Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Παρασκευή, Απριλίου 04, 2014

Εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ




Δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει Σαρακοστὴ χωρὶς νηστεία. Ὅμως φαίνεται ὅτι πολλοὶ ἄνθρωποι σήμερα ἢ δὲν παίρνουν τὴ νηστεία στὰ σοβαρὰ ἤ, ἂν τὴν παίρνουν, παρεξηγοῦν τὸν πραγματικὸ πνευματικὸ σκοπό της. Γιὰ μερικοὺς νηστεία σημαίνει ἕνα συμβολικὸ «σταμάτημα» σὲ κάτι· γιὰ μερικοὺς ἄλλους νηστεία εἶναι μία προσεκτικὴ τήρηση τῶν νηστευτικῶν κανόνων.

Ἀλλὰ καὶ στὶς δύο περιπτώσεις σπάνια ἡ νηστεία συνδέεται μὲ τὴν ὅλη προσπάθεια τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς. Ἐδῶ θὰ πρέπει πρῶτα πρῶτα νὰ προσπαθήσουμε νὰ καταλάβουμε τὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὴ νηστεία καὶ ὕστερα νὰ ρωτήσουμε τὸν ἑαυτό μας: Πῶς μποροῦμε ἐμεῖς νὰ ἐφαρμόσουμε αὐτὴ τὴ διδασκαλία στὴ ζωή μας;

Ἡ νηστεία ἢ ἡ ἀποχὴ ἀπὸ τὶς τροφὲς δὲν εἶναι ἀποκλειστικὰ μία χριστιανικὴ συνήθεια. Ὑπῆρχε καὶ ὑπάρχει ἀκόμα σὲ ἄλλες θρησκεῖες ἢ καὶ πέρα ἀπὸ τὶς θρησκεῖες, ὅπως λόγου χάρη, σὲ μερικὲς εἰδικὲς θεραπεῖες κλπ. Σήμερα οἱ ἄνθρωποι νηστεύουν (ἀπέχουν ἀπὸ τὸ φαγητὸ) γιὰ πάρα πολλὲς αἰτίες ἀκόμα καὶ γιὰ πολιτικούς, μερικὲς φορὲς λόγους.

Εἶναι πολὺ βασικὸ λοιπὸν νὰ ξεχωρίσουμε τὸ μοναδικὸ περιεχόμενο στὴ χριστιανικὴ νηστεία. Αὐτὸ μᾶς ἀποκαλύπτεται πρῶτα ἀπ' ὅλα στὴν ἀλληλοεξάρτηση ποὺ ὑπάρχει ἀνάμεσα σὲ δύο γεγονότα ποὺ βρίσκονται στὴν Ἁγία Γραφή: τὸ ἕνα στὴν ἀρχὴ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καὶ τὸ ἄλλο στὴν ἀρχὴ τῆς Καινῆς Διαθήκης.

Τὸ πρῶτο γεγονὸς εἶναι τὸ «σταμάτημα τῆς νηστείας» ἀπὸ τὸν Ἀδὰμ στὸν Παράδεισο. Ἔφαγε, ὁ Ἀδάμ, ἀπὸ τὸν ἀπαγορευμένο καρπό. Ἔτσι μᾶς παρουσιάζεται ἡ πρώτη ἁμαρτία τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Χριστός, ὁ Νέος Ἀδὰμ -καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ δεύτερο γεγονὸς- ἀρχίζει μὲ νηστεία. Ὁ Ἀδὰμ πειράσθηκε καὶ ὑπόκυψε στὸν πειρασμό. Ὁ Χριστὸς πειράσθηκε καὶ νίκησε τὸν πειρασμό. Ἡ συνέπεια τῆς ἀποτυχίας τοῦ Ἀδὰμ εἶναι ἡ ἔξωσή του ἀπὸ τὸν Παράδεισο καὶ ὁ θάνατος. Ὁ καρπὸς τῆς νίκης τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ συντριβὴ τοῦ θανάτου καὶ ἡ δική μας ἐπιστροφὴ στὸν Παράδεισο.

Τὰ περιορισμένα περιθώρια ποὺ διαθέτουμε ἐδῶ δὲν μᾶς ἐπιτρέπουν νὰ δώσουμε λεπτομερεῖς ἐξηγήσεις γιὰ τὸ νόημα αὐτοῦ τοῦ παραλληλισμοῦ. Ὁπωσδήποτε ὅμως εἶναι φανερὸ ὅτι ἀπ' αὐτὴ τὴν ἄποψη ἡ νηστεία μᾶς παρουσιάζεται σὰν κάτι ποὺ ἔχει ἀποφασιστικὴ καὶ τελειωτικὴ σημασία. Δὲν εἶναι μία ἁπλὴ «ὑποχρέωση», ἕνα ἔθιμο· εἶναι δεμένη μ' αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ μυστήριο τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, τῆς σωτηρίας καὶ τῆς καταδίκης.

Στὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία, ἁμαρτία δὲν εἶναι μόνο ἡ παράβαση τῆς ἐντολῆς ποὺ φέρνει σὰν συνέπεια τὴν τιμωρία· εἶναι πάντοτε ἕνας ἀκρωτηριασμὸς τῆς ζωῆς ποὺ μᾶς δόθηκε ἀπὸ τὸ Θεό. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ἡ ἱστορία τῆς προπατορικῆς ἁμαρτίας μᾶς παρουσιάζεται σὰν μία πράξη τροφῆς. Ἡ τροφὴ εἶναι μέσο ζωῆς· αὐτὸ μᾶς κρατάει ζωντανούς. Ἀλλὰ ἀκριβῶς ἐδῶ εἶναι ἡ βασικὴ ἐρώτηση: Τί σημαίνει νὰ εἶναι κανεὶς ζωντανὸς καὶ τί σημαίνει «ζωή»;

Γιὰ μᾶς σήμερα αὐτοὶ οἱ ὅροι ἔχουν πρωταρχικὰ μία βιολογικὴ ἔννοια: ζωὴ εἶναι συγκεκριμένα αὐτὸ ποὺ τελικὰ ἑξαρτιέται ἀπὸ τὴν τροφὴ καί, ἀκόμα γενικότερα, ἀπὸ τὸν ὑλικὸ κόσμο. Ἀλλὰ γιὰ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ γιὰ τὴν ὀρθόδοξη παράδοση αὐτὴ ἡ ζωὴ «...ἐπ' ἄρτῳ μόνῳ», ταυτίζεται μὲ τὸ θάνατο γιατί ἀκριβῶς εἶναι μία θνητὴ ζωή, γιατί ὁ θάνατος κυριαρχεῖ πάντοτε μέσα της. Ὁ Θεός, τὸ ξέρουμε αὐτό, «δὲν δημιούργησε τὸ θάνατο». Αὐτὸς εἶναι ὁ Δοτήρας τῆς Ζωῆς. Πῶς λοιπὸν ἡ ζωὴ ἔγινε θνητή; Γιατί ὁ θάνατος καὶ πάλι ὁ θάνατος εἶναι ἡ μόνη ἀπόλυτη βεβαιότητα κάθε ὕπαρξης;

Ἡ Ἐκκλησία ἀπαντάει: διότι ὁ ἄνθρωπος ἀρνήθηκε τὴ ζωὴ ὅπως τὴν ἔκανε ὁ Θεὸς καὶ τοῦ τὴν πρόσφερε, καὶ προτίμησε μία ζωὴ ποὺ νὰ ἑξαρτιέται ὄχι ἀποκλειστικὰ ἀπὸ τὸ Θεὸ ἀλλὰ «ἐπ' ἄρτῳ μόνῳ».

Ὄχι μονάχα παράκουσε τὸ Θεὸ καὶ αὐτοτιμωρήθηκε, ἀλλὰ ἄλλαξε ὁλόκληρη τὴ σχέση ἀνάμεσα στὸν ἑαυτό του καὶ σ' ὅλη τὴν κτίση. Σίγουρα ὁ κόσμος δόθηκε στὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸ Θεὸ σὰν «τροφή», σὰν μέσο ζωῆς· ἀκόμα ἡ ζωὴ ἦταν γιὰ νὰ γίνει κοινωνία μὲ τὸ Θεὸ· δὲν εἶχε δικό της σκοπὸ ἀλλὰ περιεχόταν ὁλόκληρη στὸ Θεό. «Ἐν αὐτῷ ζωὴ ἦν, καὶ ἡ ζωὴ ἦν τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων» (Ἰωάν. 1,14).

Ἔτσι ὁ κόσμος καὶ ἡ τροφὴ δημιουργήθηκαν σὰν μέσα ἐπικοινωνίας μὲ τὸ Θεὸ καὶ μόνον ἂν ὁ ἄνθρωπος δεχόταν ν' ἀνοιχτεῖ στὸ Θεὸ θὰ τοῦ πρόσφεραν ὅλα αὐτὰ τὴ ζωή. Ἡ τροφὴ αὐτὴ μόνη της, μέσα της, δὲν ἔχει ζωὴ καὶ δὲν μπορεῖ νὰ δώσει ζωή. Μόνο ὁ Θεὸς ἔχει Ζωὴ καὶ εἶναι Ζωή. Μέσα στὴν τροφὴ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς - καὶ ὄχι οἱ θερμίδες - εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς ζωῆς. Ἔτσι ἡ τροφή, ἡ ζωή, ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ κοινωνία μαζί Του ἦταν ἕνα καὶ τὸ αὐτὸ πράγμα.

Ἡ ἀπύθμενη τραγωδία τοῦ Ἀδὰμ εἶναι ὅτι ἔφαγε γιὰ δικό του ὄφελος. Ἀκόμα δὲ περισσότερο ἀπ' αὐτὸ εἶναι γιατί ἔφαγε «χωρισμένος» ἀπὸ τὸ Θεὸ γιὰ νὰ μπορέσει νὰ γίνει ἀνεξάρτητος ἀπ' Αὐτόν. Καὶ ἂν τὸ ἔκανε αὐτὸ ἦταν γιατί πίστευε πὼς ἡ τροφὴ εἶχε μέσα της ζωὴ καὶ ἔτσι ἐκεῖνος γευόμενος αὐτὴ τὴν τροφὴ θὰ γινόταν σὰν τὸ Θεό, θὰ εἶχε δηλαδὴ μέσα του δική του ζωή! Μὲ ἄλλα λόγια: πίστευε στὴν τροφή, ἐνῶ ὁ σκοπὸς πίστης, ἐμπιστοσύνης καὶ ἐξάρτησης εἶναι ὁ Θεὸς καὶ μόνο ὁ Θεός. Ὁ κόσμος καὶ ἡ τροφὴ ἔγιναν ὁ Θεός του, ἡ πηγὴ καὶ ἡ ἀρχὴ τῆς ζωῆς του. Ἔγινε σκλάβος τους.

