Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 13, 2012

ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΝΕΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑΣ (Δεύτερο μέρος)






Περίπτωση 5:

Ἀγωνία και μοιρολατρία Tῆς Πανωραίας Κανελλοπούλου

Oσο δύσκολο εἶναι νά ζήσει κανείς τή δική του ἐπιθυμία γιά ζωή δίχως τό φόβο τῆς ἀπόρριψης ἀπό τούς σημαντικούς του ἄλλους... Ὄντας σέ μία κοινωνία πού στιγματίζει τούς ἀπογαλακτισθέντες, πού θεωρεῖ σκανδαλῶδες τό νά ἐγκαταλείψει κάποιος τό μάρσιπο τῆς μάνας γιά νά ἀνοιχτεῖ σέ μιά ζωή ἐλευθερίας ἀπό τήν ἀνάγκη, πῶς νά ἀντέξει τό ὄνειδος τῆς ἀποκοπῆς τῶν δια- ψυχικῶν του ὀμφάλιων λώρων; Ἔτσι, ἀνα- πόφευκτα θά δημιουργηθοῦν ἐκδορές καί σκισίματα στόν ψυχολογικό του χιτώνα πού θά ἐπενδυθοῦν μέ «μπαλώματα» ἀπό ἐμμονές, ἰδεοληψίες, φοβίες καί ὅ,τι ἄλλο πρόσφορο διαθέτει ὁ ψυχισμός σάν ἄμυ- να ἐνάντια στήν ματαίωση τῆς γνήσιας ἐπιθυμίας γιά αὐτοπραγμάτωση, τό δικαίωμα νά διεκδικήσει ἕνας ἄνθρωπος τήν ὑπόστασή του ὡς αὐτόνομο ὑποκείμενο... Καί ἡ ἔλλειψη θά εἶναι πάντοτε ἐκεῖ, ἄλλοτε ὡς ἀνικανοποίητο, ἄλλοτε ὡς μιά διάχυτη αἴσθηση ὅτι ὁ κόσμος εἶναι μή πραγματικός, σά νά ἀνήκει κάπου ἀλλοῦ, εἴτε φαντασιωτικά εἴτε συμβολικά, πάντως ἀλλοῦ... Κάρμα, μετενσάρκωση ἤ Παράδεισος.

Ἡ μάνα συνδέεται μέ τό νῆμα, νόημα τῆς ζωῆς. Ἡ ταύτιση μαζί της μᾶς καθηλώνει μή ἐπιτρέποντάς μας συχνά νά συνεργαστοῦμε μέ τή Χάρη γιά νά ἐνηλικιωθοῦμε. Συνάμα ὑπάρχει κι ἡ ἐντολή τῆς Παλαιᾶς Σχέσης μέ τόν Θεό, «τίμα τόν πα- τέρα σου καί τήν μητέρα σου» ( Ἐξ. 20,12), πού δίχως ἐπαρκῆ διασαφήνιση τοῦ τί ση- μαίνει σεβασμός καί τί ἐξάρτηση, πολλές φορές ἀκούσια μᾶς ὑποχρεώνει νά παρα- μείνουμε ἀνήλικοι στήν παιδαριώδη παν- τοδυναμία τοῦ «καλοῦ παιδιοῦ» πού ζεῖ γιά νά εὐχαριστεῖ τούς γονεῖς του. Πῶς ἀλήθεια μπορεῖ νά ἐξηγήσει ὁ θεραπευ τής στόν θεραπευόμενό του ὅτι αὐτός ὁ νόμος καταργήθηκε ἀπό τή χάρη τῆς Καινούργιας Σχέσης μέ τόν Θεό, ὅτι μιά ἄλλη παραίνεση, « Ὁ φιλῶν πατέρα ἤ μητέρα ὑπέρ ἐμέ οὐκ ἔστί μου ἄξιος» (Ματθ.10,37) ἦρθε νά ὑποκαταστήσει τή βιολογική σχέση μέ μιά πνευματική παλιγγενεσία; Ὅτι εἶναι ἀπαραίτητος ἕνας συμβολικός ἀποχωρισμός, ἕνας ψυχολογικός εὐνουχισμός (Ματθ.19,12), πού θά μᾶς ἐπιτρέψει νά ἀκούσουμε Αὐτόν πού μιλᾶ σκληρά σ’ ἐκεῖνες τίς ἀνθρώπινες παρεμβάσεις πού μᾶς ἐμποδίζουν νά ἀκολουθήσουμε πιστά καί ὁλοκληρωμένα τήν κλήση Του: «Τί ὅτι ἐζητεῖτέ με; Οὐκ ᾔδειτε ὅτι ἐν τοῖς τοῦ πατρός μου δεῖ εἶναί με;» (Λουκ.2,49).
 

Δέν ἀποτελεῖ λοιπόν ἔνδειξη ἀφοσίωσης ἡ προσκόλληση στό γράμμα τῶν γονιῶν ἀλλά κώλυμα πού ἐμποδίζει τόν ἄνθρωπο νά ἀνακαλύψει τήν οὐσία τῆς ἀληθινῆς του ὕπαρξης ἐν Χριστῷ. Ἡ ἀλη- θινή ἀγάπη, πάντοτε ἄνευ ὅρων ἀλλά ὄχι ἄνευ ὁρίων, δέν ἀπειλεῖ τό πρόσωπο ἀλλά τό ἐλευθερώνει ἀπό τό φόβο, τή ντροπή, τήν ἐνοχή (καί ἐνίοτε τόν οἶκτο) ὅτι παρέ- βη τό θέλημα τοῦ αὐθέντη γονιοῦ. Ἡ ζωή μας δέν ἀνήκει στούς γεννήτορές μας, οὔτε κάν στόν ἑαυτό μας, εἶναι τοῦ Δω- ρητῆ. Ἡ ψυχή, ἡ βαθεῖα καρδία τοῦ ἀνθρώπου, μόνο γιά τόν Θεό δέν εἶναι ἄ- βατο. Γιά ὅλους τούς ἄλλους ἀνθρώπους εἶναι, ὅ,τι κι ἄν φοροῦν.
Πιό εἰδικά τώρα γιά τήν Δήμητρα.
Πολύ συχνά θά ἔρθει, ἀπό τίς πρῶτες συνεδρίες, ὑπόρρητο τό ἐρώτημα: «Δέν εἶναι ἁμαρτία νά κρίνω τή μητέρα μου πού τόσο θυσιάστηκε γιά μένα;». Μιά ἄλλη πι- θανή ἀνέκφραστη παράφραση: «Μπορῶ
νά ἀπομυθοποιήσω τή μητέρα μου;». Κι ἄν ἡ μετάφραση τοῦ θεραπευτῆ δέν εἶναι δυνατό νά εἰσακουστεῖ, τότε τά συμπτώ- ματα θά γίνουν οἱ κραυγές τοῦ ψυχισμοῦ γιά βοήθεια1. Σέ μιά τέτοια περίπτωση, ἄν «ὁ Γέροντάς μου εἶπε νά μήν τά σκαλίζω ὅλα αὐτά γιατί δέν κάνει, οἱ γονεῖς εἶναι γονεῖς», ἡ θεραπεία θά βρεῖ πολλές ἀντιστά- σεις. Εἶναι ἀδύνατο νά προχωρήσουμε δί- χως παράλληλη συνεργασία καί συμφωνία θεραπευτῆ-πνευματικοῦ πάνω στό τί εἶναι ἁμαρτία. Ἡ ἐπαναμάθηση ἑνός ἄλλου τρόπου ἀνάγνωσης τῆς προσωπικῆς μας ἱστορίας χρειάζεται καί τήν κατήχηση, πού δέν μπορεῖ νά τήν ἀναλάβει ὁ θεραπευτής. Στό σύνηθες θρησκευτικό μοντέλο ἐπιβάλλεται πλέον ἕνα γενναῖο ξεκαθάρι- σμα τοῦ τί εἶναι θεραπεία, μιά ἔντιμη ὁριο θέτηση τοῦ ρόλου τοῦ πνευματικοῦ καί τοῦ εἰδικοῦ ψυχικῆς ὑγείας πάνω στό τί εἶναι πίστη καί τί θρησκευτικότητα, μετά νοια καί ὄχι μεταμέλεια, ψυχολογική ἐμπει ρία καί πνευματική καί προπάντων μία τα- πεινή ἐπίγνωση ὅτι ὅλα αὐτά δέν διαχω ρίζονται ποτέ πλήρως, ὁ ἄνθρωπος δέν τεμαχίζεται. Χρειάζεται διάκριση. Καί οἰκονομία γιά κάθε ἀσθενῆ προσωπικά.
Στήν προσωποκεντρική προσέγγιση αὐτό πού ἔχει σημασία δέν εἶναι οὔτε ἡ διάγνωση οὔτε ἡ ἑρμηνεία τοῦ γιατί διάλεξε ὁ ἀσθενής νά ζήσει δίχως σθένος τή ζωή του. Ἀκολουθώντας τή ροή τῆς ἐμπειρίας του,ὁ ἄνθρωπος θά ἀνακαλύψει ὁ ἴδιος ὅτι ὅλες οἱ ἑρμηνεῖες λειτουργοῦν σάν ἀσπίδες προ- στασίας ἀπό τόν πόνο τῆς συνειδητοποί- ησης ὅτι ὑπάρχει πάντα «μία ζωή πού δέν ἔζησα γιατί...». Καί κάθε φορά θά ὑπάρχει μιά διαφορετική ἐκδοχή αὐτοῦ τοῦ «γιατί», κάθε φορά τό ἴδιο τό τραυματικό γεγονός θά ἐπανέρχεται μέ διαφορετικά προσωπεῖα ἀπό παρορμητικές ἀνάγκες (π.χ. παράλληλες σχέσεις δίχως ἠθικούς φραγμούς) πού θά ὑπονομεύουν τή μόνη ἀληθινά γνήσια ἐπιθυμία γιά αὐτοπραγμάτωση, νά ὁλοκλη- ρωθεῖ ὁ ἄνθρωπος. Νά γίνει σῶος2. Ἡ ἔννοια τῆς αὐτοπραγμάτωσης στήν προ- σωποκεντρική θεωρία, δάνειο τῆς οὑμανι- στικῆς φιλοσοφίας,εἶναι μία πολύ ταλαιπω- ρημένη ἔγνοια γιά τό πῶς ἐν-νοοῦμε τήν πραγμάτωση αὐτοῦ πού ὁρίζουμε ὡς Ἑαυτό.
Προσωπικά βοηθήθηκα πολύ νά κατανοήσω τόν ἀγγλικό ὅρο «realisation»3 μέ τόν θεολογικό ὅρο τοῦ ἁγίου Μαξίμου «ἀληθο- ποίηση». Μιά πράξη ἀλήθειας ἀπέναντι στό κάλλος τῆς δικῆς μας δωρισμένης εἰκόνας νά γίνει ἀληθινή,πραγματική.Μιά μεγάλη συ- ζήτηση, πού δέν χωράει ἐδῶ τώρα...4
Ἡ Δήμητρα τῆς ἱστορίας θά πρέπει νά διαλέξει τό πῶς θά ζήσει, νά ἐπιλέξει μόνη της ἄν θά μεγαλώσει ἤ ἄν θά παραμείνει τό παραμελημένο παιδί μιᾶς ἱστορίας δίχως τέλος, σκοπό, προορισμό, λόγο ζωῆς. Ἡ ψυχολογική θεραπεία της συνίσταται σ’ αὐτό: στό νά ἀπελευθερωθεῖ ἀπό ὅ,τι τήν κρατάει δέσμια, ταυτισμένη μέ τήν μητέρα, νά συγχωρέσει γιά νά προχωρήσει πνευ- ματικά, νά συνδεθεῖ μέ τήν ἀληθινή Μητέ- ρα, τόν ἀληθινό της Πατέρα, τήν ἀληθινή της Οἰκογένεια, τήν Ἐκκλησία. Κι ἐδῶ δέν ὑπάρχει καμία πρόβλεψη. Ὁ δρόμος τοῦ κάθε προσώπου εἶναι μοναδικός καί ἡ προσωποκεντρική προσέγγιση τό ἀνα- γνωρίζει αὐτό. Ἀνήκει στά γνωρίσματα τοῦ θεραπευτῆ τό βαθύ του νοιάξιμο καί ὁ σε- βασμός τῆς ἀληθινῆς ἐπιθυμίας τοῦ πελά- τη, ἀκόμα κι ἄν δέν τόν βλέπει νά πορεύε- ται πρός τά ἐκεῖ πού ὑπάρχει ἡ ὄντως Ἐλευθερία. Καί νά θυμᾶται ἐπίσης ὅτι πέρα ἀπό τόν ὑπαρξιακό τόπο πού βρίσκεται ὁ ἴδιος δέν μπορεῖ νά τόν εἰσοδεύσει.
Γιά νά μιλήσω πιό προσωπικά. Δέ θά ἦταν ἀληθινό γιά μένα, τή στιγμή πού στή θεραπεία ὁ ἄνθρωπος συνειδητοποιεῖ τίς προδοσίες στίς ὁποῖες ἔχει ὑποχρεώσει τόν ἑαυτό του, τότε πού ἡ ἀπελπισία ἀπει- λεῖ νά τόν συντρίψει ἤ τότε πού συνειδη- τοποιεῖ τό μέγεθος τῆς ἐγκατάλειψης ἀπό τούς ἄλλους ἤ καί στούς ἄλλους, ἤ τότε πού,ἀκόμα πιό σκληρά καί ἀνελέητα,ἔρχε- ται ἀντιμέτωπος μέ τό θάνατο5, νά μήν στρέψω τόν πάσχοντα ἄνθρωπο στόν Χριστό,στήν Παναγία6.Χρειάζεται νά εἶμαι εἰλικρινής, στήν αὐτοαποκάλυψή μου, ἄν ρωτηθῶ γιά τό πῶς βιώνω ἐγώ τήν πίστη. Καί πολύ συχνά καλοῦμαι, ἄν δέν μπορῶ νά παραπέμψω σέ πνευματικό ἤ σέ κατη- χητή, νά δώσω ἐγώ θεολογική ἀπόκριση. Στήν προσέγγισή μου ἡ αὐθεντικότητα καί ἡ διαφάνεια εἶναι θεραπευτικές συνθῆκες7 καί σιγά-σιγά ἡ ἴδια ἡ θεραπεία σέ ἐκπαι- δεύει στό νά μάθεις νά διακρίνεις μ’ ἐνσυ- ναίσθηση τό τί μπορεῖ ν’ ἀκούσει, νά δεχτεῖ νά συλλαβίσει, νά ἀφομοιώσει, δίχως νά μπερδευτεῖ, τό πρόσωπο πού σέ τιμᾶ μέ τήν ἐμπιστοσύνη του κι ὅλο αὐτό νά τό ἀποδέχεσαι ὡς ὅριο δικό του καί δικό σου Δέν ξέρω ἄν ἡ Δήμητρα θά θελήσει νά θεραπευθεῖ, ἄν ἡ Δήμητρα θ’ ἀντέξει πραγματικά ν’ ἀκούσει τή φωνή της, τή Φωνή Του. Οὔτε θά ἤθελα νά μάθω πληροφορίες πάνω στίς λεπτομέρειες τῆς ζωῆς της. Δέ θά χρησίμευαν σέ τίποτα. Γνωρίζω πώς αὐτό πού ἔχει σημασία εἶναι νά ἀκούσει ὁ ἴδιος ὁ πάσχων ἄνθρωπος τό πῶς διαβάζει τό βίωμά του («ἆρά γε γι- νώσκεις ἅ ἀναγινώσκεις;» Πράξ.8: 31) καί νά συνειδητοποιήσει τό περιεχόμενο τῆς ἐλευθερίας πού τοῦ δόθηκε ὡς τάλαντο ἀλλά ἀγνοεῖ κι ὁ ἴδιος, ὥς τό τέλος, τό πῶς θά τό ἐξαργυρώσει. Ἀναγνωρίζω δέ πώς ἡ κάθε Δήμητρα ἔχει ἀνάγκη νά εἶναι κάποιος μάρτυρας ἐκεῖ, ν’ ἀκολουθεῖ στή δια- δρομή της, πιστός, ἀνοιχτός καί ὑπομονε- τικός ὅτι ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ πάντα προπο- ρεύεται, ἀκόμα κι ὅταν ἐμεῖς νομίζουμε πώς χάσαμε τόν δρόμο8.
 

