Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Αυγούστου 03, 2013

ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (Ρωμ. ιβ΄14). «Εὐλογεῖτε τοὺς διώκοντας ὑμᾶς, εὐλογεῖτε καὶ μὴ καταρᾶσθε».

  Ἡ φωνὴ τοῦ διδασκάλου μας ἀποστόλου Παύλου μᾶς καθοδηγεῖ στὸν χριστιανικὸ τρόπο ζωῆς μὲ κορύφωση τὴν ἀνωτέρω φράση. Πρέπει –μᾶςλέγει- νὰ προσευχόμεθα καὶ νὰ παρακαλοῦμε τὸν Θεὸ γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων ποὺ μᾶς καταδιώκουν, μᾶς θέτουν ἐμπόδια καὶ μᾶς διαβάλλουν μὲ κάθε τρόπο. Ὄχι μὀνο νὰ μὴν μᾶς ξεφεύγει κάποιος κακός λόγος, ἀλλὰ νὰ λέγουμε γιὰ αὐτοὺς πάντοτε τὰ καλύτερα λόγια, χωρὶς νὰ ἀγανακτοῦμε ἐναντίον τους, ὁμοιάζοντες μὲ τοὺς κοσμικοὺς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι ἐξαπολύουν κατάρες καὶ ὕβρεις δι’ ἀσάμαντον ἀφορμήν.
            Ὁ Προφήτης Δαυΐδ γράφει: «Πρέπει νὰ προσέχω τὴν συμπεριφορά μου, ἰδιαίτερα ὅταν συναντῶμαι μὲ κάποιον ἁμαρτωλόν, ὥστε νὰ μὴν τοῦ δώσω τὸ δικαίωμα νὰ κατηγορήσει τὸν Θεὸν ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ μὲ προστατεύσει» (Ψαλμ. λη’ 1).
            Στὶς σελίδες τοῦ γεροντικοῦ ἀναφέρεται ἕνα σχετικὸ περιστατικὸ μὲ τὸν Ἀββᾶ Μακάριο τὸν Αἰγύπτιο. Ὁ μεγάλος αὐτὸς πατέρας συνοδοιποροῦσε μὲ τὸν μαθητὴ του, τὸν ὁποῖο καὶ παρεκάλεσε νὰ προπορευθεῖ. Ὁ μαθητὴς του προπορευόμενος συνάντησε ἕναν ἱερέα εἰδωλολάτρη καὶ τοῦ φώναξε ἐπιτακτικά: «Δαίμονα ποῦ τρέχεις;». Ἐκεῖνος ἐξαγριώθηκε τόσο πολύ ποὺ τὸν κτύπησε, μέχρι ποὺ ἔμεινε ἀναίσθητος. Περπατώντας λόγο πιό κάτω ὁ εἰδωλολάτρης συναντᾶ τὸν Ἀββᾶ Μακάριο καὶ τοῦ εἶπε: «Μακάρι νὰ σωθεῖς κουρασμένε!». Ἐκεῖνος ρώτησε τὸν Ἀββᾶ: «Τὶ τὸ καλὸ εἶδες σ’ ἐμένα καὶ μοῦ μίλησες ἔτσι ὡραῖα;». «Σὲ εἶδα κουρασμένο καὶ ἤθελα νὰ σὲ βοηθήσω νὰ μὴν κοπιάζεις μάταια», τοῦ ἀπάντησε ὁ Ἀββᾶς Μακάριος. Ἐκεῖνος τότε τοῦ εἶπε: «Μὲ ἐνθουσίασε ὁ χαιρετισμὸς σου καὶ κατάλαβα ὅτι εἶσαι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ἕνας ἄλλος μοναχὸς μὲ ἔβρισε καὶ ἐγὼ τὸν κτύπησα. Δὲν φεύγ λοιπὸν ἀπὸ κοντὰ σου, ἄν δὲν μὲ κάνεις μοναχὸ». Τὰ λόγια τοῦ Ἀββᾶ Μακαρίου «ἀρτυμένα» μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ εἶχαν ὡς ἀποτέλεσμα ὁ εἰδωλολάτρης ἱερέας νὰ γίνει Χριστιανὸς Ὀρθόδοξος Μοναχός.
            Μὲ τὸ θέμα τῆς προσοχῆς καὶ τοῦ φραγμοῦ στὰ λόγια μας ἀσχολεῖται καὶ ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος ὁ ἀδελφόθεος στὴν Καθολικὴ ἐπιστολὴ του (βλ. κεφ. γ΄ 2-12). Γράφει ὅτι ὅποιος δὲν μιλάει μὲ ἄσχημο καὶ κακὸ τρόπο ἀλλὰ ἔχει τὴν δύναμη νὰ συγκρατεῖ τὴν γλώσσα του, εἶναι ὁλοκληρωμένος ἂνθρωπος καὶ αὐτὸς μπορεῖ νὰ συγκρατεῖ καὶ νὰ χαλιναγωγεῖ ὁλόκληρο τὸν ἑαυτὸ του. Ἕνα ἀπὸ τὰ δύο παραδείγματα ποὺ χρησιμοποιεῖ ἐν συνεχείᾳ εἶναι τὰ μεγάλα πλοῖα τὰ ὁποῖα γιὰ νὰ μὴν παρασύρονται ἀπὸ τοὺς σφοδροὺς ἀνέμους, κυβερνῶνται ἀπὸ ἕνα πολὺ μικρὸ -ὡς πρὸς τὸ μέγεθος- ὄργανο πλεύσεως, τὸ πηδάλιο. Μὲ αὐτὸ ὁ πηδαλιοῦχος τὰ ὁδηγεῖ μὲ ἀσφάλεια στὸν προορισμὸ τους. Καὶ ἡ γλώσσα εἶναι ἕνα πολὺ μικρὸ μέλος τοῦ σώματος, μὲ τὸ ὁποῖο εἶναι δυνατὸν νὰ προκαλουμε μεγάλες συμφορὲς, νὰ μολύνουμε ὅλο τὸ σῶμας μας, νὰ ἀνάβουμε τεράστια πυργαγιά, ὅταν τὴν χρησιμοποιοῦμε μὲ ἀλαζονεία,δολιότητα καὶ ἀκρισία. Μὲ τὴν γλώσσα δοξολογοῦμε τὸν Θεὸ καὶ Πατέρα μας καὶ μὲ αὐτὴ δίνουμε κατάρες στοὺς συναθρώπους μας, ποὺ πλάσθηκαν καθ’ ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ. Δὲν πρέπει ἀπὸ τὸ ἴδιο στόμα νὰ ἐξέρχονται εὐλογίες καὶ κατάρες. Πῶς εἶναι δυνατὸν ἀπὸ τὴν ἴδια πηγὴ νὰ ἀναβλύζει νερὸ γλυκὸ καὶ νερὸ πόσιμο;
            Ὁ πρωτοκορυφαῖος τῶν Ἀποπστόλων Πέτρος μᾶς συμβουλεύει στὴν Α΄ Καθολικὴ ἐπιστολὴ του (βλ. κεφ. γ΄ 10-12) γιὰ νὰ ζήσουμε ἤσυχη καὶ εἰρηνικὴ ζωή, νὰ ἀκινητοποιήσουμε τὴν γλώσσα μας, ἐὰν πρόκειται νὰ ἐκφρασθεῖ μὲ δολιότητα, ψέμα καὶ ἀπάτη. Νὰ ἐπιδιώξουμε τὴν εἰρήνη, γνωρίζοντας ὅτι ὁ Κύριος ἔχει στραμμένους τοὺς ὀφθαλμούς Του στοὺς δικαίους καὶ τὰ αὐτιὰ Του ἀνοικτὰ, ἕτοιμα νὰ ἀκούσουν τὴν προσευχὴ τους.
            Ὁ καθηγητὴς τῆς ἐρήμου Μέγας Ἀντώνιος συμβούλευε τὸν Ἀββᾶ Παμβὼ νὰ εἶναι πάντοτε ἐγκρατὴς στὴν γλώσσα. Ἐπίσης ὁ Ἀββᾶς Σισώης προσευχόμενος στὴν ἔρημο παρακαλοῦσε: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ σκέπασέ με ἀπὸ τὴν γλώσσα μου».
            Ὁ φιλάνθρωπος καὶ φιλεύσπλαχνος Κύριός μας παραγγέλλει νὰ ἀγαπᾶμε τοὺς ἐχθροὺς μας, νὰ εὐλογοῦμε αὐτοὺς ποὺ μᾶς καταρῶνται νὰ εὐεργετοῦμε αὐτοὺς ποὺ μᾶς μισοῦν καὶ νὰ προσευχόμεθα γιὰ αὐτοὺς ποὺ μᾶς συκοφαντοῦν, μᾶς ὑβρίζουν καὶ μᾶς διώκουν. (Ματθ. ε΄ 44).
            Ἴσως μᾶς παραξενεύει ὁ Θεῖος Λόγος, μᾶς ἐκπλήσσουν οἱ Ἀποστολικὲς συμβουλές, μᾶς προβληματίζουν οἱ Ἁγιοπατερικὲς διδασκαλίες. Ἄς κάνουμε ὅμως μία μικρὴ ἀρχὴ μὲ τὰ ρήματα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσορρήμονος: «Γιατὶ λοιπὸν καταρᾶσαι καὶ ἀναθεματίζεις τὸν ἀδελφὸ σου; Δὲν ἔχεις διακαίωμα νὰ παραδίδεις στὰ χέρια τοῦ διαβόλου, ὁποιονδήποτε σὲ ἐνοχλεῖ στερώντας του ἔτσι τὴν δυνατότητα τῆς σωτηρίας. Μὴν στέλνεις στὸν διάβολο κάποιον γιὰ νὰ τὸν ἀπομακρύνεις ἀπὸ τὸν Σωτήρα μας.
Νὰ μία πολὺ καλὴ ἀρχή.

