Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Κυριακή, Οκτωβρίου 09, 2011

ΜΑΤΙΕΣ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

 (+Ανδρέα Θεοδώρου, Καθηγητού Πανεπιστημίου Αθηνών)



Η θεία λειτουργία αποτελεί το κέντρο της ορθόδοξης λατρείας. Σ’ αυτήν απεικονίζεται ανάγλυφα η ουσία της Ορθόδοξης Καθολικής Εκκλησίας, συγκλίνουν σαν σε κέντρο ζωτικό, η λυτρωτική θεία οικονομία, το δόγμα, η παράδοση, το ήθος, η μυστική ευσέβεια, το ουρανοδρόμο πνεύμα και ο σωτηριολογικός θεοτικός δυναμισμός της Ορθοδοξίας, Η θεία ενανθρώπηση, η είσοδος του Θεού στον κόσμο, οι κύριες στιγμές του λυτρωτικού έργου του Χριστού, το σταυρικό πάθος, η ανάσταση, η Ανάληψη και η εκ δεξιών του Πατρός καθέδρα παίρνουν μια δραματική απεικόνιση και μια βαθειά μυστική βίωση στις ψυχές του ορθοδόξου πληρώματος, που βιωματικά μετέχει στη θεία λειτουργία, όπου τελετουργείται το άρρητο μυστήριο του Χριστού, της Εκκλησίας και κατ’ επέκταση ολόκληρης της φυσικής κτίσεως. Όλα στην ορθόδοξη θεία λειτουργία είναι φως, διαφάνεια, χαρά, θρίαμβος της λυτρωτικής ενέργειας του Θεού, με άξονα πάντοτε το μυστήριο της θείας ευχαριστίας, της μεταβολής των υλικών στοιχείων του άρτου και του οίνου εις σώμα και αίμα Χρίστου και συγχρόνως της αναίμακτης προσφοράς της ιλαστήριας θυσίας του Χριστού. Χωρίς τη θεία λειτουργία, που είναι το κέντρο βίωσης του μυστηρίου της σωτηρίας, η Ορθόδοξη Εκκλησία χάνει τη ζωτική συνεκτική βάση της, παραμένει μετέωρη και ξεκάρφωτη.
Ας δούμε όμως κάπως αναλυτικότερα τα πράγματα.

1) Η θεία λειτουργία αποτελεί ιστόρηση και μυστική βίωση του μυστηρίου της «θείας περί τον άνθρωπον οικονομίας».

Λέγοντες θεία περί τον άνθρωπον οικονομία εννοούμε όσα έκανε ο θεός στην άπειρη αγάπη Του για να διορθώσει το χάλασμα της πτώσης των λογικών όντων (των ανθρώπων) στο πεδίο της φυσικής δημιουργίας. Στο πεδίο της θείας ζωής, έκτος από τα ίδια πρόσωπα της αγίας Τριάδος, περιλαμβάνονταν και έγχρονα δημιουργήματα, οι αγαθοί άγγελοι και ο άνθρωπος, ο οποίος πλάστηκε «κατ’ εικόνα και ομοίωσιν» του δημιουργού του (Γεν. 1,27). Σ’ αυτήν φυσικά δεν περιλαμβάνονταν τα αποστακτικά πνεύματα, οι δαίμονες, οι οποίοι αυτοπροαίρετα κινήθηκαν κατά του Θεού, έπεσαν από το υψηλό αξίωμά τους, η φύση τους πετρώθηκε στο κακό και έγιναν εχθροί του Θεού, καταπολεμώντας λυσσαλέα το θέλημα και τα έργα του. Το πρώτο ρήγμα στη δημιουργία έγινε πριν από το χρόνο στο χώρο της αόρατης πνευματικής κτίσης, ενώ το δεύτερο τελέστηκε εγχρόνως στο χώρο της ορατής κτίσεως με πρωταγωνιστή το λογικό άνθρωπο. Ο πρώτος άνθρωπος, που ήταν φυτεμένος στην άκτιστη θεία ενέργεια, αν και ήταν ήρεμος και μακάριος στην αρχέγονη κατάστασή του, συνομιλώντας υιικά με το θεό (Γεν. 2,8) και εντρυφώντας στη θεία θεωρία, δεν παρέμεινε πιστός στο υπέροχο αξίωμά του σαν κορωνίδας της δημιουργίας, αλλά, παρασυρόμενος από τον δαίμονα, ξεπόρτισε από το αρχικό του ενδιαίτημα και βρέθηκε στο χάος της ανυπαρξίας (της ζωής χωρίς το Θεό), έρημος και εξαθλιωμένος στα σκοτάδια της αποστασίας, στην περιοχή της φθοράς και του θανάτου. Αυτό το διπλό ρήγμα υπέστη το ωραίο έργο που βγήκε από τα χέρια του Θεού. Το πώς βέβαια έγινε αυτό εμείς οι άνθρωποι με το φτωχικό μυαλό μας δεν μπορούμε να συλλάβουμε. Κι ενώ ο Θεός στο πρώτο ρήγμα της αόρατης δημιουργίας δεν έκανε τίποτε για την αποκατάσταση της φθοράς, επειδή δεν υπήρχε προς τούτο καμιά δυνατότητα από μέρους των αποστατησάντων πνευμάτων (οι κακοί άγγελοι πετρώθηκαν στην αμαρτία, κατέστησαν ακίνητοι προς το αγαθό, χωρίς η σκοτεινή φύση τους να μπορεί να μετανοήσει και να θελήσει την επιστροφή της στο Θεό), στο δεύτερο ρήγμα της πτώσης του ανθρώπου ο πλάστης έλαβε οίκτο για το αμαρτωλό πλάσμα του και θέλησε να το σώσει από τη φθορά και το θάνατο, να το ανακαλέσει κοντά του, διορθώνοντας το χάλασμα που προκάλεσε στην πλάση η αλόγιστη πτώση του. Για τον άνθρωπο υπήρχε η δυνατότητα αποκατάστασής του στο προπτωτικό του αξίωμα, γιατί αυτός δεν ήταν πνεύμα καθαρό (είχε σύνθετη φύση) και μπορούσε να μετανοήσει για την πτώση του, στην οποία παρασύρθηκε από τον κακό δαίμονα. Τη σωτηρία και ανάπλαση του αμαρτωλού πλάσματος ο αγαθός Θεός συνέλαβε προαιωνίως στην αΐδια βουλή του· άξονας δε του λυτρωτικού αυτού σχεδίου ήταν η σάρκωση του Λόγου, του δεύτερου προσώπου της αγίας Τριάδος. Επειδή ο αμαρτωλός άνθρωπος δεν είχε από μόνος του τη δυνατότητα να επιστρέψει στην αρχική του πατρική εστία, ούτε δε και άλλη κτιστή δύναμη μπορούσε να τον βοηθήσει, αποφάσισε ο ίδιος ο Θεός να τον σώσει, στέλλοντας στον κόσμο τον Υιό του να γίνει πραγματικός άνθρωπος, να ζήσει την επίκαιρη στιγμή της ανθρώπινης ζωής, αναλαμβάνοντας στο πρόσωπο του την κακοπάθεια και την οδύνη της πεσμένης φύσεως. Η σάρκωση του Λόγου έγινε, όταν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου (Γαλ. 4,4), δηλαδή ο κατάλληλος καιρός που είχε προκαθορίσει η σωστική πρόνοια του Θεού. Τότε ο Υιός του Θεού έλαβε τη σάρκα του με τη δύναμη του παναγίου Πνεύματος στην ολοκάθαρη μήτρα της Παρθένου, οπού ενώθηκε «εξ άκρας συλλήψεως» με τον άνθρωπο κατά τη στιγμή του ευαγγελισμού της Παρθένου από τον άγγελο (Λουκ. 1,35)· Ο χρόνος από τη γέννηση του Υιού του Θεού και εξής μέχρι του θανάτου του απετέλεσε το στάδιο της «κενώσεως» του Λόγου (Φιλ. 1,7), δηλαδή της άκρας ταπείνωσης που ανέλαβε θεληματικά ο Χριστός για τη σωτηρία των αμαρτωλών ανθρώπων.
Το γεγονός της θείας ενανθρωπήσεως η ευχαριστιακή σύναξη ζει στην αρχή της θείας λειτουργίας κατά τη μικρή είσοδο, οπού ο ιερέας, κρατώντας υψωμένο το Ευαγγέλιο, το περιφέρει διά μέσου του ναού για να το αποθέσει στην αγία Τράπεζα. Το Ευαγγέλιο στο όποιο είναι θεόπνευστα γραμμένη η σοφία του Θεού, συμβολίζει το Χριστό, ο οποίος έρχεται στον κόσμο για να σώσει τον άνθρωπο με το λυτρωτικό του φως, να αφανίσει την ειδωλική πλάνη της αμαρτίας και να εγκαθιδρύσει την αληθινή θεογνωσία στην πλανεμένη ανθρωπότητα. Στη συνέχεια, την έκχυση της σοφίας του Θεού εξαγγέλλουν τα δύο αγιογραφικά αναγνώσματα, ο Απόστολος και το Ευαγγέλιο, παρμένα το μεν Ευαγγέλιο από τα γνωστά τέσσερα ευαγγέλια, ο δε Απόστολος από τα υπόλοιπα βιβλία της Κ. Διαθήκης (εκτός από την Αποκάλυψη). Στα αναγνώσματα παρίσταται αοράτως ο Χριστός στο προφητικό του αξίωμα, κηρύττοντας τη λυτρωτική θεία αλήθεια, την οποία αμαύρωσε διά της αμαρτίας στις ψυχές των ανθρώπων το πνέαμε της αποστασίας. Παράλληλα, κατά τη μεγάλη Είσοδο, που γίνεται μετά την ανάγνωση του Ευαγγελίου και την ψαλμωδία του Χειρουβικού ύμνου, ο Χριστός, συνοδευόμενος από πλήθος αγγέλων, πορεύεται αοράτως προς το ιερό θυσιαστήριο του ναού για να θύσει εαυτόν υπέρ της του κόσμου ζωής (Α Κορ, 5,7). Οι δε πιστοί, εικονίζοντες μυστικά τα Χερουβίμ και αποθεμένοι «πάσαν, την βιοτικήν μέριμναν», υποδέχονται τον Βασιλέα των όλων με δέος και κατάνυξη ψυχής, συμπορευόμενοι μαζί του για να μετάσχουν (με τον τρόπο τους φυσικά) στην τέλεση της θείας ιερουργίας.

2) Το μυστήριο της θείας ευχαριστίας είναι το κέντρο της ορθόδοξης θείας λειτουργίας.

Περίοπτη θέση στη θεία λειτουργία κατέχει η προσφορά της θείας ευχαριστίας, που είναι το κατ’ εξοχήν μυστήριο του Χριστού. Όπως στο πεδίο της θείας οικονομίας η είσοδος του Χριστού στον κόσμο κατέληξε στο σταυρό, οπού πέθανε ο Κύριος για τη λύτρωση του κόσμου, έτσι και στη λειτουργία η λυτρωτική θεία οικονομία που συμβολίζεται με την είσοδο του Χριστού στον κόσμο (μικρή Είσοδος), καταλήγει στο Γολγοθά, όπου προσφέρεται το μυστήριο της Ζωής. Ό,τι τελείται στη θεία λειτουργία κατατείνει στην τέλεση του μυστηρίου της θείας ευχαριστίας.
Η δογματική σημασία της θείας ευχαριστίας είναι πολύ μεγάλη. Στο μυστήριο αυτό ο Χριστός συνεχίζει να γεννιέται στη σάρκα του και να σταυρώνεται («σαρκί») για τη σωτηρία των ανθρώπων. Η θεία ευχαριστία έχει δύο όψεις. Είναι μυστήριο και θυσία. Είναι μυστήριο, γιατί κατά την Επίκληση (που είναι η ιερότερη στιγμή της θείας λειτουργίας), κατέρχεται το Πνεύμα το άγιο στα προκείμενα δώρα, δηλαδή στα στοιχεία του άρτου και του οίνου, και τα μεταβάλλει τον μεν άρτο στο σώμα, τον δε οίνο στο αίμα Χριστού. Ο λόγος δεν είναι αόριστος και συμβολικός. Κατά τρόπο μυστηριακό, κάτι δηλαδή που δεν μπορούμε εμείς να εξιχνιάσουμε, το άγιο Πνεύμα αφανίζει με την έλευση του την ουσία του άρτου, την οποία μεταβάλλει σε σώμα Χρίστου, στο σώμα εκείνο που δημιουργήθηκε από το Πνεύμα του Θεού στη μήτρα της Παρθένου, το όποιο έζησε στη γη, πέθανε στο σταυρό, αναστήθηκε εκ των νεκρών, αναλήφθηκε στους ουρανούς, κάθισε στα δεξιά του Πατέρα, με το οποίο θα έλθει και πάλιν ο Χριστός στη γη, για να κρίνει τον κόσμο. Το ίδιο ισχύει και για το αίμα του Κυρίου. Η παρουσία του Χριστού στη θεία ευχαριστία είναι πραγματική και όχι συμβολική. Αν ήταν ένας απλός συμβολισμός, δε θα είχε σημασία. Εκείνο που απομένει στα τίμια Δώρα μετά τον καθαγιασμό τους, είναι τα «συμβεβηκότα» των στοιχείων (βάρος, ποσότητα, γεύση, οσμή, οξύτητα του οίνου κ.ά.), τα οποία υποπίπτουν στη φυσική μας αίσθηση. Τα συμβεβηκότα παραμένουν κατά παραχώρηση θεία, για να διευκολύνουν τη θεία μετάληψη. Ποιος, αλήθεια, θα μπορούσε να κοινωνήσει γυμνή τη σάρκα του Χριστού και γυμνό το πανάγιο αίμα του;
Η θεία ευχαριστία είναι παράλληλα και θυσία, Η ίδια εκείνη θυσία, η οποία προσφέρθηκε από τον Κύριο αναίμακτα στο υπερώο των Ιεροσολύμων τη νύκτα της Πέμπτης (πριν από το Πάσχα των Εβραίων) και η οποία σε λίγο έμελλε να προσφερθεί εν αίματι επάνω στο σταυρό για τη σωτηρία των ανθρώπων. Η ίδια θυσία του σταυρού συνεχίζεται προσφερόμενη στον Πατέρα σε κάθε ορθόδοξη θεία λειτουργία. Στο μυστήριο της θείας ευχαριστίας εκφράζεται η άπειρη αγαθότητα και φιλανθρωπία του Θεού. Στο ιερό αυτό μυστήριο ο Χριστός δεν μας τρέφει απλά με τη χάρη του, όπως συμβαίνει στα άλλα εκκλησιαστικά μυστήρια, αλλά μας τρέφει ο ίδιος με τη σάρκα του, ζυμώνεται στη φύση μας, την οποία θεοποιεί με την άρρητη μίξη του. Εκτρέφει, καλλιεργεί και προάγει τη νέα πνευματική γέννηση, που μας χάρισε το Πνεύμα του Θεού δια του μυστηρίου του βαπτίσματος. Αποθέτει μέσα μας τον σπόρο της αθανασίας και της αφθαρσίας και αλλοιώνει τη φύση μας στη δική του ποιότητα. Διά της θυσίας του δε, μας συμφιλιώνει με τον ουράνιο Πατέρα, μας κάνει και πάλι παιδιά του Θεού, καταλύοντας με το αίμα του την έχθρα (Εφ. 2,14) και την αλλοτρίωση της φύσης μας, που ξεπήγασαν από το παράπτωμα του Προπάτορα. Στο λυτρωτικό θαύμα του Χριστού το Πνεύμα το άγιο μας χαρίζει την υιοθεσία, κράζοντας στις καρδιές μας «Αββά ο πατήρ!» (Γαλ. 4,7).

3) Η θεία λειτουργία είναι απ’ άκρη σε άκρη μια δοξολογική ανύμνηση του τριαδικού Θεού.

Αρχίζει με την ανύμνηση της βασιλείας της αγίας Τριάδος: «Ευλογημένη η βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του αγίου Πνεύματος…» και σ’
όλες τις ευχές και τις υμνητικές αναφορές της η λειτουργική σύναξη ψάλλει με κατάνυξη τη δόξα της τριαδικής θεότητας: «Δόξα Πατρί και Υιώ και αγίω Πνεύματι», ομολογώντας το τριαδικό της πίστεως δόγμα: «Πατέρα, Υιόν και άγιον Πνεύμα, τριάδα ομοούσιον και αχώριστον». Αυτό γίνεται σαφές αν σκεφτούμε αυτό που στην αρχή είπαμε, ότι η ιστόρηση και μυστική βίωση της θείας οικονομίας αποτελεί έναν από τους κυριότερους στόχους της θείας λειτουργίας. Ο Πατήρ συλλαμβάνει απ’ αιώνος στην απειρόσοφη βουλή του το σχέδιο της σωτηρίας του αμαρτωλού ανθρώπου, ο Υιός, πεμπόμενος από τον Πατέρα, το πραγματοποιεί στο χρόνο και το άγιο Πνεύμα, πεμπόμενο από τον Υιό, το σφραγίζει και το τελειοποιεί με τα χαρίσματα του. Στις εξωτερικές του ενέργειες ο Θεός ποτέ δεν λειτουργεί μεμονωμένα σε μια του υπόσταση, αλλά από κοινού και συνδεδυασμένα ως τριαδική θεότητα, κατά το σχήμα: «εκ Πατρός, δι’ Υιού, εν αγίω Πνεύματι». Η λειτουργική σύναξη με χαρά κι ευγνωμοσύνη δοξάζει τον τριαδικό θεό, από τη λυτρωτική ενέργεια του οποίου προέρχεται η σωτηρία μας. Μη λησμονούμε άλλωστε ότι στη δόξα της Τριάδος τελείται η «κατά χάριν» θέωση του σώματος της Εκκλησίας.

4) Η θεία λειτουργία είναι στην ουσία της βιβλικοκεντρική, συνιστώντας το σημαντικότερο βιωματικό διδασκαλείο της θείας αλήθειας.

