ελεημοσύνη;».
«Μπορώ».
«Μπορείς…».
«Μπορώ…» (πολλά ακόμα).
Στο τέλος του λέει: «Βλέπεις ότι μπορείς να κάνεις χίλια πράγματα και δε μπορείς ένα. Κάνε εσύ τα χίλια και άφησε στο Θεό το ένα!!!».
Με εκτίμηση και θερμές προσευχές για κάθε «συναθλητή» αγωνιζόμενο χριστιανό.

Ορθόδοξες Νύμφες του Χριστού (φωτο-αφιέρωμα από τις 4 γωνιές της Γης...)





Ελάχιστες φωτογραφίες (θα μπορούσε να 'ναι εκατοντάδες, από πολύ περισσότερες χώρες), αλιευμένες από το Διαδίκτυο, για ένα θέμα που αγαπώ πολύ. Ο Χριστός να ευλογεί κάθε σύγχρονη γυναίκα - και εκείνες που αγωνίζονται στο όνομά Του & προσεύχονται για μας.







Αμερικανίδες ορθόδοξες μοναχές, από τη Σκήτη της Αγίας Ξένιας (φωτο από εδώ)



Μονή αγ. Παϊσίου Βελιτσκόφσκυ, Αριζόνα (αναλυτικά εδώ)





Μονή Αγ. Πάντων, Κάλβερτον, Λονγκ Άιλαντ Ν. Υόρκης (από εδώ)



Μονή Αγίας Τριάδας, Γουατεμάλα (από εδώ)







Μονή Γέννησης της Θεοτόκου, Asten, Ολλανδία (από εδώ)



Μονή Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ, Αγγλία (από εδώ)







Μολδαβία (από εδώ)





Ρουμάνες Ορθόδοξες μοναχές στα Ιεροσόλυμα το 2006 (από εδώ)



Ρωσία, μονή Ντιβέγεβο, λιτανεία για τη γιορτή της αγίας Μαρίας Μαγδαληνής (από εδώ)



Ουγκάντα, μονή αγίας Μαρίας Αιγυπτίας (εδώ)



Κογκό, μονή αγ. Νεκταρίου (από εδώ)



Νότια Κορέα (από εδώ)









Μονή Μάκρης, Παναγία του Έβρου (Αλεξανδρούπολη), με τον πνευματικό π. Πολύκαρπο Ματζάρογλου (από εδώ)



Παναγία Καλυβιανή, νομός Ηρακλείου Κρήτης: μοναχές με τον επιτάφιο της Παναγίας (15αύγουστος), από εδώ

ΑΝ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΧΤΥΠΗΣΕΙ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ ΣΑΣ



Αν ο Χριστός χτυπήσει την πόρτα σας, θα τον αναγνωρίσετε;.



Θα έλθει ίσως σαν άλλοτε φτωχός

Κι αποδιωγμένος.

Σαν ένας εργάτης,

Σαν ένας άεργος

Η ένας απεργός που αγωνίζεται σε δίκαιη απεργία.

Μπορεί να είναι ασφαλιστής

Κι ακόμη πωλητής ανεμιστήρων…

Θ' ανεβαίνει, αδιάκοπα σκαλοπάτια,

Θα σταματά σε κεφαλόσκαλα

Μ΄ ένα χαμόγελο γλυκό

Στο θλιμμένο του πρόσωπο…

Μα το κατώφλι σας είναι τόσο σκοτεινό…

Άλλωστε, πως να δεις το χαμόγελο αυτών που διώχνεις!

«Δεν μ' ενδιαφέρει…», θα πείτε,

πριν ακόμη τον ακούσετε.

Κι αν βγει η μικρή σας υπηρέτρια, θα επαναλάβει το μάθημά της:

«Η κυρία έχει τους φτωχούς της»

και θα βροντήξει την πόρτα

καταπρόσωπο στον Φτωχό

που είναι ο ίδιος ο Σωτήρας.

