Περίπτωση 5:
Ἀγωνία και μοιρολατρία Tῆς Πανωραίας Κανελλοπούλου
Oσο δύσκολο εἶναι νά ζήσει κανείς τή δική του ἐπιθυμία γιά ζωή δίχως τό φόβο τῆς ἀπόρριψης ἀπό τούς σημαντικούς του ἄλλους... Ὄντας σέ μία κοινωνία πού στιγματίζει τούς ἀπογαλακτισθέντες, πού θεωρεῖ σκανδαλῶδες τό νά ἐγκαταλείψει κάποιος τό μάρσιπο τῆς μάνας γιά νά ἀνοιχτεῖ σέ μιά ζωή ἐλευθερίας ἀπό τήν ἀνάγκη, πῶς νά ἀντέξει τό ὄνειδος τῆς ἀποκοπῆς τῶν δια- ψυχικῶν του ὀμφάλιων λώρων; Ἔτσι, ἀνα- πόφευκτα θά δημιουργηθοῦν ἐκδορές καί σκισίματα στόν ψυχολογικό του χιτώνα πού θά ἐπενδυθοῦν μέ «μπαλώματα» ἀπό ἐμμονές, ἰδεοληψίες, φοβίες καί ὅ,τι ἄλλο πρόσφορο διαθέτει ὁ ψυχισμός σάν ἄμυ- να ἐνάντια στήν ματαίωση τῆς γνήσιας ἐπιθυμίας γιά αὐτοπραγμάτωση, τό δικαίωμα νά διεκδικήσει ἕνας ἄνθρωπος τήν ὑπόστασή του ὡς αὐτόνομο ὑποκείμενο... Καί ἡ ἔλλειψη θά εἶναι πάντοτε ἐκεῖ, ἄλλοτε ὡς ἀνικανοποίητο, ἄλλοτε ὡς μιά διάχυτη αἴσθηση ὅτι ὁ κόσμος εἶναι μή πραγματικός, σά νά ἀνήκει κάπου ἀλλοῦ, εἴτε φαντασιωτικά εἴτε συμβολικά, πάντως ἀλλοῦ... Κάρμα, μετενσάρκωση ἤ Παράδεισος.
Ἡ μάνα συνδέεται μέ τό νῆμα, νόημα τῆς ζωῆς. Ἡ ταύτιση μαζί της μᾶς καθηλώνει μή ἐπιτρέποντάς μας συχνά νά συνεργαστοῦμε μέ τή Χάρη γιά νά ἐνηλικιωθοῦμε. Συνάμα ὑπάρχει κι ἡ ἐντολή τῆς Παλαιᾶς Σχέσης μέ τόν Θεό, «τίμα τόν πα- τέρα σου καί τήν μητέρα σου» ( Ἐξ. 20,12), πού δίχως ἐπαρκῆ διασαφήνιση τοῦ τί ση- μαίνει σεβασμός καί τί ἐξάρτηση, πολλές φορές ἀκούσια μᾶς ὑποχρεώνει νά παρα- μείνουμε ἀνήλικοι στήν παιδαριώδη παν- τοδυναμία τοῦ «καλοῦ παιδιοῦ» πού ζεῖ γιά νά εὐχαριστεῖ τούς γονεῖς του. Πῶς ἀλήθεια μπορεῖ νά ἐξηγήσει ὁ θεραπευ τής στόν θεραπευόμενό του ὅτι αὐτός ὁ νόμος καταργήθηκε ἀπό τή χάρη τῆς Καινούργιας Σχέσης μέ τόν Θεό, ὅτι μιά ἄλλη παραίνεση, « Ὁ φιλῶν πατέρα ἤ μητέρα ὑπέρ ἐμέ οὐκ ἔστί μου ἄξιος» (Ματθ.10,37) ἦρθε νά ὑποκαταστήσει τή βιολογική σχέση μέ μιά πνευματική παλιγγενεσία; Ὅτι εἶναι ἀπαραίτητος ἕνας συμβολικός ἀποχωρισμός, ἕνας ψυχολογικός εὐνουχισμός (Ματθ.19,12), πού θά μᾶς ἐπιτρέψει νά ἀκούσουμε Αὐτόν πού μιλᾶ σκληρά σ’ ἐκεῖνες τίς ἀνθρώπινες παρεμβάσεις πού μᾶς ἐμποδίζουν νά ἀκολουθήσουμε πιστά καί ὁλοκληρωμένα τήν κλήση Του: «Τί ὅτι ἐζητεῖτέ με; Οὐκ ᾔδειτε ὅτι ἐν τοῖς τοῦ πατρός μου δεῖ εἶναί με;» (Λουκ.2,49).
Δέν ἀποτελεῖ λοιπόν ἔνδειξη ἀφοσίωσης ἡ προσκόλληση στό γράμμα τῶν γονιῶν ἀλλά κώλυμα πού ἐμποδίζει τόν ἄνθρωπο νά ἀνακαλύψει τήν οὐσία τῆς ἀληθινῆς του ὕπαρξης ἐν Χριστῷ. Ἡ ἀλη- θινή ἀγάπη, πάντοτε ἄνευ ὅρων ἀλλά ὄχι ἄνευ ὁρίων, δέν ἀπειλεῖ τό πρόσωπο ἀλλά τό ἐλευθερώνει ἀπό τό φόβο, τή ντροπή, τήν ἐνοχή (καί ἐνίοτε τόν οἶκτο) ὅτι παρέ- βη τό θέλημα τοῦ αὐθέντη γονιοῦ. Ἡ ζωή μας δέν ἀνήκει στούς γεννήτορές μας, οὔτε κάν στόν ἑαυτό μας, εἶναι τοῦ Δω- ρητῆ. Ἡ ψυχή, ἡ βαθεῖα καρδία τοῦ ἀνθρώπου, μόνο γιά τόν Θεό δέν εἶναι ἄ- βατο. Γιά ὅλους τούς ἄλλους ἀνθρώπους εἶναι, ὅ,τι κι ἄν φοροῦν.
Πιό εἰδικά τώρα γιά τήν Δήμητρα.
