Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Δευτέρα, Μαρτίου 24, 2014

Τίποτε ἀδύνατο γιὰ τὸ Θεὸ Εὐαγγελισμὸς τῆς Θεοτόκου (Λουκ. 1,24-38) «Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ ἄγγελος εἶπεν αὐτῇ· …οὐκ ἀ δυνατήσει παρὰ τῷ Θεῷ πᾶν ῥῆμα» (Λουκ. 1,35-37) +Μητροπολίτης Φλωρίνης Αυγουστίνος


Τίποτε ἀδύνατο γιὰ τὸ Θεὸ
Εὐαγγελισμὸς τῆς Θεοτόκου (Λουκ. 1,24-38) 
«Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ ἄγγελος εἶπεν αὐτῇ· …οὐκ ἀ δυνατήσει παρὰ τῷ Θεῷ πᾶν ῥῆμα» (Λουκ. 1,35-37)

Διπλῆ ἑορτὴ σήμερα, ἀγαπητοί μου, θρησκευτικὴ καὶ ἐθνική. Καὶ καλούμεθα, ὅσοι ἔχουμε μέσα μας αἰσθήματα εὐγενικὰ καὶ μεγάλα, νὰ θυμηθοῦμε δύο ἱστορικὰ γεγονότα, τὰ ὁποῖα στοὺς ὑλιστὰς καὶ ἀθέους, ποὺ τὰ μετροῦν ὅλα μὲ τὸν πῆχυ τῆς λογικῆς, φαίνον ται σὰν παραμύθια.
Ἐν τούτοις δὲν εἶνε φανταστικά. Εἶνε πραγματικὰ καὶ ἱστορικὰ γεγονότα. Εὔκολα κανεὶς ἀκούει πράγματα κοσμικά· εὔκολα ἀκούει περὶ γάμων καὶ διαζυγίων, εὔκολα ἀκούει περὶ πολιτικῆς. Εὔκολα ἀκούει ἀκόμα γιὰ τρόπαια πατριωτικά, γιὰ νίκες καὶ θριάμβους τῆς πατρίδος, ποὺ εἶνε μιὰ ἐπέκτασι τοῦ ἐγώ μας.
Ἀλλὰ πόσο δύσκολο εἶνε τ᾿ αὐτιά μας ν᾿ ἀκούσουν πράγματα ὑπερφυσικὰ καὶ ἀόρατα, ποὺ δὲν συλλαμβάνονται μὲ τὶς πέντε αἰσθήσεις, ποὺ θέλουν κάποια προπαίδεια, κάποια προδιάθεσι, κάποια ἀπόφασι ἡρωική, τὴν ὁποία δὲν θέλουμε νὰ πάρουμε!
* * *
 Ἂς δοῦμε τὸ πρῶτο καὶ κορυφαῖο γεγο- νός, τὸν Εὐαγγελισμὸ τῆς Θεοτόκου. Σήμερα ἦρθε μήνυμα. Οἱ ἄνθρωποι ἔχουν κολλημένα τ᾿ αὐτιά τους στὰ ῥαδιόφωνα γιὰ ν᾿ ἀκούσουν μήνυμα τοῦ ἄλφα ἢ βῆτα προέδρου, τοῦ μεγάλου καὶ ἰσχυροῦ τῆς ἡμέρας.
Ἀλλὰ παραπάνω ἀπ᾿ ὅλα τὰ ἐγκόσμια μηνύματα σήμερα ἀκούγεται μήνυμα, ὄχι ἀπὸ ἕναν ἐπίγειο ῥαδιοσταθμό· ἀκούγεται μήνυμα ἀπὸ ὑψηλά, ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς μὲ τ᾿ ἄστρα, μήνυμα ποὺ προέρχεται ἀπ᾿ αὐτὸν τὸν Θεό, τὸν δημιουργὸ τῶν πνευμάτων καὶ τῆς ὕλης.
Ποιός μεταφέρει τὸ μήνυμα; Ἄγγελος. Μὲ τὴ φαντασία μας βλέπουμε τὸν ἀρχάγγελο Γαβριὴλ νὰ κατεβαίνῃ καὶ νὰ διαγράφῃ φωτεινοὺς κύκλους σ᾿ ἕναν ἀπὸ τοὺς μικρότερους πλανῆτες, ἐκεῖ ποὺ κατοικεῖ ὁ ταλαίπωρος ἄνθρωπος, στὴ Γῆ.
Σ᾿ αὐτὸ τὸν πλανήτη, ποὺ εἶνε ζυμωμένος μὲ δάκρυ καὶ αἷμα. Καὶ πῆγε ὄχι σὲ καμμιὰ μεγάλη πόλι, σὲ σπίτια καὶ παλάτια ἀρχοντικά, ἀλλὰ σ᾿ ἕνα ταπεινὸ σπίτι, ὅπου κατοικοῦσε μία παρθένος, ἡ Παναγία. Σ᾿ αὐτὴν μετέφερε τὸ μήνυμα. Εἶπε, ὅτι ὁ Θεὸς σπλαχνίστηκε τὸν ἄνθρωπο κι ὅτι ἀπὸ αὐτὴν θὰ γεννηθῇ Υἱός, καὶ θὰ τοῦ δώσουν τὸ ὄνομα Ἰησοῦς, καὶ θὰ καθήσῃ σὲ ἔνδοξο θρόνο, καὶ «τῆς βασιλείας αὐτοῦ οὐκ ἔσται τέλος», δὲν θὰ ὑπάρχῃ τέλος στὴ βασιλεία του.
Ἀπόρησε, ὅπως ἦταν ἑπόμενο, ἡ Παναγία, καὶ ρώτησε· Πῶς εἶνε δυνατὸν νὰ γίνουν αὐτά, ἀπὸ παρθένο νὰ γεννηθῇ υἱός; Καὶ ὁ ἄγγελος ἀπήν τησε· «Οὐκ ἀδυνατήσει παρὰ τῷ Θεῷ πᾶν ῥῆμα», γιὰ τὸ Θεὸ τίποτε δὲν εἶνε ἀδύνατο (Λουκ. 1,33-37).