Μπορεί ακόμη να είναι πρόσφυγας,

Ένας από τα δεκαπέντε εκατομμύρια προσφύγων,

Με κάποιο διαβατήριο του Ο.Η.Ε. στο χέρι,

Ένας από αυτούς που κανείς δεν τους θέλει

Και που περιπλανιούνται σ' αυτή την έρημο,

Τον Κόσμο,

Ένας από εκείνους που πρέπει να πεθάνουν,

«γιατί κανείς δεν ξέρει από που έρχονται

άνθρωποι σαν κι αυτούς…».

Μπορεί να είναι κάποιος μαύρος,

Στην Αμερική,

Ένας νέγρος, όπως τον λεν,

Που κατάκοπος ζητιανεύει άσυλο μες στα ξενοδοχεία της Νέας Υόρκη,

Σαν άλλοτε, στην Ναζαρέτ,

Η Παναγία.

Αν ο Χριστός χτυπήσει αύριο την πόρτα σας, θα τον αναγνωρίσετε;

Θα έχει όψη κουρασμένη,

Καθώς είναι εξαντλημένος,

Συντριμμένος,

Αφού πρέπει να βαστάζει

Όλα τα βάσανα της γης…

Πρόσεξε!…Κανείς δεν δίνει δουλειά

Σ' έναν τόσο κουρασμένο…

Καθώς μάλιστα αν Τον ρωτήσεις:

«Τι ξέρεις να κάνης;»

Δεν μπορεί ν' απαντήσει: όλα.

«Από που έρχεσαι;»

Δεν μπορεί να σου πει: από παντού.

«Τι θέλεις να κερδίσεις:»

Δεν μπορεί να πει: εσάς!

Έτσι, θα ξαναφύγει,

πιο κουρασμένος και συντριμμένος,

παίρνοντας μαζί Του, μες στα γυμνά Του χέρια,

την Ειρήνη.





Ραούλ Φολλερώ

Κυριακή Β. Λουκά – η Ευαγγελική Περικοπή της Θ. Λ., ομιλία Αγ. Γρηγορίου του Παλαμά εις το, Καθώς θέλετε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι.

