Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Κυριακή, Νοεμβρίου 04, 2012

Ο χώρος της ορθοδόξου αγωγής


1. Η ορθόδοξη εκκλησιαστική Παράδοση.
Η πραγματικότητα της Παραδόσεως είναι ο πρωταρχικός χώρος, όπου η Ορθοδοξία μπορεί να συναντηθεί με κάθε είδος και μορφή αγωγής. Και τούτο επειδή δεν μας είναι επιτρεπτό να μιλάμε και να ασχολούμεθα με την αγωγή, αν από την πρώτη στιγμή δεν ασχοληθούμε και δεν ερευνήσουμε το χώρο, απ’ όπου ξεπηδούν και προέρχονται τα διάφορα μορφωτικά αγαθά, που παραδίδονται στον παιδαγωγούμενο.
Είναι γεγονός, πως η αγωγή χρησιμοποιεί τη διαδικασία της παραδόσεως για να προσφέρει στο μορφούμενο το πνευματικό περιεχόμενο και τις διάφορες μορφές από τα μορφωτικά αγαθά, που ίσχυσαν ως παραδεκτά στη χρονική διάσταση του παρελθόντος. Η λειτουργία αυτή θα βοηθήσει τον παιδαγωγούμενο να αυξηθεί και να ωριμάσει σ’ ολόκληρη τη θεώρησή του ως ψυχοσωματική ολότητα, αφού φυσικά αποδεχθεί τα όσα του προσφέρονται με την αντίστοιχη δική του ενσωμάτωση και ένταξη στον πνευματικό κόσμο της παραδόσεως.
Έχουμε λοιπόν δύο σημεία, που συνιστούν την όλη λειτουργία της παραδόσεως στην αγωγή. Το ένα είναι η μετάδοση των μορφωτικών περιεχομένων και το άλλο είναι η προσωπική συνάντηση του παραδίδοντος (παιδαγωγός) με τον παραλάμβανοντα (παιδαγωγούμενος). Η αρμονική σύζευξη των δυο αυτών σημείων μας δίνει την ορθή και δυναμική λειτουργία της παραδόσεως. Κάθε δυσαρμονία ανάμεσά τους συγκλονίζει και διαστρέφει ολόκληρο το οικοδόμημα της αγωγής, Στην περίπτωση, που η παράδοση γίνεται μια λειτουργία υπερπροσωπική ή το πιο συνηθισμένο απρόσωπη, όταν δηλαδή εργάζεται ξέχωρα από την προσωπική υπόσταση του παιδαγωγούμενου, τότε αργά ή γρήγορα θα καταλήξει σε μια μηχανική μονάχα μετάδοση ενός κλειστού συστήματος από αφηρημένα θεωρητικά μορφωτικά αγαθά. Στη συνέχεια θα αγωνίζεται για την υπεράσπιση και κατίσχυσή της με το επιχείρημα, πως η μοναδική ασφάλεια και βεβαιότητα του ανθρώπου αποκαλύπτεται από τη στιγμή, που θα ενταχθεί στο συστηματικό αυτοματισμό της παραδόσεως. Έτσι εξηγείται, κάπως, γιατί η αγωγή βρίσκεται πάντοτε στο στρατόπεδο της συντηρήσεως, της παραδοσιαρχίας και αντιμετωπίζει τις περισσότερες φορές μ’ ένα αδιάλλακτο αρνητισμό κάθε τι το καινούργιο, που είναι έτοιμο να εισχωρήσει στο χώρο της.
Ο φόβος αυτός οφείλεται βασικά στο ότι η αγωγή δεν έχει ακόμα ανακαλύψει τη δημιουργικότητα, δυναμικότητα και αξία των ανθρωπίνων προσώπων που παιδαγωγεί και ακόμα στο γεγονός πως υποκύπτει στον πειρασμό του ιμπεριαλισμού και αγωνίζεται να επιβάλει την πνευματική κυριαρχία των ποικίλων μορφωτικών αγαθών ξέχωρα από κάθε προκοπή και αύξηση των παιδαγωγουμένων. Σε μια τέτοια διαγωγή της παιδαγωγικής και διδακτικής παραδόσεως πρέπει να υπογραμμίσουμε, πως και τα πιο πνευματικά μορφωτικά αγαθά χάνουν την αξία τους και αντί να ωφελήσουν με τον τρόπο που επιβάλλονται βλάπτουν και καταστρέφουν ανεπανόρθωτα. Η αγωγή που ξεχνάει ή αρνιέται, πως η αξία των αγαθών βρίσκεται αποκλειστικά και μόνο στο φορέα τους, δηλαδή στα ανθρώπινα πρόσωπα, έχει κιόλας εμπλακεί σε μια φοβερή κρίση, που τα αποτελέσματά της είναι και γι’ αυτήν απογοητευτικά και για τον άνθρωπο καταστρεπτικά.
Τελικά γινόμαστε μάρτυρες μιας φοβερής αντιδικίας ανάμεσα στα ποικίλα «παιδαγωγικά συστήματα» και στους παιδαγωγούμενους γενικά και ιδιαίτερα στους νέους ανθρώπους. Η αγωγή, που καταντάει να γίνει ένα από τα πολλά μηχανιστικά συστήματα, ισχυρίζεται, πως ολόκληρη η αλήθεια είναι με το μέρος της και πως πρέπει να την επιβάλει, έστω και αναγκαστικά, για το καλό τάχα των νέων ανθρώπων, που ιδιαίτερα σήμερα διακρίνονται για την αδιαφορία τους, για το μηδενισμό τους, για την καταστρεπτική και καταλυτική τους μανία. Έτσι τα μορφωτικά αγαθά, που παραδίδονται με τέτοιο τρόπο χάνουν τη ζωτική τους δύναμη μέσα στο χώρο της σκοπιμότητας και αντί να ανυψώσουν και να καλλιεργήσουν τις ανθρώπινες υπάρξεις, τις οδηγούν στον κρημνό μιας μόνιμης αντιδράσεως, στο χάος ενός αδιάκοπου ξεριζώματος, στο φαύλο κύκλο μιας συνεχούς διαμαρτυρίας, που αντί να μας αποκαλύψει τις καταχωμένες προσωπικές αξίες, μας τις απομακρύνει όλο και πιο πολύ από την περιοχή του ανθρώπινου προσώπου και τις οδηγεί στην πιο μακρινή Ανατολή για να βυθισθούν τελικά στο βασίλειο των απρόσωπων πνευμάτων, Δεν είναι βέβαια τυχαίο το γεγονός, πως η παγκοσμία ανησυχία των νέων ανθρώπων με τα διάφορα κινήματα των χίπηδων, των οπαδών της μαύρης μαγείας του σατανά, των μαζοποιημένων ομάδων κ.ά. απευθύνεται στις κατεστημένες πια παιδαγωγικές ιδεολογίες και συστήματα για να εκφράσει την αντίδραση και την αποδοκιμασία της και η ίδια αυτή ανησυχία κατευθύνεται προς τους χώρους του πρωτογονισμού ή της τελετουργικής ανθρωποθυσίας ή της ξεχασμένης κάπως ανθρωποφαγίας ή της αναζητήσεως του «προσώπου Νιρβάνα» στη φιλοσοφική και ασκητική θεώρηση των Γιόγκι,
Όλη «αυτή η κρίση στη σύγχρονη αγωγή μας προσκαλεί σε μιαν επαναθεώρηση και επανατοποθέτηση της πραγματικότητας της παραδόσεως, ως βασικού και ουσιαστικού παιδαγωγικού στοιχείου.
Και εδώ ακριβώς η δοκιμαζόμενη σύγχρονη αγωγή χρειάζεται τη συνδρομή και βοήθεια της Ορθοδοξίας. Η αποκάλυψη της πραγματικότητας, που λέγεται ορθόδοξη εκκλησιαστική Παράδοση, μπορεί πραγματικά να βοηθήσει όχι μονάχα στη ριζική θεραπεία του φαινομένου της διδακτικής παραδόσεως, αλλά και στο να περισώσει ολόκληρη την αγωγή από τη στιγμή που θα την προσλάβει στην καθολική της περιοχή και θα την προσαγάγει στο βασίλειο της Χάριτος και της εν Χριστώ ζωοποιήσεως και μεταμορφώσεως.
Η Εκκλησία προσφέρει με την παράδοσή της στους ανθρώπους την καθολική Αλήθεια, που ελευθερώνει και σώζει την ανθρώπινη ύπαρξη. Η Αλήθεια της Εκκλησίας αποκαλύπτεται πάντοτε ως Ενυπόστατη, είναι δηλαδή ο Ίδιος ο Ιησούς Χριστός (βλ. Ιω. α’ 17). Προσφέρεται δε με μια κίνηση «παραλαβής» και. «παραδόσεως» («παρέδωκα. . . ο και παρέλαβον, ότι Χριστός απέθανεν,.. ότι ετάφη και ότι εγήγερται…» Α’ Κορ. ιε’ 3-4). Έτσι η εν Χριστώ μάθηση συνδέεται αναπόσπαστα με την «παραλαβή», που προϋποθέτει την «παράδοση», με την «ακοή» (ακρόαση), που είναι η απαρχή της αποδοχής (υπό-ακοή = υπακοή) και με την κοινωνία του προσώπου, που παραδίδει ή παραδίδεται (αλήθεια ενυπόστατη). «Ά και εμάθετε και παρελάβετε και ηκούσατε και είδετε εν εμοί » (Φιλ. δ’ 9). Συνέπεια αυτής της ζωντανής διαδικασίας είναι: «όσοι δεν παραλαμβάνουν την Αλήθεια είναι ανήμποροι να τη γνωρίσουν. Όσοι την παραλαμβάνουν παίρνουν την εξουσία να γίνουν παιδιά του Θεού». Ο κόσμος «αυτόν (το Χριστό) ουκ έγνω», διότι ενώ «εις τα ίδια ήλθον, οι ίδιοι αυτόν ου παρέλαβον», «Όσοι δε έ λ α β ο ν αυτόν, έδωκεν αύτοίς εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι. . .» (Ιω. α’ 10-12).
Η παράδοση λοιπόν του Χριστού στους πιστούς αποτελεί την αφετηρία, αλλά και την αποκορύφωση στην παιδαγωγική και διδακτική συνάντηση της Εκκλησίας με τους ανθρώπους. Η παράδοση δε του Χριστού δεν γίνεται με τη μετάδοση ορισμένων γνώσεων ή συστηματικών εννοιών, αλλά με την αποκάλυψη, τη φανέρωση, την παρουσία του Χριστού ανάμεσα στη «σύναξη», στην «εκκλησία» των παιδιών του Θεού, που είχαν πρωτύτερα διασκορπιστεί από την αμαρτία και είναι τώρα ενωμένα στη Σάρκα και στο Αίμα του Κυρίου. Γι’ αυτό η Εκκλησία, ως Σώμα του Χριστού, γίνεται παράδοση από τη στιγμή που παραδίδει «ο και παρέλαβεν», ότι δηλαδή «ο Κύριος Ιησούς εν τη νυκτί η
παρεδ ί δ ο τ ο έλαβεν άρτον και ευχαριστήσας έκλασε και είπε· τούτο μού έστιν το σώμα το υπέρ υμών· τούτο ποιείτε εις την εμήν ανάμνησιν…» {Α’ Κορ. ια’ 24-26).
Στη θεία Ευχαριστία λοιπόν η Εκκλησία παραδίδει τη μορφωτική της Αλήθεια, που είναι ο Χριστός. Η παρουσία Του ενώνει την ανθρώπινη φύση στο Πρόσωπό Του, μεταμορφώνει δε και αλλοιώνει τους χρονικούς περιορισμούς του ανθρώπου, που τελικά καταξιώνεται μέσα στην εκκλησιαστική λατρεία να ζει σ’ ένα αιώνιο παρόν, οπού τα πάντα ενωμένα με το Χριστό αναφέρονται αδιάκοπα στο Θεό-Πατέρα. Αυτή η καινοτομία στην ανθρώπινη φύση και το χρόνο μας προσφέρει την παιδαγωγική πραγματικότητα της παραδόσεως, όπου μας αποκαλύπτονται τα εξής βασικά σημεία, που με την απαραίτητη παρουσία τους μας δείχνουν από τη μια μεριά τη γνησιότητα, ζωτικότητα και δυναμικότητα της ορθοδόξου παραδόσεως και από την άλλη τον τρόπο, που μπορεί να τροφοδοτηθεί κάθε μορφή αγωγής και να υπερπηδηθεί κάθε εμπλοκή και κρίση, που παρουσιάζεται στην προσφορά του έργου της.
