Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 05, 2011

π. Φιλόθεος Ζερβάκος, 1884 – 1980),Ὁ Ὅσιος τῆς Πάρου Ὁ Ἀσκητής καί Ἱεραπόστολος


π. Φιλόθεος Ζερβάκος,
(.1884 – 1980),
Ὁ Ὅσιος τῆς Πάρου
Ὁ Ἀσκητής
καί
Ἱεραπόστολος
π. Φιλόθεος Ζερβάκος


Σύντομη βιογραφία

Στὸν πολυτάραχον 20ὸν αἰώνα ἀνάμεσα στὸ ποικιλοτρόπως δοκιμαζόμενον ἑλληνικὸν ἔθνος ἔζησε ἕνας ἥρωας τοῦ Πνεύματος, ἕνας ἀληθινὸς ἐργάτης τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ ὁ ὁποῖος κατηνάλωσε ὅλες του τὶς δυνάμεις, σωματικὲς καὶ πνευματικές, γιὰ τὴν ἀγάπην πρὸς τὸν ἄνθρωπον, τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν δόξαν τῆς Ὀρθοδοξίας.
Γεννήθηκε τὸν Μάϊον τοῦ 1884 στὸ χωρίον Πάκια τῆς Λακωνίας ἀπὸ εὔπορους ἀλλὰ εὐλαβεῖς καὶ θεοφοβούμενους γονεῖς, τὸν Παναγιώτην καὶ τὴν Αἰκατερίνην Ζερβάκου. Ἡ εὐσέβεια τῶν γονέων του ἀποδεικνύεται καὶ ἀπὸ τὴν θεάρεστον πρᾶξιν τῆς εὐλαβοῦς μητρός του ἡ ὁποία, μετὰ τὴν κοίμησιν τοῦ συζύγου της, ἔγινε Μοναχή. Ὁ κατὰ σάρκα υἱὸς της ἔγινε κατὰ πνεῦμα πατὴρ αὐτῆς. Ἡ εὐλογημένη βιοτὴ τοῦ εὐλαβοῦς Κωνσταντίνου (ἦτο τὸ ὄνομα ποὺ τοῦ ἐδόθη κατὰ τὸ Ἅγιον Βάπτισμα), ἐνέπνευσε καὶ τὴν κατὰ σάρκαν ἀδελφήν του καὶ τὴν ὁδήγησε εἰς τὴν τάξην τῶν μοναζουσῶν.
Ὁποῖος ἔμελλε νὰ καταστῆ ὁ μικρὸς Κωνσταντῖνος ἐφάνη ἀπὸ τὴν παιδικὴν καὶ ἐφηβικὴν του ἡλικίαν. Ἦτο στολισμένος μὲ πολλὰ χαρίσματα. Εἶχε σεβασμὸν καὶ ὑπακοὴν εἰς τοὺς καλοὺς γονεῖς ἀλλὰ κυρίως ἀγάπην ἄμετρον πρὸς τὸν Οὐράνιον Πατέρα, τὴν Παναγίαν Μητέρα Του καὶ πρὸς πάντας τοὺς Ἁγίους. Μὲ τὴν αὔξησιν τῆς σωματικῆς ἡλικίας ἡ πρὸς τὸν Θεὸν ἀγάπη γιγάντωνε καὶ κατελάμβανε τὸ εἶναι τοῦ ἐναρέτου Κωνσταντίνου.
Ὅταν ὑπηρέτησεν ἐπὶ 3 ἔτη ὡς διδάσκαλος εἰς τὸ χωρίον Φοινίκι τῆς Λακωνίας, πολλὰ θαυμαστὰ σημεῖα ἔβλεπαν οἱ μικροὶ μαθηταί του ἀλλὰ καὶ οἱ μεγάλοι ποὺ τὸν συναναστρέφοντο. Ὁ μακαριστὸς Παντελεήμων Κορωναῖος, κάτοικος τοῦ χωρίου Φοινίκι ἔλεγεν εἰς τὰς ἀδελφάς του Ἱ. Ἡσυχ. Θαψανῶν πὼς τὸν εἶδεν μὲ τὰ αἰσθητὰ μάτια του νὰ μὴν πατᾶ ἐπάνω στὴν γῆν. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ τὸ διεβεβαίωναν καὶ ἄλλοι κάτοικοι τοῦ προνομιούχου αὐτοῦ χωρίου. Καὶ πῶς νὰ μὴν ἔδειχνε ὁ Ἅγιος Θεὸς εἰς τοὺς ἁπλοϊκοὺς ἀνθρώπους θαυμαστὰ σημεῖα, ἀφοῦ ὁ ἐνάρετος Κων/νος μετὰ τὴν προσφοράν του εἰς τὸ σχολεῖον ἀναζητοῦσε τὸν Πλάστην του διὰ τῆς θερμῆς προσευχῆς σὲ χώρους ἐρημικούς;
Γρήγορα, ὁ θεῖος ζῆλος του ἀπὸ μικρὸ ρυάκι ἔγινε μεγάλος ποταμὸς ὁ ὁποῖος τὸν κατέκλυσε. Δὲν ἔβλεπε τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὸν Ἅγιον Θεὸν καὶ τὴν Παναγίαν Μητέρα Του. Ἡ μεγάλη ἀπόφασις δὲν ἄργησε νὰ τοῦ σβύση κάθε ἄλλην ἀνθρώπινη καὶ νόμιμη ἀγάπην, ἀκόμη καὶ πρὸς τοὺς καλοὺς γονεῖς του. Ἀνυπόδητος καὶ μὲ τὸ Εὐαγγέλιο στὸ χέρι ἀνεχώρησεν ἀπὸ τὴν ἐπίγεια πατρίδα μὲ σκοπὸ νὰ φθάση στὴν Οὐράνια Πατρίδα, τὴν Ἄνω Ἱερουσαλήμ.
Ὅποιους πολέμους, θλίψεις καὶ δοκιμασίες πέρασε κατὰ τὴν διαδρομὴν αὐτήν, γνωρίζει μόνον ὁ Ἅγιος Θεὸς καὶ ὁ καλὸς Κων/νος. Πολλὲς φορὲς στερήθηκε καὶ αὐτὸν τὸν ἐπιούσιον ἄρτον, τὰ ἀναγκαῖα ἐνδύματα καὶ τὰ ὑποδήματα. Τὸ κορύφωμα τῆς δοκιμασίας του ἦτο ἡ καταπόνησις τῆς σωματικῆς του ὑγείας. Ὅμως ἡ Θεία βοήθεια δὲν ἄργησε νὰ ἔρθη. Ἐδέχθη οὐράνιαν τροφὴν ἀπὸ Ἅγιον Ἄγγελον καὶ θαυμαστὴν σωματικὴν θεραπείαν.
Κατὰ τὴν ὁδοιπορίαν του ἐγνώρισε ἐναρέτους ἄνδρας, μεγάλα ἀναστήματα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν Γραμμάτων. Παρηκολούθησε τὶς ἱερὲς ἀγρυπνίες εἰς τὸν Προφήτην Ἐλισσαῖον μὲ λειτουργὸν τὸν Ἅγιον Νικόλαον τὸν Πλανᾶν καὶ ἱεροψάλτας τοὺς πρύτανεις τῶν Γραμμάτων Ἀλεξάνδρους, Παπαδιαμάντην καὶ Μωραϊτίδην. Ὅμως ἡ μεγαλυτέρα εὐλογία ἦτο ἡ πνευματικὴ γνωριμία του μὲ τὸν θαυματουργὸν Ἅγιον τοῦ αἰῶνος μας, τὸν Ἅγιον Νεκτάριον.
Ἡ ὁριστικὴ ἀπόφασις νὰ ἀκολουθήση τὴν στενὴν καὶ τεθλιμμένην ὁδὸν τῆς μοναχικῆς ζωῆς ἐλήφθη. Ὅμως ἡ ἐκλογὴ τοῦ τόπου δὲν ὁριστικοποιήθηκε. Ἡ καρδία τοῦ εὐλαβοῦς νέου ἔκλινε πρὸς τὸ Περιβόλι τῆς Παναγίας, τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ὅμως, τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἦτο ἡ Ἱ. Μονὴ τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς Λογγοβάρδας εἰς τὴν νῆσον Πάρον. «Ὅπου καὶ νὰ πᾶς, στὴν Λογγοβάρδαν θὰ καταλήξης», τοῦ εἶπε ὁ Ἅγιος Νεκτάριος. Καὶ ἐκεῖ κατέληξε, σωθεὶς ἀπό βέβαιον θάνατον ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου, εἰς τὴν Θεσσαλονίκην.
Ἡ ἐπανθοῦσα Ἱ. Μονὴ τῆς Λογγοβάρδας τὸν ἐδέχθη τὸ 1907 μὲ πολλὴν ἀγάπην. Πολὺ νωρὶς λαμβάνει τὸ Μέγα καὶ Ἀγγελικὸν Σχῆμα καὶ τὸ 1912 χειροτονεῖται Ἱερεὺς καὶ στὴ συνέχεια Πνευματικός.
Τὸ πόσον εἰργάσθη εἰς τὸν πνευματικὸν ἀγρὸν τῆς Ἐκκλησίας τὸ μαρτυροῦν τὰ ἀναρίθμητα πνευματικὰ του τέκνα ὅπου γῆς εὑρισκόμενα. Μὲ τὰ πενιχρὰ συγκοινωνιακὰ μέσα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ἀφήνοντας τὴν ἀγαπητὴν του ἡσυχίαν ἔφθανε σὲ κάθε σημεῖον τῆς πατρίδος προσφέροντας εἰς τοὺς πονεμένους ἀδελφοὺς χριστιανοὺς τὴν πνευματικὴν τροφοδοσίαν τοῦ Θείου Λόγου καὶ τῆς Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως. Ὑπὸ τὴν σκιὰν τοῦ καρποφόρου δένδρου τὸ ὁποῖον ἡ Θεία Πρόνοια ἐφύτευσεν εἰς τὴν Ἱερὰν Μάνδραν τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς Λογγοβάρδας, ποτιζόμενον ἀπὸ τὰ νάματα τῶν χαρίτων τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἐδροσίζοντο οἱ καταπονημένοι στρατοκόποι τῆς ζωῆς καὶ ἀπὸ τοὺς γλυκεῖς καρποὺς του ἐτρέφοντο ὑλικῶς καὶ πνευματικῶς ἀναρίθμητες ὑπάρξεις ἐπὶ δεκαετίας.
Πέραν ἀπὸ τὸ συγγραφικὸν του ἔργον, ὡς Πνευματικὸς ἀνέπτυξε μεγάλην ἀλληλογραφίαν. Τὰ ἐπιστολόχαρτα περιβεβλημένα πάμπολλα ἀνθρώπινα προβλήματα ἔφθαναν στὸ ταπεινὸ κελλάκι του. Καὶ σκυμμένος ἐπάνω στὸ ὑποτυπῶδες γραφεῖο του μὲ τὸ φῶς τοῦ λυχναριοῦ ἢ τῆς λάμπας πετρελαίου ἔγραφε, ἔγραφε μέχρι τὰ μεσάνυχτα καὶ περισσότερο, γιὰ νὰ προσφέρη τὶς λύσεις τῶν προβλημάτων χαρίζοντας τὴν παρηγορίαν καὶ τὴν ἀνακούφισιν. Καὶ ὁ Οὐρανὸς προσέφερε πλουσιοπαρόχως τὴν ἐκπλήρωσιν τῶν αἰτημάτων. Θεραπεῖαι ψυχῶν καὶ σωμάτων.
Οἱ ἄνθρωποι ἔτρεχαν στὸν Ἅγιο Γέροντα, ὅπως εἶχε ἐπικρατήσει νὰ τὸν ἀποκαλοῦν ὅλοι, μικροὶ καὶ μεγάλοι, ὅταν ἤθελαν νὰ ἀναφερθοῦν στὸν π. Φιλόθεον. Πολλὰ πνευματικὰ του τέκνα κυρίως ἀπὸ τὴν Ἀθήνα καὶ ἀλλαχοῦ ἔτρεχαν νὰ περάσουν τὶς Ἅγιες Ἡμέρες τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος, τῆς Ἀναστάσεως καὶ τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς εἰς τὴν Λογγοβάρδαν κοντὰ στὸν π. Φιλόθεον. Διότι ἦτο ἀνεπανάληπτος Λειτουργὸς τῶν Θείων Μυστηρίων. Ἡ μεγάλη εὐλάβειά του συνδυασμένη μὲ τὴν καλλιφωνίαν καὶ τὴν βυζαντινὴν ἀπόδοσιν τῶν Ὀρθοδόξων ὕμνων συνεῖχαν κάθε πιστὸν ὁ ὁποῖος εὑρίσκετο εἰς τὸν ναόν.
Καὶ ὁ ἱερὸς Λειτουργὸς μετὰ ἀπὸ τὴν τέλεσιν τῶν Ἱερῶν Ἀκολουθιῶν προσέφερε εἰς τοὺς ἐκκλησιαζομένους τὸν Θεῖον Λόγον καὶ τὴν Ἱερὰν Ἐξομολόγησιν χωρὶς νὰ ὑπολογίζη τὴν δικήν του σωματικὴν ἀνάπαυσιν. Τὴν ἀρχὴν του αὐτὴν ἐτήρησε μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του.
Τὸ βράδυ τῆς 7ης Μαϊου τοῦ 1980 ἐξομολόγησε τὴν τελευταίαν ψυχὴν ποὺ ἐζήτησε νὰ τὴν δεχθῆ. Καὶ τὸ πρωὶ 5:00 π.μ. τῆς 8ης Μαϊου ἄφησε τὴν τελευταία του πνοὴν εἰς τὸ κελλάκι του, εἰς τὸ Ἱ. Ἠσυχ. τῆς Παναγίας Μυρτιδιωτίσσης τῶν Θαψανῶν, ὅπου παρέμενε τὴν τελευταίαν δεκαετίαν μονίμως καὶ ὅπου εἶχε ἑτοιμάσει τὸν τάφον του.
Εἰς τὴν Νεκρώσιμον Ἀκολουθίαν τὸν ἐτίμησαν μὲ τὴν παρουσίαν τους Ἀρχιερεῖς, Ἱερεῖς, Ἱερομόναχοι, Μοναχοὶ καὶ ἀναρίθμητον πλῆθος πνευματικῶν τοῦ τέκνων. Ἡ κατάθεσις τοῦ Ἱεροῦ τοῦ Σκηνώματος εἰς τὸν τάφον ἔγινε τὸ ἀπόγευμα τῆς ἑπομένης ἡμέρας. Εἶχαν περάσει 36 ὧρες. Νεκρικὴ ἀκαμψία δὲν ὑπῆρχε, ὅπως συμβαίνει εἰς ὅλους τοὺς μοναχούς. Πνευματικὸν του τέκνον σὲ ἀναπηρική καρέκλα μὴ δυνάμενον νὰ ἀσπασθῆ τὸ Ἱερὸν Λείψανον ἔλαβεν ἀπὸ τοὺς βαστάζοντας τὸ φέρετρον, τὸ χέρι του καὶ τὸ ἀσπάσθηκε.
Τὸ βράδυ τῆς 9ης Μαΐου ὁ Ἅγιος Γέροντας ἀνεπαύετο εἰς τὸν τάφον του. Τὸν εἶχεν ἑτοιμασμένον ἀπὸ τὸ 1970 ὅταν, μὲ τὴν συνδρομὴν πνευματικῶν του τέκνων, ἔκτισε τὸν πρῶτον Ἱερὸν Ναὸν τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου στὴν Πάρο εἰς τὸν αὔλειον χῶρον τοῦ Ἱ. Ἠσυχ. Παναγίας Μυρτιδιωτίσσης τῶν Θαψανῶν.
Παρέμεινε εἰς τὸν τάφον μέχρι τὸ 1993 ὁπότε ἔγινε ἡ ἀνακομιδὴ τῶν Ἱερῶν του Λειψάνων κατόπιν ἐπιμονῆς τῶν ἁπανταχοῦ πνευματικῶν του τέκνων.
Κροκοβαφῆ τὰ ἱερὰ ὀστὰ καὶ ἡ Ἁγία Κάρα φυλάσσονται εἰς τὸ Καθολικόν τοῦ Ἱ. Ἡσυχαστηρίου. Πολλοὶ Ἱερεῖς, Ἱερομόναχοι, Μοναχοί, Ἱεροὶ Ναοὶ καὶ Ἱεραὶ Μοναί μᾶς παρακαλοῦν νὰ τοὺς ἀποστείλωμεν μικρὸν τεμάχιον ἐκ τῶν Ἱερῶν Λειψάνων διὰ εὐλογίαν. Καὶ ἀπὸ αὐτὴν τὴν μακρυνὴν Αὐστραλίαν, Ἀμερικήν, Καναδᾶ, ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὴν παγωμένην Ἀλάσκαν μᾶς ἐζητήθη ἡ εὐλογία αὐτή.
Αἱ ἅγιαι πρεσβεῖαι του εὐχόμεθα νὰ σκέπουν, νὰ εὐλογοῦν κάθε ψυχὴν ποὺ τὸν ἐγνώρισεν εἴτε ἐν ζωῇ εἴτε διὰ μέσου τῶν ὅσων ἔχουν γραφεῖ διά τὸν Ἅγιον Πατέρα καὶ νὰ προστατεύουν τὴν Ἑλλάδα, τὴν χώραν τῶν Μαρτύρων καὶ Ἁγίων, ὅλους τούς Ἕλληνας, τοὺς Ὀρθοδόξους ὅπου γῆς καὶ ὅλο τὸ ἀνθρώπινον γένος. Ἀμήν.
Ἐκ τοῦ Ἱεροῦ Ἡσυχαστηρίου
Παναγίας Μυρτιδιωτίσσης
Θαψανῶν Πάρου.