Η Ευαγγελική περικοπή της Θείας Λειτουργίας.
Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον Κεφ. Στ. 31 – 36.
Είπεν ο Κύριος: καθώς θέλετε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, και υμείς ποιείτε αυτοίς ομοίως. Και ει αγαπάτε τους αγαπώντας υμάς, ποία υμίν χάρις εστί? Και γάρ οι αμαρτωλοί τους αγαπώντας αυτούς αγαπώσι. Και εάν αγαθοποιήτε τους αγαθοποιούντας υμάς, ποία υμίν χάρις εστί? Και γάρ οι αμαρτωλοί το αυτό ποιούσι. Και εάν δανείζητε παρ’ ών ελπίζετε απολαβείν, ποία υμίν χάρις εστί? Και γάρ αμαρτωλοί αμαρτωλοίς δανείζουσιν ίνα απολάβωσι τα ίσα. Πλήν αγαπάτε τους εχθρούς υμών, και αγαθοποιείτε και δανείζετε, μηδέν απελπίζοντες. Και έσται ο μισθός υμών πολύς, και έσεσθε υιοί υψίστου, ότι Αυτός χρηστός εστίν επι τους αχαρίστους και πονηρούς. Γίνεσθε ούν οικτίρμονες, καθώς και ο Πατήρ υμών οικτίρμων εστί.
Απόδοση.
Είπεν ο Κύριος: « Όπως θέλετε να σας συμπεριφέρονται οι άνθρωποι, έτσι ακριβώς να συμπεριφέρεστε κι εσείς σ’ αυτούς. Γιατί, αν αγαπάτε αυτούς που σας αγαπούν, ποια εύνοια περιμένετε από το Θεό; Αφού και οι αμαρτωλοί αγαπούν αυτούς που τους αγαπούν. Κι αν κάνετε καλό σ’ αυτούς που σας κάνουν καλό, ποια εύνοια περιμένετε από το Θεό; Και οι αμαρτωλοί το ίδιο κάνουν. Αν δανείζετε σ’ όσους ελπίζετε να σας τα επιστρέψουν, ποια εύνοια περιμένετε από το Θεό; Και οι αμαρτωλοί δανείζουν στους ομοίους τους για να τα πάρουν πίσω. Αντίθετα, εσείς ν’ αγαπάτε τους εχθρούς σας, να κάνετε το καλό χωρίς να περιμένετε να πάρετε πίσω τίποτα. Έτσι, ο Θεός, που είναι καλός ακόμα και με τους αχάριστους και τους κακούς, θα σας ανταμείψει με το παραπάνω, και θα σας κάνει παιδιά του. Να είστε λοιπόν σπλαχνικοί, όπως σπλαχνικός είναι κι ο Θεός Πατέρας σας».
Επιμέλεια κειμένου, Νικολέτα – Γεωργία Παπαρδάκη.
Ομιλία του Οσίου πατρός ημών Γρηγορίου Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης του Παλαμά, εις το: «Καθώς θέλετε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, και υμείς ποιείτε αυτοίς ομοίως».
Αυτός που έπλασε μόνος τις καρδιές μας και παρατηρεί όλα τα έργα μας, αυτός ο οποίος ενεφανίσθη σε εμάς με σάρκα και μας ηξίωσε να γίνει διδάσκαλός μας, ζητεί τώρα από εμάς αυτά που παρεφθάρησαν, για να τα αναπλάσει, εκείνα ακριβώς που ενέβαλε στις ψυχές μας όταν στην αρχή μας έπλασε. Διότι απ’ αρχής μας έπλασε καταλλήλους για τη μέλλουσα διδασκαλία, και ύστερα έδωσε τη διδασκαλία την κατάλληλη προς την αρχικήν πλάση. Δεν έκανε τίποτε άλλο παρά να ανακαθάρει την ωραιότητα του πλάσματος, που είχεν αμαυρωθεί με την πρόσληψη της αμαρτίας. Αυτό δεικνύει με τον καλλίτερο τρόπον η σήμερα αναγινωσκομένη, και προβαλλομένη από εμάς προς ερμηνείαν