Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Οκτωβρίου 08, 2011

Εχεις εχθρό; Μην προσέρ­χεσαι να κοινωνήσεις.


   Λοιπόν, το λέω εκ των προτέρων και διαμαρτύρομαι και φωνάζω με δυνατή φωνή: Κανένας απ' αυτούς που εξακολουθεί να έχει εχθρό να μην πλησιάσει στην Αγία Τράπεζα και να μη δεχθεί τη Θεία Κοινωνία.Κανένας να μην προσέλθει στη Θεία Κοινωνία, αν έχει κάνει κάποιον εχθρό του. Εχεις εχθρό; Μην προσέρ­χεσαι να κοινωνήσεις. Θέλεις να προσέλθεις να κοινωνήσεις; Συμφιλιώσου, και τότε να προ­σέλθεις να αγγίξεις τα Αγια Μυστήρια. Και δεν τα λέω εγώ αυτά, αλλά ο Δεσπότης Χριστός που σταυρώθηκε για μας.
   Εκείνος, για να σε συμ­φιλιώσει προς τον Θεό Πατέρα και να επαναφέρει τη σχέση σου προς Αυτόν στην προπτωτική κατάσταση, δεν αρνήθηκε ακόμη και να σφαγιασθεί και να χύσει το Αίμα Του. Κι εσύ, για να συνδιαλλαγείς με τον συνάνθρωπό σου, δεν θέλεις ούτε λέξη να βγάλεις απ' το στόμα σου, ούτε να προστρέξεις πρώτος;
   Ακουσε τι λέει ο Κύριος γι' αυτούς που βρίσκονται σε τέ­τοια κατάσταση: «Αν προσφέρεις το δώρο σου στο θυσιαστήριο, και εκεί θυμηθείς ότι ο αδελ­φός σου έχει κάτι εναντίον σου» δεν είπε, περίμενέ τον εκείνον να έλθει σε σένα για συμφι­λίωση, ούτε είπε, μίλησε σε κάποιον άλλο να μεσολαβήσει, ούτε παρακάλεσε κάποιον άλλο αλλά «εσύ ο ίδιος τρέξε προς τον αδελφό σου». Διότι λέει: «Πήγαινε πρώτα να συμφιλιωθείς με τον αδελφό σου» (Ματθ. 5, 24).
Ω τι υπερβολή είναι αυτή! Ο Κύριος δεν θεωρεί ότι είναι περιφρόνηση στο πρόσωπό Του το να εγκαταλείψεις το δώρο και να φύγεις, κι εσύ θεωρείς ότι είναι υποτιμητικό να τρέξεις πρώτος να συγχωρεθείς με τον συνάνθρωπό σου. Πώς λοιπόν αυτές οι καταστάσεις θα είναι άξιες συγνώμης, πες μου;
    Αν δεις ένα μέλος σου κομμένο, δεν κά­νεις τα πάντα ώστε να το ενώσεις με το σώμα σου; Αυτό κάνε και στην περίπτωση των αδελφών. Οταν τους δεις να κόβουν την αδελ­φική σχέση και φιλία μαζί σου, γρήγορα σπεύσε να τους επαναφέρεις. Μην περιμένεις να έλθουν πρώτα αυτοί, αλλά εσύ σπεύσε να λάβεις πρώ­τος τη χάρη, να πάρεις τα βραβεία. Ενα μόνο εχθρό μας επέτρεψε ο Θεός να έχουμε, τον διάβολο. Με αυτόν ουδέποτε να συμφιλιωθείς.
   Προς τον αδελφό σου όμως πο­τέ να μην έχεις βαριά καρδιά, αλλά, έστω και αν παρεμβληθεί μεταξύ σας κάποια ψυχρότη­τα, αυτή να είναι παροδική και να μην υπερβαίνει το διάστημα μιας ημέρας. Διότι λέει ο Κύριος: «Ο ήλιος να μη δύει και να σας βρί­σκει σε κατάσταση οργής και θυμού» (Εφεσ. 4, 26-27).
   Διότι, αν συμφιλιωθείς με τον αδελφό σου πριν να βραδιάσει, τότε μπορεί να έχεις από τον Θεό κάποια συγνώμη. Αν όμως εξακολουθείς να πα­ραμένεις στην κατάσταση της έχθρας και μετά τη δύση του ηλίου, τότε πλέον η απέχθειά σου αυτή δεν είναι αποκύημα του θυμού και της οργής, που καταλαμβάνει αιφνιδίως την ψυχή, αλλά προέρχεται από φθονερή καρδιά και από ψυχή εμπαθή που ζει στην πονηρία και τρέφει την κακία.
   Και δεν είναι μόνο αυτό το κακό, αλλά η καθυστέρηση της συνδιαλλαγής με τον αδελφό, κάνει δυσκολότερη και τη συμφιλίωση. Πράγ­ματι, αν περάσει μία ημέρα, η ντροπή που αισθάνεσαι γίνεται μεγαλύτερη. Και αν προστεθεί και δεύτερη ημέρα, αυτή αυξάνεται περισσότερο. Κι αν φθάσεις στην τρίτη και στην τέταρτη ημέρα, σίγουρα θα προσθέσεις και πέμπτη. Ετσι οι πέ­ντε γίνονται δέκα, οι δέκα είκοσι, οι είκοσι εκα­τό ημέρες. Και τελικά η πληγή στο τέλος μένει αθεράπευτη.

   Πραγματικά, όσο περνά ο χρόνος, τόσο περισσότερο απομακρυνόμαστε από τη συμφιλίωση και την αγάπη. Σε κανένα απ' αυτά τα παράλογα πάθη να μην πέσεις, αδελφέ. Να μην ντραπείς ούτε να κοκκινίσεις αλλά και ούτε ποτέ να πεις στον εαυτό σου: Πριν από λίγο είπαμε ο ένας προς τον άλλο τόσες βρισιές, αναρίθμητα λόγια, άρρη­τα ρήματα, και τώρα θα τρέξω να συμφιλιωθώ; Και ποιός δεν θα μου κατηγορήσει την τόση ελαφρότητα;
  Κανένας σκεπτόμενος άνθρωπος δεν θα σου κατηγορήσει την καλή σου διάθεση. Αλ­λά, αν μείνεις αδιάλλακτος, τότε όλοι θα γε­λάσουν εις βάρος σου, τότε θα δώσεις πολύ τό­πο στον διάβολο. Γιατί δεν γίνεται δυσκολοδιάλυτη η έχθρα μόνο όταν χρονίζει στην ψυχή, αλλά επιβαρύνεται και από τις καταστάσεις που παρεμβάλλονται.

   Πράγματι, όπως η αγά­πη καλύπτει πλήθος αμαρτιών, έτσι και η έχθρα υποστασιοποιεί ανύπαρκτα αμαρτήματα. Και έτσι όλοι οι φιλοκατήγοροι αποδεικνύονται αξιόπιστοι και χαίρονται για τα κακά των άλ­λων και διαπομπεύουν τις ασχημοσύνες τους. Εχοντας λοιπόν αυτά υπόψη σου, πρό­λαβε και κράτησε τον αδελφό σου, προτού να τον χάσεις τελείως. Και αν παραστεί ανάγκη να τρέξεις ολόγυρα στην πόλη, την ημέρα εκείνη που θα ψυχρανθείς με τον αδελφό, ακόμη και να βγεις έξω από την πόλη και να βαδίσεις πο­λύ δρόμο, αφήνοντας όλες τις εργασίες σου, να το κάνεις. Και να ασχοληθείς εκείνη την ημέρα μόνο μ' αυτό το θέμα, με το πως δηλαδή θα συμφιλιωθείς με τον αδελφό.
Αν αυτό σε δυσκολεύει, σκέψου ότι όλα αυτά τα υφίστασαι για την αγάπη του Θεού και θα λάβεις παράκληση. 

   Αν η ψυχή σου βυθίζεται και υποχωρεί και διστάζει και κοκκινίζει και ντρέπεται, να την παρακινείς λέγοντάς της συνεχώς τα εξής: Γιατί βραδύνεις και υποχω­ρείς και διστάζεις; Δεν πρόκειται για χρήματα, ούτε για τίποτε άλλο από τα φθαρτά και επί­γεια, αλλά ο στόχος είναι η σωτηρία μας. Ο Θε­ός έδωσε εντολή, να τα πράξουμε αυτά, και όλα τ' άλλα ας είναι δεύτερα, ας έχουν πάντα προ­τεραιότητα για σένα οι εντολές Του.
    Η υπόθεση αυτή είναι ένα είδος πνευμα­τικού εμπορίου. Ας μην αμελούμε και ας μην είμαστε ράθυμοι. Ας δώσουμε στον εχθρό μας να καταλάβει ότι αγωνιστήκαμε πολύ για την υπόθεση της συνδιαλλαγής μαζί του, μόνο και μόνο για να κάνουμε το θέλημα του Θεού. Κι αν, παρά ταύτα, πάλι μας βρίζει και μας κτυπά και κάνει ό,τι χειρότερο υπάρχει, ας τα σηκώ­νουμε όλα με υπομονή και γενναιότητα.

   Και μ' αυτή μας τη στάση, δεν ωφελούμε φυσικά εκείνον, αλλά τον εαυτό μας. Γιατί πρέπει να ξέ­ρουμε ότι απ' όλα μας τα αγωνίσματα τούτο κυ­ρίως θα σταθεί ενώπιόν μας εκείνη την Ημέρα. Αμαρτήσαμε με πολλές και μεγάλες αμαρ­τίες και ήλθαμε στα χέρια με τον συνάνθρωπό μας και μ' όλα αυτά παροργίσαμε τον Δεσπότη μας.
  Εκείνος μας έδωσε, λόγω της φιλανθρωπίας Του, αυτό το δρόμο της συναλλαγής και της συγχωρητικότητας. Ας μην προδώσουμε λοιπόν αυτό τον πολύτιμο θησαυρό. Δεν θα μπορούσε άραγε ο Θεός να μας δώσει απλά την εντολή να συμφιλιωνόμαστε με τον αδελφό και από κει και πέρα να μην μας υποσχεθεί καμιά αμοιβή; Η μήπως υπάρχει κάποιος που μπορεί να αντι­λέγει και να διορθώνει τα προστάγματά Του; Αλλά, όμως, από τη μεγάλη Του φιλανθρωπία, ο Θεός μας υποσχέθηκε μεγάλο και ανείπωτο μισθό, τον οποίο μάλιστα επιθυμούμε πολύ να λάβουμε.
   Και ο μισθός αυτός είναι, η συγχώρηση των αμαρτιών μας. Με την υπόσχεσή Του αυτή ο Θεός διευκόλυνε επιπλέον και τη δική μας υπακοή στην εντολή Του αυτή.
  Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Πώς ενεργεί ο φόβος του Θεού στον άνθρωπο; (Του Μητροπολίτη Εδέσσης, Πέλλης και Αλμωπίας κ. Ιωήλ)