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΣΑΒΒΑΣ Ο ΗΓΙΑΣΜΕΝΟΣ



«Ο όσιος Σάββας ζούσε επί Θεοδοσίου του μικρού σε μία κώμη της Καππαδοκίας, που λεγόταν Μουταλάσκη, και οι γονείς του ονομάζονταν Ιωάννης και Σοφία. Ήδη λοιπόν από την αρχή του βίου του πρόστρεξε στη μοναχική ζωή, σε μοναστήρι που λεγόταν Φλαβιανές, και τόσο πολύ από τη νεαρή του ηλικία έγινε εγκρατής, ώστε όταν είδε στον κήπο κάποια φορά ένα μήλο και το επιθύμησε, είπε: «Ήταν ωραίος στην όραση και καλός στη βρώση ο καρπός που με θανάτωσε». Πήρε το μήλο στα χέρια του, αλλά δεν το έφαγε. Αντίθετα το καταπάτησε με τα πόδια του και έθεσε όρο στον εαυτό του να μη φάει ποτέ μήλο. Αλλά και σε φούρνο όταν μπήκε κάποια φορά, βγήκε αβλαβής, χωρίς η φωτιά να αγγίξει ούτε τα ιμάτιά του. Στην ηλικία των δεκαοκτώ ετών, τον γνώρισε ο μέγας όσιος Ευθύμιος και τον έστειλε σε κοινόβιο, προς τον όσιο Θεόκτιστο. Από όλους όσους συναντούσε, προσλάμβανε και μάθαινε τους τρόπους και την αρετή τους. Βλέποντάς τον ο άγιος Ευθύμιος τον προσφωνούσε «παιδαριογέροντα», λόγω της πέρα από τα κοινά μέτρα πνευματικής του καταστάσεως. Όσο περνούσε η ηλικία του, τόσο και αύξανε την αρετή του. Γι’ αυτό και έκανε πολλά θαύματα, όπως και έβγαλε νερό με την προσευχή του σε άνυδρους τόπους. Έγινε μάλιστα και καθηγητής πολλών μοναχών, κι όταν ήλθε στην Κωνσταντινούπολη, δύο φορές έστειλε πρέσβεις και προς τον βασιλιά Αναστάσιο και προς τον Ιουστινιανό, καθώς παρακλήθηκε γι’ αυτό από τους κατά καιρούς πατριάρχες των Ιεροσολύμων. Έφθασε στο ακρότατο της κατά Χριστόν ηλικίας και σε ηλικία ενενήντα τεσσάρων ετών εξεδήμησε προς τον Κύριο».

Είναι βασική αλήθεια της χριστιανικής πίστεως ότι τον άγιο τον καταλαβαίνει ένας επίσης άγιος. Μόνον όποιος έχει ανεπτυγμένες πνευματικές αισθήσεις μπορεί να «οσφρανθεί» την ευωδία που εκπέμπει η ζωή ενός αγίου. Διαφορετικά, ένας άγευστος της πνευματικής ζωής πορεύεται σαν τυφλός στον κόσμο, συνεπώς αδυνατεί να δει το φως που εκπέμπει η ύπαρξη ενός αγίου. Γιατί το αναφέρουμε αυτό εν σχέσει με τον όσιο Σάββα; Για τον απλούστατο λόγο ότι εκείνος που αμέσως τον κατάλαβε και τον «οσφράνθηκε», που είδε την προχωρημένη πνευματική του κατάσταση ήταν ο μέγας όσιος Ευθύμιος. Ο όσιος αυτός προσφωνούσε «παιδαριογέροντα» τον νεαρό Σάββα, που σημαίνει ότι στην πραγματικότητα αναγνώριζε την εκ νεότητος αγιότητά του. Από κει και πέρα τα μάτια του μεγάλου Ευθυμίου έγιναν και τα μάτια των υπολοίπων συμμοναστών του, άρχισαν δηλαδή και οι άλλοι να διακρίνουν τα εκ Θεού χαρίσματά του, τα οποία επιβεβαιώθηκαν περίτρανα με τα θαύματα που ο Θεός επέτρεψε να γίνονται μέσω αυτού, όπως και από τη μυροβολία του αγίου λειψάνου του. Τα παραπάνω προβάλλει και ο υμνογράφος του οσίου, άγιος Θεοφάνης. Και του οσίου Ευθυμίου τη διάκριση καταγράφει («Ιλαρωτάτη σε ψυχή και προσηνεί διαθέσει, αρεταίς κατακοσμούμενον βλέπων ο λαμπρότατος φωστήρ Ευθύμιος εδέξατο», δηλαδή: ο λαμπρότατος πνευματικός ήλιος Ευθύμιος σε δέχτηκε με ιλαρότατη ψυχή και αγαθή διάθεση, βλέποντάς σε να κατακοσμείσαι από αρετές), και τα πάμπολλα θαύματα του αγίου Σάββα αναφέρει («Ξένα τα σα θαυμάσια. Τους γαρ θήρας ημέρωσας…προλέγεις τα μέλλοντα, προφητικώ χαρίσματι, στίφη των δαιμόνων φυγαδεύων ελαύνεις…», δηλαδή: Παράδοξα τα θαυμάσια που γίνονται από εσένα: ημέρωσες τα θηρία, προλέγεις τα μέλλοντα με προφητικό χάρισμα, διώχνεις μακριά τα στίφη των δαιμόνων), και την ευωδία των μύρων από τη θήκη του εξαγγέλλει, που ευφραίνει τους πιστούς («Μυρίζει σου η θήκη πνευματικήν ευωδίαν, πλουσίως ευφραίνουσα τους σους υιούς»).

Η εκ παιδός σοφία του οσίου Σάββα, σοφία βεβαίως κατά Θεόν - την οποία σημειωτέον ερμηνεύει ο άγιος υμνογράφος και σε αναφορά με τη μητέρα του καλουμένη Σοφία: «Σοφίας υπάρχων βλάστημα, Σάββα όσιε, παιδιόθεν επόθησας Σοφίαν την ενυπόστατον», δηλαδή: Ήσουν παιδί της Σοφίας, Σάββα όσιε, γι’ αυτό και πόθησες από παιδί την ενυπόστατη Σοφία, τον Χριστό – αποδεικνύεται ανάγλυφα από το γεγονός ότι όπου πήγαινε είχε ανοικτά τα μάτια του για να βλέπει την κατά Χριστόν πολιτεία των αφιερωμένων στον Θεό και να αντιγράφει τους άθλους και τις αρετές τους. Δεν επικέντρωνε στις αδυναμίες των άλλων, που ασφαλώς ως άνθρωποι είχαν. Η έγνοια του, λόγω του μεγάλου πόθου του για τον Θεό, ήταν πώς να προχωρεί πνευματικά. Κι αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να εκμεταλλευτεί κάθε τι που παρουσιαζόταν στον δρόμο του. Θυμίζει η περίπτωσή του τον μέγα Γέροντα των αιώνων, τον όσιο Αντώνιο, ο οποίος και εκείνος προσπαθούσε να μαζέψει σαν τη μέλισσα ό,τι καλό του προσέφεραν οι άγιοι αφιερωμένοι στον Θεό άνθρωποι της εποχής του. Κι όπως εκείνος, γι’ αυτόν τον λόγο, έγινε «θεοφιλής», τον αγαπούσε δηλαδή ο Θεός, το ίδιο και ο όσιος Σάββας. Μέγα δίδαγμα για όλους τους χριστιανούς, ιδίως της εποχής μας, που δυστυχώς σε ένα μεγάλο ποσοστό η προσοχή μας είναι στραμμένη στα αρνητικά των άλλων, στις αδυναμίες τους, χωρίς να μπορούμε να βλέπουμε τα θετικά τους και τις αρετές τους προς παραδειγματισμό. Για να χρησιμοποιήσουμε την εν προκειμένω έκφραση του Γέροντος Παϊσίου του αγιορείτου, του αγίου της εποχής μας, ο όσιος Σάββας ζούσε και λειτουργούσε στον κόσμο ως μέλισσα που συλλέγει τον καλό καρπό, και όχι ως μύγα, που επιζητεί πάντοτε την ακαθαρσία.

Αποτέλεσμα αυτής της σοφίας και της σύνεσης του οσίου ήταν ακριβώς να γεμίσει ο όσιος Σάββας με όλες τις αρετές. Όπως σημειώνει και ο σχετικός ύμνος: «μέτριος, άκακος, πράος, απλούς, ησύχιος, ως χρηματίσας, Πάτερ, υπέρ άνθρωπον όντως, και άυλος εν ύλη, οίκος Θεού καθωράθης» (Πάτερ, φάνηκες οίκος Θεού, διότι υπήρξες μέτριος, άκακος, πράος, απλός, ήσυχος, πράγματι πάνω από τα ανθρώπινα, και σαν άυλος μέσα σε ύλη). Ο υμνογράφος του όμως έχει επίγνωση ότι όλες οι αρετές από μόνες τους δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία, αν δεν καταλήγουν στο πλήρωμα των αρετών, την αγάπη. Αν η αγάπη δεν αποτελεί την κατάληξη της όποιας αρετής, παύει αυτή να χαρακτηρίζεται χριστιανική. Διότι βεβαίως λείπει ο ίδιος ο Θεός που είναι αγάπη. Γι’ αυτό και επισημαίνει: «Αγάπην προς τον Θεόν και τον πλησίον κτησάμενος, του Νόμου και των Προφητών πληροίς το κεφάλαιον. Την γαρ υπερέχουσαν πασών ασυγκρίτως αρετήν, Πάτερ, κατώρθωσας». (Απόκτησες την αγάπη προς τον Θεό και τον πλησίον, γι’ αυτό και συγκεφαλαιώνεις τον Νόμο και τους Προφήτες. Διότι κατόρθωσες, Πάτερ, την μεγαλύτερη, κατά ασύγκριτο τρόπο από όλες, αρετή). Και ξέρει βεβαίως επίσης ο υμνογράφος ότι κανείς δεν μπορεί να φτάσει σ’ αυτήν την αγάπη, αν δεν την κτίσει με τον φόβο του Θεού, που κάνει τον άνθρωπο να τηρεί τις άγιες εντολές Του. «Αρχήν σοφίας επόθησας, τον φόβον τον του Θεού. Ω και στοιχειούμενος, προς την τελειότητα, την ενδεχομένην τοις ανθρώποις, Πάτερ, έφθασας». (Πόθησες την αρχή της σοφίας, δηλαδή τον φόβο του Θεού. Με αυτόν τον φόβο έκτισες τη ζωή σου κι έφτασες, Πάτερ, στην τελειότητα, αυτήν που μπορούν βεβαίως οι άνθρωποι).

Μία τέτοια αγιασμένη ζωή, σαν του αγίου Σάββα, επάνω δηλαδή στα ίχνη του Χριστού και των Αποστόλων, ήταν ευνόητο να εξακτινωθεί και να γίνει ιεραποστολική φλόγα. Οι συμμοναστές του, όπως και ο υπόλοιπος κόσμος που τον γνώρισε, κυρίως με το παράδειγμά του, αλλά και με τον λόγο του – ο άγιος κήρυσσε τα δόγματα της Εκκλησίας μας με πολλή δύναμη και πειθώ: «κήρυξ θείων δογμάτων μεγαλοφωνότατος κεχειροτόνησαι» - άλλαζαν και μεταστρέφονταν. Πολλοί μάλιστα εγκατέλειπαν την ενασχόλησή τους με τα πράγματα του κόσμου και γίνονταν μοναχοί. «Του αγίου εγένου συνόμιλος Πνεύματος. Όθεν και προς ζήλον τους λαούς διεγείρων, τας πόλεις εκένωσας και ερήμους επόλισας, θεοφόρε Πατήρ ημών». (Έγινες συνόμιλος του αγίου Πνεύματος. Γι’ αυτό και διέγειρες τον ζήλο των λαών, με αποτέλεσμα να αδειάσουν οι πόλεις και να γίνουν πόλεις οι έρημοι, θεοφόρες πατήρ ημών). «Ταις πρεσβείαις του οσίου πατρός ημών Σάββα, Χριστέ ο Θεός ημών, ελέησον και σώσον ημάς».

Ὁ Ὅσιος Σάββας ὁ Ἡγιασμένος ( 5 Δεκεμβρίου)


Ὁ Ἅγιος Σάββας ὁ ἡγιασμένος ἐγεννήθη τὸ ἔτος 439 ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ πλουσίους γονεῖς εἰς τὴν πόλιν Μουταλάσκην τῆς Καππαδοκίας. Ὁ πατήρ του, στρατιωτικὸς εἰς τὸ ἐπάγγελμα, ἠναγκάσθη νὰ μεταβῇ μετὰ τῆς συζύγου του Σοφίας, εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν διὰ ὑπηρεσιακοὺς λόγους, ἀναθέτοντας τὴν ἀνατροφὴν τοῦ μικροῦ Σάββα ὁ ὁποῖος ἦταν μόλις πέντε ἐτῶν εἰς τὸν συγγενῆ του Ἑρμία. Μετὰ ἀπὸ λίγο χρονικὸ διάστημα, δυσαρεστηθεὶς ὁ Σάββας ἀπὸ τὴν συμπεριφορὰν τῆς συζύγου τοῦ θείου του καὶ ἀπὸ τὴν ἐπακολουθήσασαν διαμάχην μεταξὺ τῶν θείων του, Ἑρμίου καὶ Γρηγορίου, διὰ τὴν ἀνατροφήν του καὶ τὴν διαχείρισιν τῆς περιουσίας τῶν γονέων του, περιφρόνησε τὸν κόσμο καὶ εἰς ἠλικίαν ὀκτὼ ἐτῶν ἐνετάγη εἰς μοναστήριον ποὺ ἔφερε τὸ ὄνομα Φλαβιαναί. Ἐκεῖ ἐπεδόθη εἰς τὴν ἐκμάθησιν τοῦ ψαλτηρίου καὶ τῶν μοναχικῶν ὑποχρεώσεων καὶ ἀφ᾿ ἑτέρου εἰς τὴν ἄσκησιν τῶν θεοειδῶν ἀρετῶν καὶ διέπρεψεν εἰς τὴν ἐγκράτειαν τὴν σωματικὴν κακοπάθειαν, τὴν ταπεινοφροσύνην καὶ τήν ὑπακοήν. Ἀνεδείχθη ἀνώτερος ὅλων τῶν συμμοναστῶν του, πάνω ἀπό 65 τὸν ἀριθμόν. Θέλοντας ὁ Θεὸς νὰ προμηνύσῃ τὴν ἁγιότητα εἰς τὴν ὁποία θὰ ἔφθανε, τὸν χαρίτωσε μὲ ἀκράδαντον καὶ θαυματουργὸν πίστιν. Κάποτε εἰσῆλθεν εἰς ἀναμμένον φοῦρνον, ἀφοῦ ὁπλίσθηκε μὲ τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ ἔκβαλε, σῶος καὶ ἀβλαβὴς, τὰ ἐνδύματα τὰ ὁποῖα ὁ ἀρτοποιὸς εἶχε λησμονήσει.
Ἔχοντας συμπληρώσει εἰς τὸν χῶρον τῶν Φλαβιανῶν δέκα ἔτη ἀγώνων, ἐζήτησε τὴν εὐλογίαν τοῦ Ἡγουμένου, νὰ μεταβῇ ὁριστικῶς εἰς τὴν Ἁγίαν Πόλιν τῆς Ἱερουσαλήμ, ἀφοῦ ἐπιθυμοῦσε νὰ ἀνεβαίνῃ διαρκῶς ἀπὸ δόξαν εἰς δόξαν, ἡσυχάζοντας εἰς τὴν ἔρημο. Ὁ Ἡγούμενος τοῦ παρεῖχε τὴν ἄδειαν ἔπειτα ἀπὸ θεϊκὴν ὀπτασίαν, καὶ ἔτσι ὁ Σάββας, εἰς ἡλικία δεκαοκτὼ ἐτῶν, ἔφθασεν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ φιλοξενήθηκε εἰς τὴν Μονὴν τοῦ Ἁγίου Πασσαρίωνος, ὅπου καὶ διέμεινε τὸν χειμῶνα τοῦ ἔτους 456 πρὸς 457. Παρὰ τὰς προτροπάς τοῦ Ἀρχιμανδρίτου Ἐλπιδίου καὶ ἄλλων ἀδελφῶν νὰ παραμείνῃ μαζί τους, ὁ Σάββας εἶχε διαρκῶς εἰς τὸ μυαλό του νὰ συναριθμηθῇ μὲ τοὺς ἀναχωρητάς, οἱ ὁποῖοι ἀσκοῦντο ὑπὸ τὴν ἐποπτεία τοῦ θαυματουργοῦ Εὐθυμίου τοῦ Μεγάλου, δι᾿ αὐτὸ ἒλαβε τὴν εὐλογίαν τοῦ Ἐλπιδίου καὶ πῆγε νὰ συναντήσῃ τὸν Μέγαν Εὐθύμιο.
Ὁ Εὐθύμιος ἀρνήθηκε νὰ κρατήσῃ τὸν Σάββαν εἰς τὴν Λαύρα του, ἀντιθέτως τὸν ἔστειλε εἰς τὴν Μονὴν τοῦ Ἀββᾶ Θεοκτίστου, λέγοντάς του νὰ φροντίζῃ τὸν Σάββα, διότι αὐτὸς θὰ διέπρεπε εἰς τὴν μοναστικὴν ζωήν. Αὐτὸ τὸ ἔκανε ὁ Μέγας Εὐθύμιος, διὰ νὰ δώσῃ τὸ παράδειγμα στὸν Σάββα νὰ μὴν δέχεται νέους ἀγενείους, ὅταν θὰ ἵδρυε τὴν δικήν του Λαύραν καὶ θὰ γινόταν νομοθέτης καὶ ἀρχηγὸς ὅλων τῶν ἀναχωρητῶν ἀπὸ τὴν Παλαιστίνην. Ὁ νεαρὸς Σάββας ἐδέχθη τὴν ὁδηγίαν τοῦ Μεγάλου Εὐθυμίου ὡς θέλημα Θεοῦ καὶ ὑπακούοντας τὸν Ἀββᾶ Θεόκτιστο ἐνίσχυσε τοὺς προτέρους ἀγῶνας του μὲ τὴν νηστείαν, τὴν ἀγρυπνίαν, τὴν ταπεινοφροσύνην καὶ τήν ὑπακοὴν προσθέτοντας τὴν ἀγάπην καὶ τήν ἐπιτηδειότηταν εἰς τὰς ἐκκλησιαστικάς ἀκολουθίας, τὴν ἀποδοτικωτάτην διακονίαν καὶ ἐξυπηρέτησιν τῶν ὑπολοίπων μοναχῶν, γενικῶς δηλαδὴ τελείως ἄψογην διαγωγήν.

