Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τρίτη, Δεκεμβρίου 11, 2012

Θαυμαστές διηγήσεις από τον βίο του Οσίου Δανιήλ του Στυλίτου.(11 Δεκεμβρίου)



Όσιος Δανιήλ ο Στυλίτης
Μια  ιδιαίτερη κατηγορία ασκητών είναι οι στυλίτες άγιοι, που αντιπροσωπεύουν έναν ακραίο φανατικό ασκητισμό.  Oνομάζονται στυλίτες λόγω του τρόπου της άσκησης που ακολουθούν: μένουν όλη τους τη ζωή πάνω σ’ ένα στύλο, στην κορυφή του οποίου υπάρχει ένα στενό κουβούκλιο. Παραμένουν όρθιοι, σε στάση σταυρική και προσεύχονται αδιάκοπα, ανεξάρτητα από τα καιρικά φαινόμενα. Yποδηλώνουν έτσι την πλήρη διάστασή τους από τα εγκόσμια. Οι άγιοι αυτοί ανήκουν στη συροπαλαιστινιακή παράδοση της αγιογραφίας. Περίφημοι στυλίτες είναι ο Δανιήλ, ο Συμεών, ο Συμεών Nέος και ο Aλύπιος
Η θαυμαστή γέννηση του Οσίου Δανιήλ  και η μοναχική του κλίση
Ο Όσιος Πατήρ ημών Δανιήλ, έζησε κατά τους χρόνους του βασιλιά Λέοντος Α΄του Μεγάλου (457-474), του επικαλουμένου Μακέλλη. Καταγόταν από τη Μεσοποταμία της Συρίας, από την περιφέρεια των Σαμοσάτων.
Ο πατέρας του Ηλίας και η μητέρα του Μάρθα ήταν προηγουμένως άτεκνοι και είχαν γι’ αυτό μεγάλη θλίψη. Μη μπορώντας η Μάρθα να υποφέρει άλλο από την πολύχρονη στείρωση, βγήκε τα μεσάνυχτα κρυφά από την οικία της. Ύψωσε τα χέρια της στον ουρανό, και προσευχόμενη με δάκρυα πολλά έλεγε στον πολυεύσπλαχνο Θεό: «Δέσποτα και βασιλιά όλης της κτίσης, Εσύ έπλασες τον άνθρωπο, αρσενικό και θηλυκό, προστάζοντας τους ν’ αυξάνονται και να πληθύνονται. Παρακαλώ την ευσπλαχνία σου, παντοδύναμε, λυπήσου με την ανάξια. Λύσε τη στείρωση της κοιλίας μου, δίνοντας και σε μένα τεκνογονία. Χάρισέ μου ένα παιδί, όπως χάρισες στη Σάρρα, στα γηρατειά της, τον Ισαάκ, στην Άννα το Σαμουήλ και στην Ελισάβετ τον Ιωάννη τον Πρόδρομο. Και σου υπόσχομαι να σου αφιερώσω το παιδί που θα γεννήσω, όπως έκαμε και η Άννα». Αφού τέλειωσε την προσευχή της, μπήκε μέσα στην οικία της και ξάπλωσε να κοιμηθεί. Μόλις αποκοιμήθηκε, βλέπει σε όραμα ότι κατέβηκαν από τον ουρανό κάτι φωτεινά σημεία σαν δίσκοι στρογγυλοί και στάθηκαν πάνω από την κεφαλή της. Ίσως αυτό να σήμαινε την αγιότητα του παιδιού που επρόκειτο να γεννηθεί. Γιατί μετά το όραμα συνέλαβε και γέννησε το μακάριο Δανιήλ.
Όταν έφθασε το παιδί στα πέντε του χρόνια, το πήγαν οι γονείς του σε μοναστήρι και το αφιέρωσαν στο Θεό, όπως υποσχέθηκαν. Ο ηγούμενος όμως δεν το δέχτηκε στη μονή μέχρι που να μεγαλώσει και να αναχωρήσει από τον κόσμο με την θέληση του. Όταν μεγάλωσε λοιπόν ο Δανιήλ, καταφρόνησε συγγενείς και φίλους, πλούτο και δόξα και κοσμικές απολαύσεις για την αγάπη του Δημιουργού του. Πήγε σ’ ένα κοινόβιο και πέφτοντας στα πόδια του Γέροντα τον παρακαλούσε να τον κουρεύσει μοναχό. Ο ηγούμενος όμως βλέποντας τον πολύ νεαρό δίσταζε. Φοβόταν μήπως δεν μπορέσει να υποφέρει την κακοπάθεια και προσπαθούσε να τον εμποδίσει γιατί ήταν μόλις δώδεκα χρονών. Τον συμβούλευε να περιμένει ακόμα λίγο καιρό για να μπορέσει να αντέχει στην άσκηση, τη νηστεία και την αγρυπνία. Αλλά ο Δανιήλ του απάντησε: «Και εγώ πάτερ μου, για τους λόγους αυτούς θέλω να γίνω μοναχός. Για να απαρνηθώ τα του κόσμου, και να ζήσω με το Χριστό». Προσπάθησε ο ηγούμενος ξανά με διάφορα λόγια να τον εμποδίσει, αλλά δεν μπόρεσε. Τότε συμβουλεύτηκε τους αδελφούς της μονής, που όταν είδαν την τόση προθυμία του παιδιού, συγκατατέθηκαν και έμεινε ο Δανιήλ στη συνοδεία τους. Ήταν από την αρχή ο μακάριος, ασκητικότατος, και μέρα με τη μέρα προόδευε στην αρετή. Όταν έμαθαν την ενάρετη ζωή του οι γονείς του χάρηκαν πολύ. Πήγαν στο μαναστήρι και παρακάλεσαν τον ηγούμενο να τον κάμει μοναχό μπροστά τους. Δεν τους αρνήθηκε ο ηγούμενος. Τον κούρεψε μοναχό, αλλά τους παράγγειλε να μην έρχονται συχνά στο μοναστήρι.
 
Συνάντηση με τον Συμεών τον Στυλίτη
Ύστερα από πολλά χρόνια κοινοβιακής ζωής πεθύμησε ο θειότατος να πάει στα Ιεροσόλυμα για να προσκυνήσει στους Αγίους Τόπους. Ήθελε ακόμα να δει και τον περίφημο Συμεών το Στυλίτη, να πάρει την ευλογία του. Γι’ αυτό ζήτησε από τον Γέροντα άδεια να φύγει, αλλά εκείνος δεν ήθελε με κανένα τρόπο να τον αφήσει. Ύστερα όμως δέχτηκε, γιατί ήταν ανάγκη να πάει για κάτι εκκλησιαστικές υποθέσεις στην Αντιόχεια, και πήρε με τους άλλους αδελφούς, και τον Δανιήλ στη συνοδεία του. Αφού άφησαν πίσω τους πολλούς τόπους έφτασαν και στο χωριό Τελλαδάν, όπου ασκήτευε ο Όσιος Συμεών ο Στυλίτης. Όταν πλησίασαν στο στύλο εντυπωσιάστηκαν από το πώς αυτός ο άνθρωπος ζούσε μέσα σε τόση στέρηση, σε τόσο ύψος. Και υπέμενε ο γενναίος αυτός ασκητής τη ψύχρα του χειμώνα, τον καύσωνα του καλοκαιριού, τη μανία των ανέμων και τη δριμύτητα των βροχών. Βλέποντας τον ο Δανιήλ όχι μόνο θαύμαζε αλλά «θείω ζήλω» κινούμενος ήθελε να τον μιμηθεί. Όταν μετά οι αδελφοί φώναξαν προς τον Όσιο και τον χαιρέτισαν, έσκυψε ο ευλογημένος το κεφάλι του, από το ύψος του στύλου και τους είπε να βάλλουν μια σκάλα που είχε εκεί κοντά, για ν’ ανέβουν. Ο Δανιήλ μόλις άκουσε την πρόσκληση, έτρεξε πρόθυμα. Ανέβηκε τη σκάλα και όταν έφτασε στον Όσιο, τον ασπάστηκε με ευλάβεια. Ο Μέγας Συμεών τον ευλόγησε και του προφήτευσε τη μέλλουσα αρετή του λέγοντας: «Πολέμα γενναία παιδί μου, γιατί πολλούς πόνους πρόκειται να υπομείνεις για τον Κύριο. Ο Θεός θέλει να σου δώσει δύναμη και βοήθεια να νικήσεις το ψυχοφθόρο δαίμονα μέχρι τέλους».
 
 Ο σωφρονισμός της πόρνης
Μπροστά στην τόση προθυμία του Οσίου για πνευματικές αναβάσεις, δεν άντεξε ο μισάνθρωπος δαίμονας. Φθονώντας την αγγελική ζωή του, παρακίνησε κάτι ανθρώπους στο Βυζάντιο να τον ενοχλήσουν. Μηχανεύτηκαν αυτοί να πληρώσουν μια πόρνη, τη Βασιανή, αν καταφέρει να δελεάσει τον Όσιο, ή κανένα από τους μαθητές του. Φόρεσε λοιπόν, η άσωτη, ρούχα λαμπρά και πολύτιμα κοσμήματα και πήγε προς τον Ισάγγελο Δανιήλ. Έφτασε κοντά στο στύλο, σ’ ένα χωράφι και προφασιζόμενη ότι έχει κάποια ασθένεια προσπαθούσε με διάφορους τρόπους να αιχμαλωτίσει την καθαρή ψυχή του Οσίου. Αλλά παρ’ όλες τις πονηριές της δεν κατάφερε να νικήσει ούτε τον Όσιο, ούτε κανένα από τους μαθητές του.
Επέστρεψε λοιπόν άπρακτη. Για να πάρει όμως τα χρήματα που της υποσχέθηκαν, είπε ψέματα ότι την επιθύμησε ο Δανιήλ. Και ότι είπε, αυτός που ζούσε με τους αγγέλους, στους μαθητές του, να της βάλουν σκάλα ν’ ανεβεί, αλλά αυτή έφυγε. Ο Θεός όμως για την βέβηλη συκοφαντία της επέτρεψε να παραλογιάσει. Και αυτή χωρίς να θέλει, ομολογούσε παντού ότι κατηγόρησε άδικα τον ουρανοπολίτη Δανιήλ. Οι άνθρωποι της Πόλης τη λυπήθηκαν και την πήγαν στον Όσιο. Και ο αμνησίκακος δούλος του Χριστού, τη συγχώρεσε και τη θεράπευσε. Ύστερα από τη θεραπεία της η Βασιανή, νικημένη από τη φιλανθρωπία του Οσίου, καταφιλούσε το στύλο και έχυσε άφθονα δάκρυα μετανοίας. Και ο φιλόστοργος και απειράγαθος Θεός, της έστειλε τη χάρη του, από την οποία συγκινημένη η πρώην πόρνη, υποσχέθηκε στον Όσιο ότι θα διορθωθεί. Και πράγματι έζησε την υπόλοιπη ζωή της σωφρονέστατα.
 

 Η μετάνοια του βαρβάρου
 
Ήταν κάποιος ανδρείος Γαλάτης που ονομαζόταν Εδρανός. Πολέμησε με τους συντρόφους του μαζί με το βασιλιά, και σαν γενναίος που ήταν κέρδισε πολλές νίκες. Ο βασιλιάς λοιπόν, θέλησε να τον έχει πάντα σύμμαχο στους πολέμους. Γι’ αυτό τον προσκάλεσε στα ανάκτορα και τον δόξασε με τιμές και φιλοδωρήματα. Ύστερα τον έστειλε στον Άγιο να τον ευλογήσει. Όταν έφθασε ο Εδρανός στο στύλο και μίλησε με τον πνευματοφόρο Δανιήλ, τόσο επέδρασε πάνω του η χάρη του Αγίου, ώστε μετανόησε. Γίνεται ο λύκος ήμερο πρόβατο και ο πρώην βάρβαρος μαθητής του Χριστού και γεύεται μια υπερκόσμια μακαριότητα.
Μπροστά σ’ αυτή τη μακαριότητα ο Εδρανός αρνείται κοσμική χαρά και γίνεται υποτακτικός του Δανιήλ. Παρακινεί και τους φίλους του να τον μιμηθούν. Ο Εδρανός μετονομάστηκε σε Τίτο και άρχισε τη νέα ζωή της συνεχούς ασκήσεως με προθυμία. Ο βασιλιάς λυπήθηκε που έχασε τέτοιο γενναίο πολεμιστή. Όμως δεν τον ενόχλησε καθόλου, για να μη λυπήσει τον Όσιο.
Έμεινε λοιπόν ο Τίτος κοντά στον Όσιο Δανιήλ μιμούμενος τις αρετές τους ιδιαίτερα τη νηστεία. Θέλοντας μια φορά να γνωρίσει τι και πόσο έτρωγε ο Όσιος, παραφύλαξε όλη τη νύχτα πίσω από το στύλο. Για επτά ημερονύχτια που έμεινε, δεν είδε τον Όσιο να φάγει τίποτε. Θαυμάζοντας, εξομολογήθηκε το λογισμό του στον Όσιο και το ζήτησε να του πει την αλήθεια. Ο Όσιος Δανιήλ του είπε: «Τόσο μόνο τρώγω και πίνω, όσο για να μην πεθάνω από την ασιτία και την κακοπάθεια. Γιατί δεν ζούμε για να τρώμε, αλλά τρώμε για να ζούμε». Τη νουθεσία αυτή ο Τίτος, την έκαμε πράξη στη ζωή του. Έτρωγε τόσο, όσο για να ζει. Κοιμόταν πολύ λίγο. Δεν ξάπλωνε ο θειότατος, αλλά δενόταν από τις μασχάλες και κρεμόταν. Στο στήθος του στήριζε ένα βιβλίο πάνω σε σανίδι και διάβαζε μέχρι να κοιμηθεί.
Όταν έμαθε ο βασιλιάς τα κατορθώματά του, εντυπωσιάστηκε. Στις επισκέψεις στον Όσιο, έβλεπε πάντα τον πρώην βάρβαρο και από τη ζωή του έπαιρνε πολλή ωφέλεια. Ένας ακόμα από τους πρώην δούλους του που ακολούθησε τον Τίτο στην μοναχική ζωή, ο Ανατόλιος, έζησε τόσο ενάρετα, ώστε έκανε και δώδεκα μαθητές γινόμενος παντού περιβόητος.
 