α) Η αποκάλυψη της αληθινής φύσεως του ανθρώπου. Ο άνθρωπος προσκαλείται να αναγνωρίσει στο Χριστό την ανθρώπινη φύση στην πραγματική της όμως αποκατάσταση, που είναι όχι μονάχα η καθολική της ενότητα, αλλά και η αδιάσπαστη ένωσή της με το Θεό. Η θεανθρώπινη φύση του Κυρίου είναι η μοναδική ιστορική πραγματικότητα, όπου ο άνθρωπος καλείται να ενσωματωθεί. Έδώ πλέον αποκαλύπτεται στον ύψιστο βαθμό η παιδαγωγική αξία της ορθοδόξου Παραδόσεως, που μέσα σ’ αυτήν ο παιδαγωγούμενος ανακαλύπτει την αρχική του υπόσταση και τον τελικό προορισμό του. Σε τούτο το σημείο πρέπει να διαφωτιστεί κάθε μορφή αγωγής, για να γίνει αντιληπτό, πως η ανάπτυξη του ανθρώπου με την παράδοση των ποικίλων μορφωτικών αγαθών δεν ωφελεί σε τίποτα αν γίνεται μ’ ένα συνεχή τεμαχισμό του ανθρωπίνου γένους (αμαρτία).
β) Η αποκάλυψη της πραγματικότητας του ανθρωπίνου προσώπου. Η άξια του ανθρωπίνου προσώπου βρίσκεται στο ότι ο άνθρωπος με τη δημιουργία του κλήθηκε από το Θεό να συμμετάσχει στην προσωπική ζωή της Αγίας Τριάδος, που μας την αποκάλυψε ο Χριστός στην «κένωση», όπου με τη θεία Σάρκωσή Του «έλαβε μορφήν δούλου». Ο μοναδικός τρόπος, όπου αποκαλύπτεται το πρόσωπο, είναι το ότι αρνιέται να υπάρχει μονάχα για τον εαυτό του. Η αδιάκοπη προσφορά και θυσία μας δείχνουν το απύθμενο βάθος της προσωπικής μας υπάρξεως και την αναντικατάστατη αξία του, που δεν μπορεί να εξαγοραστεί με τίποτα απολύτως. Σε τούτο το σημείο πρέπει να κριθεί κάθε μορφή αγωγής. Αν αντέξει, θα πει πως έχει θεμελιωθεί στην αληθινή πραγματικότητα του προσώπου. Αν όμως όχι, τότε θα σπεύσει να αντικαταστήσει το χάσιμο ή την αντιστροφή της προσωπικής αξίας με την ατομική θεώρηση του ανθρώπου, που ξεκινά από τον αυτονομικό του εγωκεντρισμό και καταλήγει στο πνευματικό χάος του αναρχισμού ή με τη μαζοποίησή του, που μηχανοποιεί και υπνωτίζει την ανθρώπινη ύπαρξη για να κάνει εύκολη την επικράτηση της ολοκληρωτικής ιδεολογίας μέσα σε μια αυτόματη και σιδερένια πειθαρχία. Και στις δυο περιπτώσεις έχουμε την κοινή άρνηση της δυνατότητας, που έχει ο άνθρωπος να υψωθεί στην περιοχή του προσώπου και να παιδαγωγηθεί πραγματικά και αληθινά.
γ) Η αποκάλυψη της Ενυπόστατης Αλήθειας. Η Εκκλησία αναγνωρίζει την καθολική Αλήθεια μονάχα στο Πρόσωπο του ;Ι η σ ο ύ Χριστού. Κάθε διαχωρισμός στις δυο αυτές πραγματικότητες αποβαίνει ολέθρια. Η Αλήθεια είναι η συμμετοχή μας στη ζωή και όχι η έρευνα για την ανακάλυψη ορισμένων αφηρημένων και σχηματοποιημένων ιδεών. Η βίωση αυτής της πραγματικότητας μάς οδηγεί στην ανακάλυψη και συνειδητοποίηση της αλήθειας και όχι το αντίστροφο. Δεν μπορούμε, δηλαδή, με βάση ορισμένες ωραία συστηματοποιημένες και τακτοποιημένες ιδέες να προχωρήσουμε στην ανακάλυψη της αλήθειας. Αυτό που κατορθώνουμε όμως τις περισσότερες φορές είναι να προβάλλουμε τις ιδέες μας στην πραγματικότητα, να την ερμηνεύσουμε κατά τρόπο διαφορετικό και να νομίζουμε, πως γνωρίσαμε την αλήθεια.
Είναι όμως παραδεκτό, πως η αλήθεια δεν γνωρίζεται, αλλά αποκαλύπτεται σε μια προσωπική συνάντηση, που πραγματοποιείται ανάμεσα σε δυο τουλάχιστον πρόσωπα. Γι’ αυτό και η Εκκλησία συναντά την καθολική Αλήθεια στο Πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Κάθε άλλη κατεύθυνση θα μας οδηγήσει αναπόφευκτα στη σύμπηξη των λεγομένων ιδεολογικών συστημάτων, που θα αποβλέπουν στην επικράτησή τους με οποιοδήποτε μέσο, Δεν είναι η επιβολή των ιδεών εκείνη, που μπορεί να δημιουργήσει τη δυναμικότητα και ζωντάνια στον άνθρωπο. Αντίθετα κάθε προσωπική δέσμευση του ανθρώπου στο όνομα της οποιασδήποτε παιδαγωγικής ιδέας ή ιδανικού θα προκαλέσει εσωτερική και εξωτερική αντίδραση με φοβερά και καταστρεπτικά αποτελέσματα. Κάθε μορφή αγωγής πρέπει να ανακαλύψει —και σ’ αυτό μπορεί να βοηθηθεί από την ορθόδοξη μαρτυρία— πως η αλήθεια αποκαλύπτεται και παραδίδεται μονάχα στην περιοχή της προσωπικής σχέσεως και κοινωνίας. Χωρίς αυτή την αναγνώριση κάθε μορφωτικό αγαθό χάνει την αξία του και έτσι η παιδαγωγία καταλήγει σε αναγκαστική τιθάσευση (Dressur), οπότε και διαπιστώνεται η ολοκληρωτική χρεοκοπία της.
δ) Η αρμονική σύζευξη της συντηρήσεως και της προσαρμογής. Και η Εκκλησία αντιμετωπίζει το πρόβλημα του «συντηρητισμού» και του «φιλελευθερισμού». Στην ουσία όμως πρόκειται για ένα ψευδοπρόβλημα, γιατί και οι δυό αντίθετες παρατάξεις αρνούνται και απορρίπτουν την ίδια πραγματικότητα. Η «θρησκευτική συντήρηση» αντιμετωπίζει μ’ ένα ακατανόητο αρνητισμό τον κόσμο της αποστασίας και της πονηρίας και κλείνεται σ’ ένα στεγανό θάλαμο για να συντηρήσει ό,τι μας παρέδωσε η Εκκλησία. Και ο φιλελευθερισμός παραδέχεται τον κόσμο, όπως παρουσιάζεται, χωρίς συζήτηση και αμφισβήτηση. Σε τούτη την πραγματικότητα του κόσμου πρέπει να προσαρμοστεί η Εκκλησία, διακηρύσσει ο φιλελευθερισμός, αν θέλει φυσικά να ζήσει. Και οι δυο παρατάξεις όμως αρνούνται τη δύναμη, που έχει η Εκκλησία να μεταμορφώνει τα πάντα, επομένως και τον κόσμο, και έτσι να συνεχίζει το σωτήριο έργο του Χριστού επί της γης.
Τα ίδιο συμβαίνει και στην αγωγή, αλλά με μια βασική διαφορά: εδώ έχουμε μονάχα αδιέξοδο, καμιά ελπίδα για το άνοιγμα του φαύλου κύκλου. Στις συνηθέστερες μορφές αγωγής διαπιστώνουμε μια σκληρή και αυστηρή στάση απέναντι στον κόσμο και σε κάθε τι το καινούργιο. Αυτός ο αρνητισμός δεν είναι μια a posteriori συμπεριφορά της αγωγής, που σημαίνει πως απορρίπτει τα αρνητικά αποτελέσματα της διαγωγής του ανθρώπου. Πολύ περισσότερο είναι μια μόνιμη a priori στάση, που εκφράζει τη δυσπιστία, την έλλειψη εμπιστοσύνης, την υποτίμηση στην αξία των ανθρωπίνων εκείνων προσώπων, που αρνούνται με τον τρόπο τους να διαμορφωθούν από τα διάφορα παιδαγωγικά συστήματα. Η μόνη λύση για να σταθεί ένα τέτοιο σύστημα είναι: η αξιολογική απόρριψη σε κάθε τι, που προέρχεται από τον κόσμο και η επικράτησή του σ’ ένα χώρο δεσποτείας και κυριαρχίας, που θα αποσκοπεί στη συμμόρφωση του ανθρώπου έστω και κατά τρόπο τεχνητό, επιφανειακό και υποκριτικό.
Σε τούτη τη στάση της αγωγής η Ορθοδοξία καταθέτει τη μαρτυρία της: αρνείται τον αρνητισμό της και απορρίπτει την από μέρους της απόρριψη της πραγματικότητας του κόσμου. Η Ορθοδοξία αποδέχεται και προσλαμβάνει ολόκληρο τον κόσμο, ως δημιουργία του Θεού, τον «αναφέρει» με τη λατρεία της στον Τριαδικά Θεό για να μη μείνει στο χώρο της φθοράς και του θανάτου, αλλά για να γίνει εκείνο, που πραγματικά μπορεί να γίνει εν Χριστώ Ιησού. Η ορθόδοξη αγωγή βλέπει τον κόσμο και τον άνθρωπο μέσα από τη δυνατότητα, που έχουν να ζωοποιηθούν, να μεταμορφωθούν και να ανακαινισθούν με το μυστήριο του Χριστού. Η πραγματικότητα του ανθρώπου είναι ένα αδιάκοπα πορευμένο μέσα στο χρόνο «συνεχές» (continuum) και δεν μπορούμε χωρίς εκτροπή να την ξεχωρίσουμε από τις διάφορες χρονικές στιγμές της, ούτε πολύ περισσότερο να προβάλλουμε την εικόνα της μιας στιγμής πάνω στις άλλες. Όταν ένας άνθρωπος (εδώ π.χ. ο παιδαγωγούμενος) μας παρουσιάζει σε ορισμένη χρονική στιγμή μιαν αρνητική ή θετική διαγωγή, αυτό δεν είναι δείγμα, πως στη συνέχεια του χρόνου η διαγωγή του θα παραμείνει η ίδια. Με τούτο το ορθόδοξο όραμα, που είναι διαποτισμένο από την πίστη και την αισιοδοξία της Αναστάσεως του Χριστού, είναι δυνατόν να υπερπηδηθεί το δίλημμα αρνητισμός ή προσαρμογή, που αντιμετωπίζει και σήμερα η αγωγή στο έργο της.
2. Η ορθόδοξη καθολική Αλήθεια.