ΚΥΡΙΑΚΗ Στ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ Αμαρτία: η πνευματική παραλυσία εκ της Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος αι Αλμυρού

Στη σημερινή Ευαγγελική περικοπή, αδελφοί μου, γίνεται μία σαφής σύνδεση της έννοιας της σωματικής παράλυσης με την αμαρτία. Οδηγούν ενώπιον του Χριστού έναν παραλυτικό και Εκείνος, διαβλέποντας την εσωτερική του πίστη, αντί να τον θεραπεύσει ευθύς εξαρχής, τού συγχωρεί τις αμαρτίες. Και αναρωτιέται κανείς, ποιά σχέση μπορεί να έχει το γεγονός της σωματικής παράλυσης με το γεγονός της αμαρτίας;
Ας δούμε, όμως, τί είναι παράλυση; Είναι μία εσωτερική σωματική διεργασία που καταστρέφει ένα ένα τα μέλη του ανθρώπινου σώματος, διαβρώνει το σώμα σταδιακά, με πολύ πόνο, με πολύ βάσανο, οδηγώντας το, τελικά, στο θάνατο. Η αμαρτία, κατά την διδασκαλία της Εκκλησίας μας, είναι μία αντίστοιχη κατάσταση, σε πνευματικό επίπεδο. Και αυτή δρα εσωτερικά και διαβρωτικά. Διαβρώνει, καταρχήν, το θρησκευτικό συναίσθημα του ανθρώπου, καθότι η αμαρτία σημαίνει αποκοπή από το θέλημα του Θεού, παραβίαση των εντολών του Θεού. Σε τελική ανάλυση, σημαίνει απομάκρυνση από τον ίδιο το Θεό, καταστροφή της σχέσης αγαπητικής εξάρτησης και πνευματικής επικοινωνίας του ανθρώπου με τον Θεό. Αυτό είναι η αμαρτία. Και αυτό το πρώτο στάδιο της εσωτερικής διάβρωσης έχει ως συνέπεια ν’ ακολουθήσουν κι άλλα στάδια εσωτερικής αποσύνθεσης, λόγω της αμαρτίας, όπως π.χ. το ηθικό. Η αμαρτία διαβρώνει τον άνθρωπο και ηθικά. Τον κάνει να πιστεύει ότι δεν υπάρχει η παραμικρή ηθική αναστολή, δεν υπάρχει δεύτερη σκέψη σε πράξεις και λόγους, δεν υπάρχει τίποτα το οποίο ν’ αναστέλλει την επικυριαρχία των παθών επάνω του. Έτσι ο άνθρωπος γίνεται υποχείριο των παθών του, κυριαρχείται και κατευθύνεται απ’ αυτά, αντί ο ίδιος να τα κατευθύνει και εξουσιάζει.
Η διαβρωτική εργασία της αμαρτίας δρα και σε κοινωνικό επίπεδο. Ο άνθρωπος που ζει μη αντιστεκόμενος στο πνεύμα της αμαρτίας, γίνεται και αντικοινωνικός. Απομονώνεται. Έχει μία λανθάνουσα και λανθασμένη εσωστρέφεια. Αδιαφορεί για το τί συμβαίνει γύρω του. Ζει μόνο για τον εαυτό του. Δε νοιάζεται για τον πόνο, την οδύνη, τα προβλήματα των ανθρώπων της διπλανής, ενδεχομένως, πόρτας. Γίνεται, σταδιακά, απάνθρωπος και βιώνει την μοναξιά στην κακή της εκδοχή, που σημαίνει αντικοινωνικότητα και δε συμβάλει στην απαραίτητη πνευματική εσωστρέφεια.
Απέναντι στην διαβρωτική αυτή εργασία που επιτελεί η αμαρτία στον άνθρωπο, η Εκκλησία κηρύττει, διαχρονικά, το κήρυγμα της μετάνοιας. Κηρύττει πόλεμο απέναντι στην αμαρτία και καλεί σε μετάνοια. Πώς αντιδρά το πνεύμα του κόσμου σ’ αυτή την πρόσκληση, κυρίως στις μέρες μας; Το πνεύμα του κόσμου ισχυρίζεται ότι η Εκκλησία χρησιμοποιεί την αμαρτία ως φόβητρο, προκειμένου να ποδηγετεί, πνευματικά, τους ανθρώπους, να τους τρομοκρατεί κι έτσι να τους κρατά μαντρωμένους, όπως ο βοσκός τα πρόβατα στο ποιμνιοστάσιο. Δηλ. η Εκκλησία εφηύρε, κατασκεύασε, εκ του μη όντος, την έννοια της αμαρτίας, ακριβώς για να μπορεί να κυριαρχεί επί των ανθρώπων, να τους χρησιμοποιεί και να τους εκμεταλλεύεται.
Αυτή είναι η άποψη του κόσμου σήμερα. Τί δείχνει, όμως, αυτή η στάση; Δείχνει μάλλον αδυναμία, παρά δύναμη. Αποκαλύπτει το γεγονός ότι το κοσμικό πνεύμα, που θέλει και τείνει να καταλάβει τους ανθρώπους, ακριβώς επειδή δε μπορεί ν’ αντισταθεί στην αμαρτία, συμβιβάζεται μ’ αυτήν. Ακριβώς επειδή δε μπορεί να την αντιμετωπίσει, την αμνηστεύει κι έτσι θέλει να πιστεύει ότι είναι εντάξει, ότι δεν υπάρχει κίνδυνος, μπορούμε να κάνουμε ό,τι θέλουμε, χωρίς να υπάρχει, όχι ο φόβος της τιμωρίας - όπως το πνεύμα του κόσμου πάλι κατηγορεί την Εκκλησίας ότι χρησιμοποιεί - αλλά ο κίνδυνος της αυτοκαταστροφής. Και αυτό, ουσιαστικά, οδηγεί στην πνευματική αυτοκτονία.
Το κήρυγμα της μετάνοιας, αγαπητοί μου, για την Εκκλησία είναι κήρυγμα ελευθερίας, αποδέσμευσης του ανθρώπου από τον εύκολο δρόμο της αυταπάτης. Είναι κήρυγμα επανάκτησης του αγαθού της αυτοκυριαρχίας και της αυτογνωσίας. Αυτή η διαδικασία της αυτογνωσίας είναι η μόνη οδός που μπορεί να ελκύσει επάνω μας τη χάρη του Θεού, ενός Θεού, ο Οποίος, όπως τότε, στους παραλυτικούς των Ευαγγελικών περικοπών θα έλθει ξανά, θα μάς προσεγγίσει και πάλι, επειδή εμείς Τον καλέσαμε και, εκτιμώντας το βάθος και την ειλικρίνεια της μετάνοίας μας, θα ξαναπεί στον καθένα μας: Τέκνον, αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου1.
ΑΜΗΝ!
Αρχιμ. Ε.Ο.__

