Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τρίτη, Δεκεμβρίου 11, 2012

Ο ΟΣΙΟΣ ΣΙΛΟΥΑΝΟΣ Ο ΑΘΩΝΙΤΗΣ

.Ο όσιος Σιλουανός ο Αθωνίτης είναι μία από τις μεγαλύτερες σύγχρονες φυσιογνωμίες του αγιορείτικου και γενικότερα του ορθοδόξου μοναχισμού. 

Γεννήθηκε το 1866 στη Ρωσία από γονείς ευσεβείς. Ύστερ’ από διάφορες μεταπτώσεις των πρώτων νεανικών του χρόνων, ένα αποκαλυπτικό όραμα της Υπεραγίας Θεοτόκου τον έκανε να μετανοήσει βαθιά και να ποθήσει την ισάγγελη μοναχική πολιτεία.

Το 1892 ήρθε στο Άγιον Όρος, στη μονή του Αγίου Παντελεήμονος. Μικρόσχημος μοναχός έγινε το 1896 και μεγαλόσχημος το 1911.

Η ζωή του στον Άθωνα, διαποτισμένη από τη διαρκή μνήμη του Θεού, ξεχώριζε για τη συνέπεια και την ακρίβειά της τόσο στους πνευματικούς αγώνες όσο και  στις μοναστηριακές διακονίες. 

Υπομονετικός και μακρόθυμος, πράος και άκακος, ταπεινός και υπάκουος ο όσιος Σιλουανός, κέρδισε την αγάπη και την εκτίμηση των συμμοναστών του, αλλά και δέχτηκε πολλές επιθέσεις από τους φθονερούς και μισόκαλους δαίμονες.

Έχοντας παραδώσει τον εαυτό του ολοκληρωτικά στο Θεό, πολύ σύντομα αξιώθηκε να λάβει το δώρο της ακατάπαυστης ευχής από την Κυρία Θεοτόκο, αλλά και να δει τον ζώντα Χριστό μέσα στο ναό του προφήτη Ηλία, στο μυλώνα της μονής.

Η θεοφάνεια εκείνη ήταν ο σημαντικότερος σταθμός της ζωής του. Από τότε η οξεία πνευματική αίσθησή του έγινε ακόμα οξύτερη. Αισθανόταν αφόρητο πόνο για την αμαρτία. Λυπόταν και έκλαιγε για τις ψυχές που βρίσκονται μακριά από την αλήθεια. Προσευχόταν αδιάλειπτα για όλο τον κόσμο. Αγαπούσε τους ανθρώπους και το Θεό χωρίς όρια. Μολονότι ολιγογράμματος, απέκτησε σπάνια σοφία και πείρα με τους αγώνες και τις μελέτες του.

Η επικοινωνία μαζί του ήταν πηγή χαράς. Η παρουσία του χάριζε ειρήνη και ανάπαυση.

Μέσα στην προσευχή και τη δοξολογία του Θεού τελείωσε την επίγεια πορεία του. Κοιμήθηκε στις 11/24 Σεπτεμβρίου 1938 στη μονή της μετανοίας του.

Η διδασκαλία του, που έχει αποτυπωθεί στις γραφές του, είναι βαθιά βιωματική και αναφέρεται σε καίρια ζητήματα της πνευματικής ζωής - προσευχή, χάρη, δοκιμασίες, ταπείνωση, ειρήνη, ελευθερία, μετάνοια, αγάπη, υπακοή, θεογνωσία.

Η βιογραφία του, γραμμένη από το μαθητή του γέροντα Σωφρόνιο του Έσσεξ (+1993), καθώς και οι θεόσοφες διδαχές του σαγήνευσαν πολλούς ανθρώπους, και μάλιστα αλλοδόξους, και τους έκαναν να γνωρίσουν τον αληθινό Θεό και να επιστρέψουν στην Ορθόδοξη Εκκλησία μας. 

Σε αυτήν ακριβώς τη γνωριμία με το Θεό - γνωριμία που πραγματώνεται όχι με τον ορθό λόγο και το στοχασμό, αλλά με την εν Χριστώ άσκηση και την εν Αγίω Πνεύματι εμπειρία.
πηγή

