Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Κυριακή, Οκτωβρίου 07, 2012

Όσιος Ιωάννης ο Ερημίτης και οι συν αυτώ Eνενήντα Oκτώ Θεοφόροι Πατέρες που ασκήτευσαν στην Κρήτη

                                                     Όσιος Ιωάννης ο Ερημίτης και οι συν αυτώ Eνενήντα Oκτώ Θεοφόροι Πατέρες που ασκήτευσαν στην Κρήτη

Βιογραφία
Τους Όσιους αυτούς ασκητές, μόνο ο Άγιος Νικόδημος τους αναφέρει στον συναξαριστή του. Ακολουθία τους εκδόθηκε στο Ηράκλειο το 1879 μ.Χ. Πάντα σύμφωνα με την ακολουθία τους, απεβίωσαν ειρηνικά συγχρόνως και οι 99 μαζί. Κατάγονταν από διάφορα μέρη της λεκάνης της Μεσογείου και ασκήτευαν στην Κρήτη. Τον κυριότερο απ' αυτούς έλεγαν Ιωάννη και γιορτάζεται τοπικά στην Κρήτη.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Χορὸς πολυάριθμος, τῶν Ἀσκητῶν τοῦ Χριστοῦ, λαμπρῶς συγκροτούμενος, τῷ τῆς ἀγάπης δεσμῶ, ἐν Κρήτῃ ἐξέλαμψεν ἔνθα καὶ ὁμοφρόνως, ἐνασκήσαντες πίστει, πάντες μία ἡμέρα, μετετέθησαν ἄνω, πρεσβεύοντες Χριστῷ τῷ Θεῷ, δοῦναι πάσιν ἠμὶν συγχώρησιν.

Άγιοι Ιουλιανός ο πρεσβύτερος και Καισάριος ο διάκονος


Σάκκῳ δοθείσι καὶ βυθῷ, Θεὸς Λόγος,
Διττοῖς Ἀθληταῖς, σάκκον εἰς χαρὰν στρέφει.
Βιογραφία
Οι Άγιοι Ιουλιανός ο πρεσβύτερος και Καισάριος ο διάκονος έζησαν στα χρόνια του Καίσαρα Κλαυδίου του Β' γύρω στο 268 μ.Χ.

Ο Καισάριος ήταν από την Αφρική και κάποτε ήλθε στην πόλη Ταρακηνή της Ιταλίας. Όταν είδε τους ειδωλολάτρες να θυσιάζουν στα είδωλα, τους έκανε δριμύτατες παρατηρήσεις. Αμέσως τότε συλλήφθηκε και οδηγήθηκε στον ανθύπατο, ο όποιος τον φυλάκισε. Κατόπιν, με συνοδεία στρατιωτών, οδηγήθηκε στον ναό του Απόλλωνα, όπου ο Άγιος με την προσευχή του γκρέμισε τον ναό. Όταν είδε αυτό το θαύμα ο υπατικός Λεόντιος, έπεσε στα πόδια του Αγίου και ζήτησε να βαπτιστεί Χριστιανός.

Πράγματι, ο Πρεσβύτερος Ιουλιανός βάπτισε τον Λεόντιο, ο όποιος μόλις κοινώνησε των αχράντων μυστηρίων, εξέπνευσε. Μετά απ' αυτό ο τύραννος Λοξώριος, διέταξε να βάλουν τον Καισάριο και τον Ιουλιανό μέσα σε σάκους και να τους πετάξουν στη θάλασσα. Έτσι οι Άγιοι αυτοί παρέδωσαν την μακαριά ψυχή τους στον Θεό.

Ο Ιουλιανός λίγο πριν το τέλος τους προφήτεψε στον Λοξώριο ότι μετά από δύο ημέρες δεν θα μπορεί να περπατήσει στην παραλία εκείνη στην οποία βρισκόντουσαν. Πράγματι, ύστερα από δύο ημέρες ο Λοξώριος δαγκώθηκε από δηλητηριώδη φίδι καθώς περπάταγε στην παραλία, στην οποία θανατώθηκαν οι Άγιοι.

Δύο χριστιανοί όμως, ο Εύσέβιος ο Πρεσβύτερος και ο Φήλιξ, βρήκαν τα σώματα των 'Αγίων αυτών και τα έθαψαν με την αρμόζουσα τιμή. Όταν το έμαθε αυτό ο τύραννος, εξοργισμένος τους αποκεφάλισε.
                                          Σύναξη των εν Κύπρω Αγίων
Βιογραφία
Κάθε πρώτη Κυριακή του Οκτωβρίου εορτάζουμε την σύναξη όλων των Κύπριων Αγίων.

Δεν έχουμε άλλες λεπτομέρειες για το γεγονός.

Ἀπολυτίκιον
Τους εν Κύπρω Αγίους, Αποστόλους και Μάρτυρας, και συν Ιεράρχας Οσίους κατά χρέος οι Κύπριοι, χορείαν συγκροτήσαντες καινήν, τιμήσωμεν ωδαίς πνευματικαίς, ως της Νήσου καλλώπισμα ευκλεή, και αρωγούς κραυγάζοντες. Δόξα τω ενισχύσαντι υμάς, δόξα τω στεφανώσαντι, δόξα τω χορηγούντι δι' υμών, ημίν θεία δωρήματα.

Συναξαριστής 7 Οκτωβρίου 2012


Οἱ Ἅγιοι Σέργιος καὶ Βάκχος

 
Ὑπηρετοῦσαν στὶς στρατιωτικὲς τάξεις τοῦ αὐτοκράτορα Μαξιμιανοῦ.

Τοὺς διέκρινε μεγάλη ἀνδρεία στὰ πεδία τῶν μαχῶν, ἀλλὰ καὶ σωφροσύνη στὴν καθημερινή τους ζωή. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ αὐτοκράτορας τοὺς ἀπένειμε τὰ ἀξιώματα τοῦ πριμικηρίου καὶ τοῦ σεκουνδουκηρίου, ἀντίστοιχα, ὅταν ὅμως ἔμαθε ὅτι οἱ δυὸ ἐπίλεκτοι στρατιῶτες του ἦταν χριστιανοί, δὲν ἤθελε μὲ κανένα τρόπο νὰ τὸ πιστέψει.

Γιὰ νὰ πεισθεῖ λοιπὸν χειροπιαστά, ὀργάνωσε τελετὲς μὲ θυσίες σὲ εἰδωλολατρικὸ ναὸ καὶ κάλεσε νὰ παραστοῦν σ᾿ αὐτὲς οἱ Σέργιος καὶ Βάκχος. Οἱ δυὸ χριστιανοὶ στρατιῶτες ἀρνήθηκαν καὶ ὁμολόγησαν τὸ Χριστὸ μὲ θαῤῥαλέο φρόνημα.

Ἐξοργισμένος τότε ὁ αὐτοκράτορας, διέταξε καὶ τοὺς ἀφαίρεσαν τὰ διάσημα τῶν ἀξιωμάτων τους. Ἔπειτα, ἀφοῦ τοὺς ἐνέπαιξαν καὶ τοὺς διαπόμπευσαν μὲ διάφορους τρόπους, τοὺς ἔστειλαν σὲ ἕνα σκληρὸ δούκα τῆς Ἀνατολῆς, τὸν Ἀντίοχο.

Αὐτὸς μὲ πρωτοφανῆ ὠμότητα μαστίγωσε μέχρι θανάτου τὸ Βάκχο.

Στὸ δὲ Σέργιο, ἐπειδὴ κάποτε τὸν εἶχε εὐεργετήσει, πρότεινε, ἀφοῦ ἀρνηθεῖ τὸ Χριστό, νὰ τοῦ χαρίσει τὴ ζωή. Ἡ γενναία ἀπάντηση τοῦ Σεργίου ἦταν τὰ λόγια τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «Ἐμοὶ τὸ ζῆν Χριστὸς καὶ τὸ ἀποθανεῖν κέρδος». Σὲ μένα, εἶπε ὁ Σέργιος, ζωὴ εἶναι ὁ Χριστός. Ἀλλὰ καὶ τὸ νὰ πεθάνω εἶναι κέρδος, διότι ἔτσι θὰ ἑνωθῶ πλήρως μὲ τὸ Χριστό.

Τότε, ὁ Ἀντίοχος ἀμέσως ἔδωσε διαταγὴ καὶ τὸν ἀποκεφάλισαν.

Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Τριάδος τῆς Ἁγίας ὀπλῖται τροπαιοῦχοι, ἡ λαμπρὰ δυὰς τῶν Μαρτύρων, ὠράθητε ἐν ἄθλοις, Σέργιος ὁ θεῖος ἀριστεύς, καὶ Βάκχος ὁ γενναῖος ἀθλητής, διὰ τοῦτο δοξασθέντες περιφανῶς, προΐστασθε τῶν βοώντων Δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι δι' ὑμῶν, πᾶσιν ἰάματα.

Κοντάκιον 
Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τὸν νοῦν πρὸς ἐχθροὺς ἀνδρείως παρατάξαντες, τὴν πᾶσαν αὐτῶv ἀπάτην κατελύσατε, καὶ τὴν νίκην ἄνωθεv, εἰληφότες Μάρτυρες πανεύφημοι, ὁμοφρόνως ἐκράζετε. Καλὸν καὶ τερπνὸν τὸ συνεῖναι Χριστῷ.

Ὁ Οἶκος 
Ἐν οὐρανοῖς Χριστέ, κατοικοῦντες, Σέργιός τε καὶ Βάκχος, καὶ τοῦ θείου φωτὸς τοῦ παρὰ σοῦ ἐμφορούμενοι, ἐμὲ τὸν ἐν σκότει τῆς ἀγνωσίας πορευόμενον, προφθάσειαν διὰ τάχους, καὶ τῶν παθῶν ἀφαρπάσειαν, μόνε ἀθάνατε, στολὴν μοι τῆς ἀφθαρσίας καταπέμποντες· ὅπως λευχειμονῶν, τὴν φωτοφόρον αὐτῶν ἑορτὴν ἀνυμνῶ, καὶ κραυγάζω σοι Κύριε· Καλὸν καὶ τερπνὸν τὸ συνεῖναι Χριστῷ.


 

 
Οἱ Ἅγιοι Ἰουλιανός ὁ Πρεσβύτερος καὶ Καισάριος ὁ Διάκονος

Ἔζησαν στὰ χρόνια τοῦ Καίσαρα Κλαυδίου (270 μ.Χ.).

Ὁ Καισάριος ἦταν ἀπὸ τὴν Ἀφρικὴ καὶ κάποτε ἦλθε στὴν πόλη Ταρακηνὴ τῆς Ἰταλίας. Ὅταν εἶδε τοὺς εἰδωλολάτρες νὰ θυσιάζουν στὰ εἴδωλα, τοὺς ἔκανε δριμύτατες παρατηρήσεις. Ἀμέσως τότε συνελήφθη καὶ ὁδηγήθηκε στὸν ἀνθύπατο, ὁ ὁποῖος τὸν φυλάκισε.

Κατόπιν, μὲ συνοδεία στρατιωτῶν, ὁδηγήθηκε στὸν ναὸ τοῦ Ἀπόλλωνα, ὅπου ὁ Ἅγιος με τὴν προσευχή του γκρέμισε τὸν ναό.

Ὅταν εἶδε αὐτὸ τὸ θαῦμα ὁ ὑπατικὸς Λεόντιος, ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ Ἁγίου καὶ ζήτησε νὰ βαπτιστεῖ Χριστιανός. Πράγματι, ὁ Πρεσβύτερος Ἰουλιανὸς βάπτισε τὸν Λεόντιο, ὁ ὁποῖος μόλις κοινώνησε τῶν ἀχράντων μυστηρίων, ἐξέπνευσε.

Μετὰ ἀπ᾿ αὐτὸ ὁ τύραννος, διέταξε νὰ βάλουν τὸν Καισάριο καὶ τὸν Ἰουλιανὸ μέσα σὲ σάκους καὶ νὰ τοὺς πετάξουν στὴ θάλασσα. Ἔτσι οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ παρέδωσαν τὴν μακαρία ψυχή τους στὸ Θεό.

Δυὸ χριστιανοὶ ὅμως, ὁ Εὐσέβιος ὁ Πρεσβύτερος καὶ ὁ Φήλιξ, βρῆκαν τὰ σώματα τῶν Ἁγίων αὐτῶν καὶ τὰ ἔθαψαν μὲ τὴν ἁρμόζουσα τιμή. Ὅταν τὸ ἔμαθε αὐτὸ ὁ τύραννος, ἐξοργισμένος τοὺς ἀποκεφάλισε.

