Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 03, 2014

Ὁ Ἅγιος Βλάσιος ὁ Βουκόλος




Ἦταν ἀπὸ τὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας καὶ οἱ γονεῖς του, πλούσιοι σὲ κοπάδια βοδιῶν, διακρίνονταν γιὰ τὴν εὐσέβεια καὶ τὶς ἐλεημοσύνες τους. Ἀκόμα θερμότερος στὴν πίστη καὶ προθυμότερος στὸ καλό, ὁ γιός ἦταν ἡ παρηγοριὰ πολυάριθμων φτωχῶν καὶ ὀρφανῶν, γιὰ τοὺς ὁποίους διέθετε κάθε χρόνο ὅλα τὰ εἰσοδήματα τῆς δουλειᾶς του.

Κάποτε γιὰ ἐπαγγελματικοὺς λόγους ἔφυγε ἀπὸ τὴν Καισάρεια. Αὐτὸ συνέβη ὅταν εἶχε κινηθεῖ φονικὸς διωγμὸς κατὰ τῶν χριστιανῶν, μεταξὺ τῶν ὁποίων πρῶτος καταζητήθηκε ὁ Βλάσιος. Ἔψαξαν παντοῦ, ἀλλὰ δὲν τὸν βρῆκαν πουθενά. Ὅταν ἐπέστρεψε, τοῦ ἀνέφεραν τὰ γεγονότα. Ἡ μητέρα τοῦ τὸν προέτρεπε νὰ φύγει γιὰ νὰ σωθεῖ. Ἀλλ᾿ ὁ Βλάσιος ἀρνήθηκε, μὲ τὴν σκέψη ὅτι θὰ ἦταν λιποτάκτης τῆς πίστης ἂν ἔφευγε γιὰ νὰ σωθεῖ. Καὶ ὅτι ἡ σωτηρία του αὐτὴ θὰ ἦταν ἄτιμη, τὴν στιγμὴ ποὺ στὸ βωμὸ τῆς πίστης θυσιάζονταν οἰκογενειάρχες.

Ἔμεινε λοιπὸν καὶ παρουσιάστηκε στὸ κριτήριο. Ἐκεῖ, μετὰ τὴν ἐπανειλημμένη ὁμολογία του καὶ τὴν σταθερὴ ἐπιμονή του σ᾿ αὐτή, βασανίστηκε φρικτά. Ἀλλὰ μὲ τὴν θαυμαστὴ ὑπομονή του, κέρδισε πολλοὺς ἀπὸ τοὺς ἐκεῖ παρευρεθέντες, οἱ ὁποῖοι μάλιστα ὁμολόγησαν τὴν ἀληθινὴ πίστη. Τέλος τὸ σῶμα του ὑπέκυψε στὸ θάνατο, ἡ νικηφόρα ὅμως ἄθλησή του ἀξιώθηκε νὰ πάρει τὸ λαμπρὸ καὶ ἀμάραντο στεφάνι τῆς αἰώνιας ζωῆς.

Οἱ Ἅγιοι Ἰωάννης, Σταμάτιος καὶ Νικόλαος, νεομάρτυρες ἐκ Σπετσῶν




Μαρτύρησαν γιὰ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ στὴ Χίο τὸ 1822. Ἀπ᾿ αὐτούς, ὁ Σταμάτιος καὶ ὁ Ἰωάννης ἦταν ἀδέλφια. Ὁ πατέρας τους ὀνομαζόταν Θεόδωρος Γκίνης, ἡ δὲ μητέρα τους Ἀνεζώ.

Τὸ 1822 οἱ νέοι αὐτοί, μαζὶ μὲ ἄλλους πέντε καὶ τὸν συναθλητή τους Νικόλαο, μπῆκαν σ᾿ ἕνα πλοῖο φορτωμένο μὲ λάδι γιὰ νὰ τὸ ἐμπορευτοῦν σὲ διάφορα λιμάνια. Λόγω μεγάλης θαλασσοταραχῆς, προσάραξαν στὸν Τσεσμέ, μικρασιατικὴ παραλία ἀπέναντι ἀπὸ τὴν Χίο. Ὅταν βγῆκαν στὴν ξηρά, τοὺς φιλοξένησε κάποιος χριστιανός, ποὺ ἀργότερα τοὺς πρόδωσε στοὺς Τούρκους, μὲ ἀποτέλεσμα αὐτοὶ νὰ θανατώσουν δυὸ ἀπὸ τοὺς συντρόφους· δυὸ ἄλλοι διασώθηκαν ἀφοῦ ἔπεσαν στὴ θάλασσα καὶ συνελήφθηκαν οἱ Σταμάτιος, Ἰωάννης καὶ ὁ γέροντας πλοίαρχος Νικόλαος.

Στὶς 26 Ἰανουαρίου 1822 τοὺς παρουσίασαν στὸν πασὰ τῆς Χίου. Ὁ πασὰς ἀφοῦ τοὺς ἀνέκρινε, τοὺς μὲν Σταμάτιο καὶ Ἰωάννη ἔκλεισε στὴ φυλακή, τὸν δὲ γέροντα Νικόλαο ἀποκεφάλισε στὴν ἐκτὸς τοῦ Κάστρου πεδιάδα. Οἱ Τοῦρκοι ἀφοῦ δὲν κατάφεραν νὰ ἀλλαξοπιστήσουν τὰ δυὸ ἀδέλφια, στὸν ἴδιο τόπο ποὺ ἀποκεφάλισαν τὸν Νικόλαο, ἀποκεφάλισαν καὶ αὐτοὺς στὶς 3-2-1822.

Προηγουμένως, ὁ Σταμάτιος, ποὺ τότε ἦταν 18 χρονῶν καὶ ὁ Ἰωάννης, ποὺ ἦταν 22 χρονῶν, ἔστειλαν ἔγγραφη ἐξομολόγηση στὸν Μητροπολίτη Χίου, πῆραν τὴν εὐχή του, κατόρθωσαν νὰ κοινωνήσουν τῶν Ἀχράντων μυστηρίων καὶ ἔτσι ἔφυγαν γιὰ τὴν αἰώνια ζωὴ καθ᾿ ὅλα ἕτοιμοι.

Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ὁ Ἰσαπόστολος


Ὁ Ἅγιος Νικόλαος, κατὰ κόσμο Ἰωάννης Ντιμιτρέβιτς Κασάτκιν, γεννήθηκε τὴν 1η Αὐγούστου 1836 στὸ χωριὸ Μπεργιοζόβσκυ τοῦ Μπέλκ, κοντὰ στὴν περιοχὴ τοῦ Σμολένκ. Οἱ γονεῖς του ὀνομάζονταν Δημήτριος καὶ Ξένη καὶ ἦσαν εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεοι. Ἔτσι ὁ Ἅγιος ἀγάπησε τὸν ἐκκλησιαστικὸ βίο ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία καὶ ἔκανε τὰ πρῶτα βήματά του μέσα στὴν Ἐκκλησία μὲ τὴν βοήθεια τοῦ πατέρα του, ὁ ὁποῖος ἦταν ἱερεύς. Ὅταν ὁ Ἰωάννης μεγάλωσε, πῆγε στὸ τοπικὸ δημοτικὸ σχολεῖο καὶ μετὰ στὸ ἐκκλησιαστικὸ σεμινάριο τοῦ Μελίνσκι. Ἀφοῦ ἀποφοίτησε μεταξὺ τῶν πρώτων, συνέχισε τὶς σπουδές του στὴ θεολογικὴ ἀκαδημία τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως, ἀπὸ τὴν ὁποία τελείωσε τὸ ἔτος 1861.

Στὴν Ἰαπωνία, λίγο μετὰ τὴν ἄφιξη τῶν Πορτογάλων Ἰησουϊτῶν στὸ νότιο ἄκρο τὸν 17ο αἰῶνα, οἱ Ὀλλανδοὶ ἔμποροι εἶχαν πείσει τὴν κυβέρνηση πὼς πρέπει ἡ χώρα νὰ προφυλαχθεῖ ἀπὸ τὴν ὀλέθρια ἐπιρροὴ τῶν ξένων. Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν νὰ κλείσουν τὰ λιμάνια γιὰ ὅλους ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς ἐμπόρους αὐτούς. Γιὰ διακόσια χρόνια κράτησε ἡ πολιτικὴ τοῦ ἀπομονωτισμοῦ, ποὺ ἄρχισε σιγὰ – σιγὰ νὰ ὑποχωρεῖ. Ἔτσι δόθηκε στὸν Ἅγιο Νικόλαο ἡ εὐκαιρία νὰ κηρύξει τὸ Εὐαγγέλιο στὴν Ἄπω Ἀνατολή.

