Οἱ Ἅγιοι Ἀκεψιμᾶς, Ἰωσὴφ καὶ Ἀειθαλᾶς
Ὁ Ἀκεψιμᾶς ἦταν ἐπίσκοπος, ὁ Ἰωσὴφ πρεσβύτερος καὶ ὁ Ἀειθαλᾶς διάκονος. Καὶ οἱ τρεῖς μαρτύρησαν γιὰ τὸ Χριστό, ὅταν βασιλιὰς τῆς Περσίας ἦταν ὁ Σαπὼρ ὁ Β´.
Ὁ Ἀκεψιμᾶς ἄφησε τὴν τελευταία του πνοή, ἀφοῦ χτυπήθηκε σκληρὰ μὲ ἀκανθωτὰ ῥαβδιὰ ἀπὸ ῥοδιά.
Ὁ Ἰωσὴφ - ἀφοῦ διέσχισαν τὶς σάρκες του- ὑπέστη μαρτυρικὸ θάνατο διὰ λιθοβολισμοῦ.
Ὁ Ἀειθαλᾶς μαστιγώθηκε σκληρὰ καὶ ἔπειτα τὸν κρέμασαν μὲ τὸ κεφάλι πρὸς τὰ κάτω, μέχρι ποὺ παρέδωσε καὶ αὐτὸς τὴν μακάρια ψυχή του (330 μ.Χ.).
Τὸ αἷμα, ὅμως, ἀπὸ τὶς θυσίες τῶν Ἁγίων ποὺ προκάλεσαν οἱ ἀσεβεῖς, ὑπενθυμίζει τὰ φοβερὰ λόγια της Ἀποκάλυψης: « Ὅτι αἷμα ἁγίων καὶ προφητῶν ἐξέχεαν, καὶ αἷμα αὐτοῖς ἔδωκας πιεῖν ἄξιοι εἴσι». Δηλαδή, ἐπειδὴ οἱ ἀσεβεῖς αὐτοὶ ἔχυσαν τὸ αἷμα τῶν Ἁγίων καὶ τῶν Προφητῶν, τοὺς ἔδωσες καὶ Σὺ (Χριστέ μου) νὰ πίνουν ἀντὶ νεροῦ αἷμα. Καὶ πράγματι, εἶναι ἄξιοι τῆς τιμωρίας αὐτῆς.
Ἂς γνωρίζουν, λοιπόν, οἱ ἀσεβεῖς, ποὺ ἐγκληματοῦν ἐναντίον τῶν ἀνθρώπων τῆς πίστης, ὅτι τοὺς περιμένει ἀνελέητη καὶ βαρεῖα τιμωρία.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Ὡς θεράποντες, τῆς εὐσέβειας, στῦλοι ὤφθητε, τῆς Ἐκκλησίας, πυρσολατρῶν καθελόντες τὸ φρύαγμα, Ἀκεψιμᾶ Ἱεράρχα πολύαθλε, Ἀειθαλᾶ Ἰωσὴφ τὲ μακάριοι. Ἀλλ' αἰτήσασθε, Χριστὸν τὸν Θεὸν πανεύφημοι, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Οἱ Μάρτυρές σου, Κύριε, ἐν τῇ ἀθλήσει αὐτῶν, στεφάνους ἐκομίσαντο τῆς ἀφθαρσίας, ἔκ σοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, σχόντες γὰρ τὴν ἰσχύν σου, τοὺς τυράννους καθεῖλον, ἔθραυσαν καὶ δαιμόνων, τὰ ἀνίσχυρα θράση. Αὐτῶν ταῖς ἰκεσίαις, Χριστὲ ὁ Θεός, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τὰ θεῖα σοφέ, σεπτῶς ἐμυσταγώγησας, θυσία δεκτὴ ἐγένου Παμμακάριστε· τοῦ Χριστοῦ γὰρ ἔπιες, τὸ ποτήριον ἐνδόξως Ἅγιε, Ἀκεψιμᾶ σὺν τοῖς συνάθλοις σου, πρεσβεύων ἀπαύστως ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.
