Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εκκλησιαστική Εκπαίδευση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εκκλησιαστική Εκπαίδευση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή, Νοεμβρίου 04, 2012

Ο χώρος της ορθοδόξου αγωγής


1. Η ορθόδοξη εκκλησιαστική Παράδοση.
Η πραγματικότητα της Παραδόσεως είναι ο πρωταρχικός χώρος, όπου η Ορθοδοξία μπορεί να συναντηθεί με κάθε είδος και μορφή αγωγής. Και τούτο επειδή δεν μας είναι επιτρεπτό να μιλάμε και να ασχολούμεθα με την αγωγή, αν από την πρώτη στιγμή δεν ασχοληθούμε και δεν ερευνήσουμε το χώρο, απ’ όπου ξεπηδούν και προέρχονται τα διάφορα μορφωτικά αγαθά, που παραδίδονται στον παιδαγωγούμενο.
Είναι γεγονός, πως η αγωγή χρησιμοποιεί τη διαδικασία της παραδόσεως για να προσφέρει στο μορφούμενο το πνευματικό περιεχόμενο και τις διάφορες μορφές από τα μορφωτικά αγαθά, που ίσχυσαν ως παραδεκτά στη χρονική διάσταση του παρελθόντος. Η λειτουργία αυτή θα βοηθήσει τον παιδαγωγούμενο να αυξηθεί και να ωριμάσει σ’ ολόκληρη τη θεώρησή του ως ψυχοσωματική ολότητα, αφού φυσικά αποδεχθεί τα όσα του προσφέρονται με την αντίστοιχη δική του ενσωμάτωση και ένταξη στον πνευματικό κόσμο της παραδόσεως.
Έχουμε λοιπόν δύο σημεία, που συνιστούν την όλη λειτουργία της παραδόσεως στην αγωγή. Το ένα είναι η μετάδοση των μορφωτικών περιεχομένων και το άλλο είναι η προσωπική συνάντηση του παραδίδοντος (παιδαγωγός) με τον παραλάμβανοντα (παιδαγωγούμενος). Η αρμονική σύζευξη των δυο αυτών σημείων μας δίνει την ορθή και δυναμική λειτουργία της παραδόσεως. Κάθε δυσαρμονία ανάμεσά τους συγκλονίζει και διαστρέφει ολόκληρο το οικοδόμημα της αγωγής, Στην περίπτωση, που η παράδοση γίνεται μια λειτουργία υπερπροσωπική ή το πιο συνηθισμένο απρόσωπη, όταν δηλαδή εργάζεται ξέχωρα από την προσωπική υπόσταση του παιδαγωγούμενου, τότε αργά ή γρήγορα θα καταλήξει σε μια μηχανική μονάχα μετάδοση ενός κλειστού συστήματος από αφηρημένα θεωρητικά μορφωτικά αγαθά. Στη συνέχεια θα αγωνίζεται για την υπεράσπιση και κατίσχυσή της με το επιχείρημα, πως η μοναδική ασφάλεια και βεβαιότητα του ανθρώπου αποκαλύπτεται από τη στιγμή, που θα ενταχθεί στο συστηματικό αυτοματισμό της παραδόσεως. Έτσι εξηγείται, κάπως, γιατί η αγωγή βρίσκεται πάντοτε στο στρατόπεδο της συντηρήσεως, της παραδοσιαρχίας και αντιμετωπίζει τις περισσότερες φορές μ’ ένα αδιάλλακτο αρνητισμό κάθε τι το καινούργιο, που είναι έτοιμο να εισχωρήσει στο χώρο της.
Ο φόβος αυτός οφείλεται βασικά στο ότι η αγωγή δεν έχει ακόμα ανακαλύψει τη δημιουργικότητα, δυναμικότητα και αξία των ανθρωπίνων προσώπων που παιδαγωγεί και ακόμα στο γεγονός πως υποκύπτει στον πειρασμό του ιμπεριαλισμού και αγωνίζεται να επιβάλει την πνευματική κυριαρχία των ποικίλων μορφωτικών αγαθών ξέχωρα από κάθε προκοπή και αύξηση των παιδαγωγουμένων. Σε μια τέτοια διαγωγή της παιδαγωγικής και διδακτικής παραδόσεως πρέπει να υπογραμμίσουμε, πως και τα πιο πνευματικά μορφωτικά αγαθά χάνουν την αξία τους και αντί να ωφελήσουν με τον τρόπο που επιβάλλονται βλάπτουν και καταστρέφουν ανεπανόρθωτα. Η αγωγή που ξεχνάει ή αρνιέται, πως η αξία των αγαθών βρίσκεται αποκλειστικά και μόνο στο φορέα τους, δηλαδή στα ανθρώπινα πρόσωπα, έχει κιόλας εμπλακεί σε μια φοβερή κρίση, που τα αποτελέσματά της είναι και γι’ αυτήν απογοητευτικά και για τον άνθρωπο καταστρεπτικά.
Τελικά γινόμαστε μάρτυρες μιας φοβερής αντιδικίας ανάμεσα στα ποικίλα «παιδαγωγικά συστήματα» και στους παιδαγωγούμενους γενικά και ιδιαίτερα στους νέους ανθρώπους. Η αγωγή, που καταντάει να γίνει ένα από τα πολλά μηχανιστικά συστήματα, ισχυρίζεται, πως ολόκληρη η αλήθεια είναι με το μέρος της και πως πρέπει να την επιβάλει, έστω και αναγκαστικά, για το καλό τάχα των νέων ανθρώπων, που ιδιαίτερα σήμερα διακρίνονται για την αδιαφορία τους, για το μηδενισμό τους, για την καταστρεπτική και καταλυτική τους μανία. Έτσι τα μορφωτικά αγαθά, που παραδίδονται με τέτοιο τρόπο χάνουν τη ζωτική τους δύναμη μέσα στο χώρο της σκοπιμότητας και αντί να ανυψώσουν και να καλλιεργήσουν τις ανθρώπινες υπάρξεις, τις οδηγούν στον κρημνό μιας μόνιμης αντιδράσεως, στο χάος ενός αδιάκοπου ξεριζώματος, στο φαύλο κύκλο μιας συνεχούς διαμαρτυρίας, που αντί να μας αποκαλύψει τις καταχωμένες προσωπικές αξίες, μας τις απομακρύνει όλο και πιο πολύ από την περιοχή του ανθρώπινου προσώπου και τις οδηγεί στην πιο μακρινή Ανατολή για να βυθισθούν τελικά στο βασίλειο των απρόσωπων πνευμάτων, Δεν είναι βέβαια τυχαίο το γεγονός, πως η παγκοσμία ανησυχία των νέων ανθρώπων με τα διάφορα κινήματα των χίπηδων, των οπαδών της μαύρης μαγείας του σατανά, των μαζοποιημένων ομάδων κ.ά. απευθύνεται στις κατεστημένες πια παιδαγωγικές ιδεολογίες και συστήματα για να εκφράσει την αντίδραση και την αποδοκιμασία της και η ίδια αυτή ανησυχία κατευθύνεται προς τους χώρους του πρωτογονισμού ή της τελετουργικής ανθρωποθυσίας ή της ξεχασμένης κάπως ανθρωποφαγίας ή της αναζητήσεως του «προσώπου Νιρβάνα» στη φιλοσοφική και ασκητική θεώρηση των Γιόγκι,
Όλη «αυτή η κρίση στη σύγχρονη αγωγή μας προσκαλεί σε μιαν επαναθεώρηση και επανατοποθέτηση της πραγματικότητας της παραδόσεως, ως βασικού και ουσιαστικού παιδαγωγικού στοιχείου.
Και εδώ ακριβώς η δοκιμαζόμενη σύγχρονη αγωγή χρειάζεται τη συνδρομή και βοήθεια της Ορθοδοξίας. Η αποκάλυψη της πραγματικότητας, που λέγεται ορθόδοξη εκκλησιαστική Παράδοση, μπορεί πραγματικά να βοηθήσει όχι μονάχα στη ριζική θεραπεία του φαινομένου της διδακτικής παραδόσεως, αλλά και στο να περισώσει ολόκληρη την αγωγή από τη στιγμή που θα την προσλάβει στην καθολική της περιοχή και θα την προσαγάγει στο βασίλειο της Χάριτος και της εν Χριστώ ζωοποιήσεως και μεταμορφώσεως.
Η Εκκλησία προσφέρει με την παράδοσή της στους ανθρώπους την καθολική Αλήθεια, που ελευθερώνει και σώζει την ανθρώπινη ύπαρξη. Η Αλήθεια της Εκκλησίας αποκαλύπτεται πάντοτε ως Ενυπόστατη, είναι δηλαδή ο Ίδιος ο Ιησούς Χριστός (βλ. Ιω. α’ 17). Προσφέρεται δε με μια κίνηση «παραλαβής» και. «παραδόσεως» («παρέδωκα. . . ο και παρέλαβον, ότι Χριστός απέθανεν,.. ότι ετάφη και ότι εγήγερται…» Α’ Κορ. ιε’ 3-4). Έτσι η εν Χριστώ μάθηση συνδέεται αναπόσπαστα με την «παραλαβή», που προϋποθέτει την «παράδοση», με την «ακοή» (ακρόαση), που είναι η απαρχή της αποδοχής (υπό-ακοή = υπακοή) και με την κοινωνία του προσώπου, που παραδίδει ή παραδίδεται (αλήθεια ενυπόστατη). «Ά και εμάθετε και παρελάβετε και ηκούσατε και είδετε εν εμοί » (Φιλ. δ’ 9). Συνέπεια αυτής της ζωντανής διαδικασίας είναι: «όσοι δεν παραλαμβάνουν την Αλήθεια είναι ανήμποροι να τη γνωρίσουν. Όσοι την παραλαμβάνουν παίρνουν την εξουσία να γίνουν παιδιά του Θεού». Ο κόσμος «αυτόν (το Χριστό) ουκ έγνω», διότι ενώ «εις τα ίδια ήλθον, οι ίδιοι αυτόν ου παρέλαβον», «Όσοι δε έ λ α β ο ν αυτόν, έδωκεν αύτοίς εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι. . .» (Ιω. α’ 10-12).
Η παράδοση λοιπόν του Χριστού στους πιστούς αποτελεί την αφετηρία, αλλά και την αποκορύφωση στην παιδαγωγική και διδακτική συνάντηση της Εκκλησίας με τους ανθρώπους. Η παράδοση δε του Χριστού δεν γίνεται με τη μετάδοση ορισμένων γνώσεων ή συστηματικών εννοιών, αλλά με την αποκάλυψη, τη φανέρωση, την παρουσία του Χριστού ανάμεσα στη «σύναξη», στην «εκκλησία» των παιδιών του Θεού, που είχαν πρωτύτερα διασκορπιστεί από την αμαρτία και είναι τώρα ενωμένα στη Σάρκα και στο Αίμα του Κυρίου. Γι’ αυτό η Εκκλησία, ως Σώμα του Χριστού, γίνεται παράδοση από τη στιγμή που παραδίδει «ο και παρέλαβεν», ότι δηλαδή «ο Κύριος Ιησούς εν τη νυκτί η
παρεδ ί δ ο τ ο έλαβεν άρτον και ευχαριστήσας έκλασε και είπε· τούτο μού έστιν το σώμα το υπέρ υμών· τούτο ποιείτε εις την εμήν ανάμνησιν…» {Α’ Κορ. ια’ 24-26).
Στη θεία Ευχαριστία λοιπόν η Εκκλησία παραδίδει τη μορφωτική της Αλήθεια, που είναι ο Χριστός. Η παρουσία Του ενώνει την ανθρώπινη φύση στο Πρόσωπό Του, μεταμορφώνει δε και αλλοιώνει τους χρονικούς περιορισμούς του ανθρώπου, που τελικά καταξιώνεται μέσα στην εκκλησιαστική λατρεία να ζει σ’ ένα αιώνιο παρόν, οπού τα πάντα ενωμένα με το Χριστό αναφέρονται αδιάκοπα στο Θεό-Πατέρα. Αυτή η καινοτομία στην ανθρώπινη φύση και το χρόνο μας προσφέρει την παιδαγωγική πραγματικότητα της παραδόσεως, όπου μας αποκαλύπτονται τα εξής βασικά σημεία, που με την απαραίτητη παρουσία τους μας δείχνουν από τη μια μεριά τη γνησιότητα, ζωτικότητα και δυναμικότητα της ορθοδόξου παραδόσεως και από την άλλη τον τρόπο, που μπορεί να τροφοδοτηθεί κάθε μορφή αγωγής και να υπερπηδηθεί κάθε εμπλοκή και κρίση, που παρουσιάζεται στην προσφορά του έργου της.