περικοπή του Ευαγγελίου: «Καθώς θέλετε», λέγει, «ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, και υμείς ποιείτε αυτοίς ομοίως». Καλώς προείπεν ο Προφήτης Ησαίας ότι «λόγον συντετμημένον δώσει Κύριος επί της γης». Πράγματι, σε αυτόν τον ένα και σύντομο λόγο συμπεριέλαβε κάθε αρετήν, κάθε εντολήν, σχεδόν κάθε καλήν πράξη και γνώμη. Γι’ αυτό και κατά τον Ευαγγελιστήν Ματθαίον, αφού προέταξε αυτό ο Κύριος, προσέθεσε «ούτος γαρ εστίν ο νόμος και οι προφήται». Πράγματι, σε άλλο σημείον, συγκεφαλαιώνοντας, είπεν ότι σε δύο εντολές, στην προς τον Θεόν και προς τον πλησίον αγάπη «κρέμανται όλος ο νόμος και οι προφήται».
Τώρα όμως συνήγαγε τα πάντα σε ένα, και συμπεριέλαβε όχι μόνον την κατά τον νόμον και τους προφήτες αρετήν, αλλά και κάθε αγαθοεργίαν γενικώς μεταξύ των ανθρώπων. Διότι τώρα νομοθετεί όχι σε ένα γένος μόνον, αλλά σε όλη την οικουμένη, ή μάλλον σε όσους συνδέονται με αυτόν δια της πίστεως, από κάθε έθνος κάτω από τον ουρανόν.
Και μάλιστα, όχι μόνο συμπεριέλαβε, αλλά και έδειξε ότι κάθε μία από τις εντολές που εδόθησαν από Αυτόν υπάρχει έμφυτος μέσα μας. Πράγματι, αυτό είναι που και ο αδελφόθεος Ιάκωβος μας παραγγέλλει λέγοντας: «αποθέμενοι πάσαν ρυπαρίαν και περισσείαν κακίας, εν πραότητι δέξασθε τον έμφυτον λόγον τον δυνάμενον σώσαι τας ψυχάς υμών». Αυτό μας το είχε διακηρύξει ο Θεός και με τον Προφήτην Ιερεμία, λέγοντας: «διαθήσομαι αυτοίς διαθήκην καινήν, διδούς νόμους μου εις διάνοιαν αυτών». Διότι το να έχωμε εκουσίαν γνώμην είναι ιδιότης της διανοίας. Αφού λοιπόν ο Κύριος έδειξε ότι κατ’ αυτόν τον έμφυτον νόμον έχουν αναγραφεί τώρα όλα τα ευαγγελικά παραγγέλματα, προστάζει και νομοθετεί να πολιτευώμεθα σύμφωνα με αυτά, διότι ενέβαλε την γνώση του πρακτέου μέσα στη φύση μας, ως φιλάγαθος και φιλάνθρωπος που είναι. Μάλιστα ο Κύριος, με την κεφαλαιώδη αυτήν παραίνεση, το «καθώς θέλετε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, και υμείς ποιείτε αυτοίς ομοίως», έδειξεν ότι κάθε ευαγγελική εντολή είναι όχι μόνον έμφυτος αλλά και δικαία και εύκολος και συμφέρουσα, και επίσης εύληπτος σε όλους και ευνόητος από μόνη της.
Τι δηλαδή, δεν γνωρίζεις ότι το να οργίζεσαι εναντίον του αδελφού και να τον προσβάλλεις και μάλιστα χωρίς λόγον είναι κακόν; Και πώς εσύ δεν θέλεις να υποστείς την οργήν και την προσβολήν του, και ούτε καν μετά από σκέψη φθάνεις σ’ αυτήν την γνώμην, αλλά αμέσως δυσανασχετείς προς την εναντίον σου κινουμένην οργήν και προσβολήν, και με κάθε τρόπον την αποφεύγεις μη καταδεχόμενος αυτήν, οπωσδήποτε ως κακήν, ως άθεσμον, ως ασύμφορον; Έτσι θεωρείς και την προς την σύζυγό σου εμπαθή και περίεργον θέαν από κάποιον