   
   Ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος λέγει πως ο φόβος του Θεού ξυπνάει την ανθρώπινη φύση εναντίον των πονηρών επινοήσεων του διαβόλου. Όπως τα Χερουβίμ ήσαν άγρυπνα μπροστά στην θύρα του Παραδείσου, έτσι και ο φόβος του Θεού είναι άγρυπνος φύλακας του ανθρώπου, για να μην πέσει στην αμαρτία. Αυτον τον φόβο χρειάζεται να τον διατηρεί για να μη βλαβεί από τον εχθρό.
   Πράγματι πολλές φορές συγκρατούμεθα μακρυά από την αμαρτία, διότι μέσα μας υπάρχει ο φόβος του Θεού. Αναλογιζόμαστε· «πως θα το κάνω αυτό; φοβάμαι τον Θεό, φοβάμαι την κόλαση». Ο σωτήριος αυτός φόβος μας κάνει να μισούμε την αδικία, την ύβρη και την υπερηφάνεια, τονίζει ο Μέγας Βασίλειος.
   Αυτός, που έχει φόβο Θεού, απομακρύνει εύκολα τους λογισμούς του διαβόλου, αφού δεν αιχμαλωτίζεται με τίποτε. Δεν έχει περισπασμούς στο νου του, διότι περιμένει τον Δεσπότη Χριστό. Επιμελείται των αρετών, για να μην καταδικασθεί.
    Ο νους του ανθρώπου είναι μία μήτρα. Ο λόγος του Θεού είναι το σπέρμα. Κι αυτό που θα γεννηθεί, είναι ο φόβος του Θεού. Για να έχουμε καθαρή ελεημοσύνη, δηλ. απαλλαγμένη από κενοδοξία, φιλαργυρία και ηδονή, πρέπει να προηγηθεί ο φόβος του Θεού, ο οποίος θα νεκρώσει τα πάθη αυτά.
Όποιος θέλει να αγαπήσει τον Θεό, θα αρχίσει από τον φόβο του. Εξαιτίας αυτού του φόβου προσέχουμε και τα λεπτότατα αμαρτήματα. Ένας που φοβάται τον Θεό, λέγει και τα πιο μικρά του αμαρτήματα, διότι έχει την εντύπωση, πως μετά θάνατο τον περιμένουν πολύ άσχημες καταστάσεις.
  Όποιος φοβάται τον Θεό, αγαπάει την εγκράτεια. Με φόβο πηγαίνει να κοινωνήσει. «Μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε», προσκαλεί ο λειτουργός τους πιστούς. Ο φοβούμενος τον Κύριο, δεν φοβείται των δαιμόνων τις ορμές, ούτε τις απειλές των ανθρώπων.
Οι Πατέρες λένε πως ο φόβος του Θεού έχει δύο μορφές. Είναι ο φόβος των εισαγωγικών και ο φόβος των τελείων.
   Ο φόβος των εισαγωγικών ή των αρχαρίων, που υπάρχει μέσα μας και δεν μας αφήνει να πέσουμε στην αμαρτία εξαιτίας της κολάσεως. «Εισαγωγικός εστίν ο απέχων της κακίας». Αυτός, που έχει αυτόν τον φόβο φοβάται σαν δούλος τα κολαστήρια, τις τιμωρίες και τις καταδίκες.
  Υπάρχουν όμως και οι τέλειοι, που έχουν και αυτοί φόβο, αλλά με άλλη μορφή. Φοβούνται μήπως παραβούν κάποια εντολή του Θεού και τον λυπήσουν. Φοβούνται μήπως υποστούν τροπή ή αλλοίωση στην πνευματική τους ζωή και πέσουν στην αμαρτία.
  Ο φόβος των εισαγωγικών εξαφανίζεται, όταν συγχωρηθούν τα αμαρτήματα του ανθρώπου, ενώ ο δεύτερος, των τελείων, παραμένει συνεχώς στον άνθρωπο και τον αγιάζει περισσότερο.
  Απ’  όλα αυτά καταλαβαίνουμε πως μπορούμε να ωφεληθούμε τα μέγιστα από τον φόβο του Θεού. Μία ευχή της θείας Λειτουργίας το τονίζει αυτό εμφατικά. «Ένθες ημίν και των μακαρίων σου εντολών φόβον, ίνα τας σαρκικάς επιθυμίας πάσας καταπατήσαντες, πνευματικήν πολιτείαν μετέλθωμεν, πάντα τα προς ευαρέστησιν την σην και φρονούντες και πράττοντες».
Αυτές τις πνευματικές καταστάσεις ας επιζητούμε σταθερά, για να γίνουμε άνθρωποι του Θεού.

ΟΙ ΥΠΟΜΕΝΟΝΤΕΣ ΤΟΥΣ ΠΕΙΡΑΣΜΟΥΣ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΛΟΓΙΖΟΝΤΑΙ

   Στην Καλύβα «Αγία Τριάς» της ίδιας Σκήτης, ασκητικά ζούσανε πέντε αδέρφια κατά σάρκα, οι όποιοι γίνανε Μοναχοί, και πήρανε τα ονόματα: Αθανάσιος, Γρηγόριος, Αρτέμιος, Φιλάρετος και Μακάριος. Στην αρχή ζούσανε ομόφωνα με ειρήνη και αγάπη, υπακοή και σεβασμό προς το σχήμα και την Καλογερική, σύμφωνα με τις υποσχέσεις του Μοναχισμού.Με την πάροδο όμως του χρόνου, ξεθύμανε εκείνη ή πρώτη ευλάβεια και λίγο το αδελφικό θάρρος, λίγο το θέλημα πού με τέχνη και πολλή μαστοριά βάνει ό Διάβολος, άρχισαν να κάνει ό καθένας ότι ήθελε, χωρίς να ρωτάει τον άλλον. 
   Έτσι μπήκε ανάμεσα τους, χωρίς να το καταλάβουν, ή ψύχρα, ακολούθησε γκρίνια και φιλονικίες, οι όποιες καταλήγανε σε σοβαρά επεισόδια, μαλώματα, φωνές, χειροδικίες και έντονα κτυπήματα τόσο, πού ό ένας έσπαγε το κεφάλι, το χέρι, το πόδι ή ότι άλλο μπορούσε του άλλου αδελφού, ώσπου να, τον υποτάξει στη δική του θέληση. Δε σεβόταν ό μικρός το μεγάλο, ούτε ό μεγάλος υπολόγιζε το μικρό αδελφό.Οι καυγάδες και τα άσχημα επεισόδια συνεχίζοντας σχεδόν κάθε μέρα, ήταν σπάνιο πράγμα να πέρναγε ήμερα και να μην ακούνε, οι γειτονικοί ασκητές, τους αδελφούς αυτούς να καυγαδίζουν και να κτυπιόνται, Όποιος από τους γείτονες ή τους άλλους Πατέρες τολμούσε να επέμβει για να τους χωρίσει ή να μεσολαβήσει να ειρηνεύσουν και να μη μαλώνουν, έφευγε ξυλοδαρμένος κι έτσι κανείς δε μπορούσε να βοηθήσει τα αδέρφια αυτά. 
   Πέρασαν σαράντα χρόνια μαρτυρικής ζωής, πού τα πέντε αυτά αδέρφια καθημερινά μάλωναν. Οι Πατέρες της Σκήτης είχαν συνηθίσει στις καθημερινές αυτές φωνές τους και λέγανε: «Οί ταραχοποιοί αδελφοί πάλι μαλώνουν και σκοτώνονται». Μετά από το χρονικό αυτό διάστημα των 40 χρόνων, πέρασε μια μέρα, πέρασε δεύτερη και τρίτη μέρα και, από τ' αδέρφια αυτά δεν ακούστηκαν οι συνηθισμένες φωνές τους, αλλά στη Καλύβα τους επικρατούσε άκρα σιγή. Στους Πατέρες φάνηκε περίεργο πού δεν άκουγαν να μαλώνουν, άλλα κανείς δεν τολμούσε να πάει για να ιδεί τι συμβαίνει. 
   Την τρίτη προς την τέταρτη ημέρα, στον ύπνο του Δικαίου της Σκήτης παρουσιάζεται ή Αγία Άννα και του είπε: «Πηγαίνετε με τους Πατέρες να θάψετε, με δόξες και τιμές, τους πέντε Μάρτυρες του Χριστού, τα πέντε αδέρφια, πού για την αγάπη του Κυρίου γίνανε Καλόγεροι και από φθόνο του Διαβόλου μαλώνανε χωρίς αιτία και παρά τη θέληση τους, το βράδυ όμως κάθε ήμερα μετά το Απόδειπνο, συγχωρούσε από την καρδιά του ό ένας τον άλλον και δε βάστηξε ποτέ ή κακία μέσα τους ούτε μια ολόκληρη ήμερα, διότι εφάρμοζαν με ακρίβεια το ρητό πού λέγει: «Μη έπιδυέτω ό ήλιος επί τω παροργισμό υμών, οργίζεστε, και μη αμαρτάνετε» (Έφεσ. Δ' 24). 
   Ό Δίκαιος - πρόεδρος της Σκήτης - άμα άκουσε αυτά από την Αγιάννα, αμέσως κάλεσε τους Πατέρες σε γεροντική Σύναξη και πήγαν όλοι στην Καλύβα, πού ζούσαν τα πέντε αδέρφια, βρήκαν την πόρτα ανοιχτή, μπήκαν μέσα και βρήκαν σε στάση πού βάνουμε μετάνοια μετά το Απόδειπνο μέσα στην εκκλησία και τους πέντε πεθαμένους να εκπέμπουν άρρητη ευωδιά και έπληρώθη σ' αυτούς το ρητό της Αγίας Γραφής πού λέγει «Μη κρίνετε, ίνα μη κριθήτε. Εν ω γαρ κρίματι κρίνετε κριθήσεσθε... και όπου εύρώ σε εκεί και κρίνω σε» (Ματθ. Ζ' 1,2). Τότε όλοι οί Πατέρες, αφού πήραν ένα μάθημα ανεξικακίας από τους Μοναχούς αυτούς, με τιμές και θυμιάματα συνόδευσαν τους Μάρτυρες του Χριστού και κήδευσαν τα σώματα τους στο Κοινό Κοιμητήρι με τους άλλους Πατέρες και δόξασαν το Θεό, πού με κάθε τρόπο οικονομεί τη σωτηρία των ανθρώπων. 