Ανοίγοντας τα μάτια μπρος σ’ ένα εικόνισμα


(Virgil Gheorghiou)
Το πρώτο πρόσωπο που αντίκρισαν τα μάτια μου, σαν τα πρωτάνοιξα στη ζωή, ήταν ο πατέρας μου.
Πάντοτε φανταζόμουν το ανθρώπινο μνημονικό σαν μια ταινία φωτογραφική, που αποτυπώνει όλες τις εικόνες της ζωής, από την κούνια ίσαμε τον τάφο. Το μάτι μοιάζει με μια φωτογραφική μηχανή, που καταγράφει αυτόματα όλα όσα αγκαλιάζει ο φακός της. Η μνήμη δεν κρατάει παρά τις εικόνες και τις σκηνές που παρουσιάζουν ενδιαφέρον. Την υπόλοιπη ταινία την πετάει, σαν άχρηστη, στης λησμονιάς το απόμερο. Όπως πετάμε τα σκουπίδια.
Στην ταινία λοιπόν της μνήμης μου, πρώτη της ζωής μου εικόνα, σα μια μεγέθυνση που η θύμησή μου ευλαβικά διατήρησε, και που ο χρόνος θαυμαστά ομόρφυνε, αντί να τη σβήσει — η εικόνα του πατέρα μου.
Εγώ θα βρισκόμουνα στην κούνια μου. Και κείνος γερμένος από πάνω. Κοιταζόμασταν, ο πατέρας μου κι εγώ, γεμάτοι θαυμασμό ο ένας για τον άλλο. Μόλις είχα βγει από τη νύχτα της ανυπαρξίας κι η περιέργειά μου, μπρος στην πρώτην εικόνα του κόσμου, ήτανε δικαιολογημένη. Πριν αντικρίσω τον πατέρα μου δεν είχα δει τίποτε άλλο. Η κόρη των ματιών μου ήτανε παρθένα. Κι όλα γύρω μου στον κόσμο ήτανε καινούρια. Η έκπληξη του πατέρα μου, μπρος στη μικρή κι ολοκαίνουρια ύπαρξή μου, ήτανε κι αυτή δικαιολογημένη. Δεν είχε κλείσει τα είκοσί του χρόνια. Βρισκόταν ακόμα στα μαγιάπριλα της ζωής του. Το κορμί του μέστωνε, τα κόκκαλά του ακόμα πήζανε, καλά-καλά δεν είχε γίνει άντρας. Του φαινότανε λοιπόν απίστευτο πως γίνηκε κιόλας πατέρας. Μ’ έβλεπε σαν κάτι το αναπάντεχο, και σαν πεσμένο από τον ουρανό.
Κι οι δυό μας ήμασταν λοιπόν γεμάτοι έκπληξη.
Πόσο περήφανος είμαι στη σκέψη πως η πρώτη μου εικόνα του επίγειου σύμπαντος ήταν ένα ανθρώπινο πρόσωπο. Βλέποντας το πρόσωπο ενός ανθρώπου, είδα το Θεό. Κι όποιος βλέπει το Θεό, βλέπει ολόκληρο τον κόσμο. Ο Ιησούς Χριστός έγινε άνθρωπος για να μας δείξει την ανθρώπινη όψη του Θεού. Μας το λέει ολοκάθαρα: «Ο εωρακώς εμέ εώρακε τον Πατέρα» (Ιω. 14,9). Η καλύτερη εικόνα του Θεού είναι πάντα ο άνθρωπος.
Είναι κι ένας δεύτερος λόγος που με κάνει περήφανο γιατί το πρώτο πράγμα που είδα στον κόσμο ήτανε η όψη του πατέρα μου. Σε λίγο καιρό τα μάτια μου θα κλείσουν και δεν θα βλέπουν πια τις εικόνες της ζωής. Είναι τυφλοί στα επίγεια οι νεκροί. Μ’ επιμέλεια κάνω τις ετοιμασίες μου για το μισεμό μου από τη γη. Τα περισσότερά μου χρόνια τα έζησα. Τάχω ξοδέψει, όπως ξοδεύεται ένα μάτσο χρήματα. Τα πολλά τάχω σπαταλήσει, τάχω ζήσει, κι όσα μου μένουν είναι μετρημένα. Λοιπόν, σ’ όλη μου τη ζωή, δεν είδα ποτέ, πουθενά, και σε καμμιά ευκαιρία, ούτε καν στα όνειρά μου, μιαν εικόνα ομορφότερη από την πρώτη που κατάγραψε η μνήμη μου, την εικόνα του πατέρα μου. Ούτε των ζωγράφων τα χρώματα, ούτε της φύσης τ’ αξιοθαύμαστα, ούτε των ωραίων γυναικών η ακτινοβολία, ούτε των παιδικών προσώπων η αγγελική ομορφιά, δεν μπόρεσαν να ξεπεράσουν στα μάτια μου την ομορφιά της πρώτης ανθρώπινης όψης που αντίκρισα στη γη: το πρόσωπο του πατέρα μου.
Πρέπει να εξηγήσω πως το πρόσωπο του πατέρα μου δεν ήτανε παρόμοιο με τ’ άλλα πρόσωπα, με τις άλλες αναρίθμητες εικόνες που η μνήμη μου αποτύπωσε, όπως συμβαίνει με κάθε φωτογραφική ταινία. Ήταν διαφορετική πολύ, η πρώτη εκείνη εικόνα: ήταν ένα εικόνισμα
Στο λεξικό διαβάζουμε πως η λέξη εικόνισμα, ελληνικά θα πει εικόνα.
Ένα εικόνισμα είναι αληθινά μια εικόνα· όμως μια εικόνα που δεν είναι αποκλειστικά επίγεια. Μια εικόνα θεανδρική, ουράνια κι επίγεια μαζί. Που συγκερνάει τη θεϊκή και την ανθρώπινη φύση, όπως το δείχνουν οι δύο λέξεις που συνθέτουν αυτό το επίθετο : Θεός και ανήρ.
Μια φωτογραφία, που είναι μια επίγεια εικόνα, ακόμα κι όταν εικονίζει έναν άγιο, δεν μπορεί να χρησιμέψει σαν εικόνισμα. Οι κανόνες της ορθόδοξης εικονογραφίας το απαγορεύουν κατηγορηματικά. Αν καμμιά μέρα βρουν τη φωτογραφία κάποιου πολυσέβαστου αγίου, δεν θα μπορέσουν ν’ αντικαταστήσουν μ’ αυτήν το εικόνισμά του. Γιατί η φωτογραφία είναι αποκλειστικά η επίγεια εικόνα του ανθρώπου. Ενώ αντίθετα το εικόνισμα είναι η αγνή κι ολοκληρωτική του ανθρώπου εικόνα, μ’ όλες τις επίγειες και ουράνιες διαστάσεις του.
Μέσα σ’ ένα εικόνισμα η εικόνα του ανθρώπου απογυμνώνεται από κάθε ουσία βαρειά και φθαρτή, που περιέχει στη ζωή. Κι’ είναι σωστό ν’ απογυμνώνεται έτσι, να περιορίζεται στις αρχικές της γραμμές. Γιατί οι άγιοι, που το εικόνισμα παρασταίνει, είναι άντρες από σάρκα και οστά, που τη ζωή τους όμως τη ζήσανε αγγελικά· και οι άγγελοι δεν είναι καμωμένοι από ύλη. Σ’ ένα εικόνισμα, λοιπόν, το πρόσωπο και το ανθρώπινο σώμα είναι γυμνωμένα, αλαφρωμένα, εξαγνισμένα, καθαρισμένα από κάθε λάσπη, από κάθε σκόνη, κι απ’ όλα τα επίγεια υλικά, βαριά κι εφήμερα. Μέσα στο εικόνισμα η ανθρώπινη όψη παρασταίνεται αγνή και παρόμοια με το πρωτότυπο του ανθρώπου. Στην επίγεια ζωή του ο άγιος δεν μπορεί να είναι τέτοιος που τον παρουσιάζει το εικόνισμα. Απαράλλακτα όπως και στη φύση δε βρίσκεται νερό απόλυτα αγνό. Και το πιο κρυσταλλένιο νερό κλείνει μέσα του άλατα, γκάζια κι άλλες ουσίες ξένες στη φύση του. Τ’ ολοκάθαρο νερό, από υδρογόνο και οξυγόνο, όπως ο τύπος της χημείας, δεν υπάρχει παρά στη θεωρία. Κι αν ακόμα το γνήσιο τούτο νερό βρισκότανε στη φύση, δε θα ήτανε πόσιμο· το γνήσιο, το αγνό χημικά νερό, δεν πίνεται.
Το ίδιο συμβαίνει και με την εικόνα του ανθρώπου. Στην επίγεια ζωή του δεν είναι καθάρια, όπως δεν είναι καθάριο και το νερό που πίνουμε. Είναι βαρειά και μολυσμένη από σωρό ακαθαρσίες, που προστέθηκαν στην αρχική της φύση, και δεν έχουν μαζί της καμμιά σχέση.
Στο ορθόδοξο εικόνισμα ο άνθρωπος παρασταίνεται τέτοιος που ήτανε στην προέλευσή του, όπως ήτανε στη δημιουργία του κόσμου. Κάθε εικόνισμα ανταποκρίνεται στο αρχέτυπο, στο πρωτότυπο του ανθρώπου. Στο εικόνισμα μέσα, το ανθρώπινο σώμα ελευθερώνεται από τους νόμους της ύλης, του χρόνου και του χώρου. Η ανθρώπινη παράσταση, περιορισμένη έτσι στο πρώτο της σχήμα, και στις αρχικές της ιδιότητες, γίνεται αιώνια, και παρόμοια με το Θεό, εικόνα και ομοίωσή Του.
Ένα εικόνισμα, λοιπόν, δεν παρασταίνει μια πραγματικότητα του κόσμου αυτού, εδώ κάτω. Κάθε εικόνισμα είναι κι ένα παράθυρο, που ανοίγει προς τον ουρανό. Και η ζωγραφιά που βλέπουμε στο εικόνισμα μέσα, είναι μια πραγματικότητα από κει ψηλά Η ανθρώπινη ύπαρξη, η όψη του αγίου είτε της αγίας που το εικόνισμα παρασταίνει, είναι αυτές που ζήσανε πάνω στη γη, κι εύκολα είναι να τις αναγνωρίσουμε. Αλλά όχι κατά τους νόμους της σάρκας. (Β΄ Κορ. 5, 16). Γιατί τώρα γίναμε υπάρξεις επουράνιες, και κανείς δεν ανεβαίνει στον ουρανό με το σάρκινο περίβλημά του. Το έργο αυτό που ζωγραφίζουν εικονίσματα, των εικονογράφων, είναι πολύ δύσκολο. Γιατί είναι πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο, σ’ ένα θνητό χέρι να ζωγραφίσει, με φθαρτά υλικά —λάδι, μελάνι, χρώματα— πραγματικότητες που βρίσκονται στον ουρανό, και που είναι αιώνιες. Ο ζωγράφος που θέλει να φτάσει όσο το δυνατό πιο κοντά στο θεϊκό και ουράνιο πρότυπο, ζωγραφίζοντας μια εικόνα, έχει ένα μόνο τρόπο: να μεταχειριστεί σύμβολα. Να παρουσιάσει δηλαδή μια πραγματικότητα υπέρτατη, μ’ ένα τρόπο πλάγιο, γιατί μια τέτοια πραγματικότητα δε συλλαμβάνεται κατά τρόπο άμεσο.
Ένα μόνο εικόνισμα τέλειο υπάρχει στην Εκκλησία, και είναι αχειροποίητο, δηλαδή δεν το δούλεψε ανθρώπινο χέρι. Παρασταίνει την όψη του Χριστού τυπωμένη από κάποια δύναμη θαυματουργό, δίχως τη βοήθεια ανθρώπινου χεριού, και είναι γνωστό με τ’ όνομα «Το Πανάγιο Πρόσωπο».
Αν εξαιρέσουμε τούτη την αχειροποίητη εικόνα, όλες οι άλλες εικονίζουν, με υλικά επίγεια και με των συμβόλων τη βοήθεια, τη θεία πραγματικότητα τ’ ουρανού.
Απ’ όλα τα εικονίσματα που είδα, ομορφότερο μου φαίνεται το πρόσωπο του πατέρα μου, τέτοιο που τυπώθηκε στη μνήμη μου, την πρώτη μέρα που άνοιξα τα μάτια στη ζωή, μέσα στην κούνια μου. Ήταν απόλυτα σύμφωνο με τους αυστηρούς κανόνες της βυζαντινής εικονογραφίας, όπως κατάλαβα αργότερα. Με το ν’ ανοίξω τα μάτια μου μπρος σ’ ένα εικόνισμα τόσο πανέμορφο, η γραμμή της ζωής μου χαράχτηκε από τότε με απόλυτη ακρίβεια.
Από κάποιαν άποψη τα εικονίσματα μοιάζουν με τις αφίσες που βλέπουμε στα τουριστικά γραφεία, και που μας δείχνουν εικόνες εξαίσιες από χώρες που μας καλούν να επισκεφθούμε. Κάθε τουριστική αφίσα είναι λοιπόν μια πρόσκληση να ταξιδέψουμε σ’ ένα θαυμάσιο τόπο. Το εικόνισμα είναι κι αυτό μια πρόσκληση για το ταξίδι του Υπερπέραν, για το ταξίδι στον ουρανό. Το εικόνισμα, όπως και οι τουριστικές αφίσες, μας δείχνει μιαν εικόνα: την πραγματικότητα τ’ ουρανού. Ανοίγοντας τα μάτια μπρος σ’ ένα εικόνισμα, πήρα ταυτόχρονα και μια πρόσκληση για τον Ουρανό. Αυτή η πρόσκληση μπορεί να συνέτεινε ώστε η μόνη φροντίδα της ζωής μου να είναι αυτό το ταξίδι στον ουρανό. Ξέροντας πως είμαι καλεσμένος εκεί, δέχτηκα χωρίς ιδιαίτερη ευχαρίστηση τ’ αξιώματα που μου προσφέρανε εδώ κάτω. Ήξερα πως είναι ανάξια και προσωρινά. Ήξερα πως «ουρανός μοι ο θρόνος, η δε γη ύποπόδιον των ποδών μου » (Πραξ. 7, 49).
Για όσους γνωρίσανε ακόμα κι ένα ελάχιστο κομματάκι της ουράνιας πραγματικότητας —που το ξανοίξανε μες από το παράθυρο ενός εικονίσματος— η γη καταντάει, και πολύ σωστά, μικρή, ασήμαντη κι ανάξια. Γι’ αυτούς η επίγεια ζωή δεν έχει σκοπό παρά να χρησιμέψει σαν σκαμνί, για ν’ ανεβούν εκεί ψηλά. Είναι αυτό που αποφάσισα να κάνω. Αυτό κι έκανα ανέκαθεν. Έζησα ψάλλοντας : «Ενώσου με τους αγγέλους. . . Πρόσταξε τις πύλες να σηκώσουνε το ανώφλι τους για να γίνουν ψηλότερες» (Αγ. Γρηγόριος Ναζιανζηνός). Έτσι συνέβηκαν τα πράγματα. Όπως άλλα παιδιά πηγαίνουν ναύτες γιατί τα τρυφερά τους χρόνια γνωρίσανε τις εικόνες της θάλασσας, έτσι το δικό μου ενδιαφέρον το τράβηξε ο ουρανός. Αυτός γίνηκε ο σκοπός της ζωής μου. Γιατί του πατέρα μου το εικόνισμα, που αντίκρισα μόλις πρωτάνοιξα τα μάτια, ήταν ένα θέαμα φερμένο από ψηλά. Ένα ουράνιο θέαμα. Και χάραξε την κατεύθυνση της ζωής μου.
Τούτη η κατεύθυνση που τράβηξα γίνηκε αστείρευτη πηγή δοκιμασιών για μένα. Οι σύγχρονοί μου —άνθρωποι του επιστημονικού και υλιστικού αυτού αιώνα, που δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς να μετρήσουν, να λογαριάσουν και να προσδιορίσουν τα πάντα— προσπαθήσανε να εξακριβώσουν επιστημονικά το δρόμο που τραβούν η ζωή μου, οι σκέψεις μου, οι γνώμες και τα έργα μου. Όπως κάνουν για κάθε πολίτη. Και για να εξακριβώσουν αλάθευτα την κατεύθυνση που παίρνει ένας πολίτης μεταχειρίζονται, φυσικά, την πυξίδα. Για κακή τύχη όμως, της πυξίδας ο δείχτης δείχνει μόνο τις επίγειες διευθύνσεις. Οι σύγχρονοί μου διαπιστώσανε, με την πυξίδα στο χέρι, και πολύ επιστημονικά, πως δεν κατευθύνομαι ούτε δεξιά ή προς δυσμάς, ούτε αριστερά ή προς ανατολάς, κι ούτε μπροστά πηγαίνω, ούτε πίσω. Επιστημονικά συμπεράνανε τότε πως δεν έχω κατεύθυνση καμμία. Πως πορεύομαι στην τύχη. Όπως ο άνεμος. Και τούτο τους φάνηκε τόσο ύποπτο και τόσο επικίνδυνο, που με καταδικάσανε σε τρομερές δοκιμασίες. Κατά βάθος τους δικαιολογώ. Τη θέση και τη διεύθυνση του κάθε ατόμου θέλουν να τις ξέρουν για να τον επισκοπούνε. Να τον υποστηρίξουν όταν βρίσκεται στη γραμμή που οι αρχές εγκρίνουν, είτε να τον εξολοθρεύσουν αν ακολουθεί άλλη γραμμή. Εμένα, μη μπορώντας να εξακριβώσουν, με την πυξίδα τους, που βαδίζω, δεν μπορούν ούτε να με βοηθήσουν για νάχουν ένα οπαδό περισσότερο, ούτε και να με εξαφανίσουν για νάχουν έναν εχθρό λιγότερο. Σ’ όλη τη ζωή τους είχαν εξ’ αιτίας μου μεγάλες δυσαρέσκειες. Γιατί βρισκόμουνα πάντα εκεί που δε με περιμένανε. Η πυξίδα δεν έδειχνε ποτέ τη σωστή διεύθυνσή μου.
Ωστόσο, μ’ όλες τις δυσαρέσκειες που προκάλεσα στους σύγχρονούς μου, έχω τη συνείδησή μου ήσυχη. Δικό τους είναι το λάθος, και μόνο δικό τους. Γιατί άραγε μεταχειρίζονται όργανα, σαν την πυξίδα, που δεν δείχνουνε παρά τα σημεία του ορίζοντα, και ποτέ τον ουρανό; Και καθώς οι συσκευές τους δεν δείχνουνε τον ουρανό, φτάσανε στο συμπέρασμα πως ο ουρανός δεν υπάρχει. Τόσο το χειρότερο γι’ αυτούς. Ίσα-ίσα, ο ουρανός είναι το σημείο που με τραβάει, και σ’ αυτό κατευθύνομαι.
Για να ευχαριστήσω τους συνανθρώπους μου θα μου ήταν δυνατό, από υπερβολική να πούμε καλοσύνη, ν’ απαρνηθώ τον ουρανό, όμως δεν τόχω σκοπό. Μπορώ να υποχωρήσω σ’ οτιδήποτε άλλο, όχι όμως στο σημείο αυτό. Είμαι καλεσμένος στον ουρανό. Είναι η πρώτη πρόσκληση που έλαβα, μες από την εικόνα του πατέρα μου, μόλις πρωτάνοιξα τα μάτια. Απ’ όλες τις προσκλήσεις που έλαβα στη ζωή μου, είναι αυτή η μόνη που θέλω να τιμήσω, απαραίτητα, με την παρουσία μου.
(«Χριστιανικό Συμπόσιο» τ. Α΄, εκδ. Βιβλιοπωλείον της “Εστίας” σ. 148-151)