Καὶ σήμερα, ἀγαπητοί μου, οἱ κοσμικοὶ καὶ ὑλόφρονες, ἀκούγοντας ὅτι ὁ Χριστὸς γεννήθηκε ἀπὸ παρθένο, κοροϊδεύουν καὶ λένε· Παραμύθια· εἶνε ποτὲ δυνατόν, μία παρθένος νὰ γεννήσῃ παιδί;
Αὐτὰ εἶνε ἀφύσικα πράγματα… Δὲν θέλουν νὰ τὸ πιστέψουν. Τί ἔχουμε ν᾿ ἀπαντήσουμε; Πολλά.
Ἕνα θὰ πῶ. Ρωτᾶνε, πῶς ἡ Παρθένος γέννησε; Ἀλλὰ ρωτοῦμε κ᾿ ἐμεῖς· Ἕνα μόνο «πῶς» ὑπάρχει;
Ἡ φύσις εἶνε γεμάτη μυστήρια· χιλιάδες εἶνε τὰ «πῶς». Τί ἀπαντήσεις δίδονται; Πῶς ὁ ἠλεκτρισμός; πῶς ὁ μαγνητισμός; πῶς ἡ παγκόσμιος ἕλξις; πῶς ἡ πυρηνικὴ ἐνέργεια;…
Καμμία ἀπάντησι δὲν παίρνουμε. Πῶς οἱ ῥίζες τῶν δέντρων παίρνουν τὸ ἴδιο νερὸ κι ἀλλοῦ τὸ κάνουν μῆλο, ἀλλοῦ κεράσι, ἀλλοῦ πορτοκάλι, ἀλλοῦ λεμόνι, ἀλλοῦ ἐλιά, ἀλλοῦ…;
Περιγράφει ἡ ἐπιστήμη, μὰ δὲν ἐξηγεῖ, δὲν εἰσέρχεται στὰ βαθύτερα αἴτια. Χιλιάδες τὰ «πῶς» ἀπὸ τὴν ὑλικὴ δημιουργία. Ἂς μᾶς ἐξηγήσουν λοιπὸν αὐτά, καὶ κατόπιν νὰ ζητήσουν ἐξήγησι γιὰ τὸ πῶς ἡ Παρθένος ἐγέννησε Υἱό.
Ἀλλ᾿ ἀφοῦ θέλουν ἀπάντησι κατὰ μέτωπον, ἀπαντοῦμε. Εἶνε γεγονός, ἐπιστημονικὰ ἀναμφισβήτητο, ὅτι κάποτε δὲν ὑπῆρχε ἄνθρωπος πάνω στὴ γῆ κι ὅτι ὁ πρῶτος ἄνθρωπος δημιουργήθηκε χωρὶς γυναῖκα. Πῶς; Μυστήριο. Ἔ λοιπόν· αὐτὸς ποὺ δημιούργησε τὸν πρῶ το ἄνθρωπο (τὸν Ἀδάμ) χωρὶς γυναῖκα, μποροῦσε καὶ νὰ δημιουργήσῃ ἄνθρωπο (τὸν Ἰησοῦν Χριστόν) χωρὶς ἄντρα.
Τὸ πρῶτο, τὸ ἐκ τοῦ μηδενός, εἶνε δυσκολώτερο. Ἐγὼ ἀπορῶ, πῶς ὑπάρχουν ἄπιστοι. Καὶ μόνο ὁ ἄνθρωπος, φτάνει ν᾽ ἀποδείξῃ ὅτι ὑπάρχει Θεός.
Στὸ κολοσσιαῖο ἐρώτημα, «πῶς δημιουργήθηκε ὁ ἄνθρωπος;», ἡ μὲν ἐπιστήμη σιωπᾷ, ἡ δὲ Γραφὴ λέει, ὅτι τὸν δημιούργησε ὁ Θεός. Ὁ ἄνθρωπος δὲν προέρχεται ἀπὸ τὸ χιμπαντζῆ· εἶνε ἕνα μεγαλειῶδες πλάσμα τοῦ Θεοῦ. Λοιπόν, ὁ Θεὸς ἔκανε τὸν ἄνθρωπο. Πῶς; Πῶς ἦρθε ὁ Ἀδάμ; Χωρὶς γυναῖκα. Καὶ αὐτὸ εἶνε τὸ δυσκολώτερο. Ἀλλὰ «οὐκ ἀδυνατήσει παρὰ τῷ Θεῷ πᾶν ῥῆμα».
Πιστεύεις στὸ Θεό; Αὐτό εἶνε τὸ κλειδί. Πιστεύεις, ὅτι ὑπάρχει Θεὸς παντοδύναμος, πανάγαθος καὶ δημιουργὸς τοῦ σύμπαντος; Τὸ πιστεύεις αὐτὸ 100%; Διότι ὄχι 50%, οὔτε 60%, οὔτε 99%, ἀλλὰ καὶ ἕνα «ἐὰν» νὰ βάλῃς, δὲν πιστεύεις. Πιστεύεις στὸ Θεὸ 100%, 101%;
Τότε ὅλα τὰ προβλήματα, ποὺ φαίνον ται δύσκολα, ἀπαράδεκτα καὶ δυσπαράδεκτα ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη σκέψι, γίνονται κατανοητὰ καὶ παραδεκτὰ σ᾿ αὐτὸν ποὺ πιστεύει. «Ὅτι οὐκ ἀδυνατήσει παρὰ τῷ Θεῷ πᾶν ῥῆμα».