πηγή : Απόσπασμα από το "Το γεροντικό του Αγίου Όρους"

Η θάλασσα θα γίνει κόκκινη; ... του Αρχιμ. π. Χρυσοστόμου Τσαβδαρίδη

Η θάλασσα θα γίνει κόκκινη; ...
του Αρχιμ. π. Χρυσοστόμου Τσαβδαρίδη

Καθηγουμένου Ιερού Κοινοβίου Οσίου Νικοδήμου του Αγιορείτου
(Πεντάλοφος Γουμένισσα Κιλκίς)
Μέ ρωτᾶτε νά σᾶς πῶ γιά τήν κρίση.
Καλύτερα θά ἦταν νά σᾶς πῶ γιά τίς κρίσεις· γιατί ἡ κρίση, πού ζοῦµε σήµερα, εἶναι συνέχεια ἄλλης κρίσης, πού καί ἐκείνη εἶναι συνέχεια τῆς πρώτης καί µητέρας τῶν κρίσεων.
Ἡ πρώτη λοιπόν κρίση εἶναι ἡ πνευµατική κρίση, πού ἔχει τήν αἰτία της στήν ἀπιστία ἤ στήν παροδική πίστη ἤ στήν ὀλιγοπιστία. Ἡ κατάσταση αὐτή ἔφερε τήν πνευµατική κρίση. Καρποί καί φανέρωση τῆς πνευµατικῆς κρίσης εἶναι ἡ συνεργασία µας µέ τήν Νέα Θρησκεία, τόν Οἰκουµενισµό, ὁ ὁποῖος καταργεῖ ὅλες τίς θρησκεῖες, ἀκόµη καί τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Οἰκουµενισµός εἶναι ἡ νέα θρησκεία, ὑποκατάστατο τῆς µοναδικῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Γυρίσαµε τήν πλάτη στόν Χριστό καί στραφήκαµε πρός ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι φανερώθηκαν στήν ζωή µας ἀντί τοῦ Χριστοῦ!! Θυµηθεῖτε τόν ἄσωτο υἱό, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ πῆρε τήν περιουσία ἀπό τόν πατέρα, ἔφυγε ἀπό αὐτόν καί τήν κατέφαγε µετά πορνῶν καί ἁµαρτωλῶν. Πήραµε τήν περιουσία καί τήν οὐσία –τά Ἅγια Μυστήρια– τά δώσαµε στίς πόρνες (αἱρέσεις καί ἁµαρτωλούς ἀρχηγούς τῶν θρησκειῶν) µέ ἀποτέλεσµα ἡ ἀνηθικότητα νά γίνει ἡ δεύτερη κρίση σ᾿ ὅλον τόν κόσµο ἀλλά καί στά µέλη τῆς ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας µας!!! Οἱ πιστοί ἔγιναν ἄπιστοι καί οἱ ἄπιστοι ἀνήθικοι. Ἔτσι λοιπόν ἡ Μάνα γέννησε τήν Κόρη, ἡ ἀπιστία γέννησε τήν ἀνηθικότητα. Τότε ὁ ἄσωτος υἱός πτώχευσε καί βόσκοντας µαζί µέ τούς χοίρους, ἔτρωγε ἀπό τήν τροφή τους. Οἱ χοῖροι εἶναι τά ζῶα ἐκεῖνα πού ἀντιπροσωπεύουν τήν ἀνηθικότητα καί τήν ἡδονή. Τρίτη λοιπόν κρίση, ἡ οἰκονοµική. Πτωχεύσαµε πλέον. Ἀλλά µέχρι τώρα µιµηθήκαµε τόν Ἄσωτο. Θά συνεχίσουµε νά τόν µιµούµεθα; Ἤ θά συνεχίσουµε στήν καταστροφή; Ἐκεῖνος ἐπέστρεψε στόν πατέρα καί τοῦ ἔδωσε µεγάλη χαρά µέ τήν µετάνοιά του. Ἐµεῖς τί θά κάνουµε;
Ζήσαµε τήν ἀπιστία καί γεννήθηκε ἡ ἀνηθικότητα. Ζήσαµε τήν ἀνηθικότητα καί φθάσαµε στήν πενία. Τώρα νά προσευχόµεθα νά ἐπιστρέψουµε στόν Πατέρα µέ τήν µετάνοια, γιά νά λάβουµε «τήν στολήν τήν πρώτη». Καί τό δακτυλίδι νά κοσµήσει τό χέρι µας. Καί ὁ µόσχος πολύς...
Φοβοῦµαι ὅµως ἀδελφοί µου, ὅτι ἡ συνέχεια της ἁµαρτωλῆς πορείας θά µᾶς φέρει στήν τέταρτη κρίση. Καί τότε, ἡ θάλασσα θά γίνει κόκκινη. Τά βουνά καί τά φαράγγια θά γίνουν κόκκινα ἀπό τό αἷµα!!! Ἄς µιµηθοῦµε τόν ἄσωτο υἱό γιά νά σωθοῦµε. Ὁ Θεός περιµένει τήν ἐπιστροφή µας. Ἀρκετά ζήσαµε µέσα στόν βοῦρκο καί τήν ἁµαρτία.
Ἄς µετατρέψουµε τήν ἀγανάκτηση ἐναντίον τῶν ἀρχόντων σέ ἀγανάκτηση ἐναντίον τοῦ ἑαυτοῦ µας καί ἄς στρέψουµε τά µάτια µας πρός τόν Θεόν.
Ἐκεῖνος µᾶς περιµένει µέ ἀγωνία. Ἐκεῖνος προσµένει τήν ἐπιστροφή µας µέ τήν ἀγκαλιά του ἀνοικτή. «Δεῦτε πρός µε πάντες οἱ κοπιῶντες καί πεφορτισµένοι, κἀγώ ἀναπαύσω ὑµᾶς».
Οἱ ἐπίσκοποι ἄς µαζέψουν τόν λαό στίς πλατεῖες καί ἄς ἀρχίσουν ὁλονύκτιες ἀγρυπνίες µέ µετάνοια καί ταπείνωση. Καί τότε ὁ Θεός θά µᾶς δώσει ἄρχοντες ἀληθινούς.
Καί οἱ καµπάνες θά χτυπήσουν πάλι τήν χαρά τῆς Ἀναστάσεως, τήν χαρά τῆς Ἐλευθερίας, τήν χαρά τῆς σωτηρίας µας. Ἀµήν.
***
Τό παραπάνω κείμενο ἀποτελεῖ ἀπάντηση τοῦ Πανοσιολογιωτάτου Ἀρχιμανδρίτου π. Χρυσοστόμου, Καθηγουμένου τοῦ Ἱεροῦ Κοινοβίου Ὁσίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου (Πεντάλοφος Παιονίας Κιλκίς) σέ τεθέν ἐρώτημα σχετικά μέ τήν σημερινή οἰκονομική κρίση στή χώρα μας. Ὁ Καθηγούμενος Χρυσόστομος πραγματοποιεῖ ὁμιλίες πρός τούς πιστούς ὑπό τόν γενικό τίτλο «ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ» κάθε τελευταῖο Σάββατο ἑκάστου μηνός στίς 6μ.μ. στό μεγάλο Ἀρχονταρίκι τοῦ Ἱεροῦ Κοινοβίου. Τό ἐρώτημα τέθηκε πρός τόν π.Χρυσόστομο ὑπό παρισταμένου ἀκροατῆ στό τέλος τῆς τελευταίας ὁμιλίας (Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2011).

Να μετριάσεις την εμπιστοσύνη στη διαίσθηση σου…!

Αν όμως εμπιστευόμαστε τη διαίσθηση μας για πράγματα υπέρτατης σημασίας, τότε το κάθε λάθος μπορεί να απειλήσει τον άνθρωπο ακόμη και με απώλεια. Με την έννοια λοιπόν αυτή να υπακούς στην πείρα των αρχαίων ασκητών, που δεν επιτρέπει να εμπιστευόμαστε σε τέτοιο βαθμό τη διαίσθηση μας.
Δυστυχώς στον κόσμο γίνεται διαρκώς αυτό το λάθος. Πρέπει αναπόφευκτα να χειραγωγούμαστε με το “όργανο” εκείνο που έχουμε. Είτε βέβαιοι είτε όχι, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε το καρδιακό μας ραντάρ. Οπωσδήποτε όμως οφείλουμε να υπερνικήσουμε την αυτοπεποίθησή μας με δύσκολο αγώνα, ψυχικό και διανοητικό. Η διαίσθηση μας θα ήταν απολύτως ορθή, αλάθητη, αν ήμασταν ολότελα άγιοι. Αν όμως δεν έχουμε φθάσει σε αυτή την αγιότητα, τότε και η διαίσθηση μας, όπως και η λογική μας, δεν λειτουργούν εντελώς σωστά. Κάπου έγραφα ότι τα συμπεράσματα της λογικής μας παρουσιάζονται σε μας με «ψυχολογικό και αυθόρμητο» τρόπο ως τα πιο οφθαλμοφανή και αναμφίβολα. Αν όμως συλλογισθούμε πράγματι βαθύτερα μήπως είναι έτσι αυτό, τότε θα πεισθούμε ότι δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό με μάς. Γιατί; Διότι βεβαίως για τον άνθρωπο το ζητούμενο αληθινά και αποκλειστικά είναι μόνο η απολύτως δίκαιη κρίση. Γι’ αυτήν όμως είναι απαραίτητο να κατέχουμε τη Θεία Παγγνωσία, που εμείς δεν έχουμε.
Στη λογική μας σκέψη υπάρχει μία ανυπέρβλητη ατέλεια: Εκείνα τα επιχειρήματα που κατέχουμε ή εκείνες οι αρχές, με βάση τις οποίες βγαίνουν τα συμπεράσματα, ποτέ δεν αποδεικνύονται στην πράξη επαρκή. Στην ασήμαντη καθημερινότητα της υπάρξεώς μας ακόμη και τέτοια λογική με τα ανεπαρκή αυτά συμπεράσματα είναι κάπως ωφέλιμη. Αλλά στην αναζήτηση της αιώνιας Αλήθειας βγαίνουμε από τα όρια όλων εκείνων που βλέπουμε ή ακόμη και νοούμε. Και αυτό δεν μας επιτρέπεται να το ξεχνούμε. Συνεπώς, χωρίς περαιτέρω επεξηγήσεις, επίτρεψέ μου να σου συστήσω να μετριάσεις την εμπιστοσύνη στη διαίσθηση σου…

Ευθανασία Πράξη ευσπλαχνίας ή διαχείριση θανάτου;