 

 
Οἱ Ἅγιοι Λεόντιος ὁ Ὑπατικός, Εὐσέβιος ὁ Πρεσβύτερος καὶ Φήλιξ

Βλέπε τὸ προηγούμενο βιογραφικὸ σημείωμα Ἁγίων Ἰουλιανοῦ καὶ Καισαρίου.


 

 
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Φήλιξ ὁ ἐκ Σωλιὲν Γαλλίας, Ἀνδέχιος καὶ Θύρσος (+ 2ος αἰ.)


 

 
Ὁ Ἅγιος Πολυχρόνιος ὁ Ἱερομάρτυρας

Δυναμικὸς κληρικὸς τοῦ 4ου μ.Χ. αἰῶνα (ἐκ τῆς ἐπαρχίας Γαμφανήτιδος), ποὺ θυσιάστηκε γιὰ τὰ ὀρθόδοξα δόγματα τῆς Ἐκκλησίας μας.

Ὁ πατέρας του Βαρδάνιος ἦταν γεωργὸς στὸ ἐπάγγελμα, καὶ φρόντισε ὁ γιός του νὰ ἀνατραφεῖ ὄχι μόνο μὲ τὰ διδάγματα τῆς πίστης, ἀλλὰ τοῦ παρεῖχε ἀρκετὴ κοσμικὴ μόρφωση.

Ἔτσι ἐνῷ ὁ πατέρας καλλιεργοῦσε τὶς ἀμπελοφυτεῖες του, ὁ γιὸς μὲ ζῆλο καὶ θέρμη καλλιεργοῦσε τὸν ἀμπελῶνα τοῦ Κυρίου, διδάσκοντας τὰ θεῖα λόγια καὶ ἀγωνιζόμενος στὸν πολλαπλασιασμὸ τῆς καρποφορίας τοῦ θείου σπόρου. Ἦταν μάλιστα ἰκανότατος συζητητὴς καὶ πολλὲς φορὲς εἶχε καταντροπιάσει σοφοὺς τῶν εἰδωλολατρῶν σὲ συζητήσεις φιλοσοφικὲς γιὰ τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν θρησκεία.

Κατόπιν ὁ Πολυχρόνιος πῆγε στὴν ἕδρα τῆς σοφίας καὶ τῶν γραμμάτων, τὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ ἔγινε διάκονος καὶ ἔπειτα πρεσβύτερος. Ἀπὸ τὸ ἀξίωμα αὐτὸ δὲν ἔπαψε νὰ διδάσκει καὶ μὲ πολλοὺς τρόπους μοχθοῦσε γιὰ τὴ χριστιανικὴ ἀνατροφὴ τῶν ἐνοριτῶν του.

Ὅταν ὅμως ἔγινε αὐτοκράτορας ὁ ἀρειανόφιλος γιὸς τοῦ Μ. Κωνσταντίνου, Κωνστάντιος, ὁ Πολυχρόνιος ἔμεινε στὴ μερίδα τῶν κληρικῶν ἐκείνων, ποὺ γιὰ τὸ ὀρθὸ δόγμα ἔμειναν ἀπτόητοι μπροστὰ στοὺς διωγμοὺς καὶ τὶς ἐξορίες ποὺ ἐπέβαλε ὁ αἱρετικὸς αὐτοκράτορας.

Ἔτσι οἱ Ἀρειανοί, ἀνέλαβαν αὐτοὶ οἱ ἴδιοι νὰ ἀπαλλαγοῦν μία κι ἔξω ἀπ᾿ αὐτόν. Κάποια μέρα λοιπὸν ποὺ ὁ Πολυχρόνιος ἱερουργοῦσε, μία ὁμάδα ἀπὸ Ἀρειανοὺς εἰσέβαλε στὸν ναὸ καὶ τὸν ἔσφαξαν πάνω στὴ Ἁγία Τράπεζα, καὶ ἔτσι ἔγινε τίμιο ὁλοκαύτωμα γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, ποὺ μὲ τὴν δική Του θυσία σήκωσε τὴν δική μας σωτηρία.

 

 
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης καὶ οἱ Ὅσιοι 99 Πατέρες ποὺ ἀσκήτευσαν στὴν Κρήτη


Μόνο ὁ Ἅγιος Νικόδημος τοὺς ἀναφέρει.

Ἀκολουθία τους ἐκδόθηκε στὸ Ἡράκλειο τὸ 1879. Πάντα σύμφωνα μὲ τὴν ἀκολουθία τους, ἀπεβίωσαν εἰρηνικὰ συγχρόνως καὶ οἱ 99 μαζί.

Κατάγονταν ἀπὸ διάφορα μέρη τῆς λεκάνης τῆς Μεσογείου καὶ ἀσκήτευαν στὴν Κρήτη. Τὸν κυριότερο ἀπ᾿ αὐτοὺς ἔλεγαν Ἰωάννη καὶ γιορτάζεται τοπικὰ στὴν Κρήτη.

Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Χορὸς πολυάριθμος, τῶν Ἀσκητῶν τοῦ Χριστοῦ, λαμπρῶς συγκροτούμενος, τῷ τῆς ἀγάπης δεσμῶ, ἐν Κρήτῃ ἐξέλαμψεν ἔνθα καὶ ὁμοφρόνως, ἐνασκήσαντες πίστει, πάντες μία ἡμέρα, μετετέθησαν ἄνω, πρεσβεύοντες Χριστῷ τῷ Θεῷ, δοῦναι πάσιν ἠμὶν συγχώρησιν.

 

 
Ὁ Ὅσιος Σέργιος «ὁ ἐν τῷ Σπηλαίῳ» (Ρῶσος)


 

 
Οἱ Ἅγιοι Παρμενίας, Πολυτέλειος, Ἐλυμᾶς, Μώκιος, Χρυσοτέλης, Μάξιμος, Λουκᾶς, Ἀβδίας, Σέμνιος καὶ Ὀλυμπιάδας, Συναθλητὲς Ἁγ. Πολυχρονίου (+ 4ος αἰ.)


 

 
Μνήμη Παναγίας «Ναυπακτιώτισσας»

Στὶς 7 Ὀκτωβρίου ἢ τὴν πρώτη Κυριακὴ μετὰ τὶς 7 Ὀκτωβρίου, ἑορτάζεται στὴ Ναύπακτο ἡ Παναγία τῆς Ναυπάκτου, εἰς μνήμην τῆς Ναυμαχίας τῆς Ναυπάκτου, ποὺ ἔγινε 7-9-1571 καὶ ὁ χριστιανικὸς εὐρωπαϊκὸς στόλος - μαζὶ μὲ τοὺς Ἕλληνες - κατέστρεψε τὸν ἀντίστοιχο Μουσουλμανικό.

Κυριακή Γ΄Λουκᾶ. Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ


πηγή


Κυριακή Γ΄ Λουκᾶ (Λουκ. ζ΄11-16)
Εἰς τὸ τῆς τρίτης Κυριακῆς τοῦ Λουκᾶ Εὐαγγέλιον ὑπόθεσιν
ἔχον τὸν ὑπὸ τοῦ Κυρίου ἐγερθέντα τῆς χήρας παῖδα. Ὁμιλία μβ΄.