Ὁ Οἶκος Τὴν χερσωθεῖσάν μου καρδίαν πολλοῖς πταίσμασιν, Ἰησοῦ παντοδύναμε, ὄμβροις τῆς σῆς ἀγαθότητος, δεῖξον καρποφόρον ἀρεταῖς, καὶ παράσχου φωτισμὸν γνώσεως τῇ διανοίᾳ μου, ἵνα ὑμνήσω γηθόμενος, τόν, Ἱεράρχην καὶ Ἀθλοφόρον, Ἀκεψιμᾶν τὸν μέγαν σὺν Ἀειθαλᾷ τῷ γενναίῳ, καὶ Ἰωσὴφ τῷ πανολβίῳ· ἐν σοὶ γὰρ θαρροῦντες, ποικίλων βασάνων ἀνδρείως κατετόλμησαν· διὸ καὶ παρέχουσι νοσοῦσι τὴν ἴασιν, ὡς χάριν δεξάμενοι, πρεσβεύοντες ἀπαύστως ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.
Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Ἰωσὴφ ὁ γενναῖος ἀγωνιστής, Ἀκεψιμᾶς ὁ τῆς πλάνης ὀλοθρευτής, Ἀειθαλᾶς ὁ Ἔνδοξος, ἀθλητὴς καὶ ἀήττητος, οἱ φαιδροὶ ἀστέρες, τῆς πίστεως ᾄσμασιν, ἐπαξίως ὄντως ὑμνείσθωσαν σήμερον· οὗτοι γὰρ τὴν δόξαν, τῶν Περσῶν ἀμαυροῦντες, ἡλίῳ οὐκ ἔθυσαν, οὐ τὸ πῦρ ἐσεβάσθησαν. Οἷς ἐν πίστει βοήσωμεν· Πρεσβεύσατε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην ὑμῶν.
Ἀνακομιδὴ τῶν Λειψάνων τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Μεγαλομάρτυρα καὶ Τροπαιοφόρου καὶ ἐγκαίνια Ναοῦ του στὴ Λύδδα τῆς Ἰόππης
Μετὰ τὴν κατάπαυση τῶν διωγμῶν καὶ τὴν ἐπικράτηση τοῦ χριστιανισμοῦ σ᾿ ὅλο τὸ Ῥωμαϊκὸ κράτος, ἐπὶ Μεγάλου Κωνσταντίνου, οἱ χριστιανοὶ ἀνήγειραν μεγαλοπρεπῆ Ναὸ στὴ Λύδδα τῆς Ἰόππης, ὅπου μετακόμισαν τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Μεγαλομάρτυρα Γεωργίου, γιὰ νὰ τὸ προσκυνοῦν πλέον ἄφοβα.
Ἔγιναν δὲ μετὰ τὴν κατάθεση τοῦ ἱεροῦ λειψάνου καὶ τὰ ἐγκαίνια τοῦ Ναοῦ στὶς 3 Νοεμβρίου καὶ ἀπὸ τότε κάθε χρόνο ἡ Ἐκκλησία μας τελεῖ κατὰ τὴν ἡμέρα αὐτὴ τὴν ἀνακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ μεγαλομάρτυρα, πρὸς δόξαν Θεοῦ.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Ὡς τῶν αἰχμαλώτων ἐλευθερωτής, καὶ τῶν πτωχῶν ὑπερασπιστής, ἀσθενούντων ἰατρός, βασιλέων ὑπέρμαχος, τροπαιοφόρε μεγαλομάρτυς Γεώργιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ.δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τῇ ὑπερμάχῳ καὶ ταχείᾳ ἀντιλήψει σου, προσπεφευγότες οἱ πιστοὶ καθικετεύομεν, λυτρωθῆναι παρὰ τοῦ Χριστοῦ Ἀθλοφόρε, τῶν σκανδάλων τοῦ ἐχθροῦ τοὺς ἀνυμνούντας σε, καὶ παντοίων ἐκ κινδύνων καὶ κακώσεων· ἵνα κράζωμεν, Χαίροις Μάρτυς Γεώργιε.
Ὁ Οἶκος
Μέγας ἐν προστασίαις ἐπὶ γῆς ἀνεδείχθης, τοῦ Κυρίου θεράπον καὶ φίλε· τὸν πιστὸν γὰρ λαὸν περισκέπων, σῴζεις ἀεὶ Ἔνδοξε· διὸ πίστει καὶ πόθῳ βοῶμέν σοι πολύαθλε.
Χαῖρε, δι' οὗ φρυκτωρεῖται ὁ κόσμος, χαῖρε, δι' οὗ ὁ στρατὸς καταλάμπει.