* * * 
Θέλετε ἄλλη ἀπόδειξι; Εἶνε ἡ ἐθνική μας ἑορτή. Πῶς αὐτὸ τὸ κράτος σήμερα ἁπλώνεται μέχρι τὸν Ἕβρο, μέχρι τὴν Κέρκυρα καὶ μέχρι τὴν Κρήτη, καὶ εἶνε σεβαστὸ στὰ Βαλκάνια; Πῶς ἀναστήθηκε ἐκ τοῦ μηδενός; Διότι δὲν εἶνε ψέμα· ἦταν χαμένο, νεκρό. Ἔλεγαν οἱ Εὐρωπαῖοι· Ἂν μποροῦν ν᾿ ἀναστηθοῦν οἱ νεκροὶ ἀπὸ τὸν τάφο, θ᾿ ἀναστηθῇ κ᾽ ἡ Ἑλλάδα. Καὶ αὐτὸς ὁ Βύρων, ὅταν ἦρθε ἐδῶ γιὰ πρώτη φορά, εἶπε, ὅτι εἶνε ἀδύνατον ν᾿ ἀναστηθῇ ἡ Ἑλλάδα. Καὶ ὅμως ἀναστήθηκε. Πῶς;
Οἱ ἀείμνηστοι ἐκεῖνοι ἄνδρες, τῶν ὁποίων τὴ μνήμη ἑορτάζουμε, πίστευαν. Οἱ ἀγράμματοι ἐκεῖνοι ἦταν ἄοπλοι, ἀλλὰ εἶχαν ἕνα μεγάλο ὅπλο, ποὺ δὲν τὸ ἔχουμε οἱ σημερινοί· πίστευαν, ὅτι «οὐκ ἀδυνατήσει παρὰ τῷ Θεῷ πᾶν ῥῆμα»· πίστευαν, ὅτι γιὰ τὸ Θεὸ δὲν ὑπάρχει καν ένα δύσκολο πρᾶγμα.

Ἀναφέρω δύο στιγμιότυπα.- Στὸ Μωριᾶ, στὴν Πελοπόννησο, ξεμπαρκάρησε ὁ Ἰμπραὴμ μὲ 30.000 στρατό. Γέμισε ἡ πεδιάδα, ὁ κάμπος τῶν Καλαμῶν, μυρμηγκιά. Καὶ ἐκπαιδευμένοι, παρακαλῶ, μὲ ἀξιωματικοὺς Εὐρωπαίους.
Κι ἀπέναντι; Ἕνας φράχτης, κάτι ἀσθενῆ χαρακώματα, μικρὰ ὀρύγματα, μὲ ἀτελῆ ὅπλα ἢ καὶ χωρὶς ὅπλα. Καὶ μέσ᾿ στὰ ὀρύγματα μιὰ χούφτα ἀνθρώπων μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὸ Μακρυγιάννη. Πῆγε στὸ ὄρυγμά του ὁ Δεριγνύ, ὁ Γάλλος ναύαρχος, καὶ γέλασε.
 –Τί εἶν᾽ αὐτά, τοῦ λέει, παιχνιδάκια; Μ᾿ αὐτὰ τὰ ψέματα θ᾽ ἀντικρούσετε τὴ στρατιὰ τοῦ Ἰμπραήμ, ποὺ εἶνε ἐκπαιδευμένος ἀπὸ Γάλλους ἀξιωματικοὺς κ᾽ ἔχει κανόνια; Γελοῖο πρᾶγμα. Εἶστε ἀδύνατοι καὶ λίγοι…
Κι ὁ Μακρυγιάννης τοῦ ἀπαντᾷ, δείχνοντας τὸν οὐρανό·
–Ἀδύνατοι ἐμεῖς, δυνατὸς ὁ Θεός (δηλαδή, «Οὐκ ἀδυνατή σει παρὰ τῷ Θεῷ πᾶν ῥῆμα»). Ἀνέκαθεν λίγοι ἤμασταν ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες, καὶ τὰ θεριὰ τοῦ κόσμου τρῶνε ἀπὸ ᾽μᾶς· ἀλλὰ πάντα μένουν λίγοι, κι αὐτοὶ οἱ λίγοι γίνονται μαγιὰ ἑνὸς καινούργιου κόσμου…
Αὐτοὶ οἱ λίγοι, μιὰ χούφτα ἄνθρωποι, ἦταν ἕτοιμοι ν᾿ ἀντιπαραταχθοῦν σ᾿ ἕνα ὁλόκληρο στρατὸ τοῦ Ἰμπραήμ.
- Θέλετε ἄλλο στιγμιότυπο; Ἐπήχτωσε τὸ Αἰγαῖο ἀπὸ καράβια ἐχθρικὰ μὲ τούρκικες σημαῖες. 100, 200, 300 κομμάτια· ἦταν ὁ ἰσχυρότερος στόλος τῆς Μεσογείου. Εἶχαν ἐρημώσει τὴ Χίο, κοκκίνισε ἡ θάλασσα ἀπ᾽ τὸ αἷμα στὸ νησὶ σὲ ἀκτῖνα ἑνὸς χιλιομέτρου. Ἔσφαξαν ἔσφαξαν, ἐρήμωσε ὁ τόπος.
Καὶ τὴ νύχτα οἱ βάρβαροι μέσα στὴ ναυαρχίδα γλεντοῦσαν καὶ διασκέδαζαν, ἔκαναν μπαϊράμι.

Ἀπέναντι ἀπ᾽ τὸ μεγάλο στόλο τῶν Τούρκων, μὲ τὰ 300 καράβια, ἦταν μιὰ βαρκούλα. Ἀλλὰ μέσα στὴ βαρκούλα ἦταν μία ψυχή, ποὺ ἄξιζε γιὰ 100, γιὰ 200, γιὰ 10.000 καὶ 1.000.000 καράβια· ἦταν ἡ ψυχὴ τοῦ Κανάρη. Γονάτισε, ἔκλαψε, προσευχήθηκε καὶ εἶπε· Βοήθησέ με Θεέ μου, βοήθησέ με Παναγιά μου. Κοινώνησε τῶν ἀχράντων μυστηρίων, κι ἀποφάσισε νὰ τιμωρήσῃ αὐτοὺς τοὺς βαρβάρους.
