Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.
Σάββατο, Δεκεμβρίου 01, 2012
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΔ΄ΛΟΥΚΑ (Λουκά ιη΄, 35-43) «Ἰησοῦ υἱέ Δαυίδ, ἐλέησόν με.»
πηγή
«Ἰησοῦ υἱέ Δαυίδ, ἐλέησόν με.»
Οἱ ὧρες, οἱ μέρες καί οἱ νύχτες, ἀγαπητοί ἀδελφοί, τοῦ τυφλοῦ τῆς
Ἰεριχοῦς περνοῦσαν μέσα σ’ ἕνα ἀτελείωτο σκοτάδι. Ἐκεῖνος μέ ὑπομονή
κάθεται στήν ἄκρη τοῦ δρόμου μέ τήν παλάμη ἀνοιχτή καί τό χέρι ἁπλωμένο
καί παρακαλεῖ τούς περαστικούς νά τόν εὐσπλαχνισθοῦν καί νά τοῦ ρίξουν
κάποιο κέρμα γιά νά ἐξασφαλίσει τό καθημερινό ψωμί του.
Τά χρόνια ἐκεῖνα ἡ ζωή θἆταν γεμάτη ἀπό τέτοιες σκηνές μέ
ἀναπήρους ἀπό ποικίλες παθήσεις και επαίτες στους δρόμους, κάτι
που βλέπουμε βέβαια και στην δική μας εποχή, παρότι τό σημερινό
σύστημα τῶν ὀργανωμένων κοινωνικῶν ὑπηρεσιῶν θα έπρεπε να
τις έχει εξαλείψει με την βοήθεια της επιστήμης ή των πόρων που άν
και έχουν περισσέψει στις αναπτυγμένες κατά τα άλλα κοινωνίες
μας δεν κατάφεραν να τις εξαφανίσουν, ούτε καν να τις μειώσουν.
Αὐτός ὅμως ὁ τυφλός τοῦ εὐαγγελίου φαίνεται ὅτι ἔχει
κάποιες ἐκλεπτυσμένες καί διαφορετικές πνευματικές κεραῖες.
Ἄς εἶναι τυφλός στά μάτια. Εἶναι ὅμως φωτισμένος στήν ψυχή,
ἔχει καθαρό νοῦ καί δέχεται μέ ἀνοιχτή καρδιά τά μηνύματα
ἀπό τόν οὐρανό.
Ἡ ἐπίσκεψη τοῦ Κυρίου στόν τόπο του καί τό ἄκουσμα τῆς
παρουσίας τοῦ πλήθους τόν ὁδηγοῦν νά ζητήσει καί νά μάθε
ι τί συμβαίνει γύρω του. Πληροφορεῖται, λοιπόν, ὅτι περνᾶ ἀπό
ἐκεῖ ὁ Ἰησοῦς ὁ ἀπό Ναζαρέτ. Τότε δέ ζήτησε οὔτε ἐξηγήσεις
οὔτε ἄλλες πληροφορίες. Ἦταν τυφλός, ἐστερημένος τοῦ
φυσικοῦ φωτός. Ἦταν ὅμως στολισμένος μέ μιά ὁλόφωτη ψυχή.
Ὁ τυφλός κραυγάζει μέ ὅλη τή δύναμη τῆς ψυχῆς του καί τό ὕψος
τῆς φωνῆς του. «Ἰησοῦ υἱέ Δαυίδ, ἐλέησόν με». Ἡ σύντομη
αὐτή παρακλητική προσευχή βγαίνει ἀπό τά βάθη τοῦ εἶναί του.
Γίνεται μέ ὅλη τή βεβαιότητα ὅτι ὁ Κύριος εἶναι σέ θέση νά τόν
βοηθήσει. Δέ ζητᾶ ἀπό τόν Χριστό οἰκονομική βοήθεια. Ζητᾶ ἔλεος,
ζητᾶ χάρη, ζητᾶ θεραπεία καί ἱκετεύει, παρακαλεῖ καί δέεται
μέ ταπείνωση καί δημόσια ὁμολογία.
Ὅσοι προχωροῦσαν μπροστά ἀπό τό πλῆθος τόν παρατηροῦν,
τόν ἐπιπλήττουν καί προσπαθοῦν νά τοῦ ἐπιβάλουν σιωπή. Ἐκεῖνος ὅμως
ἐπιμένει. Φωνάζει πιό δυνατά καί πιό πειστικά. «υἱέ Δαυίδ, ἐλέησόν με.»
Ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος μᾶς λέγει ὅτι «τόν ἐρχόμενον πρός με οὐ μή ἐκβάλω ἔξω»
(Ἰωαν. στ΄ 37) καί «πᾶς γάρ ὁ αἰτῶν λαμβάνει καί ὁ ζητῶν εὑρίσκει
καί τῷ κρούοντι ἀνοιγήσεται» (Ματθ. ζ΄) διατάσσει νά τόν ὁδηγήσουν κοντά του.
Ἀφοῦ δέ πλησίασε ὁ τυφλός, ὁ Κύριος τόν ἐρωτᾶ: «τί σοι θέλεις ποιήσω;»
Τί ζητᾶς νά κάμω σ΄ ἐσένα; Ὁ τυφλός ὑποβάλλει τό αἴτημά του.
«Κύριε, ἵνα ἀναβλέψω». Χωρίς περιστροφές ζητᾶ ἀπό τόν Κύριο τό
φῶς του. Μέ τή λέξη «Κύριος» ὁμολογεῖ τήν πίστη του στή θεότητά του.
Μέ τή λέξη«υἱέ Δαυίδ» τόν ἀναγνωρίζει ὡς τό γνήσιο Μεσσία, ὡς τόν
ἀπόγονο τοῦ Δαυίδ.
Ὁ Κύριος ἔρχεται τώρα καί ἐπιβραβεύει τήν πίστη καί προβάλλει τήν
ὁμολογία τοῦ τυφλοῦ στά μάτια, ἀλλά φωτισμένου πνευματικά. «ἀνάβλεψον»
Λάβε τό φῶς σου. «Ἡ πίστις σου σέσωκέ σε». Ἡ πίστη σου σέ ἔσωσε.
Ἀμέσως ὁ τυφλός ἀπέκτησε φῶς στά μάτια καί ἀκολούθησε τόν Ἰησοῦ Χριστό
μέ δοξολογία στό Θεό. Τότε ὅλος ὁ κόσμος, ὁ ὁποῖος τόν εἶδε, δοξολογοῦσε
τόν Θεό.
Ἐπειδή κάποιος τυφλός γνώρισε τόν Κύριο καί ἔλαβε φυσικό
φῶς, ὁ κόσμος καί ὁ τυφλός μαζί δοξολόγησαν τόν Θεό. Είναι μια
δικαιολογημένη πράξη αυτή που έκαναν γιατί μπροστά τους ο Χριστός
πραγματοποίησε ένα θαύμα.
Όμως και στην σημερινή εποχή δεν γίνεται το ίδιο; Ο Χριστός
δεν συνεχίζει να θαυματουργεί; Μέσω των Αγίων του, των ιερέων του
με τα Μυστήρια της Εκκλησίας μας που επιτελούν, των ίδιων των
ανθρώπων, μέσω της προσευχής και της ανυπόκριτης αγάπης και
της πίστης τους.
Λοιπόν, κάποιος ζεῖ στό σκοτάδι
τῆς πλάνης, στό βοῦρκο τῆς
ἁμαρτίας κάθε εἴδους, οι
περισσότεροι από εμάς δηλαδή,
καί ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ τόν
ἐπισκιάζει καί αυτός βρῖσκει τό
δρόμο του, όπως ο τυφλός του
ευαγγελίου, εμείς δηλαδή,
που κάθε Κυριακή αφήνουμε
το ζεστό μαξιλάρι μας,
ίσως όχι πάντα με προθυμία,
φοράμε τα καλά μας, παίρνουμε τα παιδιά μας και
τα βήματα μας στην εκκλησιά μας βγάζουν, για να πούμε
στον Θεό, ένα μεγάλο "ευχαριστώ"που είναι δίπλα μας,
πάνω μας, μέσα μας και δεν μας αφήνει να ξεστρατίσουμε!!!
ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ ΘΕΕ ΜΟΥ!!!
ΟΜΙΛΙΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ - π. Νικόλαος Φαναριώτης
ΙΔ ΛΟΥΚΑ 2-12-12 ΛΚ. ιη35-43
((Εγένετο δε, εν τω εγγίζειν εις Ιεριχώ ,τυφλός τις εκάθητο παρά την οδόν προσαιτών )). ΛΚ.ιη΄
Ποιος ξέρει πόσα χρόνια ήταν ο Βαρτίμαιος τυφλός. Ίσως όλη του την ζωή, χωρίς να έχει καμιά οπτική επαφή με το περιβάλλον, καθόταν εκεί, κοντά στον δρόμο, παρά την οδό δηλ. στο περιθώριο της ζωής και ζητιάνευε.
Σίγουρα θα είχε ακούσει για τα όσα ο Ιησούς είχε κάνει σε άλλους ομοιοπαθούντες με αυτόν και πως εκείνοι είδαν το φως τους. Πόσο άραγε θα λαχταρούσε να είναι και αυτός ένας από αυτούς που τον είχαν ανταμώσει. Και ξαφνικά διαπίστωσε ότι βρέθηκε μέσα στην περίπτωση που τόσο ποθούσε .
Τυφλός λοιπόν ο Βαρτίμαιος όπως όλοι μας, μόνο που αυτός είχε την σωματική και όχι την πνευματική τύφλωση δεν έβλεπε με τα μάτια του σώματος, αλλά έβλεπε με τα μάτια της ψυχής. Πολλοί νομίζουμε ότι το κυριότερο είναι τα μάτια του σώματος, αλλά όταν είσαι πνευματικά τυφλός τα σωματικά μάτια δεν πρόκειται να σε ωφελήσουν μπορεί και να σε καταστρέψουν. Β.Βασιλ. ΙΑ1…
Είδε λοιπόν με τα ματιά της ψυχής του, τον Χριστό και κατάλαβε ότι ήταν η ευκαιρία της ζωής του γι΄ αυτό και το πέτυχε. (την άρπαξε από τα μαλλιά). τι πέτυχε ; ότι ζητούσε το έλαβε: ο Βαρτίμαιος ήθελε το φως του γιατί είχε γι` αυτόν μεγάλη σημασία (δεν ήταν εκ γενετής τυφλός) όμως σαν ανοιχτομάτης , ζητάει το έλεος του Χριστού, γιατί αυτό είχε πιο μεγάλη σημασία από το φως του .
«Ιησού υιέ Δαβίδ ελέησόν με»
Γιατί όταν έχεις το έλεος του Χριστού, έχεις και φως και υγεία και χρήματα και ασφάλεια και ότι άλλο ΧΩΡΙΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ θελήσεις . Και έτσι βγήκε από μέσα του η ευχή που δεν είναι παρά η μετέπειτα ΝΟΕΡΑ ΠΡΟΣΕΥΧΗ.
Μήνυμα
στην αγωνία του ο Βαρτίμαιος να μην χάσει την ευκαιρία, έγινε δάσκαλος της μεγίστης προσευχής (τρείς όροι) κατά τον ΒΑΡΤΙΜΑΙΟΝ η προσευχή είναι:
1ον.κραυγή (μυστική) : «ήρξατο κράζειν και λέγειν» «Ελέησέ με Ιησού» φώναζε δυνατά ο Βαρτιμαίος. Από το περίσσευμα της καρδιάς λαλεί το στόμα (Κατά Ματθαίο 12:34). Δεν θα φωνάξεις δυνατά στον Κύριο όταν η καρδιά είναι κλειστή προς Αυτόν. Στη φωνή - στον τόνο της, στην ένταση της, σε αυτό που λέει - αντηχεί το περιεχόμενο της καρδιάς. Ο Βαρτιμαίος ποθούσε τον Κύριο και να, Αυτός ήταν εκεί. Η αδρεναλίνη του Βαρτίμαιου είχε φτάσει στο κατακόρυφο !
2ον.Είναι συνεχής επανάληψις «Ιησού υιέ Δαβίδ ελέησόν με
3ον.δεν υπολογίζει τα εμπόδια του κόσμου. « Οι προάγοντες επιτίμων αυτώ ινα σιωπήσει , αυτός δε πολλώ μάλλον έκραζαν΄ υιέ Δαυϊδ ελέησόν με».Οι άλλοι, οι γύρω άρχισαν τα παράπονα. «Πολύ φασαρία κάνει αυτός ο Βαρτίμαιος». Εκείνος όμως φώναζε ΠΟΛΥ ΔΥΝΑΤΟΤΕΡΑ: Υιέ του Δαβίδ ελέησέ με»
Για μας όμως, Ο Βαρτίμαιος μένει ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΔΑΣΚΑΛΟΣ ΤΗΣ ΕΥΧΗΣ : Ιησού υιέ Δαβίδ ελέησόν με. , που για εμάς τους πιστούς χριστιανούς έγινε η Νοερά Προσευχή :Κύριε Ιησού Χριστέ υιέ του Θεού ελέησόν με .΄ που λέγεται και ευχή, και είναι η κορυφαία προσευχή ,για τους πιστούς όλων των αιώνων .
Τρείς μάγοι ξεκίνησαν από τα βάθη της Ανατολής ταλαιπωρήθηκαν δύο χρόνια σε έρημους και αφιλόξενους τόπους, γιατί είχαν χάσει το αστέρι. και όταν έφθασαν στα Ιεροσόλυμα και πήραν πληροφορίες από τον βασιλιά Ηρώδη ξεκίνησαν για την Βηθλεέμ « είδομεν γαρ αυτού τον αστέρα εν τη ανατολή και ήλθομεν προσκυνήσαι αυτώ.ΜΤΘ β2
Αλλά όταν το ξαναβρήκαν εχάρησαν χαράν μεγάλην σφόδρα γιατί έτσι βρήκαν τον Χριστό « Οι δε ακούσαντες του βασιλέως επορεύθησαν΄ «Και ιδού ο αστήρ ον είδον εν τη ανατολή προήγεν αυτούς…ιδόντες δε τον αστέρα εχάρησαν χαράν μεγά λην σφόδρα και ελθοντες είς την οικίαν , είδον το παιδίον μετά Μαρίας της μητρός αυτού. ΜΤΘ.Β9
Προσεύχεται ο τυφλός Βαρτίμαιος στο Χριστό και βρίσκει το φως του.
Παύει να προσεύχεται ο σύγχρονος άνθρωπος στον Χριστό και τυφλώνεται λογικά και πνευματικά .
Αδελφοί μου
Πλησιάζουν Χριστούγεννα και κάθε χριστιανός έχει ξεκινήσει την πορεία που έκαναν πρώτοι οι τρείς Μάγοι προς την αιώνια Βηθλεέμ, για να συναντήσει το βρέφος Χριστόν. Και στην πορεία αυτή κάθε Χριστιανός έχει οδηγό το προσωπικό του αστέρι που είναι η Νοερά προσευχή :
Δι΄ημάς γαρ εγεννήθη παιδίον νέον ο προ αιώνων Θεός .
π. Νικόλαος Φαναριώτης - Ιερός Ναός Οσίου Λουκά Πατρών
Πίστεως ευλογημένη ανάβαση. (Σχόλια στο Ευαγγέλιο της Κυριακής)
«Ανάβλεψον. Η πίστις σου σέσωκέ σε. Και παραχρήμα ανέβλεψε»
Βαθύτερα είναι τα μηνύματα που εκπέμπου οι θαυματουργικές ενέργειες του Κυρίου μας, με αποδέκτες και τους ανθρώπους της δικής μας εποχής. Η σημερινή ευαγγελική περικοπή αναφέρεται συγκεκριμένα στο θαύμα της θεραπείας του τυφλού στην Ιεριχώ. Ο τυφλός διέθετε πίστη, η ρίζα της οποίας όμως δεν στηριζόταν και τόσο σε μια ψυχρή λογική, αλλά στο γόνιμο έδαφος της καρδιάς του.
Η τύφλωση τού στερούσε τις χαρές που προσφέρει η σωματική θέα των πραγμάτων, τις ομορφιές της φύσεως, τις εικόνες των προσώπων και την όψη των γεγονότων. Δεν είδε ποτέ τίποτε, ούτε ακόμα το Πρόσωπο του Χριστού. Η πίστη του όμως δεν κινείτο σε αμφιταλαντεύσεις και αμφιβολίες. Ήταν γνήσια και αυθεντική. Εκδήλωσε την πίστη, για την οποία αργότερα έγραψε ο απόστολος Παύλος ότι είναι «πραγμάτων έλεγχος ού βλεπομένων», δηλαδή παραδοχή πραγμάτων που δεν βλέπονται σωματικά από τον άνθρωπο.
Αυθεντική έκφραση
Η πίστη που ισχυρίζονται κάποιοι ότι διαθέτουν, μπορεί κάποτε να μην είναι και τόσο γνήσια. Να εκδηλώνεται ακόμα στους ορίζοντες του «θεαθήναι τοις ανθρώποις». Στις περιπτώσεις όμως αυτές που κινείται στην επιφάνεια των πραγμάτων αλλά και στα στεγανά της υποκρισίας δεν είναι πραγματική και σίγουρα ούτε και θεάρεστη.
Ο τυφλός του Ευαγγελίου στην κατάλληλη στιγμή εκδηλώθηκε με τρόπο που μαρτυρούσε ότι η πίστη του για τον Χριστό ήταν αυθεντική, ήταν αληθινή, έβγαινε εκ βάθους καρδίας. Μόλις έλαβε την πληροφορία ότι περνούσε από κοντά του ο Χριστός άρχισε να Τον καλεί με δυνατή φωνή: «Ιησού, υιέ Δαυϊδ, ελέησόν με». Με τη μικρή αλλά περιεκτική αυτή φράση αποκαλυπτόταν η μεγάλη του πίστη ότι ο Χριστός είναι ο Σωτήρας και Λυτρωτής. Το παράδειγμά του θυμίζει αυτό που είπε ο Συμεών ο νέος Θεολόγος ότι «η εις Χριστόν πίστις εστί…το καρτερήσαι και το υπομείναι πάντα πειρασμόν επερχόμενον, εν λύπαις και θλίψεσι και συμφοραίς, έως αν θελήση και επισκέψηται ημάς ο Θεός».
Καρποφορία πίστεως
Η πραγματική πίστη όμως έχει και τα καρποφόρα αποτελέσματα με πολύ εύχυμους καρπούς. Η επιβράβευση ήλθε αμέσως από τον Κύριο, με την απαντητική του φράση: «Ανάβλεψε! Η πίστη σου σε έχει σώσει». Ο τυφλός από τη στιγμή εκείνη θεραπεύθηκε. Απέκτησε το φως του. Άρχισε να βλέπει και σωματικά. Ευεργετήθηκε από τον Θεό για την πίστη του και προχώρησε και πάρα πέρα. Μόλις λοιπόν απέκτησε το φως του «ηκολούθει αυτώ, δοξάζων τον Θεόν». Ευγνωμονούσε τον ευεργέτη του με δύο τρόπους: τον ακολούθησε στην πορεία του προς τα Ιεροσόλυμα και δόξαζε ταυτόχρονα τον Θεό.
Βλέπουμε έτσι ότι το θέλημα και η δύναμη του Θεού διοχετεύθηκαν και πέρασαν στο θέλημα και τη δύναμη της πίστης του τυφλού. Με αυτό τον τρόπο γνωρίζουμε ότι θαυματουργεί ο Θεός διά μέσου των αγίων και των ιερών τους λειψάνων. Γι’ αυτό ακόμα λέμε ότι ο χώρος της Εκκλησίας είναι ο τόπος της θαυματουργίας του Χριστού. Ζητάμε μέσα από τις λατρευτικές της ακολουθίες το έλεος του Θεού, μνημονεύοντες «της Παναγίας αχράντου και πάντων των αγίων».