Πολύ συχνά θά ἔρθει, ἀπό τίς πρῶτες συνεδρίες, ὑπόρρητο τό ἐρώτημα: «Δέν εἶναι ἁμαρτία νά κρίνω τή μητέρα μου πού τόσο θυσιάστηκε γιά μένα;». Μιά ἄλλη πι- θανή ἀνέκφραστη παράφραση: «Μπορῶ
νά ἀπομυθοποιήσω τή μητέρα μου;». Κι ἄν ἡ μετάφραση τοῦ θεραπευτῆ δέν εἶναι δυνατό νά εἰσακουστεῖ, τότε τά συμπτώ- ματα θά γίνουν οἱ κραυγές τοῦ ψυχισμοῦ γιά βοήθεια1. Σέ μιά τέτοια περίπτωση, ἄν «ὁ Γέροντάς μου εἶπε νά μήν τά σκαλίζω ὅλα αὐτά γιατί δέν κάνει, οἱ γονεῖς εἶναι γονεῖς», ἡ θεραπεία θά βρεῖ πολλές ἀντιστά- σεις. Εἶναι ἀδύνατο νά προχωρήσουμε δί- χως παράλληλη συνεργασία καί συμφωνία θεραπευτῆ-πνευματικοῦ πάνω στό τί εἶναι ἁμαρτία. Ἡ ἐπαναμάθηση ἑνός ἄλλου τρόπου ἀνάγνωσης τῆς προσωπικῆς μας ἱστορίας χρειάζεται καί τήν κατήχηση, πού δέν μπορεῖ νά τήν ἀναλάβει ὁ θεραπευτής. Στό σύνηθες θρησκευτικό μοντέλο ἐπιβάλλεται πλέον ἕνα γενναῖο ξεκαθάρι- σμα τοῦ τί εἶναι θεραπεία, μιά ἔντιμη ὁριο θέτηση τοῦ ρόλου τοῦ πνευματικοῦ καί τοῦ εἰδικοῦ ψυχικῆς ὑγείας πάνω στό τί εἶναι πίστη καί τί θρησκευτικότητα, μετά νοια καί ὄχι μεταμέλεια, ψυχολογική ἐμπει ρία καί πνευματική καί προπάντων μία τα- πεινή ἐπίγνωση ὅτι ὅλα αὐτά δέν διαχω ρίζονται ποτέ πλήρως, ὁ ἄνθρωπος δέν τεμαχίζεται. Χρειάζεται διάκριση. Καί οἰκονομία γιά κάθε ἀσθενῆ προσωπικά.
Στήν προσωποκεντρική προσέγγιση αὐτό πού ἔχει σημασία δέν εἶναι οὔτε ἡ διάγνωση οὔτε ἡ ἑρμηνεία τοῦ γιατί διάλεξε ὁ ἀσθενής νά ζήσει δίχως σθένος τή ζωή του. Ἀκολουθώντας τή ροή τῆς ἐμπειρίας του,ὁ ἄνθρωπος θά ἀνακαλύψει ὁ ἴδιος ὅτι ὅλες οἱ ἑρμηνεῖες λειτουργοῦν σάν ἀσπίδες προ- στασίας ἀπό τόν πόνο τῆς συνειδητοποί- ησης ὅτι ὑπάρχει πάντα «μία ζωή πού δέν ἔζησα γιατί...». Καί κάθε φορά θά ὑπάρχει μιά διαφορετική ἐκδοχή αὐτοῦ τοῦ «γιατί», κάθε φορά τό ἴδιο τό τραυματικό γεγονός θά ἐπανέρχεται μέ διαφορετικά προσωπεῖα ἀπό παρορμητικές ἀνάγκες (π.χ. παράλληλες σχέσεις δίχως ἠθικούς φραγμούς) πού θά ὑπονομεύουν τή μόνη ἀληθινά γνήσια ἐπιθυμία γιά αὐτοπραγμάτωση, νά ὁλοκλη- ρωθεῖ ὁ ἄνθρωπος. Νά γίνει σῶος2. Ἡ ἔννοια τῆς αὐτοπραγμάτωσης στήν προ- σωποκεντρική θεωρία, δάνειο τῆς οὑμανι- στικῆς φιλοσοφίας,εἶναι μία πολύ ταλαιπω- ρημένη ἔγνοια γιά τό πῶς ἐν-νοοῦμε τήν πραγμάτωση αὐτοῦ πού ὁρίζουμε ὡς Ἑαυτό.
Προσωπικά βοηθήθηκα πολύ νά κατανοήσω τόν ἀγγλικό ὅρο «realisation»3 μέ τόν θεολογικό ὅρο τοῦ ἁγίου Μαξίμου «ἀληθο- ποίηση». Μιά πράξη ἀλήθειας ἀπέναντι στό κάλλος τῆς δικῆς μας δωρισμένης εἰκόνας νά γίνει ἀληθινή,πραγματική.Μιά μεγάλη συ- ζήτηση, πού δέν χωράει ἐδῶ τώρα...4
Ἡ Δήμητρα τῆς ἱστορίας θά πρέπει νά διαλέξει τό πῶς θά ζήσει, νά ἐπιλέξει μόνη της ἄν θά μεγαλώσει ἤ ἄν θά παραμείνει τό παραμελημένο παιδί μιᾶς ἱστορίας δίχως τέλος, σκοπό, προορισμό, λόγο ζωῆς. Ἡ ψυχολογική θεραπεία της συνίσταται σ’ αὐτό: στό νά ἀπελευθερωθεῖ ἀπό ὅ,τι τήν κρατάει δέσμια, ταυτισμένη μέ τήν μητέρα, νά συγχωρέσει γιά νά προχωρήσει πνευ- ματικά, νά συνδεθεῖ μέ τήν ἀληθινή Μητέ- ρα, τόν ἀληθινό της Πατέρα, τήν ἀληθινή της Οἰκογένεια, τήν Ἐκκλησία. Κι ἐδῶ δέν ὑπάρχει καμία πρόβλεψη. Ὁ δρόμος τοῦ κάθε προσώπου εἶναι μοναδικός καί ἡ προσωποκεντρική προσέγγιση τό ἀνα- γνωρίζει αὐτό. Ἀνήκει στά γνωρίσματα τοῦ θεραπευτῆ τό βαθύ του νοιάξιμο καί ὁ σε- βασμός τῆς ἀληθινῆς ἐπιθυμίας τοῦ πελά- τη, ἀκόμα κι ἄν δέν τόν βλέπει νά πορεύε- ται πρός τά ἐκεῖ πού ὑπάρχει ἡ ὄντως Ἐλευθερία. Καί νά θυμᾶται ἐπίσης ὅτι πέρα ἀπό τόν ὑπαρξιακό τόπο πού βρίσκεται ὁ ἴδιος δέν μπορεῖ νά τόν εἰσοδεύσει.