ΠΑΡΑΜΠΟΜΠΑΙ
Διαλεκτική τοῦ χριστιανισμοῦ καί τῆς Νεωτερικότητας


1. H.Küng, Das Christentum.Wesen und Geschichte, 1995, σ. 760 κ.ἑ.

2. Ὅ.π., σ. 765-6. S.Toulmin, Cosmopolis. The Hidden Agenda of Modernity, Free Press, 1990.
3. I. Kant, Πρόλογος στήν δεύτερη ἔκδοση τῆς Κριτικῆς τοῦ καθαροῦ Λόγου (1781), σ. 33.
4. Β. Pascal, Pensées, No 180, τόμος 34, Pléiades, 1954.
5. I. Kant, Kritik der praktischen Vernunft (1788). H. Küng, ὅ.π., σ. 768-9.

6. Τ. S. Kuhn, The Structure of Scientific Revolutions, University of Chicago Press, 1962, σ. 175 κ.ἑ. [ Ἡ δομή τῶν επιστημονικῶν ἐπαναστάσεων, ἐκδ. Σύγχρονα θέματα, 1997]. H. Küng. ὅ.π., σ. 770-2.
7. Μ. Kehl, Eine Theologie der Schöpfung, Freiburg, 2006, σ. 222 κ.ἑ.
8. Μ. Weber, Gesammelte Aufsätze zur Wissenschaftslehre, Tübingen 1968. Θ. Λίποβατς, «Ὁ
πολυθεϊσμός τῶν ἀξιῶν. Μ. Weber». Στό Ἐπιστήμη καί Κοινωνία, τ. 21, 2009.
9. R. Guardini, Welt und Person, Paderborn 1988, σ. 32.
10. R. Guardini, ὅ.π., σ. 25 κ.ἑ.
11. Ὅ.π.
12. Ὅ.π., σ. 26, 36. H. Jonas, Das Prinzip Verantwortung, Frankfurt a.M. 1984. E. Lévinas, Totalité et Infini, Paris 2000, σ. 274. Τοῦ ἰδίου, Autrement qu’ Etre ou au-delà de l’ essence, Paris 2000, σ.228. Τοῦ ἰδίου, Difficile Liberté, Paris 1997, σ. 39. Γιά τήν Ἀρχή τῆς ὑπευθυνότητας: Θ. Λίπο- βατς, « Ὁ πολυθεϊσμός τῶν ἀξιῶν...», ὅ.π.
13. M.Weber, Ἡ προτεσταντική Ἠθική καί τό πνεῦμα τοῦ καπιταλισμοῦ, ἐκδ. Gutenberg, 1984. Θ. Λίποβατς, «Πολιτική Θεολογία καί Νεωτερικότητα», στό Θ. Λίποβατς, Ν.Δεμερτζής, Β. Γε- ωργιάδου (ἐπιμ.), Θρησκεῖες καί Πολιτική στή Νεωτερικότητα, ἐκδ. Κριτική, 2002. Στόν ἴδιο τό- μο: Θ. Λίποβατς, « Ἐθνικισμός καί θρησκεία στή νεωτερικότητα». Θ. Λίποβατς, « Ὀρθόδο- ξος χριστιανισμός καί ἐθνικισμός: δύο πτυχές τῆς σύγχρονης ἑλληνικής πολιτικῆς κουλ- τούρας», στό Θ. Λίποβατς, Ψυχανάλυση, Φιλοσοφία, Πολιτική Κουλτούρα, ἐκδ. Πλέθρον, 1996.
14. H. Küng, ὅ.π., σ. 773-5
15. R. Koselleck, Art. Fortschritt στό: Geschichtliche Grundbegriffe, Bd. II, Stuttgart 1975, σ. 351-
423.
16. H. Küng, ὅ.π., σ. 776-7
17. G. E. Lessing, Nathan der Weise (1779), στο Werke Bd. I, 1982, σ. 593-735. L. Kolakowski,
Chrétiens sans Église, 1987.
18. H. Küng, ὅ.π., σ. 780-2. I. Kant, Beantwortung der Frage: was ist Aufklärung? (1783), στό Werke Bd.VI, σ. 53-61. D. Martin, A General Theory of Secularization, Oxford, 1978. Θ. Λίπο- βατς, «Χριστιανισμός καί ἐκκοσμίκευση στή νεωτερικότητα», στό Φαντασιακή καί ἀληθής ἐλευθερία, ἐκδ. Πλέθρον, 2008.
19. R. Spaemann, Reflexion und Spontaneität. Studien über Fénelon, Stuttgart, 1990.
20. H. Küng, ὅ.π., σ. 787-9. A. Schweizer, Geschichte der Leben-Jesu-Forschung,Tübingen, 1913, σ.
4, 13-48.
21. Μ. Weber, Ἡ προτεσταντική Ἠθική..., ὅ.π. Σ. Φρόυντ, Ὁ ἄνδρας Μωυσῆς καί ἡ μονοθεϊστική θρησκεία, ἐκδ. Ἐπίκουρος, 1997 («Πρόοδος στήν πνευματικότητα», Ἐξορθολογισμός), σ. 216 κ.ἑ. Θ. Λίποβατς, « Ὁ άνδρας Μωυσῆς καί ἡ μονοθεϊστική θρησκεία: ἡ προβληματική κατα- σκευή τοῦ ἔργου καί ἡ ἐπιθυμία τοῦ Φρόυντ», στό Δημοκρατικός Λόγος, Ψυχανάλυση, Μονο- θεϊσμός, ἐκδ. Πλέθρον, 2001. Θ. Λίποβατς, «Μονοθεϊσμός: Πρόοδος καί παλινδρομήσεις στήν πνευματικότητα», Σύναξη, τ. 112, 2009.
22. Α. v. Harnack, Lehrbuch der Dogmengeschichte, Darmstadt 1964. R. Gibellini, Ἡ θεολογία τοῦ
20οῦ αἰώνα, ἐκδ. Ἄρτος Ζωῆς 2002.
23. Η. Κüng, ὅ.π., σ. 791.
24. Μ. Κehl, ὅ.π., σ. 225
25. Μ. Weber, Gesammelte Aufsätze zur Wissenschaftslehre, Tübingen, 1968, σ. 508. Τοῦ ἰδίου, Οἰκονομία καί Κοινωνία. 3: Κοινωνιολογία τῆς θρησκείας (Μετάφραση Ἀ. Γκιούρας), ἐκδ. Σαβ- βάλας, 2005, σ. 23-27.
26. R. Koselleck, Kritik und Krise, Frankfurt a. M., 1973.
27. Η. Κüng, ὅ.π., σ. 783. M. Gauchet, Le désenchantement du monde, Paris 1985.
28. Ὅ.π., σ. 786-7.
29. Α. Juranville, L’ Evénement, Paris 2007, σ. 251 κ.ἑ., 461 κ.ἑ., 748 κ.ἑ.
30. R. v. Dülmen, Die Entdeckung des Individuums. 1500-1800, Frankfurt a.M. 1997. N. Elias, Die Gesellschaft der Individuen, Frankfurt a.M., 1991.Th. Kobusch, Die Entdeckung der Person. Meta- physik der Freiheit und modernes Menschenbild, Darmstadt 1997. Λ. Ντυμόν, Δοκίμια γιά τόν ἀτο- μικισμό, ἐκδ. Ἐυρύαλος, 1988.

31. Η. Κüng, ὅ.π., σ. 870-1.
32. S. Kierkegaard, Der Begriff Angst, Frankfurt a.M., 1984.
33. K. Barth, Der Römerbrief, München, 1922.
34. H. Jonas, Ἡ ἔννοια τοῦ Θεοῦ μετά τό Auschwitz, ἐκδ. Ἀρμός, 2000.
35. Η. Κüng, ὅ.π., σ. 872-3.
36. Η. Κüng, ὅ.π., σ. 874-5.

37. Θ. Λίποβατς, «Τό Ἐπιθυμεῖν τοῦ ὑποκειμένου, τό πολιτικό Πράττειν, τό ἐπέκεινα τοῦ Εἶναι», στό Θ. Λίποβατς, Β. Ρωμανός (ἐπιμ.), Τό ὑποκείμενο στήν ὕστερη νεωτερικότητα, ἐκδ. Νῆσος, 2002. Τοῦ ἰδίου, « Ἡ διαλεκτική τῆς αὐτονομίας καί τῆς ἀλλονομίας καί ἡ ἀνάδυση τοῦ ὑποκειμένου», στό Θ. Λίποβατς, Π. Παπαθεοδώρου (ἐπιμ), Τό νεωτερικό ὑποκείμενο ἐμπρός στό αἴτημα τοῦ Ἄλλου, ἐκδ. Νῆσος, 2006. Τοῦ ἰδίου, Τό Ὄνομα τοῦ πατέρα καί ἡ Δυσφο- ρία μέσα στόν πολιτισμό, ἐκδ. Πόλις, 2007. P.Tillich, Die verlorene Dimension, Stuttgart, 1962.
38. M. Kehl, ὅ.π., σ. 227-8. R. Guardini, ὅ.π., σ. 144. K. Rahner, Zur Theologie der Zukunft, München, 1971.
39. Η. Jonas, Augustin und das paulinische Freiheitsproblem, Göttingen, 1965, σ. 36-8.
40.W. Pannenberg, «Die christliche Legitimität der Neuzeit» στό Gottesgedanke und menschliche Freiheit, Göttingen 1978, σ. 121, 124-7. H. Blumenberg, Die Legitimität der Neuzeit, Frankfurt a. M., 1966, σ. 9 κ.ἑ. Θ. Λίποβατς, «Νεωτερικότητα καί ἐκκοσμίκευση», στή Νέα Ἑστία, Ὀκτώ- βριος 2010. Τοῦ ἰδίου, «Ὀρθός Λόγος καί θέληση στό χριστιανισμό», στό Ψυχανάλυση, Φι- λοσοφία, Πολιτική Κουλτούρα, ἐκδ. Πλέθρον, 1996.
41. Μ. Kehl, ὅ.π., σ. 229, R. Guardini, Die Existenz des Christen, München 1976, σ. 88-91.
42. Ὅ.π., σ.230-1. R. Guardini, ὅ.π., σ. 93-96.
43. Μ. Kehl, ὅ.π., σ. 232-4. R. Guardini, Welt und Person ὅ.π., σ. 173, 178, 184 κ.ἑ. S. Kierkegaard,
Der Begriff Angst, ὅ.π., σ. 89 κ.ἑ.
44. M. Kehl, Eschatologie, Frankfurt a. M. 1986. Dein Reich komme!,Würzburg 2003.




45. M. Kehl, σ. 235. R. Guardini, σ. 187-194. Θ. Λίποβατς, « Ὕπαρξη καί Ἐσχατολογία». Στό Φαν- τασιακή καί ἀληθής Ἐλευθερία, ἐκδ. Πλέθρον, 2008.
46. M. Weber, Gesammelte Aufsätze... ὅ.π., σ. 213, 245 κ.ἑ., 503, 611.
47. H. Jonas, «Gnosis, Existentialismus und Nihilismus», στο Zwischen Nichts und Ewigkeit, Göttingen, 1963.

48. Θ. Λίποβατς, «Ὁ Ἐθνικοσοσιαλισμός, ὡς πολιτικός μεσσιανισμός», στή Νέα Ἑστία, Ἄνοι- ξη 2011.
49. J. Moltmann, Theologie der Hoffnung, München 1985.
50. H. Jonas, Augustin und das paulinische Freiheitsproblem, ὅ.π., σ. 38.

51. P. Valadier, Un christianisme d’avenir. Pour une nouvelle alliance entre Raison et Foi, Paris 1999. J. B. Metz, Unterbrechungen. Theologisch-politische Perspektiven und Profile, Gütersloh 1981. Σ. Ἀγουρίδης, Θεολογία καί Ἐπικαιρότητα, ἐκδ. Ἄρτος Ζωῆς, 1996. Τοῦ ἰδίου, Θεολογία καί Κοινω- νία σέ διάλογο, ἐκδ. Ἄρτος Ζωῆς, 1999. Ἄν ὁρισμένοι ἀναγνῶστες ἀποκτήσουν ἀπό τήν ἀνά- γνωση αὐτοῦ τοῦ κειμένου τήν ἐντύπωση ὅτι «δέν τούς ἀφορᾶ», τότε ἰσχύει γι’ αὐτούς τό ρωμαϊκό ρητό: De alio in oratione, tua res agitur (Ὁ λόγος περί ἄλλου, ἐσένα ἀφορᾶ).
 


ΠΑΡΑΜΠΟΜΠΑΙ

Περίπτωση 5:
Ἀγωνία και μοιρολατρία Tῆς Πανωραίας Κανελλοπούλου


1. «Τό σύμπτωμα σάν μιά εἰδική κλήση γιά βοήθεια νά ξεπεραστεῖ ἡ ἔλλειψη αὐθεντικότη- τας». Σάν ἕνα σημάδι ὅτι ὑπάρχει κρυφή μιά ψυχική πληγή, μιά κραυγή ἀποτυπωμένη στό σῶμα, ἕνας λυγμός τῆς ψυχῆς πού δέν βρῆκε ἀκόμα δίοδο πρός τήν ἐπίγνωση τοῦ «γιατί ὑποφέρω». Ἔτσι τό σύμπτωμα μετατρέπεται σέ μιά πρό(σ)κληση ἤ προτροπή νά ἀκούσει κάποιος τήν ἀνάγκη τοῦ ἀνθρώπου πού πονάει, σάν ἕνα δειλό ἄνοιγμα πρός τόν ἄλλο (θε- ραπευτή) ὥστε νά γεφυρωθεῖ ἐπιτέλους ἡ ἀποξένωση. Περισσότερα στό ἄρθρο τοῦ Peter Schmid «Authenticity and alienation: Towards an understanding of the person beyond the categories of order and disorder» (σ. 75-90) στό βιβλίο Person-Centred psychopathology: a positive psychology of mental health, ed. St. Joseph, R.Worsley et al., PCCS Books, 2005.  


2. Ἡ «τάση πραγμάτωσης» (actualizing tendency) στήν Προσωποκεντρική θεωρία τοῦ Carl Rogers ἀποτελεῖ τό μοναδικό κίνητρο τῆς ἀνθρώπινης συμπεριφορᾶς. Ἀπό αὐτήν προέρ- χεται ἡ αὐτοπραγμάτωση καί ἐξηγεῖ τή φαινομενική ἀντίφαση ἀπό τή μία νά θέλει κάποιος νά πραγματωθεῖ ἐποικοδομητικά ἀλλά ἀπό τήν ἄλλη νά διαλέγει καταστρεπτικούς τρόπους. Αὐτό πού πραγματώνεται εἶναι ὁ πάντα «ὑπό ὅρους» ἑαυτός, ἡ συμπεριφορά διαμορφώ- νεται μέ τά ὅσα κατέληξε κάποιος νά πιστεύει γιά τόν ἑαυτό του καί ἐξελίσσεται βαθμιαῖα σέ αὐτοεκπληρούμενη προφητεία, ὅπως στήν περίπτωση τῆς Δήμητρας πού συχνά φοβᾶ- ται ὅτι θά τῆς συμβεῖ κάποιο κακό. Βλ. Τόνυ Μέρυ, Πρόσκληση στήν Προσωποκεντρική Προσ- έγγιση, Καστανιώτης, 2002, σ. 62-64.
 
 
3. Στά ἀγγλικά ὁ ὅρος συνειδητοποιῶ (realize) σημαίνει ἐπίσης πώς γίνομαι πιό ἀληθινός στό ἐδῶ καί τώρα. Μέ τήν τάση πραγμάτωσης (actualize) δέ, γίνομαι καί πραγματικός. « Ἡ καρδιά τῆς προσωποκεντρικῆς θεραπείας εἶναι ὑπαρξιακή καί πνευματική» (Br.Thorne, D. Mearns, Person-Centred Therapy Τoday, Sage, 2005, σ. 54-72). Δηλαδή, ψυχολογικά μιλώντας, ὅσο διψῶ νά βρῶ ἀληθινά τήν προσωπική μου ἀλήθεια, τό πρόσωπό μου, προχωρῶ οὐσια- στικά καί πνευματικά. Αὐτό σηματοδοτεῖ ἕνα πέρασμα –κατά τόν ἅγιο Μάξιμο– σέ ἕναν ἄλλο τρόπο ὕπαρξης. Ὁ ἄνθρωπος καθώς συνειδητοποιεῖ ὄντως τήν ὕπαρξή του βρίσκει τήν Ἀλήθεια (Χριστό) ὡς Λόγο της, ἀληθοποιείται. Γιά περισσότερες πηγές, ἀναζητῆστε τά:
«Εὐχαριστιακή Ὀντολογία» τοῦ π. Ν. Λουδοβίκου, Δόμος, 1992. « Ὁδός Θεογνωσίας» τοῦ π. Ἰ. Πόποβιτς, Γρηγόρης 1992. «Θεός Λόγος καί ἀνθρώπινος λόγος», π. Χρυσοστόμου Διο- νυσιάτου, Ἅγιον Ὄρος, 1998.
 