Γύρω από το ευαίσθητο θέμα της ευθανασίας έχουν αναπτυχθεί έντονα συγκρουόμενες απόψεις και δογματικές πεποιθήσεις σε κοινωνικό, πολιτικό, οικονομικό, φιλοσοφικό και θρησκευτικό επίπεδο. Και αυτό καθώς η καθημερινή πρακτική χαρακτηρίζεται από τον εξής παραλογισμό: Από την μια αποτρέπεται ο θάνατος την περίοδο της μεγίστης κάμψεως των περισσότερων οργάνων, με την εφαρμογή θαυμαστών επιστημονικοτεχνικών μέσων και από την άλλη εμείς οι ίδιοι επικαλούμαστε τον θάνατο, αναζητώντας ηθικοεπιστημονικά ερείσματα ανακλήσεως των εφαρμοζόμενων μέσων ή εφαρμόζοντας θανατηφόρα μέσα υπό το πρόσχημα της ευσπλαγχνίας.
Τις τελευταίες δεκαετίες, παρακολουθούμε εμβρόντητοι ότι η κοινωνία μας κατακλύζεται από νέα ήθη, αντιλήψεις, συμπεριφορές, ιδεολογίες. Προοδευτικά, περισσότερες ιδέες, συναισθήματα, πεποιθήσεις, υπάγονται -με τις κατάλληλες φιλοσοφικές τροποποιήσεις- στην δικαιοδοσία του management· τελούν υπό διαχείριση, δηλαδή υπό χειραγώγηση. Ό,τι δεν ικανοποιεί τις ανάγκες της αδυσώπητης ηγεμονίας της αγοράς έχει υποστεί εκ βάθρων αναπεριγραφή. Από την επικαιρότητα θα διάλεγα καινοτόμους όρους, με εύγλωττες συνέπειες. Έτσι, ο όρος «εγκλήματα πολέμου» διαγράφτηκε από τα ανθρώπινα λεξιλόγια και αντικαταστάθηκε από τον πιο καθησυχαστικό, αλλά αποπροσανατολιστικό και συγχυτικό όρο «παράπλευρες απώλειες». Από δώ και πέρα, ο ιατρός δεν θα λέγεται έτσι, αλλά «πάροχος υγείας» και εφ’ όσον, τελικά, όπως δεν αποκλείεται, νομιμοποιηθεί η ενεργητική ευθανασία ή η ιατρικά υποβοηθούμενη αυτοκτονία, μπορεί να λέγεται και «πάροχος θανάτου», σε μια πλήρη ανατροπή κάθε έννοιας Λόγου. Και η υγεία, δεν θα είναι πλέον ένα δώρο που μας παραχωρείται ατελώς, συνοδευόμενο από την εντολή να το προστατεύουμε με σεβασμό, αλλά ένα αγοραίο, καταναλωτικό αγαθό· από δώ και πέρα, ο πολίτης μπορεί να είναι υγιέστερος ακριβώς όπως (και επειδή μόνο) μπορεί να είναι πλουσιότερος.
Πώς θα μπορούσε, λοιπόν, και η ευθανασία να οριστεί, κατά τρόπο συμβατό με τις σύγχρονες τάσεις, πώς αλλιώς, παρά ως διαχείριση του θανάτου;
Ορισμοί
Παλαιότερα, με τον όρο «ευθανασία» οριζόταν ο καλός, ήρεμος, ακόμη και ο ηρωικός θάνατος, που εκπέμπει μηνύματα ευψυχίας, που οριοθετεί την ζωή, οι πραγματοποιήσεις της οποίας εγγράφονται στην περιωπή του συνολικά ωραίου, του συλλογικά ωφέλιμου, που μετακινούν την κοινωνία, ώστε να «σηκωθούμε ακόμη λίγο ψηλότερα». Στις σύγχρονες, όμως, πολιτικο-φιλοσοφικές συζητήσεις, στον όρο έχει προσδοθεί άλλο περιεχόμενο και ήδη χρησιμοποιείται προκειμένου να υποδειχθεί η διακοπή της «ανάξιας» να βιωθεί ζωής· «ανάξια» όχι με την έννοια που της απέδιδε ο Σωκράτης, στην απολογία του, αλλά με την μεταλλαγμένη έννοια της αποστερημένης ευδαιμονίας ζωής. Νοείται δηλαδή ως «θανάτωση από ευσπλαγχνία -mercy Killing», ένας νεωτερικός όρος που στην γλώσσα της διαχειριστικής ετερορρυθμίσεως του κοινωνικού γίγνεσθαι υπονοεί την με ή χωρίς συναίνεση ενεργητική (δηλαδή ως αποτέλεσμα θετικής ενέργειας) ή παθητική (δηλαδή ως αποτέλεσμα παραλείψεως ενέργειας) θανάτωση των βαρέως πασχόντων, για τους οποίους έχει εκλείψει κάθε ελπίδα θεραπείας και που δεν είναι εγκεφαλικά νεκροί.
Τον απαλλακτικό από τα βάσανα της ζωής θάνατο όρισε ως ευθανασία αρχικά ο Thomas Moore και, αργότερα, ο Francis Bacon. Κατά το διαμορφούμενο δίκαιο τείνει να σημαίνει «την σύντμηση της επιθανάτιας αγωνίας ενός επωδύνως πάσχοντος συνανθρώπου μας». Η σύντμηση μπορεί να επιχειρείται με την εσκεμμένη χορήγηση θανατηφόρου δόσεως φαρμάκου, με σκοπό την επίσπευση του θανάτου και διά της μεθόδου αυτής ανακούφιση του ανθρώπου από τον αφόρητο πόνο και την παράκαμψη του βασανιστικού τελικού σταδίου μιάς ανίατης ασθένειας, για λόγους οίκτου (όπως είναι η δηλούμενη αιτιολόγηση), αλλά και η περιστολή των δαπανών (όπως πιθανόν αποδειχθεί ότι είναι η υποκρυπτόμενη).
Παρά το γεγονός ότι ο Πλάτων στην Πολιτεία του υποστήριξε ότι «δεν πρέπει να νομίζουμε ότι πρέπει να θεραπεύεται αυτός που δεν μπορεί να ζεί κάτω από τις επικρατούσες συνθήκες», ο Ιπποκράτης είχε ανεπιφύλακτα αφορίσει την εφαρμογή ευθανασίας, τόσο με την ενεργητική της μορφή (χορήγηση φαρμάκου ή εφαρμογή μεθόδου που να επισπεύδει τον θάνατο ασθενούς), όσο και με την παθητική της μορφή (άρνηση ιατρικής συνδρομής, ώστε η νόσος ανεξέλεγκτη να επιφέρει τον θάνατο)· είχε δε συμπεριλάβει και σαφή πρόταση στον Όρκο, που καλούσε τους ιατρούς να δώσουν με την ανάληψη των καθηκόντων τους: «ου δώσω δε ουδέ φάρμακον ουδενί αιτηθείς θανάσιμον ουδέ υφηγήσομαι συμβουλίην τοιήνδε».
Αν και φαίνεται ύποπτη και πλαστή, διάχυτη είναι σήμερα η αντίληψη ότι η Ιατρική, στην σύγχρονη, παγκόσμια λειτουργική της, είναι ένα πολύπλοκο και πανάκριβο επιστημονικο-τεχνικό σύμπλεγμα πολλαπλών δράσεων, χρεωκοπημένο επίσημα. Ένα παρακμιακό δράμα, αντιπροσωπευτικό της παγκόσμιας πολιτισμικής και θεσμικής κρίσης. Και πρέπει άμεσα να ανασκευασθεί, να αναθεωρηθεί, να καθοδηγηθεί. Ένα αφορισμένο σύστημα, το οποίο, αν και έχει ίσες πιθανότητες να αποκαταστήσει την ισορροπία του, με την συνδρομή της φιλοσοφίας ή να καταρρεύσει οριστικά, κάτω από τις αφόρητες πιέσεις των αγοραίων επιδιώξεων, δείχνει να ολισθαίνει σ’ έναν παραλογισμό. Ο παραλογισμός αναγνωρίζεται στην τείνουσα να διαμορφωθεί καθημερινή πρακτική: ενώ αποτρέπουμε τον θάνατο την περίοδο της μεγίστης κάμψεως των περισσοτέρων οργάνων, προεκτείνοντας την ζωή πέρα από οποιοδήποτε όριο ανακάμψεως, μέσα στην περιοχή του θανάτου, εφαρμόζοντας θαυμαστά επιστημονικοτεχνικά μέσα, που αυξάνουν ραγδαία το κόστος νοσηλείας, περιθάλψεως και αποκαταστάσεως, ή ενώ επιτυγχάνουμε να αναστείλουμε τον θάνατο που απειλείται από φυσικούς παράγοντες (ασθένεια, κακώσεις κ.λπ.), αργότερα τον επικαλούμεθα στην περιοχή της ζωής, αναζητώντας ηθικοεπιστημονικά ερείσματα ανακλήσεως των εφαρμοζόμενων μέσων ή εφαρμόζοντας θανατηφόρα μέσα υπό το πρόσχημα της ευσπλαχνίας. Έτσι, με την συγχυτική παρέμβαση της σύγχρονης ιατρικής, το κρεβάτι του πόνου, της αρρώστιας, της ανημποριάς γίνεται αδυσώπητα προκρούστειο.
Κοινωνικές συνιστώσες
Γύρω από το πρόβλημα της ευθανασίας έχει αναπτυχθεί ένα πλέγμα έντονα συγκρουόμενων απόψεων και δογματικών πεποιθήσεων, σε κοινωνικό, πολιτικό, οικονομικό, φιλοσοφικό και θρησκευτικό επίπεδο. Η στάση της κοινωνίας απέναντι στην αρρώστια και τον θάνατο έχει τροποποιηθεί. Η υγεία θεωρείται, πλέον, «εμπορεύσιμο» αγαθό και, κατ’ επέκταση, ως ένα διαχειριζόμενο δικαίωμα, επιχειρείται να αναπεριγραφεί και ο θάνατος, ενώ η απόδοση μεγαλύτερης προσοχής στα δικαιώματα του ασθενούς και η ιατρικοποίηση του τελικού σταδίου της ανίατης παθήσεως συνεπάγονται προοδευτικά εντεινόμενη αύξηση της φορτίσεως των νοσηλευτικών ιδρυμάτων με ασθενείς χωρίς ελπίδα ιάσεως. Ουσιωδώς, η ευθανασία επιχειρείται να συμπεριληφθεί στα μέτρα οικονομικής ανακουφίσεως των συστημάτων υγείας σε συνθήκες ένδειας πόρων.
Η κοινή γνώμη διαμορφώνει προοδευτικά ευνοϊκή θέση για την αποδοχή της ενεργητικής ευθανασίας (υποβοηθούμενης αυτοκτονίας) σε επιλεγμένες περιστάσεις ανίατης νόσου, και η εκστρατεία της επανεκτιμήσεως της νομικής υποστάσεως της ευθανασίας φαίνεται ότι προοδευτικά κερδίζει έδαφος. Στο τείνον να διαμορφωθεί σύγχρονο αξιακό μας σύστημα, η υγεία εισάγεται ως απλή εκτιμήτρια καταναλωτικής προσδοκίας και η έκπτωσή της ως ανάλογη μείωση καταναλώσεως αγαθών. Αντίστοιχα κι ο θάνατος νοείται ως απλή υποστροφή των βιολογικών εντάσεων στο μηδέν, ως ανακοπή καταναλώσεως. Η σύγχρονη νοοτροπία αποδίδει ολοένα μεγαλύτερη σημασία στο οικονομικά ωφέλιμο και παραγωγικά αποδοτικό άτομο, το άτομο που συμμετέχει στην παραγωγή και στην κατανάλωση αγοραίων αγαθών, παραγκωνίζοντας τους απομάχους της ζωής. Σε αυτό το καινοφανές αξιακό σύστημα, η ονομαστική σημασία κάθε προσώπου συνεχώς ελαττώνεται με την μείωση της παραγωγικής και καταναλωτικής του αποδόσεως, ως την πλήρη περιθωριοποίησή του, όταν γεράσει και αρρωστήσει. Υπό τις διαμορφούμενες πεποιθήσεις, η σύγχρονη κοινωνία με τις καταπιεσμένες αυτοκαταστροφικές επιθυμίες της αφομοιώνει με προοδευτικά μεγαλύτερη ευχέρεια το ενδεχόμενο νομιμοποιήσεως της εκούσιας (με συναίνεση του ασθενούς) ή και ακούσιας (χωρίς προηγούμενη συναίνεση) ευθανασίας, και φαίνεται να εξοικειώνεται με λογικές πλήρους αρνήσεως της ζωής, όταν αυτή δεν ανταποκρίνεται στο ύψος των αγοραίων περιστάσεων.
Διάχυτη είναι η γνώμη ότι η σύγχρονη κοινωνία μας αναγνωρίζεται από την αδυναμία ώριμης και ψύχραιμης αντιμετωπίσεως της ανθρώπινης μοίρας, που δεν είναι άλλη από την προετοιμασία για τον θάνατο (si vis vitam para mortem), που ο Freud[1] το παράφρασε «αν θέλεις να υποφέρεις την ζωή, προετοιμάσου για τον θάνατο». Ο σύγχρονος άνθρωπος  είναι ανέτοιμος να αντιμετωπίσει τον πόνο, την αποκρουστικότητα της αρρώστιας, την παγερότητα του θανάτου. Η ανίατη αρρώστια ανατρέπει την ισορροπία μεταξύ πόνου κι ευχαριστήσεως, προς όφελος του πόνου και η ανατροπή αφορά τον ίδιο, ιδίως, τον ασθενή, το περιβάλλον του, αλλά και τον θεράποντα ιατρό του. Η πρόταση της ευθανασίας αποσκοπεί στην αποκατάσταση της χρηστικής ισορροπίας πόνου-ευχαριστήσεως, καθώς με την εφαρμογή της, το χρόνιο νόσημα (πού φθείρει διαρκώς τον ψυχισμό του ασθενούς, των συγγενών του και του ιατρικού συστήματος) τελειώνει και ο θάνατος μπαίνει στο περιθώριο της ζωής.
Οικονομική ύφεση και ευθανασία
Η νομιμοποίηση της ευθανασίας θα σήμαινε σημαντική ανακούφιση του προϋπολογισμού υγείας των αναπτυγμένων χωρών και η έξαρση της σχετικής φιλολογίας δεν αντανακλά παρά την οικονομική κατάρρευση των συστημάτων υγείας, τα οποία βλέπουν την επιβίωσή τους μέσω της δραστικής περιστολής των εξόδων τους. Έχει υπολογιστεί ότι το 28% του συνόλου των δαπανών για την υγεία, που ανέρχεται σε 75 δις δολάρια, ξοδεύονται στα κρεβάτια της εντατικής θεραπείας και των βαριά ασθενών χωρίς ελπίδα αποκαταστάσεως, όπου οι δαπάνες είναι τετραπλάσιες των κανονικών νοσηλειών και διατίθενται για να διατηρηθούν στην ζωή ασθενείς τελικού σταδίου.