Ο λόγος της θείας λειτουργίας είναι λόγος σαφώς βιβλικός, στηριζόμενος στις δύο Διαθήκες, την Παλαιά και την Καινή. Και η μεν Παλαιά, ενώ στην αρχή είχε μεγαλύτερη θέση στη θεία λειτουργία, στη συνέχεια η χρήση της περιορίστηκε στον Εσπερινό (προφητικά αναγνώσματα κλπ.), ενώ στη θεία λειτουργία μας την υπενθυμίζουν κυρίως οι ψαλμικοί στίχοι των Αντιφώνων. Από την Καινή Διαθήκη οι αναφορές της θείας λειτουργίας είναι περισσότερες. Τόσο τα ιερά αναγνώσματα (Απόστολος και Ευαγγέλια) όσο και το κήρυγμα του θείου λόγου και γενικότερα ο λόγος των ευχών και των ύμνων απηχούν τον καινοδιαθηκικό λόγο της θείας αποκάλυψης, όπως αυτός καταγράφηκε από το Πνεύμα του Θεού στη ζωντανή παράδοση της αποστολικής Εκκλησίας.
Η θεία λειτουργία είναι το αυθεντικότερο διδακτήριο της θείας αλήθειας. Είναι λόγος έμπρακτα και βιωματικά διδακτικός. Δεν είναι φυσικά διδασκαλείο ακαδημαϊκό, όπως είναι η θεολογία της Εκκλησίας, η οποία στηρίζεται στην επιστημονική έρευνα και έχει χαρακτήρα θεωρητικό, αλλ’ είναι διδακτήριο πνευματικό, στο όποιο η ορθόδοξη ψυχή ζει μυστικά τα δόγματα της πίστης της. Τα ζει στην πιστεύουσα καρδία της, εμπνεόμενη από τη χάρη του αγίου Πνεύματος. Οι αλήθειες της πίστεως δεν είναι απλά διανοήματα, αντικείμενα νοητικής γνώσης και κατάληψης. Αν ήταν τέτοιες, θα ήταν απλές αλήθειες φυσικές, που θα μπορούσε να τις ανεύρει από μόνη της η ανθρώπινη διάνοια, και από άποψη σωτηριολογική θα ήταν περιττές και άχρηστες. Αντίθετα, είναι αλήθειες υπερφυσικές και υπερλογικές, όπως και ο Θεός από τον οποίο προέρχονται είναι υπερλογικός και υπερφυσικός. Ο ανθρώπινος νους μπορεί μεν και πρέπει να τις μελετά και να τις σπουδάζει με τις δικές του φυσικές δυνάμεις όμως δεν έχει τη δυνατότητα να διεισδύσει και να κατανοήσει το αδιάγνωστο και απερινόητό τους περιεχόμενο. Τα δόγματα της πίστης του ο ορθόδοξος λαός πρέπει να τα προσλαμβάνει και να τα ζει μυστικά στην καρδιά του, που είναι ο καθαρός ναός του παναγίου Πνεύματος (2 Κορ. 6,16). Αυτό συμβαίνει ιδιαίτερα στη θεία λειτουργία, όπου τελεσιουργείται το απερινόητο μυστήριο του Θεού.
Το θέμα που συζητάμε είναι πολύ σημαντικό για το ήθος και την ευσέβεια της Ορθόδοξης Καθολικής Εκκλησίας. Τα δόγματα της η Ορθοδοξία, στην πιστή τήρηση και βίωση των οποίων βλέπει τον αθάνατο λυτρωτικό θησαυρό της (Ίω. 8,32), τα αγαπά υπερβαλλόντως. Βλέπει σ’ αυτά την πεμπτουσία της θεόμορφης ουσίας της. Από πολύ νωρίς αγωνίστηκε ενάντια στις αιρέσεις, που θέλησαν να τα παραμορφώσουν και να τα αφανίσουν. Στον αγώνα της αυτό δεν δίστασε, όπου παρουσιάστηκε ανάγκη, να χύσει γι’ αυτά το αίμα της. Στα δόγματα της δεν ανέχεται κανένα συμβιβασμό. Κανένα!


5) Στην ορθόδοξη θεία λειτουργία βιώνεται περιεκτικά το δόγμα της ενότητας της Εκκλησίας.

Η Εκκλησία είναι το άχραντο σώμα του Χριστού (Εφ. 1,23). Σ’ αυτήν πνέει το Πνεύμα το άγιο, το οποίο τη διακρατεί στην αλήθεια (Ίω. 16,13), την αγιάζει με τη χάρη του και τη ζωοποίει. Σε κάθε θεία λειτουργία απεικονίζεται ανάγλυφα η εν Πνεύματι ενότητα της Εκκλησίας. Στον ιερό ναό μαζεύονται κλήρος και λαός, για να λατρεύσουν και να ζήσουν το λυτρωτικό μυστήριο του Χριστού. Σ’ αυτήν σμίγουν σε μια ενότητα μυστηριακή οι άγιοι της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, οι οποίοι τελειωθέντες στην πίστη είναι απογεγραμμένοι στον ουρανό (Εβρ. 12,23), μαζί με τους αγγέλους, τα λειτουργικά πνεύματα του Θεού (Εβρ. 1,14), για να γιορτάσουν το μυστήριο της θείας οικονομίας και να υμνήσουν το θαύμα της θείας αγαθότητας, τον θρίαμβο και τη νίκη της θείας βασιλείας ενάντια στις αντίθεες δυνάμεις του εχθρού. Η Εκκλησία προσφέρει τα τίμια δώρα της θείας ευχαριστίας υπέρ των Αγίων της και κυρίως της υπεραγίας Θεοτόκου («εξαιρέτως της Παναγίας αχράντου…») Όχι φυσικά γιατί οι Άγιοι έχουν ανάγκη από τα σωτήρια της αγαθά, αλλά με σκοπό να τονίσει περισσότερο την εύκλεια και τη μακαριότητά τους και με την πράξη αυτή να δοξάσει τον πανάγαθο Θεό, που είναι ο δημιουργός των Αγίων της.
Στη θεία λειτουργία πνέει το Πνεύμα του Θεού. Έτσι, όπως τη θεία ενανθρώπηση ενήργησε το Πνεύμα του Θεού, δημιουργώντας τη σάρκα του Χριστού στην άφθορη μήτρα της Παρθένου, και όπως κατά την ημέρα της Πεντηκοστής στα Ιεροσόλυμα ο θείος Παράκλητος σφράγιζε επίσημα με την επιφοίτησή του στους Μαθητές την Εκκλησία, που ίδρυσε ο Χριστός στο θεανδρικό του πρόσωπο ως κοινωνίαν αιώνια Θεού και ανθρώπων, έτσι και στη θεία λειτουργία κατά την ώρα της επίκλησης το ίδιο Πνεύμα του Θεού γεννά και πάλι το Χριστό και την Εκκλησία, δημιουργώντας με τη χάρη του τη μυστηριακή σάρκα του Χριστού, μεταποιώντας τα στοιχεία του άρτου και του οίνου εις σώμα και αίμα Χριστού. Κάθε θεία λειτουργία είναι μια νέα Πεντηκοστή· το Πνεύμα το άγιο σφραγίζει ξανά και ξανά την Εκκλησία, γεννώντας την ανθρωπότητα του Χριστού, η οποία ταυτόχρονα θύεται από το Χριστό «εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον».
Η ενότητα της Εκκλησίας βιώνεται εμπειρικά στη θεία λειτουργία. Η αναφορά στο σώμα του Χριστού είναι καθολική. Σε πρώτο πλάνο η Εκκλησία προσεύχεται για το ζωντανό σώμα της που ζει εδώ κάτω στη γη, για τις πολυπληθείς φυσικές και πνευματικές του ανάγκες, για την ειρηνική του διαβίωση και την ομαλή συντήρηση του (για την ευφορία των καρπών της γης…), για τους κινδύνους και τις πολλές του περιπέτειες, για τον ιερό κλήρο, την ειρήνη και την ευστάθεια των αγίων του Θεού Εκκλησιών κ.ά. Σε δεύτερο δε πλάνο εύχεται για το πολυπληθέστερο τμήμα της, που δεν υπάρχει πια στη γη, δηλαδή εκείνους που πήρε ο θάνατος και τα πνεύματα τους βρίσκονται στη μέση κατάσταση των ψυχών (το διάστημα μεταξύ της ώρας του θανάτου και της καθολικής κρίσεως). Γι’ αυτούς η Εκκλησία προσφέρει την αναίμακτη θυσία της θείας ευχαριστίας, παρακαλώντας το Θεό να συγχωρήσει τα
αμαρτήματά τους και να τους αναπαύσει εκεί, όπου επισκοπεί το φώς του προσώπου του.

6) Η θεία λειτουργία είναι γιορτή της θείας βασιλείας, αλλά και ολόκληρης της κτίσεως.

Στην τράπεζα της θείας ευχαριστίας, όπου συνεχίζεται ο μυστικός δείπνος που έφαγε ο Χριστός με τους μαθητές του στο υπερώο της Ιερουσαλήμ, στήνεται το μυστικό συμπόσιο της θείας βασιλείας. Οι μετέχοντες σ’ αυτό τρώνε και πίνουν με αίσθημα κατάνυξης, ιεροπρέπειας και ευφρόσυνης χαράς. Τί τρώνε και τί πίνουν; Μα, τον ίδιο το Θεό, το σώμα και το αίμα του σαρκωθέντος Λόγου, με τα οποία είναι υποστατικά ενωμένη η θεότητα. Τον δέχονται δε σ’ ολόκληρη την υπόσταση τους, στο σώμα και στο πνεύμα τους. Ο Θεός ολόκληρος (ουσία, υποστάσεις, άκτιστες θειες ενέργειες) μπαίνει μέσα τους κι’ αυτοί μπαίνουν στο Θεό. Ανάκραση μυστική υπερβαίνουσα κάθε φυσική αίσθηση. Η ευχαριστιακή ένωση Θεού και ανθρώπων είναι ολοκληρωτική και τέλεια. Οι πιστοί με την άρρητη και μυστική γεύση γεμίζουν από Θεό, γίνονται «σύσσωμοι» και «σύναιμοι» Χριστού. Ο Θεός ενοικεί σ’ αυτούς και αυτοί στο Θεό. Η αλληλενοίκηση είναι απόρροια της άπειρης αγαθότητας και φιλανθρωπίας του Θεού. Ο Πλάστης δίνεται αγαπητικά στο πλάσμα του, το ανεβάζει στο αχανές ύψος του, το θεοποιεί!
Στο πνευματικό συμπόσιο της θείας βασιλείας, στο οποίο μετέχουν φυσικά και οι άγγελοι, μετέχει επίσης και η φυσική δημιουργία. Κι’ αυτή είναι πλάσμα του Θεού. Κι’ αυτή εκτροχιάστηκε με το παράπτωμα του Αδάμ, που αποτελεί το φυσικό κέντρο της. Κι’ αυτή υπήχθη στο νόμο της φθοράς, στενάζοντας κάτω από το βάρος του εκτροχιασμού του γενάρχη κι’ αναζητώντας την απελευθέρωση από τα δεσμά της φθοράς της (Ρωμ. 8,21). Μετέχει δε η φύση στο μυστήριο της θείας ευχαριστίας με τα φυσικά στοιχεία της, το ψωμί που βγαίνει από το στάρι της γης και το κρασί από το αίμα της σταφυλής. Τα στοιχεία αυτά είναι δώρα του δημιουργού, ο οποίος με αγάπη μας τα χάρισε για να ζούμε με αυτά και να τον δοξάζουμε. Τα στοιχεία αυτά, δουλεμένα από το δικό μας μόχθο και βγαλμένα από τα σπλάγχνα της γης, εμείς οι φτωχοί άνθρωποι τα προσφέρουμε σαν ευχαριστιακή απόκριση στον Πλάστη και Σωτήρα μας («Τα σα εκ των σων σοι προσφέρομεν…»). Κι’ αυτός τα δέχεται και μας τα αντιπροσφέρει σαν σάρκα και αίμα του, μεταποιώντάς τα με τη δύναμη του παναγίου του Πνεύματος. Μας τα αντιπροσφέρει για να τα κοινωνήσουμε και να έχουμε μέσα μας τη ζωή του Θεού! (Ίω. 6,53).

7) Η θεία λειτουργία είναι ο τόπος της δυναμικής θεώσεως της ανθρωπινής φύσεως.

Στο δείπνο της θείας ευχαριστίας οι πιστοί, κοινωνώντας των αχράντων μυστηρίων, υπερβαίνουν τη φθορά της προγονικής κατάρας, λαμβάνοντας στη φύση τους τω σπέρμα της αθανασίας και της αφθαρσίας, στοιχεία υπάρχοντα στην ουσία του Θεού. Έτσι οι κοινωνούντες γίνονται «κατά χάριν» ό,τι είναι «φύσει» Εκείνος! Γίνονται μικροί «θεοί», αστράφοντας τη φωτεινή αίγλη της θείας ενέργειας!
Στη θεία μετάληψη οι πιστοί ενώνονται βαθιά με το Θεό, γίνονται «θείας φύσεως κοινωνοί» (2 Πέτρ, 1,4), Ενώνονται με το πλήρωμα της άκτιστης θείας ενέργειας, η οποία είναι το κοινωνητό στοιχείο της ακοινώνητης υπερβατικής ουσίας του Θεού. Η θεία ενέργεια υπάρχει ολόκληρη στη θεωμένη σάρκα του Χριστού. Διά της θείας κοινωνίας η φύση του ανθρώπου διαπερνάται από τη θεία ενέργεια, ακτινοβολώντας τον πλούτο της θεότητας, Η μέθεξη στη θεία ακτινοβολία ενόσο ζούμε εδώ στη γη, ποτέ δεν είναι πλήρης και τέλεια, θα ολοκληρωθεί στη μέλλουσα θεία βασιλεία, στην οποία οι άγιοι θα δουν «πρόσωπον προς πρόσωπον» το Θεό (1 Κορ. 13,12). Η άξια μετάληψη των θείων μυστηρίων εντάσσει σταδιακά το καθαρμένο πλάσμα στη δυναμική της θεώ­σεως, που είναι το κορύφωμα της πνευματικής τελείωσης του ανθρώπου, στο οποίο επικεντρώνεται το λυτρωτικό ιδεώδες της Ορθοδοξίας. Ο άνθρωπος γίνεται «θεός», χωρίς ωστόσο να μεταλλαγεί η φύση του, μεταπίπτοντας στην απειρία της θεότητας. Πανθεϊστικές θεωρήσεις δεν έχουν θέση στο σωτηριολογικό πλαίσιο της Ορθοδοξίας. Ο άνθρωπος γίνεται «θεός», χωρίς ωστόσο να παύσει να είναι πεπερασμένος άνθρωπος. Γίνεται «θεάνθρωπος»; Κατά μία απώτερη σχέση θα λέγαμε ναι· όχι όμως χριστολογικά. Θεάνθρωπος κατ’αλήθειαν είναι μονάχα ο Χριστός. Οι πιστοί, ως σάρκα Χριστού, είναι και αυτοί μικροί «χριστοί». Όχι όμως πιο πέρα, για να σεβόμαστε την αλήθεια των φύσεων.

8) Ανάλογη προς την ιερότητα του μυστηρίου της θείας ευχαριστίας πρέπει να είναι και η προσέλευση των πιστών στη θεία μετάληψη.

Για την άξια προσέλευση στη θεία μέθεξη απαιτούνται ορισμένες υποκειμενικές συνθήκες από μέρους του κοινωνούντος πιστού. Παράλληλα με τη σωστή θεώρηση του μυστηρίου, τη «διάκριση του σώματος και του αίματος του Χριστού» (1 Κορ. 11,29), ο πιστός πρέπει να κάνει και μια βαθειά πνευματική ενδοσκόπηση της πνευματικής του κατάστασης. Είναι πραγματικά άξιος να κοινωνήσει των αχράντων μυστηρίων; Είναι τόσο καθαρός, ώστε να μπορεί να δεχτεί μέσα του τα άχραντα δώρα του Θεού ; Προσέρχεται στο δείπνο της θείας βασιλείας φέροντας το κατάλληλο ένδυμα προσέλευσης; Έχει συνείδηση αγνή και ήρεμη, δεχόμενος μέσα του τη φωτιά του Θεού;
Απόλυτα άγιος φυσικά δεν είναι κανένας. Τα αμαρτήματα ποτέ δεν απολείπουν τη φύση μας. Έτσι όλοι μας ανεξαίρετα είμαστε κάτω από το έλεος και τη φιλανθρωπία του Θεού. Με την αίσθηση των αμαρτιών μας, προσερχόμαστε στο θείο μυστήριο, εξομολογούμενοι αυτές και ζητώντας το έλεος και τη συμπάθεια του Δεσπότη· έχουμε δε την αίσθηση ότι ο Κύριος, που έλαβε σάρκα ανθρώπινη και πέθανε για τις αμαρτίες μας, θα μας τις συγχωρήσει.
Μπροστά στο φρικτό μυστήριο του Θεού ο άνθρωπος μαζεύεται νιώθοντας τη δική του ασημαντότητα. Σπάει μέσα του ο εγωισμός και η υπερηφάνεια, που σαν φίδι φαρμακερό ζώνει την ψυχή μας, τη σφίγγει και τη δηλητηριάζει. Η υπερηφάνεια, η έπαρση τού νου και της καρδίας, σκοτώνουν μέσα μας κάθε καλό και αγαθό. Ο υπερήφανος είναι εξωπραγματικός, παράφωνος στην τάξη της χάριτος, έξω από τη λυτρωτική ενέργεια του Θεού. Και διστάζει μεν αυτός (ο πιστός), ο σπιλωμένος και ακάθαρτος, να προσεγγίσει και να δεχτεί μέσα του το μαργαρίτη της βασιλείας των ουρανών, τρέμοντας από δέος και ιερή φρικίαση· όμως θαρρεί στο έλεος του Θεού, που δεν αντιμετριέται με το μέγεθος της ατέλειας και της αδυναμίας των λογικών πλασμάτων του. Θυμάται την πόρνη, την ακάθαρτη γυναίκα της αμαρτίας, που φίλησε τα πόδια του Λυτρωτή και τα έβρεξε με τα δάκρυα της μετανοίας της. Θυμάται την άρνηση του Πέτρου, το διωκτικό μένος του Παύλου και τόσα άλλα, που η χάρη του Θεού τα μετέτρεψε σε μαργαριτάρια της θείας βασιλείας, σε λαμπερά πετράδια στις ψυχές των κοπιώντων και πεφορτισμένων. Και θαρρώντας προσέρχεται στο Θεό που δίνεται στον άνθρωπο, συγχωρώντας στο βαθύ πέλαγος της αγάπης του όλα τα πταίσματα του μετανιωμένου του πλάσματος.

9) Η θεία λειτουργία είναι πράξη μυσταγωγική και αναγωγική.

