Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Δευτέρα, Μαρτίου 17, 2014

Ὁ Ἅγιος Πατρίκιος Ἀπόστολος τῆς Ἰρλανδίας


Ὁ Ἅγιος Πατρίκιος γεννήθηκε στὴν πόλη Γκλέβουμ τῆς Σκωτίας, κοντὰ στὴν ἐκβολὴ τῶν ποταμῶν Σέβερν καὶ Ἄβον περὶ τὸ 380 μ.Χ. Καταγόταν ἀπὸ βρεττανορωμαϊκὴ οἰκογένεια. Ὁ πατέρας του ἦταν διάκονος καὶ δεκουρίονας καὶ ὀνομαζόταν Καλφουρίνος καὶ ὁ παππούς του ἱερέας καὶ ὀνομαζόταν Πότιτος. Τὸ ὄνομα τῆς μητέρας του ἦταν Κονκέσσα. Σὲ ἡλικία 16 ἐτῶν συνελήφθη αἰχμάλωτος καὶ μεταφέρθηκε στὴν Ἰρλανδία, ὅπου καὶ παρέμεινε ἕξι χρόνια. Οἱ ὧρες τῆς μοναξιᾶς, ὅταν ὡς σκλάβος ἔβοσκε τὸ κοπάδι του, περνοῦσαν μὲ προσευχὴ στὸν Θεό, τὸν Ὁποῖο μέσα στὴν δοκιμασία του ὁ Ἅγιος εἶχε ἀνακαλύψει. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος θὰ μιλήσει στὸν Ἅγιο, ἐνῷ αὐτὸς κοιμόταν καὶ θὰ τοῦ πεῖ νὰ γυρίσει στὴν πατρίδα μὲ ἕνα πλοῖο ποὺ ἦταν ἕτοιμο γι’ αὐτόν. Αὐτὴ ἡ πρώτη φορὰ ποὺ τοῦ μίλησε ὁ Κύριος, δὲν θὰ εἶναι καὶ ἡ τελευταία. Θὰ ἀκολουθήσει μία σειρὰ ἀπὸ καθοριστικὲς ἐμφανίσεις τοῦ Κυρίου στὴν ζωή του. Οἱ ἐμφανίσεις αὐτὲς καθὼς καὶ οἱ προτροπὲς τοῦ Κυρίου εἶναι ἕνα στοιχεῖο ποὺ τονίζεται ἰδιαίτερα στὰ γραπτὰ τοῦ Ἁγίου.
Ὁ Ἅγιος, τὸ 402 μ.Χ., ἀπέδρασε ἀπὸ ἐκεῖ, ὅπως τοῦ προεῖπε ὁ Θεός, ἀλλὰ ἡ τρικυμία ὁδήγησε τὸ πλοῖο στὶς βορειοδυτικὲς ἀκτὲς τῆς Γαλατίας, στὴν Ἀρμορική. Τὸ πλοῖο ἔφθασε στὴν Γαλατία, ἀλλὰ ἐκεῖ τὸ πλήρωμά του δὲν στάθηκε δυνατὸ νὰ βρεῖ τροφή. Τότε ὁ καπετάνιος παρακάλεσε τὸν Ἅγιο νὰ προσευχηθεῖ στὸν Θεό, γιὰ νὰ τοὺς βοηθήσει. Ὁ Ἅγιος τοὺς μίλησε γιὰ τὴν παντοδυναμία καὶ τὴν φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, καλώντας τους νὰ μεταστραφοῦν στὸν Κύριο καὶ νὰ μετανοήσουν καὶ τοὺς διαβεβαίωσε ὅτι τὴν ἴδια κιόλας ἡμέρα θὰ βροῦν τροφή. Πράγματι, ἔτσι κι ἔγινε. Ἡ περιπλάνηση τοῦ Ἁγίου συνεχίζεται στὰ νησιὰ τοῦ Τυρρηνικοῦ πελάγους. Τελικὰ ἐπέστρεψε στὴ Βρετανία, ἀλλὰ ἕνα ὅραμα ποὺ εἶδε τὸν κάλεσε νὰ γυρίσει καὶ πάλι στὴν Ἰρλανδία, γιὰ νὰ βοηθήσει τοὺς Χριστιανούς. Ἀμέσως μετὰ μετέβη στὴν Γαλλία, στὴν πόλη τῆς Ὠξέρρης, ὅπου παρέμεινε ἐπὶ πολλὰ ἔτη προετοιμαζόμενος γιὰ τὴν ἱεροσύνη. Λέγεται ὅτι γνώρισε τὸν Ἅγιο Μαρτίνο καὶ τὸν Ἅγιο Γερμανό, ὁ ὁποῖος τὸν ἀπέστειλε στὴν Ἰρλανδία τὸ 432 μ.Χ. ὡς Ἐπίσκοπο.
Τὸ κήρυγμά του ἐκεῖ, εἶχε μεγάλη ἀπήχηση στὸν λαό. Βάπτισε χιλιάδες πιστῶν, χειροτόνησε πολλοὺς ἱερεῖς, ἀνήγειρε ναοὺς καὶ ἐπισκοπή. Ἐνθάρρυνε τὸ μοναχισμό, ὁ ὁποῖος μέχρι τότε εἶχε κέλτικο χαρακτήρα. Κατὰ τὴν διάρκεια τῶν ἱεραποστολικῶν περιοδειῶν του, ὁ Ἅγιος συνήθιζε νὰ μὴν ταξιδεύει ἀπὸ τὸ βράδυ τοῦ Σαββάτου ἕως τὸ πρωὶ τῆς Δευτέρας. Προετοιμαζόταν γιὰ τὴν Θεία Λειτουργία τῆς Κυριακῆς καὶ ἀφιέρωνε τὸ χρόνο αὐτὸ στὸν Κύριο.Ὁ λαὸς τῆς Ἰρλανδίας τὸν ἀγάπησε πολὺ καὶ ἑορτάζει τὴν μνήμη του μὲ λαμπρότητα. Ὁ Ἅγιος Πατρίκιος κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 461 μ.Χ., στὸ Σάουτ τῆς Οὐλδίας.

Ὁ Ἅγιος Παῦλος ὁ Ὁσιομάρτυρας

Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Παῦλος καταγόταν ἀπὸ τὴν Κρήτη καὶ μαρτύρησε ἐπὶ τοῦ ἀρχισατράπου τῆς νήσου Κρήτης, Θεοφάνους Λαρδοτύρου, ὅπως πληροφορούμαστε ἀπὸ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου Στεφάνου τοῦ Νέου, τοῦ ὁποίου τὴν μνήμη τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία στὶς 28 Νοεμβρίου.
Ὁ Στέφανος ἦταν μοναχὸς στὸ ὄρος Αὐξεντίου τῆς Βιθυνίας, συνελήφθη ὡς εἰκονόφιλος καὶ φυλακίσθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη ἐπὶ αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου Ε’ τοῦ Κοπρώνυμου (740 – 775 μ.Χ.). Μέσα στὴν φυλακὴ βρῆκε καὶ ἄλλους 342 μοναχούς, ποὺ εἶχαν φυλακισθεῖ γιὰ τὸν ἴδιο λόγο, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ἕναν μοναχὸ ἀπὸ τὴν Κρήτη μὲ τὸ ὄνομα Ἀντώνιος. Αὐτὸς ἄρχισε νὰ διηγεῖται στοὺς ἄλλους φυλακισμένους μοναχοὺς περὶ τῆς ἀγριότητας τῶν διωγμῶν στὴν Κρήτη καὶ περὶ τοῦ μαρτυρίου τοῦ ἀββᾶ Παύλου.Ὁ ἀρχισατράπης Θεοφάνης, ἀφοῦ ὁδήγησε τὸν Ἅγιο Παῦλο στὸ Πραιτώριο τοῦ Ἡρακλείου, τὸν ἐκβίαζε ἢ νὰ ποδοπατήσει τὴν εἰκόνα τοῦ Κυρίου, ὁ Ὁποῖος σταυρώθηκε γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ἢ νὰ ἀκολουθήσει τὴν ὁδὸ τῶν βασανιστηρίων. Ὁ Ἅγιος ὄχι μόνο ἀρνήθηκε νὰ τὸ πράξει, ἀλλὰ γονάτισε καὶ ἀσπάσθηκε τὴν εἰκόνα. Ἐξαγριωμένος ὁ ἀρχισατράπης ἔδωσε ἐντολὴ νὰ γδύσουν τὸν Ἅγιο καὶ νὰ τὸν δέσουν μὲ σίδερα. Κατόπιν, ἀφοῦ τὸν κρέμασε, τὸν ἔκαψε ζωντανό. Τὸ μαρτύριό του τοποθετεῖται περὶ τὸ 765 ἢ τὸ 766 μ.Χ.