Γιά νά μιλήσω πιό προσωπικά. Δέ θά ἦταν ἀληθινό γιά μένα, τή στιγμή πού στή θεραπεία ὁ ἄνθρωπος συνειδητοποιεῖ τίς προδοσίες στίς ὁποῖες ἔχει ὑποχρεώσει τόν ἑαυτό του, τότε πού ἡ ἀπελπισία ἀπει- λεῖ νά τόν συντρίψει ἤ τότε πού συνειδη- τοποιεῖ τό μέγεθος τῆς ἐγκατάλειψης ἀπό τούς ἄλλους ἤ καί στούς ἄλλους, ἤ τότε πού,ἀκόμα πιό σκληρά καί ἀνελέητα,ἔρχε- ται ἀντιμέτωπος μέ τό θάνατο5, νά μήν στρέψω τόν πάσχοντα ἄνθρωπο στόν Χριστό,στήν Παναγία6.Χρειάζεται νά εἶμαι εἰλικρινής, στήν αὐτοαποκάλυψή μου, ἄν ρωτηθῶ γιά τό πῶς βιώνω ἐγώ τήν πίστη. Καί πολύ συχνά καλοῦμαι, ἄν δέν μπορῶ νά παραπέμψω σέ πνευματικό ἤ σέ κατη- χητή, νά δώσω ἐγώ θεολογική ἀπόκριση. Στήν προσέγγισή μου ἡ αὐθεντικότητα καί ἡ διαφάνεια εἶναι θεραπευτικές συνθῆκες7 καί σιγά-σιγά ἡ ἴδια ἡ θεραπεία σέ ἐκπαι- δεύει στό νά μάθεις νά διακρίνεις μ’ ἐνσυ- ναίσθηση τό τί μπορεῖ ν’ ἀκούσει, νά δεχτεῖ νά συλλαβίσει, νά ἀφομοιώσει, δίχως νά μπερδευτεῖ, τό πρόσωπο πού σέ τιμᾶ μέ τήν ἐμπιστοσύνη του κι ὅλο αὐτό νά τό ἀποδέχεσαι ὡς ὅριο δικό του καί δικό σου Δέν ξέρω ἄν ἡ Δήμητρα θά θελήσει νά θεραπευθεῖ, ἄν ἡ Δήμητρα θ’ ἀντέξει πραγματικά ν’ ἀκούσει τή φωνή της, τή Φωνή Του. Οὔτε θά ἤθελα νά μάθω πληροφορίες πάνω στίς λεπτομέρειες τῆς ζωῆς της. Δέ θά χρησίμευαν σέ τίποτα. Γνωρίζω πώς αὐτό πού ἔχει σημασία εἶναι νά ἀκούσει ὁ ἴδιος ὁ πάσχων ἄνθρωπος τό πῶς διαβάζει τό βίωμά του («ἆρά γε γι- νώσκεις ἅ ἀναγινώσκεις;» Πράξ.8: 31) καί νά συνειδητοποιήσει τό περιεχόμενο τῆς ἐλευθερίας πού τοῦ δόθηκε ὡς τάλαντο ἀλλά ἀγνοεῖ κι ὁ ἴδιος, ὥς τό τέλος, τό πῶς θά τό ἐξαργυρώσει. Ἀναγνωρίζω δέ πώς ἡ κάθε Δήμητρα ἔχει ἀνάγκη νά εἶναι κάποιος μάρτυρας ἐκεῖ, ν’ ἀκολουθεῖ στή δια- δρομή της, πιστός, ἀνοιχτός καί ὑπομονε- τικός ὅτι ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ πάντα προπο- ρεύεται, ἀκόμα κι ὅταν ἐμεῖς νομίζουμε πώς χάσαμε τόν δρόμο8.
ΠΑΡΑΜΠΟΜΠΑΙ
Διαλεκτική τοῦ χριστιανισμοῦ καί τῆς Νεωτερικότητας
1. H.Küng, Das Christentum.Wesen und Geschichte, 1995, σ. 760 κ.ἑ.
2. Ὅ.π., σ. 765-6. S.Toulmin, Cosmopolis. The Hidden Agenda of Modernity, Free Press, 1990.
3. I. Kant, Πρόλογος στήν δεύτερη ἔκδοση τῆς Κριτικῆς τοῦ καθαροῦ Λόγου (1781), σ. 33.
4. Β. Pascal, Pensées, No 180, τόμος 34, Pléiades, 1954.
5. I. Kant, Kritik der praktischen Vernunft (1788). H. Küng, ὅ.π., σ. 768-9.
6. Τ. S. Kuhn, The Structure of Scientific Revolutions, University of Chicago Press, 1962, σ. 175 κ.ἑ. [ Ἡ δομή τῶν επιστημονικῶν ἐπαναστάσεων, ἐκδ. Σύγχρονα θέματα, 1997]. H. Küng. ὅ.π., σ. 770-2.
7. Μ. Kehl, Eine Theologie der Schöpfung, Freiburg, 2006, σ. 222 κ.ἑ.
8. Μ. Weber, Gesammelte Aufsätze zur Wissenschaftslehre, Tübingen 1968. Θ. Λίποβατς, «Ὁ
πολυθεϊσμός τῶν ἀξιῶν. Μ. Weber». Στό Ἐπιστήμη καί Κοινωνία, τ. 21, 2009.
9. R. Guardini, Welt und Person, Paderborn 1988, σ. 32.
10. R. Guardini, ὅ.π., σ. 25 κ.ἑ.
11. Ὅ.π.