Η πραγματικότητα της καθολικής Αλήθειας, που μας αποκαλύπτεται στον Ιησού Χριστό, δεν αποτελεί ένα ορισμένο κλειστό σύστημα από διάφορες σπουδαίες ιδέες, όπου καλείται ο άνθρωπος να τις γνωρίσει με τη βοήθεια των δικών του γνωστικών ικανοτήτων και κατηγοριών. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε όχι μονάχα τον τεμαχισμό, μα και τη νέκρωση της Αλήθειας. Η Αλήθεια ως η μοναδική πραγματικότητα και ζωή μας προσφέρεται, όπως τονίστηκε και στις προηγούμενες σκέψεις, σ’ ένα Πρόσωπο, που με την παρουσία Του μας χαρίζει την ανακεφαλαίωση ολόκληρης της ανθρώπινης φύσεως και του όλου έργου της δημιουργίας. Όταν ο Χριστός μας καλεί να οικειοποιηθούμε την Αλήθεια στο Πρόσωπό Του, αυτό σημαίνει, πως ο άνθρωπος πρέπει να προσκολληθεί στην προσωπική παρουσία Του, που μας αποκαλύπτεται στην κοινωνία της αγάπης. Η αγάπη έδώ όχι βέβαια σαν μια ανθρώπινη συναισθηματική κατάσταση, αλλά ως η συγκεκριμένη ενέργεια του Θεού, που έρχεται σε κοινωνία με τον κόσμο διά του :Ιησού Χριστού. Η κοινωνία με το Χριστό στην αγάπη και την πίστη ξαναπροσφέρει την οντολογική σχέση του ανθρώπου με το Θεό, όπου αποκαλύπτεται η αληθινή διάσταση του Είναι, της υπάρξεως, της ζωής του. Με το γεγονός όμως της αμαρτίας ο άνθρωπος διέστρεψε αυτή του τη σχέση με το Θεό και έτσι ξέπεσε από τη ζωντάνια στη νέκρα, από τη γνώση στην άγνοια και την αγνωσία (τούτο έδώ μας θυμίζει τον θεόπνευστο Μωϋσή στο βιβλίο της Γενέσεως με το δένδρο του «γινώσκειν καλόν και πονηρόν»), από την αλήθεια στην απόκρυψη και τη λήθη, από τη μορφή στην αμορφία. Η συμμετοχή συνεπώς του ανθρώπου στην κοινωνία, που προσφέρει ο Θεός με την προσωπική παρουσία Του, χαρίζει την επαναγωγή του (η λέξη μάς θυμίζει και μας παραπέμπει στην ουσία της αγωγής) στην πραγματική ζωή, στην υπέρλογη γνώση, στη μοναδική αλήθεια (ά-λήθη, το αντίθετο ακριβώς της λησμοσύνης) και στην αποκλειστική του μόρφωση.
Όλα τούτα υπογραμμίζονται για να μας καταδείξουν το σωστό δρόμο για την καθολική Αλήθεια. Η Αλήθεια είναι μία και περιέχει μέσα της τα πάντα. Δεν μπορεί να εμφανίζεται τεμαχισμένη και ατελής. Γι’ αυτό και δεν είναι δυνατόν να αποκαλυφθεί σ’ εκεί¬νον, που την προσεγγίζει και την ερευνά με τρόπο ατομικό και υποκειμενικό, δηλαδή μέ βάση και κριτήριο τις διάφορες έννοιές του, που τροφοδοτούνται από την τεμαχισμένη πραγματικότητα της καθημερινής μας πείρας. Ακόμα και σ’ αυτές τις επιστημονικές αλήθειες διακρίνουμε μια μονιμότητα ή προσωρινότητα, που εξαρτάται από τον υποκειμενικό και ίσως αυθαίρετο τρόπο, που ένας επιστήμονας ζητάει από τη φύση να του απαντήσει. Στις περιπτώσεις αυτές η φύση απαντά ανάλογα με τον τρόπο που την ρωτούν, γι’ αυτό και έχουμε μια ποικιλία {που εγγίζει την αναίρεση) στις διάφορες επιστημονικές θεωρίες. Ας σημειώσουμε όμως εδώ και τούτο: η αγωγή με το έργο της δεν αποβλέπει στην προαγωγή της επιστημονικής έρευνας, αλλά επιδιώκει την καλλιέργεια και τη βελτίωση του παιδαγωγουμένου με τη βοήθεια των προσφερομένων ποικίλων γνώσεων. Κάτι τέτοιο όμως μπορεί να γίνει μονάχα, όταν οι γνώσεις αυτές ζωοποιούν τον άνθρωπο. Η ζωή της γνώσεως βρίσκεται στην κοινωνία της αγάπης. Έτσι η αγωγή δεν μπορεί να προσφέρει γνώση χωρίς την αγάπη. Διαφορετικά είναι αναγκασμένη να διαπιστώνει τη «νέκρωση» των ιδανικών της και το «θάνατο» των παιδαγωγουμένων.
Τούτη η πραγματικότητα πρέπει να προβληματίζει αδιάκοπα την αγωγή για να προσανατολίζεται στην προσφορά της αλήθειας, που εκπροσωπεί το Είναι, τη ζωή, την ύπαρξη του παιδαγωγουμέ¬νου. Μια τέτοια αλήθεια απορεί να σταθεί μονάχα ως καθολική και συνεπώς προσωπική. Το ερώτημα όμως, που παραμένει, είναι: πώς θα μπορέσει η αγωγή να ξεπεράσει τα όρια της τεμαχισμένης και ατομικής φύσεως του ανθρώπου; Και ως ερώτημα μονάχα μας προσφέρει κιόλας τους πρώτους καρπούς. Αν η αγωγή αποκτήσει τούτη τη συνείδηση, αυτό θα πει πως έχει ανοιχτεί και προσανατολιστεί στη θεολογική περιοχή. Η συναίσθηση της ανεπάρκειας θα της χαρίσει την πιο τιμητική διάκριση και πραγματική υπόληψη. Βέβαια εδώ μπορούμε να σημειώσουμε στο ενεργητικό της αγωγής, πως η είσοδος της θρησκευτικής διδασκαλίας στην περιοχή της είναι ένα δείγμα μιας ουσιαστικής κατανοήσεως. Ο τρόπος όμως, που προσφέρθηκε και προσφέρεται το θρησκευτικό μάθημα, αντί να βοηθήσει την αγωγή στο σωτήριο πήδημά της για την ανεύρεση της ζωντανής καθολικής Αλήθειας, την οδήγησε μάλλον σε μια αύξηση της δικής της ενδοκόσμιας εξουσίας και στην περιοχή του Θεού και της Εκκλησίας Του. Το σχολείο π.χ. καθορίζει τις περισσότερες φορές όχι μονάχα τη διδακτέα ύλη, αλλά και τον τρόπο και το σκοπό της θρησκευτικής διδασκαλίας, ενώ οι ουσιαστικές του σχέσεις με το μυστήριο της Εκκλησίας είναι υποτυπώδεις. Και αυτό όχι μονάχα δεν την ωφέλησε, μα και της έδωσε την εντύπωση, πως η Εκκλησιαστική Αλήθεια είναι εκείνη, που εκπροσωπείται και διδάσκεται συνήθως κατά περιόδους στα παιδαγωγούντα σχολεία.
Εδώ ακριβώς πρέπει η ορθόδοξη Θεολογία ως λειτουργία και διακονία να προσφέρει τη μαρτυρία της για την καθολική Αλήθεια, όπως αποκαλύπτεται στην Εκκλησία του Χριστού. Η προσέγγιση της Αλήθειας γίνεται από τον άνθρωπο, όταν συναντάται προσωπικά με το Χριστό. Εδώ ανακαλύπτει την επανένωση της ανθρώπινης φύσεως και την ανυπολόγιστη αξία του ανθρώπινου προσώπου. Γι’ αυτό και η παρουσία του Χριστού γίνεται όχι κατά τρόπο μερικό ή ατομικό (υποκειμενικό), αλλά στο χώρο εκείνο, που πραγματοποιείται η σύναξη των πολλών και διασκορπισμένων ανθρώπων «εις εν». Είναι η Εκκλησία, το σώμα του Χριστού, που τα μέλη της είναι οι πιστοί άνθρωποι. Από τη στιγμή λοιπόν, που ο άνθρωπος θα αισθανθεί τον εαυτό του ενωμένο με τους άλλους ανθρώπους, τότε αποκτά και την πραγματική γνωσιολογική ικανότητα να προσεγγίσει και να ανακαλύψει την καθολική αλήθεια. Όποιος έχει τη συναίσθηση αυτής της ενότητας, αυτός αποκτά και τη σωτήρια ελευθερία απέναντι στο εγώ του, στους υποκειμενισμούς του, στους ατομικούς περιορισμούς του. Συνείδηση της Αλήθειας έχει εκείνος, που ελευθερώθηκε από το υποκείμενο της συνειδήσεως του. Σε τούτη την περίπτωση η Αλήθεια δεν είναι μια αντικειμενική γνώση, μια ατομική γνώμη, μια ωραία και ελκυστική ιδέα, αλλά είναι η πραγματικότητα, που περικλείει μέσα της τα πάντα, το όλον. Είναι η παρουσία της καθολικής Αλήθειας.
Η μεταφορά όλων αυτών στο χώρο της αγωγής είναι και επιτακτική και επίκαιρη. Αν θέλει η αγωγή να ζωοποίει τις ανθρώπινες υπάρξεις και να μη τις μαραζώνει με την ασθένεια προς θάνατο, πρέπει οι διδασκόμενες αλήθειες της να προσανατολιστούν και να φωτιστούν από την καθολική Αλήθεια, δεν μπορεί να προσφέρει «αλήθειες» απευθυνόμενη μονάχα στο μυαλό των παιδαγωγουμένων, γιατί έτσι υπηρετεί τη διάσπαση της ψυχοσωματικής τους ολότητας και καταλήγει στο μερισμό της αλήθειας, που με τη σειρά της παύει πια να παιδαγωγεί και να ζωοποιεί. Η αγωγή έχει χρέος να παιδαγωγεί ολόκληρο τον άνθρωπο και να τον βοηθά να συμμετάσχει στην καθολική Αλήθεια, όπου με την παρουσία της θα ανακαλύψει και τη δική του αληθινή ύπαρξη. Η πνευματική ανάπτυξη και αύξηση του ανθρώπου θα πραγματοποιείται σε μια πληρότητα και αρμονικότητα όλων των καταβολών και δυνάμεων του. Αγωγή, που καλλιεργεί στον παιδαγωγούμενο ορισμένες μονάχα δυνάμεις, δείχνει πως δεν βρίσκεται στην περιοχή της καθολικής Αλήθειας. Και από αυτή την αρρώστια υποφέρει σήμερα η αγωγή, που συνήθως διαλέγει για έργο της την ανύψωση και ανάπτυξη του διανοητικού επιπέδου στον παιδαγωγούμενο, ενώ με τον τρόπο αυτό παραμένει άθικτη η περιοχή των συναισθηματικών και βουλητικών του δυνάμεων και ακόμα περισσότερο παραμένει άγνωστη η χώρα του υποσυνειδήτου απ’ όπου κατευθύνεται ο άνθρωπος σ’ όλες σχεδόν τις ενέργειες του και τον περισσότερο χρόνο της ζωής του. Εδώ χρειάζεται η συμβολή του ορθοδόξου μορφωτικού έργου, που θα βοηθήσει στην επαναγωγή της αγωγής στην ορθή κατεύθυνση της καθολικής Αλήθειας.
Από την άλλη όμως μεριά η μαρτυρία της καθολικής Αλήθειας πρέπει να είναι τέτοια, ώστε να προσλαμβάνει κάθε παιδαγωγική πραγματικότητα, να την διαποτίζει και να την ζωοποιεί με την Αλήθεια του Χριστού, χωρίς να παραθεωρεί ό,τι καλό και θετικό συναντάει εκεί. Στη συνέχεια να διακονεί ειλικρινά και τίμια στην απελευθέρωσή της από κάθε μορφή αυτονομίας και από κάθε δυνατή έκπτωση στην περιοχή της αντικειμενικής γνώσεως, της καταστρεπτικής λήθης, της μηχανικής και επαγγελματικής τυποποιήσεως και της επιφανειακής μορφωτικής καλλιέργειας.
(Ν. Γρηγοριάδης, «Η ορθόδοξη μαρτυρία για την αγωγή», Μαρτυρία Ορθοδοξίας, σ. 120-131)

