Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τετάρτη, Ιανουαρίου 09, 2013

Ένας Ινδιάνος φύλαρχος στην Ορθοδοξία


Η πορεία ενός Ινδιάνου, φυλάρχου των Mohawk στην αγκαλιά της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μία σύγχρονη ιστορία ορθόδοξης "σαλότητας" μέσα στους ινδιάνικους καταυλισμούς του Καναδά 


πηγή: oode

 του Γιάννη Χατζηνικολάου
Σάββατο βράδυ. Λιγοστά φώτα. Στη ρωσική Μητρόπολη των Αγίων Πέτρου και Παύλου ο εσπερινός μόλις έχει αρχίσει. Οι σκιερές σιλουέτες των λιγοστών πιστών που παρευρίσκονται, παίρνουν όγκο καθώς ανάβουν τα κεριά στα μανουάλια. Το τέμπλο υποβλητικό, φτιαγμένο από έμπειρους τεχνίτες στις αρχές του αιώνα...
Είναι η δεύτερη μου φορά στον Εσπερινό, πάνε χρόνια τώρα... Το «φως ιλαρόν» στα σλαβονικά δημιουργεί μια αίσθηση εσώτερης γαλήνης και ανάπαυσης. Όλα δέονται τούτη την ώρα για την μέρα που φεύγει και για την μέρα που έρχεται. Μετά την τρέλα της μέρας τούτο το ευχαριστιακό καταφύγιο καθησυχάζει τα θηρία του νου...
Μέσα στο ημίφως διακρίνω μερικά προφίλ. Μια γερόντισσα ρωσίδα με το εγγονάκι της, ένα ψηλό ξερακιανό μεσήλικα, μια κοπελίτσα γύρω στα δεκαπέντε, μια νεαρή οικογένεια με τα δυο τους παιδάκια... και ξάφνου το μάτι μου πέφτει κοντά στο μεγάλο παράθυρο. Ακριβώς από κάτω διακρίνω μια μορφή αλλιώτικη από τις άλλες. Ένας πενηντάρης Ινδιάνος με έντονα χαρακτηριστικά και με μαλλιά δεμένα κότσο που φτάναν μέχρι τη μέση. Το βλέμμα μου σταμάτησε πάνω του. Μια περίεργη φιγούρα ασυνήθιστη. Φαντάστηκα πως θα ‘ταν επισκέπτης.
Στο τέλος της ακολουθίας δεν συγκρατήθηκα. Πήγα κοντά του να τον γνωρίσω.
-Γιάννης, του λέω στα αγγλικά. Καλώς ήρθες.
Βλαδίμηρος, μου απαντά.
- Είμαι Έλληνας∙ εσύ; τον  ρωτώ.
Και γω, μου λέει.
Κάπου εκεί τα ‘χασα. Ήταν το μόνο που δεν περίμενα ν’ ακούσω!
- Μιλάς ελληνικά; του λέω.
Σκέφτεται λίγο και μετά μου απαντά.
- «Εν αρχή ην ο Λόγος και ο Λόγος ην προς τον Θεόν και Θεός ην ο Λόγος».
Τελειώνοντας την φράση του ξεκαρδίζεται στα γέλια. Δεν ξέρω τι να πω.
- Είμαι Ινδιάνος, μου λέει κοφτά. Κάπου όμως αισθάνομαι και Ρώσος και Έλληνας και Σέρβος και Ρουμάνος, γιατί... είμαι ορθόδοξος...
Το μάτι του γυάλισε και μαζί και το δικό μου φυλλοκάρδι...
Κάπως έτσι γνωριστήκαμε με τον Βλαδίμηρο. Το πραγματικό του όνομα ήτανFrank Natawe, πριν γίνει ορθόδοξος και βαπτιστεί Βλαδίμηρος. Ήθελα πάρα πολύ να μάθω την ιστορία του, από περιέργεια και ενδιαφέρον συνάμα.
Κάποτε, αρκετά αργότερα, γίναμε φίλοι. Ανταλλάξαμε κουβέντες και περιπάτους πολλούς, κυρίως στο χωριό του το ινδιάνικο. Μου ‘δειξε δρόμους και τρόπους άγνωστους σε μας τους λευκούς. Πάντα απλά και ανεπιτήδευτα. Χωρίς ίχνος έπαρσης. Είχα κοντά του μια έντονη αίσθηση μαθητείας και, όταν την εξομολογιόμουνα σ’ αυτόν, κείνος μου ‘λεγε πως τα ωραία πράγματα είναι αμοιβαία.
Μου ‘χει μείνει αξέχαστο τον πρώτο καιρό όταν παρασυρμένος από νεανικό ενθουσιασμό του ‘κανα δύσκολες ερωτήσεις. Εκείνος ατάραχος μου ‘λεγε:
- Δεν ξέρω∙ θα μου πεις εσύ;
Κι όταν μια φορά βαρέθηκα ν’ ακούω το «δεν ξέρω» τον παρακάλεσα επίμονα να μου πει κάτι, εκείνος με λυπήθηκε και μου ‘πε:
- Ε! αφού επιμένεις θα σου πω, αφού ρωτήσω πρώτα την φίλη μου.
Πετάχθηκε όρθιος και στη συνέχεια ξαπλώθηκε στο χώμα και έβαλε το αυτί του πάνω στη γη.
Τι κάνεις; του λέω.
Ρωτάω τη γης, μου λέει και, πριν καλά καλά συνέλθω από τη σαστιμάρα μου συνέχισε μισο-δισταχτικά:
- Σαν τον Αλιόσα τον Καραμάζωφ.
Από τότε δεν επέμενα ξανά για απαντήσεις. Μάλλον ζούσα μαζί του την έκπληξη της ατάραχης αστραπής που γεννάει βροχούλα και τρέφει  τη γης...
 
Πάει λίγος καιρός που ο Βλαδίμηρος έφυγε από κοντά μας. Το τέλος  του με συγκλόνισε μαζί με την διαθήκη του. Τώρα πια που η αίσθηση της μορφής του αντί να ξεχαστεί παραβγαίνει μπροστά μου συχνά-πυκνά, είπα να καταγράψω στο χαρτί περιστατικά, εικόνες, αναμνήσεις, λόγια και εκφράσεις του, δίνοντας έτσι ένα σκιαγράφημα της παρουσίας του ανάμεσά μας... μπας και ακούσει και το δικό μου τ’ αυτί... την πολύκροτη σιγή της μάνας γης του Βλαδίμηρου κατ’ εμένα Καραμάζωφ...
Γεννήθηκε στον καταυλισμό των Ινδιάνων (Indian reserveCaughnawaga, έξω από το Μόντρεαλ, όπου και έζησε μέχρι την κοίμησή του. Το χωριό έχει σήμερα 5.000 Ινδιάνους. Φτιαγμένο με κυβερνητική δαπάνη, δίπλα στο ποτάμι, στεγάζει το μεγαλύτερο μέρος των Ινδιάνων της περιοχής. Οι Ινδιάνοι, ως οι μόνοι αυτόχθονες της Αμερικής μαζί με τους Εσκιμώους, απολαμβάνουν ιδιαίτερα προνόμια και μεταχείριση, λόγω του ότι παραχώρησαν εκτάσεις από την «μητέρα γη», όπως την αποκαλούν, στους λευκούς αδελφούς τους.
Τα προνόμια αυτά, όπως το να μην χρειάζεσαι διαβατήριο και συγχρόνως να απολαμβάνεις την κρατική μέριμνα, ερμηνεύονται μερικές φορές σαν σκόπιμη προσπάθεια των λευκών να κρατήσουν τους Ινδιάνους αμόρφωτους και τεμπέληδες, πράγμα που συμβαίνει σε μεγάλο βαθμό. Το ποσοστό των αλκοολικών είναι πολύ υψηλό. Ο αγώνας για επιβίωση, ως ομάδας, είναι η καθημερινή τους μέριμνα, μαζί με την διαιώνιση των παραδόσεών τους, για τις οποίες αισθάνονται ιδιαίτερη περηφάνεια. Διοικούνται με έναν ιδιότυπο τρόπο, που ίσως έχει όμως πολλά να διδάξει στις σύγχρονες «πολιτισμένες» πολιτικές και κοινωνικές μας δομές.
Το ανώτερο όργανο είναι η Ομοσπονδία (Confederation) όλων των ινδιάνικων φυλών. Υπάρχει σεβασμός στους αρχηγούς και τους γέροντες (elders) και γερόντισσες κάθε φυλής από γενιά σε γενιά. Η αγάπη και ο σεβασμός του ενός για τον άλλον αποτελεί το θεμέλιο της Ομοσπονδίας.
Στο χωριό Caughnawaga υπάρχουν βασικά τρεις φυλές Ινδιάνων. Η πλειοψηφία όμως είναι Mohawk (Μόχακ). Το χωριό υπάρχει από το 1600 περίπου και αποτελεί το κυριότερο κέντρο της φυλής Mohawk. Παραδοσιακά οι Ινδιάνοι ήταν ψαράδες, κυνηγοί και τεχνίτες ξύλου και δερμάτων. Οι τελευταίες γενιές ασχολούνται περισσότερο με τις σιδηροκατασκευές και τις οικοδομές.
«Το χωριό μας», μου λέει ο Βλαδίμηρος, «μαζί με αρκετούς άλλους ινδιάνικους καταυλισμούς, μεταστράφηκε τον 18ο αιώνα σ’ ένα μεγάλο βαθμό σε ρωμαιοκαθολικό προτεκτοράτο. Στην πραγματικότητα οι καθολικοί μισσιονάριοι επεδίωξαν πάση θυσία την ομαδική μεταστροφή δια της βίας. Όχι με αγάπη αλλά με την θηλειά στο λαιμό. Καταπάτησαν παραδόσεις αιώνων και χρησιμοποίησαν άλλες σαν εφαλτήρια για τα δικά τους σχέδια. Εγώ μέχρι τα 32 μου ακολούθησα την πεπατημένη οδό. Όπως έλεγε η μάνα μου – που ‘ταν η γερόντισσα αρχηγός της φυλής: «Τη μέρα ρωμαιοκαθολικός για τα μάτια του κόσμου και το βράδυ Ινδιάνος για τα μάτια της ψυχής». Τότε όμως στα 32 μου δεν άντεξα τον στενό κλοιό, την θηλειά που φορούσα, και επαναστάτησα με τον δικό μου τρόπο... Έψαξα για χρόνια στις ρίζες μας, έμαθα όλες τις γλώσσες μας, σπούδασα στα πανεπιστήμια των λευκών – που για Ινδιάνο της γενιάς μου ήταν το πιο ασυνήθιστο. Με είχαν για χρόνια περιοδεύοντα λέκτορα συγκριτικής γλωσσολογίας. Πολλές φορές ανέντιμα έπαιρνα την θέση παλιάτσου στα ακαδημαϊκά τους παιχνίδια, μια και γι’ αυτούς ήμουν πουλί σπάνιο, εξωτικό, με άλλα φτερά. Σύγκρινα τις δικές μας λέξεις με τις δικές τους τις γαλλικές και αγγλικές, τα χούγια τα δικά μας με τα δικά τους. Ήταν φορές που ένιωθα πως με κοιτούσαν σαν αρχαιολόγοι που ψαχούλευαν απολιθώματα... Για μένα όμως και μόνο η συνάντηση αυτή, η πολιτισμική, άσχετα με την ανταπόκριση είχε χαρά και λύπη μαζί. Η δική μου επανάσταση βροντούσε γιατί ήταν αθόρυβη σαν του λαγού το πάτημα... Η μάνα μου – ο στύλος του χωριού – ήταν για μένα πηγή σοφίας και πόνου μεγάλου. Ήταν ο ... ινδιάνικος Ζωσιμάς μου...»
(Πήρε βαθιά ανάσα και συνέχισε...)
«Ο δρόμος μου προς την Ορθόδοξη Εκκλησία ήταν «κρυφό μονοπάτι», όπως λέμε στη γλώσσα μας. Κάποτε όμως το δίχτυ της με έπιασε και από τότε πορεύομαι πολύ διακριτικά, κουβαλώντας ένα βαρύ σταυρό. Η αφορμή για μένα ήρθε από την γλωσσολογία. Πάντα ήταν ο τομέας που με εντυπωσίαζε. Παίρνοντας μαθήματα γλωσσολογίας, συγκινήθηκα κάποτε διαβάζοντας τους βίους των αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου, που ονομάζονται Απόστολοι των Σλαύων. Μου προξένησε ιδιαίτερο ενδιαφέρον το κυριλλικό αλφάβητο και η μετέπειτα σλαβονική γλώσσα. Ρώτησα τον καθηγητή μου αν μπορούσα να ακούσω κάπου να μιλάνε σλαβονικά. Μου είπε να επισκεφτώ μία από τις ρωσικές εκκλησίες .Τηλεφώνησα στη μια και απάντησε ο αυτόματος τηλεφωνητής. Τηλεφώνησα στην άλλη και μια συμπαθητική φωνή μου είπε πως κάνουν εσπερινό στις 7 το βράδυ και Λειτουργία την Κυριακή στις 10 π.μ. Ρώτησα αν μπορώ να πάω. Μου απάντησε βεβαίως. Του είπα πως δεν είμαι Ρώσος ούτε Ορθόδοξος. Μου αποκρίθηκε πως η Ορθόδοξη Λειτουργία δεν είναι μόνο για τους Ρώσους ούτε μόνο για τους Ορθοδόξους, αλλά για όλο τον κόσμο. Πήρα λοιπόν το θάρρος να πάω ένα Σάββατο για ν’ ακούσω σλαβονικά και να γνωρίσω τον παπά, που μου μίλησε τόσο όμορφα. Ήταν ένας ιερομόναχος από το Μαυροβούνι. Το όνομά του π. Αντώνιος... Τώρα σχωρέθηκε κι αυτός... Λοιπόν το πρώτο Σάββατο που παρακολούθησα τον ορθόδοξο εσπερινό  στο μητροπολιτικό ναό των αγίων Πέτρου και Παύλου έζησα κάτι το πρωτόγνωρο. Βλέποντας τις εικόνες, ακούγοντας τις μελωδίες, βλέποντας τις μετάνοιες και τα προσκυνήματα, μυρίζοντας το θυμίαμα, ήταν σαν να βρήκα το ‘’κρυφό μονοπάτι’’»...
«Δεν θα το πιστέψεις, αλλά, από τότε κάθε λίγο και λιγάκι βρίσκω παραλληλισμούς ανάμεσα στην παράδοση των Ινδιάνων και στην Ορθόδοξη παράδοση. Κάπου μέσα μου αυτή μου η ανακάλυψη ολοκλήρωνε το ινδιάνικο ήθος μου και κάπου το συμπλήρωνε. Τον πρώτο καιρό πετούσα στα σύννεφα. Στην πρώτη μου λειτουργία ρώτησα αν μπορώ να μείνω μετά από τις ευχές των κατηχουμένων... Μου ‘παν: κάθησε. Κάθησα κι εγώ σαν ινδιάνικος σκύλος! Από τότε πήγαινα συχνά. Στην αρχή τις Κυριακές, μετά και τα Σάββατα, αργότερα και τις καθημερινές, όταν είχε μεγάλες γιορτές. Δεν πέρασε πολύς καιρός κι ένα βράδυ είχανε εξομολόγηση μετά τον εσπερινό. Ήτανε Σαρακοστή. Στο τέλος ζητούσαν συγχώρεση όλοι από τον παπά. Εκείνος τους έβαζε το πετραχήλι και τους σταύρωνε. Πήγα και γω στην ουρά. Μου ‘παν:
- Δεν μπορείς, δεν είσαι Ορθόδοξος. Αυτό είναι μυστήριο.
- Μα μυστήριο είναι όλη μας η ζωή, είπα.
Ξανασκέφτομαι και τους ρωτάω:
- Λοιπόν, και πως μπορώ να γίνω;
- Να μιλήσεις του παπά, μου λένε.
Δεν πέρασε πολύς καιρός και θέλησα να γίνω Ορθόδοξος. Την ημέρα που θα γινόμουνα είχε χιονοθύελλα και δεν μπορούσα να βγω από το χωριό. Αναβλήθηκε για την γιορτή των Εισοδίων της Θεοτόκου. Έτσι κι έγινε... Με ονόμασαν Βλαδίμηρο.
Πολύ πιο ύστερα που ξανασκεφτόμουν την είσοδο στην Ορθόδοξη εκκλησία, ανέσυρα από τις μνήμες μου μια μορφή επιβλητική ενός Σέρβου ιερέα, που όταν ήμουν μικρός είχε επισκεφτεί το χωριό μας. Μου ‘χε κάνει ιδιαίτερη εντύπωση η μορφή και ο τρόπος του. Η μάνα μου θυμάμαι είχε πει:
- Να και ένας που δεν κάνει προπαγάνδα για την αλήθεια του...»
 