Ὁ Ὅσιος Θεοστήρικτος ὁ Ὁμολογητής

Ὁ Ὅσιος Θεοστήρικτος, ὁ Ὁμολογητής, ἦταν ἡγούμενος τῆς μονῆς Πελεκητῆς. Φυλακίσθηκε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Κωνσταντίνο Ε’ τὸν Κοπρώνυμο (741 – 775 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος κατέστρεψε τὴ μονὴ καὶ καταδίκασε τοὺς τριάντα ὀκτὼ μοναχοὺς αὐτῆς διὰ ἀσφυξίας θάνατο, ἐντὸς λουτροῦ στὴν Ἔφεσο. 
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.Στηριγμὸς φερωνύμως τῶν πιστῶν ἐχρημάτισας, δι’ ὁμολογίας τῆς θείας, Θεοστήρικτε Ὅσιε· ὑπὲρ γὰς τῆς Εἰκόνος τοῦ Χριστοῦ, ὑπέμεινας κακώσεις καὶ δεσμά· διὰ τοῦτο καὶ Τριγλία ἡ σὴ πατρίς, τιμᾷ σε ἀνακράζουσα· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ χορηγοῦντι διὰ σοῦ, χάριν ἡμῖν καὶ ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.Ὀρθοδόξοις δόγμασι, λελαμπρυσμένος, ὡς ἀστὴρ πολύφωτος ὁμολογίας τῷ φωτί, καταπυρσεύεις ἑκάστοτε, τοὺς σὲ τιμῶντας, σοφὲ Θεοστήρικτε.

Μεγαλυνάριον.Χαίροις τῆς Τριγλίας θεῖος βλαστός, καὶ ὁμολογίας, Θεοστήρικτε λαμπηδών· χαίροις ὁ προστάτης, καὶ θεῖος ἀντιλήπτωρ, τῶν πίστει ἐκτελούντων, Πάτερ τὴν μνήμην σου.

Ὁ Ὅσιος Θεοστήρικτος ὁ Ὁμολογητής


Γεννήθηκε στὴν Τρίγλια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας (κωμόπολη τῆς Βιθυνίας στὰ παράλια της Προποντίδας) στὶς ἀρχὲς τοῦ 8ου αἰῶνα. Εὐσεβὴς καὶ φιλομόναχος ἀπὸ μικρός, ἀμέσως ὅταν τελείωσε τὴν βασική του ἐκπαίδευση, πῆγε στὴν ἐκεῖ κοντὰ Μονὴ Πελεκητή, ὅπου ἐκάρη μοναχὸς καὶ ἀργότερα ἔγινε καὶ ἡγούμενός της.
 
Ὅταν ἐπὶ Κωνσταντίνου Ε´ τοῦ Κοπρωνύμου (741-775) ξέσπασε ὁ φοβερὸς διωγμὸς κατὰ τῶν εἰκόνων, ὁ αὐτοκράτορας πρόσταξε τὸν ἡγεμόνα τῆς Ἀσίας Μιχαὴλ τὸ Λαχανοδράκοντα, νὰ τιμωρήσει μὲ κάθε τρόπο σκληρὰ αὐτοὺς ποὺ προσκυνοῦν τὶς ἅγιες εἰκόνες. Τότε αὐτός, πῆγε στὴ Μονὴ Πελεκητῆς τὴν Μεγάλη Πέμπτη καὶ κατὰ τὴν ὥρα τῆς Θ. Λειτουργίας, συνέλαβε τοὺς μοναχοὺς καὶ ἄλλους σκότωσε μὲ βάρβαρα βασανιστήρια καὶ ἄλλους, μεταξὺ αὐτῶν καὶ τὸν Θεοστήρικτο, ἀφοῦ πάλι σκληρὰ βασάνισε τοὺς ἔστειλε στὶς φυλακὲς τῆς Κωνσταντινουπόλεως. 

Ἀργότερα, ὅταν ὁ Ἅγιος βγῆκε ἀπὸ τὴν φυλακή, γέροντας πλέον, ἐπέστρεψε στὴν κατεστραμμένη Μονὴ Πελεκητῆς, ὅπου συναντήθηκε μὲ τὸν ὅσιο καὶ ὁμολογητὴ Νικήτα, ἡγούμενο τῆς κοντινῆς Μονῆς Μηδικίου. 

Ὁ Ὅσιος Θεοστήρικτος συνέθεσε καὶ «Κανόνα Παρακλητικὸν εἰς τὴν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον». Ἔζησε σὲ βαθιὰ γεράματα καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Στηριγμὸς φερωνύμως τῶν πιστῶν ἐχρημάτισας, δι’ ὁμολογίας τῆς θείας, Θεοστήρικτε Ὅσιε· ὑπὲρ γὰς τῆς Εἰκόνος τοῦ Χριστοῦ, ὑπέμεινας κακώσεις καὶ δεσμά· διὰ τοῦτο καὶ Τριγλία ἡ σὴ πατρίς, τιμᾷ σε ἀνακράζουσα· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ χορηγοῦντι διὰ σοῦ, χάριν ἡμῖν καὶ ἔλεος. 

Κοντάκιον 
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὀρθοδόξοις δόγμασι, λελαμπρυσμένος, ὡς ἀστὴρ πολύφωτος ὁμολογίας τῷ φωτί, καταπυρσεύεις ἑκάστοτε, τοὺς σὲ τιμῶντας, σοφὲ Θεοστήρικτε. 

Μεγαλυνάριον 
Χαίροις τῆς Τριγλίας θεῖος βλαστός, καὶ ὁμολογίας, Θεοστήρικτε λαμπηδών· χαίροις ὁ προστάτης, καὶ θεῖος ἀντιλήπτωρ, τῶν πίστει ἐκτελούντων, Πάτερ τὴν μνήμην σου.

Ὁ Ἅγιος Μαρῖνος




Ὑπῆρξε στὰ χρόνια τῶν διωγμῶν τῆς Ἐκκλησίας. Χριστιανὸς ἀπὸ τὴν γέννησή του, ἀνατράφηκε μὲ πολλὴ ἐπιμελημένη εὐσέβεια καὶ μὲ θερμότατο ζῆλο γιὰ τὴν πίστη. Ὅταν συνελήφθη σὰν χριστιανός, ὁμολόγησε μὲ θάῤῥος τὴν πίστη του καὶ ἤλεγξε τοὺς εἰδωλολάτρες γιὰ τὶς ἀνόητες θυσίες τους, ὅταν αὐτοὶ ἔβρισαν τὴν χριστιανικὴ θρησκεία.

Τότε τὸν βασάνισαν ἄγρια. Τὸν ἔδειραν μὲ μαστίγια, τοῦ ἔσπασαν κατόπιν τὸ στόμα καὶ τὰ δόντια, καὶ τελευταῖα πῆρε τὸ στεφάνι τῆς μαρτυρικῆς τελείωσης μὲ ἀποκεφαλισμό.

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ Μνήμη τῆς μετὰ φιλανθρωπίας ἐπενεχθείσης ἡμῖν φοβερᾶς ἀπειλῆς τοῦ Σεισμοῦ κατὰ τοὺς χρόνους Κωνσταντίνου τοῦ Βασιλέως

Ὁ Σ. Εὐστρατιάδης στὸ Ἁγιολόγιό του ἀναφέρει: Ἐν τοῖς ἐντύποις Συναξαρισταῖς καὶ τοῖς Μηναίοις σημειοῦται κατὰ τὴν ἡμέραν ταύτην, ἄνευ ὑπομνήματος, «μνήμη τῆς μετὰ φιλανθρωπίας ἐπενεχθείσης ἡμῖν φοβερᾶς ἀπειλῇς τοῦ σεισμοῦ, κατὰ τοὺς χρόνους Κωνσταντίνου τοῦ βασιλέως».

Περὶ τοῦ σεισμοῦ τοῦ ἐπὶ Κωνσταντίνου τοῦ Πωγωνάτου (780-797) συμβάντος, ὁ Κεδρηνὸς (Β´, σ. 23) λέγει, ὅτι ἐγένετο κατὰ τὸ δέκατον ἔτος τῆς βασιλείας αὐτοῦ, χωρὶς νὰ ὁρίζῃ τὴν ἡμέραν, ἥτις, κατὰ πᾶσαν πιθανότητα, εἶναι ἡ κατὰ τὴν 17ην Μαρτίου μνημονευομένη ὑπὸ τῶν Συναξαριστῶν.