α) Η αποκάλυψη της αληθινής φύσεως του ανθρώπου. Ο άνθρωπος προσκαλείται να αναγνωρίσει στο Χριστό την ανθρώπινη φύση στην πραγματική της όμως αποκατάσταση, που είναι όχι μονάχα η καθολική της ενότητα, αλλά και η αδιάσπαστη ένωσή της με το Θεό. Η θεανθρώπινη φύση του Κυρίου είναι η μοναδική ιστορική πραγματικότητα, όπου ο άνθρωπος καλείται να ενσωματωθεί. Έδώ πλέον αποκαλύπτεται στον ύψιστο βαθμό η παιδαγωγική αξία της ορθοδόξου Παραδόσεως, που μέσα σ’ αυτήν ο παιδαγωγούμενος ανακαλύπτει την αρχική του υπόσταση και τον τελικό προορισμό του. Σε τούτο το σημείο πρέπει να διαφωτιστεί κάθε μορφή αγωγής, για να γίνει αντιληπτό, πως η ανάπτυξη του ανθρώπου με την παράδοση των ποικίλων μορφωτικών αγαθών δεν ωφελεί σε τίποτα αν γίνεται μ’ ένα συνεχή τεμαχισμό του ανθρωπίνου γένους (αμαρτία).
β) Η αποκάλυψη της πραγματικότητας του ανθρωπίνου προσώπου. Η άξια του ανθρωπίνου προσώπου βρίσκεται στο ότι ο άνθρωπος με τη δημιουργία του κλήθηκε από το Θεό να συμμετάσχει στην προσωπική ζωή της Αγίας Τριάδος, που μας την αποκάλυψε ο Χριστός στην «κένωση», όπου με τη θεία Σάρκωσή Του «έλαβε μορφήν δούλου». Ο μοναδικός τρόπος, όπου αποκαλύπτεται το πρόσωπο, είναι το ότι αρνιέται να υπάρχει μονάχα για τον εαυτό του. Η αδιάκοπη προσφορά και θυσία μας δείχνουν το απύθμενο βάθος της προσωπικής μας υπάρξεως και την αναντικατάστατη αξία του, που δεν μπορεί να εξαγοραστεί με τίποτα απολύτως. Σε τούτο το σημείο πρέπει να κριθεί κάθε μορφή αγωγής. Αν αντέξει, θα πει πως έχει θεμελιωθεί στην αληθινή πραγματικότητα του προσώπου. Αν όμως όχι, τότε θα σπεύσει να αντικαταστήσει το χάσιμο ή την αντιστροφή της προσωπικής αξίας με την ατομική θεώρηση του ανθρώπου, που ξεκινά από τον αυτονομικό του εγωκεντρισμό και καταλήγει στο πνευματικό χάος του αναρχισμού ή με τη μαζοποίησή του, που μηχανοποιεί και υπνωτίζει την ανθρώπινη ύπαρξη για να κάνει εύκολη την επικράτηση της ολοκληρωτικής ιδεολογίας μέσα σε μια αυτόματη και σιδερένια πειθαρχία. Και στις δυο περιπτώσεις έχουμε την κοινή άρνηση της δυνατότητας, που έχει ο άνθρωπος να υψωθεί στην περιοχή του προσώπου και να παιδαγωγηθεί πραγματικά και αληθινά.
γ) Η αποκάλυψη της Ενυπόστατης Αλήθειας. Η Εκκλησία αναγνωρίζει την καθολική Αλήθεια μονάχα στο Πρόσωπο του ;Ι η σ ο ύ Χριστού. Κάθε διαχωρισμός στις δυο αυτές πραγματικότητες αποβαίνει ολέθρια. Η Αλήθεια είναι η συμμετοχή μας στη ζωή και όχι η έρευνα για την ανακάλυψη ορισμένων αφηρημένων και σχηματοποιημένων ιδεών. Η βίωση αυτής της πραγματικότητας μάς οδηγεί στην ανακάλυψη και συνειδητοποίηση της αλήθειας και όχι το αντίστροφο. Δεν μπορούμε, δηλαδή, με βάση ορισμένες ωραία συστηματοποιημένες και τακτοποιημένες ιδέες να προχωρήσουμε στην ανακάλυψη της αλήθειας. Αυτό που κατορθώνουμε όμως τις περισσότερες φορές είναι να προβάλλουμε τις ιδέες μας στην πραγματικότητα, να την ερμηνεύσουμε κατά τρόπο διαφορετικό και να νομίζουμε, πως γνωρίσαμε την αλήθεια.
Είναι όμως παραδεκτό, πως η αλήθεια δεν γνωρίζεται, αλλά αποκαλύπτεται σε μια προσωπική συνάντηση, που πραγματοποιείται ανάμεσα σε δυο τουλάχιστον πρόσωπα. Γι’ αυτό και η Εκκλησία συναντά την καθολική Αλήθεια στο Πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Κάθε άλλη κατεύθυνση θα μας οδηγήσει αναπόφευκτα στη σύμπηξη των λεγομένων ιδεολογικών συστημάτων, που θα αποβλέπουν στην επικράτησή τους με οποιοδήποτε μέσο, Δεν είναι η επιβολή των ιδεών εκείνη, που μπορεί να δημιουργήσει τη δυναμικότητα και ζωντάνια στον άνθρωπο. Αντίθετα κάθε προσωπική δέσμευση του ανθρώπου στο όνομα της οποιασδήποτε παιδαγωγικής ιδέας ή ιδανικού θα προκαλέσει εσωτερική και εξωτερική αντίδραση με φοβερά και καταστρεπτικά αποτελέσματα. Κάθε μορφή αγωγής πρέπει να ανακαλύψει —και σ’ αυτό μπορεί να βοηθηθεί από την ορθόδοξη μαρτυρία— πως η αλήθεια αποκαλύπτεται και παραδίδεται μονάχα στην περιοχή της προσωπικής σχέσεως και κοινωνίας. Χωρίς αυτή την αναγνώριση κάθε μορφωτικό αγαθό χάνει την αξία του και έτσι η παιδαγωγία καταλήγει σε αναγκαστική τιθάσευση (Dressur), οπότε και διαπιστώνεται η ολοκληρωτική χρεοκοπία της.
δ) Η αρμονική σύζευξη της συντηρήσεως και της προσαρμογής. Και η Εκκλησία αντιμετωπίζει το πρόβλημα του «συντηρητισμού» και του «φιλελευθερισμού». Στην ουσία όμως πρόκειται για ένα ψευδοπρόβλημα, γιατί και οι δυό αντίθετες παρατάξεις αρνούνται και απορρίπτουν την ίδια πραγματικότητα. Η «θρησκευτική συντήρηση» αντιμετωπίζει μ’ ένα ακατανόητο αρνητισμό τον κόσμο της αποστασίας και της πονηρίας και κλείνεται σ’ ένα στεγανό θάλαμο για να συντηρήσει ό,τι μας παρέδωσε η Εκκλησία. Και ο φιλελευθερισμός παραδέχεται τον κόσμο, όπως παρουσιάζεται, χωρίς συζήτηση και αμφισβήτηση. Σε τούτη την πραγματικότητα του κόσμου πρέπει να προσαρμοστεί η Εκκλησία, διακηρύσσει ο φιλελευθερισμός, αν θέλει φυσικά να ζήσει. Και οι δυο παρατάξεις όμως αρνούνται τη δύναμη, που έχει η Εκκλησία να μεταμορφώνει τα πάντα, επομένως και τον κόσμο, και έτσι να συνεχίζει το σωτήριο έργο του Χριστού επί της γης.
Τα ίδιο συμβαίνει και στην αγωγή, αλλά με μια βασική διαφορά: εδώ έχουμε μονάχα αδιέξοδο, καμιά ελπίδα για το άνοιγμα του φαύλου κύκλου. Στις συνηθέστερες μορφές αγωγής διαπιστώνουμε μια σκληρή και αυστηρή στάση απέναντι στον κόσμο και σε κάθε τι το καινούργιο. Αυτός ο αρνητισμός δεν είναι μια a posteriori συμπεριφορά της αγωγής, που σημαίνει πως απορρίπτει τα αρνητικά αποτελέσματα της διαγωγής του ανθρώπου. Πολύ περισσότερο είναι μια μόνιμη a priori στάση, που εκφράζει τη δυσπιστία, την έλλειψη εμπιστοσύνης, την υποτίμηση στην αξία των ανθρωπίνων εκείνων προσώπων, που αρνούνται με τον τρόπο τους να διαμορφωθούν από τα διάφορα παιδαγωγικά συστήματα. Η μόνη λύση για να σταθεί ένα τέτοιο σύστημα είναι: η αξιολογική απόρριψη σε κάθε τι, που προέρχεται από τον κόσμο και η επικράτησή του σ’ ένα χώρο δεσποτείας και κυριαρχίας, που θα αποσκοπεί στη συμμόρφωση του ανθρώπου έστω και κατά τρόπο τεχνητό, επιφανειακό και υποκριτικό.
Σε τούτη τη στάση της αγωγής η Ορθοδοξία καταθέτει τη μαρτυρία της: αρνείται τον αρνητισμό της και απορρίπτει την από μέρους της απόρριψη της πραγματικότητας του κόσμου. Η Ορθοδοξία αποδέχεται και προσλαμβάνει ολόκληρο τον κόσμο, ως δημιουργία του Θεού, τον «αναφέρει» με τη λατρεία της στον Τριαδικά Θεό για να μη μείνει στο χώρο της φθοράς και του θανάτου, αλλά για να γίνει εκείνο, που πραγματικά μπορεί να γίνει εν Χριστώ Ιησού. Η ορθόδοξη αγωγή βλέπει τον κόσμο και τον άνθρωπο μέσα από τη δυνατότητα, που έχουν να ζωοποιηθούν, να μεταμορφωθούν και να ανακαινισθούν με το μυστήριο του Χριστού. Η πραγματικότητα του ανθρώπου είναι ένα αδιάκοπα πορευμένο μέσα στο χρόνο «συνεχές» (continuum) και δεν μπορούμε χωρίς εκτροπή να την ξεχωρίσουμε από τις διάφορες χρονικές στιγμές της, ούτε πολύ περισσότερο να προβάλλουμε την εικόνα της μιας στιγμής πάνω στις άλλες. Όταν ένας άνθρωπος (εδώ π.χ. ο παιδαγωγούμενος) μας παρουσιάζει σε ορισμένη χρονική στιγμή μιαν αρνητική ή θετική διαγωγή, αυτό δεν είναι δείγμα, πως στη συνέχεια του χρόνου η διαγωγή του θα παραμείνει η ίδια. Με τούτο το ορθόδοξο όραμα, που είναι διαποτισμένο από την πίστη και την αισιοδοξία της Αναστάσεως του Χριστού, είναι δυνατόν να υπερπηδηθεί το δίλημμα αρνητισμός ή προσαρμογή, που αντιμετωπίζει και σήμερα η αγωγή στο έργο της.
2. Η ορθόδοξη καθολική Αλήθεια.