Στὸ Χακοντάτε, λιμάνι τῆς βόρειας Ἰαπωνίας, ἐγκαταστάθηκε Ρωσικὴ Πρεσβεία καὶ τὸ προσωπικό της χρειαζόταν ἐφημέριο. Ὁ Ἰωάννης, ποὺ πρὶν τελειώσει τὴν ἀκαδημία εἶχε καρεῖ μοναχός, εἶχε μετονομασθεῖ σὲ Νικόλαο καὶ εἶχε χειροτονηθεῖ Πρεσβύτερος τὸ 1860 ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Νόβγκοροντ καὶ Ἁγίας Πετρουπόλεως Γρηγόριο, ἦταν ἐκεῖνος ποὺ μὲ χαρὰ δέχθηκε νὰ ἐργαστεῖ ἱεραποστολικὰ στὴν Ἰαπωνία. Καὶ ἔτσι τὸ 1861, σὲ ἡλικία 26 ἐτῶν, ὁ νεαρὸς ἱερομόναχος ξεκίνησε χωρὶς συνοδεία καὶ ταξίδεψε στὴν Σιβηρία. Ἔτσι ἔφθασε στὸ Χακοντάτε ὡς ἐφημέριος τοῦ διπλωματικοῦ σώματος. Ἀπὸ ἐκεῖ ἔστειλε γράμμα στὸν Μητροπολίτη τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως περιγράφοντας τὸν πολιτισμό, τὴν εὐγένεια καὶ τὸν λεπτὸ χαρακτῆρα τῶν Ἰαπώνων. Τοὺς θαύμαζε γι’ αὐτὰ καὶ ὅμως συγχρόνως τοὺς λυπόταν, ἐπειδὴ τοὺς ἔλειπε τὸ κυριότερο: ἡ Ὀρθόδοξη πίστη.

Στὸ Χακοντάτε δὲν τὸν εἶχαν ὑποδεχθεῖ θερμὰ οὔτε οἱ Ρώσοι οὔτε οἱ Ἰάπωνες. Εἰδικὰ οἱ τελευταῖοι, ἐξ’ αἰτίας τοῦ χρόνιου ἀπομονωτισμοῦ τους, δὲν εἶχαν τὴν διάθεση νὰ ἀκούσουν τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου. Αὐτὸ ἀποθάρρυνε κάπως τὸ Νικόλαο. Στὶς 9 Σεπτεμβρίου τοῦ 1861, ὅμως, δέχθηκε τῆς ἐπίσκεψη τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἰννοκεντίου, ἱεραποστόλου τῆς Ἀμερικῆς. Ἐκεῖνος τὸν ἐπετίμησε γιὰ τὸν φθίνοντα ἐνθουσιασμό του καὶ τὸν συμβούλεψε νὰ μάθει τὴν ἰαπωνικὴ γλῶσσα. Ἔτσι καὶ ἔγινε. Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ἔμαθε τὴν γλῶσσα καὶ ἄρχισε νὰ κηρύττει. Κάποια βραδιά, λοιπόν, καθὼς μελετοῦσε στὸ κελί του, βλέπει ἕνα σαμουράϊ νὰ ὁρμᾶ στὸ δωμάτιό του μὲ τὸ σπαθὶ στὸ χέρι. Θὰ τὸν ἔσφαζε, τοῦ εἶπε, ἐὰν δὲν σταματοῦσε νὰ «διαφθείρει» μὲ τὰ κηρύγματά του τοὺς ντόπιους. Ταπεινὰ ὁ Ἅγιος Νικόλαος δέχθηκε νὰ πεθάνει, ἂν ὅμως πρῶτα ὁ ἐπίδοξος δολοφόνος του θὰ μάθαινε τί μελετοῦσε τὴν ὥρα ἐκείνη. Ὁ σαμουράϊ ἄφησε τὸ σπαθί του, γιὰ νὰ ἀκούσει τί εἶχε νὰ τοῦ πεῖ ὁ Ἅγιος. Καὶ ἔτσι αὐτὸς ἄρχισε νὰ τοῦ ἐξηγεῖ τὴν δημιουργία τοῦ σύμπαντος ἀπὸ τὸν Θεό, τὸ σχέδιο τῆς Θείας Οἰκονομίας καὶ πῶς ὁ Χριστὸς ᾖλθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο. Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν, ὁ παραλίγο δήμιός του νὰ κατηχηθεῖ καὶ νὰ βαπτισθεῖ. Λίγα χρόνια ἀργότερα ὁ σαμουράϊ Τακούμα Σαβάμπε ἔγινε ὁ πατὴρ Παῦλος, ὁ πρῶτος Ὀρθόδοξος Ἰάπωνας ἱερέας. Ἀκολούθησαν χρόνια ἱεραποστολικῆς δράσεως, μεταφράσεως λειτουργικῶν βιβλίων καὶ τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ ἔντονης κατηχητικῆς διακονίας.

Τὸ ἔτος 1880, μετὰ ἀπὸ πολλὰ χρόνια ἱεραποστολικῆς δράσεως, ἐξελέγη καὶ χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος τῆς Ὀρθόδοξης Ἰαπωνικῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσικῆς Διασπορᾶς. Τὸ ἱεραποστολικό του ἔργο ἦταν πολὺ μεγάλο. Κατήχησε καὶ βάπτισε χιλιάδες ἀνθρώπους. Φρόντισε γιὰ τὴν ἀνέγερση ναῶν, τὴν πνευματικὴ καλλιέργεια καὶ τὴν λειτουργικὴ ἀγωγὴ τοῦ ἐφημεριακοῦ κλήρου. Ὁ ἴδιος ἔλεγε χαρακτηριστικά: «Ὁ Ὀρθόδοξος ἱεραπόστολος ὀφείλει νὰ ἔχει ἀνοιχτὲς τὶς πόρτες τοῦ σπιτιοῦ του, γι’ αὐτοὺς ποὺ ἐπιθυμοῦν μία προσωπικὴ ἐπικοινωνία καὶ νὰ μεταβαίνει πρόθυμα ὅπου ὑπάρχει δυνατότητα μεταδόσεως τοῦ Εὐαγγελίου».
Ὁ Ἅγιος Νικόλαος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1912.

 

Συναξαριστής της 3ης Φεβρουαρίου

Ὁ Δίκαιος Συμεὼν ὁ Θεοδόχος

 


Κατοικοῦσε στὴν Ἱερουσαλήμ. Ἦταν δίκαιος, εὐλαβὴς καὶ φωτισμένος ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ποὺ τοῦ εἶχε φανερώσει ὅτι δὲ θὰ πέθαινε πρὶν δεῖ τὸ Χριστό. Ἡ χαρμόσυνη αὐτὴ πληροφορία τὸν ἐμψύχωνε ὡς τὰ βαθειά γεράματά του.

Τέλος, ἀκριβῶς σαράντα μέρες μετὰ τὴν γέννηση τοῦ Ἰησοῦ, τὸ Πνεῦμα τὸν πληροφόρησε ὅτι ἔπρεπε νὰ πάει στὸ Ἱερό. Ἑτοιμάστηκε, λοιπόν, μὲ νεανικὴ ζωηρότητα, πῆγε ἐκεῖ καὶ στάθηκε στὴν πόρτα, γεμάτος εὐχαρίστηση καὶ ἀγαλλίαση. Μέσα στὴν προσδοκία αὐτή, φάνηκαν νὰ ἔρχονται ὁ Ἰωσὴφ μὲ τὴν Παρθένο, ποὺ κρατοῦσε τὸν Ἰησοῦ.

Ὁ Συμεών, πληροφορημένος ἀπὸ τὸ Πνεῦμα ὅτι τὸ βρέφος αὐτὸ εἶναι ὁ Χριστός, τρέχει καὶ παίρνει τὸν Ἰησοῦ στὴν ἀγκαλιά του. Τὸν κρατάει εὐλαβικὰ καί, ἀφοῦ καλὰ-καλὰ παρατήρησε τὸ νήπιο καὶ δέχθηκε ὅλη τὴν ἱλαρότητα τῆς θείας μορφῆς του, ὕψωσε τὸ βλέμμα του ἐπάνω καὶ εἶπε εὐχαριστῶντας τὸ Θεό: «Νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλον σου, Δέσποτα, κατὰ τὸ ῥῆμα σου ἐν εἰρήνῃ· ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν σου, ὃ ἡτοίμασας κατὰ πρόσωπον πάντων τῶν λαῶν, φῶς εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν καὶ δόξαν λαοῦ σου Ἰσραήλ». Τώρα, δηλαδή, πᾶρε τὴν ψυχή μου Δέσποτα, σύμφωνα μὲ τὸ λόγο σου, εἰρηνικά, διότι τὰ μάτια μου εἶδαν αὐτὸν ποὺ θὰ φέρει τὴν σωτηρία ποὺ ἑτοίμασες γιὰ ὅλους τοὺς λαοὺς καὶ θὰ εἶναι γι᾿ αὐτοὺς φῶς, ποὺ θὰ ἀποκαλύψει τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ θὰ δοξάσει τὸ λαό σου Ἰσραήλ.

Ἀπολυτίκιον.
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τὸν Ὕπερθεον Λόγον σάρκα γενόμενον, ἐνηγκαλίσω ὡς βρέφος ἐν τῷ Ναῷ τοῦ Θεοῦ, Θεοδόχε Συμεὼν Πρεσβῦτα ἔνδοξε· ὅθεν καὶ Ἄννα ἡ σεπτή, ἀνθομολόγησιν αὐτῷ, προσήγαγεν ὠς Προφῆτις· ὅθεν ὑμᾶς εὐφημοῦμεν, οἷα Χριστοῦ θείους θεράποντας.