Πώς πρέπει να βλέπωμε τα σημεία σήμερα



1. Σημεία του Χριστού και σημεία του Αντιχρίστου. Σε τι διαφέρουν.

Η αγία Γραφή μας πληροφορεί, ότι λίγο πριν από την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού θα γίνουν «σημεία» στον ήλιο, στην σελήνη, στα άστρα και στην θάλασσα[94]. Παράλληλα μας λέγει, ότι και ο αντίχριστος θα κάμη σημεία στον ήλιο, στην σελήνη, στα άστρα και στον αέρα[95]!
Πως θα τα ξεχωρίσωμε τα σημεία αυτά; Πως θα ξεχωρίσωμε τα  σημεία-έργα του αντιχρίστου, από τα σημεία που προείπε ο Χριστός;
Τα πρώτα (τα «σημεία» του Χριστού) θα είναι αληθινά. Τα σημεία του αντιχρίστου θα είναι απλώς φαινομενικά• και θα απατούν τις αισθήσεις.
Τα σημεία του αντιχρίστου θα τα κάνουν ο αντίχριστος και οι απόστολοί του. Τα «σημεία» στον ήλιο, στη σελήνη, στα άστρα, τα «σημεία» προάγγελοι της Παρουσίας του Χριστού, θα γίνουν μόνα τους, χωρίς την μεσολάβηση κανενός. Οι φωστήρες του ουρανού, θα έχουν πια ολοκληρωτικά εκπληρώσει το σκοπό, για τον οποίο, κατ’ εντολήν του Δημιουργού, έλαμπαν στον ουρανό[96]. Βέβαια τον είχαν και άλλοτε εκπληρώσει. Στη Γέννηση του Χριστού, με το παράδοξο αστέρι[97]. Και στη Σταύρωσή Του, που ο ήλιος κρύφτηκε τις πιο φωτεινές ώρες της ημέρας, το καταμεσήμερο[98], πίσω από ένα μαύρο πέπλο πηχτό σκοτάδι, για να μην ιδή νεκρό τον Δημιουργό του. Τότε όμως θα γίνη κάτι το τελειωτικό.

Ο άγιος Ευαγγελιστής Ματθαίος, λέγει ότι μετά «τη θλίψη» που θα προκαλέση η τυρρανία του αντιχρίστου, θα έλθη αμέσως η παρουσία του Χριστού. Και θα αρχίση ως εξής: «ο ήλιος σκοτισθήσεται• η σελήνη ου δώσει το φέγγος• και οι αστέρες πεσούνται εκ του ουρανού»[99]. Οι φωστήρες του ουρανού, παρατηρεί ο άγιος Θεοφύλακτος Βουλγαρίας, δεν θα χαθούν τότε. Θα εξακολουθήσουν για λίγο να στέκουν στην θέση τους. Όμως στα μάτια των ανθρώπων θα φανούν τότε, σαν να είχαν χαθή από το στερέωμα του ουρανού. Γιατί ένα άπλετο ουράνιο φως θα κραυγάζη τον κόσμο και θα τον προετοιμάζη να υποδεχθή τον Κύριο, που θα έλθη εν τη δόξη Αυτού. Το φως αυτό θα κάμη να μην διακρίνεται κανένα από τα ουράνια σώματα.
Η περί σημείων και θαυμάτων διδασκαλία, που εξεθέσαμε, είναι η διδασκαλία της αγίας Ορθοδόξου Εκκλησίας, η διδασκαλία των αγίων Πατέρων. Ουσιώδες χαρακτηριστικό της είναι η ακρίβεια, η (κατά το δυνατόν) σαφής διατύπωση της διδασκαλίας. Τα αληθινά σημεία θα βοηθήσουν να γίνη πιο βαθειά και πιο αληθινή η θεογνωσία, που είναι η βάση της σωτηρίας. Τα ψεύτικα σημεία θα αυξήσουν την πλάνη, και κατά συνέπεια, την απώλεια.
Ιδιαίτερα η ενέργεια των σημείων, που θα κάμη ο αντίχριστος θα είναι ευρείας και μεγαλειώδους μορφής. Και θα παρασύρη με αυτά την ανθρωπότητα να ομολογήση και να δεχθή σαν Θεό της τον απεσταλμένο του σατανά.
Τα θαύματα του Κυρίου μας πρέπει να τα βλέπωμε σωστά. Τότε θα διαπιστώσωμε πόσο μας οικοδομούν. Πόσο μας παρηγορούν. Πόσο είναι για μας σωτήρια.
Η ευσεβής θεώρηση των θαυμάτων του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού οικοδομεί, παρηγορεί και σώζει. Τι αγία απλότητα που έχουν! Πόσο με αυτά έγινε άνετη η επίγνωση του Θεού για τους ανθρώπους! Τι αγαθότητα μαρτυρούν! Τι ταπείνωση! Τι ακατανίκητη πειστικότητα που έχουν! Η θεώρηση των θαυμάτων του Χριστού, μας ανυψώνει στο Λόγο, που είναι ο Θεός.