Χαῖρε, τῶν πιστῶν αἰχμαλώτων ἡ λύτρωσις, χαῖρε, δεσμωτῶν ἡ ὀξεῖα ἀντίληψις.
Χαῖρε, ὕψος τῶν ἐκ πίστεως προστρεχόντων σοι θερμῶς,
χαῖρε, πλοῦτος τῶν ποθούντων σε, καὶ ἐν θλίψει χαρμονή.
Χαῖρε, ὅτι ὑπάρχεις βασιλέων τὸ τεῖχος, χαῖρε, ὅτι παρέχεις ἐν πολέμοις τὸ νῖκος.
Χαῖρε, ἀστὴρ φωτίζων τοὺς πλέοντας, χαῖρε, λυτὴρ παντοίας κακώσεως.
Χαῖρε, εἰς ὃν πᾶς πιστὸς καταφεύγει, χαῖρε, δι' οὗ εὐφημεῖται ὁ πλάστης.
Χαίροις, Μάρτυς Γεώργιε.
Ὁ Ὅσιος Ἀκεψιμᾶς
Ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ Μεγάλου Θεοδοσίου (382). Κλείστηκε μέσα σ᾿ ἕνα σκαμμένο τόπο καὶ πέρασε ἐκεῖ 60 ὁλόκληρα χρόνια μὲ αὐστηρὴ νηστεία καὶ προσευχή. Ἀφοῦ ἀξιώθηκε καὶ τοῦ ἀξιώματος τοῦ Ἱερέα καὶ ἔκανε ἀρκετὰ θαύματα, ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ὁ Ἅγιος Ἀχαιμενίδης ὁ Ὁμολογητής
Νεαρός, ἀπὸ ἐπίσημη Περσικὴ οἰκογένεια, εἶχε πολὺ πλοῦτο καὶ κατεῖχε λαμπρὰ ἀξιώματα. Ἔζησε ἐπὶ Θεοδοσίου τοῦ μικροῦ (410) βασιλιᾶ τοῦ Βυζαντίου καὶ Ἰσδιγέρδη, βασιλιὰ τῶν Περσῶν.
Δὲν ἄργησε νὰ προσέλθει στὴ χριστιανικὴ πίστη, μόλις ἄκουσε τὴν διδασκαλία της, καὶ χρησιμοποίησε τὸν πλοῦτο του γιὰ τὴν μικρὴ χριστιανικὴ ποίμνη τῆς Περσίας. Καταγγέλθηκε στὸ βασιλιά, ἀλλὰ δὲν ἄκουσε τὶς συμβουλές του, οὔτε πτοήθηκε στὶς ἀπειλές του. Ὑποβλήθηκε λοιπὸν σὲ βασανιστήρια, τὰ ὁποῖα ὑπέστη καρτερικά.
Κατόπιν τὸν ἄφησαν ἐλεύθερο, μὲ τὸν ὅρο νὰ φύγει ἔξω ἀπὸ τὰ Περσικὰ ὅρια, φτωχὸς πλέον μετὰ τὴν δήμευση τῆς περιουσίας του (τὸ 412 μ.Χ.). Ὁ Ἀχαιμενίδης ἔφυγε ἀπὸ τὴν γῆ τῶν πατέρων του, ποὺ ἦταν μέσα στὴν τυραννία καὶ τὴν πλάνη, εὐχαριστημένος ὅμως, διότι ἔμεινε πιστὸς στὸν οὐράνιο Πατέρα καὶ διότι τοῦ ἅρπαξαν μὲν ὅλα τὰ χρήματα, ἀλλὰ δὲν μπόρεσαν νὰ τοῦ ἁρπάξουν τοὺς θησαυρούς, ποὺ ὁ Χριστὸς δίνει στοὺς πιστοὺς στρατιῶτες του.
Δὲν ἄργησε νὰ προσέλθει στὴ χριστιανικὴ πίστη, μόλις ἄκουσε τὴν διδασκαλία της, καὶ χρησιμοποίησε τὸν πλοῦτο του γιὰ τὴν μικρὴ χριστιανικὴ ποίμνη τῆς Περσίας. Καταγγέλθηκε στὸ βασιλιά, ἀλλὰ δὲν ἄκουσε τὶς συμβουλές του, οὔτε πτοήθηκε στὶς ἀπειλές του. Ὑποβλήθηκε λοιπὸν σὲ βασανιστήρια, τὰ ὁποῖα ὑπέστη καρτερικά.