Πέρασε καιρός και αποφάσισα και πάλι να τον επισκεφτώ. Αυτή την φορά πήγα μαζί μου δύο φίλους μ’ ένα μικρό αυτοκινητάκι και εφοδιασμένοι με κασετόφωνα και μικρόφωνα κινήσαμε ένα ηλιόλουστο πρωινό για το χωριό του, τοCaughnawaga. Μας σύστησε να ανταμώσουμε στο ραδιοφωνικό σταθμό των Ινδιάνων, μια και αυτός για αρκετά χρόνια εκτελούσα χρέη ραδιοσχολιαστή και μας υποσχέθηκε βόλτες και κουβέντες στα δικά τους λημέρια...
Τον βρήκαμε πράγματι στο ραδιοφωνικό σταθμό του χωριού, με τα ακουστικά στα αυτιά, να διαβάζει σε μία-μία τις ινδιάνικες γλώσσες την πρωινή προσευχή. Μετά στα γαλλικά και τα αγγλικά. Βέβαια οι ακροατές του... δεν έβλεπαν το δικό του σταυροκόπημα.
Τον περιμέναμε με ευλάβεια να τελειώσει... Έβγαλε τα ακουστικά και ήλθε κοντά μας. Ήτανε ομιλητικότερος από άλλες φορές και μάλλον ευδιάθετος...
- Τι θέλετε να σας πω; Ρώτησε καλόκαρδα. Σάματις τι να θέλατε εσείς να μάθετε από μένα;
- Πες μας ό,τι θες, του αποκρίνεται ο Γρηγόρης. Να, ας πούμε για τον λαό σου, τις γιορτές σας, την αποστολή σου...
- Πας πολύ γρήγορα, απάντησε. Ένα – ένα.
- Λοιπόν, ο λαός μου...
Του πήρε καιρό να απαντήσει. Καθόταν σε μια πολυθρόνα και διαπίστωσε πως δεν τον βόλευε... Την παράτησε και κάθησε στο χαγιάτι... να ‘ρθει στο επίπεδό μας...
«Ο λαός μου είναι απλός όπως και το φαΐ του. Ο αρχηγός της φυλής είναι άνδρας, μα τον διαλέγει το συμβούλιο των γυναικών-γεροντισσών της φυλής. Οι τελετές μας όλες οι ομαδικές γίνονται στο ‘’μακρύ σπίτι’’ (long house). Αυτό έχει δύο πόρτες. Από την ανατολική μπαίνουν οι άνδρες, από την δυτική οι γυναίκες. Η κατασκευή του είναι πολύ απλή, όπως άλλωστε και οι περισσότερες τελετές μας. Στους γάμους αναπόσπαστο στοιχείο της τελετής είναι η ευλογία των γερόντων. Στις κηδείες για τις γυναίκες και τους άνδρες όταν τους μεταφέρουν στο μακρύ σπίτι μπαίνουν από την δική τους ο καθένας πόρτα, αλλά πάντα το κεφάλι του νεκρού κοιτάζει προς την ανατολή. Μετά εννιά μέρες έχουμε φαγητό (μακαριά) χωρίς όμως αλάτι...»
Και ξαφνικά πετάχθηκε ορθός, γιατί ο δίσκος που ‘χε βάλει να παίζει για το σταθμό είχε κολλήσει. Έβαλε κάτι άλλο, έκανε μια ανακοίνωση και ξαναγύρισε κοντά μας...
«Τι λέγαμε... Α! Για τις τελετές. Θα σας δείξω πριν βραδυάσει το μακρύ σπίτι... Τώρα για τις γιορτές μας. Όλος ο χρόνος είναι γιορτή... (ξεκαρδίστηκε στα γέλια). Έχουμε το μεσοχείμωνα (4 μέρες γιορτή), την γιορτή του χιονιού, της πρωτανθιάς, του πρώτου καρπού – που ‘ναι το βάτο, τη γιορτή της άφθονης καρπιάς (των ευχαριστιών), την γιορτή του αλωνιού (4 μέρες), την γιορτή του περισσεύματος, της βροχής και του σποριά, και ο κύκλος ξαναρχίζει. Κάτι σαν εκκλησιαστικό ημερολόγιο της γης μας της ιερής...»
Πήρε πάλι βαθιά ανάσα και συνέχισε:
«Δεν λέμε πολλά, ούτε τρώμε πολύ, δεν θυμώνουμε πολύ, αγαπούμε αυτό που μας δόθηκε και συνέχεια ευχαριστούμε για τον καρπό...»
- Έχεις μήπως ταμπάκο; με ρώτησε.
Όχι, του λέω.
- Εμείς, ξέρεις, το ταμπάκο το μασάμε, το τρώμε δηλαδή, δεν το καπνίζουμε. Όταν το καπνίσεις γίνεται αέρας, όταν το τρως γίνεσαι ένα μαζί του και ευλογάς τη γη που στο ‘δωσε. Τι άλλο με ρώτησες; Α, ναι! Για την αποστολή μου...
«Τι να σας πω. Ο  λαός μου βαρέθηκε τους ιεραποστόλους. Έρχονταν χρόνια τώρα μάλλον για να πάρουν παρά να δώσουν... Δεν σκύβανε να δουν τι είχαμε εμείς. Φέρναν τον οδοστρωτήρα, γκρέμιζαν και μετά άρχιζαν την.. ευαγγελική σπορά.
Εκείνος όμως ο Σέρβος ήταν αλλιώτικος. Έδωσε με την παρουσία του... δεν πήρε τίποτα από μας, εκτός από ένα κομμάτι απ’ την καρδιά μας. Αυτό είναι που αγάπησα όταν διάβασα αργότερα για τον άγιο Γερμανό της Αλάσκας και την ιστορία των Ορθόδοξων ιεραποστολών μεταξύ των Εσκιμώων... είναι αναπόφευκτο να κάνει το μυαλό μου συγκρίσεις... όσο κι αν προσπαθεί...
Θυμάμαι τον Ιησουίτη που μου ‘πε κατάμουτρα πως είχε εντολή να μου διδάξει πνευματικότητα. Όταν έφυγε από το σπίτι μας η μάνα μου έφτυσε τον κόρφο της, λέγοντας πως: ‘’εμείς, παιδί μου, είμαστε λαός πνευματικός, ενώ αυτός, και ο Χριστός του να ‘ρχόταν θα τον κάθιζε στο σκαμνί να τον διδάξει...’’».
- Υπάρχουν κι άλλοι ορθόδοξοι μέσα στους Ινδιάνους; Ρώτησε ξανά ο Γρηγόρης.
- Γνώρισα έναν Εσκιμώο Ορθόδοξο στο Plattsburg  και έναν ακόμα Mis Macπανύψηλο. Μπορεί να υπάρχουν και άλλοι που εγώ δεν ξέρω. Στο ινδιάνικο όμως νοσοκομείο έχουμε ένα ζευγάρι γιατρούς Σέρβους, τους Moscovitch. Χρυσοί άνθρωποι∙ αγαπάνε τον κόσμο μας ιδιαίτερα και τον βοηθάνε».
Η Lesley τον κοίταξα κατάματα.
Πες μας,  αν  θέλεις,  για  αυτήν  την  ιστορία  με  τις  ινδιάνικες  μάσκες[*].  Το ‘γραψαν όλες οι εφημερίδες και αναφερόταν σ’ όλες το όνομά σου. Τι συνέβη ακριβώς.
Ο Βλαδίμηρος κάθισε σταυροπόδι και αφού πήρε κάποιο χρόνο να σκέφτεται, απάντησε:
«Για μας οι μάσκες αυτές είναι ιερές. Τις φυλάμε πάντα στο σκοτάδι και τις προφυλάσσουμε με μεταξωτά υφάσματα. Είναι το... άγιος μας πρόσωπο που ψάχνουμε. Το βρίσκουμε στη σιωπή, στα σκοτεινά, όπου  βρίσκουμε και το φως της ψυχής μας. Η ψυχής μας δεν εκτίθεται ούτε σε εκθέσεις ούτε σε φωτά τεχνητά... Αυτοί που έφτιαξαν την έκθεση έχασαν την έννοια του ιερού, γι’ αυτό αγωνίζονται ‘’με το γάντι’’ να την εξαφανίσουν και απ΄ την ψυχήν μας... Εμείς αγαπάμε την γη, γιατί ξέρει να σιωπά και να δίνει καρπό. Μάθαμε ταπεινά να την αγαπάμε, να την τιμάμε. Είναι σαν την Παναγιά την Ορθόδοξη... μια και σας αρέσουν οι παραλληλισμοί... Είπα πολλά όμως. Για να σηκωθείτε τώρα να σας δείξω το χωριό μου...»
Μπαίνοντας στ’ αυτοκινητάκι κάθησα στη θέση του οδηγού. Ο Βλαδίμηρος συνοδηγός άρχισε την ξενάγηση:
«Εδώ βλέπετε στο κέντρο του χωριού την εκκλησιά την καθολική . Είναι αφιερωμένη στην αγία Kateri Tekakwitha, μια Ινδιάνα, που ο πάπας ανακήρυξε αγία.  Έχουμε στην εκκλησία αυτή τα οστά της, που κάνουν θαύματα. Εδώ είναι προσκύνημα λαϊκό. Η ζωή της είναι όμορφη σαν παραμύθι... Για μένα ήταν σαλή δια Χριστόν... Ήταν σαλή με χάρη... Έκαμνε τούμπες στο χιόνι για τον εξαγνισμό  της καρδιάς της... Οι χωριανοί μου – όσοι γίνουν καθολικοί – δεν πολυαγαπάνε την καθολική προπαγάνδα, αλλά ευλαβούνται την δικιά τους αγία, που η πίεσή τους στο Βατικανό επέφερε την αναγνώρισή της... Δίπλα στην εκκλησιά έχουμε ένα μικρό μουσείο. Εκεί μπορεί να βρει κανείς τον χάρτη της ομοσπονδίας που περιγράφει αναλυτικά όλες τις ινδιάνικες φυλές, τα σύμβολα, τους αριθμούς, τους τόπους απ’ όπου ιστορικά προήλθαν, την ιστορική τους πορεία, τις γλώσσες τους... Γίνανε όλα αυτά κομμάτι του... μουσείου... – Προχώρα τώρα προς τα δω, δεξιά... Ετούτο είναι το Πολιτιστικό μας κέντρο. Από πάνω ο ραδιοφωνικός σταθμός όπου με συναντήσατε... Εκεί κάνω τις εκπομπές... Τώρα στο Τριώδιο και μετά στη Σαρακοστή βάζω πολλή δυτική πνευματική μουσική και λίγο-λίγο ορθόδοξες σπόντες, για να μην προκαλέσω. Ινδιάνικη πνευματική μουσική δεν επιτρέπεται στο σταθμό, είναι μόνο για το «μακρύ σπίτι». Το πολιτιστικό κέντρο επιδοτείται από το κράτος των λευκών. Οι δυνάμεις οι απ’ έξω, «οι πολιτισμένες», θέλουν στα χαρτιά να μας βοηθήσουν, στην πραγματικότητα όμως θέλουν να μας πνίξουν, να μας ξεφτελίσουν, να μας εξουθενώσουν, όχι τόσο εμάς, όσο την ψυχή μας και αυτό που κουβαλάμε. Να μας κάνουν μάσκες για μουσεία, κλόουν στις γιορτές, έρευνα αρχαιολογίας... Δεν μυρίζονται, μα ούτε υποπτεύονται τι... καπνό φουμάρουμε.»
Ξέσπασε στα γέλια. Κόντεψε να μου φύγει το τιμόνι... Συνέχισα με τις υποδείξεις του για αριστερά, δεξιά, ίσια, στρίψε κ.λ.π. Ώσπου σε μια στροφή φάνηκε μπροστά μας ένα μοντέρνο μα πολύ ιδιόρρυθμο κτίσμα...
«Αυτό είναι το σχολείο μας. Δημοτικό και Γυμνάσιο. Το πρόγραμμά του είναι καλό, μ’ αρέσει. Είναι πραγματικά ινδιάνικο. Εκτός από τα κλασικά της ‘’λευκής’’ παιδείας, έχουμε πολλά μαθήματα άγνωστα μάλλον στους λευκούς. Δεν τα λέμε έθιμα ή κουλτούρα, αλλά ινδιάνικους τρόπους, ινδιάνικους δρόμους (τα ακούσματα της γης), ινδιάνικους χορούς, ινδιάνικα τραγούδια και κραυγές (σαν αρχαίο δράμα), ινδιάνικο νόμο και άλλα. Η γης γύρω από το σχολείο είναι ιερή. Έχουμε και μια αίθουσα σκοτεινή, όχι για φωτογραφίες, μα... για το φτιάξιμο της... μέσα μας μάσκας.»
- Τώρα πήγαινε ίσια, ανατολικά. Προχώρα αρκετά μέχρις ότου βγεις στην ευθεία. Δύο – τρία χιλιόμετρα...
«Εδώ είναι το Νοσοκομείο μας. Καινούργιο κτίσμα και καινούργια ιδέα για μας. Νομίζω ωφέλιμη. Φτιάχτηκε μόλις το 1985. Μέχρι τότε είχαμε δικούς μας γιατρούς ή  καταφεύγαμε στα νοσοκομεία των λευκών. Όμως... είναι  δύσκολα. Το περισσότερο προσωπικό άμαθοι στα δικά μας, δύσκολα να περιποιηθούν τους γέρους μας. Πρέπει να μπουν στο πετσί μας... Πολλοί προσπαθούν. Φαίνονται άλλωστε αυτοί που αγαπάνε και διακρίνονται από τους κλασικούς επαγγελματίες...»
 
Ο Βλαδίμηρος Natawe ήταν αρχηγός της φυλής του, ο πνευματικός τους αρχηγός. Ήταν αυτός που διαβάζει τις κηδείες και τους γάμους τους, κάτι σαν ιερέας τους. Το βράδυ κάθονταν σταυροπόδι στο «μακρύ σπίτι» άκουε τα προβλήματα των δικών του, τις διαφορές τους, που τις επέλυε δίνοντας συμβουλές. Έπαιζε ένα ρόλο δικαστή, που ‘ναι μία  από τις πιο ισχυρές τους παραδόσεις. Ήταν ποιητής και μεταφραστής, μαζί και φιλόσοφος. Ήξερε τα προβλήματά τους καλύτερα από κάθε άλλον, ήξερε και τους αυστηρούς νόμους που διέπουν τις φυλές τους. Όποιος αρνηθεί τις πατροπαράδοτες αρχές τους και γίνει χριστιανός, του επιτρέπεται να μένει στο χωριό, αλλά δεν μπορεί να ‘χει κανένα αξίωμα. Φεύγει από το συμβούλιο των σοφών, των γερόντων, «χάνει την μοίρα του» όπως λένε οι ίδιοι, με τον δικό τους τρόπο αποκληρώνεται. Όλα αυτά δεν έχουν και πολλή σημασία ίσως για κάποιον απλή Ινδιάνο, αλλά για τον αρχηγό...
Κανείς μέσα στο χωριό, μέχρι την κοίμησή του, δεν έμαθε πως ο αρχηγός τους ήταν Ορθόδοξος. Και ο Βλαδίμηρος – που γι’ αυτούς ήταν ο Frank – έζησε και δούλεψε μ’ αυτούς, γι’ αυτούς, με το μόνιμο φόβο μήπως το μάθουν. Έπρεπε πάντα να’ ναι μετρημένος, προσεκτικός, ευέλικτος, αλλιώς θα γκρεμιζόταν μέσα τους. Ήταν για χρόνια υπεύθυνος του ραδιοφωνικού σταθμού και δούλευε στο πολιτιστικό τους Κέντρο. Θεωρούνταν αυθεντία στα θέματα παραδόσεων και συγκινούνταν αφάνταστα όταν εύρισκε «τους παραλληλισμούς», όπως έλεγε, με την Ορθόδοξη παράδοση. Μοιράστηκε μαζί μας πολλές από τις εμπειρίες του, επειδή δεν μπορούσε να τις μοιραστεί με τον λαό του. Μεγάλος σταυρός...
Όταν τα σαββατοκύριακα τον έβλεπα να βγαίνει από το ιερό της μικρής Ορθόδοξης εκκλησίτσας του Sign of the Theotokos – που λειτουργούσε στα αγγλικά και τα γαλλικά – ντυμένος παπαδοπαίδι και κρατώντας την λαμπάδα μπροστά σε παπάδες και δεσποτάδες, αναλογιόμουν τι καρδιά κουβάλαγε αυτός ο γερόλυκος Ινδιάνος, που επέμενε να λέγει: «Ο Θεός ξέρει». Και δος του και έκανε στρωτές μετάνοιες, για να του δίνει ο Θεός φώτιση να κατευθύνει τον λαό του μέσα από τις φουρτούνες και τις συμπληγάδες και να τον δυναμώνει να κρατήσει στους ώμους του μέχρι το τέλος το βαρύ φορτίο που του ‘δωσε.
Πέρασαν χρόνια. Κάθε φίλος που μας επισκεφτόταν στο Μόντρεαλ έπρεπε να κάνει το απαραίτητο ταξίδι – επίσκεψη στο ινδιάνικο χωριό και να γνωρίσει τον Βλαδίμηρο. Πολλοί κατά καιρούς μου ‘παν πως κατέγραψαν τις εμπειρίες τους.
Ένα πρωί παίρνω ένα τηλεφώνημα στο Μόντρεαλ πως ο Βλαδίμηρος πέθανε έξω από το χωριό του. Το ερώτημα τέθηκε στο μυαλό μου ποιος θα τον θάψει, τι θα γίνει μ’ αυτόν; Είχε όμως αφήσει ρητή γραπτή εντολή να γίνουν όλες οι τελετές κατά το ινδιάνικο τυπικό στο «μακρύ σπίτι» και να τον διαβάσει κάποιος Ορθόδοξος παπάς. Βέβαια οι Ινδιάνοι δεν ήξεραν τι εννοεί με το «Ορθόδοξος παπάς», αλλά είχε αφήσει και κάποια τηλέφωνα.
Πράγματι τηλεφώνησαν και ένας Ορθόδοξος παπάς πήγε και του διάβασε την νεκρώσιμη ακολουθία πριν το πάνε στο «μακρύ σπίτι».
Δεν είχα δυστυχώς την ευκαιρία να παρακολουθήσω την τελετή που έγινε στο «μακρύ σπίτι», αλλά μου την μετέφερε κάποιος κοινός μας φίλος που παραβρέθηκε.
Δύο μέρες μετά την κηδεία, ο ίδιος ο φίλος μου, ο Μάικλ, μου έφερε τις ειδήσεις και ένα πακέτο. Μου ‘πε πως παρακολούθησε όλη την τελετή. Ήταν πραγματικά εντυπωσιακή. Όταν πάνε στο «μακρύ σπίτι», οι Ινδιάνοι βάζουν τις φορεσιές τους ανάλογα με την θέση που έχουν στο χωριό. Η ιεροτελεστία, που γίνεται βέβαια στις γλώσσες τους, είχε μια περίεργη δομή, σαν παλιό βυζαντινό τυπικό. Στο τέλος διαβάστηκε η διαθήκη του αρχηγού της φυλής μπροστά σ’ όλο τον κόσμο. Στην διαθήκη του ανέφερε που δίνει κάθε πράγμα. Ο Βλαδίμηρος ήταν 75 ετών του πολύ∙ είχε παιδιά, εγγόνια και δισέγγονα. Σ’ όλα τα μέλη της οικογένειας άφησε και κάτι. Κάποτε ο Ινδιάνος που διάβαζε τη διαθήκη δυσκολεύτηκε να διαβάσει ένα όνομα – μη ινδιάνικο – και αφού στραβομουτσούνιασε, φόρεσε τα γυαλιά του και πρόφερε σχεδόν στραβά το όνομα «Γιάννης Χατζηνικολάου». Ο φίλος μου ο Μάικλ σήκωσε το χέρι του και του ‘δωσαν το πακέτο που μου έφερε.
Όταν το άνοιξα, είδα τι ήταν: ένα μικρό βιβλίο, Η Θεία Λειτουργία, στα ελληνικά και τα αγγλικά, που του ‘χα χαρίσει πριν πολλά χρόνια. Στην πρώτη σελίδα έλεγε: «To Yianni», δηλαδή «στον Γιάννη», και από  κάτω στα ελληνικά: «Καλή αντάμωση –Vladimir Natawe». Θεώρησα πως ήταν πολύ καλή χειρονομία εκ μέρους του, μάλιστα το είχε προγράψει πριν φύγει, ίσως προέβλεπε ότι θα πεθάνει. Είχε γράψει στα ελληνικά «καλή αντάμωση». Βέβαια η έκπληξη δεν έμεινε εκεί, αλλά συνεχίστηκε. Όταν φυλλομέτρησα το βιβλίο, έμεινα πράγματι με το στόμα ανοιχτό. Είχε μεταφράσει πάνω από το αγγλικό κείμενο την λειτουργία στην γλώσσα τωνMohawk.
Βέβαια εγώ δεν διαβάζω Mohawk, αλλά την κρατάω σαν κειμήλιο, αυτήν την λειτουργία του Βλαδίμηρου στα ινδιάνικα, που είναι ακριβώς η μετάφραση της λειτουργίας του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Αν μ’ αξιώσει ο Θεός ίσως κάποτε να την εκδώσω.
Είναι κάτι τέτοιες σύγχρονες ιστορίες που μοιάζουν σαν παραμύθι, επειδή ψεύτικη είναι κι η ζωή μας. Κι όμως είναι γεμάτες φως ανέσπερο, σύγχρονες μαρτυρίες μιας ευλογημένης «σαλότητας» που ζυμώνει το φύραμα όλο από το ερημοκκλήσι του αιγαιοπελαγίτικου βράχου μέχρι τους ινδιάνικους καταυλισμούς του Καναδά. Καλή αντάμωση, Βλαδίμηρε... Καραμάζωφ...