Κοντάκιον. 
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ξυνωρὶς ἡ ἔνθεος, χαρμονικῶς εὐφημείσθω, Συμεὼν ὁ Δίκαιος, σὺν τῇ Προφήτιδι Ἄννῃ· οὗτοι γὰρ, εὐαρεστήσαντες τῷ Κυρίῳ, ὤφθησαν, τοῦ σαρκωθέντος Λόγου αὐτόπται· τοῦτον γὰρ καθάπερ βρέφος, εἶδον ἀξίως καὶ προσεκύνησαν.

Ἕτερον Κοντάκιον.
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἡ δυὰς ἡ ἔνθεος τῶν θεοφόρων, Συμεὼν ὁ δίκαιος, καὶ Ἄννα ἡ τοῦ Φανουήλ, μεγαλοφώνως αἰνείσθωσαν· ὅτι κατεῖδον, Χριστὸν ὥσπερ νήπιον.

Μεγαλυνάριον.
Δίκαιοι ἐν νόμῳ καὶ εὐλαβεῖς, Συμεὼν ὁ Πρέσβυς, καὶ ἡ Ἄννα ἡ Φανουήλ, ὤφθησαν Κυρίῳ, τῷ σεσωματωμένῳ, καὶ ὕμνησαν τὴν τούτου, ἄρρητον κένωσιν.

 
Ἄννα ἡ Προφήτιδα

 


Ἦταν θυγατέρα τοῦ Φανουὴλ καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν φυλὴ τοῦ Ἀσήρ, ὀγδόου γιοῦ τοῦ Ἰακώβ. Παντρεύτηκε πολὺ νέα, καὶ μετὰ ἑπτὰ χρόνια ἔμεινε χήρα. Ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα ἔζησε μόνη της, χωρὶς νὰ ἔλθει πλέον σὲ νέο γάμο.

Παρηγοριὰ καὶ εὐχαρίστησή της ἦταν ἡ προσευχή, ἡ νηστεία, ἡ ἀνάγνωση τῶν Γραφῶν, ἡ φιλανθρωπία καὶ ἡ συχνὴ παρουσία της στὸ Ἱερό, σ᾿ ὅλες τὶς πρωϊνὲς καὶ ἑσπερινὲς δεήσεις. Γιὰ τὸν τρόπο αὐτὸ τῆς ζωῆς της, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μετέδωσε στὴν Ἄννα τὸ προφητικὸ χάρισμα.

Ἀξιώθηκε μάλιστα, ἂν καὶ 84 ἐτῶν τότε νὰ ὑποδεχθεῖ στὸ Ναὸ μαζὶ μὲ τὸν δίκαιο Συμεών, τὸ θεῖο Βρέφος. Κατὰ τὴν συνάντηση ἐκείνη, ἡ καρδιὰ τῆς Ἄννας ὑπερχάρηκε καὶ σκίρτησε. Πλησίασε, προσκύνησε τὸ παιδὶ καὶ κατόπιν, ἀφοῦ εὐχαρίστησε καὶ δοξολόγησε καὶ αὐτὴ τὸ Θεό, διακήρυττε ὅτι ἦλθε ὁ Μεσσίας πρὸς ὅλους, οἱ ὁποῖοι ζοῦσαν περιμένοντας μὲ εἰλικρινῆ εὐσέβεια τὴν λύτρωση τοῦ Ἰσραήλ.

Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τὸν Ὕπερθεον Λόγον σάρκα γενόμενον, ἐνηγκαλίσω ὡς βρέφος ἐν τῷ Ναῷ τοῦ Θεοῦ, Θεοδόχε Συμεὼν Πρεσβῦτα ἔνδοξε, ὅθεν καὶ Ἄννα ἡ σεπτή, ἀνθομολόγησιν αὐτῶ, προσήγαγεν ὠς Προφήτις, ὅθεν ὑμᾶς εὐφημοῦμεν, οἴα Χριστοῦ θείους θεράποντος.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τὸν Ὕπερθεον Λόγον σάρκα γενόμενον, ἐνηγκαλίσω ὡς βρέφος ἐν τῷ Ναῷ τοῦ Θεοῦ, Θεοδόχε Συμεὼν Πρεσβῦτα ἔνδοξε, ὅθεν καὶ Ἄννα ἡ σεπτή, ἀνθομολόγησιν αὐτῶ, προσήγαγεν ὠς Προφήτις, ὅθεν ὑμᾶς εὐφημοῦμεν, οἴα Χριστοῦ θείους θεράποντος.

Κοντάκιον 
Ἦχος α’.
Ὁ μήτραν παρθενικὴν ἁγιάσας τῷ τόκῳ σου, καὶ χεῖρας τοῦ Συμεὼν εὐλογήσας ὡς ἔπρεπε, προφθάσας καὶ νῦν ἔσωσας ἠμᾶς Χριστὲ ὁ Θεός. Ἀλλ' εἰρήνευσον ἐν πολέμοις τὸ πολίτευμα, καὶ κραταίωσον Βασιλεῖς οὓς ἠγάπησας, ὁ μόνος φιλάνθρωπος.

 
Οἱ Ἅγιοι Ἀδριανὸς καὶ Εὔβουλος

Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ μάρτυρες κατάγονταν ἀπὸ τὴν χώρα Βανέα (δηλαδὴ τὴν χώρα τῆς Ἀρμενίας γύρω ἀπὸ τὴν λίμνη Βᾶν). Αὐτοὶ λοιπόν, θέλησαν νὰ δοῦν ἀπὸ κοντὰ τοὺς Μάρτυρες καὶ Ὁμολογητές του Χριστοῦ τῆς Καισαρείας καὶ γι᾿ αὐτὸ ἀναχώρησαν γιὰ τὴν πόλη αὐτή.

Ἐκεῖ φανερώθηκαν ὅτι εἶναι χριστιανοὶ καὶ ἀμέσως ὁδηγήθηκαν στὸν ἄρχοντα Φιρμιλιανό, ὅπου μὲ πολὺ θάῤῥος ὁμολόγησαν τὸν Χριστό. Τότε τοὺς ἔδειραν ἀνελέητα στὴ ῥάχη καὶ τὰ πλευρά. Ἀλλὰ καὶ πάλι, ὅταν γιὰ δεύτερη φορὰ ὁδηγήθηκαν στὸν ἄρχοντα, ὁμολόγησαν τὸν Χριστό. Ἐξοργισμένος ὁ ἄρχοντας, τοὺς ἔριξε τροφὴ στὰ θηρία. Καὶ ὁ μὲν Ἀδριανός, θηριομάχησε μὲ λιοντάρι καὶ ἐπειδὴ στάθηκε ἀβλαβής, ἀποκεφαλίσθηκε. Τὴν ἴδια ἀκριβῶς διαδικασία ὑπέστη καὶ ὁ Εὔβουλος, τὸ τέλος καὶ αὐτοῦ ἦταν ὁ ἀποκεφαλισμός. Ἔτσι καὶ οἱ δυὸ μαζὶ πῆραν τὰ ἀμάραντα στεφάνια τῆς αἰώνιας δόξας.

 
Ὁ Ἅγιος Βλάσιος ὁ Βουκόλος

 


Ἦταν ἀπὸ τὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας καὶ οἱ γονεῖς του, πλούσιοι σὲ κοπάδια βοδιῶν, διακρίνονταν γιὰ τὴν εὐσέβεια καὶ τὶς ἐλεημοσύνες τους. Ἀκόμα θερμότερος στὴν πίστη καὶ προθυμότερος στὸ καλό, ὁ γιός ἦταν ἡ παρηγοριὰ πολυάριθμων φτωχῶν καὶ ὀρφανῶν, γιὰ τοὺς ὁποίους διέθετε κάθε χρόνο ὅλα τὰ εἰσοδήματα τῆς δουλειᾶς του.

Κάποτε γιὰ ἐπαγγελματικοὺς λόγους ἔφυγε ἀπὸ τὴν Καισάρεια. Αὐτὸ συνέβη ὅταν εἶχε κινηθεῖ φονικὸς διωγμὸς κατὰ τῶν χριστιανῶν, μεταξὺ τῶν ὁποίων πρῶτος καταζητήθηκε ὁ Βλάσιος. Ἔψαξαν παντοῦ, ἀλλὰ δὲν τὸν βρῆκαν πουθενά. Ὅταν ἐπέστρεψε, τοῦ ἀνέφεραν τὰ γεγονότα. Ἡ μητέρα τοῦ τὸν προέτρεπε νὰ φύγει γιὰ νὰ σωθεῖ. Ἀλλ᾿ ὁ Βλάσιος ἀρνήθηκε, μὲ τὴν σκέψη ὅτι θὰ ἦταν λιποτάκτης τῆς πίστης ἂν ἔφευγε γιὰ νὰ σωθεῖ. Καὶ ὅτι ἡ σωτηρία του αὐτὴ θὰ ἦταν ἄτιμη, τὴν στιγμὴ ποὺ στὸ βωμὸ τῆς πίστης θυσιάζονταν οἰκογενειάρχες.