ΣΤ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

Ένα ακόμα θαύμα του Χριστού μάς περιγράφει σήμερα ο ευαγγελιστής Ματθαίος, το οποίο αποτελεί συνέχεια της διήγησης της περασμένης Κυριακής, όπου είχε θεραπεύσει τους δύο δαιμονισμένους στη χώρα των Γαδαρηνών, και οι κάτοικοι της πόλης εκείνης αντί να Τον υποδεχτούν Τον παρεκάλεσαν να φύγει!. Μπήκε ο Κύριος πάλι στο πλοίο και επέστρεψε στη Γαλιλαία. Εκεί του έφεραν έναν παράλυτο, κατάκοιτο στο κρεβάτι.
«Και ιδού προσέφερον αυτώ παραλυτικόν επί κλίνης βεβλημένον». Επειδή εθεωρήθη ανίκανος η τέχνη των ιατρών να θεραπεύσει την παράλυση, μετέφεραν τον παράλυτο οι οικείοι του προς τον υψηλόν επισκέπτη και ουράνιον ιατρόν, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν. Πολλοί από αυτούς που διαβάζουν απλώς και ανεξετάστως τις Θείες Γραφές, νομίζουν ότι ο παράλυτος που αναφέρουν οι τέσσερις Ευαγγελισταί είναι ένας και ο αυτός. Ορισμένοι μάλιστα επικρίνουν τους Ευαγγελιστάς, ότι αντιμάχονται και διαφωνούν μεταξύ τους. Δεν συμβαίνει όμως αυτό. Μη γένοιτο. Διότι μία είναι η χάρις του Αγίου Πνεύματος που ενήργησε μέσα τους. Πράγματι, και ο τόπος, και ο χρόνος και ο καιρός, και η ημέρα, και ο τρόπος της θεραπείας και ορισμένα άλλα δεικνύουν σε εκείνους που κάπως προσέχουν ότι άλλος είναι αυτός ο παράλυτος και άλλος ο αναφερόμενος από τον Ιωάννη τον Ευαγγελιστή και Θεολόγο. Επειδή εκείνος μεν θεραπεύεται στα Ιεροσόλυμα, ενώ αυτός στην Καπερναούμ. Εκείνος κοντά στην κολυμβήθρα, αυτός σε κάποια μικρή οικία, όπως λέγουν ο Λουκάς και ο Μάρκος. Και εκείνος μεν ο παράλυτος έλαβε την ίαση κατά τη διάρκεια εορτής, αυτός όμως όχι σε εορτή, αλλά κάποια άλλη ημέρα. Εκείνος υπέφερε τριανταοκτώ έτη από την ασθένεια, ενώ γι’ αυτόν τίποτε παρόμοιο δεν λέγει ο Ευαγγελιστής. Και εκείνος μεν εθεραπεύθη την ημέρα του Σαββάτου, ενώ αυτός άλλην ημέρα. Αυτός μεν ο παράλυτος φέρεται στον Χριστό βασταζόμενος, ενώ προς εκείνον έρχεται ο ίδιος ο Χριστός. Και εκείνος μεν ο παράλυτος δεν είχε κανέναν να τον βοηθήσει, διότι έλεγε, «Κύριε, άνθρωπον ουκ έχω», ενώ αυτός είχε πολλούς γνωστούς. Οι οποίοι τον σήκωσαν και τον μετέφεραν. Αλλά και ο τρόπος της θεραπείας φαίνεται διαφορετικός στον καθένα. Εκείνου μεν ο Χριστός μαζί με την ψυχή του θεράπευσε και το σώμα, διότι αφού θεράπευσε την παράλυσή του, είπε: «Ίδε υγιής γέγονας, μηκέτι αμάρτανε». Δεν συνέβη όμως το ίδιο και εδώ, αλλά πρώτα του χάρισε την υγεία της ψυχής, λέγοντας: «Αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου», και τότε διόρθωσε τη σωματική του παράλυση. Και σε αυτόν μεν τον παράλυτο οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι εσιώπησαν. Στην άλλη περίπτωση όμως αντέδρασαν, εκδιώκοντας και γογγύζοντας και κατηγορώντας. Άλλος λοιπόν είναι ο παράλυτος αυτός, και άλλος εκείνος, όπως σαφώς απεδείχθη από όσα ελέχθησαν.
«Και ιδών ο Ιησούς την πίστιν αυτών, είπε τω παραλυτικώ». Έγινε όντως δεκτή από τον αγαθόν ιατρόν και Σωτήρα μας η πίστις εκείνων που έφεραν τον παράλυτοκαι η αγάπη τους, επειδή είναι γνώστης των καρδιών. Λέγουν δε ορισμένοι ότι ο Κύριος είδε την πίστη όχι του παραλύτου αλλά των μεταφορέων του. Πράγματι, μερικές φορές θεραπεύονται κάποιοι από την πίστη των άλλων, όπως συμβαίνει με το βάπτισμα που δίδεται στα παιδιά. Διότι εκεί ενεργεί η πίστις των γονέων που τα προσφέρουν. Όπως επίσης έγινε και με τη Χαναναία. Επειδή επίστευσε αυτή, εθεραπεύθη η θυγατέρα της. Και με την πίστη του εκατόνταρχου ανέστη ο δούλος του. Με τον ίδιο τρόπο, λοιπόν, λέγουν ότι εθεραπεύθη και εδώ ο παράλυτος, από την πίστη αυτών που τον πήγαν ενώπιον του Χριστού. Αλλά όχι, δεν συνέβη το ίδιο. Διότι λέγει: «Ιδών την πίστιν αυτών», όχι μόνον των μεταφορέων, αλλά και του παραλύτου. Διότι δεν σώζεται κάποιος με την πίστη άλλου, εκτός αν ευρίσκεται σε πολύ πρώιμη ηλικία, όπως συμβαίνει με τα παιδιά, όπως είπαμε, ή σε μια πολύ προχωρημένη ασθένεια, όταν οι προσβεβλημένοι από αυτήν δεν έχουν πλέον επικοινωνία με το περιβάλλον, και γι’ αυτό αδυνατούν να πιστεύσουν, όπως συνέβη με τη θυγατέρα της Χαναναίας. «Η θυγάτηρ μου», έλεγε εκείνη, « κακώς δαιμονίζεται», και «πολλάκις μεν πίπτει εις το ύδωρ, πολλάκις δε εις το πύρ».
Η δαιμονιζομένη λοιπόν, η οποία δεν είναι σε θέση να έχει τον έλεγχο του εαυτού της, πώς θα μπορούσε να πιστεύσει; Το ίδιο και με τον εκατόνταρχο. Ο δούλος του ευρίσκετο στην οικία κατάκοιτος, και ούτε καν εγνώριζε ποίος επί τέλους ήταν ο Χριστός. Πώς λοιπόν θα επίστευε σε κάποιον που αγνοούσε; Σε τέτοιες λοιπόν περιπτώσεις σώζεται κάποιος με την πίστη άλλου, εδώ όμως δεν μπορούμε να το ισχυρισθούμε αυτό, αλλά και ο παράλυτος επίστευσε αδιστάκτως, και αυτό γίνεται φανερό από πολλά.
Η πίστη του παραλύτου φανερώνεται και από το ότι, όταν τον πήγαν στον Χριστό, και του είπε: «Τέκνον, αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου», δεν αγανάκτησε, δεν δυσανασχέτησε καθόλου, δεν είπε προς τον αγαθό ιατρό: «τι είναι αυτό, Κύριε, από άλλο πάθος ήλθα εγώ να θεραπευθώ, και συ άλλο θεραπεύεις. Αυτό είναι υπεκφυγή και πρόφαση και ένδειξη αδυναμίας, την οποία προσπαθείς να αποκρύψεις με αυτό τον τρόπο. Συγχωρείς αμαρτίες που δεν φαίνονται;» Τίποτε παρόμοιο δεν είπε όμως, ούτε σκέφθηκε, αλλά ανέμενε πιστεύοντας ότι η συμπάθεια του αγαθού ιατρού θα τον θεραπεύσει και όλα θα τα διορθώσει. Δεικνύοντας ο Κύριος ότι η πίστις είναι αυτή που αφανίζει την αμαρτία, είπε στον παράλυτο: «Θάρσει τέκνον, αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου».
Όπως βλέπουμε, δεν προχωρεί αμέσως ο Δεσπότης στην ίαση της παραλύσεως, αλλάθεραπεύει πρώτα αυτό που δεν φαίνεται, την ψυχή δηλαδή, συγχωρώντας του τα αμαρτήματα, πράγμα που τον μεν παράλυτον έσωζε, ενώ στον Κύριο δεν προξενούσε πολλήν δόξαν. Διότι δεν ήθελε να κάμει κάτι για επίδειξη και ανθρωπαρέσκεια. Και πρώτα μεν συγχωρεί στον άρρωστο τις αμαρτίες του, μετά δε τη συγχώρηση θεραπεύει το σώμα, διδάσκοντας έτσι ότι τα περισσότερα νοσήματα προξενούνται από τις αμαρτίες και πρέπει πρώτα να θεραπευθεί το αίτιο.
Ο Χριστός λοιπόν κόπτει πρώτα τη ρίζα του σωματικού πάθους, δηλαδή την αμαρτία. Και λέγοντας: «τέκνον, αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου», εξυψώνει και το φρόνημα του παραλύτου και διεγείρει την καταβεβλημένη του ψυχή. Διότι ο λόγος έγινε έργο, και εισερχόμενος στη συνείδησή του άγγιξε την ίδια την ψυχή του και εξέβαλε από αυτήν κάθε ίχνος αγωνίας.
Αποστέλλει δε ο Κύριος τον παράλυτο στον οίκο του, αφ’ ενός μεν για να μην προξενήσει στον εαυτό του έπαινο με την παρουσία και τη θέα εκείνου, αφ’ ετέρου δε για να έχει αυτόπτες μάρτυρες της θεραπείας αυτούς τους ιδίους που υπήρξαν και αναντίρρητοι μάρτυρες της ασθενείας, και έτσι να γίνει σ’ αυτούς αφορμή πίστεως. «Ιδόντες δε οι όχλοι εθαύμασαν, και εδόξασαν τoν Θεόν, τoν δόντα εξουσίαν τοιαύτην τοις ανθρώποις». Εθαύμασαν μεν οι όχλοι για το ότι εθαυματούργησεν ο Θεός, ενόμιζαν όμως ότι είναι άνθρωπος, ο οποίος είχε υπεράνθρωπη εξουσία.
Και εμείς, αδελφοί μου, που είμεθα παράλυτοι και έχουμε τις δυνάμεις της ψυχής ανενέργητες, έχουμε τη δυνατότητα να θεραπευθούμε και να σταθούμε όρθιοι, αρκεί μόνον να έχουμε την προαίρεση και τη θέληση. Διότι και τώρα ευρίσκεται ο Χριστός στη δική του πόλη, την Καπερναούμ, εννοώ στον οίκο της παρακλήσεως (σημείωση:Καπερναούμ σημαίνει στα εβραϊκά χωρίον παρακλήσεως, δηλαδή παρηγορίας), που είναιη Εκκλησία, διότι οίκος του Παρακλήτου είναι η Εκκλησία. Είμεθα δε και εμείς παράλυτοι ψυχικώς, ακίνητοι δηλαδή και ανενέργητοι προς το καλό. Αλλά εάν η μετάνοια και η εξομολόγηση μας εγείρουν και μας οδηγήσουν στoν Κύριο, τότε θα ακούσουμε τη γλυκιά και παντοδύναμη φωνή του να μας λέγει: «Τέκνα, αφέονται υμίν αι αμαρτίαι». Επειδή τότε γινόμεθα υιοί του Θεού, όταν επιστρέψουμε προς Αυτόν με καθαρή μετάνοια και εξομολόγηση. Τότε ακριβώς θα θεραπευθούμε και θα «άρωμεν τον κράββατόν μας», δηλαδή το σώμα, και θα το κινητοποιήσουμε προς εργασίαν των εντολών, του καλού και της αρετής.
Ανακεφαλαιώνοντας, παρά το σύντομο της σημερινής διήγησης, τα μηνύματα που αντλούμε από αυτή είναι πολλά και πλούσια. Απαραίτητη λοιπόν προϋπόθεση αποτελεί η πίστη εκείνου που το ζητά. Τόσο ο παράλυτος της σημερινής περικοπής, όσο και οι άνθρωποι που τον μετέφεραν, είχαν πίστη μέσα τους. Αυτό είναι το κύριο μήνυμα. Δεύτερον μήνυμα είναι ότι ο Χριστός είναι ο ιατρός όχι μόνο των σωμάτων, αλλά κυρίως των ψυχών μας. Θεωρεί τον άνθρωπο στο σύνολό του, και δεν περιορίζεται μόνο στη σωματική του ασθένεια, γι αυτό και πρώτα ασχολείται με τη θεραπεία της ψυχής, και την συγχώρεση των αμαρτιών. Τρίτον η αγάπη αυτών που τον μετέφεραν στο Χριστό. Τέλος με τη συγχώρηση των αμαρτιών και σε συνέχεια της θεραπείας της παραλύσεως, αποδεικνύει τη Θεότητά του, στους κακόπιστους Γραμματείς και όχι μόνον.
(Αξιο αναφοράς εδώ είναι η σημείωση ενός Μητροπολίτη που ξεχωρίζει το θαύμα από το σημείο. Θαύμα είναι η άφεση των αμαρτιών και σημείο η θεραπεία της σωματικής ασθένειας.)
______________________________________________________
(Κυρίως από ομιλία του Ιωάννου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως του Ξιφιλίνου)


ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤ’ ΜΑΤΘΑΙΟΥ Θάρσει, τέκνον· ἀφίενταί σου αἱ ἁμαρτίαι

Δεν υπάρχει μεγαλύτερο θάρρος. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ανακούφιση. 
Δεν υπάρχει μεγαλύτερη παρηγοριά στην ψυχή του ανθρώπου από το να
 νιώσει ότι η άφεση των αμαρτιών ήλθε και παρέγραψε όλα όσα έχουν
 στεναχωρήσει τον Θεό.
Ο Θεός έδωσε τους νόμους. Η αθέτηση τους εκ μέρους του ανθρώπου 
προσβάλλει τον Νομοθέτη. Όπως ακριβώς και στους πολιτικούς νόμους. 
Το κράτος θέτει νόμους. Όταν ο πολίτης τους καταπατεί, το κράτος τον
 καταδιώκει αυτεπαγγέλτως. Η κάθε αμαρτία λοιπόν είναι προσβολή κα
ι ασέβεια και επανάσταση κατά του Θεού του Νομοθέτη.
Ο Νόμος του Θεού ορίζει να σεβόμαστε και να προστατεύουμε την
 ζωή του άλλου. Όταν τον κακοποιούμε με οποιονδήποτε τρόπο,
 πολύ περισσότερο όταν του αφαιρούμε τη ζωή, τότε διαπράττουμε
 την αμαρτία.
Ο Νόμος του Θεού παραγγέλλει να μην εγγίζουμε την ξένη περιουσία.
 Όταν κλέπτουμε ή εκμεταλλευόμαστε ή με οποιονδήποτε τρόπο αδικούμε, 
καταπατούμε τον Νόμο του Θεού. Ο Νόμος του Θεού διατάσσει να 
σεβόμαστε την υπόληψη, την τιμή και γενικώς την προσωπικότητα
 του άλλου. Όταν ο άνθρωπος ανοίγει το στόμα του, κατηγορεί τον
 πλησίον του, τον συκοφαντεί, διατυπώνει χίλια δύο ψεύδη για να 
τον βλάψει, αμαρτάνει.
Ο Θεός παραγγέλλει στον άνθρωπο να διατηρεί το σώμα του καθαρό
 και αγνό. Όταν ο άνθρωπος παραδίδει το σώμα του που είναι οΝαός
 του Αγίου Πνεύματος, στην ατιμία και ανηθικότητα, τότε αμαρτάνει
θανάσιμα.
Ο Θεός επίσης θέλει να μη βγαίνουν από το στόμα μας λόγια βλάσφημα, 
απρεπή, αισχρά, λόγια σάπια και ελεεινά. Θέλει να μην έχουμε φθόνο, 
θυμό και μίσος προς τους άλλους.
Θέλει να έχουμε αγάπη, να είμαστε ελεήμονες και να συντρέχουμε
 στον πάσχοντα. Η αδιαφορία, η ασπλαχνία, η αδικία στον μη έχοντα
 είναι μεγάλη αμαρτία. Ακόμη ο Θεός ορίζει την αργία και τον αγιασμό 
της Κυριακής. Τον εκκλησιασμό μας και την συμμετοχή στα Ιερά Μυστήρια.
 Όταν αδιαφορούμε, αμαρτάνουμε. Πολύ περισσότερο όταν περιφρονούμε.
Είναι γεγονός ότι στις συναναστροφές μας στην καθημερινή ζωή, 
διαπιστώνουμε θυμούς, πείσματα, εγωισμούς, ψέματα, φθόνους, 
αντιζηλίες, μίση, αισχρότητες και εχθρότητες. Δηλαδή την αμαρτία. 
Αν κοιτάξουμε επί τον εσωτερικό μας κόσμο, τον νου και την καρδία, 
τι θα παρατηρήσουμε; Λογισμούς πονηρούς, σκέψεις απρεπείς, 
αισθήματα βδελυρά και ακάθαρτα, ελατήρια ιδιοτελεί, προθέσεις
 και σκοπούς απαίσιους. Δηλαδή την αμαρτία.
 Είμαστε αλλοίμονον βουτηγμένοι στην αμαρτία. 
Αυτή είναι η ασθένεια.
 Είμαστε ταλαίπωροι και αμαρτωλοί οι άνθρωποι.
Και ακόμη να προσθέσουμε κάτι το ουσιαστικό.
 Η αμαρτία δεν είναι απλώς η ηθική παράβαση του Νόμου του Θεού. 
Η αμαρτία είναι ο χωρισμός μας από τον Θεό. Με την αμαρτία ο άνθρωπος
 χωρίζει από τον Θεό. Απομακρύνεται από Αυτόν.
 Τοποθετείται σε χώρο μακράν Αυτού. Και αυτή η διακοπή 
της συνδέσεως μαζί Του έχει τα καταστροφικά αποτελέσματα του σκότους, 
του θανάτου και της κόλασης.
Έρχεται λοιπόν ο Χριστός και λέγει το«Ἀφίενταί σου αἱ ἁμαρτίαι». 
Δίδει την άφεση. Παραγράφει ότι επράξαμε. Αλλά και με την 
παραγραφή επέρχεται η υγεία. Θεραπεύει.
 Καθαρίζει την πληγή και την εξυγιαίνει, επανεντάσσεται
 ο άνθρωπος στον χώρο του Θεού. Στον τόπο του Φωτός 
και της αθανασίας.
Είναι μέγιστο γεγονός να ελευθερώσουμε το νου μας από
 την καταδυναστεία της λογικής και των παθών και να τον
 φωτίσουμε με την Θεία Χάρη.
Η Εκκλησία η οποία συνεχίζει το έργο του Χριστού πάνω στη γη,
 έχει τη δύναμη της άφεσης των αμαρτιών. Όλοι όσοι πλησιάσουμε
 με πίστη και μετάνοια σ’ αυτή τη δύναμη της Εκκλησίας, μπορούμε
 να συγχωρέσουμε τις αμαρτίες μας. Άνευ συγχωρέσεως
 δεν υπάρχει σωτηρία.
Ας ζητήσουμε λοιπόν την άφεση από την Εκκλησία όπως την
 ζητούσαν οι Άγιοι. Όπως το λέγει ο Δαυίδ με πόθο και επίγνωση 
διότι είναι η μόνη παρηγοριά. «Ἐπὶ  πλεῖον πλῦνόν με ἀπὸ τῆς ἀνομίας
 μου καὶ ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας μου καθάρισόν με».
Η άφεση είναι η μόνη και πραγματική ελπίδα του ανθρώπου.
 Είναι να λυπάται κανείς την ψυχή που την υστερείται.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤ’ ΜΑΤΘΑΙΟΥ Θάρσει, τέκνον· ἀφίενταί σου αἱ ἁμαρτίαι