[Αναδημοσίευση από το περιοδικό "Σύναξη" του άρθρου του Γιάννη Χατζηνικολάου με τίτλο "Το πέρασμα ενός Ινδιάνου"]
________________ 
* Για την πληροφόρηση του αναγνώστη περιληπτικά αναφέρω τα συμβάντα. Η  Καναδική κυβέρνηση αποφάσισε σ’ ένα καινούργιο μουσείο που άνοιξε στον Δυτικό Καναδά, στην πόλη του Calgary, να εκθέσει μαζί με άλλα εκθέματα και μια σειρά από ινδιάνικα προσωπεία – μάσκες, τα οποία δανείστηκε «ανορθόδοξα» από κάποιο «μακρύ σπίτι» σαν αντικείμενα λαϊκής τέχνης... Αυτό προκάλεσε την αντίδραση των Ινδιάνων και ανέθεσαν στον Βλαδίμηρο να κάνει επί τόπου έρευνα, να επισκεφτεί με κυβερνητική δαπάνη την έκθεση και να δώσει την γνώμη του στον λαό του και στην κυβέρνηση...

Μεταγραφή: Θωμάς Δρίτσας.

ΥΠΑΚΟΗ ΣΕ ΠΟΙΜΕΝΕΣ, ΑΛΛ’ ΟΧΙ ΣΕ ΨΕΥΔΟ-ΠΟΙΜΕΝΕΣ


(Ἁγ. Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου, Ἅπαντα, Ἐκδ. Β. Ρηγόπουλου)

Στὴν σύγχυση τῆς ἐποχῆς μας γύρω ἀπὸ τὸ θέμα τῆς ὑπακοῆς στοὺς ποιμένες, παραθέτουμε ἀποσπάσματα ἀπὸ ἕνα καθοριστικὸ λόγο (τὸν 13ο) τοῦ ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου, ποὺ δίνει πολυσήμαντες ἀπαντήσεις.

Θεωρεῖ τοὺς ποιμένες ἀπεσταλμένους τοῦ Θεοῦ, στοὺς ὁποίους ὀφείλουμε ὑπακοή, καθόσον ὅμως αὐτοὶ ἔχουν ἀποστολικὸ ἦθος, ἐφαρμόζουν τὶς Ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες, καὶ γνωρίζουν τὴν διδασκαλία τῆς Ἁγ. Γραφῆς καὶ τὰ Δόγματα τῆς Ἐκκλησίας. Διαφορετικά, δὲν πρόκειται περὶ ποιμένων, ἀλλὰ περὶ ψευδοποιμένων καί, σ’ αὐτὴν τὴν περίπτωση, δὲν πρέπει νὰ ξεγελαστοῦμε νὰ τοὺς ἀκολουθήσουμε.

ΔΕΚΑΤΟΣ ΠΡΩΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΣΥΜΕΩΝ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ

α) Ὁ ὁποῖος ἐγράφη εἰς ἕνα του μαθητὴν κοσμικόν, καὶ διαλαμβάνει μὲ ποῖον τρόπον δύναται τινάς νὰ γνωρίση ἅγιον ἄνδρα.

β) Καὶ πῶς, ἢ τί νὰ κάμνῃ, διὰ νὰ τὸν εὕρῃ.

γ) Καὶ ἀφ' οὗ τὸν ἐπιτύχῃ, πῶς πρέπει νὰ τὸν ἔχῃ.
Ὦ ἀγαπητέ μοι ἐν Κυρίῳ· ἐγὼ σὲ ἐδέχθηκα μέσα εἰς τοὺς κόλπους μου, ὅταν ἦλθες εἰς ἐμέ, καὶ μὲ ζέσιν πολλὴν σὲ ἔκαμα μαθητὴν διὰ τῆς διδασκαλίας, καὶ μὲ κόπους πολλοὺς σὲ ἀνεμόρφωσα μὲ τὴν μορφὴν τοῦ Χριστοῦ διὰ τῆς μετανοίας, καὶ σὲ ἀνεγέννησα τέκνον πνευματικὸν διὰ πολλῆς ὑπομονῆς, καὶ πόνων σφοδρῶν, καὶ καθημερινῶν δακρύων, ἀγκαλὰ καὶ σὺ δὲν ἐγνώρισες κανένα ἀπὸ τοῦτα ὁποῦ ἐδοκίμασα ἐγὼ διὰ σέ. (σελ. 69)Διὰ τοῦτο ἠθέλησα νὰ γράψω εἰς τὴν ἀγάπήν σου διὰ ἐνθύμησιν ἐκεῖνα ὁποῦ συμφέρουν εἰς ἐσέ. Ἴξευρε λοιπὸν ὅτι τὸ κάμνω αὐτό, πρῶτον διὰ νὰ μὴ κατακριθῶ, καθὼς ἐκατακρίθη ἐκεῖνος ὁ πονηρὸς δοῦλος, ὁποῦ ἔκρυψε τὸ τάλαντον τοῦ δεσπότου του. Λοιπὸν μὴ δεχθῇς τὸν διάβολον ὁποῦ ἔρχεται, καὶ σοῦ λέγει, ὅτι ἐγὼ τὰ γράφω αὐτὰ διὰ ἐπίδειξιν καὶ ἀνθρωπαρέσκειαν. (σελ. 70) ...Αὐτὰ νὰ συλλογίζεσαι, ἀδελφέ, καὶ νὰ ἐνθυμῆσαι τὸν Ἀπόστολον ὁποῦ λέγει ἔτζι, «πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν, καὶ ὑπείκετε, αὐτοὶ γὰρ ἀγρυπνοῦσιν ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ὑμῶν, ὡς λόγον ἀποδώσοντες...». Καὶ νὰ ἐνθυμῆσαι καὶ τὸν Κύριον μας, ὁποῦ φωνάζει κάθε ἡμέραν μὲ τὸ ἱερὸν Εὐαγγέλιον. «Ὁ δεχόμενος ὑμᾶς, ἐμὲ δέχεται· καὶ ὁ ἀκούων ὑμῶν, ἐμοῦ ἀκούει· καὶ ὁ ἀθετῶν ὑμᾶς, ἐμὲ ἀθετεῖ». Καὶ νὰ ἐπιμελῆσαι τὴν σωτηρίαν σου μὲ φόβον, καὶ τρόμον, καὶ νὰ πείθεσαι εἰς ἐμένα, καὶ νὰ κάμνῃς ὑπακοήν. Καὶ ἂς μὴ σοῦ λέγῃ ὁ λογισμός, ὅτι αὐτὰ εἰπώθησαν διὰ μόνους τοὺς Ἀποστόλους, καὶ ἐκείνους μοναχὰ χρεωστοῦμεν νὰ ἀκούωμεν. Ἀμὴ ἄκουσε τί λέγει πάλιν εἰς αὐτοὺς ὁ Χριστός· «ἃ δὲ λέγω ὑμῖν, πᾶσι λέγω»· εἰς ποίους ὅλους; Εἰς ἐκείνους ὁποῦ μέλλουν νὰ πιστεύσουν εἰς ἐμένα μὲ τὸ μέσον τῆς διδασκαλίας σας, καὶ νὰ φυλάξουν τὰς ἐντολάς μου καθὼς καὶ ἐσεῖς.

...Λοιπὸν εὐγαίνοντες οἱ Ἀπόστολοι, ἐδίδασκαν, καὶ ἐκήρυτταν τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, καὶ πολλὰ ἔθνη ἐπίστευαν εἰς τὸν Χριστόν. Καὶ ἐγίνοντο ἐκκλησίαι πιστῶν εἰς πολιτείας. Καὶ ὅταν κάθε ἕνας ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους ἔμελλε νὰ ἀφήσῃ ἐκείνους τοὺς πιστεύσαντας, καὶ νὰ ὑπάγῃ ἀπὸ ἐκεῖ εἰς ἄλλους τόπους, καὶ πολιτείας, καὶ χωρία ἐχειροτονοῦσεν εἰς αὐτούς, ἀντὶ διὰ τὸν ἑαυτόν του Ἐπισκόπους, καὶ Ἱερεῖς, καὶ τοὺς ἄφινεν εἰς αὐτοὺς διδασκάλους, καὶ πατέρας πνευματικούς, καὶ ὁδηγούς. Καὶ ἐκεῖνοι πάλιν, ὅταν ἀπέθαιναν, ἐδιάλεγαν ἄλλους ἀξίους διὰ τέτοιαν ὑπηρεσίαν, καὶ τοὺς ἐχειροτονοῦσαν, καὶ τοὺς ἄφιναν ἀντὶ διὰ τὸν ἑαυτόν τους. Καὶ ἔτζι ἐγίνετο κατὰ διαδοχήν, ἕως ὁποῦ ἔφθασεν εἰς ἡμᾶς ἡ τέτοια τάξις, καὶ νομοθεσία διὰ τῆς ἐνεργείας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ διαφυλάττεται ἕως τῆς σήμερον.

...Οἰκονόμησεν ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος νὰ προστεθοῦν εἰς τοὺς Ἀρχιερεῖς καὶ Ἱερεῖς ἀκόμη καὶ ἡγούμενοι, καὶ πνευματικοὶ πατέρες ἐκεῖνοι, ὁποῦ δείχνουν μὲ τὰ ἔργα βεβαίαν τὴν πίστιν εἰς Χριστὸν τὸν ἀληθινὸν Θεὸν ἡμῶν, καὶ ἔχουν μέσα τους τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος διὰ νὰ συμποιμαίνουν καὶ αὐτοί, καὶ νὰ συνεργοῦν μαζὶ μὲ αὐτοὺς εἰς τὴν σωτηρίαν ἐκείνων, ὁποῦ μέλλουν νὰ σωθοῦν. Ἀνίσως λοιπὸν ἕνα ἀπὸ ὅλους αὐτούς, ἤγουν ἀπὸ τοὺς ποιμένας, ...ἡμεῖς ἤθελε τολμήσωμεν νὰ τὸν καταφρονήσωμεν, ἢ νὰ τὸν παραβλέψωμεν, ...ἆρα γε δὲν ἐδιώξαμεν αὐτὸν τὸν ἴδιον Παῦλον, καὶ Πέτρον; καὶ καθολικὰ ὅλον τὸν χορὸν τῶν Ἀποστόλων; καὶ ὅποιος διώξῃ ἐκείνους ἆρα γε δὲν ἐκαταφρόνησεν αὐτὸν τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν...