Η θεία λειτουργία στο σύνολό της είναι ιερουργία μυστική. Αναλύεται στη μυστικότητα της χάριτος του Θεού, η οποία από παντού τη συνέχει και την περιβάλλει. Ιδίως κατά την αγία Αναφορά η ευχαριστιακή σύναξη χάνεται στην απειρία του φρικτού μυστηρίου του Χριστού. Οι πιστοί, εικονίζοντες μυστικά τα Χερουβίμ τα φτερουγίζοντα στον άυλο χώρο της θείας βασιλείας και ψάλλοντα τον τρισάγιο ύμνο στη ζωοποιό Τριάδα, αδειάζουν τον εαυτό τους από κάθε τι εγκόσμιο και φιλόϋλο, από κάθε μέριμνα και φροντίδα βιοτική, για να γίνουν όσο μπορούν άξιοι της θείας επίσκεψης, να υποδεχτούν το Βασιλέα των όλων, ο οποίος, δορυφορούμενος αοράτως από τις αγγελικές τάξεις, πορεύεται προς το θυσιαστήριο του ναού για να προσφέρει εκεί την υπέρτατη θυσία του για τη λύτρωση του κόσμου από τη φθορά του πνευματικού θανάτου. Λίγο αργότερα (δηλ. μετά τον Χερουβικό ύμνο) και όσο εγγίζει ο χρόνος της θείας ιερουργίας, ο ιερέας προτρέπει τη λειτουργική σύναξη να ανεβάσει ψηλά την καρδία της («άνω σχώμεν τας καρδίας»), στον ουρανό δηλαδή όπου εξακολουθεί αέναα να επιτελείται από τον Κύριο το άχραντό του και θείο μυστήριο. Η διαδικασία αυτή είναι σαφώς μυστική και νοερά. Τελείται βαθιά στη μεταποιημένη από τη χάρη του Θεού καρδιά, η οποία είναι ο έμψυχος βωμός του μυστηρίου του Χριστού και το νοερό κέντρο της βασιλείας του Θεού.
Ανάλογος προς το μυστικά αναγωγικό πνεύμα της θείας λειτουργίας είναι και ο αναγωγικός συμβολισμός του ναού, του ιερού χώρου στον οποίο τελείται η θεία λειτουργία. Αυτόν προδίδει πρωτίστως η δόμηση και η διακόσμηση του κτίσματος του ναού: «Ο ορθόδοξος ναός, όπως είναι στο σχέδιό του χτισμένος και διακοσμημένος, δείχνει τον ουρανό μαζί με τη γη. Το ιερό Βήμα είναι η εικόνα του ουρανού. Η αγία Τράπεζα είναι ο τύπος του υπερουράνιου θυσιαστηρίου, όπου αδιάλειπτα λειτουργεί ο Μέγας Αρχιερεύς Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός, με τις εικόνες του Χριστού, της Παναγίας και των Αγίων και με τις τρεις πύλες δείχνει μπροστά στα μάτια των πιστών και θυμίζει έναν τρόπο αέναης επικοινωνίας της γης με τον ουρανό. Η μεσαία πύλη είναι η θέση στην οποία εμφανίζεται, ευλογεί και κηρύττει το Ευαγγέλιο ο λειτουργός ιερέας, μια μορφή ανάμεσα στον ουρανό και τη γη στη σειρά των Αγίων του εικονοστασίου. Τελευταία ψηλά στο θόλο η μορφή του Παντοκράτορα Χριστού· ο ήλιος της δικαιοσύνης, που βλέπει κάτω προς τη γη και την φωτίζει, μεταδίδοντας σ’ όλη την κτίση το πνευματικό φως της λειτουργικής σύναξης. Ο ορθόδοξος ναός είναι μια αληθινή θεοφάνεια. Μέσα στο ναό είναι η Εκκλησία, μέσα στην Εκκλησία η θεία Λειτουργία, μέσα στη θεία Λειτουργία ο Θεός» (Διονυσίου Ψαριανού, Η θεία Λειτουργία, Αθήναι 1990, εκδ. Γ’, σελ. 35-36).
Όλα στη θεία λειτουργία έχουν δύναμη ανατατική μυσταγωγική. Όλα βοηθούν τον άνθρωπο ν’ αποκολληθεί από τα υλικά και τα εγκόσμια και ν’ ανυψωθεί, κατά το δυνατόν άσαρκος, στο νοερό θυσιαστήριο του ουρανού, όπου ο Αρχιερέας Χριστός συνεχίζει αέναα να προσφέρει τη λυτρωτική θυσία του υπέρ της του κόσμου ζωής. Μυσταγωγικό χαρακτήρα έχει παράλληλα και η βυζαντινή εικονογραφία, που κοσμεί το λειτουργικό χώρο του ναοί. Οι ιερές μορφές της, αποδεσμευμένες από την υλικότητα και την πυκνότητα της γης και αποπνέουσες το μυστικό θεοτικό πάθος της Ορθοδοξίας, μεταφέρουν τον νου και την ψυχή του προσευχομένου πιστού στις σεπτές μορφές των Αγίων της, που είναι αληθινά αγάλματα της χάριτος του Θεού και βρίσκονται στον ουρανό, ακτινοβολώντας το φως της θείας βασιλείας. Τον ίδιο μυσταγωγικό χαρακτήρα έχει και η ιερή ψαλμωδία της. Το βυζαντινό μέλος είναι ιδιαίτερα μέλος του νου και της καρδίας, που έχουν αλλοιωθεί από τη χάρη του Θεού. Δεν είναι άκουσμα μουσικό που τέρπει μόνο τις σωματικές αισθήσεις αλλά κυρίως τις πνευματικές, ανάγοντας τον ακροατή στην άρρητη μελωδία του ουρανού. Δεν καθηλώνει τον προσευχόμενο νου στην αισθητική απόλαυση της γης, στην εξωτερική τέρψη των αισθήσεων, αλλά τον ανεβάζει στον κόσμο των πνευματικών αισθήσεων, εκεί όπου σμίγουν το άσμα των ανθρώπων με την πνευματική μελωδία των αγγέλων στην άφθαρτη αρμονία του ουρανού. Τον ίδιο χαρακτήρα έχει και ό,τι άλλο τελείται στην ορθόδοξη λειτουργία και γενικότερα στη θεία λατρεία· το θυμίαμα, που συμβολίζει τον ανατατικό χαρακτήρα της προσευχής και η ευωδία του μας θυμίζει την ηδύτητα των χαρισμάτων του αγίου Πνεύματος και το οποίο με τους καπνούς του πνίγει τις σεπτές μορφές των Αγίων και ολόκληρο το χώρο του ναού· το φως των κεριών, των καντηλιών και των πολυελαίων, που θυμίζουν τη φωτεινότητα της θείας ενέργειας και τη λαμπρότητα της δόξας του Θεού· τα διάφορα σκεύη της λατρείας και τα άμφια των λειτουργών που εκφράζουν συμβολικά την ιεροπρέπεια της λατρείας του Θεού κ.ά.
Το ιδιάζον γνώρισμα της ορθόδοξης λειτουργίας και κατ’ επέκτασιν της ορθόδοξης λατρείας είναι ο αναγωγικός και μυσταγωγικός της χαρακτήρας. Το μυσταγωγικό και αναγωγικό πνεύμα της είναι αυτό που ιδιαίτερα τη χαρακτηρίζει και τη διαστέλλει από τη δυτική λειτουργία και λατρεία, η οποία χαρακτηρίζεται πιο πολύ από το συμπαγές και εγκόσμιο στοιχείο της, που αιχμαλωτίζει περισσότερο στην απόλαυση των αισθήσεων (αγάλματα, ανθρώπινες μορφές αγίων) και λιγότερο στην πνευματική ανάταση και μεταρσίωση της ψυχής.

Αληθινές και ψεύτικες ανάγκες, του Μόσχου Εμμ. Λαγκουβάρδου

Αληθινές και ψεύτικες ανάγκες
του Μόσχου Εμμ. Λαγκουβάρδου

Φίλη αναγνώστρια μου έστειλε αυτό το μήνυμα:
"Προσπαθώ να μπω στο Επιμελητήριο Εικαστικών τεχνών Ελλάδος, θέλετε να μού πήτε τη γνώμη σας;"
Απάντησα αμέσως στο μήνυμά της φίλης αναγνώστριας με το μικρό αυτό σχόλιο που ακολουθεί και με κάποιο σχετικό μικρό δοκίμιο για τις αληθινές και για τις ψεύτικες ανάγκες. Το εν λόγω δοκίμιο με τίτλο "H ψευδοανάγκη της δημοσιότητας" τo αντέγραψα απ΄ το βιβλίο "Ο Θεός του θερισμού".
Παραθέτω το μικρό σχόλιο στο μήνυμά της και το δοκίμιο για την ψευδοανάγκη της δημοσιότητας, επειδή πιστεύω ότι σε μια εποχή που η διάκριση των αναγκών είναι απαραίτητη για την επιβίωση, ίσως βοηθήσει κάποιον όπως βοήθησε κι εμένα όταν το έγραφα:
"Αγαπητή φίλη, πιστεύω ότι πρέπει να μπείτε στο Επιμελητήριο Εικαστικών τεχνών Ελλάδος, αλλά χωρίς προσπάθεια. Μην κυνηγάτε το Επιμελητήριο. Αφήστε να σας κυνηγάει εκείνο. Αν δεν το κάνει, εκείνοι θα χάσουν όχι εσείς. Εσείς θα κερδίσετε την εσωτερική σας ειρήνη!
Υπηρέτησα πολλά χρόνια στα δικαστήρια και ξέρω την τύχη αυτών που κυνηγούν τις υποθέσεις τους. Οι περισσότεροι έχασαν την ησυχία τους, άλλοι έχασαν την υγεία τους κι άλλοι έχασαν ακόμα και τη ζωή τους! Η πιο σπουδαία Εντολή είναι τα λόγια του Ιησού: "Μην επιθυμείτε όλως",(μην επιθυμείτε καθόλου).
Μόλις πριν λίγο έχασα την ειρήνη μου και ακολούθησα τα δυο αποκλειστικά βήματα που οδηγούν κατ΄ ευθείαν στην αρρώστια, την απώθηση και την κατάκριση. Απώθησα την αντιπάθειά μου, για ένα πρόσωπο, κι όταν στριμώχτηκα έπεσα στην κατάκριση.
Είναι οι δυο σίγουροι τρόποι για να αρρωστήσει κανείς. Αυτό έπαθα γιατί κυνήγησα τη δημοσίευση, αντί να την αφήσω να μη κυνηγάει εκείνη.
Η ψευδο-ανάγκη της δημοσιότητας
Ανέκαθεν υπήρχαν αληθινές και ψεύτικες ανάγκες. Παλιά ο κόσμος μπορούσε να τις διακρίνει μεταξύ τους. Εμείς τώρα δεν ξέρουμε ότι υπάρχουν αληθινές ανάγκες και ψευδο-ανάγκες και πολύ περισσότερο δεν μπορούμε να τις διακρίνουμε μεταξύ τους, ιδίως ο γυναικείος πληθυσμός, ο πιο ευάλωτος στον υπέρ-καταναλωτισμό της εποχής μας.
Γιατί είναι δύσκολο να αναγνωρίσουμε τις ψευδο-ανάγκες μας και τα αντίστοιχα ψευτο-πράγματα με τα οποία τις ικανοποιούμε; Μήπως υπάρχει σκοπιμότητα στην άγνοια ή στη σύγχυση μας; Ή άγνοια ή η σύγχυση οπωσδήποτε γίνεται στις βασικές ανάγκες, αυτές που γεννούν και τις άλλες. Μια τέτοια μεγάλη σύγχυση υπάρχει ανάμεσα στην ανάγκη για αναγνώριση και στην ανάγκη για δημοσιότητα, πού αντίθετα με την ανάγκη για αναγνώριση είναι μία ψευδο-ανάγκη που γεννά αμέτρητες άλλες.
Η ανάγκη για αναγνώριση είναι αληθινή. Η αναγνώριση ικανοποιεί μία βασική ανάγκη της ψυχής, που όταν η ψυχή τη στερείται νιώθει όλη την πίκρα και τον πόνο πού νιώθει κάποιος που ζει στην ξενιτιά. Ξενιτιά δεν είναι ο άγνωστος τόπος. Είναι ότι εμείς είμαστε άγνωστοι στον τόπο αυτόν. Η ανάγκη για αναγνώριση ικανοποιείται με την έκφραση αυτού που είναι κανείς στ' αλήθεια. Το αντίθετο συμβαίνει με τη δημοσιότητα στην οποία δημοσιοποιούμε εκείνα τα στοιχεία που θέλουμε να φαίνονται, τα φαινόμενα, τα επιφανειακά και όχι το βάθος της ψυχής μας. Η δημοσιότητα είναι μία διαδικασία στην οποία το φαινομενικό υποκαθιστά το πραγματικό. Με αυτήν την έννοια η δημοσιότητα είναι μία ψευδο-ανάγκη γιατί δεν ανταποκρίνεται σε καμιά βαθύτερη ψυχική ανάγκη.
Στη λογοτεχνία διακρίνεται καθαρά το γράψιμο για δημοσιότητα, με απώτερο στόχο το κέρδος απ' το γράψιμο για αναγνώριση με άμεσο στόχο την έκφραση αισθημάτων και σκέψεων. Σκέψεις κι αισθήματα κομίζει ο ποιητής στην Τέχνη. Το αισθητήριο του αναγνώστη, αν είναι ανεπτυγμένο τον ειδοποιεί συνήθως τόσο για το ήθος του συγγραφέα όσο και για το ανεπιτήδευτο ύφος του, με αποτέλεσμα να τον κερδίζει το κείμενο πού εκφράζει κάτι βαθύτερο πέρα απ' την προσπάθεια για δημοσιότητα.
«Ο Θεός του θερισμού». Βιβλιοπωλεία «ΠΑΙΔΕΙΑ» Κανάρη 11, Λάρισα, 41223

Η θέση της επιθετικότητας στην ανθρωπολογία της Κλίμακος του Αγ. Ιωάννου του Σιναΐτου