Ἀδὰμ - στὰ Ἑβραϊκὰ - σημαίνει «ἄνθρωπος». Αὐτὸ εἶναι καὶ τὸ δικό μου ὄνομα καὶ τὸ κοινὸ ὄνομα γιὰ ὅλους μας. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀκόμα Ἀδάμ, εἶναι ἀκόμα ὁ σκλάβος τῆς «τροφῆς». Μπορεῖ νὰ ἰσχυρίζεται ὅτι πιστεύει στὸ Θεό, ἀλλὰ ὁ Θεός, δὲν εἶναι ἡ ζωή του, ἡ τροφή του, τὸ περιεχόμενο ποὺ ἀγκαλιάζει ὁλόκληρη τὴν ὕπαρξή του. Μπορεῖ νὰ λέει ὅτι παίρνει τὴ ζωή του ἀπὸ τὸ Θεό, ἀλλ' ὅμως δὲν ζεῖ «ἐν τῷ Θεῷ» καὶ γιὰ τὸ Θεό. H ἐπιστήμη του, οἱ ἐμπειρίες του, ἡ αὐτοσυνειδησία του, ὅλα κτίζονται πάνω στὴν ἴδια βάση: «ἐπ' ἄρτῳ μόνῳ». Τρῶμε γιὰ νὰ διατηρούμαστε ζωντανοί, εἴμαστε ζωντανοὶ ἀλλὰ ὄχι «ἐν τῷ Θεῷ». Ἀκριβῶς αὐτὴ εἶναι ἡ ἁμαρτία ὅλων τῶν ἁμαρτιῶν. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἐτυμηγορία τοῦ θανάτου ποὺ κρέμεται πάνω ἀπὸ τὴ ζωή μας.

Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Νέος Ἀδάμ. Ἔρχεται νὰ ἐπανορθώσει τὴν καταστροφὴ ποὺ ἐπέβαλε στὴ ζωὴ ὁ Ἀδάμ, νὰ ἀποκαταστήσει τὸν ἄνθρωπο στὴν ἀληθινὴ ζωή. Καὶ ὁ Χριστὸς ἐπίσης ἀρχίζει μὲ νηστεία: «νηστεύσας ἡμέρας τεσσαράκοντα καὶ νύκτας τεσσαράκοντα, ὕστερον ἐπείνασε» (Ματθ. 4,2). Ἡ πείνα εἶναι ἡ κατάσταση ἐκείνη κατὰ τὴν ὁποία ἀναγνωρίζουμε τὴν ἐξάρτησή μας ἀπὸ κάτι ἄλλο - τὴ στιγμὴ ποὺ νιώθουμε κατεπείγουσα καὶ ἀπαραίτητη ἀνάγκη γιὰ τροφὴ καταλαβαίνουμε ὅτι δὲν ἔχουμε τὴ ζωὴ μέσα μας. Εἶναι αὐτὸ τὸ ὅριο πέρα ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἢ πεθαίνω ἀπὸ ἀσιτία ἢ ἀφοῦ ἱκανοποιήσω τὸ σῶμα μου ἔχω ξανὰ τὸ αἴσθημα τῆς ζωῆς μέσα μου.

Αὐτὴ ἀκριβῶς, μὲ ἄλλα λόγια, εἶναι ἡ στιγμὴ ποὺ ἀντιμετωπίζουμε τὴν τελικὴ ἐρώτηση: Ἀπὸ τί λοιπὸν ἐξαρτᾶται ἡ ζωή μου; Καὶ ἐφ' ὅσον ἡ ἐρώτηση δὲν εἶναι ἁπλὰ μία ἀκαδημαϊκὴ ἐρώτηση, ἀλλὰ τὴν νιώθω μ' ὁλόκληρο τὸ σῶμα μου, εἶναι ἐπίσης καὶ στιγμὴ πειρασμοῦ.

Ὁ Διάβολος ἦρθε στὸν Ἀδὰμ μέσα στὸν Παραδεισο· ἦρθε ἐπίσης καὶ στὸ Χριστὸ μέσα στὴν ἔρημο. Πλησίασε δηλαδὴ δύο πεινασμένους ἀνθρώπους καὶ τοὺς εἶπε: Χορτάστε τὴν πείνα σας, γιατί αὐτὴ εἶναι ἡ ἀπόδειξη ὅτι ἐξαρτάσθε ὁλοκληρωτικὰ ἀπὸ τὴν τροφή, ὅτι ἡ ζωὴ σας βρίσκεται στὴν τροφή. Καὶ ὁ μὲν Ἀδὰμ πίστεψε καὶ ἔφαγε, ὁ Χριστὸς ὅμως ἀρνήθηκε τὸν πειρασμὸ καὶ εἶπε: ὁ ἄνθρωπος «οὐκ ἐπ' ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται». Ἀρνήθηκε νὰ δεχτεῖ αὐτὸ τὸ ψέμα ποὺ ὁ διάβολος ἐπιβάλλει στὸν κόσμο· τὸ κάνει δὲ ὁλοφάνερη ἀλήθεια χωρὶς καμιὰ ἐπιπλέον συζήτηση, τὸ κάνει θεμέλιο γιὰ ὅλες τὶς ἀπόψεις μας, τὶς ἐπιστῆμες, τὴν ἰατρική, πιθανὸν καὶ γιὰ τὴ θρησκεία.

Κάνοντας αὐτὰ ὁ Χριστὸς ἀποκατέστησε τὴ σχέση ἀνάμεσα στὴν τροφή, τὴ ζωὴ καὶ τὸ Θεὸ· σχέση τὴν ὁποία εἶχε σπάσει ὁ Ἀδὰμ καὶ ποὺ ἐμεῖς ἐξακολουθοῦμε νὰ τὴ σπάζουμε κάθε μέρα.

Τί εἶναι, λοιπόν, νηστεία γιὰ μᾶς τοὺς χριστιανούς;

Εἶναι ἡ εἴσοδός μας καὶ ἡ συμμετοχή μας σὲ κείνη τὴν ἐμπειρία τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴν ὁποία μᾶς ἐλευθερώνει ἀπὸ τὴν ὁλοκληρωτικὴ ἐξάρτηση ἀπὸ τὴν τροφή, τὴν ὕλη καὶ τὸν κόσμο. Μὲ κανένα τρόπο ἡ δική μας ἐλευθερία δὲν εἶναι πλήρης. Μὲ τὸ νὰ ζοῦμε ἀκόμα στὸ μεταπτωτικὸ κόσμο, στὸν κόσμο τοῦ παλιοῦ Ἀδάμ, μὲ τὸ νὰ εἴμαστε μέρος του, ἐξακολουθοῦμε νὰ ἐξαρτόμαστε ἀπὸ τὴν τροφή.

Ἀλλὰ ὅπως ἀκριβῶς ὁ θάνατός μας - ἀπὸ τὸν ὁποῖο εἶναι ἀνάγκη ὁπωσδήποτε νὰ περάσουμε - ἔγινε χάρη στὸ θάνατο τοῦ Χριστοῦ μία διάβαση πρὸς τὴ ζωή, ἔτσι καὶ ἡ τροφὴ ποὺ τρῶμε καὶ ἡ ζωὴ ποὺ μᾶς δίνει μπορεῖ νὰ γίνει ζωὴ «ἐν τῷ Θεῷ» καὶ γιὰ τὸ Θεό. Ἕνα μέρος τῆς τροφῆς μας ἔχει ἤδη γίνει «τροφὴ ἀθανασίας» - τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλὰ ἀκόμα καὶ ὁ «ἐπιούσιος ἄρτος» ποὺ παίρνουμε ἀπὸ τὸ Θεὸ μπορεῖ νὰ εἶναι σ' αὐτὴ τὴ ζωή μας καὶ σ' αὐτὸν τὸν κόσμο, ἐκεῖνο ποὺ μᾶς δίνει δύναμη, νὰ εἶναι ἡ ἐπικοινωνία μας μὲ τὸ Θεὸ μᾶλλον παρὰ ἐκεῖνο ποὺ μᾶς χωρίζει ἀπ' Αὐτόν.

Παρ' ὅλα αὐτὰ ὅμως μόνο ἡ νηστεία εἶναι ἐκείνη ποὺ μπορεῖ νὰ πραγματοποιήσει μία τέτοια μεταστροφή, μπορεῖ νὰ μᾶς δώσει τὴν ὑπαρξιακὴ βεβαίωση ὅτι ἡ ἐξάρτησή μας ἀπὸ τὴν τροφὴ καὶ τὴν ὕλη δὲν εἶναι ὁλοκληρωτικὴ καὶ τέλεια· ὅτι ἑνωμένη μὲ τὴν προσευχή, τὴ χάρη καὶ τὴ λατρεία μπορεῖ νὰ γίνει πνευματική.

Ὅλα αὐτὰ σημαίνουν, ἂν τὸ νιώσουμε βαθιά, ὅτι ἡ νηστεία εἶναι τὸ μόνο μέσο μὲ τὸ ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος ἐπανορθώνει τὴν ἀληθινὴ πνευματική του φύση. Δὲν εἶναι μία θεωρητικὴ ἀλλὰ μία ἀληθινὰ πρακτικὴ πρόκληση γιὰ τὸν «πατέρα τοῦ ψεύδους» ποὺ καταφέρνει νὰ μᾶς πείσει ὅτι ἑξαρτιόμαστε μόνο ἀπὸ τὸ ψωμὶ καὶ νὰ οἰκοδομήσει ὅλη τὴν ἀνθρώπινη γνώση, τὴν ἐπιστήμη καὶ ὅλη τὴν ὕπαρξη πάνω σ' αὐτὸ τὸ ψέμα.