β. Διὰ τοῦτο λοιπὸν χρειαζόμεθα (σελ. 71) πολλὴν προσοχήν, πολλὴν ἀγρυπνίαν, πολλὰς προσευχὰς διὰ νὰ μὴ περιπέσωμεν εἰς κανένα πλάνον, ἢ ψεύστην, ἢ ψευδαπόστολον, ἢ ψευδόχριστον. Ἀμὴ νὰ ἐπιτύχωμεν ὁδηγὸν ἀληθινόν, καὶ φιλόθεον, καὶ ὁποῦ νὰ ἔχῃ τὸν Χριστὸν μέσα του, καὶ νὰ ἰξεύρη καταλεπτῶς τὸ κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων, τοὺς κανόνας, καὶ τὰς παραγγελίας τους, καὶ τὰ δόγματα τῶν Πατέρων. Ἢ νὰ εἴπω καλλίτερα, ὁποῦ νὰ ἰξεύρη τὰ θελήματα, καὶ μυστήρια αὐτοῦ τοῦ ἰδίου Δεσπότου καὶ Διδασκάλου τῶν Ἀποστόλων Χριστοῦ. Τέτοιον διδάσκαλον πρέπει νὰ ζητοῦμεν, καὶ νὰ εὑρίσκωμεν, ὁποῦ πρῶτον μὲν νὰ τὰ ἤκουσεν αὐτὰ μὲ λόγον, καὶ νὰ τὰ ἐδιδάχθη, καὶ ὕστερον νὰ τὰ ἐδιδάχθη καὶ μυστικὰ ἐν ἀλήθειᾳ ἀπὸ αὐτὸ τὸ παράκλητον Πνεῦμα μὲ πρᾶξιν, καὶ μὲ δοκιμήν. Ὥστε ὁποῦ νὰ καταξιώθῃ καὶ αὐτὸς νὰ ἀκούσῃ ἀπὸ τὸν ἴδιον Χριστόν, ὁποῦ ἐδίδαξε τοὺς Ἀποστόλους, «τὸ μυστήριόν μου ἐμοί, καὶ τοῖς ἐμοῖς». καὶ τό, «ὑμῖν δέδοται γνῶναι τὰ μυστήρια τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν».
Διατὶ ἂν ζητήσωμεν χωρὶς ἄλλο θέλει εὕρομεν, ὅτι δὲν εἶναι ἄδικος ὁ Θεός, οὔτε χαίρεται εἰς τὴν ἀπώλειαν τῶν ἀνθρώπων. Ἆρα γε πῶς εἶναι δυνατόν, ὅταν ἡμεῖς τὸν παρακαλοῦμεν νὰ μᾶς φανερώσῃ κανένα ἅγιον, καὶ ἀληθινὸν δοῦλον του, διὰ νὰ μᾶς ὁδηγήση εἰς σωτηρίαν, καὶ νὰ μᾶς διδάξῃ τὰ θελήματά του; πῶς, λέγω, εἶναι δυνατὸν νὰ ἀποκρύψῃ τὸν τοιοῦτον ἄνθρωπον ἀπὸ ἡμᾶς, καὶ νὰ μᾶς ὑστερήσῃ ἀπὸ ὁδηγόν; ὄχι, ὄχι. Δὲν εἶναι δυνατόν. Καὶ αὐτὸ πρέπει νὰ τὸ πιστεύσωμεν ἀπὸ ἐκεῖνο ὁποῦ ἔγινεν εἰς τὸν ἑκατόνταρχον Κορνήλιον. ...Βλέπεις ὅτι ὄχι μόνον τὸ ὄνομα τοῦ ὁδηγοῦ ἐφανέρωσεν ὁ Ἄγγελος, ἀμὴ καὶ τὸ ὄνομα ἐκείνου ὁποῦ τὸν ἐδέχθη, καὶ τὸν τόπον ὁποῦ ἦτον κονευμένος (=φιλοξενούμενος)· καὶ τοῦτο τὸ ἔκαμεν ὁ Ἄγγελος διὰ νὰ μὴν ἀπατηθῇ ὁ Κορνήλιος, καὶ προσκαλέσῃ ἄλλον ἀντὶ διὰ τὸν (σελ. 72)Πέτρον, καὶ καταντήση εἰς λύκον, ἀντὶ διὰ ποιμένα.
Ἀνίσως λοιπὸν θέλεις καὶ σὺ νὰ δείξῃς τὸν ἑαυτόν σου ἀληθινόν, καὶ πιστόν, καὶ διαλεκτὸν μαθητὴν τοῦ Χριστοῦ, μεταχειρίσου τέτοιαν ζωήν, κάμε τέτοιας πράξεις, πρόσπεσε, καὶ παρακάλεσε τὸν Θεὸν τοιουτοτρόπως, μὲ ἐλεημοσύνην, μὲ νηστείαν καὶ προσευχήν, καὶ θέλει ἀνοίξει τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς ψυχῆς σου, νὰ ἴδῃς τὸν τέτοιον ἄνθρωπον καὶ σύ, καθὼς εἶδε τὸν Ἄγγελον ὁ Κορνήλιος. Μιμήσου κἂν τὸν ἄπιστον ἐσὺ ὁποῦ λέγεις πὼς εἶσαι πιστός· τὸν ἐθνικόν, καὶ ἀδίδακτον, ἐσὺ ὁποῦ ὀνομάζεσαι ἀπὸ παιδὶ χριστιανός, καὶ εἶσαι ἀναθρεμμένος μὲ ταῖς διδασκαλίαις τῶν Ἀποστόλων, καὶ ὑψηλοφρονεῖς ἀκούωντας τὰς φλυαρίας τῶν ἀμαθεστέρων... Ἀμὴ ἀνίσως καταφρονῇς ἐκεῖνα τὰ πράγματα ὁποῦ εὑρίσκονται εἰς τὴν ἐξουσίαν σου, καὶ εἰς τὴν προαίρεσίν σου, ἀκόμη καὶ ἐκείνας τὰς ἐντολάς τοῦ Θεοῦ ὁποῦ ἰξεύρεις τὰς καταφρονῇς, καὶ δὲν τὰς κάμνεις, ἀλλὰ ταῖς ἀμελεῖς, καὶ δὲν διορθώνεις μήτε τὸν ἑαυτόν σου, μήτε ἐκείνους ὁποῦ ἔχεις εἰς τὴν ἐξουσίαν σου, εἶπέ μου, πῶς θέλει σοῦ δείξει ὁ Θεὸς διδάσκαλον, ὁποῦ νὰ σὲ διδάσκῃ τὰ τελειότερα, καὶ ὑψηλότερα; καὶ ὅταν δὲν σοῦ τὸν φανερώση ὁ Θεός, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ τὸν εὕρῃς ἐσύ, ἢ νὰ τὸν γνώρισες;...
Ἀμὴ ἐκείνους ὁποῦ καταφρονοῦν τοὺς ἄλλους, καὶ νομίζουν τὸν ἑαυτόν τους πὼς εἶναι σοφοί, καὶ εὑρίσκονται εἰς ἀμεριμνίαν, καὶ ἀμέλειαν, καὶ δὲν παρακαλοῦν τὸν Θεόν, καθὼς ὁ Κορνήλιος, καὶ οἱ ὅμοιοί του, μὲ κάθε προθυμίαν, μὲ ἐλεημοσύνην, μὲ νηστείαν, καὶ μὲ προσευχήν..., τοὺς τοιούτους τοὺς ἀφίνει καὶ ὁ Θεὸς νὰ εὑρίσκωνται μέσα εἰς ἐκείνην τὴν πλάνην, ὁποῦ ἔπεσαν μοναχοί τους, οἱ ὁποῖοι μὲ τὸ νὰ εἶναι σκοτισμένοι ἀπὸ τὸ σκότος τῶν ἐδικῶν τους παθῶν, καὶ ἐπιθυμιῶν, καὶ θελημάτων, καὶ περιπατοῦν μέσα εἰς αὐτό, ὡσὰν μέσα εἰς βαθεῖαν νύκτα, εὑρίσκουν καὶ τέτοιους διδασκάλους. Καὶ μὲ δίκαιον τρόπον.
Ἐπειδὴ ὁ διαφεντευτὴς τοῦ σκότους ἔχει ἐξάπαντος καὶ ὑπηρέτας, καὶ μαθητάς του ἐκείνους, ὁποῦ περιπατοῦν μέσα εἰς τὸ σκότος. Τοὺς ὁποίους τοὺς εὑρίσκουν οἱ τέτοιοι, καὶ τοὺς δέχονται μετὰ χαρᾶς, ὡσὰν ὁμόφρονας τους, καὶ διδάσκονται ἀπὸ αὐτοὺς τὰ ἴδια, ἐκεῖνα ὁποῦ ἐδιάλεξαν προτήτερα μοναχοί τους, καὶ ἐπρόκριναν νὰ τὰ κάμουν διὰ τὴν ἀπώλειαν τους. Διατὶ ποῖος δὲν τὸ ἰξεύρει, ὅτι ἀπὸ τὴν ἀρχὴν ὁ διάβολος ἀσύκωσεν ἐνάντιον εἰς τοὺς Προφήτας, τοὺς ψευδοπροφήτας; εἰς τοὺς Ἀποστόλους, τοὺς ψευδαποστόλους; εἰς τοὺς Ἁγίους Διδασκάλους, τοὺς ψευδαγίους, καὶ ψευδοδιδασκάλους; καὶ ἀγωνίζεται μὲ διαφόρους τρόπους, καὶ μὲ ψευδολογίας νὰ πλανᾷ τοὺς ἀμελεῖς, καὶ νὰ τοὺς ρίπτῃ μέσα εἰς τὸν λάκκον τῆς ἀπωλείας...
Ἐκεῖνοι λοιπὸν ὁποῦ θέλουν νὰ ἀποφύγουν τοὺς τέτοιους, καθὼς συμβουλεύει ὁ Ἀπόστολος, χρέος ἔχουν νὰ ἀποχωρισθοῦν ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ σκότους. Ἐπειδὴ ἐν ὅσῳ θέλουν νὰ εἶναι δουλωμένοι εἰς αὐτά, καὶ νὰ περιπατοῦν εἰς τὸ σκότος, δὲν ἠμποροῦν νὰ ἀποφύγουν ἀπὸ τοὺς τέτοιους διδασκάλους, μήτε δύνανται νὰ ἔλθουν (σελ. 73)εἰς τὸ φῶς τῶν ἀληθινῶν διδασκάλων...
Καὶ ἀνίσως θέλεις να ἐπιτύχῃς πνευματικὸν καὶ ἅγιον ἄνδρα, καὶ ἀληθινὸν διδάσκαλον, μὴ λογιάσῃς ὅτι ἠμπορεῖς νὰ τὸν γνωρίσῃς ἀπὸ λόγου σου, καὶ ἀπὸ τὴν ἐδικήν σου γνῶσιν, ὅτι τοῦτο εἶναι ἀδύνατον. Ἀμὴ προτήτερα ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα, καθὼς προείπαμεν, ἀγωνίσου μὲ ἀγαθὰς πράξεις, καὶ μὲ ἐλεημοσύνην, μὲ νηστείαν καὶ προσευχήν, καὶ μὲ δέησιν ἀδιάκοπον, διὰ νὰ σοῦ γένῃ ὁ Θεὸς συνεργὸς εἰς τοῦτο, καὶ βοηθός.

γ'. Καὶ ἀφ' οὗ μὲ τὴν βοήθειαν, καὶ χάριν τοῦ Θεοῦ καταξιωθῇς νὰ τὸν εὕρῃς, τότε δεῖξε εἰς αὐτὸν περισσοτέραν τὴν ἐπιμέλειαν, μεγαλητέραν τὴν προθυμίαν, πολλὴν τὴν ταπείνωσιν, πολλὴν τὴν εὐλάβειαν, ὑπερβολικὴν τὴν τιμήν, τὴν πίστιν καθαράν, καὶ ἀδίστακτον. Ἐπειδὴ διὰ τοὺς τέτοιους εἶπεν ὁ Σωτὴρ ἡμῶν, καὶ Θεός. «Ὁ δεχόμενος ὑμᾶς, ἐμὲ δέχεται»...

Καθὼς πάλιν καὶ ἐκεῖνα ὁποῦ γίνονται εἰς τοὺς ψευδοδιδασκάλους ἀναφέρονται εἰς τὸν ἀντίχριστον, καὶ ἐκεῖνοι ὁποῦ δέχονται ἐκείνους, δέχονται αὐτὸν τὸν διάβολον. Καὶ ἂς μὴ προφασίζεταί τινας πὼς δὲν τοὺς ἰξεύρει λέγωντας, ἀπὸ ποῦ ἠμπορῶ ἐγὼ νὰ γνωρίσω τοὺς τοιούτους; καὶ ἐγὼ ἄνθρωπος εἶμαι, καὶ κανένας δὲν ἰξεύρει τὰ διανοήματα τοῦ ἄλλου ἀνθρώπου, πάρεξ τὸ πνεῦμα ὁποῦ κατοικεῖ εἰς αὐτόν· κἀνένας ἂς μὴ πάρῃ αὐτὸ τὸ ρητὸν διὰ εὔλογον πρόφασιν.
Διατὶ ἀνίσως ἦτον ἀδύνατον νὰ γνωρίζωνται, δὲν ἤθελεν ὁρίζῃ ὁ Κύριος, «βλέπετε ἀπὸ τῶν ψευδοπροφητῶν. Ἤγουν φυλάγεσθε ἀπὸ τοὺς ψευδοδιδασκάλους, οἵτινες ἔρχονται πρὸς ὑμᾶς ἐν ἐνδύμασι προβάτων, ἔσωθεν δὲ εἰσὶ λύκοι ἅρπαγες». Καὶ κατόπιν ἀπὸ αὐτὰ λέγει· «ἐκ τῶν καρπῶν αὐτῶν, ἐπιγνώσεσθε αὐτούς». Ἀνίσως λοιπὸν ὁ Δεσπότης Χριστὸς εἶναι ἀληθινός, καθὼς εἶναι ἀληθινός, δυνατὸν εἶναι εἰς ἡμᾶς νὰ γνωρίσωμεν ἀπὸ ἐκεῖνα ὁποῦ κάμνουν, καὶ ἀπὸ ἐκεῖνα ὁποῦ ὁμιλοῦν.
Ἂς εἰποῦμεν λοιπὸν πρῶτον τοὺς καρποὺς τοῦ ἀληθινοῦ, καὶ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ ὕστερον θέλει φανερώσωμεν καὶ τοὺς καρποὺς τοῦ ἐναντίου, καὶ πονηροῦ. Καὶ ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς καρποὺς θέλει γνωρίσετε καλώτατα, πὼς εἶναι φανεροὶ οἱ ἀληθινοί, καὶ δίκαιοι, καὶ ἅγιοι, καὶ ἐκεῖνοι ὁποῦ δὲν εἶναι τέτοιοι, καὶ ὑποκρίνονται, καὶ ἐγὼ ἀπὸ λόγον μου δὲν λέγω τίποτε, ἀμὴ ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ Σωτῆρος, καὶ τῶν ἁγίων Ἀποστόλων του. Μὲ τὰ ὁποῖα θέλει δοκιμάσω νὰ πληροφορήσω τὴν ἀγάπην σου. Ἄκουε λοιπὸν τί λέγει ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός.

«Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ Πνεύματι. Μακάριοι οἱ πενθοῦντες». Καὶ εἰς ἄλλο μέρος πάλιν λέγει, «ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες, ὅτι ἐμοὶ μαθηταὶ ἐστέ, ἐὰν ἀγάπην ἔχητε ἀλλήλοις». Καὶ πάλιν, «ὑμεῖς δὲ πῶς δύνασθε πιστεύειν, δόξαν τὴν παρ' ἀλλήλων λαμβάνοντες, καὶ τὴν δόξαν τὴν παρὰ τοῦ μόνου Θεοῦ οὐ ζητεῖτε;... Ἄκουε δὲ καὶ τὸν Ἀπόστολον Παῦλον ὁποῦ λέγει. «Ὁ καρπὸς τοῦ Πνεύματος ἐστίν, ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθοσύνη, πίστις, πραότης, ἐγκράτεια». Ἄκουε καὶ τὸν Θεολόγον Ἰωάννην ὁποῦ λέγει. (σελ. 74)«Ὁ γὰρ ἀγαπῶν τὸν Θεόν, ἀγαπᾷ καὶ τοὺς γεγεννημένους ἐξ αὐτοῦ, ἤγουν τοὺς ἀδελφούς του». Λοιπὸν ἐκεῖνοι ὁποῦ ἔχουν διάκρισιν, μὲ τοῦτον τὸν τρόπον γνωρίζουν ποῖοι εἶναι οἱ υἱοὶ τοῦ Θεοῦ, καὶ ποῖοι εἶναι οἱ υἱοὶ τοῦ διαβόλου. Καὶ οἱ καρποὶ τοῦ Παναγίου, καὶ ἀγαθοῦ Πνεύματος εἶναι αὐτοὶ ὁποῦ εἴπαμεν ἀνωτέρω.
Πρέπει λοιπὸν νὰ φανερώσωμεν καὶ τοὺς καρποὺς τοῦ πονηροῦ πνεύματος... Προσέχετε λοιπόν, καὶ πάλιν ὁ Δεσπότης καὶ Θεὸς ἡμῶν λέγει· «οὐ δύναται δένδρον καλόν, καρπὸν σαπρὸν ποιεῖν... Καὶ πάλιν ὁ λύσας μίαν τῶν ἐντολῶν τούτων τῶν ἐλαχίστων, καὶ διδάξας οὕτω τοὺς ἀνθρώπους ποιεῖν, ἐλάχιστος κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν». Καὶ τί λέγει πάλιν διὰ τοὺς γραμματεῖς, καὶ φαρισαίους; «δεσμεύουσι φορτία βαρέα, καὶ δυσβάστακτα, καὶ προτιθέασιν ἐπὶ τοὺς ὤμους τῶν ἀνθρώπων, τῷ δὲ δακτύλῳ αὐτῶν οὐ θέλουσι κινῆσαι αὐτά... Φιλοῦσι δὲ τὴν πρωτοκλισίαν ἐν τοῖς δείπνοις, καὶ τὰς πρωτοκαθεδρίας ἐν ταῖς συναγωγαῖς, καὶ τοὺς ἀσπασμοὺς ἐν ταῖς ἀγοραῖς, καὶ καλεῖσθαι ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων ραββί, ραββί».

Ὅταν λοιπὸν ἴδῃς τινά, ὁποῦ νὰ κάμνῃ κανένα ἀπὸ ὅλα αὐτὰ καὶ νὰ ζητῇ ἐπιμόνως τὴν ἀνθρωπίνην δόξαν, καὶ νὰ παραβαίνῃ τὰς ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ, διὰ νὰ ἀρέσῃ εἰς τοὺς ἀνθρώπους, ἴξευρε ὅτι εἶναι πλάνος, καὶ ὄχι ἀληθινός. Διατὶ λέγει ὁ Ἀπόστολος. «Ὅπου δὲ ὑμῖν ἔρις, καὶ φθόνος, καὶ ζῆλος, καὶ διαβολαί, καὶ διχοστασίαι, οὐχὶ σαρκικοί ἐστε; Ὁ δὲ σαρκικός, καὶ ψυχικὸς ἄνθρωπος, οὔτε χωρεῖ, οὔτε δέχεται τὰ τοῦ Πνεύματος, μωρία γὰρ αὐτῷ ἐστιν». Ἐκεῖνος δὲ ὁποῦ δὲν χωρεῖ τὰ τοῦ Πνεύματος, εἶναι φανερόν, ὅτι οὐδὲ τὸ Πνεῦμα ἔχει μέσα του. Καὶ ὁποῖος δὲν ἔχει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, αὐτὸς δὲν εἶναι τοῦ Χριστοῦ, καθὼς τὸ βεβαιώνει ὁ Παῦλος, λέγοντας. «Εἰ δέ τις Πνεῦμα Χριστοῦ οὐκ ἔχει, οὗτος οὐκ ἐστιν αὐτοῦ».
Ἤκουσες ποῖοι εἶναι τοῦ Χριστοῦ, καὶ ποῖοι τοῦ ἀντιχρίστου; ἀπὸ ἐδῶ ἐγνώρισες βεβαιότατα, ὅτι ἐκεῖνοι ὁποῦ προσέχουν, εὔκολα γνωρίζουν, καὶ τοὺς ἀγαθούς, καὶ τοὺς πονηρούς. Διότι ἐκεῖνοι ὁποῦ δὲν προσέχουν, ὄχι μόνον τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους δὲν γνωρίζουν, ἀμὴ οὐδὲ τὸν ἑαυτόν τους. Διατὶ ὅταν τινὰς ἔχει φροντίδας, καὶ περισπασμούς, ὡσὰν νὰ εἶναι ἀθάνατος εἰς τοῦτον τὸν κόσμον, καὶ καταγίνεται νύκτα καὶ ἡμέραν, εἰς τὰ κοσμικὰ πράγματα μοναχά, καὶ τεχνεύεται τρόπους, πῶς νὰ κερδίση καὶ κτίζει σπήτια καλά, καὶ πολυέξοδα, ...καὶ κάμνει εἰς τὸν ἑαυτόν του κάθε ἄλλην σωματικὴν περιποίησιν, καὶ σαρκικὴν ἀπόλαυσιν, ὁ τοιοῦτος (εἰπέ μου) γνωρίζει τὸν ἑαυτόν του; ὄχι...