Το χάρισμα της Θαυματουργίας.
Η απομάκρυνση από τον κόσμο, δημιουργεί τις πιο ασφαλείς προϋποθέσεις για την ένωση με το Θεό. Μακριά από τη διάσπαση που προκαλούν οι μέριμνες της ζωής, ο ανθρώπινος νους κινούμενος από το συνεχή πόθο, έρχεται σε επαφή με τις άκτιστες ενέργειες του Θεού.
Στη μυστική αυτή συνάντηση Θεού και ανθρώπου, δίνονται από το Χορηγό κάθε αγαθού, τα χαρίσματα όπως ο Θεός γνωρίζει: «ότι πάσα δόσις αγαθή και παν δώρημα τέλειον άνωθεν εστί καταβαίνον εκ σου του πατρός των φώτων», λέγει ο ιερέας στη λειτουργία.
Ένα από τα θεόπεμπτα αυτά χαρίσματα είναι και η θαυματουργία. Του χαρίσματος της θαυματουργίας, αξιώθηκε και ο μακάριος Δανιήλ. Πολλλά είναι τα θαύματα που τέλεσε με τη χάρη του Θεού και μεγάλα τα σημεία, ώστε να προκαλούν το θαυμασμό και τη δοξολογία στον Παντοδύναμο Θεό.
 
 Θεραπεία μικρού παιδιού    
Κάποιος χρυσοχόος είχε ένα παιδί επτά χρονών. Δεν μπορούσε το δύστυχο να περπατήσει όρθιο, αλλά συρόταν με την κοιλιά του σαν ερπετό. Μια μέρα οι γονείς του το πήγαν στον Όσιο. Με δάκρυα στα μάτια τον παρακαλούσαν να τους ελεήσει. Ο Όσιος τους είπε να το βάλουν στο ναό του Αγίου Συμεών και να του αγγίξουν το άγιο λείψανο. Υπάκουσαν οι άνθρωποι. Την εβδόμη μέρα, έκαμε ευχή ο Όσιος από το στύλο και ευθύς το παιδί θεραπεύτηκε. Χαίρονταν οι γονείς του να το βλέπουν να χοροπηδά, να αγκαλιάζει το στύλο και να τον φιλά με ευλάβεια.
 Θεραπεία οδοιπόρου
Ένας οδοιπόρος ερχόμενος από την Ανατολή, έπεσε σε ληστές. Του πήραν ότι είχε προξενώντας του πολλές πληγές. Δεν έφταναν τα όσα κακά, του έκοψαν και τα νεύρα των γονάτων και τον άφησαν καταγής μισοπεθαμένο. Βλέποντας τον άνθρωπο να ουρλιάζει από τους πόνους κάτι οδοιπόροι τον λυπήθηκαν. Βασταζόμενο τον πήραν στην Άγκυρα και τον παράδωσαν στον εκεί επίσκοπο. Έφερε γιατρούς και με θεραπευτικά βότανα έκλεισαν τις πληγές. Όμως ήταν αδύνατο να περπατήσει, γιατί τα νεύρα του ήταν κομμένα. Σκέφτηκαν τότε το θαυματουργό Όσιο. Έβαλαν τον άνθρωπο πάνω σε ζώο και τον οδήγησαν στο στύλο. Εκεί έκλαιε, ο καταπονεμένος, και παρακαλούσε τον Όσιο να τον θεραπεύσει. Ο ταπεινός Δανιήλ αποφεύγοντας τον ανθρώπινο έπαινο, απέδιδε σε άλλους τα κατορθώματα. Έστειλε λοιπόν τον ασθενή στο ναό, και αυτός προσευχόταν πάνω στο στύλο. Αφού χρίσθηκε ο ταλαίπωρος οδοιπόρος, όπως ο Όσιος του υπέδειξε, το λάδι του αγίου λειψάνου, την έκτη μέρα έγινε θαυματουργικά τελείως καλά. Ευχαριστώντας τον Όσιο, δόξασε τον Παντοδύναμο Θεό.
 

γ) Θεραπεία εκ γενετής αλάλου
Ήταν μια γυναίκα, που είχε παιδί άλαλο εκ γενετής, δώδεκα χρονών. Έφυγε μια νύχτα, και άφησε το παιδί έξω από τη μάνδρα που περιστοίχιζε μια έκταση γύρω από το στύλο. Όταν βρήκαν οι μοναχοί το παιδί, το πήραν στον Όσιο. Ο φιλάνθρωπος Δανιήλ, είπε να το κρατήσουν στη μονή και ότι θα γίνει λειτουργός του Κυρίου. Οι μοναχοί του απάντησαν πως το παιδί είναι κουφό και άλαλο. Ο Όσιος τότε τους είπε να χρίσουν με λάδι τη γλώσσα του. Έκαναν οι μοναχοί ότι τους παράγγειλε ο σοφός Γέροντάς τους. Και αυτός προσευχόταν στον Απειράγαθο Θεό να δώσει λαλιά στο δημιούργημά του.
Ήλθε η Κυριακή και όλοι ήταν στη λειτουργία. Όταν ο διάκονος επρόκειτο να διαβάσει το Ευαγγέλιο και είπε το όνομα του Ευαγγελιστή, μίλησε το παιδί και είπε το «Δόξα σοι Κύριε». Από την ώρα εκείνη, προς θαυμασμό όλων, το παιδί απαντούσε στον ιερέα ως το τέλος της λειτουργίας.
Παρ’ όλα τα εξαίσια που με τις προσευχές του τελούσε ο Όσιος Δανιήλ ήταν τόσο ταπεινός, επιεικής στους άλλους και μετριόφρονας, ώστε θεωρούσε τον εαυτό του, τον αμαρτωλότερο άνθρωπο. Ουδέποτε κατέκρινε κανένα. Και όταν άκουγε κατακρίσεις, ιδιαίτερα για τους ιερείς, έλεγε: «Δεν είμαστε εμείς κριτές των άλλων». Ένας είναι ο δίκαιος και αλάνθαστος Κριτής. Εμείς, αδελφοί μου, αν πραγματικά μισούμε το κακό και όχι τον αδελφό μας, ας το διώξουμε πρώτα από μέσα μας, για να μην κατακριθούμε αιώνια».
 
Η  θαυμαστή κοίμηση του Οσίου.
Αποκάλυψε ο Θεός στον Όσιο, την αναχώρησή του από τις θλίψεις της γης στην ουράνια μακαριότητα. Έγραφε ο Όσιος την τελευταία του διάταξη που έλεγε τα εξής: «Εγώ παιδιά μου, πηγαίνω προς τον κοινό μας Πατέρα. Δε σας αφήνω ορφανούς αλλά αποθέτω τη μέριμνά σας στην Πρόνοια του Θεού. Αυτός δημιούργησε τα πάντα από το μηδέν με μόνο το λόγο του και σαρκώθηκε για τη σωτηρία μας. Αυτός λοιπόν σαν φιλάνθρωπος θα σας φυλάει από το πονηρό. Αυτός θα σας προστατεύει και θα διατηρεί την ομόνοια μεταξύ σας. Να έχετε ταπεινοφροσύνη, υπακοή και φιλοξενία. Μην αμελείτε τη νηστεία, την αγρυπνία, την ακτημοσύνη και πάνω από όλα την αγάπη και την ευσέβεια στο Θεό. Φυλαχτείτε από τα ζιζάνια των αιρετικών. Εάν κάνετε όλα αυτά, τότε θα γίνετε τέλειοι στην αρετή». Όταν τέλειωσε το γράψιμο φώναξε στους μοναχούς να τη διαβάσουν. Οι μοναχοί μαζεύτηκαν γύρω από την σκάλα του στύλου και έκλαιαν για το μεγάλο απόχωρισμό. Ο Άγιος σαν στοργικός πατέρας τούς παρηγορούσε, λέγοντας ότι θα τους προσέχει από τον ουρανό.
Τρεις μέρες πριν από την προς Κύριο εκδημία τού οσιότατου συνέβη το παρακάτω θαυμάσιο. Ήλθαν από τον ουρανό επισκέπτες, πάντες οι Άγιοι: Απόστολοι, Μάρτυρες και Προφήτες, Ιεράρχες, Όσιοι και Δίκαιοι, καθώς και Άγγελοι Κυρίου. Τον ασπάζονταν με φιλοφροσύνη και τον πρόσταξαν να λειτουργήσει. Υπακούοντας ο Όσιος τέλεσε τη λειτουργία και κοινώνησε τα Θεία Μυστήρια. Όταν ο οσιότατος Δανιήλ έφθασε στα έσχατα, βρίσκονταν δίπλα του οι μαθητές του, ο Πατριάρχης και πολλοί από εκείνους που είχαν ευεργετηθεί. Ένας δαιμονισμένος που ήταν κοντά, έβλεπε τους Αγίους και τους Αγγέλους που έρχονταν να συμπαρασταθούν στο θάνατο του οσίου και τους καλούσε τον καθένα ονομαστικά. Ενώ φώναζε είπε και αυτό: «Την τρίτη ώρα της ημέρας, πηγαίνει ο Δανιήλ στον Κύριο και τότε εξέρχεται από μένα το ακάθαρτο πνεύμα με θεία βούληση». Πράγματι την τρίτη ώρα της ημέρας ο θείος Δανιήλ απήλθε προς τον Κύριο και ο δαιμονισμένος ελευθερώθηκε.
Τότε οι κληρικοί και οι θλιμμένοι μαθητές του, ανέβηκαν πάνω σε εξέδρα που κατασκευάστηκε γι’ αυτό και έψαλλαν τα εξόδια κρατώντας στα χέρια τους λαμπάδες. Ακολούθως κατέβασαν το άγιο λείψανο, και το τοποθέτησαν σε μολύβδινη θήκη. Έγιναν την ώρα εκείνη πολλά θαυμάσια που μαρτυρούσαν τη δόξα που απολάμβανε ο Όσιος στους ουρανούς: ενώ ήταν μέρα και ο ήλιος έλαμπε, φάνηκαν από το άγιο λείψανο τρεις σταυροί αποτελούμενοι από αστέρια. Ένα κατάλευκο περιστέρι που πετούσε πάνω του, φανέρωνε την επισκιάζουσα το λείψανο χάρη του Αγίου Πνεύματος.
Ενταφίασε ο Πατριάρχης το ιερό σώμα του Δανιήλ και έβαλε πάνω στον τάφο του τα ιερά λείψανα των Αγίων Τριών Παίδων της Βαβυλώνας. Αυτό έγινε κατά την προσταγή του Αγίου, για να προσκυνήσουν οι προσερχόμενοι τους Αγίους αυτούς αντί τον ίδιο. Έτσι απέφευγε την ανθρώπινη δόξα και μετά θάνατο ο ταπεινότατος.
Αυτός ήταν ο θαυμαστός βίος του Οσίου Δανιήλ Στυλίτη και τα μέχρι του θανάτου του κατορθώματα. Έζησε ο μακάριος ογδόντα χρόνια και τρεις μήνες και κοιμήθηκε το 490.
Η αγία μας Εκκλησία τιμά τη μνήμη του στις 11 Δεκεμβρίου.
ΠΗΓΗ.Σχετική έκδοση του Συλλόγου ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΑΡΝΑΒΑΣ

Γιὰ τὴν Μνησικακία ,Ἅγιος Δωρόθεος




Ἕνας ἀπό τούς Πατέρες, ὁ Εὐάγριος, εἶπε ὅτι οἱ μοναχοί δέν πρέπει νά ὀργίζονται ἤ νά στενοχωροῦν κανέναν. Καί πάλι εἶπε: Ἄν κάποιος χαλιναγωγήσει τό θυμό, χαλιναγωγεῖ τούς δαίμονες. Ἄν ὅμως ἔχει νικηθεῖ ἀπ’ αὐτό τό πάθος, εἶναι τελείως ξένος ἀπό τή μοναχική ζωή[1] καί ἄλλα σχετικά.Τί λοιπόν πρέπει νά ποῦμε ἐμεῖς γιά τόν ἑαυτό μας, πού δέν σταματᾶμε μόνο στό θυμό καί στήν ὀργή, ἀλλά πολλές φορές φτάνουμε καί μέχρι τή μνησικακία; Τί ἄλλο, παρά τό νά πενθήσουμε γι’ αὐτή τήν ἐλεεινή καί ἀπάνθρωπη κατάστασή μας. 

Ἄς κρατήσουμε λοιπόν ἄγρυπνα τά μάτια τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος, ἀδελφοί μου, καί ἄς βοηθήσουμε¸‘μετά Θεόν’ τούς ἑαυτούς μας, γιά νά γλυτώσουμε ἀπό τήν πίκρα αὐτοῦ τοῦ καταστρεπτικοῦ πάθους. Γιατί συμβαίνει πολλές φορές νά βάζει κανείς μετάνοια στόν ἀδελφό του -ὅταν φυσικά ψυχρανθοῦν ἤ στενοχωρηθοῦν μεταξύ τους- καί νά παραμένει καί μετά τή μετάνοια λυπημένος καί ἔχοντας λογισμούς ἐναντίον του. Δέν πρέπει αὐτός πού πολεμιέται ἀπό τούς λογισμούς ν’ ἀδιαφορήσει γιά τό θέμα, ἀλλά ἀμέσως νά τούς σταματήσει. Γιατί αὐτό εἶναι μνησικακία. Καί εἶναι ἀνάγκη νά προσέξει μέ ἄγρυπνη φροντίδα, νά μετανοήσει, ν’ ἀγωνιστεῖ, ὅπως εἶπα, γιά νά μήν μείνει πολύ καιρό μ’ αὐτούς τούς λογισμούς καί κινδυνεύσει. Γιατί μέ τό νά βάλει μετάνοια, ἁπλῶς συμμορφώνεται σέ μιά πρακτική ἐντολή καί προσωρινά ἀντιμετωπίζει τό θέμα τῆς ὀργῆς, ἀλλά δέν κάνει κανέναν ἀγώνα ἐναντίον τῆς μνησικακίας. Γι’ αὐτό καί παραμένει ἔχοντας τή λύπη ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ του. Γιατί εἶναι ἄλλο πράγμα ἡ μνησικακία, ἄλλο ἡ ὀργή, ἄλλο ὁ θυμός καί ἄλλο ἡ ταραχή[2]. 