Τὸ θεῖον καὶ κοινωφελὲς ὁ μέγας Παῦλος τῆς πίστεως ἐνδεικνύμενος, καὶ καταγγέλων αὐτῆς τὰ ἔργα καὶ τὰ ἆθλα καὶ τοὺς καρποὺς καὶ τὴν δύναμιν, ἀπ’ αὐτῶν μὲν ἄρχεται τῶν αἰώνων, ὧν οὐδὲν ἀρχαιότερον, Πίστει, λέγων, νοοῦμεν κατηρτίσθαι τοὺς αἰῶνας ρήματι Θεοῦ εἰς τὸ μὴ ἐκ φαινομένων τὰ βλεπόμενα γεγονέναι, τελευτᾷ δὲ εἰς τὴν μέλλουσαν παγκοσμίαν ἀνάστασιν, καὶ τὴν κατ’ αὐτὴν τῶν ἁγίων τελείωσιν, ἧς οὐδὲν τελεώτερον· μεταξὺ δὲ τῶν ἐν τῆ πίστει θαυμασθέντων καὶ δι’ ἑαυτῶν ταύτῃ συμμαρτυρούντων ποιούμενος τὸν κατάλογον καὶ τοῦτό φησιν, ὅτι διὰ πίστεως ἔλαβον γυναῖκες ἐξ ἀναστάσεως τοὺς νεκροὺς αὐτῶν. Αἱ δὲ εἰσιν ἥ τε Σαραφθία καὶ ἡ Σουμανῖτις, ὧν ἡ μὲν τὸν υἱὸν θανόντα παρὰ τοῦ προφήτου Ἠλιοῦ πάλιν ἔλαβε ζῶντα, ἡ δὲ Σουμανῖτις παρὰ τοῦ Ἐλισσαίου τὸν ἑαυτῆς, ἑκατέρα δὲ τούτων μεγάλην δι’ ἔργων ἐπεδείξατο πίστιν·  ἡ μὲν Σαραφθία κατὰ πίστιν φθάσασα τὴν ἐπηγγελμένην παρὰ τοῦ προφήτου τῶν ἐδωδίμων αὔξησιν, καὶ πρὸ τῶν παίδων θρέψασαι τοῦτο ἐκ τῆς τοῦ ἀλεύρου δρακὸς καὶ τοῦ ὀλίγου ἐλαίου, ἅ μόνα φαγεῖν εἶχε, καὶ μετὰ τῶν παίδων ἀποθανεῖν.  Ἀλλὰ καὶ τοῦ υἱοῦ αὐτῆς μετὰ τὴν Ἠλιοῦ παρουσίαν ἀρρωστήσαντος καὶ ἀποθανόντος· Ἦν γάρ, φησίν, ἡ ἀρρωστία αὐτοῦ μεγάλη σφόδρα ἕως οὐκ ἀπελείφθη ἐν αὐτῷ πνεῦμα ζωῆς·  αὕτη οὐκ ἀπώσατο τὸν προφήτην, οὐκ ἐμέμψατο, οὐκ ἀπεπήδησε τῆς, ἥν παρ’ αὐτοῦ ἐδιδάχθη θεοσεβείας, ἀλλ’ ἑαυτῆς κατηγόρησε, καὶ τὰς οἰκείας ἁμαρτίας, αἰτίας εἶναι τοῦ πάθους ἐνόμισεν, ἄνθρωπον μὲν τοῦ Θεοῦ τὸν Ἠλίαν ἐπ’ αὐτῆς καλοῦσα τῆς συμφορᾶς, ἑαυτὴν δὲ μᾶλλον καταιτιωμένη καὶ λέγουσα πρὸς αὐτὸν προτρεπτικῶς μᾶλλον ἤ σκωπτικῶς, Τί ἐμοὶ καὶ σοί, ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ; εἰσῆλθες πρὸς με ἀναμνῆσαι τὰς ἁμαρτίας μου καὶ θανατῶσαι τὸν υἱόν μου.  Φῶς εἶ σύ, φησί, κατὰ μέθεξιν, ὡς φωτὸς τοῦ τῆς δικαιοσύνης διάκονος, καὶ παραγενόμενος ἐμφανῆ μου τὰ ἀφανῆ πεποίηκας ἁμαρτήματα, ταῦτα δὲ μου τὸν υἱὸν ἐθανάτωσαν. Ὁρᾶτε πίστιν γυναικὸς ἀλλοφύλου, ὁρᾶτε ταπείνωσιν. Διὰ τοῦτο καὶ τὴν ἐκλογὴν εἰκότως ἔλαβε παρὰ τοῦ Θεοῦ τὴν ἀρχήν, καὶ πρόγραμμα γενέσθαι κατηξιώθη τῆς τῶν ἐθνῶν κλήσεώς τε καὶ πίστεως, ὕστερον δὲ καὶ τὸν παῖδα ζῶντα ἐδέξατο. Ἡ δὲ Σουμανῖτις καὶ ἀφ’ ὧν εἶπε πρὸς τὸν ἄνδρα αὐτῆς περὶ Ἐλισσαίου, καὶ ἀφ’ ὧν ἡτοίμασε πρὸς ὑποδοχὴν τῷ προφήτῃ, καὶ ἀπὸ τῆς φιλοσοφίας ἥν ἐπεδείξατο τοῦ παιδὸς θανόντος, τὴν πίστιν ἔδειξε.  Κρύψασα γὰρ ἡσυχῇ τὸ πάθος ἐπὶ τὸν προφήτην ἔδραμε, καὶ εἵλκυσεν ἐπὶ τὴν οἰκίαν, πρὸς αὐτὸν εἰποῦσα, «Ζῇ Κύριος, καὶ ζῇ ψυχή του, εἰ ἐγκαταλείψω σε».  Καὶ διὰ τῆς πίστεως ταύτης ἀναστάντα τὸν υἱὸν παρὰ τοῦ προφήτου ἐδέξατο, ὡς μὴ μᾶλλον εἶναι τῶν προφητῶν ἐκείνων τὸ ἐξαίρετον τοῦτο θαῦμα ἤ τῆς τῶν δεξαμένων τοὺς ἀναστάντας μητέρων πίστεως· καθάπερ καὶ ὁ Παῦλος ὑπέφηνεν εἰπών·  «Διὰ πίστεως ἔλαβον γυναῖκες ἐξ ἀναστάσεως τοὺς νεκροὺς αὐτῶν».
Ἀλλὰ καίτοι συνεργὸν ἔχοντες τῶν μητέρων οἱ προφῆται τὴν πίστιν καὶ τὴν πρὸς Θεὸν εὐαρέστησιν, ὁ μὲν Ἠλιοὺ τὰ τε ἄλλα πεποίηκε, καὶ μετ’ ὀλοφυρμοῦ πρὸς τὸν Θεὸν ἀνεβόησεν·  Οἴμοι, λέγων, Κύριε, ὁ μάρτυς τῆς χήρας, μεθ’ ἧς ἐγὼ κατοικῶ, σὺ ἐκάκωσας τοῦ θανατῶσαι τὸν υἱὸν αὐτῆς, καὶ ἐπεκαλέσατο καὶ εἶπε, Κύριε ὁ Θεός μου, ἐπιστραφήταω δὴ ἡ ψυχὴ τοῦ παιδαρίου τούτου εἰς αὐτό. Καὶ ἐγένετο οὕτως. Ὁ δὲ Ἐλισσαιὲ μὴ μόνον προσφέρυ τῷ παιδαρίῳ περιιὼν καὶ ἀνακάμπτων ἕως ἑπτάκις, ἀλλὰ καὶ προσηύξατο πρὸς Κύριον κατὰ τὸ γεγραμμένον, καὶ οὕτω τὸν τῆς Σουμανίτιδος ἀνεζώωσεν. Ὁ δὲ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς κατὰ τὴν σήμερον ἀναγινωσκομένην τοῦ Εὐαγγελίου φωνὴν σπλαγχνισθεὶς ἐπὶ τῇ χήρᾳ ἧς ὁ υἱὸς ἐξεκομίζετο τεθνηκώς, καὶ μηδὲν μελλήσας, μηδὲ πραγματευσάμενος, μηδ’ εὐξάμενος, ἀλλὰ προστάγματι μόνῳ δοὺς ἐκ νεκροῦ ζῶντα τὸν μονογενῇ τῇ πενθούσῃ μητρί, μόνος ἔδειξεν αὐτὸς ὤν ὁ ζωῆς καὶ θανάτου Κύριος. Ἐγένετο, φησὶν ὁ εὐαγγελιστὴς, ἐν τῇ ἑξῆς ἐπορεύετο ὁ Ἰησοῦς εἰς πόλιν καλουμένην Ναΐν. Αὐτόκλητος ἐπὶ τὸ μέγα θαῦμα τοῦτο τῆς ἀναστάσεως ὁ Κύριος ἔρχεται, ἵνα δείξῃ μὴ μόνην τὴν ζωοποιὸν δύναμιν, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀγαθότητα καὶ τὴν εὐσπλαχνίαν ἀσύγκριτον ἔχων. Τῷ μὲν Ἠλίᾳ οἷον καὶ ἐπέσκωψεν ἡ Σαραφθία κινοῦσα, πρὸς τὴν τοῦ παιδὸς ἀναβίωσιν· τὸν δὲ Ἐλισσαῖον προδιδάξασα μὴ προϊδόντα τὸ πάθος, εἶτα καὶ κατηνάγκασεν ἡ Σουμανῖτις. «Ζῇ, λέγουσα, Κύριος, καὶ ζῇ ἡ ψυχή του, εἰ ἐγκαταλείψω σε»!  Ὁ δὲ Κύριος καὶ προγινώσκει παρ’ ἑαυτοῦ, καὶ μηδενὸς ἐκκαλουμένου πορεύεται πρὸς τὴν πόλιν, ἀφ’ ἧς ὁ τεθνηκὼς ἐξεκομίζετο παῖς. Ἐπορεύετο δέ, φησίν, ἐν τῇ ἑξῆς. Καὶ τοῦτο πανσόφως ὁ εὐαγγελιστὴς ὑπεσημάνατο. Ὑπογράφει γὰρ ἡ τοῦ παιδὸς τῆς χήρας ἀνάστασις τὴν ἀνακαίνισιν τοῦ ἡμετέρου νοῦ. Χήρα γὰρ ἦν καὶ ἡ καθ’ ἡμᾶς ψυχὴ διὰ τὴν ἁμαρτίαν στερηθεῖσα τοῦ οὐρανίου νυφμίου, ἔχουσα καθάπερ τινὰ μονογενῆ τὸν οἰκεῖον ἑκάστῃ νοῦν, ὅς τεθνηκὼς ἦν τῷ κέντρῳ τῆς ἁμαρτίας ἀπολέσας τὴν ὄντως ζωήν. Ἐξεκομίζετο δε καὶ οὗτος, πορρωτέρω δήπου Θεοῦ γινόμενος ὑπὸ τῶν ἀγόντων αὐτὸν παθῶν εἰς ἄδου καὶ ἀπωλείας βυθούς, ἀλλὰ πορευθεὶς ἐφ’ ἡμᾶς ὁ Κύριος, καὶ Ἐπιστὰς ἤδη τῇ διὰ σαρκὸς αὐτοῦ παρουσίᾳ καὶ ἀνεκαίνισε καὶ ἀνήγειρεν.  Αὕτη δὲ οὐκ ἐξ ἀρχῆς ἐφ’ ἡμᾶς, ἀλλ’ ὕστερον ἐπ’ ἐσχάτων αἰώνων γέγονε. Διὰ τοῦτο οὐδὲ τοῦτο παρῆκεν ὁ εὐαγγελιστὴς ἐπορεύετο, λέγων, ἐν τῇ ἑξῆς ὁ Ἰησοῦς ἀναστήσων τὸν τεθνηκότα τῆς χήρας παίδα, καὶ ταύτης τὸ πένθος εἰς εὐφροσύνην μετασκευάσων.  Προσέχετε τοῖς λεγομένοις τὸν νοῦν, ἀδελφοί, παρακαλῷ·  καὶ ὑμῶν γὰρ ἕκαστος ἐὰν αἴσθησιν λάβῃ τοῦ ἐν αὐτῷ τεθνηκότος, καὶ τὰς οἰκείας ἁμαρτίας θρηνῇ πενθῶν, καὶ σκυθρωπάζων διὰ  ταύτας ἐν μετανοίᾳ, πορεύσεται καὶ πρὸς αὐτὸς ὁ Παράκλητος ζωὴν παρέχων καὶ παράκλησιν τὴν αἰώνιον.  Μακάριοι γάρ, φησίν, οἱ πενθοῦντες ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται.
Ἀλλ’ ἐπορεύετο, φησίν, ὁ Ἰησοῦς, καὶ συνεπορεύοντο αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἱκανοὶ καὶ ὄχλος πολύς. Ὁ μὲν Ἠλίας μονοῦται μέλλων ἀναστήσειν τὸν τῆς Σαραφθίας, καὶ ὁ Ἐλισσαῖος ἀναβὰς εἰς τὸ ὑπερῷον, ἔνθα ὁ τεθνηκὼς ἔκειτο, ἀπέκλεισε τὴν θύραν, ὡς ἡ ἱστορία φησί, κατὰ τῶν δύο αὐτῶν, τῆς τε Σουμανίτιδος καὶ τοῦ οἰκείου μαθητοῦ Γιεζῆ. Ἐπεὶ γὰρ ἐκτενεστάτης ἦν αὐτοῖς πρὸς τὸν Θεὸν δεήσεως χρεία, πεφύκασι δὲ οἱ ἄνθρωποι μονωθέντες τὸν νοῦν ἀπασχολεῖν τελεώτερον, καὶ πρὸς τὸν Θεὸν ὅλον ἀνατείνειν ἔχειν, διὰ τοῦτο καὶ τῶν οἰκειοτάτων ἐχώρισαν ἑαυτούς·  ὁ δὲ Κύριος, ὡς ἀληθῶς ζωῆς ἔχων καὶ θανάτου τὴν ἐξουσίαν καὶ μηδαμῶς προσευχῆς ἐπὶ τῷ ζωῶσαι τὸν παῖδα δεόμενος, οὐ μόνον τοὺς οἰκείους μαθητὰς εἶχε μεθ’ ἑαυτοῦ, ἀλλὰ καὶ ὄχλον πολύν, τὸν μὲν αὐτὸς ἦγε, τὸν δὲ περὶ τὸν ἐκφερόμενον εὗρε.  Καὶ πάντων ὁρώντων καὶ ἀκουόντων προστάγματι μόνῳ τὸν νεκρὸν ἐζώωσεν, ὑπὸ φιλανθρωπίας παρρησίᾳ τοῦτο ποιήσας, ἵνα πάντας ἐφελκύσηται πρὸς τὴν εἰς αὐτὸν σωτήριον πίστιν. Ὡς γὰρ ἤγγισε, φησί, τῇ πύλῃ τῆς πόλεως, ἐξεκομίζετο τεθνηκώς. Προειδὼς γὰρ καὶ αὐτὴν τῆς ἐκφορᾶς τὴν ὥραν εἰς καιρὸν ἐπέστη. Ἐξεκομίζετο οὖν τεθνηκὼς υἱὸς μονογενὴς τῇ μητρὶ αὐτοῦ, καὶ αὐτὴ χήρα, τὰ αὐτὰ τῇ πενθούσῃ, καὶ τὴν λύπην ηὔξησε πολλαπλασίαν, καὶ τὴν λύσιν ἐξαισίαν ἤνεγκεν. Ἰδὼν γὰρ ὁ Κύριος μητέρα, καὶ μητέρα χήραν, ἐφ’ ἑνὶ παιδὶ τὰς ἐλπίδας σαλεύουσαν, καὶ ἀώρῳ θανάτῳ τοῦτο ἀφῃρημένην, ἑπομένην τε τῇ σορῷ τοῦ παιδὸς καὶ καπτομένην ἐλεεινῶς, ἐσπλαγνίσθη, φησί.  