Ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία πανηγυρίζει σήμερα τὴν μεγάλη ἑορτὴ τῆς Γεννήσεως τῆςὙπεραγίας Θεοτόκου, ποὺ ἀποτελεῖ προοίμιο τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας. Σὲσυνδυασμὸ μὲ τὴν μεγάλη ἀλήθεια πὼς κανένας δὲν ἀνέβηκε στὸν οὐρανό, ἐκτὸςἀπὸ Αὐτὸν ποὺ κατέβηκε στὸν κόσμο μας, γενόμενος ἄνθρωπος ὑπὸ γυναικός, θὰἐπισημάνουμε κάποιες ἀφορμές, γιὰ νὰ συνειδητοποιήσουμε τὴν συμβολὴ τῆςὙπεραγίας Θεοτόκου στὸ μεγάλο μυστήριο τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου.
Ἂν ὑπάρχῃ Παράδεισος, ἂν ὑπάρχῃ Ἐκκλησία, ἂν ὑπάρχουν ἅγιοι, ἂνἔρχεται ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἂν ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος κι ἂν ὁ ἄνθρωπος μπορῇνὰ γίνῃ κατὰ χάριν Θεός, ὀφείλονται ὅλα αὐτὰ στὴν Παναγία. Διὰ μέσου αὐτῆς «ἀναβέβηκεν εἰς τὸν οὐρανὸν» ἡ ἀνθρώπινη φύση, ἐπειδὴ διὰ μέσου αὐτῆς τὴν προσέλαβε «ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς». Ὅ,τι ἐγκωμιαστικὸ καὶ νὰ ποῦμε γιὰ τὴν Θεοτόκο, δὲν εἶναι ποτὲ ἀρκετὸ νὰ ἀντισταθμίσῃ τὸ μέγεθος τῆς δικῆς της δωρεᾶς. Ὁ τόκος της μᾶς ἔβγαλε ἀπὸ τὴν κυριαρχία τοῦ θανάτου, μᾶς ἀναβίβασε στὰ δεξιὰ τοῦ Πατρός, μᾶς κληροδότησε τὴν αἰώνια ζωή. Γι’ αὐτὸ ἡ Παναγία μας θεολογεῖται ὡς πηγὴ τῆς ζωῆς. Ἐκείνη ἔγινε ἡ τεχνίτις τῆς θεώσεως τῶνἀνθρώπων ὡς ὑπουργὸς τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ. Ἂν δὲν ὑπῆρχε ἐκείνη, ἂν δὲν δεχόταν νὰ συνεργήσῃ στὴν ἐνσάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου, κανεὶς δὲν θὰσωζόταν. Οὔτε Σταυρὸς θὰ ὑπῆρχε, οὔτε Ἀνάσταση, οὔτε Ἀνάληψη, γιατὶ ὁ Θεὸς χωρὶς τὴν Παναγία εἶναι ἀμφίβολο ἂν θὰ γινόταν ποτὲ ἄνθρωπος. Ἡ Παναγίαὑπῆρξε ἀφορμή, γιὰ νὰ ἑνωθοῦν οἱ δύο ἄξονες ποὺ ἀπετέλεσαν τὸν Σταυρὸ τοῦΥἱοῦ της, ὁ κάθετος ποὺ συνιστᾶ τὴν ἀγαπητικὴ σχέση Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου καὶ ὁὁριζόντιος ποὺ συνιστᾶ τὴν ἀγαπητικὴ σχέση τῶν ἀνθρώπων μεταξύ τους. Χωρὶς αὐτὴν ὁ Σταυρὸς θὰ παρέμενε ἕνα σύμβολο καταδίκης τῶν κακούργων,ἐνῷ δι’ αὐτῆς ὁ Υἱός της τὸ μετέβαλε σὲ σύμβολο ἀπαλλαγῆς τῶν ἀνθρώπων ἀπὸτὴν ἐξουσία τῶν κακούργων δαιμόνων, σὲ σύμβολο νίκης τῆς ἀνθρωπότητος, νίκης τῆς ζωῆς ἐπὶ τοῦ θανάτου μὲ ὅλα τὰ παρεπόμενα. Στὴν Θεοτόκο χρωστοῦμε τὰ πάντα· ἐκείνη ἄφησε τὰ πάντα, ὅλα τὰ μάταια τοῦ κόσμου καὶ ἀφιερώθηκε στὸν Θεὸ ὁλοκληρωτικά. Τῆς ὀφείλουμε χάρη παντοτινή, ἐπειδὴ δὲν ἁμάρτησε, οὔτε κἂν μὲ τὴν σκέψη, ἀξιουμένη ὡς πανάμωμη καὶ πανάσπιλη νὰ καταστῇΜητέρα τοῦ Ἀναμαρτήτου.