Εἶχε τὴν ἀπόφασι νὰ πεθάνῃ γιὰ τὴν πατρίδα. Καὶ μιὰ βαρκούλα τίναξε στὸν ἀέρα μιὰ ναυαρχίδα. Λοιπόν, «οὐκ ἀδυνατήσει παρὰ τῷ Θεῷ πᾶν ῥῆμα».
* * * 
Θὰ ἤθελα νὰ κατέλθω σὲ συγκρίσεις. Δὲν τὸ κάνω. Γιατὶ τ᾿ ἀποτελέσματα θά ᾽νε θλιβερά, ἀπελπιστικά. Λείπει σήμερα αὐτὴ ἡ ψυχή. Ἐλάχιστοι εἶνε αὐτοὶ ποὺ πιστεύουν στὸ Θεό. Μέσα στοὺς χίλιους ἴσως νὰ ὑπάρχῃ ἕνας. Ὅλοι οἱ ἄλλοι εἶνε μὲ τὰ «ἐὰν» καὶ τὰ «πῶς».
Ὅλα αὐτὰ τὰ «πῶς» καὶ τὰ «ἐὰν» πρέπει νὰ τὰ σβήσουμε, ἀδελφοί μου, ἂν θέλουμε νὰ διασωθοῦμε καὶ νὰ ἐπιζήσουμε εἴτε ὡς ἄτομα εἴ τε ὡς ἔθνος καὶ ὡς κοινωνία.
Πρέπει νὰ θυμηθοῦμε τὰ μεγαλεῖα αὐτὰ τῆς φυλῆς καὶ ν᾿ ἀποκτήσουμε τὴ μεγάλη πίστι, ποὺ εἶχαν οἱ ἥρωες τοῦ ᾿21. Καὶ τότε θὰ διαπιστώσουμε, ὅτι «οὐκ ἀδυνατήσει παρὰ τῷ Θεῷ πᾶν ῥῆμα».

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης τὴν 25-3-1977

25 ΤΟΥ ΜΑΡΤΙΟῩ ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΣΤΑ ΟΥΡΑΝΙΑ (Πρός ἀσεβοῦντας στή μνήμη τῶν ἡρώων καί μαρτύρων τοῦ 1821)Τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πατρῶν κ.κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ


25 ΤΟΥ ΜΑΡΤΙΟῩ ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΣΤΑ ΟΥΡΑΝΙΑ
(Πρός ἀσεβοῦντας στή μνήμη τῶν ἡρώων
καί μαρτύρων τοῦ 1821)
Τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πατρῶν
                                                                            κ.κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
            Καθώς γιορτάζομε σήμερα τήν μεγάλη διπλή καί λαμπρή γιορτή τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, στεκόμαστε μέ δέος ἐνώπιον τῆς κενώσεως τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος σαρκώνεται, γίνεται δηλαδή ἂνθρωπος, «ἵνα τόν ἄνθρωπον θεόν ἀπεργάσηται».
            Ἀλλά στεκόμαστε καί μέ συγκλονισμό ψυχῆς μπροστά στό μεγαλεῖο τοῦ Γένους μας καί τίς ἡρωικές θυσίες, τούς ἀγῶνες καί τά μαρτύρια ὅλων ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ἔπεσαν στόν βωμό τῆς ἐλευθερίας τῆς Ὀρθοδόξου Πατρίδος μας.
            Μπορεῖ γιά τούς πολλούς οἱ ἐπέτειοι νά εἶναι ἁπλῶς κάποιες γιορτές, κάποια σημεῖα μέσα στό διάβα τοῦ χρόνου, χωρίς βαθύ καί οὐσιαστικό περιεχόμενο. Ἲσως γιά κάποιους τά γεγονότα νά ἔχασαν τήν πνευματική τους χροιά καί τό βαθύ τους νόημα, λόγῳ τῆς ἐκκοσμικεύσεως καί ἀπομακρύνσεως ἀπό τίς πνευματικές μας ρίζες. Ὅμως γιά μᾶς, αὐτές οἱ ἑορτές, σάν αὐτό τό χιλιοδοξασμένο πανηγύρι τῆς λευτεριᾶς, εἶναι ἡ πεμπτουσία τῆς ὑπάρξεώς μας, εἶναι τό μεδούλι τῆς ζωῆς μας καί τό ὀξυγόνο τῆς πνευματικῆς μας πορείας.
            Ἀφοῦ ἀποτίσωμε φόρο τιμῆς καί εὐγνωμοσύνης σέ ὅλους ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἔπεσαν ὑπέρ πίστεως καί πατρίδος καί ἔγιναν θυμίαμα πυρίκαυστο στό θυμιατήρι τοῦ Γένους,  γιά νά τελεσθῇ τό ἱερό Τρισάγιο, θά ἀναφερθοῦμε σέ κάποια στοιχεῖα, τά ὁποῖα θεωροῦμε ὅτι ἀποτελοῦν τόν βασικό κορμό τῶν ἱερῶν ὑπέρ τῆς πίστεως καί τῆς πατρίδος ἀγώνων. Τοῦτο τό πράττομε ἀφ’ ἑνός μέν γιά τήν ἀνάγκη τῆς διδαχῆς καί ἐπιστηρίξεως τῶν ἡμετέρων, ἀφ’ ἑτέρου δέ ὡς ἀπάντηση σέ ὅλους ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι καιροφυλακτοῦν ὡς ἰοβόλες ἔχιδνες νά χύσουν τό πικρό τους δηλητήριο, κάθε φορά πού βρισκόμαστε μπροστά ἀπό τίς ἐθνικές μας ἐπετείους, συκοφαντῶντας τήν μαρτυρική καί αἱματοβαμμένη πορεία τοῦ Ἔθνους μας. (Κάθε χρόνο ἐπαναλαμβάνουν τά ἴδια, γελοῖα καί ἐμετικά φληναφήματά τους. Πέρυσι κάποιοι μέσω τηλεοπτικῶν σταθμῶν. Ἐφέτος ἄλλοι μέσω κατάπτυστων ἐπιστολῶν πρός  μαθητάς).