Η πραγματικότητα της καθολικής Αλήθειας, που μας αποκαλύπτεται στον Ιησού Χριστό, δεν αποτελεί ένα ορισμένο κλειστό σύστημα από διάφορες σπουδαίες ιδέες, όπου καλείται ο άνθρωπος να τις γνωρίσει με τη βοήθεια των δικών του γνωστικών ικανοτήτων και κατηγοριών. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε όχι μονάχα τον τεμαχισμό, μα και τη νέκρωση της Αλήθειας. Η Αλήθεια ως η μοναδική πραγματικότητα και ζωή μας προσφέρεται, όπως τονίστηκε και στις προηγούμενες σκέψεις, σ’ ένα Πρόσωπο, που με την παρουσία Του μας χαρίζει την ανακεφαλαίωση ολόκληρης της ανθρώπινης φύσεως και του όλου έργου της δημιουργίας. Όταν ο Χριστός μας καλεί να οικειοποιηθούμε την Αλήθεια στο Πρόσωπό Του, αυτό σημαίνει, πως ο άνθρωπος πρέπει να προσκολληθεί στην προσωπική παρουσία Του, που μας αποκαλύπτεται στην κοινωνία της αγάπης. Η αγάπη έδώ όχι βέβαια σαν μια ανθρώπινη συναισθηματική κατάσταση, αλλά ως η συγκεκριμένη ενέργεια του Θεού, που έρχεται σε κοινωνία με τον κόσμο διά του :Ιησού Χριστού. Η κοινωνία με το Χριστό στην αγάπη και την πίστη ξαναπροσφέρει την οντολογική σχέση του ανθρώπου με το Θεό, όπου αποκαλύπτεται η αληθινή διάσταση του Είναι, της υπάρξεως, της ζωής του. Με το γεγονός όμως της αμαρτίας ο άνθρωπος διέστρεψε αυτή του τη σχέση με το Θεό και έτσι ξέπεσε από τη ζωντάνια στη νέκρα, από τη γνώση στην άγνοια και την αγνωσία (τούτο έδώ μας θυμίζει τον θεόπνευστο Μωϋσή στο βιβλίο της Γενέσεως με το δένδρο του «γινώσκειν καλόν και πονηρόν»), από την αλήθεια στην απόκρυψη και τη λήθη, από τη μορφή στην αμορφία. Η συμμετοχή συνεπώς του ανθρώπου στην κοινωνία, που προσφέρει ο Θεός με την προσωπική παρουσία Του, χαρίζει την επαναγωγή του (η λέξη μάς θυμίζει και μας παραπέμπει στην ουσία της αγωγής) στην πραγματική ζωή, στην υπέρλογη γνώση, στη μοναδική αλήθεια (ά-λήθη, το αντίθετο ακριβώς της λησμοσύνης) και στην αποκλειστική του μόρφωση.
Όλα τούτα υπογραμμίζονται για να μας καταδείξουν το σωστό δρόμο για την καθολική Αλήθεια. Η Αλήθεια είναι μία και περιέχει μέσα της τα πάντα. Δεν μπορεί να εμφανίζεται τεμαχισμένη και ατελής. Γι’ αυτό και δεν είναι δυνατόν να αποκαλυφθεί σ’ εκεί¬νον, που την προσεγγίζει και την ερευνά με τρόπο ατομικό και υποκειμενικό, δηλαδή μέ βάση και κριτήριο τις διάφορες έννοιές του, που τροφοδοτούνται από την τεμαχισμένη πραγματικότητα της καθημερινής μας πείρας. Ακόμα και σ’ αυτές τις επιστημονικές αλήθειες διακρίνουμε μια μονιμότητα ή προσωρινότητα, που εξαρτάται από τον υποκειμενικό και ίσως αυθαίρετο τρόπο, που ένας επιστήμονας ζητάει από τη φύση να του απαντήσει. Στις περιπτώσεις αυτές η φύση απαντά ανάλογα με τον τρόπο που την ρωτούν, γι’ αυτό και έχουμε μια ποικιλία {που εγγίζει την αναίρεση) στις διάφορες επιστημονικές θεωρίες. Ας σημειώσουμε όμως εδώ και τούτο: η αγωγή με το έργο της δεν αποβλέπει στην προαγωγή της επιστημονικής έρευνας, αλλά επιδιώκει την καλλιέργεια και τη βελτίωση του παιδαγωγουμένου με τη βοήθεια των προσφερομένων ποικίλων γνώσεων. Κάτι τέτοιο όμως μπορεί να γίνει μονάχα, όταν οι γνώσεις αυτές ζωοποιούν τον άνθρωπο. Η ζωή της γνώσεως βρίσκεται στην κοινωνία της αγάπης. Έτσι η αγωγή δεν μπορεί να προσφέρει γνώση χωρίς την αγάπη. Διαφορετικά είναι αναγκασμένη να διαπιστώνει τη «νέκρωση» των ιδανικών της και το «θάνατο» των παιδαγωγουμένων.
Τούτη η πραγματικότητα πρέπει να προβληματίζει αδιάκοπα την αγωγή για να προσανατολίζεται στην προσφορά της αλήθειας, που εκπροσωπεί το Είναι, τη ζωή, την ύπαρξη του παιδαγωγουμέ¬νου. Μια τέτοια αλήθεια απορεί να σταθεί μονάχα ως καθολική και συνεπώς προσωπική. Το ερώτημα όμως, που παραμένει, είναι: πώς θα μπορέσει η αγωγή να ξεπεράσει τα όρια της τεμαχισμένης και ατομικής φύσεως του ανθρώπου; Και ως ερώτημα μονάχα μας προσφέρει κιόλας τους πρώτους καρπούς. Αν η αγωγή αποκτήσει τούτη τη συνείδηση, αυτό θα πει πως έχει ανοιχτεί και προσανατολιστεί στη θεολογική περιοχή. Η συναίσθηση της ανεπάρκειας θα της χαρίσει την πιο τιμητική διάκριση και πραγματική υπόληψη. Βέβαια εδώ μπορούμε να σημειώσουμε στο ενεργητικό της αγωγής, πως η είσοδος της θρησκευτικής διδασκαλίας στην περιοχή της είναι ένα δείγμα μιας ουσιαστικής κατανοήσεως. Ο τρόπος όμως, που προσφέρθηκε και προσφέρεται το θρησκευτικό μάθημα, αντί να βοηθήσει την αγωγή στο σωτήριο πήδημά της για την ανεύρεση της ζωντανής καθολικής Αλήθειας, την οδήγησε μάλλον σε μια αύξηση της δικής της ενδοκόσμιας εξουσίας και στην περιοχή του Θεού και της Εκκλησίας Του. Το σχολείο π.χ. καθορίζει τις περισσότερες φορές όχι μονάχα τη διδακτέα ύλη, αλλά και τον τρόπο και το σκοπό της θρησκευτικής διδασκαλίας, ενώ οι ουσιαστικές του σχέσεις με το μυστήριο της Εκκλησίας είναι υποτυπώδεις. Και αυτό όχι μονάχα δεν την ωφέλησε, μα και της έδωσε την εντύπωση, πως η Εκκλησιαστική Αλήθεια είναι εκείνη, που εκπροσωπείται και διδάσκεται συνήθως κατά περιόδους στα παιδαγωγούντα σχολεία.
Εδώ ακριβώς πρέπει η ορθόδοξη Θεολογία ως λειτουργία και διακονία να προσφέρει τη μαρτυρία της για την καθολική Αλήθεια, όπως αποκαλύπτεται στην Εκκλησία του Χριστού. Η προσέγγιση της Αλήθειας γίνεται από τον άνθρωπο, όταν συναντάται προσωπικά με το Χριστό. Εδώ ανακαλύπτει την επανένωση της ανθρώπινης φύσεως και την ανυπολόγιστη αξία του ανθρώπινου προσώπου. Γι’ αυτό και η παρουσία του Χριστού γίνεται όχι κατά τρόπο μερικό ή ατομικό (υποκειμενικό), αλλά στο χώρο εκείνο, που πραγματοποιείται η σύναξη των πολλών και διασκορπισμένων ανθρώπων «εις εν». Είναι η Εκκλησία, το σώμα του Χριστού, που τα μέλη της είναι οι πιστοί άνθρωποι. Από τη στιγμή λοιπόν, που ο άνθρωπος θα αισθανθεί τον εαυτό του ενωμένο με τους άλλους ανθρώπους, τότε αποκτά και την πραγματική γνωσιολογική ικανότητα να προσεγγίσει και να ανακαλύψει την καθολική αλήθεια. Όποιος έχει τη συναίσθηση αυτής της ενότητας, αυτός αποκτά και τη σωτήρια ελευθερία απέναντι στο εγώ του, στους υποκειμενισμούς του, στους ατομικούς περιορισμούς του. Συνείδηση της Αλήθειας έχει εκείνος, που ελευθερώθηκε από το υποκείμενο της συνειδήσεως του. Σε τούτη την περίπτωση η Αλήθεια δεν είναι μια αντικειμενική γνώση, μια ατομική γνώμη, μια ωραία και ελκυστική ιδέα, αλλά είναι η πραγματικότητα, που περικλείει μέσα της τα πάντα, το όλον. Είναι η παρουσία της καθολικής Αλήθειας.
Η μεταφορά όλων αυτών στο χώρο της αγωγής είναι και επιτακτική και επίκαιρη. Αν θέλει η αγωγή να ζωοποίει τις ανθρώπινες υπάρξεις και να μη τις μαραζώνει με την ασθένεια προς θάνατο, πρέπει οι διδασκόμενες αλήθειες της να προσανατολιστούν και να φωτιστούν από την καθολική Αλήθεια, δεν μπορεί να προσφέρει «αλήθειες» απευθυνόμενη μονάχα στο μυαλό των παιδαγωγουμένων, γιατί έτσι υπηρετεί τη διάσπαση της ψυχοσωματικής τους ολότητας και καταλήγει στο μερισμό της αλήθειας, που με τη σειρά της παύει πια να παιδαγωγεί και να ζωοποιεί. Η αγωγή έχει χρέος να παιδαγωγεί ολόκληρο τον άνθρωπο και να τον βοηθά να συμμετάσχει στην καθολική Αλήθεια, όπου με την παρουσία της θα ανακαλύψει και τη δική του αληθινή ύπαρξη. Η πνευματική ανάπτυξη και αύξηση του ανθρώπου θα πραγματοποιείται σε μια πληρότητα και αρμονικότητα όλων των καταβολών και δυνάμεων του. Αγωγή, που καλλιεργεί στον παιδαγωγούμενο ορισμένες μονάχα δυνάμεις, δείχνει πως δεν βρίσκεται στην περιοχή της καθολικής Αλήθειας. Και από αυτή την αρρώστια υποφέρει σήμερα η αγωγή, που συνήθως διαλέγει για έργο της την ανύψωση και ανάπτυξη του διανοητικού επιπέδου στον παιδαγωγούμενο, ενώ με τον τρόπο αυτό παραμένει άθικτη η περιοχή των συναισθηματικών και βουλητικών του δυνάμεων και ακόμα περισσότερο παραμένει άγνωστη η χώρα του υποσυνειδήτου απ’ όπου κατευθύνεται ο άνθρωπος σ’ όλες σχεδόν τις ενέργειες του και τον περισσότερο χρόνο της ζωής του. Εδώ χρειάζεται η συμβολή του ορθοδόξου μορφωτικού έργου, που θα βοηθήσει στην επαναγωγή της αγωγής στην ορθή κατεύθυνση της καθολικής Αλήθειας.
Από την άλλη όμως μεριά η μαρτυρία της καθολικής Αλήθειας πρέπει να είναι τέτοια, ώστε να προσλαμβάνει κάθε παιδαγωγική πραγματικότητα, να την διαποτίζει και να την ζωοποιεί με την Αλήθεια του Χριστού, χωρίς να παραθεωρεί ό,τι καλό και θετικό συναντάει εκεί. Στη συνέχεια να διακονεί ειλικρινά και τίμια στην απελευθέρωσή της από κάθε μορφή αυτονομίας και από κάθε δυνατή έκπτωση στην περιοχή της αντικειμενικής γνώσεως, της καταστρεπτικής λήθης, της μηχανικής και επαγγελματικής τυποποιήσεως και της επιφανειακής μορφωτικής καλλιέργειας.
(Ν. Γρηγοριάδης, «Η ορθόδοξη μαρτυρία για την αγωγή», Μαρτυρία Ορθοδοξίας, σ. 120-131)