Ἡ νηστεία εἶναι ἕνα ξεσκέπασμα αὐτῆς τῆς ἀπάτης καὶ ταυτόχρονα μία ἀπόδειξη ὅτι ὑπάρχει αὐτὸ τὸ ψέμα. Ἔχει ὕψιστη σημασία τὸ ὅτι ὁ Χριστός, ἐνῶ νήστευε συνάντησε τὸ Σατανᾶ καὶ τὸ ὅτι ἀργότερα εἶπε ὅτι ὁ Σατανᾶς δὲν ἀντιμετωπίζεται «εἰ μὴ ἐν νηστείᾳ καὶ προσευχῇ».

Ἡ νηστεία εἶναι ὁ πραγματικὸς ἀγώνας κατὰ τοῦ Διαβόλου γιατί εἶναι ἡ πρόκληση στὸ νόμο ποὺ τὸν κάνει «ἄρχοντα τοῦ κόσμου τούτου». Καὶ ὅμως ἂν κάποιος πεινασμένος ἀνακαλύψει ὅτι μπορεῖ πραγματικὰ νὰ γίνει ἀνεξάρτητος ἀπ' αὐτὴ τὴν πείνα, ὅτι δὲν θὰ καταστραφεῖ ἀπ' αὐτὴ ἀλλὰ ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο ὅτι μπορεῖ νὰ τὴ μετατρέψει σὲ πηγὴ πνευματικῆς δύναμης καὶ νίκης, τότε τίποτε δὲν ἀπομένει ἀπ' αὐτὸ τὸ μεγάλο ψέμα στὸ ὁποῖο ζούσαμε μετὰ ἀπὸ τὸν Ἀδάμ.

Πόσο ἄραγε ξεφύγαμε ἀπὸ τὴν συνηθισμένη ἀντίληψη τῆς νηστείας - ὅτι νηστεία δὲν εἶναι παρὰ ἡ ἀλλαγὴ φαγητῶν, ἢ τὸ τί ἐπιτρέπεται καὶ τί ἀπαγορεύεται -, ἀπ' ὅλη τὴν ἐπιφανειακὴ ὑποκρισία; Τελικὰ νηστεύω σημαίνει μόνο ἕνα πράγμα: πεινάω. Νὰ φτάνω δηλαδὴ στὰ ὅρια ἐκείνης τῆς ἀνθρώπινης κατάστασης ὁπότε φαίνεται καθαρὰ ἡ ἐξάρτηση ἀπὸ τὴν τροφὴ καί, καθὼς εἶμαι πεινασμένος ν' ἀνακαλύπτω ὅτι αὐτὴ ἡ ἐξάρτηση δὲν εἶναι ὅλη ἡ ἀλήθεια γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ὅτι αὐτὴ ἡ πείνα εἶναι πρῶτα ἀπ' ὅλα μία πνευματικὴ κατάσταση καὶ ποὺ αὐτή, στὴν πραγματικότητα, εἶναι πείνα γιὰ τὸ Θεό.

Στὴ ζωὴ τῆς πρώτης Ἐκκλησίας, νηστεία πάντοτε σημαίνει τέλεια ἀποχὴ ἀπὸ τὴν τροφή, κατάσταση πείνας, ὤθηση τοῦ σώματος στὰ ἄκρα. Ἐδῶ ὅμως ἀνακαλύπτουμε ἀκόμα ὅτι ἡ νηστεία σὰν μία σωματικὴ προσπάθεια δὲν ἔχει κανένα νόημα χωρὶς τὸ πνευματικὸ συμπλήρωμά της «... ἐν νηστείᾳ καὶ προσευχῇ». Αὐτὸ σημαίνει ὅτι χωρὶς τὴν ἀντίστοιχη πνευματικὴ προσπάθεια, χωρὶς νὰ τρεφόμαστε μὲ τὴ Θεία Πραγματικότητα, χωρὶς ν' ἀνακαλύψουμε τὴν ὁλοκληρωτική μας ἐξάρτηση ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ μόνο ἀπ' Αὐτόν, ἡ σωματικὴ νηστεία θὰ καταντήσει μία πραγματικὴ αὐτοκτονία.

Ἂν ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς πειράστηκε ἐνῶ νήστευε, ἐμεῖς δὲν ἔχουμε τὴν παραμικρὴ πιθανότητα ν' ἀποφύγουμε ἕναν τέτοιο πειρασμό. Ἡ σωματικὴ νηστεία εἶναι ἀπαραίτητη μὲν ἀλλὰ χάνει κάθε νόημα καὶ γίνεται ἀληθινὰ ἐπικίνδυνη ἂν ξεκοπεῖ ἀπὸ τὴν πνευματικὴ προσπάθεια - ἀπὸ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν αὐτοσυγκέντρωση.

Ἡ νηστεία εἶναι μία τέχνη ποὺ τὴν κατέχουν ἀπόλυτα οἱ ἅγιοι. Θὰ ἦταν ἀλαζονικὸ καὶ ἐπικίνδυνο γιὰ μᾶς ἂν δοκιμάζαμε αὐτὴ τὴν τέχνη χωρὶς διάκριση καὶ προσοχή. Ἡ λατρεία τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς μᾶς ὑπενθυμίζει συνέχεια τὶς δυσκολίες, τὰ ἐμπόδια καὶ τοὺς πειρασμοὺς ποὺ περιμένουν ὅσους νομίζουν ὅτι μποροῦν νὰ στηριχτοῦν στὴ δύναμη τῆς θέλησής τους καὶ ὄχι στὸ Θεό.

Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ἐκεῖνο ποὺ πρῶτα ἀπ' ὅλα χρειαζόμαστε εἶναι μία πνευματικὴ προετοιμασία γιὰ τὴν προσπάθεια τῆς νηστείας. Καὶ αὐτὴ εἶναι νὰ ζητήσομε ἀπὸ τὸ Θεὸ βοήθεια καὶ ἐπίσης νὰ κάνουμε τὴ νηστεία μας θεο-κεντρική. Νὰ νηστεύουμε ἐν ὀνόματι τοῦ Θεοῦ. Πρέπει νὰ ξανανιώσουμε ὅτι τὸ σῶμα μας εἶναι ναὸς τῆς Παρουσίας του. Εἶναι ἀνάγκη νὰ ξαναβροῦμε ἕνα θρησκευτικὸ σεβασμὸ γιὰ τὸ σῶμα, τὴν τροφή, γιὰ τὸ σωστὸ ρυθμὸ τῆς ζωῆς. Ὅλα αὐτὰ πρέπει νὰ γίνουν πρὶν ἀρχίσει ἡ νηστεία, ὥστε ὅταν ἀρχίσουμε νὰ νηστεύουμε νὰ εἴμαστε ἐφοδιασμένοι μὲ πνευματικὸ ὁπλισμό, μὲ τὸ δράμα καὶ τὸ πνεῦμα τῆς μάχης καὶ τῆς νίκης.
Κατόπιν ἔρχεται ἡ ἴδια ἡ νηστεία. Σύμφωνα μὲ ὅσα εἴπαμε παραπάνω ἡ νηστεία μπορεῖ νὰ πραγματοποιηθεῖ σὲ δύο ἐπίπεδα: πρῶτα σὰν ἀσκητικὴ νηστεία καὶ δεύτερον σὰν γενικὴ νηστεία.

Ἡ ἀσκητικὴ νηστεία περιλαμβάνει μία δραστικὴ μείωση τῆς τροφῆς ἔτσι ὥστε ἡ συνεχὴς κατάσταση πείνας νὰ μπορεῖ νὰ βιωθεῖ σὰν ὑπενθύμιση τοῦ Θεοῦ καὶ σὰν διαρκὴς προσπάθεια συγκέντρωσης τοῦ νοῦ μας στὸ Θεό. Ὅποιος τὸ ἔχει δοκιμάσει αὐτὸ - ἔστω καὶ γιὰ λίγο - ξέρει ὅτι ἡ ἀσκητικὴ νηστεία ἀντὶ νὰ μᾶς ἀδυνατίζει, μᾶς ξαλαφρώνει, μᾶς εὐκολύνει στὴν αὐτοσυγκέντρωση, μᾶς κάνει νηφάλιους, χαρούμενους καὶ καθαρούς.

Αὐτὸς ποὺ νηστεύει ἔτσι, παίρνει τὴν τροφὴ σὰν ἀληθινὸ δῶρο τοῦ Θεοῦ. Εἶναι συνέχεια στραμμένος πρὸς τὸν ἐσωτερικὸ κόσμο ὁ ὁποῖος, ἀνεξήγητα, γίνεται ἕνα εἶδος τροφῆς. Δὲν χρειάζεται νὰ ποῦμε ἐδῶ γιὰ τὴν ἀκριβῆ ποσότητα τῆς τροφῆς ποὺ πρέπει νὰ τρώει κανεὶς κατὰ τὴν ἀσκητικὴ νηστεία, οὔτε γιὰ τὸ ρυθμὸ καὶ τὴν ποιότητα τῆς τροφῆς· ὅλα αὐτὰ ἑξαρτιόνται ἀπὸ τὶς ἀτομικές μας δυνατότητες καὶ τὶς ἐξωτερικὲς συνθῆκες τῆς ζωῆς μας. Ἀλλὰ ἡ βάση εἶναι ξεκάθαρη: εἶναι μία κατάσταση ἑνὸς μισοπεινασμένου ἀνθρώπου τοῦ ὁποίου ἡ «ἀρνητικὴ» φύση συνέχεια μεταμορφώνεται ἀπὸ τὴν προσευχή, τὴ μνήμη, τὴν προσοχὴ καὶ τὴν αὐτοσυγκέντρωση σὲ «θετικὴ» δύναμη.

Ὅσο γιὰ τὴν γενικὴ νηστεία εἶναι ἀνάγκη αὐτὴ νὰ περιορίζεται σὲ διάρκεια καὶ νὰ συνδυάζεται μὲ τὴ Θεία Εὐχαριστία. Μὲ τὶς παροῦσες συνθῆκες ζωῆς ἡ καλύτερη μορφὴ αὐτῆς τῆς νηστείας εἶναι ἡ μέρα πρὶν ἀπὸ τὴ βραδινὴ Θεία Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων. Εἴτε νηστεύουμε αὐτὴ τὴ μέρα ἀπὸ νωρὶς τὸ πρωὶ εἴτε ἀργότερα, τὸ βασικὸ σημεῖο εἶναι νὰ ζοῦμε ὅλη τὴ μέρα σὰν μία μέρα προσδοκίας, ἐλπίδας, μία μέρα πείνας γιὰ τὸν ἴδιο τὸ Θεό. Δηλαδὴ νὰ αὐτοσυγκεντρωθοῦμε καὶ νὰ σκεφτοῦμε αὐτὸ ποὺ πρόκειται νὰ ἔρθει, τὸ δῶρο ποὺ θὰ πάρουμε καὶ ποὺ γιὰ χάρη του ἀπαρνούμαστε ὅλα τ' ἄλλα δῶρα.