            Καί δέν λογαριάζουν οἱ δύστυχοι, ὅτι ἄν δέν ὑπῆρχαν οἱ ἀγῶνες καί οἱ θυσίες τῶν Πανελλήνων ἐκείνης τῆς ἐποχῆς, οὔτε ἐλεύθεροι θά ἦταν, σήμερα, οὔτε στά πόδια τους θά μποροῦσαν νά σταθοῦν, οὔτε λέξη νά ἀρθρώσουν, σάν αὐτές πού ἀσύστολα ἐκστομίζουν κάθε τόσο ἀπό τά ἰοβόλα χείλη τους.
            Ἀρχίζομε λοιπόν τήν διδαχή, ἀφοῦ αὐτό ἐπιτάσσει τό ἱερό μας χρέος ἔναντι τοῦ ἱστορικοῦ παρελθόντος, τοῦ παρόντος, ἀλλά καί τοῦ μέλλοντος τῆς πατρίδος μας.
            Οἱ Ἕλληνες ἀγωνίστηκαν:
1. Ὑπέρ τῆς ἀμωμήτου καί Ὀρθοδόξου ἡμῶν Πίστεως. Ποτέ δέν ἔβαλαν καί τίποτε πάνω ἀπό τήν πίστη στόν ἀληθινό Θεό. Αὐτή ἡ πίστη τούς κράτησε τετρακόσια ὁλόκληρα χρόνια —καί σέ ἄλλες περιοχές, ὅπως στήν Μακεδονία μας λ.χ., ἀκόμη περισσότερα— ὄρθιους, ἀγέρωχους, μέ φρόνημα γενναῖο, μαχητικό καί ἐνθουσιαστικό. Τούς ὅπλισε μέ ὑπομονή καί θάρρος, ὥστε νά μή δειλιάζουν ἐνώπιον παντός κινδύνου, ἀφοῦ ἐγνώριζαν πολύ καλά ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὁδίτης, ὁδοιπόρος δηλ. πρός τήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.
            Στρατιές ὁλόκληρες Νεομαρτύρων παρελαύνουν ἐνώπιόν μας, σέ μιά μαρτυρική πορεία πρός τήν Ἀνάσταση καί τήν δόξα. Καί εἶναι ἄνθρωποι κάθε ἡλικίας καί κοινωνικῆς καταστάσεως. Ὅλοι τους ἀκολούθησαν τούς πρώτους Μάρτυρες τῆς ὀρθρινῆς περιόδου τῆς Ἐκκλησίας μας, ἑλκυσθέντες στόν ἱερό ἀγῶνα καί ἀπό τήν ἀγωνιστική φλόγα τοῦ μάρτυρα τελευταίου Αὐτοκράτορα καί γενναίου ὑπερασπιστοῦ τῆς Βασιλίδος τῶν Πόλεων.
            Εἶναι Πατριάρχες, Ἀρχιερεῖς, Ἱερεῖς, Μοναχοί καί Μοναχές, νέοι καί νέες, παιδιά ἀμούστακα, γραμματισμένοι καί ἀγράμματοι. Ὅλοι τους σέρνουν τόν αἱματωμένο χορό ἐλευθερίας καί ἀνεβαίνουν στόν οὐρανό ὡς ἀκοίμητοι πρέσβεις πρός τόν Θεό ὑπέρ τῆς Ὀρθοδόξου Ἑλληνικής Πατρίδος.
            Ποιός μπορεῖ νά ἀμφισβητήσῃ ὅτι σειρά ὁλόκληρη Πατριαρχῶν σφαγιάσθηκαν ἤ ἀπαγχονίσθηκαν, πλειάς Ἀρχιερέων καί χιλιάδες ἂλλων κληρικῶν, μοναχῶν καί λαϊκῶν, ἔπεσαν ἀπό τά χέρια τῶν ἀπίστων τυράννων κατά τήν διάρκεια τῆς πικρῆς σκλαβιᾶς; Τό μαρτυρεῖ ἡ κλειστή πύλη τοῦ Πατριαρχείου, ὁ Ζαχαρίας ἀπό τήν Ἄρτα, πού μαρτύρησε στήν πόλη τῶν Πατρῶν, οἱ παιδομάρτυρες Χριστόδουλος καί Ἀναστασία, ὁ Παῦλος ἀπό τό Σοπωτό, γιά νά μνημονεύσω τούς δικούς μας μάρτυρες ἐνδεικτικά, ἀλλά καί τόσοι ἄλλοι.
            Ποιός μπορεῖ νά μή γονατίσῃ μπροστά στόν ἡρωισμό τοῦ Ἀχαιοῦ (ἀπό τήν Ζουμπάτα Πατρῶν) Δέρκων Γρηγορίου καί τῶν ἄλλων Ἀρχιερέων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, ἤ στό δρᾶμα τῶν ἱερῶν σφαγίων, Ἀρχιερέων καί Προκρίτων τῆς φοβερῆς εἰρκτῆς τῆς Τριπολιτσᾶς; Ποιός δέν συγκλονίζεται μπροστά στόν μαχητικό ἐνθουσιασμό τοῦ Παπαφλέσσα, τόν οἶστρο τοῦ Ἐθνεγέρτου Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανοῦ, τήν θυσία τοῦ Διάκου στήν Ἀλαμάνα, τοῦ Ἰωσήφ Ρωγῶν, τοῦ Σαλώνων Ἠσαΐα, τοῦ Σαμουήλ στό Κούγκι καί τόσων ἄλλων;  Αὐτόν τόν ὑπέρ τῆς Πίστεως ἱερό ἀγώνα τόν μαρτυρεῖ τό Ἅγιο Ποτήριο στήν Ἐπάνω Χρέπα, ἀπό τό ὁποῖο ἐκοινώνησαν ὁ Κολοκοτρώνης καί τά παλληκάρια του, λίγο πρίν τήν ἀπελευθέρωση τῆς Τριπολιτσᾶς, ἀνήμερα τοῦ Σταυροῦ, τό 1821. Πόσα ἄλλα περιστατικά θά μπορούσαμε νά ἀναφέρομε...!