άλλον. Έτσι επίσης, όχι μόνον το εναντίον σου, αλλά και το προς εσέ για οποιονδήποτε λεγόμενον ψεύδος. Και γενικώς, αυτήν την εσωτερικήν στάση κρατούμε απέναντι σε κάθε τι απηγορευμένον από την ευαγγελικήν εντολήν. Τι πρέπει να ειπούμε περί όλων των αμαρτωλών πράξεων που έχουν προαπαγορευθεί από τον παλαιόν νόμον, του φόνου, της μοιχείας, της επιορκίας, της αδικίας και των ομοίων; Ακόμη δε και περί των αντιθέτων από αυτά αρετών, και πώς μας αρέσουν αυτοί που τις χρησιμοποιούν υπέρ ημών; Βλέπεις ότι και γνωρίζεις από μόνος σου κάθε εντολήν, και την κρίνεις ως δικαίαν και συμφέρουσα; Και όχι μόνον αυτό αλλά και ως ευχερή; Διότι δεν θα θεωρούσες πολύ αξιόμεμπτον αυτόν που θυμώνει ή ψεύδεται εναντίον σου ή σε επιβουλεύεται με άλλον τρόπο, εάν ενόμιζες ότι είναι δυσκατόρθωτον ή αδύνατον το να απέχει εκείνος από αυτά.
Μη λοιπόν, όταν μεν εσύ κακοπαθείς από άλλον, όταν υβρίζεσαι, εξαπατάσαι ή ζημιώνεσαι, συνηγορείς υπέρ του εαυτού σου, ενώ όταν συ ο ίδιος υβρίζεις και αδικείς και επιχειρείς να εξαπατήσεις τον πλησίον σου, τον καταδικάζεις μη εξάγοντας την ιδίαν απόφαση για τα ίδια πράγματα. Αλλά να είσαι αντικειμενικός κριτής, και εκείνα μεν που δεν θέλεις να παθαίνεις από άλλον ως κακά, με κανέναν τρόπο να μην τα κάνεις στον άλλον, εκείνα δε τα αγαθά που ποθείς εσύ να σου γίνωνται από τον άλλον, αυτά να του κάνεις και συ. Ζητείς κάτι από κάποιον, βοήθειαν ίσως ή κάποιαν άλλην εξυπηρέτηση, και θέλεις οπωσδήποτε να την λάβεις, επειδή το θεωρείς καλόν; Γιατί όχι; Όταν λοιπόν κάποιος άλλος σου ζητεί κάτι, σπεύσε να του φερθείς φιλικώς, και να θεωρείς καλόν το να λάβει και εκείνος κάτι εμπράκτως από σε. Αλλά ζητεί εκείνος από σε κάτι περισσότερον από όσα έχεις; Δείξε με όσα έχεις ότι και αν είχες περισσότερα, θα του τα παρείχες. Θέλεις να αγαπάσαι από όλους, να αξιώνεσαι συγνώμης, και θεωρείς βαρύ και ανυπόφορον το να κατακρίνεσαι και μάλιστα ενώ έπταισες και λίγο; Αγάπα τότε και συ τους πάντες, να είσαι συγχωρητικός, άπεχε από την κατάκριση, βλέπε κάθε άνθρωπον σαν τον εαυτόν σου, και έτσι να αποφασίζεις και να ενεργείς, με αυτήν την διάθεση. Γιατί αυτό είναι το θέλημα του Θεού, λέγει ο κορυφαίος των Αποστόλων Πέτρος, να αγαθοποιούμε φιμώνοντας την αγνωσίαν των αφρόνων ανθρώπων, εκείνων δηλαδή που μας εχθρεύονται ματαίως, και δεν θέλουν να δώσουν σε άλλους εκείνα που επιθυμούν αυτοί να λαμβάνουν από άλλους.