Ἔμεινε λοιπὸν καὶ παρουσιάστηκε στὸ κριτήριο. Ἐκεῖ, μετὰ τὴν ἐπανειλημμένη ὁμολογία του καὶ τὴν σταθερὴ ἐπιμονή του σ᾿ αὐτή, βασανίστηκε φρικτά. Ἀλλὰ μὲ τὴν θαυμαστὴ ὑπομονή του, κέρδισε πολλοὺς ἀπὸ τοὺς ἐκεῖ παρευρεθέντες, οἱ ὁποῖοι μάλιστα ὁμολόγησαν τὴν ἀληθινὴ πίστη. Τέλος τὸ σῶμα του ὑπέκυψε στὸ θάνατο, ἡ νικηφόρα ὅμως ἄθλησή του ἀξιώθηκε νὰ πάρει τὸ λαμπρὸ καὶ ἀμάραντο στεφάνι τῆς αἰώνιας ζωῆς.

 
Ὁ Προφήτης Ἀζαρίας

Ἦταν γιὸς τοῦ Ὠδὴδ καὶ ἔζησε στὰ χρόνια της βασιλείας τοῦ Ἀσὰ (956 π.Χ.) γιοῦ καὶ διαδόχου του Ἀβία στὸ βασίλειο τοῦ Ἰούδα.

Ὁ Ἀσὰ ὑποστήριξε τὴν λατρεία τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, ὀχύρωσε καλὰ τὴν Ἰουδαία καὶ ἐξόπλισε καὶ ἐκγύμνασε καλὰ 500.000 πολεμιστές. Σύμφωνα λοιπὸν μὲ τὴν διήγηση τοῦ βιβλίου Β´ Παραλειπομένων Κεφ. ιδ´ - ιε´, ἐξῆλθε κατὰ τῆς Ἰουδαίας Ζερᾶ ὁ Αἰθίοψ.

Λέγεται ὅτι πρόκειται γιὰ τὸν Φαραὼ Ὄσορκον Α´ τῆς 223 Αἰγυπτιακῆς δυναστείας, διάδοχό του Σησάκ, ποὺ νίκησε τὸν βασιλιὰ τοῦ Ἰούδα Ῥοβοάμ. Ὁ Φαραὼ διέθετε ἑκατομμύρια στρατοῦ καὶ 300 πολεμικὰ ἅρματα.

Ὁ Ἀσά, πρὸ τῆς μάχης, ἔκανε θερμότατη προσευχὴ πρὸς τὸν Θεό. Ὅταν λοιπόν, νίκησε, ὁ Ἀζαρίας, ἐμπνευσμένος ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο, πῆγε στὸν βασιλιὰ Ἀσὰ καὶ στὸ λαὸ καὶ εἶπε: «Ἀκούστε με σὺ ὁ βασιλιὰς Ἀσὰ καὶ ὅλος ὁ λαὸς τῶν φυλῶν τοῦ Ἰούδα καὶ τοῦ Βενιαμίν. Ὁ Κύριος θὰ εἶναι μαζί σας, ὅταν σεῖς θὰ προσέχετε νὰ εἶστε μαζί Του, λατρεύοντας τὸ ὄνομά Του καὶ τηρῶντας τὶς ἐντολές Του. Ὅταν Τὸν ζητᾶτε θὰ Τὸν βρίσκετε. Ἂν ὅμως Τὸν ἐγκαταλείψετε, θὰ σᾶς ἐγκαταλείψει καὶ Αὐτός». Λόγια πολυτιμότατα γιὰ κάθε Κράτος καὶ γιὰ κάθε λαό.

Ὁ Ἀζαρίας πέθανε εἰρηνικὰ καὶ τάφηκε στὸν ἀγρό του.

 
Οἱ Ἅγιοι Παῦλος καὶ Σίμων

Μαρτύρησαν διὰ ἀποκεφαλισμοῦ.

 
Ὁ Ὅσιος Κλαύδιος

Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

 
Οἱ Ἅγιοι Ἰωάννης, Σταμάτιος καὶ Νικόλαος, νεομάρτυρες ἐκ Σπετσῶν

 


Μαρτύρησαν γιὰ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ στὴ Χίο τὸ 1822. Ἀπ᾿ αὐτούς, ὁ Σταμάτιος καὶ ὁ Ἰωάννης ἦταν ἀδέλφια. Ὁ πατέρας τους ὀνομαζόταν Θεόδωρος Γκίνης, ἡ δὲ μητέρα τους Ἀνεζώ.

Τὸ 1822 οἱ νέοι αὐτοί, μαζὶ μὲ ἄλλους πέντε καὶ τὸν συναθλητή τους Νικόλαο, μπῆκαν σ᾿ ἕνα πλοῖο φορτωμένο μὲ λάδι γιὰ νὰ τὸ ἐμπορευτοῦν σὲ διάφορα λιμάνια. Λόγω μεγάλης θαλασσοταραχῆς, προσάραξαν στὸν Τσεσμέ, μικρασιατικὴ παραλία ἀπέναντι ἀπὸ τὴν Χίο. Ὅταν βγῆκαν στὴν ξηρά, τοὺς φιλοξένησε κάποιος χριστιανός, ποὺ ἀργότερα τοὺς πρόδωσε στοὺς Τούρκους, μὲ ἀποτέλεσμα αὐτοὶ νὰ θανατώσουν δυὸ ἀπὸ τοὺς συντρόφους· δυὸ ἄλλοι διασώθηκαν ἀφοῦ ἔπεσαν στὴ θάλασσα καὶ συνελήφθηκαν οἱ Σταμάτιος, Ἰωάννης καὶ ὁ γέροντας πλοίαρχος Νικόλαος.

Στὶς 26 Ἰανουαρίου 1822 τοὺς παρουσίασαν στὸν πασὰ τῆς Χίου. Ὁ πασὰς ἀφοῦ τοὺς ἀνέκρινε, τοὺς μὲν Σταμάτιο καὶ Ἰωάννη ἔκλεισε στὴ φυλακή, τὸν δὲ γέροντα Νικόλαο ἀποκεφάλισε στὴν ἐκτὸς τοῦ Κάστρου πεδιάδα. Οἱ Τοῦρκοι ἀφοῦ δὲν κατάφεραν νὰ ἀλλαξοπιστήσουν τὰ δυὸ ἀδέλφια, στὸν ἴδιο τόπο ποὺ ἀποκεφάλισαν τὸν Νικόλαο, ἀποκεφάλισαν καὶ αὐτοὺς στὶς 3-2-1822.

Προηγουμένως, ὁ Σταμάτιος, ποὺ τότε ἦταν 18 χρονῶν καὶ ὁ Ἰωάννης, ποὺ ἦταν 22 χρονῶν, ἔστειλαν ἔγγραφη ἐξομολόγηση στὸν Μητροπολίτη Χίου, πῆραν τὴν εὐχή του, κατόρθωσαν νὰ κοινωνήσουν τῶν Ἀχράντων μυστηρίων καὶ ἔτσι ἔφυγαν γιὰ τὴν αἰώνια ζωὴ καθ᾿ ὅλα ἕτοιμοι.
 

 
Ὁ Ἅγιος Laurence (Ἀγγλος)

Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ ἁγίου τῆς Ὀρθοδοξίας μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρεττανικῶν Νήσων», τοῦ Χριστόφορου Κων. Κομμοδάτου, ἐπισκόπου Τελμησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.

 
Ὁ Ἅγιος Λαυρέντιος Ἀρχιεπίσκοπος Καντουαρίας

Ὁ Ἅγιος Λαυρέντιος ἦταν Ἀγγλοσάξονας καὶ ἔζησε περὶ τὰ μέσα τοῦ 6ου καὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 7ου αἰῶνα μ.Χ. Συνόδευσε τὸν Ἅγιο Αὐγουστίνο († 26 Μαΐου) καὶ ἐργάσθηκε γιὰ τὴν διάδοση τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως στὴ νότια Ἀγγλία. Ὁ Ἅγιος διαδέχθηκε στὴ θέση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Καντουαρίας, τὸν Ἅγιο Αὐγουστίνο καὶ παρέμεινε στὸν θρόνο μέχρι τῆς κοιμήσεώς του, τὸ ἔτος 619 μ.Χ.