Ὕστερα ἀπ' ὅσα εἴπαμε, πρέπει πάντα νὰ θυμόμαστε ὅτι ὅσο περιορισμένη καὶ ἂν εἶναι ἡ νηστεία μας - ἐφ' ὅσον εἶναι ἀληθινὴ νηστεία - θὰ μᾶς ὁδηγήσει στὸν πειρασμό, στὴν ἀδυναμία, στὴν ἀμφιβολία καὶ στὸν ἐρεθισμό. Μ' ἄλλα λόγια δηλαδὴ θὰ εἶναι μία πραγματικὴ μάχη καὶ πιθανὸν ν' ἀποτύχουμε πολλὲς φορές. Ἀλλὰ ἂν ἀνακαλύψουμε ὅτι ἡ χριστιανικὴ ζωὴ εἶναι μάχη καὶ προσπάθεια, τότε βρήκαμε τὸ βασικὸ στοιχεῖο τῆς νηστείας.

Μία πίστη ποὺ δὲν ἔχει ξεπεράσει τὶς ἀμφιβολίες καὶ τὸν πειρασμὸ σπάνια μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ἀληθινὴ πίστη. Δυστυχῶς, δὲν ὑπάρχει καμιὰ πρόοδος στὴ χριστιανικὴ ζωὴ χωρὶς τὴν πικρὴ ἐμπειρία τῆς ἀποτυχίας. Πάρα πολλοὶ ἄνθρωποι ἀρχίζουν νὰ νηστεύουν μὲ ἐνθουσιασμὸ καὶ σταματοῦν μετὰ τὴν πρώτη ἀποτυχία. Θὰ μποροῦσα νὰ πῶ ὅτι ἀκριβῶς σ' αὐτὴ τὴν πρώτη ἀποτυχία ἔρχεται ἡ πραγματικὴ δοκιμή. Ἂν μετὰ τὴν ἀποτυχία καὶ τὴν συνθηκολόγηση μὲ τὶς ὀρέξεις μας καὶ τὰ πάθη μας ξαναγυρίσουμε ὅλα ἀπ' τὴν ἀρχὴ καὶ δὲν ὑποχωρήσουμε ὅσες φορὲς κι ἂν ἀποτύχουμε, ἀργὰ ἢ γρήγορα ἡ νηστεία μας θὰ φέρει τοὺς πνευματικοὺς καρπούς της.

Ἀνάμεσα στὴν ἁγιότητα καὶ τὸν ἀπογοητευτικὸ κυνισμὸ βρίσκεται ἡ μεγάλη καὶ θεϊκὴ ἀρετὴ τῆς ὑπομονῆς - ὑπομονὴ πρῶτα ἀπ' ὅλα γιὰ τὸν ἑαυτό μας. Δὲν ὑπάρχει σύντομος δρόμος γιὰ τὴν ἁγιότητα· γιὰ κάθε σκαλοπάτι πρέπει νὰ πληρώσουμε ὁλόκληρο τὸ ἀντίτιμο. Ἔτσι, τὸ καλύτερο καὶ ἀσφαλέστερο εἶναι ν' ἀρχίσουμε μὲ τὸ ἐλάχιστο - ἀκριβῶς λίγο πάνω ἀπὸ τὶς φυσικές μας δυνατότητες - καὶ ν' αὐξήσουμε τὶς προσπάθειές μας λίγο λίγο, παρὰ νὰ ἐπιχειρήσουμε πηδήματα σὲ μεγάλα ὕψη στὴν ἀρχὴ καὶ νὰ σπάσουμε μερικὰ κόκκαλα πέφτοντας στὴ γῆ!

Σὰν συμπέρασμα: ἀπὸ μία συμβατικὴ καὶ τυπικὴ νηστεία - δηλαδὴ νηστεία ἀπὸ ὑποχρέωση καὶ συνήθεια - πρέπει νὰ γυρίσουμε στὴν πραγματικὴ νηστεία. Ἂς εἶναι περιορισμένη καὶ ταπεινὴ ἀλλὰ νὰ εἶναι συνεχὴς καὶ ἀποφασιστική. Ἂς ἀντιμετωπίσουμε ἔντιμα τὶς πνευματικὲς καὶ φυσικές μας δυνατότητες καὶ ἂς ἐνεργήσουμε ἀνάλογα· ἂς θυμόμαστε πάντως ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ νηστέψουμε χωρὶς νὰ προκαλέσουμε αὐτὲς τὶς δυνατότητες, χωρὶς νὰ ἐνεργοποιήσουμε στὴ ζωή μας τὰ θεϊκὰ λόγια «τὰ ἀδύνατα παρ' ἀνθρώποις δυνατά ἐστι παρὰ τῷ Θεῷ». 

Ένας ξυπόλυτος ασκητής στο δικαστήριο...



Εχω διαβάσει στο Λαυσαϊκόν του Παλλαδίουτα εξής περί του αββά Ωρ: «Ούτος εν τη ερήμω διάγων, ήσθιεν μεν βοτάνας και ρίζας γλυκείας, έπινεν δε και ύδωρ ότε ηύρισκεν, εν ευχαίς και ύμνοις διατελών πάντα τον χρόνον». Νομίζω αποδίδουν άριστα τα της ασκητικοτάτης βιοτής του πατρός Φιλαρέτου.
Ηταν ενα από τα εύοσμα άνθη που φυτρώνουν στα βράχια των Καρουλίων! Φίλος  της αρετής όντως. Πάντα κυκλοφορούσε ξυπόλυτος.
Μια μέρα ο Γέροντάς μας, ο π. Γερόντιος, θέλοντας να τον δοκιμάσει αν είναι από τον Θεόν η τόση αγάπη και απλότητά του ή από εγωισμό, του είπε:
«Πάτερ Φιλάρετε...»
«Ευλογείτε, Γέροντα».
«Είσαι υποκριτής! Μας δείχνεις ότι περπατάς ξυπόλυτος και με κουρελιασμένα ράσα, για να κάνεις τον ταπεινό!
«Γέροντα», απήντησεν εκείνος κατεβάζοντας ταπεινά το κεφάλι, «είμαι υποκριτής! Ομως τι να κάνω για να... θεραπευθώ;»
«Να βάλεις παπούτσια και να σουλουπωθείς».
«Να ’ναι ευλογημένο, Γέροντα· αυτό θα κάνω».
Εβαλε βαθιά μετάνοια κι έφυγε. 
Πήγε αμέσως και βρήκε κάτι παμπάλαια παπούτσια και τα είχε κάτω από τη μασχάλη του και, όταν ήλθε στην πόρτα του ησυχαστηρίου μας, τα έβαλε και μπήκε! Αυτό έγινε με πόνο πολύ, διότι, τόσα χρόνια ξυπόλυτος, τα πέλματα είχαν πρησθεί και δεν χωρούσαν σε παπούτσι για πολλήν ώρα. Ομως η υπακοή, βλέπετε, και η ταπεινοφροσύνη κάνουν θαύματα! Η αρετή φαίνεται όταν σε ελέγχει ο αδελφός κι εσύ ταπεινώνεσαι αδιαμαρτύρητα. Ο διάβολος καίγεται με τέτοια συμπεριφορά...
«Τώρα, μάλιστα! Τώρα είσαι όντως ταπεινός μοναχός» του είπε ο Γέροντάς μας.
«Ευλόγησον, Γέροντα, ευλόγησον» είπε και, αφού έβαλε μετάνοια, απομακρύνθηκε παραπατώντας σαν παιδί...

Δίπλα στο ασκητήριό του φύτρωναν αγριόχορτα. Τα έκοβε και, μολονότι του ήσαν απολύτως απαραίτητα, μας τα έφερνε λέγοντας:
«Φάτε, πατέρες. Του Θεού είναι κι αυτά και πρέπει να τα τρώγουν αυτοί που ευαρεσθούν εις Αυτόν και όχι οι ράθυμοι σαν εμένα!»