Κατόπιν τὸν ἄφησαν ἐλεύθερο, μὲ τὸν ὅρο νὰ φύγει ἔξω ἀπὸ τὰ Περσικὰ ὅρια, φτωχὸς πλέον μετὰ τὴν δήμευση τῆς περιουσίας του (τὸ 412 μ.Χ.). Ὁ Ἀχαιμενίδης ἔφυγε ἀπὸ τὴν γῆ τῶν πατέρων του, ποὺ ἦταν μέσα στὴν τυραννία καὶ τὴν πλάνη, εὐχαριστημένος ὅμως, διότι ἔμεινε πιστὸς στὸν οὐράνιο Πατέρα καὶ διότι τοῦ ἅρπαξαν μὲν ὅλα τὰ χρήματα, ἀλλὰ δὲν μπόρεσαν νὰ τοῦ ἁρπάξουν τοὺς θησαυρούς, ποὺ ὁ Χριστὸς δίνει στοὺς πιστοὺς στρατιῶτες του.
Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος ὁ Ὁμολογητής, ἐπίσκοπος Ἀγκύρας
Μᾶλλον ὑπῆρξε ὑπέρμαχος τῶν ἁγίων εἰκόνων καὶ ἴσως ἔδωσε καὶ τὸ αἷμα του γιὰ τὴν σωστὴ θέση τους στὴν Ὀρθοδοξία.
Οἱ Ἅγιοι Δάσιος, Σεβῆρος, Ἀνδρωνᾶς, Θεόδοτος καὶ Θεοδότη
Ὅλοι μαρτύρησαν διὰ ξίφους.
Ὁ Ὅσιος Ἠλίας
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Οἱ Ἅγιοι Ἐννέα Μάρτυρες
Μαρτύρησαν διὰ ξίφους.
Οἱ Ἅγιοι 28 Μάρτυρες
Μαρτύρησαν διὰ πυρός.
Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ὁ νέος Ἱερομάρτυρας, ὁ Νεαπολίτης
Ἦταν ἱερέας καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν Νεάπολη τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ποὺ τούρκικα λέγεται «Νὲβ Σεχήρ».
Διέπρεπε σὰν ἐφημέριος στὸν Ἱερὸ Ναὸ Κοιμήσεως Θεοτόκου στὴ Νεάπολη «ἐν ἀληθείᾳ καὶ ὁσιότητι καὶ δικαιοσύνῃ, πορευόμενος ἐν πάσαις ταῖς ἐντολαῖς καὶ δικαιώμασι τοῦ Κυρίου ἄμεμπτος».
Κατὰ τὸ 1797 προσκλήθηκε ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς τοῦ χωρίου Μαλακωτὴ νὰ ἱερουργήσει, ἀναπληρώνοντας τὸν ἐφημέριό τους, ποὺ τὸν καταδίωκαν οἱ Τοῦρκοι.
Ὁ ἱερέας Γεώργιος εὐχαρίστως δέχτηκε καὶ ἀναχώρησε γιὰ τὸ χωριό. Ξαφνικὰ ὅμως, κοντὰ στὴ θέση «Κόμπια-Ντερέ», συνελήφθη ἀπὸ ἐξαγριωμένους βοσκοὺς Τούρκους, οἱ ὁποῖοι τὸν λήστεψαν, τὸν βασάνισαν καὶ τελικὰ τὸν ἀποκεφάλισαν.
Ἀργότερα τὸ 1924, τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου μεταφέρθηκε στὸν Ναὸ τοῦ Ἁγίου Εὐσταθίου στὴ Νέα Νεάπολη κοντὰ στὴ Νέα Ἰωνία στὴν Ἀθήνα.
Οἱ Ὅσιοι Εὐθύμιος καὶ Νεόφυτος κτήτορες Μονῆς Δοχειαρίου
Βλέπε βιογραφία τους τὴν 9η Νοεμβρίου.
Ἀνακομιδὴ Ἱ. Κάρας τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Ἀποστόλου τοῦ νέου ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη στὸν Ἅγιο Λαυρέντιο Πηλίου τὸ 1796
(Βιογραφία τοῦ Ἁγίου βλέπε στὴν κυρίως μνήμη του τὴν 16η Αὐγούστου).