 
Ὁ Ὅσιος Ἀνσέριος ὁ Ἀπόστολος τῆς Δανίας καὶ τῆς Σκανδιναβίας

Ὁ Ἅγιος Ἀνσέριος γεννήθηκε στὴν Πικαρδία στὶς ἀρχὲς τοῦ 9ου αἰῶνα μ.Χ. Ἔμεινε ὀρφανὸς καὶ ἀνατράφηκε στὸ μοναστήρι τῆς Κορβίας, ὅπου καὶ ἔγινε μοναχὸς καὶ ἔλαβε τὴν ἐντολὴ νὰ ἐργασθεῖ ἱεραποστολικὰ στοὺς λαοὺς ποὺ δὲν εἶχαν γνωρίσει τὸν Χριστό. Ὁ Ἅγιος κήρυξε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ στὶς χῶρες τὶς Βαλτικῆς. Λίγο ἀργότερα ἐκλέγεται Ἀρχιεπίσκοπος τῶν νέων χωρῶν, στὶς ὁποῖες ἐργάζεται ἱεραποστολικά, μὲ ἕδρα τὸ Ἀμβοῦργο. Τὸ ἱεραποστολικὸ ἔργο συνεχίζεται μέσα ἀπὸ τὴν ἄσκηση, τὴν προσευχή, τὴν ποιμαντικὴ δράση καὶ τὴ φιλανθρωπία.

Ὅταν, τὸ ἔτος 845 μ.Χ., τὸ Ἀμβοῦργο καταλαμβάνεται ἀπὸ τοὺς Νορμανδούς, ὁ Ἅγιος Ἀνσέριος ἀναγκάζεται νὰ ἐγκαταλείψει τὴν ἕδρα του προσωρινὰ καὶ νὰ περιοδεύσει στὶς χῶρες τοῦ Βορρᾶ. Μετὰ δύο χρόνια, ἐπέστρεψε στὴν ἕδρα του, ποὺ τώρα εἶχε συνενωθεῖ μὲ τὴν πόλη τῆς Βρέμης, μετὰ ἀπὸ ἀπόφαση τῆς Συνόδου τῆς Μαγεντίας. Ὁ Ἅγιος συνεχίζει τὴν ἱεραποστολικὴ δραστηριότητά του καὶ βαπτίζει Χριστιανὸ τὸν βασιλέα τῆς Δανίας Χόριχ καὶ τὸν διάδοχό του ποὺ ἦταν εἰδωλολάτρης καὶ εἶχε κινήσει διωγμὸ ἐναντίων τῶν Χριστιανῶν.
Ὁ Ὅσιος Ἀνσέριος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 865 μ.Χ.

 
Ὁ Ἅγιος Ρωμανὸς ὁ Πρίγκιπας

 


Ὁ Ἅγιος Ρωμανὸς τοῦ Οὔγκλιχ ἦταν υἱὸς τοῦ ἡγεμόνα Βλαντιμὴρ Κωνσταντίνοβιτς καὶ γεννήθηκε τὸ 1235 στὴ Ρωσία. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1285 μ.Χ.

 

 
Ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος Ἀρχιεπίσκοπος Σερβίας

Ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος ἔζησε στὴν Σερβία καὶ ἐξελέγη Ἀρχιεπίσκοπος αὐτῆς κατὰ τὸν 13ο αἰῶνα μ.Χ.

 
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ἐκ Ρωσίας 

Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ἔζησε τὸν 13ο αἰῶνα μ.Χ. καὶ ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Τβὲρ τῆς Ρωσίας. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1289.

 
Ὁ Ὅσιος Σάββας ὁ Πνευματικὸς

Εἶναι ἄγνωστος ὁ τόπος καταγωγῆς τοῦ Ὁσίου Σάββα. Ἀσκήτεψε στὴν ἱερὰ μονὴ τοῦ Τιμίου Προδρόμου τῆς νήσου τῶν Ἰωαννίνων περὶ τὰ μέσα τοῦ 15ου αἰῶνα μ.Χ. καὶ ὑπῆρξε πνευματικὸς καθοδηγητὴς τῶν Ὁσίων Νεκταρίου καὶ Θεοφάνους τῶν Ἀψαράδων († 17 Μαΐου). Ἦταν γόνος ἀρχοντικῆς οἰκογένειας καὶ ἀπὸ μικρὴ ἡλικία ἀγάπησε τὴν πτωχεία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἔζησε μέχρι τὴν τελευταία του πνοὴ ὡς ἕνας ταπεινὸς καὶ πτωχὸς ἐρημίτης. Ποτὲ δὲν εἶδαν τὸν Ὅσιο νὰ θυμώσει, νὰ κατακρίνει καὶ νὰ μνησικακεῖ, ἐνῶ ἡ καρδιά του πλημμύριζε ἀπὸ ταπείνωση, γιὰ τὴν ὁποία ὁ ἴδιος ἔλεγε: «Ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι ἡ πέτρα ἡ στερεὰ καὶ ἄρρηκτη ἐπὶ τῆς ὁποίας οἰκοδομεῖται ἡ πνευματικὴ ζωή».

Ὁ ἀσκητικός του βίος ἦταν πολὺ αὐστηρός. Κάθε βράδυ προσευχόταν μέχρι τὸ πρωί. Ἡ τροφή του ἦταν ἐλάχιστη καὶ λιτή. Κρέας, ψάρι καὶ τυρὶ δὲν δέχθηκε ποτὲ στὸ τραπέζι του, ἐνῶ ποτὲ δὲν ἔριξε στὸ φαγητό του σταγόνα ἀπὸ λάδι.
Ὁ Ὅσιος Σάββας κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη στὶς 9 Ἀπριλίου τοῦ ἔτους 1505. Ὅταν παρέδωσε τὴν ψυχή του στὸν Κύριο, ἄρρητη εὐωδία ἀνέβλυσε ἀπὸ τὸ τίμιο σκήνωμά του. Ὁ Ὅσιος ἐνταφιάσθηκε στὴ μονὴ τοῦ Τιμίου Προδρόμου τῆς νήσου τῶν Ἰωαννίνων. Στὴ μονὴ Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, Ρουσάνου Μετεώρων φυλάσσεται μὲ εὐλάβεια ἱερὸ λείψανο τοῦ Ὁσίου.

 
Ὁ Ὅσιος Παῦλος ἐκ Ρωσίας

Ὁ Ὅσιος Παῦλος, μαθητὴς τοῦ Ἁγίου Παϊσίου (Βελιτσκόφσκυ) ἀσκήτεψε στὴ μονὴ Σιμονὼφ τῆς Ρωσίας καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1825.

 
Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ὁ Ἰσαπόστολος

Ὁ Ἅγιος Νικόλαος, κατὰ κόσμο Ἰωάννης Ντιμιτρέβιτς Κασάτκιν, γεννήθηκε τὴν 1η Αὐγούστου 1836 στὸ χωριὸ Μπεργιοζόβσκυ τοῦ Μπέλκ, κοντὰ στὴν περιοχὴ τοῦ Σμολένκ. Οἱ γονεῖς του ὀνομάζονταν Δημήτριος καὶ Ξένη καὶ ἦσαν εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεοι. Ἔτσι ὁ Ἅγιος ἀγάπησε τὸν ἐκκλησιαστικὸ βίο ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία καὶ ἔκανε τὰ πρῶτα βήματά του μέσα στὴν Ἐκκλησία μὲ τὴν βοήθεια τοῦ πατέρα του, ὁ ὁποῖος ἦταν ἱερεύς. Ὅταν ὁ Ἰωάννης μεγάλωσε, πῆγε στὸ τοπικὸ δημοτικὸ σχολεῖο καὶ μετὰ στὸ ἐκκλησιαστικὸ σεμινάριο τοῦ Μελίνσκι. Ἀφοῦ ἀποφοίτησε μεταξὺ τῶν πρώτων, συνέχισε τὶς σπουδές του στὴ θεολογικὴ ἀκαδημία τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως, ἀπὸ τὴν ὁποία τελείωσε τὸ ἔτος 1861.

Στὴν Ἰαπωνία, λίγο μετὰ τὴν ἄφιξη τῶν Πορτογάλων Ἰησουϊτῶν στὸ νότιο ἄκρο τὸν 17ο αἰῶνα, οἱ Ὀλλανδοὶ ἔμποροι εἶχαν πείσει τὴν κυβέρνηση πὼς πρέπει ἡ χώρα νὰ προφυλαχθεῖ ἀπὸ τὴν ὀλέθρια ἐπιρροὴ τῶν ξένων. Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν νὰ κλείσουν τὰ λιμάνια γιὰ ὅλους ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς ἐμπόρους αὐτούς. Γιὰ διακόσια χρόνια κράτησε ἡ πολιτικὴ τοῦ ἀπομονωτισμοῦ, ποὺ ἄρχισε σιγὰ – σιγὰ νὰ ὑποχωρεῖ. Ἔτσι δόθηκε στὸν Ἅγιο Νικόλαο ἡ εὐκαιρία νὰ κηρύξει τὸ Εὐαγγέλιο στὴν Ἄπω Ἀνατολή.