Ὁ Λαυριωτικὸς Κώδ. 70 συμπληροῖ τὴν ἀνωτέρω σύντομον μνείαν τοῦ σεισμοῦ οὕτω: «τότε γὰρ πολὺ μέρος τῶν τειχῶν τῆς πόλεως κατέπεσε καὶ θεῖοι ναοὶ διεῤῥάγησαν καὶ οἶκοι διάφοροι καὶ τριώροφοι ἕως ἐδάφους κατέπεσον καὶ ἢν κλονουμένη πᾶσα ἡ γῆ ἐπὶ πλεῖστας ἡμέρας· ὁ δὲ βασιλεύς, σὺν τῷ Πατριάρχῃ καὶ παντὶ τῷ λαῷ μετὰ λιτῶν καὶ τῶν σεπτῶν εἰκόνων καὶ ζωοποιῶν σταυρῶν καὶ τῶν ἁγίων λειψάνων σὺν δάκρυσι καὶ νηστείαις καὶ προσευχαῖς ἐξιλεούμενοι τὸ θεῖον καὶ παρακλητεύοντες [καί] ἐπιβοῶντες «ρῦσαι Κύριε, τῆς δικαίας σου ὀργῆς καὶ μὴ κατὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν παραδώῃς ἡμᾶς εἰς θάνατον ἀλλὰ κατὰ τὸ πολὺ ἔλεός σου ἐλέησον τὸν σὸν ὑποκείμενον λαόν» ὁ δὲ πολυέλεος καὶ μακρόθυμος Θεὸς ἀποστρέψας τὴν ὀργὴν αὐτοῦ, παρ᾿ ἐλπίδα τοὺς τότε πάντας ἐῤῥύσατο καὶ τὸν κλόνον καὶ τρόμον τῆς γῆς κατέπαυσε.

Συναξαριστής της 17ης Μαρτίου

Ὁ Ὅσιος Ἀλέξιος ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ

 


Γεννήθηκε στὴ Ῥώμη, στὰ χρόνια του Ἀρκαδίου καὶ Ὀνωρίου, γιῶν τοῦ Μ. Θεοδοσίου (378-395). Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Εὐφημιανὸς καὶ ἡ μητέρα του Ἀγλαΐα. Ἦταν εὐσεβέστατοι χριστιανοὶ καὶ εἶχαν μεγάλη περιουσία, ποὺ διέθεταν στὰ ὀρφανὰ καὶ στοὺς φτωχοὺς μὲ μεγάλη προθυμία καὶ γενναιοδωρία. Τὴν ἴδια ἀκριβῶς ἀνατροφὴ ἔδωσαν καὶ στὸ γιό τους Ἀλέξιο. Μὲ τὸ δικό του χέρι μοίραζαν τὰ περισσότερα ἐλέη τους.

Ὅταν ἔφτασε σὲ κατάλληλη ἡλικία ὁ Ἀλέξιος, θέλησαν νὰ τὸν νυμφεύσουν, πρᾶγμα ποὺ ὁ ἴδιος δὲν ἐπιθυμοῦσε. Ἀλλὰ στὴν ἐπιμονὴ τῶν γονέων του, ὁ Ἀλέξιος νυμφεύθηκε μία γυναῖκα ποὺ κι αὐτὴ ἤθελε νὰ μείνει ἄγαμη. Ὁπότε συμφώνησαν νὰ διατηρήσουν καὶ οἱ δυὸ τὴν παρθενία τους. Αὐτό, ὅμως, τὸ κατάλαβαν οἱ γονεῖς τοῦ Ἀλεξίου καὶ γι᾿ αὐτὸ ἀναγκάζεται νὰ φύγει σὲ μακρινὸ μέρος, στὴν Ἔδεσσα τῆς Συρίας. Ἐκεῖ ἐπιδόθηκε στὴ μελέτη τοῦ θείου λόγου καὶ στὶς ἀσκήσεις, ἀλλὰ καὶ στὴ βοήθεια καὶ φροντίδα τῶν φτωχῶν.

Μετὰ 17 χρόνια, ἐπέστρεψε στὴν πατρίδα του καὶ βρῆκε στὴ ζωὴ τοὺς γονεῖς του καὶ τὴν σύζυγό του. Αὐτοὶ ὅμως δὲν τὸν ἀναγνώρισαν. Ἔμεινε κοντά τους, συνεχίζοντας καὶ καλλιεργώντας τὸ θεάρεστο ἔργο του. Ὅταν πέθανε, ἀποκάλυψε ποιὸς ἦταν. Αὐτὸ στὴν ἀρχὴ λύπησε τοὺς δικούς του, ἀλλὰ ἔπειτα χάρηκαν, διότι ὁ Ἀλέξιος μέχρι τέλους ἦταν «ἄρτιος τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπος», δηλαδή, τέλειος ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ.

Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἐκ ῥίζης ἐβλάστησας, περιφανοῦς καί κλεινῆς, ἐκ πόλεως ἤνθησας, βασιλικῆς καί λαμπρᾶς, Ἀλέξιε πάνσοφε· πάντων δ᾽ ὑπερφρονήσας, ὡς φθαρτῶν καί ῥεόντων, ἔσπευσας συναφθῆναι, τῷ Χριστῷ καί Δεσπότῃ. Αὐτόν οὖν ἐκδυσώπει ἀεί, ὑπέρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Κοντάκιον 
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἀλεξίου σήμερον τοῦ πανολβίου, ἑορτήν τήν πάνσεπτον, ἐπιτελοῦντες εὐσεβῶς, αὐτόν ὑμνήσωμεν λέγοντες· χαίροις Ὁσίων τερπνόν ἐγκαλλώπισμα.

Ὁ Οἶκος 
Τὶς τὰς σεπτάς σου ἀρετὰς ἀξίως εὐφημήσει, καὶ ἱκανῶς ὑμνήσει, Ἀλέξιε θεόφρον, τὴν σωφροσύνην, τὴν ὑπομονήν, τὴν πραότητα, τὴν ἐγκράτειαν, τὸν ἀκατάπαυστον ὕμνον, τὴν ἄκραν σκληραγωγίαν, καὶ ἄμετρον ταπείνωσιν, δι' ὧν Ἀγγέλοις ἐφάμιλλος γενόμενος. Πρεσβεύεις ἀεὶ ὑπὲρ τοῦ κόσμου παντός· διὸ ἀκούεις Ὅσιε, νῦν παρὰ πάντων Πιστῶν. Χαίροις Ὁσίων τερπνὸν ἐγκαλλώπισμα.

Κάθισμα 
Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Τοὺς ἱδρῶτας καὶ πόνους τους σοὺς Σοφέ, νοερῶς θεωροῦντες πάντες πιστοί, πάσης κατανύξεως τὰς ψυχὰς ἐμπιπλάμεθα, καὶ πρὸς θείους ὕμνους καὶ δόξαν καὶ αἴνεσιν, τοῦ Δεσπότου τῶν ὅλων, παμμάκαρ Ἀλέξιε, πόθῳ ἐγκαρδίῳ, ἑαυτοὺς συγκινοῦμεν, ᾠδαῖς σε γεραίροντες, καὶ πιστῶς ἐκβοῶντές σοι, ὡς Κυρίου θεράποντι· Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.

Μεγαλυνάριον 
Κλῆσιν τὴν οὐράνιον ἐσχηκώς, μόνος ἐν Ἁγίοις, Θεοῦ ἄνθρωπος θαυμαστός, Ἀλέξιε σὺ ὤφθης, τῷ ἰσαγγέλῳ βίῳ· διὸ τῆς τῶν Ἀγγέλων, χαρᾶς ἠξίωσαι.

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ Μνήμη τῆς μετὰ φιλανθρωπίας ἐπενεχθείσης ἡμῖν φοβερᾶς ἀπειλῆς τοῦ Σεισμοῦ κατὰ τοὺς χρόνους Κωνσταντίνου τοῦ Βασιλέως

Ὁ Σ. Εὐστρατιάδης στὸ Ἁγιολόγιό του ἀναφέρει: Ἐν τοῖς ἐντύποις Συναξαρισταῖς καὶ τοῖς Μηναίοις σημειοῦται κατὰ τὴν ἡμέραν ταύτην, ἄνευ ὑπομνήματος, «μνήμη τῆς μετὰ φιλανθρωπίας ἐπενεχθείσης ἡμῖν φοβερᾶς ἀπειλῇς τοῦ σεισμοῦ, κατὰ τοὺς χρόνους Κωνσταντίνου τοῦ βασιλέως».

Περὶ τοῦ σεισμοῦ τοῦ ἐπὶ Κωνσταντίνου τοῦ Πωγωνάτου (780-797) συμβάντος, ὁ Κεδρηνὸς (Β´, σ. 23) λέγει, ὅτι ἐγένετο κατὰ τὸ δέκατον ἔτος τῆς βασιλείας αὐτοῦ, χωρὶς νὰ ὁρίζῃ τὴν ἡμέραν, ἥτις, κατὰ πᾶσαν πιθανότητα, εἶναι ἡ κατὰ τὴν 17ην Μαρτίου μνημονευομένη ὑπὸ τῶν Συναξαριστῶν.