12. Ὅ.π., σ. 26, 36. H. Jonas, Das Prinzip Verantwortung, Frankfurt a.M. 1984. E. Lévinas, Totalité et Infini, Paris 2000, σ. 274. Τοῦ ἰδίου, Autrement qu’ Etre ou au-delà de l’ essence, Paris 2000, σ.228. Τοῦ ἰδίου, Difficile Liberté, Paris 1997, σ. 39. Γιά τήν Ἀρχή τῆς ὑπευθυνότητας: Θ. Λίπο- βατς, « Ὁ πολυθεϊσμός τῶν ἀξιῶν...», ὅ.π.
13. M.Weber, Ἡ προτεσταντική Ἠθική καί τό πνεῦμα τοῦ καπιταλισμοῦ, ἐκδ. Gutenberg, 1984. Θ. Λίποβατς, «Πολιτική Θεολογία καί Νεωτερικότητα», στό Θ. Λίποβατς, Ν.Δεμερτζής, Β. Γε- ωργιάδου (ἐπιμ.), Θρησκεῖες καί Πολιτική στή Νεωτερικότητα, ἐκδ. Κριτική, 2002. Στόν ἴδιο τό- μο: Θ. Λίποβατς, « Ἐθνικισμός καί θρησκεία στή νεωτερικότητα». Θ. Λίποβατς, « Ὀρθόδο- ξος χριστιανισμός καί ἐθνικισμός: δύο πτυχές τῆς σύγχρονης ἑλληνικής πολιτικῆς κουλ- τούρας», στό Θ. Λίποβατς, Ψυχανάλυση, Φιλοσοφία, Πολιτική Κουλτούρα, ἐκδ. Πλέθρον, 1996.
14. H. Küng, ὅ.π., σ. 773-5
15. R. Koselleck, Art. Fortschritt στό: Geschichtliche Grundbegriffe, Bd. II, Stuttgart 1975, σ. 351-
423.
16. H. Küng, ὅ.π., σ. 776-7
17. G. E. Lessing, Nathan der Weise (1779), στο Werke Bd. I, 1982, σ. 593-735. L. Kolakowski,
Chrétiens sans Église, 1987.
18. H. Küng, ὅ.π., σ. 780-2. I. Kant, Beantwortung der Frage: was ist Aufklärung? (1783), στό Werke Bd.VI, σ. 53-61. D. Martin, A General Theory of Secularization, Oxford, 1978. Θ. Λίπο- βατς, «Χριστιανισμός καί ἐκκοσμίκευση στή νεωτερικότητα», στό Φαντασιακή καί ἀληθής ἐλευθερία, ἐκδ. Πλέθρον, 2008.
19. R. Spaemann, Reflexion und Spontaneität. Studien über Fénelon, Stuttgart, 1990.
20. H. Küng, ὅ.π., σ. 787-9. A. Schweizer, Geschichte der Leben-Jesu-Forschung,Tübingen, 1913, σ.
4, 13-48.
21. Μ. Weber, Ἡ προτεσταντική Ἠθική..., ὅ.π. Σ. Φρόυντ, Ὁ ἄνδρας Μωυσῆς καί ἡ μονοθεϊστική θρησκεία, ἐκδ. Ἐπίκουρος, 1997 («Πρόοδος στήν πνευματικότητα», Ἐξορθολογισμός), σ. 216 κ.ἑ. Θ. Λίποβατς, « Ὁ άνδρας Μωυσῆς καί ἡ μονοθεϊστική θρησκεία: ἡ προβληματική κατα- σκευή τοῦ ἔργου καί ἡ ἐπιθυμία τοῦ Φρόυντ», στό Δημοκρατικός Λόγος, Ψυχανάλυση, Μονο- θεϊσμός, ἐκδ. Πλέθρον, 2001. Θ. Λίποβατς, «Μονοθεϊσμός: Πρόοδος καί παλινδρομήσεις στήν πνευματικότητα», Σύναξη, τ. 112, 2009.
22. Α. v. Harnack, Lehrbuch der Dogmengeschichte, Darmstadt 1964. R. Gibellini, Ἡ θεολογία τοῦ
20οῦ αἰώνα, ἐκδ. Ἄρτος Ζωῆς 2002.
23. Η. Κüng, ὅ.π., σ. 791.
24. Μ. Κehl, ὅ.π., σ. 225
25. Μ. Weber, Gesammelte Aufsätze zur Wissenschaftslehre, Tübingen, 1968, σ. 508. Τοῦ ἰδίου, Οἰκονομία καί Κοινωνία. 3: Κοινωνιολογία τῆς θρησκείας (Μετάφραση Ἀ. Γκιούρας), ἐκδ. Σαβ- βάλας, 2005, σ. 23-27.
26. R. Koselleck, Kritik und Krise, Frankfurt a. M., 1973.
27. Η. Κüng, ὅ.π., σ. 783. M. Gauchet, Le désenchantement du monde, Paris 1985.
28. Ὅ.π., σ. 786-7.
29. Α. Juranville, L’ Evénement, Paris 2007, σ. 251 κ.ἑ., 461 κ.ἑ., 748 κ.ἑ.
30. R. v. Dülmen, Die Entdeckung des Individuums. 1500-1800, Frankfurt a.M. 1997. N. Elias, Die Gesellschaft der Individuen, Frankfurt a.M., 1991.Th. Kobusch, Die Entdeckung der Person. Meta- physik der Freiheit und modernes Menschenbild, Darmstadt 1997. Λ. Ντυμόν, Δοκίμια γιά τόν ἀτο- μικισμό, ἐκδ. Ἐυρύαλος, 1988.
31. Η. Κüng, ὅ.π., σ. 870-1.
32. S. Kierkegaard, Der Begriff Angst, Frankfurt a.M., 1984.
33. K. Barth, Der Römerbrief, München, 1922.
34. H. Jonas, Ἡ ἔννοια τοῦ Θεοῦ μετά τό Auschwitz, ἐκδ. Ἀρμός, 2000.
35. Η. Κüng, ὅ.π., σ. 872-3.
36. Η. Κüng, ὅ.π., σ. 874-5.