Από τούς πρώτους αιώνες της ζωής της Εκκλησίας η περί ψυχής διδασκαλία κατέχει κεντρική θέση στη χριστιανική ανθρωπολογία. Στην προσπάθεια διατύπωσης ενός εύληπτου σχήματος, που να διευκολύνει την περιγραφή και την κατανόηση των ψυχικών εκδηλώσεων του ανθρώπου, οι Πατέρες χρησιμοποιούν την πλατωνικού τύπου τριμερή διαίρεση της ψυχής. Σύμφωνα με αυτό το πρότυπο, οι διεργασίες της ψυχής κατανέμονται σε τρία αλληλένδετα μέρη, τα οποία είναι το λογιστικό, το θυμικό και το επιθυμητικό ή ο λόγος, ο θυμός και η επιθυμία.
Στο καθένα από τα τρία μέρη της ψυχής αναλογούν πάθη που σχετίζονται με την ειδικότερη λειτουργία του κάθε μέρους. Τα συνήθως αναφερόμενα ως πάθη του θυμικού είναι ο θυμός, η οργή, η κραυγή (κατακραυγή), η οξυχολία, το θράσος, ο τύφος (κομπορρημοσύνη. έπαρση), η ασπλαχνία, το μίσος, η έλλειψη συμπάθειας για τον συνάνθρωπο, η μνησικακία, ο φθόνος, ο φόνος κ.ά. Είναι εμφανές ότι αυτά τα πάθη, από πλευράς ψυχολογικής, αποτελούν εκδηλώσεις και εκφράσεις της ανθρώπινης συμπεριφοράς που εντάσσονται στο νοηματικό περιεχόμενο του σημαίνοντος επιθετικότητα.
Στο κείμενο της Κλίμακος δεν υπάρχουν άμεσες αναφορές στο τριμερές της ψυχής. Η πιο σαφής διατύπωση που αναφέρεται στην τριμερή διαίρεση, συναντάται στον Λόγο εις τον Ποιμένα, ο οποίος αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του έργου του οσίου Ιωάννου και αναφέρεται στο πώς ο πνευματικός πατέρας μπορεί να εφαρμόσει τη διδασκαλία της Κλίμακος στην ποιμαντική του πράξη. Σε αυτό το κεφάλαιο αναφέρεται ότι η νίκη κατά των παθών είναι ταυτόσημη με την κάθαρση «τριμερούς ψυχής, πάθους…και θυμού και λογιστικού».
Το «θυμικόν» και το «επιθυμητικόν» θεωρούνται ότι συναποτελούν το «άλογον» μέρος της ψυχής, ενώ λειτουργικά αντιστοιχούν στο συναίσθημα και την επιθυμία. Στην Πατερική «ψυχολογία» το θυμικό συνδέεται στενά με το επιθυμητικό, επειδή αποτελεί εκείνη τη δύναμη της ψυχής, με τη συνέργεια της οποίας γίνεται δυνατή η πραγματοποίηση της επιθυμίας. Όμως ο Θεός δεν τοποθέτησε στην ψυχή «άλογον θυμόν και επιθυμίαν» αλλά την προίκισε με δυνάμεις θετικές.
Αυτή η τοποθέτηση έχει ζωτική σημασία, διότι παραπέμπει στη «φυσιολογία», τη φυσιολογική δηλαδή λειτουργία της επιθετικότητας , όπως έχει διατυπωθεί στο υπό μελέτη κείμενο.
Σύμφωνα με την Κλίμακα, ο Θεός ούτε προκάλεσε ούτε δημιούργησε κανένα κακό. Ο συγγραφέας δηλώνει ότι πλανώνται όσοι ισχυρίζονται ότι μερικά από τα πάθη υπάρχουν «φυσικά» στην ψυχή. Τούτο διότι δεν έλαβαν υπόψη τους, ότι εμείς οι ίδιοι μεταστρέψαμε σε πάθη ορισμένες στοιχειώδεις κλίσεις της φύσης μας. Κατά τον όσιο Πατέρα, «φύσει» υπάρχει μέσα μας «ο θυμός κατά του όφεως» και εμείς τον χρησιμοποιούμε εναντίον του πλησίον. «Φύσει» υπάρχει μέσα μας ο ζήλος για τις αρετές, και εμείς τον στρέφουμε προς το κακό. Ακόμα και η μνησικακία μάς έχει δοθεί, αλλά εναντίον των έχθρων της ψυχής.
Παραθέτουμε αυτούσιο το εξαιρετικής σημασίας σχετικό απόσπασμα, εκτιμώντας ότι αντιπροσωπεύει θεμελιώδεις ανθρωπολογικές αρχές της Κλίμακος: «Κακόν μεν ο Θεός ούτε πεποίηκεν ούτε δεδημιούργηκεν ηπατήθησαν δέ τινες φήσαντες φυσικά είναί τινα των παθών εν τη ψυχή. αγνοήσαντες ότι τα συστατικά της φύσεως ιδιώματα ημείς εις πάθη μετηνέγκαμεν.
Οίον φύσει εν ημίν η σπορά δια την τεκνογονίαν, μετεποιήσαμεν δε ημείς αυτήν εις πόρνείαν φύσει εν ημίν ο θυμός κατά του όφεως, κεχρήμεθα δε ημείς αύτώ κατά του πλησίον· φύσει εν ημίν ο ζήλος διά το τας αρετάς ζηλούν, ημείς δε επί κακώ ζηλούμεν φύσει τη ψυχή το δόξης επιθυμείν, αλλά της άνω· φύσει το υπερηφανεύεσθαι, αλλά κατά των δαιμόνων ομοίως η χαρά, αλλά διά τον Κύριον. και την του πλησίον ευπραγίαν ειλήφαμεν και μνησικακίαν, αλλά κατά των εχθρών της ψυχής ειλήφαμεν έφεσιν τροφής, ου μέντοι ασωτίας».
Αυτή η θεμελιακή τοποθέτηση συναντάται διατυπωμένη διαφορετικά και σε άλλα σημεία τού κειμένου, όπως, για παράδειγμα, στην έκφραση: «κακία μεν ή πάθος φυσικώς εν τη φύσει ου πέφυκεν ουκ έστι γαρ κτίστης παθών ο Θεός, αρεταί δε φυσικαί εν ημίν παρ’ αυτού γεγόνασι πολλαί…».
Κατά την Πατερική διδασκαλία, η δράση του θυμικού είχε αρχικό στόχο την ώθηση της ψυχής προς την άγαπητική φορά και την τελική ένωση με τον Δημιουργό, ενώ η επιθυμία κινητοποιούσε τον πόθο για το «αγαθόν».
Ο Ιωάννης της Κλίμακος τοποθετεί τη λειτουργία του θυμικού στο ενδιάμεσο μεταξύ λογιστικού και επιθυμητικού. αφού «πάντες μεν οι δαίμονες σκοτούν το νοερόν ημών αγωνίζονται, είθ’ ούτω τα αυτοίς φίλα υποβάλλουσιν ει μη γαρ ο νους μύσει, ου συληθήσεται ο θησαυρός». Όταν το νοητικό μέρος της ψυχής σκοτιστεί και χάσει τον πνευματικό του φωτισμό, αφήνει το θυμικό ανεξέλεγκτο να εκτραπεί προς την ικανοποίηση της άλογης και εφάμαρτης επιθυμίας. Αυτή η λειτουργία του λογιστικού δίνει το δικαίωμα σε μερικούς συγγραφείς να θεωρούν τον νου ως επιμέρους ψυχική λειτουργία, μη ταυτιζόμενη με τη διάνοια, την οποία παραλληλίζουν περισσότερο με το «υπέρ-εγώ» παρά με το «εγώ» της ψυχαναλυτικής θεωρίας. Ο όσιος Νικήτας ο Στηθάτος προσφέρει μία πολύ διαφωτιστική διατύπωση και περιγραφή της λειτουργίας του θυμικού. Κατ’ αυτόν, το θυμικό μέρος της ψυχής τοποθετείται στον «μεθόριον» τόπο μεταξύ του λογιστικού και της επιθυμίας, και αποτελεί όπλο το οποίο χρησιμοποιείται είτε κατά φύση είτε παρά φύση. Και όταν μεν αυτά, δηλαδή το λογιστικό και το επιθυμητικό, κινούνται προς τα Θεία, τότε το θυμικό αποτελεί όπλο δικαιοσύνης εναντίον των πειρασμών. Στην αντίθετη περίπτωση γίνεται όπλο για τη διάπραξη της αμαρτίας, αντιμαχόμενο τις άλλες δυνάμεις της ψυχής, που προσπαθούν να αναχαιτίσουν εφάμαρτες ορμές και ορέξεις.
Ανάλογα με τον προσανατολισμό της ψυχής. καθίσταται και το θυμικό δύναμη και μέσο που βοηθάει να αναδειχθεί ο άνθρωπος είτε ενάρετος πιστός, κινούμενος κατά φύση, όπως θα αποδεικνύουν τα καλά του έργα, η προσευχή, οι καρποί της και οι θεολογικές του αναβάσεις είτε να εκτραπεί στο παρά φύση, σε ύπαρξη κτηνώδη, θηριώδη και εντέλει δαιμονική.
Κατά την Κλίμακα, πρέπει να υπάρχει «ησυχίας φίλος, ανδρείος τις και απότομος λογισμός, εν θύρα καρδίας ανυστάκτως ιστάμενος και τους προσερχόμενους λογισμούς ή κτείνων ή αποσειόμενος». Έργο του «θυμικού» είναι να ενδυναμώσει με μία θετική επιθετική δύναμη το «λογιστικό» του πνευματικού αγωνιστή που απειλείται από τους πειρασμούς, ώστε ο φύλακας λογισμός της θύρας της καρδίας να διώχνει με ανδρεία, φερόμενος με απότομο τρόπο, ή να φονεύει τους εισερχόμενους εμπαθείς λογισμούς.
Οι ανθρωπολογικές αυτές αρχές βοηθούν να κατανοηθεί ο λόγος για τον οποίο η Κλίμαξ χρησιμοποιεί τόσο συχνά εκφράσεις επιθετικού περιεχομένου με θετικό χαρακτήρα. Η ανδρεία της ψυχής αποτελεί έκφραση του θυμικού απαραίτητη για την αναζήτηση του αγαθού και για τη σωτηρία. Αυτό εξηγεί γιατί επιμένει η Κλίμαξ σε εκφράσεις, όπως: «δειλός εις πόλεμον μη εξιέτω, Μωυσής, μάλλον δε Θεός παρακελεύεται μήπως γένηται η έσχατη πλάνη της ψυχής, υπέρ την πρώτην πτώσιν του σώματος και είκότως». Ανάλογα ερμηνεύονται οι συχνές αναφορές στην ανδρεία, οι πολεμικού τύπου και άλλες παρόμοιες περιγραφές του πνευματικού αγώνα.
Οι ίδιες ανθρωπολογικές αρχές της Κλίμακος. οι οποίες υπαγορεύουν την αποδοχή και την ενίσχυση της θετικής επιθετικότητας που εκφράζεται ως αγωνιστικότητα, πνευματική ανδρεία κ.τ.λ., επιβάλλουν την κατηγορηματικά απορριπτική τοποθέτηση απέναντι στην επιθετικότητα, όταν αυτή εκφράζεται ως θυμός, οργή ή τα παράγωγά τους. Οι εκφράσεις οι οποίες χρησιμοποιούνται για την απαξίωση αυτών των εκδηλώσεων, που για την Κλίμακα αποτελούν πάθη. είναι εμφανώς απορριπτικές. Όταν ο συγγραφέας αναφέρεται στην επιθετικότητα ως έκφραση της εμπαθούς πεπτωκυίας ανθρώπινης κατάστασης, χρησιμοποιεί σαφώς υποτιμητικές εκφράσεις.
«Ει το Πνεύμα το άγιον ειρήνη ψυχής, και ορίζεται και υπάρχει, η δε οργή ταραχή καρδίας εστί και λέγεται. ουδέν ούτω την αυτού παρουσίαν εν ημίν ως ο θυμός αποτειχίζειν πέφυκε». Σε άλλο σημείο λέει με κατηγορηματικό τρόπο: «εν καρδίαις πραέων αναπαύσεται Κύριος, ψυχή δε ταραχώδης διαβόλου καθέδρα…ψυχαί πραέων πλησθήσονται γνώσεως, θυμώδης δε νους, σκότους και αγνωσίας σύνοικος».
Εάν ο θυμός εμποδίζει το άγιο Πνεύμα να κατοικήσει στην καρδιά του ανθρώπου, και αν η καρδιά του θυμώδους δεν μπορεί παρά να είναι καθέδρα του διαβόλου, τότε η εμπαθής επιθετικότητα αποτελεί δεδομένο καίριας σημασίας στην ανθρωπολογική προσέγγιση του πεπτωκότος. Και κάθε θεώρηση της αγιότητας, που δεν έχει αξιολογήσει σωστά τη σημασία των παθών του θυμικού, είναι απατηλή: «ο λέγων Κύριον αγαπάν και τω αδελφώ αυτού οργιζόμενος. όμοιος έστι τω καθ’ ύπνους τρέχοντι»
Με όποιο τρόπο και αν εκφράζεται η εμπαθής επιθετικότητα, έχει πάντα αρνητικές επιπτώσεις τόσο στο ίδιο το υποκείμενο όσο και στις διαπροσωπικές του σχέσεις. Ό όσιος τής Κλίμακος περιγράφει με κομψό τρόπο πως δύο διαφορετικές μορφές επιθετικότητας, ο θυμός και η ειρωνεία, έχουν το ίδιο αποτέλεσμα στις διαπροσωπικές σχέσεις, ενώ έχουν διαφορετικό ψυχολογικό υπόστρωμα: «Θυμώδης και είρων αλλήλοις υπήντησαν, και ουκ ην ευρείν λόγον ευθύν εν διαλέξει αυτών αναπτύξας την καρδίαν του προτέρου, ευρήσεις μανίαν, την δε του δευτέρου ψυχήν ερευνήσας, θεωρήσεις πονηρίαν».
Η επιθετικότητα, ως δύναμη του θυμικού. αποτελεί για την «προπεπτωκυία» κατάσταση την κινητήρια δύναμη για την έφεση προς το αγαθό και για την «πεπτωκυία» την αναγκαία δύναμη για τη μετάνοια και την κάθαρση. Ως πάθος, όμως, αποτελεί μία δύναμη κατ’ εξοχήν αρνητική, αντιστρατευμένη τη σωτηρία και την επιστροφή του πεπτωκότος ανθρώπου στο «αρχαίον κάλλος», με καταστροφικές συνέπειες τόσο στο προσωπικό, όσο και στο διαπροσωπικό επίπεδο.
πηγή: π. Αδαμάντιος Αυγουστίδης, «Η ανθρώπινη επιθετικότητα» – Ποιμαντική και ψυχολογική προσέγγιση στην Κλίμακα του Αγ. Ιωάννου του Σιναΐτου. Εκδ. Ακρίτας, σ. 123-132

Κυριακή Γ. Λουκά – ανάστασις του υιού της χήρας της Ναϊν.

Η Ευαγγελική περικοπή της Θείας Λειτουργίας.
Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον, Κεφ. Ζ. 11 – 16.
Τω καιρώ εκείνω, επορεύετο ο Ιησούς εις πόλιν καλουμένην Ναϊν, και συνεπορεύοντο αυτώ οι μαθηταί αυτού ικανοί, και όχλος πολύς. ως δέ ήγγισε τη πύλη της πόλεως, και ιδού εξεκομίζετο τεθνηκώς υιός μονογενής τη μητρί αυτού, και αύτη ήν χήρα, και όχλος της πόλεως ικανός ήν σύν αυτή. και ιδών αυτήν ο Κύριος, εσπλαγχνίσθη επ’ αυτή και είπεν αυτή, μή κλαίε, και προσελθών ήψατο της σορού’ οι δέ βαστάζοντες έστησαν, και είπε, νεανίσκε, σοί λέγω, εγέρθητι. και ανεκάθισεν ο νεκρός και ήρξατο λαλείν, και έδωκεν αυτόν τη μητρί αυτού. έλαβε δέ φόβος πάντας και εδόξαζον τον Θεόν, λέγοντες ότι προφήτης μέγας εγήγερται εν ημίν, και ότι επεσκέψατο ο Θεός τον λαόν αυτού.
Απόδοση.
Εκείνο τον καιρό, πήγε ο Ιησούς σε μια πόλη που λεγόταν Ναίν. Μαζί του ήταν αρκετοί μαθητές του και πολύ πλήθος. Την ώρα που πλησίαζαν στην πύλη της πόλης, έβγαζαν ένα νεκρό, το μονάκριβο γιο μιας μάνας, που μάλιστα ήταν χήρα. Κόσμος πολύς από την πόλη τη συνόδευε. Όταν είδε τη χήρα ο Κύριος, τη σπλαχνίστηκε και της είπε: «Μην κλαις. Έπειτα προχώρησε, ακούμπησε τη σορό, και αφού στο μεταξύ αυτοί που βαστούσαν το φέρετρο σταμάτησαν, είπε: «Νεαρέ, σε διατάζω να σηκωθείς». Ο νεκρός ανακάθισε, κι άρχισε να μιλάει. Ο Ιησούς τότε τον παρέδωσε στη μητέρα του. Όλους τους κυρίεψε δέος και δόξαζαν το Θεό: «Μεγάλος προφήτης», έλεγαν, εμφανίστηκε ανάμεσά μας!» και: «Ο Θεός ήρθε να σώσει το λαό του!».
Επιμέλεια κειμένου, Νικολέτα – Γεωργία Παπαρδάκη.
Ομιλία του Ιωάννου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως του Ξιφιλίνου, περί της αναστάσεωςς του υιού της χήρας.
Το μέγα μυστήριον της Αναστάσεως το διδασκόμεθα από τον Σωτήρα μας και Θεόν τόσον με λόγια, όσον και με τα ίδια του τα έργα. Και στα παραγγέλματα και στις διδαχές και στις θαυματουργίες του, ο Κύριος αρχίζει από τα κατώτερα, και προχωρεί προς τα μεγαλύτερα. Σαν με κάποια σκαλοπάτια ανεβαίνει από τα χαμηλότερα στα υψηλότερα, και σιγά-σιγά ανυψώνει το ανθρώπινον γένος στην δόξα και την γνώση και την έννοιαν της Θεότητός του. Μπορεί κανείς να το ιδεί αυτό και σε πολλές άλλες περιπτώσεις, ιδιαιτέρως όμως στην προκειμένην υπόθεση. Διότι πρώτα ο Κύριος υπέδειξε και προανήγγειλε την δύναμη της Αναστάσεως στην περίπτωση μιας βαριάς ασθενείας για την οποία δεν ημπορούσαν να κάνουν τίποτε, όταν επετίμησε τον πυρετό που έκαιγε την πενθερά του Πέτρου, και προεκάλεσε τέτοιαν αλλαγή στην κατάστασή της, ώστε και να την ενισχύσει στην διακονία των επισκεπτών, εκείνην που όλοι επερίμεναν πως θα αποθάνει.
Έπειτα προσθέτει κάτι περισσότερο στην εκδήλωση της δυνάμεώς του ο φιλάνθρωπος, και προχωρεί πάλι σε μεγαλύτερο θαύμα, το οποίον έγινε στον δούλο του εκατοντάρχου που έπασχε από πολύ σοβαρήν ασθένεια, η οποία τον είχε οδηγήσει στο χείλος του θανάτου. Όταν αυτός είχε φθάσει στις τελευταίες του αναπνοές και προσήγγιζε στις πύλες του Άδου, τότε εκλήθη ο Δεσπότης, και επροθυμοποιήθη κατ’ οικονομίαν να έλθει κοντά του. Εξ αιτίας όμως της αιτήσεως και της πίστεως του εκατοντάρχου, ο οποίος του είπε: «Κύριε, ειπέ λόγον και ιαθήσεται ο παις μου», μόνον με το πρόσταγμά του ανέστησε αυτόν που όλοι επίστευαν ότι είχε ήδη σχεδόν αποθάνει, χωρίς ούτε να πλησιάσει καθόλου σ’ εκείνον τον τόπον. Αλλά έστειλε από μακριά την υγεία στον ετοιμοθάνατο, την ίδιαν ώρα που έδωσε το πρόσταγμα. Έτσι ο δούλος απηλλάγη από την νόσο, και επανήλθε στην προηγουμένην και ακόμη καλλιτέραν υγεία και κατάσταση. Ω δύναμις προστάγματος! Πράγματι φωνή δυνάμεως η φωνή του Θεού, όπως λέγει ο άγιος Δαβίδ: «ιδού δώσει την φωνήν αυτού φωνήν δυνάμεως». Διότι την στιγμή που ο Δεσπότης είπε στον εκατόνταρχο: «Ύπαγε, και ως επίστευσας γεννηθήτω σοι», τότε και η αρρώστια αμέσως απεχώρησε από τον νέον.
Έπειτα παρουσιάζει ο Κύριος την δύναμή του και με άλλην μεγαλυτέραν θαυματουργίαν, όταν επήγε στην πόλη Ναΐν. Διότι πλησιάζοντας εκεί, συνήντησε τον υιόν της χήρας, ο οποίος είχε ξεψυχήσει, και είχε μείνει για πολύν χρόνο στο φέρετρο, ήδη δε τον οδηγούσαν στον τάφο. Αυτόν τον ανέστησε τότε παραδόξως και τον παρέδωσε στην μητέρα του, όπως μας φανερώνει σαφέστατα η σημερινή περικοπή του Ευαγγελίου.
Βλέπουμε εδώ τον μεγαλουργόν Θεόν και Δεσπότην, τον Κύριόν μας Ιησούν Χριστόν να θαυματουργεί θαύμα μέγα, να ζωοποιεί η Ζωή, να ανιστά η Ανάστασις, και να εγείρει τον νεκρόν την ώρα της κηδείας. Με το θαύμα αυτό μας βεβαιώνει και μας πληροφορεί για την προσδοκωμένην κοινήν ανάσταση των νεκρών, και συγχρόνως δεικνύει από πριν την ιδικήν του ζωηφόρο και Θείαν Ανάσταση, φανερώνοντας την δι’ αυτής λύτρωση και ελευθερία μας, καθώς και την σωτηρία και την αιωνία ζωή. Διότι λέγει, ότι καθώς επλησίαζε στην πύλη της πόλεως, εκείνη την ώρα εκηδεύετο ένας νεκρός, το μονάκριβο παιδί μιας χήρας. Ήλθε κοντά στην πύλη της πόλεως Ναϊν ο Χριστός και Θεός μας, η πύλη της ζωής και της αθανασίας, και προσέταξε ο Ζωοδότης να σταματήσουν τον θρήνο. Όταν ο Δεσπότης τους συνήντησε, εκράτησε το ξυλοκρέβατο και είπε στην μητέρα του νεκρού: Μη κλαις, γυναίκα, άφησε το πένθος σου να ηρεμήσει, επειδή εγώ είμαι η ανάστασις και η ζωή. Παύσε τον οδυρμό, παύσε τους θρήνους, κράτησε τα δάκρυά σου. Καταργείται εντός ολίγου η αιτία των δακρύων σου, το πένθος δίδει την θέση του στην χαρά.
Και πλησιάζοντας ήγγισε την σωρό. Εκείνοι που την μετέφεραν, εστάθησαν γεμάτοι έκπληξη και απορία. Ποίος είναι αυτός, και με ποίον σκοπό έβαλε το χέρι του επάνω στην σωρό; Και καθώς επερίμεναν έκθαμβοι και προσδοκούσαν να ιδούν τι θα συμβεί, εφώναξε τον νεκρόν ο Χριστός, και του είπε: «Σοί λέγω νεανίσκε, εγέρθητι». Και έτσι με τον λόγο και την αφήν ανέστησε τον νεκρόν, ο οποίος ελαλούσε τώρα ενώπιον όλων.
Ενώ ημπορούσε ο Χριστός μόνο με λόγο να κάνει το θαύμα, αγγίζει όμως την κλίνη, για να μάθωμε ότι το σώμα του Χριστού και Θεού μας είναι σώμα της ζωής και της αθανασίας, και ότι αυτός είναι εκείνος που έπλασε στην αρχή με τα άχραντα χέρια του τον άνθρωπο, και με το θείο και νοερόν εμφύσημά του του έδωσε νουν και ζωή. Επίσης ότι στο τέλος αυτός μέλλει να αναστήσει με σάλπιγγα την ανθρωπίνην φύση, και αφού εγείρει τους νεκρούς, να αποδώσει στον καθένα ανάλογα με τα έργα του. Διότι είναι κριτής ζώντων και νεκρών, και αυτός είναι η οδός και η αλήθεια, γι’ αυτό και όσοι τον ακολουθούν δεν θα χρειασθούν οδηγόν. Και επειδή αυτό που λέγω είναι αλήθεια και όχι ψεύδος, μακάριοι είναι αυτοί που το πιστεύουν.
Επειδή δε είναι και ζωή, όσοι εκπληρώνουν τις άγιες εντολές του, και αν αποθάνουν θα ζήσουν, όπως πάλι λέγει ο ίδιος σε άλλο σημείο: «Ο πιστεύων εις εμέ, καν αποθάνει ζήσεται». Και «εάν τις τον λόγον μου τηρήσει, θάνατον ου μη θεωρήσει εις τον αιώνα».
Δέχονται μεν στις ακοές τους τον λόγο του Θεού και δαίμονες και άνθρωποι φαύλοι, αλλά όταν πρόκειται για τον λόγο της σωτηρίας δεν αρκεί η απλή ακρόασις, ούτε για την ζωήν η μάθησις, αλλά πρέπει κανείς να τηρήσει και να εκπληρώσει ό,τι ήκουσε. Δεν θα αντικρύσει λοιπόν θάνατο σε όλους τους αιώνες ο σταθερός φύλακας των θείων εντολών και προσταγμάτων του Χριστού. Αυτά τα λέγει ο Κύριος, όχι βέβαια επειδή καταργεί τον σωματικόν θάνατον, αλλά επειδή ως Θεός που είναι, δεν τον θεωρεί ως θάνατον. Επειδή φυσικά για τον Θεόν όχι μόνο το να ζωοποιεί το νεκρό και το φθαρμένον είναι εύκολον, αλλά να οδηγεί και το ανύπαρκτο στην γέννηση. Γι’ αυτό και λέγει: Νεανίσκε σοί λέγω και σε προστάζω, σήκω επάνω. Σε σένα τον αποθαμένο το λέγω. Δεν σού βάζω ή εμφυσώ άλλην ψυχήν αντί για εκείνην που είχες, αλλά την ιδίαν ανακαλώ κυριαρχικώς, να επιστρέψει με την δύναμή μου.
Λάβε ζωήν και σήκω επάνω, διέταξε ο Δεσπότης, και ο δούλος υπήκουσε στο πρόσταγμα του Κυρίου, κι αφού εψυχώθη και εκινήθη, ανεκάθισε και άρχισε να ομιλεί εμπρός σε όλον τον κόσμο, για να μη νομίσει κανείς ότι εισήλθε κάποιο πονηρόν πνεύμα και εκίνησε το σώμα, και άρα το γεγονός έγινε με φαντασία και απάτη. Γι’ αυτό και ανεκάθισε ο νεκρός και λαλούσε, προς ικανήν απόδειξη της κοινής και καθολικής αναστάσεως των νεκρών.
Διότι αυτά είναι βέβαια και ασφαλή σημεία της Αναστάσεως. Πράγματι, σώμα άψυχον ούτε να καθίσει ούτε να ομιλήσει ημπορεί. Εν συνεχεία, τον έδωσε στην μητέρα του, προς μεγαλυτέραν απόδειξη και επιβεβαίωση του γεγονότος. Και επειδή το μεγάλο αυτό θαύμα ήταν τόσο παράδοξον, ώστε προξένησε φόβο και κατάπληξη σε όσους ευρέθησαν τότε εκεί, εδόξαζαν τον Θεόν λέγοντας ότι: «Προφήτης μέγας εγήγερται εν ημίν, και ότι επεσκέψατο ο Θεός τον λαόν αυτού». Δεν είχαν ακόμη σχηματίσει την αντίληψιν ότι ο Σωτήρ Χριστός είναι Θεός. Όμως ούτε αυτό ήταν μικρό, το να θεωρούν τον Κύριον ως μεγάλον Προφήτη και μεγαλύτερον από τους άλλους Προφήτες, και από αυτόν τον νομοδότη Μωυσή. Σιγά-σιγά προχωρώντας θα ανέβαιναν και σε υψηλοτέραν αντίληψη, και θα επίστευαν ότι είναι Θεός αληθινός.
Η φήμη του θαύματος διεδόθη τότε σε όλη την Ιουδαία και σε όλα τα περίχωρα. Γι’ αυτό ο Κύριος εδημιουργούσε πολλούς μάρτυρες του γεγονότος, ώστε οι φθονεροί Ιουδαίοι όσον και να θέλουν να τον διαβάλλουν και να κρύπτουν τα θαύματα, να μην ημπορούν. Πράγματι, τόσο πολύ επεξετάθη η φήμη της αναστάσεως του νεκρού και πέραν από τα περίχωρα της Ιουδαίας, ώστε έφθασε και μέχρι τα ώτα του Ιωάννου του Βαπτιστού, που εζούσε στην έρημο.
Τρεις αναστάσεις έγιναν από τους Προφήτες πριν από την παρουσία του Χριστού, και τέσσερις από τον ίδιο τον Χριστόν. Πρώτη ήταν η ανάστασις του υιού της Σαραφθίας, που ανέστησε ο Ηλίας. Δευτέρα του υιού της Σουμανίτιδος, η οποία έγινε από τον Ελισαίο. Και τρίτη αυτή που έκανε το νεκρό σώμα του Ελισαίου. Επειδή ο Ελισαίος έλαβε διπλό το χάρισμα μετά την ανάληψη του Ηλιού. Γι’ αυτό και μολονότι ήταν νεκρός, ανέστησε νεκρόν τον οποίον απέθεσαν επάνω στο σώμα του. Τετάρτη ανάστασις είναι του νέου για τον οποίον ομιλούμε, η πρώτη που έγινε από τον Χριστόν. Αλλά ο Χριστός δεν ανέστησε αυτόν τον νεκρόν όπως ο Ηλίας ή ο Ελισαίος, με προσευχήν ή παράκληση, αλλά εξουσιαστικώς. Πέμπτη ανάστασις είναι της θυγατέρας του Ιαείρου. Έκτη του Λαζάρου του τετραημέρου. Εβδόμη αυτή η οποία έγινε στο Πάθος του Χριστού, όταν «πολλά σώματα των κεκοιμημένων αγίων ανεστήθησαν». Αυτές τις ηκολούθησεν ογδόη, η Ανάστασις του Κυρίου. Αλλά τις μεν επτά τις διεδέχθη πάλιν ο θάνατος, η δε ογδόη έμεινε ανωτέρα από τον θάνατο. Διότι η ανάστασις των νεκρών, η οποία πρόκειται να γίνει κατά τον όγδοον αιώνα,
(σημείωση: ο γήινος χρόνος έχει σαν μέτρο τον αριθμό επτά.
Στην συντέλεια θα παύσει η μέτρησις αυτή, γι’ αυτό λέγεται ότι θα εισέλθωμε στον όγδοο και ατελεύτητον αιώνα) δεν θα διακοπεί πλέον από τον θάνατον, αλλά θα είναι ακατάλυτος και αιωνία.
Ας προσπαθήσωμε λοιπόν και εμείς αδελφοί, να ζωοποιήσωμε και να αναστήσωμε τις ψυχές μας, οι οποίες είναι νεκρωμένες από τις αμαρτίες. Ας προσέλθωμε, παρακαλώ, στον Κύριο, που ζωογονεί τους νεκρούς, ας προσπέσωμε και ας κλαύσωμε ενώπιόν του. Διότι τώρα έχουμε ανάγκην εξομολογήσεως, στην ζωήν αυτή. Τώρα χρειάζονται προσευχές, τώρα είναι καιρός δακρύων και στεναγμού και πένθους. Ας συντρίψωμε λοιπόν τις καρδιές μας επικαλούμενοι τον Δεσπότη. Διότι αυτός είναι η λύτρωσις της λύπης, η χαρά, η ελευθερία, η ζωή και η ανάστασις. Ας τον δοξάσωμε αδελφοί μου, όχι μόνο με το στόμα και τα χείλη, αλλά με καρδίαν καθαρά και με κάθε απάθειαν, με ζωήν όσον το δυνατόν καλλιτέραν, πολιτευόμενοι ακατακρίτως, επειδή έτσι δοξάζεται ο Θεός. «Όπως αν ίδωσι» λέγει «τα καλά έργα υμών, και δοξάσωσι τον Πατέρα υμών τον εν τοις ουρανοίς». Όλα να τα κάνωμε προς δόξαν Θεού, και με καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην, ας αναφωνήσει ο καθένας μας προς αυτόν λέγοντας: «Ρύσαι, Κύριε, από ρομφαίας την ψυχήν μου, εκ χειρός κυνός την μονογενή μου».
Και ο Θεός θα εισακούσει, δεν θα απομακρύνει την βοηθειά του από εμάς ο άκακος Κύριος. Αλλά θα μας ελευθερώσει από κάθε οργήν και κινδύνου και στενοχωρίαν και θλίψη, θα μας λυτρώσει από κάθε τυραννίαν, επίθεση και βλάβη των ορατών και αοράτων εχθρών μας, και θα μας απαλλάξει από τον φοβερόν θάνατον της αμαρτίας και θα μας κάνει κοινωνούς της ουρανίου Βασιλείας. Διότι Αυτός είναι η Ανάστασις και ο Χριστός και Θεός μας, και σ’ Αυτόν προσφέρουμε την ευχαριστία, «συν τω Ανάρχω Αυτού Πατρί και τω Παναγίω και Αγαθοποιώ Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων.
Αμήν».
Από το βιβλίο Πατερικόν Κυριακοδρόμιον, σελίς 319 και εξής.
Επιμέλεια κειμένου, Δημήτρης Δημουλάς.