Κάποια μέρα πέρασε από εκεί ένας ρασοφόρος, ο οποίος είπε πως ήτο διάκονος. Βλέποντας τα παλαιά βιβλία του ασκητού, τα έβαλε στο μάτι και με τρόπο τ’ αφήρεσε. Εφυγε παίρνοντάς τα μαζί του. Κατευθύνθηκε στη Δάφνη, μη γνωρίζοντας ότι στο τελωνείο της γίνεται έλεγχος στους εξερχομένους. Εκεί λοιπόν τον συνέλαβαν!
«Πού τα βρήκες αυτά;» τον ρώτησαν.
«Μου τα... πούλησε ο πατήρ Φιλάρετος, εις τα Καρούλια!»
Είπε ψέματα για να δικαιολογηθεί και συνέχισε τη φρικτή συκοφαντία του:
«Αυτός είναι αρχαιοκάπηλος! Πουλάει παλαιά βιβλία!»
Οι αστυνομικοί ήλθαν εδώ στην έρημο κι έκαναν ανακρίσεις. Στη συνέχεια, έχοντας πεισθεί από τον πανούργο αυτόν άνθρωπο, μήνυσαν τον άγιον ασκητή! Κάποια μέρα έφθασαν σ’ εμάς οι κλήσεις, γιατί απ’ εδώ περνούν τα πάντα. Οι ασκηταί δεν γνωρίζουν από αυτά, αλλά και γενικότερα δεν ασχολούνται με βιοτικά πράγματα. Με τις κλήσεις εκαλείτο λοιπόν να δικασθεί! 
Τον ενημερώσαμε σχετικά κι εκείνος μας είπε: «Εγώ δεν γνωρίζω πού να πάω. Σας παρακαλώ σεις να με οδηγήσετε». 
Ε, εμείς κάναμε ό,τι έπρεπε, του δώσαμε μερικά ρουχαλάκια -γιατί τα μοναδικά δικά του ήσαν ξεσχισμένα από την τραχιάν ασκητική ζωή- και είπαμε σ’ έναν γνωστό μας δικηγόρο να πάει να τον βοηθήσει. Του δώσαμε και λίγα χρήματα για να πάει στη Θεσσαλονίκη να δικασθεί. Ποιος; Εκείνος τον οποίον ούτε ο Θεός, νομίζουμε ταπεινά, δεν θα δικάσει «εν εκείνη τη ημέρα». Ενας ουράνιος άνθρωπος, ο οποίος ευωδίαζε άρωμα ασκήσεως! Παρά ταύτα ο άγιος ασκητής μάς είπε: «Εγώ θα κάνω υπακοή στην Πολιτεία και θα πάω, όπως μου λένε, να δικασθώ».
Ασκητήριο στα Καρούλια (από εδώ)
Εφυγε για τη Θεσσαλονίκη αυτός που είχε να βγει από το Αγιον Ορος πενήντα οκτώ ολόκληρα χρόνια! Πενήντα οκτώ χρόνια ασκητής εδώ, στο Καρούλι, τρώγοντας μόνο λίγα χορταράκια και πίνοντας το νεράκι του Θεού! 
Ο ευλογημένος αυτός άνθρωπος, ο οποίος είχε φθάσει σε πολύ μεγάλα μέτρα αρετής, πήγε και κάθισε στο εδώλιο του κατηγορουμένου. 
Πώς γίνονται εκεί ούτε που ξέρω. Δεν πήγα ποτέ σ’ αυτές τις πόρτες... Απλώς θυμάμαι, όπως μας τα έλεγε ο ευλογημένος αυτός Γέροντας. Τον φώναξε λοιπόν ο πρόεδρος του δικαστηρίου:
«Ο μοναχός Φιλάρετος;»
«Εγώ είμαι ο ελεεινός» απήντησε ταπεινά σκύβοντας το κεφάλι.
«Γιατί πούλησες τα βιβλία αυτά;»
«Δεν τα πούλησα, αδελφέ! Να, πέρασε ο αδελφός και τα πήρε να τα διαβάσει και ασφαλώς θα τα γύριζε. Εγώ αυτό πίστευα...»
«Πρέπει να ορκισθείς, πάτερ, για να είσαι πιστευτός. Αυτή είναι η τάξη του δικαστηρίου».
«Α, δεν ορκίζομαι γιατί στο άγιον Ευαγγέλιο λέει “μη ομώσαι όλως”!»
«Μα πρέπει, πάτερ, να ορκισθείς».
«Πώς ορκίζονται;»
«Βάζοντας την παλάμη πάνω στο Ευαγγέλιο».
Ο π. Φιλάρετος τότε... έβαλε τρεις στρωτές μετάνοιες μπροστά στο ιερό Ευαγγέλιο και το ασπάσθηκε μ’ ευλάβεια, λέγοντάς τους:
«Αρκείσθε σ’ αυτό;»
«Οχι, πάτερ, πρέπει να βάλεις το χέρι σου στο Ευαγγέλιο και να πεις “ορκίζομαι...” κ.λπ.».
«Δεν μπορώ να ορκισθώ».
«Μα, αν δεν ορκισθείς, θα πας εννέα μήνες φυλακή...»
«Να πάω φυλακή χίλιες φορές! Εγώ αναμένω την αιωνία καταδίκη από τον Θεό για τις αμαρτίες μου και θα σκεφθώ τη φυλάκιση των εννέα μηνών;»
Παρών ήτο και ο ψευδοδιάκονος -φουσκώνοντας και ξεφουσκώνοντας από μεγαλοπρέπεια και ύφος- ατσαλάκωτος μέσα στα γυαλιστερά ράσα του. Είχε βάλει έναν δικηγόρο, ο οποίος είπε ένα σωρό ψεύδη. Μεταξύ άλλων ο δικηγόρος είπε:
«Πώς είναι δυνατόν, κύριοι δικασταί, να κλέψει ο εκλεκτός αυτός κληρικός τα βιβλία αυτού του ρακενδύτου; Είναι δυνατόν; Μήπως τα είχε ανάγκη; Αν είναι δυνατόν...».
Εν τέλει, με αυτές τις ψευδομαρτυρίες και τη διαστρέβλωση της αληθείας, δικαιώθηκε ο απαστράπτων  κλέπτης και καταδικάσθηκε ο ενάρετος ασκητής, ο οποίος παρουσιάσθηκε με φτωχικά ράσα, χωρίς την τέχνη του ψεύδους και, φυσικά, δίχως να ορκισθεί. Βγήκε λοιπόν η καταδικαστική απόφαση και τον πήρε ο αστυνομικός να τον οδηγήσει στη φυλακή!
Οι ιθύνοντες δεν συγκινήθηκαν και συγκινήθηκε το ακροατήριο. 
Εκαναν πρόχειρον έρανο μεταξύ τους και μάζεψαν το ποσό που χρειαζόταν για ν’ απαλλαγεί ο ασκητής από τη φυλάκιση. Με απλότητα τους ευχαρίστησε κι έφυγε χαρούμενος, επιστρέφοντας εδώ στα Καρούλια, χώρο της μακροχρονίου ασκήσεώς του. Ευχαριστούσε κι εμάς που τον βοηθήσαμε με τις πενιχρές δυνάμεις μας: «Ευχαριστώ, πατέρες», μας έλεγε, «εύχεσθε να λυτρωθώ και από την αιωνία φυλακή!» Μεταξύ άλλων ήταν ενθουσιασμένος με τον δικηγόρο που είχαμε στείλει για να τον υπερασπισθεί. Ο αγαθός ασκητής, κάνοντας πάντα καλούς λογισμούς, τα έβλεπε όλα υπέροχα κι έλεγε και ξανάλεγε εντυπωσιασμένος:
«Αυτός ο δικηγόρος έχει πνεύμα Θεού! Οπως ακριβώς έγιναν τα πράγματα, έτσι τα έλεγε».
«Γέροντα», του είπα, «η τέχνη του είναι αυτή...».
«Οχι, ευλόγησον, πνεύμα Θεού είναι» επέμενε ο Γέρων!
Τον ρώτησα:
«Γέροντα, πώς είδες τον κόσμο ύστερ’ από πενήντα οκτώ χρόνια που είχες να βγεις από το Αγιον Ορος»;
Ο καλός άνθρωπος που τα βλέπει όλα καλά έχει, όπως είπαμε, μόνον αγαθούς λογισμούς. Είπε λοιπόν ο Γέρων Φιλάρετος:
«Τι να σας πω, πατέρες, όλοι οι άνθρωποι έξω είναι πολύ καλοί. Ολοι τρέχουν πέρα δώθε για τη σωτηρία τους, εκτός από μένα τον ράθυμο και αμαρτωλό που κάθομαι σ’ αυτά εδώ τα βράχια και δεν εργάζομαι όπως πρέπει, όπως είναι το θέλημα του Θεού!»
Αυτά είπε και μπήκε στο ασκητήριό του, δοξάζοντας τον Θεό που στα τέλη της ζωής του τού έδωσε αυτή τη δοκιμασία για τη σωτηρία της ψυχής του, όπως έλεγε συνεχώς.
Ο μεγάλος και άγιος Γέροντας Δανιήλ Κατουνακιώτης (1846-1929), αφηγητής στην παρούσα διήγηση.

Οταν έφθασε σε βαθύ γήρας, μας εκάλεσε μίαν ημέρα στο ασκηταριό του. Πήγαμε με τον π. Ακάκιο. Με χαρά μας είπε:
«Καλώς τα παιδιά μου! Καλά κάνατε που ήλθατε, διότι άλλη φορά δεν θα σας δω! Εγώ απόψε θα φύγω... Θέλω όμως, πριν συμβεί αυτό, να με αναπαύσετε».
-Τι θέλεις, Γέροντα;
-Να μου ψάλετε! Πείτε κάτι να ευφρανθεί η ψυχή μου.
Ψάλαμε διάφορα κι ο Γέροντας έκλαιγε από χαρά και σταυροκοπιόταν κατανενυγμένος. Μόλις τελειώσαμε, μας είπε:
«Τώρα, κάτι τελευταίο: Θέλω να μου ψάλετε τον “εθνικό ύμνο” της Παναγίας, το «Αξιον εστίν»! Αυτό όμως θα το ψάλουμε όρθιοι, όπως ψέλνουμε και τον εθνικό ύμνο της πατρίδος μας!»
Σηκώθηκε με κόπο. Ητο σκελετωμένος. Το δέρμα του σχεδόν διάφανο. Αφού συμψάλαμε, με δάκρυα χαράς και συγκινήσεως μας αγκάλιασε, μας ασπάσθηκε και μας είπε:
«Παιδιά μου, άλλη φορά εδώ δεν σας βλέπω! Συγχωρήσατέ με, συγχωρήσατέ με!»
Δακρύσαμε όλοι. Εκείνος με κόπο μας προέπεμψε. Φύγαμε κατασυγκινημένοι. 
Το πρωί μας ειδοποίησαν ότι εκοιμήθη! Οπως ακριβώς το είχε πει...
Ανοίξαμε στα βράχια μια λακκουβίτσα και τον θάψαμε, αφού τον κηδεύσαμε όπως του άξιζε... Εσβησε -ανθρωπίνως το λέγω- στον αθωνικό ουρανό το αστέρι αυτό του αγιορειτικού μοναχισμού. Αφησε όμως μίαν αείφωτη τροχιά αγωνιστικότητος και ασκήσεως αυστηρής. Αιωνία του η μνήμη. Την πολύτιμη ευχή του να έχουμε.
Μερικές φορές ο πανάγαθος Θεός παραχωρεί και στο τέλος της ζωής μια δοκιμασία, για να γίνει ο άνθρωπος καλύτερος και να ωφεληθούν και άλλοι. Ετσι και ο π. Φιλάρετος υπέμεινε αγόγγυστα και βραβεύθηκε από τον Κύριο. Είδατε, πώς ο διάβολος πήγε να ταλαιπωρήσει τον άνθρωπο της ασκήσεως και της αρετής, αλλ’ ο πανάγαθος Θεός τον σκέπασε με τη χάρη Του και, αντί να πάθει βλάβη η ψυχή του, δέθηκε ακόμη περισσότερο με τον Θεό; 
Περισσότερο αγάπησε τον Θεό και με μεγαλύτερη ζέση Τον εδόξαζε.