Στὸ Χακοντάτε, λιμάνι τῆς βόρειας Ἰαπωνίας, ἐγκαταστάθηκε Ρωσικὴ Πρεσβεία καὶ τὸ προσωπικό της χρειαζόταν ἐφημέριο. Ὁ Ἰωάννης, ποὺ πρὶν τελειώσει τὴν ἀκαδημία εἶχε καρεῖ μοναχός, εἶχε μετονομασθεῖ σὲ Νικόλαο καὶ εἶχε χειροτονηθεῖ Πρεσβύτερος τὸ 1860 ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Νόβγκοροντ καὶ Ἁγίας Πετρουπόλεως Γρηγόριο, ἦταν ἐκεῖνος ποὺ μὲ χαρὰ δέχθηκε νὰ ἐργαστεῖ ἱεραποστολικὰ στὴν Ἰαπωνία. Καὶ ἔτσι τὸ 1861, σὲ ἡλικία 26 ἐτῶν, ὁ νεαρὸς ἱερομόναχος ξεκίνησε χωρὶς συνοδεία καὶ ταξίδεψε στὴν Σιβηρία. Ἔτσι ἔφθασε στὸ Χακοντάτε ὡς ἐφημέριος τοῦ διπλωματικοῦ σώματος. Ἀπὸ ἐκεῖ ἔστειλε γράμμα στὸν Μητροπολίτη τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως περιγράφοντας τὸν πολιτισμό, τὴν εὐγένεια καὶ τὸν λεπτὸ χαρακτῆρα τῶν Ἰαπώνων. Τοὺς θαύμαζε γι’ αὐτὰ καὶ ὅμως συγχρόνως τοὺς λυπόταν, ἐπειδὴ τοὺς ἔλειπε τὸ κυριότερο: ἡ Ὀρθόδοξη πίστη.

Στὸ Χακοντάτε δὲν τὸν εἶχαν ὑποδεχθεῖ θερμὰ οὔτε οἱ Ρώσοι οὔτε οἱ Ἰάπωνες. Εἰδικὰ οἱ τελευταῖοι, ἐξ’ αἰτίας τοῦ χρόνιου ἀπομονωτισμοῦ τους, δὲν εἶχαν τὴν διάθεση νὰ ἀκούσουν τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου. Αὐτὸ ἀποθάρρυνε κάπως τὸ Νικόλαο. Στὶς 9 Σεπτεμβρίου τοῦ 1861, ὅμως, δέχθηκε τῆς ἐπίσκεψη τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἰννοκεντίου, ἱεραποστόλου τῆς Ἀμερικῆς. Ἐκεῖνος τὸν ἐπετίμησε γιὰ τὸν φθίνοντα ἐνθουσιασμό του καὶ τὸν συμβούλεψε νὰ μάθει τὴν ἰαπωνικὴ γλῶσσα. Ἔτσι καὶ ἔγινε. Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ἔμαθε τὴν γλῶσσα καὶ ἄρχισε νὰ κηρύττει. Κάποια βραδιά, λοιπόν, καθὼς μελετοῦσε στὸ κελί του, βλέπει ἕνα σαμουράϊ νὰ ὁρμᾶ στὸ δωμάτιό του μὲ τὸ σπαθὶ στὸ χέρι. Θὰ τὸν ἔσφαζε, τοῦ εἶπε, ἐὰν δὲν σταματοῦσε νὰ «διαφθείρει» μὲ τὰ κηρύγματά του τοὺς ντόπιους. Ταπεινὰ ὁ Ἅγιος Νικόλαος δέχθηκε νὰ πεθάνει, ἂν ὅμως πρῶτα ὁ ἐπίδοξος δολοφόνος του θὰ μάθαινε τί μελετοῦσε τὴν ὥρα ἐκείνη. Ὁ σαμουράϊ ἄφησε τὸ σπαθί του, γιὰ νὰ ἀκούσει τί εἶχε νὰ τοῦ πεῖ ὁ Ἅγιος. Καὶ ἔτσι αὐτὸς ἄρχισε νὰ τοῦ ἐξηγεῖ τὴν δημιουργία τοῦ σύμπαντος ἀπὸ τὸν Θεό, τὸ σχέδιο τῆς Θείας Οἰκονομίας καὶ πῶς ὁ Χριστὸς ᾖλθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο. Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν, ὁ παραλίγο δήμιός του νὰ κατηχηθεῖ καὶ νὰ βαπτισθεῖ. Λίγα χρόνια ἀργότερα ὁ σαμουράϊ Τακούμα Σαβάμπε ἔγινε ὁ πατὴρ Παῦλος, ὁ πρῶτος Ὀρθόδοξος Ἰάπωνας ἱερέας. Ἀκολούθησαν χρόνια ἱεραποστολικῆς δράσεως, μεταφράσεως λειτουργικῶν βιβλίων καὶ τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ ἔντονης κατηχητικῆς διακονίας.

Τὸ ἔτος 1880, μετὰ ἀπὸ πολλὰ χρόνια ἱεραποστολικῆς δράσεως, ἐξελέγη καὶ χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος τῆς Ὀρθόδοξης Ἰαπωνικῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσικῆς Διασπορᾶς. Τὸ ἱεραποστολικό του ἔργο ἦταν πολὺ μεγάλο. Κατήχησε καὶ βάπτισε χιλιάδες ἀνθρώπους. Φρόντισε γιὰ τὴν ἀνέγερση ναῶν, τὴν πνευματικὴ καλλιέργεια καὶ τὴν λειτουργικὴ ἀγωγὴ τοῦ ἐφημεριακοῦ κλήρου. Ὁ ἴδιος ἔλεγε χαρακτηριστικά: «Ὁ Ὀρθόδοξος ἱεραπόστολος ὀφείλει νὰ ἔχει ἀνοιχτὲς τὶς πόρτες τοῦ σπιτιοῦ του, γι’ αὐτοὺς ποὺ ἐπιθυμοῦν μία προσωπικὴ ἐπικοινωνία καὶ νὰ μεταβαίνει πρόθυμα ὅπου ὑπάρχει δυνατότητα μεταδόσεως τοῦ Εὐαγγελίου».
Ὁ Ἅγιος Νικόλαος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1912.

 

Προσευχή σε Απειλή Σεισμού

                                          
 Θεός ὁ μέγας, καί φοβερός, καί θαυμαστός, ὁ μόνος ἀληθινός, ὁ ποιῶν πάντα καί μετασκευάζων, ὁ ἐπιβλέπων ἐπί τήν γῆν καί ποιῶν αὐτήν τρέμειν, 
ὁ ἁπτόμενος τῶν ὀρέων καί καπνίζονται, ὁ σείων τήν ὑπ’ οὐρανόν ἐκ θεμελίων, οἱ δέ στύλοι αὐτῆς οὐ σαλεύονται, ὁ τά θεμέλια της γής σαλεύων, 
ἤδρασται δέ τῷ σῶ νεύματι, ὄν πάντα φρίσσει καί τρέμει ἀπό προσώπου τῆς δυνάμεώς Σου, ὅτι ἀνυπόστατος ἡ ὀργή τῆς ἐπί ἠμᾶς τούς ἁμαρτωλούς ἀπειλῆς 
Σου, 
ἀμέτρητον τέ καί ἀνεξιχνίαστον τό ἔλεος τῆς ἐπαγγελίας Σου, αὐτός μνήσθητι τῶν οἰκτιρμῶν Σου, Κύριε, καί τά ἐλέη Σου παρασχου ἠμίν, ὅτι ἀπό τοῦ αἰῶνος εἰσί, 
στήριξον τήν κτίσιν, στερέωσον τήν γῆν, παῦσον τόν κλόνον αὐτῆς, ἔδρασον τήν δονηθείσαν οἰκουμένην, καί μή συναπολέσης ἠμᾶς ταῖς ἀνομίαις ἠμῶν, 
μηδέ καταδικάσης ἠμᾶς ταῖς ἁμαρτίαις ἠμῶν, ἐν τοῖς κατωτάτοις τῆς γής.

τι σύ εἰ ὁ Θεός ἠμῶν, Θεός τοῦ ἐλεεῖν καί σώζειν, καί σύ τήν δόξαν ἀναπέμπομεν, 
τῷ Πατρί καί τῷ Υἱῶ καί τῷ Ἁγίω Πνεύματι, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.


                                      
                                                      
                                                      

Είκοσι πρακτικές συμβουλές για να ταπεινωθείς


1. Σε ξέχασαν; Δε σε πήραν ούτε ένα τηλέφωνο; Δεν πειράζει. Και προπαντός μην παραπονείσαι.
2. Σε αδίκησαν; Ξέχασέ το.
3. Σε περιφρόνησαν; Να χαίρεσαι.
4. Σε κατηγορούν; Μην αντιλέγεις.
5. Σε κοροϊδεύουν; Μην απαντάς.
6. Σε βρίζουν; Σιωπή και προσευχή.
7. Σου αφαιρούν το λόγο; Σε διακόπτουν; Μη λυπάσαι.
8. Σε κακολογούν; Μην αντιμάχεσαι.
9. Σου μεταδίδουν ευθύνες τα παιδιά σου; Οι συγγενείς σου, οι δικοί σου οι άνθρωποι; Μη διαμαρτύρεσαι.
10. Θυμώνουν μαζί σου; Να παραμένεις ήρεμος.
11. Σου κλέβουν φανερά; Κάνε τον τυφλό.
12. Σε ειρωνεύονται; Να μακροθυμείς.
13. Δεν ακούνε τις συμβουλές σου; Ιδίως δεν ακούνε τις συμβουλές σου τα παιδιά σου; Πέσε στα γόνατα και κάνε προσευχή.
14. Εκνευρισμός στο αντρόγυνο; Εσύ φταις. Κι εσύ φταις. Όχι ο άλλος.
15. Έφταιξες; Ζήτησε συγγνώμη.
16. Δεν έφταιξες; Πάλι ζήτησε συγγνώμη.
17. Έχεις υγεία; Δόξαζε τον Θεόν.
18. Έχεις αρρώστια; Έχεις καρκίνο, ταλαιπωρείσαι, υποφέρεις, βασανίζεσαι, πονάς; Δόξαζε τον Θεόν.
19. Γκρίνια, ανεργία, φτώχεια μέσα στο σπίτι; Νήστευσε. Αγρύπνησε. Κάνε προσευχή.
20. Για όλους και για όλα προσευχή. Πολλή προσευχή. Πολλή προσευχή. Νηστεία και προσευχή διότι “τούτο το γένος των παθών και των δαιμόνων ουκ εκπορεύεται παρά μόνο με νηστεία και προσευχή”...