Γνωρίζει τὸν ἑαυτόν του τόσον μόνον, πὼς εἶναι αὐτὸς ὁ ἴδιος, ὅμως μὲ ἐκεῖνα ὁποῦ κάμνει φανερώνει πὼς δὲν γνωρίζει τὸν ἑαυτόν του καὶ τὴν κατάστασίν του, οὔτε ἠξεύρει τί κάμνει. Διατὶ πολιτεύεται τοιουτοτρόπως, ὡσὰν νὰ ἦτον ἀθάνατος... Ὁμολογεῖ πὼς τὰ πράγματα τοῦ κόσμου εἶναι τὸ οὐδέν, καὶ διὰ παραμικρὸν καὶ εὐτελὲς πρᾶγμα, φιλονεικεῖ, καὶ μάχεται μὲ τοὺς ἀδελφούς του. Φιλοσοφεῖ πὼς εἶναι στάκτη, καὶ κονιορτός, καὶ στολίζεται πάντοτε μὲ στολίδια, καὶ τοῦ φαίνεται μὲ τοῦτο πὼς εἶναι ἀνώτερος ἀπὸ τοὺς λοιποὺς ἀνθρώπους. Ἀκούει τὰς θείας (σελ. 75) γραφὰς ὁποῦ λέγουν, «οὐαὶ οἱ τρυφῶντες, καὶ οἱ ἐπὶ στρωμνῶν ἁπαλῶν κατασπαταλῶντες», καὶ αὐτὸς κοιτάζει μὲ κάθε προθυμίαν νὰ κάμνῃ τὸ κρεββάτι ὁποῦ ἔχει εἰς τὸ σπῆτι του πλέον λαμπρότερον, καὶ τὰ στρώματα τοῦ πλέον ἁπαλώτερα, καὶ τὴν τράπεζάν του πλέον πολυέξοδον, καὶ πλουσιοπάροχον...

Ὅτι διὰ ἐκεῖνα ὁποῦ ἔπρεπε μάλιστα νὰ ἐντρέπωνται, ὁποῦ τόσοι ἀδελφοὶ πεινοῦν, ἢ νὰ εἴπω καλλίτερα ὁ Χριστός, αὐτοὶ καυχῶνται, καὶ ὑψηλοφρονοῦν δι' αὐτὰ νομίζοντές τα καλλωπισμόν, καὶ δὲν αἰσθάνονται, πῶς μὲ αὐτὰ ὁποῦ κάμνουν, μαρτυροῦν τὸν ἑαυτόν τους, πὼς εἶναι πλεονέκται, καὶ ἀδικηταὶ τῶν πτωχῶν, καὶ ἄσπλαγχνοι. Λοιπὸν εἶπέ μου, ὁ τέτοιος τί λογῆς γνωρίζει τὸν ἑαυτόν του; καὶ εἰς ποίαν κατάστασιν εὑρίσκεται, καὶ εἰς ποία πάθη εἶναι δουλωμένος; καὶ ἀληθινὰ δὲν γνωρίζει τὸν ἑαυτόν του, ἀγκαλὰ καὶ τοῦ φαίνεται πὼς τὸν γνωρίζει. Καὶ ἐκεῖνος ὁποῦ δὲν γνωρίζει τὸν ἑαυτόν του, καὶ τὴν κατάστασίν του, πῶς θέλει δυνηθῇ νὰ γνωρίσῃ ἄλλον, ἢ τὰ πάθη τοῦ ἄλλου; ...δὲν ἠμπορεῖ νὰ γνωρίσῃ ἀκόμη καὶ τοῦτο, ὅτι χωρὶς πνευματικὸν πατέρα, καὶ ὁδηγόν, καὶ διδάσκαλον εἶναι ἀδύνατον ὁ ἄνθρωπος νὰ φυλάξῃ τὰς ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ, καὶ νὰ ζήση ἐνάρετα, καὶ νὰ μὴ πιασθῇ ἀπὸ τὰς παγίδας τοῦ διαβόλου. Καὶ ἐκεῖνος ὁποῦ δὲν τὸ γνωρίσει αὐτό, αὐτὸς ἔχει ὑπόληψιν εἰς τὸν ἑαυτόν του, πὼς δὲν χρειάζεται διδασκαλίαν, ἢ συμβουλήν... Καὶ εὑρισκεται εἰς βάθος ἀγνωσίας, ἢ νὰ εἴπω καλλίτερα, ἀπωλείας... (σελ. 76) Αὐτὴ ἡ ἁγία ταπείνωσις μᾶς διδάσκει, πὼς δὲν δυνάμεθα νὰ μάθωμεν κανένα καλόν, χωρὶς διδάσκαλον. Καὶ εἰς ἐκείνους ὁποῦ μᾶς ἐρωτοῦν, καὶ μᾶς λέγουν, ἆρα γε γινώσκεις, ἃ ἀναγινώσκεις; αὐτὴ μᾶς διδάσκει νὰ ἀποκρινώμεθα εἰς αὐτούς, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ καταλάβωμεν ἐκεῖνα ὁποῦ διαβάζομεν, ἂν δὲν μᾶς ὁδηγήσῃ τινάς; Αὐτὴ μᾶς διδάσκει νὰ μὴ περιπατοῦμεν τὴν στράταν, ὁποῦ δὲν ἠξεύρομεν χωρὶς ὁδηγόν. Αὐτὴ μᾶς παραγγέλλει, ὅταν θέλωμεν νὰ μετανοήσωμεν, νὰ μὴ πλησιάζωμεν εἰς τὸν Θεὸν χωρὶς μεσίτην, καὶ ὁδηγόν...

Θέλωντας ὁ Δεσπότης μας, καὶ Θεὸς νὰ μᾶς διδάξῃ, ὅτι πρέπει νὰ πλησιάζωμεν εἰς τὸν Θεὸν μὲ τὸ μέσον τινὸς (σελ. 77) μεσίτου, καὶ ἐγγυητοῦ, αὐτὸς ὁ ἴδιος, καθὼς καὶ εἰς ὅλα τὰ λοιπὰ ἔγινεν εἰς ἡμᾶς τύπος, καὶ παράδειγμα, ἔτζι καὶ εἰς τοῦτο, αὐτὸς πρῶτος ἔγινε μεσίτης, καὶ ἐγγυητὴς τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, καὶ τὴν ἐπρόσφερεν εἰς τὸν ἴδιόν του Πατέρα, καὶ Θεόν. Καὶ ὕστερα ἐχειροτόνησεν ὑπηρέτας τῆς μεσιτείας ταύτης, καὶ τῆς ἐγγυήσεως, τοὺς ἁγίους του Ἀποστόλους. Καὶ αὐτοὶ ἐπρόσφεραν πάλιν εἰς τὸν Δεσπότην Χριστὸν ὅλους ἐκείνους ὁποῦ ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν, καὶ ἀπὸ ἐκείνους ἐδιάλεξαν, καὶ ἐχειροτόνησαν, καὶ διαδόχους τους, ὑπηρέτας τῆς μεσιτείας ταύτης, καὶ αὐτοὶ πάλιν ἄλλους, καὶ ἄλλους πάλιν ἐκεῖνοι. Καὶ τοιούτης λογῆς ἕως τώρα φυλάττεται τοῦτο κατὰ διαδοχήν.
Καὶ δὲ θέλει ὁ Θεὸς νὰ παραβαίνωμεν, καὶ νὰ καταπατοῦμεν τὴν ἐδικήν του προσταγήν, καὶ παράδοσιν. Ἀμὴ νὰ μένωμεν εἰς ἐκεῖνα ὁποῦ μας ἐδιώρισεν. Ὅθεν λέγει, «οὐδεὶς «ἔρχεται πρός με, ἐὰν μὴ ὁ Πατήρ μου ἑλκύσῃ αὐτόν»· καὶ πάλιν, «οὐδεὶς ἔρχεται πρὸς τὸν Πατέρα, εἰ μὴ δι' ἐμοῦ». Ἔτζι πάλιν καὶ κανένας δὲν ἔρχεται εἰς τὴν πίστιν τῆς ἁγίας, καὶ ὁμοουσίου Τριάδος, ἂν δὲν διδαχθῇ ἀπὸ κανένα διδάσκαλον τὰ δόγματα τῆς πίστεως. Καὶ κανένας δὲν βαπτίζεται χωρὶς Ἱερέα, μηδὲ κοινωνεῖ ἀφ' ἑαυτοῦ του τὰ θεῖα Μυστήρια...
Φανερὸν εἶναι, ὅτι ἐκεῖνα ὁποῦ ἐμετάδιδαν εἰς τοὺς πιστοὺς ἐκεῖνοι ὁποῦ ἦσαν τότε εἰς τὸν κόσμον, τὰ ἴδια δίδουν, καὶ αὐτοὶ (σ.σ. οἱ σημερινοὶ ἱερεῖς) εἰς ἡμᾶς... ὅτι εἴ τι ἔκαμναν εἰς τοὺς πιστοὺς τότε οἱ Ἀπόστολοι, καὶ ὅ,τι ἐδίδασκαν, τὰ ἴδια κάμνουν καὶ εἰς ἡμᾶς τώρα οἱ Πνευματικοὶ Πατέρες μας, οἱ Ἀρχιερεῖς, λέγω, καὶ Ἱερεῖς, ἀπαράλλακτα, καὶ χωρὶς νὰ λείψῃ τίποτε. Καὶ μᾶς διδάσκουν, καὶ μᾶς νουθετοῦν, καθὼς καὶ ἐκεῖνοι. Καὶ ἐπειδὴ δὲν διαφέρουν τίποτε ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους, ἐξάπαντος εἶναι καὶ υἱοὶ τῶν Ἀποστόλων, καὶ Ἀπόστολοι.

Ἰξεύρεις λοιπόν, τέκνον μου περιπόθητον, ὅτι εἰς τούτους τοὺς καιροὺς κανένας ἀπὸ τοὺς λαϊκούς, οὐδὲ ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς οὐδὲ ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς, ἢ ἀρχιερεῖς τινα ἢ ἀγαπᾷ, ἢ φοβεῖται, ἢ περιποιεῖται, ἢ δέχεται κανένα ὡσὰν ἀπόστολον Θεοῦ, καὶ μαθητὴν Χριστοῦ διὰ ἀγάπην μόνον τοῦ Χριστοῦ, ἢ διὰ τὴν ἐντολήν του, ἢ διὰ τὰ αἰώνια ἀγαθὰ ὁποῦ δίδονται ἀπὸ αὐτὸν εἰς ἡμᾶς. Ἀμὴ ὅλοι μας ἕνας τὸν ἄλλον καταφρονοῦμεν· ἕνας τὸν ἄλλον διαβάλλομεν...(σελ. 78) Καὶ ἐκεῖνον ὅπου μὲ ἐβάπτισε σήμερον, καὶ μὲ ἐλευθέρωσεν ἀπὸ τὸν θάνατον, καὶ τὴν φθορὰν τῆς ψυχῆς, καὶ μὲ ἐγέμισεν ἀπὸ τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ μὲ ἔλυσεν ἀπὸ τὰς ἁμαρτίας, καὶ μὲ ἐκοινώνησε τὸ ἄχραντον Σῶμα, καὶ τὸ σωτήριον Αἷμα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ μὲ ἔκαμαν υἱὸν Θεοῦ· (τί ἄλλο περισσότερον ἔκαμναν τότε εἰς τοὺς χριστιανοὺς οἱ Ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ;) αὐτὸν ἐγὼ αὔριον δὲν καταδέχομαι, μηδὲ κἂν νὰ τὸν χαιρετήσω...

Καὶ ἀπερνῶντας ὁ καιρός, μήτε ἰξεύρει παντελῶς ὁ τοιοῦτος πὼς ἔχει πνευματικὸν πατέρα, ἢ διδάσκαλον.Καὶ ἀνίσως ὁ πνευματικὸς δὲν πηγαίνη εἰς ἐκεῖνον, καὶ δὲν κάμνῃ τὰ θελήματά του, μήτε συγκαταβαίνη εἰς ἐκεῖνα ὁποῦ θέλει, ἢ νὰ εἴπω καλλίτερα, ἂν δὲν πίπτῃ καὶ αὐτὸς μαζὶ μὲ ἐκεῖνον νὰ ἀπολεσθῇ, τὸν ἀφίνει ἐκεῖνον, καὶ ζητεῖ ἄλλον, ὁποῦ νὰ τοῦ ἀκολουθῇ εἰς τὰ σαρκικά του θελήματα.
Ἔτζι λοιπὸν ὅλα τὰ πνευματικά, (καθὼς καὶ ἐσὺ τὰ βλέπεις, καὶ τὰ ἰξεύρεις) εἶναι συγχυσμένα, καὶτεταραγμένα τὴν σήμερον, καὶ ἀφανίσθη κάθε τάξις, καὶ θεία παράδοσις τῶν Ἀποστόλων, καὶ ἀθετήθησαν ὅλαι αἱ ἐντολαὶ τοῦ Χριστοῦ. Καὶ τοῦτο ὅλον τὸ κακόν, καὶ ὀλέθριον γίνεται εἰς τὴν τωρινὴν γενεάν, μὲ τὸ νὰ φαντάζωνται ὅλοι, πὼς εἶναι διδαγμένοι τὰ θεῖα, καὶ ἰξεύρουν τὰς ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ, καὶ ἠμποροῦν νὰ διακρίνουν ἐκεῖνα ὁποῦ τοὺς συμφέρει. Καὶ πρὸς τούτοις ἀκόμη μὲ τὸ νὰ λογιάζουν, πῶς ὅλον τὸ ἱερατεῖον εἶναι ἁμαρτωλοί, καὶ ἀνάξιοι, εἶναι ὅμως πληροφορημένοι, ὅπως ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἐνεργεῖ, καὶ διὰ μέσου τῶν ἀναξίων....

Ἔτζι ὅλη ἡ οἰκουμένη ἐγέμισε τώρα ἀπὸ τέτοιαν πλάνην, καὶ ἀπὸ τέτοιον κακόν. Καὶ ἡ παράβασις καὶ ἡ καταφρόνησις μιᾶς ἐντολῆς, ἐγύρισεν ἄνω κάτω ὅλην τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ, καὶ τὴν ἐγκρέμισεν ἕως εἰς τὸ ἔδαφος. Διατὶ ἐκατήντησεν εἰς τόσην ἀταξίαν, καὶ ταραχὴν ἡ ἐκκλησία, ὁποῦ σχεδὸν δὲν φαίνεται πουθενὰ παντάπασιν ἡ οἰκοδομή της, μήτε γνωρίζεται εἰς ἡμᾶς τελείως κατασκευὴ τοῦ Δεσποτικοῦ Σώματος. Ἀμὴ ὡσὰν νὰ μὴν ἔχωμεν κεφαλήν μας τὸν Χριστόν, μηδὲ νὰ εἴμεσθε ἕνας μὲ τὸν ἄλλον συνδεδεμένοι, καὶ συγκολλημένοι ἀπὸ τὸ ζωοποιὸν Πνεῦμα, καὶ ἀδελφοὶ κατὰ Πνεῦμα, μήτε καταδεχόμεθα νὰ οἰκοδομούμεθα ὁ κάθε ἕνας εἰς τὴν ἐδικήν του τάξιν ἀπὸ τοὺς πρωτομαϊστόρους τῆς ἐκκλησίας, διὰ τοῦτο εἴμεσθε διασκορπισμένοι, ὡσὰν μία ἄψυχος ὕλη. Τόσον πολλὰ ἐδουλώθημεν εἰς τὰ θελήματά μας, καὶ ἐκυριεύθημεν ἀπὸ τὰς ἐπιθυμίας τῶν ἡδονῶν, καὶ ὑπατήθημεν ἀπὸ αὐτάς, καὶ ἐδιασκορπισθήκαμεν. Καὶ ἀπὸ τὸ μῖσος, καὶ τὴν ὑπερηφανίαν ὁποῦ ἔχομεν, ἐχωρίσθηκαμεν, καὶ ἐσχισθήκαμεν ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλον, καὶ ἐχάσαμεν τὸ γνώρισμα, καὶ τὸ σημεῖον τῆς πίστεως μας, ἤγουν τὴν ἀγάπην, διὰ τὴν ὁποίαν εἶπεν ὁ Κύριος, «ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες, ὅτι ἐμοὶ μαθηταὶ ἐστέ, ἐὰν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις». Διατὶ ὅταν χάσωμεν αὐτήν, ματαίως ὀνομαζόμεθα χριστιανοί...