4. Βλ. π. Ν. Λουδοβίκου, Ἡ κλειστή πνευματικότητα καί τό νόημα τοῦ ἑαυτοῦ, Ἑλληνικά Γράμμα- τα 1999.
 
 
5. «Ὅταν κρατῶ τό βλέμμα μου προσηλωμένο στά ὑπαρξιακά δεδομένα τῆς ζωῆς, δέν ἀντι- λαμβάνομαι νά ὑπάρχει ξεκάθαρο ὅριο ἀνάμεσα στούς ἀσθενεῖς μου, ἐκείνους πού ὑποφέ- ρουν, καί στόν ἑαυτό μου, ἐκείνον πού γιατρεύει. Οἱ συνηθισμένες περιγραφές ρόλων καί οἱ χαρακτηρολογικές διαγνώσεις παρεμποδίζουν τή θεραπεία ἀντί νά τή διευκολύνουν. Ἐπει- δή πιστεύω ὅτι τό ἀντίδοτο γιά πολλές ἀγωνίες εἶναι καί μόνη ἡ ἀνθρώπινη ἐπαφή, προ- σπαθῶ νά ζήσω μέσα στήν ὥρα πού περνῶ μέ τόν ἀσθενή μου, χωρίς νά ἐγείρω τεχνητά καί ἄχρηστα τείχη. Μέσα στή διαδικασία τῆς ψυχοθεραπείας εἶμαι γιά τόν ἀσθενῆ μου ἕνας ἐξειδικευμένος ἀλλά ὄχι ἀλάθητος ξεναγός... Δέν φοράω στολές ἤ κουστούμια.Δέν παρα- τάσσω τά πτυχία μου... Δέν προσποιοῦμαι ὅτι γνωρίζω πράγματα πού δέν κατέχω... Δέν ἀρνούμαι ν’ ἀπαντήσω σέ ἐρωτήσεις. Δέν κρύβομαι πίσω ἀπό τόν ρόλο μου. Καί τέλος δέν κρύβω ὅτι εἶμαι κι ἐγώ ἄνθρωπος κι ὅτι ἔχω κι ἐγώ τίς δικές μου εὐάλωτες περιοχές» (Irvin Yalom, Στόν Κῆπο τοῦ Ἐπίκουρου, Ἄγρα, 2008, σ. 215-216).
 

6. Βλ. Peter Masden Gubi, Prayer in Counselling and Psychotherapy, Jessica Kingsley Publishers, 2008.
 

7. Οἱ θεραπευτικές συνθῆκες τῆς προσωποκεντρικῆς θεωρίας εἶναι ἕξι καί ὄχι τρεῖς, ὅπως ἐσφαλμένα καταγράφεται σέ ἄρθρα (συγ)κριτικῆς προσέγγισης. Περισσότερα βλ. Peggy Natiello, The person-centred approach: a passionate presence, PCCS Books, 2004, σ. 3-12.
 

8. Βλ. Brian Thorne, Τhe mystical power of person-centred therapy: hope beyond despair,Whurr Publishers, 2002.

Οι μαύρες δυνάμεις του σκότους είναι αδύνατες. Οι άνθρωποι τις κάνουν δυνατές με την απομάκρυνσή τους από τον Θεό, γιατί έτσι δίνουν δικαιώματα στον διάβολο.



ΟΙ ΜΑΥΡΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΤΟΥ ΣΚΟΤΟΥΣ 
Οι μαύρες δυνάμεις τον σκότους είναι αδύνατες. Οι άνθρωποι τις κάνουν δυνατές μέ τήν απομάκρυνση τους άπό τόν Θεό, γιατί έτσι δίνουν δικαιώματα στον διάβολο
Τά μάγια
-Επειδή πολλές φορές σας μίλησα γιά τον Παράδεισο, γιά τους Αγγέλους και γιά τούς Αγίους, γιά νά βοηθηθητε, τώρα θά σάς πώ και λίγα γιά τήν κόλαση και γιά τούς δαίμονες, ώστε νά γνωρίσετε μέ ποιους παλεύουμε, πάλι γιά νά βοηθηθητε. Ήρθε στό Καλύβι ένας νεαρός μάγος άπό τό Θιβέτ και μοϋ διηγήθηκε πολλά άπό τήν ζωή του. Αυτό τό παιδί, μόλις άπογαλακτίστηκε, τό αφιέρωσε ό πατέρας του, σέ ηλικία τριών χρόνων, σέ μιά ομάδα τριάντα μάγων ανωτέρου βαθμού στό Θιβέτ, γιά νά τό μυήσουν στήν τέχνη τους. Έφθασε στον ενδέκατο βαθμό μαγείας-ό δωδέκατος είναι ό ανώτερος. Δεκαέξι χρόνων έφυγε άπό τό Θιβέτ και πήγε στήν Σουηδία, γιά νά δη τον πατέρα του. Εκεί συνάντησε τυχαίως έναν ορθόδοξο Ιερέα, πολύ πιστό, και του ζήτησε νά συζητήσουν. Ό νεαρός μάγος δέν ήξερε καθόλου τί θά πή Ιερεύς ορθόδοξος. Στήν αίθουσα λοιπόν πού κάθησαν νά συζητήσουν, άρχισε νά τού κάνη μερικές άπό τις μαγείες του, γιά νά δείξη τήν δύναμη του. Κάλεσε ένα άρχικό δαιμόνιο, τον Μήνα, και τοϋ είπε: ¨Θέλω νερό. Σηκώνεται ένα ποτήρι από τήν κουζίνα, πηγαίνει μόνο του στην βρύση, ανοίγει ή βρύση, γεμίζει, περνάει από τήν κλειστή τζαμαρία και έρχεται στήν αίθουσα. Τό πήρε εκείνος και ήπιε. Μετά παρουσίασε στον ίερέα, μέσα στήν αίθουσα, όλοτό σύμπαν, τόν ουρανό, τά αστέρια. Χρησιμοποίησε μαγείες τετάρτου βαθμού και θά προχωρούσε μέχρι τόν ενδέκατο βαθμό. Ρώτησε τότε τόν ίερέα πώς τά έβλεπε όλα αυτά. ¨'Ήμουν έτοιμος, μού είπε, νά τόν σκοτώσω, άν μού έβριζε τόν σατανά. Ό ιερεύς όμωςδεν τού είπε τίποτε. Τότε τοϋ λέει ό νεαρός: ¨Γιατί δεν μού κάνεις κι εσύ σημεία;³. ¨Ό δικός μου Θεός είναι ταπεινός³, απάντησε ό ιερεύς και έβγαλε έναν σταυρό και τού τόν έδωσε νά τόν κράτηση. ¨Κάνε πάλι σημεία³, τού λέει. Ό νεαρός κάλεσε τόν Μήνα, τό αρχικό δαιμόνιο, άλλα ό Μήνας έτρεμε, δεν τολμούσε νά πλησίαση. Καλεί τόν Σατάν και εκείνος τό ϊδιο έβλεπε τόν σταυρό και δεν πλησίαζε. Τοϋ είπε μόνο νά σηκωθή νά φύγη γιά τό Θιβέτ. Ό νεαρός τότε έβρισε τόν Σατάν: ¨Τώρα κατάλαβα, τοϋ είπε, ότιή μεγάλη σου δύναμη είναι μιά μεγάλη αδυναμία. Στήν συνέχεια κατηχήθηκε κάπως άπό τόν καλό ίερέα, ό όποιος τοϋ μίλησε καί γιά τούς Αγίους Τόπους, γιά τό Άγιον Όρος κ.λπ. Έφυγε λοιπόν άπό τήν Σουηδία καί πήγε στά Ιεροσόλυμα, όπου εΐδε τό ΆγιοΦώς. Άπό εκεί πήγε στήν Αμερική, γιά νά βρίση τούς σατανιστές πού γνώριζε, γιά νά αλλάξουν μυαλό -ό Θεός τόν έκανε τόν καλύτερο ιεροκήρυκα -, καί άπό 'κεϊ ήρθε στό Αγιον Όρος. Ό Καλός Θεός σκανδαλωδώς τόν βοήθησε, επειδή άπό μικρός είχε άδικηθή. Κάνετε όμως προσευχή, γιατί τόν πολεμούν οί μάγοι μέ όλουςτούς δαίμονες. 'Αφοϋ έμενα πολεμούν, όταν έρχεται νά τόν βοηθήσω, πόσο μάλλον εκείνον. Τοϋ διαβάζουν οί ιερείς εξορκισμούς καί ανοίγουν τά χέρια του καί τρέχουν αίμα. Τό καημένο τό παιδί πολύ τό ταλαιπωρούν οί δαίμονες, ενώ πρώτα, πού είχε φιλία μαζί τους, δεν τό πείραζαν, αλλά τό βοηθούσαν και τό εξυπηρετούσαν. Εϋχεσθε. Πρέπει όμως και τό ίδιο πολύ νά προσέξη, γιατί λέει τό Ευαγγέλιο ότιτό ακάθαρτο πνεύμα, ότανβγή από τόν άνθρωπο, πορεύεται και παραλαμβάνει μεθ' εαυτού επτά έτερα πνεύματα πονηρότερα εαυτού, και εισελθόντα κατοικεί εκεί, και γίνεται τά έσχατα τοΰ ανθρώπου εκείνου χείρονα των πρώτων¯ 


ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΠΑΙΣΙΟΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ 

ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑΣ (Πρώτο μέρος)



ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑΣ

(Πρώτο μέρος)
Ἀπό τόν 17ο αἰώνα καί ἔπειτα ἡ μαθηματική καί ἡ φυσική ἐπιστήμη αὐτονομήθηκαν ἀπό τήν κυριαρχική ἑρμηνεία τοῦ δόγματος, κάτι πού ὁδήγησε σταδιακά στήν πλήρη ἀπομάγευση καί ἀπομυθοποίηση τοῦ παραδοσιακοῦ, κλειστοῦ κοσμοειδώλου τῆς φύσης. Αὐτό εἶχε ὡς συνέπεια τήν ὑπέρβαση τῆς πίστης σέ δαίμονες, κακά πνεύματα, μάγισσες, φετίχ / εἴδωλα καί μαγικές πρακτικές, ὅπως αὐτές εἶχαν ἐπιβιώσει μέσα στά πλαίσια τοῦ χριστιανισμοῦ. Εἶχε δέ ὡς ἀποτέλεσμα γιά τούς χριστιανούς, νά ἀνακαλύψουν τήν δυνατότητα μιᾶς καθαρῆς, πνευματικῆς πίστης στόν Θεό: ὑπῆρξε μία πραγματική «πρόοδος στήν πνευματικότητα»1.

Ὁ Descartes προϋποθέτει τήν πρωταρχική ἐμπιστοσύνη τοῦ ὑποκειμένου σ’ ἕναν καλό Θεό, ὁ ὁποῖος δέν ἀπατᾶ τόν ἄνθρωπο. Τό ὑποκείμενο ἔτσι ἐμπιστεύεται στή συνέ χεια στόν ὀρθό Λόγο του, ὑπερβαίνει τίς ἀμφιβολίες του καί ἀποφασίζει νά ἀρχίσει νά παράγει ἀληθῆ γνώση γιά τή φύση, ἀπε- λευθερωμένος ἀπό τήν δουλεία στίς αἰσθήσεις, τίς προλήψεις καί προκαταλή ψεις, καθώς καί στήν ἄκριτη αὐθεντία τῆς παράδοσης2.

Αὐτό τό ἐπαναστατικό, «κοπερνίκειο» βῆμα δέν ὁδηγεῖ ἀναγκαστικά στόν ἀθεϊ- σμό. Τό σημεῖο ἐκκίνησης τῆς γνώσης δέν εἶναι ἕνα ἕτοιμο, δεδομένο ἀντικείμενο, ἀλλά ἡ ἀνθρώπινη νόηση, ἡ ὁποία «συγκροτεῖ» ἐνεργά τό ἀντικείμενο, μέσα στά προϋπάρχοντα πλαίσια τῶν ὑπερβατολο- γικῶν δομῶν τοῦ χώρου, τοῦ χρόνου, τῆς γλώσσας καί τῆς λογικῆς. Ὁ Κant ἤθελε δέ στά τέλη τοῦ 18ου αἰώνα, ὅπου εἶχε ἐμφανισθεῖ ὁ ἀμοραλιστικός, σοφιστικός ἀθεϊσμός, νά διασώσει τήν πίστη στόν Θεό. Ὑποστήριζε τήν ἠθικά-θρησκευτικά ἑδραιωμένη ἄποψη ὅτι πρέπει νά τεθοῦν ὅρια στόν ὀρθό Λόγο: ὅ,τι δέν μπορεῖ νά γνωρίζει ὁ ὀρθός Λόγος (τῆς φυσικῆς ἐπιστήμης), μπορεῖ ὡστόσο νά ὑπάρχει.
« Ἔπρεπε νά ὑπερβῶ τή γνώση γιά νά κάνω τόπο στήν πίστη»3. Πρίν ἀπό αὐτόν δέ ὁ Pascal μιλοῦσε γιά τόν «Λόγο τῆς καρδιᾶς»4, ἐνῶ ὁ Rousseau θεωροῦσε ὅτι ἡ πίστη εἶναι ἡ «ἀλήθεια τῆς καρδιᾶς» (ἡ ἠθική συνείδηση τοῦ ἀτόμου).

Ὁ Κant θεωρεῖ ὅτι δέν εἶναι δυνατόν νά ὑπάρξουν ἐπιστημονικές ἀποδείξεις γιά τήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ (πλήν ὅμως αὐτές οἱ ἀποδείξεις, ὅπως τίς παρουσιάζει ὁ Descartes, μποροῦν μέσα στά πλαίσια μιᾶς ψυχαναλυτικῆς ἑρμηνείας ν’ ἀποκτήσουν ἕνα νόημα). Μιλᾶ δέ παραπέρα γιά τήν ἀξιοσύνη τοῦ προσώπου, καί κατέληξε στήν πίστη τῆς καθολικῆς ὕπαρξης τῆς «Κατηγορικῆς Προσταγῆς», ἐπέκεινα τῶν νόμων τῆς φύσης: ἐδῶ ὁ Θεός εἶναι ἡ προϋπόθεση δυνατότητας ὕπαρξης τῆς ἠθι- κῆς καί τῆς μακαριότητας στόν ἄνθρωπο. Τονίζει δέ ὅτι ὁ φιλοσοφικός στοχασμός (ὄχι ἁπλά ἡ καθημερινή πρακτική) ὀφείλει νά ξεκινᾶ ἀπό τό ἀνθρώπινο πρόσωπο ὡς ἕνα δομικά ἠθικό ὄν, τοῦ ὁποίου ἡ ἐλεύ- θερη θέληση ἀποφασίζει ἀνάμεσα στό καλό καί στό κακό. Ὁ στόχος εἶναι νά καταλήξει στόν Θεό, ὡς τό ὑπέρτατο ἠθικό ὄν καί δημιουργό τοῦ κόσμου5.
 


2. Ἡ ἑνότητα τοῦ παραδοσιακοῦ, κλει στοῦ τρόπου σκέψης ἄρχισε νά χάνεται στόν 17ο αἰώνα. Στό ἐπίκεντρο τέθηκε ὁ ἄνθρωπος ὡς ἄτομο/ὑποκείμενο (νεωτε ρική μορφή ναρκισσισμοῦ), ὁ ὁρίζων τοῦ κόσμου διευρύνθηκε ὥς τό Ἄπειρο (κο σμικά, γεωγραφικά, ἐπιστημονικά, πολιτι σμικά) καί ἡ γῆ ἔπαψε νά εἶναι τό κέντρο τοῦ κόσμου: αὐτό ὑπῆρξε ἕνα μεγάλο τραῦμα στόν παραδοσιακό ναρκισσισμό τοῦ ἀνθρώπου. Τό νέο δέ Παράδειγμα συ- νοδεύτηκε ἀπό μία κριτική στροφή τῆς σκέψης τῶν μορφωμένων στρωμάτων ἐνάντια στήν κλειστή, θεσμοποιημένη χρι- στιανική γνώση (εἶχε προηγηθεῖ ἡ οὑμανιστική Ἀναγέννηση, ἐνῶ ἡ προτεσταντική Μεταρρύθμιση ὑπῆρξε σύγχρονη μέ τήν νέα Ἐπιστήμη6).