Η ανάσταση του υιού της χήρας της Ναΐν




Το Ευαγγελιο Της Κυριακής
(Κατά Λουκάν ζ΄ 11-16)


  Και εγένετο εν τω εξής επορεύετο εις πόλιν καλουμένην Ναΐν· και συνεπορεύοντο αυτώ οι μαθηταί αυτού ικανοί και όχλος πολύς. ως δε ήγγισε τη πύλη της πόλεως, και ιδού εξεκομίζετο τεθνηκώς υιός μονογενής τη μητρί αυτού, και αύτη ην χήρα, και όχλος της πόλεως ικανός ην συν αυτή. και ιδών αυτήν ο Κύριος εσπλαγχνίσθη επ΄ αυτή και είπεν αυτή· μη κλαίε· και προσελθών ήψατο της σορού, οι δε βαστάζοντες έστησαν, και είπε· νεανίσκε, σοι λέγω, εγέρθητι. και ανεκάθισεν ο νεκρός και ήρξατο λαλείν, και έδωκεν αυτόν τη μητρί αυτού. έλαβε δε φόβος πάντας και εδόξαζον τον Θεόν, λέγοντες ότι προφήτης μέγας εγήγερται εν ημίν, και ότι επεσκέψατο ο Θεός τον λαόν αυτού.



Μεταφραση
(Κατά Λουκάν ζ΄ 11-16)


   Ύστερα πήγε ο Ιησούς σε μια πόλη που λεγότανε Ναΐν. Μαζί του ήταν αρκετοί μαθητές του και πολύ πλήθος. Την ώρα που πλησίαζαν την πύλη της πόλης, βγάζανε ένα νεκρό, το μονάκριβο γιο μιας μάνας, που μάλιστα ήταν χήρα. Κόσμος πολύς από την πόλη τη συνόδευε. Όταν είδε τη χήρα ο Κύριος, τη σπλαχνίστηκε και της είπε: «Μην κλαις». Έπειτα προχώρησε, ακούμπησε τη σορό, και, αφού στο μεταξύ αυτοί που βαστούσαν το φέρετρο σταμάτησαν, είπε: «Νεαρέ, σε διατάζω να σηκωθείς». Ανακάθισε ο νεκρός κι άρχισε να μιλάει. Ο Ιησούς τότε τον παρέδωσε στη μητέρα του. Όλους τους κυρίεψε δέος και δόξασαν το Θεό λέγοντας: «Μεγάλος προφήτης εμφανίστηκε ανάμεσά μας!» και: «Ο Θεός ήρθε να σώσει το λαό του!»

Σάββατο, Οκτωβρίου 08, 2011

Η …παράξενη βάπτιση του μικρού εβραίου!

 

Ο αββάς Βασίλειος, ο πρεσβύτερος και αναχωρητής, ο οποίος είχε γίνει μοναχός στη Νέα Λαύρα, μας διηγήθηκε ότι είχε ακούσει από κάποιους φιλόχριστους το ακόλουθο θαύμα
Σε κάποια πολυάνθρωπη κωμόπολη της Παλαιστίνης κατοικούσαν Χριστιανοί και Εβραίοι και είχαν πολλά ζώα Είχαν δε την εξής πατροπαράδοτη συνήθεια: Καθημερινά συνάθροιζαν την αυγή τα ζώα στην είσοδο της κωμοπόλεως και ο καθένας έστελνε μαζί με τα ζώα του το γιό του ή τον δούλο του. Αυτοί έπαιρναν τα ζώα και τροφές για τον εαυτό τους, πήγαιναν στην έξοχη κι εκεί έμεναν μέχρι το βράδυ, οπότε τα έφερναν πίσω καθώς έδυε ο ήλιος.
Μία ημέρα λοιπόν που είχαν πάει στη βοσκή όπως πάντα, συγκεντρώθηκαν την ώρα του φαγητού, και τα παιδιά των Χριστιανών είπαν μεταξύ τους: «Ελάτε να κάνουμε τη Θεία Λειτουργία, όπως κάνουν οι κληρικοί στην εκκλησία». Τότε ένας από αυτούς πήρε τη θέση του επισκόπου και έκανε τους άλλους τον ένα πρεσβύτερο, τον άλλο διάκονο, τον άλλο υποδιάκονο και άλλους αναγνώστες. Κατόπιν έφτιαξαν ένα θυσιαστήριο με μία πέτρινη πλάκα και πρόσφεραν άρτους από τα τρόφιμα που είχαν.
Μαζί τους ήταν και ένας Εβραίος, ο γιός του αρχιραββίνου, ο οποίος παρακαλούσε τα παιδιά λέγοντας: «Δεχθήτε με μαζί σας, να προσφέρω κι εγώ όπως κι εσείς». Αυτά όμως του έλεγαν: «Δεν μπορείς να έλθεις μαζί μας, γιατί είσαι Ιουδαίος». Λέει αυτός: «Γίνομαι κι εγώ Χριστιανός». Εκείνα του αποκρίθηκαν: «Αν γίνεις Χριστιανός, σε δεχόμαστε». Αυτός λοιπόν συμφώνησε και τον δέχτηκαν. Αμέσως ο δήθεν επίσκοπος τον βάπτισε σε κάποιο νερό που βρέθηκε στη περιοχή.
Στη συνέχεια έκαναν όλα τα της Λειτουργίας. Και όταν έφθασαν και είπαν το Εις άγιος… κατέβηκε φωτιά από τον ουρανό και κατέκαυσε όλα όσα βρίσκονταν επάνω στο θυσιαστήριο· τα δε παιδιά από το φόβο τους έπεσαν κάτω κι έμειναν σαν πεθαμένα
 Όταν βράδιασε, τα ζώα γύρισαν στα σπίτια μόνα τους. Το πρωί οι γονείς πήγαν και αναζήτησαν και βρήκαν τα παιδιά μισοπεθαμένα. Σήκωσε καθένας το παιδί του και το πήγε στο σπίτι. Μετά τρεις ημέρες, που συνήλθαν κάπως τα παιδιά, οι γονείς τα ρωτούσαν τι τους είχε συμβεί. Και αυτά ομολόγησαν τα πάντα, όπως είπαμε πιο πάνω.
Ο αρχιραββίνος πάλι ετοίμασε τραπέζι και καλούσε το γιό του για φαγητό. Εκείνος όμως δεν ήθελε να φάει και έλεγε: «Εγώ είμαι Χριστιανός και δεν τρώω». Όταν άκουσε αυτά ο μιαρός, αποφάσισε να παραδώσει το παιδί του σε φοβερό θάνατο.
Ο προγνώστης όμως Θεός, «ο ετάζων καρ­δίας και νεφρούς» γνωρίζοντας τον πονηρό λογισμό του μιαρού ιερέως, οικονόμησε ώστε ο άρχοντας της περιοχής, ο λεγόμενος αμηράς, να οργιστεί πολύ με τον βαλανέα, τον υπεύθυνο δηλ. του δημόσιου λουτρού,  πως αμελεί και δεν κανονίζει σωστά τη θέρμανση του λουτρού, και του είπε: «Να τόσο καιρό έχεις που κοροϊδεύεις τους πάντες, και όποτε έρχομαι να λουσθώ, βρίσκω το λουτρό κρύο. Σου ορκίζομαι στο μεγάλο Θεό, ότι αν δεν θερμανθεί όπως πρέπει και το βρω αύριο κρύο. θα σου κόψω το κεφάλι». Εκείνος υποσχέθηκε ότι έτσι θα κάνει, για να περιποιηθεί τον αμηρά.
Το έμαθε αυτό ο πατέρας του εβραιόπουλου και νόμισε ότι βρήκε την ευκαιρία να πετύχει το διαβολικό σκοπό του. Κάλεσε λοιπόν τον βαλανέα, ο όποιος του χρωστούσε χρήματα και του είπε: «Απ’ ό,τι ξέρω, μου οφείλεις δέκα νομίσματα». Εκείνος απάντησε: «Πράγματι, έτσι είναι». Του λέει πάλι: «Αν κάνεις την παραγγελία που θα σου δώσω, σου χαρίζω όλο το χρέος». Αυτός του απαντά: «Ό,τι προστάξεις θα το κάνω, για να ελευθερωθώ από το βάρος του δανείου». Τότε ο παράνομος και μιαρός ιερέας του λέει: «Έμαθα ότι ο αμηράς σου παρήγγειλε να πυρώσεις το λουτρό. Επειδή έχω κάποιο παιδί που με πικραίνει, θέλω, όταν κάψει καλά το καμίνι και πρόκειται να το σφραγίσεις, να με ειδοποιήσεις και όποιον σου στείλω να σε ρωτήσει “ετοιμάσθηκε το λουτρό;” πιάσε τον, πέταξε τον μέσα στο καμίνι, σφράγισέ το και φύγε, για να απαλλαγώ έτσι από τον κακό χαρακτήρα του».
Ο βαλανέας, όταν άκουσε αυτά, συμφώνησε να κάνει όπως προστάχθηκε, ελπίζοντας να απαλλαγεί από το χρέος. Πήγε λοιπόν και πύρωσε το καμίνι πολύ περισσότερο απ’ ό,τι συνήθως, από το φόβο της απειλής του αμηρά. Ο δε αρχιραββίνος, όταν έμαθε ότι το καμίνι είναι έτοιμο για να σφραγισθεί, έστειλε το γιό του να ρωτήσει αν έκαψε καλά το λουτρό. Ο δε βαλανέας απάντησε: «έκαψε, και παραέκαψε· και αν δεν πιστεύεις, θα το δεις αμέσως». Και αρπάζοντας το παιδί, το εξακόντισε μέσα στη φωτιά, σφράγισε το καμίνι και έφυγε.
Ήλθε ο αμηράς να λουσθεί και βρήκε το λουτρό πιο κρύο από τις προηγούμενες μέρες. Κάλεσε λοιπόν τον βαλανέα και του λέει: «Δεν σου παρήγγειλα να πυρώσεις καλά το λουτρό: Γιατί αμέλησες και το άφησες πιο κρύο;» Εκείνος ορκιζόταν: «Ξόδεψα τα τριπλάσια ξύλα θέλοντας να σε ευχαριστήσω. Πώς όμως το βρήκες έτσι, δεν ξέρω. Κι αν δεν πιστεύεις στα λόγια μου, έλα να δεις το καμίνι και θα καταλάβεις από τα κάρβουνα ότι δεν λέω ψέματα». Ο αμηράς τον ακολούθησε γεμάτος θυμό. Όταν όμως ξεσκέπασε την πλάκα του καμινιού, βρίσκει το παιδί να κάθεται πρόσχαρο και λέγει στον βαλανέα: «Πού βρέθηκε εδώ αυτό το παιδί; Και ποιά η αιτία που το έρριξαν εδώ μέσα;» Ο βαλανέας τότε τα διηγήθηκε όλα στον αμηρά και ότι ίσως η τόση φλόγα του καμινιού να μαράθηκε επειδή το παιδί ρίχτηκε άδικα σ’ αυτό. Ο αμηράς, νομίζοντας ότι αυτά είναι προσχήματα και όχι η αλήθεια, του λέει: «Φέρε ξύλα και κάψε το καμίνι του λουτρού μπροστά μου». Όταν έγινε αυτό, ο αμηράς ρώτησε το παιδί ποιού γιός είναι και για ποιά αιτία ρίχτηκε στο καμίνι. Μαθαίνοντας ότι ο μόνος λόγος ήταν επειδή έγινε Χριστιανός και δεν ήθελε να φάει            ιουδαϊκά φαγητά, θύμωσε  και για να μυκτηρίσει το Χριστιανισμό -διότι στον αμαρτωλό είναι βδελυκτή η θεοσέβεια-, έπιασε το παιδί και το έρριξε μέσα στο καμίνι, λέγοντας: «Αν και την πρώτη φορά κοίμισες τη φωτιά με μαγείες, τώρα όμως δεν θα ξεφύγεις από τα χέρια μου».
Ο Θεός όμως. που πάντοτε κάνει έργα μεγάλα και θαυμαστά και είναι κοντά σε όλους όσοι τον επικαλούνται αληθινά, σταμάτησε και φύλαξε σώο το παιδί. Και όταν πήγε πάλι ο αμηράς για να λουσθεί, το λουτρό βρέθηκε ακόμη πιο κρύο, σαν να είχε μείνει χωρίς φωτιά επί μια εβδομάδα. Έκπληκτος από το γεγονός αυτό ο αμηράς πήγε και άνοιξε το καμίνι του λουτρού και βρήκε το παιδί να κάθεται μέσα με πολλή χαρά, ενώ δεν υπήρχε διόλου μυρωδιά καπνού μέσα στο καμίνι.   
Κατάπληκτος τότε ο αμηράς για το παράδοξο θαύμα έτρεξε και ανέφερε τήν υπόθεση στον λεγόμενο από αυτούς σύμβουλο. Εκείνος, όταν τα άκουσε, πήγε γρήγορα στη κωμόπολη και πρόσταξε να κάψουν πάλι το       καμίνι και μπροστά του να ρίξουν το παιδί μέσα σ’ αυτό. Και αφού σφράγισε την είσοδο και άφησε έξω φύλακες, μπήκε για να λουσθεί. Μέσα στο λουτρό όμως, αντί για ζέστη, αισθάνθηκε πολύ ψύχρα. Βγήκε λοιπόν αμέσως, άνοιξε το στόμιο του καμινιού και βρήκε το παιδί να κάθεται πρόσχαρο, χωρίς να υπάρχει καμία μυρωδιά καπνού. Ρώτησε τότε και ο ίδιος το παιδί, ποίου γιός είναι και έμαθε ότι είναι του μιαρού ιερέα των παράνομων Ιουδαίων. Έμαθε και όσα συνέβησαν στην                               εξοχή, όπως γράφτηκαν πιο πάνω, και ότι παραδόθηκε από τον ίδιο τον πατέρα του σε τέτοια θανατική καταδίκη επειδή δέχθηκε την ομολογία του Χριστιανισμού και έμεινε σταθερός σ’ αυτήν και δεν ανέχθηκε να μιανθεί με τα ακάθαρτα φαγητά των γονέων του, και ότι είχε ήδη τρεις φορές ριχτεί στη φωτιά χωρίς αυτή να τον κατακάψει, αλλ’ απεναντίας μάλλον τον προστάτεψε, όπως κάποτε η βα­βυλωνιακή κάμινος τους τρεις Παίδες.
Έφερε τότε τον πατέρα του παιδιού και του λέει: «Ποιά απολογία έχεις να δώσεις στο Θεό για το διαβολικό και αποτρόπαιο πράγμα που έκανες; Εσύ βέβαια νόμισες ότι θα κρυφτείς από το Θεό και τους ανθρώπους, ο Θεός όμως που  γνωρίζει τις κακές σου πράξεις και σκέψεις δεν ευαρεστήθηκε μαζί σου, αλλά ξεσκέπασε την ωμότητα της ψυχής σου. Διότι αν εσύ έχεις τόση ασπλαχνία, ώστε να παραδώσεις το σπλάχνο σου σε τέτοιο πικρό θάνατο, τί δεν θα κάνεις αν βρεις κατάλληλη ευκαιρία; Επειδή λοιπόν έκανες το κάκιστο αυτό πράγμα και ενήργησες έτσι ώστε να γίνουμε κι εμείς συμμέτοχοι του ακάθαρτου τολμήματός σου, θα καταδικαστείς σε θάνατο, ώστε κανείς άλλος δαίμονας σαν και σένα να μην κάνει τα ίδια». Τότε πρόσταξε να τον αποκεφαλίσουν έξω από την κωμόπολη σε έρημο τόπο και το πτώμα του να φαγωθεί από τα θηρία
Κάλεσε έπειτα τα παιδιά και αφού έμαθε με ακρίβεια όσα τους συνέβησαν στην εξοχή, τα έβαλε σε μοναστήρι, ορίζοντας να δίνουν στο καθένα  τροφή ανάλογα με το πως είχε ονομασθεί. Σ’ αυτό δηλαδή που ονομάσθηκε επίσκοπος να δίνεται σιτηρέσιο επισκόπου, ενώ για εκείνα που ονομάστηκαν πρεσβύτεροι ή διάκονοι ή υποδιάκονοι ή αναγνώστες παρήγγειλε να δίνεται η καθημερινή τροφή στο καθένα ανάλογα με το βαθμό του.
Ο δε Θεός και δημιουργός των όλων ευδόκησε να γίνουν αυτά για βοήθεια και ενίσχυση των Χριστιανών και για να κάνει φανερή σε όλα τα έθνη που μας τυραννούν με κακουργία, την μέχρι τέλους διαβολική απέχθεια των παρανόμων Ιουδαίων προς τον Κύριο τον Θεό μας και προς τον Υιό Του τον μονογενή και προς εμάς που πιστεύαμε σ’