Μανώλης Μελινός
Θεολόγος - συγγραφέας

(η σελίδα του, όπου και τα βιβλία του)

Κλῖμαξ, Λόγος 22, περὶ Ὑπερηφανείας

Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης, τῆς Κλίμακος



(Διὰ τὴν «ἀκέφαλον» ὑπερηφάνειαν)

Ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι ἄρνησις τοῦ Θεοῦ, ἐφεύρεσις τῶν δαιμόνων, ἐξουδένωσις τῶν ἀνθρώπων, μητέρα τῆς κατακρίσεως, ἀπόγονος τῶν ἐπαίνων, ἀπόδειξις ἀκαρπίας, φυγαδευτήριο τῆς βοηθείας τοῦ Θεοῦ, πρόδρομος τῆς παραφροσύνης, πρόξενος πτώσεων, αἰτία τῆς ἐπιληψίας, πηγὴ τοῦ θυμοῦ, θύρα τῆς ὑποκρίσεως, στήριγμα τῶν δαιμόνων, φύλαξ τῶν ἁμαρτημάτων, δημιουργὸς τῆς ἀσπλαχνίας, ἄγνοια τῆς συμπαθείας, πικρὸς κριτής, ἀπάνθρωπος δικαστής, ἀντίπαλος τοῦ Θεοῦ, ρίζα τῆς βλασφημίας.

2. Ἀρχὴ τῆς ὑπερηφανείας εἶναι τὸ τέλος τῆς κενοδοξίας. Μέσον, ἡ ἐξουδένωσις τοῦ πλησίον, ἡ ἀναιδὴς φανέρωσις τῶν κόπων μας, ὁ ἐσωτερικὸς αὐτοέπαινος, τὸ μίσος τῶν ἐλέγχων. Καὶ τέλος, ἡ ἄρνησις τῆς βοηθείας τοῦ Θεοῦ, ἡ ἐξύψωσις τῆς ἰδικῆς μας ἱκανότητος, ἡ δαιμονικὴ συμπεριφορά.

3. Ἂς τὸ ἀκούσωμε ὅλοι ὅσοι θέλομε νὰ διαφύγωμε αὐτὸν τὸν βαθὺ λάκκο. Πολλὲς φορὲς τὸ πάθος αὐτὸ ἀγαπᾶ νὰ τρέφεται ἀπὸ τὶς εὐχαριστίες ποὺ ἐκφράζομε στὸν Θεόν. Διότι δὲν παρουσιάζεται τόσο ἀναιδής, ὥστε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ νὰ μᾶς προτρέπη νὰ ἀρνηθοῦμε τὸν Θεόν.

4. Εἶδα ἄνθρωπο νὰ εὐχαριστῆ τὸν Θεὸν μὲ τὸ στόμα καὶ νὰ κομπάζη μὲ τὸ ἐσωτερικὸ φρόνημα. Περὶ αὐτοῦ εἶναι ἀψευδὴς μάρτυς ἐκεῖνος ὁ Φαρισαῖος ποὺ ἔλεγε στὸν Θεὸν μὲ ἀπρεπῆ καύχησι: «Ὁ Θεός, εὐχαριστῶ σοι»! (Λουκ. ιη´ 11).

5. Ὅπου συνέβη πτῶσις, ἐκεῖ κατασκήνωσε προηγουμένως ἡ ὑπερηφάνεια. Διότι τὸ δεύτερο εἶναι τὸ προμήνυμα τοῦ πρώτου.

6. Ἄκουσα κάποιον ἀξιοσέβαστο ἄνδρα νὰ λέγη: «Ὑπόθεσε ὅτι εἶναι δώδεκα τὰ πάθη τῆς ἀτιμίας. Ἐὰν ἕνα ἀπὸ αὐτά, τὴν οἴησι, τὴν ἀγαπήσης ὁλόψυχα, αὐτὴ θὰ ἀναπληρώση τὸν τόπο καὶ τῶν ὑπολοίπων ἕνδεκα».

7. Ὁ ὑψηλόφρων μοναχὸς ἀντιλέγει μὲ σφοδρότητα, ἐνῷ ὁ ταπεινόφρων δὲν γνωρίζει οὔτε νὰ βλέπη τὸν ἄλλον ἀντιπρόσωπα. Δὲν σκύβει τὸ κυπαρίσσι νὰ βαδίση στὴν γῆ, οὔτε ὁ ὑψηλοκάριος μοναχὸς νὰ ἀποκτήση ὑπακοή.

8. Ὁ ὑψηλοκάρδιος ἄνθρωπος ἐπιθυμεῖ νὰ ἄρχη. Καὶ δὲν μπορεῖ ἢ μᾶλλον δὲν θέλει νὰ ὁδηγηθῆ στὴν τελικὴ ἀπώλεια μὲ κάποιον ἄλλον τυχόντα τρόπο.

9. «Ὑπερηφάνοις Κύριος ἀντιτάσσεται» (Α´ Πέτρ. ε´ 5), καὶ ποιὸς μπορεῖ ἔπειτα νὰ τοὺς ἐλεήση; «Ἀκάθαρτος παρὰ Κυρίῳ πᾶς ὑψηλοκάρδιος» (Παροιμ. ιε´ 5), καὶ ποιὸς θὰ κατορθώση ἔπειτα νὰ καθαρίση ἕναν τέτοιο ἄνθρωπο;

10. Παίδευσις τῶν ὑπερηφάνων εἶναι ἡ πτῶσις. Σκόλοψ αὐτῶν εἶναι ὁ δαίμων. Ἐγκατάλειψίς τους ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἀπώλεια τῶν φρενῶν. Καὶ τὰ δυὸ πρῶτα πολλὲς φορὲς ἐθεραπεύθηκαν ἀπὸ ἀνθρώπους, ἀλλὰ τὸ τελευταῖο ἀνθρωπίνως εἶναι ἀνίατο.

11. Ὅποιος ἀποκρούει τοὺς ἐλέγχους, ἐφανέρωσε ὅτι τὸ ἔχει τοῦτο τὸ πάθος, ἐνῷ ὅποιος τοὺς δέχεται, ἔχει ἐλευθερωθῆ ἀπὸ τὰ δεσμά του.

12. Ἂν ὄχι ἐξ αἰτίας ἄλλου πάθους, ἀλλὰ ἀπ᾿ αὐτὸ καὶ μόνο ἔπεσε κάποιος ἀπὸ τοὺς οὐρανούς, πρέπει νὰ ἐξετάσωμε μήπως καὶ χωρὶς καμμία ἄλλη ἀρετή, ἀλλὰ μὲ τὴν ταπείνωσι μόνο μποροῦμε νὰ ἀνεβοῦμε στοὺς οὐρανούς.

13. Ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι ἀπώλεια τοῦ πλούτου καὶ τῶν ἱδρώτων τῶν πνευματικῶν. «Ἐκέκραξαν, καὶ οὐκ ἣν ὁ σῴζων», ἐπειδὴ ἀσφαλῶς θὰ ἔκραξαν μὲ ὑπερηφάνεια· «Πρὸς Κύριον, καὶ οὐκ εἰσήκουσεν αὐτῶν» (Ψαλμ. ιζ´ 42), ἐπειδὴ ἀσφαλῶς δὲν ἀπέκοπταν τὶς αἰτίες τῶν ἁμαρτιῶν κατὰ τῶν ὁποίων προσεύχονταν.

14. Ἕνας πολὺ γνωστικὸς γέρων ἐσυμβούλευσε πνευματικὰ κάποιον ὑπερήφανο ἀδελφό. Καὶ αὐτὸς τυφλωμένος τοῦ λέγει: «Συγχώρησέ με, πάτερ. Δὲν εἶμαι ὑπερήφανος». Καὶ ὁ πάνσοφος γέρων τοῦ ἀποκρίνεται: «Καὶ ποιὰ καλύτερη ἀπόδειξι θὰ μᾶς ἔδινες τοῦ πάθους σου, ἀπὸ αὐτὸ ποὺ εἶπες, τὸ «δὲν εἶμαι ὑπερήφανος»; Σὲ τέτοιους ὑπερηφάνους ἀνθρώπους προξενεῖ μεγάλη ὠφέλεια ἡ ὑποταγή, ἡ σκληρότερη καὶ ἀτιμωτικότερη διαγωγή, καθὼς καὶ ἡ ἀνάγνωσις τῶν ὑπερφυσικῶν κατορθωμάτων τῶν Πατέρων. Ἴσως ἔτσι νὰ ὑπάρξη σ᾿ αὐτοὺς τοὺς ἀσθενεῖς κάποια μικρὴ ἐλπίδα σωτηρίας.

15. Εἶναι ἐντροπὴ νὰ καμαρώνη κάποιος γιὰ τὸν ξένο στολισμό. Ὁμοίως εἶναι ἐσχάτη ἀνοησία νὰ ὑπερηφανεύεται κανεὶς γιὰ τὰ χαρίσματα τοῦ Θεοῦ. Ὅσα κατορθώματα ἐπέτυχες πρὶν γεννηθῆς, γι᾿ αὐτὰ μόνο νὰ ὑπερηφανεύεσαι, διότι τὰ μετὰ τὴν γέννησί σου τὰ ἐχάρισε ὁ Θεός, καθὼς ἐπίσης καὶ αὐτὴ τὴν γέννησι.

16. Ὅσες ἀρετὲς κατώρθωσες χωρὶς τὸν νοῦ καὶ τὴν λογική, αὐτὲς καὶ μόνο εἶναι ἰδικές σου, ἐφ᾿ ὅσον τὸν νοῦ καὶ τὴν λογικὴ σοῦ τὰ ἐδώρησε ὁ Θεός. Ὅσες νίκες ἐπέτυχες χωρὶς τὸ σῶμα σου, αὐτὲς καὶ μόνο ὀφείλονται στὴν ἰδική σου προσπάθεια, ἐφ᾿ ὅσον τὸ σῶμα δὲν εἶναι ἰδικό σου δημιούργημα, ἀλλὰ τοῦ Θεοῦ.

17. Μὴ ξεθαρρεύσης, παρὰ μόνον ὅταν δεχθῆς τὴν τελικὴ ἀπόφασι τοῦ Κριτοῦ. Καὶ νὰ παρατηρῇς ἐκεῖνο τῆς εὐαγγελικῆς παραβολῆς, ὁ ὁποῖος μετὰ τὴν ἀνάκλισί του στὸ τραπέζι τοῦ γάμου ἐδέθηκε χειροπόδαρα καὶ ὡδηγήθηκε στὸ σκότος τὸ ἐξώτερον.