Ταλαίπωρε ἄνθρωπε! διατί δὲν τιμᾷς τὸν πνευματικόν σου πατέρα, ὡσὰν ἀπόστολον τοῦ Χριστοῦ; Διατὶ (λέγει) δὲν τὸν βλέπω νὰ φυλάττει τὰς ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ, καὶ διὰ τοῦτο δὲν τὸν τιμῶ. Αὐτὰ εἶναι ματαία πρόφασις. Διότι, (εἰπέ μου), σὺ καλλίτερα ἀπὸ ἐκεῖνον τὰς φυλάττεις, καὶ διὰ τοῦτο τὸν καταφρονεῖς ἐκεῖνον, καὶ τὸν κατακρίνεις; καὶ μὲ ὅλον ὁποῦ, ἂν καὶ ἐσὺ ἐφύλαττες ὅλας τὰς ἐντολάς, μηδὲ ἔτζι πάλιν σοῦ ἔπρεπε νὰ τὸν κατακρίνῃς. Μήτε νὰ τὸν ἀποστρέφεσαι ἢ νὰ τὸν διαβάλλῃς, καὶ νὰ τὸν κατηγορῇς διὰ τὴν ἀμέλειάν του, ἀμὴ ἔπρεπε μάλιστα νὰ τὸν ἀγαπᾷς καὶ νὰ τὸν ὑπομένῃς, καὶ νὰ τὸν τιμᾷς διὰ τὰ ἀγαθὰ ὅπου σοῦ ἐχάρισεν ὁ Θεὸς μὲ τὸ μέσον ἐκείνου, καὶ νὰ τὸν κάμῃς συγκοινωνὸν εἰς τὰ σωματικά, διὰ τὰ καλὰ ὁποῦ σοῦ ἐπροξένησεν, ὅσον ἠμπορεῖς, διὰ νὰ φυλάξῃς, ὄχι μοναχὰ ἐκεῖνα ὅπου σοῦ ἐχαρίσθησαν ἀπὸ τὸν Θεὸν μὲ τὸ μέσον ἐκείνου, ἀλλὰ καὶ νὰ τὰ πολλαπλασιάσης μὲ τὰ τοιαῦτα ἔργα. Ὅμως τώρα, καθὼς βλέπεις, μὲ τὴν ἀπιστίαν καὶ ἀχαριστίαν, καὶ ἀθέτησιν ὅπου κάμνεις εἰς τὸν πνευματικὸν πατέρα σου, καὶ διδάσκαλον, ὄχι μόνον ἔχασες ἐκεῖνα ὅπου ἔλαβες, ἀμὴ ἐξάλειψες ἀπὸ τὸν ἑαυτόν σου, καὶ αὐτὸ τὸ νὰ εἶσαι χριστιανός, καὶ ἐζημιώθης τὸν Χριστόν.
Διατί, ὑπόθεσαι μὲ τὸν νοῦν σου, πῶς ὁ ἐπίγειος βασιλεὺς ἔστειλεν εἰς ἐσένα ἕνα ἀπὸ τοὺς παραμικρούς του δούλους, ὁ ὁποῖος φορεῖ πτωχικά, καὶ παλαιὰ φορέματα, καὶ δὲν εἶναι καββαλάρης εἰς ἄλογον, μήτε εἰς μουλάρι, ἀμὴ βαστᾶ μοναχὰ ἕνα γράμμα, καὶ ἔχει βοῦλλαν βασιλικήν, καὶ εἶναι ὑπογεγραμμένον μὲ τὸ ἰδιόχειρον τοῦ βασιλέως, καὶ μέσα εἰς αὐτὸ τὸ γράμμα σὲ ἀνακηρύττει ὁ βασιλεὺς γνήσιόν του ἀδελφόν, καὶ φίλον, καὶ ὑπόσχεται ὕστερα ἀπὸ ὀλίγον καιρόν, νὰ σὲ κάμῃ σύντροφον τῆς βασιλείας του, καὶ νὰ σοῦ στεφανώσῃ τὴν κεφαλὴν μὲ βασιλικὸν στέφανον, καὶ νὰ σὲ ἐνδύσῃ φόρεμα βασιλικόν. Εἰπέ μου, τί ἤθελε κάμῃς εἰς αὐτόν; ἆρα γε ἤθελε τὸν δεχθῇς καὶ τὸν τιμήσῃς, ὡσὰν δοῦλον τοῦ βασιλέως, διὰ τὰς μεγάλας καὶ βασιλικὰς ὑποσχέσεις, καὶ διὰ τὴν λαμπρότητα τῆς δόξης ὅπου μέλλει νὰ λάβῃς, καὶ ἤθελε χαρῇς μαζὶ μὲ αὐτόν, καὶ τὸν εὐεργετήσῃς ὅσον τὸ κατὰ δύναμιν, καὶ πάλιν νὰ τοῦ ὑποσχεθῇς νὰ τὸν εὐεργετήσῃς καὶ ὑστερώτερα; ἢ ἤθελε τὸν καταφρόνεσης, καὶ τὸν στείλῃς ὀπίσω εὔκαιρον, καὶ ἀτιμασμένον, διατὶ εἶναι ἐνδυμένος πτωχικὰ φορέματα, καὶ ἦλθε πεζός;
Εἰδὲ ὑποθέσωμεν, πὼς τὸν ἐκαταφρόνεσες ἐσὺ τοιουτοτρόπως, καὶ τὸ ἔμαθεν καὶ ὁ βασιλεύς, ἆρα γε ἤθελε σὲ ἐπαινέσῃ εἰς τοῦτο, ἢ ἤθελε σὲ μεμφθῇ, καὶ σὲ κατακρίνῃ; ἂν ἤσουν ἐσὺ ὁ ἴδιος βασιλεύς, τάχα δὲν ἤθελε λογιάσῃς διὰ ἐδικήν σου ὕβριν, καὶ ἀτιμίαν, ἐκείνην τὴν καταφρόνεσιν ὁποῦ ἔγινεν εἰς τὸν δοῦλον σου; τάχα δὲν ἤθελε στοχασθῇς, ὡσὰν ἐδικόν σου ὄνειδος, τὸν ὀνειδισμὸν ἐκείνου; καὶ ἀληθινὰ ἔτζι εἶναι. Διατὶ τόσον πολλὰ ἤθελε θυμωθῇς κατεπάνω του, ὡσὰν νὰ ἐκαταφρόνεσεν ἐσένα τὸν ἴδιον, καὶ νὰ σὲ ἐμέμφθη, πὼς ἔχεις τοιούτους δούλους. Καὶ ἤθελε εἴπῃς ἔτζι. Ποῖος τὸν ἐκατάστησεν ἐκεῖνον κριτὴν ἐπάνω εἰς τοὺς ἐδικούς μου δούλους; Διατὶ αὐτὸς δὲν ἐκατηγόρησε τὸν δοῦλον τὸν ἐδικόν μου, πὼς ἀπὸ τὴν ἐδικήν του ἀμέλειαν φορεῖ τὰ τοιαῦτα πτωχικά, καὶ λαιρωμένα φορέματα, ἀλλὰ κατηγορεῖ ἐμένα τὸν ἴδιον, πὼς εἶμαι ἄσπλαγχνος, καὶ ὑποφέρω νὰ βλέπω τοὺς δούλους μου ἐνδεδυμένους μὲ τέτοια παλαιοφορέματα, καὶ ἔτζι ἤθελε μετανοήσῃς εἰς ἐκεῖνα ὅπου ὑποσχέθης νὰ τοῦ κάμῃς διὰ αὐτὴν τὴν ἀτιμίαν ὅπου ἔκαμεν εἰς τὸν δοῦλόν σου. Καὶ βεβαιότατα δὲν ἤθελε τὸν ἀποδεχθῇς τελείως, ὅταν ἤθελε ἔλθῃ εἰς ἐσένα. Διατὶ αὐτὸς ὡς ἀδιάντροπος ἅρπασε τὴν κρίσιν τὴν ἐδικήν σου, καὶ ἔκρινε τοὺς δούλους σου, ὅπου δὲν εἶχεν ἄδειαν νὰ τοὺς κρίνῃ αὐτός.
Αὐτὰ λοιπὸν ὅλα στοχαζόμενος εἰς τὸν ἑαυτόν σου, ὡς πνευματικόν, καὶ ἠγαπημένον μου τέκνον, καὶ μανθάνοντας τῶν πραγμάτων τὴν τάξιν τελείαν, καὶ καθαράν, ἀγωνίσου ὅσον δύνασαι, νὰ γένῃς χριστιανός,(σελ. 81) ὄχι μὲ λόγον μοναχά, ἀλλὰ μάλιστα μὲ τὸ ἔργον. Ἀπόκτησαι πατέρα πνευματικόν, ἀπόκτησαι διδάσκαλον, μεσίτην, καὶ ἐγγυητὴν πρὸς τὸν Θεόν. Συγκολλήσου μαζί του μὲ ἀγάπην, καὶ πίστιν, καὶ μὲ φόβον, καὶ πόθον, ὡσὰν νὰ ἤσουν μαζὶ μὲ αὐτὸν τὸν ἴδιον Χριστόν, διὰ νὰ ἀξιωθῇς μὲ τὸ μέσον αὐτοῦ, νὰ ἑνωθῇς καὶ μὲ αὐτὸν τὸν Χριστόν, καὶ νὰ γένης συμμέτοχος, καὶ συγκληρονόμος τῆς αἰωνίου δόξης, καὶ βασιλείας του, καὶ νὰ ἀνυμνῇς, καὶ δοξάζῃς αὐτὸν μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα του, καὶ τὸ πανάγιόν του Πνεῦμα, εἰς τοὺς ἀτελευτήτους αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
____________________ 
Ὁλόκληρος ὁ Δέκατος Πρῶτος Λόγος τοῦ Ἄγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου ὑπάρχει στὴν διεύθυνση:
http://eugenikos.blogspot.com/2012/02/blog-post_12.html

Ὁ Ἅγιος Πολύευκτος ὁ Μάρτυρας



Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Πολύευκτος ἔζησε κατὰ τὴν ἐποχὴ τῶν αὐτοκρατόρων Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.) καὶ Οὐαλεριανοῦ (251 – 259 μ.Χ.). Ὅταν κηρύχθηκε ὁ διωγμὸς κατὰ τῶν Χριστιανῶν καὶ αὐτοὶ διετάχθησαν νὰ ἐπιστρέψουν στὴν εἰδωλολατρία, ὑπῆρξε ὁ πρῶτος ποὺ μαρτύρησε γιὰ τὸν Χριστὸ στὴ Μελιτηνὴ τῆς Ἀρμενίας, ὅπου ἐκτελοῦσε τὰ στρατιωτικά του καθήκοντα.
Ὁ Ἅγιος Πολύευκτος, χωρὶς νὰ δειλιάσει, διεκήρυξε μὲ παρρησία τὴν πίστη του στὸν Χριστὸ καὶ μὲ Πνευματικὴ ἀνδρεία συνέτριψε τὰ εἴδωλα ποὺ λάτρευαν οἱ ἐθνικοί. Οἱ παραινέσεις τοῦ πεθεροῦ του, καθὼς καὶ οἱ θρηνώδεις κραυγὲς τῆς γυναίκας του, δὲν τὸν κλόνισαν καθόλου. Παρέμεινε σταθερὸς στὴν ὁμολογία του, γεγονὸς ποὺ ἐπιβεβαίωσε καὶ στὸν Μάρτυρα Νέαρχο, τὸν φίλο του, ποὺ φοβόταν μήπως ἀπὸ τὰ βασανιστήρια ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό. Ἔτσι, λοιπόν, ὁ Ἅγιος Πολύευκτος μαρτύρησε διὰ ξίφους.
Ἡ Σύναξη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Πολυεύκτου ἐτελεῖτο στὸ σεπτὸ ναὸ ποὺ ἀνήγειραν οἱ πιστοὶ στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου του, ποὺ ἔκειτο κοντὰ στὴν περιοχὴ τοῦ Φιλαδελφίου καὶ τοῦ Ταύρου Κωνσταντινουπόλεως.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης. 
Μυηθεῖς οὐρανόθεν εὐσεβείας τὴν ἔλλαμψιν, ὤφθης στρατιώτης γενναῖος, τοῦ Σωτῆρος Πολύευκτε· καὶ ξίφει ἐκτμηθεὶς τὴν κεφαλήν, Μαρτύρων ἠριθμήθης τοῖς χοροῖς, μεθ’ ὧν πρέσβευε θεόφρον διὰ παντός, ὑπὲρ τῶν ἐκβοώντων σοι· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ δωρουμένῳ διὰ σοῦ, πᾶσι τὰ κρείττονα.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τοῦ Σωτῆρος κλίναντος ἐν Ἰορδάνῃ, κεφαλὴν ἐθλάσθησαν, αἱ τῶν δρακόντων κεφαλαί· τοῦ Πολυεύκτου ἡ κάρα δέ, ἀποτμηθεῖσα τὸν δόλιον ᾔσχυνε.

Μεγαλυνάριον.
Πολύευκτον χάριν ἐπιποθῶν, πολύευκτον πίστιν, προσελάβου ὡς νουνεχής· ὅθεν πολυεύκτου, τρυφῆς κατηξιώθης, Πολύευκτε τρισμάκαρ, ἀθλήσας ἄριστα.

Ἡ Ἁγία Παρθένα ἡ Ἐδεσσαία



Ἡ Ἁγία Παρθένα καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἔδεσσα τῆς Μακεδονίας καὶ γεννήθηκε περὶ τὸν 14ο αἰώνα. Κατὰ τὸ παρθενικό της ὄνομα εἶχε καὶ τὸ βίο της, ζώντας μὲ ἄσκηση καὶ σεμνότητα.
Κατὰ τὸ ἔτος 1375 ἡ Ἔδεσσα πολιορκήθηκε ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ οἱ κάτοικοι ἀντέταξαν δυνατὴ ἄμυνα, ἐνισχυόμενοι καὶ ἐνθαρρυνόμενοι ἀπὸ τὸν Ἱερομόναχο Σεραφείμ, ἐφημέριο τοῦ Μητροπολιτικοῦ ναοῦ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. Ὁ ἐχθρὸς ἦταν ἄριστα ὀργανωμένος καὶ πολυάριθμος, ἀλλὰ ἀπέκανε καὶ ὡς φαίνεται, ἑτοιμαζόταν νὰ λύσει τὴν πολιορκία.
Ἀλλὰ κατὰ τὴν τελευταία στιγμή, ἕνας ἀπὸ τοὺς προκρίτους τῆς πόλεως, ὀνομαζόμενος Πέτρος (ἡ παράδοση τὸν ὀνομάζει Κὲλλ Πέτρο, δηλαδὴ Κασιδιάρη Πέτρο), ὁ ὁποῖος ἦταν πατέρας τῆς Ἁγίας Παρθένας, πληρώθηκε μὲ μεγάλο χρηματικὸ ποσὸ ἀπὸ τὸν πολιορκητὴ Πασᾶ τῶν Τούρκων καὶ πρόδωσε τὴν πόλη. Οἱ Τοῦρκοι εἰσέβαλαν στὴν Ἔδεσσα, στὶς 26 Δεκεμβρίου 1375, ἀπὸ τὸ νοτιοανατολικὸ μέρος, ὅπου αὐτὸς φρουροῦσε, καὶ ὅπου ἦταν μία ἀπὸ τὶς κυριότερες ἐπάλξεις τῆς πόλεως. Ἀμέσως ἐπιδόθηκαν στὴ σφαγὴ καὶ τὸν ἐξανδραποδισμὸ τῶν κατοίκων, τὶς διαρπαγὲς καὶ τὶς ἀτιμώσεις. Συνέλαβαν τὸν Ἱερομόναχο Σεραφεὶμ καὶ μετὰ ἀπὸ σκληρὰ βασανιστήρια τὸν ἔπνιξαν στὸ μέγα καταρράκτη, ποὺ ἔχει τὸ ὄνομα «ἰτσερὶ Πασᾶ», δηλαδὴ «νερὰ τοῦ Πασᾶ».
Ὁ προδότης Πέτρος, μετὰ τὴ φρικώδη πράξη του καὶ τὴν ἅλωση τῆς πόλεως, ἀρνήθηκε τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔγινε Μουσουλμάνος. Δὲν ἀρκοῦσε ὅμως αὐτό. Παρέδωσε στὸν Πασᾶ, ὡς παλλακίδα, τὴ θυγατέρα του Παρθένα, ἀφοῦ προηγουμένως προσπαθοῦσε νὰ τὴν πείσει νὰ ἀπαρνηθεῖ τὸν Χριστό. Ἡ Ἁγία Παρθένα μόλις ἄκουσε τὰ λόγια τοῦ πατέρα της, ὡς ἄλλη Ἁγία Βαρβάρα, ἔφριξε καὶ ἔλεγξε μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία τὸν ἄθλιο πατέρα της καὶ ὁμολόγησε ὅτι ποτὲ δὲν θὰ ἀρνηθεῖ τὸ γλυκύτατο ὄνομα τοῦ οὐράνιου Νυμφίου αὐτῆς, Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖνος, ἀντὶ νὰ συντριβεῖ καὶ νὰ μετανοήσει, ὀργίσθηκε καὶ ἔγινε σὰν θηρίο. Ἄρχισε νὰ κτυπᾶ τὴν Ἁγία μέχρι αἵματος καὶ ἀναισθησίας. Στὴν συνέχει τὴν γύμνωσε καὶ τὴν παρέδωσε στὰ χέρια τῶν Τούρκων. Οἱ στρατιῶτες τὴν βασάνιζαν ἐπὶ τρεῖς ἡμέρες. Στὸ τέλος, τὴν ὁδήγησαν ὁλόγυμνη σὲ ἕνα λόφο, ὅπου τὴν ἔθαψαν ζωντανή. Ὁ λόφος αὐτὸς ὀνομάζεται μέχρι σήμερα «λόφος τῆς Παρθένου».

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θεῖον βλάστημα, Ἐδέσσης ὤφθης, καὶ ἰσότιμος, κλεινῶν Μαρτύρων, Ἀθληφόρε Παρθένα φερώνυμε· τοῦ γὰρ πατρὸς τὴν κακίαν ἐλέγξασα, ὑπὲρ Χριστοῦ θεοφρόνως ἐνήθλησας· ὅθεν πρέβευε, δοθῆναι τοῖς σὲ γεραίρουσι, πταισμάτων ἱλασμὸν καὶ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἑορτάζει σήμερον, τῶν Ἐδεσσαίων ἡ πόλις, τὴν ἁγίαν μνήμην σου, Παρθενομάρτυς Παρθένα· χαίρει γάρ, πιστῶς σε θρέψασα ἐν Κυρίῳ, μέλπουσα, τοῦ μαρτυρίου σου τοὺς ἀγῶνας, οὓς διήνυσας ἀνδρείως, ὑπὲρ τῆς δόξης Χριστοῦ πανεύφημε.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Ἐδεσσαίων ἡ καλλονή, Παρθένα θεόφρον, νύμφη ἄφθορε τοῦ Χριστοῦ· χαίροις Ὀρθοδόξων, Ἑλλήνων θυμηδία, σεμνὴ Παρθενομάρτυς ἀξιοθαύμαστε.