Οἱ κίνδυνοι τῆς νεωτερικότητας καί ἡ ἀμφιρροπία της ὁδηγοῦν ὅμως στήν δοκιμασία τῆς πίστης: μία ὁρισμένη στάση

Ὁ Θεός ἐμπιστεύθηκε τήν πραγματικότητα αὐτοῦ τοῦ νεωτερικοῦ κό σμου στήν μέριμνα τοῦ ἀνθρώπου: ὄχι πλέον ἀποκλειστικά ὡς ἕνα σύμ- βολο τοῦ κόσμου τοῦ Πνεύματος, οὔτε ὡς μία γρήγορα παρερχόμενη σκηνή παρουσίας τῆς ἐγκόσμιας ὕπαρξης.
ζωῆς καί σκέψης ὠθεῖ τά ἄτομα νά ἐνδί- δουν στόν πειρασμό τῆς θέωσης τῆς φύ- σης καί τῆς αὐτοθέωσης τοῦ ἀνθρώπινου ὑποκειμένου. Πρόκειται γιά μιά ἀπόλυτη αὐτονομία τοῦ πεπερασμένου ὄντος δίχως ἀναφορά στόν ἄπειρο Ἄλλο, στόν δημιουργό. Ἡ νεωτερικότητα παρήγαγε ἔτσι συγχρόνως ἕναν κόσμο τῆς ἐμμένειας, ὁδηγώντας σ’ ἕναν νέο πανθεϊσμό καί γνωστικισμό7. Ὁ M.Weber μιλᾶ ἐδῶ γιά τόν «πολυθεϊσμό τῶν ἀξιῶν», παραπέμ ποντας στήν ὕστερη νεωτερική αὐτονό- μηση καί συστημική διαφοροποίηση τῶν διαφόρων ὑποσυστημάτων, πού συγκρο- τοῦν τόν λεγόμενο «πολιτισμό»8. Οἱ ἄνθρωποι παίρνουν πολύ «στά σοβαρά» κάθε πεπερασμένο πράγμα καί συμβάν, ἀντίθετα ἀπ’ ὅ,τι συνέβαινε στόν Μεσαίωνα9.
Ὡστόσο ἀποτέλεσε καί ἀποτελεῖ μεγάλο λάθος ἡ ἐξύψωση τοῦ Μεσαίωνα (σέ Ἀνατολή καί Δύση) σέ ἰδανική πραγματοποίηση μιᾶς χριστιανικῆς κοσμοθεωρίας. Τά ὅρια τοῦ μεσαιωνικοῦ τρόπου ζωῆς καί σκέψης ὑπῆρξαν ἀποτέλεσμα ἑνός «θρη- σκευτικοῦ βραχυκυκλώματος»: κάθε ἐγκόσμιο συμβάν ἑρμηνευόταν ἀφελῶς, ἄμεσα καί βιαστικά ὡς ἕνα σύμβολο τοῦ θεϊκοῦ θέλειν, ἔτσι ὥστε ἡ ἰδιαιτερότητά τους ἐξαφανιζόταν. Τό θετικό στοιχεῖο τῆς νεωτερικότητας ἔγκειται ἀντίθετα στό ὅτι ἦρθε στό προσκήνιο τό πεπερασμένο ἀνθρώπινο ὑποκείμενο ὡς μία ἀτομική καί συλλογική ὕπαρξη (καί τά ἄλλα ὄντα, τά ζῶα), καί μαζί της ἡ καταστασιακή σοβα ρότητα τοῦ δημιουργήματος: ἡ πληρότητα ἀλλά καί ἡ σκληρότητα, ἡ τυχαιότητα καί ἡ ἔλλειψη δεδομένου νοήματος τῆς ὕπαρ ξης10.
Ὁ Θεός ἐμπιστεύθηκε τήν πραγματικότητα αὐτοῦ τοῦ νεωτερικοῦ κόσμου στήν μέριμνα τοῦ ἀνθρώπου: ὄχι πλέον ἀποκλειστικά ὡς ἕνα σύμβολο τοῦ κόσμου τοῦ Πνεύματος, οὔτε ὡς μία γρήγορα πα- ρερχόμενη σκηνή παρουσίας τῆς ἐγκόσμιας ὕπαρξης. Ἡ νεωτερική πραγματικό- τητα, μαζί μέ τούς κινδύνους πού αὐτή ἐνέχει, συγκροτεῖ τήν καταστασιακή σο βαρότητα τῆς ὕπαρξης, γιά μία «χειραφε τημένη» πίστη11. Στή νεωτερικότητα οἱ ἔννοιες «φύση», «ὑποκείμενο», «πολιτι σμός», κτλ, δίχως νά χάσουν τήν ἀμφιρ ροπία πού τίς χαρακτηρίζει, ἀπαιτοῦν ἀπό τά ὁμιλοῦντα καί δρῶντα ὑποκείμενα μιά στάση ἐντιμότητας καί μιά νοήμονα προ- σήλωση ἀπέναντί τους.
Ἡ ὑπευθυνότητα ἀπέναντι στά ἐγκόσμια πράγματα δέν πρέπει ν’ ἀποδυναμώνεται μέσω τῆς ἀναγωγῆς τους σ’ ἕναν μυστικό καί θεωρησιακό Λόγο. Ἡ ὑπευθυνότητα συνεπάγεται τήν ἀπόφαση γιά τήν πρακτική «ἀναδημιουργία» τοῦ κόσμου μέσω ἑνός δημιουργικοῦ καί κριτικοῦ ὀρθοῦ Λόγου, πού ἐνέχει στοιχεῖα μιᾶς πραγματικῆς «προόδου στήν πνευματι- κότητα», καί δέν ἀνάγεται ἁπλά σ’ ἕναν ἐργαλειακό Λόγο12.
 

3. Ἡ συμφιλίωση τῆς χριστιανικῆς πίστης μέ τήν θετική πλευρά τῆς νεωτερικότητας εἶναι καί δυνατή καί ἐπιθυμητή. Στήν περίοδο 1100-1500, στήν ὁποία ἀναπτύχθηκαν οἱ πόλεις, ἡ καθολική ἐκκλησία προσέφερε πολλά στήν προώθηση τῆς ἐκνομίκευσης τῆς κοινωνίας μέ στόχο τήν δικαιοσύνη καί τήν εἰρήνη. Ὁ διάλογος ἀνάμεσα στήν πίστη καί στή γνώση, ὅπως καί ἀνάμεσα στήν ἀγάπη καί στή δικαιοσύνη, ὑπῆρξε τό θεμέλιο τῆς ἀνάπτυξης τῆς μεσαιωνικῆς φιλοσοφίας καί τῆς θεολογίας στά πανεπιστήμια.

Στή συνέχεια ἡ ἀποξένωση ἀνάμεσα στήν νεωτερικότητα καί στήν ἐκκλησία ὀφείλετο καί ὀφείλεται ὅμως στό ὅτι ἡ καθολική ἐκκλησία (ὅπως καί ἡ ὀρθόδοξη ἐκκλησία, ἡ ὁποία κατέληξε στή συνέχεια στήν παραδοσιολατρία) ταυτίστηκε σέ με- γάλο βαθμό (παρ’ ὅλες τίς ἀντιθέσεις ἀνάμεσά τους) μέ τό ἀπολυταρχικό κράτος καί τήν κάστα τῶν εὐγενῶν γαιοκτημόνων, ἀσκώντας ἡ ἴδια παράλληλα κοσμική ἐξουσία καί νομιμοποιώντας τήν κοσμική ἐξουσία. Ἀπό τήν ἄλλη ἤγειρε τήν ἀπαίτη- ση μιᾶς αὐταρχικῆς, ἀπόλυτης χειραγώγησης τῆς σκέψης τῶν μορφωμένων στρωμάτων, μέσω ἑνός ἐκνομικευμένου δόγ- ματος διατυπωμένου σέ μία μή ὁμιλούμε νη γλώσσα, καί μέσω μιᾶς ὑποστασιοποι ημένης πνευματικῆς αὐθεντίας, καταδικά- ζοντας στή σιωπή κάθε δικαιωμένη κριτι κή σκέψη.
Οἱ μή παραδοσιακές, εὐαγγελικές ἐκκλησίες ἀπό τήν ἄλλη, ἐνῶ προσπάθησαν νά ὑπερβοῦν πολλά ἀπό τά ἐλλείμματα τῶν παραδοσιακῶν ἐκκλησιῶν, ἐν τούτοις γρήγορα ταυτίστηκαν μέ τήν κοσμική ἐξουσία τῶν ἡγεμόνων καί τῆς κυρίαρχης ἀστικῆς τάξης, ἐνῶ ἀπό τήν ἄλλη ὑπερτόνισαν τόν ὑποκειμενισμό τῶν ἀτόμων. Ὡστόσο σημαντική ὑπῆρξε ἡ προσφορά τους μέσω τοῦ τονισμοῦ τῆς ἐλευθερίας συνείδησης, τῆς ἀξιοπιστίας, τῆς ἐνδοκόσμιας ἀσκητικῆς καί τῆς ἠθικῆς τῆς ἐργα σίας τῶν ἀτόμων13.


Ὁ κόσμος δέν εἶναι συνέπεια μιᾶς ἀναγκαιότητας, ἀλλά ἀποτέλεσμα μιᾶς προσωπικῆς ἀπόφασης καί δράσης ὡς μία πράξη χάρης/ἀγάπης.

Πέραν αὐτῶν ὅμως οἱ ἐκκλησίες δέν ἐμπόδισαν τήν παρουσία τοῦ ἀνιμισμοῦ, τοῦ φετιχισμοῦ, τῆς κυριαρχίας τῆς ρουτίνας, τῆς καταπιεστικῆς ἠθικολογίας καί τῆς δαιμονοποίησης τῆς σεξουαλικότη- τας. Ἀπό τή μία οἱ ἱεραρχίες συγκάλυπταν καί συγκαλύπτουν ἐπίσης συστηματικά τά κακῶς κείμενα στούς κόλπους τοῦ κλή- ρου. Ἐδῶ χρησιμοποιεῖται ἕνας ὁλιστικός,
«ἱερός Λόγος» περί ἁγιοσύνης καί ἀγάπης, ὁ ὁποῖος καταλήγει στόν ἐκφοβισμό τῆς ἐλευθερίας τοῦ χριστιανοῦ, τόσο στά πλαίσια τοῦ κλήρου, ὅσο καί στήν κατά- θλιψη καί τήν ἀποξένωση τῶν εἰλικρινά πιστῶν. Ἀπό τήν ἄλλη δέν ἀποφεύγεται ἕνας φονταμενταλιστικός, φανατικός καί μισαλλόδοξος Λόγος δαιμονοποίησης τοῦ Ἄλλου, ὅπως ὁ ἀντιιουδαϊσμός (καί ἄλλες περιπτώσεις), ὁ ὁποῖος ἄφησε πολύ τραυματικά ἴχνη, καί δέν ἔχει ἐξαφανισθεῖ μέχρι σήμερα.
Ἡ ἀντίφαση πού χαρακτήριζε πάντα τόν Λόγο τῶν ἐκκλησιῶν, μέσα καί ἔξω ἀπό τούς κόλπους τους μέχρι σήμερα, εἶναι ὅτι, παρά τήν ἐπίσημη καταγγελία τῆς ἀδικίας, καθώς καί τῆς βίας τοῦ πολέμου, ὅλες οἱ ἐκκλησίες δέν ἔπαψαν νά συμβιβάζονται μαζί τους στήν πράξη. Ἀπό τήν ἄλλη, τόν Λόγο τους τόν συνόδευαν καί ἀποτυγχάνουσες τάσεις παρέμβασης στά ἐγκόσμια πράγματα (ἤ ἡ φυγή ἀπό τά ἐγκόσμια, ἤ ἡ θεοκρατία καί ὁ φονταμενταλισμός).

Μέσα σ’ αὐτά τά πλαίσια ἐμφανίστηκε ἡ καινούργια πίστη στήν δύναμη τοῦ ἀνθρώ- πινου ὀρθοῦ Λόγου μέσα στόν κόσμο, καί στήν «πρόοδο» τοῦ ἀνθρώπινου γένους μέσα στήν ἱστορία. Αὐτές οἱ ἰδέες δέν ἦταν μέν ξένες στόν χριστιανισμό (ἐφό- σον στήν μεσαιωνική φιλοσοφία τονίστη κε ἰδιαίτερα ἡ σχέση πίστης καί ὀρθοῦ Λόγου), ἀλλά ἦταν συχνά ὑποβαθμισμέ- νες ἀπό τό πνεῦμα τοῦ δογματισμοῦ, ἀπό τό 1500 ὅμως ἀπέκτησαν μία αὐτόνομη ὕπαρξη. Ὁ ὀρθός Λόγος (Vernunft, Raison, Reason) ἀνακηρύχθηκε σέ περιεχόμενο τῆς «φύσης» τοῦ ἀνθρώπου, καί τονίστη κε τό γενικό καί τό ἀνιστορικό14.Ἡ αὐτονο- μία τοῦ Φυσικοῦ Δικαίου (στωικῆς καί οὑμανιστικῆς προέλευσης), τό «ἔμφυτο φῶς τοῦΛόγου»,ἀποτέλεσε δέ τόν πυρήνα μιᾶς «φυσικῆς θρησκείας» καί μιᾶς θρη- σκείας τοῦ «ὀρθοῦΛόγου»,ἡ ὁποία ἐπίσης λειτούργησε καί ὡς «πολιτική θρησκεία».

Ἡ ἰδεολογία τῆς προόδου (ἡ ὁποία δέν πρέπει νά συγχέεται μέ τήν ἰδέα τῆς προ- όδου), ἐμφορούμενη ἀπό μία μονοδιάστατη αἰσιοδοξία, ταύτισε κριτικά γιά πρώτη φορά τήν (μεταρρυθμιστική ἤ/καί ἐπα- ναστατική) ἱστορική διαδικασία μέ τήν συλλογική θέληση γιά πραγμάτωση («ἐνσάρκωση») τοῦ ὀρθοῦ Λόγου μέσα στήν ἱστορία (Ηegel)15. Ἀπό τήν ἄλλη, μετά ἀπό τούς φονικούς θρησκευτικούς πολέ- μους (μέσα 16ου-μέσα 17ου αἰώνα), ἡ θρη- σκευτική ἀνεκτικότητα ὑπῆρξε ἕνα ἰσχυ- ρό αἴτημα ἀνεξιθρησκίας, ἐνάντια στήν θρησκευτική μισαλλοδοξία, ἡ ὁποία στηριζόταν στήν κρατική καταπίεση. Ὡστόσο ἡ ἀνεκτικότητα συνοδεύτηκε ἀπό ἕναν θρησκευτικό σχετικισμό, ὁ ὁποῖος εἶχε ἤδη ἐμφανισθεῖ στήν Ἀναγέννηση, τόσο μέ τήν ἀναβίωση τοῦ ἑλληνορωμαϊκοῦ πα- γανισμοῦ καί τοῦ (νέο-)πλατωνισμοῦ, ὅσο καί μέ τήν ἀνακάλυψη τῆς κινεζικῆς καί ἄλλων θρησκειῶν ἐκτός τῆς Εὐρώπης16.

Ἡ ἀπόρριψη τοῦ ἐπίσημου χριστιανισμοῦ ἀπό ἕνα τμῆμα τῆς διανόησης συ νοδεύτηκε ὅμως καί ἀπό πολλές προσπά- θειες συμφιλίωσης καί διαμεσολάβησης ἀνάμεσα σ’ αὐτόν καί σέ ἄλλα θρησκευτι- κά καί φιλοσοφικά ρεύματα17. Ὁ 17ος καί ὁ 18ος αἰώνας ὑπῆρξαν μιά συναρπαστική ἐποχή διαμάχης καί διαλόγου ἀνάμεσα σέ νεοπαγανιστικές, νεογνωστικές καί πανθεϊστικές σέκτες.
 


4. Ὁ διαφωτισμός τοῦ 18ου αἰώνα ὑπῆρξε μιά ἐξέγερση ἐνάντια στόν αὐταρχισμό τῶν ἐκκλησιῶν καί ὁδήγησε σταδιακά σέ ἕναν διχασμό καί σέ μία ἐκκοσμίκευση. Ἐκδηλώθηκε ὡς μία ἀπόσταση ἀπό τίς ἐκκλησίες καί ὡς μία χειραφέτη- ση τῶν μορφωμένων στρωμάτων, ὡς ἕνα αἴτημα ἐλευθερίας ἐνάντια σ’ αὐτό πού θε- ωροῦσαν ὅτι εἶναι μία ἐξουσία καί μία αὐθεντία, μή νομιμοποιημένες ἀπό τόν ὀρθό Λόγο18. Ἡ καθολική ἐκκλησία ἔχασε τότε μία εὐκαιρία: ἀντί νά ἐγκαταλείψει τήν προσήλωσή της στήν ἐγκόσμια κυριαρχία καί σ’ ἕνα ξεπερασμένο μοντέλο σκέψης, κάτι πού τότε πολλοί ζητοῦσαν, πέρασε πρῶτα στήν ἐπίθεση καί συνέχεια στήν ἄμυνα ἐνάντια στήν νεωτερικότητα. Ὁδη- γήθηκε ἔτσι στήν μερική περιθωριοποί- ησή της, καί ἀπογοήτευσε πολλούς ἀν- θρώπους καλῆς θέλησης19.