2. Ὑπέρ τῆς Πατρίδος, τήν ὁποίαν ἐθεώρησαν καί δικαίως «πατρός τε καί μητρός καί τῶν ἄλλων προγόνων ἁπάντων τιμιώτερον καί σεμνώτερον καί ἁγιώτερον», καί ὑπέρ τῆς ὁποίας ἔχυσαν ποταμούς αἱμάτων, ποτίζοντες τό δένδρο τῆς Ἐλευθερίας γιά νά βλαστήσῃ καί νά καρποφορήσῃ, ὥστε σήμερα ἐμεῖς, ἕνεκα τῶν ἡρωικῶν παλαισμάτων καί θυσιῶν ἐκείνων, νά ζοῦμε καί νά κινούμεθα ἐλεύθεροι, μέσα σέ μιά πολιτισμένη χώρα.
Ἡ στεριά καί ἡ θάλασσα, τά βουνά καί οἱ κάμποι, ὅ,τι μαρτυροῦσε Ἑλλάδα, ἦταν γιά τούς μαρτυρικούς προγόνους μας, πού ζοῦσαν ὑπό  τόν τούρκικο ζυγό, ὑπόθεση ἀγώνων καί θυσιῶν.
            Ἀγάπησαν τό Ἔθνος τους, ὑπερασπίστηκαν τά ἅγια χώματά του, ἐπρομάχησαν καί προκινδύνευσαν γιά κάθε σπιθαμή τῆς Ἑλληνικῆς γῆς, ἀφοῦ ἔβλεπαν τήν λαίλαπα τῶν ἀπίστων νά μολύνῃ ὄχι μόνο τά πατρῷα ἐδάφη, ἀλλά νά ἐπιθυμῇ τήν προέλαση καί πρός τήν ὑπόλοιπη Εὐρώπη. Ἴσως ἐλάχιστοι ἔχουν ἐκτιμήσει τήν μεγάλη αὐτή προσφορά τῆς Ἑλλάδος πρός τήν Δύση, ἀφοῦ ὕψωσε τεῖχος ἐπί ὁλόκληρους αἰῶνες, γιά νά σταματήσῃ τίς ὀρδές τῶν ἐξ ἀνατολῶν βαρβάρων, πρός τόν εὐρωπαϊκό χῶρο. Καί ὅμως, γιά νά εἴμαστε ἐπίκαιροι, ἀντί εὐγνωμοσύνης ἡ χώρα μας ἀπολαμβάνει τήν ἀχαριστία καί τήν καταφρόνια γιά μιά ἀκόμη φορά. Ἰσχύει δυστυχῶς καί στήν περίπτωση αὐτή τό, «ἀντί τοῦ μάννα χολήν, ἀντί τοῦ ὕδατος ὄξος».      
3. Γιά τήν γλῶσσα τους καί τήν παράδοσή τους. Ἦταν τόση ἡ ζέση ψυχῆς, καμίνι φλεγόμενο ἡ καρδιά τους, πού κατόρθωσαν    —παρά τήν ἀντίθετη ἄποψη ὅσων ἀσελγοῦν στό ὄνομα τῆς ἀληθείας καί ἐπί τῶν αἱμάτων τῶν ἡρωικῶν προγόνων μας— κατόρθωσαν λέγω, χωρίς σχολειά καί ὀργανωμένη παιδεία, παίζοντες στήν κυριολεξία τό κεφάλι τους, μέσα ἀπό τό Κρυφό Σχολειό, πού εἶναι μιά τρανή πραγματικότης, κάτω ἀπό τήν ἄγρυπνη μέριμνα καί πάλι τῆς στοργικῆς μάνας, τῆς Ἐκκλησίας, νά διατηρήσουν τήν Ἑλληνική γλῶσσα, τά ἤθη τους καί τήν παράδοσή τους. (Ἀνάλογα μέ τούς Τούρκους ἀγάδες καί τίς περιοχές, καθ’ ὅλο τό διάστημα τῆς πικρῆς σκλαβιᾶς ἀντιμετώπιζαν τά Ἑλληνόπουλα φρικτές δυσκολίες γιά νά μάθουν ἔστω καί λίγα γράμματα).  
Κάθε φορά πού κάποιος λοξοδρομοῦσε πρός τούς ἀπίστους, ἐθεωρεῖτο νεκρός γιά τούς δικούς του, γιά τούς ἀγωνιστές τῆς πίστεως καί τῆς λευτεριᾶς. «Γιατί Ἀντώνα φόρεσες μαῦρα;» ρωτοῦσαν τήν μητέρα τοῦ μετά ταῦτα Νεομάρτυρος Παύλου στό Σοπωτό τῶν Καλαβρύτων. «Γιατί ὁ Παναγιώτης μου πέθανε», ἀπαντοῦσε ἐκείνη. Στήν πραγματικότητα ὁ Παναγιώτης εἶχε τουρκέψει.
·        Γιά ὅλα ὅσα ἀναφέραμε παραπάνω, οἱ ἥρωες καί μάρτυρες πρόγονοί μας, ἀγωνίστηκαν ἑνωμένοι.