Ὁ Ὅσιος Εὐστράτιος ὁ Θαυματουργός


Ὁ Ὅσιος Εὐστράτιος καταγόταν ἀπὸ τὴν περιοχὴ τῆς Ταρσίας (Ταρσὸς Βιθυνίας στὴ Μικρὰ Ἀσία), ἡ ὁποία ἀνῆκε στὴ μεγάλη διοικητικὴ περιφέρεια τῶν Ὀπτημάτων καὶ συγκεκριμένα ἀπὸ τὴν κωμόπολη ποὺ ἔφερε τὸ ὄνομα Βιτζιανὴ καὶ ἔζησε τὸν 9ο αἰώνα μ.Χ. Οἱ γονεῖς του, Γεώργιος καὶ Μεγεθώ, ἦταν εὐσεβεῖς καὶ εὔποροι. Ὁ Ὅσιος Εὐστράτιος ἀνατράφηκε μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου καὶ οἱ γονεῖς του φρόντισαν καὶ γιὰ τὴν ἐκπαίδευσή του. Ὅταν συμπλήρωσε τὸ εἰκοστὸ ἔτος τῆς ἡλικίας του ἡ καρδιά του κυριεύθηκε ἀπὸ Θεῖο ἔρωτα. Τότε ἄφησε τοὺς γονεῖς του καὶ μετέβη στὸν Ὄλυμπο, στὸ Μοναστήρι τοῦ Αὐγάρου, στὸ ὁποῖο μόναζαν οἱ θεῖοι του, ἀπὸ τὴ μητέρα του, Γρηγόριος καὶ Βασίλειος. Ἐκεῖ λοιπόν, ἔγινε δεκτὸς ἀπὸ τοὺς θείους του καὶ ἀκολούθησε καὶ αὐτὸς τὴν ἐπίπονη καὶ σκληρὴ ζωὴ τοῦ μοναχοῦ.
Ὁ Ὅσιος καθημερινὰ διακονοῦσε τοὺς πάντες μὲ πρόθυμη καρδιὰ καὶ ταπεινὸ φρόνημα. Δὲν ἐνδιαφερόταν γιὰ τίποτε ἀπὸ τὰ ἀγαθὰ τοῦ κόσμου. Δὲν εἶχε τίποτε στὴν κατοχή του, παρὰ μόνο ἕνα τρίχινο ἔνδυμα καὶ ἕνα ὕφασμα ἀπὸ μαλλὶ προβάτου. Δὲν εἶχε οὔτε τόπο ὁρισμένο γιὰ νὰ κοιμᾶται. Λένε μάλιστα, ὅτι ἀπὸ τότε ποὺ ἔγινε μοναχός, στὰ ἑβδομήντα πέντε τοῦ ἀσκητικοῦ του βίου, δὲν κοιμήθηκε ποτὲ ὕπτιος ἢ μὲ τὸ ἀριστερὸ πλευρό.
Ὅταν πέθαναν οἱ πρὸ αὐτοῦ ἡγούμενοι τῆς μονῆς, οἱ πατέρες ἐμπιστεύθηκαν στὸν Ὅσιο τὴ διοίκηση τῆς μονῆς καὶ τὸν ἀνέδειξαν ἡγούμενο.
Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ἐπέστρεψε νικητὴς ἀπὸ τὸν πόλεμο κατὰ τῶν Βουλγάρων, ὁ εἰκονομάχος Λέων ὁ Ε’ (813 – 820 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος ἀνέτρεψε τὸν εὐσεβέστατο αὐτοκράτορα Μιχαήλ. Ἡ αἵρεση τῆς εἰκονομαχίας ἄρχισε νὰ φουντώνει. Ὁ Ὅσιος Εὐστράτιος, μετὰ ἀπὸ προτροπὴ τοῦ Ὁσίου Ἰωαννικίου τοῦ Μεγάλου ( 4 Νοεμβρίου), ἄφησε τὴ Μονὴ καὶ ἐπέστρεψε στὴν πατρίδα του. Μόλις ὅμως ἔγινε ἡ ἀναστήλωση τῶν ἁγίων εἰκόνων, ὁ Ὅσιος ἐπανῆλθε στὸ μοναστήρι του. Ἡ μέρα περνοῦσε μὲ Πνευματικὰ γυμνάσματα καὶ ἄσκηση καὶ ἡ νύκτα μὲ ἀγρυπνίες καὶ γονυκλισίες. Ἡ μονολόγιστη ἐλπίδα, ἡ εὐχὴ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἦταν στὴν καρδιὰ καὶ τὰ χείλη του. Ὁ Θεὸς τὸν ἀξίωσε μὲ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας.
Ὁ Ἅγιος προεῖδε, μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ, τὸ θάνατό του. Λίγο πρὶν ἀπέλθει ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωή, κάλεσε τοὺς μοναχοὺς καὶ τοὺς εἶπε : «Ἀδελφοί, ὁ χρόνος τῆς ἐπίγειας ζωῆς μου ἔφθασε στὸ τέλος του. Λοιπόν, τέκνα μου ἀγαπητά, νὰ φυλάξετε τὴν παρακαταθήκη ποὺ παραλάβατε, γιατί τὰ πράγματα τῆς παρούσας ζωῆς εἶναι πρόσκαιρα καὶ μάταια, ἐνῶ τῆς μέλλουσας ζωῆς εἶναι ἄφθαρτα καὶ αἰώνια». Μόλις τελείωσε τὰ σύντομα αὐτὰ λόγια, τοὺς εὐλόγησε καὶ τοὺς σφράγισε μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ. Ἔπειτα, ἀφοῦ ὕψωσε τὸ βλέμμα του στὸν οὐρανό, εἶπε, «Κύριε, εἰς τὰς χείρας σου παραδίδω τὸ πνεῦμά μου».
Ἔτσι ὁ Ὅσιος Εὐστράτιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη σὲ ἡλικία 95 ἐτῶν.

Ὁ Ἅγιος Πέτρος Ἐπίσκοπος Σεβαστείας



Ὁ Ἅγιος Πέτρος γεννήθηκε στὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας τὸ 349 μ.Χ. Ὁ πατέρας του Βασίλειος, ἦταν ρήτορας, ἐγκατεστημένος στὴ Νεοκαισάρεια τοῦ Πόντου καὶ ἦταν υἱὸς τῆς Μακρίνης, ἡ ὁποία ὑπέστη πολλὰ μετὰ τοῦ συζύγου της κατὰ τὸν διωγμὸ τοῦ Μαξιμίνου γιὰ τὴν πίστη τους στὸν Χριστό.
Ἡ μητέρα τοῦ Ἁγίου Πέτρου ὀνομαζόταν Ἐμμέλεια, καταγόταν ἀπὸ τὴν Καππαδοκία, ἦταν θυγατέρα Μάρτυρος, εὐλαβέστατη καὶ πολὺ φιλάνθρωπη. Ἀπὸ τὸν γάμο της μὲ τὸν Βασίλειο γεννήθηκαν ἐννέα παιδιά, ἀπὸ τὰ ὁποία τὰ τέσσερα ἦταν ἀγόρια. Τὸ πρωτότοκο παιδί τους ἦταν ἡ Μακρίνα ἡ ὁποία μετὰ τὸν θάνατο τοῦ μνηστήρα της, ἐπιδόθηκε στὴν ἄσκηση. Πρὸ τοῦ Πέτρου γεννήθηκε ἡ Θεοσεβία. Ἀπὸ τὰ τέσσερα ἀγόρια, τρεῖς ἔγιναν Ἐπίσκοποι, ὁ Βασίλειος στὴν Καισάρεια, ὁ Γρηγόριος στὴ Νύσσα καὶ ὁ Πέτρος στὴ Σεβαστεία. Ὁ Ναυκράτιος πέθανε νέος, σὲ ἡλικία 27 ἐτῶν.
Ὁ Ἅγιος Πέτρος ἔγινε ἡγούμενος τῆς μονῆς ποὺ ἵδρυσε ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ ὁποῖος τὸ ἔτος 370 μ.Χ. τὸν χειροτόνησε πρεσβύτερο καὶ τὸ 380 μ.Χ., Ἐπίσκοπο Σεβαστείας τῆς Μ. Ἀρμενίας. Ἔλαβε μέρος στὴν Β’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο καὶ κοιμήθηκε εἰρηνικὰ τὸ ἔτος 392 μ.Χ.

Ὁ Ἅγιος Φίλιππος ὁ Ἱερομάρτυρας





Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Φίλιππος, κατὰ κόσμο Θεόδωρος Στεπάνοβιτς Κολύσεφ, γεννήθηκε στὴ Ρωσία τὸ ἔτος 1507 ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς, τὸν Στέφανο καὶ τὴν Βαρβάρα, ποὺ ἀργότερα ἔγινε μοναχὴ μὲ τὸ ὄνομα Βαρσανουφία. Ἡ ἀγάπη του πρὸς τὴν μοναχικὴ πολιτεία καὶ τὸ ἀσκητικὸ ἦθος, ὁδήγησε τὰ βήματά του στὴ Μονὴ Σολόβκι, στὸν Παγωμένο Ὠκεανό, ὅπου ἄρχισε νὰ διδάσκεται τὰ τῆς μοναχικῆς πολιτείας καὶ νὰ διέρχεται τὸ βίο του μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία. Στὴ συνέχεια διετέλεσε ἡγούμενος τῆς μονῆς.
Τὸ ἔτος 1566, ἐπὶ βασιλείας Ἰβὰν Δ’ Βασίλιεβιτς (τοῦ Τρομεροῦ), ἐξελέγη, μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Μητροπολίτη Ἀθανασίου (1564 – 1566), Μητροπολίτης Μόσχας, ἀλλὰ ἀπομακρύνθηκε. Ὅταν, τὸ 1565, ὁ Κούρβσκι ἤθελε νὰ ἀνατρέψει τὸ θρόνο τῆς Ρωσίας, ὁ τσάρος Ἰβὰν θεώρησε ὅλους τοὺς ἄρχοντες κρυφοὺς ἐχθρούς του καὶ κατέφυγε στὴν πόλη Ἀλεξάνδροβκ, προτιθέμενος νὰ παραιτηθεῖ τῆς ἐξουσίας. Ἡ ἀγγελία αὐτὴ κατέπληξε τὴ Μόσχα, διότι ἡ ἀναρχία φαινόταν φοβερότερη ἀπὸ τὴν τυραννία, καὶ ὁ λαὸς ζήτησε τὴν ἐπάνοδο τοῦ τσάρου. Ὁ Ἰβὰν ἐπέστρεψε στὴ Μόσχα στὶς 2 Φεβρουαρίου 1565. Τὴν ἑπομένη συνεκάλεσε σύνοδο καὶ ἀποφάσισε τὴ σύσταση τῆς Ὀπρίτσνινα, σωματοφυλακῆς γιὰ τὴν ἀσφάλεια τοῦ ἴδιου καὶ τῆς ἐπικράτειας. Ἡ σωματοφυλακὴ αὐτὴ ποὺ ἦταν τυφλὸ ὄργανο τοῦ τσάρου, κατατρομοκράτησε τὴ χώρα.
Ὁ Ἅγιος Φίλιππος ἀρνήθηκε νὰ εὐλογήσει τὸν τσάρο καὶ ἀντιτάχθηκε στὴν βασιλικὴ αὐθαιρεσία καὶ τὶς βδελυρὲς πράξεις μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἐκθρονισθεῖ, νὰ ἐγκλειστεῖ στὴ μονὴ Ὀτρὸτς τοῦ Τβὲρ καὶ νὰ δολοφονηθεῖ στὶς 23 Δεκεμβρίου 1569 ἀπὸ ἄνθρωπο τοῦ τσάρου.
Τὸ τίμιο λείψανό του βρέθηκε ἄφθορο καὶ τὸ ἔτος 1652. Ὁ τσάρος τῆς Ρωσίας Ἀλέξιος Μιχαήλοβιτς τὸ ἐναπέθεσε στὸν καθεδρικὸ ναὸ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Μόσχας, στὸ Κρεμλίνο.

Συναξαριστής της 9ης Ιανουαρίου


Ὁ Ἅγιος Πολύευκτος

 


Καταπληκτικὰ μηνύματα μᾶς δίνει ὁ στρατιωτικὸς Ἅγιος Πολύευκτος. Ἦταν ἀπὸ τὴν Μελιτηνὴ τῆς Μεσοποταμίας.

Στὰ χρόνια 253-256 ὁ αὐτοκράτορας Ῥώμης Οὐαλεριανὸς διέταξε σκληρὸ διωγμὸ κατὰ τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Πολύευκτος δὲν κρύβει τὴν πίστη του στὸ Χριστὸ μέσα στὸ στράτευμα. Αὐτό, βέβαια, ἀναφέρεται στὸν αὐτοκράτορα, ποὺ τὸν καλεῖ νὰ ἀπολογηθεῖ.

Τότε, ὁ πεθερὸς τοῦ Πολύευκτου τὸν συμβουλεύει νὰ πειθαρχήσει σὰν στρατιωτικὸς στὸ αὐτοκρατορικὸ πρόσταγμα. Ὁ Πολύευκτος, χρησιμοποιῶντας τὰ λόγια τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου σὰν ἀποστομωτικὴ ἀπάντηση, ὑπενθυμίζει στὸν πεθερό του ὅτι «ὑποχρέωση καὶ καθῆκον ἔχουμε νὰ πειθαρχοῦμε περισσότερο στὸ Θεό, παρὰ στοὺς ἀνθρώπους», καθὼς ἐπίσης καὶ τὰ λόγια τοῦ Κυρίου μας, ποὺ εἶπε: «Θὰ σᾶς σύρουν μπροστὰ σὲ ἡγεμόνες καὶ βασιλεῖς σὰν κατηγορουμένους νὰ μαρτυρήσετε γιὰ μένα, [...] καὶ ὁποῖος μὲ ὁμολογήσει μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους, θὰ τὸν ὁμολογήσω καὶ ἐγὼ μπροστὰ στὸν Πατέρα μου, ποὺ εἶναι στοὺς οὐρανούς».

Ἡ νεαρὴ σύζυγός του τὸν ἱκετεύει νὰ σώσει μὲ κάθε τρόπο τὴν ζωή του καὶ νὰ μὴν τὴν ἀφήσει χήρα. Ὁ Πολύευκτος στὰ δάκρυα τῆς γυναίκας του ἀντιτάσσει καὶ πάλι τὰ λόγια του Κυρίου μας, ὅτι «ὅποιος ἀγαπᾷ πατέρα ἢ μητέρα ἢ γυναῖκα περισσότερο ἀπὸ μένα, δὲν εἶναι ἄξιός μου». Ἔπειτα, τὴν ἐξορκίζει νὰ μὴ θελήσει νὰ ἔχει σύζυγο ἕναν ἐξωμότη καὶ προδότη τοῦ Σωτῆρα μας καὶ Θεοῦ μας. Καὶ πράγματι, στέρεος καὶ ἀμετασάλευτος στὴν πίστη, ἀποκεφαλίζεται καὶ παραδίδει τὴν ψυχή του στὸ Χριστό.

Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Μυηθεὶς οὐρανόθεν εὐσέβειας τὴν ἔλλαμψιν, ὤφθης στρατιώτης γενναῖος, τοῦ Σωτῆρος Πολύευκτε καὶ ξίφει ἐκτμηθεὶς τὴν κεφαλήν, Μαρτύρων ἠριθμήθης τοῖς χοροῖς, μεθ' ὧν πρέσβευε θεόφρον διὰ παντός, ὑπὲρ τῶν ἐκβοώντων σοι, δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ δωρουμένῳ διά σοῦ, πᾶσι τὰ κρείττονα.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε
Ὁ Μάρτυς σου Κύριε, ἐν τῇ ἀθλήσει αὐτοῦ, τὸ στέφος ἐκομίσατο τῆς ἀφθαρσίας, ἐκ σοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν· ἔχων γὰρ τὴν ἰσχύν σου, τοὺς τυράννους καθεῖλεν ἔθραυσε καὶ δαιμόνων τὰ ἀνίσχυρα θράση. Αὐτοῦ ταῖς ἱκεσίαις Χριστέ ὁ Θεός, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον
Τοῦ Σωτῆρος κλίναντος ἐν Ἰορδάνῃ, κεφαλήν ἐθλάσθησαν, αἱ τῶν δρακόντων κεφαλαί, τοῦ Πολυεύκτου ἡ κάρα δέ, ἀποτμηθεῖσα τόν δόλιον ᾔσχυνε.

 
Ὁ Ὅσιος Εὐστράτιος ὁ θαυματουργός

Γεννήθηκε στὸ χωριὸ Βιτζινιανή, ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς τὸν Γεώργιο καὶ τὴν Μεγέθη. Σὲ ἡλικία 20 χρονῶν ὁ Εὐστράτιος, ἔφυγε ἀπὸ τὴν πατρίδα του καὶ πῆγε στὸ ὄρος Ὄλυμπος τῆς Βιθυνίας, στὴ μονὴ Αὐγάρων, ὅπου ἐκεῖ ἦταν μοναχοὶ οἱ θεῖοι του δηλαδὴ τ᾿ ἀδέλφια τῆς μητέρας του Γρηγόριος καὶ Βασίλειος.

Ἀφοῦ παιδαγωγήθηκε ἀπ᾿ αὐτοὺς στὰ ἀσκητικὰ πράγματα, ἔκαρη μοναχὸς καὶ ἀναδείχθηκε μὲ τὴν αὐστηρὴ ζωή του, ἕνας ἀπὸ τοὺς ὁσιότερους ἄνδρες τῆς ἐποχῆς του. Τόσο μάλιστα, ποὺ στὴ συνέχεια οἱ μοναχοί του ἐμπιστεύτηκαν καὶ τὴν διοίκηση τῆς μονῆς, ἀναδεικνύοντας αὐτὸν ἡγούμενο.