Ἀπό τήν ἄλλη οἱ προτεσταντικές ἐκκλησίες ὑπῆρξαν ἀντίθετα πιό ἀνοιχτές στό νέο πνεῦμα. Ἔτσι στά πλαίσια τοῦ προτεσταντισμοῦ ἀναδύθηκαν ἀπό τό 1770 μέχρι τό 1900 ἡ ἱστορική καί κριτική ἀνάγνω- ση τῶν βιβλικῶν κειμένων καί ἡ ἑρμηνευτι- κή ἐπιστήμη20. Ἡ τελευταία ἔδειξε ὅτι τά βιβλικά κείμενα δέν ἐξισώνονται μέ τά πα- γανιστικά κείμενα, παρ’ ὅλον ὅτι ἐμπεριέ- χουν ἐπίσης μυθολογικά στοιχεῖα. Ἕνας νεωτερικός, σκεπτόμενος ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά πιστεύει ἀφελῶς μέ τόν ἴδιο τρόπο ὅπως ἕνας ἄνθρωπος τῆς ἀρχαιότητας ἤ τοῦ Μεσαίωνα. Δέν μπορεῖ ν’ ἀποδέχεται τά μυθολογικά στοιχεῖα «τοῖς μετρητοῖς», ἀλλά καλεῖται νά τά ἑρμηνεύει ὡς ἕναν μεταφορικό Λόγο. Δηλαδή ἐδῶ ἀπαιτεῖται τρόπον τινά μία «δεύτερη ἀφέ- λεια», μετά τήν ὑπέρβαση τῆς πρωταρ- χικῆς ἀφέλειας ἀπό τόν κριτικό Λόγο, ὑπό τήν προϋπόθεση ὅτι ὁ τελευταῖος ἀποδέχεται τά ὅριά του.
Παρ’ ὅλη τήν «πρόοδο στήν πνευματικότητα» πού εἰσήγαγε ἡ ἀπομάγευση τοῦ κόσμου21, πρῶτα ἀπό τόν Ἰουδαϊσμό καί στή συνέχεια ἀπό τόν χριστιανισμό, τό μυθικό κοσμοείδωλο ἐπιβίωσε μερικῶς καί μετά τό 1700.

Στά πλαίσια τοῦ μονοθεϊσμοῦ οἱ ἀφηγήσεις τῶν κειμένων ἐξέφρα ζαν ὁρισμένα μηνύματα μέ ἕνα συμβολικό τρόπο. Ὅμως διέτρεχαν πάντα καί τόν κίνδυνο συσκότισής τους. Ἡ νεωτερική βιβλική σκέψη προσέφερε πολλά ἐδῶ, καί ὁδήγησε στόν 20ό αἰώνα σέ μία πραγματική πρόοδο καί ἀνανέωση τῆς προτεσταντικῆς καί τῆς καθολικῆς θεολογίας22. Ἡ «καλή εἴδηση» τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ στά κείμενα τῆς Γραφῆς εἶναι συγχρόνως καί τό προϊόν ἐμπνευσμένων ἀλλά πεπε- ρασμένων ἀνθρώπων, καί ἐνέχουν γι’ αὐτό διφορούμενα καί σκοτεινά σημεῖα23. Σέ κάθε ἐποχή ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ μεταδίδεται καί ἑρμηνεύεται δέ ξανά μέσα σ’ ἕνα ὁρι- σμένο ἱστορικό πλαίσιο. Τά προϊόντα τῆς ἀνθρώπινης γραφῆς ποτέ δέν ἀποφεύγουν ὁλικά τίς ἀστοχίες καί τά σφάλματα. Ὅμως οἱ ἐμπνευσμένοι καί σκεπτόμενοι ἀναλυτές καί ἀναγνῶστες καλοῦνται ἀπό τόν ἀπόλυτο Ἄλλο παρ’ ὅλ’ αὐτά, νά ἀποφασίσουν νά διαβάζουν καί νά κηρύττουν τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ σέ κάθε ἱστορική ἐποχή, καθιστώντας τον καί πάλι ἀληθινό καί ζωντανό.

Στή νεωτερικότητα θεωρεῖται (μερικῶς) ὅτι τό θεμέλιο τῆς ἀξιοσύνης τῶν πεπερασμένων ὄντων ἔγκειται στό γεγονός ὅτι εἶναι δημιουργήματα (οὑμανισμός). Ὅμως ἀπό τήν ἄλλη κυριαρχεῖ ἡ μονοδιάστατη αἰτιοκρατική ἄποψη ὅτι ὁ κόσμος «λει τουργεῖ» μέσα ἀπό τόν μηχανισμό τῆς συ- νεχοῦς ἁλυσίδας τῶν ἀναγκαίων αἰτίων. Ἐδῶ χάνεται ἡ χριστιανική ἰδιαιτερότητα, γιά τήν ὁποίαν ἡ δημιουργία εἶναι κάτι τό μοναδικό, τό Νέο, πού δέν ἀπορρέει ἀπό μία «ὑπερρέουσα, πρωταρχική ἐνέργεια», ἀλλά εἶναι κατ’ ἐξοχήν τό ἔργον μιᾶς ἄπει ρης, ἀπόλυτης, ἐλεύθερης θέλησης.
Ὁ κόσμος δέν εἶναι συνέπεια μιᾶς ἀναγκαιότητας, ἀλλά ἀποτέλεσμα μιᾶς προσω- πικῆς ἀπόφασης καί δράσης ὡς μία πράξη χάρης/ἀγάπης. Ἔτσι τό ἐρώτημα τοῦ «αἰτίου» τῆς δημιουργίας παραμένει ἀναπάντητο. Ὅμως ἡ πίστη στή δημιουργία (τοῦ νέου, τοῦ μή προβλέψιμου) μπορεῖ ἐδῶ νά ὁδηγήσει στήν ὑψηλή, νεωτερική ἐκτίμηση τοῦ πεπερασμένου ὄντος, στήν σοβαρότητα τῆς πεπερασμένης πραγματικότητας24. Ὁ κόσμος δέν εἶναι οὔτε μία ἐκροή τοῦ πλωτινικοῦ «Ἑνός», οὔτε ἕνα παίγνιο, οὔτε μιά παραίσθηση: δέν ἀπαξιώνεται νά εἶναι μόνον ἡ «διαφάνεια» τοῦ Θεοῦ, οὔτε ὑπερτιμᾶται νά εἶναι τό μοναδικό θεμέλιο τῶν πάντων.

Αὐτή ἡ θέση δέν νομιμοποιεῖ τίς ἁπλοϊκές ἀπόψεις τῶν φονταμενταλιστῶν καλ- βινιστῶν ἤ ὀρθόδοξων (ἤ μωαμεθανῶν), οἱ ὁποῖοι διαβάζουν κατά γράμμα τήν Γραφή ὡς ἕνα ἀπόλυτα θεόπνευστο ἔργον. Ἡ θεωρία τοῦ «ἔξυπνου σχεδίου» πίσω ἀπό τόν κόσμο, καί ἡ ἀπόρριψη τῆς δαρβινικῆς θεωρίας στήν βιολογία δέν νομιμοποι- οῦνται ἀπό τίς προηγηθεῖσες ἀναλύσεις. Οἱ ντετερμινισμοί τῶν φυσικῶν καί τῶν κοινωνικῶν ἐπιστημῶν δέν ἀναιροῦνται, ἀλλά ἡ προοπτική τοῦ σκεπτόμενου καί τοῦ θέλοντος/δρῶντος ὑποκειμένου ὑπερβαίνει τό μονοδιάστατο πεδίο τους, δίχως νά τό διαγράφει.

Αὐτό γίνεται κατανοητό στόν χῶρο τῶν ἀνθρώπινων σχέσεων καί πράξεων, ὅπου δέν κυριαρχεῖ ἀποκλειστικά τό ἐξηγητικό, αἰτιοκρατικό μοντέλο τῶν θετικῶν ἐπι- στημῶν, ἀλλά τό κατανοητικό μοντέλο τῶν ἑρμηνευτικῶν καί ἱστορικῶν ἐπι- στημῶν25. Ἡ ὕπαρξη τοῦ «νοήματος», τοῦ «ἀσυνείδητου», τῆς «ἐλεύθερης θέλησης» δέν μπορεῖ ν’ ἀποδειχθεῖ «ἐπιστημονικά» (οὔτε χρειάζεται). Τά βιολογικά φαινόμενα δέν «ἐξηγοῦν» τό πνεῦμα, τό ὁποῖο δέν «ἀνάγεται» σ΄αὐτά.
Ἡ κλασική νεωτερικότητα (1500-1800) μπόρεσε ὡστόσο ν’ ἀνακαλύψει σοβαρά τήν ἰδέα μιᾶς ὁλοκληρωμένης αὐτονομίας τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου. Ἀλλά ὁ ἄνθρωπος χάνει τό βλέμμα γι’ αὐτό πού τόν χαρακτηρίζει ὡς ἕνα δημιούργημα, θέλει νά γίνει «θεός». Ὅμως ὁ πιστεύων ἄνθρωπος βλέπει ἐδῶ ὅτι ἡ ἀπαρχή τοῦ κόσμου πρέπει ἀντίθετα νά βρίσκεται σέ μία ἄπειρη ἐλεύθερη θέληση, ὅτι ἡ αὐτο- νομία του ἀποκτᾶ νόημα μόνον ὡς μία ἐλεύθερη σχέση ἀλλονομίας μέ τόν ἄπει- ρο Ἄλλο, καί ὄχι ἁπλά ὡς μία ἐξάρτηση καί ἑτερονομία: ὁ Θεός δέν θέλει οἱ ἄνθρωποι νά εἶναι οὔτε μαριονέττες, οὔτε σκλάβοι του, ἀλλά παιδιά του.
 

5. Ἡ ἀπομάγευση τοῦ κόσμου πού ἄρχι- σε μέ τόν Ἰουδαϊσμό, ὁλοκληρώθηκε μέ τόν χριστιανικό προτεσταντισμό καί ἐπικράτησε στά πλαίσια τοῦ διαφωτισμοῦ. Ὡστόσο ἀπό τό 1750 καί ἔπειτα, ὁ ἀναδυόμενος ἀθεϊσμός δέν σταμάτησε στά ὅρια τοῦ ὀρθοῦ λόγου, ὅπως τά ἔθεσε ὁ Κάντ. O δογματικός, μή καντιανός διαφω- τισμός ἀπολυτοποίησε τόν κριτικό ὀρθό Λόγο26 και, ὑποκύπτοντας στόν ἄκρατο σκεπτικισμό, ἀμφισβήτησε τόν πυρήνα τοῦ χριστιανικοῦ δόγματος, στό ὄνομα τῆς ἀπόλυτης κυριαρχίας ἐπάνω στή φύση καί στήν ἱστορία, καθώς καί τῆς αὐτοκυριαρχίας ἑνός ἐγωκεντρικοῦ ἀτόμου. Στόχος ἦταν ἡ ἀπόλυτη ἀτομική ἐλευθερία δίχως τό ἔρεισμα τοῦ ἠθικοῦ Νόμου: ἐδῶ ἔγκειται ἡ «διαλεκτική τοῦ διαφωτισμοῦ»27.

Ἡ ἀνθρώπινη ἀπόφαση γιά τήν ἀποδοχή τῆς ὑπευθυνότητας ἀπέναντι στόν κόσμο σημαίνει συγχρόνως ὅτι ὁ ἄνθρωπος ξεκινᾶ ἀπό τήν ἀνα- ζήτηση τοῦ ἑαυτοῦ του πρῶτα καί μπορεῖ νά κα- ταλήξει στή συνέχεια νά ἀνακαλύψει τόν Θεό.

Στήν ἀναδυόμενη ἀστική κοινωνία, ἡ ἐγκόσμια «ἠθική» αὐτονομήθηκε ἀπό τή θρησκεία καί τήν ὑποκατέστησε28. Ἀλλά ἐδῶ, ἐκτός ἀπό τήν σκέψη τοῦ Κάντ καί τοῦ Hegel, ἐπικράτησε μία ρηχή ἁπλού- στευση στά πλαίσια ἑνός ἰδεαλιστικοῦ Λό γου περί τοῦ «φύσει εὐγενοῦς καί καλοῦ ἀνθρώπου», καθώς καί μία ρηχή αἰσιοδο- ξία ὅτι ἡ «ἀρετή ὁδηγεῖ στήν εὐτυχία, καί τό κακό μπορεῖ νά ἐκλείψει ἀπό τόν κό σμο». Ἐξέλιξη, πρόοδος καί σωτηρία, ἀποκλειστικά μέσα στόν κόσμο, εἶναι οἱ τρεῖς κύριες ἔννοιες τῆς νεωτερικῆς ἰδεολογίας29. Οἱ ἄνθρωποι ὑποτάσσονται στά «γεγονότα» τοῦ πολιτισμοῦ ἄκριτα καί μοιρολατρικά, θεωρώντας ὅτι «ἔτσι ἐξελίσσονται τά πράγματα», ὅτι «ὅλα» ἔχουν μία αἰτιοκρατική ἐξήγηση, καί ὅτι δέν ὑπάρχει τό μή νόημα μέσα στήν ἱστορία.
«Πιστεύουν» ὅτι ἡ «πρόοδος βαδίζει» ἀπό τό μή νόημα πρός τό πλῆρες νόημα. Τέλος «ἐλπίζουν» ὅτι ἡ ἐγκόσμια σωτηρία ἐκ μέρους ὁδηγῶν/ἀρχηγῶν, κινημάτων καί κομμάτων, θά ὁδηγήσει στήν πλή- ρη ἐπικράτηση τοῦ νοήματος ἐπάνω στό μή νόημα.
Παρ’ ὅλ’ αὐτά παραμένουν τά θετικά στοιχεῖα τοῦ διαφωτισμοῦ: ἡ καθολικότητα τοῦ ἀνθρώπου καί ἡ αὐτόνομη ἀτομικότητα τοῦ ὑποκειμένου30. Καί οἱ δυό εἶναι χριστιανικές ἰδέες, οἱ ὁποῖες χάρη στόν διαφωτισμό πραγματοποιήθηκαν στήν πράξη γιά πρώτη φορά στήν ἱστορία, μέσα σ’ ἕνα ἐκκοσμικευμένο πλαίσιο, ὅπως τό διαμόρφωσε ἡ κατάργηση τῶν προνομίων, τῶν βασανιστηρίων καί (ἀργότερα) τῆς δουλείας, ἡ χειραφέτηση τῶν Ἑβραίων, ἡ ἀνεξιθρησκία, ἡ ἐλευθερία συνείδησης, ὁ χωρισμός κράτους καί ἐκκλησιῶν, τά δι- καιώματα τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ πολίτη.

Ἐλεύθερη θέληση, ὀρθός Λόγος, μεταρ- ρυθμιστική πράξη γιά μιά ἐλεύθερη καί δί- καιη κοινωνία: αὐτό ἦταν καί εἶναι τό οἱονεί ἐσχατολογικό μήνυμα τῆς νεωτερικότητας. Πολλοί ἱερεῖς, πάστορες, μοναχοί καί λαϊκοί χαιρέτισαν τήν ἀμερικανική καί τήν γαλλική Ἐπανάσταση καί τίς ἰδέες
«Ἐλευθερία, Ἰσότητα, Ἀδελφοσύνη», οἱ ὁποῖες ἔγιναν σ’ ὅλο τόν 19ο καί στόν 20ό αἰώνα τό πρόταγμα τῆς πολιτικῆς καί τῆς κοινωνικῆς ἀπελευθέρωσης στίς χῶρες τῆς Εὐρώπης, τῆς Λατινικῆς Ἀμερικῆς, τῆς Ἀσίας καί τῆς Ἀφρικῆς.
 