Δυστυχῶς κάποιοι ἀνεγκέφαλοι, παραχαράκτες τῆς ἱστορίας, θέλησαν κατά καιρούς νά παρουσιάσουν τήν Ἐπανάσταση τοῦ ’21 ὡς ἕνα ταξικό κίνημα ἐναντίον τῆς «ἄρχουσας», κατ’ αὐτούς, τάξης. Κατέφυγαν δέ ὁρισμένοι στό ἔργο, ἀνωνύμου τινός, ἐπιγραφόμενο “Ἑλληνική Νομαρχία”, προκειμένου νά στηρίξουν τίς ἀστήρικτες πεποιθήσεις τους καί νά δώσουν ὑπόσταση στίς ὅποιες ἀνυπόστατες ἀπόψεις τους, πού εἶχαν ἤ ἔχουν ἰδεολογικό χρωματισμό καί προσανατολισμό.
Ὅμως ἔστω καί ἄν δέν θέλει ὁποιοσδήποτε νά πεισθῇ μέ ὅσα ἐμεῖς κηρύττομε, «τοῖς τῶν μαρτυρικῶν ἡρώων προγόνων μας  ρήμασι καί ταῖς θυσίαις πειθόμενοι», καί ἄν τούς μεταγενεστέρους τῶν ἀγωνιστῶν ἱστορικούς ἤθελε νά διαψεύσῃ, ἄς ἀκούσῃ ἐκείνους πού ἔζησαν τά γεγονότα καί ἔχουν τό ἀδιαμφισβήτητο δικαίωμα νά ὁμιλοῦν πρῶτοι, στεντορείᾳ τῇ φωνῇ, διαψεύδοντες τούς ἀσεβοῦντας ἐπί τῆς ἱστορικῆς πραγματικότητος.
Σωρείαν ὅλην θά ἠδυνάμεθα νά παραθέσωμε μαρτυριῶν τῶν αὐτοπτῶν μαρτύρων κατά τούς ἡρωικούς ἀγῶνες τῆς Ἐθνικῆς μας Παλιγγενεσίας, ἀλλά μόνο δύο ἄς ἀκούσωμε σήμερα, τῆς λευτεριᾶς σταυραητούς καί μάρτυρες ἀδιάψευστους.
Ὁ πρῶτος ἀκούει στό ὄνομα Γερμανός. Εἶναι τό δικό μας καύχημα καί κλέος —ὁποία εὐλογία!— ὁ λεοντόκαρδος Δεσπότης τῆς Πάτρας, τοῦ ὁποίου ὁ ἀνδριάς κοσμεῖ τήν ὡραία καί Ἀποστολική μας πόλη, στήν Πλατεία τῶν Ὑψηλῶν Ἀλωνίων.
Ὁ μέγας αὐτός Ἱεράρχης, στήν διακήρυξή του πρός τόν Κλῆρο καί τούς Πιστούς τῆς Πελοποννλήσου, πού ἐκφωνήθηκε στό λίκνο τῆς ἐλευθερίας, στήν Ἱερά Μονή τῆς Ἁγίας Λαύρας Καλαβρύτων, λέγει μέ τήν γενναία πατριωτική φωνή του:
«Πολυαγαπημένοι μας δελφοί,  Κύριος,  ποος τιμώρησε (ἐνν. διά τῆς ὑποδουλώσεως στόν κατακτητή) τούς πατέρας μας καί τά τέκνα των, σς ναγγέλλει διά το στόματός μου τότέλος τν μερν τν δακρύων καί τν δοκιμασιν.  φωνή Του επε τι θά εσθε  στέφανος τοῦ κάλλους Του καί τό διάδημα τς Βασιλείας Του.  γία Σιν δέν θά παραδοθ πλέον ες τήνρήμωσιν.  ναός το Κυρίου,  ποος βεβηλώθη, σάν νας θλιος χρος, τά σκεύη τς δόξης, τά ποα σύρθηκαν ες τόν βορκον, θά γίνουν καταιγίς!  βυσσος τήν βυσσον πικαλεται,  παλαιόθεν εσπλαγχνία το Κυρίου θ πισκιάσ τόν Λαόν Του.  φυλή τν Τούρκων περέβη τό μέτρον τν νομιν,  ρα τοῦ καθαρμο φθασε, συμφώνως πρός τόν λόγον το Αωνίου: «νά πετάξς ξω, νά διώξς, τόν σκλάβον καί τόν υόν του» (Γενεσ. 21,10). Ν εσθε, λοιπόν,γαπημένοι,  γένος τν λλήνων, φυλ λληνική, δύο φορς δοξασμένοι πό τούς Πατέρες σας, πλισθτε μέ τόν ζλον το Θεοκαστος ξ μν ς ζωσθ τήν ομφαίαν του, διότι εναι προτιμώτερον νά ποθάν τις μέ τά πλα νά χερας, παρ νά καταισχύν τά ερά τς Πίστεώς του καί τήν Πατρίδα του. μπρός λοιπόν «διαῤῥήξωμεν τούς δεσμούς ατν καί ποῤῥίψωμενφ᾿ μν τόν ζυγόν ατν» (Ψαλμ. 2,3), διότι εμεθα ο κληρονόμοι το Θεο καί οσυγκληρονόμοι το ησο Χριστο.
Ο λλοι, καί χι μες ο ερωμένοι, θά σς μιλήσουν διά τήν δόξαν τν προγόνων σας.γώ μως θά σς παναλάβω τό νομα το Θεο, πρός τόν ποον φείλομεν γάπηνσχυροτέραν καί π τν θάνατον.
Αριον, κολουθοντες τόν Σταυρόν, θά βαδίσωμεν πρός ατήν τήν πόλιν τν Πατρν, τς ποίας  γ εναι γιασμένη πό τό αμα το νδόξου Μάρτυρος ποστόλου γίου νδρέου. Κύριος θά κατονταπλασιάσ τό θάῤῥος σας. να δ προστεθον ες μς α ναγκααι δι νάναζωογονηθτε δυνάμεις, σς παλλάσσω πό τήν νηστείαν τς Τεσσαρακοστς, τήν ποίαν τηρομεν.