Τρίτη, Οκτωβρίου 09, 2012

ΑΘΩΝΙΑΔΑ:Η ΣΧΟΛΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ


1χυση από το υπουργείο Παιδείας, που έστειλε ικανούς και καταρτισμένους καθηγητές.  Ο διευθυντής της σχολής Αλέξιος Παναγόπουλος, μιλώντας στην «κυριακάτικη δημοκρατία», αναφέρει ότι «φέτος έγινε μια καινούργια αρχή και οφείλουμε θερμές ευχαριστίες στον υπουργό Παιδείας, που ικανοποίησε όλες μας τις ανάγκες. Φανταστείτε ότι πέρσι δεν είχαμε καν καθηγητές για να λειτουργήσουμε».
                    Η Αθωνιάδα Εκκλησιαστική Ακαδημία λειτουργεί στις Καρυές του Αγίου Όρους και περιλαμβάνει Γυμνάσιο και Λύκειο για οικότροφους μαθητές.

Είναι ίδρυμα που ανήκει και διοικείται από τις Μονές του Αγίου Ορους με την εποπτεία της πολιτείας. Στον χώρο όπου βρίσκεται σήμερα η σχολή, στη σκήτη του Αγίου Ανδρέα, συναντήθηκαν δύο ιεροί άνδρες της Ορθοδοξίας, ο άγιος Μακάριος Νοταράς και ο όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, το 1777, για να συνεννοηθούν για την έκδοση της περίφημης «Φιλοκαλίας».

Οι μαθητές ζουν με κοινοβιακό τρόπο και μετέχουν σε όλες στις Ιερές Ακολουθίες που τελούνται στο παρεκκλήσι της σχολής. Η μέρα τους ξεκινά με τη σύντομη ακολουθία του Ορθρου (πρωινή προσευχή) μέσα σε κατανυκτική ατμόσφαιρα υπό το φως των κεριών πριν και κατά το χάραμα της ημέρας.

Μετά πραγματοποιούνται στις σχολικές αίθουσες τα μαθήματα ως το μεσημεριανό γεύμα. Τα απόγευμα όλοι μαζί ψάλλουν στον Εσπερινό και αμέσως μετά έχουν ελεύθερο χρόνο για να ξεκουραστούν ή να διαβάσουν στο Αναγνωστήριο. Όλα τα γεύματα γίνονται με κοινοβιακό τρόπο και με παράλληλη ανάγνωση κειμένων όπως συμβαίνει και στις Ιερές Μονές του Αγίου Όρους. Η ημέρα τελειώνει με την Ακολουθία του Αποδείπνου και των Χαιρετισμών της Παναγίας.

Οι μαθητές πραγματοποιούν συχνές επισκέψεις στα Μοναστήρια, στα Κελιά και στις Σκήτες του Αγίου Όρους, ζώντας εκ των έσω την ορθόδοξη παράδοση της αγιορείτικης πολιτείας.

Οι περισσότεροι (αν όχι όλοι) μαθητές σκοπεύουν να γίνουν ιερείς. Αν και γίνονται δεκτοί χωρίς εξετάσεις, απαραίτητη προϋπόθεση είναι να προταθούν από τον Μητροπολίτη της περιοχής τους και στη συνέχεια η αίτησή τους να εγκριθεί από την ιερά κοινότητα του Αγίου Όρους. Επίσης οι μαθητές που ενδιαφέρονται να φοιτήσουν στη σχολή πρέπει να έχουν ως «κηδεμόνα» τους μία εκ των Ιερών Μονών του Αγίου Όρους. Στην Αθωνιάδα προσέρχονται για σπουδές όχι μόνο Έλληνες αλλά και αλλοδαποί ορθόδοξοι, που για ένα έτος διδάσκονται τη γλώσσα.

«Το κτίριο της σχολής κατασκευάστηκε το 1904, είναι παλιό και, παρά τις επισκευές που έχουν γίνει, έχει προβλήματα» λέει ο διευθυντής της σχολής, προσθέτοντας: «Ξέρουμε τις δυσκολίες, αλλά βολευόμαστε. Ελπίζουμε ότι στο μέλλον θα υπάρχουν μεγαλύτερες δυνατότητες». Το όραμα των ανθρώπων της σχολής είναι η ανωτατοποίησή της. Για τον σκοπό αυτό οι τελειόφοιτοι μαζί με τη διοίκηση κοινοποίησαν ένα έγγραφο στις Ιερές Μονές ζητώντας την υποστήριξή τους για την αναβάθμιση της Αθωνιάδας. «Υπάρχουν τρεις τρόποι» λέει ο κ. Παναγόπουλος. «Είτε να γίνει ιδιωτικό ΑΕΙ είτε να αποκτήσει συνεργασία με ξένο φορέα ή η ανωτατοποίηση να γίνει από το υπουργείο Παιδείας».

Η πρόταση αναφέρει τρεις ειδικότητες πανεπιστημιακού επιπέδου που θα μπορούσαν να δημιουργηθούν: Συντήρησης Έργων Τέχνης, Μουσικολογίας - Χειρογράφων και Θεολογίας.

Όπως και να 'χει, το αίτημα δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο, αφού πρόκειται για ένα από τα αρχαιότερα εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας μας, με έντονη πνευματική δραστηριότητα και μάλιστα εντός του ιερού χώρου του Αγίου Ορους. Τη σημασία άλλωστε της Αθωνιάδας τη μαρτυρεί η πλούσια ιστορία της.

Στο Άγιο Όρος με την επωνυμία «Αθωνιάς Σχολή» λειτούργησαν κατά περιόδους διάφορες σχολές.
Στη Μονή Μεγίστης Λαύρας πρώτος ο Άγιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης δημιούργησε σχολείο. Μέχρι και σήμερα οι μοναχοί ονομάζουν τον χώρο όπου γίνονταν τότε τα μαθήματα «σχολείο».

Οργανωμένη σχολή, σύμφωνα με τις μαρτυρίες, ιδρύεται κατά την εποχή της φιλολογικής και καλλιτεχνικής ανθήσεως επί της δυναστείας των Παλαιολόγων, τον 13ο αιώνα, στο ιδρυτικό κελί Αγιος Ιωάννης ο Θεολόγος, με την επωνυμία «Ιβηριτική Θεολογική Σχολή».

Το 1749 Αγιορείτες Πατέρες πρωτοστατούν στην ίδρυση σχολείου κοντά στη Μονή Βατοπαιδίου, το οποίο ονομάζεται αργότερα «Αθωνιάς Εκκλησιαστική Ακαδημία».

Πρώτος σχολάρχης διορίζεται ο ιεροδιάκονος Νέοφυτος Καυσοκαλυβίτης, ο οποίος παραμένει για τρία χρόνια. Στη συνέχεια το Οικουμενικό Πατριαρχείο διορίζει τον Αρχιμανδρίτη Αγάπιο, ο οποίος ερχόμενος να αναλάβει τα καθήκοντα σφαγιάστηκε από τους Τούρκους στις 18 Αυγούστου 1752 στη Θέρμη της Θεσσαλονίκης. Η χορεία των Αγίων Μαρτύρων της σχολής μόλις είχε ανοίξει.

Την άνοιξη του 1753 αναλαμβάνει ο Ευγένιος Βούλγαρης και επί των ημερών του η Αθωνιάδα ονομάζεται «Αθωνιάς Ακαδημία», τίτλο που φέρει ως σήμερα. Βλέπει μέρες ακμής, προσελκύει πλήθος μαθητών και καθίσταται περίφημη όχι μόνο στον ορθόδοξο κόσμο αλλά και εκτός αυτού.

Πολλοί μαθητές προσέρχονται για να μαθητεύσουν και να ακούσουν τον μεγάλο δάσκαλο Ευγένιο Βούλγαρη. Μεταξύ αυτών ο Αγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, ο Ανθιμος ο Ολυμπιώτης, ο Ιώσηπος Μοισιόδακας, ο Σέργιος Μακραίος, ο Χριστόφορος Προδρομίτης, ο Οσιος Αθανάσιος Πάριος, ο Δαμασκηνός Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, ο Παΐσιος Καυσοκαλυβίτης κ.ά 
πηγή

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 17, 2012

Χρειάζονται τα κατηχητικά σχολεία; Ανδρέας Μπούτσικας


Χρειάζονται τα κατηχητικά σχολεία; 

πηγή

Ακούστηκε τελευταία από κάποιους πως τα Κατηχητικά Σχολεία πρέπει να καταργηθούν, γιατί θεωρούνται επιζήμια για την…χριστιανική αγωγή των παιδιών, άποψη πολύ περίεργη και ύποπτη, που λίγο-πολύ γνωρίζουμε καλά ποιοι κύκλοι την προωθούν, αφού το σύνθημά τους είναι το γνωστό· «Χτυπάτε σιγά-σιγά και με μέθοδο!»
«Ξηλώστε λίγο-λίγο τα θρησκευτικά και ηθικά στηρίγματα του λαού, και η εθνική διάλυσή του σίγουρα θα έρθει!».

    Χθες είχαμε τη διαγραφή του θρησκεύματος από τις ταυτότητες και την απαγόρευση εισόδου κληρικών στα σχολεία, σήμερα την όποια απαλλαγή μαθητών από το μάθημα των Θρησκευτικών, αύριο ίσως την κατάργηση του όρκου, την αποκαθήλωση των εικόνων από τις αίθουσες των δικαστηρίων, την αφαίρεση του σταυρού από την σημαία, την επιβολή του πολιτικού γάμου και πάει λέγοντας. Γνωστό το τροπάριο, γνωστοί και οι …ψάλτες!
  