Καί σᾶς λέω ἕνα παράδειγμα, γιά νά καταλάβετε. Αὐτός πού ἀνάβει φωτιά, στήν ἀρχή ἔχει λίγη θράκα. Θράκα εἶναι ὁ πικρός λόγος τοῦ ἀδελφοῦ πού τόν λύπησε. Δές, ἡ θράκα ἔχει λίγη δύναμη. Γιατί, τί εἶναι μιά λεξούλα τοῦ ἀδελφοῦ σου; Ἄν τήν ὑποφέρεις ἔσβησες τή θράκα. Ἄν ὅμως ἀρχίσεις νά σκέπτεσαι: ‘Γιατί μοῦ τό ’πε; Καί ἐγώ μπορῶ νά τοῦ ἀπαντήσω. Ἄν δέν ἤθελε νά μέ στενοχωρήσει, δέν θά μοῦ τό ’λεγε. Καί, πιστέψτε με, θά τόν κανονίσω ἐγώ!’ Νά, ἔτσι βάζεις μικρά ξυλαράκια ἤ κάποιο ἄλλο προσάναμμα, ὅπως ἀκριβῶς κάνει αὐτός πού θέλει ν’ ἀνάψει φωτιά, καί γεμίζεις τόν τόπο μέ καπνό, πού εἶναι ἡ ταραχή. Ταραχή εἶναι ὁ ἀναβρασμός ἐμπαθῶν καί ἀτάκτων σκέψεων, πού ξεσηκώνουν τήν καρδιά καί τήν κάνουν ἐπιθετική κατά τοῦ πλησίον. Αὐτή δέ ἡ ἐπιθετική διάθεση κατά τοῦ ἀνθρώπου πού μᾶς στενοχώρησε, πολλές φορές παίρνει καί χαρακτήρα ἀπειλητικό, γιατί γίνεται καί ἐκδικητική, ὅπως ἀκριβῶς εἶπε καί ὁ ἀββᾶς Μάρκος: ‘Ἡ κακία πού γίνεται δεκτή μέ τό λογισμό, κάνει τήν καρδιά θυμώδη καί ἀπειλητική, ἐνῶ ὅταν πολεμηθεῖ μέ τήν προσευχή καί τήν ἐλπίδα προκαλεῖ μετάνοια καί συντριβή’[3].

Γιατί ἄν ὑπέφερες τόν ἀσήμαντο λόγο τοῦ ἀδελφοῦ σου, θά ἔσβηνες,ὅπως εἶπα, καί αὐτή τή λίγη θράκα, πρίν ξεσηκωθεῖ ἡ ταραχή. Ὅμως καί αὐτή, ἄν θέλεις, μπορεῖς εὔκολα νά τή σβήσεις, ὅσο εἶναι καιρός, μέ τή σιωπή, μέ τήν προσευχή, μέ μιά μετάνοια ὁλόκαρδη. Ἄν ὅμως παραμείνεις βγάζοντας καπνό, μ’ αὐτό τόν τρόπο ἀποθρασύνεις καί ξεσηκώνεις τήν καρδιά σου στριφογυρίζοντας στό νοῦ σου: ‘Γιατί μοῦ τό ’πε; Μπορῶ νά τοῦ ἀπαντήσω καί ἐγώ’. Ἀπ’ ὅλο αὐτό τό βράσιμο καί τή διαμάχη τῶν λογισμῶν, μέ τούς ὁποίους ἡ καρδιά ἀνάβει καί ξεσηκώνεται μέ ἐμπάθεια, ἀνάβει τό πάθος τοῦ θυμοῦ. Γιατί θυμός εἶναι τό ξάναμμα τοῦ αἵματος, πού βρίσκεται γύρω ἀπ’ τήν καρδιά, ὅπως λέει ὁ Μ. Βασίλειος[4]. Νά, ἔτσι ἀνάβει ὁ θυμός, ἔτσι βρισκόμαστε στήν κατάσταση πού τήν λέμε ὀξυχολία. Ἄν λοιπόν θέλεις μπορεῖς νά τόν σβήσεις καί αὐτόν, πρίν φέρει τήν ὀργή. Ἄν ὅμως συνεχίσεις νά ταράζεις καί νά ταράζεσαι, μοιάζεις σάν κι αὐτόν πού ρίχνει ξύλα στή φωτιά καί μεγαλώνει τή φλόγα. Καί ἔτσι γίνονται τά ἀναμμένα κάρβουνα, πού εἶναι ἡ ὀργή.

Καί αὐτό εἶναι ἐκεῖνο πού εἶπε ὁ ἀββᾶς Ζωσιμᾶς, ὅταν τόν ρώτησαν τί σημαίνει ἡ φράση: ὅπου δέν ὑπάρχει θυμός, σταματάει ἡ διαμάχη. Γιατί, ἄν στήν ἀρχή τῆς ταραχῆς, μόλις ἀρχίσει, ὅπως εἴπαμε, νά βγάζει καπνό καί νά πετάει μερικές σπίθες, προλάβει κανείς καί κατηγορήσει τόν ἑαυτόν του καί βάλει μετάνοια, πρίν ἀκόμα ξεσηκωθεῖ ἡ ταραχή καί γίνει θυμός, τότε μένει εἰρηνικός. Πάλι ἀφοῦ ἀνάψει ὁ θυμός, ἄν δέν ἡσυχάσει, ἀλλά ἀφήσει στήν ψυχή του τήν ταραχή καί τήν ἐκδικητικότητα, μοιάζει, ὅπως εἴπαμε, μ’ αὐτόν πού ρίχνει ξύλα στή φωτιά καί παραμένει ξαναμμένος μέχρι νά φτιάξει μεγάλα κάρβουνα. Ὅπως ἀκριβῶς λοιπόν ἡ θράκα γίνεται κάρβουνα, πού ἀποθηκεύονται καί μένουν πολλά χρόνια χωρίς νά καταστρέφονται, καί ἄν τούς ρίξει κανείς νερό, δέν σαπίζουν, ἔτσι καί ἡ ὀργή. Ἄν μείνει πολύ καιρό στήν ψυχή γίνεται μνησικακία. Καί τότε, ἄν κανείς δέν χύσει τό αἷμα του, δέν ἀπαλλάσσεται ἀπ’ αὐτή. Νά λοιπόν, σᾶς εἶπα τή διαφορά, καταλάβατε. Ἀκούσατε τί εἶναι ἡ πρώτη ταραχή, τί ὁ θυμός, τί ἡ ὀργή, καί τί ἡ μνησικακία. Βλέπετε πῶς ἀπό μιά κουβέντα φτάνουμε σέ τόσο μεγάλο κακό; Γιατί ἄν ἀπό τήν ἀρχή κατηγοροῦσε τόν ἑαυτόν του καί ὑπέμενε τό λόγο τοῦ ἀδελφοῦ του καί δέν κοίταζε νά πάρει ἐκδίκηση καί, ἀντί γιά ἕνα λόγο, νά πεῖ δύο ἤ πέντε λόγους καί ν’ ἀνταποδώσει κακό ἀντί κακοῦ, θά γλύτωνε ἀπ’ ὅλα αὐτά τά κακά. Γι’ αὐτό πάντοτε σᾶς λέω: ὅσο ἀκόμα εἶναι στήν ἀρχή τά πάθη, κόψτε τα, πρίν δυναμώσουν ἐναντίον σας καί σᾶς ταλαιπωρήσουν. Γιατί εἶναι ἄλλο πράγμα νά βγάζεις μικρό χορταράκι καί ἄλλο νά ξεριζώνεις μεγάλο δέντρο.

Δέν παραξενεύομαι γιά τίποτα ἄλλο, παρά μόνο γιά τό ὅτι δέν καταλαβαίνουμε τί ψάλλουμε. Καθημερινά ψάλλουμε καί καταριόμαστε ἔτσι τούς ἑαυτούς μας, χωρίς νά τό καταλαβαίνουμε. Δέν ἔχουμε ὑποχρέωση νά ξέρουμε τί ψάλλουμε; Πάντοτε βέβαια λέμε: ‘Ἄν σ’ αὐτούς πού μοῦ ἀνταπέδωσαν ἀντί τῶν εὐεργεσιῶν θλίψεις, ἔκανα καί ἐγώ τό ἴδιο, τότε ἄς πέσω ἔρημος καί ἀβοήθητος στά χέρια τῶν ἐχθρῶν μου’ (Ψαλ. 7,5). Τί σημαίνει ὅμως νά πέσω; Ὅσο κανείς στέκεται ὄρθιος ἔχει τή δύναμη νά ἀμυνθεῖ κατά τῶν ἐχθρῶν του, κτυπάει, κτυπιέται, νικάει, νικιέται. Γιατί ἀκόμα εἶναι ὄρθιος. Ἄν ὅμως πέσει, πῶς μπορεῖ νά συνεχίσει τήν πάλη μέ τόν ἐχθρό, ἀφοῦ βρίσκεται πεσμένος καταγῆς; Καί καταριόμαστε τούς ἑαυτούς μας,ὄχι μόνο νά πέσουμε στά χέρια τῶν ἐχθρῶν μας, ἀλλά νά πέσουμε καί ἀβοήθητοι. Τί σημαίνει νά πέσει κανείς ἀβοήθητος στά χέρια τῶν ἐχθρῶν του; Εἴπαμε ὅτι νά πέσει κανείς σημαίνει ὅτι δέν ἔχει πιά τή δύναμη ν’ ἀντισταθεῖ, σημαίνει ὅτι βρίσκεται πεσμένος καταγῆς. Τό δέ ἔρημος καί ἀβοήθητος σημαίνει, νά μήν ἔχει ποτέ τίποτα καλό, πού νά τοῦ δώσει τή δύναμη νά σηκωθεῖ. Γιατί ἐκεῖνος πού σηκώνεται, μπορεῖ πάλι νά φροντίσει τόν ἑαυτόν του καί ὅποια στιγμή χρειαστεῖ, νά ξαναπαλαίψει μέ τόν ἐχθρό.

Μετά λέμε: ‘Ἄς καταδιώξει τότε ὁ ἐχθρός τήν ψυχή μου καί ἄς μέ συλλάβει αἰχμάλωτο’. Ὄχι μόνο νά μᾶς καταδιώξει, ἀλλά καί νά μᾶς συλλάβει, ὥστε νά εἴμαστε αἰχμάλωτοι σ’ αὐτόν πάντα, νά μᾶς νικάει, καί σέ καθετί νά μᾶς καταβάλλει, ἄν ἀνταποδίδουμε τό κακό σ’ ὅσους μᾶς ἐκδικοῦνται. Καί δέν εὐχόμαστε μόνον αὐτό, ἀλλά καί νά ποδοπατήσει τή ζωή μας (Ψαλ. 7,6). Τί εἶναι ἡ ζωή μας; Ἡ ζωή μας εἶναι οἱ ἀρετές. Καί παρακαλοῦμε νά ποδοπατηθεῖ ἡ ζωή μας στό χῶμα, γιά νά γίνουμε ἐντελῶς χωμάτινοι, ἔχοντας στραμμένο ὅλο τό λογισμό μας στή γῆ. ‘Καί τή δόξα μας ἄς τή θάψει βαθιά στό χῶμα’. Τί ἄλλο εἶναι ἡ δόξα μας, παρά ἡ γνώση πού γεννιέται στήν ψυχή πού τηρεῖ τίς ἅγιες ἐντολές; Αὐτό λοιπόν λέμε.Δηλαδή νά μᾶς δοξάσει, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος (Φιλ. 3,19) μέσα στήν αἰσχύνη μας. Νά ποδοπατήσει στό χῶμα τή ζωή μας καί νά κάνει τή ζωή μας καί τή δόξα μας γήϊνα, ὥστε τίποτα νά μήν λογιαζόμαστε, σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἀντίθετα νά σκεπτόμαστε πάντα σωματικά, πάντα σαρκικά σάν αὐτούς γιά τούς ὁποίους λέει ὁ Θεός: ‘Δέν θά παραμείνει γιά πολύ τό πνεῦμα μου σ’ αὐτούς τούς ἀνθρώπους ἐπειδή φρονοῦν καί ζοῦν σαρκικά’(Γεν. 6,3). 

Ἔτσι λοιπόν ψέλνοντας ὅλα αὐτά, καταριόμαστε τούς ἑαυτούς μας, ἄν ἀποδίδουμε κακό ἀντί γιά κακό. Καί ὅμως πόσα κακά ἀντί κακῶν ἀποδίδουμε καί δέν μᾶς ἐνδιαφέρει καθόλου, ἀλλά ἀδιαφοροῦμε.

Συμβαίνει δέ πολλές φορές ν’ ἀποδίδει κανείς κακό ἀντί γιά κακό ὄχι μόνο μέ πράξη, ἀλλά καί μέ λόγο καί μέ τή στάση του. Καί παρουσιάζεται ἐξωτερικά ὅτι δέν ἀνταπέδωσε μέ πράξη τό κακό, ἀλλά βλέπει ὅτι τό ἀνταπέδωσε μέ λόγο ἤ, ὅπως εἶπα, μέ τή συμπεριφορά του. Γιατί πολλές φορές κάνει κανείς ἕνα μορφασμό ἤ μιά κίνηση ἤ ρίχνει ἕνα βλέμμα καί ταράσσει τόν ἀδελφό του. Γιατί μπορεῖ κανείς καί μ’ ἕνα βλέμμα καί μέ μιά κίνηση νά πληγώσει τόν ἀδελφό του. Καί εἶναι καί αὐτό ἀνταπόδωση κακοῦ ἀντί κακοῦ. Ἄλλος προσπαθεῖ νά μήν ἀνταποδώσει τό κακό οὔτε μέ πράξη, οὔτε μέ λόγο, οὔτε μέ μορφασμό ἤ μέ κίνηση. Λυπᾶται ὅμως στήν ψυχή του γιά τόν ἀδελφό του καί στενοχωριέται μαζί του. Βλέπετε πόση διαφορά καταστάσεων! Ἄλλος πάλι δέν τρέφει καμιά λύπη γιά τόν ἀδελφό του. Ἄν ὅμως ἀκούσει ὅτι κάποτε κάποιος τόν στενοχώρησε ἤ γόγγυσε ἐναντίον του ἤ τόν ἔβρισε, εὐχαριστιέται πού τ’ ἀκούει καί βρίσκεται καί αὐτός στήν κατάσταση ν’ ἀποδίδει κακό ἀντί γιά κακό μέσα στήν καρδιά του. Ἄλλος οὔτε κακία κρατάει, οὔτε χαίρεται ὅταν ἀκούει κακολογία γιÕ αὐτόν πού τόν ἔθλιψε, ἀλλά στενοχωριέται βαθιά ἄν ἐκεῖνος λυπηθεῖ. Δέν αἰσθάνεται ὅμως εὐχάριστα ἄν τοῦ συμβεῖ κάτι καλό, ἀλλά ἄν τόν δεῖ νά δοξάζεται ἤ ν’ ἀναπαύεται, στενοχωριέται. Καί εἶναι καί αὐτό ἕνα εἶδος μνησικακίας, ἐλαφρότερο, ὅμως πραγματικό. Πρέπει δέ νά χαίρεται κανείς γιά τά καλά τοῦ ἀδελφοῦ του καί νά κάνει τά πάντα γιά νά τόν ἐξυπηρετήσει καί μέ καθετί νά φροντίζει νά τόν τιμάει καί νά τόν ἀναπαύει.