2. Σε τι και πόσο βοηθούν τα θαύματα.

Ο Θεός, για να αποκαταστήση την κοινωνία με τον εκπεσόντα άνθρωπο, ευδόκησε να περιβληθή ο Λόγος Του σώμα ανθρώπινο• να φανή ανάμεσά μας• να μας συναναστραφή• να έχη στενή επικοινωνία μαζί μας. Και αφού έτσι μας προσοικειωθή, να μας ανεβάση τον ουρανό.
Μα και αφού ενεδύθη την ανθρωπότητα, ο Λόγος παρέμεινε Λόγος του Θεού. Και ενεργεί σαν Λόγος, αυτά που απαιτεί η θεία Του φύση και μεγαλειότητα. Και κάθεται εκ δεξιών του Πατρός μαζί με την ανθρώπινη φύση, που προσέλαβε. Και είναι πανταχού παρών ως Θεός. Και γράφεται σε ένα χαρτάκι, και διατυπώνεται με ήχους φωνής, αλλά και σαν πνεύμα[100] εισέρχεται στο νου και στην καρδιά μας, και εποικοδομεί τους εν πνεύματι ενωμένους μαζί Του, αναβιβάζοντας σε ζωή πνευματική ακόμη και το σώμα!
Τα θαύματα του Χριστού μας βοηθούν να αποκτήσωμε επίγνωση της μεγάλης σημασίας που έχει ο Λόγος του Θεού. Ο Λόγος του Θεού είναι ο μόνος του οποίου έστι χρεία[101] για τη σωτηρία μας. Ο Λόγος του Θεού και διακονεί την σωτηρία μας και την ολοκληρώνει. Η επίγνωση της σημασίας του Λόγου του Θεού είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την επίγνωση του Θεού. Η γνώση του Θεού πηγάζει από την δράση, που κατευθύνεται από το Λόγο του Θεού, και επισκιάζεται με την επίγνωση, που μας δίνει η χάρη του Θεού. Και δίνει στο χριστιανό καθαρότητα νου και καρδιάς. Και ακτινοβολεί στην πνευματική μας λογική, όπως ο ήλιος στον γαλανό ουρανό, που δεν έχει σύννεφα.
Με το ξημέρωμα μετά το νυχτερινό σκοτάδι η όψη των αισθητών αντικειμένων αλλάζει. Μερικά, που μέχρι τότε ήταν αόρατα, γίνονται τώρα ορατά. Άλλα που ήταν μεν ορατά, αλλά τα συγχέαμε με άλλα, ξεχωρίζουν και διακρίνονται. Αυτό γίνεται όχι γιατί τάχα τα πράγματα άλλαξαν. Δεν άλλαξαν τα πράγματα, αλλά άλλαξε η σχέση της όρασής μας με αυτά. Και αιτία ήταν η μετάβαση από το νυχτερινό σκοτάδι στο φως της ημέρας. Κάτι το ανάλογο γίνεται και στη σχέση του νου μας με τα ηθικά και πνευματικά πράγματα, όταν καταυγάζεται με την πνευματική γνώση, που δίνει το Πνεύμα το άγιο. Μόνο με το φως της πνευματικής λογικής η ψυχή μπορεί να εύρη την αγία οδό προς το Θεό. Μόνο με το φως της πνευματικής λογικής μπορεί να συντελεσθή σωστά η αόρατη πορεία του νου και της καρδιάς μας προς το Θεό. Μόνο με το φως της πνευματικής λογικής θα μπορέσωμε να ξεφύγωμε από τις πλάνες, τα αδιέξοδα και την απώλεια.
Όπου αυτό το φως δεν υπάρχει, δεν υπάρχει θέα της αλήθειας.
Όπου δεν υπάρχει το φως αυτό, δεν υπάρχει αρετή ευάρεστη στο Θεό και σωτηρία για τον άνθρωπο.
Γιατί αυτό τον εισάγει στα σκηνώματα του παραδείσου[102].
Γιατί μόνον όταν αυτό το φως της πνευματικής λογικής καταγαύζη και φωτίζη την όραση του πνευματικού μας οφθαλμού, μπορούμε και κατανοούμε τα σημεία και τα θαύματα• και μόνο τότε αποφεύγομε τις θλιβερές εκείνες καταστάσεις, στις οποίες παρασύρεται ο άνθρωπος, που τα κυττάζει με σαρκικό φρόνημα.
Είδαμε τον χαρακτήρα των θαυμάτων του Θεανθρώπου. Είδαμε ποίος είναι ο σκοπός τους. Τα σημεία κάνουν ένα διακόνημα• προετοιμάζουν τις ψυχές να δεχθούν τον λόγο του Θεού• και να πιστεύσουν σ’ Εκείνον που είπε: «Ιδού εγώ μεθ’ υμών ειμί, έως της συντελείας του αιώνος»[103].

3. Ποίοι ζητούν θαύματα.

Όπως είπαμε, κάποτε έπαυσαν να γίνωνται θαύματα σε όλα τα μέρη. Ενώ λοιπόν παλαιότερα το κήρυγμα των αγίων αποστόλων και ισαποστόλων, η σπορά του Λόγου, συνωδευόταν κατά κανόνα με θαύματα,  τώρα θαύματα εγίνοντο μόνο σε μερικά μέρη και μόνο από ανθρώπους εκλεκτά δοχεία του Πνεύματος.
Με την πάροδο του χρόνου, με την βαθμιαία υποβάθμιση του χριστιανισμού και της ηθικής ζωής, οι σημειοφόροι λιγόστεψαν[104]. Και τελικά έπαψαν εντελώς να υπάρχουν.
 Εν τω μεταξύ οι άνθρωποι έχοντας χάσει την ευλάβεια και το σεβασμό σε κάθε ιερό, έχοντας χάσει την ταπείνωση, που κάνει τον άνθρωπο να βλέπη ότι δεν είναι άξιος όχι μόνο να κάμη θαύματα, αλλά ακόμη και να ιδή θαύματα, διψούν για θαύματα, όσο ποτέ άλλοτε.
 Οι άνθρωποι μεθυσμένοι από φιλαυτία, αυτοπεποίθηση και αγνωσία αισθάνονται μια ακατανίκητη επιπόλαια και παλληκαρακίστικη τάση προς κάθε τι το «θαυματουργικό»! δεν λένε ποτέ ότι είναι αδύνατο να κάνουν οι ίδιοι θαύματα! Ή, το λένε χωρίς καθόλου να σκέπτωνται τι λένε! Η φόρα τους αυτή είναι όσο τίποτε άλλο επικίνδυνη!


4. Ο Αντίχριστος έρχεται.

Πλησιάζομε σιγά-σιγά στην περίοδο εκείνη, που θα αρχίσουν να γίνωνται πολλά και καταπληκτικά θαύματα• ικανά να σύρουν στην απώλεια τους ταλαίπωρους εκείνους, που θα έχουν σαρκικό φρόνημα και θα γοητευθούν και πλανηθούν από τα θαύματα αυτά.

Ο Αντίχριστος έρχεται. Πως, και με τι θα τον αντιμετωπίσωμε;

α. με την ζώσα πίστη.

Η ζώσα πίστη στο Χριστό, γεννιέται μέσα μας, όταν αναζωωθή η ψυχή μας από το λόγο του Θεού. Η ζώσα πίστη τρόπον τινά βλέπει τον Χριστό[105].
Μόνο όταν έχωμε ζώσα πίστη, θα μπορέσωμε να καταλάβωμε κάτι από τα θεία δόγματα της χριστιανικής πίστης• διαφορετικά θα είναι για μας βιβλίο εσφραγισμένο, μυστήριο εντελώς ακατανόητο.
Όταν έχωμε ζώσα πίστη, τα θεία δόγματα, παρ’ ότι θα μένουν και πάλι απρόσιτα, θα μας γίνωνται σαφή• θα τα καταλαβαίνωμε κάπως. Δεν θα καλύπτωνται πια κάτω από εκείνο το αδιαπέραστο και βαρύ καταπέτασμα, που προκαλεί η νεκρή πίστη. Η ζώσα πίστη είναι μια λογική, μια πνευματική λογική[106]. Δεν χρειάζεται πια σημεία, γιατί έχει από όλες τις πλευρές χορτάσει με τα θαύματα του Χριστού. Και ιδίως έχει χορτάσει με τον λόγο Του, που είναι πιο μεγάλος από όλα Του τα θαύματα και στέφανος των θαυμάτων Του. Η επιθυμία να ιδούμε θαύματα είναι γνώρισμα της απιστίας. Τα σημεία εδόθησαν λόγω της απιστίας, για να την μεταβάλλουν σε πίστη.  Γι’ αυτό ας προσκολληθούμε στο λόγο του Χριστού με όλη μας την ψυχή. Ας ενωθούμε με Αυτόν σε ένα πνεύμα. Και τότε τα σημεία του αντιχρίστου δεν θα μπορέσουν ποτέ να τραβήξουν την προσοχή μας.
Με καταφρόνηση και παγερή αδιαφορία πρέπει να αποστρέφωμε από αυτά το βλέμμα μας όπως θα εκάναμε για τη πιο αναίσχυντη αισχρή πράξη• για την πιο αποστατική ενέργεια εχθρού του Θεού• για την πιο μυσαρή βλασφημία• για την πιο απάνθρωπη θανάτωση.
Ας ενθυμούμεθα την εξής ιδιαίτερης σημασίας παρατήρηση  από την πείρα των ασκητών: Οι εμφανίσεις των δαιμόνων έχουν μια τέτοια ιδιότητα, που ακόμη και την πιο ελάχιστη προσοχή να τους δώσης ζημιά θα έχης. Γιατί ακόμη και την πιο ελάχιστη προσοχή, αν την αφήσης σε ένα τέτοιο θέμα ελεύθερη, χωρίς να συγκρατής, θα σου προκαλέση τις πιο ολέθριες εντυπώσεις και θα σε εμβάλη στον πιο δύσκολο πειρασμό.