Ὅταν ὅμως αὐτοκράτωρ ἦταν ὁ εἰκονομάχος Λέων ὁ Ἴσαυρος, ὁ Εὐστράτιος μὲ προτροπὴ τοῦ Ἴωαννικίου τοῦ μεγάλου, ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὴν μονή του καὶ ἔφυγε στὴν πατρίδα του. Ἐπανῆλθε μὲ τὴν ἀναστήλωση τῶν ἁγίων εἰκόνων, καὶ πέρασε τὸ ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς του μὲ ἄσκηση, προσευχὴ καὶ μελέτη.

Πέθανε δὲ εἰρηνικά, ἀφοῦ ἐπετέλεσε πολλὰ θαύματα, σὲ ἡλικία 95 ἐτῶν. Χαρακτηριστικὰ εἶναι τὰ λόγια τῶν τελευταίων του ὡρῶν: «Ἀδελφοὶ καὶ πατέρες, ὁ καιρὸς τῆς ζωῆς μου ἔλαβε τέλος. Παιδιά μου ἀγαπητά, φυλάξατε τὴν παρακαταθήκην τοῦ ἁγίου σχήματος ποὺ παραλάβατε, καὶ νὰ ξέρετε ὅτι τὰ μὲν παρόντα πράγματα εἶναι πρόσκαιρα καὶ μάταια, τὰ δὲ μέλλοντα εἶναι αἰώνια καὶ παντοτινά».

 
Ὁ Ὅσιος Πέτρος ἐπίσκοπος Σεβαστείας

Ὁ Ὅσιος Πέτρος, ὑπῆρξε ἀδελφὸς τοῦ Μ. Βασιλείου καὶ τοῦ Γρηγορίου Νύσσης (349-392). Καθοδηγήθηκε ἀπὸ τὴν ἀδελφή του Μακρίνα στὴν αὐστηρὴ ἀσκητικὴ ζωὴ καὶ ἔγινε μοναχὸς καὶ ἡγούμενος τοῦ Κοινοβίου ποὺ ἵδρυσε ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ ὁποῖος τὸ 370 τὸν χειροτόνησε πρεσβύτερο καὶ τὸ 380 ἐπίσκοπο Σεβαστείας στὴ Μ. Ἀρμενία. Ἔλαβε μέρος στὴ Β´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο (Κωνσταντινούπολη 381). Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

 
Ἡ Ἁγία Ἀντωνίνα ποὺ μαρτύρησε στὴ Νικομήδεια

Σῴζεται μόνο ἡ φράση: « ἡ ἁγία Ἀντωνίνα ἡ ἐν Νικομήδειᾳ ἐν τῇ θαλάσσῃ».

 
Ὁ Ἅγιος Λαυρέντιος

Ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστὲς καὶ τὰ Μηναῖα. Μνημονεύεται στὸν Λαυριωτικὸ Κώδικα Γ 74 φ. 112α, ὅπου ὑπάρχουν καὶ δυὸ ἰδιόμελα σ᾿ αὐτόν, στὰ ὁποῖα λέγεται ὅτι «ἐν σταδίῳ ἐτέλεσε τὸν καλὸν ἀγῶνα, καὶ ἐκ τῶν ἑσπερίων ὡς ἄστρον ἀνέτειλε καταφωτίζων τὴν σύμπασαν, ὅτι ἔστη ἐν μέσῳ τῶν διωκτῶν εἰδωλολατρῶν καὶ καθεῖλε τὴν σφενδόνη τῶν θείων λόγων αὐτῶν τὸ ἀνίσχυρον, διὸ καὶ κοσμηθεὶς τῷ στεφάνῳ τῆς νίκης καθορᾶ τὸ ἀμήχανον κάλλος Χριστοῦ».

 
Μνήμη Σεισμοῦ

Κατὰ τὸν Συναξαριστὴ τοῦ Delehaye, αὐτὴ τὴν μέρα ἔγινε σεισμὸς ἐπὶ βασιλείας Βασιλείου (867) καὶ κατέπεσε ὁ μεγάλος ναὸς τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου «ἐν τῷ Σίγματι», καθὼς καὶ πολλὲς ἄλλες ἐκκλησίες. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἀναφέρεται καὶ στὸν Παρισινὸ Κώδικα 1578, ἀλλὰ στὶς 10 Ἰανουαρίου.

 
Ὁ Ἅγιος Φίλιππος Μητροπολίτης Μόσχας καὶ πάσης Ῥωσίας

 


Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Φίλιππος, κατά κόσμο Θεόδωρος Στεπάνοβιτς Κολύσεφ, γεννήθηκε στή Ρωσία τό ἔτος 1507 μ.Χ. ἀπό εὐσεβεῖς γονεῖς, τόν Στέφανο καί τήν Βαρβάρα, πού ἀργότερα ἔγινε μοναχή μέ τό ὄνομα Βαρσανουφία. Ἡ ἀγάπη του πρός τήν μοναχική πολιτεία καί τό ἀσκητικό ἦθος, ὁδήγησε τά βήματά του στή Μονή Σολόβκι, στόν Παγωμένο Ὠκεανό, ὅπου ἄρχισε νά διδάσκεται τά τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί νά διέρχεται τό βίο του μέ προσευχή καί νηστεία. Στή συνέχεια διετέλεσε ἡγούμενος τῆς μονῆς.

Τό ἔτος 1566 μ.Χ., ἐπί βασιλείας Ἰβᾶν Δ’ Βασίλιεβιτς (τοῦ Τρομεροῦ), ἐξελέγη, μετά τό θάνατο τοῦ Μητροπολίτη Ἀθανασίου (1564 - 1566 μ.Χ.), Μητροπολίτης Μόσχας, ἀλλά ἀπομακρύνθηκε. Ὅταν, τό 1565 μ.Χ., ὁ Κούρβσκι ἤθελε νά ἀνατρέψει τό θρόνο τῆς Ρωσίας, ὁ τσάρος Ἰβᾶν θεώρησε ὅλους τους ἄρχοντες κρυφούς ἐχθρούς του καί κατέφυγε στήν πόλη Ἀλεξάνδροβσκ, προτιθέμενος νά παραιτηθεῖ τῆς ἐξουσίας. Ἡ ἀγγελία αὐτή κατέπληξε τή Μόσχα, διότι ἡ ἀναρχία φαινόταν φοβερότερη ἀπό τήν τυραννία, καί ὁ λαός ζήτησε τήν ἐπάνοδο τοῦ τσάρου. Ὁ Ἰβᾶν ἐπέστρεψε στή Μόσχα στίς 2 Φεβρουαρίου 1565 μ.Χ. Τήν ἑπομένη συνεκάλεσε σύνοδο καί ἀποφάσισε τή σύσταση τῆς Ὀπρίτσνινα, σωματοφυλακῆς γιά τήν ἀσφάλεια τοῦ ἴδιου καί τῆς ἐπικράτειας. Ἡ σωματοφυλακή αὐτή πού ἦταν τυφλό ὄργανο τοῦ τσάρου, κατατρομοκράτησε τή χώρα.

Ὁ Ἅγιος Φίλιππος ἀρνήθηκε νά εὐλογήσει τόν τσάρο καί ἀντιτάχθηκε στήν βασιλική αὐθαιρεσία καί τίς βδελυρές πράξεις μέ ἀποτέλεσμα νά ἐκθρονισθεῖ, νά ἐγκλειστεῖ στή μονή Ὀτρότς τοῦ Τβέρ καί νά δολοφονηθεῖ στίς 23 Δεκεμβρίου 1569 μ.Χ. ἀπό ἄνθρωπο τοῦ τσάρου.

Τό τίμιο λείψανό του βρέθηκε ἄφθορο καί τό ἔτος 1652 μ.Χ. ὁ τσάρος τῆς Ρωσίας Ἀλέξιος Μιχαήλοβιτς τό ἐναπέθεσε στόν καθεδρικό ναό Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Μόσχας, στό Κρεμλίνο.

Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Φιλίππου, ἑορταζόταν στίς 23 Δεκεμβρίου τήν ἡμέρα τοῦ θανάτου του ἀλλά τό 1660 μ.Χ. μεταφέρθηκε στίς 9 Ἰανουαρίου.

 
Ὁ Ἅγιος Adrian, ἡγούμενος Καντουαρίας (Ἄγγλος)

Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ ἁγίου της Ὀρθοδοξίας μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρεττανικῶν Νήσων» τοῦ Χριστόφορου Κων. Κομμοδάτου, ἐπισκόπου Τελμησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.

 
Ὁ Ἅγιος Brithwaid, ἀρχιεπίσκοπος Καντουαρίας (Ἄγγλος)

Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ ἁγίου της Ὀρθοδοξίας μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρεττανικῶν Νήσων» τοῦ Χριστόφορου Κων. Κομμοδάτου, ἐπισκόπου Τελμησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.
 

Ὁ νοῦς χωρὶς τὴ νήψη βλέπει φαντάσματα...'Ιωάννης Κορναράκης




Οἱ μαθητὲς τοῦ Κυρίου, ὅπως ἔδειξαν σὲ κάποιες περιπτώσεις κατὰ τὴ διάρκεια τῆς τρίχρονης σχέσεώς τους μαζί του, δὲν διέθεταν πάντοτε τὴν ἀναγκαία νήψη, προκειμένου νὰ ἀντιληφθοῦν κάποια σημαντικὰ γεγονότα ἢ νὰ κατανοήσουν ὀρθῶς κάποιους λόγους του ἢ ἐνέργειές του! Αὐτὸ συνέβη καὶ ὅταν τὸν εἶδαν κάποτε νὰ περιπατεῖ στὴν φουρτουνιασμένη θάλασσα.

Μετὰ τὸ θαῦμα τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν ἄρτων, ὁ Κύριος ἀνάγκασε, εὐθὺς ἀμέσως, τοὺς μαθητές του νὰ ἀνεβοῦν στὸ πλοῖο, γιὰ νὰ πᾶνε στὸ ἀπέναντι μέρος τῆς λίμνης τῆς Τιβεριάδος, νὰ τὸν περιμένουν ἐκεῖ, μέχρις ὅτου ἀπολύσει τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ νὰ ἐπιστρέψουν στὰ σπίτια τους. Ἐκεῖνος ὅμως, ἀφοῦ ἔφυγαν οἱ πολλοὶ αὐτοὶ ἄνθρωποι, ἀνέβηκε στὸ ὄρος γιὰ νὰ προσευχηθεῖ.

Ἀλλά, ὅταν πλέον εἶχε ἀρχίσει νὰ νυκτώνει, τὸ πλοῖο μὲ τοὺς μαθητὲς βρέθηκε ξαφνικὰ στὸ μέσον τῆς θαλάσσης, βασανιζόμενον ὑπὸ τῶν κυμάτων, λόγω τοῦ σφοδροῦ θαλάσσιου ἀνέμου. Ἐπειδὴ δὲ ὁ Κύριος εἶδε τὴν ταλαιπωρία αὐτὴ τῶν μαθητῶν του, πλησίασε κατὰ τὰ χαράματα, πρὶν ἀκόμα τὸ φῶς τῆς ἡμέρας φωτίσει τὰ πάντα, περιπατῶν ἐπὶ τῆς θαλάσσης.

Ποιὰ ἦταν ἡ πρώτη ἀντίδραση τῶν μαθητῶν σ' αὐτὴ τὴν παρουσία τοῦ Κυρίου τους στὴν καρδιὰ τῆς θαλασσοταραχῆς ποὺ τοὺς ταλαιπωροῦσε; Ἐχάρησαν καὶ ἠρέμησαν; Ὄχι βέβαια! Ἀντίθετα, ἐπειδὴ δὲν μποροῦσαν ποτὲ νὰ φαντασθοῦν ὅτι ὁ Κύριός τους, ἀκόμη καὶ χωρὶς θαλάσσιο μέσον, θὰ μποροῦσε νὰ σπεύσει στὴν βοήθειά τους, μέσα μάλιστα σὲ μία ἀσταμάτητη θαλασσοταραχή, ἰδόντες αὐτὸν ἐπὶ τὴν θάλασσαν περιπατοῦντα ἐταράχθησαν, λέγοντες - μεταξύ τους - ὅτι φάντασμά ἐστι, καὶ ἀπὸ τοῦ φόβου ἔκραξαν!

Δὲν φαντάζονταν ὅτι μποροῦσε νὰ εἶναι ὁ Κύριος ἐκείνη ἡ μισοσκότεινη ἀνθρώπινη φιγούρα ποὺ εἶδαν κάποια στιγμὴ μέσα στὰ ἄγρια κύματα. Ἔτσι, μὲ θολωμένο τὸ νοῦ ἀπὸ τὴν ταραχή, ἐνόμισαν ὅτι ἔβλεπαν φάντασμα καὶ ἀπὸ τοῦ φόβου ἔκραξαν!

Τί ἔκραξαν ἄραγε; ποιὸ ἦταν τὸ αἴτημα τῆς κραυγῆς τους; Τὸ εὐαγγελικὸ κείμενο δὲν ἀφήνει περιθώρια ἐντοπισμοῦ κάποιου αἰτήματος. Πιθανῶς ἡ κραυγή τους νὰ εἶχε τὸ νόημα μιᾶς ἐκρήξεως ἀπελπισίας θανάτου. Μιᾶς ὁριστικῆς, τελεσίδικης ἀπελπισίας. Χαθήκαμε.

Ὁ Κύριος, λοιπόν, ἐφάνηκε στοὺς μαθητές του ὡς φάντασμα. Ὁ νοῦς τῶν μαθητῶν δὲν βρισκόταν, ΕΚΕΙΝΗ ΤΗΝ ΣΤΙΓΜΗ, ΣΕ ΝΗΨΗ. Ἦταν ἑπομένως τυφλός. Μόνο ὁ νηπτικός, ὁ νήφων νοῦς μπορεῖ νὰ ἰδεῖ τὸν Κύριον σ' ὁποιαδήποτε κατάσταση. Ἀλλὰ δὲν ἦταν ἡ μοναδικὴ αὐτὴ περίπτωση ποὺ ὁ νοῦς τῶν μαθητῶν ἦταν σκοτισμένος καὶ δὲν ἀνεγνώρισε τὸν Διδάσκαλο.

Ἀργότερα, ἀμέσως μετὰ τὴν ἀνάστασή του, ὅταν ξαφνικά, ἐνῶ τὸν θεωροῦσαν νεκρό, θὰ ἐμφανισθεῖ ἐνώπιόν τους, καὶ τότε θὰ τὸν ἐκλάβουν, θὰ τὸν θεωρήσουν ὡς πνεῦμα, ὡς φάντασμα. πτοηθέντες δὲ καὶ ἔμφοβοι γενόμενοι ἐδόκουν πνεῦμα θεωρεῖν! Καὶ εἶπεν αὐτοῖς· τί τεταραγμένοι ἐστέ, καὶ διατὶ διαλογισμοὶ ἀναβαίνουσιν ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν; (Λουκ. 24, 37-38).

Καὶ στὴν πρώτη περίπτωση τοῦ πλοίου καὶ στὴν δεύτερη αὐτὴ περίπτωση, οἱ μαθητές, ἰδόντες τὸν Κύριον, ἐταράχθησαν (Ματθ. 14,26).

Ἡ ἀπουσία τῆς νήψεως προσφέρει χῶρο στὴν ταραχή, ἡ ὁποία προκαλεῖ ποικίλους διαλογισμούς! Ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν εἶναι νηφάλιος, δὲν φιλοξενεῖ στὸ νοῦ καὶ στὸ πνεῦμα του τὴν ἀρετὴ τῆς νήψεως, εἶναι ἀποδιοργανωμένος ψυχικῶς καὶ πνευματικῶς. Βρίσκεται σὲ σύγχυση καὶ θαλασσοδέρνεται, ἀπὸ τὴν ταραχή, ἡ ὁποία μὲ τὴν παρουσία της ἀποκαλύπτει τὸ ξεσήκωμα ψυχικῶν κινήσεων καὶ διαλογισμῶν, οἱ ὁποῖοι θολώνουν τὸν ὀφθαλμὸ τοῦ νοῦ καὶ συσκοτίζουν τὸν φακὸ τῆς νήψεως.

Ἡ τελευταία διαπίστωση δείχνει ὅτι ἡ ἀπουσία τῆς νήψεως τελικὰ συσκοτίζει καὶ διαταράσσει τὴν ἀξιολογικὴ λειτουργία τῆς συνειδήσεως τοῦ ἀνθρώπου ποὺ θέλει νὰ εἶναι κοντὰ στὸν Ἰησοῦ! Ἀνάλογα δηλαδὴ μὲ τὴν ψυχικὴ κατάσταση τοῦ "μαθητοῦ" τοῦ Ἰησοῦ, ἡ εἰκόνα τοῦ προσώπου του φωτοσκιάζεται ἢ συσκοτίζεται καὶ τότε ὁ προβληματισμένος συνειδητὸς πιστὸς βλέπει τὸ Χριστὸ ὡς φάντασμα ἢ πνεῦμα, ἁπλῶς σὰν ἕνα ἐνδιαφέροντα συνοδοιπόρο τῆς ζωῆς. Ὅπως στὴν περίπτωση τῶν δύο μαθητῶν, οἱ ὁποῖοι, ἀμέσως μὲ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ὁδοιποροῦν μαζὶ του πρὸς Ἐμμαοὺς καὶ δὲν τὸν ἀναγνωρίζουν! Παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ "καρδία" αὐτῶν ἦτο καιομένη κατὰ τὴν συνοδοιπορία αὐτή, ὁ νοῦς τους δὲν διέθετε τὴν νήψη, ἡ ὁποία θὰ ἔριχνε φῶς στὸ πρόσωπο τοῦ ἄγνωστου συνοδοιπόρου!

Ναί! Ἡ ἀπουσία τῆς νήψεως σοῦ στερεῖ τὴν θέα τοῦ πραγματικοῦ προσώπου τοῦ Ἰησοῦ! 

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...