Αγαπητοί αδελφοί, εκείνο που πρωτίστως πρέπει να επιδιώκουμε είναι να μας ανοίξει ο Χριστός την πόρτα της Βασιλείας του. Αυτή η προοπτική συνιστά και την πιο μεγαλειώδη καταξίωση. Εκείνος κάνει πάντοτε το πρώτο βήμα για να μας προσφέρει τη μεγάλη αυτή δωρεά. Ο τυφλός του Ευαγγελίου ζητούσε το έλεος του Χριστού για να υποταχθεί στο θέλημά του. Φανερώθηκε η πίστη του και «παραχρήμα ανέβλεψε δοξάζων τον Θεόν». Αυτή η δοξολογία εκφράζεται όταν εφαρμόζουμε το θέλημά του και τηρούμε τις εντολές του. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε κι εμείς να αναβλέψουμε και να ακολουθήσουμε τον Χριστό.
Η τύφλωση τού στερούσε τις χαρές που προσφέρει η σωματική θέα των πραγμάτων, τις ομορφιές της φύσεως, τις εικόνες των προσώπων και την όψη των γεγονότων. Δεν είδε ποτέ τίποτε, ούτε ακόμα το Πρόσωπο του Χριστού. Η πίστη του όμως δεν κινείτο σε αμφιταλαντεύσεις και αμφιβολίες. Ήταν γνήσια και αυθεντική. Εκδήλωσε την πίστη, για την οποία αργότερα έγραψε ο απόστολος Παύλος ότι είναι «πραγμάτων έλεγχος ού βλεπομένων», δηλαδή παραδοχή πραγμάτων που δεν βλέπονται σωματικά από τον άνθρωπο.
Αυθεντική έκφραση
Η πίστη που ισχυρίζονται κάποιοι ότι διαθέτουν, μπορεί κάποτε να μην είναι και τόσο γνήσια. Να εκδηλώνεται ακόμα στους ορίζοντες του «θεαθήναι τοις ανθρώποις». Στις περιπτώσεις όμως αυτές που κινείται στην επιφάνεια των πραγμάτων αλλά και στα στεγανά της υποκρισίας δεν είναι πραγματική και σίγουρα ούτε και θεάρεστη.
Ο τυφλός του Ευαγγελίου στην κατάλληλη στιγμή εκδηλώθηκε με τρόπο που μαρτυρούσε ότι η πίστη του για τον Χριστό ήταν αυθεντική, ήταν αληθινή, έβγαινε εκ βάθους καρδίας. Μόλις έλαβε την πληροφορία ότι περνούσε από κοντά του ο Χριστός άρχισε να Τον καλεί με δυνατή φωνή: «Ιησού, υιέ Δαυϊδ, ελέησόν με». Με τη μικρή αλλά περιεκτική αυτή φράση αποκαλυπτόταν η μεγάλη του πίστη ότι ο Χριστός είναι ο Σωτήρας και Λυτρωτής. Το παράδειγμά του θυμίζει αυτό που είπε ο Συμεών ο νέος Θεολόγος ότι «η εις Χριστόν πίστις εστί…το καρτερήσαι και το υπομείναι πάντα πειρασμόν επερχόμενον, εν λύπαις και θλίψεσι και συμφοραίς, έως αν θελήση και επισκέψηται ημάς ο Θεός».
Καρποφορία πίστεως
Η πραγματική πίστη όμως έχει και τα καρποφόρα αποτελέσματα με πολύ εύχυμους καρπούς. Η επιβράβευση ήλθε αμέσως από τον Κύριο, με την απαντητική του φράση: «Ανάβλεψε! Η πίστη σου σε έχει σώσει». Ο τυφλός από τη στιγμή εκείνη θεραπεύθηκε. Απέκτησε το φως του. Άρχισε να βλέπει και σωματικά. Ευεργετήθηκε από τον Θεό για την πίστη του και προχώρησε και πάρα πέρα. Μόλις λοιπόν απέκτησε το φως του «ηκολούθει αυτώ, δοξάζων τον Θεόν». Ευγνωμονούσε τον ευεργέτη του με δύο τρόπους: τον ακολούθησε στην πορεία του προς τα Ιεροσόλυμα και δόξαζε ταυτόχρονα τον Θεό.
Βλέπουμε έτσι ότι το θέλημα και η δύναμη του Θεού διοχετεύθηκαν και πέρασαν στο θέλημα και τη δύναμη της πίστης του τυφλού. Με αυτό τον τρόπο γνωρίζουμε ότι θαυματουργεί ο Θεός διά μέσου των αγίων και των ιερών τους λειψάνων. Γι’ αυτό ακόμα λέμε ότι ο χώρος της Εκκλησίας είναι ο τόπος της θαυματουργίας του Χριστού. Ζητάμε μέσα από τις λατρευτικές της ακολουθίες το έλεος του Θεού, μνημονεύοντες «της Παναγίας αχράντου και πάντων των αγίων».
Αγαπητοί αδελφοί, εκείνο που πρωτίστως πρέπει να επιδιώκουμε είναι να μας ανοίξει ο Χριστός την πόρτα της Βασιλείας του. Αυτή η προοπτική συνιστά και την πιο μεγαλειώδη καταξίωση. Εκείνος κάνει πάντοτε το πρώτο βήμα για να μας προσφέρει τη μεγάλη αυτή δωρεά. Ο τυφλός του Ευαγγελίου ζητούσε το έλεος του Χριστού για να υποταχθεί στο θέλημά του. Φανερώθηκε η πίστη του και «παραχρήμα ανέβλεψε δοξάζων τον Θεόν». Αυτή η δοξολογία εκφράζεται όταν εφαρμόζουμε το θέλημά του και τηρούμε τις εντολές του. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε κι εμείς να αναβλέψουμε και να ακολουθήσουμε τον Χριστό.
Πηγή: Εκκλησία της Κύπρου
Απαίτηση για σιωπή του Αρχιμ. Χρυσόστομου Χρυσόπουλου,
Πολλοί μας επιτιμούν με τον τρόπο τους επειδή αναζητάμε προσευχητικά τον Θεό. Περισσότερο τότε πρέπει να Του φωνάζουμε, όχι για να μας ακούσει, - μας γνωρίζει καλά - αλλά για να καλύψουμε τις κραυγές των άλλων. Όλων εκείνων που μπορεί να Τον ακολουθούν, αλλά δεν Τον πιστεύουν, που Τον ακούν αλλά δεν συμμορφώνονται. Αρκετοί ήθελαν να Τον κρύψουν, να μην έχουμε σχέση μαζί Του, άρα και θεραπεία. Κρύβεται ο ήλιος ; Άλλο τόσο και ο ήλιος της δικαιοσύνης, ο Ιησούς.
Θα δούμε αύριο τον Κύριο να εισέρχεται στην Ιεριχώ, ήταν αρκετοί μαζί Του, σε κάποιο σημείο του δρόμου υπήρχε και ένας τυφλός, έμαθε για Εκείνον και ζητούσε το έλεός Του. Οι συμπορευόμενοί Του δεν κατάφεραν να τον κάνουν να σιωπήσει. Η επίπληξή τους να σιγήσει η ικεσία δεν ήταν ικανή να την μειώσει και το θαύμα έγινε.
Πολλοί στο διάβα της ιστορίας κατέβαλαν προσπάθεια να σταματήσει η προσευχή των χριστιανών προς τον Κύριο και Θεό τους, να πάψουν να Του μιλούν και να λαμβάνουν, την θεραπεία των πολύμορφων νοσημάτων τους, πνευματικών ή σωματικών. Απατήθηκαν τρομερά όλοι οι διώκτες του Χριστιανισμού. Αυτοί που έλαβαν μορφή ιδεολόγων ή φιλοσόφων δασκάλων, οι σκηνοθέτες και οι ιστορικοί, που προσπάθησαν να παραποιήσουν την εικόνα Του, οι εμπνευστές ιστοριών ξένων παντελώς με την αλήθεια. Ήθελαν να φθείρουν τον σκοπό Του και να κλονίσουν την πίστη των παιδιών για τον Πατέρα.
Ο χρόνος όμως εκδικείται, απογυμνώνει και αποκαλύπτει όλους όσους ντύθηκαν στολές δυνάστη ή φίλου του λαού, καλλιτέχνη ή δασκάλου, οι οποίοι κάθε άλλο οικοδομούσαν. Είχαν την θέληση να φιμώσουν, δεν είχαν όμως προνοήσει ότι Εκείνος είναι Θεός και δεν αφανίζεται, αυτοί είναι άνθρωποι και χάνονται. Ο Χριστός δεν κρύβεται, αντίθετα θεραπεύει. Η απαίτηση για σιωπή μετατρέπει σε χαλύβδωση τη θέλησή μας να φωνάξουμε ζωηρότερα, να προσευχηθούμε εντονότερα, να Τον πλησιάσουμε περισσότερο.
Ο Κύριος τον τυφλό, που θα μας διηγηθεί ο Ευαγγελιστής αύριο, τον άκουσε, τον θεράπευσε, τον φώτισε. Όταν πεισματικά όντως ξεπεράσουμε την απαίτηση των άλλων για σιγή και την κάνουμε δέηση τότε θα απολαύσουμε όχι μόνο Φως, αλλά και Ζωή και Ανάσταση, τον Ίδιο τον Χριστό.
Κυριακὴ ΙΔ΄ Λουκᾶ (Λουκ. 18,35-43) ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΚΑΙ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΟΡΑΣΙΣ +Μητροπολίτης Φλωρίνης Αυγουστίνος
«Ἐγγίσαντος δὲ αὐτοῦ ἐπηρώτησεν αὐτὸν λέγων· Τί σοι θέλεις ποιήσω; ὁ δὲ εἶπε· Κύριε, ἵνα ἀναβλέψω. καὶ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· Ἀνάβλεψον· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε. καὶ παραχρῆμα ἀνέβλεψε, καὶ ἠκολούθει αὐτῷ δοξάζων τὸν Θεόν» (Λουκ. 18,41-43)
ΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, διαβάζεται τὸ Εὐαγγέλιο τῆς Δεκάτης Τετάρτης (ΙΔ´) Κυριακῆς τοῦ Λουκᾶ. Ἡ περικοπὴ αὐτὴ διηγεῖται ἕνα ἀπὸ τὰ ἄπειρα θαύματα ποὺ ἔκανε, κάνει καὶ θὰ κάνῃ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Τὸ θαῦμα εἶνε ἡ θεραπεία ἑνὸς τυφλοῦ.
Τί νὰ ποῦμε; Νὰ μιλήσουμε γιὰ τὸ δυστυχισμένο αὐτὸν ἄνθρωπο πού, κοντὰ στὸ ὅτι ἦταν τυφλός, ἦταν ἀκόμα καὶ πάμπτωχος κ’ εἶχε καταντήσει ζητιάνος στὰ σταυροδρόμια; Νὰ ποῦμε γιὰ τὴ χαρὰ ποὺ δοκίμασε ὅταν ἄκουσε, ὅτι περνάει «ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος» (Λουκ. 18,37); Νὰ ποῦμε γιὰ τὸ φλογερὸ αἴτημά του στὸ Χριστό, τὸ «Κύριε, ἐλέησον»; Ἢ νὰ ποῦμε γιὰ τὴν ἐλεεινὴ συμπεριφορὰ τοῦ κόσμου πού, ἀντὶ νὰ τὸν βοηθήσῃ, «ἐπετίμα αὐτόν» (ἔ.ἀ. 18,39), τοῦ ’λεγε Σκάσε, τί φωνάζεις;»; Ἢ νὰ ποῦμε γιὰ τὴ δύναμι τοῦ Χριστοῦ μας, ποὺ ἕνα παντοδύναμο λόγο εἶπε κι ὁ τυφλὸς «ἀνέβλεψε» (ἔ.ἀ. 18,43), κι ὁ κόσμος θαύμασε;
Ἀφήνω ὅλα αὐτὰ καὶ παρακαλῶ νὰ προσέξετε ἕνα ἄλλο σημεῖο.
Τί νὰ ποῦμε; Νὰ μιλήσουμε γιὰ τὸ δυστυχισμένο αὐτὸν ἄνθρωπο πού, κοντὰ στὸ ὅτι ἦταν τυφλός, ἦταν ἀκόμα καὶ πάμπτωχος κ’ εἶχε καταντήσει ζητιάνος στὰ σταυροδρόμια; Νὰ ποῦμε γιὰ τὴ χαρὰ ποὺ δοκίμασε ὅταν ἄκουσε, ὅτι περνάει «ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος» (Λουκ. 18,37); Νὰ ποῦμε γιὰ τὸ φλογερὸ αἴτημά του στὸ Χριστό, τὸ «Κύριε, ἐλέησον»; Ἢ νὰ ποῦμε γιὰ τὴν ἐλεεινὴ συμπεριφορὰ τοῦ κόσμου πού, ἀντὶ νὰ τὸν βοηθήσῃ, «ἐπετίμα αὐτόν» (ἔ.ἀ. 18,39), τοῦ ’λεγε Σκάσε, τί φωνάζεις;»; Ἢ νὰ ποῦμε γιὰ τὴ δύναμι τοῦ Χριστοῦ μας, ποὺ ἕνα παντοδύναμο λόγο εἶπε κι ὁ τυφλὸς «ἀνέβλεψε» (ἔ.ἀ. 18,43), κι ὁ κόσμος θαύμασε;
Ἀφήνω ὅλα αὐτὰ καὶ παρακαλῶ νὰ προσέξετε ἕνα ἄλλο σημεῖο.
* * *
Ὁ Θεὸς ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο «κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν» αὐτοῦ (Γέν. 1,26). Τὸν ἐφωδίασε μὲ ἔξοχες ἰδιότητες, ἐννοῶ καὶ τὶς σωματικές. Μία ἀπὸ τὶς δωρεὲς τοῦ Κυρίου εἶνε ὅτι τὸν προίκισε μὲ πέντε αἰσθήσεις, ἀπὸ τὶς ὁποῖες σπουδαιοτέρα εἶνε ἀσφαλῶς ἡ ὅρασις.
Τὰ μάτια! Ὑπάρχει γι’ αὐτὰ ὁλόκληρη εἰδικὴ ἐπιστήμη, τὴν ὁποία διακονοῦν οἱ ὀφθαλμίατροι, καὶ μένουν κατάπληκτοι. Φτάνει ἕνα μάτι ν’ ἀποδείξῃ ὅτι ὑπάρχει Θεός. Ἀρκεῖ αὐτό.
Συναντήθηκα κάποτε μ᾿ ἕναν ἄπιστο ποὺ ἠρνεῖτο ὅτι ὑπάρχει Θεός. Κρατοῦσε μιὰ φωτογραφικὴ μηχανή, ποὺ μόλις τὴν εἶχε ἀγοράσει. ―Πῶς βρέθηκε, λέω, στὰ χέρια σου αὐτὴ ἡ μηχανή; Ἔμαθα, ὅτι τέτοιες μηχανὲς φυτρώνουν σὲ κάποιο χωράφι. ―Μὰ τί λές; μοῦ ἀπαντᾷ, μόνο τρελλὸς μπορεῖ νὰ τὸ πῇ αὐτό. Τότε τοῦ εἶπα· ―Ἂν εἶνε τρελλὸς ὅποιος λέει ὅτι οἱ φωτογραφικὲς μηχανὲς φυτρώνουν στὸ χωράφι, τότε ἑκατὸ φορὲς πιὸ τρελλὸς εἶνε ἐκεῖνος ποὺ λέει ὅτι ὁ ἄνθρωπος καὶ τὰ μάτια του φύτρωσαν μόνα τους. Τί εἶνε τὸ μάτι; Μιὰ τέλεια φωτογραφικὴ μηχανή. Πῶς παραδέχεσαι ὅτι ἡ φωτογραφικὴ μηχανὴ ἔχει δημιουργό, καὶ δὲν παραδέχεσαι τὸ Θεὸ δημιουργὸ γιὰ τὸ μάτι; Τὸ μάτι εἶνε δῶρο, γιὰ τὸ ὁποῖο θά ’πρεπε νὰ τὸν εὐχαριστοῦμε, ὅπως λέει ὁ ποιητής·
«Ὅταν τριγύρω βλέπω τῆς φύσεως τὰ κάλλη,
τὸν ἥλιο, τὴ σελήνη, τ’ ἄστρα τὰ φωτεινά,
τὴ θάλασσα, π’ ἀφρίζει κι’ ἁπλώνεται μεγάλη,
τοὺς ποταμούς, τὰ δένδρα, τοὺς κάμπους, τὰ βουνά,
καὶ τ’ ἄνθη ποὺ στολίζουν ἀγροὺς καὶ μονοπάτια,
Σ’ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, ποὺ μοῦ ᾽δωκες τὰ μάτια»
(Ἰω. Πολέμης, Ἀναγνωστικὸ τῆς Ε΄ Δημοτικοῦ, σ. 295).
«Σ’ εὐχαριστῶ Θεέ μου, ποὺ μοῦ ’δωσες τὰ μάτια». Τὸ λέμε; Δὲν τὸ λέμε δυστυχῶς. Μὴν εἴμεθα ἀχάριστοι στὸ Θεό. Καὶ νὰ δείχνουμε συμπάθεια σὲ ὅλους τοὺς τυφλοὺς ἀδελφούς μας ποὺ ζοῦν μέσα σ’ ἕνα διαρκὲς σκοτάδι.
Τὰ μάτια! Ὑπάρχει γι’ αὐτὰ ὁλόκληρη εἰδικὴ ἐπιστήμη, τὴν ὁποία διακονοῦν οἱ ὀφθαλμίατροι, καὶ μένουν κατάπληκτοι. Φτάνει ἕνα μάτι ν’ ἀποδείξῃ ὅτι ὑπάρχει Θεός. Ἀρκεῖ αὐτό.
Συναντήθηκα κάποτε μ᾿ ἕναν ἄπιστο ποὺ ἠρνεῖτο ὅτι ὑπάρχει Θεός. Κρατοῦσε μιὰ φωτογραφικὴ μηχανή, ποὺ μόλις τὴν εἶχε ἀγοράσει. ―Πῶς βρέθηκε, λέω, στὰ χέρια σου αὐτὴ ἡ μηχανή; Ἔμαθα, ὅτι τέτοιες μηχανὲς φυτρώνουν σὲ κάποιο χωράφι. ―Μὰ τί λές; μοῦ ἀπαντᾷ, μόνο τρελλὸς μπορεῖ νὰ τὸ πῇ αὐτό. Τότε τοῦ εἶπα· ―Ἂν εἶνε τρελλὸς ὅποιος λέει ὅτι οἱ φωτογραφικὲς μηχανὲς φυτρώνουν στὸ χωράφι, τότε ἑκατὸ φορὲς πιὸ τρελλὸς εἶνε ἐκεῖνος ποὺ λέει ὅτι ὁ ἄνθρωπος καὶ τὰ μάτια του φύτρωσαν μόνα τους. Τί εἶνε τὸ μάτι; Μιὰ τέλεια φωτογραφικὴ μηχανή. Πῶς παραδέχεσαι ὅτι ἡ φωτογραφικὴ μηχανὴ ἔχει δημιουργό, καὶ δὲν παραδέχεσαι τὸ Θεὸ δημιουργὸ γιὰ τὸ μάτι; Τὸ μάτι εἶνε δῶρο, γιὰ τὸ ὁποῖο θά ’πρεπε νὰ τὸν εὐχαριστοῦμε, ὅπως λέει ὁ ποιητής·
«Ὅταν τριγύρω βλέπω τῆς φύσεως τὰ κάλλη,
τὸν ἥλιο, τὴ σελήνη, τ’ ἄστρα τὰ φωτεινά,
τὴ θάλασσα, π’ ἀφρίζει κι’ ἁπλώνεται μεγάλη,
τοὺς ποταμούς, τὰ δένδρα, τοὺς κάμπους, τὰ βουνά,
καὶ τ’ ἄνθη ποὺ στολίζουν ἀγροὺς καὶ μονοπάτια,
Σ’ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, ποὺ μοῦ ᾽δωκες τὰ μάτια»
(Ἰω. Πολέμης, Ἀναγνωστικὸ τῆς Ε΄ Δημοτικοῦ, σ. 295).