Αυτόν αληθινά. Γιατί έπρεπε να εκπληρωθεί η προφητεία που είπε ο Κύριος στους αχάριστους: Εγώ ελήλυθα εν τω ονόματι του πατρός μου, και ου λαμβάνετέ με, εάν άλλος έλθη εν τω ονόματι τω ιδίω, εκείνον λήψεσθε, και αποθανείσθε εν ταις αμαρτίαις των κακών σας έργων.

(«Αγιορείτικη Μαρτυρία», τευχ. 11, σ.81-83)

Η Ηγουμένη ως Πνευματική Μητέρα


Σεβασμιώτατοι άγιοι Αρχιερείς*
Πανοσιολογιώτατοι άγιοι Καθηγούμενοι και οσιολογιώτατες Γερόντισσες
Σεβαστοί Πατέρες και Αδελφές
Αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί
Ευλογείτε
Σας ευχαριστώ πολύ, Σεβασμιώτατε Μητροπολίτα Χρυσόστομε, και εσάς, σεβαστή Γερόντισσα Ελένη, διότι μας δίνετε την ευκαιρία να βρισκόμαστε ανάμεσά σας, σ’ αυτήν την ευλογημένη σύναξη, και να έχουμε πνευματική ωφέλεια.
Η μοναχική ζωή έχει τις ρίζες της στην αποστολική εποχή. Ειδικότερα ο κοινοβιακός μοναχισμός απηχεί την τάξη και το ήθος της πρώτης Εκκλησίας, με την αρχή της κοινοκτημοσύνης, κατά το αποστολικό «άπαντα κοινά»[1], με την ποικιλία των χαρισμάτων, με την ενότητα του κοινού ασκητικού αγώνα, αλλά και με την εσχατολογική αναζήτηση, όπως αυτή κατ᾽ εξοχήν βιωνόταν από τους πρώτους Χριστιανούς μέσα από την προσδοκία της συνάντησης με τον Αναστημένο Χριστό.
Στην πορεία της μοναστικής ζωής των πρώτων χριστιανικών χρόνων κυριαρχεί το πρόσωπο του πνευματικού πατρός και οδηγού, το οποίο ασκεί καθοριστικό καθοδηγητικό ρόλο. Συγχρόνως όμως και παράλληλα, στα μεγάλα γυναικεία κοινόβια του αρχέγονου μοναχισμού εμφανίζεται το πρόσωπο της Ηγουμένης. Η Αμμάς είναι η μητέρα των μοναζουσών, αυτή που συνοδοιπορεί βαστάζοντας τον σταυρό της κάθε αδελφής και την υποστηρίζει με αγάπη και μητρική στοργή στην οδό της σωτηρίας.
Η ιστορία του γυναικείου μοναχισμού έχει βαθειές ρίζες και μακραίωνη παράδοση. Στην Αίγυπτο, από την μία πλευρά του ποταμού Νείλου, βρισκόταν το ανδρικό Κοινόβιο του οσίου Παχωμίου και στην απέναντι πλευρά λειτουργούσε γυναικείο Κοινόβιο με ηγουμένη την κατά σάρκα αδελφή του, Μαρία, η οποία ηγείτο τετρακοσίων μοναζουσών, που ζούσαν με τους κανόνες που είχε θεσπίσει ο όσιος Παχώμιος. Αλλά και η αδελφή του Μεγάλου Βασιλείου, η αγία Μακρίνα, ηγήθηκε γυναικείας αδελφότητος. Ευρέως γνωστά επίσης είναι τα ονόματα και οι οσιακοί βίοι μεγάλων ασκητριών και αμμάδων, όπως της αγίας Συγκλητικής, της αγίας Θεοδώρας και της αγίας Σάρρας.
Ο νομοθέτης του μοναχισμού, Μέγας Βασίλειος, στους θεμελιώδεις για τον μοναχισμό «Ασκητικούς Λόγους» του, υπογραμμίζει ότι οι αδελφότητες δεν είναι μόνο για τους άνδρες αλλά και για τις γυναίκες[2]. Και αναφέρεται στην Ηγουμένη ως πρόσωπο κοινής εμπιστοσύνης και αποδοχής, στο οποίο αποβλέπει όλη η αδελφότης, θεωρώντας την ως «γνησία μητέρα παίδων γνησίων»[3].
Η Αμμάς, η Γερόντισσα, η Στάρετσα, είναι το πρόσωπο που διαθέτει απεριόριστη αγάπη για όλους, διάκριση μητρική, ύφος συγκαταβατικό, επιεικές και διδακτικό, ήθος εκκλησιαστικό, πνευματική μόρφωση και ωριμότητα. Σε ένα συγκροτημένο Κοινόβιο, που αγωνίζεται να ζή σύμφωνα με τον Ευαγγελικό νόμο, την Ορθόδοξη παράδοση και τους Ιερούς Κανόνες, οι αποφάσεις της Καθηγουμένης εκφράζουν την συνείδηση της αδελφότητας. Η παρουσία της καταργεί τα επιμέρους θελήματα και διατηρεί την ομοψυχία. Είναι, κατά τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης, «ο σύνδεσμος της ομοφροσύνης»[4], «τό φως της των ψυχών οδηγίας»[5].
Ο θεσμικός ρόλος της Ηγουμένης και η ευθύνη της διοίκησης της Μονής δεν σημαίνει κατάργηση της αμεσότητας στη σχέση με την κάθε αδελφή, ούτε μειώνει την στοργική και παρακλητική επικοινωνία. Ο πνευματικός αυτός δεσμός, όταν είναι βαθύς, ουσιαστικός και κατά το θέλημα του Θεού, συνεχίζεται και στην ζωή την επέκεινα.
Η ζωή στο Κοινόβιο αποτελεί συνένωση σε ένα σώμα προσώπων συνδεδεμένων με αδελφικό δεσμό, που, με την πνευματική καθοδήγηση του προεστώτος, συναγωνίζονται και συνοδοιπορούν προς την Βασιλεία του Θεού. Σύμφωνα με τον Μέγα Βασίλειο, στο μοναστήρι εγκαταβιώνουν άνθρωποι που προέρχονται από διαφορετικά γένη και συνταιριάζουν και συνταυτίζονται τόσο πολύ, σαν να είναι μία ψυχή σε πολλά σώματα με μία γνώμη[6]. Μέσα στην μοναστική αδελφότητα η Ηγουμένη, η «πρωτόνυμφος», όπως την αποκαλεί ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης[7], πληροφορεί με το βίωμα, τον λόγο και την στάση της, αγωνιζόμενη να γίνεται υπόδειγμα και κανόνας ζωής. Η ίδια, έχοντας ως απαράμιλλο πρότυπο αφιερώσεως την Υπεραγία Θεοτόκο καλείται να διδάσκει στις μοναχές τον σωτήριο λόγο «γένοιτό μοι κατά το ρήμά σου»[8], μέσω της σπουδής των θεμελιωδών μοναστικών αρετών.
Συγκεκριμένα, καλείται να εμπνέει και να διδάσκει την υπακοή, που είναι η βάση του μοναχισμού, είναι «τό φώς, το έαρ, ο ήλιος»[9], είναι το μυστικό της πνευματικής ζωής, κατά τον όσιο Γέροντα Πορφύριο[10]. Η υπακοή μπορεί να δίνει νόημα ζωής, όταν ο άνθρωπος επιδιώκει την υπέρβαση του ιδίου θελήματος, όχι αναγκαστικά αλλά εν ελευθερία, στοχεύοντας ήδη από αυτήν την ζωή στην πρόγευση της μέλλουσας Βασιλείας. Τότε η παραίτηση από την αυτονόμηση και η νέκρωση του θελήματος μπορεί να πραγματώνεται ως ερωτική προσφορά προς τον Κύριο και η μοναχική ζωή να γίνεται αληθινός παράδεισος στη γή[11].
Η Ηγουμένη καλείται επίσης να αποτελεί υπόδειγμα παρθενικού ήθους, το οποίο βιώνεται ως καθημερινή νυμφική συνοδοιπορία με τον Χριστό καί, σύμφωνα με τον άγιο Μεθόδιο Ολύμπου, οδηγεί σε αγιότητα πνεύματος και σώματος[12]. Όπως σημειώνει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, θα πρέπει να είναι τέτοια η ακτινοβολία της καθαρότητας και αγιοσύνης της μοναχής, ώστε και μόνο η εμφάνισή της μέσα στο πλήθος να εκπλήσσει ως εμφάνιση αγγέλου[13]. Η προτροπή και η καθοδήγηση κάθε αδελφής από την Γερόντισσα για την επίτευξη της καθαρότητας σε καμμία περίπτωση δεν ασκείται ως καταπίεση που αιχμαλωτίζει την δύναμη της ψυχής, αλλά ως υπέρβαση των γήινων παθών, εμπειρία χαρμολύπης και προσέγγιση της παρθενικής ευφροσύνης των αγίων.
Όσο για την ακτημοσύνη, πρέπει να ενεργείται μέσα στο Κοινόβιο, χωρίς στέρηση και καταναγκασμό· αντίθετα, να είναι ελεύθερη επιλογή της άρνησης για προσκόλληση σε ο,τιδήποτε υλικό και αγάπη της εκούσιας φτώχειας που «θησαυρίζει θησαυρούς εν ουρανώ»[14].
Στον πνευματικό αυτόν αγώνα της μοναστικής αδελφότητας, η προεστώσα αναλαμβάνει προσωπικά να συνδράμει τις αδυναμίες και τις ελλείψεις της κάθε ψυχής καί, με την χάρη του Θεού, να βρίσκει τρόπους υπέρβασης των δυσκολιών και θεραπείας των πνευματικών ασθενειών. Για να επιτευχθεί αυτό, η Γερόντισσα καλείται να αγαπά με πνευματική μητρική στοργή τις αδελφές, να τις νουθετεί με αγάπη και να υπομένει τις αδυναμίες τους, όπως ο Θεός υπομένει τις αμαρτίες όλων.
Ο άγιος Παχώμιος, ο ιδρυτής του κοινοβιακού μοναχισμού, καθοδηγούσε τους προεστώτες να φέρουν τον σταυρό τους με πιο μεγάλη διάθεση απ’ όλους τους άλλους και να είναι ακριβείς στην τήρηση του κανονισμού που είναι θεσπισμένος για την αδελφότητα, ώστε και οι υπόλοιποι να τον εφαρμόζουν»[15].
Ο Μέγας Βασίλειος επισημαίνει ότι η προεστώσα της Μονής δεν θα πρέπει να επιζητεί μόνο το ευχάριστο για τις αδελφές, ούτε να υποκύπτει στα θελήματά τους, επιδιώκοντας την εύνοιά τους. Διότι εκείνη θα δώσει λόγο στον Θεό για όλα τα ανεπίτρεπτα σφάλματα στην κοινότητα[16]. Και θεωρεί την θεραπεία των αδυναμιών και την διακονία της αδελφότητος όχι ως αφορμή επάρσεως, αλλά μάλλον ταπεινώσεως, αγωνίας και αγώνος[17].
Πράγματι, η συναναστροφή και επικοινωνία με τις αδελφές απαιτεί μεγάλη διάκριση. Η θεραπευτική επέμβαση στις ψυχές τους είναι χάρισμα που ενεργείται με την δύναμη του Θεού και με τις ευχές της αδελφότητας, αλλά και με τον συνεχή προσωπικό αγώνα με ταπείνωση και αυτομεμψία της προεστώσας και με την πεποίθησή της ότι η αδελφότης πάσχει και εξαιτίας των ελλείψεών της.
Η πνευματική μητέρα θα πρέπει να ανακαλύπτει και να κτίζει γέφυρες επικοινωνίας μεταξύ των μελών της αδελφότητας, ώστε να συρρικνώνονται τα αίτια που απομακρύνουν τις ψυχές και να καλλιεργούνται οι πνευματικές εκείνες δυνάμεις που οδηγούν στην αλληλοκατανόηση, στην ενότητα και στην εν Χριστώ αρμονία. Όπου υπάρχει τέτοια ομοψυχία, η μοναχική ζωή φτάνει σε πληρότητα.
Ύψιστο έργο και αποστολή της Ηγουμένης είναι να μεταδώσει στην αδελφότητα πνοή αιωνιότητας και τον ζήλο του μαρτυρίου της συνειδήσεως. Να εμπνέει σε όλες μαζί και στην κάθε αδελφή ξεχωριστά ότι η καθ᾽ ημέραν πρόγευση της Μέλλουσας Βασιλείας βιώνεται με την συναντίληψη, την συνοδοιπορία και την συνεχή συναίσθηση της πνευματικής οικειότητας των μελών της αδελφότητας, που ως σύνδεσμο κοινό και ακατάλυτο έχουν την αγάπη του Νυμφίου Χριστού.
Η ενσυναίσθηση αυτή δίνει νόημα και εσχατολογική διάσταση στην λατρεία, που είναι το κέντρο της ζωής μας, και αποκλείει το ενδεχόμενο ο κύκλος των ακολουθιών να μετατρέπεται σε τυπικό καθήκον. Όπως και η πνευματική μελέτη των θείων γραφών μπορεί να είναι ανεξάντλητη πηγή χαράς, ευφροσύνης και θείου ενθουσιασμού[18].
Ο άγιος Νεκτάριος, που είχε ιδρύσει και καθοδηγούσε την γυναικεία Μονή της Αγίας Τριάδος στην Αίγινα, υπογραμμίζει ότι η προϊσταμένη μιάς Μονής δεν ζή για τον εαυτό της, αλλά για την αδελφότητα και ζώντας για την αδελφότητα, ζή για τον Θεό. Και ο Θεός αποδέχεται αυτήν την ζωή, που προϋποθέτει την άρνηση του εαυτού και την νέκρωση κάθε προσωπικού θελήματος, ως θυσία ευπρόσδεκτη[19].
Αποκαλεί την Ηγουμένη Ξένη «πνευματική μητέρα των μοναστριών»[20], υπεύθυνη για την ευταξία του Κοινοβίου, και παρακινεί τις μοναχές να εξομολογούνται σε εκείνη τα σφάλματα και τους λογισμούς τους, ακόμη κι όταν είναι υβριστικοί και απογνωστικοί, και την Ηγουμένη την καλεί να τους δέχεται με αγάπη, ώστε να νικώνται οι πειρασμοί[21]. Ο άγιος Νεκτάριος διδάσκει μοναχή, στην ψυχή της οποίας έχουν εισβάλει λογισμοί αντιπαθείας για την Γερόντισσα, ότι η κατάσταση αυτή οφείλεται σε επήρεια του δαίμονα, που υποβάλλει μίσος στην ψυχή της, για να εξαφανίσει την ευγνωμοσύνη της αδελφής προς την Γερόντισσα που εργάζεται για την σωτηρία της.
Την ίδια την Γερόντισσα την συμβουλεύει με τα εξής λόγια: «Πρέπει να γνωρίσης ότι όταν σύ υγιαίνης, υγιαίνουσι και αι αδελφαί, ακόμη και αι πάσχουσαι. Και όταν σύ πάσχης, τότε πάσχουσι και αι υγιαίνουσαι. Γνώρισον ότι η ευθυμία σου φαιδρύνει τα πρόσωπα των αδελφών και καθιστά την Μονήν παράδεισον και από σε εξαρτάται η χαρά των αδελφών και έχεις καθήκον να συντηρής ταύτην εις τάς καρδίας αυτών. Τούτο να πράττης και βιάζουσα πολλάκις σεαυτήν»[22].
Ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης σε μία από τις επιστολές του που απευθύνονται σε ηγουμένες και μοναχές παρακινεί την Γερόντισσα Ευφροσύνη: «Και εσύ, αγαπητή μου, που έχεις τον Χριστό Νυμφίο σου, να δώσεις και την ψυχή σου ακόμη, όχι βέβαια σε τίποτε άλλο, παρά μόνο στην φροντίδα των αδελφών· και δεν εννοώ μόνο την ψυχή τους, αλλά και το σώμα»[23].
«Το ποίμνιο που σου εμπιστεύθηκε ο Θεός, λέει σε άλλο σημείο ο Άγιος, εύχομαι να το ποιμαίνεις άγια ως πνευματική μητέρα, αλλά χωρίς να ασκείς ανθρώπινη εξουσία. Να είσαι η ίδια πρότυπο γι᾽ αυτά που παραγγέλλεις, δίχως απαιτήσεις που ξεπερνούν τις δυνάμεις των αδελφών»[24].
Η προεστώσα μέσα από την διακονία της αδελφότητας, την άσκηση της υπομονής, την κατανόηση, την συγχωρητικότητα και τον συνεχή αγώνα για την υπέρβαση των παθών, βιώνει και την υπέρβαση των δικών της δυσκολιών και αδυναμιών. Γι’ αυτό και ο άγιος Θεόδωρος παρακινεί: «Να διδάσκεσαι και να διδάσκεις· να φωτίζεσαι και να φωτίζεις· να καθοδηγείσαι και να καθοδηγείς· να κατευθύνεσαι προς τον Θεό και να κατευθύνεις»[25]. Με ψυχή γεμάτη αγάπη να διατηρείς την συνοχή της αδελφότητος, επαγρυπνώντας για όσα οδηγούν στον Θεό»[26].
Η προεστώσα οφείλει παράλληλα με την συνεχή επαγρύπνηση για τη συνοχή της αδελφότητας και την σωτηρία των ψυχών που έχει αναλάβει, να στηρίζει την αδελφότητα στα γερά θεμέλια της Ορθόδοξης πίστης και στο αξίωμα ότι η αλήθεια ελευθερώνει, ενώ οι ακρότητες, η αυτονόμηση και η αίρεση απομονώνουν και απομακρύνουν από την σωτηρία, αφού αποκόπτουν από την Εκκλησία. Η πνευματική μητέρα και οδηγός καλείται, όπως συμβουλεύει ο άγιος Θεόδωρος Στουδίτης, να τρέφει τις νύμφες του Χριστού με τον καθαρό άρτο της Ορθοδοξίας[27]. Γιατί η ενότητα στην Εκκλησία είναι οδός κοινωνίας με τον Θεό, αληθινή ζωή, ένωση με τους αγίους, πορεία στην αιώνια μακαριότητα. Μία μοναστική κοινότητα μπορεί να πορεύεται απ᾽ αυτήν την ζωή προς την αιωνιότητα, εφ᾽ όσον αποκτά πλήρη ταύτιση με την συνείδηση της Εκκλησίας και συναισθάνεται και βιώνει το γεγονός ότι μέσα στην Εκκλησία είμαστε όλοι ένα, όπως έλεγε ο όσιος Γέροντας Πορφύριος[28]. Με τον τρόπο αυτό ο αγιασμός της μοναστικής αδελφότητας μπορεί και συμβάλλει στην κοινή εν Χριστώ μεταμορφωτική πορεία ολόκληρου του σώματος της Εκκλησίας.
Η επιδίωξη των παραπάνω προϋποθέτει την προσέγγιση και το άγγιγμα των ψυχών. Είναι αυτό που πολύ εύγλωττα αναφέρεται σε κείμενο της Κελτικής παράδοσης των πρώτων αιώνων, ότι ο προεστώς είναι «φίλος της ψυχής». Ο άγιος Κολούμπα (521-597), άγιος της Ιρλανδίας, Κοινοβιάρχης και πνευματικός οδηγός πολλών μοναχών, έκλαιγε μαζί με τον μετανοούντα αδελφό[29]. Με το ίδιο πνεύμα, στο κείμενο της «Κλίμακος» του αγίου Ιωάννη του Σιναΐτη διαβάζουμε ότι ο προεστώς θα πρέπει να διδάσκει και να θεραπεύει με πραέα και ήμερα λόγια και με άκρα συγκατάβαση[30].