18. Μὴ ἀνυψώνης τὸν αὐχένα σου, ἐνῷ εἶσαι πλασμένος ἀπὸ γῆ. Διότι πολλοὶ ἐρρίφθηκαν ἀπὸ τοὺς οὐρανούς, ἂν καὶ ἦσαν ἅγιοι καὶ ἄϋλοι.

19. Ὅταν ὁ δαίμων καταλάβη ἔδαφος στὴν ψυχὴ τῶν ὀπαδῶν του, τότε τοὺς παρουσιάζεται, ὅταν κοιμῶνται ἢ ὅταν εἶναι ξύπνιοι, ὑπὸ τὴν μορφὴν ἁγίου Ἀγγέλου ἢ Μάρτυρος καὶ τοὺς δίδει πνευματικὰ χαρίσματα ἢ τοὺς ἀποκαλύπτει διάφορα μυστήρια· μὲ τὸν σκοπὸ νὰ ἐξαπατηθοῦν οἱ ταλαίπωροι καὶ νὰ χάσουν τελείως τὰ λογικά τους.

20. Καὶ ἂν ἀκόμη εἴχαμε ὑποστῆ μυρίους θανάτους γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, οὔτε ἔτσι θὰ ἐξεπληρώναμε τὸ χρέος μας. Διότι ἄλλο εἶναι τὸ αἷμα τοῦ Θεοῦ καὶ ἄλλο τὸ αἷμα τῶν δούλων, ὄχι βέβαια ὡς πρὸς τὴν οὐσία, ἀλλὰ ὡς πρὸς τὴν ἀξία.

21. Ἂς μὴ παύσωμε ποτὲ νὰ συζητοῦμε γιὰ τοὺς πρὸ ἡμῶν Πατέρας καὶ φωστήρας, συγκρίνοντας τοὺς ἑαυτούς μας μαζί τους. Τότε θὰ διαπιστώσωμε ὅτι δὲν ἐπατήσαμε κἂν τὸ πόδι μας στὸν δρόμο τῆς πραγματικῆς μοναχικῆς ζωῆς, καὶ ὅτι δὲν ἐφυλάξαμε ὁσίως τὶς ὑποσχέσεις μας, ἀλλ᾿ ὅτι εὑρισκόμαστε ἀκόμη στὴν κατάστασι τῶν κοσμικῶν.

22. Μοναχὸς κατ᾿ ἐξοχὴν σημαίνει ὀφθαλμὸς τῆς ψυχῆς ἀμετεώριστος καὶ σωματικὲς αἰσθήσεις ἀκινητοποιημένες. Μοναχὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ προκαλεῖ ἐναντίον του τοὺς δαίμονας σὰν ἄγρια θηρία, καὶ ποὺ ἀναγκάζοντάς τους νὰ ἀπομακρύνωνται ἀπὸ κοντά του, τοὺς παροξύνει. Μοναχὸς σημαίνει ἀδιάκοπη ἔκστασις τοῦ νοῦ καὶ ἀκατάπαυστη λύπη γιὰ τὴν παροῦσα ζωή. Μοναχὸς σημαίνει ἄνθρωπος ποὺ ἔγινε ἕνα μὲ τὶς ἀρετές, ὅπως ἕνας ἄλλος ἔγινε ἕνα μὲ τὶς ἡδονές. Μοναχὸς σημαίνει ἄσβεστο φῶς στὸν ὀφθαλμὸ τῆς καρδίας. Μοναχὸς σημαίνει ἄβυσσος ταπεινώσεως ποὺ ἐγκρέμισε καὶ ἔπνιξε μέσα της κάθε πονηρὸ πνεῦμα.

23. Τὴν λήθη τῶν ἁμαρτημάτων τὴν προκαλεῖ ἡ ὑπερηφάνεια, διότι ἡ ἐνθύμησίς των προξενεῖ ταπεινοφροσύνη.

24. Ὑπερηφάνεια σημαίνει, ἐσχάτη πτωχεία μιᾶς ψυχῆς ποὺ παρουσιάζεται κατὰ φαντασίαν ὡς πλουσία, καὶ ποὺ νομίζει ὅτι ζῆ στὸ φῶς, ἐνῷ εὑρίσκεται μέσα στὸ σκοτάδι. Ὄχι μόνο δὲν ἀφίνει τούτη ἡ μιαρὰ νὰ προοδεύη κάποιος, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ὑψηλὰ τὸν ρίχνει κάτω.

25. Ὑπερήφανος σημαίνει ρόδι σαπισμένο ἐσωτερικῶς, ποὺ ἐξωτερικῶς γυαλίζει τὸ χρῶμα του. Ὁ ὑπερήφανος μοναχὸς δὲν χρειάζεται δαίμονα, διότι γίνεται πλέον ὁ ἴδιος δαίμων καὶ ἐχθρός του ἑαυτοῦ του.

26. Ξένο εἶναι τὸ σκοτάδι ἀπὸ τὸ φῶς. Ὁμοίως ξένος εἶναι ὁ ὑπερήφανος ἀπὸ κάθε ἀρετή. Στὶς καρδιὲς τῶν ὑπερηφάνων θὰ γεννηθοῦν λογισμοὶ βλασφημίας, ἐνῷ στὶς ψυχὲς τῶν ταπεινῶν οὐράνιες θεωρίες. Ὁ κλέπτης ἀπεχθάνεται τὸ φῶς τοῦ ἡλίου καὶ ὁ ὑπερήφανος ἐξουδενώνει τοὺς πρᾴους ἀνθρώπους.

27. Πολλοὶ ὑπερήφανοι, δὲν γνωρίζω πῶς, αὐταπατήθηκαν κι ἐνόμισαν ὅτι ἔφθασαν στὸ ὕψος τῆς ἀπαθείας. Ἀλλὰ τὴν ὥρα τοῦ θανάτου εἶδαν τὴν πτωχεία τους. Ὅποιος συνελήφθη ἀπὸ αὐτήν, δηλαδὴ τὴν ὑπερηφάνεια, μόνο στὴν βοήθεια τοῦ Κυρίου μπορεῖ νὰ ἐλπίζη, διότι γι᾿ αὐτὸν εἶναι μάταιο νὰ περιμένη σωτηρία ἀπὸ ἀνθρώπους.

28. Συνέλαβα κάποτε τούτη τὴν ἀκέφαλο πλάνη νὰ πλησιάζη πρὸς τὴν καρδιά μου, ἀνεβασμένη ἐπάνω στοὺς ὤμους τῆς μητέρας της.

Τὶς ἔδεσα καὶ τὶς δυό μὲ τὰ δεσμὰ τῆς ὑπακοῆς, τὶς ἐμαστίγωσα μὲ τὸ μαστίγιο τῆς εὐτελείας καὶ ἔτσι τὶς ἀνέκρινα μὲ ποιὸν τρόπο εἰσέρχονται μέσα μου. Καὶ αὐτές, καθὼς ἐμαστιγώνονταν, μοῦ ἔλεγαν:

«Ἐμεῖς δὲν ἔχομε οὔτε ἀρχὴ οὔτε γέννησι, διότι εἴμαστε ἀρχηγοὶ καὶ γεννήτορες ὅλων τῶν παθῶν. Ἐμᾶς μᾶς πολεμεῖ ὑπερβολικὰ ἡ συντριβὴ τῆς καρδίας ποὺ γεννᾶται ἀπὸ τὴν ὑποταγή. Ἐμεῖς δὲν ἀνεχόμεθα κανένα νὰ μᾶς ἐξουσιάζη. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὅταν ἐλάβαμε ἐξουσία στοὺς οὐρανούς, ἀπεστατήσαμε ἀπὸ ἐκεῖ.

» Ἐμεῖς μὲ ἕνα λόγο γεννοῦμε ὅλα τὰ πάθη ποὺ ἀντιστρατεύονται στὴν ταπεινοφροσύνη, διότι ὅλα ὅσα τὴν εὐνοοῦν εἶναι ἀντιμέτωπά μας. Ἀλλὰ ἀφοῦ καὶ στὸν οὐρανὸ ἐσημειώσαμε νίκη, πῶς μπορεῖς ἐσὺ νὰ μᾶς ξεφύγης;

» Ἐμεῖς συνηθίζουμε πολλὲς φορὲς νὰ ἐμφανιζώμεθα μετὰ ἀπὸ ἀτιμίες, ἀπὸ τὴν ὑπακοή, ἀπὸ τὴν ἀοργησία, ἀπὸ τὴν ἀμνησικακία, ἀπὸ τὴν πρόθυμη διακονία.

» Τέκνα ἰδικά μας εἶναι οἱ πτώσεις τῶν πνευματικῶν ἀνθρώπων, ἡ ὀργή, ἡ καταλαλιά, ἡ πικρία, ὁ θυμός, ἡ κραυγή, ἡ βλασφημία, ἡ ὑποκρισία, τὸ μίσος, ὁ φθόνος, ἡ ἀντιλογία, ἡ ἰδιορρυθμία, ἡ ἀπείθεια.

» Ἕνα μόνο ὑπάρχει ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ τὸ νικήσωμε, καὶ σοῦ τὸ φανερώνουμε, ἐπειδὴ μᾶς μαστιγώνεις:

» Ἐὰν κατηγορῆς διαρκῶς τὸν ἑαυτόν σου ἐνώπιον τοῦ Κυρίου μὲ εἰλικρίνεια, θὰ μᾶς θεωρῆς ὡσὰν ἀράχνη. Ἵππος ἐπάνω στὸν ὁποῖο εἶμαι ἀνεβασμένη, ἐγὼ ἡ ὑπερηφάνεια, εἶναι, ὅπως βλέπεις, ἡ κενοδοξία. Ἡ ὁσία ὅμως ταπείνωσις καὶ ἡ αὐτομεμψία θὰ περιπαίξουν τὸν ἵππο καὶ τὸν ἀναβάτη του, ψάλλοντας μελωδικὰ τὴν ᾠδὴ τῆς νίκης: «Ἄσωμεν τῷ Κυρίῳ· ἐνδόξως γὰρ δεδόξασται· ἵππον καὶ ἀναβάτην ἔρριψεν εἰς θάλασσαν» (Ἐξοδ. ιε´ 1) καὶ εἰς ἄβυσσον ταπεινώσεως».