Τώρα άρχισε και η μουρμούρα για το θέμα των Κατηχητικών Σχολείων. Υποστηρίζουν, λοιπόν, πως η περίοδος της αίγλης και της ανάγκης τους έχει περάσει, αφού οι συνθήκες της ζωής από τα μέσα του περασμένου αιώνα, που άνοιξαν, έχουν πολύ διαφοροποιηθεί και υποστηρίζουν πως η κρίση που παρουσιάζεται ως προς τον αριθμό των φοιτώντων σε αυτά, δείχνει πως ο θεσμός εξάντλησε τα όρια της προσφοράς τους και επομένως, απαιτείται κάποια προσαρμογή στις νέες συνθήκες που δεν τα χρειάζονται, πλέον.
    Βέβαια, ίσως κάτι να αληθεύει ως προς τον αριθμό των φοιτώντων, αφού η οικογένεια σήμερα δεν δείχνει ιδιαίτερο ζήλο για την ηθική αγωγή των παιδιών της, ενώ οι αντίλαλοι έχουν έντεχνα προωθήσει στην κοινή γνώμη την απαξιωτική έκφραση… «είναι του Κατηχητικού»!
    Για το λόγο αυτό, ο όρος αντικαθίσταται με άλλους, όπως Χριστιανικές Συνάξεις νέων, Χριστιανικές Κινήσεις νέων, Χριστιανικές Νεολαίες, Χριστιανικές Μαθητικές ομάδες κ.α.
    Ανεξάρτητα, όμως, από τις όποιες ονομασίες, θέλουμε να τονίσουμε πως η προσφορά των Κατηχητικών Σχολείων ήταν και είναι μεγάλη. Η εργασία που γίνεται σ’ αυτά με τις όποιες μικροατέλειες, που πιθανόν να παρουσιάζονται κάπου και κάποτε, είναι σημαντική και έχει ωφελήσει και εξακολουθεί να ωφελεί ουσιαστικά τη νεολαία, την οικογένεια και την ελληνική κοινωνία. Άλλωστε, τι μεγαλύτερη προσφορά από την ηθική και χριστιανική διάπλαση της νεολαίας της αυριανής κοινωνίας; Και έπειτα, ποιος άλλος φορέας εργάζεται με τόση αφιλοκέρδεια και έχει αυτή την προσφορά; Μήπως η οικογένεια ή το σχολείο; Δυστυχώς, και οι δυο αυτοί θεσμοί σήμερα βρίσκονται, θα λέγαμε, σε φθορά. Οι στατιστικές μιλούν τόσο εύγλωττα. Οι τρεις στους πέντε γάμους διαλύονται και το σχολείο κατάντησε να προσφέρει μόνο ξερές γνώσεις, άσχετα αν κάποια ιδιωτικά σχολεία ή μέρος των εκπαιδευτικών αγωνίζονται για το καλύτερο. Τέλος, η πορεία της κοινωνίας μας παρουσιάζει εύγλωττα πώς και πού πορεύονται τα μέλη της. Τα ναρκωτικά κάνουν θραύση, η άναρχη νεολαία διαλύει, η ομοφυλοφιλία ανθεί και η προσωπική και κοινωνική συμπεριφορά των πολιτών απογοητεύει. Πόσες φορές δεν διερωτηθήκαμε απογοητευμένοι για το «πού πάμε;»!
    Εδώ έρχονται να βοηθήσουν τα Κατηχητικά Σχολεία. Σήμερα, λοιπόν, που ομολογουμένως υπάρχει «Ηθικό Έλλειμμα», τόσο στην κοινωνία όσο και στην οικογένεια, τα Κατηχητικά Σχολεία προσφέρουν την καλύτερη αγωγή. Διδάσκουν τον ηθικό νόμο, την αγάπη, την κοινωνική αλληλεγγύη, την καλή κοινωνική συμπεριφορά, την πίστη στο Θεό και την Πατρίδα. Να, λοιπόν, γιατί πιστεύουμε πως η λειτουργία τους είναι απαραίτητη και η ωφέλεια μεγάλη και, μάλιστα, με μια ώρα φοίτηση την εβδομάδα.
    Δυστυχώς, οι γονείς σήμερα έχουν σαρκολατρική αντίληψη και αγωνίζονται, ξοδεύοντας πολλά χρήματα, για φοίτηση των παιδιών τους σε αθλητικά σωματεία, σε εξωσχολικές δραστηριότητες κ.λπ. που τα ωφελούν μόνο σωματικά και γνωστικά. Βέβαια, δεν κάνουν άσχημα. Όμως, γιατί αδιαφορούν για την ηθική τους αγωγή; Επιθυμούν περισσότερο να γίνουν «φουσκωτοί» και καλοί παλαιστές, καλές χορεύτριες, καλλίγραμμα σώματα, από άτομα με ηθικές ανάγκες και αξίες; Αυτό προσπαθούν τα Κατηχητικά Σχολεία· και μάλιστα με διάθεση ελάχιστου χρόνου, προσφέρουν ηθική διδασκαλία, χαρούμενη και αγνή ψυχαγωγία και χωρίς καμία δαπάνη. Δεν κάνουν ούτε «παπάδες» ούτε «καλογέρους», όπως ειρωνευόμενοι, τα κατηγορούν πολλοί. Η κλίση αυτή έρχεται από αλλού. Τα Κατηχητικά Σχολεία διαπλάθουν ηθικούς χαρακτήρες και ας το καταλάβουν αυτό καλά οι γονείς. Διδάσκονται εκεί να τιμούν τους γονείς τους και ν’ αγαπούν τον συνάνθρωπό τους. Αυτό τους είναι αδιάφορο; αν ναι, τότε να μην διαμαρτύρονται για τον κοινωνικό κατήφορο και ας…απολαμβάνουν τις νεανικές συμπλοκές, τις ύβρεις, την αγορά των κινητών και στα μικρά παιδιά ακόμα, με τις τρομερές βλάβες της υγείας και της οικονομίας τους.
    Με λύπη παρατηρούμε την αδιαφορία των νέων γονιών στην ηθική και χριστιανική αγωγή των παιδιών τους. Φοβόμαστε πως θα έρθει η στιγμή που θα το μετανιώσουν. Προσέξτε με τι πάθος οδηγούν οι Μουσουλμάνοι τα παιδιά τους σε ανάλογη αγωγή, που μάλιστα δεν έχει την χριστιανική ηθική τελειότητα.
    «Μα η ηθική σωτηρία της νεολαίας μας θα έρθει από την ωριαία φοίτηση στο Κατηχητικό;», θα ρωτήσουν κάποιοι. Μα δεν λέμε πως το Κατηχητικό κάνει θαύματα. Το Κατηχητικό βοηθά, ενισχύει, ρίχνει σπόρους, καλλιεργεί, προβληματίζει, υποδεικνύει, οδηγεί. Για τους λόγους αυτούς, λοιπόν, όχι μόνο δεν πρέπει να το ειρωνεύονται ή να το περιφρονούν αλλά αντίθετα, να το ενισχύουν.
    Στο παρελθόν, η Πολιτεία στήριζε πραγματικά τα Κατηχητικά Σχολεία. Σήμερα χλιαρά το παρακολουθεί, και μόνο η Εκκλησία το στηρίζει, το βοηθά και αγωνίζεται γι’ αυτό, αν και ανταμείβεται με χλευασμό, ειρωνεία και επιθέσεις. Αυτό είναι λυπηρό. Ας το καταλάβουν ιδιαίτερα οι γονείς που βάζουν άλλες προτεραιότητες, από την ηθική διάπλαση του παιδιού τους. Τους καλούμε να συνδυάσουν τις εξωσχολικές δραστηριότητες με τη φοίτηση του παιδιού τους στο Κατηχητικό Σχολείο και να είναι βέβαιοι πως η ηθική διάπλαση του παιδιού τους, που θα εισπράξουν, θα είναι και η πολυτιμότερη αμοιβή της ζωής τους.

Ανδρέας Μπούτσικας
τ. Σχολικός Σύμβουλος-Συγγραφέας
«ΛΥΔΙΑ» σελ. 312-313, Νοέμβριος 2009

Τρίτη, Αυγούστου 21, 2012

Τι είναι το Κατηχητικό Σχολέιο και ποιά η προσφορά του σήμερα ;

πηγή
Η Εκκλησία μας, ως γνωστό, ακολουθώντας το παράδειγμα της ανιδιοτελούς και γνησίας αγάπης του Χριστού, νοιάζεται και ενδιαφέρεται πάντοτε για τον συνάνθρωπο και ασφαλώς για την ευαίσθητη παιδική ηλικία. Μέσα στα πλαίσια της μέριμνας αυτής, δραστηριοποιούνται και λειτουργούν στις Ενορίες των Ιερών Μητροπόλεων, κατηχητικά σχολεία και νεανικές συντροφιές. Αναμφίβολα, το κατηχητικό σχολείο αποτελεί θεσμό στην ελλαδική Εκκλησία και την ελληνική κοινωνία, διότι ανέθρεψε επί σειρά δεκαετιών τις γενιές των ελληνοπαίδων, εμπνέοντάς τες, με το ορθόδοξο χριστιανικό ήθος.
Στις μέρες μας είναι μεγάλη ευλογία από τον Θεό, το γεγονός ότι εξακολουθεί να υπάρχει αυτός ο ιερός θεσμός. Διότι πραγματικά αποτελεί μια πνευματική όαση για τις νεανικές ψυχές, μέσα στην έρημο των πόλεων· και λέγοντας «έρημο», εννοούμε την κοινωνική αποξένωση, τη μοναξιά και την ψυχική ερήμωση, που έχει επιφέρει ο σύγχρονος τρόπος ζωής μέσα στις πολύβουες μεγαλουπόλεις. Διότι παρά το γεγονός ότι έχουν συγκεντρωθεί τόσοι πολλοί άνθρωποι σ’ ένα περιορισμένο τόπο, είναι δυστυχώς μεταξύ τους αποξενωμένοι. Σχήμα οξύμωρο, που όμως αποτελεί μια πραγματικότητα.
Έχει σχεδόν εκλείψει κάθε ίχνος του πνεύματος της γειτονιάς και της κοινωνικότητας. Η κατάσταση αυτή της ψυχικής απομόνωσης, καθώς και ο καταιγισμός από τις χιλιάδες των όχι συχνά καλών και ωφέλιμων μηνυμάτων που κατακλύζει τα παιδιά μας καθημερινά, έχουν ως αποτέλεσμα, το να κουράζουν, να αποπροσανατολίζουν και να φθείρουν τις ευαίσθητες παιδικές ψυχές.

Ο πυρήνας της κοινωνίας είναι η οικογένεια και οι νέοι άνθρωποι από αυτήν πρωτίστως λαμβάνουν τις βάσεις και τα θεμέλιά τους. Το κατηχητικό έργο αποτελεί ένα ακόμη παράγοντα, ο οποίος έρχεται για να συνεισφέρει στο δύσκολο έργο της οικογένειας και να συμβάλλει θετικά στη διαπαιδαγώγηση των νέων. Όπως θα δούμε στη συνέχεια, η προσφορά του Κατηχητικού Σχολείου στη νεανική ηλικία καθώς διαπιστώθηκε μέσα από την εμπειρία των ετών είναι σημαντική. Τα οφέλη που προέρχονται από την προσφορά αυτή στους νέους, θα μπορούσαμε να τα συνοψίσουμε στα εξής ακόλουθα:
- καλλιεργεί στις ψυχές τους την αγάπη για τον Θεό και τον συνάνθρωπο,
- τους βοηθά να διακρίνουν τους ποικίλους κινδύνους, τις παγίδες και κακοτοπιές της ζωής,
- τους δίνει πνευματικά εφόδια, τα οποία θα φανούν πολύτιμα και θα βοηθήσουν ουσιαστικά στην αντιμετώπιση των διαφόρων δυσκολιών που πρόκειται να συναντήσουν στη ζωή τους,
- τους καθοδηγεί στο δρόμο του ορθοδόξου ήθους,
- τους διδάσκει το σεβασμό των αξιών της κοινωνίας μας,
- τους αποφορτίζει από την πίεση, το βάρος και την κούραση της εβδομάδας,
- συντελεί στην κοινωνικοποίησή τους μέσα από το ομαδικό πνεύμα των συνάξεων και της ψυχαγωγίας και
- συμβάλλει στη διαμόρφωση μιας υγιούς και ολοκληρωμένης προσωπικότητας.

Πηγή : Ιερός Ναός Αγίου Νικολάου Καισαριανής

Τρίτη, Μαΐου 22, 2012

ΜΕΤΑΠΑΤΕΡΙΚΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΙΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΕΣ ΜΑΣ ΣΧΟΛΕΣ «Δέν εἶναι σίγουρο ὅτι ὑπῆρξε ὁ Χριστός»!