Εἰς τοιαύτην θαυμαστὴν πολιτείαν διέμεινε ὁ Ἅγιος Σάββας δέκα ἔτη, μέχρι τὸν θάνατον τοῦ Ἁγίου Θεοκτίστου καὶ ἀκόμα δύο, μέχρι τὴν κοίμησιν τοῦ διαδόχου του Θεοκτίστου Μάριδος. Ἀπὸ τὸν νέον Ἡγούμενον Λογγίνον, ὁ Ἅγιος ζήτησε νὰ τοῦ ἐπιτρέψῃ τὴν ἡσυχαστικὴν ζωήν ἔχοντας ὁ Λογγίνος εἰς τὸ μυαλὸ του τὴν ὑψηλοτάτη ἀρετὴ τοῦ Σάββα, ἔχοντας λάβει καὶ τὴν γνώμην τοῦ Μεγάλου Εὐθυμίου, τοῦ τὴν ἐπέτρεψε. Ἀπὸ τότε καὶ διὰ πέντε ἔτη ὁ Ἅγιος Σάββας διέμενε τὰς πέντε ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος νῆστις εἰς ἕνα σπήλαιον νότια τῆς Μονῆς, εἰς τὸ ὁποῖο προσευχόταν καὶ ἐργαζόταν καὶ μόνον τὰ Σάββατα καὶ τὰς Κυριακὰς ἐπέστρεφε στὴν Μονήν, γιὰ νὰ μεταφέρῃ τὰ ἐργόχειρά του καὶ νὰ λάβῃ μέρος εἰς τὰς κοινάς προσευχάς. Καθ᾿ ὅλην τήν διάρκειαν τῆς Τεσσαρακοστῆς, ὁ Ἅγιος Σάββας διέμενε μὲ τὸν Μέγαν Εὐθύμιον καὶ τὸν μακάριον Δομετιανόν, μαθητὴν ἐκείνου, εἰς τὴν πανέρημον τοῦ Ῥουβᾶ, μεταξὺ τοῦ Χειμάρρου τῶν Κέδρων καὶ τῆς Νεκρᾶς Θαλάσσης, μὲ νηστείαν, ὀλιγοποσίαν, προσευχὴν καὶ ἀγρυπνίαν. Τὴν συνήθειαν αὐτὴν διετήρησε ὁ Ἅγιος καὶ κατά τά μετέπειτα ἔτη. Στὶς 20 Ἰανουαρίου τοῦ 473 ὁ μέγας πατὴρ ἡμῶν Εὐθύμιος κοιμήθηκε ὁσιακῶς ἐν εἰρήνῃ.
Τότε ὁ Ἅγιος Σάββας, κατὰ τὸ τριακοστὸ πέμπτο ἔτος τῆς ἡλικίας του, δὲν θέλησε νὰ ἐπιστρέψῃ στὸ Κοινόβιο, ἀλλὰ κατευθύνθηκε πρὸς τὰς ἀνατολικάς ἐρήμους Ῥουβᾶ καὶ Κουτυλᾶ, τὴν ἴδια περίοδον κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ Ἅγιος Γεράσιμος ὁ Ἰορδανίτης ἔλαμπε εἰς τὴν ἔρημον τοῦ Ἰορδάνου. Εἰς τὰς ἐρήμους αὐτὰς συνεδέθη πνευματικῶς μὲ τὸν Ἅγιο Θεοδόσιον τὸν Κοινοβιάρχην μέσῳ τοῦ μοναχοῦ Ἄνθου, ὅπου διέμεινεν ὁ Ἅγιος Σάββας τέσσερα ἔτη. Τότε κέρδισε τὴν κατὰ τῶν δαιμόνων καὶ τῶν θηρίων πλήρην ἀφοβίαν, ἀλλὰ καὶ τὸν σεβασμὸν τῶν βαρβάρων, χάριν εἰς τὴν πίστιν εἰς τὸν Θεὸν καὶ τὴν ἀρετήν του. Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ προσετάχθη ἀπὸ ἄγγελον πάνω εἰς τὸ ὂρος τῆς Εὐδοκίας, μετώκησε εἰς τὴν ἀνατολικὴ πλευρὰ τοῦ χειμάρρου τῶν Κέδρων, εἰς τὸ σπήλαιον τὸ ὁποῖον ἕως σήμερα δείκνυται ὡς τὸ σπήλαιον τοῦ Ἁγίου Σάββα, ἔναντι τῆς Λαύρας. Πέντε χρόνια μετὰ ἢρχισαν νὰ συναθρίζονται κοντά του ἐρημίται καὶ ἀναχωρηταί, ἕως ἑβδομήκοντα τὸν ἀριθμὸν, ἄνδρες οὐράνιοι καὶ χαριτοφόροι, οἱ ὁποῖοι ἀπετέλεσαν καὶ τὴν πρώτην συνοδείαν τῆς Λαύρας τὸ ἔτος 483. Μετὰ τὴν πρώτην ὀργάνωσιν τῆς Λαύρας καὶ τὴν ἀνάβλυσιν ἁγιάσματος θαυματουργικῶς μετὰ ἀπὸ προσευχὴν τοῦ Ἁγίου, ὁ Ἅγιος Σάββας εἶδε εἰς τὴν δυτικὴν ὄχθην, ἀπέναντι τοῦ σπηλαίου του, νὰ ὑψώνεται εἰς τὸν οὐρανὸν στύλος πύρινος. Ἀφοῦ ἐρεύνησε τὸν τόπον τοῦ θαύματος τὴν ἑπομένη μέρα, βρῆκε τὸ Θεόκτιστο σπήλαιον, τὸ ὁποῖο εἶχε κατάλληλην μορφὴν γιὰ νὰ γίνῃ ναός. Αὐτὸν κατέστησε κέντρο τῆς Λαύρας ὁ Ἅγιος Σάββας, ὀργανώνοντας καὶ τὰς ὑπολοίπους ὑπηρεσίας. Ἡ συνοδεία του ἔφτανε τότε τοὺς ἑκατὸν πεντήκοντα μοναχούς.

Θὰ ἦταν ὅμως ἀδύνατο νὰ μὴν ἐνταθοῦν οἱ πειρασμοὶ καὶ τὰ σκάνδαλα τοῦ διαβόλου, ἐναντίον ἑνὸς τόσου θεικοῦ σχεδίου. Ὁ Ἅγιος Σάββας ὑπέστη τὴν περιφρόνησιν καὶ τὴν συκοφαντίαν ἐκ μέρους τῶν δικῶν του μοναχῶν, οἱ ὁποῖοι ἐζήτησαν ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Σαλλούστιον τὴν ἀντικατάστασίν του εἰς τὴν ἡγουμενία. Ὁ Πατριάρχης Σαλλούστιος ἀντὶ αὐτοῦ γνωρίζοντας τὴν ἁγιότητα τοῦ Σάββα, τὸν ἐχειροτόνησε πρεσβύτερον, καὶ ἀνακαίνισε τὴν Θεόκτιστη Ἐκκλησία τήν δωδεκάτην Δεκεμβρίου τοῦ 491.

Ἡ ἐπὶ γῆς οὐράνια πολιτεία τοῦ Ἁγίου Σάββα συνεχιζόταν: ἡ προσέλευση μοναχῶν, καὶ ἰδιαιτέρως Ἀρμενίων, αὐξανόταν ὅπως ἐπίσης τὰ θαύματα καὶ ἡ ἄσκησις τοῦ Ἁγίου, ὁ ὁποῖος κατὰ τὴν Μεγάλη Τεσσαρακοστὴν ζοῦσε ὑπεράνθρωπα εἰς τὴν πανέρημον ζωήν. Εἰς τὴν Λαύρα προσῆλθε ὁ ὁσιώτατος Ἰωάννης, ἐπίσκοπος Κολωνίας, ὡς ἁπλὸς μοναχός, ὁ ὁποῖος ἀργότερα κατέστη περιβόητος διὰ τὴν ἀρετήν του. Τὸ 492 ὁ Ἅγιος Σάββας ἦλθε στὸ φρούριο τοῦ Καστελλίου, εἰς τὴν ἔρημο βορειοανατολικὰ τῆς Λαύρας καί, ἀφοῦ ἐξεδίωξε τοὺς δαίμονας οἱ ὁποῖοι ὑπῆρχαν ἐκεῖ, οἰκοδόμησε κοινόβιον καὶ τοποθέτησε μοναστικὴν ἀδελφότητα. Μετὰ ἀπὸ λίγον καιρὸν ὁ Πατριάρχης Σαλλούσιος ἀνέδειξε τὸν μὲν Σάββα ἄρχοντα καὶ νομοθέτην ὅλων τῶν ἀναχωρητῶν καὶ κελλιωτῶν, ποὺ ὑπαγόταν εἰς τὴν Ἁγία Πόλιν, τὸν δὲ Θεοδόσιον τὸν Κοινοβιάρχην ἀρχηγὸν καὶ ἀρχιμανδρίτην ὅλων τῶν κοινοβίων. Διὰ αὐτὸ ὁ Ἅγιος Σάββας ἔλεγε χαριέντως πρὸς τὸν Ἅγιον Θεοδόσιον ὅτι ὁ ἴδιος ἦταν «ἡγούμενος ἡγουμένων», ἐνῶ ὁ Θεοδόσιος «ἡγούμενος παιδίων», δηλαδὴ ἀρχαρίων.
Τὸ ἔτος 494 ἤρχισαν καὶ αἱ ἐργασίαι ἀνοικοδομήσεως τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας τῆς Θεοτόκου, τῆς ὁποίας ἔγιναν ἀρκετὰ ἔτη ἀργότερα, τὴν 1η Ἰουλίου τοῦ 501, διότι ὁ Θεόκτιστος Ναὸς καὶ ὁ μικρὸς εὐκτήριος οἶκος δὲν ἐπαρκοῦσαν διὰ τὰς λατρευτικὰς ἀνάγκας τῆς Λαύρας.

Ὡστόσο οἱ μαθηταί, οἱ ὁποῖοι πρό ὀλίγων ἐτῶν εἶχαν κατηγορήσει τὸν Ἅγιο, ἐστασίασαν καὶ πάλιν εἰς τέτοιον βαθμόν ὣστε νὰ ἀναγκασθῇ ὁ Ἅγιος Σάββας, καὶ νὰ μὴν τοὺς ἐνοχλήσῃ περισσότερον, νὰ ἀποχωρήσῃ ἀπὸ τὴν Λαύραν. Ἡ ἀπουσία του διήρκεσε πέντε ἔτη (503-508), κατὰ τὰ ὁποῖα συνέστησε δύο νέα κοινόβια εἰς τὰ Γάδαρα καὶ εἰς τὴν Νικόπολιν, εἰς τόπους ὅπου προσήρχοντο πρὸς αὐτόν πιστοί, διὰ νὰ μονάσουν κοντά του. Τελικῶς ἡ ἀποκατάστασίς του εἰς τὴν θέσιν τοῦ Ἡγουμένου εἶχε σὰν ἀποτέλεσμα τὴν φυγὴν τῶν στασιαστῶν ἀπὸ τὴν Μεγίστην καὶ τὴν ἐγκαταβίωσίν των εἰς τὴν Νέαν Λαύραν· καὶ ὅμως ὁ ἀνεξίκακος Ἅγιος καὶ ἐκεῖ τοὺς βοήθησε νὰ κτίσουν καὶ νά διοργανώσουν τὴν Λαύρα των ἐγκαθιστώντας εἰς αὐτοὺς ἡγούμενον τόν ἁγιώτατον Ἰωάννη.
Τὰ ἑπόμενα ἔτη ὁ Ἅγιος ἐπεδόθη εἰς τὴν καλλιέργεια τῶν πνευματικῶν του τέκνων. Συνέστησε μέχρι τὴν στιγμὴν τοῦ θανάτου του ἄλλας δύο Λαύρας, αὐτὴν τοῦ Ἐπταστόμου (512) καὶ αὐτὴ τοῦ Ἱερεμίου (531) ἀλλὰ καὶ ἄλλα δύο κοινόβια, τὸ τοῦ Σπηλαίου (509) καὶ τὸ τοῦ Σχολαρίου (512). Τὴν τελευταίαν εἰκοσαετία τῆς ζωῆς του ἐλάμπρυναν καὶ ἄλλαι θαυμασταί πράξεις αἱ ὁποῖαι εἶχαν τεράστια σημασία διὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴν καὶ τὴν παγκόσμιαν ἱστορίαν. Ὑπὸ τὴν πίεσιν τῶν μεθοδεύσεων τοῦ μονοφυσίτου αὐτοκράτορα Ἀναστασίου (491-518) καὶ τῶν πρωτοστατῶν τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ «Ἀκεφάλων» Σευήρου, Φιλοξένου καὶ Σωτηρίχου αἱ Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι τῆς Ἀνατολῆς περιήρχοντο σταδιακῶς εἰς τὰ χέρια μονοφυσιτῶν ἐπισκόπων. Ὁ Ἅγιος Σάββας μετὰ ἀπὸ παρακίνησιν τοῦ Ὀρθοδόξου Πατριάρχου Ἱεροσολύμων Ἠλία (494-516) μετέβη εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν τὸ 512 ὅπου κατόρθωσε μὲ τὴν φήμην καὶ τὴν ἁγιότητά του νὰ πείσῃ τὸν αὐτοκράτορα νὰ ἀναστείλῃ τὴν ἐξορία τοῦ Ἠλία. Ὅταν τὸ ἑπόμενο ἔτος ἡ ἐκτόπισις τοῦ Ὀρθοδόξου Πατριάρχου ἐτέθη ὑπὸ τοῦ αὐτοκράτορος εἰς ἐφαρμογή, ὁ Ἅγιος Σάββας συγκέντρωσε εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα ὅλους τούς μοναχούς τῆς ἐρήμου, διὰ νὰ προφυλάξῃ τὸν Ἠλία, καὶ ἀναθεμάτισε τοὺς αἱρετικοὺς ἀπεσταλμένους τοῦ αὐτοκράτορος. Παρόμοια κινητοποίησιν ἐφήρμοσε τρία ἔτη ἀργότερα, τὸ 516, διὰ νὰ στηρίξῃ εἰς τὴν Ὀρθοδοξίαν τὸν νέον Πατριάρχην Ἱεροσολύμων, Ἰωάννην τὸν Γ´ (516-524) βοηθούμενος ἀπὸ τὸν Ἅγιον Θεοδόσιον τὸν Κοινοβιάρχην. Ἡ κινητοποίησις αὐτὴ διεφύλαξε τὴν Ἐκκλησίαν τῶν Ἱεροσολύμων εἰς τὴν ὀρθὴν πίστιν, τὴν στίγμην κατὰ τὴν ὁποίαν αἱ Ἐκκλησίαι Κωνσταντινουπόλεως, Ἀλεξανδρείας καὶ Ἀντιοχείας εἶχον περιέλθει εἰς μονοφυσίτας Πατριάρχας. Ὕστερα ἀπὸ λίγο ἡ Ὀρθοδοξία ἀποκατεστάθη πλήρως.

Ἡ δευτέρα μετάβασις τοῦ Ἁγίου Σάββα εἰς τὴν βασιλεύουσα ἔλαβε χώρα περίπου εἴκοσι ἔτη μετὰ τὴν πρώτην τὸ 530, ὅταν ὁ Ἅγιος ἦτο ἐνενήκοντα ἐτῶν. Ὁ Ἅγιος πέτυχε ἐκεῖ τὴν ἀπαλλαγὴν τῆς Παλαιστίνης ἀπὸ τὰ σκληρὰ μέτρα, τὰ ὁποῖα ὁ αὐτοκράτωρ Ἰουστινιανὸς ἤθελε νὰ ἐπιβάλῃ, συνεπείᾳ τῶν ταραχῶν, τὰς ὁποίας εἶχε προκαλέσει ἡ ἐξέγερσις Σαμαρειτῶν καὶ Ἰουδαίων (529). Ὁ Ἅγιος παρότρυνε ἀκόμη τὸν εὐσεβῆ βασιλέα, ὁ ὁποῖος εἶχε ἀντιληφθεῖ ὁ ἴδιος μὲ ὀπτασία τὴν ἁγιότητα τοῦ Σάββα, νὰ προβῇ εἰς τὴν δίωξιν τῶν αἱρέσεων τοῦ Ἀρείου, Νεστορίου καὶ Ὠριγένους καὶ εἰς τὰ κοινωφελῆ ἔργα εἰς τὴν Παλαιστίνη, ἔναντι τῶν ὁποίων θὰ ἀπεκόμιζε ἐπέκτασιν τῆς αὐτοκρατορίας εἰς τὴν Ἀφρικὴν καὶ Ἰταλίαν. Πράγματι ἡ εὐλογία καὶ ἡ προφητεία αὐτὴ τοῦ Ἁγίου Σάββα ἐξεπληρώθη. Αἱ νίκαι τῶν στρατηγῶν Βελισσαρίου καὶ Ναρσὴ ἔφεραν καὶ πάλιν τὰ δυτικὰ τμήματα τῆς Αὐτοκρατορίας ὑπὸ τοῦ αὐτοκράτορος τῆς Πόλεως. Τοιαύτη ἦτο ἡ προφητικὴ χάρις τοῦ Ἁγίου Σάββα. Πόσα ἐκ τῶν θαυμάτων τοῦ Ἁγίου μπορεῖ κάποιος νὰ διηγηθῇ καὶ ποιὸν νὰ θαυμάσῃ πρῶτον!