Στρατιται το Σταυροὅ,τι καλεσθε νά περασπισθτε, εναι ατό τοτο τό θέλημα τοΟρανο. Ες τ νομα το Πατρός καί το Υο καί το γίου Πνεύματος νά εσθε ελογημένοι καί συγκεχωρημένοι πά πάσας τάς μαρτίας σας».
Ὁ δεύτερος εἶναι ὁ τεχνουργός καί πρωτεργάτης τῆς ἐλευθερίας τοῦ Γένους. Θά τόν πῶ ὅπως τόν τραγούδησε ἡ καρδιά τῶν Ἐλλήνων καί τόν ἀποθέωσε ἡ  λαϊκή μοῦσα:
«Ὁ Θοδωράκης ὁ στρατηγός σ’ ὅλον τόν κόσμον ξακουστός».
Ἐκεῖνος λοιπόν ἐφρόντισε, λές καί γνώριζε τί θά συμβῇ μέ τούς ἐπιγενομένους, νά ἀφήσῃ ἱερά παρακαταθήκη καί βαριά κληρονομιά στά παιδιά του, στούς νεοέλληνες, στούς Ἕλληνες μέχρι τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος:
«Παιδιά μου... Ὅταν ἀποφασίσαμε νά κάμωμε τήν Ἐπανάσταση, δέν ἐσυλλογιστήκαμε, οὔτε πόσοι εἴμεθα, οὔτε πῶς δέν ἔχομε ἅρματα, οὔτε ὅτι οἱ Τοῦρκοι ἐβαστοῦσαν τά κάστρα καί τίς πόλεις, οὔτε κανένας φρόνιμος μᾶς εἶπε «ποῦ πᾶτε ἐδῶ νά πολεμήσετε μέ σιταροκάραβα βατσέλα», ἀλλά, ὡς μιά βροχή ἔπεσε εἰς ὅλους μας ἡ ἐπιθυμία τῆς ἐλευθερίας μας,καί ὅλοι καί οἱ Κληρικοί, καί οἱ Προεστοί καί οἱ Καπεταναῖοι καί οἱ πεπαιδευμένοι καί οἱ ἔμποροι, μικροί καί μεγάλοι, ὅλοι ἐσυμφωνήσαμε εἰς αὐτό τόν σκοπό καί ἐκάμαμε τήν Ἐπανάσταση.
 Εἰς τόν πρῶτο χρόνο τῆς Ἐπαναστάσεως εἴχαμε μεγάλη ὁμόνοια καί ὅλοι ἐτρέχαμε σύμφωνοι. Ὁ ἕνας ἐπῆγεν εἰς τόν πόλεμο, ὁ ἀδελφός του ἔφερνε ξύλα, ἡ γυναίκα τοῦ ἐζύμωνε, τό παιδί του ἐκουβαλοῦσε ψωμί καί μπαρουτόβολα εἰς τό στρατόπεδον καί ἐάν αὐτή ἡ ὁμόνοια ἐβαστοῦσε ἀκόμη δύο χρόνους, ἠθέλαμε κυριεύσει καί τήν Θεσσαλία καί τήν Μακεδονία, καί ἴσως ἐφθάναμε καί ἕως τήν Κωνσταντινούπολη. Τόσον τρομάξαμε τούς Τούρκους, ὁπού ἄκουγαν Ἕλληνα καί ἔφευγαν χίλια μίλια μακριά. Ἑκατόν Ἕλληνες ἔβαζαν πέντε χιλιάδες ἐμπρός, καί ἕνα καράβι μίαν ἅρμαδα. Ἄλλα δέν ἐβάσταξε...!».
Ἀγαπητοί μου,
Τήν ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ  ἑνώνεται ἡ πίστη μέ τή λεβεντιά. Ἀγκαλιάζονται ὁ Χριστός καί ἡ Ἑλλάδα. Ἀσπάζεται ὁ οὐρανός τά ματωμένα χώματα τῆς πατρίδος μας. Οἱ Ἄγγελοι καταφιλοῦν τά κόκκαλα τά ἱερά. Οἱ ψυχές τῶν ἀγωνιστῶν νοερά μᾶς κατασπάζονται. Ἡ χαρά τῶν ἡρώων κάνει τήν ἑλληνική ἀτμόσφαιρα νά μοσχοβολάει.
Ἡ δυσχέρεια τῶν μαρτύρων προγόνων μας πού ἔζησαν τή σκλαβιά στό πετσί τους, δίνει δύναμη σέ μᾶς νά  ξεπεράσωμε τίς δυσκολίες, τήν ἀνέχεια, τίς ταλαιπωρίες καί μᾶς βεβαιώνουν ὅτι «χαρές καί πλούτη νά χαθοῦν καί τά βασίλεια κι ὅλα, τίποτα δέν εἶναι σάν στητή, μένει ἡ ψυχή καί ὁλόρθη».
Ὅσο κι ἄν πολεμήθηκε ἡ ἱστορική ἀλήθεια γιά τό ’21, ὅσο καί ἄν οἱ ἰοβόλες γλῶσσες καί οἱ πληρωμένοι κονδυλοφόροι ἠθέλησαν κατά καιρούς ἤ θά  θελήσουν, νά παραποιήσουν, νά ἀλλοιώσουν ἤ θά μειώσουν τήν ἀλήθεια γιά τήν λευτεριά τῆς πατρίδος μας, ποτέ δέν θά καταφέρουν τίποτε, γιατί σ’ αὐτό τόν τόπο, τά γεγονότα θά βοοῦν καί οἱ τόποι θά μαρτυροῦν ὅτι:
 «Ραγιᾶς ὁ Ἕλληνας δέν ζεῖ καί ξέρει νά πεθαίνῃ». 

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...