Κάθε επιχείρημα, όμως, εφαρμογής της ευθανασίας για εξοικονόμηση πόρων θυμίζει την προπαγάνδα των Εθνικοσοσιαλιστών, το 1939, που εξ αιτίας της χιλιάδες ψυχικά άρρωστα άτομα οδηγήθηκαν στα κρεματόρια, προκειμένου να εξοικονομηθούν χρήματα για τα υγιή παιδιά της Γερμανίας. Το οικονομικό επιχείρημα υπέρ της ευθανασίας οδηγεί στην υποθετική ερώτηση, αν στο μέλλον τα οικονομικά μιάς κυβέρνησης δεν πηγαίνουν καλά, θα πρέπει οι ασθενείς τελικού σταδίου να λάβουν την ελάχιστη φροντίδα ή και μια δόση θανατηφόρου δηλητηρίου. Παρόμοιες σκέψεις αφαιρούν τον ανθρώπινο χαρακτήρα της ύπαρξης, αγνοούν το πρόσωπο και αντικρίζουν το άτομο σαν οικονομικό άνυσμα. Επειδή, μάλιστα, ο όρος «τελικό στάδιο» ενέχει ανεξέλεγκτους βαθμούς ερμηνευτικής ελευθερίας, εγκυμονείται ο μέγας κίνδυνος, με την πάροδο του χρόνου και τον εθισμό, ολοένα μεγαλύτερος αριθμός ασθενών να κατατάσσεται σε λίστες υποψηφίων, προκειμένου να υποστούν ευθανασία.
Η συζήτηση για την νομιμοποίηση της ευθανασίας
Η διαμάχη για την νομιμοποίηση της ευθανασίας διατηρείται στην σύγκρουση δυο απόψεων: η πρώτη που υποστηρίζει την νομιμοποίηση της εκούσιας (με συγκατάθεση του ασθενούς) ή και ακούσιας (χωρίς προηγούμενη συγκατάθεση) ευθανασίας και η δεύτερη που απορρίπτει κάθε μορφή ευθανασίας.
Δεν αμφισβητείται, βέβαια, ότι το δικαίωμα της ζωής είναι αναφαίρετο, αδιαπραγμάτευτο και υποστηρίζεται απαρέγκλιτα από όλες τις παγκόσμιες κοινωνικές συνθήκες. Μερικοί υποστηρίζουν ότι στο δικαίωμα αυτό παρελκύεται και ο θάνατος, ως εκδήλωση της ζωής και, κατ’ επέκταση, κάθε άτομο διατηρεί την αυτονομία να κάνει χρήση ή να παραιτείται οποιουδήποτε δικαιώματός του, ακόμη και του δικαιώματος της ζωής, επιλέγοντας τον θάνατό του. Οι θιασώτες της νομιμοποιήσεως της ευθανασίας υποστηρίζουν ότι, εάν η απαγόρευση της επιλογής της ευθανασίας είναι ορθή, τότε αυτό σημαίνει ότι το δικαίωμα στην ζωή είναι διατακτικό δικαίωμα. Το δικαίωμα αυτό ισοδυναμεί μ’ ένα υποχρεωτικό καθήκον, αν και αυτό δεν ισχύει στην σύγχρονη αντίληψη της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αφού για κάθε δικαίωμα αναγνωρίζεται η δυνατότητα παραιτήσεως του δικαιώματος αυτού. Κατ’ επέκταση, υποστηρίζουν οι θιασώτες της ευθανασίας, και εφόσον το άτομο έχει την δυνατότητα να παραιτείται από την ζωή του, πρέπει να του εξασφαλίζονται και τα μέσα να υλοποιεί αυτή την δυνατότητα. Δηλαδή η πολιτεία πρέπει να αναγνωρίζει στον ασθενή το δικαίωμα του θανάτου του και, επομένως, το δικαίωμα να ορίζει τον συντελεστή με την συνδρομή του οποίου θα υλοποιήσει την πρόθεσή του.
Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι η απαγόρευση της ενεργητικής εθελοντικής ευθανασίας, της υποβοηθούμενης δηλαδή αυτοκτονίας, θέτει κάποια όρια και κάποιους περιορισμούς στην αυτοδιάθεση των ασθενών, που όμως είναι αναγκαίοι για την διασφάλιση της γενικότερης αρχής της προστασίας της ζωής. Η πρακτική επιχειρηματολογία εναντίον της νομιμοποιήσεως της ευθανασίας αναφέρεται κυρίως στην πιθανότητα λάθους, στην επιφύλαξη για μελλοντική διάθεση οριστικής θεραπείας, στην αδυναμία αλλαγής αποφάσεως ή στην κατάχρηση της υιοθετηθείσης μεθόδου ευθανασίας.
Η αρχή της αυτοδιαθέσεως
Το επίπεδο αυτοεκτιμήσεως του κάθε ατόμου και η ευχέρειά του να επιλέγει το σχέδιο ζωής που προτιμά, καθορίζουν την ικανότητά του να προστατεύει την αξιοπρέπειά του, όντας -ο ίδιος- φορέας των βασικών διακαιωμάτων κι ελευθεριών του, διαμορφώνοντας ένα ηθικο-βιολογικό σύνολο με το οποίο ανήκει στην ανθρωπότητα. Δεν υπάρχει, ασφαλώς, αμφιβολία ότι η εισβολή μιάς ανίατης και βασανιστικής αρρώστιας αναδιαμορφώνει το προσωπικό σχέδιο ζωής του ασθενούς, εισάγει νέες δυσμενείς συνθήκες στην περαιτέρω διαβίωσή του και τον καθιστά επιρρεπή σε αυτοκαταστροφικές διεξόδους, ιδιαίτερα εφόσον πρόκειται περί παθήσεως που τον καθηλώνει στο κρεβάτι, εξαρτημένο από πολύπλοκες περιποιήσεις τρίτων.
Οι θιασώτες της ευθανασίας ισχυρίζονται ότι κάθε άτομο που έχει την ικανότητα να παίρνει αποφάσεις, δεν έχει βαριά ψυχική πάθηση κι ελέγχει το σώμα του, μπορεί και πρέπει να επιλέγει ελεύθερα το πότε, πώς και με ποιό τρόπο θέλει να πεθάνει, καθώς μάλιστα αυτό δεν θίγει τα δικαιώματα άλλου ανθρώπου. Ούτε η Εκκλησία ούτε το κράτος έχουν δικαίωμα να επεμβαίνουν στο αναφαίρετο και αδιαπραγμάτευτο αυτό δικαίωμα του πολίτη. Οι υποστηρικτές της ευθανασίας ισχυρίζονται ότι η μή νομιμοποίησή της αποτελεί κατάφορη παραβίαση της ελευθερίας του ατόμου, ακόμη και της επιλογής τους να φονευθούν. Η απαγόρευσή της είναι μορφή τυραννίας. Επομένως, αναφορικά με τις απαιτήσεις νομιμοποιήσεως, η μόνη προϋπόθεση που πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψη είναι η επιθυμία του ασθενούς και η ελευθερία της επιλογής, που βασίζεται στην προσωπική του εκτίμηση των συνθηκών διαβιώσεως, όπως αυτές τροποποιούνται από το φάσμα του πόνου, του φόβου, της εξαρτήσεως ή άλλων λόγων.
Η σύγχρονη κοινωνία κινείται στα πλαίσια σκόπιμης, παραπλανητικής έξαρσης της διεκδικήσεως ετεροβαρούς σημασίας ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ενώ ταυτόχρονα θεμελιώδη δικαιώματα συρρικνώνονται και αναθεωρούνται, όπως το δικαίωμα στην εργασία, στην ασφάλιση, στην πλήρη και απρόσκοπτη ενημέρωση κ.ά. Ασφαλώς δεν απεμπολείται το δικαίωμα του ασθενούς να επιλέγει τον ιατρό του, το είδος της θεραπείας του και την επιμέλεια με την οποία θα τεθεί σ’ ένα πρόγραμμα αποκαταστάσεως.
Επίσης, παρά το γεγονός ότι αποτελεί και Ιπποκρατική επιταγή, η ενημέρωση των ασθενών περί των δεδομένων της παθήσεώς τους και των μεθόδων και τεχνικών αντιμετωπίσεώς της δεν είναι ούτε πλήρης ούτε κατανοητή, ιδίως, μάλιστα, όταν ο ασθενής τελεί κάτω από την συγχυτική επίδραση της συμπτωματολογίας της παθήσεώς του και την κατάρρευση της αυτεκτιμήσεώς του, οφειλόμενη στους αφόρητους πόνους ή στο γεγονός ότι βρέθηκε ξαφνικά υπό την εξάρτηση τρίτων ατόμων ή μηχανημάτων ελέγχου και υποκαταστάσεως βιολογικών λειτουργιών.
Ο πόνος, ιδιαίτερα, είναι μια οδυνηρή εμπειρία που εκτρέπει την σωματοψυχική ισορροπία του ασθενούς και συνεπάγεται την ψυχική του ανατροπή. Ισοδυναμεί με ρήξη του προστατευτικού ορίου του «Εγώ» και για τον λόγο αυτό, ο σωματικός πόνος είναι κάτι που -κατά τον Freud- θα μπορούσε και θα έπρεπε να γεννήσει έναν ψυχικό πόνο. Ο σωματικός πόνος παριστά την ρωγμή από την οποία ενεργοποιείται μια, σε άλλοτε άλλο βαθμό, διάρρηξη της προσωπικής συνέχειας του ατόμου. Και, επομένως, ακόμη και επίμονο ένα περιστασιακό αίτημα για τερματισμό της ζωής θα έπρεπε να προσλαμβάνεται από μια κοινωνία που επιμένει να αυτοαποκαλείται «κοινωνία της αλληλεγγύης» ως ένδειξη της απελπισίας του και έκκληση απαλλαγής από την οδυνηρή εμπειρία του, μάλλον, παρά ως σταθερή, αποφασιστική και αυθεντική έκφραση θανατώσεως.
Το δόγμα της διπλής συνέπειας
Κατ’ εφαρμογήν του δόγματος της διπλής συνέπειας, είναι επιτρεπτές οι δράσεις, που προοπτικά θα έχουν κακές συνέπειες μόνο όταν οι κακές συνέπειες, συνιστούν «παράπλευρα κακά ή παρενέργειες» των θετικών ωφελημάτων, καθώς και όταν το αναμενόμενο καλό δεν είναι απόρροια του προκαλούμενου κακού. Έτσι, η ευθανασία πρέπει να μην νομιμοποιηθεί, γιατί απαλλάσσει μέν τους ασθενείς από τους πόνους και την ταλαιπωρία, αλλά το καλό αυτό είναι απόρροια μεγαλύτερου κακού που τους επιβλήθηκε, δηλαδή της θανατώσεως του ασθενούς. Επιπλέον, η ευχερής παροχή ενεργητικής ευθανασίας θα κατέστρεφε την αναγκαία σχέση εμπιστοσύνης ασθενούς-ιατρού με τις κοινωνικές, ψυχολογικές, συμπεριφοριολογικές της διαστάσεις, που αναμένεται να συμβάλουν πρωταγωνιστικά στην διαδικασία της θεραπείας ή, έστω, να απαλύνουν τις δυσμενείς ψυχολογικές επιδράσεις και να μετριάσουν την κατάρρευση που προκαλεί κάθε εκτροπή της υγείας. Ιδιαίτερα οι ηλικιωμένοι ασθενείς, ανασφαλείς, έτσι κι αλλιώς, θα έβλεπαν στο πρόσωπο του ιατρού τους τον πιθανό δολοφόνο τους, που τους αντιμετωπίζει ως πιθανά θύματα ευθανασίας.
Το δόγμα της διολισθήσεως (ασταθής ισορροπία)
Οι πολέμιοι της νομιμοποιήσεως της ενεργητικής εκούσιας ευθανασίας διατείνονται ότι, με την ενδεχόμενη νομιμοποίηση της ευθανασίας, η κοινωνία θα καταστεί επιρρεπής προοδευτικά να ανεχθεί και άλλες μορφές ευθανασίας, θα αναπτυχθεί αντίστοιχη φιλολογία και θα παρουσιασθούν οι κατάλληλες φιλοσοφικές τεκμηριώσεις. Οι αρνητές της νομιμοποιήσεως της ευθανασίας ανησυχούν ότι αμέσως μετά την εμπέδωση στην κοινή γνώμη και την διάδοση της εκούσιας ευθανασίας, η κοινωνία θα διολισθήσει σε μερικές τουλάχιστον μορφές ακούσιας ενεργητικής ευθανασίας με πρώτους υποψήφιους εκείνους τους άτυχους ασθενείς, που βρίσκονται σε κατάσταση φυτού, οι οποίοι ουδέποτε επέδειξαν πρόθεση να επιλέξουν ευθανασία ή για κάποια νήπια με βαριές δυσμορφίες για τις οποίες η πρόγνωση είναι απελπιστική. Φυσικά κάθε κυβέρνηση, της οποίας τα οικονομικά υγείας δεν πάνε καλά, θα σκεφτεί ακριβώς να επεκτείνει το μέτρο της ενεργητικής ευθανασίας και σε εκείνους που είναι φυτά, αναπνέουν όμως ελεύθερα, αν και έχουν χάσει κάθε επικοινωνία με το περιβάλλον τους.
Επίλογος
Αυτό που κάνει την συμπεριφορά μας να είναι αυτή που είναι, δεν είναι άλλο από την γνώμη που επιβάλλει αυτή την συμπεριφορά. Έτσι, οι συμπεριφορές αναδιαμορφώνονται, με την αναδιαμόρφωση της κοινής γνώμης. Αν υιοθετούμε μια λάθος συμπεριφορά, αυτό οφείλεται στην προηγούμενα υιοθετημένη λάθος γνώμη, που την διαμορφώνει, και η οποία επιβάλλει την νέα στάση. Αν πιστέψουμε ότι η ζωή μας είναι μάταιη, τότε επιλέγουμε τον θάνατο με την αποφασιστικότητα που θα τον επιλέγαμε αν η ζωή ήταν πράγματι μάταιη. Ο Nadler υποστηρίζει ότι όλα εξαρτώνται από την γνώμη και επικαλείται την πεποίθηση του Σενέκα: Omnia ad opinionem suspense sunt. Η προσφυγή σε μεθόδους ευθανασίας είναι συγχυτικό αποτέλεσμα των μεταβολών στα κοινωνικά πρότυπα, της τάσεως επιβολής διαχειριστικού ελέγχου, με τις κατάλληλες φιλοσοφικές προσαρμογές, οποιασδήποτε δυναμικής που μπορεί να διαμορφώνει συνέπειες, της απόλυτης θωράκισης της κοινωνίας όχι μόνο απέναντι σε επαναστατικές αλλαγές, αλλά ακόμη και στους πιο εφήμερους αιφνιδιασμούς. Είναι, τέλος, αναγκαστική συνέπεια της ένδειας πόρων, της καταρρεύσεως των συστημάτων υγείας και απότοκη των προθέσεων συγκεντρωτικής ετερορρυθμίσεως. Ιστορικά, κάθε προσπάθεια εμπεδώσεως μορφών ευθανασίας υπαγορευόταν από επιδιώξεις εκκαθαρίσεων για λόγους ευγονίας, περιστολής εξόδων ή ευκοσμίας της κοινωνίας.
Προχθές με συνέλαβε ο γιός μου σκεπτικό. Του είπα τί με απασχολούσε και ρώτησα την γνώμη του: «Οι μάσκες των γιατρών, μου είπε συνοφρυωμένος, δεν πρέπει να συγχέονται με τις μάσκες των δημίων».
Παρατήρηση: Το παρόν άρθρο δημοσιεύθηκε στο τεύχος Νο 14 του περιοδικού «ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ» (Απρίλιος – Ιούλιος 2004)