Ἡ χάρις του ἔφτασε καὶ ἕως ὅτου νὰ λύσῃ μὲ τὴν προσευχὴν του πενταετῆ ἀνομβρία στὰ Ἱεροσόλυμα, τὴν ὁποία εἶχε προκαλέσει ἡ ἄδικος ἐκτόπισις τοῦ Πατριάρχου Ἠλιοὺ καὶ ἡ ἐξ αἰτίας αὐτοῦ ὀργὴ Θεοῦ τὸ ἔτος 520. Ὅμως ἡ ἐπιστροφή του ἀπό τὴν Βασιλεύουσα σήμαινε καὶ τὴν ἀρχὴν τοῦ τέλους τῆς ἐπιγείου πολιτείας του. Ὁ Ὅσιος Σάββας ὁ Ἡγιασμένος ἀναπαύθηκε ἐκ τῶν κόπων του τήν 5ην Δεκεμβρίου τοῦ 532 μ.Χ. Εἶχε ζήσει εἰς τὸ Κοινόβιον τῶν Φλαβιανῶν δέκα ἔτη, ἕως τοῦ 18ου ἔτους τῆς ἡλικίας του, δεκαεπτὰ ἔτη εἰς τὸ κοινόβιο τοῦ Ἁγίου Θεοκτίστου εἰς τὴν Παλαιστίνη καὶ πεντήκοντα ἐννέα ἔτη εἰς τὴν ἔρημον καὶ στὴν Μεγίστην Λαύραν. Τὸ ἔτος 547 τὸ τίμιον λείψανόν του εὑρέθη ἐντὸς τοῦ μνήματος, σῶον καὶ ἀδιάλυτον, μεταφέρθηκε δὲ εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν πολλοὺς αἰῶνας ἀργότερα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἀπὸ τοὺς Σταυροφόρους εἰς τὴν Βενετία τὸ 1204. Τὸ 1965 ἐπιστράφηκε ὁριστικῶς εἰς τὴ Μεγίστη Λαύρα. Ἡ πρωτοφανὴς ἀπήχησις τῆς ζωῆς του στοὺς πιστοὺς εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὴν συγγραφὴν τοῦ Βίου του ἀπὸ τὸν Κύριλλο τὸν Σκυθοπολίτη τὸ ἔτος 557. Ἐφ᾿ ὅσον κατὰ τοὺς ἀψευδεῖς λόγους τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ τὸ ποιὸν τῶν ἀνθρώπων γνωρίζεται ἀπὸ τοὺς καρποὺς τῶν κόπων τους. Ἡ περαιτέρω πορεία τῆς Ἱερᾶς καὶ Μεγίστης Λαύρας τοῦ Ὁσίου Σάββα ἀποτελεῖ καρπὸν τῆς θεϊκῆς ἀρετῆς τοῦ Ἁγίου καὶ ἀπόδειξις τῆς δόξης καὶ παρρησίας τῆς ὁποίας βρῆκε πλησίον τοῦ Θεοῦ, διὰ τῶν ὁποίων σώζει μέχρι σήμερα τὸ κυριώτερον μοναστικὸν καθίδρυμα τῆς ἐρήμου τῆς Ἰουδαίας. Ἀληθινὰ προκαλοῦν τὸν θαυμασμὸν τὰ ἀπειράριθμα θαύματα τοῦ Ὁσίου ἀλλὰ καὶ ἡ ἀπήχησις τῆς μοναστικῆς ζωῆς τῆς Λαύρας του, ἡ ὁποία ἀποτέλεσε πρότυπο καὶ καθοριστικὸ παράγοντα εἰς τὴν διαμόρφωσιν τῆς μοναστικῆς ζωῆς καὶ τῆς λατρευτικῆς τάξεως τῆς Ἐκκλησίας ἀνὰ τὴν Οἰκουμένη, ἐκτὸς τῶν ὁποίων προσέφερε πλῆθος Ἁγίων ἀνδρῶν γνωστῶν καὶ ἀγνώστων, ἀνάμεσα εἰς τοὺς ὁποίους διαλάμπει ἰδιαιτέρως ὁ μέγιστος Θεολόγος τοῦ 8ου αἰῶνα ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός. Ἡ τιμὴ τοῦ Ἁγίου Σάββα διαδόθηκε τάχιστα ἀπὸ τὴν Ρώμη ἕως καὶ τὴν Γεωργίαν τοῦ Καυκάσου. Οἱ διάδοχοί του εἰς τὴν ἡγουμενία ἀνέδειξαν τὴν Λαύραν προπύργιον τῆς Ὀρθοδοξίας εἰς τὴν Παλαιστίνη κατὰ τοῦ Ὠριγενισμοῦ, Μονοθελητισμοῦ, Εἰκονομαχίας καὶ Παπισμοῦ μὲ πανορθόδοξον ἐμβέλειαν. Μετὰ τοὺς μέσους χρόνους ἡ Λαύρα ἀνεδείχθη παιδευτήριον τῆς Ἁγιοταφιτικῆς Ἀδελφότητας, τὰ μέλη τῆς ὁποίας ἔπαιρναν ἀπὸ τὴν Λαύραν προπαίδειαν τῆς μοναχικῆς πολιτείας καὶ πεῖρα τῶν Ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων. Ὅλα αὐτὰ ὀφείλονται εἰς τὴν πρεσβείαν καὶ τὸ παράδειγμα τοῦ Ἁγίου Σάββα: «Λαμπρὰ τοῦ πεφωτισμένου πατρὸς ἡμῶν Σάββα τὰ θεῖα χαρίσματα· ἡ μὲν γὰρ πολιτεία ἔνδοξος, ὁ δὲ βίος ἐνάρετος καὶ ἡ πίστις Ὀρθόδοξος. Καὶ τοῦτο μὲν ἐκ μέρους ἤδη διὰ τῶν εἰρημένων ἀπεδείχθη».


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῶν Ὁσίων ἀκρότης καὶ Ἀγγέλοις ἐφάμιλλος, ὡς ἡγιασμένος ἐδείχθης, ἐκ παιδὸς Σάββα Ὅσιε· οὐράνιον γὰρ βίον ὑπελθών, πρὸς ἔνθεον ζωὴν χειραγωγεῖς, διὰ λόγου τε καὶ πράξεως ἀληθοῦς, τοὺς πίστει ἐκβοῶντάς σοι· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.


Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Ὡς ἀπὸ βρέφους τῷ Θεῷ θυσία ἄμωμος

Προσενεχθεῖς δι’ ἀρετῆς, Σάββα μακάριε

Τῷ σὲ πρὶν γεννηθῆναι ἐπισταμένω

Ἐχρημάτισας Ὁσίων ἐγκαλλώπισμα

Πολιστὴς τε τῆς ἐρήμου ἀξιέπαινος·
Διὸ κράζω σοι, χαίροις Πάτερ ἀοίδιμε.


Μεγαλυνάριον.
Ὤφθης ὑποτύπωσις καὶ κανών, θεοφόρε Σάββα, ὡς τοῦ Πνεύματος θησαυρός, ὁσίων πατέρων, ῥυθμίζων καὶ ἰθύνων, πρὸς κλῆρον ἀφθαρσίας, τοὺς πειθομένους σοι.

Συναξαριστής 5 Δεκεμβρίου

Ὁ Ὅσιος Σάββας ὁ Ἡγιασμένος



Ὁ θεοκίνητος Παῦλος συμβουλεύει τοὺς ἀγωνιζόμενους χριστιανούς: «Εἰδέναι ἕκαστος ὑμῶν τὸ ἑαυτοῦ σκεῦος κτάσθαι ἐν ἁγιασμῷ καὶ τιμῇ». Πρέπει δηλαδὴ νὰ γνωρίζει ὁ καθένας ἀπὸ σᾶς, νὰ συγκρατεῖ στὴν κυριαρχία καὶ κατοχή του τὸ σῶμα του καὶ νὰ τὸ διατηρεῖ πάντοτε ἁγιασμένο καὶ τιμημένο. Μέσα σ᾿ αὐτὰ τὰ πλαίσια ἀγωνίστηκε καὶ ὁ Ὅσιος Σάββας ὁ ἡγιασμένος.

Ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Ἰουστινιανοῦ (527 μ.Χ.). Καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Μουταλάσκη τῆς Καππαδοκίας καὶ ἦταν γιὸς εὐσεβῶν γονέων, τοῦ Ἰωάννη καὶ τῆς Σοφίας. Ἀπὸ μικρὸς εἶχε μοναχικὲς τάσεις καὶ μπῆκε στὸ μοναστήρι τῶν Φλαβιανῶν.

Ἦταν τόσο ἐγκρατής, ὥστε γιὰ λόγους ἀσκήσεως ὁρισμένα συνηθισμένα τρόφιμα δὲν τὰ ἔβαλε ποτὲ στὸ στόμα του. Σὲ ἡλικία 16 χρονῶν πῆγε στὴν Ἱερουσαλήμ, στὴ Μονὴ τοῦ Μεγάλου Εὐθυμίου. Αὐτός, λόγω τοῦ νεαροῦ τῆς ἡλικίας τοῦ Σάββα, τὸν ἔστειλε στὴ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Θεοκτίστου.

Ἐκεῖ, ὁ Σάββας προόδευσε ἀκόμα περισσότερο στὴν ἀσκητικὴ ζωὴ καὶ ἔγινε πατέρας καὶ ποιμένας πολλῶν μοναχῶν τῆς ἐρήμου. Προσείλκυσε μὲ τὴ ζωή του πλήθη μοναχῶν στὴν περίφημη κτισθεῖσα ἀπὸ αὐτὸν Λαύρα. Γιὰ τὴν ἁγιότητα τῆς ζωῆς του καὶ γιὰ τὴν μεγάλη του φήμη, εἶχε σταλεῖ ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Ἱεροσολύμων δυὸ φορὲς πρεσβευτὴς στὴν Κωνσταντινούπολη, πρὸς τὸ βασιλιὰ Ἀναστάσιο καὶ ἔπειτα πρὸς τὸν Ἰουστινιανό. Πέθανε εἰρηνικὰ σὲ ἡλικία 94 χρονῶν.



Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Tῶν ὁσίων ἀκρότης καὶ ἀγγέλοις ἐφάμιλλος ὡς γὰρ ἡγιασμένος ἐδείχθης ἐκ παιδός, Σάββα ὅσιε. Οὐράνιον γὰρ βίον ἀπελθῶν, πρὸς ἔνθεον ζωὴν χειραγωγεῖς διὰ λόγου τε καὶ πράξεως ἀληθοῦς, τοὺς πίστει ἐκβοῶντας σοι. Δόξα τῷ δεδοκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. δ’.
Ταῖς τῶν δακρύων σου ῥοαῖς, τῆς ἐρήμου τὸ ἄγονον ἐγεώργησας· καὶ τοῖς ἐκ βάθους στεναγμοῖς, εἰς ἑκατὸν τοὺς πόνους ἐκαρποφόρησας· καὶ γέγονας φωστήρ, τῇ οἰκουμένῃ λάμπων τοῖς θαύμασι, Σάββα Πατὴρ ἡμῶν Ὅσιε, Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἠμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς ἀπὸ βρέφους τῷ Θεῷ θυσία ἄμωμος, προσενεχθεὶς δι᾽ ἀρετῆς, Σάββα μακάριε, τῷ σε πρὶν γεννηθῆναι ἐπισταμένῳ· ἐχρημάτισας Ὁσίων ἐγκαλλώπισμα, πολιστής τε τῆς ἐρήμου ἀξιέπαινος· διὸ κράζω σοι, Χαίροις Πάτερ ἀοίδιμε.

Ὁ Οἶκος Σοφίας ὑπάρχων βλάστημα, Σάββα Ὅσιε, παιδιόθεν ἐπόθησας Σοφίαν τὴν ἐνυπόστατον· ἣ συνοικήσασά σοι, ἀπὸ γῆς σε ἐχώρισε, καὶ πρὸς ὕψος ἀνήγαγεν, ἐξ ἀΰλων ἀνθέων πλέξασα στέφανον, καὶ τῇ σῇ ἐπιθεῖσα ἡγιασμένῃ κάρᾳ θεόφρον· ᾧπερ κεκοσμημένος, ἐξιλέωσαι τὸ Θεῖον, τοῦ δοθῆναί μοι σοφίαν λόγου ἐπαξίως, ὅπως ἀνυμνήσω τὴν ἁγίαν σου κοίμησιν, ἣν ἐδόξασε Χριστὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν· διὸ καὶ ἡμεῖς κράζομέν σοι· Χαίροις Πάτερ ἀοίδιμε.

Κάθισμα
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Τὸν βίον εὐσεβῶς, ἐπὶ τῆς γῆς ἐκτελέσας, δοχεῖον καθαρόν, σὺ τοῦ Πνεύματος ὤφθης, φωτίζων τοὺς ἐν πίστει σοι, προσιόντας Μακάριε· ὅθεν αἴτησαι, τὸν σόν Δεσπότην φωτίσαι, τὰς ψυχὰς ἡμῶν, τῶν ἀνυμνούντων σε Σάββα, θεόφρον Πατὴρ ἡμῶν.


Ὁ Ἅγιος Ἀναστάσιος

Μέσα στὴ φωτιὰ τῶν διωγμῶν τῆς Ἐκκλησίας τῶν πρώτων χρόνων, ὁ ἅγιος Ἀναστάσιος ἀφιερώθηκε στὴν ὑπηρεσία τῶν μαρτύρων τῆς πίστης.

Τοὺς ἐπισκεπτόταν στὶς φυλακές, τοὺς ἔφερνε τροφὲς καὶ περιποιεῖτο τὰ τραύματά τους. Ἐπίσης τοὺς παρακολουθοῦσε καὶ τοὺς ἐμψύχωνε κατὰ τὴν δίκη, τὰ μαρτύρια καὶ τὴν θανατικὴ ἐκτέλεση, προσευχόμενος γι᾿ αὐτοὺς καὶ τοὺς παρακαλοῦσε νὰ εὔχονται ὑπὲρ αὐτοῦ πρὸς τὸ Θεό, ὥστε νὰ τὸν ἀξιώσει ἴδιο μ᾿ αὐτοὺς τέλος. μ᾿ αὐτὸν τὸν πόθο θερμαινόμενος, παρουσιάστηκε κάποια μέρα μὲ τὴν θέλησή του καὶ δήλωσε στὸν δικαστή, ποὺ εἶχε διατάξει νὰ βασανιστοῦν μερικοὶ χριστιανοί, ὅτι μάταια κοπιάζει μὲ τέτοια μέσα νὰ καταπνίξει τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ.

Ἡ εἰδωλολατρικὴ λύσσα τότε, στράφηκε σ᾿ αὐτὸν τὸν ἴδιο. Βασανίστηκε ἀνελέητα καὶ ἀποκεφαλίστηκε. Ἀλλ᾿ ἡ μανία τῶν ἀπίστων δὲν ἀρκέστηκε σ᾿ αὐτό. Ἀφοῦ ἔβαλαν τὸ λείψανό του σὲ μία βάρκα, ἔδεσαν σ᾿ αὐτὸ μία βαριὰ πέτρα καὶ τὸ ἔριξαν στὸ πιὸ βαθὺ μέρος τῆς θάλασσας. Καὶ ἡ θάλασσα μὲν δέχτηκε τὸ σῶμα, ὁ δὲ Θεὸς παρέλαβε τὴν πιστὴ καὶ ἁγία ψυχή του.



Ὁ Ὅσιος Γράτος
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά. Σὲ ὁρισμένους Συναξαριστὲς ἀναφέρεται σὰν ἐπίσκοπος Ἐφέσου καὶ μαζὶ μὲ τὸν ὅσιο Νόννο.



Ὁ Ἅγιος Διογένης

Μαρτύρησε διὰ λιθοβολισμοῦ.



Ὁ Ἅγιος Ἀβέρκιος

Μαρτύρησε διὰ ξίφους.



Ὁ Ὅσιος Νόννος

Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.



Ὁ Ὅσιος Νεκτάριος ὁ Ἀθωνίτης

Πατρίδα του ἦταν τὸ Μοναστήρι τῆς Μακεδονίας καὶ γεννήθηκε τὸ 1406. Σὲ κάποια ἐπιδρομὴ τῶν Ἀγαρηνῶν, γιὰ νὰ ἀποφύγουν οἱ γονεῖς του τὴν σύλληψη, κατέφυγαν σὲ κάποιο βουνό.

Κατόπιν ὁ πατέρας τοῦ Νεκταρίου, μὲ τὴν συγκατάθεση τῆς γυναίκας του, πῆρε τὰ δυὸ ἀγόρια του καὶ ἔγινε μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Παχώμιος, στὸ μοναστήρι τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων, ποὺ βρισκόταν στοὺς πρόποδες τοῦ βουνοῦ ποὺ εἶχαν κρυφτεῖ. Κατόπιν ὅμως, κάποιος μοναχὸς Διονύσιος Ἰάγαρις, ποὺ ἀνῆκε στὸ κελὶ τῶν Ἀρχαγγέλων, κοντὰ στὶς Καρυὲς τοῦ Ἁγίου Ὄρους, πῆρε τὸν Νικόλαο - αὐτὸ ἦταν τὸ βαπτιστικό του ὄνομα - καὶ τὸν πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος.

Ἐκεῖ ἔγινε μοναχὸς μὲ τὸν ὄνομα Νεκτάριος (1470) καὶ προσκολλήθηκε στὸν Πνευματικὸ Γέροντα Φιλόθεο, ποὺ εἶχε διορατικὸ χάρισμα. Ἀπὸ τότε ὁ Νεκτάριος ἀρχίζει μία ἀξιοζήλευτη ἀσκητικὴ ζωή, ποὺ οἱ σπάνιες ἀρετές του ἔγιναν γνωστὲς σ᾿ ὅλο τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ὁ σατανᾶς πολλὲς φορὲς θέλησε καὶ μέσῳ τῶν συνασκητῶν του, νὰ τὸν ῥίξει στὴν ἁμαρτία, ἀλλ᾿ ὁ Νεκτάριος μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν μεγάλη του ταπεινοφροσύνη, κατόρθωνε καὶ ἀντιμετώπιζε τὶς δοκιμασίες αὐτές. Ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ στὶς 5 Δεκεμβρίου τοῦ 1500.



Ὁ Ὅσιος Φιλόθεος ὁ Καρεώτης

Ὑπῆρξε πνευματικὸς πατέρας τοῦ πιὸ πάνω ὁσίου Νεκταρίου, εἶχε προορατικὸ χάρισμα καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικά.



Οἱ Ἅγιοι Ὁσιομάρτυρες τοῦ Ἁγίου Ὄρους

Ἦταν Ἁγιορεῖτες μοναχοί, ἀπὸ διάφορα κελιὰ (τῆς σκήτης τῶν Καρυῶν), οἱ ὁποῖοι ἀντιστάθηκαν στὸν βασιλιὰ Μιχαὴλ καὶ τὸν λατινόφρονα Πατριάρχη Ἰωάννη Βέκκο (1275 -1282) καὶ ὑπέστησαν μαρτυρικὸ θάνατο. Ὁ μὲν Πρῶτος του Ἁγίου Ὄρους ἀπαγχονίστηκε, οἱ δὲ ὑπόλοιποι ἀποκεφαλίστηκαν.



Ὁ Ἅγιος Νιζέριος (Λουξεμβούργιος)

Λεπτομέρειες γιὰ τὴ ζωὴ αὐτοῦ τοῦ ἁγίου τῆς ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Ἡ ἐν Ὀρθοδοξίᾳ Ἡνωμένη Εὐρώπη», τοῦ Γ.Ε. Πιπεράκη, Ἔκδ. Ἑπτάλοφος», Ἀθῆναι 1997.