6. Γύρω στό 1900 ὅμως ἄρχισαν νά κυριαρχοῦν ἀπαισιόδοξες διαγνώσεις γιά τήν «κρίση» καί τήν «παρακμή τοῦ νεωτερικοῦ πολιτισμοῦ»31. Αὐτό φαίνεται μεταξύ ἄλλων στά ἔργα τῶν C. Schmitt,W. Ben- jamin, Th.W. Adorno, κτλ., οἱ ὁποῖοι ἐντό- πισαν τίς ἑξῆς τάσεις: Α. Μία ἐπιστημονι- κή πρόοδο δίχως ἠθικά θεμέλια καί στό- χους, ἡ ὁποία χαρακτηρίζεται ἀπό τήν κα- τάχρησή της στήν ὑπηρεσία τοῦ κεφαλαί- ου καί τοῦ κράτους. Β. Μία ὑψηλή τεχνολογία πού ἔχει ξεφύγει ἀπό ἕναν ἀξιακό ἔλεγχο. Γ. Μία οἰκονομία τῆς ἀγορᾶς στήν ὁποία τό ἀνεξέλεγκτο κεφάλαιο καταστρέφει τίς ἀνθρώπινες σχέσεις καί λεη- λατεῖ τήν φύση. Δ. Μία λαϊκίστικη δημο- κρατία τῶν μαζῶν, τῶν διοικητικῶν μηχα- νισμῶν καί τῶν Μέσων, στήν ὁποία ἡ φορμαλιστική ἐλευθερία ἄνευ ἠθικοῦ περιεχομένου γίνεται ἀσυδοσία, καί ἡ φορμα- λιστική ἰσότητα γίνεται ἰσοπέδωση. Ἡ ἔλλειψη σεβασμοῦ τῶν ἠθικῶν ἀξιῶν ὁδηγεῖ στήν αὐτοϋπονόμευση τήν ὑπαρκτή δημοκρατία, ἐφόσον χάνει ἔτσι τό κύρος καί τήν σοβαρότητά της.

Παράλληλα μέ αὐτά ἐμφανίστηκε καί ἡ κρίση ἀξιῶν καί ταυτοτήτων: ἔγινε φανε- ρό τό ἀτομικιστικό, ἰσχυρό, κατακτητικό, ἑνιαῖο «ἐγώ» τῆς κλασικῆς νεωτερικότητας, τό ὁποῖο ἀπωθοῦσε καί ἀπωθεῖ τόν ὑπαρξιακό διχασμό του, δηλαδή τήν ἔλλειψη καί τήν περατότητα. Αὐτό ἐκφράστηκε μέσα ἀπό τήν νιτσεϊκή ρήση γιά τόν «θάνατο τοῦ Θεοῦ», ὁ ὁποῖος συνεπάγεται καί τόν «θάνατο τοῦ Ἀνθρώπου». Ἀλλά ἡ γενιά τοῦ 1900 ἀνακάλυψε καί τίς ἀναλύ- σεις τοῦ S. Kierkegaard γιά τήν ὑπαρξιακή ἐμπειρία τοῦ ἄγχους, καί τίς ἑρμήνευσε ποικιλοτρόπως32. Ὅμως δίπλα στίς ἐκκοσμικευμένες ἑρμηνεῖες του (ντεσιζιονι- σμός, ὑπαρξισμός, κτλ.), ἡ ἀνανέωση τῆς θεολογικῆς σκέψης στόν 20ό αἰώνα ὀφεί- λεται στήν ἀποδοχή ἐκ μέρους της τῶν θεολογικῶν καί ὑπαρξιακῶν ἀναλύσεων τοῦ Kierkegaard33. Ἔτσι ἔγινε δυνατή ἡ κριτική στόν ἀτομικισμό, ὡς μιᾶς ἰδεολο- γίας πού διαβρώνει τήν ἔννοια τῆς αὐτό- νομης ἀτομικότητας, σέ ὅλες τίς παραλλαγές της.
Οἱ τάσεις κρίσης φάνηκαν ἰδιαίτερα μέσα ἀπό τίς συνέπειες τῶν μεγάλων κατα- στροφῶν τοῦ 20οῦ αἰώνα, στόν ὁποῖον ἐμφανίστηκαν ὡς μορφές τοῦ ριζικά κακοῦ (Κant), δύο παγκόσμιοι πόλεμοι, δύο ὁλο- κληρωτισμοί, ἡ Shoah καί τό Auschwitz34, καθώς καί τό Gulag, ὁ μηδενισμός καί ὁ ἀμοραλισμός. Ἀπό τήν ἄλλη ἡ κρίση στά τέλη τοῦ 20οῦ αἰώνα («μετανεωτερικότη- τα») πῆρε στή συνέχεια τή μορφή τῆς κριτικῆς ἀπέναντι στήν νεωτερική πίστη στόν ὀρθό Λόγο, στήν συνεχῆ ἐξέλιξη καί πρό- οδο τῆς κοινωνίας καί τῆς οἰκονομίας, κα θώς καί στίς «μεγάλες ἀφηγήσεις» («ἐκ- κοσμικευμένες θρησκεῖες») τοῦ ἐθνικι- σμοῦ καί τοῦ κομμουνισμοῦ.

Συγκεκριμένα ἡ κριτική ἀφορᾶ τήν πίστη στήν αὐτοθέωση τοῦ ὀρθοῦ Λόγου καί τήν συρρίκνωσή του σ’ ἕναν ἐργαλειακό Λόγο35. Ἐπίσης τήν πίστη στήν ἐξέλιξη καί στήν πρόοδο τῆς ἐπιστήμης καί τῆς κοινωνίας: στόν ἐργαλειακό προγραμμα- τισμό τῶν πάντων. Ὅλα γίνονται ἐδῶ ἀντι- κείμενο ἑνός Λόγου τῆς γνώσης πού ἐμφορεῖται ὡστόσο ἀπό τήν θέληση γιά κυριαρχία, ἐνῶ ὅλοι ὀφείλουν νά παρά- γουν καί νά καταναλώνουν πιό γρήγορα, πιό πολύ, πιό καλά, μέ ἀποτέλεσμα τήν ψυ- χική καί τήν κοινωνική ἀποσταθεροποίηση. Τέλος ἀφορᾶ τήν πίστη στίς φαντα- σιώσεις ἐγκόσμιας σωτηρίας στό ὄνομα τῆς ἰσχύος τοῦ ἔθνους, τῆς εὐημερίας, τοῦ λαοῦ, τοῦ προλεταριάτου, κτλ.36

Ὅμως ἡ ἀμφίρροπη «διαλεκτική τῆς νεωτερικότητας» ἔδειξε ὅτι παράλληλα μέ αὐτές τίς τραυματικές ἐμπειρίες, ἰδιαίτερα τοῦ πρώτου μισοῦ τοῦ 20οῦ αἰώνα, ὑπῆρξαν καί ὑπάρχουν στήν Εὐρώπη καί ἀλλοῦ πολλά θετικά ἐπιτεύγματα, τά ὁποῖα ὑπερασπίζεται ἡ κοινωνία πολιτῶν. Αὐτά τά στοιχεῖα δέν πρέπει ν’ ἀμφισβητοῦνται ἤ νά θεωροῦνται ἀσήμαντα ἤ αὐτονόητα. Ἡ «μετανεωτερική», ριζική κριτική στή νεωτερικότητα ἀποτελεῖ ὡστόσο μιά ἐσφαλμένη ἀπάντηση στήν σημερινή κατάσταση, γιατί υἱοθετεῖ μία ἀμοραλιστική καί μηδενιστική στάση ἐστέτ ἀπέναντι στήν κρίση, ἀπορρίπτοντας συγχρόνως σχετικιστικά καί κάθε ἠθική ἤ θρησκευτική ἀξία. Ἀντίθετα, ἡ φροϋδική καί λακανι- κή ψυχανάλυση ἀποτελεῖ ἐδῶ τόν ἀντίποδα τόσο τῆς κλασικῆς νεωτερικῆς ὅσο καί τῆς μετανεωτερικῆς ἰδεολογίας, ἐφόσον τονίζει τήν ὕπαρξη τοῦ ἀσυνείδητου, ὡς ἐκείνου τοῦ ψυχικοῦ φορέα κάθε ὁμι- λοῦντος καί ἐπιθυμοῦντος, διχασμένου ὑποκειμένου, ὁ ὁποῖος παραμένει μή ἐν- σωματώσιμος στίς προσπάθειες κοινωνικῆς καί ἰδεολογικῆς χειραγώγησής του. Ὁρίζοντας τό ἄτομο ἐξ ἀρχῆς ὡς ἕνα ὑποκείμενο τό ὁποῖο ὑπάρχει μόνον μέ- σα ἀπό τή σχέση διαλόγου καί ἀντιλόγου μέ τόν Ἄλλο, ἡ ψυχανάλυση συγχρόνως ἐντοπίζει τόσο τίς ἀπαρχές τοῦ ἠθικοῦ Νόμου ὅσο καί τήν ἄρνησή του, στό ἀσυνείδητο, τονίζοντας τήν κεντρική σημασία τῆς ἔλλειψης καί τῆς περατότητας τοῦ ὑποκειμένου. Ἡ ψυχανάλυση ἀποδομεῖ τήν παγανιστική ἄποψη ὅτι ὑπάρχει μιά ὀντολογική «ἁρμονία», μιά «συμπληρω- ματική σχέση» ἀνάμεσα στό «ἀρσενικό καί στό θηλυκό», ἤ ἀνάμεσα στή μητέρα καί τό παιδί, ἐφόσον ὑπάρχει πάντα ὁ Τρίτος, ὁ Ἄλλος, τό Πνεῦμα, τό ὁποῖο «ἐνοχλεῖ» αὐτή τή σχέση καί καλεῖ τά ὑποκείμενα νά μποῦν στό δρόμο τῆς μετουσίωσης. Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τήν μή ὕπαρξη μιᾶς προκαθορισμένης ἁρμονίας ἀνάμε- σα καί μέσα στίς κοινωνικές ὁμάδες, ἤ ἀνάμεσα στά ἄτομα καί στήν κοινωνία.

Ἡ ψυχανάλυση ἔτσι μπορεῖ νά συνεισφέρει τόσο στήν ἀποδόμηση τῶν μορφῶν τῆς θρησκευτικῆς καί τῆς πολιτικῆς παθολογίας, ἀτομικά καί συλλογικά, ἐπέκεινα κάθε μυστικισμοῦ, ἰδεαλισμοῦ καί θετικισμοῦ, ὅσο καί στήν καλύτερη κατα- νόηση τῆς ἐγγενοῦς χριστιανικῆς ἀνθρω- πολογίας. Ὅμως γιά νά τό ἐπιτύχει αὐτό ὀφείλει νά μήν γίνεται ἡ ἴδια ἐργαλεῖο θρησκευτικῆς καί πολιτικῆς κυριαρχίας καί ἐκλογίκευσης. Ἡ ψυχανάλυση τοῦ Σ. Φρόϋντ καί τοῦ Ζ. Λακάν ἀποτελεῖ ἔτσι μέχρι σήμερα (πέρα ἀπό τίς προβληματικές ἑρμηνεῖες πολλῶν ἐχθρῶν καί φίλων γι’ αὐτήν), παράλληλα μέ τήν ἀφομοίωση τῆς ὑπαρξιακῆς φιλοσοφίας τοῦ Kier- kegaard, μία κριτική προσπάθεια ἀντιμε- τώπισης τῆς ὑπαρξιακῆς κρίσης τοῦ ὑπο κειμένου37.
 

7. Ἡ ὑπαρξιακή κατανόηση τοῦ ἀνθρώπου στήν προτεσταντική θεολογία τοῦ 20οῦ αἰώνα καί στή συνέχεια στήν καθολική θεολογία τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου, ξεκινᾶ ἀπό τήν ἀξιοσύνη τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου, ὡς τή συνέπεια τοῦ ὅτι εἶναι ἕνα δημιούργημα κατ’ εἰκόνα καί ὁμοίωση τοῦ Δημιουργοῦ38. Ὁ Θεός ἔχει ἀναλάβει ἀπό ἀγάπη (καθαρή ἐκδήλωση χάρης/δωρεᾶς) τήν εὐθύνη γιά τόν κόσμο πού δημι- ούργησε «ἄνευ ἄλλου αἰτίου», «ἐκ τοῦ μηδενός». Δέν εἶναι ὡστόσο ὑπεύθυνος γιά τό κακό μέσα στόν κόσμο, ἀλλά συμπα- ραστέκεται σ’ αὐτόν.
Ὅμως ὁ κάθε ἄνθρωπος ἁμαρτάνει καί ἀρνεῖται αὐτή τήν θεϊκή χάρη καί ἐκλογή, θέλοντας νά γίνει ἕνας θεός ὁ ἴδιος. Ἀλλά ἡ ἀξιοσύνη τοῦ προσώπου μπορεῖ νά ἀνανεωθεῖ μέσα ἀπό τήν πίστη στόν Σταυρω θέντα καί Ἀναστάντα Χριστό. Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἐνσαρκωθείς στόν Χριστό, συ- νοδεύει στούς δρόμους τους τά δημιουρ γήματα, σταυρωθείς ὑποφέρει τά πάθη τους καί συμφιλιώνεται μέ τούς ἁμαρτή- σαντες, τούς ὁποίους ἔχει καλέσει νά μετανοήσουν.
Τό ἄνοιγμα στήν ὑποδοχή τῆς χάρης ἀπό τό ὑποκείμενο συντελεῖται μόνον τότε, ὅταν πραγματοποιηθεῖ μέσα ἀπό τήν γνήσια, ἐπανειλημμένη ἐμπειρία τῆς ἐλλειμματικότητάς του, ἡ ἀπόλυτη ἀναγΤό Βασίλειο τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι «ἐκ τοῦ κόσμου τούτου», ὅμως οἱ χριστιανοί καλοῦνται νά δροῦν μέσα στόν κόσμο: ὀφείλουν νά ἀποφεύγουν τούς πειρασμούς τοῦ γνωστικισμοῦ, τοῦ ἡσυχασμοῦ, τῆς ἐνδοστρεφοῦς ἐσωτερι κότητας, τοῦ νομικισμοῦ, τοῦ ἀποκαλυπτικοῦ, βίαιου ἀκτιβισμοῦ.

Αὐτό σημαίνει τήν πνευματική ἀπεξάρτησή του ἀπό κάθε ἄλλο βοήθημα κοινωνικοῦ ἤ θρησκευτικοῦ τύπου, τό ὁποῖο θά τοῦ ἀπέκρυπτε τήν σοβαρότητα καί τήν τόλμη τοῦ διαβήματός του. Ἡ ἀναγνώριση τῆς ἐλλειμματικότητας ἀποτελεῖ τό ὑπόβαθρο τῆς πίστης, τῆς ἀγάπης καί τῆς ὑπαρξιακῆς ἐλπίδας. Τό ἐπανειλημμένο πέρασμα στήν διαλεκτική κίνηση τῆς χρ στιανικῆς ζωῆς εἶναι «ἕνας θάνατος καί μία ἀνάσταση», ἡ αὐθεντική συμμετοχή στόν Χριστό39.

Ὁ χριστιανός ἄνθρωπος ἐγκαθίσταται τότε ἀπό τόν Θεό ὡς ὁ ἀντιπρόσωπός του (βλ. Pannenberg), ἐπωμιζόμενος ἀτο- μικά καί συλλογικά τήν ὑπευθυνότητά του ἀπέναντι στόν κόσμο καί στήν ἱστορία. Καλεῖται ἔτσι ἀπό τόν ἀπόλυτο Ἄλλο νά λογοδοτήσει (Verantwortung, Respon- sibility) (βλ. Jonas, Levinas) ἀπέναντί του στό ἐρχόμενο μέλλον γιά τίς πράξεις του40. Ἡ ὑπαρξιακή κατανόηση ὑπερβαίνει μιά μυστικιστική ἤ μεταφυσική ἄποψη γιά τόν ἄνθρωπο: ἡ γλωσσική σχέση διαλόγου /ἀντιλόγου τοῦ ὑποκειμένου μέ τόν Ἄλλο (τόν Πλησίον καί τόν Θεό), τοῦ προσφέ- ρει συγχρόνως καί τό πλαίσιο γιά τήν δη- μιουργική πράξη του. Ἐδῶ πρόκειται γιά μία μή ἑγελιανή διαλεκτική,ἡ ὁποία συμπεριλαμβάνει καί τό πνεῦμα οἰκουμενισμοῦ ἀνάμεσα στίς ἐκκλησίες στόν 21ο αἰώνα41.
Ἡ ἀνθρώπινη ἀπόφαση γιά τήν ἀποδοχή τῆς ὑπευθυνότητας ἀπέναντι στόν κόσμο σημαίνει συγχρόνως ὅτι ὁ ἄνθρωπος ξεκινᾶ ἀπό τήν ἀναζήτηση τοῦ ἑαυτοῦ του πρῶτα καί μπορεῖ νά καταλήξει στή συνέχεια νά ἀνακαλύψει τόν Θεό. Ἡ κυριαρχία ἐπάνω στή φύση δέν σημαίνει δέ μία ἁπλή ἐργαλειακή σχέση ἐκμετάλλευ- σης καί καταστροφῆς της, ἀλλά τήν καλ- λιέργεια καί τήν διατήρηση τῆς αἰσθητικῆς καί ἠθικῆς της διάστασης, ὡς μιᾶς προ- ϋπόθεσης τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς ἀλήθειας τῆς γνώσης του γιά τήν δημιουργία42.