Πῶς γὰρ οὐκ ἔμελλεν, ὁ πατὴρ τῶν ὀρφανῶν καὶ κριτὴς τῶν χηρῶν; καὶ εἶπε πρὸς αὐτὴν παραμυθούμενός τε καὶ τὸ μέλλον προωρῶν, Μὴ κλαῖε. ᾜδει μὲν γὰρ ἐκεῖνος, τί ἔμελλε ποιεῖν. Ἡ δὲ γυνὴ οὔτε αὐτὸν ᾔδει, πολλῷ μᾶλλον οὐδὲ τὸ μέλλον. Διὸ οὐδὲ πίστιν εἶχεν, οὐδὲ ἤτει παρ’ αὐτοῦ τι, οὐδὲ αὐτὸς ἀπῄτει πίστιν παρ’ αὐτῆς. Ἀλλὰ πάντα δυνάμενος, καὶ μηδὲ τῆς ἀπὸ τῶν πιστευόντων συνεργείας δεόμενος, προσελθὼν ἥψατο τῆς σοροῦ, ἵνα δείξῃ καὶ τὸ οἰκεῖον σῶμα ζωοποιὸν ἔχων, ὡς ὁμόθεον, δύναμιν, καὶ εἶπε, Νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι. Καὶ ἀνεκάθισεν ὁ νεκρός. Ἤκουσε γὰρ ὁ κωφὸς χοῦς τοῦ καλοῦντος τὰ μὴ ὄντα, ὡς ὄντα, ἤκουσε τοῦ τὰ πάντα φέροντος τῷ ρήματι τῆς δυνάμεως αὐτοῦ, ἤκουσεν οὐ φωνὴν ἀνθρώπου θεοφόρου, ἀλλὰ Θεοῦ ἐναθρωπήσαντος.  Καὶ μὴ μόνο ἀνεκάθισεν ὁ νεκρός, ἀλλὰ καὶ ἤρξατο λαλεῖν.  Καὶ ἐπὶ τοῦ υἱοῦ γὰρ τῆς Σαρφθίας, χήρας, ἡνίκα ἐπέστρεψεν ἡ ψυχὴ αὐτοῦ εἰς αὐτόν, ἀνεβόησεν εὐθὺς τὸ παιδίον κατὰ τὴν ἱστορίαν. Δεῖγμα δὲ τοῦτο τοῦ μὴ κατὰ φαντασίαν εἶναι τὴν ἀνάστασιν. Ὁ μὲν οὖν Ἠλίας, ἕνα διὰ προσευχῆς, καὶ ὁ Ἐλισσαῖος ἔτι ζῶν ἕτερον ἀνέστησε νεκρόν, πιστούμενοι καὶ προδεικνύντες τὴν θεανδρικὴν τοῦ Χριστοῦ ζωοποιὸν ἐνέργειαν· ὁ δὲ Κύριος τρεῖς μὲν ἐκ νεκρῶν ἤγειρε προστάγματι πρὸς τοῦ σταυροῦ, τὸν παῖδα τῆς χήρας τοῦτον, τὴν τοῦ ἀρχισυναγώγου θυγατέρα, καὶ τὸν τετραήμερον Λάζαρον·  ἐν δὲ τῷ σταυρῷ πολλοὺς, οἵ καὶ ἐνεφανίσθησαν πολλοῖς. Πρὸς δὲ τούτοις μετὰ τὸ ὑπὲρ ἡμῶν διὰ σταυροῦ θάνατον ἑαυτὸν ἀνέστησε, μᾶλλον δὲ ἐξανέστησε τρίημερον, μόνος αὐτὸς ἀρχηγὸς γεγονὼς τῆς ἀϊδίου ζωῆς. Οἱ γὰρ  ἄλλοι πάντες εἰ καὶ ἀνέστησαν, ἀλλὰ τῆς θνητῆς πάλιν καὶ καθ’ ἡμᾶς μετέλαχον ζωῆς·  Χριστοῦ δὲ ἐκ νεκρῶν ἀναστάντος, θάνατος αὐτοῦ οὐκέτι κυριεύει.  Διὸ καὶ μόνος ὁ Κύριος ἀπαρχὴ τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο, τοὐτέστι τῶν πιστῶν, καὶ ἐπ’ ἐλπίδι ἀναστάσεως καὶ ζωῆς αἰωνίου τῶν ὧδε μεταναστάντων. Ἀπαρχὴ γοῦν τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο,  καὶ πρωτότοκος ἐκ τῶν νεκρῶν, καὶ ἡμῖν ἐπιστώσατό τε καὶ ἐπηγγείλατο οὐ τὴν καθ’ ἡμᾶς ζωὴν ταύτην, τὴν θνητὴν καὶ ἐπίκηρον, ἅτε ψυχικῷ πνεύματι διοικουμένην, ἀλλὰ τὴν ἐν ἐλπίσιν ἡμῖν ἀποκειμένην ἔνθεον καὶ ἀθάνατον καὶ αἰώνιον.  Αὕτη γὰρ αὐτοῦ δῶρον ὄντως θεοπρεπέστατον. Ὡς οὖν μὴ ταύτην ἐνταῦθα παρέχον τοῖς ὑπ’ αὐτοῦ ἀναστᾶσιν, ἀλλὰ τὴν θανάτῳ διακοπτομένην, οὐκ αὐτοῖς αὐτὴν χαριζόμενος παρέχει, ἀλλὰ δι’ ἑτέρους τοῦτο ποιεῖ, ἐνάγων πρὸς πίστιν αὐτούς, ἥ πρόξενός ἐστι τῆς αἰωνίου ζωῆς. Κἀνταῦθα γὰρ οὐ τὸν παῖδα δι’ ἑαυτὸν, ἀλλὰ διὰ τὴν μητέρα, σπλαχνισθεὶς ἐπ’ αὐτῇ, τὸν παῖδα ἀνέστησεν, ὡς ὁ εὐαγγελιστὴς σαφῶς ἱστορεῖ. Διὸ καὶ ἀναστήσας ἔδωκεν αὐτὸν τῇ μητρὶ αὐτοῦ.
 Ἀλλ’ ὁρᾶτε, πῶς ὁ Κύριος σπλαχνισθεὶς ἐπὶ τῇ χήρᾳ πενθούσῃ τὸν υἱὸν, οὐ παραμυθητικοῖς μόνον πρὸς αὐτὴν ἐχρήσατο λόγοις, ἀλλὰ καὶ δι’ ἔργον αὐτὴν ἐθεράπευσεν. Οὕτω καὶ ἡμεῖς ποιῶμεν πρὸς δύναμιν, καὶ μὴ λόγῳ μόνῳ συμπαθεῖς ὧμεν τοῖς κακῶς πάσχουσιν, ἀλλὰ καὶ δι’ ἔργων τὸ πρὸς αὐτοὺς συμπαθὲς ἐπιδείξωμεν. Ἐὰν γὰρ ἡμεῖς πάσῃ δυνάμει τὴν εὐποιΐαν ἐπιδειξώμεθα, καὶ ὁ Θεὸς ἀμειβόμενος πάσῃ δυνάμει τὴν πρὸς ἡμᾶς εὐποιΐαν ἀντεπιδείξεται. Συνορᾶτε δὴ τὴν ὑπεροχὴν καὶ τὴν ὑπερβολὴν τῆς ἀμοιβῆς ὅση. Καθόσον γὰρ ὑπερέχει Θεὸς ἀνθρώπου, κατὰ τοσοῦτο καὶ ἡ δύναμις ἐκείνου τῆς ἀνθρωπίνης δυνάμεως, καὶ ἡ παρὰ τῆς δυνάμεως ἐκείνης ἐκτελουμένη χάρις τῆς παρ’ ἡμῶν διδομένης. Εἴ τις ὀβολοὺς ἤτει χαλκοῦς, καὶ στατῆρας ἀντεδίδου χρυσοῦς, τίς οὐκ ἄν ἠσπάσατο τὸ συνάλλαγμα; Νῦν δὲ οὐ χάλεια χρυσείων ἐστὶν ἀλλάξασθαι, μετάλλων ἀμφοῖν τῇ φύσει σχεδὸν ὁμοτίμων, ἀλλ’ ἀνθρώπινα παρασχεῖν, καὶ κομίσασθαι θεῖα, καὶ ἀνθρώπινα πρὸς ἀνθρώπους, ὅ καὶ φυσικὸν ἔστιν ὄφλημα. Τὸ γὰρ πρὸς ἀλλήλους συμπαθὲς καὶ τὸν ἔλεον ἀλλήλοις  πάντως ἐκ τοῦ  πεφυκότος ὀφείλομεν. Ἄν δὲ καὶ πρὸς τοὺς πολυτρόπους εἰς ἡμᾶς τοῦ Θεοῦ ἀπίδωμεν οἰκτιρμούς, ὑπὲρ ὧν οὐδὲν αὐτὸς ἕτερον ἀπαιτεῖ παρ’ ἡμῶν ἤ τὸ πρὸς ἀλλήλους συγγνωμικόν τε καὶ κοινωνικὸν καὶ φιλάνθρωπον, λέγων, «Ἄφετε, καὶ ἀφεθήσεται ὑμῖν, δίδοτε, καὶ δοθήσεται ὑμῖν», πῶς οὐχ ὡς ἀπαραίτητον χρέος, ἐφ’ ὅσον ἔχομεν, δι’ ἔργων πρὸς τοὺς δεομένους τῶν ἀδελφῶν τὴν συγγνώμην καὶ τὸν ἔλεον ἀποδώσομεν; Ἐπεὶ δὲ μὴ μόνον ἠλεήθημεν παρὰ Θεοῦ, καὶ τοσαῦτα εὐηργετήθημεν, ὅσα οὐδὲ ἀπαριθμήσασθαι δυνατόν, ἀλλὰ καὶ ἐγγύας πάλιν ἐλάβομεν παρ’ αὐτοῦ, μέτρῳ καλῷ καὶ πεπιεσμένῳ τῆς πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς εὐποιΐας λήψεσθαι τὴν ἀντίδοσιν, τί μὴ πρὸς ταύτην σπεύδομεν ὅση δύναμις, τὶ μὴ καὶ τὴν ζωὴν αὐτὴν ὑπὲρ ἀλλήλων, εἰ δεήσει, κατὰ μίμησιν τοῦ Δεσπότου κατατιθέμεθα, ἴνα ἀντιλάβωμεν παρ’ αὐτοῦ τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον;  Καίτοι καὶ τοῦτο χρέος ἡμῖν, εἰ καὶ μὴ  πρὸς ἀλλήλου ς ἴσως, ἀλλὰ πρὸς τὸν δόντα ἑαυτὸν εἰς θάνατον ὑπὲρ ἡμῶν, οὐκ εἰ λύτρον μόνον, ἀλλὰ καὶ παράδειγμα  καὶ διδασκαλίαν  ἔπρακτον  ἔργου καὶ λόγου καὶ νοῦ παντὸς ἀσυγκρίτως ὑψηλοτέραν. Εἰς τοῦτο γάρ, φησίν, Χριστὸς ἔπαθεν ὑπὲρ ἡμῶν ὑμῖν ὑπολιμπάνων ὑπογραμμόν, ἵνα ἐξακολουθήσωμεν  τοῖς ἴχνεσιν αὐτοῦ, καὶ ἕτοιμοι ὦμεν, εἰ δεήσει, καὶ τὴν ψυχὴν ἡμῶν θεῖναι, εἰς ἐκπλήρωσιν τῶν ἐντολῶν αὐτοῦ. Οὕτω γὰρ καὶ τῆς ἐν αὐτῷ διαιωνιζομένης ζωῆ ς καὶ βασιλείας μεθέξομεν, συζῶντες ἀϊδίως αὐτῷ καὶ συνδοξαζόμενοι.
Ὁρᾶτε τὸν Μυροχεύμονα τοῦτον, οὗ προσάγουσαν τὴν μνήμην τῆς ἱερᾶς μαρτυρίας προερτάζειν ἠρξάμεθα σήμερον, τὸ αἷμα τοῦ οἰκείου σώματος ἑκὼν ἐξέχεεν ὑπὲρ Χριστοῦ, καὶ ἀένναον αὐτὸ καὶ ἀνεξάντλητον διὰ τοῦτο πεποίηκε πηγὴν παλυειδῶν θαυμάτων, ἁγιασμοῦ ψυχῆς, καὶ σώματος εὐωδεστάτου καὶ ἱερωτάτου μύρου. Καίτοι ψυχὴ μὲν ἡ τοῦ μεγαλομάρτυρος τὴν μετ’ ἀγγέλων ἀΐδιον καὶ ἀναλλοίωτον δόξαν ἀπολαβοῦσα νῦν ἔχει δικαίος ἐν οὐρανοῖς·  τὸ δὲ σῶμα οὔπω ἐκείνῃ συνεδοξάσθη, ἀλλ’ οἷόν τι πρόγραμμα καὶ τύπος καὶ σύμβολόν ἐστι τὰ παρόντα πρὸς τὴν μέλλουσαν ἀποκαλύπτεσθαι περὶ αὐτὸ θειοτάτην καὶ οὐράνιον δόξαν. Εἰ δὲ τὸ πρόγραμμα καὶ ὁ τύπος τοιοῦτος, τί τὸ μέλλον ἐκεῖνο τέλος; Πάντως ἄρρητόν τε καὶ ἀνεννόητον. Γένοιτο δὲ καὶ ἡμᾶς ταῖς πρεσβείαις τοῦ ἐν μάρτυσι μυροχεύμονος ὥσπερ ἐνταῦθα τοῦ προχεομένου παρ’ αὐτοῦ θείου μύρου τούτου μεταλαμβάνομεν, οὕτω καὶ τότε τῆς δόξης ἐκείνης θεωροὺς καὶ μετόχους εἶναι χάριτι καὶ φιλανθρωπίᾳ τοῦ ἐνδοξαζομένου τοῖς οἰκείοις μάρτυσιν Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ ἐπὶ πάντων Θεοῦ, ᾧ πρέπει πᾶσαι δόξα εἰς ἀπεράντους αἰῶνας. Ἀμήν.