Ο ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΑΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Γ’ ΔΟΥΚΑΣ ΒΑΤΑΤΖΗΣ ΚΑΙ Η ΣΥΝΕΙΣΦΟΡΑ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΣΥΝΕΧΕΙΑΣ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ




Του Ιωάννη Σαρσάκη Στρατιωτικού

Η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους της Δ΄ σταυροφορίας τον Απρίλιο του 1204, υπήρξε η συνταρακτικότερη στιγμή στην έως τότε ιστορία της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας – Ρωμανίας (δηλαδή της μετέπειτα κακώς και εκ του πονηρού ονομασθείσας από τους δυτικούς ιστορικούς ¨Βυζαντινής Αυτοκρατορίας¨[1]). Ως άμεση συνέπεια της αλώσεως έχουμε, πρώτον : τη δημιουργία ανεξάρτητων ελληνικών κρατιδίων με σκοπό την διαφύλαξη των ελληνορθόδοξων πληθυσμών και την αντίσταση κατά των κατακτητών, και δεύτερον τη ραγδαία αφύπνιση της ελληνικής συνείδησης, η οποία είχε αρχίσει να συντελείτε ήδη από τον 6ο αιώνα. Τα κράτη που δημιουργήθηκαν ήταν : το βασίλειο της Νίκαιας με τον Θεόδωρο Λάσκαρη, το δεσποτάτο της Ηπείρου με τον Μιχαήλ Άγγελο και της Τραπεζούντας με τον Αλέξιο Κομνηνό. Από τα τρία ελληνικά κράτη η Νίκαια ήταν αυτή που κατάφερε να λάβει το χρίσμα του συνεχιστού της Ρωμανίας και μετά την παρέλευση 57 ετών να απελευθερώσει την βασιλεύουσα[2]. Οι αυτοκράτορες που κατείχαν τον εξόριστο θρόνο της Ρωμανίας με έδρα τη Νίκαια της Βιθυνίας ήταν : ο Θεόδωρος Α΄ Λάσκαρης (1204-1222), ο Ιωάννης Γ΄ Δούκας Βατάτζης (1222-1254), ο Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρης (1254-1258), ο Ιωάννης Δ΄ Λάσκαρης (1258-1259) και ο Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος (1259-1282). Οι τέσσερεις πρώτοι αυτοκράτορες ανήκουν στη δυναστεία των Λασκαριδών, η οποία ως χαρακτηριστικό της είχε : την έντονη ελληνολατρία, την υπέρμετρη φιλολαϊκότητα, και την εξαιρετικά ικανή διπλωματική & στρατιωτική δραστηριότητα. Για να κατορθώσουν να ανασυστήσουν την αυτοκρατορία, οι βασιλείς της Νίκαιας πολέμησαν με τους Φράγκους τους Τούρκους, τους Βουλγάρους αλλά και με το Δεσποτάτο της Ηπείρου, πετυχαίνοντας μεγάλες νίκες. Ο επιφανέστερος αυτοκράτορας της Νίκαιας και ένας από τους μεγαλύτερους της Ρωμανίας, είναι ο εκ Διδυμοτείχου καταγόμενος, Ιωάννης Γ΄ Δούκας Βατάτζης,[3] ο οποίος είναι και Άγιος της εκκλησίας μας, (η μνήμη του τιμάται κάθε χρόνο στις 4 Νοεμβρίου από την Ιερά Μητρόπολη Διδυμοτείχου).


[1]. Ο όρος Βυζαντινή αυτοκρατορία πρωτοεισήχθη 109 χρόνια μετά την πτώση της βασιλεύουσας από τους Τούρκους το 1453. Ο πρώτος ιστορικός που χρησιμοποίησε τον όρο Βυζαντινή ιστορία ήταν ο Ιερώνυμο Βολφ το 1562. Μετά από πολλά χρόνια, και αφού τον συγκεκριμένο όρο χρησιμοποίησαν και άλλοι ιστορικοί, το 1680 καθιερώθηκε από τον ιστορικό Κάρολο Ντε Γκέιντζ, ο οποίος έγραψε το έργο Ιστορία του Βυζαντίου. Σχετικά με την υιοθέτηση του όρου βυζαντινή αυτοκρατορία από τους δυτικούς ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος σε επιστολή του την 1η Ιουλίου 1886 προς τον Χιώτη λόγιο Γ. Ζολώτα αναφέρει τα εξής : ¨Φίλε Ζολώτα, όσο και αν ηρεύνησα κατά τους κατά τον μέσον αιώνα ημετέρους ιστορικούς και χρονογράφους, δεν ηδυνήθην να εύρω εν αυτοίς το όνομα των Βυζαντινών ή Βυζαντίνων, όπως θέλεις. Μετεχειρίζονται τα ονόματα Ρωμαίοι, Γραικοί και περί τα τέλη, Έλληνες ……. Φοβούμαι, λοιπόν, ότι το όνομα επλάσθη υπό των Δυτικών, ημείς δε το εχάψαμεν¨ π. Γεώργιος Μεταλληνός «Παγανιστικός Ελληνισμός ή Ελληνορθοδοξία ;» σελ 260 Εκδόσεις Αρμός.  
[2]¨Εκ των τριών ελληνικών κρατών, η Αυτοκρατορία της Νίκαιας βασίμως διεξεδίκει την ιδιότητα του συνεχιστού της Βυζαντινής παραδόσεως. Λόγοι γεωγραφικοί, ουσιαστικοί και καθεστωτικοί εδικαιολόγουν την αξίωσην ταύτην¨ Διονύσιος Ζακυθηνός «Βυζάντιον κράτος και κοινωνία ιστορική επισκόπησις» Εκδόσεις Ίκαρος σελ 130.

[3]. Ο Ιωάννης Γ΄ Δούκας Βατάτζης γεννήθηκε στο Διδυμότειχο το 1193. Περί της καταγωγής του μας κατατοπίζει ο Γεώργιος Ακροπολίτης (1217-1281) στο έργο του ¨Χρονική Συγγραφή¨ το οποίο αποτελεί την κύρια ιστορική πηγή για την Αυτοκρατορία της Νίκαιας : ¨και προσλαμβάνεται ο βασιλεύς εις γαμβρόν Ιωάννην τον Δούκαν, ου Βατάτζης τουπίκλην και εκ Διδυμοτείχου ην ωρμημένος¨ Ακροπολίτης Γεώργιος «Χρονική Συγγραφή» σελ 56 Εκδόσεις Κανάκη .
Η Πύλη της Γέφυρας (Καλιόπορτα) στο Κάστρο του Διδυμοτείχου, της ιδιαίτερης πατρίδας του Αγίου Βασιλιά.
Ερευνώντας το βίο και τα κατορθώματα του, βρίσκουμε πολλές ενέργειες του, οι οποίες είναι άξιες αναφοράς και αποτελούν αξιομνημόνευτες ιστορικές παρακαταθήκες. Η ανασυγκρότηση της αυτοκρατορίας επί της βασιλείας του (στρατιωτική, οικονομική και πνευματική), είχε ως επιστέγασμα την απελευθέρωση της Κωνσταντινούπολης επτά χρόνια μετά την κοίμησή του[1]. Επίσης ο Ιωάννης Βατάτζης θεωρείται από τους ιστορικούς που ασχολήθηκαν με τη συνέχεια του ελληνισμού (αρχαίοι χρόνοι, ελληνιστική εποχή, ρωμαιοκρατία, χριστιανικός ελληνισμός «Ρωμανία», Τουρκοκρατία και νέος ελληνισμός) ως ένας από τους κύριους εκφραστές της εξελικτικής πορείας του γένους των Ελλήνων.
Χαρακτηριστικότατη ιστορική πηγή βάσει της οποίας καταδεικνύετε η ελληνικότητα της Ρωμανίας, η ιστορική συνέχεια του Ελληνισμού καθώς και η εθνική αξιοπρέπεια του Διδυμοτειχίτη βασιλιά, αποτελεί η επιστολή απάντηση που απέστειλε προς τον πάπα Γρηγόριο Θ΄[2] στα μέσα της δεκαετίας του 1230. Το ιστορικό πλαίσιο, βάσει του οποίου έγινε η αιτία της ανταλλαγής των επιστολών, μεταξύ πάπα και Ιωάννη Βατάτζη μας το περιγράφει ο νομικός και φιλόλογος, ομότιμος καθηγητής του πανεπιστημίου Αθηνών Μιχαήλ Α. Δένδιας (1899-1977) αναφέροντας τα παρακάτω : ¨Πρόκειται περί της εποχής, καθ΄ ην, κατά το 1236, ο Βαλδουίνος Β΄ ήλθεν εις Ρώμην δια να παρακαλέσει τον πάπαν να επεμβεί προς διενέργειαν νέας σταυροφορίας στρεφομένης αυτήν την φοράν ειδικώς κατά του Βατάτζη, απειλούντος μετά των Βουλγάρων την κατάλυσιν της φασματώδους Λατινικής Αυτοκρατορίας. Παρά τας προσπαθείας του, ο Γρηγόριος Θ΄, πάπας Ρώμης, ελάχιστα ηδυνήθη, διότι ο Φρειδερίκος Β΄ (αυτοκράτορας των Γερμανών και μετέπειτα πεθερός του Βατάτζη) αντετάχθη ρητώς εις την δι΄ Ιταλίας διάβασιν των σταυροφόρων, προτιμών του πάπα και των Λατίνων τους Έλληνας και τον Βατάτζην. Προ των παρακλήσεων του Βαλδουίνου ο Γρηγόριος Θ΄ απηύθυνεν επιστολήν προς τον Ιωάννην Δούκαν Βατάτζην. Το κείμενον αυτής απωλέσθη (όπως θα δούμε παρακάτω το κείμενο διασώθηκε), γινώσκομεν όμως το περιεχόμενον αυτής και εικάζομεν τον τόνον εις τον οποίον εγράφη, εκ της δοθείσης εις αυτήν παρά του Έλληνος αυτοκράτορος απαντήσεως¨[3].  Προτού παραθέσουμε την επιστολή καθώς και τον σχολιασμό έγκριτων ιστορικών, είναι απαραίτητο να πιστοποιήσουμε για του λόγου το αληθές, το γεγονός της συγγραφής και της διάσωσης των δύο επιστολών καθώς και την εγκυρότητα των διαλαμβανομένων σε αυτές. Η επιστολή του πάπα βρέθηκε από τον αββά Γκριουμέλ (Venance Grummel) το 1930, στα αρχεία της βιβλιοθήκης του Βατικανού, και την δημοσίευσε στο Γαλλικό περιοδικό ¨Ηχώ της Ανατολής¨ τεύχος 29 (σελ. 450-58) με τίτλο «Η αυθεντικότητα της επιστολής του Ιωάννη Βατάτζη αυτοκράτορα της Νίκαιας προς τον πάπα Γρηγόριο Θ΄»[4]. Η επιστολή απάντηση του Θρακιώτη Βασιλιά, πρωτοδημοσιεύθηκε μετά την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, στο περιοδικό «Αθήναιον» τεύχος 1 του 1872 (σελ 369-378) από τον μεγάλο μελετητή και εκδότη πολλών κειμένων της Ρωμανίας, Ιωάννη Σακελλίων[5] (1815-1891), ο οποίος την ανακάλυψε στην Πατμιακή Βιβλιοθήκη της Πάτμου[6]. Το θέμα της εγκυρότητας της επιστολής θεωρείται δεδομένο και για τους Ευρωπαίους επιστήμονες, ο Franz Dolger μέλος της Βαυαρικής ακαδημίας των Επιστημών και των Ανθρωποτήτων,  κατατάσσει την επιστολή του Ιωάννη Βατάτζη, μεταξύ των γνησίων κειμένων στους καταλόγους των ¨Αυτοκρατορικών Εγγράφων της Ρωμανίας¨. Αλλά και το 2006 ο Luca Pieralli λέκτορας της Σχολής Παλαιογραφίας, διπλωματικής και Διοίκησης Αρχείων του Βατικανού, με κύριους τομείς έρευνας τα αυτοκρατορικά και πατριαρχικά κείμενα διπλωματίας της Ρωμανίας, πιστοποιεί τη γνησιότητα της επιστολής[7].