Με επιείκεια και αγάπη προτρέπει και ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης την Γερόντισσα Ευφροσύνη να καθοδηγεί τις αδελφές:
«Έτσι φρόντισε για τη διαποίμανση των αδελφών που έχεις στα χέρια σου, λέει. Να τις καθοδηγείς εν Κυρίω με πολλή μακροθυμία, με συμπάθεια, ζητώντας να εκπληρώνουν τα καθήκοντά τους χωρίς να τις πιέζεις υπερβολικά. Αλλά, όπως η μάνα περιθάλπει τα παιδιά της, έτσι και εσύ με μητρική στοργή να τους προσφέρεις ό,τι έχουν ανάγκη, δίνοντας ακόμη και την ίδια την ψυχή σου για χάρη τους.
Και σε άλλη επιστολή του προς την ίδια γράφει:
«Να μοιράζεις την αγάπη σου εξίσου σε όλες τις αδελφές, χωρίς να μεροληπτείς υπέρ της μιάς ή της άλλης. Την μια να παρηγορείς, την άλλη να προτρέπεις, άλλη να την ασφαλίζεις, και γενικά να προσφέρεις σε καθεμιά ό,τι χρειάζεται»[31].
Ο Στάρετς Παΐσιος Βελιτσκόφσκυ, σε επιστολή του προς την Ηγουμένη Μάρθα, γράφει: «Δίδαξε στις αδελφές την οδό της σωτηρίας, με την βοήθεια του Θεού, δινοντας σ’ αυτές το παράδειγμα κάθε καλού έργου με την επιμελή τήρηση των εντολών του Ευαγγελίου, με την αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο, με την μειλιχιότητα και την ταπείνωση, με την πιο βαθειά ειρήνη του Χριστού στις σχέσεις με όλους τους ανθρώπους, με μια ευσπλαγχνία αληθινά μητρική»[32].
Ο γνωστός και ιδιαίτερα αγαπητός στους Σέρβους Γέροντας Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης (+1991) είχε πνευματική επικοινωνία και καθοδηγούσε πολλές γυναικείες αδελφότητες, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε άλλες χώρες.
Για την Γερόντισσα τόνιζε ότι θα πρέπει να είναι επιεικής, να κατανοεί την καρδιά της κάθε αδελφής και να προσεύχεται. Χρειάζονται, έλεγε, απαλοί τρόποι. Να βρίσκεται η ψυχή σε πνευματική φόρμα. Για να μπορεί κανείς να δέχεται και να χειραγωγεί άλλους, να ακούει τους λογισμούς, πρέπει να είναι ο ίδιος άγιος. Να χρησιμοποιεί συμβουλευτικό τρόπο, πραότητα, αγάπη[33].
Ο Γέροντας μας τόνιζε ότι για την καθοδήγηση της αδελφότητας χρειάζεται διάκριση. Πρωταρχικό στοιχείο για την προσέγγιση των ψυχών θεωρούσε την εμπιστοσύνη, ώστε να αισθάνεται η αδελφή σιγουριά και ασφάλεια να φανερώνει τους λογισμούς και τα σφάλματά της και όχι φόβο ή κίνδυνο για απόρριψη.
Βεβαίωνε ότι όταν η Γερόντισσα νοιώθει αληθινή συμπάθεια και πόνο για την δυσκολία και τον αγώνα των αδελφών, τότε αρχίζει το στάδιο της θεραπείας. Σ᾽ αυτήν την φάση αρχίζει μία λεπτή εργασία, διά της οποίας, με την χάρη του Θεού, ένας άνθρωπος μπορεί να αναγεννηθεί πνευματικά, να υιοθετήσει νέες προοπτικές. Έλεγε ότι η Γερόντισσα καλείται να αγαπά τις αδελφές πνευματικά, να παραβλέπει τα σφάλματά τους και να τις κατευθύνει στο φως και στην ομορφιά του Παραδείσου. Θεωρούσε πολύ σημαντική την μυστική προσευχή της Γερόντισσας για την κάθε αδελφή και έλεγε ότι αυτή η κίνηση της προσευχής ενώνει και χαριτώνει όλη την αδελφότητα. Τις Γερόντισσες που στενοχωρούνταν για τα σφάλματα των υποτακτικών τους, τις προέτρεπε να μιλούν λίγο την ώρα της δυσκολίας και του πειρασμού και να καλούν τις ψυχές σε νέα προσπάθεια. Στο θέμα της αυστηρότητας ήταν πολύ επιφυλακτικός. «Σε ένα μοναστήρι, έλεγε, μπορεί να υπάρχει τάξη και σειρά, αλλά η μοναχική ζωή να είναι ανύπαρκτη»[34]. Θεωρούσε λάθος τακτική την ισοπέδωση των προσώπων με την εφαρμογή ενός άκαμπτου συστήματος αυστηρότητος, το οποίο δεν ασκεί εξατομικευμένη παιδαγωγία, ανάλογα με την προσωπικότητα, την ιδιοσυγκρασία και την ιδιαίτερη ψυχική κατάσταση της κάθε αδελφής.
Βεβαίως, θεωρούσε απαραίτητο για την Γερόντισσα να έχει ασκηθεί στην υπακοή. Έλεγε χαρακτηριστικά ότι πρέπει να έχεις ο ίδιος περάσει από υπακοή, για να μπορείς να μπαίνεις στη θέση εκείνου που καλείται να υπακούσει.
Σε κάθε περίπτωση ο Γέροντας Πορφύριος τόνιζε ότι η χαρά και η ελευθερία δίνουν δύναμη στην ψυχή, για να προχωρήσει στην μοναχική ζωή: «Για να προκόψει κανείς στο μοναστήρι, πρέπει να αγωνίζεται χωρίς να πιέζεται, έλεγε ο Γέροντας. Όλα με χαρά και προθυμία, όχι αναγκαστικά. Ό,τι κάνει να το κάνει από αγάπη προς τον ουράνιο Νυμφίο, από θείο έρωτα. Όχι να βάζει στον νου του την κόλαση. Ο μοναχισμός δεν πρέπει να είναι φυγή αρνητική, αλλά φυγή θείου έρωτος. Η μοναχική ζωή είναι ζωή χαρισάμενη»[35].
Ο όσιος Γέροντας Πορφύριος το ίδιο σημαντική με την ισορροπία της ψυχής θεωρούσε και την ισορροπία των λειτουργιών του σώματος. Συχνά τηλεφωνούσε σε μοναστήρια ή και τα επισκεπτόταν, όσο το επέτρεπε η υγεία του, και συμβούλευε τις Γερόντισσες να προσέξουν την υγρασία της περιοχής, να φροντίσουν για την θέρμανση, για την διατροφή και για την υγεία των αδελφών. Θεωρούσε αναγκαίο οι μοναχές να περπατούν και να κινούνται και στενοχωριόταν όταν οι Γερόντισσες δεν καταλάβαιναν πόσο σημαντικό είναι αυτό. Έβλεπε, με το χάρισμα που του είχε δώσει ο Θεός, ότι η εναλλαγή των διακονημάτων, από το εργόχειρο στην ενασχόληση με την φύση, βοηθούσε τις αδελφές να είναι πιο χαρούμενες και αισιόδοξες. Επίσης ενδιαφερόταν ο Γέροντας Πορφύριος για την ποιότητα του πόσιμου νερού στα μοναστήρια. Γι᾽ αυτό και είχε καθοδηγήσει πολλά μοναστήρια για την εύρεση πηγών και τόνιζε την σημασία της ποιότητας του νερού για την υγεία του στομάχου και όλου του οργανισμού. Στο μοναστήρι μας είχε υποδείξει ότι η πηγή του σπηλαίου των Αγίων Επτά Παίδων είναι αγίασμα και συμβούλευε να πίνουν απ᾽ αυτό το νερό οι ασθενείς.
Αξίζει να αναφέρουμε ένα χαρακτηριστικό περιστατικό, το οποίο διαβάσαμε στο βιβλίο του καθηγητή κ. Κρουσταλάκη. Το περιστατικό συνέβη εδώ, στην Σερβία, στην Ιερά Μονή του Γιάζακ, στην περιοχή του Novi Sad. Ο Γέροντας Πορφύριος, που ποτέ δεν είχε επισκεφθεί την Σερβία και την Μονή, ενημέρωσε την Γερόντισσα τηλεφωνικώς ότι κάποιοι σχεδίαζαν να μολύνουν το νερό της Μονής και την συμβούλευσε να αναζητήσουν σε άλλη περιοχή νερό για το μοναστήρι, προτείνοντάς της μάλιστα μία πηγή στο γειτονικό δάσος[36].
Θα ήθελα κλείνοντας να αναφερθώ στην μακαριστή Γερόντισσα Θεοσέμνη, κοντά στην οποία είχαμε την ευλογία να ζήσουμε. Η Γερόντισσα ίδρυσε την αδελφότητα της Χρυσοπηγής, πριν από τριάντα πέντε χρόνια, και κοιμήθηκε το 2000.
Η Γερόντισσα Θεοσέμνη δίδασκε εμπειρικά, με βιωματικό τρόπο. Με ένα της βλέμμα, μια κίνηση, ένα χαμόγελο έδειχνε αυτό που έπρεπε να δείς, πώς να προχωρήσεις. Η ειρήνη του προσώπου της γαλήνευε τις ανησυχίες όλων και ο ειρηνοποιός της λόγος λειτουργούσε ιαματικά στις ψυχές.
Απέναντι στις αδελφές η Γερόντισσα είχε ένα αίσθημα απέραντης ευθύνης, φροντίζοντας πάντα να τις προστατεύει από κάθε κίνδυνο με πνεύμα αυτοθυσίας. Δεν απέλπιζε καμμία και όλες μας χωρούσε η μητρική της καρδιά και επιείκεια.
Μάθαμε κοντά της να μοιραζόμαστε τον κόπο των διακονημάτων με φροντίδα η μία για την άλλη και στοργή. Δίδασκε με το ζωντανό της παράδειγμα πως ο μοναδικός τρόπος θεραπείας των ψυχών μέσα στην μοναστική κοινότητα και η οδός για την ουσιαστική βίωση της μοναστικής μας κλήσεως είναι η κατανόηση της αδυναμίας της κάθε αδελφής. Η Γερόντισσα Θεοσέμνη είχε έναν αεικίνητο και ευέλικτο τρόπο παιδαγωγίας των ψυχών, μολονότι η ίδια ως χαρακτήρας ήταν σιωπηλή και ησυχαστική. Ασκούσε την διοίκηση της Μονής εντελώς αθόρυβα. Διέθετε εφευρετικότητα να ανακαλύπτει χρόνο ξεχωριστό για την κάθε αδελφή. Την μια έπαιρνε να μαζέψουν μαζί χόρτα ή τσάϊ του βουνού, την άλλη να της δείξει πώς να μαστορέψει, εφ᾽ όσον είχε καταλάβει ότι αυτό είχε για εκείνη νόημα. Μια άλλη που δείλιαζε μπροστά στον κόπο και την άσκηση, την καλούσε ν᾽ ανέβουν πεζοπορία στο βουνό, για να δούν την ανατολή, όπως παρακινούσε ο όσιος Γέροντας Πορφύριος.
Η αγάπη της Γερόντισσας για την φύση ήταν κίνηση δοξολογική και την ενεργούσε ως ψηλάφηση της θείας Ωραιότητος. Ζούσε αυτό που έλεγε ο Γέροντας Πορφύριος: «Όλα γύρω μας είναι σταλαγματιές της αγάπης του Θεού. Οι ομορφιές της φύσης είναι οι μικρές αγάπες που μας οδηγούν στην μεγάλη Αγάπη, τον Χριστό»[37]. Αυτήν την στάση ζωής ενέπνεε σε όλη την αδελφότητα, ώστε με την ενθάρρυνσή της και με το δίδαγμα της ακαταπόνητης προσωπικής της εργασίας, να φιλοτιμούνται οι αδελφές να αναλαμβάνουν σωματικούς κόπους, όπως απαιτήθηκε όταν η Γερόντισσα πρότεινε την πρωτοποριακή για τα τότε δεδομένα εφαρμογή της βιολογικής γεωργίας στα κτήματα της Μονής.
Στην σημερινή εποχή οι μοναχές που προσέρχονται στα μοναστήρια μας είναι στην συντριπτική τους πλειοψηφία πρόσωπα με πολλά κοινωνικά και μορφωτικά εφόδια και έχουν ανατραφεί με τους κανόνες των σύγχρονων κοινωνιών. Κάποιες από αυτές προέρχονται από πολυπολιτισμικά περιβάλλοντα, άλλες έχουν ταξιδέψει σε πολλές χώρες και έχουν σπουδάσει διάφορες επιστήμες. Αυτοί οι άνθρωποι επιλέγουν την μοναχική ζωή, επειδή αναζητούν τον Χριστό ως Νυμφίο και έχοντας πλήρη επίγνωση ότι θα εισπράξουν κοινωνικό όνειδος. Για να μπορέσουν αυτές οι νέες αδελφές να ζήσουν με συνέπεια την νήψη και την σταυρική πορεία της μοναχικής ζωής, όπως συνεχίζει να βιώνεται στην Εκκλησία δύο χιλιάδες χρόνια τώρα, έχουν ανάγκη από ένα κλίμα συνεχούς πνευματικής ανατροφοδότησης, εγρήγορσης και καθημερινής νοηματοδότησης. Η Γερόντισσα καλείται να ενισχύει διαρκώς τις αδελφές, ώστε να διατηρούν τον ζήλο και να μή φοβούνται να επιλέξουν την δυσκολία αντί για την ευκολία, τον κόπο αντί για την άνεση, την θυσιαστική προσφορά αντί για την απαίτηση και το δικαίωμα. Γιατί παραμονεύει πάντοτε ο κίνδυνος να υιοθετηθούν στα μοναστήρια μας νοοτροπίες και τακτικές εκκοσμίκευσης, που ακυρώνουν την μοναχική μας ιδιότητα, η οποία είναι αυθεντική, μόνο όταν και εφ᾽ όσον παραμένει «σταυρού και θανάτου επαγγελία»[38].
 Σημειώσεις:
1. Πράξ. 4, 32.
2. Λόγος Ασκητικός Γ´, 2, ΕΠΕ, σελ. 153.
3. Ασκητικαί Διατάξεις 28, PG 31, 1417 A.
4. Βλ. Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, Εις τον βίον της οσίας Μακρίνης, ΒΕΠ 69, 116, 3 κ.εξ.
5. ό.π.
6. «άνθρωποι εκ διαφόρων γενών και χωρών κινηθέντες», οι οποίοι «εις τοσαύτην ακρίβειαν ταυτότητος συνηρμόσθησαν, ώστε μίαν ψυχήν εν πολλοίς σώμασι θεωρείσθαι και τα πολλά σώματα μιάς γνώμης όργανα δείκνυσθαι»: Μεγάλου Βασιλείου, Ασκητικαί Διατάξεις 18,2, PG 31, 1381D-1384A.
7. Αγίου Θεοδώρου Στουδίτου, Επιστολές προς μοναχές, Ι. Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου, Πανόραμα-Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 131.
8. Λουκ. 1, 38.
9. Νικηφόρου Θεοτόκη, Λόγος Επιφωνηματικός Δεύτερος εις μοναχήν την ημέραν εις την οποίαν ενεδύθη το Αγγελικόν Σχήμα, Ι. Ησυχαστήριον Παντοκράτορος Νταού Πεντέλης, Αθήναι 1970, σελ. 38-39.
10. Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου Βίος και Λόγοι, Ι. Μονή Χρυσοπηγής10 2009, σελ. 343.
11. Ο όσιος Γέροντας Πορφύριος έλεγε χαρακτηριστικά: «Την υπακοή στους Γέροντές μου την αισθανόμουνα σαν παράδεισο». Βλ. ό.π., σελ. 344.
12. Συμπόσιον, Λόγος α´, PG 18, 40 A-B.
13. Περί του τάς Κανονικάς μή συνοικείν ανδράσιν, απόσπ. 8, Bareille, 1, σελ. 442-4.
14. Ματθ. 6, 20.
15. Festugière, G 95, σελ. 208-209 από P. Deseille, Ο Παχωμιακός μοναχισμός, εκδ. «Τήνος», Αθήναι 1992, σελ.19.
16. Λόγος Ασκητικός Γ´, 2, ΕΠΕ, σελ. 153.
17. Όροι κατά πλάτος Β´, Ερώτησις Λ´, ΕΠΕ, σελ. 315.
18. Σύμφωνα με τα λόγια του οσίου Γέροντος Πορφυρίου: «Θέλετε να βρείτε την χαρά στην ζωή; Να διαβάζετε Αγία Γραφή. Να εκκλησιάζεσθε. Να προσέχετε τις ακολουθίες, όρθρο, ώρες, εσπερινό, απόδειπνο κ.λπ., γιατί τα λόγια τους είναι γραμμένα από αγίους … Όταν τα μελετάς με ζήλο και όρεξη και θείο έρωτα, τα ενστερνίζεσαι, τα ερωτεύεσαι, τ᾽ αγαπάεις, τα ζείς, γίνεσαι ένθεος. Κι όταν αυτό γίνει με κάθε επιμέλεια και συνέπεια, αγιαζόμαστε»: Βίος και Λόγοι, μν.έρ., σελ. 527, 532.
19. Αγίου Νεκταρίου, Επισκόπου Πενταπόλεως, 35 Ποιμαντικές Επιστολές, εκδ. «Υπακοή», Αθήνα 1993, σελ. 121-122.
20. ό.π., σελ. 122.
21. ό.π., σελ. 74.
22. ό.π., σελ. 121-122.
23. Αγίου Θεοδώρου Στουδίτου, μν.έρ., σελ. 133.
24. ό.π., σελ. 104-105.
25. ό.π., σελ. 97.
26. ό.π., σελ. 135.
27. Αγίου Θεοδώρου Στουδίτου, μν.έρ., σελ. 129.
28. Βίος και Λόγοι, μν.έρ., σελ. 197.
29. Vita S. Columbae I, 30, σελ. 40-41 από Ιερομ. Χρυσοστόμου Κουτλουμουσιανού, Οι εραστές της Βασιλείας, Άγιον Όρος 2009, σελ. 195.
30. Ιωάννου Σιναΐτου, Κλίμαξ, Λόγος ΛΑ´ 12, 24.
31. ό.π., σελ. 105-6.
32. Βλ. S. Tshetverikoff, Paissi Velitchkovsky, Réval, 1938, β΄μέρος, σελ. 49.
33. Γέροντας Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης – Ορόσημο αγιότητος στο σύγχρονο κόσμο, Ιερά Μονή Χρυσοπηγής, Χανιά 2008, σελ. 334-335.
34. Βίος και Λόγοι, μν.έρ., σελ. 343.35. ό.π., σελ. 338.
36. Βλ. Γ. Κρουσταλάκη, Γέρων Πορφύριος – Ο πνευματικός πατέρας και παιδαγωγός, εκδ. Εν πλω, Αθήνα 201110, σελ. 52-53.
37. Βίος και Λόγοι, μν.έρ., σελ. 461.
38. «Ακολουθία του μεγάλου σχήματος», στο Μέγα Ευχολόγιον, εκδ. «Αστήρ», σ. 208.
 Mοναχή Θεοξένη
Kαθηγουμένη Ιεράς Πατριαρχικής και Σταυροπηγιακής
Mονής Ζωοδόχου Πηγής – Xρυσοπηγής
Xανιά – Kρήτη
* Η ομιλία της Γερόντισσας Θεοξένης, Kαθηγουμένης της Ιεράς Πατριαρχικής και Σταυροπηγιακής Mονής Ζωοδόχου Πηγής – Xρυσοπηγής, Xανίων Kρήτης, εκφωνήθηκε από την ίδια τη Γερόντισσα στα πλαίσια του Επιστημονικού-Πνευματικού Συμποσίου που διοργάνωσε και φιλοξένησε η Σερβική Ορθόδοξη Ιερά Μονή Ζίτσης από την 1η μέχρι και τις 4 Σεπτεμβρίου 2011. Το θέμα του Συμποσίου ήταν: «Περί γυναικείου μοναχισμού».