Μια γρηγορη απαντηση στις ψευδολογιες Βαρθολομαιου





Στο δημοσιευμένο κείμενο βλέπουμε μια εωσφορική τακτική του "ορθόδοξου" πατριάρχη, ο οποίος φέρεται σαν γνήσιος οικουμενιστής, δηλ., άλλα να λέει την μια φορά και άλλα την άλλη, για «να κερδίσει χρόνο», όπως εξάλλου, κατά τον Μ. Αθανάσιο, συνηθίζουν να κάνουν οι αιρετικοί.

Ασφαλώς και δεν εκφράζεται υμνολογικά για την Ένωση (αυτού του βαθμού ευφυΐα την έχει, όπως και περισσή πονηρία για παραπλάνηση των αφελών), συντηρεί, όμως έτσι τον Διάλογο, ο οποίος αποβαίνει μακροχρονίως εις βάρος της Ορθοδοξίας, αφού αμβλύνει τα αισθητήρια των πιστών και Ουνιτικοποιεί, ιδίως την τελευταία δεκαετία, ραγδαίως τα μέλη της Εκκλησίας, ιερωμένους και λαϊκούς, οι οποίοι σαν ναρκωμένοι δεν αντιδρούν, ωσάν η Ένωση να έχει γίνει ή να μην τους ενδιαφέρει.

Πέρα, όμως, από αυτά, ο πατριάρχης έχει καταπατήσει και καταπατεί Ι. κανόνες, ευαγγελικά και αποστολικά παραγγέλματα, η παράβαση των οποίων ισοδυναμεί με την αυτοαφορισμό από την αλήθεια της Εκκλησίας, την απόσχιση/αποκοπή δηλ. από τον Χριστό.

Έστω κι αν αυτή η αποκοπή δεν έχει επισημοποιηθεί με πράξη της Εκκλησίας.

Εντολή του Χριστού, των αποστόλων και των Αγίων Πατέρων είναι, η απομάκρυνση από τους «αιρετικούς μετά μίαν και δευτέραν νουθεσίαν».

Εδώ, όχι μόνο δεν απομακρυνόμαστε από τους αιρετικούς, αλλά συζητάμε μαζί τους χωρίς να τους νουθετούμε, τους αποδεχόμαστε ως έχοντας ιερωσύνη και μυστήρια, δεχόμαστε ότι αποτελούν και αυτοί Εκκλησία και ότι έχουμε μαζί τους την ίδια αποστολή (οι ορθόδοξοι με τους αιρετικούς), με αποτέλεσμα οι πιστοί να μιμούνται τους «αδελφούς» παπικούς και προτεστάντες σε πολλά θέματα, εκκοσμικεύοντας την εκκλησιαστική ζωή τους.

Το αν αυτή η ασθένεια συναντάται και στο παρελθόν, ουδείς λογικός άνθρωπος μπορεί να ισχυρισθεί ότι πρέπει να την επιτρέψουμε και σήμερα, γιατί αυτό αποτελεί υιοθέτηση της ασθένειας, ανταρσία κατά των Εντολών του Θεού, ο οποίος όχι μόνο δεν «χαίρεται» τις κατά καιρούς παραβάσεις και ακαταστασίες, αλλά κυρίως δεν συγχωρεί αυτούς που τις επαναλαμβάνουν ή τις δικαιολογούν με μια αμοραλιστική λογική.