«Σ’ εὐχαριστῶ Θεέ μου, ποὺ μοῦ ’δωσες τὰ μάτια». Τὸ λέμε; Δὲν τὸ λέμε δυστυχῶς. Μὴν εἴμεθα ἀχάριστοι στὸ Θεό. Καὶ νὰ δείχνουμε συμπάθεια σὲ ὅλους τοὺς τυφλοὺς ἀδελφούς μας ποὺ ζοῦν μέσα σ’ ἕνα διαρκὲς σκοτάδι.
* * *
Ἀλλ’ ἐκτὸς ἀπὸ τὴν σωματικὴ τύφλωσι ὑπάρχει καὶ τύφλωσις πνευματικὴ – ψυχική. Καὶ ἐὰν ἡ ψυχὴ εἶνε ἀσυγκρίτως ἀνώτερη ἀπὸ τὸ σῶμα, τότε καὶ ἡ τύφλωσις ἡ ψυχικὴ εἶνε ἀπείρως χειροτέρα ἀπὸ τὴν σωματική.
Ὑπὸ τὴν ἔννοια αὐτὴ ὅλοι εἴμεθα τυφλοί. Μὴ φανῇ παράξενο αὐτό. Ἂν εἴχαμε μάτια ψυχικά, ὄχι αὐτὰ τὰ ὑλικὰ μάτια, τί θὰ βλέπαμε! Ὅταν λειτουργοῦσε ὁ ἅγιος Σπυρίδων ὁ θαυματουργός, οἱ πιστοὶ ἔβλεπαν δίπλα του ἀγγέλους. Γι’ αὐτὸ στὸ ἀπολυτίκιό του ψάλλουμε «…καὶ ἐν τῷ μέλπειν τὰς ἁγίας σου εὐχὰς ἀγγέλους ἔσχες συλλειτουργοῦντάς σοι, ἱερώτατε». Ναί· ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι σμίγουν μὲ τοὺς ἀνθρώπους στὴ θεία λειτουργία. Ἕνωσις γίνεται, ἑνώνονται ἐπίγεια καὶ οὐράνια.
Ποῦ εἶνε λοιπὸν τὰ μάτια αὐτά, τὰ ψυχικά; Τὸ σῶμα ἔχει τὸ μάτι, τὸ πολυτιμότατο αὐτὸ ὄργανο. Καὶ ἡ ψυχή; Τὸ μάτι τῆς ψυχῆς ποιό εἶνε; Εἶνε ὁ νοῦς, τὸ μυαλό, αὐτὸ τὸ ἄφθαστο κομπιοῦτερ ποὺ ἔπλασε ὁ Θεός. Καὶ ὀρθὰ ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι ὅτι «νοῦς ὁρᾷ καὶ νοῦς ἀκούει» (Ἐπίχαρμος, παρὰ Μ. Ἰατροῦ, Πόθεν καὶ διατί, σ. 301-2). Πράγματα ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ δῇ τὸ σωματικὸ μάτι, τὰ βλέπει ὁ ἄνθρωπος διὰ τῆς ψυχικῆς ὁράσεως. Πέθανε ὁ πατέρας μας· καὶ ὅμως τὸν βλέπουμε μὲ τὴ φαντασία μας. Εἶνε μακριὰ ὁ συγγενής μας, στὴν Αὐστραλία ἢ στὸ Βόρειο Πόλο· πάλι τὸν βλέπουμε. «Νοῦς ὁρᾷ».
Ἀλλὰ γιὰ νὰ βλέπῃ ὁ νοῦς, πρέπει νὰ εἶνε καθαρός, ὑγιής. Κ’ ἐκεῖνο ποὺ τυφλώνει τὸ νοῦ εἶνε τὰ πάθη, ποὺ ἐνσπείρει ὁ διάβολος. Τί κι ἂν σπούδασες, τί κι ἂν ἔμαθες γράμματα καὶ ἐπιστῆμες; Ὅταν ὑπάρχῃ κάποιο πάθος, ὁποιοδήποτε (φιλαργυρία, φιληδονία, φιλοδοξία, πορνεία, μοιχεία, ἀκηδία καὶ ἀδιαφορία, ὀργὴ καὶ θυμός, κακία καὶ μῖσος), αὐτὰ τυφλώνουν. Ἕνας ἐμπαθὴς ἄνθρωπος δὲν βλέπει· τυφλὸς περπατεῖ μέσα στὸν κόσμο.
Τὰ πάθη τυφλώνουν τὸ νοῦ. Διὰ μέσου αὐτῶν ὁ σατανᾶς τυφλώνει «τὰ νοήματα τῶν ἀπίστων» (Β΄ Κορ. 4,4), τυφλώνει τοὺς ἀνθρώπους νοητικῶς – ψυχικῶς. Ὁ εἰκοστὸς αἰώνας χαρακτηρίστηκε ὡς «αἰὼν τῶν φώτων»· στὴν πραγματικότητα εἶνε αἰώνας σκότους· διότι ποτέ ἄλλοτε δὲν ἔγιναν τόσα ἐγκλήματα καὶ δύο παγκόσμιοι πόλεμοι. Γι’ αὐτὸ εἶπε κάποιος φιλόσοφος ποιητής· «Ἰδοὺ ἐγώ, μὲ τόσα φῶτα, τυφλός· τυφλός, ὅπως καὶ πρῶτα».
Οἱ παπποῦδες μας δὲν πήγαν σὲ γυμνάσια καὶ πανεπιστήμια, τοὺς φώτιζε ὅμως ὁ Θεὸς καὶ σ’ ἐμᾶς τὰ ἐγγονάκια ποὺ τοὺς πλησιάζαμε ἔλεγαν σοφὰ λόγια. Λόγια ποὺ μᾶς εἶπαν καθηγηταὶ πανεπιστημίου τὰ λησμονήσαμε· τὰ λόγια ποὺ μᾶς εἶπε ἡ γιαγιὰ δὲν τὰ λησμονήσαμε. Γιατὶ οἱ ἀγράμματοι ἐκεῖνοι εἶχαν φῶς ―φῶς ποὺ τοὺς φώτιζε ἦταν ἡ ἁγία Τριάδα― καὶ ἔβλεπαν καὶ ἔλεγαν σπουδαῖα πράγματα.
Τέτοιος ἦταν καὶ ὁ Μακρυγιάννης, ἕνας ἀπὸ τοὺς ἥρωες τοῦ ’21. Εἶδε ὁράματα. Οἰκογενειάρχης ἦταν μὲ 7 παιδιά, τὸ κορμί του κόσκινο ἀπὸ βόλια τούρκικα. Ἀγράμματος, μόλις ἔβαζε τὴν ὑπογραφή του καὶ σκάλιζε τὸ ἀλφάβητο. Ἦταν ὅμως φωτισμένος ἄνθρωπος· εἶπε καὶ ἔγραψε λόγια σοφά, καὶ εἶδε ὁράματα. Διαβάστε νὰ δῆτε τὰ ὁράματα ποὺ εἶδε.
Τότε ἡ Ἑλλὰς φωτιζόταν ἀπὸ τὸ φῶς τῆς ἁγίας Τριάδος. Μετὰ μᾶς ἦρθαν ἀπὸ τὸ ἐξωτερικὸ οἱ ἀπόλεμοι, ποὺ δὲν ἔλαβαν μέρος στὸν ἀγῶνα. Ἦρθαν ἀπ’ τὸ Παρίσι, πόλι διαφθορᾶς καὶ ἀκολασίας, καὶ εἶπαν στὴν Ἑλλάδα «δὲν ὑπάρχει Θεός». Αὐτοὶ οἱ ψευτοκουλτουριάρηδες ἄλλαξαν τὴν πορεία μας, ἔστρεψαν τὴν κοίτη τοῦ ἱστορικοῦ μας ἔθνους πρὸς τὴν ἀθεΐα καὶ ἀπιστία. Καὶ τότε ὁ Μακρυγιάννης εἶπε· Ποῦ καταντήσαμε! Ἐμεῖς οἱ ἀγράμματοι, μὲ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, κάναμε τὸν ἀγῶνα καὶ νικήσαμε, καὶ τώρα ἔρχονται αὐτοὶ νὰ μᾶς τυφλώσουν, οἱ τάχα φωτισμένοι, ποὺ δὲν εἶνε εἰς θέσιν νὰ ἐκτιμήσουν, τί τζιβαϊρικὸ ―στὴ γλῶσσα του―, τί πολύτιμο καὶ ἀνεκτίμητο πρᾶγμα, τί θησαυρὸ ἔχουμε. Ὁ δὲ θησαυρός μας εἶνε ἡ Ὀρθοδοξία καὶ ἡ πατρίδα μας.
Δὲν μποροῦμε νὰ τὰ ἐκτιμήσουμε. Μᾶς τύφλωσε ὁ σατανᾶς. Καὶ ἐνῷ εἴμεθα τυφλοί, ἔχουμε τὴν ἀξίωσι νὰ εἴμεθα ὁδηγοὶ τοῦ ἔθνους. Τέτοιοι ἄθεοι δασκάλοι καὶ καθηγηταὶ ἀνέβηκαν στὶς ἕδρες καὶ θέλουν νὰ διδάξουν τὰ παιδιά μας. Ὀρθῶς εἶπε μιὰ προφητεία· «τὰ ἄθεα γράμματα θὰ καταστρέψουν τὸν κόσμο». Σ’ αὐτοὺς ἁρμόζει αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Χριστός· «Τυφλὸς τυφλὸν» ἐὰν ὁδηγῇ, «ἀμφότεροι εἰς βόθυνον πεσοῦνται» (Λουκ. 6,39).
Ὑπὸ τὴν ἔννοια αὐτὴ ὅλοι εἴμεθα τυφλοί. Μὴ φανῇ παράξενο αὐτό. Ἂν εἴχαμε μάτια ψυχικά, ὄχι αὐτὰ τὰ ὑλικὰ μάτια, τί θὰ βλέπαμε! Ὅταν λειτουργοῦσε ὁ ἅγιος Σπυρίδων ὁ θαυματουργός, οἱ πιστοὶ ἔβλεπαν δίπλα του ἀγγέλους. Γι’ αὐτὸ στὸ ἀπολυτίκιό του ψάλλουμε «…καὶ ἐν τῷ μέλπειν τὰς ἁγίας σου εὐχὰς ἀγγέλους ἔσχες συλλειτουργοῦντάς σοι, ἱερώτατε». Ναί· ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι σμίγουν μὲ τοὺς ἀνθρώπους στὴ θεία λειτουργία. Ἕνωσις γίνεται, ἑνώνονται ἐπίγεια καὶ οὐράνια.
Ποῦ εἶνε λοιπὸν τὰ μάτια αὐτά, τὰ ψυχικά; Τὸ σῶμα ἔχει τὸ μάτι, τὸ πολυτιμότατο αὐτὸ ὄργανο. Καὶ ἡ ψυχή; Τὸ μάτι τῆς ψυχῆς ποιό εἶνε; Εἶνε ὁ νοῦς, τὸ μυαλό, αὐτὸ τὸ ἄφθαστο κομπιοῦτερ ποὺ ἔπλασε ὁ Θεός. Καὶ ὀρθὰ ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι ὅτι «νοῦς ὁρᾷ καὶ νοῦς ἀκούει» (Ἐπίχαρμος, παρὰ Μ. Ἰατροῦ, Πόθεν καὶ διατί, σ. 301-2). Πράγματα ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ δῇ τὸ σωματικὸ μάτι, τὰ βλέπει ὁ ἄνθρωπος διὰ τῆς ψυχικῆς ὁράσεως. Πέθανε ὁ πατέρας μας· καὶ ὅμως τὸν βλέπουμε μὲ τὴ φαντασία μας. Εἶνε μακριὰ ὁ συγγενής μας, στὴν Αὐστραλία ἢ στὸ Βόρειο Πόλο· πάλι τὸν βλέπουμε. «Νοῦς ὁρᾷ».
Ἀλλὰ γιὰ νὰ βλέπῃ ὁ νοῦς, πρέπει νὰ εἶνε καθαρός, ὑγιής. Κ’ ἐκεῖνο ποὺ τυφλώνει τὸ νοῦ εἶνε τὰ πάθη, ποὺ ἐνσπείρει ὁ διάβολος. Τί κι ἂν σπούδασες, τί κι ἂν ἔμαθες γράμματα καὶ ἐπιστῆμες; Ὅταν ὑπάρχῃ κάποιο πάθος, ὁποιοδήποτε (φιλαργυρία, φιληδονία, φιλοδοξία, πορνεία, μοιχεία, ἀκηδία καὶ ἀδιαφορία, ὀργὴ καὶ θυμός, κακία καὶ μῖσος), αὐτὰ τυφλώνουν. Ἕνας ἐμπαθὴς ἄνθρωπος δὲν βλέπει· τυφλὸς περπατεῖ μέσα στὸν κόσμο.
Τὰ πάθη τυφλώνουν τὸ νοῦ. Διὰ μέσου αὐτῶν ὁ σατανᾶς τυφλώνει «τὰ νοήματα τῶν ἀπίστων» (Β΄ Κορ. 4,4), τυφλώνει τοὺς ἀνθρώπους νοητικῶς – ψυχικῶς. Ὁ εἰκοστὸς αἰώνας χαρακτηρίστηκε ὡς «αἰὼν τῶν φώτων»· στὴν πραγματικότητα εἶνε αἰώνας σκότους· διότι ποτέ ἄλλοτε δὲν ἔγιναν τόσα ἐγκλήματα καὶ δύο παγκόσμιοι πόλεμοι. Γι’ αὐτὸ εἶπε κάποιος φιλόσοφος ποιητής· «Ἰδοὺ ἐγώ, μὲ τόσα φῶτα, τυφλός· τυφλός, ὅπως καὶ πρῶτα».
Οἱ παπποῦδες μας δὲν πήγαν σὲ γυμνάσια καὶ πανεπιστήμια, τοὺς φώτιζε ὅμως ὁ Θεὸς καὶ σ’ ἐμᾶς τὰ ἐγγονάκια ποὺ τοὺς πλησιάζαμε ἔλεγαν σοφὰ λόγια. Λόγια ποὺ μᾶς εἶπαν καθηγηταὶ πανεπιστημίου τὰ λησμονήσαμε· τὰ λόγια ποὺ μᾶς εἶπε ἡ γιαγιὰ δὲν τὰ λησμονήσαμε. Γιατὶ οἱ ἀγράμματοι ἐκεῖνοι εἶχαν φῶς ―φῶς ποὺ τοὺς φώτιζε ἦταν ἡ ἁγία Τριάδα― καὶ ἔβλεπαν καὶ ἔλεγαν σπουδαῖα πράγματα.
Τέτοιος ἦταν καὶ ὁ Μακρυγιάννης, ἕνας ἀπὸ τοὺς ἥρωες τοῦ ’21. Εἶδε ὁράματα. Οἰκογενειάρχης ἦταν μὲ 7 παιδιά, τὸ κορμί του κόσκινο ἀπὸ βόλια τούρκικα. Ἀγράμματος, μόλις ἔβαζε τὴν ὑπογραφή του καὶ σκάλιζε τὸ ἀλφάβητο. Ἦταν ὅμως φωτισμένος ἄνθρωπος· εἶπε καὶ ἔγραψε λόγια σοφά, καὶ εἶδε ὁράματα. Διαβάστε νὰ δῆτε τὰ ὁράματα ποὺ εἶδε.
Τότε ἡ Ἑλλὰς φωτιζόταν ἀπὸ τὸ φῶς τῆς ἁγίας Τριάδος. Μετὰ μᾶς ἦρθαν ἀπὸ τὸ ἐξωτερικὸ οἱ ἀπόλεμοι, ποὺ δὲν ἔλαβαν μέρος στὸν ἀγῶνα. Ἦρθαν ἀπ’ τὸ Παρίσι, πόλι διαφθορᾶς καὶ ἀκολασίας, καὶ εἶπαν στὴν Ἑλλάδα «δὲν ὑπάρχει Θεός». Αὐτοὶ οἱ ψευτοκουλτουριάρηδες ἄλλαξαν τὴν πορεία μας, ἔστρεψαν τὴν κοίτη τοῦ ἱστορικοῦ μας ἔθνους πρὸς τὴν ἀθεΐα καὶ ἀπιστία. Καὶ τότε ὁ Μακρυγιάννης εἶπε· Ποῦ καταντήσαμε! Ἐμεῖς οἱ ἀγράμματοι, μὲ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, κάναμε τὸν ἀγῶνα καὶ νικήσαμε, καὶ τώρα ἔρχονται αὐτοὶ νὰ μᾶς τυφλώσουν, οἱ τάχα φωτισμένοι, ποὺ δὲν εἶνε εἰς θέσιν νὰ ἐκτιμήσουν, τί τζιβαϊρικὸ ―στὴ γλῶσσα του―, τί πολύτιμο καὶ ἀνεκτίμητο πρᾶγμα, τί θησαυρὸ ἔχουμε. Ὁ δὲ θησαυρός μας εἶνε ἡ Ὀρθοδοξία καὶ ἡ πατρίδα μας.
Δὲν μποροῦμε νὰ τὰ ἐκτιμήσουμε. Μᾶς τύφλωσε ὁ σατανᾶς. Καὶ ἐνῷ εἴμεθα τυφλοί, ἔχουμε τὴν ἀξίωσι νὰ εἴμεθα ὁδηγοὶ τοῦ ἔθνους. Τέτοιοι ἄθεοι δασκάλοι καὶ καθηγηταὶ ἀνέβηκαν στὶς ἕδρες καὶ θέλουν νὰ διδάξουν τὰ παιδιά μας. Ὀρθῶς εἶπε μιὰ προφητεία· «τὰ ἄθεα γράμματα θὰ καταστρέψουν τὸν κόσμο». Σ’ αὐτοὺς ἁρμόζει αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Χριστός· «Τυφλὸς τυφλὸν» ἐὰν ὁδηγῇ, «ἀμφότεροι εἰς βόθυνον πεσοῦνται» (Λουκ. 6,39).
* * *
Τελειώνω μ’ ἕνα ἀνέκδοτο ἀπὸ τὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας. Στὴν Ἀλεξανδρεία ἦταν ἕνας τυφλὸς ποὺ ὠνομαζόταν Δίδυμος. Ἀλλὰ τὸν φώτισε τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, ἔγινε δεινὸς θεολόγος, ἄνοιξε σχολή, καὶ πήγαιναν ὅλοι καὶ τὸν ἄκουγαν (ὅπως κ’ ἐδῶ εἶδα κάποιον τυφλὸ βοσκὸ ἀπὸ τὴν Ἤπειρο, ὁ ὁποῖος ξέρει ἀπ’ ἔξω τὴν ἁγία Γραφή, κ’ ἔμεινα κατάπληκτος). Ὁ Δίδυμος λοιπὸν ὁ τυφλὸς ἤξερε καλὰ τὰ κείμενα τῶν Γραφῶν καὶ δίδασκε. Κάποτε τὸν εἶδε ὁ Μέγας Ἀντώνιος καὶ εἶπε· Σὲ μακαρίζω, Δίδυμε, γιατὶ δὲν ἔχεις μάτια σὰν αὐτὰ ποὺ ἔχουν καὶ οἱ κατσαρίδες καὶ οἱ σκορπιοὶ καὶ τὰ φίδια καὶ τὰ λιοντάρια, ἀλλὰ ἔχεις κάτι ἄλλα μάτια πολὺ ἀνώτερα· ἔχεις τὰ μάτια τῆς πίστεως.