Παρουσιάζοντας ὁ μέγας Παῦλος τὴ θεϊκότητα καὶ τὴν ὠφελιμότητα τῆς πίστεως καὶ ἀναφέροντας τὰ ἔργα της καὶ τοὺς ἄθλους καὶ τοὺς καρποὺς καὶ τὴ δύναμή της, ἀρχίζει ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ἀρχὴ τῶν αἰώνων, ἀπὸ τοὺς ὁποίους τίποτα δὲν ὑπάρχει ἀρχαιότερο.  Μὲ τὴν πίστη, λέει, κατανοοῦμε ὅτι ἀποτελέστηκαν οἱ αἰῶνες μὲ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ δημιουργηθοῦν τὰ ὁρατὰ ἀπὸ ἀόρατα καὶ τελειώνει στὴ μελλοντική, παναθρώπινη ἀνάσταση καὶ τὴν τελείωση τῶν ἁγίων, ποὺ θὰ συμβῆ τότε, ἀπὸ τὴν ὁποία τίποτα δὲν εἶναι τελειότερο. Κι ἐνῶ κάμει τὸν κατάλογο ἐκείνων ποὺ θαυμάστηκαν γιὰ τὴν πίστη τους καὶ μὲ τὸ παράδειγμά τους δίνουν μαρτυρία γι’ αὐτὴν, προσθέτει καὶ τοῦτο·  Ἐξ αἰτίας τῆς πίστης τους ξαναπῆραν γυναῖκες μὲ ἀνάσταση τοὺς νεκρούς τους.  Καὶ αὐτὲς εἶναι ἡ Σαμαφθία καὶ ἡ Σουμανίτιδα. Ἀπ’ αὐτὲς ἡ πρώτη πῆρε ζωντανὸ τὸ νεκρὸ γιό της μὲ θαῦμα τοῦ προφήτη Ἠλία, καὶ ἡ Σουμανίτιδα μὲ θαῦμα τοῦ Ἐλισσαίου τὸ δικό της. Ἡ κάθε μία ἀπ’ αὐτὲς ἔδειξε μὲ τὰ ἔργα της μεγάλη πίστη.  Ἡ Σαραφθία εἶδε  τὴν  αὔξηση τῶν τροφίμων, ποὺ εἶχε ὑποσχεθῆ ὁ προφήτης καὶ πρὶν ἀπὸ τὰ παιδιά της  ἔθρεψε τὸν προφήτη ἀπὸ τὴ φούχτα τὸ ἀλεύρι καὶ τὸ λίγο λάδι, ποὺ μόνο εἶχε νὰ φάη μαζὶ μὲ τὰ παιδιά της καὶ νὰ πεθάνη. Ἀλλὰ  καὶ ὅταν μετὰ τὸν ἐρχομὸ τοῦ Ἠλία ἀρρώστησε καὶ πέθανε ὁ γιός της -ἦταν μεγάλη ἡ  ἀρρώστια του, ὥσπου δὲν τοῦ ἀπόμεινε πιὰ πνοὴ  ζωῆς- αὐτὴ δὲν ἔδιωξε τὸν προφήτη, οὔτε τὸν κατηγόρησε, οὔτε ξέφυγε ἀπὸ τὴ θεοσέβεια ποὺ εἶχε ἀπ’ αὐτὸν διδαχθῆ, ἀλλὰ κατηγόρησε τὸν ἑαυτό της  καὶ νόμισε  ὅτι  οἱ ἁμαρτίες της ἦταν αἰτία τῆς δυστυχίας της. Ἔλεγε μέσα στὴ συμφορά της τὸν  Ἠλία «ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ» κι ἔριχνε τὶς αἰτίες στὸν ἑαυτό της. Τοῦ ἔλεγε σοβαρὰ καὶ  καθόλου εἰρωνικά, τί θέλεις ἀπὸ μένα ἄνθρωπε  τοῦ Θεοῦ; Μπῆκες στὸ σπίτι μου γιὰ  νὰ μοῦ θυμίσης τὶς ἁμαρτιές  μου καὶ νὰ  θανατώσης τὸ γιό μου; Εἶσαι φῶς, λέει, κατὰ συμμετοχή, ἐπειδὴ εἶσαι ὑπηρέτης τοῦ φωτὸς τῆς δικαιοσύνης καὶ μὲ τὸν  ἐρχομό σου ἔκαμες φανερὰ τὰ ἀθώρητα ἀμαρτήματά μου. Αὐτὸ σκότωσε τὸ γιό μου. Βλέπετε πίστη γυναίκας ἀλλόφυλης, βλέπετε ταπείνωση;  Γι’ αὐτὸ καὶ πρώτη ἔλαβε τὴν ἐκλογὴ ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ ἀξιώθηκε νὰ γίνη τὸ πρότυπο τῆς  κλήσης  καὶ τῆς πίστεως τῶν ἐθνῶν. Ἔπειτα ἔλαβε ζωντανὸ καὶ τὸ γιό της. Ἡ Σουμανίτιδα πάλι καὶ ἀπὸ ὅσα εἶπε στὸν ἄνδρα της γιὰ τὸν Ἐλισσαῖο κι’ ἀπὸ τὴν ἑτοιμασία της νὰ τὸν ὑποδεχθῆ καὶ ἀπὸ τὴν μετριοπάθεια ποὺ ἔδειξε, ὅταν πέθανε τὸ παιδί της, φανέρωσε τὴν πίστη της. Ἀφοῦ ἔκρυψε σιωπηλὰ τὸ δυστύχημά της ἔτρεξε στὸν προφήτη, τὸν τράβηξε στὸ σπίτι της λέγοντας·  «Ζῆ ὁ Κύριος καὶ ζῆ ἡ ψυχή του, ἄν σ’  ἐγκαταλείψω». Μὲ τὴν πίστη της αὐτὴ ἔλαβε ἀναστημένο ἀπὸ τὸν προφήτη τὸ γιό της. Ὥστε δ ὲν εἶναι κατόρθωμα τῶν προφητῶν ἐκείνων τὸ ἐξαιρετικὸ αὐτὸ θαῦμα, οὔτε τῆς πίστης μόνο τῶν μητέρων ἐκείνων, ποὺ δέχτηκαν τοὺς ἀναστημένους. Αὐτὸ κι ὁ Παῦλος ἀφήνει νὰ ἐννοηθῆ, λέγοντας·  Ἐξ αἰτίας τῆς πίστης τους ἔλαβαν γυναῖκες μὲ ἀνάσταση τοὺς νεκρούς τους.
Ἀλλὰ μόλο ποὺ οἱ προφῆτες εἶχαν συνεργό τους τὴν πίστη τῶν μητέρων καὶ εὐαρέσκεια πρὸς τὸ Θεό, βρῆκαν δυσκολία. Ὁ Ἠλίας, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἄλλα, φώναζε μὲ θρῆνο πρὸς τὸ Θεό· ἀλλοίμονο, Κύριε, σὺ ποὺ προστατεύεις τὴ χήρα, ποὺ στὸ σπίτι της ἔχω κατοικία, σὺ ὡδήγησες στὸ θάνατο τὸ γιό της. Ἔπειτα τὸν ἐπικαλέστηκε καὶ εἶπε, Κύριε ὁ Θεός μου, ἄς ἐπιστρέψη  στὸ παιδάριο ἡ ψυχή του.  Κι ἔγινε ἔτσι. Ὁ Ἐλισσαῖος πάλι ὄχι μόνο στάθηκε κοντὰ στὸ παιδὶ γυρίζοντας γύρω του ἑφτὰ φορὲς ἀλλὰ καὶ προσευχήθηκε στὸν Κύριο, ὅπως εἶναι γραμμένο καὶ ἔτσι ξαναζωντάνεψε τὸ γιὸ τῆς Σουμανίτιδος. Ὁ Κύριος μας ὅμως Ἰησοῦς Χριστός, κατὰ τὸ σημερινὸ ἀνάγνωμσα τοῦ Εὐαγγελίου, σπλαχνίστηκε τὴ χήρα, ποὺ ἔπαιραν τὸ γιό της νεκρό. Δὲν καθυστέρησε καθόλου, δὲν ἐκοπίσασε, δὲν προσευχήθηκε· ἔδωσε πίσω ζωντανὸ  ἀπὸ νεκρὸ τὸ γιό της στὴ λυπημένη  μάνα  καὶ  ἔδειξε ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ μόνο Κύριος τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου –Πήγαινε ἔπειτα ὁ Ἰησοῦς γράφει  ὁ Εὐαγγελιστής, σὲ  μιὰ  πόλη ποὺ  τὴ λένε Ναΐν.  Ἀκάλεστος ἔρχεται ὁ Κύριος γι’ αὐτὸ τὸ μεγάλο  θαῦμα τῆς ἀναστάσεως, γιὰ νὰ δείξη ὅτι δὲν ἔχει μόνο τὴ δύναμη τῆς ζωῆς  ἀλλὰ  καὶ τὴν ἀσύγκριτη καλωσύνη καὶ τὴν συμπάθεια. Τὸν Ἠλία σὰ νὰ τὸν εἰρωνεύτηκε ἡ Σαραφθία, παρακινῶντας τον στὸ ξαναζωντάνεμα τοῦ παιδιοῦ της. Τὸν Ἐλισσαῖο πάλι ἡ Σουμανῖτις, ἀφοῦ τὸν ἐπληροφόρησε γιὰ τὸ πάθημά της  ποὺ δὲν τὸ γνώριζε, ἔπειτα τὸν  ὑποχρέωσε λέγοντας. «Ζῆ ὁ Κύριος καὶ ζῆ ἡ ψυχή του, ἄν σ’  ἐγκαταλείψω». Ὁ Κύριος καὶ γνωρίζει  ἀπὸ μόνος του πιὸ μπροστὰ καὶ χωρὶς κανεὶς νὰ τὸν παρακαλῆ πηγαίνει στὴν πόλη, ὅπου γινόταν ἡ κηδεία τοῦ νεκροῦ παιδιού. Πορεύεται  ἔπειτα, λέει. Κι αὐτὸ  πάνσοφα τὸ ὑποδήλωσε ὁ Εὐαγγελιστής. Ἡ ἀνάσταση τοῦ παιδιοῦ τῆς χήρας ὑποδηλώνει  τὴν ἀνακαίνιση τῆς ψυχῆς μας. Χήρα ἦταν καὶ ἡ  δική μας ψυχή, ποὺ ἔχασε γιὰ τὶς ἁμαρτίες τὸν οὐράνιο νυμφίο, κι  ἔχει σὰ μονογενῆ της τὸ νοῦ ποὺ τῆς ταιριάζει, ποὺ ἦταν νεκρὸς κι εἶχε χάσει τὴν  ἀληθινή ζωή  ἀπὸ τὸ κεντρί τῆς ἁμαρτίας. Ἐκηδευόταν  κι αὐτός, ἀφοῦ τὰ πάθη ποὺ  τὸν κυβερνοῦσαν τὸν  ἀπομάκρυναν ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ τὸν ὡδήγησαν στοὺς βυθοὺς τοῦ Ἄδη καὶ τῆς ἀπώλειας.  Ἔτρεξε  ὅμως σ’ ἐμᾶς  ὁ Κύριος  κι ἀφοῦ στάθηκε ἀνάμεσά μας μὲ τὴ σαρκικὴ παρουσία του , μᾶς ἀνανέωσε καὶ μᾶς ὤρθωσε. Αὐτὸ δὲν εἶχε γίνει ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἀλλὰ ἀργότερα στοὺς τελευταίους αἰῶνες.  Γι’ αὐτὸ μήτε τοῦτο δὲν τὸ παρέλειψε ὁ Εὐαγγελιστὴς λέγοντας·  Πήγαινε ἔπειτα ὁ Ἰησοῦς γιὰ ν’ ἀναστήση τὸ νεκρὸ γιὸ τῆς χήρας καὶ νὰ μεταβάλη τὸ πένθος  της σὲ χαρά. Προσέχετε,  παρακαλῶ, ἀδελφοί μου, στὰ λεγόμενα.  Καὶ σὲ καθένα ἀπὸ σᾶς, ἄν αἰσθανθῆ τὸ νεκρὸ ποὺ ἔχει μέσα του καὶ μέσα σὲ πένθος θρηνήση τὶς ἁμαρτίες του καὶ λυπηθῆ   μετανοῶντας  γι’ αὐτές, θὰ βαδίση καὶ πρὸς αὐτὸν ὁ παράκλητος δίνοντάς του  ζωὴ καὶ παρηγορία αἰώνια. Γιατί λέει·  Μακάριοι ὅσοι πενθοῦν, γιατὶ θὰ παρηγορηθοῦν.
Πορευόταν ἔπειτα λέει ὁ Εὐαγγελιστής, ὁ Ἰησοῦς καὶ συμπορεύονταν μαζί του οἱ μαθηταί, ποὺ δὲν ἦσαν λίγοι καὶ κόσμος πολύς. Ὁ Ἠλίας ἀπομονώνεται, ὅταν εἶναι ν’ ἀναστήση τὸ γιὸ τῆς Σαραφθίας. Κι ὁ Ἐλισσαῖος ἀνέβηκε στὸ ὑπερῶο, ὅπου βρισκόταν ὁ νεκρὸς κι ἔκλεισε, ὅπως περιλαμβάνει ἡ διήγηση τὴ θύρα καὶ γιὰ τῆς δύο, τὴ Σουμανίτιδα καὶ τὸ μαθητή του Γιεζῆ. Ἐπειδὴ εἶχαν ἀνάγκη νὰ προσευχηθοῦν πολλὴ ὥρα στὸ Θεό, κι ἐπειδὴ ἀπὸ τὴ φύση τους οἱ ἄνθρωποι ἀπασχολοῦν τελειότερα τὸ νοῦ τους καὶ τὸν στρέφουν ὁλόκληρο πρὸς τὸ Θεό, ὅταν ἀπομονωθοῦν, γι’ αὐτὸ κι ἀποχωρίστηκαν ἀπὸ τοὺς πιὸ δικούς τους. Ὁ Κύριος ὅμως ἐπειδὴ ἀληθινὰ ἔχει τὴν ἐξουσία τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου καὶ δὲ χρειάζεται καθόλου νὰ προσευχηθῆ γιὰ νὰ ζωοποιήση τὸ παιδί, δὲν εἶχε μονάχα τοὺς δικούς του μαθητάς μαζί του ἀλλὰ καὶ κόσμο πολύ, ποὺ τὸν βρῆκε γύρω ἀπὸ τὸ νεκρό· κι ἐνῶ ὅλοι ἔβλεπαν κι ἄκουγαν, μὲ πρόσταγμα μόνο ἐζωοποίησε τὸ νεκρό. Καὶ τὄκαμε αὐτὸ μπροστὰ σ’ ὅλους ἀπὸ φιλανθρωπία, γιὰ νὰ προσελκύση ὅλους στὴ σωτήρια πίστη πρὸς αὐτόν.  Μόλις πλησίασε στὴν πύλη τῆς πόλης, γράφει, ἔβγαζαν κάποιο νεκρό.  Γνωρίζοντας ἀπὸ πρὶν ἀκόμη καὶ τὴν ὥρα τῆς ἐκφορᾶς φτάνει ὅταν πρέπη. Ἐκήδευαν κἄποιο νεκρό, μονογενῆ τῆς μετέρας του, ποὺ ἦταν χήρα. Εἶχε ὁδηγήσει τὴ λύπη τῆς χήρας στὸ πολλαπλάσιο ἀλλὰ προξένησε καὶ λύση θαυμαστή. Βλέπει ὁ Κύριος μιὰ μητέρα, καὶ μάλιστα χήρα. Γύρω σ’ ἕνα παιδὶ νὰ περιπλέκη τὶς ἐλπίδες της καὶ ἐνῶ τῆς τὄπαιρνε τώρα ἕνας πρόωρος θάντατος, αὐτὴ ἀκολουθοῦσε τὴ σορὸ του θρηνῶντας σπαραχτικά.  