Τέλος, στην ομιλία του ο πατριάρχης, ζήτησε από τους μοναχούς υπακοή.

Και πάλι παραπλανώντας όχι τους μοναχούς (αυτοί, ασχέτως κι αν δεν αντιδρούν, γνωρίζουν τα περί υπακοής), αλλά τους εκτός Αγίου Όρους αποδέκτες των λόγων του.

Επικαλέστηκε, λοιπόν, τον λόγο του απ. Παύλου «πείθεσθε τοις ηγουμένοις υμών και υπείκετε», ξεχνώντας φαναριώτικα ότι ο απόστολος συνεχίζει και μας συνιστά την προσοχή, σε ποιούς ηγουμένους θα υπακούομε.

Και μας συμβουλεύει, πως αιρετικούς ηγουμένους σαν τον πατριάρχη, και αδιάφορους ηγουμένους, σαν κι αυτούς που υποδέχονται τον αιρετικό πατριάρχη, ΔΕΝ πρέπει να τους ακούμε και ακολουθούμε.

Θα εξετάσουμε πρώτα την συμπεριφορά τους και την ορθοδοξία τους και μετά θα τους ακολουθήσουμε, ως εάν να ακολουθούμε το Χριστό: «ων αναθεωρούντες την έκβασιν της αναστροφής, μιμείσθε την πίστιν»!

Ο πατριάρχης, λοιπόν, έχει δώσει εξετάσεις, έχει διαπιστωθεί η αιρετίζουσα συμπεριφορά του και ουδείς ορθόδοξος μπορεί να τον ακολουθήσει.

Μόνο προσευχή για τη μετάνοιά του μπορεί κανείς να κάνει, προσευχή για τη μετάνοιά μας, που επειδή είμαστε τέτοιοι, «τοιούτους» ηγουμένους επιτρέπει ο Θεός να έχουμε.

Π.Σ.

Υπ. ιστολογιου:
Τα ...λαγωνικα του Βαρθολομαιου απο το Φαναρι μας παρακολουθουν ανελλιπως και επι 24ωρου βασεως.
Εχουμε καθημερινα απο την ....Ισταμπουλ 3μεχρι και 5παρακολουθησεις.
Χαιρομαστε που συνεχως τους ενοχλουμε αλλα και λαμβανουν απο μας γνησια και ηλεγμενη ενημερωσι.
Πηγή ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΗ

Θαυματουργεῖ ἡ δικέλλα;

Μελέτιος Καλαμαρᾶς (Μητροπολίτης Νικοπόλεως καί Πρεβέζης)



Ὁ ἅγιος Πολυχρόνιος εἶχε ὅλα τά ἀπαιτούμενα, γιά νά μείνει ἄγνωστος· στά ἀζήτητα!

Ἦταν ἀπό ἕνα πολύ μικρό χωριό. Ἀπό μιά ἄσημη περιοχή. Χωρίς κανένα ἰδιαίτερο προσόν. Δέν ἤξερε καμμιά δουλειά. Δέν εἶχε καμμιά ἰδιαίτερη ἱκανότητα. Ἤξερε, μόνο τήν ἁπλούστερη τότε ἐργασία ὅλων τῶν ἀνειδίκευτων: νά σκάβει στά χωράφια.

Μή ἔχοντας οὔτε χρήματα νά ἀγοράζει βιβλία, οὔτε μυαλό καί μόρφωση νά μπορεῖ νά τά καταλαβαίνει εἶχε περιορίσει τήν πνευματική του ζωή σέ λίγες προσευχές, πού εἶχε μάθει, καί σέ μιά αὐστηρή νηστεία. Ἔτρωγε μιά φορά κάθε δύο ἡμέρες φαγητό ἁπλό νηστίσιμο!...

Ὅταν ἔφθασε σέ ἀνδρική ἡλικία, ἐπῆγε στήν περιοχή τῆς Κωνσταντινούπολης γιά λίγο πιό καλή τύχη· γιά λίγο πιό καλή ἀμοιβή. Καί ἔσκαβε στά χωράφια ἑνός ἀνθρώπου καί πλουσίου καί εὐσεβοῦς.

Μά ἐκεῖνος ἔτυχε πιό καλός ἄνθρωπος. Καί βλέποντας τόν Πολυχρόνιο νά δουλεύει ὅσο μποροῦσε πιό εὐσυνείδητα ὅλη τήν ἡμέρα, αἰσθάνθηκε δέος. τόν ἐκάλεσε καί τοῦ εἶπε:

-Κύταξε, ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ. Ἐγώ δέν εἶμαι ἄξιος νά ἔχω τέτοιους ἐργάτες στή δούλεψή μου. Σοῦ δίνω χρήματα, νά φτιάξεις τήν ζωή σου. Νά γίνεις νοικοκύρης. Δέν θέλω τίποτε ἀπό σένα. Μόνο νά προσεύχεσαι γιά μένα. Καί νά μοῦ ἀφήσεις ἐνθύμιο τήν ἀξίνα σου!...
 

* * *
 
Ἔτσι ἐγύρισε ὁ Πολυχρόνιος στό χωριό του. Μά δέν θέλησε νά γίνει νοικοκύρης!... Ἀντί νά ἀγοράσει χτήματα, μέ τά χρήματα τοῦ ἀφεντικοῦ του, ἔφτιαξε μιά ἐκκλησία. Καί ζώντας ἐκεῖ δίπλα, ἀσκητής, συνέχιζε νά ζεῖ μέ προσευχή καί μέ νηστεία!...

Καί ἡ ἀξίνα του; Ὅταν ὁ πλούσιος, πού τήν εἶχε κρατήσει γιά εὐλογία, εἶχε προβλήματα, τήν φιλοῦσε καί ἐπικαλιόταν τό φτωχό παιδί, τόν Πολυχρόνιο!...

Καί ἡ ἀξίνα θαυματουργοῦσε!...

Θά τρόμαζε ὁ Πολυχρόνιος, ἄν τό ἄκουγε!...

Καί ἀσφαλῶς θά ἀποροῦν πολλοί, πού τό διαβάζουν καί τό ἀκοῦνε!...

Ἀλλά αὐτή εἶναι ἡ ἀλήθεια· ἡ δικέλλα τοῦ Πολυχρόνη ἔκανε πολλά θαύματα!...
 

* * *
 
Αὐτό εἶναι τό μεγαλεῖο τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ. Καθεῖλε δυνάστες καί ὕψωσε ταπεινούς.

Θαυματουργοῦσε ἡ ράβδος τοῦ Μωϋσῆ.

Θαυματουργοῦσε ἡ ἁλυσίδα τοῦ ἁγίου ἀποστόλου Πέτρου.

Θαυματουργοῦσε καί ἡ ἀξίνα τοῦ φτωχοῦ παιδιοῦ Πολυχρόνη.
 

* * *
 
Καί ὁ Θεός ἐδόξασε τόν δοῦλο Του ἀκόμη πιό πολύ.

Μετά τό 337, ἐπί Κωνσταντίου (337-361 μ.Χ.) τόν ἔσφαξαν οἱ ἀρειανοί, γιατί ὁμολογοῦσε τήν Ὀρθόδοξη πίστη.

Ἡ μνήμη του ἑορτάζει στίς 7 Ὀκτωβρίου.

Aπατηλο μηνυμα απο την Ιερά Μονή Μ. Λαύρας του αξιοθρηνητου Βαρθολομαιου



Αυστηρό μήνυμα προς τους σχισματικούς μοναχούς και τους επικριτές του διαλόγου μεταξύ των εκκλησιών έστειλε από την Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος.



Ο κ. Βαρθολομαίος, επικαλούμενος τις νουθεσίες του αγίου Αθανασίου του Αθωνίτη, κτίτορος της παλαιότερης μονής του Αγίου Όρους, επεσήμανε ότι για την οδό που οδηγεί στην «τελείωσιν του μοναχού», ο «πρώτος όρος είναι η υπακοή» η οποία ελαφρύνει τον ζυγόν της ασκητικής ζωής, διότι το βάρος αυτού αίρεται υπό του ηγουμένου». Πρόσθεσε, ότι ο «δεύτερος όρος» είναι «η μεταξύ των αδελφών αγάπη και ενότης» και «η μη η εν υμίν μήτε διχοστασίαι και έριδες», οι οποίες «ατυχώς» εμφιλοχωρούν «εξ εγωισμού και φιλοδοξίας ωρισμένων εις μοναστικάς αδελφότητας» και οδηγούν «εις επικινδύνους και ολισθηράς δια την ψυχικής σωτηρίαν και την πνευματικήν πρόοδον ατραπούς».



«Το επικίνδυνον δε έγκειται εις το γεγονός ότι ο τοιούτος μοναχός πλανάται θεωρών ότι ούτος τηρεί «άσπιλον» την παρακαταθήκην της πίστεως, αγνοών την εντολή του Θεού διατυπούμενην σαφώς υπο του πρωτοκορυφαίου των αποστόλων Παύλου : «Πείθεσθε τοις ηγουμένοις υμών και υπείκετε, αύτοι γαρ αγρυπνούσιν υπέρ των ψυχών υμών, ως λόγον αποδώσοντες» επεσήμανε ο Οικουμενικός Πατριάρχης και συνέχισε:



«Ούτω κι ημείς έχομεν απόλυτον συνείδηση της ευθύνης, την οποίαν φέρομεν μετά του αρχιερατικού και πατριαρχικού ωμοφορίου, επί των ώμων ημών».



Ο Οικουμενικός Πατριάρχης καταδίκασε τη στάση των αρνητών του διαλόγου «μετά των ετεροδόξων», τονίζοντας ότι η «κατέχουσα την αλήθεια» Ορθόδοξη Εκκλησία δεν έχει να φοβάται «οιασδήποτε εκπτώσεως, η παραχαράξεως της αγίας ημών πίστεως», αλλά συνεχίζει τον διάλογο «δια να πεισθούν οι καλοπροαίρετοι, εκ των συνομιλητών ημών».



«Εν τω συνόλω, ο διάλογος ενδέχεται να φαίνηται αποτυχημένος. Η Θεία Χάρις όμως ενδέχεται να προσείλκυσε προς την αλήθειαν, τινάς των συμμετεχόντων εις αυτόν. Διότι, δεν αξίζει να διεξάγεται διάλογος, ακόμη και εάν μια μόνον ψυχήν ελκυσθή προς την αλήθειαν;» ρώτησε ο κ. Βαρθολομαίος.