Στήν ἀρχή τοῦ λόγου εἴπαμε ὅτι πολλές φορές συμβαίνει νά βάλει κάποιος μετάνοια στόν ἀδελφό του καί μετά τή μετάνοια νά παραμένει ἀκόμα λυπημένος μαζί του.Τότε λέμε ὅτι, βάζοντας μετάνοια, τήν μέν ὀργή θεράπευσε μ’ αὐτή τή μετάνοια, ἐναντίον ὅμως τῆς μνησικακίας δέν ἀγωνίστηκε ἀκόμα. Ὑπάρχει δέ καί ἄλλος πού ἄν συμβεῖ νά στενοχωρηθεῖ μέ κάποιον καί βάλουν μετάνοια καί συγχωρεθοῦν εἰρηνεύει ἀπέναντί του καί δέν βαστάει στήν καρδιά του καμία κακή ἀνάμνηση γιά αὐτόν. Ἄν ὅμως συμβεῖ, μετά ἀπό μερικές ἡμέρες, νά τοῦ πεῖ κάτι πού νά τόν στενοχωρήσει, ἀρχίζει νά ξαναθυμᾶται καί τά πρῶτα καί ν’ ἀναστατώνεται, ὄχι μόνο γιά τά δεύτερα, ἀλλά καί γιά τά πρῶτα. Αὐτός μοιάζει μέ ἄνθρωπο πού ἔχει πληγή καί βάζει ἔμπλαστρο. Καί προσωρινά μέ τό ἔμπλαστρο τήν ἐπουλώνει. Εἶναι ὅμως ἀκόμα τό μέρος εὐαίσθητο καί ὁποιαδήποτε στιγμή τοῦ ρίξει κανείς μιά πέτρα, πληγώνεται πιό εὔκολα ἀπ’ ὅλο τό ἄλλο σῶμα καί ἀρχίζει ἀμέσως νά αἱμορραγεῖ. Ἔτσι παθαίνει καί αὐτός. Εἶχε πληγή καί τῆς ἔβαλε ἐπάνω ἔμπλαστρο, πού εἶναι ἡ μετάνοια. Καί προσωρινά μέν θεράπευσε τήν πληγή ἀκριβῶς ὅπως καί ὁ πρῶτος, δηλαδή θεράπευσε τήν ὀργή, καί ἄρχισε νά φροντίζει καί γιά τή μνησικακία προσπαθώντας νά μήν κρατήσει καμιά κακή ἐνθύμηση στήν καρδιά του. Αὐτό ἀκριβῶς εἶναι ἡ ἐπούλωση τοῦ τραύματος. Δέν τό ἐξαφάνισε ὅμως μέχρι τώρα ἐντελῶς, ἀλλά ἀκόμα ἔχει τό ἔλλειμμα τῆς μνησικακίας, πού εἶναι ἡ οὐλή ἀπ’ ὅπου εὔκολα ξανανοίγει ὅλο τό τραῦμα, ὅταν δεχτεῖ μικρό κτύπημα. Πρέπει λοιπόν ν’ ἀγωνιστεῖ, γιά νά ἐξαφανίσει ἐντελῶς τήν οὐλή, ὥστε καί νά ξαναβγάλει τρίχες τό μέρος ἐκεῖνο καί νά μήν μείνει καμιά ἀσχήμια, οὔτε νά γίνεται καθόλου ἀντιληπτό ὅτι βρισκόταν σ’ ἐκεῖνο τό μέρος τραῦμα.

Πῶς ὅμως μπορεῖ νά τό κατορθώσει κανείς αὐτό; Μέ τό νά προσεύχεται μ’ ὅλη του τήν καρδιά γι’ αὐτόν πού τόν λύπησε καί νά λέει: ‘Θέε μου, βοήθησε τόν ἀδελφό μου καί μέ τίς εὐχές του καί μένα’. Καί βρίσκεται στή θέση νά προσεύχεται γιά τόν ἀδελφό του -πράγμα πού ἀποτελεῖ ἀπόδειξη τῆς ἀγάπης καί τῆς συμπάθειας- καί νά ταπεινώνεται ζητώντας βοήθεια μέ τίς εὐχές του. Ὅπου δέ ὑπάρχει συμπάθεια, ἀγάπη καί ταπείνωση,πῶς μπορεῖ νά ὑπερισχύσει θυμός ἤ μνησικακία ἤ κάποιο ἄλλο πάθος; Καθώς εἶπε καί ὁ ἀββάς Ζωσιμᾶς: ‘Καί ἄν ἀκόμα ξεσηκώσει ὅλα τά σύνεργα τῆς κακίας του ὁ διάβολος μέ ὅλα τά δαιμόνιά του, ὅλες οἱ πονηρίες του ἀχρηστεύονται καί συντρίβονται ἀπό τήν ταπείνωση, πού φέρνει ἡ τήρηση τῆς ἐντολῆς τοῦ Χριστοῦ’ [5]. Λέει δέ κάποιος ἄλλος Γέροντας: ‘Αὐτός πού προσεύχεται γιά τούς ἐχθρούς του, δέν ἔχει μέσα του μνησικακία’ [6]. 

Κατανοῆστε καλά ὅ, τι ἀκοῦτε καί κάνετέ τα πράξη. Γιατί πραγματικά, ἄν πρακτικά δέν τά ἐφαρμόσετε, μέ τά λόγια δέν μπορεῖτε αὐτά νά τά μάθετε. Ποιός ἄνθρωπος πού θέλει νά μάθει μιά τέχνη, τή μαθαίνει μόνο μέ τά λόγια; Ὁπωσδήποτε πρῶτα φτιάχνει καί χαλάει καί ξαναφτιάχνει καί ξαναχαλάει και ἔτσι, κοπιάζοντας λίγο καί ὑπομένοντας, μαθαίνει τήν τέχνη, μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, πού βλέπει τήν προαίρεση καί τόν κόπο του καί τόν δυναμώνει στό ἔργο. Καί ἐμεῖς θέλουμε νά μάθουμε τήν μεγαλύτερη ἀπ’ ὅλες τίς τέχνες[7], χωρίς νά καταπιαστοῦμε μέ ἔργα; Πῶς εἶναι δυνατόν; Ἄς προσέξουμε τούς ἑαυτούς μας, ἀδελφοί μου, καί ἄς δουλέψουμε μέ πολλή ἐπιμέλεια, ὅσο ἔχουμε ἀκόμα καιρό. Ὁ Θεός νά δώσει νά θυμόμαστε καί νά φυλᾶμε ἐκεῖνα πού ἀκοῦμε, γιά νά μήν μᾶς ἐπιβαρύνουν τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως.



Σημειώσεις:

1) Εἴ τις θυμοῦ κεκράτηκεν, οὗτος δαιμόνων κeκράτηκεν, εἰ δέ τις τούτῳ τῷ πάθει δεδούλωται, οὗτος μοναδικοῦ βίου ἐστί παντελῶς ἀλλότριος, καί ξένος τῶν ὁδῶν τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν· εἴπερ αὐτός ὁ Κύριος ἡμῶν λέγεται διδάσκειν τούς πραεῖς τάς ὁδούς αὐτοῦ· διό καί δυσθήρατος γίνεται τῶν ἀναχωρούντων ὁ νοῦς, εἰς τό τῆς πραότητος φεύγων πεδίον οὐδεμίαν γάρ τῶν ἀρετῶν σχεδόν οὕτω δεδοίκασιν οἱ δαίμονες, ὡς πραΰτητα·ταύτην γάρ καί Μωϋσῆς ἐκεῖνος ἐκέκτητο, πραΰς παρά πάντας τούς ἀνθρώπους κληθείς. Καί ὁ ἅγιος δέ Δαυΐδ ἀξίαν ταύτην τῆς τοῦ Θεοῦ μνήμης ἀπεφθέγξατο εἶναι· ‘Μνήσθητι Κύριε’, λέγων, ‘τοῦ Δαυΐδ καί πάσης τῆς πραότητος αὐτοῦ’. Ἀλλά καί αὐτός ὁ Σωτήρ μιμητάς ἡμᾶς ἐκέλευσε γενέσθαι τῆς ἐκείνου πραότητος· ‘Μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ’ λέγων, ’ὅτι, πρᾶός εἰμι καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ, καί εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῷν‘. Εἰ δέ τις βρωμάτων μέν, καί πομάτων, ἀπέχοιτο, θυμόν δέ λογισμοῖς πονηροῖς ἐρεθίζει, οὗτος ἔοικε ποντοπορούσῃ νηΐ, καί ἐχούσῃ δαίμονα κυβερνήτην, διό προσεκτέον ὅση δύναμις, τῷ ἡμετέρῳ κυνί, καί διδακτέον αὐτόν, τούς λύκους μόνους διαφθείρειν, καί μή τά πρόβατα κατεσθίειν, πᾶσαν ἐνδεικνύμενον πραότητα πρός πάντας ἀνθρώπους>. 
(Εὐάγριος P.G.79. 1216BC).

2) Μ. Βασ. P.G. 31,369.

3) P.G. 65, 908A.

4) Μ. Βασ. P.G. 30, 424A.
Μ. Βασ. P.G. 31, 356C.
Γρ. Νύσ. P.G. 44, 160D.
Γρηγ. Ναζ. P.G. 37, 948.
Εὐάγρ. P.G. 40, 1273.
Γρηγ. Νύσ. P.G. 46, 56.
Ἰωάν. Κλιμ. P.G. 88, 836D.

5) Ἐν παντί ἁμαρτήματι ἐταπείνωσεν ἡμᾶς ὁ διάβολος, καί ὀφείλομεν εὐγνώμονες γενέσθαι τῆς ταπεινώσεως ἡμῶν· οἱ γάρ εὐγνώμονες γενόμενοι τῆς αὐτῶν ταπεινώσεως συντρίβουσι τόν διάβολον. Καί καθώς εἶπον οἱ ἅγιοι Πατέρες· ἐάν κατενεχθῇ ἡ ταπείνωσις εἰς τόν ᾅδην, εἰς τόν οὐρανόν ἀνάγεται· καί ἐάν ὑψωθῇ ἡ ὑπερηφανία ἕως τοῦ οὐρανοῦ, κατάγεται εἰς τόν ᾅδην· τίς πείθει ποτέ τεταπεινωμένον πλέξαι λογισμούς κατά τινος, ἤ κἄν ἀνέξεσθαι μέμψασθαί τινα, ἤ βάλλειν ἐπάνω ἄλλου αἰτίαν; πᾶν γάρ ὁτιοῦν πάθῃ ὁ ταπεινός ἤ ἀκούσει, ἀφορμήν λαμβάνει εἰς τό καταμέμφεσθαι καί ὑβρίζειν ἑαυτόν· καί ἐμέμνητο τοῦ ἀββᾶ Μωϋσέως ὅτε ἐξέβαλλον αὐτόν οἱ κληρικοί τοῦ ἱερατείου, εἰπόντες αὐτῷ·Ὕπαγε ἔξω, Αἰθίοψ. Καί ἤρξατο ἑαυτόν ἐπιπλήττειν καί λέγειν· Σποδόδερμε, μελανέ, καλῶς σοι ἐποίησαν· μή ὤν ἄνθρωπος ἔρχῃ εἰς τό μέσον τῶν ἀνθρώπων· καί καλῶς σοι ἐποίησαν>.
(Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς P.G. 78, 1688A)

6) P.G. 40, 1277D.

7) <Ἀλλ’ ἔστω τις μήτε κακός, καί ἀρετῆς ἥκων εἰς τό ἀκρότατον· οὐχ ὁρῶ, τίνα λαβών ἐπιστήμην, ἤ ποίᾳ δυνάμει πιστεύσας, ταύτην ἄν θαρροίη τήν προστασίαν·τῷ ὄντι γάρ αὕτη μοι φαίνεται τέχνη τις εἶναι τεχνῶν, καί ἐπιστήμη ἐπιστημῶν, ἄνθρωπον ἄγειν, τό πολυτροπώτατον ζῶον καί ποικιλώτατον. Γνοίη δ’ ἄν τις τῇ τῶν σωμάτων θεραπείᾳ, τήν τῶν ψυχῶν ἰατρείαν ἀντεξετάσαι· καί ὅσῳ μέν ἐργώδης ἐκείνη καταμαθών, ὅσω δέ ἡ καθ’ ἡμᾶς ἐργωδεστέρα προσεξετάσας, καί τῇ φύσει τῆς ὕλης, καί τῇ δυνάμει τῆς ἐπιστήμης, καί τῷ τέλει τῆς ἐνεργείας τιμιωτέρα>.
(Γρηγ. Θεολ. P.G. 35, 425A,
Πρβλ. καί Εὐαγρ. P.G. 79, 748-49).
πηγή

Γιὰ τὴν Μνησικακία ,Ἅγιος Δωρόθεος




Ἕνας ἀπό τούς Πατέρες, ὁ Εὐάγριος, εἶπε ὅτι οἱ μοναχοί δέν πρέπει νά ὀργίζονται ἤ νά στενοχωροῦν κανέναν. Καί πάλι εἶπε: Ἄν κάποιος χαλιναγωγήσει τό θυμό, χαλιναγωγεῖ τούς δαίμονες. Ἄν ὅμως ἔχει νικηθεῖ ἀπ’ αὐτό τό πάθος, εἶναι τελείως ξένος ἀπό τή μοναχική ζωή[1] καί ἄλλα σχετικά.Τί λοιπόν πρέπει νά ποῦμε ἐμεῖς γιά τόν ἑαυτό μας, πού δέν σταματᾶμε μόνο στό θυμό καί στήν ὀργή, ἀλλά πολλές φορές φτάνουμε καί μέχρι τή μνησικακία; Τί ἄλλο, παρά τό νά πενθήσουμε γι’ αὐτή τήν ἐλεεινή καί ἀπάνθρωπη κατάστασή μας. 