Αὐτὰ τὰ λίγα εἶχα νὰ πῶ, ἀδελφοί μου. Ἂς ἀναστενάξουμε, διότι ὅλοι ἔχουμε μειωμένη τὴν πνευματικὴ ὅρασι. Καὶ στὸ ἐρώτημα τοῦ Χριστοῦ «Τί σοι θέλεις ποιήσω;» (Λουκ. 18,41), ν’ ἀπαντήσουμε· Κύριε, δὲν θέλουμε οὔτε χρῆμα οὔτε πλούτη οὔτε χρυσό. Θέλουμε μάτια. Μάτια σὰν ἐκεῖνα ποὺ εἶχαν οἱ πρόγονοί μας. Νὰ δοῦμε τὸν ἑαυτό μας, τὸν προορισμό μας, τὸ ὕψος τῆς ἀποστολῆς μας. Νὰ δοῦμε ἐσένα τὸν Χριστό· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
Αὐτὰ τὰ λίγα εἶχα νὰ πῶ, ἀδελφοί μου. Ἂς ἀναστενάξουμε, διότι ὅλοι ἔχουμε μειωμένη τὴν πνευματικὴ ὅρασι. Καὶ στὸ ἐρώτημα τοῦ Χριστοῦ «Τί σοι θέλεις ποιήσω;» (Λουκ. 18,41), ν’ ἀπαντήσουμε· Κύριε, δὲν θέλουμε οὔτε χρῆμα οὔτε πλούτη οὔτε χρυσό. Θέλουμε μάτια. Μάτια σὰν ἐκεῖνα ποὺ εἶχαν οἱ πρόγονοί μας. Νὰ δοῦμε τὸν ἑαυτό μας, τὸν προορισμό μας, τὸ ὕψος τῆς ἀποστολῆς μας. Νὰ δοῦμε ἐσένα τὸν Χριστό· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία του Μητρ. Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ ῾Αγ. Τριάδος Πτολεμαΐδος τὴν 2-12-1990.
Κυριακὴ ΙΔ΄ Λουκᾶ (Λουκ. 18,35-43) ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΚΑΙ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΟΡΑΣΙΣ +Μητροπολίτης Φλωρίνης Αυγουστίνος
«Ἐγγίσαντος δὲ αὐτοῦ ἐπηρώτησεν αὐτὸν λέγων· Τί σοι θέλεις ποιήσω; ὁ δὲ εἶπε· Κύριε, ἵνα ἀναβλέψω. καὶ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· Ἀνάβλεψον· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε. καὶ παραχρῆμα ἀνέβλεψε, καὶ ἠκολούθει αὐτῷ δοξάζων τὸν Θεόν» (Λουκ. 18,41-43)
ΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, διαβάζεται τὸ Εὐαγγέλιο τῆς Δεκάτης Τετάρτης (ΙΔ´) Κυριακῆς τοῦ Λουκᾶ. Ἡ περικοπὴ αὐτὴ διηγεῖται ἕνα ἀπὸ τὰ ἄπειρα θαύματα ποὺ ἔκανε, κάνει καὶ θὰ κάνῃ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Τὸ θαῦμα εἶνε ἡ θεραπεία ἑνὸς τυφλοῦ.
Τί νὰ ποῦμε; Νὰ μιλήσουμε γιὰ τὸ δυστυχισμένο αὐτὸν ἄνθρωπο πού, κοντὰ στὸ ὅτι ἦταν τυφλός, ἦταν ἀκόμα καὶ πάμπτωχος κ’ εἶχε καταντήσει ζητιάνος στὰ σταυροδρόμια; Νὰ ποῦμε γιὰ τὴ χαρὰ ποὺ δοκίμασε ὅταν ἄκουσε, ὅτι περνάει «ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος» (Λουκ. 18,37); Νὰ ποῦμε γιὰ τὸ φλογερὸ αἴτημά του στὸ Χριστό, τὸ «Κύριε, ἐλέησον»; Ἢ νὰ ποῦμε γιὰ τὴν ἐλεεινὴ συμπεριφορὰ τοῦ κόσμου πού, ἀντὶ νὰ τὸν βοηθήσῃ, «ἐπετίμα αὐτόν» (ἔ.ἀ. 18,39), τοῦ ’λεγε Σκάσε, τί φωνάζεις;»; Ἢ νὰ ποῦμε γιὰ τὴ δύναμι τοῦ Χριστοῦ μας, ποὺ ἕνα παντοδύναμο λόγο εἶπε κι ὁ τυφλὸς «ἀνέβλεψε» (ἔ.ἀ. 18,43), κι ὁ κόσμος θαύμασε;
Ἀφήνω ὅλα αὐτὰ καὶ παρακαλῶ νὰ προσέξετε ἕνα ἄλλο σημεῖο.
Τί νὰ ποῦμε; Νὰ μιλήσουμε γιὰ τὸ δυστυχισμένο αὐτὸν ἄνθρωπο πού, κοντὰ στὸ ὅτι ἦταν τυφλός, ἦταν ἀκόμα καὶ πάμπτωχος κ’ εἶχε καταντήσει ζητιάνος στὰ σταυροδρόμια; Νὰ ποῦμε γιὰ τὴ χαρὰ ποὺ δοκίμασε ὅταν ἄκουσε, ὅτι περνάει «ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος» (Λουκ. 18,37); Νὰ ποῦμε γιὰ τὸ φλογερὸ αἴτημά του στὸ Χριστό, τὸ «Κύριε, ἐλέησον»; Ἢ νὰ ποῦμε γιὰ τὴν ἐλεεινὴ συμπεριφορὰ τοῦ κόσμου πού, ἀντὶ νὰ τὸν βοηθήσῃ, «ἐπετίμα αὐτόν» (ἔ.ἀ. 18,39), τοῦ ’λεγε Σκάσε, τί φωνάζεις;»; Ἢ νὰ ποῦμε γιὰ τὴ δύναμι τοῦ Χριστοῦ μας, ποὺ ἕνα παντοδύναμο λόγο εἶπε κι ὁ τυφλὸς «ἀνέβλεψε» (ἔ.ἀ. 18,43), κι ὁ κόσμος θαύμασε;
Ἀφήνω ὅλα αὐτὰ καὶ παρακαλῶ νὰ προσέξετε ἕνα ἄλλο σημεῖο.
* * *
Ὁ Θεὸς ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο «κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν» αὐτοῦ (Γέν. 1,26). Τὸν ἐφωδίασε μὲ ἔξοχες ἰδιότητες, ἐννοῶ καὶ τὶς σωματικές. Μία ἀπὸ τὶς δωρεὲς τοῦ Κυρίου εἶνε ὅτι τὸν προίκισε μὲ πέντε αἰσθήσεις, ἀπὸ τὶς ὁποῖες σπουδαιοτέρα εἶνε ἀσφαλῶς ἡ ὅρασις.
Τὰ μάτια! Ὑπάρχει γι’ αὐτὰ ὁλόκληρη εἰδικὴ ἐπιστήμη, τὴν ὁποία διακονοῦν οἱ ὀφθαλμίατροι, καὶ μένουν κατάπληκτοι. Φτάνει ἕνα μάτι ν’ ἀποδείξῃ ὅτι ὑπάρχει Θεός. Ἀρκεῖ αὐτό.
Συναντήθηκα κάποτε μ᾿ ἕναν ἄπιστο ποὺ ἠρνεῖτο ὅτι ὑπάρχει Θεός. Κρατοῦσε μιὰ φωτογραφικὴ μηχανή, ποὺ μόλις τὴν εἶχε ἀγοράσει. ―Πῶς βρέθηκε, λέω, στὰ χέρια σου αὐτὴ ἡ μηχανή; Ἔμαθα, ὅτι τέτοιες μηχανὲς φυτρώνουν σὲ κάποιο χωράφι. ―Μὰ τί λές; μοῦ ἀπαντᾷ, μόνο τρελλὸς μπορεῖ νὰ τὸ πῇ αὐτό. Τότε τοῦ εἶπα· ―Ἂν εἶνε τρελλὸς ὅποιος λέει ὅτι οἱ φωτογραφικὲς μηχανὲς φυτρώνουν στὸ χωράφι, τότε ἑκατὸ φορὲς πιὸ τρελλὸς εἶνε ἐκεῖνος ποὺ λέει ὅτι ὁ ἄνθρωπος καὶ τὰ μάτια του φύτρωσαν μόνα τους. Τί εἶνε τὸ μάτι; Μιὰ τέλεια φωτογραφικὴ μηχανή. Πῶς παραδέχεσαι ὅτι ἡ φωτογραφικὴ μηχανὴ ἔχει δημιουργό, καὶ δὲν παραδέχεσαι τὸ Θεὸ δημιουργὸ γιὰ τὸ μάτι; Τὸ μάτι εἶνε δῶρο, γιὰ τὸ ὁποῖο θά ’πρεπε νὰ τὸν εὐχαριστοῦμε, ὅπως λέει ὁ ποιητής·
«Ὅταν τριγύρω βλέπω τῆς φύσεως τὰ κάλλη,
τὸν ἥλιο, τὴ σελήνη, τ’ ἄστρα τὰ φωτεινά,
τὴ θάλασσα, π’ ἀφρίζει κι’ ἁπλώνεται μεγάλη,
τοὺς ποταμούς, τὰ δένδρα, τοὺς κάμπους, τὰ βουνά,
καὶ τ’ ἄνθη ποὺ στολίζουν ἀγροὺς καὶ μονοπάτια,
Σ’ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, ποὺ μοῦ ᾽δωκες τὰ μάτια»
(Ἰω. Πολέμης, Ἀναγνωστικὸ τῆς Ε΄ Δημοτικοῦ, σ. 295).
«Σ’ εὐχαριστῶ Θεέ μου, ποὺ μοῦ ’δωσες τὰ μάτια». Τὸ λέμε; Δὲν τὸ λέμε δυστυχῶς. Μὴν εἴμεθα ἀχάριστοι στὸ Θεό. Καὶ νὰ δείχνουμε συμπάθεια σὲ ὅλους τοὺς τυφλοὺς ἀδελφούς μας ποὺ ζοῦν μέσα σ’ ἕνα διαρκὲς σκοτάδι.
Τὰ μάτια! Ὑπάρχει γι’ αὐτὰ ὁλόκληρη εἰδικὴ ἐπιστήμη, τὴν ὁποία διακονοῦν οἱ ὀφθαλμίατροι, καὶ μένουν κατάπληκτοι. Φτάνει ἕνα μάτι ν’ ἀποδείξῃ ὅτι ὑπάρχει Θεός. Ἀρκεῖ αὐτό.
Συναντήθηκα κάποτε μ᾿ ἕναν ἄπιστο ποὺ ἠρνεῖτο ὅτι ὑπάρχει Θεός. Κρατοῦσε μιὰ φωτογραφικὴ μηχανή, ποὺ μόλις τὴν εἶχε ἀγοράσει. ―Πῶς βρέθηκε, λέω, στὰ χέρια σου αὐτὴ ἡ μηχανή; Ἔμαθα, ὅτι τέτοιες μηχανὲς φυτρώνουν σὲ κάποιο χωράφι. ―Μὰ τί λές; μοῦ ἀπαντᾷ, μόνο τρελλὸς μπορεῖ νὰ τὸ πῇ αὐτό. Τότε τοῦ εἶπα· ―Ἂν εἶνε τρελλὸς ὅποιος λέει ὅτι οἱ φωτογραφικὲς μηχανὲς φυτρώνουν στὸ χωράφι, τότε ἑκατὸ φορὲς πιὸ τρελλὸς εἶνε ἐκεῖνος ποὺ λέει ὅτι ὁ ἄνθρωπος καὶ τὰ μάτια του φύτρωσαν μόνα τους. Τί εἶνε τὸ μάτι; Μιὰ τέλεια φωτογραφικὴ μηχανή. Πῶς παραδέχεσαι ὅτι ἡ φωτογραφικὴ μηχανὴ ἔχει δημιουργό, καὶ δὲν παραδέχεσαι τὸ Θεὸ δημιουργὸ γιὰ τὸ μάτι; Τὸ μάτι εἶνε δῶρο, γιὰ τὸ ὁποῖο θά ’πρεπε νὰ τὸν εὐχαριστοῦμε, ὅπως λέει ὁ ποιητής·
«Ὅταν τριγύρω βλέπω τῆς φύσεως τὰ κάλλη,
τὸν ἥλιο, τὴ σελήνη, τ’ ἄστρα τὰ φωτεινά,
τὴ θάλασσα, π’ ἀφρίζει κι’ ἁπλώνεται μεγάλη,
τοὺς ποταμούς, τὰ δένδρα, τοὺς κάμπους, τὰ βουνά,
καὶ τ’ ἄνθη ποὺ στολίζουν ἀγροὺς καὶ μονοπάτια,
Σ’ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, ποὺ μοῦ ᾽δωκες τὰ μάτια»
(Ἰω. Πολέμης, Ἀναγνωστικὸ τῆς Ε΄ Δημοτικοῦ, σ. 295).
«Σ’ εὐχαριστῶ Θεέ μου, ποὺ μοῦ ’δωσες τὰ μάτια». Τὸ λέμε; Δὲν τὸ λέμε δυστυχῶς. Μὴν εἴμεθα ἀχάριστοι στὸ Θεό. Καὶ νὰ δείχνουμε συμπάθεια σὲ ὅλους τοὺς τυφλοὺς ἀδελφούς μας ποὺ ζοῦν μέσα σ’ ἕνα διαρκὲς σκοτάδι.
* * *
Ἀλλ’ ἐκτὸς ἀπὸ τὴν σωματικὴ τύφλωσι ὑπάρχει καὶ τύφλωσις πνευματικὴ – ψυχική. Καὶ ἐὰν ἡ ψυχὴ εἶνε ἀσυγκρίτως ἀνώτερη ἀπὸ τὸ σῶμα, τότε καὶ ἡ τύφλωσις ἡ ψυχικὴ εἶνε ἀπείρως χειροτέρα ἀπὸ τὴν σωματική.
Ὑπὸ τὴν ἔννοια αὐτὴ ὅλοι εἴμεθα τυφλοί. Μὴ φανῇ παράξενο αὐτό. Ἂν εἴχαμε μάτια ψυχικά, ὄχι αὐτὰ τὰ ὑλικὰ μάτια, τί θὰ βλέπαμε! Ὅταν λειτουργοῦσε ὁ ἅγιος Σπυρίδων ὁ θαυματουργός, οἱ πιστοὶ ἔβλεπαν δίπλα του ἀγγέλους. Γι’ αὐτὸ στὸ ἀπολυτίκιό του ψάλλουμε «…καὶ ἐν τῷ μέλπειν τὰς ἁγίας σου εὐχὰς ἀγγέλους ἔσχες συλλειτουργοῦντάς σοι, ἱερώτατε». Ναί· ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι σμίγουν μὲ τοὺς ἀνθρώπους στὴ θεία λειτουργία. Ἕνωσις γίνεται, ἑνώνονται ἐπίγεια καὶ οὐράνια.
Ποῦ εἶνε λοιπὸν τὰ μάτια αὐτά, τὰ ψυχικά; Τὸ σῶμα ἔχει τὸ μάτι, τὸ πολυτιμότατο αὐτὸ ὄργανο. Καὶ ἡ ψυχή; Τὸ μάτι τῆς ψυχῆς ποιό εἶνε; Εἶνε ὁ νοῦς, τὸ μυαλό, αὐτὸ τὸ ἄφθαστο κομπιοῦτερ ποὺ ἔπλασε ὁ Θεός. Καὶ ὀρθὰ ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι ὅτι «νοῦς ὁρᾷ καὶ νοῦς ἀκούει» (Ἐπίχαρμος, παρὰ Μ. Ἰατροῦ, Πόθεν καὶ διατί, σ. 301-2). Πράγματα ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ δῇ τὸ σωματικὸ μάτι, τὰ βλέπει ὁ ἄνθρωπος διὰ τῆς ψυχικῆς ὁράσεως. Πέθανε ὁ πατέρας μας· καὶ ὅμως τὸν βλέπουμε μὲ τὴ φαντασία μας. Εἶνε μακριὰ ὁ συγγενής μας, στὴν Αὐστραλία ἢ στὸ Βόρειο Πόλο· πάλι τὸν βλέπουμε. «Νοῦς ὁρᾷ».
Ἀλλὰ γιὰ νὰ βλέπῃ ὁ νοῦς, πρέπει νὰ εἶνε καθαρός, ὑγιής. Κ’ ἐκεῖνο ποὺ τυφλώνει τὸ νοῦ εἶνε τὰ πάθη, ποὺ ἐνσπείρει ὁ διάβολος. Τί κι ἂν σπούδασες, τί κι ἂν ἔμαθες γράμματα καὶ ἐπιστῆμες; Ὅταν ὑπάρχῃ κάποιο πάθος, ὁποιοδήποτε (φιλαργυρία, φιληδονία, φιλοδοξία, πορνεία, μοιχεία, ἀκηδία καὶ ἀδιαφορία, ὀργὴ καὶ θυμός, κακία καὶ μῖσος), αὐτὰ τυφλώνουν. Ἕνας ἐμπαθὴς ἄνθρωπος δὲν βλέπει· τυφλὸς περπατεῖ μέσα στὸν κόσμο.
Τὰ πάθη τυφλώνουν τὸ νοῦ. Διὰ μέσου αὐτῶν ὁ σατανᾶς τυφλώνει «τὰ νοήματα τῶν ἀπίστων» (Β΄ Κορ. 4,4), τυφλώνει τοὺς ἀνθρώπους νοητικῶς – ψυχικῶς. Ὁ εἰκοστὸς αἰώνας χαρακτηρίστηκε ὡς «αἰὼν τῶν φώτων»· στὴν πραγματικότητα εἶνε αἰώνας σκότους· διότι ποτέ ἄλλοτε δὲν ἔγιναν τόσα ἐγκλήματα καὶ δύο παγκόσμιοι πόλεμοι. Γι’ αὐτὸ εἶπε κάποιος φιλόσοφος ποιητής· «Ἰδοὺ ἐγώ, μὲ τόσα φῶτα, τυφλός· τυφλός, ὅπως καὶ πρῶτα».
Οἱ παπποῦδες μας δὲν πήγαν σὲ γυμνάσια καὶ πανεπιστήμια, τοὺς φώτιζε ὅμως ὁ Θεὸς καὶ σ’ ἐμᾶς τὰ ἐγγονάκια ποὺ τοὺς πλησιάζαμε ἔλεγαν σοφὰ λόγια. Λόγια ποὺ μᾶς εἶπαν καθηγηταὶ πανεπιστημίου τὰ λησμονήσαμε· τὰ λόγια ποὺ μᾶς εἶπε ἡ γιαγιὰ δὲν τὰ λησμονήσαμε. Γιατὶ οἱ ἀγράμματοι ἐκεῖνοι εἶχαν φῶς ―φῶς ποὺ τοὺς φώτιζε ἦταν ἡ ἁγία Τριάδα― καὶ ἔβλεπαν καὶ ἔλεγαν σπουδαῖα πράγματα.
Τέτοιος ἦταν καὶ ὁ Μακρυγιάννης, ἕνας ἀπὸ τοὺς ἥρωες τοῦ ’21. Εἶδε ὁράματα. Οἰκογενειάρχης ἦταν μὲ 7 παιδιά, τὸ κορμί του κόσκινο ἀπὸ βόλια τούρκικα. Ἀγράμματος, μόλις ἔβαζε τὴν ὑπογραφή του καὶ σκάλιζε τὸ ἀλφάβητο. Ἦταν ὅμως φωτισμένος ἄνθρωπος· εἶπε καὶ ἔγραψε λόγια σοφά, καὶ εἶδε ὁράματα. Διαβάστε νὰ δῆτε τὰ ὁράματα ποὺ εἶδε.
Τότε ἡ Ἑλλὰς φωτιζόταν ἀπὸ τὸ φῶς τῆς ἁγίας Τριάδος. Μετὰ μᾶς ἦρθαν ἀπὸ τὸ ἐξωτερικὸ οἱ ἀπόλεμοι, ποὺ δὲν ἔλαβαν μέρος στὸν ἀγῶνα. Ἦρθαν ἀπ’ τὸ Παρίσι, πόλι διαφθορᾶς καὶ ἀκολασίας, καὶ εἶπαν στὴν Ἑλλάδα «δὲν ὑπάρχει Θεός». Αὐτοὶ οἱ ψευτοκουλτουριάρηδες ἄλλαξαν τὴν πορεία μας, ἔστρεψαν τὴν κοίτη τοῦ ἱστορικοῦ μας ἔθνους πρὸς τὴν ἀθεΐα καὶ ἀπιστία. Καὶ τότε ὁ Μακρυγιάννης εἶπε· Ποῦ καταντήσαμε! Ἐμεῖς οἱ ἀγράμματοι, μὲ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, κάναμε τὸν ἀγῶνα καὶ νικήσαμε, καὶ τώρα ἔρχονται αὐτοὶ νὰ μᾶς τυφλώσουν, οἱ τάχα φωτισμένοι, ποὺ δὲν εἶνε εἰς θέσιν νὰ ἐκτιμήσουν, τί τζιβαϊρικὸ ―στὴ γλῶσσα του―, τί πολύτιμο καὶ ἀνεκτίμητο πρᾶγμα, τί θησαυρὸ ἔχουμε. Ὁ δὲ θησαυρός μας εἶνε ἡ Ὀρθοδοξία καὶ ἡ πατρίδα μας.