πηγή

ΕΟΡΤΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΥΜΕΩΝ ΤΟΥ ΘΕΟΔΟΧΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΠΡΟΦΗΤΙΔΟΣ ΑΝΝΑΣ

15Γιορτάζουμε σήμερα 3 Φεβρουαρίου, ημέρα μνήμης του Αγίου Συμεών του Θεοδόχου και της Αγίας Προφήτιδος Άννας.

Ο Συμεών κατοικούσε στην Ιερουσαλήμ. Ήταν δίκαιος, ευλαβής και φωτισμένος από το Άγιο Πνεύμα, που του είχε φανερώσει ότι δε θα πέθαινε πριν δει το Χριστό. Η χαρμόσυνη αυτή πληροφορία τον εμψύχωνε ως τα βαθειά γεράματα του.

Τέλος, ακριβώς σαράντα μέρες μετά τη γέννηση του Ιησού, το Πνεύμα τον πληροφόρησε ότι έπρεπε να πάει στο Ιερό.Ετοιμάστηκε, λοιπόν, με νεανική ζωηρότητα, πήγε εκεί και στάθηκε στην πόρτα, γεμάτος ευχαρίστηση και αγαλλίαση.Μέσα στην προσδοκία αυτή, φάνηκαν να έρχονται ο Ιωσήφ με την Παρθένο, που κρατούσε τον Ιησού.

Ο Συμεών, πληροφορημένος από το Πνεύμα ότι το βρέφος αυτό είναι ο Χριστός, τρέχει και παίρνει τον Ιησού στην αγκαλιά του. Τον κρατάει ευλαβικά και, αφού καλά - καλά παρατήρησε το νήπιο και δέχθηκε όλη την ιλαρότητα της θείας μορφής του, ύψωσε το βλέμμα του επάνω και είπε ευχαριστώντας το Θεό: «Νυν απολύεις τον δούλον σου, Δέσποτα, κατά το ρήμα σου εν ειρήνη• ότι είδον οι οφθαλμοί μου το σωτήριόν σου, ο ητοίμασας κατά πρόσωπον πάντων των λαών, φως εις άποκάλυψιν εθνών και δόξαν λάου σου Ισραήλ».

Τώρα, δηλαδή, πάρε την ψυχή μου Δέσποτα, σύμφωνα με το λόγο σου, ειρηνικά, διότι τα μάτια μου είδαν αυτόν που θα φέρει τη σωτηρία που ετοίμασες για όλους τους λαούς και θα είναι γι' αυτούς φως, που θα αποκαλύψει τον αληθινό Θεό και θα δοξάσει το λαό σου Ισραήλ.

Η Προφήτιδα Άννα ήταν θυγατέρα του Φανουήλ και καταγόταν από τη φυλή του Ασήρ, ογδόου γιου του Ιακώβ. Παντρεύτηκε πολύ νέα, και μετά επτά χρόνια έμεινε χήρα. Από κει και πέρα έζησε μόνη της, χωρίς να έλθει πλέον σε νέο γάμο.

Παρηγοριά και ευχαρίστηση της ήταν η προσευχή, η νηστεία, η ανάγνωση των Γραφών, η φιλανθρωπία και η συχνή παρουσία της στο Ιερό σ' όλες τις πρωινές και εσπερινές δεήσεις. Για τον τρόπο αυτό της ζωής της, το Άγιο Πνεύμα μετέδωσε στην Άννα το προφητικό χάρισμα.

Αξιώθηκε μάλιστα, αν και 84 ετών τότε να υποδεχθεί στο Ναό μαζί με τον δίκαιο Συμεών, το θείο Βρέφος. Κατά τη συνάντηση εκείνη, η καρδιά της Άννας υπερχάρηκε και σκίρτησε. Πλησίασε, προσκύνησε το παιδί και κατόπιν, αφού ευχαρίστησε και δοξολόγησε και αυτή το Θεό, διακήρυττε ότι ήλθε ο Μεσσίας προς όλους, οι όποιοι ζούσαν περιμένοντας με ειλικρινή ευσέβεια τη λύτρωση του Ισραήλ.

Η μνήμη της Προφήτιδας Άννας επαναλαμβάνεται στις 28 Αυγούστου.

Η Σύναξή τους ετελείτο στο Αποστολείο Ιακώβου του Αδελφοθέου, που ήταν παρεκκλήσιο του ναού της Θεοτόκου Ευουρανιωτίσσης.

Στους εορτάζοντες και στις εορτάζουσες, χρόνια πολλά και ευάρεστα στο Θεό !!!

Απολυτίκιο:
Ήχος πλ. α'. Τον συνάναρχον Λόγον.
Τον Ύπερθεον Λόγον σάρκα γενόμενον, ενηγκαλίσω ως βρέφος εν τω Ναώ του Θεού, Θεοδόχε Συμεών Πρεσβύτα ένδοξε, όθεν και Άννα η σεπτή, ανθομολόγησιν αυτώ, προσήγαγεν ως Προφήτις, όθεν υμάς ευφημούμεν, οία Χριστού θείους θεράποντος.

ΑΓΙΟΥ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΥ ΣΥΜΕΩΝ ΚΑΙ ΑΝΝΑΣ ΤΗΣ ΠΡΟΦΗΤΙΔΟΣ

Τῌ Γ' ΤΟΥ ΑΥΤΟΥ ΜΗΝΟΣ
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ

Μνήμη τοῦ Ἁγίου καὶ Δικαίου Συμεὼν τοῦ Θεοδόχου, 

καὶ Ἄννης τῆς Προφήτιδος.

Τῇ Γ' τοῦ αὐτοῦ μηνός,

 Μνήμη 
τοῦ Ἁγίου καὶ δικαίου Συμεὼν τοῦ Θεοδόχου καί, Ἄννης τῆς Προφήτιδος, 
ὧν ἡ Σύναξις τελεῖται ἐν τῷ σεπτῷ Ἀποστολείῳ τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου,
 τῷ ὄντι ἐν τῷ σεβασμίῳ ναῷ τῆς Ἁγίας Θεοτόκου, 
πλησίον τῆς ἁγιωτάτης Μεγάλης Ἐκκλησίας.

Ἤγγειλε νεκροῖς Πρέσβυς, ὡς Θεὸς Λόγος,
Ἄνθρωπος ὀφθείς, μέχρι καὶ τούτων φθάσει.
Οὐ γὰρ ἀπῆρεν ἡ Φανουὴλ θυγάτηρ,
Ἕως ἐπ' αὐτῆς τὸν Θεὸν εἶδε βρέφος.
Τῇ τριτάτῃ δεσμοῖο βίαιο λύθη Συμεώνης.

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ,

 Μνήμη τῶν Ἁγίων μαρτύρων Ἀδριανοῦ καὶ Εὐβούλου.

Ἀδριανόν, χαίροντα τμηθῆναι ξίφει,
Χείρ, ἡ φόνοις χαίρουσα τέμνει δημίου.
Ξίφει θανὼν Εὔβουλε, Κυρίου χάριν,
Βουλὴν ἐπέγνως ὡς ἀρεστὴν Κυρίῳ.

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, 

Μνήμη τοῦ Ἁγίου μάρτυρος Βλασίου τοῦ Βουκόλου.

Βοῶν ἐπαύλεις Βλάσιον εἶχον πάλαι,
Αὐλαὶ δὲ νῦν ἔχουσιν αὐτὸν Κυρίου.

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ,

 ὁ προφήτης Ἀζαρίας, υἱὸς Ἀδδώ, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.

Χρησμοὺς διδόντος πρὶν θανεῖν Ἀζαρίου,
Σιγᾷ προφητεύουσα λοξὰ Πυθία.

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, 

Παῦλος καὶ Σίμων οἱ Μάρτυρες ξίφει τελειοῦνται.

Καὶ Παῦλον ὧδε, καὶ Σίμωνα γραπτέον,
Μὴ καὶ λάθωσιν, ἐκκοπέντες τὰς κάρας.

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, 

ὁ Ἅγιος Κλαύδιος ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.

Ἔχαιρεν εὑρὼν Κλαύδιος βίου τέλος,
Ὡς εἴ τις εὕροι ψαλμικῶς πολλὰ σκῦλα.

Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, 

ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
 Ἀμήν

Κυριακή, Φεβρουαρίου 02, 2014

Η βιαστική προσευχή δεν έχει πνευματικό καρπό




Σας ελέγχει η συνείδηση, επειδή κάνετε πολύ βιαστικά την προσευχή σας και είναι εύλογο. Γιατί υπακούτε στον εχθρό; Εκείνος είναι που σας παρακινεί: «Γρήγορα… πιο γρήγορα…». Η βιαστική προσευχή δεν έχει πνευματικό καρπό. Βάλτε, λοιπόν, κανόνα στον εαυτό σας να μη βιάζεστε. Να προσεύχεστε έτσι, ώστε ούτε μια λέξη να μην προφέρουν τα χείλη σας, που να μην την κατανοεί ο νους σας και να μην τη βιώνει η καρδιά σας. Πρέπει να ριχθείτε σ’ αυτόν τον αγώνα με αποφασιστικότητα στρατιωτική. Και όταν ο εχθρός σας ψιθυρίζει, «Κάνε τούτο ή εκείνο», εσείς να του αποκρίνεστε:

«Ξέρω τί θα κάνω. Δεν σε χρειάζομαι. Φύγε από δω!». Την ψυχή την τρέφει μόνο η προσευχή. Η δική σας προσευχή, όμως, είναι επιφανειακή, όχι ουσιαστική. Γι' αυτό η ψυχή σας μένει ανικανοποίητη, πεινασμένη…



Οσίου Θεοφάνους του Εγκλείστου 
πηγή

Τι συμβολίζει το φωτοστέφανο στις Αγιογραφίες;

Ο φωτοστέφανος των αγίων φως και ζωή
Το φως στην διδασκαλία της ορθοδόξου πίστεώς μας κατέχει πρωτεύουσα θέση.
Όχι βέβαια το φως το αισθητό, το κτιστό με όλα του τα γνωρίσματα τα φθαρτά και πεπερασμένα, αλλά το άκτιστό, και αΐδιο το Φώς το εκ Φωτός, όπως ομολογούμε στο σύμβολο της πίστεως.
Ο Χριστός δηλαδή, που γνωρίζει τον εαυτό Του στους πιστούς ως φώς. Σ' εκείνους που δια της βιοτής τους αξιώθηκαν αυτής της θεοποιού θεωρίας του ακτίστου Φωτός.
Όλες οι εκκλησιαστικές τέχνες τονίζουν αυτή την αποκαλυπτική αλήθεια, ότι ο Θεός είναι φώς, και ως φως γνωρίζει τον εαυτό του στους θεουμένους.
Αυτό το φως στην ζωγραφική των εικόνων εκφράζεται ως φωτεινό στεφάνι

γύρω από τις ιερές κεφαλές των εικονιζομένων προσώπων. Δηλώνει ότι ο άνθρωπος αυτός μετείχε από αυτή την ζωή της καθαρτικής, φωτιστικής, και θεοποιού ενεργείας του Τριαδικού Θεού.
Ο φωτοστέφανος, έχει καταγωγή ειδωλολατρική, και κληροδοτήθηκε αργότερα στην χριστιανική τέχνη. Τον συναντάμε στην Αίγυπτο, ως σύμβολο του ηλίου, κατόπιν και στον Βουδισμό, και από εκεί στην Ρώμη. Για παράδειγμα, φωτοστέφανος περιβάλλει την κεφαλή του αυτοκράτορος Τραϊανού στην αψίδα του Μ. Κωνσταντίνου.
Αλλά και αργότερα, κυρίως από τον ιβ' αιώνα σε πολλά αραβικά χειρόγραφα. Ενώ σε πολλές εικόνες της δύσης ο φωτοστέφανος είναι απαραίτητος να δηλώσει την αγιότητα του εικονιζομένου προσώπου λόγω της κοσμικότητας που τα διακρίνει, στην ορθόδοξη ζωγραφική των εικόνων μπορούμε και από την όλη στάση του εικονιζομένου να καταλάβουμε την ιερότητά τους. Παρατηρούμε μάλιστα ότι σε πολλές εικόνες των παλαιοτέρων χριστιανικών παραστάσεων, όπως π.χ. στις τοιχογραφίες των κατακομβών, σε εικόνες του Χριστού και της Παναγίας ο φωτοστέφανος απουσιάζει εντελώς, καθώς επίσης και σε σαρκοφάγους του ιδ' αιώνος και σε ορισμένα ψηφιδωτά, όπως π.χ. στα ψηφιδωτά του τρούλου του αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης.

Όταν οι χριστιανοί άρχισαν να χρησιμοποιούν τον φωτοστέφανο τον έβαζαν, όπως φαίνεται, όχι μόνο ως διακριτικό των ιερών μορφών, αλλά και των σημαινόντων προσώπων, όπως π.χ. στην Santa Maria Maggiore, φωτοστέφανο έχει και ο Ηρώδης, και όπως στον άγιο Βιτάλιο, οι Ιουστινιανός και Θεοδώρα. Γενικότερα στο Βυζάντιο, φωτοστέφανο έχουν τα μέλη της βασιλικής αυλής.

Για την ορθόδοξη εικονογραφία ο φωτοστέφανος καθιερώθηκε ως σύμβολο της μεθέξεως του εικονιζομένου προσώπου με τον Θεό, την πηγή του φωτός.

Ο φωτοστέφανος τοποθετείται μόνο στο κεφάλι του αγίου και όχι σε όλο του το σώμα, διότι ο εγκέφαλος είναι το πολυτιμότερο όργανο στον άνθρωπο σ' αυτόν οδηγούν και από αυτόν πηγάζουν όλες οι αισθήσεις εκεί είναι το κέντρο της σκέψεως και της διανοίας. Τα πρόσωπα της εικόνας που διαπερνώνται από τούτο το άκτιστο φως μετέχουν μυστικά στην ζωή του Θεού, αφού κατά τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης «διά τούτο τω φωτί, προσεγγίσασα η ψυχή φως γίνεται».

Στην Δύση ο πνευματικός χαρακτήρας του συμβόλου αυτού παρανοήθηκε εντελώς. Έλαβε την μορφή ελλειψοειδούς, κυκλικού στεφανιού, που σχεδιάζεται πάνω και πέρα από το κεφάλι των αγίων. Εικονίζεται ως ακτινοβολία που πηγάζει μέσα από την μορφή του εικονιζομένου αγίου «Ψυχή η καταλαμφθείσα τελείως υπό του αρρήτου κάλλους της δόξης του φωτός του προσώπου του Χριστού, και κοινωνήσασα πνεύματι αγίω τελείως... όλη οφθαλμός, και όλη φώς, και όλη πρόσωπον», κατά τον άγιο Μακάριο τον μέγα.

Το χρώμα που χρησιμοποιείται συνήθως για τον φωτοστέφανο είναι χρυσό ή κίτρινο. Ο χρυσός κυρίως, αντιθέτως από τα άλλα χρώματα, δεν ζη από το φως διότι είναι φώς. Άλλωστε η παχύτητα της ύλης υπονοεί την απουσία φωτός, ενώ και η έντονη φωτεινότητα ελαφρώνει το βάρος και προκαλεί διαφάνεια.

Ο φωτοστέφανος μπορεί να κοσμείται με διάφορα σχήματα ή λουλούδια κ.λ.π., ενώ αυτόν του Χριστού τον συναντάμε σταυροφόρο, έχοντα μέσα του τα γράμματα Α-Ω ή αργότερα Ο-ΩΝ. Μπορούμε δε να τον συναντήσουμε και σε άλλους τύπους όπως, τετράγωνο ή τρίγωνο. Ο τετράγωνος έμπαινε συνήθως σε ιερά πρόσωπα που ήταν εν ζωή, για κάποιο ιερό έργο που επιτελούσαν. Τέτοιους φωτοστεφάνους συναντούμε στις κεφαλές των δύο κτητόρων που εικονίζονται εκατέρωθεν του αγ. Δημητρίου στον νότιο πεσσό του Ι. Βήματος του ομωνύμου ναού. Αλλά, και από τον ΙΓ' αιώνα εμφανίζεται στην Δύση σχεδιαζόμενος, κυρίως στην παράσταση της Αγίας Τριάδος ή να περικλείη τον «Παντεπόπτην Θείον Οφθαλμόν».

Ο φωτοστέφανος, λοιπόν, είναι εκείνο το σύμβολο που από την πρώτη του εμφάνιση δήλωνε κάτι ξεχωριστό και χρησιμοποιήθηκε από τους αγιογράφους για να δηλώσει την θέωση και τον αγιασμό του εικονιζομένου προσώπου. Σ' αυτόν τον εκφαντορικό γνόφο, (κατά τον Αρεοπαγίτη άγιο Διονύσιο) ας αποβλέπουμε όλοι μας μετέχοντας στην καθαρτική, φωτιστική, θεοποιό ενέργεια της Παναγίας Τριάδος.

Ιεροδιακόνου Σιλουανού Πεπονάκη
Από το περιοδικό: Εκκλησιαστική Παρέμβαση

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...