Πράγματι, πώς δεν είναι άφρων όποιος, ενώ ανήκουμε όλοι στην ίδια φύση, αυτός δεν αντιμετωπίζει το θέμα με τον ίδιον τρόπον, ούτε αποδίδει την ιδίαν κρίση, μολονότι ενυπάρχουν σ’ εμάς φυσικώς και η κρίσις αυτή και η θέλησις; Διότι στο να θέλωμε να αγαπώμεθα και να ευεργετούμεθα από όλους, όπως και από τον εαυτόν μας, είμεθα όλοι αυτοκίνητοι. Επομένως και το να θέλωμε να αγαθοποιούμε και να έχωνε καλήν διάθεση προς όλους, όπως και προς τους εαυτούς μας, είναι έμφυτο σε εμάς, επειδή όλοι έχουμε γίνει κατ’ εικόνα Του Αγαθού. Αλλά όταν εισήλθε μέσα μας και επληθύνθη η αμαρτία, την μεν προς τον εαυτόν μας αγάπη δεν την έσβεσε, αφού σε τίποτε δεν της εναντιώνεται, ενώ την προς αλλήλους αγάπην, ως κορυφήν των αρετών, την κατέψυξε, την ηλλοίωσε και την αχρήστευσεν.
Όθεν αυτός που ανακαινίζει την φύση μας και την ανακαλεί προς την χάριν της εικόνος της, δίδοντας τους ιδικούς Του νόμους, κατά το προφητικόν, στις καρδίες μας, λέγει: «καθώς θέλετε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι και υμείς ποιείτε αυτοίς ομοίως», και: «ει αγαπάτε τους αγαπώντας υμάς ποία υμίν χάρις εστί; και γαρ οι αμαρτωλοί τούτο ποιούσι. Και εάν δανείζητε παρ’ ων ελπίζετε απολαβείν, ποία υμίν χάρις εστί; Και γαρ αμαρτωλοί αμαρτωλοίς δανείζουσιν, ίνα απολάβωσι τα ίσα». Αμαρτωλούς εδώ ονομάζει όσους δεν φέρουν το όνομά Του, και όσους δεν πολιτεύονται σύμφωνα με το Ευαγγέλιόν Του. Τους απεκάλεσε όλους αυτούς με ένα όνομα, δεικνύοντας με τον τρόπον αυτόν ότι δεν προκύπτει κανένα όφελος από το να λεγώμεθα χριστιανοί, εάν με τα έργα μας δεν διαφέρωμε από τους εθνικούς. Όπως δηλαδή έλεγεν ο μέγας Παύλος προς τους Ιουδαίους ότι «περιτομή ωφελεί, εάν νόμον πράττεις. Εάν δε παραβάτης νόμου ης, η περιτομή σου ακροβυστία γέγονεν», έτσι και τώρα ο Χριστός λέγει σ’ εμάς δια του Ευαγγελίου, ότι σε σας τους ιδικούς μου θα υπάρχει η χάρις που ενώνει με εμέ, εάν τηρήτε τις εντολές μου. Εάν όμως πράττετε τα έργα των αμαρτωλών και τίποτε περισσότερον, Εάν λοιπόν αγαπάτε δηλαδή αυτούς που σας αγαπούν και ευεργετήτε αυτούς που σας ευεργετούν, δεν θα αποκτήσετε από αυτά καμμίαν παρρησία προς εμέ.
Και δεν τα λέγει αυτά αποτρέποντάς μας από το να αγαπούμε αυτούς που μας αγαπούν, και από το να ευεργετούμε αυτούς που μας ευεργετούν, και από το να δανείζωμε σε αυτούς που πρόκειται να μας τα επιστρέψουν, αλλά φανερώνει ότι κανένα από αυτά δεν έχει μισθόν, επειδή λαμβάνει εδώ την ανταπόδοση, και δεν φέρνει καμμίαν χάρη στην ψυχήν ούτε την καθαρίζει από την αμαρτίαν που την έχει κηλιδώσει. Δεν προξενούν λοιπόν αυτά, όταν υπάρχουν, κανένα κέρδος, καμμίαν ιδιαιτέραν χάρη στην ψυχήν ως αιωνίαν ανταπόδοσιν, όταν όμως απουσιάζουν προξενούν πολλήν κατάκρισιν και ζημίαν. Διότι αυτοί που δεν ανταγαπούν ούτε εκείνους που τους αγαπούν και τους φροντίζουν, είναι χειρότεροι και από τους τελώνες και τους αμαρτωλούς. Εκείνοι δε που με έργα και λόγους τους ανταμείβουν με τα αντίθετα, πόσον