Δὲν μποροῦμε νὰ τὰ ἐκτιμήσουμε. Μᾶς τύφλωσε ὁ σατανᾶς. Καὶ ἐνῷ εἴμεθα τυφλοί, ἔχουμε τὴν ἀξίωσι νὰ εἴμεθα ὁδηγοὶ τοῦ ἔθνους. Τέτοιοι ἄθεοι δασκάλοι καὶ καθηγηταὶ ἀνέβηκαν στὶς ἕδρες καὶ θέλουν νὰ διδάξουν τὰ παιδιά μας. Ὀρθῶς εἶπε μιὰ προφητεία· «τὰ ἄθεα γράμματα θὰ καταστρέψουν τὸν κόσμο». Σ’ αὐτοὺς ἁρμόζει αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Χριστός· «Τυφλὸς τυφλὸν» ἐὰν ὁδηγῇ, «ἀμφότεροι εἰς βόθυνον πεσοῦνται» (Λουκ. 6,39).
Ὑπὸ τὴν ἔννοια αὐτὴ ὅλοι εἴμεθα τυφλοί. Μὴ φανῇ παράξενο αὐτό. Ἂν εἴχαμε μάτια ψυχικά, ὄχι αὐτὰ τὰ ὑλικὰ μάτια, τί θὰ βλέπαμε! Ὅταν λειτουργοῦσε ὁ ἅγιος Σπυρίδων ὁ θαυματουργός, οἱ πιστοὶ ἔβλεπαν δίπλα του ἀγγέλους. Γι’ αὐτὸ στὸ ἀπολυτίκιό του ψάλλουμε «…καὶ ἐν τῷ μέλπειν τὰς ἁγίας σου εὐχὰς ἀγγέλους ἔσχες συλλειτουργοῦντάς σοι, ἱερώτατε». Ναί· ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι σμίγουν μὲ τοὺς ἀνθρώπους στὴ θεία λειτουργία. Ἕνωσις γίνεται, ἑνώνονται ἐπίγεια καὶ οὐράνια.
Ποῦ εἶνε λοιπὸν τὰ μάτια αὐτά, τὰ ψυχικά; Τὸ σῶμα ἔχει τὸ μάτι, τὸ πολυτιμότατο αὐτὸ ὄργανο. Καὶ ἡ ψυχή; Τὸ μάτι τῆς ψυχῆς ποιό εἶνε; Εἶνε ὁ νοῦς, τὸ μυαλό, αὐτὸ τὸ ἄφθαστο κομπιοῦτερ ποὺ ἔπλασε ὁ Θεός. Καὶ ὀρθὰ ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι ὅτι «νοῦς ὁρᾷ καὶ νοῦς ἀκούει» (Ἐπίχαρμος, παρὰ Μ. Ἰατροῦ, Πόθεν καὶ διατί, σ. 301-2). Πράγματα ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ δῇ τὸ σωματικὸ μάτι, τὰ βλέπει ὁ ἄνθρωπος διὰ τῆς ψυχικῆς ὁράσεως. Πέθανε ὁ πατέρας μας· καὶ ὅμως τὸν βλέπουμε μὲ τὴ φαντασία μας. Εἶνε μακριὰ ὁ συγγενής μας, στὴν Αὐστραλία ἢ στὸ Βόρειο Πόλο· πάλι τὸν βλέπουμε. «Νοῦς ὁρᾷ».
Ἀλλὰ γιὰ νὰ βλέπῃ ὁ νοῦς, πρέπει νὰ εἶνε καθαρός, ὑγιής. Κ’ ἐκεῖνο ποὺ τυφλώνει τὸ νοῦ εἶνε τὰ πάθη, ποὺ ἐνσπείρει ὁ διάβολος. Τί κι ἂν σπούδασες, τί κι ἂν ἔμαθες γράμματα καὶ ἐπιστῆμες; Ὅταν ὑπάρχῃ κάποιο πάθος, ὁποιοδήποτε (φιλαργυρία, φιληδονία, φιλοδοξία, πορνεία, μοιχεία, ἀκηδία καὶ ἀδιαφορία, ὀργὴ καὶ θυμός, κακία καὶ μῖσος), αὐτὰ τυφλώνουν. Ἕνας ἐμπαθὴς ἄνθρωπος δὲν βλέπει· τυφλὸς περπατεῖ μέσα στὸν κόσμο.
Τὰ πάθη τυφλώνουν τὸ νοῦ. Διὰ μέσου αὐτῶν ὁ σατανᾶς τυφλώνει «τὰ νοήματα τῶν ἀπίστων» (Β΄ Κορ. 4,4), τυφλώνει τοὺς ἀνθρώπους νοητικῶς – ψυχικῶς. Ὁ εἰκοστὸς αἰώνας χαρακτηρίστηκε ὡς «αἰὼν τῶν φώτων»· στὴν πραγματικότητα εἶνε αἰώνας σκότους· διότι ποτέ ἄλλοτε δὲν ἔγιναν τόσα ἐγκλήματα καὶ δύο παγκόσμιοι πόλεμοι. Γι’ αὐτὸ εἶπε κάποιος φιλόσοφος ποιητής· «Ἰδοὺ ἐγώ, μὲ τόσα φῶτα, τυφλός· τυφλός, ὅπως καὶ πρῶτα».
Οἱ παπποῦδες μας δὲν πήγαν σὲ γυμνάσια καὶ πανεπιστήμια, τοὺς φώτιζε ὅμως ὁ Θεὸς καὶ σ’ ἐμᾶς τὰ ἐγγονάκια ποὺ τοὺς πλησιάζαμε ἔλεγαν σοφὰ λόγια. Λόγια ποὺ μᾶς εἶπαν καθηγηταὶ πανεπιστημίου τὰ λησμονήσαμε· τὰ λόγια ποὺ μᾶς εἶπε ἡ γιαγιὰ δὲν τὰ λησμονήσαμε. Γιατὶ οἱ ἀγράμματοι ἐκεῖνοι εἶχαν φῶς ―φῶς ποὺ τοὺς φώτιζε ἦταν ἡ ἁγία Τριάδα― καὶ ἔβλεπαν καὶ ἔλεγαν σπουδαῖα πράγματα.
Τέτοιος ἦταν καὶ ὁ Μακρυγιάννης, ἕνας ἀπὸ τοὺς ἥρωες τοῦ ’21. Εἶδε ὁράματα. Οἰκογενειάρχης ἦταν μὲ 7 παιδιά, τὸ κορμί του κόσκινο ἀπὸ βόλια τούρκικα. Ἀγράμματος, μόλις ἔβαζε τὴν ὑπογραφή του καὶ σκάλιζε τὸ ἀλφάβητο. Ἦταν ὅμως φωτισμένος ἄνθρωπος· εἶπε καὶ ἔγραψε λόγια σοφά, καὶ εἶδε ὁράματα. Διαβάστε νὰ δῆτε τὰ ὁράματα ποὺ εἶδε.
Τότε ἡ Ἑλλὰς φωτιζόταν ἀπὸ τὸ φῶς τῆς ἁγίας Τριάδος. Μετὰ μᾶς ἦρθαν ἀπὸ τὸ ἐξωτερικὸ οἱ ἀπόλεμοι, ποὺ δὲν ἔλαβαν μέρος στὸν ἀγῶνα. Ἦρθαν ἀπ’ τὸ Παρίσι, πόλι διαφθορᾶς καὶ ἀκολασίας, καὶ εἶπαν στὴν Ἑλλάδα «δὲν ὑπάρχει Θεός». Αὐτοὶ οἱ ψευτοκουλτουριάρηδες ἄλλαξαν τὴν πορεία μας, ἔστρεψαν τὴν κοίτη τοῦ ἱστορικοῦ μας ἔθνους πρὸς τὴν ἀθεΐα καὶ ἀπιστία. Καὶ τότε ὁ Μακρυγιάννης εἶπε· Ποῦ καταντήσαμε! Ἐμεῖς οἱ ἀγράμματοι, μὲ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, κάναμε τὸν ἀγῶνα καὶ νικήσαμε, καὶ τώρα ἔρχονται αὐτοὶ νὰ μᾶς τυφλώσουν, οἱ τάχα φωτισμένοι, ποὺ δὲν εἶνε εἰς θέσιν νὰ ἐκτιμήσουν, τί τζιβαϊρικὸ ―στὴ γλῶσσα του―, τί πολύτιμο καὶ ἀνεκτίμητο πρᾶγμα, τί θησαυρὸ ἔχουμε. Ὁ δὲ θησαυρός μας εἶνε ἡ Ὀρθοδοξία καὶ ἡ πατρίδα μας.
Δὲν μποροῦμε νὰ τὰ ἐκτιμήσουμε. Μᾶς τύφλωσε ὁ σατανᾶς. Καὶ ἐνῷ εἴμεθα τυφλοί, ἔχουμε τὴν ἀξίωσι νὰ εἴμεθα ὁδηγοὶ τοῦ ἔθνους. Τέτοιοι ἄθεοι δασκάλοι καὶ καθηγηταὶ ἀνέβηκαν στὶς ἕδρες καὶ θέλουν νὰ διδάξουν τὰ παιδιά μας. Ὀρθῶς εἶπε μιὰ προφητεία· «τὰ ἄθεα γράμματα θὰ καταστρέψουν τὸν κόσμο». Σ’ αὐτοὺς ἁρμόζει αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Χριστός· «Τυφλὸς τυφλὸν» ἐὰν ὁδηγῇ, «ἀμφότεροι εἰς βόθυνον πεσοῦνται» (Λουκ. 6,39).
* * *
Τελειώνω μ’ ἕνα ἀνέκδοτο ἀπὸ τὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας. Στὴν Ἀλεξανδρεία ἦταν ἕνας τυφλὸς ποὺ ὠνομαζόταν Δίδυμος. Ἀλλὰ τὸν φώτισε τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, ἔγινε δεινὸς θεολόγος, ἄνοιξε σχολή, καὶ πήγαιναν ὅλοι καὶ τὸν ἄκουγαν (ὅπως κ’ ἐδῶ εἶδα κάποιον τυφλὸ βοσκὸ ἀπὸ τὴν Ἤπειρο, ὁ ὁποῖος ξέρει ἀπ’ ἔξω τὴν ἁγία Γραφή, κ’ ἔμεινα κατάπληκτος). Ὁ Δίδυμος λοιπὸν ὁ τυφλὸς ἤξερε καλὰ τὰ κείμενα τῶν Γραφῶν καὶ δίδασκε. Κάποτε τὸν εἶδε ὁ Μέγας Ἀντώνιος καὶ εἶπε· Σὲ μακαρίζω, Δίδυμε, γιατὶ δὲν ἔχεις μάτια σὰν αὐτὰ ποὺ ἔχουν καὶ οἱ κατσαρίδες καὶ οἱ σκορπιοὶ καὶ τὰ φίδια καὶ τὰ λιοντάρια, ἀλλὰ ἔχεις κάτι ἄλλα μάτια πολὺ ἀνώτερα· ἔχεις τὰ μάτια τῆς πίστεως.
Αὐτὰ τὰ λίγα εἶχα νὰ πῶ, ἀδελφοί μου. Ἂς ἀναστενάξουμε, διότι ὅλοι ἔχουμε μειωμένη τὴν πνευματικὴ ὅρασι. Καὶ στὸ ἐρώτημα τοῦ Χριστοῦ «Τί σοι θέλεις ποιήσω;» (Λουκ. 18,41), ν’ ἀπαντήσουμε· Κύριε, δὲν θέλουμε οὔτε χρῆμα οὔτε πλούτη οὔτε χρυσό. Θέλουμε μάτια. Μάτια σὰν ἐκεῖνα ποὺ εἶχαν οἱ πρόγονοί μας. Νὰ δοῦμε τὸν ἑαυτό μας, τὸν προορισμό μας, τὸ ὕψος τῆς ἀποστολῆς μας. Νὰ δοῦμε ἐσένα τὸν Χριστό· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
Αὐτὰ τὰ λίγα εἶχα νὰ πῶ, ἀδελφοί μου. Ἂς ἀναστενάξουμε, διότι ὅλοι ἔχουμε μειωμένη τὴν πνευματικὴ ὅρασι. Καὶ στὸ ἐρώτημα τοῦ Χριστοῦ «Τί σοι θέλεις ποιήσω;» (Λουκ. 18,41), ν’ ἀπαντήσουμε· Κύριε, δὲν θέλουμε οὔτε χρῆμα οὔτε πλούτη οὔτε χρυσό. Θέλουμε μάτια. Μάτια σὰν ἐκεῖνα ποὺ εἶχαν οἱ πρόγονοί μας. Νὰ δοῦμε τὸν ἑαυτό μας, τὸν προορισμό μας, τὸ ὕψος τῆς ἀποστολῆς μας. Νὰ δοῦμε ἐσένα τὸν Χριστό· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία του Μητρ. Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ ῾Αγ. Τριάδος Πτολεμαΐδος τὴν 2-12-1990.
Κυριακὴ ΙΔ΄ Λουκᾶ (Λουκ. 18,35-43) ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΚΑΙ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΟΡΑΣΙΣ +Μητροπολίτης Φλωρίνης Αυγουστίνος
«Ἐγγίσαντος δὲ αὐτοῦ ἐπηρώτησεν αὐτὸν λέγων· Τί σοι θέλεις ποιήσω; ὁ δὲ εἶπε· Κύριε, ἵνα ἀναβλέψω. καὶ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· Ἀνάβλεψον· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε. καὶ παραχρῆμα ἀνέβλεψε, καὶ ἠκολούθει αὐτῷ δοξάζων τὸν Θεόν» (Λουκ. 18,41-43)
ΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, διαβάζεται τὸ Εὐαγγέλιο τῆς Δεκάτης Τετάρτης (ΙΔ´) Κυριακῆς τοῦ Λουκᾶ. Ἡ περικοπὴ αὐτὴ διηγεῖται ἕνα ἀπὸ τὰ ἄπειρα θαύματα ποὺ ἔκανε, κάνει καὶ θὰ κάνῃ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Τὸ θαῦμα εἶνε ἡ θεραπεία ἑνὸς τυφλοῦ.
Τί νὰ ποῦμε; Νὰ μιλήσουμε γιὰ τὸ δυστυχισμένο αὐτὸν ἄνθρωπο πού, κοντὰ στὸ ὅτι ἦταν τυφλός, ἦταν ἀκόμα καὶ πάμπτωχος κ’ εἶχε καταντήσει ζητιάνος στὰ σταυροδρόμια; Νὰ ποῦμε γιὰ τὴ χαρὰ ποὺ δοκίμασε ὅταν ἄκουσε, ὅτι περνάει «ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος» (Λουκ. 18,37); Νὰ ποῦμε γιὰ τὸ φλογερὸ αἴτημά του στὸ Χριστό, τὸ «Κύριε, ἐλέησον»; Ἢ νὰ ποῦμε γιὰ τὴν ἐλεεινὴ συμπεριφορὰ τοῦ κόσμου πού, ἀντὶ νὰ τὸν βοηθήσῃ, «ἐπετίμα αὐτόν» (ἔ.ἀ. 18,39), τοῦ ’λεγε Σκάσε, τί φωνάζεις;»; Ἢ νὰ ποῦμε γιὰ τὴ δύναμι τοῦ Χριστοῦ μας, ποὺ ἕνα παντοδύναμο λόγο εἶπε κι ὁ τυφλὸς «ἀνέβλεψε» (ἔ.ἀ. 18,43), κι ὁ κόσμος θαύμασε;
Ἀφήνω ὅλα αὐτὰ καὶ παρακαλῶ νὰ προσέξετε ἕνα ἄλλο σημεῖο.
Τί νὰ ποῦμε; Νὰ μιλήσουμε γιὰ τὸ δυστυχισμένο αὐτὸν ἄνθρωπο πού, κοντὰ στὸ ὅτι ἦταν τυφλός, ἦταν ἀκόμα καὶ πάμπτωχος κ’ εἶχε καταντήσει ζητιάνος στὰ σταυροδρόμια; Νὰ ποῦμε γιὰ τὴ χαρὰ ποὺ δοκίμασε ὅταν ἄκουσε, ὅτι περνάει «ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος» (Λουκ. 18,37); Νὰ ποῦμε γιὰ τὸ φλογερὸ αἴτημά του στὸ Χριστό, τὸ «Κύριε, ἐλέησον»; Ἢ νὰ ποῦμε γιὰ τὴν ἐλεεινὴ συμπεριφορὰ τοῦ κόσμου πού, ἀντὶ νὰ τὸν βοηθήσῃ, «ἐπετίμα αὐτόν» (ἔ.ἀ. 18,39), τοῦ ’λεγε Σκάσε, τί φωνάζεις;»; Ἢ νὰ ποῦμε γιὰ τὴ δύναμι τοῦ Χριστοῦ μας, ποὺ ἕνα παντοδύναμο λόγο εἶπε κι ὁ τυφλὸς «ἀνέβλεψε» (ἔ.ἀ. 18,43), κι ὁ κόσμος θαύμασε;
Ἀφήνω ὅλα αὐτὰ καὶ παρακαλῶ νὰ προσέξετε ἕνα ἄλλο σημεῖο.
* * *
Ὁ Θεὸς ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο «κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν» αὐτοῦ (Γέν. 1,26). Τὸν ἐφωδίασε μὲ ἔξοχες ἰδιότητες, ἐννοῶ καὶ τὶς σωματικές. Μία ἀπὸ τὶς δωρεὲς τοῦ Κυρίου εἶνε ὅτι τὸν προίκισε μὲ πέντε αἰσθήσεις, ἀπὸ τὶς ὁποῖες σπουδαιοτέρα εἶνε ἀσφαλῶς ἡ ὅρασις.
Τὰ μάτια! Ὑπάρχει γι’ αὐτὰ ὁλόκληρη εἰδικὴ ἐπιστήμη, τὴν ὁποία διακονοῦν οἱ ὀφθαλμίατροι, καὶ μένουν κατάπληκτοι. Φτάνει ἕνα μάτι ν’ ἀποδείξῃ ὅτι ὑπάρχει Θεός. Ἀρκεῖ αὐτό.
Συναντήθηκα κάποτε μ᾿ ἕναν ἄπιστο ποὺ ἠρνεῖτο ὅτι ὑπάρχει Θεός. Κρατοῦσε μιὰ φωτογραφικὴ μηχανή, ποὺ μόλις τὴν εἶχε ἀγοράσει. ―Πῶς βρέθηκε, λέω, στὰ χέρια σου αὐτὴ ἡ μηχανή; Ἔμαθα, ὅτι τέτοιες μηχανὲς φυτρώνουν σὲ κάποιο χωράφι. ―Μὰ τί λές; μοῦ ἀπαντᾷ, μόνο τρελλὸς μπορεῖ νὰ τὸ πῇ αὐτό. Τότε τοῦ εἶπα· ―Ἂν εἶνε τρελλὸς ὅποιος λέει ὅτι οἱ φωτογραφικὲς μηχανὲς φυτρώνουν στὸ χωράφι, τότε ἑκατὸ φορὲς πιὸ τρελλὸς εἶνε ἐκεῖνος ποὺ λέει ὅτι ὁ ἄνθρωπος καὶ τὰ μάτια του φύτρωσαν μόνα τους. Τί εἶνε τὸ μάτι; Μιὰ τέλεια φωτογραφικὴ μηχανή. Πῶς παραδέχεσαι ὅτι ἡ φωτογραφικὴ μηχανὴ ἔχει δημιουργό, καὶ δὲν παραδέχεσαι τὸ Θεὸ δημιουργὸ γιὰ τὸ μάτι; Τὸ μάτι εἶνε δῶρο, γιὰ τὸ ὁποῖο θά ’πρεπε νὰ τὸν εὐχαριστοῦμε, ὅπως λέει ὁ ποιητής·
«Ὅταν τριγύρω βλέπω τῆς φύσεως τὰ κάλλη,
τὸν ἥλιο, τὴ σελήνη, τ’ ἄστρα τὰ φωτεινά,
τὴ θάλασσα, π’ ἀφρίζει κι’ ἁπλώνεται μεγάλη,
τοὺς ποταμούς, τὰ δένδρα, τοὺς κάμπους, τὰ βουνά,
καὶ τ’ ἄνθη ποὺ στολίζουν ἀγροὺς καὶ μονοπάτια,
Σ’ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, ποὺ μοῦ ᾽δωκες τὰ μάτια»
(Ἰω. Πολέμης, Ἀναγνωστικὸ τῆς Ε΄ Δημοτικοῦ, σ. 295).