Δεν υπάρχει μεγαλύτερο θάρρος. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ανακούφιση. 
Δεν υπάρχει μεγαλύτερη παρηγοριά στην ψυχή του ανθρώπου από το να
 νιώσει ότι η άφεση των αμαρτιών ήλθε και παρέγραψε όλα όσα έχουν
 στεναχωρήσει τον Θεό.
Ο Θεός έδωσε τους νόμους. Η αθέτηση τους εκ μέρους του ανθρώπου 
προσβάλλει τον Νομοθέτη. Όπως ακριβώς και στους πολιτικούς νόμους. 
Το κράτος θέτει νόμους. Όταν ο πολίτης τους καταπατεί, το κράτος τον
 καταδιώκει αυτεπαγγέλτως. Η κάθε αμαρτία λοιπόν είναι προσβολή κα
ι ασέβεια και επανάσταση κατά του Θεού του Νομοθέτη.
Ο Νόμος του Θεού ορίζει να σεβόμαστε και να προστατεύουμε την
 ζωή του άλλου. Όταν τον κακοποιούμε με οποιονδήποτε τρόπο,
 πολύ περισσότερο όταν του αφαιρούμε τη ζωή, τότε διαπράττουμε
 την αμαρτία.
Ο Νόμος του Θεού παραγγέλλει να μην εγγίζουμε την ξένη περιουσία.
 Όταν κλέπτουμε ή εκμεταλλευόμαστε ή με οποιονδήποτε τρόπο αδικούμε, 
καταπατούμε τον Νόμο του Θεού. Ο Νόμος του Θεού διατάσσει να 
σεβόμαστε την υπόληψη, την τιμή και γενικώς την προσωπικότητα
 του άλλου. Όταν ο άνθρωπος ανοίγει το στόμα του, κατηγορεί τον
 πλησίον του, τον συκοφαντεί, διατυπώνει χίλια δύο ψεύδη για να 
τον βλάψει, αμαρτάνει.
Ο Θεός παραγγέλλει στον άνθρωπο να διατηρεί το σώμα του καθαρό
 και αγνό. Όταν ο άνθρωπος παραδίδει το σώμα του που είναι οΝαός
 του Αγίου Πνεύματος, στην ατιμία και ανηθικότητα, τότε αμαρτάνει
θανάσιμα.
Ο Θεός επίσης θέλει να μη βγαίνουν από το στόμα μας λόγια βλάσφημα, 
απρεπή, αισχρά, λόγια σάπια και ελεεινά. Θέλει να μην έχουμε φθόνο, 
θυμό και μίσος προς τους άλλους.
Θέλει να έχουμε αγάπη, να είμαστε ελεήμονες και να συντρέχουμε
 στον πάσχοντα. Η αδιαφορία, η ασπλαχνία, η αδικία στον μη έχοντα
 είναι μεγάλη αμαρτία. Ακόμη ο Θεός ορίζει την αργία και τον αγιασμό 
της Κυριακής. Τον εκκλησιασμό μας και την συμμετοχή στα Ιερά Μυστήρια.
 Όταν αδιαφορούμε, αμαρτάνουμε. Πολύ περισσότερο όταν περιφρονούμε.
Είναι γεγονός ότι στις συναναστροφές μας στην καθημερινή ζωή, 
διαπιστώνουμε θυμούς, πείσματα, εγωισμούς, ψέματα, φθόνους, 
αντιζηλίες, μίση, αισχρότητες και εχθρότητες. Δηλαδή την αμαρτία. 
Αν κοιτάξουμε επί τον εσωτερικό μας κόσμο, τον νου και την καρδία, 
τι θα παρατηρήσουμε; Λογισμούς πονηρούς, σκέψεις απρεπείς, 
αισθήματα βδελυρά και ακάθαρτα, ελατήρια ιδιοτελεί, προθέσεις
 και σκοπούς απαίσιους. Δηλαδή την αμαρτία.
 Είμαστε αλλοίμονον βουτηγμένοι στην αμαρτία. 
Αυτή είναι η ασθένεια.
 Είμαστε ταλαίπωροι και αμαρτωλοί οι άνθρωποι.
Και ακόμη να προσθέσουμε κάτι το ουσιαστικό.
 Η αμαρτία δεν είναι απλώς η ηθική παράβαση του Νόμου του Θεού. 
Η αμαρτία είναι ο χωρισμός μας από τον Θεό. Με την αμαρτία ο άνθρωπος
 χωρίζει από τον Θεό. Απομακρύνεται από Αυτόν.
 Τοποθετείται σε χώρο μακράν Αυτού. Και αυτή η διακοπή 
της συνδέσεως μαζί Του έχει τα καταστροφικά αποτελέσματα του σκότους, 
του θανάτου και της κόλασης.
Έρχεται λοιπόν ο Χριστός και λέγει το«Ἀφίενταί σου αἱ ἁμαρτίαι». 
Δίδει την άφεση. Παραγράφει ότι επράξαμε. Αλλά και με την 
παραγραφή επέρχεται η υγεία. Θεραπεύει.
 Καθαρίζει την πληγή και την εξυγιαίνει, επανεντάσσεται
 ο άνθρωπος στον χώρο του Θεού. Στον τόπο του Φωτός 
και της αθανασίας.
Είναι μέγιστο γεγονός να ελευθερώσουμε το νου μας από
 την καταδυναστεία της λογικής και των παθών και να τον
 φωτίσουμε με την Θεία Χάρη.
Η Εκκλησία η οποία συνεχίζει το έργο του Χριστού πάνω στη γη,
 έχει τη δύναμη της άφεσης των αμαρτιών. Όλοι όσοι πλησιάσουμε
 με πίστη και μετάνοια σ’ αυτή τη δύναμη της Εκκλησίας, μπορούμε
 να συγχωρέσουμε τις αμαρτίες μας. Άνευ συγχωρέσεως
 δεν υπάρχει σωτηρία.
Ας ζητήσουμε λοιπόν την άφεση από την Εκκλησία όπως την
 ζητούσαν οι Άγιοι. Όπως το λέγει ο Δαυίδ με πόθο και επίγνωση 
διότι είναι η μόνη παρηγοριά. «Ἐπὶ  πλεῖον πλῦνόν με ἀπὸ τῆς ἀνομίας
 μου καὶ ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας μου καθάρισόν με».
Η άφεση είναι η μόνη και πραγματική ελπίδα του ανθρώπου.
 Είναι να λυπάται κανείς την ψυχή που την υστερείται.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ Προς Ρωμαίους Επιστολή του Απ. Πάυλου για την αγάπή Ερμηνεία π. Ιωήλ Κωστανταρου

Θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι ο Χριστιανός δεν μπορεί να ζει μόνος του, πολύ δε περισσότερο δεν μπορεί να περιμένει ότι από μονωμένος και αποκομμένος από την Χριστιανική κοινότητα, θα μπορέσει να προοδεύσει και να προκόψει στην πνευματική του ζωή, έστω και αν διαθέτει μεγάλα χαρίσματα. Αυτή ακριβώς την πραγματικότητα θέλει να τονίσει ο Απ. Παύλος, γι’ αυτό και καταγράφει στο ιερό κείμενο με ένα μοναδικό ρυθμό και ουράνιο παλμό, το πώς πρέπει να καταρτίζει ο πιστός τη ζωή του μέσα στη ατμόσφαιρα της στρατευομένης Εκκλησίας.