περισσότερο κατακρίνονται; Τοιούτοι είναι και όσοι αφηνιάζουν προς τους άρχοντες της πόλεως, μολονότι εκείνοι καθημερινώς καταβάλλουν γι’ αυτούς σημαντικές φροντίδες, όσοι δεν αποδίδουν την εύνοιαν που αρμόζει στους βασιλείς οι οποίοι ετάχθησαν από τον Θεόν, όσοι δεν ταπεινώνονται κάτω από την κραταιάν χείρα του Θεού, αλλά απειθούν στην Εκκλησίαν του Χριστού, και αγανακτούν ματαίως κατά των προστατών της Εκκλησίας, και μάλιστα την στιγμή που εκείνοι καταβάλλουν τόσην προσπάθεια για το καλό τους, και θέλουν και εύχονται και πράττουν με όλην τους την δύναμη κάθε αγαθόν και ωφέλιμο γι’ αυτούς.
Αλλά και εκείνοι που δεν δανείζουν στους υποσχομένους να ανταποδώσουν τα ίσα και εγκαίρως, αλλά απαιτούν τόκους και μάλιστα βαρείς και χωρίς αυτούς ούτε καν να εμφανισθεί επιτρέπουν ο κήνσος και το αργύριον, είναι σχεδόν άνομοι και χειρότεροι από τους αμαρτωλούς, αφού ούτε στον παλαιό νόμο πείθονται ούτε στην νέαν Διαθήκην. Από αυτά, η μεν Διαθήκη μας προτρέπει να δανείζωμε και σε εκείνους οι οποίοι δεν υπάρχει ελπίς να μας επιστρέψουν το δάνειον, ο δε παλαιός νόμος λέγει «ουκ εκτοκιείς (να μην τοκίσεις δηλαδή) το αργύριόν σου», και επαινεί αυτόν που δεν δίδει τα χρήματά του με τόκο. Επίσης συνιστά να αποφεύγωμε την πόλη, στις πλατείες της οποίας, δηλαδή φανερά, συνάπτονται δάνεια με τόκον και δόλον. Βλέπετε ότι ο τοκογλύφος αφαιρεί όχι μόνον της ψυχής του, αλλά και της πολιτείας την δόξα, διότι της προσάπτει κατηγορίαν απανθρωπίας, και την αδικεί ολοκληρωτικά και σοβαρά; Διότι ενώ είναι ιδικός της πολίτης, και όσα έχει τα απέκτησε από αυτήν, δεν τα χρησιμοποιεί προς όφελός της. Σ’ αυτούς που δεν έχουν δεν θέλει να δανείζει, ενώ σε αυτούς που έχουν, αλλά ολίγα, δίδει με τόκον, ώστε μαζί με το επάγγελμά τους να τους αφαιρέσει και εκείνα τα ολίγα που έχουν.
Σπεύδει λοιπόν να πλουτίσει ο τοκιστής όχι τόσον με χρήματα όσον με αμαρτήματα, καταστρέφοντας έτσι και την περιουσία του δανειζομένου, και την ιδικήν του ψυχήν. Διότι οι τόκοι είναι σαν γεννήματα εχιδνών, τα οποία φωλιάζουν στους κόλπους των φιλαργύρων, και προδηλώνουν ότι δεν θα διαφύγουν τους ακοιμήτους σκώληκες που απειλούνται για τον μέλλοντα αιώνα. Εάν δε κάποιος από αυτούς λέγει ότι, αφού δεν μου επιτρέπεις να λαμβάνω τόκους, θα κρατήσω κοντά μου το αργύριον που μου περισσεύει, και δεν θα το διαθέσω σε όσους χρειάζονται δανεικά, αυτός ας γνωρίζει ότι έχει μέσα του τις μητέρες των εχιδνών οι οποίες θα του γίνουν μητέρες και των ακοιμήτων εκείνων σκωλήκων.