«Σ’ εὐχαριστῶ Θεέ μου, ποὺ μοῦ ’δωσες τὰ μάτια». Τὸ λέμε; Δὲν τὸ λέμε δυστυχῶς. Μὴν εἴμεθα ἀχάριστοι στὸ Θεό. Καὶ νὰ δείχνουμε συμπάθεια σὲ ὅλους τοὺς τυφλοὺς ἀδελφούς μας ποὺ ζοῦν μέσα σ’ ἕνα διαρκὲς σκοτάδι.
Τὰ μάτια! Ὑπάρχει γι’ αὐτὰ ὁλόκληρη εἰδικὴ ἐπιστήμη, τὴν ὁποία διακονοῦν οἱ ὀφθαλμίατροι, καὶ μένουν κατάπληκτοι. Φτάνει ἕνα μάτι ν’ ἀποδείξῃ ὅτι ὑπάρχει Θεός. Ἀρκεῖ αὐτό.
Συναντήθηκα κάποτε μ᾿ ἕναν ἄπιστο ποὺ ἠρνεῖτο ὅτι ὑπάρχει Θεός. Κρατοῦσε μιὰ φωτογραφικὴ μηχανή, ποὺ μόλις τὴν εἶχε ἀγοράσει. ―Πῶς βρέθηκε, λέω, στὰ χέρια σου αὐτὴ ἡ μηχανή; Ἔμαθα, ὅτι τέτοιες μηχανὲς φυτρώνουν σὲ κάποιο χωράφι. ―Μὰ τί λές; μοῦ ἀπαντᾷ, μόνο τρελλὸς μπορεῖ νὰ τὸ πῇ αὐτό. Τότε τοῦ εἶπα· ―Ἂν εἶνε τρελλὸς ὅποιος λέει ὅτι οἱ φωτογραφικὲς μηχανὲς φυτρώνουν στὸ χωράφι, τότε ἑκατὸ φορὲς πιὸ τρελλὸς εἶνε ἐκεῖνος ποὺ λέει ὅτι ὁ ἄνθρωπος καὶ τὰ μάτια του φύτρωσαν μόνα τους. Τί εἶνε τὸ μάτι; Μιὰ τέλεια φωτογραφικὴ μηχανή. Πῶς παραδέχεσαι ὅτι ἡ φωτογραφικὴ μηχανὴ ἔχει δημιουργό, καὶ δὲν παραδέχεσαι τὸ Θεὸ δημιουργὸ γιὰ τὸ μάτι; Τὸ μάτι εἶνε δῶρο, γιὰ τὸ ὁποῖο θά ’πρεπε νὰ τὸν εὐχαριστοῦμε, ὅπως λέει ὁ ποιητής·
«Ὅταν τριγύρω βλέπω τῆς φύσεως τὰ κάλλη,
τὸν ἥλιο, τὴ σελήνη, τ’ ἄστρα τὰ φωτεινά,
τὴ θάλασσα, π’ ἀφρίζει κι’ ἁπλώνεται μεγάλη,
τοὺς ποταμούς, τὰ δένδρα, τοὺς κάμπους, τὰ βουνά,
καὶ τ’ ἄνθη ποὺ στολίζουν ἀγροὺς καὶ μονοπάτια,
Σ’ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, ποὺ μοῦ ᾽δωκες τὰ μάτια»
(Ἰω. Πολέμης, Ἀναγνωστικὸ τῆς Ε΄ Δημοτικοῦ, σ. 295).
«Σ’ εὐχαριστῶ Θεέ μου, ποὺ μοῦ ’δωσες τὰ μάτια». Τὸ λέμε; Δὲν τὸ λέμε δυστυχῶς. Μὴν εἴμεθα ἀχάριστοι στὸ Θεό. Καὶ νὰ δείχνουμε συμπάθεια σὲ ὅλους τοὺς τυφλοὺς ἀδελφούς μας ποὺ ζοῦν μέσα σ’ ἕνα διαρκὲς σκοτάδι.
* * *
Ἀλλ’ ἐκτὸς ἀπὸ τὴν σωματικὴ τύφλωσι ὑπάρχει καὶ τύφλωσις πνευματικὴ – ψυχική. Καὶ ἐὰν ἡ ψυχὴ εἶνε ἀσυγκρίτως ἀνώτερη ἀπὸ τὸ σῶμα, τότε καὶ ἡ τύφλωσις ἡ ψυχικὴ εἶνε ἀπείρως χειροτέρα ἀπὸ τὴν σωματική.
Ὑπὸ τὴν ἔννοια αὐτὴ ὅλοι εἴμεθα τυφλοί. Μὴ φανῇ παράξενο αὐτό. Ἂν εἴχαμε μάτια ψυχικά, ὄχι αὐτὰ τὰ ὑλικὰ μάτια, τί θὰ βλέπαμε! Ὅταν λειτουργοῦσε ὁ ἅγιος Σπυρίδων ὁ θαυματουργός, οἱ πιστοὶ ἔβλεπαν δίπλα του ἀγγέλους. Γι’ αὐτὸ στὸ ἀπολυτίκιό του ψάλλουμε «…καὶ ἐν τῷ μέλπειν τὰς ἁγίας σου εὐχὰς ἀγγέλους ἔσχες συλλειτουργοῦντάς σοι, ἱερώτατε». Ναί· ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι σμίγουν μὲ τοὺς ἀνθρώπους στὴ θεία λειτουργία. Ἕνωσις γίνεται, ἑνώνονται ἐπίγεια καὶ οὐράνια.
Ποῦ εἶνε λοιπὸν τὰ μάτια αὐτά, τὰ ψυχικά; Τὸ σῶμα ἔχει τὸ μάτι, τὸ πολυτιμότατο αὐτὸ ὄργανο. Καὶ ἡ ψυχή; Τὸ μάτι τῆς ψυχῆς ποιό εἶνε; Εἶνε ὁ νοῦς, τὸ μυαλό, αὐτὸ τὸ ἄφθαστο κομπιοῦτερ ποὺ ἔπλασε ὁ Θεός. Καὶ ὀρθὰ ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι ὅτι «νοῦς ὁρᾷ καὶ νοῦς ἀκούει» (Ἐπίχαρμος, παρὰ Μ. Ἰατροῦ, Πόθεν καὶ διατί, σ. 301-2). Πράγματα ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ δῇ τὸ σωματικὸ μάτι, τὰ βλέπει ὁ ἄνθρωπος διὰ τῆς ψυχικῆς ὁράσεως. Πέθανε ὁ πατέρας μας· καὶ ὅμως τὸν βλέπουμε μὲ τὴ φαντασία μας. Εἶνε μακριὰ ὁ συγγενής μας, στὴν Αὐστραλία ἢ στὸ Βόρειο Πόλο· πάλι τὸν βλέπουμε. «Νοῦς ὁρᾷ».
Ἀλλὰ γιὰ νὰ βλέπῃ ὁ νοῦς, πρέπει νὰ εἶνε καθαρός, ὑγιής. Κ’ ἐκεῖνο ποὺ τυφλώνει τὸ νοῦ εἶνε τὰ πάθη, ποὺ ἐνσπείρει ὁ διάβολος. Τί κι ἂν σπούδασες, τί κι ἂν ἔμαθες γράμματα καὶ ἐπιστῆμες; Ὅταν ὑπάρχῃ κάποιο πάθος, ὁποιοδήποτε (φιλαργυρία, φιληδονία, φιλοδοξία, πορνεία, μοιχεία, ἀκηδία καὶ ἀδιαφορία, ὀργὴ καὶ θυμός, κακία καὶ μῖσος), αὐτὰ τυφλώνουν. Ἕνας ἐμπαθὴς ἄνθρωπος δὲν βλέπει· τυφλὸς περπατεῖ μέσα στὸν κόσμο.
Τὰ πάθη τυφλώνουν τὸ νοῦ. Διὰ μέσου αὐτῶν ὁ σατανᾶς τυφλώνει «τὰ νοήματα τῶν ἀπίστων» (Β΄ Κορ. 4,4), τυφλώνει τοὺς ἀνθρώπους νοητικῶς – ψυχικῶς. Ὁ εἰκοστὸς αἰώνας χαρακτηρίστηκε ὡς «αἰὼν τῶν φώτων»· στὴν πραγματικότητα εἶνε αἰώνας σκότους· διότι ποτέ ἄλλοτε δὲν ἔγιναν τόσα ἐγκλήματα καὶ δύο παγκόσμιοι πόλεμοι. Γι’ αὐτὸ εἶπε κάποιος φιλόσοφος ποιητής· «Ἰδοὺ ἐγώ, μὲ τόσα φῶτα, τυφλός· τυφλός, ὅπως καὶ πρῶτα».
Οἱ παπποῦδες μας δὲν πήγαν σὲ γυμνάσια καὶ πανεπιστήμια, τοὺς φώτιζε ὅμως ὁ Θεὸς καὶ σ’ ἐμᾶς τὰ ἐγγονάκια ποὺ τοὺς πλησιάζαμε ἔλεγαν σοφὰ λόγια. Λόγια ποὺ μᾶς εἶπαν καθηγηταὶ πανεπιστημίου τὰ λησμονήσαμε· τὰ λόγια ποὺ μᾶς εἶπε ἡ γιαγιὰ δὲν τὰ λησμονήσαμε. Γιατὶ οἱ ἀγράμματοι ἐκεῖνοι εἶχαν φῶς ―φῶς ποὺ τοὺς φώτιζε ἦταν ἡ ἁγία Τριάδα― καὶ ἔβλεπαν καὶ ἔλεγαν σπουδαῖα πράγματα.
Τέτοιος ἦταν καὶ ὁ Μακρυγιάννης, ἕνας ἀπὸ τοὺς ἥρωες τοῦ ’21. Εἶδε ὁράματα. Οἰκογενειάρχης ἦταν μὲ 7 παιδιά, τὸ κορμί του κόσκινο ἀπὸ βόλια τούρκικα. Ἀγράμματος, μόλις ἔβαζε τὴν ὑπογραφή του καὶ σκάλιζε τὸ ἀλφάβητο. Ἦταν ὅμως φωτισμένος ἄνθρωπος· εἶπε καὶ ἔγραψε λόγια σοφά, καὶ εἶδε ὁράματα. Διαβάστε νὰ δῆτε τὰ ὁράματα ποὺ εἶδε.
Τότε ἡ Ἑλλὰς φωτιζόταν ἀπὸ τὸ φῶς τῆς ἁγίας Τριάδος. Μετὰ μᾶς ἦρθαν ἀπὸ τὸ ἐξωτερικὸ οἱ ἀπόλεμοι, ποὺ δὲν ἔλαβαν μέρος στὸν ἀγῶνα. Ἦρθαν ἀπ’ τὸ Παρίσι, πόλι διαφθορᾶς καὶ ἀκολασίας, καὶ εἶπαν στὴν Ἑλλάδα «δὲν ὑπάρχει Θεός». Αὐτοὶ οἱ ψευτοκουλτουριάρηδες ἄλλαξαν τὴν πορεία μας, ἔστρεψαν τὴν κοίτη τοῦ ἱστορικοῦ μας ἔθνους πρὸς τὴν ἀθεΐα καὶ ἀπιστία. Καὶ τότε ὁ Μακρυγιάννης εἶπε· Ποῦ καταντήσαμε! Ἐμεῖς οἱ ἀγράμματοι, μὲ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, κάναμε τὸν ἀγῶνα καὶ νικήσαμε, καὶ τώρα ἔρχονται αὐτοὶ νὰ μᾶς τυφλώσουν, οἱ τάχα φωτισμένοι, ποὺ δὲν εἶνε εἰς θέσιν νὰ ἐκτιμήσουν, τί τζιβαϊρικὸ ―στὴ γλῶσσα του―, τί πολύτιμο καὶ ἀνεκτίμητο πρᾶγμα, τί θησαυρὸ ἔχουμε. Ὁ δὲ θησαυρός μας εἶνε ἡ Ὀρθοδοξία καὶ ἡ πατρίδα μας.
Δὲν μποροῦμε νὰ τὰ ἐκτιμήσουμε. Μᾶς τύφλωσε ὁ σατανᾶς. Καὶ ἐνῷ εἴμεθα τυφλοί, ἔχουμε τὴν ἀξίωσι νὰ εἴμεθα ὁδηγοὶ τοῦ ἔθνους. Τέτοιοι ἄθεοι δασκάλοι καὶ καθηγηταὶ ἀνέβηκαν στὶς ἕδρες καὶ θέλουν νὰ διδάξουν τὰ παιδιά μας. Ὀρθῶς εἶπε μιὰ προφητεία· «τὰ ἄθεα γράμματα θὰ καταστρέψουν τὸν κόσμο». Σ’ αὐτοὺς ἁρμόζει αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Χριστός· «Τυφλὸς τυφλὸν» ἐὰν ὁδηγῇ, «ἀμφότεροι εἰς βόθυνον πεσοῦνται» (Λουκ. 6,39).
Ὑπὸ τὴν ἔννοια αὐτὴ ὅλοι εἴμεθα τυφλοί. Μὴ φανῇ παράξενο αὐτό. Ἂν εἴχαμε μάτια ψυχικά, ὄχι αὐτὰ τὰ ὑλικὰ μάτια, τί θὰ βλέπαμε! Ὅταν λειτουργοῦσε ὁ ἅγιος Σπυρίδων ὁ θαυματουργός, οἱ πιστοὶ ἔβλεπαν δίπλα του ἀγγέλους. Γι’ αὐτὸ στὸ ἀπολυτίκιό του ψάλλουμε «…καὶ ἐν τῷ μέλπειν τὰς ἁγίας σου εὐχὰς ἀγγέλους ἔσχες συλλειτουργοῦντάς σοι, ἱερώτατε». Ναί· ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι σμίγουν μὲ τοὺς ἀνθρώπους στὴ θεία λειτουργία. Ἕνωσις γίνεται, ἑνώνονται ἐπίγεια καὶ οὐράνια.
Ποῦ εἶνε λοιπὸν τὰ μάτια αὐτά, τὰ ψυχικά; Τὸ σῶμα ἔχει τὸ μάτι, τὸ πολυτιμότατο αὐτὸ ὄργανο. Καὶ ἡ ψυχή; Τὸ μάτι τῆς ψυχῆς ποιό εἶνε; Εἶνε ὁ νοῦς, τὸ μυαλό, αὐτὸ τὸ ἄφθαστο κομπιοῦτερ ποὺ ἔπλασε ὁ Θεός. Καὶ ὀρθὰ ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι ὅτι «νοῦς ὁρᾷ καὶ νοῦς ἀκούει» (Ἐπίχαρμος, παρὰ Μ. Ἰατροῦ, Πόθεν καὶ διατί, σ. 301-2). Πράγματα ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ δῇ τὸ σωματικὸ μάτι, τὰ βλέπει ὁ ἄνθρωπος διὰ τῆς ψυχικῆς ὁράσεως. Πέθανε ὁ πατέρας μας· καὶ ὅμως τὸν βλέπουμε μὲ τὴ φαντασία μας. Εἶνε μακριὰ ὁ συγγενής μας, στὴν Αὐστραλία ἢ στὸ Βόρειο Πόλο· πάλι τὸν βλέπουμε. «Νοῦς ὁρᾷ».
Ἀλλὰ γιὰ νὰ βλέπῃ ὁ νοῦς, πρέπει νὰ εἶνε καθαρός, ὑγιής. Κ’ ἐκεῖνο ποὺ τυφλώνει τὸ νοῦ εἶνε τὰ πάθη, ποὺ ἐνσπείρει ὁ διάβολος. Τί κι ἂν σπούδασες, τί κι ἂν ἔμαθες γράμματα καὶ ἐπιστῆμες; Ὅταν ὑπάρχῃ κάποιο πάθος, ὁποιοδήποτε (φιλαργυρία, φιληδονία, φιλοδοξία, πορνεία, μοιχεία, ἀκηδία καὶ ἀδιαφορία, ὀργὴ καὶ θυμός, κακία καὶ μῖσος), αὐτὰ τυφλώνουν. Ἕνας ἐμπαθὴς ἄνθρωπος δὲν βλέπει· τυφλὸς περπατεῖ μέσα στὸν κόσμο.
Τὰ πάθη τυφλώνουν τὸ νοῦ. Διὰ μέσου αὐτῶν ὁ σατανᾶς τυφλώνει «τὰ νοήματα τῶν ἀπίστων» (Β΄ Κορ. 4,4), τυφλώνει τοὺς ἀνθρώπους νοητικῶς – ψυχικῶς. Ὁ εἰκοστὸς αἰώνας χαρακτηρίστηκε ὡς «αἰὼν τῶν φώτων»· στὴν πραγματικότητα εἶνε αἰώνας σκότους· διότι ποτέ ἄλλοτε δὲν ἔγιναν τόσα ἐγκλήματα καὶ δύο παγκόσμιοι πόλεμοι. Γι’ αὐτὸ εἶπε κάποιος φιλόσοφος ποιητής· «Ἰδοὺ ἐγώ, μὲ τόσα φῶτα, τυφλός· τυφλός, ὅπως καὶ πρῶτα».
Οἱ παπποῦδες μας δὲν πήγαν σὲ γυμνάσια καὶ πανεπιστήμια, τοὺς φώτιζε ὅμως ὁ Θεὸς καὶ σ’ ἐμᾶς τὰ ἐγγονάκια ποὺ τοὺς πλησιάζαμε ἔλεγαν σοφὰ λόγια. Λόγια ποὺ μᾶς εἶπαν καθηγηταὶ πανεπιστημίου τὰ λησμονήσαμε· τὰ λόγια ποὺ μᾶς εἶπε ἡ γιαγιὰ δὲν τὰ λησμονήσαμε. Γιατὶ οἱ ἀγράμματοι ἐκεῖνοι εἶχαν φῶς ―φῶς ποὺ τοὺς φώτιζε ἦταν ἡ ἁγία Τριάδα― καὶ ἔβλεπαν καὶ ἔλεγαν σπουδαῖα πράγματα.
Τέτοιος ἦταν καὶ ὁ Μακρυγιάννης, ἕνας ἀπὸ τοὺς ἥρωες τοῦ ’21. Εἶδε ὁράματα. Οἰκογενειάρχης ἦταν μὲ 7 παιδιά, τὸ κορμί του κόσκινο ἀπὸ βόλια τούρκικα. Ἀγράμματος, μόλις ἔβαζε τὴν ὑπογραφή του καὶ σκάλιζε τὸ ἀλφάβητο. Ἦταν ὅμως φωτισμένος ἄνθρωπος· εἶπε καὶ ἔγραψε λόγια σοφά, καὶ εἶδε ὁράματα. Διαβάστε νὰ δῆτε τὰ ὁράματα ποὺ εἶδε.