[1]. ¨Πάντως ο Ιωάννης Βατάτζης είχε δημιουργήσει όλες τις προϋποθέσεις για το θρίαμβο αυτό και σ΄ αυτόν προ παντός ανήκει η τιμή για την αποκατάσταση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας¨ Γκιόργκ Οστρογκόρσκι «Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους» σελ. 122 Ιστορικές Εκδόσεις Στεφ. Δ. Βασιλόπουλου.
[2]. Ο Γρηγόριος Θ’ διατέλεσε πάπας της Ρώμης από το 1227 έως το 1241.
[3]. Μιχαήλ Α.  Δένδια «Επί μίας επιστολής του Φρειδερίκου Β΄ προς Ιωάννης Δούκαν Βατάτζην» Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών έτος ιγ΄ Αθήναι 1937 σελ 409-410.
[4]. V. Grumel, L’authenticite de la letter de jean Vatatzes, empereur de Nicee, au pape Grecoire IX, EO 29 (1930) 450-458. Απόστολος Βακαλόπουλος « Ιστορία του Νέου Ελληνισμού» σελ. 77 Θεσσαλονίκη 1974.
[5]. Ιωάννης Σακκελίων, φιλόλογος και αρχειοδίφης υπήρξε μεγάλος μελετητής και εκδότης πολλών κειμένων της Ρωμανίας.
[6]. Ιωάννου Σακελιώνος : Ανέκδοτος επιστολή του αυτοκράτορος Ιωάννου Δούκα Βατάτζη προς τον πάπαν Γρηγόριον, ανευρεθείσα εν Πάτμω, «Αθήναιον» 1 (1872) 369-378 (με λανθασμένη αρίθμηση) Απόστολος Βακαλόπουλος « Ιστορία του Νέου Ελληνισμού» σελ. 77 Θεσσαλονίκη 1974.
[7]. Κωνσταντίνος Χολέβας Πολιτικός Επιστήμων, ομιλία στην εκδήλωση της Ιεράς Μητροπόλεως Διδυμοτείχου «Βατάτζεια 2011» στις 30 Οκτ 2011 με θέμα ¨Ο Άγιος Ιωάννης Βατάτζης και η συνέχεια του Ελληνισμού¨.
Ο πάπας Γρηγόριος Θ΄
Δεν θα πρέπει να αγνοήσουμε ότι, την εποχή εκείνη ο πάπας ήταν παντοδύναμος, και με μια σημερινή ορολογία θεωρούνταν ο πλανητάρχης της εποχής, ο δε Ιωάννης Βατάτζης ήταν βασιλιάς σε ένα κράτος που προέκυψε μετά τον κατακερματισμό της Ρωμανίας από τους Φράγκους το 1204. Θα περίμενε κανείς ότι ο Έλληνας βασιλιάς ως ο πιο αδύναμος μεταξύ των δύο, θα απευθυνόταν στον πάπα με μία υποτονικότητα και δουλοπρέπεια έτσι ώστε να εξασφαλίσει την συμπάθειά του και οποιαδήποτε διπλωματική ωφέλεια. Ας διαβάσουμε λοιπόν την επιστολή του Αγίου Αυτοκράτορα Ιωάννη Βατάτζη σε εκτενή περίληψη του πρωτοτύπου[1] καθώς και σε νεοελληνική απόδοση[2] για να δούμε με πιο τρόπο απευθύνθηκε προς τον πανίσχυρο παπικό θρόνο.  

Η επιστολή απάντηση του Ιωάννη Γ΄ Δούκα Βατάτζη
προς τον πάπα Γρηγόριο Θ΄

         ¨Ιωάννης εν Χριστώ τω Θεό πιστός βασιλεύς και αυτοκράτωρ Ρωμαίων ο Δούκας, τω αγιωτάτω πάπα της πρεσβυτέρας Ρώμης Γρηγόριω σωτηρίας και ευχών αίτησιν.
         ¨Οι αποσταλέντες παρά της σης αγιότητος κομισταί του γράμματος τούτου διετείνοντο ότι είναι της σης αγιότητος, αλλά η βασιλεία μου, αναγνούσα τα γεγραμμένα, δεν ηθέλησε να πιστεύση ότι είναι σον, αλλ’ ανθρώπου ζώντος εν εσχάτη απονοία, έχοντος δε την ψυχήν πλήρη τύφου και αυθαδείας, διότι πώς να μη υπολάβωμεν τοιούτον τον γράψαντα απευθυνόμενον εις την βασιλεία μου, ως εις ένα των ανωνύμων και αδόξων και αφανών, μη διδαχθέντα περί του μεγέθους τους αρχής ημών και της δυνάμεως;
         ¨Δεν είχομεν χρείαν σοφίας ίνα διαγνώσωμεν τις και ποίος είναι ο σος θρόνος. Εάν έκειτο επί των νεφελών ή μετέωρος που, ίσως υπήρχεν ανάγκη σοφίας μετεωρολογικής τους ανευρεσίν του, αλλ΄επειδή είναι εστηριγμένος επί της γής, και ουδόλος διαφέρει των λοιπών θρόνων, η τούτου γνώσης πρόχειρος είναι τοίς πάσιν.
         Και ότι μέν από του ημετέρου γένους η σοφία και το εκ ταύτης αγαθόν ήνθησεν και εις άλλους διεδόθη, καλώς είρηται. Πως όμως ηγνοήθη ή και μη αγνοηθέν, πως εσιγήθη, ότι μετά της σοφίας είναι προσκεκληρωμένη εις το γένος ημών παρά του μεγάλου Κωνσταντίνου και η βασιλεία; Τις αγνοεί ότι ο κλήρος της διαδοχής εκείνου εις το ημέτερον διέβη γένος, και ότι ημείς είμεθα οι τούτου κληρονόμοι και διάδοχοι;
         Έπειτα συ απαιτείς να μην αγνοήσωμεν τον σον θρόνον και τα τούτου προνόμια, αλλά και ημείς έχομεν να ανταπαιτήσωμεν όπως διαβλέψης και γνωρίσης τα δικαιώματα ημών επί της αρχής και του κράτους της Κωνσταντινουπόλεως, όπερ, από του μεγάλου Κωνσταντίνου επί χιλιετηρίδα παραταθέν, έφθασεν άχρις ημών. Οι γενάρχαι της βασιλείας μου, οι από του γένους των Δουκών και Κομνηνών, ίνα μη τους λέγω, τους από γενών Ελληνικών άρξαντας επί πολλάς εκατοστύας ετών την αρχήν κατέσχον της κωνσταντινουπόλεως, ους και η της Ρώμης εκκλησία και οι ιεράρχαι προσηγόρευον Ρωμαίων αυτοκράτορας. Πως λοιπόν ημείς φαινόμεθα σοι ότι ουδαμού άρχομεν και βασιλεύομεν, εχειροτονήθη δε παρά σου ο Ιωάννης εκ Βρυέννης (Πρετούρας) ; Τίνος δίκαιον επρυτάνευσεν εν τη περιστάσει ταύτη ; Πως η ση τιμία κεφαλή επαινεί την άδικον και πλεονεκτικήν γνώμην, και την ληστρικήν και μιαιφόνον κατάσχεσην υπό των Λατίνων της Κωνσταντινουπόλεως εν μοίρα τίθεται δικαίου ;     
         ¨Ημείς βιασθέντες μετεκινήθημεν του τόπου, αλλά δεν παραιτούμεθα των δικαιώματα ημών επί της αρχής και του κράτους της Κωνσταντινουπόλεως. Ο βασιλεύων άρχει και κρατεί έθνους και λαού και πλήθους, ούχι λίθων τε και ξύλων, άτινα αποτελούσι τα τείχη και τα πυργώματα.
         ¨Το γράμμα σου περιείχε και τούτο, ότι κήρυκες της σης τιμιότητος το του σταυρού διήγγειλαν κήρυγμα εις όλον τον κόσμον, και ότι πλήθος ανδρών πολεμιστών έσπευσαν εις εκδίκησιν της Αγίας Γής. Τούτο μαθόντες εχάρημεν και ελπίδων μεστοί γεγόναμεν ότι ούτοι οι εκδικηταί των αγίων τόπων ήθελον αρχίσει την εκδικίαν από της ημετέρας πατρίδος, και ότι ήθελον τιμωρήσει τους αιχμαλωτίστας αυτής, ως βεβηλώσαντας αγίους οίκους, ως ενυβρίσαντας θεία σκεύη, και πάσαν ανοσιουργίαν διαπράξαντας κατά χρισιανών. Επειδη όμως το γράμμα ωνόμαζε βασιλέα τον Ιωάννη Βρυέννιον της Κωνσταντινουπόλεως και φίλον υιόν της σης τιμιότητος, αλλ΄οστις προ πολλού απεβίωσε, και προς βοήθειαν τούτου εστέλοντο οι νέοι σταυροφόροι, εγελώμεν αναλογιζόμενοι την των αγίων τόπων ειρωνίαν και κατά του σταυρού παίγνια.
         ¨Επειδή δε η ση τιμιότης δια του γράμματος παρακινεί να μην παρενοχλώμεν τον σον φίλον και υιόν Ιωάννην Βρυέννιον, καθιστώμεν γνωστόν εις την σήν τιμιότητα ότι δεν γνωρίζουμεν που γής ή θαλάσσης είναι η επικράτεια αυτού του Ιωάννου. Εάν δε περί Κωνσταντινουπόλεως είναι ο λόγος, δήλον καθιστώμεν και τη ση αγιότητι και πάσι τοις χριστιανοίς ¨ως ουδέποτε παυσόμεθα μαχόμενοι και πολεμούντες τοις κατέχουσι την κωνσταντινούπολιν. Η γαρ αν αδικοίημεν και φύσεως νόμους και πατρίδος θεσμούς και πατέρων τάφους και τεμένη θεία και ιερά, ει μη εκ πάσης τους ισχύος, τούτων ένεκα, διαγωνισόμεθα¨.
         Εάν δε τις δια τούτο αγανακτή δυσχεραίνη και οπλίζεται καθ΄ημών, έχομεν πως κατά τούτου να αμυνθώμεν, πρώτον μεν διά της βοηθείας του θεού, έπειτα δε διά των υπαρχόντων και παρ΄ ημίν αρμάτων και  ίππων και πλήθους ανδρών μαχίμων και πολεμιστών, οίτινες πολλάκις επολέμησαν τους σταυροφόρους. Συ δε, ως Χριστού μιμητής, και του των Αποστόλων κορυφαίου διάδοχος, και γνώσιν έχων θείων τε νομίμων, και των κατ΄ ανθρώπους θεσμών, θα επαινέσης ημάς υπερμαχούντας της πατρίδος και της εγγένους αυτή ελευθερίας.
         Και ταύτα μεν θα συμβώσι κατά το δοκούν τω θεώ. Η βασιλεία μου πάνυ ορέγεται και ποθεί να διασώση το προς την αγίαν της Ρώμης Εκκλησίαν προσήκον σέβας, και να τιμά τον θρόνον του κορυφαίου των αποστόλων Πέτρου, και εις την σην αγιότητα να έχη σχέσιν και τάξιν υιού, και κάμνη όσα εις τιμήν και θεραπείαν αφορώσιν αυτής, μόνον εάν και η ση αγιότης μη παρίδη τα δικαιώματα της ημετέρας βασιλείας, και μη γράφη προς ημάς ούτως αφερεπόνως και ιδιωτικώς. Όπως δε διακείμεθα εν ειρήνη τπρος την σην αγιότητα, την του γράμματος απαιδευσίαν αλύπως υπεδέχθημεν και προς τους κομιστάς αυτού ηπίως προσηνέχθημεν.
        