Ἄς κρατήσουμε λοιπόν ἄγρυπνα τά μάτια τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος, ἀδελφοί μου, καί ἄς βοηθήσουμε¸‘μετά Θεόν’ τούς ἑαυτούς μας, γιά νά γλυτώσουμε ἀπό τήν πίκρα αὐτοῦ τοῦ καταστρεπτικοῦ πάθους. Γιατί συμβαίνει πολλές φορές νά βάζει κανείς μετάνοια στόν ἀδελφό του -ὅταν φυσικά ψυχρανθοῦν ἤ στενοχωρηθοῦν μεταξύ τους- καί νά παραμένει καί μετά τή μετάνοια λυπημένος καί ἔχοντας λογισμούς ἐναντίον του. Δέν πρέπει αὐτός πού πολεμιέται ἀπό τούς λογισμούς ν’ ἀδιαφορήσει γιά τό θέμα, ἀλλά ἀμέσως νά τούς σταματήσει. Γιατί αὐτό εἶναι μνησικακία. Καί εἶναι ἀνάγκη νά προσέξει μέ ἄγρυπνη φροντίδα, νά μετανοήσει, ν’ ἀγωνιστεῖ, ὅπως εἶπα, γιά νά μήν μείνει πολύ καιρό μ’ αὐτούς τούς λογισμούς καί κινδυνεύσει. Γιατί μέ τό νά βάλει μετάνοια, ἁπλῶς συμμορφώνεται σέ μιά πρακτική ἐντολή καί προσωρινά ἀντιμετωπίζει τό θέμα τῆς ὀργῆς, ἀλλά δέν κάνει κανέναν ἀγώνα ἐναντίον τῆς μνησικακίας. Γι’ αὐτό καί παραμένει ἔχοντας τή λύπη ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ του. Γιατί εἶναι ἄλλο πράγμα ἡ μνησικακία, ἄλλο ἡ ὀργή, ἄλλο ὁ θυμός καί ἄλλο ἡ ταραχή[2]. 

Καί σᾶς λέω ἕνα παράδειγμα, γιά νά καταλάβετε. Αὐτός πού ἀνάβει φωτιά, στήν ἀρχή ἔχει λίγη θράκα. Θράκα εἶναι ὁ πικρός λόγος τοῦ ἀδελφοῦ πού τόν λύπησε. Δές, ἡ θράκα ἔχει λίγη δύναμη. Γιατί, τί εἶναι μιά λεξούλα τοῦ ἀδελφοῦ σου; Ἄν τήν ὑποφέρεις ἔσβησες τή θράκα. Ἄν ὅμως ἀρχίσεις νά σκέπτεσαι: ‘Γιατί μοῦ τό ’πε; Καί ἐγώ μπορῶ νά τοῦ ἀπαντήσω. Ἄν δέν ἤθελε νά μέ στενοχωρήσει, δέν θά μοῦ τό ’λεγε. Καί, πιστέψτε με, θά τόν κανονίσω ἐγώ!’ Νά, ἔτσι βάζεις μικρά ξυλαράκια ἤ κάποιο ἄλλο προσάναμμα, ὅπως ἀκριβῶς κάνει αὐτός πού θέλει ν’ ἀνάψει φωτιά, καί γεμίζεις τόν τόπο μέ καπνό, πού εἶναι ἡ ταραχή. Ταραχή εἶναι ὁ ἀναβρασμός ἐμπαθῶν καί ἀτάκτων σκέψεων, πού ξεσηκώνουν τήν καρδιά καί τήν κάνουν ἐπιθετική κατά τοῦ πλησίον. Αὐτή δέ ἡ ἐπιθετική διάθεση κατά τοῦ ἀνθρώπου πού μᾶς στενοχώρησε, πολλές φορές παίρνει καί χαρακτήρα ἀπειλητικό, γιατί γίνεται καί ἐκδικητική, ὅπως ἀκριβῶς εἶπε καί ὁ ἀββᾶς Μάρκος: ‘Ἡ κακία πού γίνεται δεκτή μέ τό λογισμό, κάνει τήν καρδιά θυμώδη καί ἀπειλητική, ἐνῶ ὅταν πολεμηθεῖ μέ τήν προσευχή καί τήν ἐλπίδα προκαλεῖ μετάνοια καί συντριβή’[3].

Γιατί ἄν ὑπέφερες τόν ἀσήμαντο λόγο τοῦ ἀδελφοῦ σου, θά ἔσβηνες,ὅπως εἶπα, καί αὐτή τή λίγη θράκα, πρίν ξεσηκωθεῖ ἡ ταραχή. Ὅμως καί αὐτή, ἄν θέλεις, μπορεῖς εὔκολα νά τή σβήσεις, ὅσο εἶναι καιρός, μέ τή σιωπή, μέ τήν προσευχή, μέ μιά μετάνοια ὁλόκαρδη. Ἄν ὅμως παραμείνεις βγάζοντας καπνό, μ’ αὐτό τόν τρόπο ἀποθρασύνεις καί ξεσηκώνεις τήν καρδιά σου στριφογυρίζοντας στό νοῦ σου: ‘Γιατί μοῦ τό ’πε; Μπορῶ νά τοῦ ἀπαντήσω καί ἐγώ’. Ἀπ’ ὅλο αὐτό τό βράσιμο καί τή διαμάχη τῶν λογισμῶν, μέ τούς ὁποίους ἡ καρδιά ἀνάβει καί ξεσηκώνεται μέ ἐμπάθεια, ἀνάβει τό πάθος τοῦ θυμοῦ. Γιατί θυμός εἶναι τό ξάναμμα τοῦ αἵματος, πού βρίσκεται γύρω ἀπ’ τήν καρδιά, ὅπως λέει ὁ Μ. Βασίλειος[4]. Νά, ἔτσι ἀνάβει ὁ θυμός, ἔτσι βρισκόμαστε στήν κατάσταση πού τήν λέμε ὀξυχολία. Ἄν λοιπόν θέλεις μπορεῖς νά τόν σβήσεις καί αὐτόν, πρίν φέρει τήν ὀργή. Ἄν ὅμως συνεχίσεις νά ταράζεις καί νά ταράζεσαι, μοιάζεις σάν κι αὐτόν πού ρίχνει ξύλα στή φωτιά καί μεγαλώνει τή φλόγα. Καί ἔτσι γίνονται τά ἀναμμένα κάρβουνα, πού εἶναι ἡ ὀργή.

Καί αὐτό εἶναι ἐκεῖνο πού εἶπε ὁ ἀββᾶς Ζωσιμᾶς, ὅταν τόν ρώτησαν τί σημαίνει ἡ φράση: ὅπου δέν ὑπάρχει θυμός, σταματάει ἡ διαμάχη. Γιατί, ἄν στήν ἀρχή τῆς ταραχῆς, μόλις ἀρχίσει, ὅπως εἴπαμε, νά βγάζει καπνό καί νά πετάει μερικές σπίθες, προλάβει κανείς καί κατηγορήσει τόν ἑαυτόν του καί βάλει μετάνοια, πρίν ἀκόμα ξεσηκωθεῖ ἡ ταραχή καί γίνει θυμός, τότε μένει εἰρηνικός. Πάλι ἀφοῦ ἀνάψει ὁ θυμός, ἄν δέν ἡσυχάσει, ἀλλά ἀφήσει στήν ψυχή του τήν ταραχή καί τήν ἐκδικητικότητα, μοιάζει, ὅπως εἴπαμε, μ’ αὐτόν πού ρίχνει ξύλα στή φωτιά καί παραμένει ξαναμμένος μέχρι νά φτιάξει μεγάλα κάρβουνα. Ὅπως ἀκριβῶς λοιπόν ἡ θράκα γίνεται κάρβουνα, πού ἀποθηκεύονται καί μένουν πολλά χρόνια χωρίς νά καταστρέφονται, καί ἄν τούς ρίξει κανείς νερό, δέν σαπίζουν, ἔτσι καί ἡ ὀργή. Ἄν μείνει πολύ καιρό στήν ψυχή γίνεται μνησικακία. Καί τότε, ἄν κανείς δέν χύσει τό αἷμα του, δέν ἀπαλλάσσεται ἀπ’ αὐτή. Νά λοιπόν, σᾶς εἶπα τή διαφορά, καταλάβατε. Ἀκούσατε τί εἶναι ἡ πρώτη ταραχή, τί ὁ θυμός, τί ἡ ὀργή, καί τί ἡ μνησικακία. Βλέπετε πῶς ἀπό μιά κουβέντα φτάνουμε σέ τόσο μεγάλο κακό; Γιατί ἄν ἀπό τήν ἀρχή κατηγοροῦσε τόν ἑαυτόν του καί ὑπέμενε τό λόγο τοῦ ἀδελφοῦ του καί δέν κοίταζε νά πάρει ἐκδίκηση καί, ἀντί γιά ἕνα λόγο, νά πεῖ δύο ἤ πέντε λόγους καί ν’ ἀνταποδώσει κακό ἀντί κακοῦ, θά γλύτωνε ἀπ’ ὅλα αὐτά τά κακά. Γι’ αὐτό πάντοτε σᾶς λέω: ὅσο ἀκόμα εἶναι στήν ἀρχή τά πάθη, κόψτε τα, πρίν δυναμώσουν ἐναντίον σας καί σᾶς ταλαιπωρήσουν. Γιατί εἶναι ἄλλο πράγμα νά βγάζεις μικρό χορταράκι καί ἄλλο νά ξεριζώνεις μεγάλο δέντρο.

Δέν παραξενεύομαι γιά τίποτα ἄλλο, παρά μόνο γιά τό ὅτι δέν καταλαβαίνουμε τί ψάλλουμε. Καθημερινά ψάλλουμε καί καταριόμαστε ἔτσι τούς ἑαυτούς μας, χωρίς νά τό καταλαβαίνουμε. Δέν ἔχουμε ὑποχρέωση νά ξέρουμε τί ψάλλουμε; Πάντοτε βέβαια λέμε: ‘Ἄν σ’ αὐτούς πού μοῦ ἀνταπέδωσαν ἀντί τῶν εὐεργεσιῶν θλίψεις, ἔκανα καί ἐγώ τό ἴδιο, τότε ἄς πέσω ἔρημος καί ἀβοήθητος στά χέρια τῶν ἐχθρῶν μου’ (Ψαλ. 7,5). Τί σημαίνει ὅμως νά πέσω; Ὅσο κανείς στέκεται ὄρθιος ἔχει τή δύναμη νά ἀμυνθεῖ κατά τῶν ἐχθρῶν του, κτυπάει, κτυπιέται, νικάει, νικιέται. Γιατί ἀκόμα εἶναι ὄρθιος. Ἄν ὅμως πέσει, πῶς μπορεῖ νά συνεχίσει τήν πάλη μέ τόν ἐχθρό, ἀφοῦ βρίσκεται πεσμένος καταγῆς; Καί καταριόμαστε τούς ἑαυτούς μας,ὄχι μόνο νά πέσουμε στά χέρια τῶν ἐχθρῶν μας, ἀλλά νά πέσουμε καί ἀβοήθητοι. Τί σημαίνει νά πέσει κανείς ἀβοήθητος στά χέρια τῶν ἐχθρῶν του; Εἴπαμε ὅτι νά πέσει κανείς σημαίνει ὅτι δέν ἔχει πιά τή δύναμη ν’ ἀντισταθεῖ, σημαίνει ὅτι βρίσκεται πεσμένος καταγῆς. Τό δέ ἔρημος καί ἀβοήθητος σημαίνει, νά μήν ἔχει ποτέ τίποτα καλό, πού νά τοῦ δώσει τή δύναμη νά σηκωθεῖ. Γιατί ἐκεῖνος πού σηκώνεται, μπορεῖ πάλι νά φροντίσει τόν ἑαυτόν του καί ὅποια στιγμή χρειαστεῖ, νά ξαναπαλαίψει μέ τόν ἐχθρό.

Μετά λέμε: ‘Ἄς καταδιώξει τότε ὁ ἐχθρός τήν ψυχή μου καί ἄς μέ συλλάβει αἰχμάλωτο’. Ὄχι μόνο νά μᾶς καταδιώξει, ἀλλά καί νά μᾶς συλλάβει, ὥστε νά εἴμαστε αἰχμάλωτοι σ’ αὐτόν πάντα, νά μᾶς νικάει, καί σέ καθετί νά μᾶς καταβάλλει, ἄν ἀνταποδίδουμε τό κακό σ’ ὅσους μᾶς ἐκδικοῦνται. Καί δέν εὐχόμαστε μόνον αὐτό, ἀλλά καί νά ποδοπατήσει τή ζωή μας (Ψαλ. 7,6). Τί εἶναι ἡ ζωή μας; Ἡ ζωή μας εἶναι οἱ ἀρετές. Καί παρακαλοῦμε νά ποδοπατηθεῖ ἡ ζωή μας στό χῶμα, γιά νά γίνουμε ἐντελῶς χωμάτινοι, ἔχοντας στραμμένο ὅλο τό λογισμό μας στή γῆ. ‘Καί τή δόξα μας ἄς τή θάψει βαθιά στό χῶμα’. Τί ἄλλο εἶναι ἡ δόξα μας, παρά ἡ γνώση πού γεννιέται στήν ψυχή πού τηρεῖ τίς ἅγιες ἐντολές; Αὐτό λοιπόν λέμε.Δηλαδή νά μᾶς δοξάσει, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος (Φιλ. 3,19) μέσα στήν αἰσχύνη μας. Νά ποδοπατήσει στό χῶμα τή ζωή μας καί νά κάνει τή ζωή μας καί τή δόξα μας γήϊνα, ὥστε τίποτα νά μήν λογιαζόμαστε, σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἀντίθετα νά σκεπτόμαστε πάντα σωματικά, πάντα σαρκικά σάν αὐτούς γιά τούς ὁποίους λέει ὁ Θεός: ‘Δέν θά παραμείνει γιά πολύ τό πνεῦμα μου σ’ αὐτούς τούς ἀνθρώπους ἐπειδή φρονοῦν καί ζοῦν σαρκικά’(Γεν. 6,3). 