«Ουκ έσται σκεύη ανδρός επί γυναικί ουδέ μη ενδύσηται ανήρ στολήν γυναικείαν»



«Ουκ έσται σκεύη ανδρός επί γυναικί ουδέ μη ενδύσηται ανήρ στολήν γυναικείαν»


- Γέροντα, πώς ν΄ αντιμετωπίσουμε τις γυναίκες που έρχονται στο Μοναστήρι με παντελόνι; Συχνά λένε ότι είναι πιο πρακτικό αλλά και πιο σεμνό από τα κοντά.

 - Σήμερα θα φορούν ή κοντά ή παντελόνια! Άντε τώρα! Αφού ξεκάθαρα το λέει η Παλαιά Διαθήκη, και βλέπεις και με τι λεπτομέρειες! «Δεν επιτρέπεται ο άνδρας να φοράη γυναικεία στολή και η γυναίκα ανδρική». Είναι νόμος και είναι και άπρεπο. Άνδρες που φορούν φουστάνια είναι ελάχιστοι, πολύ ελάχιστοι.

 - Αυτές όμως που δουλεύουν στα χωράφια, λένε ότι δεν μπορούν να κινηθούν άνετα στην δουλειά, αν δεν φορούν παντελόνι.

 - Αυτά είναι δικαιολογίες.

 - Γέροντα, και για τα κοριτσάκια λένε οι μητέρες ότι τα φορούν παντελόνι, για να μην κρυώνουν.

 - Άλλη λύση δεν υπάρχει; Δεν υπάρχουν κάλτσες μέχρι πάνω; Ε, ας φορέσουν κάλτσες μέχρι πάνω, για να μην κρυώνουν. Άμα θέλει κανείς, για όλα βρίσκει λύσεις.

 - Και όταν, Γέροντα, έρχωνται επίσημοι και έχουν μαζί τους και μια που φοράει παντελόνι;

 - Να τους κάνετε μια εξήγηση: «Θέλετε να κάνουμε μια οικονομία και να χαλάσουμε μια τάξη και να γίνη μια αταξία στο Μοναστήρι;»

 - Μια φορά, Γέροντα, ήρθαν τριάντα καθηγήτριες με παντελόνι και τις αφήσαμε να περάσουν.

 - Κακώς, δεν ταιριάζει! Να τις λέγατε: «Μας συγχωρήτε, είναι αρχή του Μοναστηριού να μην επιτρέπουμε να μπαίνη γυναίκα που φοράει παντελόνι». Αυτές θα πάνε και σε άλλα Μοναστήρια και θα πουν: «Στο τάδε Μοναστήρι μας άφησαν να περάσουμε με παντελόνι». Τις οικονομήσατε εσείς, για να μην τις προσβάλετε, και εκείνες θα προσβάλουν μετά εσάς. Βάλτε στην πύλη πινακίδα με το σχετικό χωρίο από την Παλαιά Διαθήκη. Φτιάξτε και πενήντα φούστες και να τις δίνετε με καλό τρόπο σ΄ αυτές που έρχονται με παντελόνι πρώτη φορά και δεν ξέρουν ή σ΄ αυτές που φορούν κοντά.

 - Γέροντα, όταν έρθη ένα Λύκειο και όλα τα κορίτσια φορούν παντελόνια;

 - Να τους κεράσετε έξω από την πύλη. Αυτό τους προβληματίζει. Ή, αν ειδοποιήσουν ότι θα έρθουν για προσκύνημα, πέστε από το τηλέφωνο: «Σας παρακαλούμε να μη φορούν οι καθηγήτριες και οι μαθήτριες παντελόνι». Έτσι θα καταλάβουν ότι χρειάζεται να σεβασθούν τον χώρο. Εδώ δεν είναι ενορία. Στην ενορία οφείλει ο ιερέας να διαφωτίση τις γυναίκες, για να καταλάβουν γιατί δεν πρέπει να φορούν παντελόνια, και να συμμορφωθούν. Αν καμμιά φορά πάνε στην Εκκλησία του γυναίκες από άλλη ενορία και φορούν παντελόνι, να φροντίση να βολέψη τα πράγματα. Η Εκκλησία είναι μητέρα· δεν είναι μητρυιά.

 - Πολλοί όμως, Γέροντα, λένε: «Έτσι που κάνετε, διώχνετε τον κόσμο από την Εκκλησία».

 - Μα αφού στην Παλαιά Διαθήκη υπάρχει εντολή από τον Θεό που απαγορεύει οι γυναίκες να φορούν ανδρικά ρούχα κ.λπ., τι άλλο θέλουν; Αλλά σου λένε: «Γιατί να μη φορούν και οι γυναίκες παντελόνια; Γιατί να μην μπουν στις Επιτροπές των Εκκλησιών και άθεοι, αφού Εκκλησία είναι ο λαός;» Έτσι η τύχη της Εκκλησίας θα εξαρτηθή από την απόφαση των αθέων. Θα κάνουν τις Εκκλησίες βιβλιοθήκες, αποθήκες κ.λπ., αφού όλα τα παίρνουν: «Γιατί εκείνο, γιατί το άλλο;» Τι να πης;

 Στην Μονή δεν θα πρέπη να ανέχεται κανείς ούτε τους γυμνούς τουρίστες, για να μαζεύη χρήματα να ντύση φτωχούς ανθρώπους, γιατί αυτό είναι και τέχνασμα του πονηρού, για να αποξενώση τον μοναχό από τις ευλογίες του Θεού και να τον κοσμικοποιήση, ενώ η πραγματική ξενιτειά του μοναχού, για τον Χριστό, τον κάνει πλούσιο από αρετές.

 - Γέροντα, στο Στόμιο αναγκαζόσασταν να βάζετε πινακίδες για τους τουρίστες;

 - Ναι, είχα πινακίδες. Στο Μοναστήρι είχα μια που έγραφε: «καλώς ορίσατε». Πιο κάτω, είκοσι λεπτά από το Μοναστήρι, είχα άλλη που έγραφε: «Οι ασέμνως ενδεδυμένοι προς Αώον» (4)* και είχα ένα βέλος που έδειχνε το ποτάμι και μια άλλη που έγραφε: «Οι σεμνώς ενδεδυμένοι προς Ιεράν Μονήν» και είχα ένα βέλος που έδειχνε το Μοναστήρι. Καλά δεν έγραφα;

 - Εμείς, Γέροντα, τι να κάνουμε το καλοκαίρι που πολλές γυναίκες έρχονται με εξώπλατα;

 - Ε, κάντε κάτι να το ρίχνουν στην πλάτη. Έτσι θα καταλάβουν ότι χρειάζεται σεβασμός σ΄ αυτόν τον χώρο.

 * (4) Κάτω από την Ιερά Μονή Στομίου Κονίτσης περνάει ο Αώος ποταμός.

(ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ – ΛΟΓΟΙ Α΄ – ΜΕ ΠΟΝΟ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΑΝΘΡΩΠΟ)

ΟΙ ΠΟΝΗΡΟΙ ΛΟΓΙΣΜΟΙ



   Ὁ κατά Θεόν ἀγώνας τοῦ χριστιανοῦ στοχεύει στόν καθαρισμό τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματός του. Εἶναι μιά συνεχής προσπάθεια, γιατί οἱ πτώσεις εἶναι εὔκολες.Ὁ ἀγώνας αὐτός οὐσιαστικά δέν τελειώνει ποτέ. Ἁπλά στούς προχωρημένους καί ἔμπειρους δέν ἔχει πολύ κόπο, ὅπως συμβαίνει μέ τούς ἀρχάριους.
  Ἡ προτροπή τοῦ ἀποστόλου Παύλου εἶναι συγκεκριμένη: «Ἀγαπητοί, καθαρίσωμεν ἑαυτούς ἀπό παντός μολυσμοῦ σαρκός καί πνεύματος, ἐπιτελοῦντες ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ». Γιά νά ἔχει ἐπιτυχία αὐτός ὁ ἀγώνας χρειάζεται ὁ ἄνθρωπος νά διορθώνει τούς λογισμούς του, γιατί ἀπ᾽ αὐτούς ξεκινάει ὁ μολυσμός, τόσο τοῦ σώματος ὅσο καί τοῦ πνεύματος.Οἱ λογισμοί συνήθως εἶναι πονηροί καί παρακινοῦν τόν ἄνθρωπο νά πάρει ἁμαρτωλές ἀποφάσεις. Ὑπάρχει μιά ὁλόκληρη διαδικασία, ἐσωτερική, ἡ ὁποία καταλήγει στή διάπραξη τῆς ἁμαρτίας, ὅταν οἱ λογισμοί ἀφεθοῦν ἐλεύθεροι. Χρειάζεται προσοχή. Κάθε λογισμός πού ἔρχεται σέ ἀντίθεση μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ,πρέπει νά ἀπωθεῖται ἀπό τό νοῦ καί νά μή χρονίζει. 
  Στή θέση του νά μπαίνει ὁ καλός λογισμός, πού παρακινεῖ στήν ἀκριβή τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Αὐτό πετυχαίνεται μέ τή βοήθεια τοῦ πνευματικοῦ καί κυρίως μέ τήν προσευχή. Ἀλλά καί ἡ μελέτη διαφόρων ψυχωφελῶν βιβλίων βοηθάει σημαντικά, ἀφοῦ ὁ νοῦς ἀσχολεῖται μέ ἄλλα θέματα καί δέν δίνει ἰδιαίτερη προσοχή στούς πονηρούς λογισμούς.Δυστυχῶς,οἱπερισσότεροι χριστιανοί ταλαιπωροῦνται ἀπό πολλούς πονηρούς λογισμούς καί δέν καταβάλλουν καμιά προσπάθεια νά ἀπαλλαγοῦν ἀπό αὐτούς. 
  Ἡ κατάστασή τους χειροτερεύει καθώς γιά πολλές ὧρες καθημερινά παρακολουθοῦν τά προγράμματα τῆς τηλεόρασης, τά ὁποῖα παρακινοῦν στήν ἁμαρτία μέ προκλητικό τρόπο.Χρειάζεται ἐγρήγορση. Δέν πρέπει νά χαλαρώνουν οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ καί νά παρασύρονται ἀπό τούς πονηρούς λογισμούς καί τούς ποικίλους πειρασμούς. Νά μένουν σταθεροί στίς ἀρχές τους καί νά ζητοῦν μέ τήν προσευχή τους τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
Πρωτ. Δ.Δ.Τ.

πηγή : www.orthodoxostypos.gr   
Αριθ. Φύλλου 1895  30 Σεπτεμβρίου 2011

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...