Η επιστολή σε νεοελληνική απόδοσης

         Ιωάννης εν Χριστό το Θεό βασιλεύς και αυτοκράτωρ Ρωμαίων ο Δούκας, τω αγιωτάτω πάπα της πρεσβυτέρας Ρώμης Γρηγορίω. Ας έχω τας σωτηρίους ευχάς σου.
         Αυτοί, που εστάλησαν από την αγιότητα σου και μου έφεραν αυτή την επιστολή σου, επέμεναν ότι είναι γράμμα της αγιότητάς σου. Όμως εγώ, ο βασιλιάς, αφού διάβασα όσα είναι γραμμένα, αρνήθηκα να πιστέψω ότι είναι δικό σου γράμμα, αλλά θεώρησα ότι το ΄γραψε ένας άνθρωπος με χαμένα πέρα για πέρα τα μυαλά του, που όμως ο ψυχικός του κόσμος είναι φουσκωμένος από αλαζονεία και αυθάδεια, διότι πως θα μπορούσαμε να σχηματίσουμε διαφορετική γνώμη για τον γράψαντα, τη στιγμή που απευθύνεται στη βασιλική μου δύναμη θεωρώντας με σαν ένα ανώνυμο και άδοξο και ασήμαντο ανθρωπάκι ; Δεν σου μίλησε κανείς για το μέγεθος της εξουσίας και της δυνάμεως μας ;
         Δε χρειαζόμασταν ιδιαίτερη σοφία για να γνωρίσουμε καλά ποιος είναι ο δικός σου θρόνος. Αν βρισκόταν πάνω στα σύννεφα ή ήταν κάπου ¨μετέωρος¨, ίσως έπρεπε να έχουμε μετεωρολογικές γνώσεις για να τον βρούμε, αλλ΄ επειδή στηρίζεται στη γη και δε διαφέρει καθόλου από τους υπολοίπους θρόνους, όλος ο κόσμος τον ξέρει.
         Μας γράφεις ότι από το δικό μας, το Ελληνικό γένος, άνθησε η σοφία και τα αγαθά της και διαδόθηκε στους άλλους λαούς. Αυτό σωστά το γράφεις. Πως όμως αγνόησες ή και αν υποτεθεί ότι δεν το αγνόησες, πως ξέχασες να γράψεις ότι, μαζί με τη σοφία, το γένος μας κληρονόμησε από τον Μέγα Κωνσταντίνο και τη βασιλεία ; Ποιος αγνοεί ότι τα κληρονομικά δικαιώματα της διαδοχής πέρασαν από εκείνον στο δικό μας γένος και ότι εμείς είμαστε οι νόμιμοι κληρονόμοι και διάδοχοι ;
         Έπειτα, συ απαιτείς να μην αγνοήσουμε το θρόνο σου και τα προνόμιά του. Αλλά και εμείς έχουμε να ανταπαιτήσουμε να δεις καθαρά και να αναγνωρίσεις τα δικαιώματα μας επί της εξουσίας και του κράτους της Κωνσταντινούπολης, το οποίο, από τον Μέγα Κωνσταντίνο, διατηρήθηκε για μια χιλιετία και έφτασε σε μας. Οι γενάρχες της βασιλείας μου, είναι από το γένος των Δουκών και των Κομνηνών, για να μην αναφέρω εδώ και όλους τους άλλους βασιλείς που είχαν ελληνική καταγωγή και για πολλές εκατοντάδες χρόνια κατείχαν την βασιλική εξουσία της Κωνσταντινούπολης. Αυτούς όλους, και η εκκλησία της Ρώμης και οι ιεράρχες της, τους προσκυνούσαν ως αυτοκράτορες των Ρωμαίων. Πως λοιπόν εμείς φαινόμαστε στα μάτια σου ότι δεν εξουσιάζουμε και δε βασιλεύουμε σε κανένα τόπο, παρά χειροτόνησες λες κι είναι επίσκοπος σου τον εκ Βρυέννης Ιωάννη βασιλιά στην Πόλη ; Ποιο δίκαιο επρυτάνευσε στη συγκεκριμένη αυτή περίσταση ; Πως κατάφερε η τιμία σου κεφαλή και επαινεί το άδικο της πλεονεξίας και βάζει στη μοίρα του δικαίου τη ληστρική και αιμοχαρή κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους ;
         Εμείς εξαναγκαστήκαμε από την πολεμική βία και φύγαμε από τον τόπο μας, όμως δεν παραιτούμαστε από τα δικαιώματα μας της εξουσίας και του κράτους της Κωνσταντινούπολης. Και να ξέρεις ότι αυτός που βασιλεύει είναι άρχοντας και κύριος έθνους και λαού και πλήθους, δεν είναι άρχοντας και αφεντικό σε πέτρες και ξύλα, με τα οποία χτίστηκαν τα τείχη και οι πύργοι.
         Το γράμμα σου περιείχε και τούτο το παράξενο, ότι η τιμιότητά σου έστειλε κήρυκες που διήγγειλαν το κήρυγμα του σταυρού σε όλο τον κόσμο, και ότι πλήθη πολεμιστών έσπευσαν για να διεκδικήσουν την Αγία Γή. Σαν μάθαμε αυτή την είδηση, χαρήκαμε και γεμίσαμε με ελπίδες. Ελπίζαμε δηλαδή ότι αυτοί οι διεκδικηταί των Αγίων Τόπων θα άρχιζαν τη δίκαιη δουλειά τους από τη δική μας πατρίδα και ότι θα τιμωρούσαν αυτούς που την αιχμαλώτισαν, γιατί βεβήλωσαν τις αγίες εκκλησίες, τα ιερά σκεύη και διέπραξαν κάθε είδος ανοσιουργίες κατά των Χριστιανών. Επειδή όμως το γράμμα σου ονόμαζε τον Ιωάννη Βρυέννιο που απεβίωσε εδώ και πολύν καιρό βασιλιά της Κωνσταντινούπολης, και φίλο και τέκνο της τιμιότητας σου, και επειδή οι νέοι σταυροφόροι σου στέλνονται για να τον βοηθήσουν, γελούσαμε αναλογιζόμενοι την ειρωνεία και τα παιχνίδια που παίζονται κατά των Αγίων Τόπων και του Σταυρού.
         Επειδή όμως η τιμιότητά σου, με το γράμμα που έστειλες, μας παρακινεί να μην παρενοχλούμε τον φίλο σου και υιόν Ιωάννη Βρυέννιο, γνωρίζουμε και εμείς στην τιμιότητά σου, ότι δεν ξέρουμε σε ποιο μέρος της γης ή της θάλασσας βρίσκεται η επικράτεια αυτού του Ιωάννη. Εάν όμως εννοείς την Κωνσταντινούπολη, καθιστούμε γνωστό και στην αγιότητά σου και σε όλους τους χριστιανούς ότι ποτέ δε θα πάψουμε να δίνουμε μάχες και να πολεμούμε αυτούς που την κατέκτησαν και την κατέχουν, γιατί αλήθεια, πως δε θα διαπράτταμε αδικία απέναντί στους νόμους της φύσης, και στους θεσμούς της πατρίδας μας, και στους τάφους των προγόνων μας, και στα θεία και ιερά τεμένη, αν δεν πολεμήσουμε γι΄ αυτά με όλη τη δύναμή μας ;
         Ωστόσο, αν είναι κανείς που αγανακτεί για τούτη τη θέση μας, και μας δυσκολεύει, και εξοπλίζεται εναντίον μας, έχουμε τον τρόπο να αμυνθούμε εναντίον του : πρώτα πρώτα με τη βοήθεια του Θεού, και μετά, με τα άρματα και το ιππικό που έχουμε, και με πλήθος αξιόμαχων πολεμιστών, οι οποίοι πολλές φορές πολέμησαν τους σταυροφόρους. Τότε και συ, από τη μεριά σου, σαν μιμητής, που είσαι, του Χριστού, και σαν διάδοχος του κορυφαίου των Αποστόλων Πέτρου, έχοντας μάλιστα τη γνώση για το τι είναι θείο και νόμιμο και για το τι επιβάλλεται από τους ανθρώπινους θεσμούς, τότε λέω, θα μας επαινέσεις, αφού δίνουμε τη μάχη για την πατρίδα και για τη σύμφυτη με αυτήν ελευθερία.
         Και αυτά βέβαια θα συμβούν κατά το θέλημα του Θεού. Η βασιλεία μου θέλει πολύ και ποθεί να διασώσει τον σεβασμό που αρμόζει προς την αγία Εκκλησία της Ρώμης, και να τιμά το θρόνο του κορυφαίου Αποστόλου Πέτρου και, απέναντι της αγιότητάς σου, να έχει τη σχέση και την τάξη του υιού, και να αποδίδει σ΄ αυτή την αρμόζουσα τιμή και αφοσίωση. Αυτό θα γίνει όμως, μόνο εάν και η δική σου αγιότητα δεν παραβλέψει τα δικαιώματα της δικής μας βασιλείας, και αν δεν γράφει σε μας γράμματα με τέτοια επιπολαιότητα και απαξίωση.
         Ωστόσο να ξέρει η αγιότητά σου, ότι υποδεχτήκαμε χωρίς λύπη το αγροίκο ύφος του γράμματός σου, και φερθήκαμε με ηπιότητα στους κομιστές του, μόνο και μόνο για να διατηρήσουμε την ειρήνη μαζί σου.
         Αυτή λοιπόν είναι η επιστολή του Ιωάννη Βατάτζη, μέσα από την οποία αξίζει να προσέξουμε τα παρακάτω :
         α.       Την ειρωνική διάθεση του έλληνα βασιλιά, με την οποία απευθύνετε σε πολλά σημεία της επιστολής προς τον πανίσχυρο πάπα, γεγονός το οποίο καταδεικνύει την έλλειψη κάθε είδους υποτέλειας προς τον ποντιφικά και βεβαίως το σθένος και την λεβεντιά του.