Τὴ σπλαχνίζεται ἀμέσως –Πῶς ἀλλιῶς θὰ ἔκανε ὁ πατέρας τῶν ὀρφανῶν καὶ προστάτης τῶν χηρῶν; Τὴ σπλαχνίστηκε καὶ τῆς εἶπε θέλοντας νὰ τὴν παρηγορήση, καθὼς πρόβλεπε τὸ μέλλον· Μὴ κλαῖς. Ἤξαιρε ἐκεῖνος τὶ θὰ ἔκανε, ἡ γυναίκα ὅμως, οὔτε αὐτὸν ἤξερε οὔτε, πολὺ περισσότερο, τὸ μέλλον.  Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν εἶχε πίστη, οὔτε γύρευε τίποτα ἀπ’  αὐτήν. Ἀλλὰ καθὼς ἦταν παντοδύναμος καὶ δὲν εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ τὴ βοήθεια ἐκείνων ποὺ πίστευαν, πλησίασε καὶ ἄγγιξε τὴ σορό, γιὰ νὰ δείξη ὅτι καὶ τὸ δικό του σῶμα, σὰν ὁμόθεο, εἶχε δύναμη ζωοποιό, τοῦ εἶπε· παλληκάρι, σοῦ λέγω σηκώσου. Ὁ νεκρὸς ἀνακάθεται. Ἄκουσε ἡ κουφὴ ὕλη αὐτὸν ποὺ καλοῦσε τὰ ἀνύπαρκτα σὰν ὑπαρκτά· ἄκουσε αὐτὸν ποὺ κυβερνᾶ τὰ πάντα μὲ τὸ λόγο τῆς δυνάμεώς του, ἄκουσε τὴ φωνὴ ὄχι ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ ἔχει μέσα τοῦ τὸ Θεό, ἀλλὰ τὸ Θεό ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος κι ὄχι μονάχα ἀνακάθεται ὁ νεκρὸς μὰ κι ἀρχίζει νὰ μιλᾶ.  Κι ὁ γιὸς ἐπίσης τῆς χήρας Σαραφθίας, ὅταν γύρισε σ’ αὐτὸν ἡ ψυχή του, φώναξε κατὰ τὴ διήγηση. Αὐτὸ εἶναι ἀπόδειξη ὅτι ἡ ἀνάσταση δὲν ἦταν φανταστική. Ὁ Ἠλίας λοιπὸν ἀνάστησε ἕνα νεκρό, μὲ τὴν προσευχή κι ἄλλον ἕνα ὁ Ἐλισσαῖος, ὅταν ἀκόμα ζοῦσε. Βεβαίωναν ἔτσι καὶ ἀποδείκνυαν ἀπὸ πρωτύτερα τὴ θεία μαζὶ κι ἀνθρώπινη ζωοποιὸ ἐνέργεια τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Κύριος ἀνάστησε πρὶν ἀπὸ τὸ σταυρό τρεῖς μὲ πρόσταγμά του, αὐτὸν ἐδῶ τὸ γιὸ τῆς χήρας, τὴν κόρη τοῦ ἀρχισυναγώγου καὶ τὸν τετραήμερον Λάζαρο. Πάνω στὸ σταυρὸ ἀνάστησε πολλούς, ποὺ σὲ πολλοὺς παρουσιάστηκαν. Ἐκτὸς ἀπ’ αὐτοὺς μετὰ τὸ θάνατό του γιὰ μᾶς ἐπάνω στὸ σαυρὸ ἀνάστησε τὸν ἑαυτὸ του ἤ καλύτερα τὸν ἐσήκωσε ὕστερα ἀπὸ τριῶν ἡμερῶν ταφὴ κι ἔγινε ἔτσι ὁ ἀρχηγὸς  τῆς αἰωνίας ζωῆς. Γιατὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι , ἄν κι ἀναστήθηκαν, ὅμως πάλι κοινώνησαν τὴν ἴδια μ’ ἐμᾶς θνητὴ ζωή- Τὸ Χριστὸ ὅμως ὅταν ἀναστήθηκε δὲν τὸν κυριεύει πιὰ θάνατος. Γι’ αὐτὸ κι ὁ Κύριος μόνος ἔγινε ἀρχηγὸς τῶν νεκρῶν, δηλαδὴ τῶν πιστῶν κι ἐκείνων ποὺ ἀποδήμησαν ἀπὸ δῶ μὲ τὴν ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεως καὶ τῆς αἰωνίας ζωῆς. Ἔγινε ἀρχηγὸς τῶν νεκρῶν καὶ πρωτότοκος ἀνάμεσα ἀπὸ τοὺς νεκροὺς κι ἔδωσε σ’ ἐμᾶς διαβεβαίωση καὶ ὑπόσχεση ὄχι γι’ αὐτὴ τὴ δική μας ζωή, τὴ θνητὴ καὶ σημαδεμένη μὲ τὴ φθορά, ἀφοῦ τὴν κυριαρχεῖ ἡ ἀνθρώπινη μοῖρα ἀλλὰ γιὰ τὴ ζωὴ τῶν ἐλπίδων μας, τὴν ἔνθεη καὶ ἀθάνατη καὶ αἰώνια. Αὐτὴ ἡ ζωὴ εἶναι τὸ δικό του δῶρ, ὁλότελα ταιριαστὸ στὸ Θεό. Ἐπειδὴ λοιπὸν δὲν παρέχει ἐδῶ σ’  αὐτοὺς ποὺ ἀνάστησε τὴν ζωὴν αὐτὴ ἀλλὰ τὴ ζωή, ποὺ τὴν κόβει ὁ θάνατος, δὲν τὴ χαρίζει σ’ αὐτοὺς τοὺς ἴδιους ἀλλὰ  τὸ  κάμει γιὰ χάρη ἄλλων, θέλοντας νὰ τοὺς ὁδηγήση  στὴν πίστη, ποὺ αὐτὴ χαρίζει τὴν αἰώνια ζωή.  Κι  ἐδῶ δὲν ἀνασταίνει τὸ νέο γιὰ τὸν ἑαυτό του ἀλλὰ γιὰ τὴ μητέρα του, νιώθοντας εὐσπλαχνία γι’ αὐτήν, ὅπως διηγεῖται μὲ σαφήνεια ὁ Εὐαγγελιστής. Γι’ αὐτὸ κι ἀφοῦ τὸν ἀνάστησε τὸν παρέδωσε στὴ μητέρα του.
Βλέπετε πῶς ὁ Κύριος δείχνοντας εὐσπλαχνία στὴ χήρα ποὺ πενθοῦσε τὸ γιό της, δὲν τῆς ἀπηύθυνε μόνο παρηγορητικὰ λόγια ἀλλὰ τὴν ἀνακούφισε μὲ ἔργα. Ἔτσι ἄς κάνωμε κι ἐμεῖς ἀνάλογα μὲ τὴ δύναμή μας κι ἄς μὴ δείχνωμε μὲ λόγο μόνο συμπάθεια σ’ ὅσους ὑποφέρουν ἀλλὰ καὶ μὲ τὶς πράξεις μας.  Γιατὶ ἄν ἐμεῖς κάνωμε καλὰ ἔργα μὲ ὅλη τὴ δύναμή μας, θὰ μᾶς εὐεργετήση κι ἐμᾶς ὁ Θεὸς ἀνταμείβοντάς μας μ’ ὅλη του τὴ δύναμη. Συγκρίνετε τώρα καὶ διαπιστώσετε πόσο μεγάλη εἶναι ἡ ὑπεροχὴ καὶ πόσο ὑπερβολικὸ τὸ μέγεθος τῆς ἀμοιβῆς. Ὅσο ξεπερνᾶ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπο, τόσο καὶ ἡ θεϊκὴ δύναμη τὴν ἀνθρώπινη καὶ τὸ εὐεργετικὸ ἀποτέλεσμα ἐκείνης τὸ ἀντίστοιχο τῆς δικῆς μας. Ἄν ζητοῦσε κάποιος κάλπικες δεκάρες κι ἔδινε πίσω στατῆρες χρυσοῦς, ποιόν δὲ θὰ εὐχαριστοῦσε ἡ ἀνταλλαγή; Τώρα ὅμως δὲν ἔχομε ν’ ἀλλάζωμε χάλκινα μὲ χρυσὰ νομίσματα –εἶναι μέταλλα καὶ τὰ δύο μὲ τὴν ἴδια σχεδὸν φυσικὴ ἀξία- ἀλλὰ νὰ κάνωμε προσφορὲς ἀνθρώπινες  καὶ νὰ δεχτοῦμε θεϊκές·  καὶ οἱ ἀνθρώπινες προσφορὲς μας γίνονται σ’ ἀνθρώπους, ποὺ εἶναι ἐπὶ τέλους χρέος φυσικό. Γιατὶ ἀπὸ τὴ φύση μας χρεωστοῦμε τὴ συμπάθεια καὶ τὴ συμπόνια ὁ ἕνας στὸν ἄλλο. Ἄς ἀποβλέψωμε ὅμως στὴν πολύτροπη εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ πρὸς ἐμᾶς, γιὰ τὴν ὁποία κανένα ἀντάλαγμα δὲ μᾶς ζητεῖ, παρὰ μόνο τὴ μεταξύ μας συγχωρητικὴ διάθεση καὶ τὰ αἰσθήματα ἀγάπης καὶ φιλανθρωπίας μὲ τοὺς λόγους.  Συγχωρήσετε καὶ θὰ συγχωρηθῆτε, δώσετε καὶ θὰ σᾶς δοθῆ. Πῶς δὲ θὰ παραχωρήσωμε ὅσο μποροῦμε, ἔμπρακτα στοὺς ἀδελφούς μας ποὺ ἔχουν ἀνάγκη τὴ συγχώρηση καὶ τὴν εὐσπλαχνία σὰν ἀπαραίτητη ὀφειλή; Ἀλλὰ δὲ μᾶς ἔδειξ μόνο τὸ ἔλεός του ὁ Θεὸς καὶ δὲ μᾶς ἔκαμε μόνο τόσες εὐεργεσίες, ποὺ μήτε νὰ τὶς ἀριθμήσωμε δὲν εἶναι δυνατό.  Δεχτήκαμε ἀκόμα καὶ τὶς ἐγγυήσεις του ὅτι θὰ λάβωμε τὸ ἀντίδωρο γιὰ τὶς καλές μας πράξεις πρὸς τοὺς ἀδελφούς μας μὲ σωστὸ καὶ πατημένο μέτρο.  Γιατὶ τότε δὲ σπεύδομε σ’ αὐτό, μὲ ὅση δύναμη ἔχομε, γιατὶ δὲν καταθέτομε, μιμηταὶ τοῦ Κυρίου μας, καὶ τὴν ἴδια τὴ ζωή μας, ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλο, ἄν χρειασθῆ, γιὰ ν’ ἀντιδωρηθοῦμε ἀπ’ αὐτὸν μὲ τὴν αἰώνια ζωή; Εἶναι ὅμως τοῦτο καὶ χρέος μας, ἄν ὄχι πρὸς τοὺς ἄλλους τοὐλάχιστον σ’ ἐκεῖνον, ποὺ παρέδωκε τὸν ἑαυτό του στὸ θάνατο γιὰ χάρη μας.  Γιατὶ δὲν παραδόθηκε μόνο γιὰ νὰ μᾶς λυτρώση ἀλλὰ καὶ νὰ μᾶς παραδειγματίση   καὶ νὰ μᾶς διδάξη ἔμπρακτα ἀπὸ κάθε ἔργο καὶ λόγο καὶ σκέψη ἀσύγκριτα πιὸ ὑψηλά.  Γι’ αὐτό, λέει, ἔπαθεν ὁ Χριστὸς γιὰ χάρη μας ἀφήνοντας παράδειγμα σ’ ἐμᾶς, γιὰ νὰ ἀκολουθήσωμε τὰ ἴχνη του καὶ νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι, ἄν χρειαστῆ, νὰ δώσωμε καὶ τὴ ζωή μας, γιὰ νὰ ἐκπληρωθοῦν οἱ ἐντολές του. Ἔτσι θὰ λάβωμε μέρος στὴ δική του ζωὴ καὶ βασιλεία, ποὺ καλύπτει τοὺς αἰῶνες, θὰ ζοῦμε μαζί του καὶ θὰ δοξαζόμαστε μαζὶ του παντοτινά.
Ἰδέστε τὸ Μυροβλήτη, ποὺ ἀρχίσαμε σήμερα τὰ προεόρτια τῆς μνήμης τοῦ ἱεροῦ μαρτυρίου του· ἔχυσε θεληματικὰ τὸ αἷμα του γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ τὸ ἔκαμε ἀέναη καὶ ἀστείρευτη πηγὴ λογῆς θαυμάτων, πηγὴ ἁγιασμοῦ τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος, μύρου πανίερου, εὐφραντικοῦ. Ἡ ψυχὴ βέβαια τοῦ Μεγαλομάρτυρα δίκαια χαίρεται στὸν οὐρανὸ τὴν αἰώνια καὶ καθαρὴ δόξα τῶν ἀγγέλων· τὸ σῶμα του ὅμως ἐδοξάσθηκε μαζὶ μ’ ἐκείνη ἀλλὰ μοιάζει ἡ τωρινὴ τιμὴ σὰν προδιαγραφὴ καὶ προτύπωση καὶ συμβολισμὸς σὲ σχέση μὲ τὴν θεϊκώτατη καὶ οὐράνια δόξα, ποὺ θὰ ἀπολαύση μελλοντικά. Κι ἄν εἶναι τέτοιας λογῆς ἡ προδιαγραφὴ κι ἡ προτύπωση, τί λογῆς θὰ εἶναι ἡ μελλοντικὴ ἐκείνη κατακλεῖδα; Ἀνέκφραστη, ὅπως καὶ νἆναι, καὶ ἀσύλληπτη. Μακάρι κι ἐμεῖς μὲ τὶς πρεσβεῖες τοῦ Μυροβλήτη, καθὼς ἐδῶ κοινωνοῦμε τὸ θεῖο μύρο, ποὺ ξεχύνεται ἀπὸ τὸν τάφο του, ἔτσι καὶ τότε νὰ γίνωμε θεωροὶ καὶ μέτοχοι τῆς δόξας ἐκείνης μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ δοξάζεται μὲ τὰ ἔργα τῶν μαρτύρων του, τοῦ Θεοῦ τῶν ὅλων. Σ’ αὐτὸν ταιριάζει κάθε δόξα στοὺς ἀπέραντους αἰῶνες. Ἀμήν.