«Μεταπατερικές παρεμβάσεις στίς Θεολογικές μας Σχολές 
– Τρόποι διακριτικῶν ἀντιδράσεων»

Εἰσήγησις Πρωτ. Ἰωάννου Φωτοπούλου, Νομικοῦ – Θεολόγου
στήν ΗΜΕΡΙΔΑ:
«ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ: ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΑΙΔΕΙΑ ἢ ΠΑΝΘΡΗΣΚΕΙΑΚΗ ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑ»; 

ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ 19-5-2012

Σημείωση: Λόγῳ τοῦ ὅτι ἐξαντλήθηκε ὁ προβλεπόμενος χρόνος διαρκείας τῆς ὡς ἄνω ἡμερίδος, ἀποφασίστηκε τελικῶς νά μήν ἐκφωνηθεῖ ἡ παροῦσα εἰσήγηση. Παρατίθεται κατωτέρω καθώς τό θέμα εἶναι ἰδιαίτερα σημαντικό.

.            Ἀσχολούμαστε στήν εἰσήγησή μας αὐτή μέ τίς μεταπατερικές παρεμβάσεις στίς θεολογικές σχολές ἀφοῦ ἀπό ἐκεῖ προέρχονται οἱ θεολόγοι καθηγητές καί ἐκεῖ γίνονται πολλές ζυμώσεις γιά τήν μετεξέλιξη τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν.
.            Γιά ὅσους δέν γνωρίζουν, «μεταπατερική θεολογία» εἶναι ὅρος πού σηματοδοτεῖ τήν προσπάθεια μοντέρνων νεοεποχητικῶν θεολογικῶν κύκλων νά ὑπερβοῦν τή θεολογία τῶν Ἁγίων Πατέρων. Προσποιοῦνται ὅτι ἀκολουθοῦν τό πνεῦμα τους  καί ὅτι λαμβάνοντας ὑπ’ὄψιν τίς σημερινές συνθῆκες καί προκλήσεις κάνουν περαιτέρω βήματα γιά τήν προσφορά θεολογικοῦ λόγου μέ στόχο τήν παρουσία καί διακονία τῆς Ἐκκλησίας στό σήμερα. Στήν πραγματικότητα ὁ στόχος τῶν μεταπατερικῶν παρεμβάσεων στήν ἀκαδημαϊκή θεολογία καί στήν ἐκκλησιαστική ζωή καί ποιμαντική εἶναι ἡ κατάργηση κάθε φραγμοῦ, ἡ κατάλυση τῶν ὀρθοδόξων δογμάτων, τῶν ἱερῶν κανόνων τοῦ ἀσκητικοῦ ἤθους τῆς λειτουργικῆς καί ἐν γένει ὀρθοδόξου παραδόσεως, ἡ ἀποκοπή ἀπό τή βυζαντινή –ρωμαίϊκη συνέχεια καί ἡ παράδοση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος στή μέγγενη τοῦ ἀντιχρίστου Οἰκουμενισμοῦ τῆς Νέας Ἐποχῆς. Αὐτό ἀπέδειξε ἀρχικά μέ τό Ὑπόμνημά του πρός τήν Ἱερά μας Σύνοδο ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Γλυφάδας κ. Παῦλος παραθέτοντας πολλά ἀποσπάσματα ἀπό τίς εἰσηγήσεις πού ἔγιναν στό κέντρο τῆς μεταπατερικῆς θεολογίας, στήν Ἀκαδημία Θεολογικῶν Σπουδῶν τοῦ Βόλου, μέ τίτλο «Νεοπατερική Σύνθεση ἤ μεταπατερική θεολογία. Τό αἴτημα τῆς θεολογίας τῆς συνάφειας στήν ὀρθοδοξία». Στή συνέχεια τό καρκίνωμα τῆς μεταπατερικῆς θεολογίας ἀνέλυσαν καί ἀναίρεσαν μέ συντριπτικά θεολογικά-ἱστορικά ἐπιχειρήματα οἱ ἐκλεκτοί εἰσηγητές τῆς ἡμερίδος γιά τήν Μεταπατερική αἵρεση πού ἔγινε ὑπό τήν αἰγίδα τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πειραιῶς κ. Σεραφείμ.
.            Εἴπαμε γιά τή στόχευση τῶν μεταπατερικῶν θεολόγων. Ἄς ποῦμε καί γιά τό περιεχόμενο τῆς διδασκαλίας τους. Μέ πρόφαση τή διακονία τῆς θεολογίας στό σήμερα, ὅλα τά μαθήματά τους οἱ μεταπατερικοί θεολόγοι τά κάνουν μέσα ἀπό τήν οἰκουμενιστική προοπτική, ἡ ὁποία ὑποτίθεται ὅτι ἀνοίγει τήν Ἐκκλησία στόν κόσμο, ἐνῷ στήν πράξη καταστρέφει στή συνείδηση τῶν διδασκομένων τήν μοναδικότητα τῆς ἀληθείας ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ.   Μοντέρνες  ἰδέες σχετικές τήν ἀποφυγή τοῦ φανατισμοῦ καί τοῦ φονταμενταλισμοῦ, τήν ἀνοχή στή διαφορετικότητα, τήν πολυπολιτισμικότητα-πολυθρησκευτικότητα, τήν ἰσότητα τῶν δύο φύλων τήν οἰκολογία κλπ.,  ἀκριβῶς ὅσα διακινοῦνται στή ντόπια καί διεθνῆ πολιτική σκηνή πρός ἐπιβολήν τῆς παγκοσμιοποιήσεως, ἠχοῦν ἀδιαλείπτως στά ὧτα τῶν διδασκομένων τή θεολογία.
.            Ἄς δοῦμε καί τή στρατηγική τους. Φυσική τους βάση οἱ θεολογικές σχολές. Οἱ νέοι φοιτητές διδάσκονται τούς Πατέρες τά όρθόδοξα δόγματα, τήν Καινή καί Παλαιά διαθήκη τήν ἐκκλησιαστική ἱστορία διανθισμένα τόσο πολύ ἀπό τίς νεοεποχήτικες ἰδέες, πού προαναφέραμε ὥστε ἡ θεολογική τους σκέψη δέν ἐγκεντρίζεται  στήν καλλιέλαιο τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλά στό σαπρό δένδρο τῆς οἰκουμενιστικῆς συγκριτιστικῆς «θεολογίας», μιᾶς δηλαδή ἰδιωτικῆς θεολογίας κατά τίς ἐπιταγές του ΠΣΕ. Μέσῳ τῶν σπουδῶν στίς θεολογικές σχολές οἱ μεταπατερικοί στρατολογοῦν προσοντούχους φοιτητές πού κάμουν μεταπτυχιακές σπουδές. Στή συνέχεια τούς στέλνουν γιά σπουδές στίς θεολογικές σχολές τοῦ ἐξωτερικοῦ καί σέ κολλέγια καί σχολές τοῦ Βατικανοῦ, τούς φέρνουν σέ ἐπαφή μέ οἰκουμενιστικά κέντρα π.χ. τό πατριαρχικό κέντρο στή Γενεύη, καί τό οἰκουμενιστικό μοναστήρι τοῦ Bose. M’ αὐτούς  ἐπανδρώνουν δηλ. καταλαμβάνουν καί διαβρώνουν τίς ἑλληνικές θεολογικές σχολές, ἐνῷ ἀλλους τούς προωθοῦν γιά  συμβούλους θεολόγων καί συμβούλους τοῦ Παιδαγωγικοῦ Ἰνστιτούτου. Ἄλλοι ἐργάζονται σέ θεολογικά περιοδικά-think tanks τῆς μεταπατερικῆς θεολογίας.  Οἱ ὑπόλοιποι πτυχιοῦχοι, ὅσοι εἶναι ἀστήρικτοι στήν ὀρθόδοξη πίστη, ἔχοντας δεχθεῖ τίς δηλητηριώδεις ἰδέες τους καταλαμβάνουν θέσεις στήν ἐκπαίδευση μεταδίδοντας πολλαπλασιάζοντας τή σαπρή ἀντι-ορθοδοξία στούς ἀνύποπτους μαθητές.
.            Ἀλλά αὐτό δέν κρίνεται ἀρκετό γιά τή διάβρωση μιά συμπαγοῦς ὀρθοδόξου κοινωνίας. Πρέπει νά ἀγρευθεῖ, εἰ δυνατόν, ὅλο τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας. Καί ἰδού ἡ Ἀκαδημία Θεολογικῶν  Σπουδῶν πού λειτουργεῖ ὡς μεσάζων μεταξύ τῆς ἀκαδημαϊκῆς elite καί τῆς Ἐκκλησίας.  Ἐδῶ ὄχι μόνο θά ἐκπαιδευθοῦν οἱ συμμετέχοντες στό μετα-ἀντιπατερικό πνεῦμα, ἀλλά θά συγχρωτισθοῦν μεταξύ τους καί μέ τά «μεγάλα πνεύματα» τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί στή συνέχεια θά προωθηθοῦν σέ ἀνώτερες θέσεις στόν ἐκκλησιαστικό ὀργανισμό, ὡς κληρικοί ἤ λαϊκοί συνεργάτες καί θά λειτουργήσουν μέσῳ κηρυγμάτων, ἐκπομπῶν, περιοδικῶν, συνεδρίων καί διαλέξεων στήν περιφέρεια ὡς πολλαπλασιαστές τῆς μεταπατερικῆς πλάνης.
.            Προσφιλής μέθοδος τῶν διδασκόντων εἶναι ἡ προφορική μετάδοση τῆς κακοδοξίας τους γιά νά ἀποφύγουν τήν κατά μέτωπο κριτική. Οἱ μετα-αντιπατερικοί ἐνοχλοῦνται ἀπό τήν ἀπολογητική καί τήν ἀντιαιρετική δράση τῆς Ἐκκλησίας. Θεωροῦν ὅτι ἀνήκει ὁριστικά στό παρελθόν. Δέν ἀνέχονται οὔτε τό ὄνομα νά ἀκούσουν τοῦ μεγάλου ἀπολογητοῦ τῶν καιρῶν μας τοῦ π. Ἀντωνίου Ἀλεβιζοπούλου, τόν ὁποῖο, παρά τίς πολλές ἐργασίες του ἐμπόδισαν νά καταλάβει ἕδρα στό Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν.
.            Ἄς ἀναφέρουμε συγκεκριμένα παραδείγματα μεταπατερικῶν ἐκτροπῶν. Στή Θεολογική Σχολή τοῦ Ἀριστοτελείου ἐγκρίθηκαν παρά τίς ἀντιρρήσεις ὀρθοδόξων καθηγητῶν δύο διατριβές πού ἐμφάνισαν τούς αἱρεσιάρχες μονοφυσίτες Διόσκορο καί Σεβῆρο ὡς ὀρθοδόξους.  Λέγεται ἀκόμη ἀπό φοιτήσαντας ὅτι στόν ἑρμηνευτικό τομέα μέ τόν τρόπο τους οἱ μεταπατερικοί σέ κάποια θεολογικά τμήματα ἀποκλείουν ὑποψηφίους μεταπτυχιακούς πού ἀκολουθοῦν τήν ἑρμηνευτική τῶν Ἁγίων Πατέρων. Καλοῦνται ἐπίσης παπικοί καί προτεστάντες καθηγητές νά διδάξουν τούς φοιτητές τῶν θεολογικῶν σχολῶν.