[1]. Το κείμενο της επιστολής που παραθέτουμε το αντλούμε από το περισπούδαστο έργο του Αντωνίου Μηλιαράκη «Ιστορία του βασιλείου της Νικαίας και του Δεσποτάτου της Ηπείρου», το οποίο παρέθεσε σε εκτενή περίληψη  σελ 276-279. 
[2]. Η απόδοση στα νέα ελληνικά που ακολουθεί αποτελεί έργο των φιλολόγων του εκδοτικού οίκου ¨Ορθόδοξος Κυψέλη¨ και εμπεριέχεται στο βιβλίο «Ιωάννης Γ΄ Βατάτζης ο Άγιος Αυτοκράτορας του Βυζαντίου» σελ 85-88.

Οι άγιοι Βασιλείς της Ρωμανίας, Μέγας Κωνσταντίνος και Ιωάννης Γ΄ Δούκας Βατάτζης ο ελεήμων. Ο μεν πρώτος παραδίδει (κληροδοτεί) τη βασιλεύουσα (το κράτος των Ρωμαίων) ως κλήρο στο γένος των Ελλήνων και ο δε δεύτερος (ως εκπρόσωπος του Ελληνισμού) αποδέχεται την κληρονομιά την οποία και διατρανώνει με το γραπτό κείμενο της επιστολής το οποίο φέρει. Η αγιογράφος Δέσποινα Χατζηιωαννίδου Σαρσάκη παίρνοντας αφορμή από την υπόψη επιστολή, θέλησε να ιστορίσει το γεγονός της διαδοχής του κλήρου της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας προς στο γένος των Ελλήνων.   



β.      Το γεγονός ότι αναγνωρίζει την ελληνική του καταγωγή και την διατρανώνει με υπερηφάνεια, και όχι μόνο αυτό, αλλά μας πληροφορεί ότι έλληνες ήσαν και οι γενάρχες της βασιλείας του.

         γ.       Την επεξήγηση που δίνει προς τον πάπα, για το ότι αποκαλεί τον εαυτό του ¨Αυτοκράτωρ Ρωμαίων¨ (όπως βεβαίως ορθώς αποκαλούνταν όλοι οι αυτοκράτορες της Ρωμανίας) παρόλο που είναι Έλληνας, αναφέροντας ότι ο Άγιος και Μέγας Κωνσταντίνος μεταφέροντας την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας από την Λατινική δύση στην Ελληνική ανατολή την κληροδότησε στο γένος των Ελλήνων. 

         δ.       Και τέλος άξια αναφοράς, είναι η απαρέγκλιτη απόφαση του, να πολεμήσει μέχρις εσχάτων για την απελευθέρωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους.


         Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, για την κατανόηση της ιστορικής αξίας της επιστολή, παρουσιάζουν οι απόψεις των ερευνητών – ιστορικών που ασχολήθηκαν με την αυτοκρατορία της Νίκαιας καθώς και με την συνέχεια του ελληνισμού. Παρακάτω, παραθέτουμε επιλεγμένα χωρία ιστορικών που αναφέρθηκαν και σχολίασαν την εν λόγω επιστολή καθώς και τον τρόπο με τον οποίο απευθύνθηκε ο ελεήμων βασιλιά προς τον πάπα.

         Ο ιστοριοδίφης Ιωάννης Σακελλίων, ο οποίος όπως αναφέραμε ανακάλυψε και εξέδωσε την επιστολή στο περιοδικό «Αθήναιον», σχολιάζει τα εξής : ¨ο Αυτοκράτορας Ιωάννης ομιλεί ως αρχαίος Έλληνας με περηφάνια και δριμύτητα κατά των καταλαβόντων την βασιλεύουσα Φράγκων¨[1].   

         Ο Αντώνιος Μηλιαράκης (1841-1905) αναφερόμενος στην επιστολή, και συγκεκριμένα στον τρόπο που απάντησε ο βασιλιάς Ιωάννης προς τον πάπα Γρηγόριο Θ΄, σχολιάζει τα παρακάτω : ¨Εις ταύτα ο Βατάτζης απήντησε δι΄ ύφους υπεροπτικού και δι΄ ειρωνείας καταπληκτικής, εις ουδέν λογιζόμενος το αξίωμα του πάπα, και ομιλών περί εαυτού ως μονάρχου κραταιού, κεκλημένου εις την βασιλείαν εκ Θεού και εκ βασιλικού γένους παλαιού¨[2]. Επίσης, ο Μιχαήλ Α. Δένδιας εξαίρει το ύφος του Διδυμοτειχίτη βασιλιά σημειώνοντας τα εξής : ¨Παρά του τελευταίου τούτου (δηλ. του Ιωάννη Βατάτζη) είχεν, ως φαίνεται, ζητηθή όπως παύση απειλών την Κωνσταντινούπολιν, διότι δήθεν ουδέν δικαίωμα εκέκτητο επί του θρόνου αυτής. Εις τούτο ανέτεινεν ο Βατάτζης απαντήσας εις ύφος βαρύ και υπεροπτικόν, με καταπλήσσουσαν αλαζονείαν, αλλά και με επιχειρήματα πραγματικώς ακαταγώνιστα, καταδεικνύων ότι και ο ίδιος ήτο βασιλεύς και ο θρόνος της Κωνσταντινουπόλεως εις τους Έλληνας ανήκε και ότι, κατά συνέπειαν, ο πάπας διέστρεφε τα πράγματα και ανεμειγνύετο όπου ουδεμίαν αρμοδιότητα εκέκτητο¨[3].



[1]. Βλ. παραπάνω, υποσημ. 9.
[2]. Αντώνιος Μηλιαράκης «Ιστορία του βασιλείου της Νικαίας και του Δεσποτάτου της Ηπείρου» Έκδοση Ιονικής Τράπεζας σελ 275.
[3]. Βλ. παραπάνω, υποσημ. 6. 


Εικόνα του Αγίου Βασιλέα στον Ιερό Ναό Αγίου Ιωάννη Βατάτζη του Ελεήμονα στο Διδυμότειχο. Δια χειρός Ιωάννου Γ. Σαρσάκη.



Αξίζει βεβαίως, να παραθέσουμε και τον σχολιασμό του μεγάλου πανεπιστημιακού και ιστορικού συγγραφέα Απόστολου Βακαλόπουλου (1909-2000), ο οποίος με τα υπέροχα κείμενα του, προσέφερε τα μέγιστα στην ανάδειξη της συνέχειας του ελληνισμού σε όλες τις ιστορικές του διαδρομές. Παρακάτω παραθέτουμε αποσπάσματα από τρία έργα του : ¨Ως προς την σχετική κίνηση των ιδεών και τις πολιτικές επιδιώξεις των βασιλέων της Νίκαιας πολύ διαφωτιστική είναι η απαντητική επιστολή, την οποία έστειλε ο Ιωάννης Γ΄ Δούκας Βατάτζης μεταξύ 1237 προς τον Πάπα Γρηγόριο Θ΄. Ο βασιλιάς μολονότι φέρει τον επίσημο τίτλο «Ιωάννης εν Χρηστώ τω Θεώ πιστός βασιλεύς και αυτοκράτωρ Ρωμαίων ο Δούκας…» , γνωρίζει πολύ καλά ότι είναι Έλληνας και δέχεται με υπερηφάνεια εκείνο, που του είχε γράψει ο πάπας «.. ότι εν τω γένει των Ελλήνων η σοφία βασιλεύει …. Και ότι του γένους (αυτών) η σοφία και το ταύτης ήνθησεν αγαθόν, και εις τους άλλους διεδόθη, οπόσοι την άσκησιν αυτής και κτήσιν δια πολλής τίθενται φροντίδος … » . Απορεί όμως λέγει, πως ο πάπας αγνοεί ή αν δεν αγνοεί, πως παρασιωπά το ότι μαζί με τη σοφία έχει «προσκληρωθεί»  από το Μ. Κωνσταντίνο στο γένος των Ελλήνων «και η κατά κόσμον αυτή βασιλεία». Και αμέσως παρακάτω επαναλαμβάνει τα ίδια πολύ πιο καθαρά. « Τίνι και γαρ ηγνόηται των πάντων, ως ο κλήρος της εκείνου διαδοχής ες το ημέτερον διέβη γένος, και ημείς έσμεν οι τούτου κληρονόμοι τε και διάδοχοι;» . Δηλαδή λέγει ότι με τους διαδόχους του Μ. Κωνσταντίνου το ρωμαϊκό κράτος πέρασε στο γένος των Ελλήνων. Και για να αποδείξει την ελληνικότητα του κράτους της Κωνσταντινούπολης προσθέτει ότι «οι της βασιλείας μου γενάρχαι, οι από του γένους Δουκών τε και Κομνηνών, ίνα μη τους ετέρους λέγω, τους από γενών ελληνικών άρξαντας, … εις πολλάς ετών εκατοστ[ύας] την αρχήν κατέσχον της Κωνσταντινουπόλεως». Επομένως για λόγους σεβασμού προς την παράδοση και για λόγους ουσιαστικούς, δηλαδή εμμονής στη διαφύλαξη της κληρονομιάς του Μ. Κωνσταντίνου, φέρουν οι βασιλείς του Βυζαντίου τον επίσημο τίτλο «βασιλεύς και αυτοκράτωρ Ρωμαίων». Επάνω στις καθαρές αυτές ιστορικές γνώσεις θεμελιώνει το δίκαιο των διεκδικήσεων των εδαφών, τα οποία κατέχουν οι Φράγκοι : «Ημείς δε, ει και του τόπου βιασθέντες μετεκινήθημεν, αλλά του δικαίου, του ες την αρχήν τε και το κράτος, αμετακινήτως και αμεταπτώτως έχομεν, Θεού χάριτι». Συγκεκριμένα δεν αναγνωρίζει τα κυριαρχικά δικαιώματα του Φράγκου βασιλιά της Κωνσταντινούπολης («ούτε είδεν η βασιλεία μου, παρατηρεί ειρωνικά, την του τοιούτου Ιωάννου επικράτειαν και εξουσίαν που γης ή θαλάττης εστίν») και χαρακτηρίζει επιγραμματικά την ακατάπαυστη αντίσταση του εναντίον των κατακτητών «… ουδέποτε παυσόμεθα μαχόμενοι και πολεμούντες τοις κατάγουσι την Κωνσταντινούπολιν. Η γαρ αν αδικοίημεν και φύσεως νόμους, και πατρίδος θεσμούς, και πατέρων τάφους, και τεμένη θεία και ιερά, ει μη εκ πάσης της ισχύος τούτων ένεκα διαγωνισόμεθα¨[1].