Οπωσδήποτε ο κάθε Χριστιανός έχει χαρίσματα «κατά την χάριν την δοθείσαν ημίν» , ανάλογα δηλ. με την χάρη του Αγίου Πνεύματος η οποία μας δόθηκε κατά την ώρα του Βαπτίσματος και του Χρίσματος. Και βέβαια τα χαρίσματα είναι πολλά και διάφορα. Προφητεία, διακονία, διδασκαλία, πνευματικά, διοικητικά, και τόσα άλλα χαρίσματα που καταγράφονται στο ιερό κείμενο, αλλά και που τα γνωρίζουμε να υφίστανται στα πρόσωπα των πιστών εντός της Εκκλησίας μας. Αφού λοιπόν η δωρεά και παροχή των χαρισμάτων δεν εξαρτάται από τον καθένα μας, είναι καθαρώς δωρεά του Θεού, γι’ αυτό και ο πιστός άνθρωπος, πρέπει να επαναπαύεται σε όσα έλαβε και να μη ζητά άλλα, ανώτερα όπως ίσως νομίζει χαρίσματα. Αλλά, αρκούμενος σ’ αυτά ας καταβάλει κάθε προσπάθεια για να τα ανακαλύψει κατ’ αρχάς και στη συνέχεια να τα καλλιεργήσει εν ταπεινώσει και συστηματικά, ώστε να τα χρησιμοποιήσει κατά το θέλημα του Θεού. Να τα προσφέρει προς δόξαν του Τριαδικού Θεού, για την ωφέλεια των αδελφών του και βέβαια για το καλό της ψυχής του.
Ο κάθε στίχος της Αποστολικής περικοπής, αποτελεί και ένα πνευματικό διαμάντι που θα χρειάζονταν τόμοι ολόκληροι για να αναπτύξει κανείς σε βάθος και πλάτος την όλη τους θεολογική σπουδαιότητα και την Εκκλησιαστική και κοινωνική τους αξία.
Θα σταθούμε όμως στον ένατο στίχο του κειμένου ο οποίος εκφράζει γενική αρχή. Αποτελεί δε θεμέλιο λίθο του όλου Χριστιανικού οικοδομήματος: «Η αγάπη ανυπόκριτος, αποστυγούντες το πονηρόν, κολλώμενοι τω αγαθώ» (Ρωμ. ΙΒ΄ 9). Δηλ. Η αγάπη ας είναι ειλικρινής και ελεύθερη από την υποκρισία. Να αποστρέφεσθε με όλη σας την δύναμη το πονηρό και να είστε προσκολλημένοι στο αγαθό.
Αδελφοί μου, ας το βάλουμε καλά μέσα στο νου μας και κυρίως στην καρδιά μας. Όσα χαρίσματα κι αν διαθέτουμε, αν δε βαλθούμε να καλλιεργήσουμε το επιστέγασμα και ακριβώς ειπείν, την κορωνίδα των αρετών, την αγάπη, την Ευαγγελική Χριστιανική αγάπη, άνευ αντιλογίας ολόκληροι οι κόποι μας πάνε χαμένοι.
Αγάπη λοιπόν Χριστιανική!
Ώστε είναι τόσο εύκολη υπόθεση να κατορθώσει ο πιστός αυτή την κορυφή που ξεπερνά και αυτόν τον ουρανό;
Φίλοι μου, είναι και εύκολο και δύσκολο το κατόρθωμα. Αναλόγως το πώς κανείς τοποθετεί την ύπαρξή του έναντι της αποκαλύψεως που φέρει ο Ιησούς διά του Ευαγγελίου στους ανθρώπους.
Εάν υπάρχει η διάθεση της υπακοής στο πανάγιο και παντοκρατορικό θέλημα του Θεού, εάν ο άνθρωπος που αποδέχεται την πίστη είναι έτοιμος για θυσίες και αγωνίζεται να παραμένει ασυμβίβαστος με το κατεστημένο της πολυκέφαλης αμαρτίας, τότε το πράγμα γίνεται εύκολο. (Εννοείται βέβαια πως θα έχει άμεση επαφή με τους αγωγούς της χάριτος, τα ιερά δηλ. μυστήρια και την αυθεντική Εκκλησιαστική μας ζωή).
Αν εξ’ αντιθέτου ο άνθρωπος έχει νομίσει τον Χριστιανισμό ως μια άνευρη  ηθικιστική ζωή των ξερών τύπων, εάν φρονεί ότι η πίστη είναι απλώς μια πρακτική αντιμετώπιση επιμέρους ηθικών διλημμάτων, καταντώντας το Ευαγγελικό μήνυμα μια ξεπεσμένη καζουϊστική αρχή, τότε δεν μπορεί να γίνεται καν λόγος περί της αγάπης και μάλιστα της ανυποκρίτου, όπως επιτάσσει το Πνεύμα το Άγιον διά του Αποστόλου.
Θα ήταν όντως η χειρότερη παραποίηση του Αποστολικού κηρύγματος, αν φανταστούμε την Χριστιανική αγάπη ως ένα πλαδαρό συναίσθημα που οδηγεί τον άνθρωπο σε μια αρρωστημένη πνευματική αυτάρκεια και σε μια απαράδεκτη απομόνωση, εγκαταλείποντας ο πιστός τα προβλήματα της Εκκλησιαστικής κοινότητας. Αντιθέτως, με όλη τους την ψυχική δύναμη, οι οπαδοί του Ιησού, και με όλη τη δύναμη της αποστροφής τους, είναι επιτακτική ανάγκη να αντιτίθενται προς κάθε πονηρό πράγμα. Ταυτοχρόνως δε χρειάζεται να είναι επιμόνως στραμμένοι, κυριολεκτικώς προσκολλημένοι στο αγαθό.
Μόνο με αυτές τις προϋποθέσεις και πάνω σ’ αυτή την αρραγή βάση της γνήσιας και υγιούς αγάπης,μπορούμε στη συνέχεια να κάνουμε σοβαρό λόγο  περί «φιλαδελφίας», περί «τιμής» και «ευγενείας» και για όλα αυτά τα πράγματι εξαίρετα χαρίσματα της σπουδής και του ζήλου, της ελπίδας και της προσφοράς στους ανθρώπους της Εκκλησίας και γενικώτερα στον κόσμο.
Μόνο έτσι μπορεί ο πιστός να μη ανταποδίδει κακό, να εκφέρει καλά λόγια και συνάμα να προσεύχεται γι’ αυτούς που τον πληγώνουν, ώστε να τους ελεήσει ο Θεός.
Μόνο μέσα σ’ αυτή την σφαίρα των καλλιεργημένων χαρισμάτων του Πνεύματος και προπαντός της αγάπης, μπορούμε να παραμένουμε ειρηνικοί, διατηρώντας την πνευματική αρχοντιά και ευλογώντας τους διώκοντας ημάς, διότι κυρίως αυτοί έχουν ανάγκη την αγάπη μας.
Αυτός αδελφοί μου είναι ο κατά το δυνατόν τέλειος Χριστιανός, η κορυφή της αρετής και της αγιότητας, ο άνθρωπος της ειλικρινούς αγάπης. Ο φιλόστοργος και φιλάγαθος που είναι πάντοτε πρόθυμος σε κάθε έργο θεάρεστο και ταυτοχρόνως προσεύχεται για τους διώκτες και συκοφάντες του.
Και ας μη λησμονούμε ποτέ: «Οι άνθρωποι αξίζουν την αγάπη μας, όταν αυτοί δεν αξίζουν την αγάπη μας»!
Αμήν.

Λέει ο Ιησούς στους γραμματείς: τί γάρ ἐστιν εὐκοπώτερον, εἰπεῖν, ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι, ἢ εἰπεῖν, ἔγειρε καὶ περιπάτει; (Ματθ. 9, 5)

Τι είναι ευκολότερο, να πει κανείς σου έχουν συγχωρεθεί οι αμαρτίες σου ή να πει σήκω και περπάτησε; Σ' αυτήν την ερώτηση εύκολα θα έλεγε κανείς πως είναι δυσκολότερο το δεύτερο. Μιας και το θαύμα περιορίζεται μόνο σε ότι βλέπει το μάτι μας. Σε ότι υπερβαίνει μόνον τις φυσικές δυνάμεις. Και βέβαια όταν γίνει, δεν θα μπορεί να το αμφισβητήσει κανείς και θα επιφέρει τον εντυπωσιασμό.

Κι όμως! Ο Ιησούς μας θυμίζει πως το εξωτερικό θαύμα δεν είναι δύσκολο. Δύσκολο είναι το εσωτερικό θαύμα, η άφεση των αμαρτιών. Το οποίο δεν μπορεί να το δει κανείς για να το εξακριβώσει. Που δεν εντυπωσιάζει, αλλά έχει να κάνει με το αθάνατο μέρος της υπόστασής μας. Την ψυχή. Και η θεραπεία της από τις αμαρτίες γίνεται ορατή μέσα από την συνεχή άσκηση στην πίστη. Και τονίζοντας στους γραμματείς τη σπουδαιότητα του εσωτερικού θαύματος ο Κύριος, μας καλεί να ζητήσουμε το θαύμα μέσα μας. Στο κομμάτι του εαυτού μας που είναι άφθαρτο. Να δείξουμε ανάλογη πίστη με τον παραλυτικό, για να μας αποβάλει το βάρος της αμαρτίας.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