37. Θ. Λίποβατς, «Τό Ἐπιθυμεῖν τοῦ ὑποκειμένου, τό πολιτικό Πράττειν, τό ἐπέκεινα τοῦ Εἶναι», στό Θ. Λίποβατς, Β. Ρωμανός (ἐπιμ.), Τό ὑποκείμενο στήν ὕστερη νεωτερικότητα, ἐκδ. Νῆσος, 2002. Τοῦ ἰδίου, « Ἡ διαλεκτική τῆς αὐτονομίας καί τῆς ἀλλονομίας καί ἡ ἀνάδυση τοῦ ὑποκειμένου», στό Θ. Λίποβατς, Π. Παπαθεοδώρου (ἐπιμ), Τό νεωτερικό ὑποκείμενο ἐμπρός στό αἴτημα τοῦ Ἄλλου, ἐκδ. Νῆσος, 2006. Τοῦ ἰδίου, Τό Ὄνομα τοῦ πατέρα καί ἡ Δυσφο- ρία μέσα στόν πολιτισμό, ἐκδ. Πόλις, 2007. P.Tillich, Die verlorene Dimension, Stuttgart, 1962.
38. M. Kehl, ὅ.π., σ. 227-8. R. Guardini, ὅ.π., σ. 144. K. Rahner, Zur Theologie der Zukunft, München, 1971.
39. Η. Jonas, Augustin und das paulinische Freiheitsproblem, Göttingen, 1965, σ. 36-8.
40.W. Pannenberg, «Die christliche Legitimität der Neuzeit» στό Gottesgedanke und menschliche Freiheit, Göttingen 1978, σ. 121, 124-7. H. Blumenberg, Die Legitimität der Neuzeit, Frankfurt a. M., 1966, σ. 9 κ.ἑ. Θ. Λίποβατς, «Νεωτερικότητα καί ἐκκοσμίκευση», στή Νέα Ἑστία, Ὀκτώ- βριος 2010. Τοῦ ἰδίου, «Ὀρθός Λόγος καί θέληση στό χριστιανισμό», στό Ψυχανάλυση, Φι- λοσοφία, Πολιτική Κουλτούρα, ἐκδ. Πλέθρον, 1996.
41. Μ. Kehl, ὅ.π., σ. 229, R. Guardini, Die Existenz des Christen, München 1976, σ. 88-91.
42. Ὅ.π., σ.230-1. R. Guardini, ὅ.π., σ. 93-96.
43. Μ. Kehl, ὅ.π., σ. 232-4. R. Guardini, Welt und Person ὅ.π., σ. 173, 178, 184 κ.ἑ. S. Kierkegaard,
Der Begriff Angst, ὅ.π., σ. 89 κ.ἑ.
44. M. Kehl, Eschatologie, Frankfurt a. M. 1986. Dein Reich komme!,Würzburg 2003.
45. M. Kehl, σ. 235. R. Guardini, σ. 187-194. Θ. Λίποβατς, « Ὕπαρξη καί Ἐσχατολογία». Στό Φαν- τασιακή καί ἀληθής Ἐλευθερία, ἐκδ. Πλέθρον, 2008.
46. M. Weber, Gesammelte Aufsätze... ὅ.π., σ. 213, 245 κ.ἑ., 503, 611.
47. H. Jonas, «Gnosis, Existentialismus und Nihilismus», στο Zwischen Nichts und Ewigkeit, Göttingen, 1963.
48. Θ. Λίποβατς, «Ὁ Ἐθνικοσοσιαλισμός, ὡς πολιτικός μεσσιανισμός», στή Νέα Ἑστία, Ἄνοι- ξη 2011.
49. J. Moltmann, Theologie der Hoffnung, München 1985.
50. H. Jonas, Augustin und das paulinische Freiheitsproblem, ὅ.π., σ. 38.
51. P. Valadier, Un christianisme d’avenir. Pour une nouvelle alliance entre Raison et Foi, Paris 1999. J. B. Metz, Unterbrechungen. Theologisch-politische Perspektiven und Profile, Gütersloh 1981. Σ. Ἀγουρίδης, Θεολογία καί Ἐπικαιρότητα, ἐκδ. Ἄρτος Ζωῆς, 1996. Τοῦ ἰδίου, Θεολογία καί Κοινω- νία σέ διάλογο, ἐκδ. Ἄρτος Ζωῆς, 1999. Ἄν ὁρισμένοι ἀναγνῶστες ἀποκτήσουν ἀπό τήν ἀνά- γνωση αὐτοῦ τοῦ κειμένου τήν ἐντύπωση ὅτι «δέν τούς ἀφορᾶ», τότε ἰσχύει γι’ αὐτούς τό ρωμαϊκό ρητό: De alio in oratione, tua res agitur (Ὁ λόγος περί ἄλλου, ἐσένα ἀφορᾶ).
Διαλεκτική τοῦ χριστιανισμοῦ καί τῆς Νεωτερικότητας
1. H.Küng, Das Christentum.Wesen und Geschichte, 1995, σ. 760 κ.ἑ.
2. Ὅ.π., σ. 765-6. S.Toulmin, Cosmopolis. The Hidden Agenda of Modernity, Free Press, 1990.
3. I. Kant, Πρόλογος στήν δεύτερη ἔκδοση τῆς Κριτικῆς τοῦ καθαροῦ Λόγου (1781), σ. 33.
4. Β. Pascal, Pensées, No 180, τόμος 34, Pléiades, 1954.
5. I. Kant, Kritik der praktischen Vernunft (1788). H. Küng, ὅ.π., σ. 768-9.
6. Τ. S. Kuhn, The Structure of Scientific Revolutions, University of Chicago Press, 1962, σ. 175 κ.ἑ. [ Ἡ δομή τῶν επιστημονικῶν ἐπαναστάσεων, ἐκδ. Σύγχρονα θέματα, 1997]. H. Küng. ὅ.π., σ. 770-2.
7. Μ. Kehl, Eine Theologie der Schöpfung, Freiburg, 2006, σ. 222 κ.ἑ.
8. Μ. Weber, Gesammelte Aufsätze zur Wissenschaftslehre, Tübingen 1968. Θ. Λίποβατς, «Ὁ
πολυθεϊσμός τῶν ἀξιῶν. Μ. Weber». Στό Ἐπιστήμη καί Κοινωνία, τ. 21, 2009.
9. R. Guardini, Welt und Person, Paderborn 1988, σ. 32.
10. R. Guardini, ὅ.π., σ. 25 κ.ἑ.
11. Ὅ.π.