Πώς τα τρωκτικά της Μασονίας, ξεπουλούν την ιστορικότητα της Ελλάδας

 

Γράφει η Πόπη Σουφλή > Με τίτλο “Τι αποκαλύπτουν κάποια σχόλια..., εχθές, ανεβάσαμε ένα πολύ σημαντικό σχόλιο αναγνωστη μας, ιδιαίτερα αποκαλυπτικο, ως προς την πολιστική μας κληρονομιά και τα “παιχνίδια” που έστησαν “μακρυχέριδες” του “συστήματος ΠΑΣΟΚ” για να πλουτίσουν, ενώ και μέσω της περιβόητης “εφεδρείας” που ….αποφασισαν οι εντολοδόχοι της Νέας Τάξης Πραγμάτων, της ντόπιας και της διεθνούς Μασσονίας, ετοιμάζουν το μεγάλο ξεπούλημα των αρχαιολογικών μας χώρων.
Η σκανδαλώδης αυτή απόφαση της προηγούμενης και της νυν δοτής χουντικής κυβέρνησης, βασίζεται σε ένα πολύ καλά οργανωμένο σχέδιο, καθώς δεν διαλύεται μόνο ο κοινωνικός ιστός, όπως ίσως οι περισσότεροι πιστεύουν, αλλά και η ίδια η πολιτιστική κληρονομια της Ελλάδος, καθώς στην εφεδρεία, οδηγούνται αρχαιολόγοι και υπάλληλοι του Υπουργείου Πολιτισμού, που φυλάττουν ΘΕΡΜΟΠΥΛΕΣ.
Δεν είναι τυχαία και όχι μοναδική , η περίπτωση της .. “εφεδρείας” της προϊσταμένης του Αρχαιολογικού Μουσείου της Καλαμάτας κ. Ξένιας Αραπογιάννη, καθώς αποτελεί τον θεματοφύλακα της ιστορικότητας της Ιστορίας της Μάνης.
Αφενός μεν η εφεδρεία της κ. Αραπογιάννη και αφετέρου η συνταξιδότηση υπαλλήλου και η υποστελέχωση του αρχαιολογικού χώρου του Γερακίου της Λακωνικής Μάνης, αφήνει στο έλεος των αρχαιοκάπηλων και των πάσης φύσεως ντόπιων και ξένων συμφερόντων τους αρχαιολογικούς μας θησαυρούς.
Αυτά τα “συμφέροντα”, βαδίζουν βάσει πολύ καλά οργανωμένου σχεδίου στο ξεπούλημα της Ιστορίας μας, καθώς σιγά σιγά αλλά σταθερά, δημιουργούν τις προϋποθέσεις του ΑΦΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ και του ΞΕΠΟΥΛΗΜΑΤΟΣ των αρχαιολογικών μας θησαυρών.
Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά κι ας ξεσκεπάσουμε το ιερόσυλο σχέδιο των μεταπραττών της Ιστορίας μας καθώς ως ΕΛΛΗΝΕΣ, καλούμεθα να προασπίσουμε την ένδοξη Ιστορία μας, με κάθε τρόπο….
Το θέμα της Μάνης, τα attikanea, το έχουν αναδείξει κατ’ επανάληψη. Δείτε όμως και τις άλλες παραμέτρους της άλωσης της Ιστορίας μας και τις μεθοδεύσεις, από τις οποίες κινδυνεύουν άμεσα οι αρχαιολογικοί μας χώροι.
Διαβάστε την παρακάτω ανάρτηση και τις συγκλονιστικές καταγγελίες του Προέδρου του ΣΥΛΛΟΓΟΥ “ΕΥΝΟΜΙΑ” ΤΗΣ ΑΔΟΥΛΩΤΗΣ ΜΑΝΗΣ κ. Νίκου Μαντάγαρη, που πολύ σύντομα θα παρουν και πάλι το δρόμο προς το Ελληνικό Κοινοβούλιο και όχι μόνο…προβλέπεται πως το θέμα θα διεθνοποιηθεί..
Το συνάδελφο blog ksipnistere, αναρτά:
Σύνταξη στον υπάλληλο, λουκέτο στα Αρχαία
Την αγωνία του εκφράζει ο Εμποροεπαγγελματικός Σύλλογος Γερακίου για τον αρχαιολογικό χώρο, ο οποίος από τις 31 Οκτωβρίου παραμένει έρημος και κλειστός εξαιτίας της υποστελέχωσης τους σε μόνιμο και εποχιακό προσωπικό. Να σημειωθεί ότι η 5η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, κατατάσσει τον αρχαιολογικό χώρο του Γερακίου, ως έναν από τους σημαντικότερους και…. μεγαλύτερους χώρους Βυζαντινών αρχαιοτήτων στη Λακωνία.
Οι επαγγελματίες της περιοχής με ανοιχτή επιστολή τους προς την Γενική Διευθύντρια Αρχαιοτήτων Μαρία Βλαζάκη, την καλούν να βοηθήσει ώστε να λυθεί το πρόβλημα που έχει προκύψει με την άμεση στελέχωση των αρχαιολογικών χώρων του Γερακίου με εξειδικευμένο και επαρκές προσωπικό, ώστε να ανοίξουν και να γίνουν τάχιστα επισκέψιμοι.
Διαβάστε τη συνέχεια στην…Πηγή
Διαβάστε κι αυτό
http://attikanea.blogspot.com/2011/09/blog-post_3918.html Αγανακτισμένοι οι Μανιάτες με τον Σηφουνάκη
Και η απάντηση του κ. Νίκου Μαντάγαρη, στην ανάρτηση του attikanea, που αποκαλύπτει το βρώμικο ΑΝΘΕΛΛΗΝΙΚΟ παιχνίδι της εκποίησης της Πολιτιστικής μας Κληρονομιάς.
Η ΙΣΤΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΜΑΝΗΣ ΕΜΠΟΔΙΟ ΣΤΑ ΔΙΕΘΝΗ ΚΑΙ ΝΤΟΠΙΑ ΤΡΩΚΤΙΚΑ.
Η ΣΥΝΤΑΞΗ ΚΑΙ Η ΕΦΕΔΡΕΙΑ ΩΣ ΜΕΣΟΝ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΠΟΦΛΟΙΩΣΗΣ !!!

ΕΛΛΗΝΕΣ ΒΟΗΘΕΙΑ ΞΕΠΟΥΛΑΝΕ ΤΗ ΜΑΝΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΑΣ !!!
ΣΕ ΕΦΕΔΡΕΙΑ ΕΝΤΙΜΗ ΠΡΟϊΣΤΑΜΕΝΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ !
ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΟΡΝΕΙΑ !
Αγαπητέ Π.Π.
Το πρόβλημα είναι ακόμη πιο σοβαρό και αφορά την ΑΣΠΙΔΑ! που δημιουργούσαν οι συγκεκριμένοι ΕΛΛΗΝΕΣ υπάλληλοι, προστατεύοντας την πολιτιστική μας κληρονομιά, από τους επίδοξους ολετήρες της. Όπως θα ξέρεις, από τα Ανατολικά όρια της Καλαμάτας αρχίζει η ΜΟΝΑΔΙΚΗ σε ένδοξη ιστορία και προσφορά στην Ελλάδα , περιοχή της ΑΔΟΥΛΩΤΗΣ ΄Η ΑΠΑΤΗΤΗΣ Μάνης.
Πέραν από τα γνωστά σε όλους ιστορικά και αδιαμφισβήτητα στοιχεία, πέραν από τις καταγεγραμμένες παγκοσμίως πολεμικές , πολιτισμικές και ΕΘΝΙΚΕΣ αρετές και παραδόσεις των Μανιατών, υπάρχουν ως ΦΥΣΙΚΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ οι 800!!! πύργοι και κάστρα της, τα μυριάδες εξωκκλήσια της και επί πλέον τα ΑΜΕΤΡΗΤΑ χιλιόμετρα της μοναδικής ξερολιθιάς που ζωγραφίζει και την τελευταία βουνοκορφή και διατηρεί την ιστορική μαρτυρία της Παγκόσμιας προσφοράς της Μάνης.
Δεδομένου δε, ότι η περιοχή της Μάνης είναι η πιο “πυκνή” σε μυριάδες ιστορικά αντικείμενα περιοχή στον κόσμο, αντιλαμβάνεται ΕΥΚΟΛΑ κανείς τι εξυπηρετούν αυτές οι ΥΠΟΠΤΕΣ !!! ανιστόρητες και εγκληματικά επιλεκτικές ….ΕΦΕΔΡΕΙΕΣ!

Στο ζωικό βασίλειο υπάρχουν, μεταξύ άλλων αιμοβόρες νυχτερίδες(βαμπίρ), τα τσιμπούρια και διάφορα άλλα αιμοβόρα τρωκτικά.
Στη κοινωνία που ζούμε υπάρχουν οι άνθρωποι και τα ανθρωποειδή.
Ο μόνος τρόπος να τα ξεχωρίσεις είναι η… συμπεριφορά τους.
Έτσι πίσω από κάθε Δημόσια Υπηρεσία υπάρχουν ΟΙ ΕΝΤΙΜΟΙ (Δυστυχώς όχι πολλοί), και τα ΤΡΩΚΤΙΚΑ, που στο εθνοβόρο διάστημα της πατριδοκτονίας… ΣΥΜΠΛΕΟΥΝ με τα αποτυχημένα ΤΡΩΚΤΙΚΑ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΠΟΡΝΕΙΑΣ ,όπως αυτοαποκαλούνται δημοσίως.
Και δεν είναι ΜΟΝΟΝ …μεταφορική η έννοια της …ομολογίας τους. Οι «αυτοπροσδιοριζόμενες » διεφθαρμένες αρσενικές ,θηλυκές και ερμαφρόδιτες ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΠΟΡΝΕΣ, έχουν δημιουργήσει τον ιστό της διαφθοράς. Έτσι το «ακτύπητο δίδυμο» του Διεφθαρμένου πολιτικού και του διαπλεκόμενου Δημοσίου υπαλλήλου, είναι ότι ΧΕΙΡΟΤΕΡΟ έχει «δημιουργηθεί» διαχρονικά σε αυτόν τον τόπο.
Είναι η Λερναία Ύδρα που επέζησε , μεγάλωσε, πολλαπλασιάστηκε, και αφού θέριεψε επεκτάθηκε σε ΟΛΗ την Ελλάδα.
Η εν λόγω υπάλληλος, κ. Αραπογιάννη και άλλοι , αθόρυβοι, εργατικοί, ΕΝΤΙΜΟΙ , προσέφεραν και προσφέρουν αυτό που ΠΙΣΤΕΥΟΥΝ ότι αποτελεί προστασία της πολιτιστικής μας κληρονομιάς.
Δυστυχώς, τα …βαμπίρ της πολιτικής ακολασίας και διαφθοράς έχουν αποκτήσει ΜΟΝΑΔΙΚΕΣ «ικανότητες» ΑΦΙΛΟΤΙΜΙΑΣ και αναισθησίας. Σε συναντάνε ,σου λένε με ύφος πουτάνας καλημέρα, τους φτύνεις κατά πρόσωπο και αποχωρούν ….ΧΑΜΟΓΕΛΩΝΤΑΣ !!!!

Ομαδοποιημένοι είτε, παρακομματικά , είτε ΑΝΘΕΛΛΗΝΙΚΑ(ΜΑΣΣΩΝΙΕΣ), είτε ως εκτελούντες διατεταγμένες υπηρεσίες «παρουσιάζονται» …ΣΧΕΔΟΝ ΑΠΡΟΣΒΛΗΤΟΙ» !!!
Η Δικαιοσύνη , εγκλωβισμένη, τραυματισμένη, ή και συμμετάσχουσα, όπως δηλώνουν ΔΗΜΟΣΙΩΣ επώνυμα πρόσωπα, που γνωρίζουν πρόσωπα και πράγματα, ΑΔΥΝΑΤΕΙ πολλές φορές να ανταποκριθεί στο ιερόν της καθήκον.
Εξ άλλου τόσο οι διαδικασίες όσο και οι επιλογές γίνονται ΟΧΙ από την Δικαιοσύνη αλλά από την ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΟΡΝΕΙΑ!

Έτσι εναπόκειται σε ολίγους αντιρρησίες συνειδήσεως η απονομή της Δικαιοσύνης !!!!!
Τρανό παράδειγμα οι πρόσφατες παράνομες «εισαγωγές» στο Υπουργείο Πολιτισμού εκ μέρους πολιτικών που διεκδικούν την ψήφο μας….
Αλλά το φιλότιμο, η ΜΟΝΗ λέξη που υπάρχει στο παγκόσμιο λεξικό και αποδίδει επακριβώς την πραγματικότητα, αν και αναγράφεται με ΜΟΝΑΔΙΚΟ ΤΡΟΠΟ !
εν τούτοις είμαστε ΟΙ ΜΟΝΟΙ που δεν την αναγνωρίζουμε, δεν την καταλαβαίνουμε και πολύ περισσότερο ΔΕΝ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΖΟΥΜΕ !!!

Ευτυχώς, προς το ΠΑΡΟΝ, η Μάνη αυτοπροστατεύεται από τα παιδιά της.
Το ερώτημα είναι: ΓΙΑ ΠΟΣΟ ΑΚΟΜΑ;
ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΕΥΝΟΜΙΑ
Νίκος Μαντάγαρης

Η κρίσιμη ευκαιρία της κρίσεως - Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος



Κυρίαρχο θέμα, τον τελευταίο καιρό, είναι η οικονομική κρίση και συνοδεύεται συνήθως από κατήφεια, μελαγχολία και απαισιοδοξία. Εν τούτοις, η κρίση είναι δυνατόν να γίνει αποφασιστική ευκαιρία για να ανακαλύψουμε θαμμένους θησαυρούς αξιών του γένους μας, που μπορούν να μας οδηγήσουν σε νέα ανοδική πορεία. Γι᾽ αυτό όμως, απαιτείται προ πάντων σοβαρή αυτοκριτική. Δυστυχώς, η σημασία της λέξεως κρίση έχει φθαρεί. Και αντί να οδηγεί στην έντιμη αναγνώριση των δικών μας λαθών, χρησιμοποιείται για να τονίσει τα λάθη άλλων.

Μαζί με τις αναμφισβήτητες ευθύνες της πολιτικο-οικονομικής ηγεσίας, επιβάλλεται να συνειδητοποιήσουμε τα λάθη που κάναμε ως λαός• επίσης, τα προσωπικά μας λάθη. Ασφαλώς, δεν είναι αλήθεια ότι όλοι, συλλήβδην, έχουν τις ίδιες ευθύνες. Μεγάλο μέρος του ελληνικού λαού είναι θύμα και δεν έχει ωφεληθεί από την ευημερία με χρήματα δανεικά. Όμως, αν ψάξουμε με διεισδυτική ματιά, οι περισσότεροι θα ανακαλύψουμε και ατομικά σφάλματα και παραλείψεις• περιπτώσεις όπου δεν αντισταθήκαμε στη διάχυτη ασυδοσία και την κραυγαλέα παραβατικότητα.

Η αυτοκριτική όμως αυτή δεν φθάνει. Χρειάζεται μετάνοια. Για πολλούς, η λέξη ηχεί πολύ “θρησκευτική”, παρωχημένη. Εν τούτοις, παραμένει διαχρονικά επίκαιρη και επαναστατική –από τότε που την ανέδειξε πυρήνα του ευαγγελίου Του ο Χριστός: “Μετανοείτε” --αλλάξετε νου, συμπεριφορά, τρόπο με τον οποίο αντικρίζετε τη ζωή. Μόνο με αλλαγή νου και καρδιάς μπορούμε να σταματήσουμε συνήθειες και πάθη που αρρωσταίνουν την κοινωνία μας: το ψέμα στις ποικίλες εκδοχές του, την άμεση ή έμμεση κλοπή και υπεξαίρεση, τη χλιδή, τη φιλαυτία, την έλλειψη μέτρου• τις μικροαπάτες, τη μικρή ή μεγάλη φοροδιαφυγή, που κατάντησαν να θεωρούνται “αναγκαίο κακό” ή, κυνικότερα, “αναγκαία για το καλό μας”.

Και ακόμη, καιρός να αναλογισθούμε ότι αδιαφορήσαμε για την ορθή αγωγή των παιδιών και των νέων μας και δεν προσφέραμε το σωστό παράδειγμα. Στη θέση της ουσιαστικής παιδείας, επιβλήθηκαν η χρήση της τεχνολογίας και η απομνημόνευση γνώσεων. Η φράση του Έλιοτ ηχεί αποκαλυπτική. “Που είναι η σοφία, που χάσαμε στη γνώση; Που είναι η γνώση, που χάσαμε στην πληροφόρηση:”. Τα περισσότερα ΜΜΕ, με βασικό κριτήριο το χρηματικό κέρδος, συναγωνίσθηκαν να προβάλουν αρνητικά πρότυπα. Αποσιώπησαν --οσάκις δεν ειρωνεύθηκαν-- την τιμιότητα, την εγκράτεια, την υπομονή, την αυτοθυσία. Αυτά, φανερά ἤ υποσυνείδητα, θεωρήθηκαν πολύ θρησκευτικά, κατάλληλα για άλλες εποχές και όχι για την εποχή του υπαρκτού καπιταλισμού, που λατρεύει τον πλούτο, την ηδονή, τη δύναμη, τη φαινομενική επιτυχία.

Συνοπτικά, η οικονομική μας κρίση είναι αποτέλεσμα της κάμψεως των ηθικών και πνευματικών αξιών. Ιδιαίτερα, έχει λησμονηθεί ότι αυτές οι πνευματικές αξίες στον τόπο μας βλάστησαν από την καλλιέργεια μιας Ορθόδοξης χριστιανικής παραδόσεως. Ο Ντοστογιέφσκυ το είχε επισημάνει: “Εάν δεν υπάρχει Θεός, όλα επιτρέπονται”. Αυτή την Ορθόδοξη πίστη ορισμένοι κύκλοι την “σνόμπαραν”. Ζήτησαν να ξεριζώσουν το ήθος της, κρατώντας μόνο μερικά εξωτερικά “θρησκευτικά έθιμα”. Και κυνικά πρόσθεσαν: “Κι αν ακόμη υπάρχει Θεός, για μας όλα σχεδόν επιτρέπονται”.

Μολαταύτα, η κρίση που μας ταλαιπωρεί δεν είναι, ευτυχώς, “κατάρα”. Αποτελεί μία ιδιαίτερη ευκαιρία να ξαναβρούμε τον βαθύτερο, τον καλύτερο εαυτό μας, Άλλωστε, δεν είναι η πρώτη φορά που ο ελληνικός λαός περνάει κρίση. Αρκεί να θυμηθούμε τα όσα περάσαμε στο παρελθόν: το ξερίζωμα από τη Μικρά Ασία, τους παγκόσμιους πολέμους, την κατοχή και τα επακόλουθά της. Στη διάρκειά τους αναδύθηκαν σπάνιες αρετές, κρυμμένες στην καρδιά του λαού μας: η αντοχή, το φιλότιμο, η γενναιότητα, η εμπιστοσύνη στον Θεό, η ομοψυχία, η αλληλεγγύη, η αισιοδοξία, το χιούμορ, το χαμόγελο. Και με αυτές ξεπεράσθηκαν γνωστές και άγνωστες αντιξοότητες. Αυτά και σήμερα αποτελούν πολύτιμα αντισώματα στις λιποθυμικές τάσεις του κοινωνικού μας σώματος.