         ¨Κι΄ αν οι βασιλείς του Βυζαντίου έχουν τον επίσημο τίτλο ¨βασιλείς και αυτοκράτορες Ρωμαίων¨, και τον τίτλον αυτόν τον κρατούν, είναι γιατί θέλουν να σεβαστούν την παράδοση και να διαφυλάξουν την κληρονομιά του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Αυτή η κληρονομιά, γράφει ο βασιλιάς Ιωάννης Γ΄ Δούκας Βατάτζης στα 1237 στον πάπα Γρηγόριο Θ΄, δεν πρόκειται να την απαρνηθούν οι Έλληνες και δεν θα πάψουν ποτέ να πολεμούν εναντίον των κατακτητών, ωσότου απελευθερώσουν τα εδάφη τους. Οι αυτοκράτορες δηλαδή της Νίκαιας εμπνέονται από την ίδια ακριβώς ιδέα, που θέρμαινε αργότερα, επί τουρκοκρατίας, τους ραγιάδες Έλληνες, από την ιδέα ακριβώς που στους νεώτερους χρόνους ονομάστηκε Μεγάλη Ιδέα. Εκεί λοιπόν, στη Νίκαια, μετά το 1204, πρέπει ν΄ αναζητήσουμε τις πρώτες αρχές της¨[2].

         ¨Χαρακτηριστικά στην επιστολή εκείνη του Ιωάννη Γ΄ Δούκα Βατάτζη προς τον πάπα Γρηγόριο Θ΄ αναφέρεται και η έκφραση «ημέτερον Γένος», όπου η λέξη «ημέτερον» αντικαθιστά το επίθετο «ελληνικόν». Η λέξη «Γένος», μαζί με τις λέξεις «Έλλην», «ελληνικός» κ.λ. αρχίζουν να χρησιμοποιούνται ολοένα και περισσότερο κατά τον 13 και 14 αιώνα και τείνουν να υποκαταστήσουν το εθνικό «Ρωμαίος», με το οποίο ήταν γνωστοί οι υπήκοοι της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Η λέξη «Γένος», ενωμένη τώρα με τη γενική «Ελλήνων» δηλώνει την κοινότητα του ιστορικού παρελθόντος των κατοίκων και τις υποχρεώσεις που προβάλλουν γι΄ αυτούς εμπρός στο παρόν και το μέλλον. Στην εποχή αυτή των Λασκαριδών πρέπει ν΄ αναχθή η γένεση σκοτεινών (κρυφών) χρησμών και προφητειών, διανθισμένων με υπαινιγμούς για τους Λασκαρίδες και τον Ιωάννη Γ΄ Δούκα Βατάτζη. Πολλές από τις προφητείες αυτές, αν και στον πυρήνα τους παλαιότερες και γνωστές στις λαϊκές μάζες στα 1200, αναφέρονται στα κατορθώματα και στην λαμπρή εποχή των Λασκαριδών. Προς αυτούς αποβλέπουν οι υπόδουλοι Έλληνες, για ν΄ αντλήσουν θάρρος, και έτσι αρχίζει να δημιουργείται ένα είδος ηρωολατρείας. Ο Ιωάννης Γ΄ μάλιστα μετά το θάνατό του υψώνεται στην φαντασία του λαού σαν ένα ιερό πρόσωπο, εξαγιάζεται. Η εκκλησία, που έχει ευεργετηθή απ΄ αυτόν με πολλές δωρεές κτημάτων και είχε κάθε λόγο να είναι ευγνώμων, τον αναγνωρίζει επίσημα ως άγιο¨[3].



[1]. Απόστολος Βακαλόπουλος «Ιστορία του Νέου Ελληνισμού» Θεσσαλονίκη 1974 σελ 76-77.
[2]. Απόστολος Βακαλόπουλος «Νέα Ελληνική Ιστορία» Εκδόσεις Βάνιας σελ 13-14.
[3]. Απόστολος Βακαλόπουλος «Η πορεία του Γένους» Οι Εκδόσεις των Φίλων σελ 25-26.



Επεξεργασμένη εικόνα του Αγίου Βασιλέα, από εικόνισμα που βρίσκετε στο εξωκκλήσι του Αγίου Βλασίου Διδυμοτείχου. Δια χειρός Δέσποινας Χατζηιωαννίδου Σαρσάκη.

Ο Παναγιώτης Χρήστου (1917-1996) θεολόγος και καθηγητής Πατρολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και τέως Υπουργός παιδείας, στο έργο του «Οι περιπέτειες των εθνικών ονομάτων των Ελλήνων», σχολιάζει το γεγονός της κληροδότησης της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας από τον Μέγα Κωνσταντίνο στο γένος των Ελλήνων, όπως αυτό αναφέρθηκε από τον Ιωάννη Βατάτζη στην επιστολή, αναφέροντας τα παρακάτω : ¨Δεν απορρίπτει ο Βατάτζης την ρωμαϊκή κληρονομιά, αλλά φρονεί ότι η μεταφορά της αυτοκρατορίας είναι εθνική και όχι γεωγραφική, ότι έγινε στο έθνος των Ελλήνων και όχι στην πόλη του Βυζαντίου. Η κληρονομιά του Μεγάλου Κωνσταντίνου έχει διαβεί «εις το ημέτερον γένος» κι΄ εμείς είμαστε οι κληρονόμοι και διάδοχοί του. Δεν ήταν ο τόπος κληρονόμος, αφού τον τόπο, την Κωνσταντινούπολη, είχαν αρπάξει τώρα οι Δυτικοί, αλλά οι άνθρωποι του τόπου. Τώρα επικρατεί η ίδια λογική που είχαν ακολουθήσει παλαιότερα οι Γερμανοί, οι οποίοι, επειδή είχαν την αυτοκρατορία αλλά δεν κατείχαν τη Ρώμη, την ονόμασαν «Αγία Ρωμαϊκή αυτοκρατορία της Γερμανικής εθνότητος». Εδώ η σκέψις είναι ότι οι Λασκαρίδες της Νίκαιας, που δεν κατείχαν τη Νέα Ρώμη, είχαν την Ρωμαϊκή αυτοκρατορία της ελληνικής εθνότητος¨[1].
         Ο Δρ Πίτερ Λοκ (1949 – ) μέλος της Βασιλικής Ιστορικής Εταιρίας του Ηνωμένου Βασιλείου, μεταξύ άλλων πηγών, χρησιμοποιεί και την επιστολή του αγίου βασιλιά,  αναφερόμενος στην σημασία και την βαρύτητα που είχε για τους Έλληνες η Κωνσταντινούπολη κατά την εποχή της φραγκοκρατίας, επισημαίνοντας τα εξής : ¨Για τους Έλληνες, οι μεταφορικές περιγραφές και η σημασία της Κωνσταντινούπολης εξελίχθηκαν και απέκτησαν νέα δύναμη στα χρόνια της λατινικής κατοχής. Αυτό είναι εμφανές στις συζητήσεις της αυλής και στην εκκλησιαστική αλληλογραφία των «ελευθέρων περιοχών» (κυρίως στο Σιλέντιον του Θεοδώρου Α΄ Λάσκαρη στη Νίκαια μεταξύ 1205-1222), στις επιστολές του μητροπολίτη Ναυπάκτου Ιωάννη Απόκαυκου (1223) και στην αλληλογραφία του Ιωάννη Βατάτζη με τον πάπα Γρηγόριο Θ΄ τον Μάιου του 1237. Η Θεοφύλακτη Πόλη ανήκε δικαιωματικά στον κυβερνήτη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ο οποίος έπρεπε να είναι Έλληνας¨[2].


[1]. Κωνσταντίνος Χολέβας ¨Ρωμηοσύνη και η Ελληνικότητα του Βυζαντίου¨ Αθήνα 2008 Ανάτυπο σελ. 584.
[2]. Πίτερ Λοκ «Οι Φράγκοι στο Αιγαίο» Εκδόσεις Ενάλιος σελ 78-79.

Ο Ιερός Ναός Αγίου Ιωάννη Βατάτζη του Ελεήμονος στο Διδυμότειχο
Δεν θεωρώ απαραίτητο να κλείσω την παρούσα μελέτη, αναπτύσσοντας τα δικά μου συμπεράσματα για την ιστορική αξία της επιστολής καθώς και του συντάκτη της. Θα αναφέρω μόνο ότι, μελετώντας τα κείμενα των σημαντικών αυτών ιστορικών, που επιλέχθηκαν  ως βιβλιογραφία για το συγκεκριμένο πόνημα, γίνεται ευκόλως κατανοητή η σημαντικότατη συνεισφορά του Διδυμοτειχίτη Αγίου Αυτοκράτορα στο να αναδειχθεί η ιστορική συνέχεια του Γένους των Ελλήνων. Συμφωνώ απόλυτα με τον μεγάλο ιστορικό Απόστολο Βακαλόπουλο, ο οποίος σε απάντηση που έδωσε σε επικριτές του, για το ότι ¨δεν στοχάζεται επί των πηγών¨ που παραθέτει στα κείμενα του, απάντησε γράφοντας τα παρακάτω : ¨με κατηγορείτε διότι δεν στοχάζομαι επί των γεγονότων, αλλά νομίζω ότι επιστήμη είναι πρώτον η έρευνα και η παρουσίαση των πηγών αναλυτικά, κριτικά, και εν συνεχεία ο στοχασμός. Αφήστε με λοιπόν εγώ να ασχοληθώ με τις πηγές και εν συνεχεία σεις κάμνετε τους στοχασμούς σας¨. Η δική μας γενιά, έχει το προνόμιο της εύκολης πρόσβασης και της μελέτης των πηγών, που μας κληροδότησαν οι υπέροχοι αυτοί ¨σκαπανείς¨ των περασμένων ετών. Και ενώ θα περίμενε κάποιος ότι ιστορικά ζητήματα όπως η συνέχεια του Ελληνισμού θα θεωρούνταν δεδομένα και αυτονόητα, τα τελευταία χρόνια στην πατρίδα μας επικρατούν οι ανθελληνικές απόψεις τύπου Φλαμεράιερ καθώς και άλλων αλλοδαπών μα και επιχωρίων ιστορικών. Υποχρέωση και καθήκον όλων ημών των αγνών πατριωτών και εραστών της πλούσιας ιστορίας μας, είναι να μελετήσουμε τις πηγές και να βάλουμε το λιθαράκι μας έτσι ώστε να αντικρούσουμε όλες αυτές τις ανιστόρητες απόψεις.

[1]. Κωνσταντίνος Χολέβας ¨Ρωμηοσύνη και η Ελληνικότητα του Βυζαντίου¨ Αθήνα 2008 Ανάτυπο σελ. 584.
[1]. Πίτερ Λοκ «Οι Φράγκοι στο Αιγαίο» Εκδόσεις Ενάλιος σελ 78-79.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...