12. Ὅ.π., σ. 26, 36. H. Jonas, Das Prinzip Verantwortung, Frankfurt a.M. 1984. E. Lévinas, Totalité et Infini, Paris 2000, σ. 274. Τοῦ ἰδίου, Autrement qu’ Etre ou au-delà de l’ essence, Paris 2000, σ.228. Τοῦ ἰδίου, Difficile Liberté, Paris 1997, σ. 39. Γιά τήν Ἀρχή τῆς ὑπευθυνότητας: Θ. Λίπο- βατς, « Ὁ πολυθεϊσμός τῶν ἀξιῶν...», ὅ.π.
13. M.Weber, Ἡ προτεσταντική Ἠθική καί τό πνεῦμα τοῦ καπιταλισμοῦ, ἐκδ. Gutenberg, 1984. Θ. Λίποβατς, «Πολιτική Θεολογία καί Νεωτερικότητα», στό Θ. Λίποβατς, Ν.Δεμερτζής, Β. Γε- ωργιάδου (ἐπιμ.), Θρησκεῖες καί Πολιτική στή Νεωτερικότητα, ἐκδ. Κριτική, 2002. Στόν ἴδιο τό- μο: Θ. Λίποβατς, « Ἐθνικισμός καί θρησκεία στή νεωτερικότητα». Θ. Λίποβατς, « Ὀρθόδο- ξος χριστιανισμός καί ἐθνικισμός: δύο πτυχές τῆς σύγχρονης ἑλληνικής πολιτικῆς κουλ- τούρας», στό Θ. Λίποβατς, Ψυχανάλυση, Φιλοσοφία, Πολιτική Κουλτούρα, ἐκδ. Πλέθρον, 1996.
14. H. Küng, ὅ.π., σ. 773-5
15. R. Koselleck, Art. Fortschritt στό: Geschichtliche Grundbegriffe, Bd. II, Stuttgart 1975, σ. 351-
423.
16. H. Küng, ὅ.π., σ. 776-7
17. G. E. Lessing, Nathan der Weise (1779), στο Werke Bd. I, 1982, σ. 593-735. L. Kolakowski,
Chrétiens sans Église, 1987.
18. H. Küng, ὅ.π., σ. 780-2. I. Kant, Beantwortung der Frage: was ist Aufklärung? (1783), στό Werke Bd.VI, σ. 53-61. D. Martin, A General Theory of Secularization, Oxford, 1978. Θ. Λίπο- βατς, «Χριστιανισμός καί ἐκκοσμίκευση στή νεωτερικότητα», στό Φαντασιακή καί ἀληθής ἐλευθερία, ἐκδ. Πλέθρον, 2008.
19. R. Spaemann, Reflexion und Spontaneität. Studien über Fénelon, Stuttgart, 1990.
20. H. Küng, ὅ.π., σ. 787-9. A. Schweizer, Geschichte der Leben-Jesu-Forschung,Tübingen, 1913, σ.
4, 13-48.
21. Μ. Weber, Ἡ προτεσταντική Ἠθική..., ὅ.π. Σ. Φρόυντ, Ὁ ἄνδρας Μωυσῆς καί ἡ μονοθεϊστική θρησκεία, ἐκδ. Ἐπίκουρος, 1997 («Πρόοδος στήν πνευματικότητα», Ἐξορθολογισμός), σ. 216 κ.ἑ. Θ. Λίποβατς, « Ὁ άνδρας Μωυσῆς καί ἡ μονοθεϊστική θρησκεία: ἡ προβληματική κατα- σκευή τοῦ ἔργου καί ἡ ἐπιθυμία τοῦ Φρόυντ», στό Δημοκρατικός Λόγος, Ψυχανάλυση, Μονο- θεϊσμός, ἐκδ. Πλέθρον, 2001. Θ. Λίποβατς, «Μονοθεϊσμός: Πρόοδος καί παλινδρομήσεις στήν πνευματικότητα», Σύναξη, τ. 112, 2009.
22. Α. v. Harnack, Lehrbuch der Dogmengeschichte, Darmstadt 1964. R. Gibellini, Ἡ θεολογία τοῦ
20οῦ αἰώνα, ἐκδ. Ἄρτος Ζωῆς 2002.
23. Η. Κüng, ὅ.π., σ. 791.
24. Μ. Κehl, ὅ.π., σ. 225
25. Μ. Weber, Gesammelte Aufsätze zur Wissenschaftslehre, Tübingen, 1968, σ. 508. Τοῦ ἰδίου, Οἰκονομία καί Κοινωνία. 3: Κοινωνιολογία τῆς θρησκείας (Μετάφραση Ἀ. Γκιούρας), ἐκδ. Σαβ- βάλας, 2005, σ. 23-27.
26. R. Koselleck, Kritik und Krise, Frankfurt a. M., 1973.
27. Η. Κüng, ὅ.π., σ. 783. M. Gauchet, Le désenchantement du monde, Paris 1985.
28. Ὅ.π., σ. 786-7.
29. Α. Juranville, L’ Evénement, Paris 2007, σ. 251 κ.ἑ., 461 κ.ἑ., 748 κ.ἑ.
30. R. v. Dülmen, Die Entdeckung des Individuums. 1500-1800, Frankfurt a.M. 1997. N. Elias, Die Gesellschaft der Individuen, Frankfurt a.M., 1991.Th. Kobusch, Die Entdeckung der Person. Meta- physik der Freiheit und modernes Menschenbild, Darmstadt 1997. Λ. Ντυμόν, Δοκίμια γιά τόν ἀτο- μικισμό, ἐκδ. Ἐυρύαλος, 1988.
31. Η. Κüng, ὅ.π., σ. 870-1.
32. S. Kierkegaard, Der Begriff Angst, Frankfurt a.M., 1984.
33. K. Barth, Der Römerbrief, München, 1922.
34. H. Jonas, Ἡ ἔννοια τοῦ Θεοῦ μετά τό Auschwitz, ἐκδ. Ἀρμός, 2000.
35. Η. Κüng, ὅ.π., σ. 872-3.
36. Η. Κüng, ὅ.π., σ. 874-5.