Άλλοι, αρμόδιοι στα οικονομικά και την πολιτική, έχουν επισημάνει τρόπους διεξόδου από τη δοκιμασία. Προσωπικά πιστεύω ότι, για να ξεπερασθεί ουσιαστικά η γενικότερη ηθική και πνευματική κρίση που ήρθε στο φως, απαιτείται κυρίως να αναθεωρήσουμε τον τρόπο σκέψεως και συμπεριφοράς, με οδηγό τις αιώνιες χριστιανικές αρχές: την πίστη, την ελπίδα, την αγάπη. Και “η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον” (Α΄ Ιω. 4:18). Η γενικότερη ανάκαμψη θα ακολουθήσει.
Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος

Πηγή: Protagon.gr

Οι εξισλαμισμένοι Έλληνες στη σημερινή Τουρκία





Ένα εκπληκτικό φαινόμενο που επιβιώνει μέχρι τις μέρες μας
Η οριστική διαμόρφωση των πληθυσμών στην Ελλάδα και την Τουρκία καθορίστηκε από τη συνθήκη της Λωζάννης τον Ιoύλιο του 1923. Η συνθήκη πρόβλεπε την ανταλλαγή των πληθυσμών με βασικό κριτήριο κατάταξης τη θρησκευτική πίστη. Έτσι οι χριστιανοί θα έπρεπε να εκδιωχθούν από την Τουρκία και οι μουσουλμάνοι από την Ελλάδα. Η επιλογή με βάση το θρήσκευμα οδήγησε αφένός στην εξαίρεση των ελληνικών πληθυσμών που είχαν εξισλαμιστεί ή βρισκόταν σε κρυπτοχριστιανική κατάσταση στην Τουρκία, ενώ εκδιώχθηκαν από την Ελλάδα οι ελληνογενείς και ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι.. Έτσι διαμορφώθηκε στη σημερινή Τουρκία ένας πολύμορφος μουσουλμανικός ελληνικός πληθυσμός που αποτελείται αφ' ενός από τους γηγενείς εξισλαμισμένους και κρυπτοχριστανούς του Πόντου και αφ' ετέρου από αυτούς που εκδιώχθηκαν από την Ελλάδα.
Εξισλαμισμένοι Κρητικοί, Μακεδόνες και Κύπριοι
Είναι ιστορικά βεβαιωμένο ότι μεγάλο μέρος των λεγόμενων τουρκοκρητικών είναι ελληνικής καταγωγής. Εξ άλλου το "κρητικό ζήτημα" στις αρχές του αιώνα μας θύμιζε πάρα πολύ το σημερινό πρόβλημα της Βορείου Ιρλανδίας. Τη διαπίστωση αυτή, εκτός των ιστορικών πηγών, υποστηρίζει η ύπαρξη τέτοιων πληθυσμών στη Συρία (Χαμηδιέ) και στη Λιβύη οι οποίοι διατηρούν την ανάμνηση της ελληνικής τους προέλευσης και εξακολουθούν να δηλώνουν "Ελληνες".
Επίσης και στη κεντρική και νοτιοδυτική Μακεδονία (Αλιάκμωνας και περιοχή Κοζάνης) κατοικούσαν οι εξισλαμισμένοι Ελληνες που έγιναν γνωστοί ως "Βαλαάδες". Οι Βαλαάδες χαρακτηρίζονται σε εθνογραφικούς χάρτες του περασμένου αιών ως "Greek Muslims".
Οι ελληνογενείς μουσουλμάνοι της Κρήτης και της Μακεδονίας εκδιώχθηκαν στην Τουρκία το 1923, με τη συνθήκη της Λωζάννης. Εγκαταστάθηκαν κυρίως στη Δυτική και Νότια Μικρά Ασία. Στην πλειοψηφία τους παραμένουν και σήμερα ελληνόφωνοι. Για αυτούς τους πληθυσμούς δημοσίευαν οι τουρκικές εφημερίδες τα προγράμματα της ελληνικής τηλεόρασης.
Στις περιοχές της Κιλικίας (Αττάλεια) κατοικεί επίσης αριθμός ελληνοφώνων Κυπρίων μουσουλμάνων οι οποίοι μετακινήθηκαν εκεί από τα τέλη του περασμένου αιώνα. μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ου.
Εξισλαμισμένοι Πόντιοι
Η μεγαλύτερη και σπουδαιότερη ομάδα Ελλήνογενών εξισλαμισμένων είναι αυτή που κατοικεί στoν ιστορικό Πόντο και ειδικά στην επαρχία Τραπεζούντας. Οι εγκαταστάσεις αυτών που μιλούν τα ποντιακά ελληνικά περιγράφονται ως εξής στην έρευνα "Ethnic Groups in the Republic of Turkey" του γερμανικού παν/μίου του Τybingen:
"...αποτελούνται από μερικές εξάδες χωριών γύρω από την Τόνια και 40-50 εγκαταστάσεις στις κοιλάδες (επάνω μέρος) Σαλακλί και Γκιουρτσάϋ νότια του Οφι, γύρω από την Τσαϊκαρα και το Κιοπρούμπασι. Υπάρχουν τουλάχιστον δύο κύματα μετανάστευσης στην επαρχία Σακαρυά."

Υπάρχει ήδη μια αξιόλογξ διασπορά των εξισλαμισμένων στην Κωνσταντινούπολη και στα περισσότερα αστικά κέντρα της Τουρκίας. Κοινότητές τους έχουν δημιουργηθεί στην κατεχόμενη Κύπρο, την Ιμβρο καθώς και στο εξωτερικό (Γερμανία). Επίσης τα τελευταία χρόνια έχει δημιουργηθεί μια μικρή κοινότητα στην Ελλάδα.
Είναι συγκροτημένοι σε κλειστές κοινωνικές ομάδες στις οποίες επικρατεί ενδογαμία. Ξεχωρίζουν τον εαυτό τους από τους καθαρούς Τούρκους και τους διακρίνει φιλελληνισμός. Αυτοδηλώνονται ως "Ρωμαίοι" (Ρωμιοί) και είναι κυρίως ελληνόφωνοι. Οι ίδιοι υποστηρίζουν ότι σε όλο τον Πόντο ξεπερνούν τις 300.000 άτομα.. Οι ελληνόφωνοι αυτοί Ρωμιοί περιλαμβάνονται συνήθως στους πληθυσμούς που καταγράφονται ως "Λαζοί". Με την ονομασία αυτή δηλώνονται δύο βασικά εθνοτικές ομάδες: οι παραδοσιακοί Λαζοί, οι οποίοι είναι γεωργιανό φύλο που βρίσκεται πολύ κοντά στους Μιγγρέλους της Γεωργίας και οι "Ρωμαίοι".
Οι ελληνόφωνοι Ρωμιοί μιλούν διάφορα ιδιώματα της τραπεζουντιακής διαλέκτου της ελληνικής γλώσσας. Τη γλώσσα που μιλούν την ονομάζουν "ρωμαϊκά". Οι Οφλήδες μιλούν την αρχαιοπρεπέστερη ελληνική διάλεκτο που βρίσκεται εν ζωή. Είναι οι μόνοι που χρησιμοποιούν ως αρνητικό μόριο το "ου" και "ουκί" ενώ παρατηρείται και το φαινόμενο του τσιτακισμού. Η διάλεκτος ακόμα ακμάζει και διατηρεί την ικανοτητα να αφομοιώνει ξένες λέξεις και να τις διαμορφώνει με βάση τις ανάγκες της γλώσσας. Τον ελληνικό τύπο ακολουθούν και τα μουσουλμανικά ονόματα. Ο Μεμέτης, ο Κεμάλης, ο Τουργκούτης κ.λπ. Η Κωνσταντινούπολη επιβιώνει με την μεσαιωνική λαϊκή της ονομασία: Ισταμπόλη (από το "Εις την Πόλη"), απ' όπου προήλθε και το σημερινό τούρκικο όνομά της: Ισταμπούλ.
Η νεολαία σήμερα ξεπερνά την παλιά θρησκευτική προκατάληψη που αδιαφορούσε για τα εθνικά χαρακτηριστικά. Αρχίζει να αναζητεί την εθνική της προέλευση. Στην Κωνσταντινούπολη, όπου υπάρχει ισχυρή παροικία, καθώς και στην Τραπεζούντα έχουν ξεκινήσει προσπάθειες προβολής και υπεράσπισης του ελληνόφωνου πολιτισμού.
Η τραγωδία του Πόντου
Για τους ελληνόφωνους μουσουλμάνους της βόρειας Τουρκίας, δηλαδή του μικρασιατικού Πόντου, έχουμε πλήθος ιστορικών δεδομένων. Το 1914 ο ελληνικός πληθυσμός της περιοχής ανερχόταν σε 929.495 και κατανεμόταν ως εξής:

α) Ορθόδοξοι Ελληνες: 696.495,
β) Μουσουλμάνοι Ελληνες: 190.000,
γ) Κρυπτοχριστιανοί: 43.000
Οπως μας πληροφορεί ο μητροπολίτης Τραπεζούντος Χρύσανθος, οι εξισλαμισμοί στον Πόντο πραγματοποιήθηκαν την περίοδο 1648- 1687 από τις πιέσεις των φεουδαρχών, των Ντερεμπέηδων. Γράφει:
"Ενεκα των από των Τερε-βέηδων πιέσεων τούτων και των δεινών διωγμών οι από του ποταμού Ακάμψιος (Τσορόχ) μέχρι Τραπεζούντος συμπαγείς ελληνικοί πληθυσμοί, οι κατοικούντες τας περιφερείας Ριζαίου, Οφεως, Σουρμένων και Γημωράς εξισλαμίστηκαν αθρόως. Οι χριστιανοί της περιφέρειας Οφεως είχον εξισλαμισθεί κατά την παράδοσιν ομού μετά του επισκόπου αυτών Αλεξάνδρου μετονομασθέντος Ισκεντέρ...".

Το τελευταίο κύμα των εξισλαμισμών συμπίπτει χρονικά με την γενοκτονία (1916-1923) που εξαπέλυσαν οι Τούρκοι κατά του χριστιανικού ελληνικού πληθυσμού του Πόντου. Οι Νεότουρκοι είχαν αποφασίσει τον βίαιο εξισλαμισμό των χριστιανικών εθνοτήτων και για το σκοπό αυτό δημιούργησαν ορφανοτροφεία για τα παιδιά των χριστιανών που είχαν εξοντώσει. Στα ελληνόπαιδα παρείχαν τουρκική παιδεία και ισλαμική θεολογική μόρφωση. Τις ελληνίδες τις υποχρέωναν σε γάμο με μουσουλμάνους.
Το ότι δεν υπήρχαν αξιόλογοι τουρκικοί πληθυσμοί στο χώρο του Πόντου φαίνεται από το γεγονός ότι και οι ίδιες οι τουρκικές αρχές προτιμούσαν τη χρήση του όρου "μουσουλμάνος" και όχι "Τούρκος". Σε κείμενο συνεννόησης - που αφορούσε τους όρους αυτονομίας του Πόντου και πρόβλεπε την ισοπολιτεία των κατοίκων του - που υπογράφτηκε το Σεπτέμβριο του 1919 στην Κωνσταντινούπολη μεταξύ του μητροπολίτη Τραπεζούντας Χρυσάνθου και του βαλή Τραπεζούντας Σουλεϊμάν Νετζμή Βέη ανάφερε δύο ομάδες κατοίκων: τους Ελληνες και τους Μουσουλμάνους.
Στην επιχειρηματολογία πάντως των Χριστιανών Ποντίων προς τις συμμαχικές δυνάμεις χρησιμοποιήθηκε η ελληνική καταγωγή των μουσουλμάνων του Πόντου. Στην Συνδιάσκεψη Ειρήνης του Παρισιού στις 30/12/1918 υπεβλήθη υπόμνημα για την δημιουργία της "Ελληνικής Δημοκρατίας του Πόντου". Μεταξύ άλλων υπάρχει το εξής επιχείρημα:
"...από τον μουσουλμανικόν πληθυσμό μέγα μέρος είναι ελληνικής καταγωγής και δεν ελησμόνησαν ούτε την καταγωγήν αυτών, ούτε την ελληνικήν γλώσσαν, ην εξακολουθούν να ομιλώσιν."

Η Σημασία αυτών των Πληθυσμών
Οι εξισλαμισμένοι και κρυπτοχριστιανικοί πληθυσμοί μας βοηθούν στο να κατανοήσουμε την φύση της σύγχρονης Τουρκίας. Μας θυμίζουν την παλιά οικουμενικότητα του ελληνισμού. Ένα τμήμα της παλιάς ρωμιοσύνης παραμένει με κρυπτοχριστιανική ή μουσουλμανική μορφή, στους παλιούς ελληνικούς τόπους της Ανατολής.
Το τουρκικό κράτος προσπαθεί με κάθε τρόπο να αφομοιώσει τους πληθυσμούς αυτούς. Επιδιώκει την κοινωνική διάσπαση των συμπαγών πληθυσμών με μεταφορά σε άλλα μέρη της Τουρκίας. Ετσι δόθηκαν οικονομικά κίνητρα για μετανάστευση των ελληνόφωνων στο Κουρδιστάν, την Ιμβρο και την κατεχόμενη Κύπρο. Σήμερα ένα από τα τουρκικά χωριά της Ιμβρου κατοικείται από εξισλαμισμένους ελληνόφωνους ενώ περί τους 3.000 έχουν εγκατασταθεί ως έποικοι στην κατεχόμενη Κύπρο. Οι ελληνόφωνοι έποικοι είναι μία από τις λίγες εθνοτικές ομάδες που μεταφέρθηκαν εκεί και διατηρούν αρμονικές σχέσεις με τους εγκλωβισμένους.
Από την άλλη όμως οι ελληνογενείς μουσουλμάνοι της Τουρκίας προσπαθούν να διασώσουν την πολιτιστική τους ταυτότητα και να αναδειχθούν σε μια γέφυρα φιλίας και συνεργασίας μεταξύ των λαών της Τουρκίας και της Ελλάδας. Αποδεικνύουν επίσης ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος στις ελληνοτουρκικές σχέσεις πλην αυτού της αλληλοκατανόησης και της συνύπαρξης. Εμείς ελπίζουμε ότι η βασανιστική περιόδος μετασχηματισμού στην οποία έχει εισέλθει η Τουρκία θα τελειώσει με την δημιουργία μιας πραγματικής δημοκρατικής και πολυπολιτισμικής κοινωνίας.


ΕΝΘΕΤΟ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ

Για τις περιοχές των εξισλαμισμένων Ελλήνων του Πόντου ο Μητροπολίτης Τραπεζούντος Χρύσανθος γράφει:
"Οι περί των Ψυχρόν ποταμόν (Μπαλτατζή Ντερέ) οικούντες Οφίται ή Οφλήδες, διετήρησαν την ελληνικήν γλώσσαν και τα ελληνικά ήθη και έθιμα, ενθυμούνται ακόμη την εξ Ελλήνων καταγωγήν αυτών. Είναι ημερώτεροι των Λαζών και κατά την κληροδοτηθείσαν αυτοίς παρά των Ελλήνων προγόνων αυτών παράδοσιν ασχολούνται με τα γράμματα και την θεολογίαν. Αι μουσουλμανικαί ιερατικαί και θεολογικαί σχολαί του Οφεως ήσαν αι τελειότεραι εν των Οθωμανικώ κράτει. Οι άνδρες εν Οφει γιγνώσκουσιν και την τουρκικήν γλώσσαν, αλλ' αι γυναίκες ηγνόουν αυτήν, και δια τούτο μέχρι των ημερών ημών εις την κατ οίκον ομιλία εγίνετο χρήσις του Ελληνικού Ποντικού ιδιώματος του Οφεως. Τα χωρία αυτών μέχρι των ημερών ημών διετήρουν τα Ελληνικά αυτών ονόματα, Παλαιοχώριν, Μεσοχώριν, Υψηλή ή Υψηλάντων, όθεν προήλθεν η οικογένεια των Υψηλαντών, Ξένος, Αληθινός, Φωτεινός, Χαλάεσσα, Γοργορά, Κοντού, Χωλός, Οκελος, σώζονται δε εν αυτοίς πολλοί ναοί και χειρόγραφα ελληνικά... Ελληνόφωνοι, αλλ ουχί ήμεροι ως οι Οφίται παρέμειναν και οι εξισλαμισθέντες χριστιανοί της Θοανίας (Τόνγιας), τα δε χωρία αυτών διετήρησαν κατά το πλείστον ομοίως τα ελληνικά ονόματα, οίον Κατωχώριν, Μεσοπλάγιν, Μεσοπαίδιν."


πηγή

Γιὰ τὸν θάνατο

Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))



Νὰ ζοῦμε τὴν κάθε στιγμὴ

Ὁ θάνατος εἶναι τὸ κριτήριο ποὺ δοκιμάζει τὴ στάση μας γιὰ τὴ ζωή. Οἱ ἄνθρωποι ποὺ φοβοῦνται τὸν θάνατο, φοβοῦνται τὴ ζωή. Εἶναι ἀδύνατον νὰ μὴν αἰσθάνεται κανεὶς φόβο γιὰ τὴ ζωὴ μὲ ὅλη τὴν πολυπλοκότητα καὶ τοὺς κινδύνους της, ἀλλὰ νὰ φοβᾶται τὸν θάνατο. Γι’ αὐτὸ τὸν λόγο δὲν εἶναι πολυτέλεια ν’ ἀσχοληθοῦμε μὲ τὸ ζήτημα τοῦ θανάτου. Ἐὰν μᾶς τρομάζει ὁ θάνατος δὲν θὰ βροῦμε ποτὲ τὴν ἑτοιμότητα νὰ ἀναλάβουμε μία διακινδύνευση, ἀλλὰ θὰ σπαταλήσουμε τὴ ζωή μας μὲ δειλό, περιδεῆ καὶ φοβισμένο τρόπο. Μόνο ἐὰν μάθουμε ν’ ἀντιμετωπίζουμε τὸν θάνατο, ἐὰν βροῦμε τὸ νόημά του καὶ καθορίσουμε τὴ θέση του στὴ ζωή μας, θὰ μπορέσουμε νὰ ζήσουμε ἄφοβα καὶ μὲ πληρότητα. Συχνὰ περιμένουμε νὰ φθάσουμε στὸ τέλος τῆς ζωῆς μας γιὰ νὰ σκεφθοῦμε τὸν θάνατο, ἐνῶ θὰ εἴχαμε ἴσως διαγράψει μία ἐντελῶς διαφορετικὴ ζωὴ ἐὰν τὸν ἀντιμετωπίζαμε νωρίτερα.