Ὁ Λαυριωτικὸς Κώδ. 70 συμπληροῖ τὴν ἀνωτέρω σύντομον μνείαν τοῦ σεισμοῦ οὕτω: «τότε γὰρ πολὺ μέρος τῶν τειχῶν τῆς πόλεως κατέπεσε καὶ θεῖοι ναοὶ διεῤῥάγησαν καὶ οἶκοι διάφοροι καὶ τριώροφοι ἕως ἐδάφους κατέπεσον καὶ ἢν κλονουμένη πᾶσα ἡ γῆ ἐπὶ πλεῖστας ἡμέρας· ὁ δὲ βασιλεύς, σὺν τῷ Πατριάρχῃ καὶ παντὶ τῷ λαῷ μετὰ λιτῶν καὶ τῶν σεπτῶν εἰκόνων καὶ ζωοποιῶν σταυρῶν καὶ τῶν ἁγίων λειψάνων σὺν δάκρυσι καὶ νηστείαις καὶ προσευχαῖς ἐξιλεούμενοι τὸ θεῖον καὶ παρακλητεύοντες [καί] ἐπιβοῶντες «ρῦσαι Κύριε, τῆς δικαίας σου ὀργῆς καὶ μὴ κατὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν παραδώῃς ἡμᾶς εἰς θάνατον ἀλλὰ κατὰ τὸ πολὺ ἔλεός σου ἐλέησον τὸν σὸν ὑποκείμενον λαόν» ὁ δὲ πολυέλεος καὶ μακρόθυμος Θεὸς ἀποστρέψας τὴν ὀργὴν αὐτοῦ, παρ᾿ ἐλπίδα τοὺς τότε πάντας ἐῤῥύσατο καὶ τὸν κλόνον καὶ τρόμον τῆς γῆς κατέπαυσε.

Ὁ Ὅσιος Θεοστήρικτος ὁ Ὁμολογητής

Γεννήθηκε στὴν Τρίγλια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας (κωμόπολη τῆς Βιθυνίας στὰ παράλια της Προποντίδας) στὶς ἀρχὲς τοῦ 8ου αἰῶνα. Εὐσεβὴς καὶ φιλομόναχος ἀπὸ μικρός, ἀμέσως ὅταν τελείωσε τὴν βασική του ἐκπαίδευση, πῆγε στὴν ἐκεῖ κοντὰ Μονὴ Πελεκητή, ὅπου ἐκάρη μοναχὸς καὶ ἀργότερα ἔγινε καὶ ἡγούμενός της.

Ὅταν ἐπὶ Κωνσταντίνου Ε´ τοῦ Κοπρωνύμου (741-775) ξέσπασε ὁ φοβερὸς διωγμὸς κατὰ τῶν εἰκόνων, ὁ αὐτοκράτορας πρόσταξε τὸν ἡγεμόνα τῆς Ἀσίας Μιχαὴλ τὸ Λαχανοδράκοντα, νὰ τιμωρήσει μὲ κάθε τρόπο σκληρὰ αὐτοὺς ποὺ προσκυνοῦν τὶς ἅγιες εἰκόνες. Τότε αὐτός, πῆγε στὴ Μονὴ Πελεκητῆς τὴν Μεγάλη Πέμπτη καὶ κατὰ τὴν ὥρα τῆς Θ. Λειτουργίας, συνέλαβε τοὺς μοναχοὺς καὶ ἄλλους σκότωσε μὲ βάρβαρα βασανιστήρια καὶ ἄλλους, μεταξὺ αὐτῶν καὶ τὸν Θεοστήρικτο, ἀφοῦ πάλι σκληρὰ βασάνισε τοὺς ἔστειλε στὶς φυλακὲς τῆς Κωνσταντινουπόλεως.

Ἀργότερα, ὅταν ὁ Ἅγιος βγῆκε ἀπὸ τὴν φυλακή, γέροντας πλέον, ἐπέστρεψε στὴν κατεστραμμένη Μονὴ Πελεκητῆς, ὅπου συναντήθηκε μὲ τὸν ὅσιο καὶ ὁμολογητὴ Νικήτα, ἡγούμενο τῆς κοντινῆς Μονῆς Μηδικίου.

Ὁ Ὅσιος Θεοστήρικτος συνέθεσε καὶ «Κανόνα Παρακλητικὸν εἰς τὴν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον». Ἔζησε σὲ βαθιὰ γεράματα καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Στηριγμὸς φερωνύμως τῶν πιστῶν ἐχρημάτισας, δι’ ὁμολογίας τῆς θείας, Θεοστήρικτε Ὅσιε· ὑπὲρ γὰς τῆς Εἰκόνος τοῦ Χριστοῦ, ὑπέμεινας κακώσεις καὶ δεσμά· διὰ τοῦτο καὶ Τριγλία ἡ σὴ πατρίς, τιμᾷ σε ἀνακράζουσα· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ χορηγοῦντι διὰ σοῦ, χάριν ἡμῖν καὶ ἔλεος.

Κοντάκιον 
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὀρθοδόξοις δόγμασι, λελαμπρυσμένος, ὡς ἀστὴρ πολύφωτος ὁμολογίας τῷ φωτί, καταπυρσεύεις ἑκάστοτε, τοὺς σὲ τιμῶντας, σοφὲ Θεοστήρικτε.

Μεγαλυνάριον 
Χαίροις τῆς Τριγλίας θεῖος βλαστός, καὶ ὁμολογίας, Θεοστήρικτε λαμπηδών· χαίροις ὁ προστάτης, καὶ θεῖος ἀντιλήπτωρ, τῶν πίστει ἐκτελούντων, Πάτερ τὴν μνήμην σου.

Ὁ Ἅγιος Παῦλος ὁ Ὁσιομάρτυρας

Ἦταν ἀπὸ τὴν Κρήτη καὶ ἔζησε στὰ φοβερὰ χρόνια τοῦ εἰκονομάχου αὐτοκράτορα Κων/νου Ε´ Κοπρωνύμου. Τότε λοιπὸν καὶ ὁ Ἅγιος Παῦλος, συνελήφθη ἀπὸ τὸν στρατηγὸ τῆς Κρήτης Θεοφάνη Λαρδατύρη, ποὺ τὸν ἐκβίαζε νὰ ποδοπατήσει τὴν εἰκόνα τοῦ Ἐσταυρωμένου. Ὁ Ἅγιος ὅμως τὴν προσκύνησε καὶ τὴν ἀσπάστηκε εὐλαβικά.

Ἐξαγριωμένος ὁ στρατηγός, τοῦ πέρασε μὲ φρικτὸ τρόπο σίδερα σ᾿ ὅλο του τὸ σῶμα, καὶ κατόπιν ἀφοῦ τὸν κρέμασε μὲ τὸ κεφάλι πρὸς τὰ κάτω, τὸν ἔκαψε. Ἔτσι ὁ Ἅγιος Παῦλος, πῆρε τὸ ἀμάραντο καὶ αἰώνιο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.

Ὁ Ἅγιος Μαρῖνος



Ὑπῆρξε στὰ χρόνια τῶν διωγμῶν τῆς Ἐκκλησίας. Χριστιανὸς ἀπὸ τὴν γέννησή του, ἀνατράφηκε μὲ πολλὴ ἐπιμελημένη εὐσέβεια καὶ μὲ θερμότατο ζῆλο γιὰ τὴν πίστη. Ὅταν συνελήφθη σὰν χριστιανός, ὁμολόγησε μὲ θάῤῥος τὴν πίστη του καὶ ἤλεγξε τοὺς εἰδωλολάτρες γιὰ τὶς ἀνόητες θυσίες τους, ὅταν αὐτοὶ ἔβρισαν τὴν χριστιανικὴ θρησκεία.

Τότε τὸν βασάνισαν ἄγρια. Τὸν ἔδειραν μὲ μαστίγια, τοῦ ἔσπασαν κατόπιν τὸ στόμα καὶ τὰ δόντια, καὶ τελευταῖα πῆρε τὸ στεφάνι τῆς μαρτυρικῆς τελείωσης μὲ ἀποκεφαλισμό.

Ὁ Ἅγιος καὶ Δίκαιος Λάζαρος ὁ φίλος τοῦ Χριστοῦ

Τὴ μνήμη του ἀναφέρουν ὁ Συναξαριστὴς τοῦ Delehaye καὶ ὁ Λαυριωτικὸς Κώδικας 70, μνήμη ποὺ δὲν ἀναφέρουν ὁ Συναξαριστὴς τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου καὶ τὰ ἔντυπα Μηναῖα.