Ἔτσι λοιπόν ψέλνοντας ὅλα αὐτά, καταριόμαστε τούς ἑαυτούς μας, ἄν ἀποδίδουμε κακό ἀντί γιά κακό. Καί ὅμως πόσα κακά ἀντί κακῶν ἀποδίδουμε καί δέν μᾶς ἐνδιαφέρει καθόλου, ἀλλά ἀδιαφοροῦμε.

Συμβαίνει δέ πολλές φορές ν’ ἀποδίδει κανείς κακό ἀντί γιά κακό ὄχι μόνο μέ πράξη, ἀλλά καί μέ λόγο καί μέ τή στάση του. Καί παρουσιάζεται ἐξωτερικά ὅτι δέν ἀνταπέδωσε μέ πράξη τό κακό, ἀλλά βλέπει ὅτι τό ἀνταπέδωσε μέ λόγο ἤ, ὅπως εἶπα, μέ τή συμπεριφορά του. Γιατί πολλές φορές κάνει κανείς ἕνα μορφασμό ἤ μιά κίνηση ἤ ρίχνει ἕνα βλέμμα καί ταράσσει τόν ἀδελφό του. Γιατί μπορεῖ κανείς καί μ’ ἕνα βλέμμα καί μέ μιά κίνηση νά πληγώσει τόν ἀδελφό του. Καί εἶναι καί αὐτό ἀνταπόδωση κακοῦ ἀντί κακοῦ. Ἄλλος προσπαθεῖ νά μήν ἀνταποδώσει τό κακό οὔτε μέ πράξη, οὔτε μέ λόγο, οὔτε μέ μορφασμό ἤ μέ κίνηση. Λυπᾶται ὅμως στήν ψυχή του γιά τόν ἀδελφό του καί στενοχωριέται μαζί του. Βλέπετε πόση διαφορά καταστάσεων! Ἄλλος πάλι δέν τρέφει καμιά λύπη γιά τόν ἀδελφό του. Ἄν ὅμως ἀκούσει ὅτι κάποτε κάποιος τόν στενοχώρησε ἤ γόγγυσε ἐναντίον του ἤ τόν ἔβρισε, εὐχαριστιέται πού τ’ ἀκούει καί βρίσκεται καί αὐτός στήν κατάσταση ν’ ἀποδίδει κακό ἀντί γιά κακό μέσα στήν καρδιά του. Ἄλλος οὔτε κακία κρατάει, οὔτε χαίρεται ὅταν ἀκούει κακολογία γιÕ αὐτόν πού τόν ἔθλιψε, ἀλλά στενοχωριέται βαθιά ἄν ἐκεῖνος λυπηθεῖ. Δέν αἰσθάνεται ὅμως εὐχάριστα ἄν τοῦ συμβεῖ κάτι καλό, ἀλλά ἄν τόν δεῖ νά δοξάζεται ἤ ν’ ἀναπαύεται, στενοχωριέται. Καί εἶναι καί αὐτό ἕνα εἶδος μνησικακίας, ἐλαφρότερο, ὅμως πραγματικό. Πρέπει δέ νά χαίρεται κανείς γιά τά καλά τοῦ ἀδελφοῦ του καί νά κάνει τά πάντα γιά νά τόν ἐξυπηρετήσει καί μέ καθετί νά φροντίζει νά τόν τιμάει καί νά τόν ἀναπαύει.

Στήν ἀρχή τοῦ λόγου εἴπαμε ὅτι πολλές φορές συμβαίνει νά βάλει κάποιος μετάνοια στόν ἀδελφό του καί μετά τή μετάνοια νά παραμένει ἀκόμα λυπημένος μαζί του.Τότε λέμε ὅτι, βάζοντας μετάνοια, τήν μέν ὀργή θεράπευσε μ’ αὐτή τή μετάνοια, ἐναντίον ὅμως τῆς μνησικακίας δέν ἀγωνίστηκε ἀκόμα. Ὑπάρχει δέ καί ἄλλος πού ἄν συμβεῖ νά στενοχωρηθεῖ μέ κάποιον καί βάλουν μετάνοια καί συγχωρεθοῦν εἰρηνεύει ἀπέναντί του καί δέν βαστάει στήν καρδιά του καμία κακή ἀνάμνηση γιά αὐτόν. Ἄν ὅμως συμβεῖ, μετά ἀπό μερικές ἡμέρες, νά τοῦ πεῖ κάτι πού νά τόν στενοχωρήσει, ἀρχίζει νά ξαναθυμᾶται καί τά πρῶτα καί ν’ ἀναστατώνεται, ὄχι μόνο γιά τά δεύτερα, ἀλλά καί γιά τά πρῶτα. Αὐτός μοιάζει μέ ἄνθρωπο πού ἔχει πληγή καί βάζει ἔμπλαστρο. Καί προσωρινά μέ τό ἔμπλαστρο τήν ἐπουλώνει. Εἶναι ὅμως ἀκόμα τό μέρος εὐαίσθητο καί ὁποιαδήποτε στιγμή τοῦ ρίξει κανείς μιά πέτρα, πληγώνεται πιό εὔκολα ἀπ’ ὅλο τό ἄλλο σῶμα καί ἀρχίζει ἀμέσως νά αἱμορραγεῖ. Ἔτσι παθαίνει καί αὐτός. Εἶχε πληγή καί τῆς ἔβαλε ἐπάνω ἔμπλαστρο, πού εἶναι ἡ μετάνοια. Καί προσωρινά μέν θεράπευσε τήν πληγή ἀκριβῶς ὅπως καί ὁ πρῶτος, δηλαδή θεράπευσε τήν ὀργή, καί ἄρχισε νά φροντίζει καί γιά τή μνησικακία προσπαθώντας νά μήν κρατήσει καμιά κακή ἐνθύμηση στήν καρδιά του. Αὐτό ἀκριβῶς εἶναι ἡ ἐπούλωση τοῦ τραύματος. Δέν τό ἐξαφάνισε ὅμως μέχρι τώρα ἐντελῶς, ἀλλά ἀκόμα ἔχει τό ἔλλειμμα τῆς μνησικακίας, πού εἶναι ἡ οὐλή ἀπ’ ὅπου εὔκολα ξανανοίγει ὅλο τό τραῦμα, ὅταν δεχτεῖ μικρό κτύπημα. Πρέπει λοιπόν ν’ ἀγωνιστεῖ, γιά νά ἐξαφανίσει ἐντελῶς τήν οὐλή, ὥστε καί νά ξαναβγάλει τρίχες τό μέρος ἐκεῖνο καί νά μήν μείνει καμιά ἀσχήμια, οὔτε νά γίνεται καθόλου ἀντιληπτό ὅτι βρισκόταν σ’ ἐκεῖνο τό μέρος τραῦμα.

Πῶς ὅμως μπορεῖ νά τό κατορθώσει κανείς αὐτό; Μέ τό νά προσεύχεται μ’ ὅλη του τήν καρδιά γι’ αὐτόν πού τόν λύπησε καί νά λέει: ‘Θέε μου, βοήθησε τόν ἀδελφό μου καί μέ τίς εὐχές του καί μένα’. Καί βρίσκεται στή θέση νά προσεύχεται γιά τόν ἀδελφό του -πράγμα πού ἀποτελεῖ ἀπόδειξη τῆς ἀγάπης καί τῆς συμπάθειας- καί νά ταπεινώνεται ζητώντας βοήθεια μέ τίς εὐχές του. Ὅπου δέ ὑπάρχει συμπάθεια, ἀγάπη καί ταπείνωση,πῶς μπορεῖ νά ὑπερισχύσει θυμός ἤ μνησικακία ἤ κάποιο ἄλλο πάθος; Καθώς εἶπε καί ὁ ἀββάς Ζωσιμᾶς: ‘Καί ἄν ἀκόμα ξεσηκώσει ὅλα τά σύνεργα τῆς κακίας του ὁ διάβολος μέ ὅλα τά δαιμόνιά του, ὅλες οἱ πονηρίες του ἀχρηστεύονται καί συντρίβονται ἀπό τήν ταπείνωση, πού φέρνει ἡ τήρηση τῆς ἐντολῆς τοῦ Χριστοῦ’ [5]. Λέει δέ κάποιος ἄλλος Γέροντας: ‘Αὐτός πού προσεύχεται γιά τούς ἐχθρούς του, δέν ἔχει μέσα του μνησικακία’ [6]. 

Κατανοῆστε καλά ὅ, τι ἀκοῦτε καί κάνετέ τα πράξη. Γιατί πραγματικά, ἄν πρακτικά δέν τά ἐφαρμόσετε, μέ τά λόγια δέν μπορεῖτε αὐτά νά τά μάθετε. Ποιός ἄνθρωπος πού θέλει νά μάθει μιά τέχνη, τή μαθαίνει μόνο μέ τά λόγια; Ὁπωσδήποτε πρῶτα φτιάχνει καί χαλάει καί ξαναφτιάχνει καί ξαναχαλάει και ἔτσι, κοπιάζοντας λίγο καί ὑπομένοντας, μαθαίνει τήν τέχνη, μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, πού βλέπει τήν προαίρεση καί τόν κόπο του καί τόν δυναμώνει στό ἔργο. Καί ἐμεῖς θέλουμε νά μάθουμε τήν μεγαλύτερη ἀπ’ ὅλες τίς τέχνες[7], χωρίς νά καταπιαστοῦμε μέ ἔργα; Πῶς εἶναι δυνατόν; Ἄς προσέξουμε τούς ἑαυτούς μας, ἀδελφοί μου, καί ἄς δουλέψουμε μέ πολλή ἐπιμέλεια, ὅσο ἔχουμε ἀκόμα καιρό. Ὁ Θεός νά δώσει νά θυμόμαστε καί νά φυλᾶμε ἐκεῖνα πού ἀκοῦμε, γιά νά μήν μᾶς ἐπιβαρύνουν τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως.



Σημειώσεις:

1) Εἴ τις θυμοῦ κεκράτηκεν, οὗτος δαιμόνων κeκράτηκεν, εἰ δέ τις τούτῳ τῷ πάθει δεδούλωται, οὗτος μοναδικοῦ βίου ἐστί παντελῶς ἀλλότριος, καί ξένος τῶν ὁδῶν τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν· εἴπερ αὐτός ὁ Κύριος ἡμῶν λέγεται διδάσκειν τούς πραεῖς τάς ὁδούς αὐτοῦ· διό καί δυσθήρατος γίνεται τῶν ἀναχωρούντων ὁ νοῦς, εἰς τό τῆς πραότητος φεύγων πεδίον οὐδεμίαν γάρ τῶν ἀρετῶν σχεδόν οὕτω δεδοίκασιν οἱ δαίμονες, ὡς πραΰτητα·ταύτην γάρ καί Μωϋσῆς ἐκεῖνος ἐκέκτητο, πραΰς παρά πάντας τούς ἀνθρώπους κληθείς. Καί ὁ ἅγιος δέ Δαυΐδ ἀξίαν ταύτην τῆς τοῦ Θεοῦ μνήμης ἀπεφθέγξατο εἶναι· ‘Μνήσθητι Κύριε’, λέγων, ‘τοῦ Δαυΐδ καί πάσης τῆς πραότητος αὐτοῦ’. Ἀλλά καί αὐτός ὁ Σωτήρ μιμητάς ἡμᾶς ἐκέλευσε γενέσθαι τῆς ἐκείνου πραότητος· ‘Μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ’ λέγων, ’ὅτι, πρᾶός εἰμι καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ, καί εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῷν‘. Εἰ δέ τις βρωμάτων μέν, καί πομάτων, ἀπέχοιτο, θυμόν δέ λογισμοῖς πονηροῖς ἐρεθίζει, οὗτος ἔοικε ποντοπορούσῃ νηΐ, καί ἐχούσῃ δαίμονα κυβερνήτην, διό προσεκτέον ὅση δύναμις, τῷ ἡμετέρῳ κυνί, καί διδακτέον αὐτόν, τούς λύκους μόνους διαφθείρειν, καί μή τά πρόβατα κατεσθίειν, πᾶσαν ἐνδεικνύμενον πραότητα πρός πάντας ἀνθρώπους>. 
(Εὐάγριος P.G.79. 1216BC).

2) Μ. Βασ. P.G. 31,369.

3) P.G. 65, 908A.

4) Μ. Βασ. P.G. 30, 424A.
Μ. Βασ. P.G. 31, 356C.
Γρ. Νύσ. P.G. 44, 160D.
Γρηγ. Ναζ. P.G. 37, 948.
Εὐάγρ. P.G. 40, 1273.
Γρηγ. Νύσ. P.G. 46, 56.
Ἰωάν. Κλιμ. P.G. 88, 836D.

5) Ἐν παντί ἁμαρτήματι ἐταπείνωσεν ἡμᾶς ὁ διάβολος, καί ὀφείλομεν εὐγνώμονες γενέσθαι τῆς ταπεινώσεως ἡμῶν· οἱ γάρ εὐγνώμονες γενόμενοι τῆς αὐτῶν ταπεινώσεως συντρίβουσι τόν διάβολον. Καί καθώς εἶπον οἱ ἅγιοι Πατέρες· ἐάν κατενεχθῇ ἡ ταπείνωσις εἰς τόν ᾅδην, εἰς τόν οὐρανόν ἀνάγεται· καί ἐάν ὑψωθῇ ἡ ὑπερηφανία ἕως τοῦ οὐρανοῦ, κατάγεται εἰς τόν ᾅδην· τίς πείθει ποτέ τεταπεινωμένον πλέξαι λογισμούς κατά τινος, ἤ κἄν ἀνέξεσθαι μέμψασθαί τινα, ἤ βάλλειν ἐπάνω ἄλλου αἰτίαν; πᾶν γάρ ὁτιοῦν πάθῃ ὁ ταπεινός ἤ ἀκούσει, ἀφορμήν λαμβάνει εἰς τό καταμέμφεσθαι καί ὑβρίζειν ἑαυτόν· καί ἐμέμνητο τοῦ ἀββᾶ Μωϋσέως ὅτε ἐξέβαλλον αὐτόν οἱ κληρικοί τοῦ ἱερατείου, εἰπόντες αὐτῷ·Ὕπαγε ἔξω, Αἰθίοψ. Καί ἤρξατο ἑαυτόν ἐπιπλήττειν καί λέγειν· Σποδόδερμε, μελανέ, καλῶς σοι ἐποίησαν· μή ὤν ἄνθρωπος ἔρχῃ εἰς τό μέσον τῶν ἀνθρώπων· καί καλῶς σοι ἐποίησαν>.
(Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς P.G. 78, 1688A)

6) P.G. 40, 1277D.