.            Ὁ κοσμήτωρ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν ἔχει δηλώσει σέ δημοσιογράφο ὅτι δέν εἶναι σίγουρο ὅτι ὑπῆρξε ὁ Χριστός(!!)», καί ὅτι«δέν ἀποδεικνύεται μαθηματικῶς ἡ ὕπαρξη τοῦ Χριστοῦ» ἐνῷ συνάδελφός του ἀπό τήν Θεσσαλονίκη ἔχει γράψει παλαιότερα ὅτι «ἡ Ἐκκλησία δέν ἀντλεῖ τήν ὕπαρξή της… ἀπό τό παρόν ἤ ἀπό τό παρελθόν (ἀκόμη καί  ἀπό  τό γεγονός Χριστός), ἤ ἀπό αὐτό πού τῆς δόθηκε ὡς θεσμός, ἀλλά ἀπό τό μέλλον, ἀπό τά ἔσχατα».[1] Στή Δογματική διδάσκων παρουσιάζει τέτοια ἀδιάλυτη ἑνότητα ψυχῆς καί σώματος, ὥστε ἰσχυρίζεται ὅτι πεθαίνοντας τό σῶμα πεθαίνει καί ἡ ψυχή καί ὁλοκληρώνει τήν ἀμπελοφιλοσοφία του λέγοντας ὅτι δέν ὑπάρχει κόλαση.  Ἄλλος διδάσκει ὅτι ἐφ᾽ ὅσον ὑπάρχει κοινωνία μέ τόν Θεό, δέν ἔχουμε πρόβλημα μέ τόν γάμο τῶν ὁμοφυλοφίλων, ἐνῷ ἡ ἱερωσύνη τῶν γυναικῶν συζητεῖται ὡς πρόβλημα. Στό μάθημα τῆς ποιμαντικῆς ψυχολογίας διδάσκει κάποιος ὅτι δέν ὑπάρχει διάβολος καί ἁμαρτία ἀλλά μόνο ψυχικά νοσήματα.  Ἀλλος διδάσκει τήν Καμπάλα, τήν ἑβραϊκή μαγεία μέ τρόπο θετικό δημοσιεύοντας ἀντίστοιχα ἄρθρα σέ ἀποκρυφιστικά περιοδικά.  Καί ἄλλος διδάσκει μέσῳ τοῦ μαθήματος τῆς Π.Δ.  ὅτι ἡ «Ἐκκλησία» ὡς «ἡ ζωντανή σχέση τῶν ἀνθρώπων μέ τόν Θεό δέν ἐπιδέχεται ὀργάνωση καί θεσμοθέτηση»[2]. Στό Κανονικό δίκαιο καθηγητής διδάσκει τήν εὐλογία ἀπό τήν Ἐκκλησία τόν γάμο ἑτεροθρήσκων.Εὐκαίρως-ἀκαίρως σέ κάθε μάθημα καλλιεργεῖται το πνεῦμα τῆς λεγομένης λειτουργικῆς ἀνανεώσεως πού περιλαμβάνει τήν κατάργηση τοῦ τέμπλου, τίς μικτές χορωδίες, τίς φαιδρές-γιά νά γελάει κάθε πικραμένος- μεταφράσεις τῶν λειτουργικῶν κειμένων καί τήν κατάργηση τῆς μυστικότητος τῶν εὐχῶν.  Κοινός παρανομαστής τῶν ἀνωτέρω εἶναι ἡ ἀπέχθεια πρός τό πνεῦμα τῶν Πατέρων.Κάποιος δέ ἐξ αὐτῶν ἐξέφραζε τήν εὐγνωμοσύνη πρός κοιμηθέντα καθηγητή του γιατί, ὅπως εἶπε, ἀπάλλαξε τή θεολογία ἀπό τό νά βλέπει τά ἁγιογραφικά κείμενα κάτω ἀπό τούς Πατέρες.
.         Έδῶ πρέπει νά ἐξηγήσουμε ὅτι ἡ σέ μεγάλο βαθμό μεταπατερική ἀλλοίωση τῶν θεολογικῶν σχολῶν δέν ἦταν κεραυνός ἐν αἰθρίᾳ.  Διαβάζαμε  ὅτι στή δεκαετία τοῦ ‘50 καθηγητής τῆς Πατρολογίας ἰσχυριζόταν ὅτι ὁ ἡσυχασμός προσκρούει στή λογική μας καί ὅτι οἱ Μεσαλλιανοί ἐπέδρασαν ἐπί τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ[3]. Πληθώρα καθηγητῶν ἀκολουθώντας δουλικά τήν ξένη θεολογία θεωροῦσαν καί θεωροῦν τά ἀρεοπαγιτικά συγγράμματα νόθα καί ἔργα μονοφυσιτικά μέ νεοπλατωνικές ἐπιδράσεις, τά ἔργα τοῦ Ἁγίου Μακαρίου μεσσαλιανά, τό βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως ἀμφιβαλλόμενο.  Ἀλλος καθηγητής ἰσχυριζόταν ὅτι ἡ Β΄Βατικανή Συνοδος «συνιστᾶ τό σημαντικότερον θεολογικό γεγονός τῆς ἐποχῆς μας», καί ὅτι ὁ Πάπας αὐτός «υπῆρξεν ἡ ἐνσάρκωσις τοῦ πνεύματος τῆς ἐν ἀγάπῃ διακονίας τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας»[4]. Ἀλλος ὕβριζε τόν ἅγιο Μακάριο παρομοιάζοντας τίς ἐν Χριστῷ ἐμπειρίες του μέ τίς ἐκστατικές ἐμπειρίες τῶν Ἰνδῶν καί τῶν Δερβίσιδων[5]  ἐνῷ τή θέα τοῦ ἀκτίστου φωτός ὑπό τοῦ Ἁγίου Συμεών τοῦ Ν. Θεολόγου ἀπέδιδε σέ ὑπερένταση τῶν νεύρων του[6].   Καθηγητής τῆς θρησκειολογίας δίδασκε ὅτι «θά μπορούσαμε νά δοῦμε τίς θρησκευτικές ἐμπειρίες…καί ὡς ἀπορρόφηση ὁρισμένων ἀκτίνων ἀπό τήν παγκόσμια θεία ἀκτινοβολία»[7].

.            Καί τώρα τί κάνουμε; Χαρακτηρίζουμε τίς θεολογικές σχολές, «θεολογικές σχολές μας». Νοιαζόμαστε γι’αὐτές γιατί τίς θεωροῦμε σάρκα ἐκ τῆς σαρκός τῆς Ἐκκλησίας, τή θεολογική ἐπιστήμη διακονία στό Σῶμα Της. Ἀπ΄αὐτές θεολογικά-ἐπιστημονικά γεννῶνται οἱ καθηγητές θρησκευτικῶν τῶν σχολείων μας καί ὅλοι οἱ ποικίλοι διάκονοι τοῦ θεολογικοῦ λόγου καί τοῦ ποιμαντικοῦ ἔργου. Το ζήτημα εἶναι ἄν τό ἴδιο νοιώθουν καί ὅλοι οἱ ἀκαδημαϊκοί δάσκαλοι ἤ ἄν τινές ἐξ αὐτῶν μέ φρόνημα ἐπηρμένο προασπίζουν, ὡς ἀπειλούμενη ἀπό τήν Ἐκκλησία, τήν  ἐπιστημονική  αὐτοτέλεια τῶν σχολῶν τους.   Πάντως ὅσοι νοιώθουν μέλη τῆς Ἐκκλησίας ὀφείλουν νά βοηθήσουν εἴτε μέσα εἴτε ἔξω ἀπό τίς σχολές νά σταματήσει ἡ μεταπατερική ἀλλοίωση τῆς ὀρθοδόξου θεολογικῆς ἐπιστήμης. Ἀς ξεκινήσουμε ἀπό τό θεωρητικά εὐκολώτερο. Ἐκτός τῆς θεολογικῆς ἀκαδημαϊκῆς κοινότητος ὀφείλουμε στά πλαίσια μιᾶς ὀρθοδόξου Ἀπολογητικῆς

  1. νά συνεχίσουμε νά γνωστοποιοῦμε μέ δημοσιεύματα καί συνέδρια μέ ὀρθόδοξη θεολογική κατωχύρωση τή μεταπατερική ἐκτροπή ἐνημερώνοντας καί τήν ἐκκλησιαστική μας ἀρχή.

  2. νά ἀσχοληθοῦμε, ὕστερα ἀπό τόν ἐπιτυχῆ ἐντοπισμό τῆς μεταπατερικῆς πλάνης καί τῶν ἐσφαλμένων θεολογικῶν της προὑποθέσεων-τίς ἀνέλυσε σέ βάθος ὁ σεβασμιώτατος Ναυπάκτου- μέ τή λεπτομερῆ συστηματική πατερική αναίρεση ἑκάστης πλάνης πού ἁπλώνεται στήν Τριαδολογία, Χριστολογία, ἀνθρωπολογία, σωτηριολογία, ἐκκλησιολογία καί ἐσχατολογία. Ἀρέσει στούς μεταπατερικούς ἡ γενίκευση καί ἡ ἐπιλεκτική ἀντιμετώπιση τῶν πλανῶν τους γιατί  στήν περίπτωση αὐτή πολλές φορές δίνεται ἡ ἐντύπωση στούς καλοπροαίρετους ὅτι πάσχει σέ μερικά πράγματα ἡ μεταπατερική θεολογία, ἀλλά διαθέτει καλά στοιχεῖα καί ἐπιστημονικη σοβαρότητα.

  3. νά δημιουργήσουμε ἕνα ἐπιστημονικό ἀντίβαρο,  ἕνα χῶρο συστηματικῆς διδασκαλίας, ὅπου θά ἐπιμορφώνονται ὀρθόδοξα θεολόγοι, κληρικοί καί σοβαρά ἐνδιαφερόμενοι ἄνθρωποι πάνω στά θεολογικά μαθήματα, τῆς ἑρμηνείας Παλαιᾶς καί Καινῆς Διαθήκης, τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας, τῆς πατερικῆς διδαχῆς καί τοῦ κανονικοῦ δικαίου.  Θά πρέπει πρός τοῦτο νά ὁρίζονται ὡς διδάσκοντες ὀρθόδοξοι ἀκαδημαϊκοί διδάσκαλοι τῆς θεολογίας καί ἄλλοι κληρικοί καί λαϊκοί ἐγνωσμένης παιδείας καί ὀρθοδόξου φρονήματος.  Ὅσο καταλαμβάνεται ἡ θεολογική ἐπιστημονική κοινότητα ἀπό μεταπατερικούς καθοδηγητές τόσο ἀναγκαιότερη γίνεται ἡ ἵδρυση ἑνός τέτοιου ἐγκύρου ἐπιστημονικά καί ὀρθόδοξα φορέως, ὅσο καί ἄν εἶναι δύσκολο τό ἐγχείρημα.

  4. νά συγγραφοῦν βιβλία ὀρθοδόξου συστηματικῆς κατηχήσεως μέ περιεχόμενο κατάλληλο γιά τά παιδιά ὅλων τῶν ἡλικιῶν  πού νά χρησιμεύσουν ὡς βοηθήματα στούς κατηχητές καί ὡς ἐναλλακτικά βιβλία θρησκευτικῶν.