Ἡ Θεία Πρόνοια (τήν ὁποία ὁ Kier- kegaard ἀντιπαραθέτει στήν παγανιστική μοίρα) ἀφορᾶ τόσο τά ἄτομα ὅσο καί τήν ὁλότητα τῆς ἀνθρωπότητας μέσα στήν ἱστορία, ἀλλά πρέπει νά ἀποφεύγονται οἱ παράλογες καί μαγικές ἑρμηνεῖες της43. Ὁ στόχος της εἶναι ἡ τελείωση τοῦ ἔργου τῆς συμφιλίωσης τῶν ἀνθρώπων μέ τόν Θεό, μέσω τῆς Προόδου στήν Πνευματικότη- τα (στήν πίστη, στήν γνώση καί στήν πράξη), καί μέσω τῆς προετοιμασίας τῆς Ἔλευσης τοῦ Βασιλείου τοῦ Θεοῦ44. Ἀλλά κανένας ὀρθός προγραμματισμός τῶν ἀνθρώπων δέν πρέπει νά λησμονεῖ αὐτό τό στόχο, καί νά γίνεται ἕνας αὐτοσκοπός μέσα στήν ἐμμένεια τοῦ κόσμου (δίχως νά ἐγκλωβίζονται τά ὑποκείμενα σέ φαντασιώσεις ἀποκαλυπτικῆς βίας καί εἰκοτολογίας).

Ὁ Θεός προσφέρει τό πλαίσιο τῆς Δημιουργίας στόν ἄνθρωπο καί τόν καλεῖ νά δημιουργήσει μέσα σ’ αὐτό, ἀγωνιζόμενος γιά τήν Δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ μέ τά πεπερασμένα μέσα του. Ἐδῶ ἰσχύει ἡ ἐσχατο- λογική ἐπιφύλαξη: ἡ ἀτομική καί συλλογική πράξη τῶν ἀνθρώπων ὀφείλει ν’ ἀποφεύ- γει τόσο τήν ἡσυχαστική ἀδράνεια καί πα- θητικότητα ὅσο καί τόν ἀνυπόμονο, βίαιο ἀκτιβισμό ἐνάντια στό κακό μέσα στήν ἱστορία45. Γιά ὅ,τι κάνουν οἱ ἄνθρωποι φέ- ρουν ἐξ ὁλοκλήρου οἱ ἴδιοι τήν εὐθύνη, δέν μποροῦν νά ἰσχυρίζονται ὅτι εἶναι φε- ρέφωνα τοῦ Θεοῦ. Δέν μποροῦν νά ἐκβιά- σουν τήν Ἔλευση τοῦ Βασιλείου, οὔτε νά καταργήσουν τήν ἄπειρη ἀπόσταση ἀπό τήν Ὑπερβατικότητα τοῦ Θεοῦ.
 

8. Ἡ νεωτερικότητα συνεπάγεται ἐξ ἀρχῆς τήν ὕπαρξη μιᾶς ἐκκοσμικευμένης καθώς καί μιᾶς χριστιανικῆς μορφῆς τῆς ἐσχατολογίας, οἱ ὁποῖες ὅμως ἔχουν τήν δική τους λογική ἡ καθεμία. Ἡ καθολικό- τητα τῆς ἐλευθερίας, τῆς δικαιοσύνης, τῆς ἀδελφοσύνης καί τῆς εἰρήνης, τοῦ ὀρθοῦ Λόγου καί τῆς προόδου ἔχουν διπλή ρίζα. Ἀπό τήν ἄλλη ἡ νεωτερικότητα χαρακτη- ρίζεται ἀπό ἕνα δίλημμα: ἡ πραγματοποίηση τῆς καθολικότητας τῶν ἀνωτέρω στόχων ἐμποδίζεται ἀπό τήν ἀδυναμία συγκερασμοῦ ἀνάμεσά τους. Αὐτό γιατί ἡ ἰδιαιτερότητα τῶν ἐπιμέρους συμφερόντων ἀντιφάσκει μέ τήν καθολικότητα τῶν ἀξιῶν46. (Πρόκειται γιά μία μή ἑγελιανή διαλεκτική.) Περίοδοι ἀνάτασης καί ἀνανέωσης διαδέχθηκαν περιόδους στα- σιμότητας στό οἰκονομικό, πολιτικό, πολιτισμικό καί ὑπαρξιακό ἐπίπεδο, καί ἀντίστροφα.

Ἡ κυριαρχία τῆς «μετανεωτερικότητας», μαζί μέ τήν ἐπικράτηση τοῦ νεοφιλελευ- θερισμοῦ καί τῆς ἐμφάνισης τῆς Κίνας καί τῆς Ἰνδίας στήν παγκόσμια σκηνή, στίς δε- καετίες μετά τό 1980, ὁδήγησαν στόν 21ο αἰώνα στήν ριζικοποίηση καί στήν ἐμβά- θυνση τῆς κρίσης (κάτι πού εἶχε συμβεῖ πάλι στήν μεσοπολεμική περίοδο 1917-1939). Οἱ ἰδεολογίες τοῦ δημοκρατικοῦ πολιτικοῦ φάσματος, καθώς καί οἱ ὑπαρ- κτοί δημοκρατικοί θεσμοί στίς ἀναπτυγμένες χῶρες ἀδυνατοῦν νά βροῦν καί νά ἐφαρμόσουν πειστικές λύσεις στά κοινωνικά καί στά ψυχικά προβλήματα τῶν πο- λιτῶν, πού πληθαίνουν. Ἀπό τήν ἄλλη παγ- κοσμίως οἱ κοινωνικοοικονομικές καί πο- λιτισμικές πολώσεις καί οἱ ξεριζωμοί δυναμώνουν.

Ὅμως, ὅπως κάθε περίοδος κρίσης τοῦ χριστιανισμοῦ, ἔτσι καί κάθε κρίση τοῦ (καντιανοῦ) διαφωτισμοῦ ἐνέχουν τόν κίνδυνο μιᾶς πολιτισμικῆς παλινδρόμησης καί καταστροφῆς: σήμερα βλέπουμε τήν ἐπάνοδο βίαιων μορφῶν ἐθνικισμοῦ καί ρατσισμοῦ καθώς καί ξεπερασμένων, ἀρχαϊκῶν μορφῶν θρησκευτικότητας. Ἀλλά ἔτσι ἐπανέρχονται στό προσκήνιο ξεπερασμένες καί πρωτόγονες μορφές (πολιτικῆς, θρησκευτικῆς, ἐγκληματικῆς) βίας, καθώς καί ἀριστεροί καί δεξιοί ἐξτρεμισμοί: τό φάντασμα τῆς ἀναρχίας, τῆς τρομοκρατίας καί τοῦ νεοφιλελεύθερου σοσιαλδαρβινισμοῦ ἐπανέρχεται γενικευμένο47.

Οἱ ἐξτρεμισμοί ἀποτελοῦν ἐδῶ γνωστικιστικές καί ἀποκαλυπτικές μορφές πολιτικοῦ μεσσιανισμοῦ. Ἡ Δημοκρατία ἔτσι κινδυνεύει νά αὐτοαναιρεθεῖ, ἐφόσον ἐκτρέφει καί ἀνέχεται τίς δυνάμεις πού τήν ὑπονομεύουν (ὑποβάθμιση καί ἀπάρ- νηση τοῦ Συμβολικοῦ καί τοῦ Νόμου, ἀσυ- δοσία κεντρόφυγων, ἐχθρικῶν ὁμάδων συμφερόντων πάσης φύσης), ἐνῶ ἡ πίστη στίς ἀξίες τοῦ δημοκρατικοῦ κράτους δι- καίου ἔχει συρρικνωθεῖ48.
Στό σημεῖο αὐτό ὁ ὑπαρκτός χριστιανισμός ὀφείλει παγκοσμίως νά σταθεῖ στό ὕψος τῶν περιστάσεων, ὅμως βρίσκεται σέ μιά περίοδο ἀνημπόριας καί στασιμότητας. Τό πνεῦμα τῆς χριστιανικῆς ἐσχατολογίας ἔχει ἐξασθενήσει, ἐνῶ οἱ ἐκκλησίες ἔχουν περιχαρακωθεῖ καί ἐπαναπαυ θεῖ στά θεσμικά κεκτημένα τους. Ὁ χριστιανισμός (ὅλων τῶν ἐκκλησιῶν) ὡστόσο χαρακτηριζόταν ἀνέκαθεν ἀπό ἕνα δίλημμα: τό μήνυμά του εἶναι ἐπαναστατικό, ὅμως δέν ταυτίζεται μέ τούς ἐγκόσμιους πολιτικούς μεσσιανισμούς49.

Τό Βασίλειο τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι «ἐκ τοῦ κόσμου τούτου», ὅμως οἱ χριστιανοί καλοῦνται νά δροῦν μέσα στόν κόσμο: ὀφεί- λουν νά ἀποφεύγουν τούς πειρασμούς τοῦ γνωστικισμοῦ, τοῦ ἡσυχασμοῦ, τῆς ἐνδοστρεφοῦς ἐσωτερικότητας, τοῦ νο- μικισμοῦ, τοῦ ἀποκαλυπτικοῦ, βίαιου ἀκτι- βισμοῦ. Ὀφείλουν ἐπίσης νά διδάσκονται καί ἀπό τήν ἰουδαϊκή ἐσχατολογική παρά- δοση, ἡ ὁποία δέν ἀπορρίπτει τήν δράση γιά τήν δικαιοσύνη μέσα στά ἐγκόσμια. Ἡ ἐμπειρία τῆς διαλεκτικῆς Νόμου καί Χάρης ἀπαιτεῖται ἀπό κάθε χριστιανό, ἐφόσον ἡ ἐμπειρία τοῦ Νόμου γιά τήν ἐγκό σμια ζωή παραμένει ἡ πάντα παροῦσα προϋπόθεση γιά τήν ἐμπειρία ὑποδοχῆς τῆς Χάρης50.
Ὡστόσο οἱ χριστιανοί ταλαντεύονταν πάντα ἀνάμεσα σέ μία στάση συνεργασίας μέ τήν κοσμική ἐξουσία, καθώς καί τῆς ἰδεολογικῆς νομιμοποίησής της ἀπό τή μία, καί σέ μία ἀπορριπτική στάση ἀπέναντί της ἀπό τήν ἄλλη. Ὡστόσο τό δίλημμα εἶναι ψευδές, γιατί τό αἴτημα τῆς ἀλλαγῆς τῶν ἐγκοσμίων καί τῆς ριζικῆς, μή βίαιης μεταρρύθμισής τους δέν ἐγκλωβίζεται μέσα σ’ αὐτό, ἐφόσον ὑπῆρξαν καί διαφορετικές ἐμπειρίες στό παρελθόν.

Ἡ κατάσταση παρακμῆς καί κρίσης στίς ἀρχές τοῦ 21ου αἰώνα μᾶς παραπέμπει στήν παρόμοια κατάσταση τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας πρίν 2.000 χρόνια. Τότε ἕνας «μαχόμενος» χριστιανισμός μπόρεσε νά νικήσει τόσο τόν γνωστικισμό ὅσο καί τόν παγανισμό, καί ἔγινε ὁ κληρονό- μος τῶν θετικῶν στοιχείων τῆς ἀρχαιότη- τας καί ὁ ἐμπνευστής ἑνός νέου εὐρωπαϊ- κοῦ πολιτισμοῦ, καθώς καί τῆς νεωτερικότητας. Σήμερα καλεῖται καί πάλι νά συνει- δητοποιήσει τή θέση του σέ παγκόσμια κλίμακα, νά ἀναγνωρίσει τόν πλουραλισμό τῶν πολιτισμῶν καί τῆς θετικῆς προ- σφορᾶς τῆς νεωτερικότητας, καί νά βοη- θήσει μέσα ἀπό ἕνα οἰκουμενικό πνεῦμα στήν ἀναβίωση τῶν ἀξιῶν τοῦ πολιτισμοῦ καί στήν ἀναγέννηση τῆς ἀληθινῆς ἀξιο- σύνης τοῦ ὑποκειμένου. Ἀλλά γι’ αὐτό θά πρέπει νά ἔχει μιά κριτική φωνή καί νά μήν λειτουργεῖ ὡς ἰδεολογία καί ὡς πολιτική θρησκεία51.

Ὁ Θάνος Λίποβατς ἀπό τό 1962 ἀκολούθησε σπουδές φυσικῆς ἐπιστήμης στό Τεχνικό Πανεπιστήμιο τοῦ Δυτικοῦ Βερολίνου. Στή συνέχεια (1968-1973) ἀκολούθησε σπουδές Κοινωνιολογίας, Οἰκονομίας καί Φιλοσοφίας στό Ἐλεύθερο Πανεπιστήμιο τοῦ Βερολίνου καί τό 1973 πῆρε τό δίπλωμα Κοινωνιολογίας. Τήν περίοδο 1973-1978 ἦταν ἐπιστημονικός βοηθός (διδάσκων) στό Ἰνστιτοῦτο Κοινωνιολογίας τοῦ ἴδιου Πανεπιστημίου καί παράλληλα ἀκολούθησε μεταπτυχιακές σπουδές Ψυχολογίας.

Τό 1978-1982 ἦταν ἐρευνητής σέ προγράμματα κοινωνιολογικῆς ἔρευνας στό Παρίσι καί τό 1979-1981 ἐπιστημονικός βοηθός στό τμῆμα Ψυχανάλυσης στό Πανεπιστήμιο VIII (Vin- cennes-Saint Dennis) τοῦ Παρισιοῦ. Τό 1981 ὑποστήριξε διδακτορική διατριβή στό τμῆμα Φιλοσοφίας καί Κοινωνιολογίας τοῦ Ἐλεύθε- ρου Πανεπιστημίου τοῦ Βερολίνου (Dr. Phil). Τό 1982-1987 δίδαξε ὡς ἐπισκέπτης καθηγη- τής στό τμῆμα Κοινωνιολογίας τοῦ Πανεπι- στημίου τοῦ Ὀλντενμπούρκ. Τό 1986 ὑποστήριξε ὑφηγεσία στό τμῆμα Φιλοσοφίας καί Κοινωνιολογίας τοῦ Ἐλεύθερου Πανεπιστημίου τοῦ Βερολίνου. Τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1987 ἐκλέχτηκε ἀναπληρωτής καθηγητής στήν ἕδρα Πο- λιτικῆς Ψυχολογίας τοῦ Παντείου Πανεπιστημίου καί ἀπό τό 1991 μέχρι τό 2010 ὑπῆρξε τα- κτικός καθηγητής. Ἔχει δημοσιεύσει βιβλία καί πολλά ἄρθρα σέ διάφορες γλῶσσες.