Στὸν ἀνωτέρω λοιπὸν Κώδικα ἀναφέρεται ὡς ἑξῆς: «Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ἡ ἀνάστασις τοῦ ἁγίου καὶ δικαίου Λαζάρου τοῦ φίλου τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὃν ἐκ νεκρῶν ἤγειρεν ἐν τῇ πόλει Βηθανίᾳ πλησίον Ἱεροσολύμων, ὅτε σαρκὶ περιεπολεύετο ἐν τῇ γῇ ὁ ἀγαθὸς Θεὸς ἡμῶν διὰ τὴν σωτηρίαν».

Γιὰ τὴν ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου βλέπε στὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιον, κεφ. ια´ στ. 1-44.

Ὁ Ὅσιος Μακάριος



Ὁ Ὅσιος Μακάριος, κατὰ κόσμο Ματθαῖος, γεννήθηκε τὸ ἔτος 1402 στὸ χωριὸ Κοζίνο τῆς Ρωσίας, ποὺ βρισκόταν κοντὰ στὴν πόλη Καζίν. Ὁ πατέρας του Βασίλειος Κόζα, ἦταν στρατιωτικὸς στὴν ὑπηρεσία τοῦ πρίγκιπα Βασιλείου Β’ τοῦ Ὀσκούρου.

Κατόπιν ἐπιμονῆς τῶν γονέων του καὶ παρὰ τὴν μοναχική του κλίση, νυμφεύθηκε τὴν Ἑλένη Γιαχόντοβα. Τὰ ἑπόμενα τρία χρόνια πέθαναν οἱ γονεῖς του καὶ ἡ σύζυγός του. Ἔτσι ὁ Ὅσιος εἰσῆλθε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Νικολάου τοῦ Κολμπούκωφ, ὅπου ἐκάρη μοναχός. Μὲ τὴν εὐλογία τοῦ ἡγουμένου ἄφησε τὴ μονὴ καὶ ἀσκήτευε σὲ ἐρημικὴ περιοχὴ κοντὰ σὲ δυὸ λίμνες τῆς περιοχῆς τοῦ Καζίν.

Ἀργότερα ἔγινε ἡγούμενος τῆς μονῆς Κολγιαζίν. Ἐδῶ συνέχισε τὸν πνευματικό του ἀγῶνα. Ἦταν ἁπλὸς καὶ πολλὲς φορὲς ἀποσυρόταν στὴν ἔρημο, γιὰ νὰ ζήσει ἡσυχαστικά. Μέσα στὸ δάσος συνομιλοῦσε μὲ τὰ ἄγρια θηρία, τὰ ὁποία ἔπαιρναν τὴν τροφή τους ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ Ἁγίου.

Ὁ Ὅσιος Μακάριος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1483.

Ὁ Ἅγιος Patrick (Ἰρλανδός)



Ὁ Ἅγιος Patrick (Πατρίκιος) γεννήθηκε στὴν πόλη Γκλέβουμ τῆς Σκωτίας, κοντὰ στὴν ἐκβολὴ τῶν ποταμῶν Σέβερν καὶ Ἄβον περὶ τὸ 380 μ.Χ. Καταγόταν ἀπὸ βρεττανορωμαϊκὴ οἰκογένεια. Ὁ πατέρας τοῦ ἦταν διάκονος καὶ δεκουρίονας καὶ ὀνομαζόταν Καλφουρίνος καὶ ὁ παπποὺς τοῦ ἱερέας καὶ ὀνομαζόταν Πότιτος. Τὸ ὄνομα τῆς μητέρας τοῦ ἦταν Κονκέσσα. Σὲ ἡλικία 16 ἐτῶν συνελήφθη αἰχμάλωτος καὶ μεταφέρθηκε στὴν Ἰρλανδία, ὅπου καὶ παρέμεινε ἔξι χρόνια. Οἱ ὧρες τῆς μοναξιᾶς, ὅταν ὡς σκλάβος ἔβοσκε τὸ κοπάδι του, περνοῦσαν μὲ προσευχὴ στὸν Θεό, τὸν Ὁποῖο μέσα στὴν δοκιμασία τοῦ ὁ Ἅγιος εἶχε ἀνακαλύψει. Ὁ ἴσιος ὁ Κύριος θὰ μιλήσει στὸν Ἅγιο, ἐνῶ αὐτὸς κοιμόταν καὶ θὰ τοῦ πεῖ νὰ γυρίσει στὴν πατρίδα μὲ ἕνα πλοῖο ποὺ ἦταν ἕτοιμο γι' αὐτόν. Αὐτὴ ἡ πρώτη φορὰ ποὺ τοῦ μίλησε ὁ Κύριος, δὲν θὰ εἶναι καὶ ἡ τελευταία. Θὰ ἀκολουθήσει μία σειρὰ ἀπὸ καθοριστικὲς ἐμφανίσεις τοῦ Κυρίου στὴν ζωή του. Οἱ ἐμφανίσεις αὐτὲς καθὼς καὶ οἱ προτροπὲς τοῦ Κυρίου εἶναι ἕνα στοιχεῖο ποὺ τονίζεται ἰδιαίτερα στὰ γραπτά του Ἁγίου.

Ὁ Ἅγιος, τὸ 402 μ.Χ., ἀπέδρασε ἀπὸ ἐκεῖ, ὅπως τοῦ προεῖπε ὁ Θεός, ἀλλὰ ἡ τρικυμία ὁδήγησε τὸ πλοῖο στὶς βορειοδυτικὲς ἀκτὲς τῆς Γαλατίας, στὴν Ἀρμορική. Τὸ πλοῖο ἔφθασε στὴν Γαλατία, ἀλλὰ ἐκεῖ τὸ πλήρωμά του δὲν στάθηκε δυνατὸ νὰ βρεῖ τροφή. Τότε ὁ καπετάνιος παρακάλεσε τὸν Ἅγιο νὰ προσευχηθεῖ στὸν Θεό, γιὰ νὰ τοὺς βοηθήσει. Ὁ Ἅγιος τους μίλησε γιὰ τὴν παντοδυναμία καὶ τὴν φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, καλώντας τους νὰ μεταστραφοῦν στὸν Κύριο καὶ νὰ μετανοήσουν καὶ τοὺς διαβεβαίωσε ὅτι τὴν ἴδια κιόλας ἡμέρα θὰ βροῦν τροφή. Πράγματι, ἔτσι κι ἔγινε. Ἡ περιπλάνηση τοῦ Ἁγίου συνεχίζεται στὰ νησιὰ τοῦ Τυρρηνικοῦ πελάγους. Τελικὰ ἐπέστρεψε στὴ Βρετανία, ἀλλὰ ἕνα ὅραμα ποὺ εἶδε τὸν κάλεσε νὰ γυρίσει καὶ πάλι στὴν Ἰρλανδία, γιὰ νὰ βοηθήσει τοὺς Χριστιανούς. Ἀμέσως μετὰ μετέβη στὴν Γαλλία, στὴν πόλη τῆς Ὠξέρρης, ὅπου παρέμεινε ἐπὶ πολλὰ ἔτη προετοιμαζόμενος γιὰ τὴν ἱεροσύνη. Λέγεται ὅτι γνώρισε τὸν Ἅγιο Μαρτίνο καὶ τὸν Ἅγιο Γερμανό, ὁ ὁποῖος τὸν ἀπέστειλε στὴν Ἰρλανδία τὸ 432 μ.Χ. ὡς Ἐπίσκοπο.

Τὸ κήρυγμά του ἐκεῖ, εἶχε μεγάλη ἀπήχηση στὸν λαό. Βάπτισε χιλιάδες πιστῶν, χειροτόνησε πολλοὺς ἱερεῖς, ἀνήγειρε ναοὺς καὶ ἐπισκοπῆ. Ἐνθάρρυνε τὸ μοναχισμό, ὁ ὁποῖος μέχρι τότε εἶχε κέλτικο χαρακτήρα. Κατὰ τὴν διάρκεια τῶν ἱεραποστολικῶν περιοδειῶν του, ὁ Ἅγιος συνήθιζε νὰ μὴν ταξιδεύει ἀπὸ τὸ βράδυ τοῦ Σαββάτου ἕως τὸ πρωὶ τῆς Δευτέρας. Προετοιμαζόταν γιὰ τὴν Θεία Λειτουργία τῆς Κυριακῆς καὶ ἀφιέρωνε τὸ χρόνο αὐτὸ στὸν Κύριο.

Ὁ λαὸς τῆς Ἰρλανδίας τὸν ἀγάπησε πολὺ καὶ ἑορτάζει τὴν μνήμη του μὲ λαμπρότητα. Ὁ Ἅγιος Πατρίκιος κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 461 μ.Χ., στὸ Σάουτ τῆς Οὐαλίας.

Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ ἁγίου τῆς Ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρεττανικῶν Νήσων», τοῦ Χριστόφορου Κων. Κομμοδάτου, ἐπισκοποῦ Τελμησσοῦ, Ἀθῆναι 1985, καθὼς ἐπίσης καὶ στὸ βιβλίο «Ἡ ἐν Ὀρθοδοξίᾳ Ἡνωμένη Εὐρώπη», τοῦ Γ.Ε. Πιπεράκη, Ἐκδ. «Ἑπτάλοφος», Ἀθῆναι 1997.

Κοντάκιον 
Ήχος πλ. δ'. Τη Υπερμάχω.
Της Ιρλανδίας τον φωστήρα τον υπέρλαμπρον και των αποστόλων μιμητήν και ισοστάσιον συνελθόντες ανυμνήσωμεν χαρμοσύνως· παρρησίαν γαρ ευράμενος προς Κύριον ικετεύει λυτρωθήναι πάσης θλίψεως τους κραυγάζοντας· Χαίροις, Πάτερ Πατρίκιε.

Ὁ Οἶκος 
Άπασαν Ιρλανδίαν τω φώτι της Τριάδος κατηύγασας, σοφέ Ιεράρχα· όθεν σου την μνήμην την σεπτήν κατά χρέος χαίρουσα τελεί σήμερον τους πόνους σου γεραίρουσα και ποθώ μελωδούσα ταύτα·
Χαίρε, ο γόνος της Βρεττανίας· χαίρε η δόξα της Ιρλανδίας.
Χαίρε, Ορθοδόξων δογμάτων διδάσκαλε· χαίρε, Πελαγίου της πλάνης αντίπαλε.
Χαίρε, θείον εγκαλλώπισμα των σεπτών Ιεραρχών· χαίρε, τύπος και παράδειγμα διδασκάλων ευκλεών.
Χαίρε, ότι εκτήσω Αποστόλων τον ζήλον· χαίρε, ότι καθείλες των δρυΐδων τον λήρον.
Χαίρε, πολλούς της πλάνης ρυσάμενος· χαίρε, εχθρού το κράτος τρεψάμενος.
Χαίρε, πιστών προς Χριστόν μεσιτεία· χαίρε, ψυχών ασθενών θεραπεία.
Χαίρε, Πάτερ Πατρίκιε.

Ἅγιος Γαβριὴλ ὁ Μικρὸς ὁ Ὁσιομάρτυρας



Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυρας Γαβριήλ, ὁ ἐπονομαζόμενος Μικρός, ἔζησε στὴν Γεωργία κατὰ τὸ δεύτερο ἥμισύ του 18ου καὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰώνα μ.Χ. Ἦταν ἐκκλησιαστικὸς γραμματεὺς καὶ καλλιγράφος. Μαρτύρησε τὸ ἔτος 1802 μ.Χ. ἀπὸ τοὺς Μουσουλμάνους.

Ἅγιος Θεοδοῦλος ὁ Ἱερομάρτυρας ὁ Σιναΐτης 

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Θεοδοῦλος ἦταν ἀδελφός της μονῆς Σινᾶ καὶ διακονοῦσε στὸ μετόχι τῆς μονῆς, στὸν Ἅγιο Γεώργιο Πυργώτου της Κύπρου. Τελειώθηκε μαρτυρικὰ ἀπὸ τοὺς Τούρκους τὸ ἔτος 1822 μ.Χ.

Ἅγιος Παῦλος ὁ Ὁσιομάρτυρας ὁ ἐν Κύπρω ἀθλήσας

Εἶναι ἄγνωστο ποὺ καὶ πότε μαρτύρησε ἐπὶ τῶν εἰκονομάχων ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Παῦλος, ὁ ὁποῖος τελειώθηκε διὰ πυρός.

Για την λειτουργία των πνευματικών νόμων


Γέρων Ιωσήφ ο Ησυχαστής
Ο Γέροντας αγαπούσε να εργάζεται και δεν σταματούσε καθόλου στις ώρες πού επέτρεπε το πρόγραμμα. 

Το εργόχειρο μας τότε ήταν σταυρουδάκια σκαλιστά, τα οποία σκάλιζε με μεγάλην ευχέρεια και ταχύτητα, αφού εμείς ετοιμάζαμε το ξύλο. Έμενε μόνος του στο καλυβάκι πού του χτίσαμε μακρύτερα από μας, κι εμείς πηγαίναμε να τον βρούμε το μεσημέρι και μετά φεύγαμε ο καθένας μόνος του.

Το μέρος εκεί ήταν απόμερο και ήσυχο, αλλά ήταν πιο εκτεθειμένο στους καιρούς. Έτσι, το κρύο ήταν περισσότερο, ώσπου τον πείσαμε να του βάλουμε λίγη θέρμανσι με καμμιά σόμπα. Πήρα, εγώ ο ευτελής, τα μέτρα και ετοίμασα τα υλικά, για να την φτιάξω με λαμαρίνα απ’; έξω και μέσα χτιστή με πηλό. Ετοιμάστηκα για την επομένη, όπως του έταξα αποβραδίς, και το πρωί μάζεψα τα εργαλεία μου και τα υλικά και πήγα κάπου εκεί κοντά να την φτιάξω και να την τοποθετήσω μετά. Έβαλα μετάνοια, όπως πάντα, και άρχισα με καλό καιρό, γιατί δούλευα έξω στο ύπαιθρο.

Μόλις μέτρησα και έκοψα τα εξαρτήματα και άρχισα να δουλεύω, χάλασε απότομα ο καιρός. Μετά, εύρισκα μια παράξενη δυσκολία σε ο,τιδήποτε και αν επιχειρούσα να κάμω. Φυσούσε ένας παράξενος αέρας, πού δεν είχε κατεύθυνσι προς κανένα σημείο, μόνο σήκωνε τα πάντα κατ’; επάνω μου και μου ‘φερνε στο πρόσωπο ο,τιδήποτε βρισκόταν στον τόπο: λαμαρίνες, σανίδες, παλιόχαρτα και άμμο. Παραδόξως μου έφευγαν τα εργαλεία και κατρακυλούσαν μακριά χωρίς λόγο, διότι ο τόπος δεν ήταν παντελώς κατωφερής. Τα καρφιά στράβωναν χωρίς λόγο, με την παραμικρή πίεσι, έσπαζαν τα τρυπάνια, άλλαζαν τα σχέδια μου, πού τα είχα μετρημένα και κομμένα με ακρίβεια.

Στην αρχή δεν υπελόγισα τίποτε και βιαζόμουν να επαναφέρω τα πράγματα στην ταξί και να συνεχίσω. Σε λίγο όμως το πράγμα έγινε πολύ αισθητό, ότι κάτι συνέβαινε. Σταμάτησα λίγο όμως, γιατί είχα κατασυντρίψει κυριολεκτικά και όλα μου τα δάχτυλα, και μια παράξενη ταραχή μέσα μου, μου προκαλούσε οργή, σύγχυσι, ανυπομονησία. «Περίεργο πράγμα, λέω, κάτι συμβαίνει»! Εν τω μεταξύ και ο καιρός επεδεινώθη, πού με ανάγκασε να διακόψω, και πήγα στον Γέροντα. Αυτή η κατασκευή απαιτούσε δυο με τρεις, το πολύ, ώρες δουλειά και πέρασαν περισσότερο από έξι ώρες, χωρίς να έχω κάνει τίποτα.

Τότε θυμήθηκα κάτι πού μου είχε πει ο Γέροντας το πρωί, όταν ξεκίνησα, και δεν το έλαβα υπ’ όψι. «Άντε να δούμε, μου είχε πη, θα κάμης τίποτε σήμερα;». Εγώ δεν έδωσα σημασία στο νόημα αυτών των λέξεων, αλλά σκέφτηκα πώς το είπε για να με ταπείνωση ίσως, γιατί ήξερα αυτή τη δουλειά. Μάλιστα φιλοδοξούσα να τελειώσω και συντομώτερα καν επιτυχέστερα, για να τον αναπαύσω, και με την κρυφή χαρά πώς μας επέτρεψε να του βάλωμε θέρμανσι και αυτό θα το έκανα μόνος μου εγώ!

Πήγα, λοιπόν, του χτύπησα την πόρτα και μου άνοιξε. Μόλις με είδε ταραγμένο, άρχισε να γελάη.

«Γέροντα, λέω, τι συμβαίνει εδώ; και γιατί μου είπες το πρωί σαν πρόρρησι, αν τελειώσω’;; Αφού ξέρεις πώς για μένα τούτο ήταν παιχνίδι». «Εσύ τι συμπέρανες πώς ήταν», μου είπε χαριεντιζόμενος. «Πειρασμός, του είπα, σατανική ενέργεια». «Αυτό ήταν, μου απάντησε. Και άκουσε να μάθης το φαινόμενο σε σένα μυστήριο. Το βράδυ στην προσευχή μου, όταν τελείωσα και ήθελα να ησυχάσω, είδα τον σατανά και απειλούσε να μου κάμη εμπόδια και πειρασμό στην απόφασί μου, πού είχα προγραμματίσει. Κι εγώ είπα στον Χριστό μας- ‘Κύριέ μου, μη τον εμπόδισης, για να του δείξω πώς σε αγαπώ και θα υπομείνω το κρύο, όσο επιτρέψης Εσύ’. Και αυτός ήταν ο λόγος, παιδί μου, πού έγιναν όλα αυτά, για να μην έχω σύντομα θέρμανσι, καθώς σεις επιθυμούσατε να μου ετοιμάσετε».