Μητροπολίτου Τρίκκης καὶ Σταγῶν Διονυσίου
Πατερικὸν Κυριακοδρόμιον
Τόμος Δεύτερος
Ἀθῆναι 1969
σελ.20-27

ΕΟΡΤΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΣΕΡΓΙΟΥ ΚΑΙ ΒΑΚΧΟΥ


πηγή

15Γιορτάζουμε σήμερα 7 Οκτωβρίου, ημέρα μνήμης των Αγίων Σεργίου και Βάκχου, ας πούμε λίγα λόγια:

Οι Άγιοι Σέργιος και Βάκχος υπηρετούσαν στις στρατιωτικές τάξεις του αυτοκράτορα Μαξιμιανού.
Τους διέκρινε μεγάλη ανδρεία στα πεδία των μαχών, αλλά και σωφροσύνη στην καθημερινή τους ζωή. Γι' αυτό και ο αυτοκράτορας τους απένειμε τα αξιώματα του πριμικηρίου της σχολής των Kεντηλίων και του σεκουνδουκηρίου, αντίστοιχα.

Όταν έμαθε ότι οι δύο επίλεκτοι στρατιώτες του ήταν χριστιανοί, δεν ήθελε με κανένα τρόπο να το πιστέψει. Για να πεισθεί λοιπόν χειροπιαστά, οργάνωσε τελετές με θυσίες σε ειδωλολατρικό ναό και κάλεσε να παραστούν σ' αυτές οι Σέργιος και Βάκχος. Οι δύο χριστιανοί στρατιώτες αρνήθηκαν και ομολόγησαν το Χριστό με θαρραλέο φρόνημα.

Εξοργισμένος τότε ο αυτοκράτορας, διέταξε και τους αφαίρεσαν τα διάσημα των αξιωμάτων τους. Έπειτα, αφού τους ενέπαιξαν και τους διαπόμπευσαν με διάφορους τρόπους, τους έστειλαν σε ένα σκληρό δούκα της Ανατολής, τον Αντίοχο. Αυτός με πρωτοφανή ωμότητα μαστίγωσε μέχρι θανάτου το Βάκχο.

Στο δε Σέργιο, επειδή κάποτε τον είχε ευεργετήσει, πρότεινε, αφού αρνηθεί το Χριστό, να του χαρίσει τη ζωή. Η γενναία απάντηση του Σεργίου ήταν τα λόγια του Απ. Παύλου «Εμοί το ζην Χριστός και το αποθανείν κέρδος» (προς Φιλιππησίους, α' 21). 

Σε μένα, είπε ο Σέργιος, ζωή είναι ο Χριστός. Αλλά και το να πεθάνω είναι κέρδος, διότι έτσι θα ενωθώ πλήρως με το Χριστό. Τότε, ο Αντίοχος αμέσως έδωσε διαταγή και τον αποκεφάλισαν.

Στους εορτάζοντες και στις εορτάζουσες, χρόνια πολλά και ευάρεστα στο Θεό !!!

Απολυτίκιο:
Ήχος α'. Τού λίθου σφραγισθέντος.
Τριάδος της Αγίας οπλίται τροπαιούχοι, η λαμπρά δυάς των Μαρτύρων, ωράθητε εν άθλοις, Σέργιος ο θείος αριστεύς, και Βάκχος ο γενναίος αθλητής, διά τούτο δοξασθέντες περιφανώς, προίστασθε των βοώντων Δόξα τω ενισχύσαντι υμάς, δόξα τω στεφανώσαντι, δόξα τω ενεργούντι δι' υμών, πάσιν ιάματα.


Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

«ΤΟΥΣ ΕΔΙΩΞΕ Η ΠΑΝΑΓΙΑ»

Στην ησυχαστική Καλύβα «Κοίμησις της Θεοτόκου» στα πάνω Κατουνάκια, με πολλή άσκηση αγωνίζονταν ο Γέροντας Ιγνάτιος που ήταν αόματος.
15

Ο Γέροντας αυτός είχε και δυο υποτακτικούς τον Νεόφυτο Μοναχό και τον νεώτερο Παπά Ιγνάτιο. Όλοι τους αγωνίζονταν με κάθε τρόπο, με παντός είδους στερήσεις, προσπαθώντας να ευαρεστήσουν τον Κύριο.

Σε μια χρονιά μεγάλης ξηρασίας, έγινε αφορία και το λάδι ήταν πολύ λιγοστό και για τον λόγο αυτόν, ενώ μέχρι τότε άναβαν και τα τέσσερα καντήλια στις εικόνες του τέμπλου της εκκλησίας, τη χρονιά εκείνη έδωσε εντολή ο Γέροντας να ανάβουν μόνον το καντήλι που κρέμεται μπροστά στην εικόνα της Παναγίας.

Ο Παπα - Ιγνάτιος ο νέος όμως, επειδή λιγόστευε το λάδι υστέρα από λίγο διάστημα, σταμάτησε να ανάβει και το μόνο καντήλι της Παναγίας, από ολιγοπιστία μήπως και τελειώσει το λίγο λάδι πού είχαν.

Τρεις μέρες δεν άναψε το καντήλι μπροστά στην εικόνα της Παναγίας και την άλλη μέρα, μετά την Ακολουθία του Όρθρου και της θείας Λειτουργίας, παρουσιάστηκε μπροστά στον νέον Παπα- Ιγνάτιο ένας σεβάσμιος ψηλός Γέροντας και με υφός πολύ σοβαρό του έδωσε ένα πεντακοσιόδραχμο, δηλαδή 500 δραχμές, για να αγοράσετε του είπε λάδι για τον εαυτό σας και για το καντήλι της Παναγίας.

Με χαρά πήρε ο Παπα - Ιγνάτιος τα χρήματα και άναβε πλέον το καντήλι της Παναγίας, αλλά από τότε άρχισε να ωριμάζει μέσα του η ιδέα να φύγουν από το ασκητικό εκείνο ησυχαστήριο.

Πράγματι δεν πέρασε πολύς καιρός όπου μετά τον θάνατο του αόματου Γέροντα τους, ο νέος Παπα - Ιγνάτιος με την συνοδεία του έφυγαν και πήγαν στην Νέα Σκήτη του Αγίου Παύλου.