β. Με την ταπεινοφροσύνη

Η ταπεινοφροσύνη είναι αδιάσπαστα ενωμένη με την πνευματική λογική. Ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος λέγει: Μόνο εκείνος που έχει ταπείνωση μπορεί να ονομασθή λογικός. Όποιος δεν έχει ταπείνωση, ποτέ δεν θα γίνη λογικός»[107]. Η ζωντανή πίστη δείχνει στα μάτια της ψυχής τον Θεό. Όποιος βλέπει έτσι το Θεό, όποιος έτσι αισθανθή το Θεό, βλέπει τη μηδαμινότητά του. Γεμίζει ανέκφραστη ευλάβεια προς το Θεό, τα έργα τους, τις εντολές του. Και έτσι το κάθε του δίδαγμα θα γίνεται με ταπεινοφροσύνη.
Ο ταπεινόφρων δεν θα τολμήση ποτέ, ούτε καν αν ερωτοτροπήση με κάτι, που θα είναι απλά έξω από το θέλημα του Θεού• και – πολύ περισσότερο – με κάτι, που θα το έχη με κάποιο τρόπο καταδικάσει ο λόγος του Θεού. Για αυτό, τα σημεία του αντιχρίστου θα μείνουν ξένα στον ταπεινό. Δεν θα τα δέχεται με κανένα τρόπο. Δεν θα έχη καμμιά σχέση με αυτά.

γ. Με την προσευχή.

Όταν μελετάμε την μηδαμηνότητά μας και την ασθένειά μας• όταν στρέφουμε τον νου μας στο Θεό, στην μεγαλωσύνη Του, στην παντοδυναμία Του, στην απέραντη αγαθότητά Του• έρχεται στην ψυχή ο πόθος να στραφή με προσευχή σ’ Αυτόν. Τότε όλη η ελπίδα της ψυχής συγκεντρώνεται στον Θεό. Και για αυτό τίποτε δεν είναι ικανό να την κάμη να αφαιρεθή την ώρα της προσευχής. Γιατί προσεύχεται συνενώνοντας όλες της τις δυνάμεις. Αναζητεί τον θεό με όλη της τη δύναμη. Εκμεταλλεύεται για την προσευχή όλες τις δυνατότητές της. Και αγωνίζεται για να προσεύχεται αδιαλείπτως.
Όταν θα αρχίση η μεγάλη θλίψη, την εποχή του αντιχρίστου, όλοι οι αληθινά πιστοί, θα ζητούν από τον Κύριο βοήθεια, ενίσχυση, θεία χάρη, ενδυνάμωση, να τους κρατή από το χέρι[108]. Οι δυνάμεις του ανθρώπου, όσο πιστοί και αν είναι στο Θεό, είναι ανεπαρκείς να αντισταθούν στην δύναμη των ενωμένων εκπεσόντων αγγέλων και ανθρώπων, που θα μετέρχωνται τα πάντα με μια άκαμπτη σκληρότητα, γιατί θα προαισθάνωνται ότι έχει φθάσει πια το τέλος τους[109]. Μα η θεία χάρη θα επισκιάση τους εκλεκτούς του Θεού. Και θα κάμη να μείνουν ανενέργητες και χωρίς αποτέλεσμα όλες οι άσφαιρες απειλές του αντιχρίστου. Και καταφρονεμένα τα θαύματά του. Τότε ο Θεός θα δώση στους δούλους του δύναμη να διακηρύττουν με γενναίο φρόνημα, ότι ο Ιησούς είναι ο Σωτήρας του κόσμου. Και να αποκηρύττουν τον ψευδομεσσία που θα έλθη για να φέρη την απώλεια.
Θα τους οδηγή στο ικρίωμα, στον θάνατο. Μα αυτοί θα αισθάνωνται, σαν να βρίσκωνται σε βασιλικούς θρόνους, και σε γαμήλιο γεύμα, γιατί η αίσθηση της αγάπης του Θεού είναι πιο γλυκειά από την αίσθηση της ζωής[110].  Γιατί τα παθήματα για το Χριστό και ο βίαιος θάνατος για Αυτόν είναι η αρχή της αιώνιας χαράς του Παραδείσου[111]. Αυτό φαίνεται καθαρά στους μάρτυρες των πρώτων αιώνων. Στην αρχή ενόμιζαν, πως στα μαρτύρια θα έδειχναν την δική τους διάθεση. Μα όταν άρχιζαν τα μαρτύρια, κατεπέμπετο σ’ αυτούς η άνωθεν βοήθεια. Και τα έκανε ποθητά: και το μαρτύριο• και τον θάνατο για το Χριστό.


5. Γρηγορείτε ουν και προσεύχεσθε.

Ο Κύριος μας έχει προαναγγείλει την θλίψη, που θα προηγηθή της Δευτέρας Παρουσίας. Και έδωκε εντολή στους μαθητές Του να έχουν τα μάτια τους ανοιχτά. Και να προσεύχωνται. Τους είπε: «Βλέπετε. Αγρυπνείτε. Προσεύχεσθε. Ουκ οίδατε γαρ πότε ο καιρός εστιν»[112]. Η προσευχή χρειάζεται πάντοτε. Και είναι πάντοτε στον άνθρωπο ωφέλιμη. Γιατί αυτή τον κρατεί σε κοινωνία με τον Θεό και υπό την σκέπη Του. Αυτή τον φυλάει από τη φιλαυτία και την αυτοπεποίθηση και από το παραστράτημα της ματαιοδοξίας και της υπερηφάνειας. Και μην ξεχνάμε, πως όλους αυτούς τους λογισμούς, επακόλουθα, κακές συνέπειες της πτώσεως, του ενσπείρουν στο νου μας τα εκπεσόντα πνεύματα της πονηρίας.
Σε περίοδο θλίψης και κινδύνων, ορατών και αοράτων, η προσευχή χρειάζεται ακόμη πιο πολύ. Γιατί είναι η έκφραση της απάρνησης της αυτοπεποίθησης και έκφραση της ελπίδας στο Θεό. Γιατί εφέλκει σε μας την θεία βοήθεια. Και ο παντοδύναμος Θεός έρχεται συνεργός μας. Και με ενέργειές Του θαυμαστές μας βγάζει από τις δύσκολες περιστάσεις, που βρισκόμαστε.
Είναι λάθος να ζητή κανείς να ιδή σημεία εν τω ουρανώ, για να αποκτήση γνώση Θεού. Τέτοια σημεία ζητούν μόνο εκείνοι που έχουν σαρκικό φρόνημα.
Και να μη το ξεχνάμε ποτέ, ότι:
Η θεογνωσία, η ζώσα πίστις, η ευλογημένη ταπεινοφροσύνη, η καθαρή προσευχή, συναποτελούν την πνευματική λογική. Είναι τα επί μέρους τμήματά της.
Και αντίθετα, η αγνωσία του Θεού, η απιστία, η τύφλωση του πνεύματος, η υπερηφάνεια, η αυτοπεποίθηση, η φιλαυτία, συναποτελούν το σαρκικό φρόνημα.
Το σαρκικό φρόνημα δεν γνωρίζει τον Θεό. Δεν τα δέχεται (αλλά ούτε και καταλαβαίνει!) τα μέσα, με τα οποία ο Θεός θέλει να οδηγήση τον άνθρωπο στην θεογνωσία. Είναι ένας τρόπος αναζήτησης της γνώσης του Θεού πέρα για πέρα λαθεμένος και ψυχώλεθρος.