Εγώ, ο μάρτυς αυτού του δράματος, όταν άκουσα αυτή την λεπτομέρεια και τα μυστήρια της κρυπτής προνοίας, με τα οποία λειτουργεί ο πνευματικός νόμος, έμεινα κατάπληκτος και εν σιωπή μονολογούσα· «Μέγας ει, Κύριε, και θαυμαστά τα έργα σου και ουδείς λόγος εξαρκέσει προς ύμνον και δόξαν των θαυμάσιων Σου»! Το γεγονός αυτό με βοήθησε να καταλάβω τη δύναμι του λόγου των Γερόντων, πού κατά τον αββά Ποιμένα και τον αββά Δωρόθεο- κρύβουν μέσα τους δύναμι και ενέργεια της χάριτος, σαν δείγμα της προσωπικής των καταστάσεως και πείρας.

”Γέρων Ιωσήφ ο Ησυχαστής” περί λειτουργίας των πνευματικών νόμων 

ΕΟΡΤΗ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΑΛΕΞΙΟΥ, ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

15Γιορτάζουμε σήμερα 17 Μαρτίου, ημέρα μνήμης του Οσίου Αλεξίου, του Ανθρώπου Του Θεού.

Ο Όσιος Αλέξιος γεννήθηκε στη Ρώμη κατά τους χρόνους των αυτοκρατόρων Αρκαδίου (395 - 408 μ.Χ.) και Ονωρίου (395 - 423 μ.Χ.) από ευσεβείς και εύπορους γονείς. Ο πατέρας του Ευφημιανός ήταν συγκλητικός, φιλόπτωχος και συμπαθής, ώστε καθημερινά παρέθετε τρεις τράπεζες στο σπίτι του για τα ορφανά, τις χήρες και τους ξένους που ήταν πτωχοί.

Η γυναίκα του ονομαζόταν Αγλαΐς και ήταν άτεκνη. Στη δέησή της να αποκτήσει παιδί, ο Θεός την εισάκουσε. Και τους χάρισε υιό.

Αφού το παιδί μεγάλωσε κι έλαβε την κατάλληλη παιδεία, έγινε σοφότατος και θεοδίδακτος. Όταν έφθασε στη νόμιμη ηλικία, τον στεφάνωσαν με θυγατέρα από βασιλική και ευγενική γενιά. Το βράδυ όμως στο συζυγικό δωμάτιο ο Όσιος, αφού πήρε το χρυσό δακτυλίδι και τη ζώνη, τα επέστρεψε στην σύζυγό του και εγκατέλειψε τον κοιτώνα.

Παίρνοντας αρκετά χρήματα από τα πλούτη του έφυγε με πλοίο περιφρονώντας την ματαιότητα της επίγειας δόξας. Καταφθάνει στην Λαοδικεία της Συρίας και από εκεί στην Έδεσσα της Μεσοποταμίας. Εκεί ο Όσιος Αλέξειος μοίρασε τα χρήματα στους πτωχούς, ακόμη και τα ιμάτιά του, και, αφού ενδύθηκε με κουρελιασμένα και χιλιομπαλωμένα ρούχα, κάθισε στο νάρθηκα του ναού της Υπεραγίας Θεοτόκου, ως ένας από τους πτωχούς.

Προτίμησε έτσι να ζει με νηστεία όλη την εβδομάδα και να μεταλαμβάνει των Αχράντων Μυστηρίων κάθε Κυριακή, ενώ μόνο τότε έτρωγε λίγο άρτο και έπινε λίγο νερό.

Οι γονείς του όμως τον αναζητούσαν παντού και έστειλαν υπηρέτες τους να τον βρουν. Στην αναζήτησή τους έφθασαν μέχρι το ναό της Έδεσσας, χωρίς ωστόσο να τον αναγνωρίσουν. Οι δούλοι επέστρεψαν άπρακτοι στη Ρώμη, ενώ η μητέρα του Αλέξιου με οδύνη, φορώντας πτωχά ενδύματα, καθόταν σε μια θύρα του σπιτιού πενθώντας νύχτα και ημέρα. Το ίδιο και η νύφη, που φόρεσε τρίχινο σάκκο και παρέμεινε κοντά στην πεθερά της.

Ο Όσιος Αλέξιος για δεκαεπτά χρόνια παρέμεινε στο νάρθηκα του ναού της Θεοτόκου ευαρεστώντας το Θεό. Και μια νύχτα η Θεοτόκος παρουσιάστηκε στον προσμονάριο του ναού σε όνειρο και του ζήτησε να του φέρει μέσα στο ναό τον άνθρωπο του Θεού. Τότε ο προσμονάριος, αφού βγήκε από το ναό και δεν βρήκε κανένα παρά μόνο τον Αλέξιο, εδεήθηκε στη Θεοτόκο να του υποδείξει τον άνθρωπο, όπως κι έγινε. Τότε πήρε από το χέρι τον Όσιο Αλέξιο και τον εισήγαγε στο ναό με κάθε τιμή και μεγαλοπρέπεια.

Μόλις ο Όσιος κατάλαβε ότι έγινε γνωστός εκεί, έφυγε κρυφά και σκέφτηκε να πάει στην Ταρσό, στο ναό του Αγίου Παύλου του Αποστόλου, όπου εκεί θα ήταν άγνωστος. Αλλα όμως σχεδίασε η Θεία Πρόνοια. Γιατί βίαιος άνεμος άρπαξε το πλοίο και το μετέφερε στη Ρώμη. Βγαίνοντας από το πλοίο κατάλαβε ότι ο Κύριος ήθελε να επανέλθει ο Αλέξιος στο σπίτι του.

Όταν συνάντησε τον πατέρα του, που δεν αναγνώρισε τον υιό του, του ζήτησε να τον ελεήσει και να τον αφήσει να τρώει από τα περισσεύματα της τράπεζάς του. Με μεγάλη προθυμία ο πατέρας του δέχθηκε να τον ελεήσει και μάλιστα του έδωσε κάποιο υπηρέτη για να τον βοηθάει. Κάποιοι δούλοι από την οικία τον πείραζαν και τον κορόιδευαν, όμως αυτό δεν τον ένοιαζε. Έδινε την τροφή του σε άλλους, παραμένοντας όλη την εβδομάδα χωρίς τροφή και νερό, και μόνο μετά την Κοινωνία των Θείων και Αχράντων Μυστηρίων δεχόταν λίγο άρτο και νερό.

Έμεινε λοιπόν για δεκαεπτά χρόνια στον πατρικό οίκο χωρίς να τον γνωρίζει κανένας. Όταν έφθασε ο καιρός της κοιμήσεώς του, τότε κάθισε κι έγραψε σε χαρτί όλο το βίο του, τους τόπους που πέρασε, αλλά και κάποια από τα μυστικά που γνώριζαν μόνο οι γονείς του. Κάποια Κυριακή, όταν ο Αρχιεπίσκοπος Ιννοκέντιος τελούσε τη Θεία Λειτουργία, ακούσθηκε φωνή από το Άγιο Θυσιαστήριο, που καλούσε τους συμμετέχοντες να αναζητήσουν τον άνθρωπο του Θεού.

Την Παρασκευή ο Όσιος Αλέξιος παρέδωσε το πνεύμα του στα χέρια του Θεού, ενώ το απόγευμα της ίδιας μέρας οι πιστοί βασιλείς και ο Αρχιεπίσκοπος προσήλθαν στο ναό για να δεηθούν στο Θεό να τους αποκαλύψει τον άγιο άνθρωπο του Θεού. Τότε μια φωνή τους κατηύθυνε στο σπίτι του Ευφημιανού. Λίγο αργότερα οι βασιλείς μαζί με τον Αρχιεπίσκοπο έφθασαν στο σπίτι του Ευφημιανού, προξενώντας μάλιστα την απορία της γυναίκας και της νύφης του για την παρουσία τους εκεί, και ρώτησαν τον Ευφημιανό.

Όμως εκείνος, αφού ρώτησε πρώτα τους υπηρέτες, είπε ότι δεν γνώριζε τίποτα. Στην συνέχεια ο υπηρέτης που φρόντιζε τον Όσιο Αλέξιο, παρακινούμενος από θεία δύναμη ανέφερε τον τρόπο ζωής του πτωχού, τον οποίο εξυπηρετούσε. Τότε ο Ευφημιανός χωρίς να γνωρίζει ότι ο Όσιος είναι ήδη νεκρός, αποκάλυψε το πρόσωπο αυτού, που έλαμπε σαν πρόσωπο αγγέλου.