Μία πατερικὴ νουθεσία, ποὺ ἐπαναλαμβάνεται μέσα στοὺς αἰῶνες, λέει ὅτι θὰ πρέπει νὰ νήφουμε ἔχοντας καθημερινὰ τὴ μνήμη τοῦ θανάτου. Μόνο ποὺ ἡ ἁπλὴ ἀναφορὰ αὐτῆς τῆς ἀλήθειας στὸν σύγχρονο ἄνθρωπο ποὺ ὑποφέρει ἀπὸ ἀνασφάλειες καὶ ἔλλειψη πίστης καὶ βιώματος, θὰ τὸν κάνει νὰ σκεφτεῖ ὅτι καλεῖται νὰ ζήσει στὴ σκιὰ τοῦ θανάτου, σὲ μιὰ κατάσταση μελαγχολίας. Θὰ νομίσει ὅτι ὁ θάνατος τὸν περιμένει σὲ κάθε του βῆμα καὶ ὅτι ἡ ζωὴ δὲν ἔχει πιὰ κανένα νόημα. Ἡ σταθερὴ καὶ βαθειὰ μνήμη τοῦ θανάτου θὰ λειτουργήσει γι’ αὐτὸν σὰν Δαμόκλειος σπάθη ποὺ ἐπικρέμαται πάνω του, στερώντας του κάθε ἀπόλαυση καὶ χαρὰ τῆς ζωῆς. Μιὰ τέτοια κατανόηση βέβαια δὲν ἔχει νόημα. Χρειάζεται νὰ καταλάβουμε τὴν ἔννοια ποὺ ἔχει ἡ μνήμη τοῦ θανάτου σὲ ὅλη της τὴ σημασία: ὡς τὴν καταξίωση τῆς ζωῆς, ὄχι τὴν ἀπαξία της.

Τὸν περισσότερο χρόνο τῆς ζωῆς μας τὸν περνοῦμε καταστρώνοντας σχέδια σὰν νὰ πρόκειται νὰ ζήσουμε μιὰ ἄλλη ζωὴ σὲ ἕναν μεταγενέστερο χρόνο. Δὲν ζοῦμε μὲ τρόπο ἀποφασιστικό, ἀλλὰ φευγαλέο. σὰν νὰ προετοιμαζόμαστε γιὰ τὴ μέρα ποὺ πραγματικὰ θ’ ἀρχίσουμε νὰ ζοῦμε. Μοιάζουμε μὲ ἐκείνους τοὺς ἀνθρώπους ποὺ φτιάχνουν ἕνα πρόχειρο περίγραμμα μὲ τὴν πρόθεση νὰ τὸ ὁλοκληρώσουν ἀργότερα. Τὸ πρόβλημα, ὡστόσο, εἶναι πὼς αὐτὴ ἡ τελικὴ ἐκδοχὴ δὲν ἔρχεται ποτέ. Ὁ θάνατος μᾶς προλαβαίνει πρὶν βροῦμε τὸν χρόνο, ἢ ἀκόμα καὶ πρὶν νὰ ὁριστικοποιήσουμε τὴν ἐπιθυμία μας μὲ μιὰ πιὸ συγκεκριμένη μορφή. Μεταθέτουμε συνεχῶς τὴν ἀπόφασή μας γιὰ τὴν ἐπαύριο. Κι ἂς γνωρίζουμε καλὰ ὅτι αὐτὸ τὸ αὔριο δὲν ἔρχεται ποτέ.

Ἡ προτροπὴ γιὰ ἐπαγρύπνιση μπροστὰ στὸν θάνατο δὲν μᾶς προσκαλεῖ σὲ μιὰ ζωὴ γεμάτη ἀπὸ τὴν αἴσθηση τοῦ τρόμου, μήπως ὁ θάνατος μᾶς προφτάσει ξαφνικά, ἀπροετοίμαστα. Ἀλλά, μᾶλλον μᾶς καλεῖ σὲ ἐγρήγορση γιὰ τὴν κάθε πράξη, τὰ λόγια, τὰ ἀκούσματα καὶ τὶς ἀντιδράσεις μας ποὺ ἀνὰ πᾶσα στιγμὴ μπορεῖ νὰ εἶναι ἡ τελευταία ἐμπειρία τῆς ἐπίγειας ζωῆς μας. Ἐὰν μ’ αὐτὴ τὴ σκέψη στὸ νοῦ συνδιαλεγόμασταν μὲ τὰ πρόσωπα ποὺ βρίσκονται ἀπέναντί μας, θὰ εἴμασταν πολὺ πιὸ προσεχτικοὶ στὸν λόγο καὶ τὴ στάση μας.

Ἐὰν εἴχαμε ἀσκηθεῖ νὰ ἀντιλαμβανόμαστε τὴν σπουδαιότητα κάθε στιγμῆς ὡς τελευταίας, ὁλόκληρη ἡ ζωή μας θὰ ἄλλαζε ριζικά. Ὁ ἀργὸς λόγος ποὺ τὸ Εὐαγγέλιο ἐπικρίνει (Ματθ. 12:36), ὅλες ἐκεῖνες οἱ ἐπιλογὲς καὶ ἐνέργειες ποὺ στεροῦνται νοήματος καὶ ἀποβαίνουν κάποτε καταστροφικές, θὰ εἶχαν ἀποφευχθεῖ. Θὰ ζυγίζαμε τοὺς λόγους καὶ τὶς πράξεις μας ὥστε νὰ ὁδηγοῦν τὴ ζωὴ πρὸς μία κορύφωση καὶ νὰ ἐκφράζουν τὴν τελειότητα τῆς σχέσης –τίποτε λιγότερο.

Μόνο ἡ σκέψη τοῦ θανάτου μπορεῖ νὰ δώσει στὴ ζωὴ αὐτὴ τὴ νήψη καὶ τὸ βάθος, νὰ ἐνεργοποιήσει τὴν ἴδια τὴ ζωή. Μόνο ὁ θάνατος μπορεῖ νὰ κάνει τὴ ζωὴ τόσο ἔντονη ὥστε κάθε στιγμὴ τοῦ παρόντος νὰ περικλείει ὁλόκληρη τὴ ζωή. Αὐτὸς εἶναι στὴν πραγματικότητα ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο οἱ ἀσκητὲς καὶ ἐρημίτες πολέμησαν ἐνάντια στὴν ἀκηδία, τὴν ἀργία καὶ τὴν ἀμέλεια, ἐνάντια δηλαδὴ σὲ ὅλες ἐκεῖνες τὶς συμπεριφορὲς ποὺ μᾶς κλέβουν τὴν εὔκαιρη στιγμὴ καὶ μᾶς ἐκτρέπουν σὲ ἀδιαφορία. Ἕνα ἀπὸ τὰ βασικὰ πράγματα ποὺ καλούμαστε νὰ μάθουμε εἶναι ἡ ἐγρήγορση, τόσο ἀπέναντι στὸν ἑαυτὸ μας ὅσο καὶ ἀπέναντι στὴν κατάσταση τοῦ ἄλλου. Αὐτὴ εἶναι ἡ στάση ποὺ θὰ ἀντέξει τὴ δοκιμασία τόσο τῆς ζωῆς ὅσο καὶ τοῦ θανάτου. Ὁλόκληρη ἡ ζωὴ σὲ κάθε στιγμὴ εἶναι μία ἔσχατη πράξη.


Φόβος θανάτου, προσδοκία θανάτου

Γνωρίζουμε ἀπὸ τὴν προσωπική μας ἐμπειρία ἀλλὰ καὶ ἀπὸ μαρτυρίες ἄλλων, ὅτι ἀπέναντι στὸν θάνατο αἰσθανόμαστε φόβο καὶ ἀνασφάλεια. Γιὰ νὰ εἴμαστε ἀκριβεῖς, αὐτὸ ποὺ πιὸ πολύ μᾶς φοβίζει εἶναι ἡ διαδικασία τοῦ θανάτου παρὰ τὸ ἴδιο τὸ γεγονός. Ἡ πλειοψηφία τῶν ἀνθρώπων θὰ ἀποδεχόταν τὸν θάνατο ἐὰν εἶχε τὴν βεβαιότητα ὅτι θὰ ἔρθει ὅπως ὁ ὕπνος, χωρὶς νὰ μεσολαβήσει κάποιο διάστημα φόβου ἢ ἀβεβαιότητας.

Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι συχνὰ ὁ θάνατος περικλείεται ἀπὸ ἕνα εἶδος γοητείας, σχεδὸν θελκτικότητας. Πολλοὶ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ εὔχονται «νὰ εἶχαν πεθάνει». Αὐτὸ ποὺ πραγματικὰ ἐπιθυμοῦν εἶναι ν’ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ κάθε εὐθύνη ἀπέναντι στὸν ἑαυτό τους, τὸν Θεό, ἢ τὸν πλησίον τους καὶ νὰ ἐπιστρέψουν στὴν βρεφικὴ ἡλικία τοῦ ἀνέμελου παιχνιδιοῦ. Πολλοὶ ἀπὸ μᾶς θὰ προτιμοῦσαν νὰ βλέπουν τὴ ζωὴ σὰν παιχνίδι παρὰ νὰ ζοῦν μὲ ὑπευθυνότητα. Συνεπῶς, ὁ θάνατος λογίζεται σὰν τὸν τρόπο ἀπελευθέρωσης ἀπὸ τὶς δεσμεύσεις καὶ τὶς ὑποχρεώσεις τῆς ζωῆς. Αὐτὴ ὡστόσο δὲν εἶναι παρὰ ἡ ἀρνητικὴ πλευρὰ τοῦ θανάτου, ἀφοῦ ἔτσι γίνεται ὁ δρόμος μέσα ἀπὸ τὸν ὁποῖο κανείς, πλανώμενος, ἀπομακρύνεται ἀπὸ ὅσα προσφέρει ἡ ζωὴ στὸ ἐπίπεδό τῆς πρόκλησης καὶ τῆς σχέσης. ὅταν κάποιος ἰσχυρίζεται ὅτι δὲν φοβᾶται τὸν θάνατο θὰ πρέπει νὰ τὸν καλέσουμε νὰ ἀναρωτηθεῖ μήπως ἡ ἀποδοχὴ ἢ ἀκόμα καὶ ἡ προσδοκία τοῦ θανάτου ἐκ μέρους του κρύβει μέσα της τὸν φόβο γιὰ τὴ ζωή. Ἡ στάση μας ἀπέναντι στὸν θάνατο ἂς μὴν εἶναι ρομαντική.

Ἐὰν κοιτάξουμε τὸ βίο τῶν ἁγίων θὰ ἀνακαλύψουμε μιὰ ἐντελῶς διαφορετικὴ ἀντιμετώπιση τοῦ θανάτου. Ἡ ἀγάπη τους γιὰ τὸν θάνατο δὲν θεμελιώνεται στὸν φόβο τους γιὰ τὴ ζωή. ὅταν ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει «Ἐμοὶ γὰρ τὸ ζῆν Χριστὸς καὶ τὸ ἀποθανεῖν κέρδος» (Φιλιπ. 1:21, 23), ἐκφράζει τὴν ἀπόλυτη καταλλαγή του μὲ τὸν θάνατο. Ὁ θάνατος ἐμφανίζεται στὸν ἀπόστολο ἐν εἴδει θύρας ποὺ θὰ τὸν ὁδηγήσει στὴν αἰωνιότητα καὶ θὰ τοῦ δείξει τὸν δρόμο γιὰ τὴν πρόσωπο πρὸς πρόσωπο συνάντηση μὲ τὸν Κύριο ποὺ ἀγαπᾶ. Ἀλλὰ αὐτὸ δὲν ἐπιτυγχάνεται μὲ ἐλπιδοφόρες σκέψεις καὶ εὐχολόγια. Γιὰ νὰ λαχταρᾶ κανεὶς τὸν θάνατο μὲ αὐτὸν τὸν συγκεκριμένο τρόπο καὶ γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ τὸν βλέπει ὡς τὸ ἐπιστέγασμα τῆς ζωῆς του θὰ πρέπει νὰ βιώνει τὴν αἰωνιότητα ἀπὸ τούτη τὴ ζωή. Δὲν θὰ πρέπει νὰ σκεφτόμαστε τὴν αἰωνιότητα σὰν κάτι ποὺ θὰ ἔλθει μεταγενέστερα, σὰν ἕνα εἶδος μελλοντικῆς εὐτυχίας ἢ μελλοντικῆς ἐξασφάλισης. Οἱ ἀπόστολοι ἔγιναν ἄφοβοι μόνο ὅταν οἱ ἴδιοι ἀπ’ αὐτὴ τὴ ζωὴ ἔγιναν μέτοχοι τῆς αἰώνιας ζωῆς. ὅσο ἀκόμα δὲν εἶχαν γίνει μάρτυρες τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ καὶ παρέμεναν ἄγευστοι τοῦ Πνεύματος, ἦταν ἀγκιστρωμένοι στὸν φόβο τῆς ἐφήμερης ζωῆς τους. Ἀλλὰ τὴ στιγμὴ ποὺ ἔζησαν τὴν ἐμπειρία τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, ὁ φόβος τῆς ἀπώλειας τῆς ἐπίγειας ζωῆς τους ἐξαφανίστηκε. Γιατί γνώριζαν πὼς ὁ φθόνος, οἱ διωγμοὶ καὶ ὁ θάνατος δὲν θὰ ἔκαναν τίποτε ἄλλο παρὰ νὰ τοὺς ἐλευθερώσουν ἀπὸ τοὺς περιορισμοὺς τῆς ζωῆς καὶ νὰ τοὺς εἰσαγάγουν στὸ ἀτέλεστο βάθος τῆς αἰωνιότητας, τῆς «ἀεικίνητης στάσης» κατὰ τὴν παράδοξη φράση τοῦ ἁγ. Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητῆ. Κι αὐτὴ ἡ αἰωνιότητα ἦταν γνώριμη ὡς παροῦσα ἐμπειρία, ὄχι ἁπλὰ σὰν μέρος τῆς πίστης. Ἡ ἴδια ἀλήθεια ἴσχυε καὶ στοὺς μάρτυρες. Ἦταν πρόθυμοι νὰ πεθάνουν γιὰ νὰ μετέχουν στὴν ἀπόλυτη ἐλευθερία τῆς αὐταπάρνησης, γιατί εἶχαν ἤδη γευτεῖ τὴν αἰωνιότητα ἀπὸ τούτη τὴ ζωή.


Ὁ θάνατος ὡς καθημερινὸ γεγονὸς

Θὰ μαθαίναμε περισσότερα γιὰ τὸν θάνατο ἐὰν μπαίναμε στὸν κόπο νὰ ἐξετάσουμε τὴν προσωπική μας ἐμπειρία. Ὁ θάνατος μᾶς εἶναι πολὺ πιὸ οἰκεῖος ἀπ’ ὅσο φανταζόμαστε καὶ ὅλοι εἴμαστε σὲ θέση νὰ μιλήσουμε γιὰ κάποια ἐμπειρία «θανάτου» ποὺ ὅμως πολὺ ἀπέχει ἀπὸ ὁποιαδήποτε αἴσθηση φόβου.

Κατὰ μία πρακτικὴ ἔννοια, «πεθαίνω» σημαίνει «χάνω τὴν αὐτοσυνειδησία μου καὶ περιπίπτω σὲ μία κατάσταση λήθης». Αὐτὴ ἡ προοπτικὴ προξενεῖ σὲ πολλοὺς ἀνθρώπους φόβο. Κι ὅμως, ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς παραδίδεται στὸν ὕπνο κάθε βράδυ, βυθίζεται ὁλοκληρωτικὰ στὴ λήθη, χωρὶς κανέναν φόβο. Γιατί; Διότι αἰσθανόμαστε βέβαιοι –σὲ μεγάλο βαθμὸ ἀδικαιολόγητα βέβαιοι- πὼς τὸ ἑπόμενο πρωὶ θὰ ξυπνήσουμε. Ἐλπίζουμε ὅτι τὸ ἑπόμενο πρωὶ θὰ ξημερώσει καὶ γιὰ μᾶς κι ὅτι ὁ ὕπνος δὲν εἶναι παρὰ μία προσωρινὴ ἐμπειρία. Ἄς παραβάλλουμε αὐτὴ τὴ διαδικασία μὲ ἐκείνη τοῦ θανάτου καὶ τῆς ἀφύπνισης στὴν αἰωνιότητα. Γιατί στὴν πραγματικότητα παίρνει κανεὶς μεγάλο ρίσκο ὅταν κλείνει τὰ μάτια καὶ ἀποκοιμιέται.