Βιβλιογραφία

[1] Μάρκ. 8,1.
[2] Μάρκ. 8, 12.
[3] Ματθ. 16, 1.
[4] Ιωάν. 6, 30-31.
[5] Ματθ. 27, 41-42.
[6] Λουκ. 23, 8.
[7] Α’ Κορ. 1, 24.
[8] Μάρκ. 8, 12-13.
[9] Λουκ. 15, 10.
[9α] Αγ. Μακαρίου Αιγυπτίου Ομιλία 30§ 7.
[10] Ρωμ. 8, 12.
[11] Ρωμ. 8, 6.
[12] Ιώβ 1, 16 – Ματθ. 16, 1.
[13] Βλ. Αγίου Συμεών Μεταφραστού, βίος αγίου αποστόλου Πέτρου, Μηναίον 29 Ιουνίου. Ανάλογα σημεία έκαμε και ένας Πινέτι κατά τα τέλη του 18ου και αρχές του 19ου αιώνων.
[14] Ματθ. 24, 24.
[15] Β’ Θεσσ. 2, 6-10.
[16] Εφραίμ Σύρου, Λόγ. 106 Περί του Αντιχρίστου.
[16α] έ.α. 
[17] Μακαρίου Αιγυπτίου Ομιλία ΛΑ’ § 4.
[18] Θεοφυλάκτου Βουλγ. Εις το Ιωάν. 5, 43.
[19] Αποκ. 13, 8.
[19Α] Εφραίμ του Σύρου, έ.α., Εφ. 2, 2 και 6, 12.
[20] Συμεών Νέου Θεολόγου, Περί του τρίτου είδους προσευχής.
[21] Αποκ. 13, 13.
[22] Εφραίμ του Σύρου, Λόγος 106.
[23] Αποκ. 13, 1.
[24] Γεν. 3, 1, Αποκ. 12, 3.
[25] Αποκ. 13, 2.
[26] Αποκ. 13, 2.
[27] Ματθ. 16, 1 και Ματθ. 13, 38-42.
[28] Θεοφυλάκτου Βουλγ. Ερμηνεία ως άνω.
[28α] Ματθ.12, 40.
[29] Λουκ. 23, 45 – Ματθ. 27, 45, 51-53.
[30] Ματθ. 28, 2-4, 11-15.
[31] έ.α.
[32] Ιωάν. 20, 27.
[33] Ματθ. 12, 24 – Ιωάν. 9, 24.
[34] Μάρκ. 11, 13-20.
[35] Γέν. 3, 7.
[36] Θεοφυλάκτου Βουλγαρίας Εις το Μάρκ. 11, 13-14.
[37] Μάρκ. 2, 1-12.
[38] Μάρκ. 16, 20.
[39] Πράξ. 4, 29-30.
[40] Λουκ. 4, 36.
[41] Ιωάν. 3, 2.
[42] Ιωάν. 6, 68-69.
[43] Λουκ. 24, 32.
[44] Ιωάν. 20, 29.
[45] Ιωάν. 4, 18.
[46] Ιωάν. 6, 60.
[47] Ιωάν. 6, 63.
[48] Ιωάν. 6, 66.
[49] Ιωάν. 8, 45.
[50] Ιωάν. 8, 47.
[51] Ιωάν. 10, 37-38.
[52] Ιωάν. 8, 14.
[53] Ιωάν 9, 24.
[54] Ιωάν. 5, 46-47 και 7, 19.
[54α] Ιωάν 8, 14.
[55] Ιωάν. 15, 22-25.
[56] Ιωάν. 5, 43.
[57] Α’ Ιωάν. 4, 3.
[58] Β’ Θεσσαλ. 2, 11-12.
[59] Εις την Β’ Κορινθ. 3, 12 (P.G.)
[60] Νήφωνος Κων/λεως, απάντησις δ’.
[61] Α’ Κορινθ. 12, 7.
[62] Α’ Κορ. 14, 22, Ιωάννου Χρυσοστόμου,  Ομιλία Α’ εις την Πεντηκοστήν.
[63] Ψαλμ. 118, 18.
[64] Α’ Πέτρ. 1, 25.
[65] Ιωάν. 1, 4.
[66] Α’ Πέτρ. 1, 23.
[67] Εβρ. 4, 12.
[68] Ισαάκ του Σύρου, Λόγος ΛΣΤ’ σελ. 157-158.
[69] Ισαάκ του Σύρου, Λόγος Α’.
[70] Μακαρίου του Αιγυπτίου, Ομιλία Ζ § 4.
[71] Τύχωνος του Ζαντόνσκ, τόμ. 15, επιστολή 103, 4.
[72] Ισαάκ του Σύρου, Λόγος ΚΓ’ (έ.α. σελ. 94).
[73] Μακαρίου του Αιγυπτίου, ομιλία ΚΖ’ 16.
[74] ΠΑτερικόν κατ’ αλφάβητον.
[75] P.L. t. 73 De vitis Patrum lib. IV Cap. XIII.
[76] Πατερικόν κατ’ αλφάβητον.
[77] Ισαάκ Σύρου, Λόγος 34.
[78] Ιωάν. 5, 14.
[79] Ιακ. 4, 3.
[80] Λουκ. 16, 22.
[81] Εβρ. 12, 6 εξ.
[82] Εβρ. 12, 3.
[83] Μάρκου του Ασκητού, Περί των οιομένων εξ έργων δικαιούσθαι κεφ. 6 «Ο τον δεσπότην τιμών, ποιεί τα κελευόμενα. Σφαλείς δε ή παρακούσας, υπομένει ως ίδια τα επερχόμενα».
[84] Β’ Κορ. 12, 7-10.
[85] Γεροντικό, Ρούφου Β’.
[86] Πατερικόν κατ’ αλφάβητον.
[87] Ησαΐου Αναχωρητού, Λόγος ΚΖ’.
[88] Αββά Δωροθέου, Λόγος Ζ.
[89] Ματθ. 10, 28-31.
[90] Ματθ. 28, 20.
[91] Αββά Βαρσανουφίου, απάντησις 130.
[92] Ρωμ. 3, 16.
[93] Ισαάκ Σύρου, Λόγος ΜΗ’ (έ.α. σελ. 198).
[94] Λουκ. 21, 25.
[95] Θεοφυλάκτου Βουλγαρίας εις το Μάρκ. 8, 11-12.
[96] Γεν. 1, 14.
[97] Ματθ. 2, 2.
[98] Ματθ. 27, 45.
[99] Ματθ. 24, 29.
[100] Ιωάν. 6, 63.
[101] Λουκ. 10, 42.
[102] Ισαάκ Σύρου, Λόγος ΚΕ, ΚΣΤ, ΚΖ, ΚΗ.
[103] Ματθ. 28, 20.
[104] Ιωάννου Κλίμαξ, Λόγος 26, 52.
[105] Εβρ. 11, 27.
[106] Ισαάκ Σύρου, Λόγος ΚΗ’.
[107] Ισαάκ Σύρου, Λόγος ΟΘ’.
[108] Εφραίμ Σύρου, Λόγος 106.
[109] Αποκ. 12, 12.
[110] Ισαάκ Σύρου, Λόγος ΛΗ’.
[111] Λόγια και σκέψεις του αγίου Μάρτυρος Ιακώβου του Πέρσου (Νοέμβριος 26).
[112] Μάρκ. 13, 33.

πηγη /αντιγραφή

Μοναχός Ἰωσὴφ Γρηγοριάτης. Κύριε γνώρισέ μου αὐτὸν τὸν ἄγνωστο


πηγή


Μοναχός Ἰωσὴφ Γρηγοριάτης

1915 - 2008
"Κύριε γνώρισέ μου αὐτὸν τὸν ἄγνωστο. Ξέρω τὸ ὄνομά μου, τὴν ἡλικία μου, τὸ βάρος μου, τὸ χρῶμα τῶν μαλλιῶν μου, ὅμως τὸν ἑαυτό μου δὲν τὸν γνωρίζω. Αὐτὸς σὲ μένα τὸν ἴδιο, παραμένει κρυμμένος καὶ ἄγνωστος. Ἐσὺ ὅμως Χριστέ μου, ποὺ «ἐξετάζεις νεφροὺς καὶ καρδιὲς» τὸν γνωρίζεις.
Ἐσὺ γνωρίζεις κάθε ἄνθρωπο ἐρχόμενο εἰς τὸν κόσμο, «ἐκ κοιλίας μητρὸς αὐτοῦ». Ἐσὺ κρατᾶς στὰ πλαστουργικά σου χέρια τὴν φωτογραφία τοῦ μυστικοῦ καὶ ἀγνώστου ἑαυτοῦ μου, σὲ ὅλες τὶς λεπτομέρειες.Τί δὲν θὰ ἔδινα νὰ ἀποκτήσω αὐτὴ τὴν φωτογραφία Κύριέ μου! Νὰ τὴν κρατήσω μπροστὰ στὰ μάτια μου.
Νὰ δῶ ἐπὶ τέλους ποιὸς εἶμαι. Μία μυστικὴ φωνή μου λέει πὼς δὲν θὰ ἄντεχα νὰ δῶ τὴ φωτογραφία μου αὐτή. Καὶ ἂν τὴν ἔβλεπα, πὼς δὲν θὰ μποροῦσα νὰ ἀναγνωρίσω τὸν ἑαυτό μου. Γι’ αὐτὸ Κύριε εἶμαι εὐχαριστημένος ποὺ Ἐσύ, γεμάτος ἀγάπη γιὰ μένα, κρατᾶς ἀποκλειστικὰ δική σου τὴν φωτογραφία τοῦ πραγματικοῦ ἑαυτοῦ μου.
 Γιατί ξέρω πὼς Ἐσὺ θὰ δουλέψεις μέσα μου γιὰ νὰ ἀποκαταστήσεις τὴν πραγματικὴ εἰκόνα τοῦ ἑαυτοῦ μου καὶ νὰ τὴν παρουσιάσεις μὴ ἔχουσα σπίλο ἢ ρυτίδα ἀλλὰ ἵνα ᾗ ἁγία καὶ ἄμωμος. Κύριε θέλω νὰ σοῦ δώσω τὴν δυνατότητα νὰ ἐπεξεργασθεῖς μέσα μου τὸν ἑαυτό μου...
Ἑαυτέ μου, σκάβε βαθειὰ τὸ πηγάδι τῆς αὐτογνωσίας, τῆς αὐτομελέτης. Ἐρεύνα τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ ζωή σου. Γίνου ἀναζητητὴς γιὰ νὰ βρεῖς μαργαριτάρια καὶ ψήγματα χρυσοῦ ἀπὸ τὸ χρυσωρυχεῖο τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ . (Ματθαῖος ικ΄ 44-46). Σκάβε καὶ ἄνοιξε τὸ χῶρο τῆς ὑπάρξεώς σου, γιὰ νὰ αὐξάνονται πιὸ πολὺ μέσα σου τὰ ἀποθέματα τῆς χάριτος τοῦ θεοῦ.
Βάλε ὅλο καὶ πιὸ βαθειὰ μέσα σου «τὸν θεμέλιον…ὅς ἐστιν Ἰησοῦς Χριστὸς» (Α΄ Κορινθίους 3:2). Ἂν θέλεις νὰ ἀνέβεις «ψηλά», χαμήλωνε, σκάβε. Σκάβε ὅλο καὶ πιὸ βαθειά. Ἄνοιγε Κύριέ μου βαθειὰ τὸ πηγάδι τῆς αὐτογνωσίας καὶ τῆς ταπείνωσης..
Γιατί προσεύχομαι; Ὄχι βέβαια γιὰ νὰ ἀπαριθμήσω στὸν Θεὸ τὶς ἁμαρτίες μου. Ὄχι γιὰ νὰ καυχηθῶ γιὰ τὰ ἔργα μου. Ὄχι γιὰ νὰ ἱκανοποιήσω τὴν συνείδησή μου, ὅτι δὲν παρέλειψα τὸ «καθῆκον» τῆς προσευχῆς. Ὄχι γιὰ νὰ κατακρίνω τοὺς ἄλλους «ἁμαρτωλοὺς» ποὺ συνάντησα στὸ δρόμο μου.
Οὔτε γιὰ νὰ ἀρχίσω ἢ νὰ τελειώσω «θρησκευτικὰ» τὴ μέρα μου. Ἀλλὰ γιὰ νὰ ζητήσω ἀπὸ τὸν πολυεύσπλαχνο Κύριο νὰ καλύψει μὲ τὸ πολὺ ἔλεός του, τὰ πολλὰ σφάλματά μου, τὰ ἀτελῆ καὶ ἐλλιπῆ ἔργα μου, τὴν ἔλλειψη ἀγάπης καὶ κατανοήσεως τῶν ἀδελφῶν μου, τὶς πολλὲς ἁμαρτίες μου.
Γιὰ αὐτὸ προσεύχομαι! Γιὰ νὰ ἀνανεώσω τὴ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητάς μου, ἀλλὰ καὶ τὴν ἐμπιστοσύνη μου στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅταν προσεύχομαι αἰσθάνομαι πὼς εἶμαι μπροστὰ στὸν Ἅγιο Θεό ! ".