7) <Ἀλλ’ ἔστω τις μήτε κακός, καί ἀρετῆς ἥκων εἰς τό ἀκρότατον· οὐχ ὁρῶ, τίνα λαβών ἐπιστήμην, ἤ ποίᾳ δυνάμει πιστεύσας, ταύτην ἄν θαρροίη τήν προστασίαν·τῷ ὄντι γάρ αὕτη μοι φαίνεται τέχνη τις εἶναι τεχνῶν, καί ἐπιστήμη ἐπιστημῶν, ἄνθρωπον ἄγειν, τό πολυτροπώτατον ζῶον καί ποικιλώτατον. Γνοίη δ’ ἄν τις τῇ τῶν σωμάτων θεραπείᾳ, τήν τῶν ψυχῶν ἰατρείαν ἀντεξετάσαι· καί ὅσῳ μέν ἐργώδης ἐκείνη καταμαθών, ὅσω δέ ἡ καθ’ ἡμᾶς ἐργωδεστέρα προσεξετάσας, καί τῇ φύσει τῆς ὕλης, καί τῇ δυνάμει τῆς ἐπιστήμης, καί τῷ τέλει τῆς ἐνεργείας τιμιωτέρα>.
(Γρηγ. Θεολ. P.G. 35, 425A,
Πρβλ. καί Εὐαγρ. P.G. 79, 748-49).
πηγή

Ο ΛΑΟΣ ΑΝΑΖΗΤΑ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ….

Ο έλεγχος του ΣΔΟΕ, οι δυο μητροπολίτες και …ο τρίτος με το αμύθητο ποσό!
Δεν διακριβώθηκε η βασιμότητα των καταγγελιών για τους μητροπολίτες με τα υπέρογκα και αδήλωτα χρηματικά ποσά σε τραπεζικούς λογαριασμούς τους. Η έρευνα βρίσκεται σε εξέλιξη.
Αυτό απάντησε το ΣΔΟΕ στον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο και ο ίδιος με τη σειρά του ενημέρωσε τα μέλη της Ιεράς Συνόδου κατά τη χθεσινή συνεδρίαση.
Για να μη ξεχνιόμαστε και ξαφνικά μας πουν ότι δεν εντόπισαν τίποτα…

Σε τραπεζικούς λογαριασμούς δυο μητροπόλεων, μητροπολίτη και Ιερέα μητρόπολης της Αττικής, εντοπίστηκαν ποσά που υπερβαίνουν τα πέντε εκ. ευρώ.

Μάλιστα, σε μία από τις δυο μητροπόλεις,μαθαίνουμε ότι ακόμα και τα τρόφιμα που άφηναν οι πιστοί για τους φτωχούς  πήγαιναν στο εστιατόριο του ξαδέλφου του μητροπολίτη. 

Τι θα κάνει άραγε η Διαρκής Ιερά Σύνοδος εάν επιβεβαιωθούν οι παραπάνω καταγγελίες; Θα ζητήσει τις παραιτήσεις των Ιεραρχών ή θα προσπαθήσει να τα κουκουλώσει; 
Οι αποφάσεις της Δ.Ι.Σ θα κρίνει  τη… δικαιοσύνη και την αξιοπιστία του σύνολο των συνοδικών Ιεραρχών.

Ίδωμεν…


Τις δυο τελευταίες μέρες όμως στα δημοσιογραφικά γραφεία κυκλοφορούν πληροφορίες που εάν επιβεβαιωθούν θα ακολουθήσουν απρόσμενες  εξελίξεις στον εκκλησιαστικό χώρο. 

Η καταγγελία αγγίζει τον …Θρόνο.

Υπήρξε έντονη φημολογία ότι σε  τραπεζικούς λογαριασμούς του….σε τράπεζες εντός και εκτός Ελλάδας βρέθηκε ποσό που αγγίζει τα 35 εκ ευρώ!
Τα πέντε εκ. μάλιστα τα έχει στο σπίτι του, σύμφωνα με πληροφορίες.

Δεν είναι σύμπτωση που ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος ανέβασε τους τόνους και στέλνει μηνύματα προς πάσα κατεύθυνση.

Έχει τους λόγους του….

Μάλιστα προ δεκαπενθημέρου εφημερίδα υψηλής αναγνωσιμότητας είχε έτοιμο το σχετικό ρεπορτάζ και λίγο πριν την εκτύπωση κατόπιν πολιτικών παρεμβάσεων, αποσύρθηκε άρον άρον!
πηγή

ΕΟΡΤΗ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΔΑΝΙΗΛ, ΤΟΥ ΣΤΥΛΙΤΟΥ

15Γιορτάζουμε σήμερα 11 Δεκεμβρίου, ημέρα μνήμης του Οσίου Δανιήλ, του Στυλίτου, ας πούμε λίγα λόγια:

Κάποιος έγραψε κάπου το εξής πολύ σωστό. «Όλοι οι Άγιοι είναι αξιοθαύμαστοι, όχι όμως και αξιομίμητοι...». Πολλοί από αυτούς, και μάλιστα οι Όσιοι, ανέλαβαν και εκτέλεσαν παράδοξα, που όλα είναι βέβαια εμπνευσμένα από αληθινή αρετή. Δεν είναι όμως για όλους, γι' αυτό και τέτοια έργα όχι μόνο αξιομίμητα δεν είναι, αλλά κι όλοι δεν είναι άξιοι να τα μιμηθούν. Ένα τέτοιο έργο αξιοθαύμαστο, αλλ' όχι και αξιομίμητο είναι το κατόρθωμα των στυλιτών. Πολλοί Όσιοι πέρασαν ζωή ολόκληρη επάνω σ' ένα στύλο, εκτεθειμένοι στον καύσωνα του καλοκαιριού και στον παγετό του χειμώνα. Ένας από αυτούς είναι ο άγιος Δανιήλ ο Στυλίτης, του οποίου η Εκκλησία σήμερα γιορτάζει την μνήμη. Δεν πρέπει, γιατί και δεν μπορούμε, να τον μιμηθούμε. Αξίζει, όμως να τον θαυμάζουμε για την καρτερία του και πολλά να διδασκώμαστε από την αυταπάρνησή του. Ο Σταυρός έχει δική του αξία, έξω από κάθε κοινωνική ωφελιμότητα.

Ο Όσιος Δανιήλ ο Στυλίτης, λοιπόν, γεννήθηκε το 410 μ.Χ., στο χωριό Μαρουθά της περιφερείας Σαμοσάτων. Οι ευσεβείς γονείς του ονομάζονταν Ηλίας και Μάρθα. Ο Δανιήλ γεννήθηκε ενώ η μητέρα του ήταν στείρα. Γι' αυτό και οι γονείς του υποσχέθηκαν να τον αφιερώσουν στην υπηρεσία του Θεού. Τον ανέθρεψαν με πολλή επιμέλεια, και οι κόποι τους δεν πήγαν χαμένοι. Ο Δανιήλ απέδωσε καρπούς.

Νεαρός ακόμα, πήγαινε στις γειτονικές πόλεις και εξηγούσε το Ευαγγέλιο. Έπειτα πήγε σε κοινόβια Μονή, όπου επιδόθηκε σε ευσεβείς ασκήσεις, θεολογικές μελέτες και καλλιέργεια της ταπεινοφροσύνης. Κάποτε, σ' ένα ταξίδι με τον ηγούμενο της Μονής, συνάντησε το Συμεών το Στυλίτη και πήρε την ευλογία του.

Όταν πέθανε ο ηγούμενος της Μονής, ο Δανιήλ ξαναπήγε στο Συμεών και ζήτησε τη συμβουλή του που να πάει. Ο Συμεών τον συμβούλευσε να πάει στην Κωνσταντινούπολη, πράγμα που ο Δανιήλ έπραξε. Εκεί εγκαταστάθηκε στον περίβολο του ναού του αρχιστρατήγου Μιχαήλ στην Προποντίδα.

Μετά από λίγο καιρό, είδε όραμα το Συμεών να τον καλεί. Ο Δανιήλ, ερμηνεύοντας αυτό το όραμα, έκτισε υψηλό στύλο και εγκαταστάθηκε πάνω σ' αυτόν. Σκοπός της εγκατάστασής του πάνω στο στύλο, ήταν ο αγώνας για την εξάλειψη των παθών και η απόκτηση περισσότερων αρετών. Έλαβε το προορατικό χάρισμα, έκανε πολλά θαύματα και ήταν σημαντική η συμμετοχή του στη Σύνοδο της Χαλκηδόνας.

Πέθανε 80 χρονών, πλήρης «καρπών δικαιοσύνης τών διά Ιησού Χριστού» (Προς Φιλιππησίους, α' 11). Δηλαδή γεμάτος από καρπούς, που παράγει η αρετή και που κατορθώνονται δια του Ιησού Χριστού.

Στους εορτάζοντες και στις εορτάζουσες, χρόνια πολλά και ευάρεστα στο Θεό !!!

Απολυτίκιο:
Ήχος δ'. Ταχύ προκατάλαβε.
Υψώσας το σώμα σου, επί του στύλου σοφέ, τον νούν σου επτέρωσας, προς τον Θεόν ακλινώς, βιώσας ως άγγελος, όθεν σε στήλην ζώσαν, ευσεβείας ειδότες, κράζοντας σοι βοώμεν, Δανιήλ Θεοφόρε, Παντοίων ημάς κινδύνων, πρέσβευε ρύεσθαι.


Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός
Με πληρ. από τον Ορθόδοξο Συναξαριστή

Συναξαριστής της 11ης Δεκεμβρίου 2012


Ὁ Ὅσιος Δανιὴλ ὁ Στυλίτης

 


Γεννήθηκε τὸ 410 μ.Χ., στὸ χωριὸ Μαρουθὰ τῆς περιφερείας Σαμοσάτων. Οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς τοῦ ὀνομαζόταν Ἠλίας καὶ Μάρθα. Ὁ Δανιὴλ γεννήθηκε ἐνῷ ἡ μητέρα του ἦταν στεῖρα. Γι᾿ αὐτὸ καὶ οἱ γονεῖς του ὑποσχέθηκαν νὰ τὸν ἀφιερώσουν στὴν ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ.

Τὸν ἀνέθρεψαν μὲ πολλὴ ἐπιμέλεια, καὶ οἱ κόποι τους δὲν πῆγαν χαμένοι. Ὁ Δανιὴλ ἀπέδωσε καρπούς. Νεαρὸς ἀκόμα, πήγαινε στὶς γειτονικὲς πόλεις καὶ ἐξηγοῦσε τὸ Εὐαγγέλιο.

Ἔπειτα πῆγε σὲ κοινόβια Μονή, ὅπου ἐπιδόθηκε σὲ εὐσεβεῖς ἀσκήσεις, θεολογικὲς μελέτες καὶ καλλιέργεια τῆς ταπεινοφροσύνης. Κάποτε, σ᾿ ἕνα ταξίδι μὲ τὸν ἡγούμενο τῆς Μονῆς, συνάντησε τὸ Συμεὼν τὸ Στυλίτη καὶ πῆρε τὴν εὐλογία του.

Ὅταν πέθανε ὁ ἡγούμενος τῆς Μονῆς, ὁ Δανιὴλ ξαναπῆγε στὸ Συμεὼν καὶ ζήτησε τὴν συμβουλή του ποῦ νὰ πάει. Ὁ Συμεὼν τὸν συμβούλευσε νὰ πάει στὴν Κωνσταντινούπολη, πρᾶγμα ποὺ ὁ Δανιὴλ ἔπραξε. Ἐκεῖ ἐγκαταστάθηκε στὸν περίβολο τοῦ ναοῦ τοῦ ἀρχιστρατήγου Μιχαὴλ στὴν Προποντίδα.

Μετὰ ἀπὸ λίγο καιρό, εἶδε σὲ ὅραμα τὸ Συμεὼν νὰ τὸν καλεῖ. Ὁ Δανιήλ, ἑρμηνεύοντας αὐτὸ τὸ ὅραμα, ἔκτισε ὑψηλὸ στῦλο καὶ ἐγκαταστάθηκε πάνω σ᾿ αὐτόν. Σκοπὸς τῆς ἐγκατάστασής του πάνω στὸ στῦλο ἦταν ὁ ἀγώνας γιὰ τὴν ἐξάλειψη τῶν παθῶν καὶ ἡ ἀπόκτηση περισσότερων ἀρετῶν.

Ἔλαβε τὸ προορατικὸ χάρισμα, ἔκανε πολλὰ θαύματα καὶ ἦταν σημαντικὴ ἡ συμμετοχή του στὴ Σύνοδο τῆς Χαλκηδόνας. Πέθανε 80 χρονῶν, πλήρης «καρπῶν δικαιοσύνης τῶν διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ». Δηλαδὴ γεμάτος ἀπὸ καρπούς, ποὺ παράγει ἡ ἀρετὴ καὶ ποὺ κατορθώνονται διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Ἀπολυτίκιον 

Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὑψώσας τὸ σῶμα σου, ἐπὶ τοῦ στύλου σοφέ, τὸν νοῦν σου ἐπτέρωσας, πρὸς τὸν Θεὸν ἀκλινῶς, βιώσας ὡς ἄγγελος, ὅθεν σὲ στήλην ζῶσαν, εὐσεβείας εἰδότες, κράζοντας σοὶ βοῶμεν, Δανιὴλ Θεοφόρε, Παντοίων ἠμᾶς κινδύνων, πρέσβευε ρύεσθαι.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος α’.
Ὑπομονῆς στύλος γέγονας, ζηλώσας τοὺς Προπάτορας Ὅσιε· τὸν Ἰὼβ ἐν τοῖς πάθεσι, τὸν Ἰωσὴφ ἐν τοῖς πειρασμοῖς, καὶ τὴν τῶν ἀσωμάτων πολιτείαν, ὑπάρχων ἐν σώματι. Δανιὴλ Πατὴρ ἡμῶν, Ὅσιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
Ὥσπερ ἀστὴρ πολύφωτος, σὺ ἀναβὰς μακάριε, ἐπὶ τοῦ στύλου τὸν κόσμον ἐφώτισας, ἐν τοῖς ὁσίοις ἔργοις σου, καὶ τὸ σκότος τῆς πλάνης, ἀπεδιώξας Πάτερ· διὸ δεόμεθα, καὶ νῦν ἐπίλαμψον, ἐν ταῖς καρδίαις τῶν δούλων σου, τὸ ἄδυτον φῶς τῆς γνώσεως.