Πῶς λοιπὸν νὰ μὴν ἑορτάσουμε σήμερα, ἀδελφοί μου, καὶ νὰ μὴν πανηγυρίσουμε τὸ ἐξαίσιο, ὅσο καὶ θαυμαστό, γεγονὸς τῆς γεννήσεώς της ἀπὸ τὸθεοσεβὲς ζεῦγος τῶν ἡλικιωμένων γονέων της; Πῶς νὰ μὴν χαροῦμε μιὰ τέτοιαἡμέρα, κατὰ τὴν ὁποίαν ἀνατέλει σαρκωμένη ἡ ἐλπίδα τοῦ κόσμου; Πῶς νὰ μὴνἐγκωμιάσουμε τοὺς μακαρίους παπποῦδες τῆς ἀνθρωπότητος, τοὺς δικούς μας λατρευτοὺς παπποῦδες, τὸν Ἰωακεὶμ καὶ τὴν Ἄννα, ποὺ μὲ τὴν σαρκική τουςἀπάθεια ἔφεραν στὸν κόσμο μας ἐκείνη ποὺ θὰ γεννοῦσε ἀσπόρως τὸν ἈπαθῆΘεό; Ναί, ἦταν ἀπαθεῖς οἱ παπποῦδες πρὶν ἀπὸ τὴν σύλληψη τῆς Μαριάμ, διότι ἡἐμπάθεια κληροδοτεῖται ἔστω καὶ σὲ ἐλάχιστο βαθμὸ καὶ διότι ἔπρεπε ἡ κόρη τους νὰ γεννηθῇ δίχως τὰ ἴχνη τῆς ἐμπαθείας, ὥστε νὰ εἶναι ἐξαρχῆςἀνεπηρέαστη ἀπὸ τὶς ἐπιδράσεις τῶν μεταπτωτικῶν ἡδονῶν, πεντακάθαρη ἐξἄκρας συλλήψεως. Πῶς θὰ ἦταν δυνατὸν ὁ ὑπερτέλειος καὶ «καθαρώτατος Ναὸς τοῦ Σωτῆρος», τὸ σῶμα τῆς Θεοτόκου, νὰ εἶχε ἔστω καὶ τὸ ἐλάχιστο στῖγμαἠθικῆς ἀτελείας; Σαφῶς καὶ δὲν ἐξαιρεῖτο ἡ Θεοτόκος τῶν συνεπειῶν τοῦπροπατορικοῦ ἁμαρτήματος, δηλαδὴ τῆς φθορᾶς τοῦ θανάτου, ἀφοῦ συνελήφθη καὶ γεννήθηκε μὲ τὸν φυσικὸ τρόπο. Ὅμως, καθὼς ἐπρόκειτο νὰ ὑπουργήσῃ τὴνὑπὲρ φύσιν σάρκωση τοῦ Θεοῦ, θὰ ἔπρεπε νὰ μὴν εἶχε ἔστω καὶ τὸ παραμικρὸἀποτύπωμα τῶν μεταπτωτικῶν ἡδονῶν.
Κάθε γέννα φέρνει χαρὰ στοὺς συγγενεῖς καὶ φίλους τῶν γεννητόρων· ἀλλὰἡ γέννα ἡ σημερινὴ φέρνει χαρὰ σὲ ὅλη τὴν Ἐκκλησία, «χαρὰν ἐμήνυσε πάσῃ τῇοἰκουμένῃ». Ἀντηχοῦν ἀκόμη οἱ ζητοκραυγὲς τῶν πεπεδημένων τοῦ ᾅδη καὶ τὰδάκρυα χαρᾶς τῆς Εὔας γιὰ τὸ ὅτι βρέθηκε ἐπιτέλους ἡ γυναίκα ἐκείνη, ποὺ θὰἔμελλε νὰ ἀναλάβῃ ὅ,τι ἐκείνη ἀνέβαλε.
Ἡ θεόπαις τοῦ Ἰσραὴλ ἔγινε ἡ σκάλα, ποὺ ἔφερε στὴν γῆ «ἐκ τοῦ οὐρανοῦκαταβάντα» τὸν Θεό. Δεκαπέντε σκαλοπάτια θὰ ἑτοιμάσῃ ὁ Χριστός μας, δεκαπέντε χρόνια, τρία στοὺς παπποῦδες καὶ δώδεκα μέσα στὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων τοῦ Ναοῦ τοῦ Σολομῶντα, ἕνα γιὰ κάθε φυλὴ τοῦ Ἰσραήλ, χωρὶς περιττὲςἀναμονές, δίχως ἄλλη χρονοτριβή, θὰ περιμένῃ, γιὰ νὰ λάβῃ κι αὐτὸς σῶμα καὶψυχὴ ἀνθρώπινη.
Νὰ εὐχαριστοῦμε καὶ νὰ δοξάζουμε, ἀδελφοί μου, τὸν Θεό· μᾶς χάρισε ὅ,τι πολυτιμότερο ὑπάρχει στὸν κόσμο μας, τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Καὶ νὰεὐγνωμονοῦμε ἐκείνην, τὴν ὄντως Παναγία καὶ Παναμώμητη, γιατὶ δίχως τὴν δική της παρουσία στὸν κόσμο μας ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου θὰ ἦταν ἀκόμηἕνα ἄπιαστο ὄνειρο. Ἂς ἔχουμε τὴν εὐχή της, ἂς ἐπιζητοῦμε τὴν προστασία της,ἂς προσπαθοῦμε νὰ μιμηθοῦμε τὴν καθατότητά της, τὴν ἁγνότητά της, τὴν ταπείνωσή της. Κι ἐκείνη δὲν θὰ μᾶς ἀφήσῃ ὀρφανούς.