http://www.agiazoni.gr

Φώτης Κόντογλου - Ὁ Ἅγιος Σπυρίδων


πηγή

Προστάτης τῶν Φτωχῶν, Πατέρας τῶν Ὀρφανῶν, Δάσκαλος τῶν Ἁμαρτωλῶν 
(ἀπὸ τὸ Ἀσάλευτο Θεμέλιο, Ἀκρίτας 1996)
   
Ὁ ἅγιος Σπυρίδωνας εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς πλέον τιμημένους ἁγίους της Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ποὺ τὸν ἐπικαλοῦνται οἱ χριστιανοὶ στὶς περιστάσεις ὅπως τὸν ἅγιο Νικόλαο, τὸν ἅγιο Γεώργιο καὶ τὸν ἅγιο Δημήτριο. Τὸ τίμιο λείψανό του τὸ ἔχει ἡ Κέρκυρα, ὅπως ἡ Ζάκυνθος ἔχει τὸ λείψανο τοῦ ἁγίου Διονυσίου κ᾿ ἡ Κεφαλληνία τὸν ἅγιο Γεράσιμο.

Γεννήθηκε στὸν καιρὸ τοῦ αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου στὸ νησὶ τῆς Κύπρου, ἀπὸ γονιοὺς φτωχούς. Γι᾿ αὐτὸ στὰ μικρὰ χρόνια του ἤτανε τσομπάνης καὶ φύλαγε πρόβατα. Ἤτανε πολὺ ἁπλὸς στὴ γνώμη σὰν τοὺς ψαράδες ποὺ διάλεξε ὁ Χριστὸς νὰ τοὺς κάνει μαθητές του.
Σὰν ἦρθε σὲ ἡλικία, παντρεύθηκε, καὶ μετὰ χρόνια χήρεψε, καὶ τόση ἤτανε ἡ ἀρετή του, ποὺ τὸν κάνανε ἐπίσκοπο σὲ μία πολιτεία λεγόμενη Τριμυθοῦντα, μ᾿ ὅλο ποὺ ἤτανε ὁλότελα ἀγράμματος.
Παίρνοντας αὐτὸ τὸ πνευματικὸ ἀξίωμα ἔγινε ἀκόμα...
ἁπλούστερος καὶ ταπεινός, καὶ ποίμανε τὰ λογικὰ πρόβατα ποὺ τοῦ ἐμπιστεύθηκε ὁ Χριστὸς μὲ ἀγάπη, ἀλλὰ καὶ μὲ αὐστηρότητα ὡσὰν ὑπεύθυνος ὅπου ἤτανε γιὰ τὴ σωτηρία τους. Ἤτανε προστάτης τῶν φτωχῶν, πατέρας τῶν ὀρφανῶν, δάσκαλος τῶν ἁμαρτωλῶν.

Καὶ εἶχε τέτοια καθαρότητα καὶ ἁγιότητα, ποὺ τοῦ δόθηκε ἡ χάρη ἄνωθεν νὰ κάνει πολλὰ θαύματα, γιὰ τοῦτο ὀνομάσθηκε θαυματουργός. Μὲ τὴν προσευχή του μάζευε τὰ σύννεφα κ᾿ ἔβρεχε σὲ καιρὸ ξηρασίας, γιάτρευε τὶς ἀρρώστιες, τιμωροῦσε τοὺς πονηροὺς ἀνθρώπους, ὅπως ἔκανε μὲ κάποιους μαυραγορίτες ποὺ γκρέμνισε τὶς ἀποθῆκες ποὺ φυλάγανε τὸ σιτάρι, ἐνῶ ὁ κόσμος πέθαινε ἀπὸ τὴν πείνα, καὶ καταπλακωθήκανε μαζὶ μὲ τὸ σιτάρι: «καὶ μελετώμενον λιμὸν παρὰ τῶν σιτοκαπήλων, ἔλυσε, συμπεσουσῶν αὐτοίς, τῶν ἀποθηκῶν αἷς τὸν σίτον συνέσχον».
 Καὶ μ᾿ ὅλα αὐτὰ ἐζοῦσε μὲ τόση φτώχεια, ποὺ σὰν πῆγε κάποτε ἕνας φτωχὸς νὰ τὸν βοηθήσει γιὰ νὰ πληρώσει κάποιο χρέος του, δὲν εἶχε νὰ τοῦ δώσει τίποτα, καὶ μὲ θαῦμα ἔκανε μαλαματένιο ἕνα φίδι ποὺ βρέθηκε σ᾿ ἐκεῖνο τὸ μέρος, καὶ τὸ ἔδωσε στὸν φτωχό, κ᾿ ἐκεῖνος τὸ ἕλιωσε καὶ πλήρωσε τὸ χρέος του.
 Ἄλλη φορὰ πάλι ἔγινε κατακλυσμός, καὶ τὰ ποτάμια ξεχειλίσανε καὶ πλημμύρισε ἡ χώρα, κι᾿ ὁ ἅγιος Σπυρίδωνας προσευχήθηκε καὶ τραβήξανε τὰ νερὰ καὶ στέγνωσε ὁ νεροπατημένος τόπος.
 Γιάτρεψε καὶ τὸν βασιλέα Κωνσταντῖνον ποὺ εἶχε ἀρρωστήσει ἀπὸ κάποια ἀγιάτρευτη ἀρρώστια, ἕνα διάκο ποὺ βουβάθηκε τὸν ἔκανε καλά, κακοὺς καὶ πλεονέκτες ἀνθρώπους ἐτιμώρησε μὲ ὑπερφυσικὴ δύναμη, καὶ πλῆθος ἄλλα θαύματα ἔκανε, ὥστε νὰ τὸν φοβοῦνται οἱ ἄδικοι κ᾿ οἱ ἀδικημένοι νὰ τὸν ἔχουνε γιὰ προστάτη καὶ καταφύγιο.
 Ἀλλὰ πάντα εἶχε μεγάλη ἀγάπη καὶ συμπάθεια στοὺς ἁμαρτωλούς, γι᾿ αὐτὸ κάποιοι κλέφτες ποὺ πήγανε μία νύχτα νὰ κλέψουνε πρόβατα ἀπὸ τὴ μάνδρα του, ποὺ τὴ συντηροῦσε γιὰ νὰ βοηθᾶ τοὺς πεινασμένους, τυφλωθήκανε καὶ δὲν μπορούσανε νὰ φύγουνε, καὶ πιάσανε καὶ φωνάζανε νὰ τοὺς ἐλεήσει.
 Κι᾿ ὁ ἅγιος ὄχι μοναχὰ τοὺς ξανάδωσε τὸ φῶς τους, ἀλλὰ τοὺς χάρισε κ᾿ ἕνα κριάρι, γιατί, ὅπως τοὺς εἶπε, εἴχανε κακοπαθήσει ὅλη τὴ νύχτα, κι᾿ ἀφοῦ τοὺς νουθέτησε νἆναι καλοὶ ἄνθρωποι, τοὺς ἔστειλε στὰ σπίτια τοὺς χωρὶς νὰ μάθει τίποτα ἡ ἐξουσία γιὰ τὴν κλεψιὰ ποὺ θέλανε νὰ κάνουνε.
 Προέλεγε δὲ καὶ ὅσα ἤτανε νὰ γίνουνε μὲ ἀκρίβεια, ὥστε νὰ τὸν θαυμάζει ὁ κόσμος σὰν ἕνα ὑπεράνθρωπο πρόσωπο, ἀφοῦ ἀπὸ τσομπάνης ἀξιώθηκε νὰ ἀνεβεῖ σὲ τέτοιο ὕψος. Καὶ στὴν Πρώτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ποὺ ἔγινε στὴ Νίκαια, ἤτανε κι᾿ ὁ ἅγιος Σπυρίδωνας ἀνάμεσα στοὺς τριακοσίους δέκα ὀκτὼ θεοφόρους πατέρας καί, παρ᾿ ὅλο ποὺ δὲν γνώριζε γράμματα, ἀποστόμωσε τὸν αἱρεσιάρχην Ἄρειο ποὺ ἤτανε ὁ πιὸ σπουδασμένος στὰ γράμματα ἀπὸ ὅλους τοὺς δεσποτάδες.