Οι ψυχές όσων μιμούνται θεοφιλώς τη φιλοπονία και εργατικότητα των μελισσών, ελκύονται από τη γλυκύτητα των θείων λόγων και δρέπουν από αυτούς χρήσιμα και ωφελιμότατα πράγματα, πετώντας όπως εκείνες επάνω από τους λειμώνες και συλλέγοντας από όλα τα αμάραντα βότανα και τα άνθη ό,τι χρησιμότερο υπάρχει εκεί. Και από άλλους μεν λόγους συλλέγουν το άνθος της σωφροσύνης, από άλλους το της δικαιοσύνης, από άλλους το της φρονήσεως, από άλλους το της ανδρείας. Από αλλού το άνθος της συμπαθείας και της φιλανθρωπίας προς τους ομοδούλους. Το της πραότητος και της επιεικείας από εδώ, το της υπομονής και της καρτερίας στα δεινά από εκεί.
Αυτούς λοιπόν, ας μιμούμεθα και εμείς, αδελφοί μου, και όταν προσερχόμεθα στον θείο και περικαλλή αυτόν λειμώνα, την Εκκλησία, ας μη χρησιμοποιούμε την εδώ προσέλευσή μας σαν αφορμή για συζητήσεις μεταξύ μας, αλλά να περιεργαζόμεθα τις θείες Γραφές, οι οποίες αναγιγνώσκονται για τη σωτηρία μας, και να ζητούμε το ψυχικό όφελος που πηγάζει από αυτές, επιμελώς, με μεγάλη προσοχή και εξεταστική διάθεση.
Η υπόθεση σήμερα έχει ως εξής: «Τω καιρώ εκείνω εμβάς ο Ιησούς εις πλοίον διεπέρασε και ήλθε εις την ιδίαν πόλιν. Και ιδού προσέφερον αυτώ παραλυτικόν επί κλίνης βεβλημένον».
Εξέρχεται λοιπόν ο Κύριος από τη χώρα των Γεργεσηνών, επειδή οι ίδιοι τον παρεκάλεσαν. Εφοβήθησαν οι Γεργεσηνοί, αφού έχασαν τους χοίρους, μην πάθουν και καμμίαν άλλην ζημία. Γι’ αυτό και παρακαλούν τον Χριστόν και ζητούν να απομακρυνθεί από την περιοχή τους. Άλλωστε, δεν ήσαν άξιοι της Δεσποτικής διδασκαλίας. Ο δε Χριστός δεν αντιστάθηκε, αλλά με επιείκεια και πραότητα ανεχώρησε. Διότι όπου ο βίος είναι χοιρώδης και αποξενωμένος από το καλό, ο Χριστός δεν παραμένει εκεί. Άφησε όμως αυτούς που ελευθερώθησαν από τα δαιμόνια και εκείνους που έβοσκαν τους χοίρους να ομιλούν και να ανακηρύττουν οι ίδιοι τα θαυμαστά γεγονότα. «Και ιδού προσέφερον αυτώ παραλυτικόν επί κλίνης βεβλημένον». Επειδή εθεωρήθη ανίκανος η τέχνη των ιατρών να θεραπεύσει την παράλυση, μετέφεραν τον παράλυτο οι οικείοι του προς τον υψηλόν επισκέπτη και ουράνιον ιατρόν, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν. Πολλοί από αυτούς που διαβάζουν απλώς και ανεξετάστως τις Θείες Γραφές, νομίζουν ότι ο παράλυτος που αναφέρουν οι τέσσερις Ευαγγελισταί είναι ένας και ο αυτός. Ορισμένοι μάλιστα επικρίνουν τους Ευαγγελιστάς, ότι αντιμάχονται και διαφωνούν μεταξύ τους. Δεν συμβαίνει όμως αυτό. Μη γένοιτο. Διότι μία είναι η χάρις του Αγίου Πνεύματος που ενήργησε μέσα τους. Όπου δε η χάρις του Αγίου Πνεύματος, εκεί αγάπη, χαρά, ειρήνη. Και όπου ειρήνη, φυγαδεύεται από εκεί κάθε μάχη και εναντίωση, και εξαφανίζεται κάθε αμφιβολία και διαφωνία. Πράγματι, και ο τόπος, και ο χρόνος και ο καιρός, και η ημέρα, και ο τρόπος της θεραπείας και ορισμένα άλλα δεικνύουν σε εκείνους που κάπως προσέχουν ότι άλλος είναι αυτός ο παράλυτος και άλλος ο αναφερόμενος από τον Ιωάννη τον Ευαγγελιστή και Θεολόγο. Επειδή εκείνος μεν θεραπεύεται στα Ιεροσόλυμα, ενώ αυτός στην Καπερναούμ. Εκείνος κοντά στην κολυμβήθρα, αυτός σε κάποια μικρή οικία, όπως λέγουν ο Λουκάς και ο Μάρκος. Και εκείνος μεν ο παράλυτος έλαβε την ίαση κατά τη διάρκεια εορτής, αυτός όμως όχι σε εορτή, αλλά κάποια άλλη ημέρα. Εκείνος υπέφερε τριανταοκτώ έτη από την ασθένεια, ενώ γι’ αυτόν τίποτε παρόμοιο δεν λέγει ο Ευαγγελιστής. Και εκείνος μεν εθεραπεύθη την ημέρα του Σαββάτου, ενώ αυτός άλλην ημέρα. Αυτός μεν ο παράλυτος φέρεται στον Χριστό βασταζόμενος, ενώ προς εκείνον έρχεται ο ίδιος ο Χριστός. Και εκείνος μεν ο παράλυτος δεν είχε κανέναν να τον βοηθήσει, διότι έλεγε, «Κύριε, άνθρωπον ουκ έχω», ενώ αυτός είχε πολλούς γνωστούς. Οι οποίοι τον σήκωσαν και τον μετέφεραν. Αλλά και ο τρόπος της θεραπείας φαίνεται διαφορετικός στον καθένα. Εκείνου μεν ο Χριστός πριν από την ψυχή θεράπευσε το σώμα, διότι αφού πρώτα θεράπευσε την παράλυσή του, τότε είπε: «Ίδε υγιής γέγονας, μηκέτι αμάρτανε». Δεν συνέβη όμως το ίδιο και εδώ, αλλά πρώτα του χάρισε την υγεία της ψυχής, λέγοντας: «Αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου», και τότε διόρθωσε τη σωματική του παράλυση. Και σε αυτόν μεν τον παράλυτο οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι εσιώπησαν. Στην άλλη περίπτωση όμως αντέδρασαν, εκδιώκοντας και γογγύζοντας και κατηγορώντας. Άλλος λοιπόν είναι ο παράλυτος αυτός, και άλλος εκείνος, όπως σαφώς απεδείχθη από όσα ελέχθησαν.
«Και ιδών ο Ιησούς την πίστιν αυτών, είπε τω παραλυτικώ». Έγινε όντως δεκτή από τον αγαθόν ιατρόν και Σωτήρα μας η πίστις εκείνων που έφεραν τον παράλυτο, επειδή είναι γνώστης των καρδιών. Λέγουν δε ορισμένοι ότι ο Κύριος είδε την πίστη όχι του παραλύτου αλλά των μεταφορέων του. Πράγματι, μερικές φορές θεραπεύονται κάποιοι από την πίστη των άλλων, όπως συμβαίνει με το βάπτισμα που δίδεται στα παιδιά. Διότι εκεί ενεργεί η πίστις των γονέων που τα προσφέρουν. Όπως επίσης έγινε και με τη Χαναναία. Επειδή επίστευσε αυτή, εθεραπεύθη η θυγατέρα της. Και με την πίστη του εκατόνταρχου ανέστη ο δούλος του. Με τον ίδιο τρόπο, λοιπόν, λέγουν ότι εθεραπεύθη και εδώ ο παράλυτος, από την πίστη αυτών που τον πήγαν ενώπιον του Χριστού. Αλλά όχι, δεν συνέβη το ίδιο. Διότι λέγει: «Ιδών την πίστιν αυτών», όχι μόνον των μεταφορέων, αλλά και του παραλύτου. Διότι δεν σώζεται κάποιος με την πίστη άλλου, εκτός αν ευρίσκεται σε πολύ πρώιμη ηλικία, όπως συμβαίνει με τα παιδιά, όπως είπαμε, ή σε μια πολύ προχωρημένη ασθένεια, όταν οι προσβεβλημένοι από αυτήν δεν έχουν πλέον επικοινωνία με το περιβάλλον, και γι’ αυτό αδυνατούν να πιστεύσουν, όπως συνέβη με τη θυγατέρα της Χαναναίας. «Η θυγάτηρ μου», έλεγε εκείνη, « κακώς δαιμονίζεται», και «πολλάκις μεν πίπτει εις το ύδωρ, πολλάκις δε εις το πύρ».
Η δαιμονιζομένη λοιπόν, η οποία δεν είναι σε θέση να έχει τον έλεγχο του εαυτού της, πώς θα μπορούσε να πιστεύσει; Το ίδιο και με τον εκατόνταρχο. Ο δούλος του ευρίσκετο στην οικία κατάκοιτος, και ούτε καν εγνώριζε ποίος επί τέλους ήταν ο Χριστός. Πώς λοιπόν θα επίστευε σε κάποιον που αγνοούσε; Σε τέτοιες λοιπόν περιπτώσεις σώζεται κάποιος με την πίστη άλλου, εδώ όμως δεν μπορούμε να το ισχυρισθούμε αυτό, αλλά και ο παράλυτος επίστευσε αδιστάκτως, και αυτό γίνεται φανερό από πολλά.
Η πίστη του παραλύτου φανερώνεται και από το ότι, όταν τον πήγαν στον Χριστό, και του είπε: «Τέκνον, αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου», δεν αγανάκτησε, δεν δυσανασχέτησε καθόλου, δεν είπε προς τον αγαθό ιατρό: «τι είναι αυτό, Κύριε, από άλλο πάθος ήλθα εγώ να θεραπευθώ, και συ άλλο θεραπεύεις. Αυτό είναι υπεκφυγή και πρόφαση και ένδειξη αδυναμίας, την οποία προσπαθείς να αποκρύψεις με αυτό τον τρόπο. Συγχωρείς αμαρτίες που δεν φαίνονται;» Τίποτε παρόμοιο δεν είπε όμως, ούτε σκέφθηκε, αλλά ανέμενε πιστεύοντας ότι η συμπάθεια του αγαθού ιατρού θα τον θεραπεύσει και όλα θα τα διορθώσει. Δεικνύοντας ο Κύριος ότι η πίστις είναι αυτή που αφανίζει την αμαρτία, είπε στον παράλυτο: «Θἀρσει τέκνον, αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου».
Όπως βλέπουμε, δεν προχωρεί αμέσως ο Δεσπότης στην ίαση της παραλύσεως, αλλά θεραπεύει πρώτα αυτό που δεν φαίνεται, την ψυχή δηλαδή, συγχωρώντας του τα αμαρτήματα, πράγμα που τον μεν παράλυτον έσωζε, ενώ στον Κύριο δεν προξενούσε πολλήν δόξαν. Διότι δεν ήθελε να κάμει κάτι για επίδειξη και ανθρωπαρέσκεια. Και πρώτα μεν συγχωρεί στον άρρωστο τις αμαρτίες του, μετά δε τη συγχώρηση θεραπεύει το σώμα, διδάσκοντας έτσι ότι τα περισσότερα νοσήματα προξενούνται από τις αμαρτίες και πρέπει πρώτα να θεραπευθεί το αίτιο.
Ο Χριστός λοιπόν κόπτει πρώτα τη ρίζα του σωματικού πάθους, δηλαδή την αμαρτία. Και λέγοντας: «τέκνον, αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου», εξυψώνει και το φρόνημα του παραλύτου και διεγείρει την καταβεβλημένη του ψυχή. Διότι ο λόγος έγινε έργο, και εισερχόμενος στη συνείδησή του άγγιξε την ίδια την ψυχή του και εξέβαλε από αυτήν κάθε ίχνος αγωνίας.
Αποστέλλει δε ο Κύριος τον παράλυτο στον οίκο του, αφ’ ενός μεν για να μην προξενήσει στον εαυτό του έπαινο με την παρουσία και τη θέα εκείνου, αφ’ ετέρου δε για να έχει αυτόπτες μάρτυρες της θεραπείας αυτούς τους ιδίους που υπήρξαν και αναντίρρητοι μάρτυρες της ασθενείας, και έτσι να γίνει σ’ αυτούς αφορμή πίστεως. «Ιδόντες δε οι όχλοι εθαύμασαν, και εδόξασαν τoν Θεόν, τoν δόντα εξουσίαν τοιαύτην τοις ανθρώποις». Εθαύμασαν μεν οι όχλοι για το ότι εθαυματούργησεν ο Θεός, ενόμιζαν όμως ότι είναι άνθρωπος, ο οποίος είχε υπεράνθρωπη εξουσία.
Και εμείς, αδελφοί μου, που είμεθα παράλυτοι και έχουμε τις δυνάμεις της ψυχής ανενέργητες, έχουμε τη δυνατότητα να θεραπευθούμε και να σταθούμε όρθιοι, αρκεί μόνον να έχουμε την προαίρεση και τη θέληση. Διότι και τώρα ευρίσκεται ο Χριστός στη δική του πόλη, την Καπερναούμ, εννοώ στον οίκο της παρακλήσεως (σημείωση: Καπερναούμ σημαίνει στα εβραϊκά χωρίον παρακλήσεως, δηλαδή παρηγορίας), που είναι η Εκκλησία, διότι οίκος του Παρακλήτου είναι η Εκκλησία. Είμεθα δε και εμείς παράλυτοι ψυχικώς, ακίνητοι δηλαδή και ανενέργητοι προς το καλό. Αλλά εάν η μετάνοια και η εξομολόγηση μας εγείρουν και μας οδηγήσουν στoν Κύριο, τότε θα ακούσουμε τη γλυκιά και παντοδύναμη φωνή του να μας λέγει: «Τέκνα, αφέονται υμίν αι αμαρτίαι». Επειδή τότε γινόμεθα υιοί του Θεού, όταν επιστρέψουμε προς Αυτόν με καθαρή μετάνοια και εξομολόγηση. Τότε ακριβώς θα θεραπευθούμε και θα «άρωμεν τον κράββατόν μας», δηλαδή το σώμα, και θα το κινητοποιήσουμε προς εργασίαν των εντολών, του καλού και της αρετής.