37. Θ. Λίποβατς, «Τό Ἐπιθυμεῖν τοῦ ὑποκειμένου, τό πολιτικό Πράττειν, τό ἐπέκεινα τοῦ Εἶναι», στό Θ. Λίποβατς, Β. Ρωμανός (ἐπιμ.), Τό ὑποκείμενο στήν ὕστερη νεωτερικότητα, ἐκδ. Νῆσος, 2002. Τοῦ ἰδίου, « Ἡ διαλεκτική τῆς αὐτονομίας καί τῆς ἀλλονομίας καί ἡ ἀνάδυση τοῦ ὑποκειμένου», στό Θ. Λίποβατς, Π. Παπαθεοδώρου (ἐπιμ), Τό νεωτερικό ὑποκείμενο ἐμπρός στό αἴτημα τοῦ Ἄλλου, ἐκδ. Νῆσος, 2006. Τοῦ ἰδίου, Τό Ὄνομα τοῦ πατέρα καί ἡ Δυσφο- ρία μέσα στόν πολιτισμό, ἐκδ. Πόλις, 2007. P.Tillich, Die verlorene Dimension, Stuttgart, 1962.
38. M. Kehl, ὅ.π., σ. 227-8. R. Guardini, ὅ.π., σ. 144. K. Rahner, Zur Theologie der Zukunft, München, 1971.
39. Η. Jonas, Augustin und das paulinische Freiheitsproblem, Göttingen, 1965, σ. 36-8.
40.W. Pannenberg, «Die christliche Legitimität der Neuzeit» στό Gottesgedanke und menschliche Freiheit, Göttingen 1978, σ. 121, 124-7. H. Blumenberg, Die Legitimität der Neuzeit, Frankfurt a. M., 1966, σ. 9 κ.ἑ. Θ. Λίποβατς, «Νεωτερικότητα καί ἐκκοσμίκευση», στή Νέα Ἑστία, Ὀκτώ- βριος 2010. Τοῦ ἰδίου, «Ὀρθός Λόγος καί θέληση στό χριστιανισμό», στό Ψυχανάλυση, Φι- λοσοφία, Πολιτική Κουλτούρα, ἐκδ. Πλέθρον, 1996.
41. Μ. Kehl, ὅ.π., σ. 229, R. Guardini, Die Existenz des Christen, München 1976, σ. 88-91.
42. Ὅ.π., σ.230-1. R. Guardini, ὅ.π., σ. 93-96.
43. Μ. Kehl, ὅ.π., σ. 232-4. R. Guardini, Welt und Person ὅ.π., σ. 173, 178, 184 κ.ἑ. S. Kierkegaard,
Der Begriff Angst, ὅ.π., σ. 89 κ.ἑ.
44. M. Kehl, Eschatologie, Frankfurt a. M. 1986. Dein Reich komme!,Würzburg 2003.
45. M. Kehl, σ. 235. R. Guardini, σ. 187-194. Θ. Λίποβατς, « Ὕπαρξη καί Ἐσχατολογία». Στό Φαν- τασιακή καί ἀληθής Ἐλευθερία, ἐκδ. Πλέθρον, 2008.
46. M. Weber, Gesammelte Aufsätze... ὅ.π., σ. 213, 245 κ.ἑ., 503, 611.
47. H. Jonas, «Gnosis, Existentialismus und Nihilismus», στο Zwischen Nichts und Ewigkeit, Göttingen, 1963.
48. Θ. Λίποβατς, «Ὁ Ἐθνικοσοσιαλισμός, ὡς πολιτικός μεσσιανισμός», στή Νέα Ἑστία, Ἄνοι- ξη 2011.
49. J. Moltmann, Theologie der Hoffnung, München 1985.
50. H. Jonas, Augustin und das paulinische Freiheitsproblem, ὅ.π., σ. 38.
51. P. Valadier, Un christianisme d’avenir. Pour une nouvelle alliance entre Raison et Foi, Paris 1999. J. B. Metz, Unterbrechungen. Theologisch-politische Perspektiven und Profile, Gütersloh 1981. Σ. Ἀγουρίδης, Θεολογία καί Ἐπικαιρότητα, ἐκδ. Ἄρτος Ζωῆς, 1996. Τοῦ ἰδίου, Θεολογία καί Κοινω- νία σέ διάλογο, ἐκδ. Ἄρτος Ζωῆς, 1999. Ἄν ὁρισμένοι ἀναγνῶστες ἀποκτήσουν ἀπό τήν ἀνά- γνωση αὐτοῦ τοῦ κειμένου τήν ἐντύπωση ὅτι «δέν τούς ἀφορᾶ», τότε ἰσχύει γι’ αὐτούς τό ρωμαϊκό ρητό: De alio in oratione, tua res agitur (Ὁ λόγος περί ἄλλου, ἐσένα ἀφορᾶ).
ΠΑΡΑΜΠΟΜΠΑΙ
Περίπτωση 5:
Ἀγωνία και μοιρολατρία Tῆς Πανωραίας Κανελλοπούλου
1. «Τό σύμπτωμα σάν μιά εἰδική κλήση γιά βοήθεια νά ξεπεραστεῖ ἡ ἔλλειψη αὐθεντικότη- τας». Σάν ἕνα σημάδι ὅτι ὑπάρχει κρυφή μιά ψυχική πληγή, μιά κραυγή ἀποτυπωμένη στό σῶμα, ἕνας λυγμός τῆς ψυχῆς πού δέν βρῆκε ἀκόμα δίοδο πρός τήν ἐπίγνωση τοῦ «γιατί ὑποφέρω». Ἔτσι τό σύμπτωμα μετατρέπεται σέ μιά πρό(σ)κληση ἤ προτροπή νά ἀκούσει κάποιος τήν ἀνάγκη τοῦ ἀνθρώπου πού πονάει, σάν ἕνα δειλό ἄνοιγμα πρός τόν ἄλλο (θε- ραπευτή) ὥστε νά γεφυρωθεῖ ἐπιτέλους ἡ ἀποξένωση. Περισσότερα στό ἄρθρο τοῦ Peter Schmid «Authenticity and alienation: Towards an understanding of the person beyond the categories of order and disorder» (σ. 75-90) στό βιβλίο Person-Centred psychopathology: a positive psychology of mental health, ed. St. Joseph, R.Worsley et al., PCCS Books, 2005.