Ο Οικουμενικός Πατριάρχης επεσήμανε ότι επανειλημμένως έχει τονίσει στο παρελθόν «τας ουσιώδεις διαφοράς μεταξύ Ορθοδοξίας και άλλων ομολογιών». Αναφερόμενος, ειδικότερα στον διάλογο με την καθολική εκκλησία υπογράμμισε ότι «η Ορθόδοξος Εκκλησία πάντοτε εύχεται «υπέρ της των πάντων ενώσεως» και δεν δύναται να αρνηθεί τον εαυτό της», όταν προσκαλείται σε διάλογο για τον σκοπό της επίτευξης αυτής της ενώσεως, όπως «την επιθυμεί και Αύτος Ούτος ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός», αλλά όχι χωρίς ουσιώδεις προϋποθέσεις :



«Η ένωσις είναι ο τελικός στόχος, αλλά πρό αυτού, πρέπει να επιτευχθεί η ταυτότης εν τη πίστει».



«Διο και ουδόλως εφεισθημεν, ομιλούντες προ ετών προς τους ρωμαιοκαθολικούς αδελφούς να επισημάνωμεν ότι με την τακτική την οποία ακολουθεί η ρωμαιοκαθολική εκκλησία αποδεχόμενη, ολοέν και νέα δόγματα, αι πορείαι αυτής και της ημετέρας εκκλησίας, αντί να συγκλίνουν προς την ένωσιν, αποκλίνουν και οδηγούν προς την απομάκρυνση της μιας, από της άλλης (Πανεπιστήμιο Τζορζταουν 21η Οκτωβρίου 1997)» συμπλήρωσε ο κ. Βαρθολομαίος και πρόσθεσε :



«Συνεπώς, ουδόλως τυγχάνει αληθές ότι παρασυρόμεθα εις μίαν απροϋπόθετον ένωσιν των εκκλησιών, ούτε είναι αληθές ότι παραβλέπομεν τας διαφοράς αι οποίαι εμποδίζουν την ένωσιν».



Ο Οικουμενικός Πατριάρχης επεσήμανε ειδικότερα τις ευθύνες «της πρώτης τη τάξει» μονής του Αγίου Όρους (στην οποία εγκαταβιώνει και ένας μικρός αριθμός ζηλωτών μοναχών) στα ζητήματα της Κανονικότητας, έναντι άλλης μονής «μικρότερου κύρους», που θα προβεί «είς ενέργειας διασπαστικάς της ψυχικής και πνευματικής ενότητος», τονίζοντας ότι «η Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας δεν δικαιολογείται να γίνει ουραγός, άλλης τινός μονής, τοιαύτα φρονούσης».



«Η Μεγίστη Λαύρα δεν ημπορεί και δεν επιτρέπεται να είναι ουραγός της σχισματικής Εσφιγμένου. Η Μεγίστη Λαύρα έχει κύρος είναι το πρώτο μοναστήρι του Αγίου Ορους και πρέπει να πρωτοπορεί και να είναι σημαιοφόρος του υγειούς Ορθοδόξου φρονήματος και δόγματος. Αλλά πρέπει να είναι πάντοτε πρώτη η Λαύρα και εις την διακήρυξιν και εις την εφαρμογή της ενότητος, εν πνεύματι αγάπης και αληθείας» επεσήμανε ο Οικουμενικός Πατριάρχης.



Κλείνοντας την ομιλία του επικαλέστηκε ένα εδάφιο της επιστολής του Ιακώβου: «Αδελφοί, εάν τις εν υμίν πλανηθή από της αληθείας και επιστρέψη τις αυτόν, γινωσκέτω ότι ο επιστρέψας αμαρτωλόν εκ πλάνης οδού αυτού σώσει ψυχήν εκ θανάτου και καλύψει πλήθος αμαρτιών (Ιακ. Ε' 19-20)».



Ο Οικουμενικός Πατριάρχης έψαλε τρισάγιο στους Τάφους των Πατριαρχών εντός του περιβόλου της Μονής της Μεγίστης Λαύρας, όπου φυλάσσονται οι κάρες τεσσάρων προκατόχων του στον Πατριαρχικό Θρόνο. Νωρίτερα, οδεύοντας προς τη Μονή, σταμάτησε και προσευχήθηκε στο αγίασμα του Αθανασίου του Αθωνίτη.



Ο κ. Βαρθολομαίος επισκέπτεται τη ρουμάνικη Σκήτη Τιμίου Προδρόμου και θα επιστρέψει στην Μεγίστη Λαύρα, απ’ όπου θα συνεχίσει την περιοδεία του στη Μονή Παντοκράτορος και στην Σκήτη του Προφήτη Ηλία.



www.kathimerini.gr με πληροφορίες από AΠΕ-ΜΠΕ

αντιγραφά απο αποτείχιση

Ήταν δυο πόρνες (μια φορά)...


ΕΠΕΙΔΗ ΚΑΝΕΝΑΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΠΕΤΑΜΑ...

Οι ψυχές στο χέρι του Θεού. Τοιχογραφία στη μονή Ρεσάβ της Σερβίας, 15ος αιώνας (από εδώ)

Ι

Ἡ ὀμορφιὰ της ἦταν ἀπὸ τὶς σπάνιες. Πλεονέκτημα, ποὺ  ἀποβαίνει ὀλέθριο, ὅταν δὲν εἴμαστε σὲ θέση νὰ τὸ διατηροῦμε ἁγνὸ μὲ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ, τὴν φωτεινὴ διάκριση, τὴν ἀδιάλειπτη προσευχὴ καὶ τὴν ταπεινοφροσύνη.
Δυστυχῶς γιὰ τὴν Ταϊσία, αὐτὴ ποὺ ἐπιβουλεύτηκε τὴν τιμή της ἦταν ἡ ἴδια της ἡ μάνα. Γυναῖκα χυδαία, ποὺ ἤθελε πολὺ πλοῦτο, καὶ δὲν δίστασε νὰ ἐκμεταλλευτεῖ τὴν κόρη της γιὰ νὰ τὸν ἀποκτήσει.
Ἔτσι ἡ Ταϊσία, παρασύρθηκε στὸ δρόμο τῆς ἀτιμίας μόλις 17 ἐτῶν. Ἔγινε καὶ ἡ ἴδια πλούσια ἀλλὰ καὶ πόρνη. Οἱ τίμιοι ἄνθρωποι τὴν ἀπεχθάνονταν. Καμιὰ οἰκογενειακὴ πόρτα δὲν ἦταν ἀνοικτὴ γι’ αὐτήν.
Οἱ ἴδιοι οἱ ἐκμεταλλευτὲς τῆς σάρκας της, ποτὲ δὲν θὰ τὴν ἔφερναν νὰ γνωριστεῖ μὲ τὶς μητέρες τους καὶ τὶς ἀδελφές τους. Διότι εἶχε καταντήσει ἕνα ἀντικείμενο σαρκικῆς ἱκανοποίησης καὶ τίποτα περισσότερο. Τότε ἡ Ταϊσία ἔπεσε σὲ θλίψη μεγάλη, ἀλλὰ καὶ ἡ Ἐκκλησία μπορεῖ νὰ ἔχασε ἕνα πρόβατο, ὅμως δὲν ἔπαψε νὰ τὸ ἀναζητεῖ.
Ὅταν λοιπὸν ὁ Παφνούτιος ἀπὸ τὴν Σιδῶνα ἔμαθε τὴν ψυχική της κατάσταση, προσευχήθηκε καὶ ἀποφάσισε νὰ ἐργαστεῖ γιὰ τὴν ψυχή της. Καὶ δὲν ἀστόχησε. Τὴν ἐπισκέφθηκε καὶ μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ πέτυχε τὸ θαῦμα! Καυτὰ δάκρυα μετανοίας κύλησαν στὰ μάγουλα τῆς Ταϊσίας.
Πέταξε ὅλα της τὰ πλούτη στὴν θάλασσα, διότι τὸ τίμημα τῆς ἀτιμίας δὲν ἄξιζε νὰ χρησιμοποιηθεῖ στὸ ἱερὸ ἔργο τῆς ἐλεημοσύνης. Ἀπὸ τότε ἔζησε φτωχά, ἀλλὰ πλούσια σὲ πίστη, σὲ μετάνοια, σὲ σωφροσύνη, σὲ προσευχή, σὲ ὑπακοή, σὲ ταπείνωση καὶ καλοσύνη.
Ἔγινε δεκτὴ σὲ εὐσεβὴ ὅμιλο [=συντροφιά] γυναικῶν καὶ πέθανε φροντίζοντας ἀρρώστους καὶ ἀνήμπορους ἀνθρώπους.
Είναι η αγία Ταϊσία.


ΙΙ

Ζοῦσε στὴν Ἀντιόχεια καὶ ἀνῆκε στὴν τάξη τῶν ἐλαφρῶν γυναικών. Ἦταν πόρνη. Ἡ ζωή της ἦταν βουτηγμένη μέσα στὸν οἶστρο τῶν ἁμαρτωλῶν ἡδονῶν. Ἡ ἀκολασία εἶχε πωρώσει τόσο τὴν συνείδησή της, ὥστε καμιὰ ἔννοια μετανοίας νὰ μὴ μπορεῖ νὰ εἰσχωρήσει στὴν ψυχή της. Ἑπομένως, θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ κανείς, ἦταν καταδικασμένη ἀπὸ τὴν ἐπίγεια ζωή της στὸ πῦρ τῆς κολάσεως. Ὅμως ὄχι! Ὁ πολυεύσπλαχνος Κύριός μας διαβεβαίωσε ὅτι «αἱ τελώναι καὶ αἱ πόρνοι προάγουσιν ὑμᾶς εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ». Δηλαδή, οἱ τελῶνες καὶ οἱ πόρνες, ποὺ στὴν ἀρχὴ ἔδειξαν ἀπείθεια στὸ Νόμο τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ κατόπιν εἰλικρινὰ μετάνιωσαν, προλαμβάνουν στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐσᾶς, ποὺ μόνο μὲ τὰ λόγια δείξατε ὑπακοὴ στὸν Θεό, στὴν πράξη ὅμως ὑπήρξατε ἀπειθεῖς καὶ ἄπιστοι.
Πράγματι ἡ Πελαγία τυχαῖα σὲ κάποια σύναξη χριστιανῶν ἄκουσε θερμὸ κήρυγμα περὶ ἁγνότητας, τοῦ ἐπισκόπου Νόννου. Τὰ λόγια του ἤλεγξαν καὶ συγκλόνισαν τὴν ψυχή της. Μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀπαρνήθηκε τὴν ἄσωτη ζωή της, πούλησε τὰ διάφορα κοσμήματά της καὶ τὰ χρήματα τὰ διαμοίρασε στοὺς φτωχούς.
Ἀφοῦ κατηχήθηκε καὶ βαπτίσθηκε, μετὰ ὀκτὼ ἡμέρες πῆγε στὴν Ἱερουσαλήμ, ὅπου μὲ σκληρὴ ἄσκηση πέρασε τὴν ὑπόλοιπη ζωή της.
Είναι η αγία Πελαγία.
Και οι δύο αγίες γιορτάζουν στις 8 Οκτωβρίου.

undefined
Ένα βιβλίο αγάπης, πέρα από κάθε ηθικισμό (εδώ)

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...