.            Ἔσωθεν τά πράγματα εἶναι δυσκολώτερα.  Τολμῶ νά ἀρθρώσω κάποιες προτάσεις, ἄν καί καταλαβαίνω πόσο μικρός καί ἀναρμόδιος εἶμαι καί πόσο δυσχερής καί ἰδιόμορφη εἶναι ἡ θέση τῶν ὀρθά φρονούντων μέσα στό Πανεπιστήμιο.
.       Κατ΄ἀρχάς ὀφείλουν οἱ ὀρθοδόξως  διδάσκοντες νά διδάσκουν τά τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως μέ σθένος χωρίς μισόλογα καί χωρίς νά καλύπτουν τούς θρασεῖς ὑπερμάχους τῆς μεταπατερικῆς πλάνης. Ὀφείλουν νά συγκροτοῦν  στή συνείδηση τῶν φοιτητῶν ἕνα ἑνιαῖο σῶμα διδασκόντων, ἕνα σημεῖο ἀναφορᾶς τους ὅπου θά μποροῦν (οἱ φοιτητές) νά ἀκούσουν ὀρθόδοξη πατερική διδασκαλία. Δέν ἐννοῶ μ’αὐτό τἠν ἐπιστημονική τους ἀπομόνωση, οὔτε βέβαια διαμόρφωση ἐχθρικοῦ κλίματος, ἀλλά τή συγκρότηση μιᾶς ὀρθόδοξης πυξίδας πού θά μποροῦν νά βρίσκουν καί νά ἀκολουθοῦν οἱ φοιτητές, οὕτως ὥστε μαζί μέ τήν γενικότερη θεολογική τους παιδεία καί τίς ποικίλες θεωρίες πού διδάσκονται νά μποροῦν νά μένουν, ἄν θέλουν, στερεωμένοι στήν Ὀρθόδοξη Καθολική Ἐκκλησία, δηλ. στή διδασκαλία τῶν Ἁγιων Πατέρων.
.            Ὀφείλουν ἐπίσης οἱ ἀκαδημαϊκοί θεολόγοι νά ἐπιμείνουν στήν αὐτοτέλεια τῶν θεολογικῶν σχολῶν, ἐξηγώντας urbi et orbi  τήν ποιότητα τῶν θεολογικῶν μαθημάτων καί καταδεικνύοντας τήν ἀπύθμενη διαφορά τους ἀπό τή θρησκειολογική μεταχείριση  τους καί νά ἀρνηθοῦν νά ὑποβιβάσουν τήν ἐπιστήμη τους σέ θρησκειολογικό παρακλάδι τῶν φιλοσοφικῶν σχολῶν.
.            Ὅσον ἀφορᾶ τό τόσο καθοριστικό γιά τίς θεολογικές σχολές ἐκλεκτορικό δικαίωμα τῶν διδασκόντων καταλαβαίνω ὅτι εἶναι ἄψαυστο καί ἄβατο σέ μᾶς, ἀλλά πιστεύω ὅτι οἱ ὀρθά βαδίζοντες τήν ἀκαδημαϊκή θεολογική τρίβο γνωρίζουν τό πρός τήν ὀρθόδοξη θεολογία καί Ἐκκλησία καθῆκον τους καί ἔχουν πρό ὀφθαλμῶν τόν ἀδέκαστο Κύριο τόν ἐτάζοντα καρδίας καί νεφρούς.


[1] Τά παραπάνω περιλαμβάνονται σέ μελέτη τοῦ κ. Βασιλειάδη δημοσιευμένη στήν Ἐπιστημονική Ἐπετηρίδα τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἀριστ. Πανεπ. Θεσσαλονίκης (τομ. 11 Θεσσαλονίκη 2001 σελ. 25-32).  
[2] ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ, Ὁ θεσμός τῆς ἱερωσύνης στήν Παλαιά Διαθήκη ἐν Τό Μυστήριον τῆς Ἱερωσύνης(Πρακτικά Ζ΄Πανελληνίου Λειτουργικοῦ Συμποσίου) σειρά Ποιμαντική Βιβλιοθήκη 12, Κλάδος Ἐκδόσεων τῆς ἐπικοιν. καί μορφ. ὑπηρ. Ἐκκλ. Ἑλλάδος , Ἀθῆναι 2006. 
[3] Θεοκλήτου Διονυσιάτου Ἀθωνικά  Ἄνθη σ. 99, 228-229 (Πρόκειται γιά τόν Μπαλάνο).
[4] Κων. Μουρατίδου Κανονικόν Δίκαιον τ. Β’ 1984 σ. 434
[5] Π. Τρεμπέλα, Μυστικισμός-Ἀποφατισμός-Καταφατική Θεολογία τεῦχ. α΄σ. 56
[6] Ὡς ἄνω σ. 74
[7] Ἀναστασίου Γιαννουλάτου, Παγκοσμιότητα καί Ὀρθοδοξία σ. 193
πηγή

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 10, 2012

ΤΟ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΕΞΟΡΙΖΕΙ ΤΟΥΣ ΜΑΘΗΤΕΣ ΤΗΣ ΑΘΩΝΙΑΔΑΣ ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ


πηγή


Του Γιώργου Θεοχάρη
ΑΝΟΙΧΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑΣ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΤΗΣ Γ΄ ΛΥΚΕΙΟΥ ΑΘΩΝΙΑΔΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ-
ΑΝΑΛΓΗΤΗ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΗΓΕΣΙΑ ΤΟΥ ΥΠ.ΠΑΙΔΕΙΑΣ

Την μετεγκατάσταση των μαθητών της Γ΄ Λυκείου της Αθωνιάδας ακαδημίας που λειτουργεί στο ΄Αγιο Όρος στο Εκκλησιαστικό λύκειο Νεάπολης αποφάσισε το Υπουργείο Παιδείας, σύμφωνα με έγγραφο που εστάλη στους γονείς τους και στην διεύθυνση του σχολείου.

Οι μαθητές μέσω ανοιχτής επιστολής εκφράζουν την έντονη δυσαρέσκεια τους λέγοντας ΄΄ Θα παραμείνουμε εδώ μέχρι το τέλος της σχολικής χρονιάς! ΄΄


Η ΑΝΟΙΧΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΤΗΣ Γ΄ ΛΥΚΕΙΟΥ ΤΗΣ ΑΘΩΝΙΑΔΑΣ ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ

Είμαστε οι Αλέκωβ Θωμάς, Αλεξόπουλος Δημήτριος, Γαβράς Ραφαήλ, Καλαφάτης Κωνσταντίνος, Μαντζανάς Σωτήριος, π. Γυμνάσιος, αγιορείτης μοναχός, Πίντεα Ιωάννης και Τσέκενης Γεώργιος μαθητές της Γ΄τάξης Λυκείου της ιστορικής Αθωνιάδος Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Αγίου Όρους. Καταγόμαστε από Ελλάδα, Ρουμανία και Βουλγαρία και είμαστε μία αγαπημένη τάξη, πράγμα το οποίο αποδεικνύουμε μέσα από τα βιώματα μας, το παράδειγμα της αγάπης του αλληλοσεβασμού και της αλληλεγγύης.
Αφήσαμε πίσω τους δικούς μας ανθρώπους, ακόμα και την ίδια μας την πατρίδα, για να έρθουμε σε ένα ασφαλές λιμάνι, το λιμάνι του Αγίου Όρους, και να συνεχίσουμε την πορεία των Αγίων και Σεβαστών Πατέρων, που για εμάς είναι θησαυρός ανεκτίμητος μπροστά στο δύσκολο κλίμα που επικρατεί ολοφάνερα στη εποχή μας.
Η μαθητική μας πορεία στη Σχολή έπαιξε και συνεχίζει να παίζει καθοριστικό ρόλο στη ζωή μας, γιατί η Αθωνιάδα αποτέλεσε διαχρονικά στάση και πορεία ζωής όχι μόνο για μαθητές αλλά και για την κοινωνία ολόκληρη, διότι η ιστορική αυτή Σχολή έχει «προσφέρει» στον τόπο μας σεβάσμιες, αξιότιμες και άγιες προσωπικότητες όπως ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, ο Άγιος Αθανάσιος ο Πάριος, ο Άγιος Μακάριος ο Νοταράς, ο Άγιος Αθανάσιος ο Κουλακιώτης, ο Ρήγας Φεραίος, ο Ευγένιος Βούλγαρης και πολλοί άλλοι.
Η Σχολή, την οποία στηρίζουμε και κυρίως μας στηρίζει εδώ και πολλά χρόνια, μας εξασφαλίζει πτυχίο και επαρκή γνώση βυζαντινής μουσικής αλλά και βυζαντινής αγιογραφίας, τα οποία διδασκόμαστε από την Α΄ τάξη του Γυμνασίου. Ήδη σχεδόν όλοι μας προχωράμε με εντατικούς ρυθμούς τα πτυχιακά μας έργα στην αγιογραφία.
Όπως είναι γνωστό, τα τελευταία χρόνια η Σχολή λειτουργεί, κυρίως, με αναπληρωτές καθηγητές. Φέτος, από την αρχή της χρονιάς αντιμετωπίσαμε και συνεχίζουμε να αντιμετωπίζουμε ιδιαίτερο πρόβλημα καθώς απουσιάζουν ακόμη και τώρα βασικές ειδικότητες εκπαιδευτικών. Το πρόβλημα αφορά φυσικά όλες τις τάξεις, αλλά κυρίως εμάς, εφόσον δεν διδαχτήκαμε ακόμα μαθήματα στα οποία θα κληθούμε να εξεταστούμε σε πανελλαδικό επίπεδο π.χ. βιολογία.

Παρόλα αυτά ήμασταν σίγουροι πως θα βρισκόταν, μετά και τις συνεχείς προσπάθειες των Πατέρων της Ιεράς Κοινότητας, μία λογική λύση εκ μέρους του Υπουργείου Παιδείας που θα έλυνε το πρόβλημά μας. Εντούτοις, ενημερωθήκαμε από τους γονείς μας, τους οποίους πληροφόρησε η Διεύθυνση του Σχολείου, ότι σύμφωνα με πρόταση που στάλθηκε από το αρμόδιο Υπουργείο στη 1-2-2012 καλούμαστε να εγκαταλείψουμε τη Σχολή και να μεταφερθούμε ως Γ΄ Λυκείου στο Εκκλησιαστικό Λύκειο Νεάπολης!!!

Χάσαμε, πραγματικά, τη γη κάτω από τα πόδια μας τόσο εμείς όσο και οι γονείς μας! Κατάπληξη και αγανάκτηση μας κυρίευσαν και αναρωτιόμαστε: Πως είναι δυνατόν να εγκαταλείψουμε τη Σχολή μας στο μέσο της χρονιάς μετά από τόσα χρόνια παραμονής σ’ αυτήν; Πως μπορούμε να αφήσουμε στη μέση τις εργασίες μας που έχουν σχέση με τη βυζαντινή μουσική και αγιογραφία; Μα δεν υπάρχουν επιτέλους 2-3 εκπαιδευτικοί να σταλούν στην Αθωνιάδα, όταν στα υπόλοιπα σχολεία έχουν προσληφθεί εκατοντάδες εκπαιδευτικοί όλων των ειδικοτήτων και σε πολλές περιπτώσεις πλεονάζουν; Θεωρείται για όλους εσάς τους αρμόδιους ευκολότερο να μετακινηθεί μία ολόκληρη τάξη από το να έρθουν στη Σχολή 2-3 καθηγητές; Παραβλέπετε με την πρότασή σας ότι το πρόβλημα αφορά όλο το σχολείο και όχι μόνο την Γ΄ Λυκείου! Δηλαδή στις άλλες τάξεις τι θα γίνει με τα μαθήματα που χάνονται; Θα μετακινηθούν μήπως σταδιακά και τα άλλα παιδιά στο Λύκειο Νεάπολης;
Η φοίτησή μας στην Αθωνιάδα, υπό την σκέπη και προστασία της Παναγίας μας, υπήρξε συνειδητή επιλογή μας! Δεν έχουμε καμία θέση σε κανένα άλλο σχολείο εκτός Αγίου Όρους, όπου και επιλέξαμε να περάσουμε μία από τις ωραιότερες και καθοριστικότερες περιόδους της ζωής μας! Θα παραμείνουμε εδώ μέχρι το τέλος της σχολικής χρονιάς!
Παρακαλούμε πολύ σκεφτείτε πραγματικά υπεύθυνα και μη μας στερείτε το αναφαίρετο δικαίωμά μας να αποφοιτήσουμε από το σχολείο της επιλογής μας!










  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...