Στο χέρι του Οσίου μάλιστα είδε χαρτί, που δεν μπόρεσε να αποσπάσει. Στη συνέχεια ανέφερε στους επισκέπτες του ότι βρέθηκε ο άνθρωπος του Θεού. Οι βασιλείς και ο Αρχιεπίσκοπος τότε εδεήθησαν στον Όσιο να τους επιτρέψει να δουν το χαρτί που είχε στο χέρι του. Μόλις ο αρχειοφύλακας πήρε στο χέρι του το χαρτί, ο Ευφημιανός αντιλήφθηκε ότι επρόκειτο για τον υιό του, τον οποίο αναζητούσε χρόνια τώρα, και μεγάλο πένθος έπεσε στην οικογένειά του. Θρήνος μεγάλος και από την γυναίκα και τη νύφη του.

Ο βασιλεύς Ονώριος και ο Αρχιεπίσκοπος μετέφεραν το τίμιο λείψανο του Οσίου στο μέσο της πόλεως και κάλεσαν όλο το λαό για να έλθει να προσκυνήσει και να λάβει ευλογία. Όσοι προσέρχονταν και ασπάζονταν το τίμιο λείψανο, άλαλοι, κουφοί, τυφλοί, λεπροί, δαιμονισμένοι, όλοι θεραπεύονταν.

Βλέποντας αυτά τα θαύματα οι πιστοί δόξαζαν τον Θεό. Ήταν τόσος ο κόσμος που προσερχόταν για να δει το τίμιο λείψανο, που δεν μπορούσαν να το μεταφέρουν στο ναό του Αγίου Βονιφατίου για να το ενταφιάσουν. Έριξαν ακόμη και χρυσό και άργυρο στον κόσμο για να του αποσπάσουν την προσοχή, αλλά μάταια.

Όταν πια μεταφέρθηκε το τίμιο λείψανο στο ναό, για επτά μέρες γιόρταζαν πανηγυρικά και στην γιορτή συμμετείχαν οι γονείς και η νύφη. Στη συνέχεια τοποθετήθηκε το τίμιο λείψανο σε θήκη φτιαγμένη από χρυσό, άργυρο και πολύτιμους λίθους. Αμέσως άρχισε να ευωδιάζει και να αναβλύζει μύρο, το οποίο έγινε ίαμα και θεραπεία για όλους.

Στους εορτάζοντες και στις εορτάζουσες, χρόνια πολλά και ευάρεστα στο Θεό !!!

Απολυτίκιο:

Ήχος δ'. Ταχύ προκατάλαβε.
Εκ ρίζης εβλάστησας, περιφανούς και κλεινής, εκ πόλεως ήνθησας, βασιλικής και λαμπράς, Αλέξιε πάνσοφε· πάντων δ᾽ υπερφρονήσας, ως φθαρτών και ρεόντων, έσπευσας συναφθήναι, τω Χριστώ και Δεσπότη. Αυτόν ούν εκδυσώπει αεί, υπέρ των ψυχών ημών.

Κυριακή, Μαρτίου 16, 2014

Θαύματα του Αγίου Ραφαήλ-«Μαμά, αυτός δεν ήτανε καλόγερος. Άγιος ήτανε!»

Θαύματα του Αγίου Ραφαήλ
Είμαι η Ευαγγελία Ρωσσίδη, κάτοικος Νίκαιας. Θα ήθελα να σας αναφέρω και εγώ κατωτέρω ένα γεγονός το οποίο μου συνέβη.

 Το 2012 είδα ολοζώντανο τον ΑΓΙΟ ΡΑΦΑΗΛ και την ΑΓΙΑ ΕΙΡΗΝΗ. Ήταν μήνας Φεβρουάριος και έκανε πολύ κρύο. Πήγα να πάρω το κοριτσάκι μου από το σχολείο και επιστρέφοντας συνάντησα τον ΑΓΙΟ ΡΑΦΑΗΛ και την ΑΓΙΑ ΕΙΡΗΝΗ. Τον είδα στο φούρνο της γειτονιάς μου.

Νόμισα ότι ήταν κάποιος καλόγερος που πουλάει κάτι και έβγαλα από την τσέπη μου να του δώσω χρήματα. Εκείνος έβγαλε από την τσέπη του ένα μπουκαλάκι με ΑΓΙΟ ΜΥΡΟ και μας έβαλε στο κεφάλι και στα χέρια σε εμένα και στην κορούλα μου.

Έκανε μάλιστα νόημα στην κόρη μου να βγάλει τα γάντια της για να της μυρώσει τα χέρια. Δίπλα του ήταν ένα κοριτσάκι ξανθό με κοτσιδάκια. Αυτό που δεν θα ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου ήταν τα μάτια του και το βλέμμα του. Ήταν πολύ ψηλός και όμορφος. Όταν φύγαμε από το φούρνο νομίζαμε ότι ήμασταν στον παράδεισο. Και τα χέρια μας ευωδίαζαν για πολλές μέρες.  
Η κόρη μου, μου είπε: Μαμά, αυτός δεν ήταν καλόγερος, Άγιος ήτανε. Δεν ξέραμε όμως ποιος Άγιος ήταν. Μετά από δεκαπέντε ημέρες, η ξαδέρφη μου Ευαγγελία ήρθε στο σπίτι μας. Είχε πάει στη Μυτιλήνη και επιστρέφοντας μας έφερε ένα βιβλίο του ΑΓΙΟΥ ΡΑΦΑΗΛ. Όταν είδα τη φωτογραφία του Αγίου αμέσως τον γνώρισα. Δεν το πίστευα!!! Ο καλόγερος που είχα δει ήταν ο ΑΓΙΟΣ ΡΑΦΑΗΛ και το κοριτσάκι η ΑΓΙΑ ΕΙΡΗΝΗ. Προσευχήθηκα και παρακάλεσα τον Άγιο να πάω στη χάρη του στη Μυτιλήνη. Και αυτό που ζήτησα έγινε. Ο Άγιος με άκουσε και το Πάσχα εκείνο, πηγαίνοντας μια συγγενής μου στη Μυτιλήνη, με πήρε και μένα μαζί και έτσι πήγα στη χάρη του. Όταν έφτασα στην εκκλησία και συγκεκριμένα στον τάφο του Αγίου μοσχομύρισε μεμιάς το ΑΓΙΟ ΜΥΡΟ που μας είχε βάλει όταν τον είχα πρωτοδεί. Ήταν ένα πολύ μεγάλο θαύμα!

Το Σεπτέμβριο του 2012 αρρώστησε ο άντρας μου Γιώργος με καρκίνο στο έντερο. Νοσηλεύτηκε στο Σισμανόγλειο Αθηνών και μετά το χειρουργείο (ένα πολύ δύσκολο χειρουργείο, τεσσάρων ωρών) είδε σε όνειρο τον αγαπημένο μας Άγιο να τον κοιτάζει με ένα χαμόγελο στα χείλη και να στέκεται μπροστά στο βράχο, στο σημείο που υπάρχουν τώρα τα καγκελάκια του ιερού της εκκλησίας του Αγίου μας Ραφαήλ στο Άνω Σούλι του Μαραθώνα. Είδε επίσης και τα μαρμάρινα σκαλοπάτια που υπάρχουν μπροστά στο εκκλησάκι. Όταν μου το είπε ο άντρας μου κατάλαβα ότι ο Άγιος θα τον κάνει καλά και όντως! Ο άντρας μου έγινε εντελώς καλά. Τότε βεβαίως δεν είχαμε επισκεφτεί ακόμα το Μοναστήρι του Αγίου μας στο Άνω Σούλι. Μετά ήρθαμε πρώτη φορά και συνειδητοποιήσαμε ότι αυτό ήταν το μέρος στο οποίο είδε ο άντρας μου τον Άγιο Ραφαήλ στο όνειρό του.
Αυτό που κατάλαβα είναι ότι ο Άγιος Ραφαήλ μας εμφανίστηκε ολοζώντανος και μας μύρωσε για να μας δώσει δύναμη, κουράγιο και πίστη και για να μας δείξει ότι θα είναι δίπλα μας, γιατί επρόκειτο να περάσουμε ένα Γολγοθά με τις ασθένειες που μας βρήκαν στην οικογένειά μας. Με τη βοήθεια των Αγίων τα ξεπεράσαμε όλα.
Δοξασμένο το όνομα του Αγίου Ραφαήλ, του Αγίου Νικολάου και της Αγίας Ειρήνης! Όσο ζω και υπάρχω θα τους δοξάζω με όλη μου την ψυχή!

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...