Γι’ αυτούς λοιπόν τους λόγους ο Κύριος, θέλοντας με κάθε τρόπον να μας απομακρύνει από όλα αυτά τα κακά, παραγγέλλει να αγαπούμε και να αγαθοποιούμε και τους εχθρούς και να δανείζωμε σ’ εκείνους που δεν έχουν να μας ανταποδώσουν, χωρίς να αποβλέπωμε σε τίποτε, διότι, λέγει, «έστω, ο μισθός υμών πολύς, και έσεσθε υιοί Υψίστου, ότι αυτός χρηστός εστίν επί τους αχαρίστους και πονηρούς». Μη νομίζεις, λέγει, ότι επειδή αγαθοποιείς αυτούς που σου φέρονται άσχημα, και δίδεις σ’ εκείνους που δεν ανταποδίδουν, θα χάσεις τα ιδικά σου. Διότι τώρα είναι καιρός σποράς και αγαθοεργίας, ο δε καιρός του καταλλήλου θερισμού είναι ο μέλλων αιών.
Μην απελπισθείς λοιπόν για τον χρόνον που έχει ορισθεί μεταξύ σποράς και θερισμού, αλλά γνώριζε ότι θα συγκομίσεις τα αγαθά σου πολλαπλάσια, όπως απεναντίας και οι εδώ κακοποιούντες θα συγκομίσουν τα κακά που τους αρμόζουν. Διότι ό,τι σπείρει κανείς εδώ, τα ανάλογα θα θερίσει εκεί, αλλά με μεγάλην προσθήκη.
Εάν λοιπόν εδώ ομοιώσεις τον εαυτόν σου δια των έργων με τον Υιόν του Θεού, και αποδείξεις ότι είσαι καλός με όλους, όπως και Εκείνος είναι προς όλους αγαθός, θα λάβεις εκεί με επαύξηση την προς Αυτόν ομοίωση, περιλαμπόμενος με το φως της δόξης του Υψίστου, και συζών αιωνίως με εκείνους για τους οποίους ο Χριστός θα είναι «ο Θεός εν μέσω θεών», και θα διαμοιράζει τα αξιώματα της αϊδίου μακαριότητος. Διότι αυτό εδήλωσε με την προσθήκη: «και έσεσθε υιοί Υψίστου, ότι αυτός χρηστός εστίν επί τους αχαρίστους και πονηρούς». Πράγματι, γι’ αυτό και ο Υιός του Θεού, αφού έκλινεν ουρανούς, κατήλθε στην γη και έγινεν υιός ανθρώπου και είπε και έπραξε όλα αυτά, και τέλος αφού έπαθεν απέθανεν υπέρ ημών και ανέστη και ανήλθε πάλι στους ουρανούς για να μας κάνει ουρανίους και αθανάτους και υιούς Θεού. Ώστε αυτά που απαιτεί τώρα από εμάς, το να αγαπούμε τους εχθρούς, να αγαθοποιούμε, να δανείζωμε σε εκείνους που δεν έχουν να μας ανταποδώσουν, δεν είναι μόνον οφειλόμενα και συμφέροντα για μας, όπως προαπεδείχθη, αλλά και μικρά είναι συγκρινόμενα με όσα δίδονται από Εκείνον. Διότι αυτός μεν έδωσε τον εαυτόν του υπέρ ημών, οι οποίοι όχι μόνον δεν είχαμε τίποτε να του ανταποδώσωμε, αλλά και είχαμε φανεί με πολλούς τρόπους αχάριστοι και πονηροί προηγουμένως. Εμάς όμως μας προτρέπει να δανείζωμε από το περίσσευμα, και να αγαθοποιούμε από όσα έχουμε στην διάθεσή μας. Ποία και πόσα; Και για αυτά ακόμη τα μικρά μας ανταποδίδει την προς αυτόν ομοιότητα και την υψίστην υιοθεσία και τους ουρανίους μισθούς, λέγοντας: «γίνεσθε οικτίρμονες ότι και ο πατήρ υμών ο εν τοις ουρανοίς οικτίρμων εστί». Μεθ’ ου αυτώ πρέπει δόξα συν αγίω Πνεύματι εις τους αιώνας των αιώνων.
Αμήν.
Από το βιβλίο Πατερικόν Κυριακοδρόμιον, σελίς 311 και εξής.
Επιμέλεια κειμένου, Δημήτρης Δημουλά

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...