Κάθισμα 
Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Ἐγκρατείᾳ καὶ πόνοις καὶ προσευχαῖς, τὴν ψυχήν σου κοσμήσας θεοπρεπῶς, γέγονας συμμέτοχος, τῶν Ἀγγέλων μακάριε, καὶ τῶν θαυμάτων ὄντως, χαρίσματα ἔλαβες, τοῦ ἰᾶσθαι τὰς νόσους, τῶν πίστει τιμώντων σε· ὅθεν καὶ δαιμόνων, ἀπελαύνων τὰ πλήθη, παρέχεις ἰάματα, τοῖς ἀνθρώποις μακάριε, Δανιὴλ ἀξιάγαστε. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.

 

 
Ὁ Ὅσιος Λουκᾶς ὁ Νέος Στυλίτης

 


Ἔζησε στὰ μέσα τοῦ 10ου αἰῶνα μ.Χ. καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν Μικρὰ Ἀσία. Οἱ γονεῖς του, Χριστοφόρος καὶ Καλή, τὸν ἀνέθρεψαν σύμφωνα μὲ τὶς ἐπιταγὲς τοῦ Εὐαγγελίου.

Ὑπηρέτησε σὰ στρατιώτης καὶ ὄχι μόνο διατήρησε τὴν ἁγνότητά του, ἀλλὰ καὶ ἐπηρέαζε πρὸς τὸ καλὸ νεαροὺς συστρατιῶτες του, ποὺ εἶχαν ῥοπὴ στὴ διαφθορά.

Ἀργότερα ὁ Λουκᾶς ἔγινε ἱερέας καὶ ἀφιερώθηκε στὸ φωτισμὸ τῶν ψυχῶν τῆς ἐνορίας του. Κατόπιν ἀνέβηκε ἀσκούμενος στὸν Ὄλυμπο, ἀπὸ ἐκεῖ στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἔπειτα στὴ Χαλκηδόνα, ὅπου ἔστησε τὴν καλύβα του πάνω σ᾿ ἕνα στῦλο.

Ἀπὸ τὸ νέο του ἀσκητικὸ ὁρμητήριο πήγαινε σὲ διάφορα μέρη καὶ κήρυττε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ ἔκανε πολλὰ θαύματα.
Πάνω στὸν στῦλο αὐτὸ ὁ Λουκᾶς πέρασε 45 ὁλόκληρα χρόνια καὶ ἀπεβίωσε μὲ θαυμαστὴ πνευματικὴ λαμπρότητα.

 

 
Οἱ Ἅγιοι Ἀειθαλᾶς καὶ Ἀκεψέης

 


Καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη Ἀρβὴλ τῆς Περσίας καὶ ὁ μὲν Ἀειθαλᾶς ἦταν ἐπίσκοπος ὁ δὲ Ἀκεψέης διάκονος. Ἡ θερμὴ καὶ ζωντανὴ πίστη τους, τοὺς ὠθοῦσε νὰ κηρύττουν καθημερινὰ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ νὰ ἑλκύουν ψυχὲς στὸν Σωτῆρα Χριστό.

Καταγγέλθηκαν στὸν Πέρση βασιλιὰ καὶ ἀφοῦ ἔμειναν ἀκλόνητοι στὴ χριστιανικὴ πίστη, μετὰ ἀπὸ φρικτὰ βασανιστήρια, ἀποκεφαλίστηκαν. (Ἄλλες Συναξαριακὲς πηγὲς ἀναφέρουν ὅτι ὁ Ἀειθαλᾶς ἦταν πρῶτα ἱερεὺς εἰδώλων καὶ κατηχήθηκε στὴ χριστιανικὴ πίστη ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο κάποιας πόλεως, ποὺ ἦλθε καὶ θεραπεύτηκε ἀπὸ αἱμοῤῥαγία).

 

 
Ὁ Ἅγιος Μείραξ

Ἡ ζωή του ὅμοια μὲ αὐτὴ τοῦ Ἀσώτου τοῦ Εὐαγγελίου. Ὁ ἅγιος Μείραξ γεννήθηκε στὸ Τενεσὴ τῆς Αἰγύπτου καὶ ἀνατράφηκε ἀπὸ τοὺς γονεῖς του μὲ χριστιανικὴ εὐσέβεια.

Ἀλλὰ τὰ θέλγητρα τῆς νεότητας τὸν παρέσυραν στὴν ἀσωτία καὶ ἀκόμα πιὸ χειρότερα οἱ γνωριμίες του μὲ Ἀγαρηνούς, τὸν ἔκαναν νὰ ἀλλαξοπιστήσει. Οἱ γονεῖς του τὸ ἔμαθαν καὶ ἔκλαψαν πικρά. Ἀλλὰ δὲν ἀπελπίστηκαν καὶ στήριξαν τὴν ἐλπίδα τους στὸν Θεὸ προσευχόμενοι. Καὶ ὁ Θεὸς ἔκανε τὸ ἔλεός του, χάριν τῶν εὐσεβῶν γονέων.

Ὁ ἀρνησίθρησκος γιὸς μπούχτισε τὴ ζωὴ τῆς ἁμαρτίας. Καὶ ὅπως ὁ φοίνικας προβάλλει μέσα ἀπὸ τὶς φλόγες, ἔτσι καὶ ἡ προηγούμενη πίστη τοῦ Μείρακα, πρόβαλλε μέσα ἀπὸ τὰ ἐρείπια τῆς ψυχῆς του.

Ἦλθε μετάνοια στὴν καρδιά του, καὶ κάποια μέρα ἐμφανίστηκε στοὺς γονεῖς του, ἔπεσε στὰ πόδια τους, ζήτησε συγνώμη καὶ ἐξέφρασε τὴν ἐπιθυμία νὰ ἐπανέλθει στὴ χριστιανικὴ πίστη.

Ἐκεῖνοι τὸν δέχτηκαν μὲ χαρά, τὸν φίλησαν καὶ δόξασαν τὸ Θεό. Ἀλλ᾿ ἡ ψυχὴ τοῦ Μείρακα δὲν ἀρκέστηκε σ᾿ αὐτὴν τὴν ἀποκατάσταση.

Πῆγε λοιπὸν στὸν Ἀμηρᾶ, ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ καὶ φώναζε ὅτι ἐπανῆλθε στὴν ἀληθινὴ πίστη. Ὁ Ἀμηρᾶς ἔδωσε διαταγὴ καὶ τὸν μαστίγωσαν σκληρὰ μὲ βούνευρα, μέχρι ποὺ σχίστηκαν οἱ σάρκες του. Κατόπιν τὸν ἀποκεφάλισαν καὶ τὸ μὲν κεφάλι του τὸ ἀγόρασαν οἱ χριστιανοὶ καὶ τὸν ἔθαψαν μὲ τιμή, τὸ δὲ σῶμα του, οἱ Ἀγαρηνοὶ τὸ ἔβαλαν μέσα σὲ μία βάρκα καὶ τὸ ἔριξαν στὴ θάλασσα.


 

 
Ὁ Ἅγιος Βαρσάβας

Ἦταν Πέρσης καὶ ὁμολόγησε μὲ θάῤῥος τὴ χριστιανικὴ πίστη στὸν Πέρση ἄρχοντα, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀποκεφαλιστεῖ.


 

 
Οἱ Ἅγιοι Τερέντιος, Βικέντιος, Αἰμιλιανὸς καὶ Βεβαία

Μαρτύρησαν διὰ ξίφους.


 

 
Οἱ Ἅγιοι Πέτρος ὁ ἀσκητὴς καὶ Ἀκεψιμᾶς

Ἀναφέρονται στὸν Συναξαριστὴ Delehaye καὶ στὸν Παρισινὸ Κώδικα 1578, ὅτι μαρτύρησαν στὴν Περσία.


 

 
Ὁ Ἅγιος Νικηφόρος Φωκᾶς αὐτοκράτορας τοῦ Βυζαντίου

Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται μόνο στὸν Λαυριωτικὸ Κώδικα Β 4φ. 133, ὅπου ὑπάρχει καὶ πλήρης Ἀκολουθία του μὲ Κανόνες. Δημοσιεύθηκαν ἀπὸ τὸν L. Petit στὸ Byz. Zeitschrift τ. ΙΓ (1904) σελ. 398-420 καὶ ἀπὸ τὸν Δημητριεύσκη στὸ Κίεβο τὸ 1911.


 

 
Ὁ Ὅσιος Λεόντιος ποὺ μόνασε στὴν Ἀχαΐα

 


Γεννήθηκε στὴν Μονεμβασία τῆς Πελοποννήσου ἀπὸ τὸν Ἀνδρέα καὶ τὴν Θεοδώρα. Ὁ πατέρας του ἦταν ἀρκετὰ πλούσιος καὶ ἐπίσημος ἄνδρας.

Ὁ βασιλιὰς Ἀνδρόνικος Β´, ὁ Παλαιολόγος (1283-1328) ἀνέθεσε σ᾿ αὐτὸν σπουδαία θέση στὴν κεντρικὴ διοίκηση τοῦ Μοριᾶ.

Ὁ Λέων λοιπόν, ἔτσι ὀνομαζόταν πρίν, ἔτυχε μεγάλης φροντίδας ἀπὸ τοὺς γονεῖς του καὶ σπούδασε στὴν Κωνσταντινούπολη ξένες γλῶσσες, φιλοσοφία καὶ θεολογία. Ὅταν πέθανε ὁ πατέρας του, ἐπέστρεψε στὴ Μονεμβασία καὶ φρόντισε τὴν μητέρα του. Κατόπιν ἡ μητέρα του ἀποσύρθηκε σὲ μοναστήρι καὶ ὁ Λέων μὲ τὴν εὐχή της παντρεύτηκε.

Ὑπῆρξε πρότυπο συζύγου, οἰκογενειάρχη καὶ κοινωνικοῦ εὐεργέτη. Ἔπειτα ὅμως ἦλθαν καὶ οἱ μεγάλες δοκιμασίες. Πέθανε ἡ γυναῖκα του, κατόπιν τὰ παιδιά του καὶ ἔτσι ὁ ἴδιος ἀποφάσισε νὰ γίνει μοναχός.

Ἔγινε λοιπὸν μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Λεόντιος καὶ πῆγε κοντὰ σ᾿ ἕνα ἔμπειρο ἀσκητή, τὸν Μενίδη, ὅπου ἔμεινε κοντά του γιὰ ἀρκετὸ χρονικὸ διάστημα. Στὴ συνέχεια πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου ἔλαβε ἀρκετὰ μεγάλη ἀσκητικὴ ἐμπειρία καὶ ἐπέστρεψε πάλι στὴν Πελοπόννησο.

Ἐκεῖ διάλεξε τόπο διαμονῆς του τὸ βουνὸ ποὺ βρίσκεται κοντὰ στὸ Αἴγιο καὶ ἀπὸ ἐκεῖ πήγαινε σὲ πόλεις τῆς Ἀχαΐας καὶ κήρυττε τὸν Θεῖο λόγο. Κοντά του πῆγαν καὶ ἄλλοι ζηλωτὲς τῆς ἀγγελικῆς ζωῆς, ποὺ ἀργότερα, πολλοὶ ἀπ᾿ αὐτοὺς διέπρεψαν στὸν ἱερὸ κλῆρο. Ὁ Λεόντιος ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ καὶ ἡ φήμη τῆς ἀρετῆς του παρέμεινε καὶ μετὰ τὸν θάνατό του.
Οἱ δὲ ἀδελφοὶ Παλαιολόγοι, Θωμᾶς καὶ Θεόδωρος, πρὸς τιμὴν τοῦ ὁσίου, ἔκτισαν Μονὴ στὸν τόπο τῆς ἀσκήσεώς του, στὸ ὄνομα τοῦ ἀρχαγγέλου Μιχαήλ.

Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Ἀσκήσει λαμπρυνθεῖς, ὡς χρυσὸς ἐν χωνείᾳ, λαμπρύνεις Μοναστῶν, τοὺς χοροὺς ἑπομένους, τοὶς θείοις σου διδάγμασι, θεοφόρε Λεόντιε, ὅθεν σήμερον, τὴν φωτοφόρον σου μνήμην, ἑορτάζοντες, ὑπὲρ ἠμῶν σὲ πρεσβεύειν, αἰτοῦμεν πρὸς Κύριoν.

 

 
Ὁ Ὅσιος Νίκων ὁ Ξηρὸς «ὁ ἐν τῷ Σπηλαίῳ»

Ρῶσος

 

 
Ὁ Ὅσιος Δαμασκηνός

ΔΑΝΙΗΛ ΣΤΥΛΙΤΟΥ

Τῌ ΙΑ' ΤΟΥ ΑΥΤΟΥ ΜΗΝΟΣ
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ

Μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Δανιὴλ τοῦ Στυλίτου.
Τῇ ΙΑ' τοῦ αὐτοῦ μηνός, Μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Δανιὴλ 

τοῦ Στυλίτου.

Καὶ γήϊνον πᾶν, ἀλλὰ καὶ γῆν ἐκκλίνων,
Οἰκεῖ Δανιὴλ πρὶν στῦλον, καὶ νῦν πόλον.
Ἑνδεκάτῃ Δανιὴλ στυλοβάμων εὕρατο τέρμα.

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Λουκᾶ, τοῦ νέου Στυλίτου.
Πρὸς ὕψος ἀνήνεγκε τὸν Λουκᾶν στῦλος,
Λουκᾶς δὲ τὸν νοῦν πρὸς Θεόν, πρὸς ὃν τρέχει.

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ , Μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Ἀκεψεῆ καὶ Ἀειθαλᾶ.

Ἀκεψεῆν βλέπων με πάσχοντα ξίφει,
Ἀειθαλᾶ, ζήλωσον, Ἐζήλωσά σε.

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ , Μνήμη Μείρακός τινος, καὶ διήγησις πάνυ ὠφέλιμος.

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ , Ἄθλησις τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Βαρσαβᾶ.


Θύσας Βαρσαβᾶ ζῆθι, λυτρωθεὶς ξίφους.
Ἄνω ποθῶ ζῆν· θᾶττον ἡκέτω ξίφος.

Τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Τερεντίου, Βικεντίου, Αἰμιλιανοῦ, καὶ Βεβαίας.

Τμηθέντες ἐμφαίνουσι τρεῖς τε καὶ μία
Θεοῦ Τρία πρόσωπα καὶ φύσιν μίαν.

Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...