Τότε ἡ Ἑλλὰς φωτιζόταν ἀπὸ τὸ φῶς τῆς ἁγίας Τριάδος. Μετὰ μᾶς ἦρθαν ἀπὸ τὸ ἐξωτερικὸ οἱ ἀπόλεμοι, ποὺ δὲν ἔλαβαν μέρος στὸν ἀγῶνα. Ἦρθαν ἀπ’ τὸ Παρίσι, πόλι διαφθορᾶς καὶ ἀκολασίας, καὶ εἶπαν στὴν Ἑλλάδα «δὲν ὑπάρχει Θεός». Αὐτοὶ οἱ ψευτοκουλτουριάρηδες ἄλλαξαν τὴν πορεία μας, ἔστρεψαν τὴν κοίτη τοῦ ἱστορικοῦ μας ἔθνους πρὸς τὴν ἀθεΐα καὶ ἀπιστία. Καὶ τότε ὁ Μακρυγιάννης εἶπε· Ποῦ καταντήσαμε! Ἐμεῖς οἱ ἀγράμματοι, μὲ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, κάναμε τὸν ἀγῶνα καὶ νικήσαμε, καὶ τώρα ἔρχονται αὐτοὶ νὰ μᾶς τυφλώσουν, οἱ τάχα φωτισμένοι, ποὺ δὲν εἶνε εἰς θέσιν νὰ ἐκτιμήσουν, τί τζιβαϊρικὸ ―στὴ γλῶσσα του―, τί πολύτιμο καὶ ἀνεκτίμητο πρᾶγμα, τί θησαυρὸ ἔχουμε. Ὁ δὲ θησαυρός μας εἶνε ἡ Ὀρθοδοξία καὶ ἡ πατρίδα μας.
Δὲν μποροῦμε νὰ τὰ ἐκτιμήσουμε. Μᾶς τύφλωσε ὁ σατανᾶς. Καὶ ἐνῷ εἴμεθα τυφλοί, ἔχουμε τὴν ἀξίωσι νὰ εἴμεθα ὁδηγοὶ τοῦ ἔθνους. Τέτοιοι ἄθεοι δασκάλοι καὶ καθηγηταὶ ἀνέβηκαν στὶς ἕδρες καὶ θέλουν νὰ διδάξουν τὰ παιδιά μας. Ὀρθῶς εἶπε μιὰ προφητεία· «τὰ ἄθεα γράμματα θὰ καταστρέψουν τὸν κόσμο». Σ’ αὐτοὺς ἁρμόζει αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Χριστός· «Τυφλὸς τυφλὸν» ἐὰν ὁδηγῇ, «ἀμφότεροι εἰς βόθυνον πεσοῦνται» (Λουκ. 6,39).
* * *
Τελειώνω μ’ ἕνα ἀνέκδοτο ἀπὸ τὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας. Στὴν Ἀλεξανδρεία ἦταν ἕνας τυφλὸς ποὺ ὠνομαζόταν Δίδυμος. Ἀλλὰ τὸν φώτισε τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, ἔγινε δεινὸς θεολόγος, ἄνοιξε σχολή, καὶ πήγαιναν ὅλοι καὶ τὸν ἄκουγαν (ὅπως κ’ ἐδῶ εἶδα κάποιον τυφλὸ βοσκὸ ἀπὸ τὴν Ἤπειρο, ὁ ὁποῖος ξέρει ἀπ’ ἔξω τὴν ἁγία Γραφή, κ’ ἔμεινα κατάπληκτος). Ὁ Δίδυμος λοιπὸν ὁ τυφλὸς ἤξερε καλὰ τὰ κείμενα τῶν Γραφῶν καὶ δίδασκε. Κάποτε τὸν εἶδε ὁ Μέγας Ἀντώνιος καὶ εἶπε· Σὲ μακαρίζω, Δίδυμε, γιατὶ δὲν ἔχεις μάτια σὰν αὐτὰ ποὺ ἔχουν καὶ οἱ κατσαρίδες καὶ οἱ σκορπιοὶ καὶ τὰ φίδια καὶ τὰ λιοντάρια, ἀλλὰ ἔχεις κάτι ἄλλα μάτια πολὺ ἀνώτερα· ἔχεις τὰ μάτια τῆς πίστεως.
Αὐτὰ τὰ λίγα εἶχα νὰ πῶ, ἀδελφοί μου. Ἂς ἀναστενάξουμε, διότι ὅλοι ἔχουμε μειωμένη τὴν πνευματικὴ ὅρασι. Καὶ στὸ ἐρώτημα τοῦ Χριστοῦ «Τί σοι θέλεις ποιήσω;» (Λουκ. 18,41), ν’ ἀπαντήσουμε· Κύριε, δὲν θέλουμε οὔτε χρῆμα οὔτε πλούτη οὔτε χρυσό. Θέλουμε μάτια. Μάτια σὰν ἐκεῖνα ποὺ εἶχαν οἱ πρόγονοί μας. Νὰ δοῦμε τὸν ἑαυτό μας, τὸν προορισμό μας, τὸ ὕψος τῆς ἀποστολῆς μας. Νὰ δοῦμε ἐσένα τὸν Χριστό· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
Αὐτὰ τὰ λίγα εἶχα νὰ πῶ, ἀδελφοί μου. Ἂς ἀναστενάξουμε, διότι ὅλοι ἔχουμε μειωμένη τὴν πνευματικὴ ὅρασι. Καὶ στὸ ἐρώτημα τοῦ Χριστοῦ «Τί σοι θέλεις ποιήσω;» (Λουκ. 18,41), ν’ ἀπαντήσουμε· Κύριε, δὲν θέλουμε οὔτε χρῆμα οὔτε πλούτη οὔτε χρυσό. Θέλουμε μάτια. Μάτια σὰν ἐκεῖνα ποὺ εἶχαν οἱ πρόγονοί μας. Νὰ δοῦμε τὸν ἑαυτό μας, τὸν προορισμό μας, τὸ ὕψος τῆς ἀποστολῆς μας. Νὰ δοῦμε ἐσένα τὸν Χριστό· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία του Μητρ. Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ ῾Αγ. Τριάδος Πτολεμαΐδος τὴν 2-12-1990.
Κυριακὴ ΙΔ΄ Λουκᾶ (Λουκ. 18,35-43) ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΚΑΙ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΟΡΑΣΙΣ +Μητροπολίτης Φλωρίνης Αυγουστίνος
«Ἐγγίσαντος δὲ αὐτοῦ ἐπηρώτησεν αὐτὸν λέγων· Τί σοι θέλεις ποιήσω; ὁ δὲ εἶπε· Κύριε, ἵνα ἀναβλέψω. καὶ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· Ἀνάβλεψον· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε. καὶ παραχρῆμα ἀνέβλεψε, καὶ ἠκολούθει αὐτῷ δοξάζων τὸν Θεόν» (Λουκ. 18,41-43)
ΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, διαβάζεται τὸ Εὐαγγέλιο τῆς Δεκάτης Τετάρτης (ΙΔ´) Κυριακῆς τοῦ Λουκᾶ. Ἡ περικοπὴ αὐτὴ διηγεῖται ἕνα ἀπὸ τὰ ἄπειρα θαύματα ποὺ ἔκανε, κάνει καὶ θὰ κάνῃ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Τὸ θαῦμα εἶνε ἡ θεραπεία ἑνὸς τυφλοῦ.
Τί νὰ ποῦμε; Νὰ μιλήσουμε γιὰ τὸ δυστυχισμένο αὐτὸν ἄνθρωπο πού, κοντὰ στὸ ὅτι ἦταν τυφλός, ἦταν ἀκόμα καὶ πάμπτωχος κ’ εἶχε καταντήσει ζητιάνος στὰ σταυροδρόμια; Νὰ ποῦμε γιὰ τὴ χαρὰ ποὺ δοκίμασε ὅταν ἄκουσε, ὅτι περνάει «ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος» (Λουκ. 18,37); Νὰ ποῦμε γιὰ τὸ φλογερὸ αἴτημά του στὸ Χριστό, τὸ «Κύριε, ἐλέησον»; Ἢ νὰ ποῦμε γιὰ τὴν ἐλεεινὴ συμπεριφορὰ τοῦ κόσμου πού, ἀντὶ νὰ τὸν βοηθήσῃ, «ἐπετίμα αὐτόν» (ἔ.ἀ. 18,39), τοῦ ’λεγε Σκάσε, τί φωνάζεις;»; Ἢ νὰ ποῦμε γιὰ τὴ δύναμι τοῦ Χριστοῦ μας, ποὺ ἕνα παντοδύναμο λόγο εἶπε κι ὁ τυφλὸς «ἀνέβλεψε» (ἔ.ἀ. 18,43), κι ὁ κόσμος θαύμασε;
Ἀφήνω ὅλα αὐτὰ καὶ παρακαλῶ νὰ προσέξετε ἕνα ἄλλο σημεῖο.
Τί νὰ ποῦμε; Νὰ μιλήσουμε γιὰ τὸ δυστυχισμένο αὐτὸν ἄνθρωπο πού, κοντὰ στὸ ὅτι ἦταν τυφλός, ἦταν ἀκόμα καὶ πάμπτωχος κ’ εἶχε καταντήσει ζητιάνος στὰ σταυροδρόμια; Νὰ ποῦμε γιὰ τὴ χαρὰ ποὺ δοκίμασε ὅταν ἄκουσε, ὅτι περνάει «ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος» (Λουκ. 18,37); Νὰ ποῦμε γιὰ τὸ φλογερὸ αἴτημά του στὸ Χριστό, τὸ «Κύριε, ἐλέησον»; Ἢ νὰ ποῦμε γιὰ τὴν ἐλεεινὴ συμπεριφορὰ τοῦ κόσμου πού, ἀντὶ νὰ τὸν βοηθήσῃ, «ἐπετίμα αὐτόν» (ἔ.ἀ. 18,39), τοῦ ’λεγε Σκάσε, τί φωνάζεις;»; Ἢ νὰ ποῦμε γιὰ τὴ δύναμι τοῦ Χριστοῦ μας, ποὺ ἕνα παντοδύναμο λόγο εἶπε κι ὁ τυφλὸς «ἀνέβλεψε» (ἔ.ἀ. 18,43), κι ὁ κόσμος θαύμασε;
Ἀφήνω ὅλα αὐτὰ καὶ παρακαλῶ νὰ προσέξετε ἕνα ἄλλο σημεῖο.
* * *
Ὁ Θεὸς ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο «κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν» αὐτοῦ (Γέν. 1,26). Τὸν ἐφωδίασε μὲ ἔξοχες ἰδιότητες, ἐννοῶ καὶ τὶς σωματικές. Μία ἀπὸ τὶς δωρεὲς τοῦ Κυρίου εἶνε ὅτι τὸν προίκισε μὲ πέντε αἰσθήσεις, ἀπὸ τὶς ὁποῖες σπουδαιοτέρα εἶνε ἀσφαλῶς ἡ ὅρασις.
Τὰ μάτια! Ὑπάρχει γι’ αὐτὰ ὁλόκληρη εἰδικὴ ἐπιστήμη, τὴν ὁποία διακονοῦν οἱ ὀφθαλμίατροι, καὶ μένουν κατάπληκτοι. Φτάνει ἕνα μάτι ν’ ἀποδείξῃ ὅτι ὑπάρχει Θεός. Ἀρκεῖ αὐτό.
Συναντήθηκα κάποτε μ᾿ ἕναν ἄπιστο ποὺ ἠρνεῖτο ὅτι ὑπάρχει Θεός. Κρατοῦσε μιὰ φωτογραφικὴ μηχανή, ποὺ μόλις τὴν εἶχε ἀγοράσει. ―Πῶς βρέθηκε, λέω, στὰ χέρια σου αὐτὴ ἡ μηχανή; Ἔμαθα, ὅτι τέτοιες μηχανὲς φυτρώνουν σὲ κάποιο χωράφι. ―Μὰ τί λές; μοῦ ἀπαντᾷ, μόνο τρελλὸς μπορεῖ νὰ τὸ πῇ αὐτό. Τότε τοῦ εἶπα· ―Ἂν εἶνε τρελλὸς ὅποιος λέει ὅτι οἱ φωτογραφικὲς μηχανὲς φυτρώνουν στὸ χωράφι, τότε ἑκατὸ φορὲς πιὸ τρελλὸς εἶνε ἐκεῖνος ποὺ λέει ὅτι ὁ ἄνθρωπος καὶ τὰ μάτια του φύτρωσαν μόνα τους. Τί εἶνε τὸ μάτι; Μιὰ τέλεια φωτογραφικὴ μηχανή. Πῶς παραδέχεσαι ὅτι ἡ φωτογραφικὴ μηχανὴ ἔχει δημιουργό, καὶ δὲν παραδέχεσαι τὸ Θεὸ δημιουργὸ γιὰ τὸ μάτι; Τὸ μάτι εἶνε δῶρο, γιὰ τὸ ὁποῖο θά ’πρεπε νὰ τὸν εὐχαριστοῦμε, ὅπως λέει ὁ ποιητής·
«Ὅταν τριγύρω βλέπω τῆς φύσεως τὰ κάλλη,
τὸν ἥλιο, τὴ σελήνη, τ’ ἄστρα τὰ φωτεινά,
τὴ θάλασσα, π’ ἀφρίζει κι’ ἁπλώνεται μεγάλη,
τοὺς ποταμούς, τὰ δένδρα, τοὺς κάμπους, τὰ βουνά,
καὶ τ’ ἄνθη ποὺ στολίζουν ἀγροὺς καὶ μονοπάτια,
Σ’ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, ποὺ μοῦ ᾽δωκες τὰ μάτια»
(Ἰω. Πολέμης, Ἀναγνωστικὸ τῆς Ε΄ Δημοτικοῦ, σ. 295).
«Σ’ εὐχαριστῶ Θεέ μου, ποὺ μοῦ ’δωσες τὰ μάτια». Τὸ λέμε; Δὲν τὸ λέμε δυστυχῶς. Μὴν εἴμεθα ἀχάριστοι στὸ Θεό. Καὶ νὰ δείχνουμε συμπάθεια σὲ ὅλους τοὺς τυφλοὺς ἀδελφούς μας ποὺ ζοῦν μέσα σ’ ἕνα διαρκὲς σκοτάδι.
Τὰ μάτια! Ὑπάρχει γι’ αὐτὰ ὁλόκληρη εἰδικὴ ἐπιστήμη, τὴν ὁποία διακονοῦν οἱ ὀφθαλμίατροι, καὶ μένουν κατάπληκτοι. Φτάνει ἕνα μάτι ν’ ἀποδείξῃ ὅτι ὑπάρχει Θεός. Ἀρκεῖ αὐτό.
Συναντήθηκα κάποτε μ᾿ ἕναν ἄπιστο ποὺ ἠρνεῖτο ὅτι ὑπάρχει Θεός. Κρατοῦσε μιὰ φωτογραφικὴ μηχανή, ποὺ μόλις τὴν εἶχε ἀγοράσει. ―Πῶς βρέθηκε, λέω, στὰ χέρια σου αὐτὴ ἡ μηχανή; Ἔμαθα, ὅτι τέτοιες μηχανὲς φυτρώνουν σὲ κάποιο χωράφι. ―Μὰ τί λές; μοῦ ἀπαντᾷ, μόνο τρελλὸς μπορεῖ νὰ τὸ πῇ αὐτό. Τότε τοῦ εἶπα· ―Ἂν εἶνε τρελλὸς ὅποιος λέει ὅτι οἱ φωτογραφικὲς μηχανὲς φυτρώνουν στὸ χωράφι, τότε ἑκατὸ φορὲς πιὸ τρελλὸς εἶνε ἐκεῖνος ποὺ λέει ὅτι ὁ ἄνθρωπος καὶ τὰ μάτια του φύτρωσαν μόνα τους. Τί εἶνε τὸ μάτι; Μιὰ τέλεια φωτογραφικὴ μηχανή. Πῶς παραδέχεσαι ὅτι ἡ φωτογραφικὴ μηχανὴ ἔχει δημιουργό, καὶ δὲν παραδέχεσαι τὸ Θεὸ δημιουργὸ γιὰ τὸ μάτι; Τὸ μάτι εἶνε δῶρο, γιὰ τὸ ὁποῖο θά ’πρεπε νὰ τὸν εὐχαριστοῦμε, ὅπως λέει ὁ ποιητής·
«Ὅταν τριγύρω βλέπω τῆς φύσεως τὰ κάλλη,
τὸν ἥλιο, τὴ σελήνη, τ’ ἄστρα τὰ φωτεινά,
τὴ θάλασσα, π’ ἀφρίζει κι’ ἁπλώνεται μεγάλη,
τοὺς ποταμούς, τὰ δένδρα, τοὺς κάμπους, τὰ βουνά,
καὶ τ’ ἄνθη ποὺ στολίζουν ἀγροὺς καὶ μονοπάτια,
Σ’ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, ποὺ μοῦ ᾽δωκες τὰ μάτια»
(Ἰω. Πολέμης, Ἀναγνωστικὸ τῆς Ε΄ Δημοτικοῦ, σ. 295).
«Σ’ εὐχαριστῶ Θεέ μου, ποὺ μοῦ ’δωσες τὰ μάτια». Τὸ λέμε; Δὲν τὸ λέμε δυστυχῶς. Μὴν εἴμεθα ἀχάριστοι στὸ Θεό. Καὶ νὰ δείχνουμε συμπάθεια σὲ ὅλους τοὺς τυφλοὺς ἀδελφούς μας ποὺ ζοῦν μέσα σ’ ἕνα διαρκὲς σκοτάδι.
* * *
Ἀλλ’ ἐκτὸς ἀπὸ τὴν σωματικὴ τύφλωσι ὑπάρχει καὶ τύφλωσις πνευματικὴ – ψυχική. Καὶ ἐὰν ἡ ψυχὴ εἶνε ἀσυγκρίτως ἀνώτερη ἀπὸ τὸ σῶμα, τότε καὶ ἡ τύφλωσις ἡ ψυχικὴ εἶνε ἀπείρως χειροτέρα ἀπὸ τὴν σωματική.
Ὑπὸ τὴν ἔννοια αὐτὴ ὅλοι εἴμεθα τυφλοί. Μὴ φανῇ παράξενο αὐτό. Ἂν εἴχαμε μάτια ψυχικά, ὄχι αὐτὰ τὰ ὑλικὰ μάτια, τί θὰ βλέπαμε! Ὅταν λειτουργοῦσε ὁ ἅγιος Σπυρίδων ὁ θαυματουργός, οἱ πιστοὶ ἔβλεπαν δίπλα του ἀγγέλους. Γι’ αὐτὸ στὸ ἀπολυτίκιό του ψάλλουμε «…καὶ ἐν τῷ μέλπειν τὰς ἁγίας σου εὐχὰς ἀγγέλους ἔσχες συλλειτουργοῦντάς σοι, ἱερώτατε». Ναί· ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι σμίγουν μὲ τοὺς ἀνθρώπους στὴ θεία λειτουργία. Ἕνωσις γίνεται, ἑνώνονται ἐπίγεια καὶ οὐράνια.
Ποῦ εἶνε λοιπὸν τὰ μάτια αὐτά, τὰ ψυχικά; Τὸ σῶμα ἔχει τὸ μάτι, τὸ πολυτιμότατο αὐτὸ ὄργανο. Καὶ ἡ ψυχή; Τὸ μάτι τῆς ψυχῆς ποιό εἶνε; Εἶνε ὁ νοῦς, τὸ μυαλό, αὐτὸ τὸ ἄφθαστο κομπιοῦτερ ποὺ ἔπλασε ὁ Θεός. Καὶ ὀρθὰ ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι ὅτι «νοῦς ὁρᾷ καὶ νοῦς ἀκούει» (Ἐπίχαρμος, παρὰ Μ. Ἰατροῦ, Πόθεν καὶ διατί, σ. 301-2). Πράγματα ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ δῇ τὸ σωματικὸ μάτι, τὰ βλέπει ὁ ἄνθρωπος διὰ τῆς ψυχικῆς ὁράσεως. Πέθανε ὁ πατέρας μας· καὶ ὅμως τὸν βλέπουμε μὲ τὴ φαντασία μας. Εἶνε μακριὰ ὁ συγγενής μας, στὴν Αὐστραλία ἢ στὸ Βόρειο Πόλο· πάλι τὸν βλέπουμε. «Νοῦς ὁρᾷ».