Από το βιβλίο, Πατερικόν Κυριακοδρόμιον» σελίδες 183 και εξής.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

Οι ψυχές όσων μιμούνται θεοφιλώς τη φιλοπονία και εργατικότητα των μελισσών, ελκύονται από τη γλυκύτητα των θείων λόγων και δρέπουν από αυτούς χρήσιμα και ωφελιμότατα πράγματα, πετώντας όπως εκείνες επάνω από τους λειμώνες και συλλέγοντας από όλα τα αμάραντα βότανα και τα άνθη ό,τι χρησιμότερο υπάρχει εκεί. Και από άλλους μεν λόγους συλλέγουν το άνθος της σωφροσύνης, από άλλους το της δικαιοσύνης, από άλλους το της φρονήσεως, από άλλους το της ανδρείας. Από αλλού το άνθος της συμπαθείας και της φιλανθρωπίας προς τους ομοδούλους. Το της πραότητος και της επιεικείας από εδώ, το της υπομονής και της καρτερίας στα δεινά από εκεί.
Αυτούς λοιπόν, ας μιμούμεθα και εμείς, αδελφοί μου, και όταν προσερχόμεθα στον θείο και περικαλλή αυτόν λειμώνα, την Εκκλησία, ας μη χρησιμοποιούμε την εδώ προσέλευσή μας σαν αφορμή για συζητήσεις μεταξύ μας, αλλά να περιεργαζόμεθα τις θείες Γραφές, οι οποίες αναγιγνώσκονται για τη σωτηρία μας, και να ζητούμε το ψυχικό όφελος που πηγάζει από αυτές, επιμελώς, με μεγάλη προσοχή και εξεταστική διάθεση.
Η υπόθεση σήμερα έχει ως εξής: «Τω καιρώ εκείνω εμβάς ο Ιησούς εις πλοίον διεπέρασε και ήλθε εις την ιδίαν πόλιν. Και ιδού προσέφερον αυτώ παραλυτικόν επί κλίνης βεβλημένον».
Εξέρχεται λοιπόν ο Κύριος από τη χώρα των Γεργεσηνών, επειδή οι ίδιοι τον παρεκάλεσαν. Εφοβήθησαν οι Γεργεσηνοί, αφού έχασαν τους χοίρους, μην πάθουν και καμμίαν άλλην ζημία. Γι’ αυτό και παρακαλούν τον Χριστόν και ζητούν να απομακρυνθεί από την περιοχή τους. Άλλωστε, δεν ήσαν άξιοι της Δεσποτικής διδασκαλίας. Ο δε Χριστός δεν αντιστάθηκε, αλλά με επιείκεια και πραότητα ανεχώρησε. Διότι όπου ο βίος είναι χοιρώδης και αποξενωμένος από το καλό, ο Χριστός δεν παραμένει εκεί. Άφησε όμως αυτούς που ελευθερώθησαν από τα δαιμόνια και εκείνους που έβοσκαν τους χοίρους να ομιλούν και να ανακηρύττουν οι ίδιοι τα θαυμαστά γεγονότα. «Και ιδού προσέφερον αυτώ παραλυτικόν επί κλίνης βεβλημένον». Επειδή εθεωρήθη ανίκανος η τέχνη των ιατρών να θεραπεύσει την παράλυση, μετέφεραν τον παράλυτο οι οικείοι του προς τον υψηλόν επισκέπτη και ουράνιον ιατρόν, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν. Πολλοί από αυτούς που διαβάζουν απλώς και ανεξετάστως τις Θείες Γραφές, νομίζουν ότι ο παράλυτος που αναφέρουν οι τέσσερις Ευαγγελισταί είναι ένας και ο αυτός. Ορισμένοι μάλιστα επικρίνουν τους Ευαγγελιστάς, ότι αντιμάχονται και διαφωνούν μεταξύ τους. Δεν συμβαίνει όμως αυτό. Μη γένοιτο. Διότι μία είναι η χάρις του Αγίου Πνεύματος που ενήργησε μέσα τους. Όπου δε η χάρις του Αγίου Πνεύματος, εκεί αγάπη, χαρά, ειρήνη. Και όπου ειρήνη, φυγαδεύεται από εκεί κάθε μάχη και εναντίωση, και εξαφανίζεται κάθε αμφιβολία και διαφωνία. Πράγματι, και ο τόπος, και ο χρόνος και ο καιρός, και η ημέρα, και ο τρόπος της θεραπείας και ορισμένα άλλα δεικνύουν σε εκείνους που κάπως προσέχουν ότι άλλος είναι αυτός ο παράλυτος και άλλος ο αναφερόμενος από τον Ιωάννη τον Ευαγγελιστή και Θεολόγο. Επειδή εκείνος μεν θεραπεύεται στα Ιεροσόλυμα, ενώ αυτός στην Καπερναούμ. Εκείνος κοντά στην κολυμβήθρα, αυτός σε κάποια μικρή οικία, όπως λέγουν ο Λουκάς και ο Μάρκος. Και εκείνος μεν ο παράλυτος έλαβε την ίαση κατά τη διάρκεια εορτής, αυτός όμως όχι σε εορτή, αλλά κάποια άλλη ημέρα. Εκείνος υπέφερε τριανταοκτώ έτη από την ασθένεια, ενώ γι’ αυτόν τίποτε παρόμοιο δεν λέγει ο Ευαγγελιστής. Και εκείνος μεν εθεραπεύθη την ημέρα του Σαββάτου, ενώ αυτός άλλην ημέρα. Αυτός μεν ο παράλυτος φέρεται στον Χριστό βασταζόμενος, ενώ προς εκείνον έρχεται ο ίδιος ο Χριστός. Και εκείνος μεν ο παράλυτος δεν είχε κανέναν να τον βοηθήσει, διότι έλεγε, «Κύριε, άνθρωπον ουκ έχω», ενώ αυτός είχε πολλούς γνωστούς. Οι οποίοι τον σήκωσαν και τον μετέφεραν. Αλλά και ο τρόπος της θεραπείας φαίνεται διαφορετικός στον καθένα. Εκείνου μεν ο Χριστός πριν από την ψυχή θεράπευσε το σώμα, διότι αφού πρώτα θεράπευσε την παράλυσή του, τότε είπε: «Ίδε υγιής γέγονας, μηκέτι αμάρτανε». Δεν συνέβη όμως το ίδιο και εδώ, αλλά πρώτα του χάρισε την υγεία της ψυχής, λέγοντας: «Αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου», και τότε διόρθωσε τη σωματική του παράλυση. Και σε αυτόν μεν τον παράλυτο οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι εσιώπησαν. Στην άλλη περίπτωση όμως αντέδρασαν, εκδιώκοντας και γογγύζοντας και κατηγορώντας. Άλλος λοιπόν είναι ο παράλυτος αυτός, και άλλος εκείνος, όπως σαφώς απεδείχθη από όσα ελέχθησαν.
«Και ιδών ο Ιησούς την πίστιν αυτών, είπε τω παραλυτικώ». Έγινε όντως δεκτή από τον αγαθόν ιατρόν και Σωτήρα μας η πίστις εκείνων που έφεραν τον παράλυτο, επειδή είναι γνώστης των καρδιών. Λέγουν δε ορισμένοι ότι ο Κύριος είδε την πίστη όχι του παραλύτου αλλά των μεταφορέων του. Πράγματι, μερικές φορές θεραπεύονται κάποιοι από την πίστη των άλλων, όπως συμβαίνει με το βάπτισμα που δίδεται στα παιδιά. Διότι εκεί ενεργεί η πίστις των γονέων που τα προσφέρουν. Όπως επίσης έγινε και με τη Χαναναία. Επειδή επίστευσε αυτή, εθεραπεύθη η θυγατέρα της. Και με την πίστη του εκατόνταρχου ανέστη ο δούλος του. Με τον ίδιο τρόπο, λοιπόν, λέγουν ότι εθεραπεύθη και εδώ ο παράλυτος, από την πίστη αυτών που τον πήγαν ενώπιον του Χριστού. Αλλά όχι, δεν συνέβη το ίδιο. Διότι λέγει: «Ιδών την πίστιν αυτών», όχι μόνον των μεταφορέων, αλλά και του παραλύτου. Διότι δεν σώζεται κάποιος με την πίστη άλλου, εκτός αν ευρίσκεται σε πολύ πρώιμη ηλικία, όπως συμβαίνει με τα παιδιά, όπως είπαμε, ή σε μια πολύ προχωρημένη ασθένεια, όταν οι προσβεβλημένοι από αυτήν δεν έχουν πλέον επικοινωνία με το περιβάλλον, και γι’ αυτό αδυνατούν να πιστεύσουν, όπως συνέβη με τη θυγατέρα της Χαναναίας. «Η θυγάτηρ μου», έλεγε εκείνη, « κακώς δαιμονίζεται», και «πολλάκις μεν πίπτει εις το ύδωρ, πολλάκις δε εις το πύρ».
Η δαιμονιζομένη λοιπόν, η οποία δεν είναι σε θέση να έχει τον έλεγχο του εαυτού της, πώς θα μπορούσε να πιστεύσει; Το ίδιο και με τον εκατόνταρχο. Ο δούλος του ευρίσκετο στην οικία κατάκοιτος, και ούτε καν εγνώριζε ποίος επί τέλους ήταν ο Χριστός. Πώς λοιπόν θα επίστευε σε κάποιον που αγνοούσε; Σε τέτοιες λοιπόν περιπτώσεις σώζεται κάποιος με την πίστη άλλου, εδώ όμως δεν μπορούμε να το ισχυρισθούμε αυτό, αλλά και ο παράλυτος επίστευσε αδιστάκτως, και αυτό γίνεται φανερό από πολλά.
Η πίστη του παραλύτου φανερώνεται και από το ότι, όταν τον πήγαν στον Χριστό, και του είπε: «Τέκνον, αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου», δεν αγανάκτησε, δεν δυσανασχέτησε καθόλου, δεν είπε προς τον αγαθό ιατρό: «τι είναι αυτό, Κύριε, από άλλο πάθος ήλθα εγώ να θεραπευθώ, και συ άλλο θεραπεύεις. Αυτό είναι υπεκφυγή και πρόφαση και ένδειξη αδυναμίας, την οποία προσπαθείς να αποκρύψεις με αυτό τον τρόπο. Συγχωρείς αμαρτίες που δεν φαίνονται;» Τίποτε παρόμοιο δεν είπε όμως, ούτε σκέφθηκε, αλλά ανέμενε πιστεύοντας ότι η συμπάθεια του αγαθού ιατρού θα τον θεραπεύσει και όλα θα τα διορθώσει. Δεικνύοντας ο Κύριος ότι η πίστις είναι αυτή που αφανίζει την αμαρτία, είπε στον παράλυτο: «Θἀρσει τέκνον, αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου».
Όπως βλέπουμε, δεν προχωρεί αμέσως ο Δεσπότης στην ίαση της παραλύσεως, αλλά θεραπεύει πρώτα αυτό που δεν φαίνεται, την ψυχή δηλαδή, συγχωρώντας του τα αμαρτήματα, πράγμα που τον μεν παράλυτον έσωζε, ενώ στον Κύριο δεν προξενούσε πολλήν δόξαν. Διότι δεν ήθελε να κάμει κάτι για επίδειξη και ανθρωπαρέσκεια. Και πρώτα μεν συγχωρεί στον άρρωστο τις αμαρτίες του, μετά δε τη συγχώρηση θεραπεύει το σώμα, διδάσκοντας έτσι ότι τα περισσότερα νοσήματα προξενούνται από τις αμαρτίες και πρέπει πρώτα να θεραπευθεί το αίτιο.
Ο Χριστός λοιπόν κόπτει πρώτα τη ρίζα του σωματικού πάθους, δηλαδή την αμαρτία. Και λέγοντας: «τέκνον, αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου», εξυψώνει και το φρόνημα του παραλύτου και διεγείρει την καταβεβλημένη του ψυχή. Διότι ο λόγος έγινε έργο, και εισερχόμενος στη συνείδησή του άγγιξε την ίδια την ψυχή του και εξέβαλε από αυτήν κάθε ίχνος αγωνίας.
Αποστέλλει δε ο Κύριος τον παράλυτο στον οίκο του, αφ’ ενός μεν για να μην προξενήσει στον εαυτό του έπαινο με την παρουσία και τη θέα εκείνου, αφ’ ετέρου δε για να έχει αυτόπτες μάρτυρες της θεραπείας αυτούς τους ιδίους που υπήρξαν και αναντίρρητοι μάρτυρες της ασθενείας, και έτσι να γίνει σ’ αυτούς αφορμή πίστεως. «Ιδόντες δε οι όχλοι εθαύμασαν, και εδόξασαν τoν Θεόν, τoν δόντα εξουσίαν τοιαύτην τοις ανθρώποις». Εθαύμασαν μεν οι όχλοι για το ότι εθαυματούργησεν ο Θεός, ενόμιζαν όμως ότι είναι άνθρωπος, ο οποίος είχε υπεράνθρωπη εξουσία.
Και εμείς, αδελφοί μου, που είμεθα παράλυτοι και έχουμε τις δυνάμεις της ψυχής ανενέργητες, έχουμε τη δυνατότητα να θεραπευθούμε και να σταθούμε όρθιοι, αρκεί μόνον να έχουμε την προαίρεση και τη θέληση. Διότι και τώρα ευρίσκεται ο Χριστός στη δική του πόλη, την Καπερναούμ, εννοώ στον οίκο της παρακλήσεως (σημείωση: Καπερναούμ σημαίνει στα εβραϊκά χωρίον παρακλήσεως, δηλαδή παρηγορίας), που είναι η Εκκλησία, διότι οίκος του Παρακλήτου είναι η Εκκλησία. Είμεθα δε και εμείς παράλυτοι ψυχικώς, ακίνητοι δηλαδή και ανενέργητοι προς το καλό. Αλλά εάν η μετάνοια και η εξομολόγηση μας εγείρουν και μας οδηγήσουν στoν Κύριο, τότε θα ακούσουμε τη γλυκιά και παντοδύναμη φωνή του να μας λέγει: «Τέκνα, αφέονται υμίν αι αμαρτίαι». Επειδή τότε γινόμεθα υιοί του Θεού, όταν επιστρέψουμε προς Αυτόν με καθαρή μετάνοια και εξομολόγηση. Τότε ακριβώς θα θεραπευθούμε και θα «άρωμεν τον κράββατόν μας», δηλαδή το σώμα, και θα το κινητοποιήσουμε προς εργασίαν των εντολών, του καλού και της αρετής.