Δὲν ὑπάρχει πιὸ ἐπικίνδυνος τόπος ἀπὸ τὸ κρεβάτι μας, ἂν ἀκούσουμε τὴν ἱστορία τοῦ ναυτικοῦ καὶ τοῦ βοσκοῦ ποὺ συγκρίνουν τοὺς κινδύνους τῆς προσωπικῆς τους βιωτῆς. Ὁ βοσκὸς ἐπιμένει ὅτι οὐδέποτε θὰ ριψοκινδύνευε νὰ ζήσει στὴ θάλασσα. Ὁ ναυτικὸς ποὺ ἔχει διαφορετικὴ ἄποψη ρωτᾶ τὸν βοσκό: «Πῶς πέθανε ὁ πατέρας σου;» «Πέθανε στὸ κρεβάτι του». «Κι ὁ δικός του πατέρας;» «Κι ἐκεῖνος στὸ κρεβάτι του». Καὶ ἔκπληκτος ὁ ναυτικός: «Καὶ τολμᾶς νὰ ξαπλώνεις στὸ κρεβάτι σου κάθε βράδυ;»

Μὲ αὐτὴ τὴν ἔννοια ἀντικρύζουμε τὸν θάνατο κάθε βράδυ, μὲ ἐμπιστοσύνη καὶ σιγουριά. Κι ὅταν αὐτοῦ τοῦ εἴδους ὁ προσωρινὸς θάνατος δὲν ἔρχεται τόσο εὔκολα, καταφεύγουμε ἀκόμα καὶ σὲ τεχνητὲς μεθόδους γιὰ νὰ τὸν συναντήσουμε. Δὲν εἶναι περίεργο ποὺ δὲν βγάζουμε συμπεράσματα ἀπὸ τὰ πιὸ ἁπλὰ πράγματα στὴ ζωή;

Ἀλλὰ καὶ μ’ ἕναν ἄλλο τρόπο ἡ ἐμπειρία τοῦ θανάτου μας εἶναι οἰκεία, καθὼς στὴ διάρκεια τοῦ βίου «πεθαίνουμε» μὲ πολλοὺς τρόπους. ὅταν περνοῦμε ἀπὸ τὴ βρεφικὴ στὴν παιδικὴ ἡλικία καὶ κατόπιν στὴ νεότητα καὶ τὴν ἐφηβεία κι ἀπὸ κεῖ στὴν ὡριμότητα καὶ τὰ γειρατιά, φανταζόμαστε ὅτι ἁπλὰ μεταβαίνουμε ἀπὸ τὸ ἕνα στάδιο στὸ ἄλλο. Κι ὅμως, ἐφόσον ἐξελισσόμαστε, μία σειρὰ ἀπὸ πράγματα ποὺ εἴχαμε πρὶν οἰκειοποιηθεῖ πεθαίνουν μέσα μας. Γιατί ἀλλιῶς, ἐὰν ὡς νέοι ἢ ἐνήλικες διατηρήσουμε τὰ χαρακτηριστικά τῆς νηπιότητάς μας, θὰ γίνουμε παιδαριώδεις. Προκειμένου νὰ ἀποκτήσουμε τὴν ὡριμότητα κάθε ἑπόμενου σταδίου τῆς ἐξέλιξής μας, πρέπει νὰ ἀποδεχτοῦμε ὅτι κάποια πράγματα μέσα μας πεθαίνουν, τὰ ἀποχωριζόμαστε γιὰ πάντα. Κι αὐτὸς ὁ ἀποχωρισμὸς μπορεῖ νὰ εἶναι μία ἐπίπονη καὶ δύσκολη διαδικασία, κατὰ κάποιον τρόπο τόσο δύσκολη ὅσο καὶ ὁ σαρκικὸς θάνατός μας. Πολλοὶ γονεῖς ἔχουν παρόμοια ἐμπειρία: λαχταροῦν γιὰ τὸ παιδί τους νὰ παραμείνει μικρὸ ἀγόρι καὶ στὸ βάθος ἐνοχλοῦνται ἀπὸ τὴ θέα τοῦ νέου ἐνήλικα ποὺ ἀπεκδύεται τὴ νεότητά του.

Ἡ διαδικασία τοῦ θανάτου μέσα στὴ ζωὴ μᾶς ἀκολουθεῖ κάθε στιγμή. Αὐτὸ ὀφείλουμε νὰ τὸ συνειδητοποιήσουμε καὶ νὰ τὸ ἀποδεχτοῦμε πιὸ ἐνεργά. ἔτσι, ὥστε νὰ φοβόμαστε λιγότερο τὸν θάνατο ὡς τελεσίδικη ἀπώλεια. Θὰ μάθουμε μᾶλλον νὰ τὸν θεωροῦμε ὡς ἀναπόφευκτο μέρος τῆς διαδικασίας ἐκείνης μὲ τὴν ὁποία ὡριμάζουμε πρὸς τὴν πληρότητα τῆς ζωῆς.


Ὁ θάνατος τοῦ ἑαυτοῦ

Ὁ Χριστὸς μᾶς καλεῖ νὰ ἀπωλέσουμε τὸν ἑαυτό μας. Πρόκειται γιὰ φράση διφορούμενη, ὅπως κάθε τί ποὺ λέγεται γιὰ τὸν θάνατο. Μήπως σημαίνει τὴν αὐτοκαταστροφή; Πολλοὶ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ δέχονται αὐτὴ τὴν ἑρμηνεία καὶ ἐπιχειροῦν νὰ τὴν ἐφαρμόσουν. Συνήθως εὐτυχῶς ἀποτυγχάνουν, ἀλλὰ τοὺς ἀπομένει ἡ πληγὴ τῆς τρομακτικῆς τους ἀπόπειρας. Ὁ λόγος τοῦ Κυρίου σημαίνει στὴν πραγματικότητα τὴν ἀποδοχὴ ἐκείνης τῆς διαδικασίας ἀπέκδυσης ἕως ὅτου φτάσουμε στὸ σημεῖο νὰ βροῦμε ὅτι μέσα μας ὑπάρχει ἕνας ἀληθινὸς καὶ βαθὺς ἐαυτὸς ποὺ ἀνήκει στὴν αἰωνιότητα κι ἕνα ἄλλο ρηχὸ «ἐγὼ» ποὺ πρέπει ν’ ἀποβάλλουμε. Χρειάζεται νὰ ἀπωλέσουμε αὐτὸν τὸν ἐξωτερικὸ ἑαυτὸ προκειμένου νὰ ζήσουμε μὲ πληρότητα.

Πολλοὶ νομίζουν ὅτι ἀποκτοῦν τὴ συνείδηση τῆς ὕπαρξής τους μέσα ἀπὸ τὴν αὐτοεπιβεβαίωση καὶ γι’ αὐτὸ ἀπαιτοῦν ἀναγνώριση ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Καὶ οἱ ἄλλοι βέβαια ἀντιδροῦν, προσπαθώντας νὰ ὑπερασπιστοῦν τὸν ἑαυτὸ τους ἀπέναντι σ’ αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὴν ἐπίθεση. Ἕνας τρόπος ὑπάρχει γιὰ νὰ ἀποδεχτοῦμε τὴ μὴ αὐτὸ-δικαίωση καὶ νὰ σταματήσουμε νὰ ὑπογραμμίζουμε τὴν ὕπαρξή μας ἀπέναντι στοὺς τρίτους: Μόνο ἐὰν πιστέψουμε -μὲ τὴ δύναμη τῆς ἐμπειρίας- ὅτι οἱ ἄλλοι πράγματι δέχονται τὴν ὕπαρξή μας καὶ μᾶς ἀγαποῦν. Δὲν μᾶς ἀρκεῖ ὅτι ὁ Θεὸς μᾶς γνωρίζει καὶ μᾶς ἀγαπᾶ. ἔχουμε ἀνάγκη τὴν ἐπιβεβαίωση τοῦ πλησίον, ἔστω ἑνὸς ἀνθρώπου, ποὺ θὰ μᾶς πεῖ «εἶσαι μοναδικὸς γιὰ μένα». Ὁ Gabriel Marcel ἐπιμένει σ’ ἕνα ἀπὸ τὰ βιβλία του ὅτι τὸ νὰ πεῖ κάποιος σ’ ἕνα πρόσωπο «σ’ ἀγαπῶ» εἶναι σὰν νὰ τοῦ λέει «δὲν θὰ πεθάνεις ποτὲ» ἢ ἀλλιῶς «εἶσαι τόσο πολύτιμος γιὰ μένα ποὺ θὰ σὲ ἀναγνωρίσω ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἔστω κι ἂν κανεὶς ἄλλος δὲν τὸ κάνει, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ μένα». Θὰ πετυχαίναμε πολλὰ ἐὰν εἴμασταν πρόθυμοι νὰ ἀναγνωρίσουμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, ἔστω κι ἂν ἡ ἄλλη ὕπαρξη ἀποτελεῖ γιὰ μᾶς μία πρόκληση, ἐνίοτε καὶ μία ἀντιπαλότητα, καὶ μᾶς φέρνει φόβο. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο θὰ ὁδηγούμασταν πρὸς τὴν ὡριμότητα ποὺ θὰ μᾶς ἐπέτρεπε νὰ ἀναγνωρίζουμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον καὶ νὰ μαρτυροῦμε τὴν μοναδικότητά του, ἀνεξαρτήτως κόστους.

Θὰ πρέπει νὰ βροῦμε τὸ κουράγιο νὰ πολεμήσουμε ἐνάντια στὸν φόβο ποὺ μᾶς ἀποθαρρύνει ἀπὸ τὴν ἀναγνώριση τοῦ ἄλλου καὶ νὰ τὸν ξεπεράσουμε. Σὲ κάθε βῆμα θὰ πρέπει νὰ ἀποποιούμαστε τὸν ἑαυτό μας, γιὰ νὰ ἀφήνουμε χῶρο στὸ εἶναι τοῦ ἄλλου. Καλούμαστε σταδιακὰ νὰ θανατώσουμε τὸν ἑαυτό μας ὥστε ὁ πλησίον μας νὰ ζήσει, κατὰ τὸν λόγο τοῦ ἁγ. Ἰωάννη τοῦ Βαπτιστῆ: «ἐκεῖνον δεῖ αὐξάνειν, ἐμὲ δὲ ἑλαττοῦσθαι» (Ἰω. 3:30). ἔτσι, ὁ θάνατος τοῦ ἑαυτοῦ σημαίνει ὅτι ἀφήνουμε μέσα μας μόνο ὅ,τι εἶναι οὐσιῶδες γιὰ νὰ ζήσουμε μὲ πληρότητα.


Ὁ θάνατος ὡς ἐχθρὸς καὶ φίλος

Κι ὅμως τὰ πράγματα δὲν εἶναι τόσο ἁπλά. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι, ὅπως λέγει ὁ ἀπ. Παῦλος, ἡ ζωὴ εἶναι Χριστὸς καὶ ὁ θάνατος εἶναι κέρδος. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι θάνατος δὲν εἶναι ἡ ἀποχώρηση ἀπὸ τὴν ἐφήμερη ζωή, ἀλλὰ ἡ ἔνδυση τῆς αἰωνιότητας. Ἀλλὰ ὑπάρχει κι ἕνα ἄλλο σημεῖο ποὺ ὑπογραμμίζεται ἀπὸ τὸν ἀπ. Παῦλο, κι ἀπὸ τὸ σύνολο τῶν Γραφῶν. Ὁ ἄνθρωπος δὲν δημιουργήθηκε γιὰ νὰ πεθάνει. Ἡ κλήση του εἶναι γιὰ τὴν αἰώνια ζωή. Ὁ θάνατος εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας, μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἀπομάκρυνσης ἀπὸ τὸν Θεό, τῆς διάστασης ἀπὸ τὸ πλησίον, τοῦ διχασμοῦ του ἀπὸ τὸν ἀληθινὸ καὶ βαθύτερο ἑαυτό του. Μὲ αὐτὴ τὴν ἔννοια, «ἔσχατος ἐχθρὸς καταργεῖται ὁ θάνατος» (Α΄ Κορ. 15:26). Ὁ θάνατος εἶναι ὁ ἐχθρός, τόσο τοῦ Θεοῦ ὅσο καὶ δικός μας. Πράγματι, εἶναι ἐχθρός τοῦ Θεοῦ κατὰ τὸν πιὸ ὀδυνηρὸ καὶ δραματικὸ τρόπο, ἀφοῦ ἐκτείνεται ἀκόμα καὶ πάνω στὸν ἴδιο τὸν Χριστό. Παρόλο ὅμως ποὺ εἶναι τόσο τρομερὸς ἐχθρός, τὸ γεγονὸς ὅτι σ’ αὐτὸν παραδίδεται ἀκόμα κι ὁ Χριστὸς ποὺ εἶναι τέλειος Θεὸς καὶ ἄνθρωπος, φανερώνει ὅτι ὁ θάνατος δὲν ὑπάρχει χωρὶς νόημα. Ὁ θάνατος μπορεῖ νὰ εἶναι συνέπεια τῆς ἁμαρτίας ἀλλὰ δὲν ὑπάρχει κάτι κακὸ καθαυτὸ μέσα στὸν ἴδιο τὸν θάνατο ποὺ νὰ βεβηλώνει τὸ πρόσωπο τοῦ ἀποθανόντος. Ὁ Χριστὸς πέθανε πάνω στὸν Σταυρὸ καὶ κατῆλθε στὸν ἅδη, ἀλλὰ δὲν ἀμαυρώθηκε ἀπὸ τὴν κοινωνία του μὲ τὸ μυστήριο τοῦ θανάτου.

Ἔτσι ὑπάρχει ἐδῶ μιὰ ἀντίφαση. Ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ ὁ θάνατος ὡς συνέπεια τοῦ κακοῦ δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ ὑπάρχει, κι ὀφείλουμε νὰ τὸν νικήσουμε. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ μόνον ὁ θάνατος μᾶς δίνει τὴ δυνατότητα νὰ σπάσουμε τὸν ἀέναο κύκλο τοῦ διηνεκοῦς –καὶ τὸ διηνεκὲς εἶναι κάτι πολὺ διαφορετικὸ ἀπὸ τὴν αἰωνιότητα. Ἐὰν δὲν ὑπῆρχε θάνατος σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο τῆς ἁμαρτίας, τοῦ κακοῦ καὶ τῆς φθορᾶς, σιγὰ-σιγὰ θὰ καταλήγαμε στὸν μαρασμὸ καὶ τὴν ἀποσύνθεση χωρὶς νὰ εἴμαστε σὲ θέση νὰ ξεφύγουμε ἀπὸ τὸν τρόμο μιᾶς τέτοιας καταστροφῆς.

Κάθε χρόνο τὸ βράδυ τῆς Ἀνάστασης καὶ τὶς σαράντα μέρες ποὺ ἀκολουθοῦν ψάλλουμε «Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας». Ἀλλὰ τί βλέπουμε; Τὸν θάνατο ἐλεύθερο καὶ ἐνεργό, τοὺς ἀνθρώπους νὰ πεθαίνουν ὅπως πρίν. Δίνεται ἡ ἐντύπωση ὅτι κηρύττουμε κάτι ποὺ γνωρίζουμε ὅτι εἶναι ἀναληθές.

Ὡστόσο, καλὸ εἶναι νὰ ἔχουμε κατὰ νοῦ ὅτι ὁ θάνατος ἔχει δύο ὄψεις. Ἀπὸ τὴ μιὰ ἔχουμε τὸν σαρκικὸ θάνατο, ἀλλὰ ἔχουμε ἐπίσης καὶ τὸν θάνατο ποὺ νοεῖται ὡς χωρισμὸς ἀπὸ τὸν Θεό, ὡς κάθοδος στὸν τόπο ἐκεῖνο ὅπου ὁ Θεὸς εἶναι ἀπών, τὸν τόπο τῆς ὁριστικῆς καὶ ριζικῆς του ἀπουσίας. Αὐτὴ ἡ δεύτερη ὄψη τοῦ θανάτου εἶναι ὁπωσδήποτε ἡ πιὸ ὀδυνηρὴ καὶ σκληρή. Ὁ Κύριος βίωσε καὶ τὶς δύο ὄψεις τοῦ θανάτου. Ἐπέλεξε νὰ συμμεριστεῖ μαζί μας ὅλες τὶς συνέπειες τοῦ κακοῦ –ἀκόμα καὶ τὸν πλήρη χωρισμό του ἀπὸ τὸν Θεό. Καὶ παρόλο ποὺ ἐνσκήπτει στὸν τόπο ὅπου κατέρχονται ὅλοι ὅσοι ἔχουν ἀπωλέσει τὸν Θεό, φέρει μαζί του τὴν πληρότητα τῆς θείας παρουσίας. ἔτσι, δὲν ὑπάρχει πλέον τόπος ὅπου ὁ Θεὸς εἶναι ἀπών. Αὐτὸ τὸ γεγονὸς μᾶς ἐπιτρέπει νὰ κατανοήσουμε πῶς μορφώνεται καὶ ἡ δική μας κατάσταση μετὰ τὸν θάνατο καὶ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Μπορεῖ νὰ πρέπει νὰ ὑποστοῦμε ἕναν θάνατο προσωρινό, ἀλλὰ ὁ ἀπόστολος Παῦλος τὸν περιγράφει ὡς κοίμηση. Δὲν ὑπάρχει πλέον ἐκεῖνος ὁ θάνατος ποὺ ἦταν ὁ τρόμος τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁριστικὸς χωρισμὸς ἀπὸ τὸν Θεό. Κατὰ αὐτὴ τὴν ἔννοια πράγματι ὁ θάνατος ἔχει νικηθεῖ ἀπὸ τὸν θάνατο. Ἀκόμα καὶ τώρα –ἔστω δισταχτικὰ καὶ σὲ στάδιο ἐμβρυακὸ- γινόμαστε κληρονόμοι τῆς αἰωνιότητας.

Ὅταν ἀνακαλοῦμε τὸ παρελθόν, συχνὰ θλιβόμαστε γιατί στερήσαμε ἀπὸ τὴν ἀγάπη μας πρόσωπα ποὺ πλέον δὲν βρίσκονται δίπλα μας νὰ ἀγαπήσουμε. Υἱοθετοῦμε αὐτὴ τὴν ἐντύπωση γιατί ἁπλὰ στρεφόμαστε πρὸς λάθος κατεύθυνση. Ἐὰν ὁ Θεὸς δὲν εἶναι ὁ Θεὸς τῶν νεκρῶν ἀλλὰ τῶν ζώντων (Ματθ. 22:33), τότε ὅλοι ὅσοι ἔφυγαν ἀπὸ τούτη τὴ γῆ, εἶναι ζωνταντοὶ ἐν Χριστῷ. Κι ἐμεῖς μποροῦμε νὰ στραφοῦμε πρὸς αὐτοὺς γιὰ συγχώρεση καὶ μεσιτεία. Δὲν εἶναι ποτὲ ἀργὰ ἐὰν ἀληθινὰ πιστεύουμε τὸν Θεὸ ὡς Θεὸ τῶν ζώντων. Καὶ ποτὲ δὲν θὰ πρέπει νὰ μιλοῦμε γιὰ τὴν ἀγάπη μας σὲ χρόνο παρελθόντα. Ὁ θάνατος τοῦ σώματος δὲν διασπᾶ τὴν σχέση, ἀφοῦ αὐτὴ ἦταν, εἶναι καὶ θὰ παραμείνει ζωντανὴ ἀνάμεσα σὲ ἀνθρώπους ποὺ συναντήθηκαν καὶ ἀγαπήθηκαν σὲ τούτη τὴ ζωή.

Ὁ θάνατος δὲν εἶναι ποτὲ τὸ τέλος. Συνεχίζουμε νὰ ζοῦμε ὅταν πεθαίνουμε, ἀκόμα καὶ σὲ τούτη τὴ γῆ, ἀφοῦ κληρονομοῦμε τοὺς καρποὺς τῆς ἐπίγειας ζωῆς καὶ ὕπαρξής μας σὲ ὅσους ἀκολουθοῦν. Καὶ συνεχίζουμε νὰ φέρουμε πάντοτε εὐθύνη γιὰ τὴν ἀπήχηση τῆς βιωτῆς μας.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...