Ἀλλὰ γιὰ νὰ βλέπῃ ὁ νοῦς, πρέπει νὰ εἶνε καθαρός, ὑγιής. Κ’ ἐκεῖνο ποὺ τυφλώνει τὸ νοῦ εἶνε τὰ πάθη, ποὺ ἐνσπείρει ὁ διάβολος. Τί κι ἂν σπούδασες, τί κι ἂν ἔμαθες γράμματα καὶ ἐπιστῆμες; Ὅταν ὑπάρχῃ κάποιο πάθος, ὁποιοδήποτε (φιλαργυρία, φιληδονία, φιλοδοξία, πορνεία, μοιχεία, ἀκηδία καὶ ἀδιαφορία, ὀργὴ καὶ θυμός, κακία καὶ μῖσος), αὐτὰ τυφλώνουν. Ἕνας ἐμπαθὴς ἄνθρωπος δὲν βλέπει· τυφλὸς περπατεῖ μέσα στὸν κόσμο.
Τὰ πάθη τυφλώνουν τὸ νοῦ. Διὰ μέσου αὐτῶν ὁ σατανᾶς τυφλώνει «τὰ νοήματα τῶν ἀπίστων» (Β΄ Κορ. 4,4), τυφλώνει τοὺς ἀνθρώπους νοητικῶς – ψυχικῶς. Ὁ εἰκοστὸς αἰώνας χαρακτηρίστηκε ὡς «αἰὼν τῶν φώτων»· στὴν πραγματικότητα εἶνε αἰώνας σκότους· διότι ποτέ ἄλλοτε δὲν ἔγιναν τόσα ἐγκλήματα καὶ δύο παγκόσμιοι πόλεμοι. Γι’ αὐτὸ εἶπε κάποιος φιλόσοφος ποιητής· «Ἰδοὺ ἐγώ, μὲ τόσα φῶτα, τυφλός· τυφλός, ὅπως καὶ πρῶτα».
Οἱ παπποῦδες μας δὲν πήγαν σὲ γυμνάσια καὶ πανεπιστήμια, τοὺς φώτιζε ὅμως ὁ Θεὸς καὶ σ’ ἐμᾶς τὰ ἐγγονάκια ποὺ τοὺς πλησιάζαμε ἔλεγαν σοφὰ λόγια. Λόγια ποὺ μᾶς εἶπαν καθηγηταὶ πανεπιστημίου τὰ λησμονήσαμε· τὰ λόγια ποὺ μᾶς εἶπε ἡ γιαγιὰ δὲν τὰ λησμονήσαμε. Γιατὶ οἱ ἀγράμματοι ἐκεῖνοι εἶχαν φῶς ―φῶς ποὺ τοὺς φώτιζε ἦταν ἡ ἁγία Τριάδα― καὶ ἔβλεπαν καὶ ἔλεγαν σπουδαῖα πράγματα.
Τέτοιος ἦταν καὶ ὁ Μακρυγιάννης, ἕνας ἀπὸ τοὺς ἥρωες τοῦ ’21. Εἶδε ὁράματα. Οἰκογενειάρχης ἦταν μὲ 7 παιδιά, τὸ κορμί του κόσκινο ἀπὸ βόλια τούρκικα. Ἀγράμματος, μόλις ἔβαζε τὴν ὑπογραφή του καὶ σκάλιζε τὸ ἀλφάβητο. Ἦταν ὅμως φωτισμένος ἄνθρωπος· εἶπε καὶ ἔγραψε λόγια σοφά, καὶ εἶδε ὁράματα. Διαβάστε νὰ δῆτε τὰ ὁράματα ποὺ εἶδε.
Τότε ἡ Ἑλλὰς φωτιζόταν ἀπὸ τὸ φῶς τῆς ἁγίας Τριάδος. Μετὰ μᾶς ἦρθαν ἀπὸ τὸ ἐξωτερικὸ οἱ ἀπόλεμοι, ποὺ δὲν ἔλαβαν μέρος στὸν ἀγῶνα. Ἦρθαν ἀπ’ τὸ Παρίσι, πόλι διαφθορᾶς καὶ ἀκολασίας, καὶ εἶπαν στὴν Ἑλλάδα «δὲν ὑπάρχει Θεός». Αὐτοὶ οἱ ψευτοκουλτουριάρηδες ἄλλαξαν τὴν πορεία μας, ἔστρεψαν τὴν κοίτη τοῦ ἱστορικοῦ μας ἔθνους πρὸς τὴν ἀθεΐα καὶ ἀπιστία. Καὶ τότε ὁ Μακρυγιάννης εἶπε· Ποῦ καταντήσαμε! Ἐμεῖς οἱ ἀγράμματοι, μὲ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, κάναμε τὸν ἀγῶνα καὶ νικήσαμε, καὶ τώρα ἔρχονται αὐτοὶ νὰ μᾶς τυφλώσουν, οἱ τάχα φωτισμένοι, ποὺ δὲν εἶνε εἰς θέσιν νὰ ἐκτιμήσουν, τί τζιβαϊρικὸ ―στὴ γλῶσσα του―, τί πολύτιμο καὶ ἀνεκτίμητο πρᾶγμα, τί θησαυρὸ ἔχουμε. Ὁ δὲ θησαυρός μας εἶνε ἡ Ὀρθοδοξία καὶ ἡ πατρίδα μας.
Δὲν μποροῦμε νὰ τὰ ἐκτιμήσουμε. Μᾶς τύφλωσε ὁ σατανᾶς. Καὶ ἐνῷ εἴμεθα τυφλοί, ἔχουμε τὴν ἀξίωσι νὰ εἴμεθα ὁδηγοὶ τοῦ ἔθνους. Τέτοιοι ἄθεοι δασκάλοι καὶ καθηγηταὶ ἀνέβηκαν στὶς ἕδρες καὶ θέλουν νὰ διδάξουν τὰ παιδιά μας. Ὀρθῶς εἶπε μιὰ προφητεία· «τὰ ἄθεα γράμματα θὰ καταστρέψουν τὸν κόσμο». Σ’ αὐτοὺς ἁρμόζει αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Χριστός· «Τυφλὸς τυφλὸν» ἐὰν ὁδηγῇ, «ἀμφότεροι εἰς βόθυνον πεσοῦνται» (Λουκ. 6,39).
Ὑπὸ τὴν ἔννοια αὐτὴ ὅλοι εἴμεθα τυφλοί. Μὴ φανῇ παράξενο αὐτό. Ἂν εἴχαμε μάτια ψυχικά, ὄχι αὐτὰ τὰ ὑλικὰ μάτια, τί θὰ βλέπαμε! Ὅταν λειτουργοῦσε ὁ ἅγιος Σπυρίδων ὁ θαυματουργός, οἱ πιστοὶ ἔβλεπαν δίπλα του ἀγγέλους. Γι’ αὐτὸ στὸ ἀπολυτίκιό του ψάλλουμε «…καὶ ἐν τῷ μέλπειν τὰς ἁγίας σου εὐχὰς ἀγγέλους ἔσχες συλλειτουργοῦντάς σοι, ἱερώτατε». Ναί· ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι σμίγουν μὲ τοὺς ἀνθρώπους στὴ θεία λειτουργία. Ἕνωσις γίνεται, ἑνώνονται ἐπίγεια καὶ οὐράνια.
Ποῦ εἶνε λοιπὸν τὰ μάτια αὐτά, τὰ ψυχικά; Τὸ σῶμα ἔχει τὸ μάτι, τὸ πολυτιμότατο αὐτὸ ὄργανο. Καὶ ἡ ψυχή; Τὸ μάτι τῆς ψυχῆς ποιό εἶνε; Εἶνε ὁ νοῦς, τὸ μυαλό, αὐτὸ τὸ ἄφθαστο κομπιοῦτερ ποὺ ἔπλασε ὁ Θεός. Καὶ ὀρθὰ ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι ὅτι «νοῦς ὁρᾷ καὶ νοῦς ἀκούει» (Ἐπίχαρμος, παρὰ Μ. Ἰατροῦ, Πόθεν καὶ διατί, σ. 301-2). Πράγματα ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ δῇ τὸ σωματικὸ μάτι, τὰ βλέπει ὁ ἄνθρωπος διὰ τῆς ψυχικῆς ὁράσεως. Πέθανε ὁ πατέρας μας· καὶ ὅμως τὸν βλέπουμε μὲ τὴ φαντασία μας. Εἶνε μακριὰ ὁ συγγενής μας, στὴν Αὐστραλία ἢ στὸ Βόρειο Πόλο· πάλι τὸν βλέπουμε. «Νοῦς ὁρᾷ».
Ἀλλὰ γιὰ νὰ βλέπῃ ὁ νοῦς, πρέπει νὰ εἶνε καθαρός, ὑγιής. Κ’ ἐκεῖνο ποὺ τυφλώνει τὸ νοῦ εἶνε τὰ πάθη, ποὺ ἐνσπείρει ὁ διάβολος. Τί κι ἂν σπούδασες, τί κι ἂν ἔμαθες γράμματα καὶ ἐπιστῆμες; Ὅταν ὑπάρχῃ κάποιο πάθος, ὁποιοδήποτε (φιλαργυρία, φιληδονία, φιλοδοξία, πορνεία, μοιχεία, ἀκηδία καὶ ἀδιαφορία, ὀργὴ καὶ θυμός, κακία καὶ μῖσος), αὐτὰ τυφλώνουν. Ἕνας ἐμπαθὴς ἄνθρωπος δὲν βλέπει· τυφλὸς περπατεῖ μέσα στὸν κόσμο.
Τὰ πάθη τυφλώνουν τὸ νοῦ. Διὰ μέσου αὐτῶν ὁ σατανᾶς τυφλώνει «τὰ νοήματα τῶν ἀπίστων» (Β΄ Κορ. 4,4), τυφλώνει τοὺς ἀνθρώπους νοητικῶς – ψυχικῶς. Ὁ εἰκοστὸς αἰώνας χαρακτηρίστηκε ὡς «αἰὼν τῶν φώτων»· στὴν πραγματικότητα εἶνε αἰώνας σκότους· διότι ποτέ ἄλλοτε δὲν ἔγιναν τόσα ἐγκλήματα καὶ δύο παγκόσμιοι πόλεμοι. Γι’ αὐτὸ εἶπε κάποιος φιλόσοφος ποιητής· «Ἰδοὺ ἐγώ, μὲ τόσα φῶτα, τυφλός· τυφλός, ὅπως καὶ πρῶτα».
Οἱ παπποῦδες μας δὲν πήγαν σὲ γυμνάσια καὶ πανεπιστήμια, τοὺς φώτιζε ὅμως ὁ Θεὸς καὶ σ’ ἐμᾶς τὰ ἐγγονάκια ποὺ τοὺς πλησιάζαμε ἔλεγαν σοφὰ λόγια. Λόγια ποὺ μᾶς εἶπαν καθηγηταὶ πανεπιστημίου τὰ λησμονήσαμε· τὰ λόγια ποὺ μᾶς εἶπε ἡ γιαγιὰ δὲν τὰ λησμονήσαμε. Γιατὶ οἱ ἀγράμματοι ἐκεῖνοι εἶχαν φῶς ―φῶς ποὺ τοὺς φώτιζε ἦταν ἡ ἁγία Τριάδα― καὶ ἔβλεπαν καὶ ἔλεγαν σπουδαῖα πράγματα.
Τέτοιος ἦταν καὶ ὁ Μακρυγιάννης, ἕνας ἀπὸ τοὺς ἥρωες τοῦ ’21. Εἶδε ὁράματα. Οἰκογενειάρχης ἦταν μὲ 7 παιδιά, τὸ κορμί του κόσκινο ἀπὸ βόλια τούρκικα. Ἀγράμματος, μόλις ἔβαζε τὴν ὑπογραφή του καὶ σκάλιζε τὸ ἀλφάβητο. Ἦταν ὅμως φωτισμένος ἄνθρωπος· εἶπε καὶ ἔγραψε λόγια σοφά, καὶ εἶδε ὁράματα. Διαβάστε νὰ δῆτε τὰ ὁράματα ποὺ εἶδε.
Τότε ἡ Ἑλλὰς φωτιζόταν ἀπὸ τὸ φῶς τῆς ἁγίας Τριάδος. Μετὰ μᾶς ἦρθαν ἀπὸ τὸ ἐξωτερικὸ οἱ ἀπόλεμοι, ποὺ δὲν ἔλαβαν μέρος στὸν ἀγῶνα. Ἦρθαν ἀπ’ τὸ Παρίσι, πόλι διαφθορᾶς καὶ ἀκολασίας, καὶ εἶπαν στὴν Ἑλλάδα «δὲν ὑπάρχει Θεός». Αὐτοὶ οἱ ψευτοκουλτουριάρηδες ἄλλαξαν τὴν πορεία μας, ἔστρεψαν τὴν κοίτη τοῦ ἱστορικοῦ μας ἔθνους πρὸς τὴν ἀθεΐα καὶ ἀπιστία. Καὶ τότε ὁ Μακρυγιάννης εἶπε· Ποῦ καταντήσαμε! Ἐμεῖς οἱ ἀγράμματοι, μὲ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, κάναμε τὸν ἀγῶνα καὶ νικήσαμε, καὶ τώρα ἔρχονται αὐτοὶ νὰ μᾶς τυφλώσουν, οἱ τάχα φωτισμένοι, ποὺ δὲν εἶνε εἰς θέσιν νὰ ἐκτιμήσουν, τί τζιβαϊρικὸ ―στὴ γλῶσσα του―, τί πολύτιμο καὶ ἀνεκτίμητο πρᾶγμα, τί θησαυρὸ ἔχουμε. Ὁ δὲ θησαυρός μας εἶνε ἡ Ὀρθοδοξία καὶ ἡ πατρίδα μας.
Δὲν μποροῦμε νὰ τὰ ἐκτιμήσουμε. Μᾶς τύφλωσε ὁ σατανᾶς. Καὶ ἐνῷ εἴμεθα τυφλοί, ἔχουμε τὴν ἀξίωσι νὰ εἴμεθα ὁδηγοὶ τοῦ ἔθνους. Τέτοιοι ἄθεοι δασκάλοι καὶ καθηγηταὶ ἀνέβηκαν στὶς ἕδρες καὶ θέλουν νὰ διδάξουν τὰ παιδιά μας. Ὀρθῶς εἶπε μιὰ προφητεία· «τὰ ἄθεα γράμματα θὰ καταστρέψουν τὸν κόσμο». Σ’ αὐτοὺς ἁρμόζει αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Χριστός· «Τυφλὸς τυφλὸν» ἐὰν ὁδηγῇ, «ἀμφότεροι εἰς βόθυνον πεσοῦνται» (Λουκ. 6,39).
* * *
Τελειώνω μ’ ἕνα ἀνέκδοτο ἀπὸ τὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας. Στὴν Ἀλεξανδρεία ἦταν ἕνας τυφλὸς ποὺ ὠνομαζόταν Δίδυμος. Ἀλλὰ τὸν φώτισε τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, ἔγινε δεινὸς θεολόγος, ἄνοιξε σχολή, καὶ πήγαιναν ὅλοι καὶ τὸν ἄκουγαν (ὅπως κ’ ἐδῶ εἶδα κάποιον τυφλὸ βοσκὸ ἀπὸ τὴν Ἤπειρο, ὁ ὁποῖος ξέρει ἀπ’ ἔξω τὴν ἁγία Γραφή, κ’ ἔμεινα κατάπληκτος). Ὁ Δίδυμος λοιπὸν ὁ τυφλὸς ἤξερε καλὰ τὰ κείμενα τῶν Γραφῶν καὶ δίδασκε. Κάποτε τὸν εἶδε ὁ Μέγας Ἀντώνιος καὶ εἶπε· Σὲ μακαρίζω, Δίδυμε, γιατὶ δὲν ἔχεις μάτια σὰν αὐτὰ ποὺ ἔχουν καὶ οἱ κατσαρίδες καὶ οἱ σκορπιοὶ καὶ τὰ φίδια καὶ τὰ λιοντάρια, ἀλλὰ ἔχεις κάτι ἄλλα μάτια πολὺ ἀνώτερα· ἔχεις τὰ μάτια τῆς πίστεως.
Αὐτὰ τὰ λίγα εἶχα νὰ πῶ, ἀδελφοί μου. Ἂς ἀναστενάξουμε, διότι ὅλοι ἔχουμε μειωμένη τὴν πνευματικὴ ὅρασι. Καὶ στὸ ἐρώτημα τοῦ Χριστοῦ «Τί σοι θέλεις ποιήσω;» (Λουκ. 18,41), ν’ ἀπαντήσουμε· Κύριε, δὲν θέλουμε οὔτε χρῆμα οὔτε πλούτη οὔτε χρυσό. Θέλουμε μάτια. Μάτια σὰν ἐκεῖνα ποὺ εἶχαν οἱ πρόγονοί μας. Νὰ δοῦμε τὸν ἑαυτό μας, τὸν προορισμό μας, τὸ ὕψος τῆς ἀποστολῆς μας. Νὰ δοῦμε ἐσένα τὸν Χριστό· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
Αὐτὰ τὰ λίγα εἶχα νὰ πῶ, ἀδελφοί μου. Ἂς ἀναστενάξουμε, διότι ὅλοι ἔχουμε μειωμένη τὴν πνευματικὴ ὅρασι. Καὶ στὸ ἐρώτημα τοῦ Χριστοῦ «Τί σοι θέλεις ποιήσω;» (Λουκ. 18,41), ν’ ἀπαντήσουμε· Κύριε, δὲν θέλουμε οὔτε χρῆμα οὔτε πλούτη οὔτε χρυσό. Θέλουμε μάτια. Μάτια σὰν ἐκεῖνα ποὺ εἶχαν οἱ πρόγονοί μας. Νὰ δοῦμε τὸν ἑαυτό μας, τὸν προορισμό μας, τὸ ὕψος τῆς ἀποστολῆς μας. Νὰ δοῦμε ἐσένα τὸν Χριστό· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία του Μητρ. Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ ῾Αγ. Τριάδος Πτολεμαΐδος τὴν 2-12-1990.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)
Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...
-
Πολύ πριν δημιουργηθεί το Ιντερνετ,οι προφητείες κυκλοφορούσαν σε βιβλία,με αναλύσεις που σήμερα θεωρούνται σημαντικές για την ακρίβεια τ...
-
Ο εν παντί καιρώ και πάση ώρα, εν ουρανώ και επί γης προσκυνούμενος και δοξαζόμενος Χριστός ο Θεός, ο μακρόθυμος, ο πολυέλεος, ο πο...
-
Μιλώντας γενικά, εντούτοις, υπάρχει μια ευδιάκριτη αδιαφορία για την εκκλησιαστική μουσική στη βυζαντινή λογοτεχνία πριν το 10ο αιώνα. Υ...
-
Ειρήνης Αρτέμη Πτ. Θεολογίας -Φιλολογία Πανεπιστημίου Αθηνών Mphil Θεολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών υπ. διδάκτορος Θεολογίας Πανεπιστ...
-
ΕΙΝΑΙ ΑΤΙΜΙΑ ΣΤΟΝ ΑΝΤΡΑ ΝΑ ΑΦΗΝΕΙ ΤΑ ΜΑΛΛΙΑ ΤΟΥ ΜΑΚΡΙΑ ''ούτε η φύση δεν σας διδάσκει, ότι ο άνδρας μεν αν αφήνει μακρ...
-
ΕΥΧΗ ΕΠΙ ΕΥΛΟΓΙΑ ΠΙΤΑΣ ΑΓΙΟΥ ΦΑΝΟΥΡΙΟΥ Μητροπολίτου Ν.Ιωνίας και Φιλαφελφείας ΤΙΜΟΘΕΟΥ Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Ουράνιος Άρτος, ο τη...
-
Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...
-
Από το 1053 μ.Χ. γνωστές οι μετά χίλια έτη εξελίξεις!!! Τι λέει το κείμενο που βρέθηκε στη Μεμβράνη… Στην «Ε.Ω.» της Πέμπτης 29 Μαΐου 20...
-
Τρεις ημέρες θα κρατήσει ο επιθετικός εκφοβισμός της Τουρκίας σε Ελλάδα και Κύπρο , αποκαλύπτει ο Μητροπολίτης Μόρφου Νεόφυτος, σ...
-
Με τη σημερινή Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου, ανοίγει τις πύλες της, αγαπητοί μου, η κατανυκτική περίοδος του Τριωδίου. Πρόκειται για ...