Από το βιβλίο, Πατερικόν Κυριακοδρόμιον» σελίδες 183 και εξής.

« ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ » «΄Ινα τι υμείς ενθυμείσθε πονηρά εν ταις καρδίαις υμών ; » ( ΜΑΤΘ. 9, 4 )



 Ενώ οι απλοί άνθρωποι θαύμασαν, αγαπητοί μου φίλοι, το θαύμα της θεραπείας του παραλύτου από τον Χριστό, οι Γραμματείς καλλιεργούσαν πονηρούς λογισμούς. Τυφλωμένοι από τον εγωϊσμό δεν μπορούσαν να κατανοήσουν όσα θαύματα επιτελούσε ο Ιησούς. Από τους Γραμματείς έλειπε η απλότητα, η ταπείνωση και η ψυχική καθαρότητα. Για αυτά μας πληροφορεί το σημερινό Ευαγγελικό ανάγνωσμα. Το θέμα των πονηρών λογισμών είναι φλέγον για εκείνους που αγωνίζονται πνευματικά. Οι λογισμοί βασανίζουν όλους τους ανθρώπους και γι’ αυτό θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με δύναμη και σύνεση. Τους πονηρούς λογισμούς δεν μπορούμε να τους αποφύγουμε, μπορούμε όμως να τους αποκρούουμε και να απαγορεύουμε την είσοδό τους στην καρδιά μας.
Οι πονηροί λογισμοί προέρχονται είτε από τον πονηρό διάβολο, είτε από την καρδιά μας. Οι πονηροί λογισμοί και πολύ περισσότερο η καλλιέργειά τους από μέρους μας, απομακρύνει τον Θεό από τη ζωή μας και παραδινόμαστε στον πονηρό. Κακία μεγάλη βγαίνει από τη ψυχή των δολίων Γραμματέων. Συκοφαντούν τον Χριστό και τον παρουσιάζουν ως καταλύτη του Νόμου, νεωτεριστή, φάγο και οινοπότη. Ο φθόνος και η υποκρισία ήταν τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των Γραμματέων. Αν και ήσαν σοφοί δεν μπορούσαν να κατανοήσουν μυστήρια, τα οποία ο απλός λαός κατανοούσε. Η πονηρία είχε σκοτίσει τελείως το μυαλό τους. Όταν καλλιεργήσει ο άνθρωπος πονηρούς λογισμούς σκοτίζεται και δεν μπορεί να κατανοήσει πράγματα που γίνονται γύρω του. Είναι μπερδεμένος και κατευθύνεται από τους πονηρούς λογισμούς του.
Υπάρχουν άνθρωποι που βλέπουν με καχύποπτο βλέμμα και την πιο αγαθή συμπεριφορά. Παρεξηγούν κάθε λέξη, παρανοούν κάθε κίνηση, ομιλούν πάντα με υπονοούμενα και βλέπουν σε κάθε τι την πρόκληση. Άλλοι πάλι έχουν την τάση της καταστροφής, της εκδικήσεως και της κακότητας. Οι άνθρωποι αυτοί είναι δυστυχισμένες υπάρξεις, που ζουν μέσα σ’ ένα κόσμο διαστροφής και πλάνης. Από την καρδιά τους εκπορεύονται οι διεστραμμένοι λογισμοί. « Ο πονηρός άνθρωπος εκ του πονηρού θησαυρού εκβάλλει πονηρά » ( ΜΑΤΘ. 12,36 ). Όταν στην καρδιά του ανθρώπου κυριαρχεί η αμαρτία, τότε κάθε σκέψη είναι πονηρή. Αντίθετα όταν στην καρδιά βασιλεύει ο Θεός, τότε και οι λογισμοί θα είναι καθαροί. Ότι καλλιεργούμε μέσα μας, αυτό φανερώνεται και στις εξωτερικές κινήσεις μας. Ο άνθρωπος του Θεού, που δεν καλλιεργεί τους πονηρούς λογισμούς, φαίνεται από πολύ μακριά.
Λέει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης : « Αίτια δε και των εσωτερικώς και των εξωτερικώς κινουμένων λογισμών είναι τρία. πρώτον μεν οι δαίμονες. ύστερον δε τα πάθη δηλ. οι πληγές που εφθάσαμεν να λάβωμεν καθ’ έξιν εις την καρδίαν προαιρετικώς ή μισούντες κανένα πράγμα ή αγαπώντες αυτό εμπαθώς. και τέλος η διεφθαρμένη κατάστασις της ανθρωπίνης φύσεως ». ( Ο Αόρατος Πόλεμος, σελίδα 121 ). Είναι δυνατόν όμως να αγωνισθούμε εναντίον των πονηρών λογισμών; Είναι δύσκολο αλλά όχι και ακατόρθωτο. Για να καθαρίσουμε την καρδιά και το νου από τους πονηρούς λογισμούς, χρειάζεται ιδιαίτερη επιδεξιότητα. Απαιτείται υπομονή και διάκριση. Θα πρέπει ο πιστός να μη καταλαμβάνεται από άγχος όταν έρχεται κάποιος πονηρός λογισμός, αλλά να τον εκδιώκει ήρεμα και στη θέση του να βάζει αγαθούς και ωφέλιμους λογισμούς. Ένας άλλος τρόπος αποφυγής των πονηρών λογισμών είναι το να λέμε την Ευχή του Ιησού : « Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με ».
Ο Γέροντας Παΐσιος για τους πονηρούς λογισμούς έλεγε χαρακτηριστικά : « Σε προσβολές λογισμών η καλύτερη αντιμετώπιση είναι η περιφρόνηση. Να μην του δώση κανείς σημασία. Η συζήτηση με τον λογισμό είναι επικίνδυνη, γιατί και εκατό δικηγόροι να μαζευτούν δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα με ένα μικρό ¨ταγκαλάκι ¨ ». ( Βίος Γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου, Ιερομονάχου Ισαάκ, σελίδα 487 ). «Ταγκαλάκι» ο Γέροντας ονόμαζε το διάβολο. Οι Γέροντες και όσοι αγωνίζονται πνευματικά, με την πείρα και τη συνεχή νηπτική εργασία, απομακρύνουν εύκολα τους πονηρούς και εμπαθείς λογισμούς. Η καλλιέργεια των λογισμών είναι αυτή που ρίχνει τον άνθρωπο στην οποιαδήποτε αμαρτία. Όταν αρχίσουμε να συζητάμε με αυτούς, τότε σίγουρα θα πέσουμε στην αμαρτία.
Αγαπητοί μου φίλοι, τα λόγια αυτά περί πνευματικού αγώνα κατά των λογισμών, για τους περισσότερους ανθρώπους της εποχής μας προκαλούν ειρωνικά σχόλια και γέλια. Οι σημερινοί σαρκικοί άνθρωποι ούτε καν συζητούν για λογισμούς, αφού αυτούς τους πραγματοποιούν χωρίς να κάνουν τον παραμικρό αγώνα. Με τα έντυπα, τη τηλεόραση και το Ίντερνετ έχει γεμίσει η φαντασία μας με κάθε είδους αισχρότητα. Πονηρά ερεθίσματα μας δημιουργούν πονηρούς λογισμούς. Είναι γεγονός ότι έχουμε να παλέψουμε με ισχυρούς εχθρούς. Γι’ αυτό στη θέση των πονηρών λογισμών ας βάζουμε πάντα λογισμούς ιερούς. Ο αγώνας στην αρχή θα είναι σκληρός. Δεν το αμφισβητούμε. Χρειάζεται όμως υπομονή κι ελπίδα. Έτσι μόνο θα απαλλαγούμε από την πονηρή σκέψη και τότε στην καρδιά μας θα ενθρονισθεί ο Θεός.
Με αγάπη Χριστού,
π. Βασίλειος.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...