Ὅλον τὸν καιρὸ ποὺ ἔζησε δὲν ἔπαψε νὰ κάνει θαύματα. Τὸ μεγαλύτερο ἤτανε ἡ ἀνάσταση τῆς πεθαμένης κόρης του ποὺ σηκώθηκε ἀπὸ τὸ μνῆμα καὶ μαρτύρησε σὲ ποιὸ μέρος εἶχε φυλάξει τὰ χρήματα ποὺ τῆς ἐμπιστεύθηκε κάποια γυναίκα, καὶ πάλι ξανακοιμήθηκε. Κάποτε πῆγε στὸν ἅγιο μία γυναίκα ποὺ εἶχε ἕνα παιδάκι καὶ τῆς πέθανε, καὶ τὸν παρακαλοῦσε μὲ δάκρυα πολλὰ νὰ τὸ ἀναστήσει, τόσο συνηθισμένοι ἤτανε οἱ ἄνθρωποι, ποὺ τὸν γνωρίζανε, στὰ θαύματα ποὺ ἔκανε ὁ ἅγιος. Καὶ ἐκεῖνος τὸ ἀνάστησε μὲ τὴν προσευχή του. Μὰ ἡ μητέρα του σὰν τὸ εἶδε ζωντανό, ἀπὸ τὴν πολλὴ χαρὰ τῆς πέθανε ἡ ἴδια. Κι᾿ ὁ ἅγιος Σπυρίδωνας ἀνέστησε καὶ τὴ γυναίκα.

Αὐτὰ τὰ μεγάλα θαύματα ξακουσθήκανε στὸν κόσμο, κι᾿ ὁ ἅγιος Σπυρίδωνας, ζωντας ἀκόμα, τιμήθηκε σὰν ἅγιος καὶ θαυματουργός. Καὶ ἕως τώρα κάνει πολλὰ θαύματα τὸ σκήνωμά του ποὺ εἶναι ὁ θησαυρὸς τῶν Κερκυραίων.

Ὅταν ἐλειτουργοῦσε, παραστεκότανε Ἄγγελοι ποὺ τοὺς βλέπανε μὲ τὰ μάτια τοὺς πολλοὶ ἀπὸ τοὺς εὐσεβεῖς χριστιανούς, καὶ ποὺ ἔλεγε τὸ «Εἰρήνη πᾶσι», οἱ Ἄγγελοι ἀντιφωνούσανε «Καὶ τῷ πνεύματί σου» ἀντὶ τῶν ψαλτάδων, καὶ τὸν περιέλουζε κάποια ὑπερφυσικὴ φωτοχυσία.

Μὲ τέτοια ἀγγελικὴ πολιτεία ἀφοῦ ἔζησε κ᾿ ἔφθασε σὲ βαθὺ γῆρας ποιμαίνοντας τὰ λογικὰ πρόβατα, μετέστη πρὸς Κύριον. Τὸ δὲ ἅγιο λείψανό του ἔμεινε κάμποσον καιρὸ στὴν Τριμυθοῦντα κι᾿ ἀπὸ κεῖ τὸ πήγανε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὸ ἐβάλανε στὴν ἐκκλησία τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων ὅπου φυλαγότανε τὰ ἅγια λείψανα πολλῶν ἁγίων.
 Κατὰ τὴ βασιλεία τῶν Τούρκων εὑρέθη εἰς τὰ χέρια ἑνὸς εὐλαβοῦς χριστιανοῦ ποὺ τὸν λέγανε Βούλγαρη, κι᾿ αὐτὸς μὲ μεγάλα βάσανα καὶ κόπους τὸ ἔφερε ἕως τὴν Ἀλβανία κρυμμένο μέσα σὲ τσουβάλια, κι᾿ ἀπὸ κεῖ τὸ πέρασε μ᾿ ἕνα καΐκι στὴν Κέρκυρα ποὺ τὴν κρατούσανε οἱ Βενετσιάνοι, κι᾿ ἀπὸ τότε βρίσκεται σ᾿ αὐτὸ τὸ νησί, ἀπείραχτο ἀπὸ τὸν καιρό, μὲ ὅλο ὅπου περάσανε 1600 χρόνια ἀπὸ τὴν κοίμησή του.
Στὸ κουβούκλιο στέκεται ὄρθιος ὁ ἅγιος, μὲ χέρια σταυρωμένα, ντυμένος μὲ τὰ ἄμφιά του καὶ τὸν βγάζουνε σὲ λιτανεία δυὸ φορὲς τὸ χρόνο. Οἱ Κερκυραῖοι ἔχουνε τὸ ἱερὸ σκήνωμα σὲ μεγάλη εὐλάβεια καὶ τὸ θεωροῦνε θησαυρὸ τοῦ νησιοῦ τους.
Τὸν καιρὸ ποὺ δούλεψα στὸ Μουσεῖο τῆς Κέρκυρας γνώρισα τὸν πάπα-Βούλγαρη, ποὺ ἤτανε ἐφημέριος του ναοῦ, κατὰ κληρονομικὸ δικαίωμα, ἄνθρωπος ποὺ ἀγαποῦσε τὴν τέχνη καὶ τὰ γράμματα. Τὸ ἅγιο λείψανο θαυματουργεῖ πάντα ἕως σήμερα σὲ ὅποιους ἐπικαλεσθοῦνε μὲ πίστη τὸν ἅγιο.

Στὴν ὀρθόδοξη ἁγιογραφία ὁ ἅγιος Σπυρίδωνας παριστάνεται γηραλέος μὲ γυριστὴ μύτη καὶ μὲ διχαλωτὸ κοντὸ ἄσπρο γένι, «γέρων διχαλογένης φορῶν σκοῦφον». Ὁ σκοῦφος του εἶναι παράξενος, σὰν κινέζικος, μυτερὸς στὴν κορυφή. Δὲν ζωγραφίζεται ποτὲ ξεσκούφωτος. Ἐκτὸς ἀπὸ τὶς εἰκόνες ἀπάνω σὲ σανίδι εἴτε σὲ τοῖχο σὲ ἄλλο μέρος τῆς ἐκκλησίας, ζωγραφίζεται συχνὰ στὸ ἅγιο Βῆμα μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους μεγάλους ἱεράρχας Βασίλειο, Χρυσόστομο καὶ Γρηγόριο κάτω ἀπὸ τὴν Πλατυτέρα. Στὸ χαρτὶ ποὺ βαστᾶ εἶναι γραμμένο: «Ἔτι προσφέρομέν Σοι τὴν λογικὴν ταύτην καὶ ἀναίμακτον θυσίαν».

Ἡ ὑμνολογία μας τὸν στόλισε μὲ τὰ ἀμάραντα ἄνθη της, ποὺ πολὺ λίγοι ἀπὸ μᾶς τὰ μελετήσανε γιὰ νὰ δοῦνε πὼς ἀληθινὰ εἶναι ἀμάραντα.

«Χαίροις ἀρχιερέων κανών, τῆς Ἐκκλησίας ἀδιάσειστον ἔρεισμα· τὸ κλέος τῶν Ὀρθοδόξων, ἡ τῶν θαυμάτων πηγή, τῆς ἀγάπης ρεῖθρον μὴ κενούμενον...». «Πράος καὶ κληρονόμος τῆς γῆς, Σύ, τῶν πραέων ἀληθῶς ἀναδέδειξαι, Σπυρίδων, πατέρων δόξα, ὁ ταῖς νευραὶς τῶν σοφῶν καὶ ἁπλῶν σου λόγων, θείᾳ χάριτι, ἐχθρὸν τὸν παμπόνηρον καὶ παράφρονα Ἄρειον ἐναποπνίξας, καὶ τὸ δόγμα τὸ ἔνθεον καὶ σωτήριον ἀνυψώσας ἐν Πνεύματι...». «Ἐκ ποιμνίων ὥσπερ τὸν Δαυΐδ, σὲ ἀναλαβόμενος ὁ Πλαστουργός, λογικῆς ποίμνης ἔθετο ποιμένα πανάριστον, τὴ ἁπλότητι καὶ πραότητι λάμποντα καὶ τὴ ἀκακία, ὅσιε, Ποιμὴν καλλωπιζόμενον». «Μωυσέως τὸ ἄπλαστον, Δαυῒδ τὸ πρᾶον, Ἰὼβ τοῦ Αὐσίτιδος τὸ ἄμεμπτον κτησάμενος, τοῦ Πνεύματος γέγονας κατοικητήριον, μέλπων, Ἱερώτατε: Ὁ ὧν εὐλογημένος καὶ ὑπερένδοξος». «Σὲ ἐξ ἀλόγου ποίμνης μετήγαγεν εἰς λογικὴν τὸ Πνεῦμα, πνευματοφόρε, ὡς τὸν Μωσέα καὶ Δαυῒδ ὧν ἐμιμήσω τὸ πράον, Σπυρίδων, φῶς οἰκουμένης». Τὸ ἀπολυτίκιον λέει: «Τῆς Συνόδου τῆς πρώτης ἀνεδείχθης ὑπέρμαχος, καὶ θαυματουργὸς θεοφόρε, Σπυρίδων, πατὴρ ἡμῶν. Διὸ νεκρὰ Σὺ ἐν τάφῳ προσφωνεῖς, καὶ ὄφιν εἰς χρυσοῦν μετέβαλες· καὶ ἐν τῷ μέλπειν τὰς ἁγίας Σου εὐχάς, Ἀγγέλους ἔσχες συλλειτουργοῦντάς Σοι, Ἱερώτατε. Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι· δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι· δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ Σοῦ πᾶσιν ἰάματα». 

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...