Διαλεκτική τοῦ χριστιανισμοῦ καί τῆς Νεωτερικότητας

Toῦ Θάνου Λίποβατς

Οι δοκιμασίες των Μάγων


Μέσα στα πρόσωπα που πλαισιώνουν το εκπληκτικό γεγονός της ενανθρωπήσεως του δευτέρου Προσώπου της Αγίας Τριάδος, και τα οποία έρχονται νοερά εμπρός μας κάθε Χριστούγεννα, περιλαμβάνονται και οι Μάγοι.
Από τα δώρα που προσέφεραν στον Χριστό «χρυσόν καί λίβανον και σμύρναν»  (Ματθ. β΄ 11) συμπεραίνουμε ότι ήταν τρεις.
Τι ήταν οι Μάγοι; Δεν είχαν βέβαια καμιά σχέση με τους ανθρώπους εκείνους, που ενεργούν με την επενέργεια του Σατανά και είναι όργανα της λευκής ή της μαύρης μαγείας. Οι Μάγοι, για τους οποίους ακούμε στις ευαγγελικές περικοπές των Χριστουγέννων, ήσαν επιστήμονες της εποχής εκείνης, που μελετούσαν τις κινήσεις των άστρων.
Ζούσαν στην Ανατολή, στην Περσία,  Μεσοποταμία κλπ. Γνώριζαν τις αρχαίες παραδόσεις των λαών τους και περίμεναν και αυτοί, μέσα στη γενική προσδοκία των Εθνών, τον Λυτρωτή του κόσμου. Και με την εμφάνιση ενός εκτάκτου άστρου τους φανέρωσε ο Θεός τη γέννηση του Κοσμοπόθητου Λυτρωτού.
Ως προς τη φύση αυτού του άστρου υπάρχουν πολλές εκδοχές. Ο αείμνηστος καθηγητής Π. Ν. Τρεμπέλας σημειώνει στο Υπόμνημά του στο «Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον»  ότι «ο περί ου ο λόγος αστήρ ήν εν αρχή αληθινός αστήρ, ότε δηλαδή εφάνη άμα του Σωτήρος γεννηθέντος. Άμα δε εξελθόντες των Ιεροσολύμων είδον πάλιν τον αστέρα ον εωράκεισαν εν τη πατρίδι αυτών, αλλ’  ουχί πλέον τον αληθή εκείνον, αλλ’ υπερφυσικόν αυτού αντίτυπον».
Το ότι κινούταν το άστρο αυτό όταν κινούνταν και οι Μάγοι και σταματούσε όταν αναπαύονταν είναι δείγμα ότι δεν ήταν απλώς ένα φυσικό άστρο, αλλ’, όπως λέει ο ιερός Χρυσόστομος, «δύναμις αόρατος» και «λογικωτάτη»  (PG 57, 64).
Μόλις είδαν το άστρο στην Ανατολή οι Μάγοι, πήραν την απόφαση με την έμπνευση του Θεού, «του την ψυχήν αυτών κινήσαντος», σημειώνει πάλι ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, (PG 57, 67) και ξεκίνησαν για να προσκυνήσουν τον νεογέννητο βασιλιά. Δεν πήγαιναν να προσκυνήσουν κάποιον συνηθισμένο βασιλιά. Ποια ωφέλεια άλλωστε θα είχαν από κάποιον βασιλιά μιας τόσο μακρινής χώρας; Πήγαιναν να προσκυνήσουν τον βασιλιά των Ιουδαίων, που θα ήταν ο Λυτρωτής του κόσμου. Αυτό πίστευαν μέσα τους. Και γι’ αυτό ξεκίνησαν τη δύσκολη πορεία τους σε δύσβατους τόπους με ενδεχόμενες επιθέσεις ληστών. Η πορεία διήρκεσε περισσότερο από ένα χρόνο και έχαναν πολλές φορές το άστρο και δοκιμαζόταν η πίστη τους. Ήταν φυσικό να περνούν διάφοροι λογισμοί μέσα τους. Όμως ο Θεός, που τους παρακίνησε να ξεκινήσουν για να έλθουν και να προσκυνήσουν τον Λυτρωτή του κόσμου, διέλυε μέσα τους κάθε λογισμό απαισιοδοξίας.
Όταν έφθασαν στα Ιεροσόλυμα τους περίμενε μεγάλη δοκιμασία. Ψυχρότητα και αδιαφορία παντού. Κανείς δεν μιλούσε για τον νεογέννητο βασιλιά. Όμως αυτοί ήταν βέβαια ότι γεννήθηκε. Δεν σκέφθηκαν «κάναμε λάθος στους υπολογισμούς μας και άδικα κοπιάσαμε και ήλθαμε έως εδώ». Αυτοί ρωτούσαν να μάθουν το πού γεννήθηκε. Είχαν εσωτερική πληροφορία και βεβαιότητα ότι γεννήθηκε ο «ιδεώδης» βασιλεύς. Δεν αμφέβαλαν καθόλου. Το μόνο που ήθελαν να μάθουν ήταν ο τόπος της γεννήσεώς του.
Από τις πολλές ερωτήσεις τους έγινε γνωστή η άφιξή τους και στον Ηρώδη. Και όταν έμαθαν από τον πονηρό Ηρώδη ότι ο τόπος της γεννήσεως του βασιλέως, τον οποίον ζητούσαν, ήταν η Βηθλεέμ, πήραν αμέσως με χαρά το δρόμο για τη Βηθλεέμ. Και η χαρά τους πολλαπλασιάστηκε, διότι φάνηκε εμπρός τους, οδηγός τους, το άστρο που είδαν στην Ανατολή.
Εδώ φάνηκε καθαρά ο υπερφυσικός χαρακτήρας του άστρου αυτού, διότι κινούταν από τα Ιεροσόλυμα, που βρίσκονται στο βορρά, προς τη Βηθλεέμ, που βρίσκεται στο νότο, ενώ τα άστρα κινούνται από την ανατολή προς τη δύση. Επί πλέον το άστρο αυτό, όπως γράφει ο Ευαγγελιστής Ματθαίος, ήλθε και «έστη επάνω ου ήν το παιδίον» (Ματθ. β΄ 9). Χαμήλωσε από το ύψος του ουρανού και στάθηκε επάνω από το σπίτι όπου βρισκόταν το θείο Βρέφος. Έδειχνε στους Μάγους πού ακριβώς ήταν Αυτός για τον Οποίο είχαν κάνει την κοπιαστική πορεία τους.
Όταν όμως εισήλθαν στην οικία οι Μάγοι, νέα δοκιμασία πίστεως τους ανέμενε. Δεν αντίκρισαν τίποτε αρχοντικό και βασιλικό. Όλα ήταν φτωχικά. Και η Μητέρα του Βρέφους μια απλή Ιουδαία. Καμιά βασιλική συνοδεία. Ο ιερός Χρυσόστομος ρωτά με τον τρόπο του: «Τι το πείσαν αυτούς προσκυνήσαι; Ούτε γαρ η Παρθένος επίσημος ήν, ούτε η οικία περιφανής, ούτε άλλο τι των ορωμένων ικανόν εκπλήξαι… Τι ουν το πείσαν αυτούς;». Τι τους έπεισε ότι αυτό το φτωχό Βρέφος ήταν ο Κοσμοπόθητος Λυτρωτής; Τι τους εμπόδισε να σκεφθούν «μήπως κάναμε λάθος;» και τους βοήθησε να υπερβούν τους τυχόν λογισμούς της αμφιβολίας; Και απαντά ο ίδιος ιερός Πατήρ: «Ο τε αστήρ και η παρά του Θεού γενομένη τη διανοία αυτών έλλαμψις»  (PG 57, 83). Η κίνηση δηλαδή του θαυμαστού αυτού άστρου και η φώτιση του Θεού διέλυσαν μέσα τους και την παραμικρή αμφιβολία και τους γέμισαν με απόλυτη βεβαιότητα ότι το Βρέφος που έβλεπαν εμπρός τους ήταν «ο ήλιος της δικαιοσύνης», ο αναμενόμενος Βασιλιάς και Λυτρωτής του κόσμου. Και έπεσαν αμέσως ενώπιόν Του με ευλάβεια και Τον προσκύνησαν και Του πρόσφεραν τα δώρα τους.
Και έγιναν έτσι οι τρεις εκείνοι Μάγοι η αρχή όλων των πρώην ειδωλολατρών και των επιστημόνων κατόπιν που πίστευσαν και πιστεύουν και λατρεύουν τον Ιησού Χριστό, αλλά και όλων εκείνων οι οποίοι με τη Χάρη του Θεού υπερβαίνουν κάθε δοκιμασία της πίστεως και δίνουν την καρδιά τους σ’ Εκείνον.

Ένας τηλεφωνικός θάλαμος φωνάζει…


Προχωροῦσαν στό δρόμο καί καθώς σήκωσαν τό βλέμμα τους ἔπεσε σ’ ἕνα παράδοξο θέαμα. Μπροστά τους, στό κέντρο τῆς Ἀθήνας, ἕνας τηλεφωνικός θάλαμος φωνάζει, ὁμολογεῖ καί διατυμπανίζει τό βίωμα κάποιου.
«Ἡ πίστη μας ἔχει προφητεῖες, λείψανα ἁγίων καί θαύματα ἁγίων. Δέν εἶναι παραμύθια».
Τή θαύμασαν αὐτή τή μεγάλη ἀλήθεια πού φανερωνόταν μπροστά τους, καί ἔπειτα σκέψεις προσωπικές καί ἀθόρυβες κυρίευσαν τό νοῦ τους.
Ἀλήθεια…
-Ὑπάρχει Θεός;
-Δέν τόν βλέπω. Μπορῶ νά τόν πιστεύω;
-Θεός. Εἶναι τελικά τό ὄπιο τοῦ λαοῦ;
-Παλαιολιθική λέξη!
-Ἀκόμα στό Μεσαίωνα ζοῦμε;
«Ἡ πίστη μας ἔχει προφητεῖες, λείψανα ἁγίων καί θαύματα ἁγίων. Δέν εἶναι παραμύθια».
Τούς ἦρθε ξανά στό νοῦ τό graffiti τοῦ τηλεφωνικοῦ θαλάμου.
Μήπως αὐτή ἡ ἀπάντηση μᾶλλον εἶναι ἡ πιό κατατοπιστική καί ἡ πιό σαφής στά παραπάνω δυσεπίλυτα καί συχνά ἐρωτήματα;; Καί δέν προέρχεται ἀπό πνευματικά βιβλία, κηρύγματα, γνῶμες ἁγίων ἤ κάποιων πνευματικῶν πατέρων. Εἶναι μία πρόταση γραμμένη μέ μαρκαδόρο σέ… ἕνα τηλεφωνικό θάλαμο, στό κέντρο τῆς Ἀθήνας!
Ἡ πίστη μας εἶναι ζωντανή, εἶναι βαθιά ἕνωση μέ τόν Θεό, εἶναι βίωμα ψυχῶν, πού τό ζοῦν καθημερινά καί δέ διστάζουν νά τό διακηρύττουν δημόσια. Δέν εἶναι ἐξωτερική κατάσταση, δέν εἶναι ἀποτέλεσμα καταναγκασμοῦ καί πιέσεων. Εἶναι ἡ ἐλεύθερη βούληση, πού ὁδηγεῖ στήν ἐλεύθερη καί ἀβίαστη ὁμολογία.
Ἡ πίστη δέν εἶναι θεωρίες, ὑποθέσεις καί φιλοσοφίες. Εἶναι ἁπτή, χειροπιαστή πραγματικότητα, πού ἐμπεριέχεται καί ἐπιβεβαιώνεται ἀπό τίς προφητεῖες, τά λείψανα καί τά θαύματα τῶν Ἁγίων.
Ἀλήθεια, μπορεῖς νά πεῖς παραμύθι τίς προφητεῖες πού βλέπεις καθημερινά νά ἐπιβεβαιώνονται στίς μέρες μας; Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός τό φώναζε: «θἀρθῇ καιρός πού ὁ διάβολος θά μπῇ σ᾽ ὅλα τά νοικοκυριά καί τά κέρατά του θά εἶναι ἐπάνω στίς στέγες τῶν σπιτιῶν», ἐννοώντας προφανῶς τήν τηλεόραση.
Ἤ μήπως θά ἔχεις τό θάρρος νά διαψεύσεις τήν ὕπαρξη τόσων λειψάνων ἁγίων, πού ὄχι μόνο ὑπάρχουν, ἀλλά συνεχίζουν νά φανερώνονται καί μέχρι σήμερα; Μέσα σέ λιγότερο ἀπό ἕνα χρόνο βρέθηκαν θαυματουργικά, μέ τρόπο καί σέ χρόνο πού κανείς δέν τό περίμενε, τά λείψανα δύο Νεομαρτύρων, τῶν Ἁγίων Κυράννης καί Ἀκυλίνας στά προάστια τῆς Θεσσαλονίκης…
Ὅ,τι καί νά σκεφτοῦν, ἡ περίεργη αὐτή ἐκδήλωση ὁμολογίας τούς αἰχμαλώτιζε. Τά ἐπιχειρήματά τους ἔσπαζαν μπροστά στήν Ἀλήθεια πού ὑποστήριζε τό ρητό.
Ἄς χτυπήσουν· αὐτοί θά ματώσουν. Ἄς φωνάξουν ὅσο θέλουν· αὐτοί θά βραχνιάσουν. Ἄς βρίσουν· αὐτοί θά ἀηδιάσουν. Ἄς πολεμήσουν ὅσο θέλουν· αὐτοί θά βγοῦν χαμένοι. Ἄς προσπαθοῦν νά τήν γκρεμίσουν· αὐτοί τελικά τήν ὑψώνουν.
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ζωντανή 2.000 χρόνια τώρα. Καί θά μείνει ζωντανή στήν αἰωνιότητα! Αὐτή θά κερδίσει.
Ναί! Ἡ πίστη μας ΖΕΙ καί ΘΑ ΖΕΙ στόν αἰώνα τῶν αἰώνων, γιατί εἶναι ἡ Ἀλήθεια καί δέν εἶναι παραμύθια. Γιατί τά θεμέλιά της τά πότισε τό Ἄχραντο Αἷμα Του καί στηρίζεται στά λείψανα τόσων Ἁγίων. Οἱ προφητεῖες της τήν καλύπτουν καί τά θαύματά της τήν ἐπιβεβαιώνουν.
Εἶναι ζώσα τώρα καί πάντοτε!
Μ.Σ.Ν.
φοιτήτριες,

ἀπό τή Νύμφη τοῦ Θερμαϊκοῦ
Απόσπασμα από το Περιοδικό “Η Δράση μας”,
Τεύχος Δεκεμβρίου 2012 

Ἡ ἀργία τῆς Κυριακῆς εἶναι ἐντολή τοῦ Θεοῦ - Μητροπολίτης Πατρών Χρυσόστομος




Ἑορτάσθη στήν Πάτρα ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος
 τοῦ Θαυματουργοῦ μέ κέντρο τόν Ἱερό Ναό 
τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος στήν Λεύκα Πατρῶν, 
ὅπου ἐτελέσθη ἀπό τόν
 ΣεβασμιώτατοΜητροπολίτη Πατρῶν
 κ.κ. Χρυσόστομο, ἡ Θεία Λειτουργία. 
Στό κήρυγμά του ὁ Σεβασμιώτατος ἀνεφέρθη
 καί στό θέμα τῆς Κυριακῆς ἀργίας καί εἶπε 
μεταξύ τῶν ἄλλων:

«Ἡ ἀργία τῆς Κυριακῆς εἶναι ἐντολή τοῦ Θεοῦ. 
Εἶναι ἡμέρα ἀφιερωμένη στό Θεό καί 
σ’ αὐτήν ἀναφέρονται οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι, οἱ Ἅγιοι Πατέρες καί 
διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας, μέ χαρακτηριστική τήν διδαχή τοῦ
 Πατρο-Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, ὁ ὁποῖος στά δύσκολα ἐκεῖνα χρόνια 
τῆς σκλαβιᾶς ἔλεγε στούς Ἕλληνες:

«Ἐκεῖνο τὸ κέρδος ὁποὺ γίνεται τὴν Κυριακὴν εἶνε ἀφωρισμένο
 καὶ κατηραμένο, καὶ βάνετε φωτιὰ καὶ κατάρα εἰς τὸ σπίτι σας 
καὶ ὄχι εὐλογίαν».

Αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἐνέργειες, ἐντάσσονται στήν προσπάθεια ἀποϊεροποιήσεως 
τῆς ζωῆς στήν πατρίδα μας. Ἄς τά γκρεμίσωμε, λοιπόν, ὅλα, συνέχισε 
ὁ Σεβασμιώτατος. Ἄς μή μείνῃ τίποτε ὄρθιο σ’ αὐτό τόν τόπο. 
Ἄς δώσωμε τήν χαρά νά ἱκανοποιηθοῦν ἀκόμα περισσότερο, 
ὅσοι ἠθέλησαν τήν διάλυση τῆς Ἑλληνορθόδοξης Ἑλλάδος. Θά 
πρέπει νά εἶναι κάποιος ἀφελής, ἐάν πιστεύσῃ ὅτι θά λυθῇ τό οἰκονομικό 
πρόβλημα τῆς πατρίδος μας καί θά διευκολυνθοῦν οἱ καταναλωτές,
 ἐάν ἀπελευθερωθῇ ἡ ἀγορά τίς Κυριακές.

Ἀλλά θά ἀντιδράσῃ ὁ ἴδιος ὁ Λαός μέ τήν στάση του ἀπέναντι σέ αὐτές
 τίς τακτικές.

Γεμῖστε τίς Ἐκκλησίες τήν Κυριακή, εἶπε ὁ Σεβασμιώτατος, 
στό πολυπληθές ἐκκλησίασμα.
 Μή μένετε κανείς στό σπίτι σας. Ἀφῆστε στήν ἄκρη ὁποιαδήποτε
 ἐργασία. 
Ἀπολαῦστε τήν κοινωνία τῶν προσώπων καί τήν οἰκογενειακή
 θαλπωρή
 τόσο στή Θεία Λειτουργία, ὅσο καί στό οἰκογενειακό τραπέζι.

Καί ἄν ἐφαρμοσθοῦν αὐτά τά μέτρα, εἴμεθα βέβαιοι, ὅτι οἱ συνειδητοποιημένοι χριστιανοί
 δέν θά ψωνίζουν τήν Κυριακή καί οἱ εὐσεβεῖς καταστηματάρχαι δέν θά ἐργάζονται.

Ἄς ἀπαντήσωμε, λοιπόν, μέ τήν στάση μας. Τό χρωστᾶμε στόν ἑαυτό μας, στήν πατρίδα
 μας, στόν Κύριό μας ἰδιαίτερα.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...