2. Ἡ «τάση πραγμάτωσης» (actualizing tendency) στήν Προσωποκεντρική θεωρία τοῦ Carl Rogers ἀποτελεῖ τό μοναδικό κίνητρο τῆς ἀνθρώπινης συμπεριφορᾶς. Ἀπό αὐτήν προέρ- χεται ἡ αὐτοπραγμάτωση καί ἐξηγεῖ τή φαινομενική ἀντίφαση ἀπό τή μία νά θέλει κάποιος νά πραγματωθεῖ ἐποικοδομητικά ἀλλά ἀπό τήν ἄλλη νά διαλέγει καταστρεπτικούς τρόπους. Αὐτό πού πραγματώνεται εἶναι ὁ πάντα «ὑπό ὅρους» ἑαυτός, ἡ συμπεριφορά διαμορφώ- νεται μέ τά ὅσα κατέληξε κάποιος νά πιστεύει γιά τόν ἑαυτό του καί ἐξελίσσεται βαθμιαῖα σέ αὐτοεκπληρούμενη προφητεία, ὅπως στήν περίπτωση τῆς Δήμητρας πού συχνά φοβᾶ- ται ὅτι θά τῆς συμβεῖ κάποιο κακό. Βλ. Τόνυ Μέρυ, Πρόσκληση στήν Προσωποκεντρική Προσ- έγγιση, Καστανιώτης, 2002, σ. 62-64.
3. Στά ἀγγλικά ὁ ὅρος συνειδητοποιῶ (realize) σημαίνει ἐπίσης πώς γίνομαι πιό ἀληθινός στό ἐδῶ καί τώρα. Μέ τήν τάση πραγμάτωσης (actualize) δέ, γίνομαι καί πραγματικός. « Ἡ καρδιά τῆς προσωποκεντρικῆς θεραπείας εἶναι ὑπαρξιακή καί πνευματική» (Br.Thorne, D. Mearns, Person-Centred Therapy Τoday, Sage, 2005, σ. 54-72). Δηλαδή, ψυχολογικά μιλώντας, ὅσο διψῶ νά βρῶ ἀληθινά τήν προσωπική μου ἀλήθεια, τό πρόσωπό μου, προχωρῶ οὐσια- στικά καί πνευματικά. Αὐτό σηματοδοτεῖ ἕνα πέρασμα –κατά τόν ἅγιο Μάξιμο– σέ ἕναν ἄλλο τρόπο ὕπαρξης. Ὁ ἄνθρωπος καθώς συνειδητοποιεῖ ὄντως τήν ὕπαρξή του βρίσκει τήν Ἀλήθεια (Χριστό) ὡς Λόγο της, ἀληθοποιείται. Γιά περισσότερες πηγές, ἀναζητῆστε τά:
«Εὐχαριστιακή Ὀντολογία» τοῦ π. Ν. Λουδοβίκου, Δόμος, 1992. « Ὁδός Θεογνωσίας» τοῦ π. Ἰ. Πόποβιτς, Γρηγόρης 1992. «Θεός Λόγος καί ἀνθρώπινος λόγος», π. Χρυσοστόμου Διο- νυσιάτου, Ἅγιον Ὄρος, 1998.
4. Βλ. π. Ν. Λουδοβίκου, Ἡ κλειστή πνευματικότητα καί τό νόημα τοῦ ἑαυτοῦ, Ἑλληνικά Γράμμα- τα 1999.
5. «Ὅταν κρατῶ τό βλέμμα μου προσηλωμένο στά ὑπαρξιακά δεδομένα τῆς ζωῆς, δέν ἀντι- λαμβάνομαι νά ὑπάρχει ξεκάθαρο ὅριο ἀνάμεσα στούς ἀσθενεῖς μου, ἐκείνους πού ὑποφέ- ρουν, καί στόν ἑαυτό μου, ἐκείνον πού γιατρεύει. Οἱ συνηθισμένες περιγραφές ρόλων καί οἱ χαρακτηρολογικές διαγνώσεις παρεμποδίζουν τή θεραπεία ἀντί νά τή διευκολύνουν. Ἐπει- δή πιστεύω ὅτι τό ἀντίδοτο γιά πολλές ἀγωνίες εἶναι καί μόνη ἡ ἀνθρώπινη ἐπαφή, προ- σπαθῶ νά ζήσω μέσα στήν ὥρα πού περνῶ μέ τόν ἀσθενή μου, χωρίς νά ἐγείρω τεχνητά καί ἄχρηστα τείχη. Μέσα στή διαδικασία τῆς ψυχοθεραπείας εἶμαι γιά τόν ἀσθενῆ μου ἕνας ἐξειδικευμένος ἀλλά ὄχι ἀλάθητος ξεναγός... Δέν φοράω στολές ἤ κουστούμια.Δέν παρα- τάσσω τά πτυχία μου... Δέν προσποιοῦμαι ὅτι γνωρίζω πράγματα πού δέν κατέχω... Δέν ἀρνούμαι ν’ ἀπαντήσω σέ ἐρωτήσεις. Δέν κρύβομαι πίσω ἀπό τόν ρόλο μου. Καί τέλος δέν κρύβω ὅτι εἶμαι κι ἐγώ ἄνθρωπος κι ὅτι ἔχω κι ἐγώ τίς δικές μου εὐάλωτες περιοχές» (Irvin Yalom, Στόν Κῆπο τοῦ Ἐπίκουρου, Ἄγρα, 2008, σ. 215-216).
6. Βλ. Peter Masden Gubi, Prayer in Counselling and Psychotherapy, Jessica Kingsley Publishers, 2008.
7. Οἱ θεραπευτικές συνθῆκες τῆς προσωποκεντρικῆς θεωρίας εἶναι ἕξι καί ὄχι τρεῖς, ὅπως ἐσφαλμένα καταγράφεται σέ ἄρθρα (συγ)κριτικῆς προσέγγισης. Περισσότερα βλ. Peggy Natiello, The person-centred approach: a passionate presence, PCCS Books, 2004, σ. 3-12.
8. Βλ. Brian Thorne, Τhe mystical power of person-centred therapy: hope beyond despair,Whurr Publishers, 2002.