Σε κάθε πειρασμό και στενοχώρια που τους παρουσιάζονταν στην Σκήτη από τα σκάνδαλα, ο Παπα - Ιγνάτιος με παράπονο έλεγε στους άλλους Πατέρες: «Αδελφοί μου, από ολιγοπιστία μου επειδή δεν άναβα το καντήλι της Παναγίας, μας έδιωξε από το ησυχαστικό εκείνο Καλύβι, που είχαμε ησυχία και περισσότερο χρόνο να επιδοθούμε στα πνευματικά μας καθήκοντα κι από την ολιγωρία μας, μας τιμώρησε η Παναγία και με το παράπονο αυτό άφησε τη μάταιη αυτή ζωή!
πηγή

π. ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ ΜΟΥΛΑΤΣΙΩΤΗΣ: ΓΙΑΤΙ ΕΡΧΕΤΑΙ Η ΜΕΡΚΕΛ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ


15



Καλά είναι ερώτηση αυτή που κάνουν οι δημοσιογράφοι;
Γιατί, λέγουν έρχεται η Μέρκελ στην Ελλάδα;

Τους απαντάμε με κάθε ειλικρίνια.

Εσείς πριν αγοράσετε ένα μαγαζί δεν θα πάτε να το δείτε, πριν 
μπουν οι τελικές υπογραφές;

Να γιατί φτάνει στην Ελλάδα η Μέρκελ, θέλει να δει τι αγοράζει....
Που το παράξενο;

Καλοδεχούμενη λέει ο Πρωθυπουργός, δεν ξέρω αν λέει το ίδιο και ο λαός στον ΝΕΟ ΚΑΤΑΚΤΗΤΗ ΤΟΥ Ή ΚΑΛΥΤΕΡΑ 

Να δένουμε το τραύμα μας. (Γέροντος Παϊσίου)


05ΟΚΤ

-Γέροντα, όταν στον αγώνα μου έχω πτώσεις, πανικοβάλλομαι.
-Μη φοβάσαι. Αγώνας είναι και θα έχουμε και τραύματα. Με την εξομολόγηση αυτά θεραπεύονται. Βλέπεις, οι στρατιώτες στον πόλεμο, όταν τραυματίζονται επάνω στην μάχη, τρέχουν αμέσως στον γιατρό, δένουν το τραύμα τους και συνεχίζουν να πολεμούν φιλότιμα. Εν τω μεταξύ αποκτούν και πείρα από τον τραυματισμό και προφυλάγονται καλύτερα, ώστε να μην ξανατραυματιστούν. Έτσι και εμείς, όταν τραυματιζόμαστε πάνω στον αγώνα μας, δεν πρέπει να δειλιάζουμε, αλλά να τρέχουμε στον γιατρό -στον πνευματικό-, να του δείχνουμε το τραύμα μας, να θεραπευόμαστε πνευματικά, και πάλι να συνεχίζουμε «τον καλόν αγώνα». Κακό είναι, όταν δεν ψάχνουμε να βρούμε τους φοβερούς εχθρούς της ψυχής, τα πάθη, και δεν αγωνιζόμαστε, για να τους εξοντώσουμε.
-Γέροντα, μερικοί από φιλότιμο δεν πάνε να εξομολογηθούν. «Αφού μπορεί να ξανακάνω το ίδιο σφάλμα, λένε, για ποιό λόγο να πάω να το εξομολογηθώ, για να κοροϊδεύω τον παπά;».
-Αυτό δεν είναι σωστό! Είναι σαν να λέει ένας στρατιώτης, όταν τραυματίζεται: «Αφού ο πόλεμος δεν τέλειωσε και μπορεί πάλι να τραυματισθώ, γιατί να δέσω το τραύμα μου;». Αλλά, αν δεν το δέσει, θα πάθει αιμορραγία και θα πεθάνει. Μπορεί από φιλότιμο να μην πηγαίνουν να εξομολογηθούν, τελικά όμως αχρηστεύονται. Ο διάβολος, βλέπεις, εκμεταλλεύεται και τα χαρίσματα. Αν δεν καθαρίζουμε με την εξομολόγηση την ψυχή μας, όταν πέφτουμε και λερωνόμαστε, με τον λογισμό ότι πάλι θα πέσουμε και θα λερωθούμε, προσθέτουμε λάσπες πάνω στις παλιές λάσπες και είναι δύσκολο μετά να καθαρίσουν.
-Γέροντα, ο Όσιος Μάρκος ο Ασκητής λέει: «Ο γνωστικός εξομολογείται στον Θεό όχι με την απαρίθμηση των παραπτωμάτων του, αλλά με την υπομονή των επερχομένων θλίψεων». Τί εννοεί;
-Και το ένα πρέπει να γίνεται και το άλλο. Εξομολογείται ο πιστός στον πνευματικό, εξομολογείται και πριν από την προσευχή ταπεινά στον Θεό, απογυμνώνοντας τον εαυτό του: «Θεέ μου, έσφαλα, είμαι τέτοιος, τέτοιος». Συγχρόνως όμως δέχεται και τις θλίψεις που του συμβαίνουν σαν φάρμακο. Ο Άγιος δεν λέει να μην κάνεις την πρώτη και την δεύτερη εξομολόγηση, αλλά μόνο να υπομένεις τις θλίψεις. Τί θα πει «εξομολογούμαι;». Δεν θα πει «ομολογώ έξω αυτό που έχω μέσα μου»; Αν έχεις μέσα σου καλά, «εξομολογείσαι τω Κυρίω», δηλαδή δοξολογείς τον Θεό. Αν έχεις κακά, εξομολογείσαι τις αμαρτίες σου.
-Γέροντα, την πρώτη φορά που θα πάει κανείς για εξομολόγηση, θα μιλήσει στον πνευματικό για όλη την προηγούμενη ζωή του;
-Την πρώτη φορά θα κάνει μια γενική εξομολόγηση. Όπως ο ασθενής, όταν μπει στο νοσοκομείο, δίνει το ιστορικό του, π.χ. λέει: «είχα μια πάθηση στους πνεύμονες, αλλά τώρα έχει περάσει, έχω κάνει μια εγχείρηση με ολική ή τοπική νάρκωση κ.λπ.», έτσι και στην πρώτη εξομολόγηση, ας προσπαθήσει κανείς να πει στον πνευματικό λεπτομέρειες από την ζωή του, και εκείνος θα βρει την πληγή, για να την θεραπεύσει. Πολλές φορές ένα χτύπημα, που δεν του δίνεις σημασία, έχει ύστερα συνέπειες. Βέβαια, την πρώτη φορά που θα πάει στον πνευματικό, θα έχει να πει, ας υποθέσουμε, εκατό αμαρτίες. Την δεύτερη θα έχει να πει εκατόν δέκα, γιατί θα τον πολεμήσει περισσότερο ο διάβολος, επειδή εξομολογήθηκε και του χάλασε την δουλειά. Την τρίτη φορά μπορεί να πει εκατόν πενήντα, αλλά ύστερα θα ελαττώνεται συνέχεια ο αριθμός, μέχρι που θα πηγαίνει για εξομολόγηση και θα έχει να πει ελάχιστες αμαρτίες.

(Γ. Παϊσίου Αγιορείτου, «Πνευματικός αγώνας. Λόγοι», τ Γ΄,  εκδ.  Ι. Ησυχ,  Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος, Σουρωτή,  Θεσ/νίκης,   σ. 257-259)
πηγή

H Oρθόδοξη Θεία Λειτουργία.(Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτη)



06ΟΚΤ

Πως αρχίζει η Θ. Λειτουργία και γιατί;Πώς αρχίζει η λειτουργία; «Ευλογημένη η βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Αμήν». Γιατί αρχίζει έτσι ο ιερεύς; Τι θέλει να πη; Μπροστά μας ανοίγει ο Χριστός ένα εξαίσιο θέαμα. Μπροστά μας παρουσιάζει μια ουράνια οπτασία. Μπροστά μας ο Χριστός ανοίγει την βασιλείαν του. Όπως πηγαίνεις σε ένα κατάστημα και σου ανοίγει ο έμπορος το τόπι του υφάσματος και το βλέπεις, το πιάνεις, δοκιμάζεις την αντοχή του, βλέπεις την ομορφιά του και λες αυτό θα αγοράσω, έτσι κάνει εκείνην την ώρα ο Χριστός.
Μπροστά στα μάτια μας ανοίγει την βασιλείαν του, να την δούμε, να την νοιώσωμε, να την χορτάσωμε και να πούμε: Αυτήν διαλέγω και εγώ για την ζωή μου. Άραγε το νοιώθει η ψυχή μας αυτό;Ο ιερεύς το καταλαβαίνει την ώρα εκείνην εις το θυσιαστήριον. Κτυπά δυνατά η καρδιά του, πάει να τυφλωθή, όπως τυφλώθηκε ο Παύλος στον δρόμο προς την Δαμασκόν, όταν είδε τον Χριστόν. (Πράξ. 9,3-9). Τα μάτια του τα πνευματικά βλέπουν το εκθαμβωτικό φως του Θεού. Γι’ αυτό γεμάτος έκστασι ξεσπά• «Ευλογημένη η βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος». Η δόξα σου στην βασιλεία σου, Χριστέ μου, γεμίζει τα πάντα. Έχετε δει, όταν στολίζουν την νύφη για να την φωτογραφήσουν, πώς το μεγάλο πέπλο της πιάνει όλο το δωμάτιο και τα κράσπεδα του ιματίου της καλύπτουν το δάπεδο, για να δείξουν την δόξαν της και την ομορφιά της; Έτσι ακριβώς η Εκκλησία του Χριστού την ώρα εκείνην απλώνεται εις όλον τον χώρο μπροστά στα μάτια μας.Ποια είναι αυτή η ευλογημένη, η δοξασμένη, η τιμημένη, η ανώτερη από κάθε άλλο βασιλεία; Είναι η βασιλεία των ουρανών, η βασιλεία του Θεού• είναι ο παράδεισος, εις τον οποίον μας έβαλε ο Χριστός• είναι η αγία μας Εκκλησία. Βασιλεύς είναι ο τρισήλιος Θεός, ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα. Υπηρέται του βασιλέως είναι οι άγγελοι και οι αρχάγγελοι, θρόνοι, αρχαί, εξουσίαι, κυριότητες, δυνάμεις, τα πολυόμματα χερουβίμ και τα εξαπτέρυγα σεραφίμ. Στρατηγοί του βασιλέως είναι οι άγιοι. Βασίλισσα είναι η Κυρία Θεοτόκος. Στρατιώτες πιστοί είναι οι χριστιανοί, όσοι είναι έτοιμοι να ακολουθήσουν τον Χριστόν ό,τι και αν τους κοστίση, όλοι εκείνοι που είναι πρόθυμοι να φέρουν το τιμημένο όνομά του, όλοι εκείνοι που αποτελούν την Εκκλησίαν του.
Όλοι λοιπόν, ο Χριστός, οι άγιοι, η Θεοτόκος, οι άγγελοι, οι πιστοί όλων των αιώνων κατά την ώρα της λειτουργίας είναι μαζί μας.Επομένως, όταν λέγη ο ιερεύς «Ευλογημένη η βασιλεία του Πατρός», ξεχνάει τον εαυτόν του, το σπίτι του. Ξεχνάει τον κόσμο, όλα εκείνα που βλέπει, και προσηλώνει την καρδιά του και την σκέψι του σε εκείνα που καταλαβαίνει, τα μυστικά, τα αόρατα, που του παρουσιάζει μπροστά του ο Χριστός. Γι’ αυτό ακριβώς, νοιώθοντας την δόξαν του Χριστού, του ουρανίου βασιλέως, με γόνατα που τρέμουν, με ψυχή που πάει να λυγίση κάτω από το βάρος της ευθύνης, με μάτια που διεισδύουν εις τα μυστήρια της βασιλείας των ουρανών, τρεμάμενος λέγει• «Ότι πρέπει σοι πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις»• σε εσένα, Χριστέ μου, που είσαι τόσο δοξασμένος, που δορυφορείσαι από τόσους αγίους και αγγέλους, σε εσένα αρμόζει η δόξα και η τιμή και η προσκύνησις. Μπροστά μας λοιπόν ολόκληρη η Εκκλησία. Μπροστά μας παρών αληθινά, ουσιαστικά, μυστικά ο Χριστός! «Ου εισιν δύο ή τρεις συνηγμένοι εις το εμόν όνομα» (Ματθ. 18, 20), εκεί ανάμεσά τους είμαι και εγώ, λέγει ο Χριστός. Αυτό γίνεται την ώρα της λειτουργίας.ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΣ ο Σιμωνοπετρίτης
Περί Θεού: Λόγος Αισθήσεως

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...