Βαθμὶς εἰκοστὴ δευτέρα! Ὅποιος τὴν ἀνέβηκε, ἐνίκησε· ἐὰν βεβαίως κατώρθωσε νὰ τὴν ἀνεβῆ.

Ἡ οἰκογενειακή ἐκπαίδευση στὸ τραπέζι


 

Τὸ οἰκογενειακὸ τραπέζι ἀποτελεῖ τὸν χῶρο συγκέντρωσης τῆς οἰκογένειας. Βρίσκονται ὅλοι μαζί, μοιράζονται τὰ νέα τῆς ἡμέρας, χαλαρώνουν καὶ ἀνταλλάσσουν ἀπόψεις καὶ ἐμπειρίες καὶ ὅλα αὐτὰ παράλληλα μὲ τὴν κατανάλωση τοῦ γεύματος.
 
Ἡ ὅλη διαδικασία πέρα ἀπὸ τὸ προφανές, ἐνισχύει τοὺς δεσμοὺς τῆς οἰκογένειας καὶ δίνει τὴν εὐκαιρία στοὺς γονεῖς νὰ ἀνακαλύψουν τί πραγματικὰ ἀρέσει στὰ παιδιά τους. Ταυτόχρονα, μπορεῖ νὰ ἀποτελέσει μιά ἐκπαιδευτικὴ διαδικασία, καθὼς συχνὰ τὰ μικρὰ παιδιὰ μαθαίνουν καινούριες λέξεις κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ γεύματος.
 
Ἐπιστημονικὲς μελέτες ἔχουν δείξει ὅτι, ὅσο πιὸ συχνὰ γευματίζουν μαζὶ τὰ μέλη μιᾶς οἰκογένειας, τόσο αὐξάνονται οἱ πιθανότητες ἡ οἰκογένεια νὰ μείνει ἑνωμένη καὶ τὰ παιδιὰ νὰ ἀναπτύξουν καλὴ ἐπαφὴ καὶ ἐπικοινωνία μὲ τοὺς γονεῖς τους. Ἡ ἐνασχόληση τῶν γονιῶν μὲ τὰ παιδιά τους, καθὼς καὶ οἱ κοινὲς δραστηριότητες τῆς οἰκογένειας παίζουν σημαντικὸ ρόλο στὴ διαμόρφωση προτύπων, καθὼς αὐτὰ δημιουργοῦνται σὲ μικρὲς ἡλικίες ὅπου τὰ παιδιὰ τείνουν νὰ ταυτίζονται μὲ τοὺς γονεῖς τους.
 
Φαίνεται λοιπὸν πὼς τὰ ὀφέλη ἑνὸς οἰκογενειακοῦ γεύματος εἶναι διαχρονικὰ καὶ διαρκοῦν περισσότερο ἀπὸ ὅσο κρατάει τὸ ἴδιο τὸ γεῦμα:
 
Σύμφωνα μὲ τὴν μελέτη ΕΑΤ (Eating Among Teens) τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Μινεσότα, σὲ ἐφήβους ποὺ δὲν γευματίζουν συχνὰ μὲ τοὺς γονεῖς τους παρατηροῦνται συχνότερα παραβατικὲς (border-line) συμπεριφορὲς ὅπως τὸ κάπνισμα, ἡ χρήση ναρκωτικῶν καὶ ἡ κατανάλωση ἀλκοόλ. Ἐπιπλέον, τὰ ἄτομα αὐτὰ συνήθως ἐμφανίζουν συχνότερα κατάθλιψη καθὼς καὶ διατροφικὲς διαταραχές.
 
Σὲ ἔρευνες Ἀμερικανικῶν Πανεπιστημίων ἔχει ἐπίσης φανεῖ ὅτι οἱ ἔφηβοι ποὺ τρῶνε συχνὰ γεύματα μὲ τὴν οἰκογένειά τους αἰσθάνονται σὲ μεγαλύτερο βαθμὸ ὅτι ἔχουν τὴν ἀποδοχή της. Ἀντίστοιχα οἱ γονεῖς, μέσα ἀπὸ τὴ συζήτηση κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ γεύματος ἔχουν μεγαλύτερες πιθανότητες νὰ ἐκμαιεύσουν πληροφορίες γιὰ τὴ ζωὴ τῶν παιδιῶν τους, χωρὶς νὰ γίνονται ἀδιάκριτοι.
 
Συμπερασματικὰ λοιπόν, θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε πὼς τὰ οἰκογενειακὰ γεύματα γεμίζουν τὸ παιδὶ μὲ τὴν αἴσθηση τῆς σιγουριᾶς καὶ τῆς οἰκογενειακῆς ἀσφάλειας καὶ τὸ κάνουν νὰ νιώθει ὅτι ἀνήκει σὲ μία ἀγαπημένη καὶ ἑνωμένη ὁμάδα μὲ τὴν ὁποία μπορεῖ νὰ μοιραστεῖ διάφορες πτυχὲς τῆς ζωῆς του.
 
Συνιστᾶται λοιπὸν οἱ οἰκογένειες νὰ ἀπολαμβάνουν μαζὶ τὰ γεύματά τους ἤ, ἐὰν αὐτὸ δὲν εἶναι ἐφικτὸ καθημερινά, τουλάχιστον τρεῖς μὲ τέσσερις φορὲς τὴν ἑβδομάδα νὰ φροντίζουμε νὰ συμβεῖ (Ely & Gleason, 1995). Δὲν χρειάζεται πάντα τὸ φαγητὸ νὰ εἶναι περίπλοκο καὶ δύσκολο. Αὐτὸ ποὺ χρειάζεται γιὰ νὰ ἱκανοποιήσει ἕνα παιδὶ εἶναι ἕνα ζεστὸ σπιτικὸ πιάτο, ἡ καλὴ διάθεση καὶ ἡ ὄρεξη τῶν ὑπολοίπων μελῶν γιὰ ἐπικοινωνία.


Κλῖμαξ, Λόγος 21, περὶ Κενοδοξίας

Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης, τῆς Κλίμακος




(Διὰ τὴν πολύμορφον κενοδοξίαν)

ΜΕΡΙΚΟΙ συνηθίζουν, ὅταν ὁμιλοῦν περὶ τῶν παθῶν καὶ τῶν λογισμῶν, νὰ κατατάσσουν τὴν κενοδοξία σὲ ἰδιαίτερη τάξι, χωριστὰ ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια. Γι᾿ αὐτὸ καὶ λέγουν ὅτι εἶναι ὀκτὼ οἱ πρῶτοι καὶ κυρίαρχοι πονηροὶ λογισμοί. Ἀντιθέτως ὁ Θεολόγος Γρηγόριος καὶ ἄλλοι ἀπὸ τοὺς διδασκάλους τοὺς ἐμέτρησαν ἑπτά. Σ᾿ αὐτοὺς περισσότερο πείθομαι καὶ ἐγώ· διότι ποιὸς μπορεῖ νὰ ἔχη ὑπερηφάνεια, ἀφοῦ ἐνίκησε τὴν κενοδοξία; Τόση δὲ μόνο διαφορὰ ἔχουν μεταξύ τους, ὅση ἔχει ἐκ φύσεως τὸ παιδὶ ἀπὸ τὸν ἄνδρα καὶ τὸ σιτάρι ἀπὸ τὸν ἄρτο. Τὸ πρῶτο δηλαδὴ εἶναι ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ δεύτερο τὸ τέλος. Τώρα λοιπὸν ποὺ τὸ καλεῖ ἡ περίστασις ἂς ὁμιλήσωμε μὲ συντομία γιὰ τὴν ἀρχὴ καὶ τὴν ὁλοκλήρωσι τῶν παθῶν, δηλαδὴ τὴν ἀνόσιο οἴησι. Λέγω μὲ συντομία, διότι ὅποιος ἐπιχειρεῖ νὰ φιλοσοφήση γι᾿ αὐτὴν εἰς μῆκος, ὁμοιάζει μὲ ἐκεῖνον ποὺ ματαιοπονεῖ προσπαθώντας νὰ ζυγίση τοὺς ἀνέμους.

2. Ἡ κενοδοξία εἶναι ὡς πρὸς μὲν τὴν μορφή, μεταβολὴ τῆς φυσικῆς τάξεως καὶ διαστροφὴ τῶν καλῶν ἠθῶν καὶ παρατήρησις παντὸς ἀξιομέμπτου πράγματος. Ὡς πρὸς δὲ τὴν ποιότητα, σκορπισμὸς τῶν καμάτων, ἀπώλεια τῶν ἱδρώτων, δόλιος κλέπτης τοῦ θησαυροῦ, ἀπόγονος τῆς ἀπιστίας, πρόδρομος τῆς ὑπερηφανείας, ναυάγιο μέσα στὸ λιμάνι, μυρμήγκι στὸ ἁλώνι, ποὺ εἶναι μὲν μικρό, ἀλλὰ ἀπειλεῖ νὰ κλέψη ἀθόρυβα ὅλον τὸν καρπὸ καὶ τὸν κόπο τοῦ γεωργοῦ.

3. Τὸ μυρμήγκι περιμένει νὰ γίνη τὸ σιτάρι, καὶ ἡ κενοδοξία νὰ συναχθῆ ὁ πνευματικὸς πλοῦτος. Καὶ τὸ μὲν μυρμήγκι τρέχει γιὰ νὰ κλέψη· ἡ δὲ κενοδοξία χαίρεται γιατί θὰ διασκορπίση. Τὸ πνεῦμα τῆς ἀπογνώσεως χαίρεται, ὅταν βλέπη νὰ πληθύνεται ἡ κακία, ἐνῷ τὸ πνεῦμα τῆς κενοδοξίας χαίρεται, ὅταν βλέπη νὰ πληθύνεται ἡ ἀρετή. Εἴσοδος γιὰ τὸ πρῶτο εἶναι τὰ πλήθη τῶν τραυμάτων, ἐνῷ γιὰ τὸ δεύτερο ὁ πλοῦτος τῶν καμάτων.

4. Παρατήρησε καὶ θὰ ἰδῆς ὅτι αὐτὴ ἡ ἀνόσιος, δηλαδὴ ἡ κενοδοξία, εἶναι ἀκμαία καὶ μέχρι τοῦ τάφου. Θὰ τὴν ἰδῆς στὰ ροῦχα καὶ στὰ μύρα καὶ στὴν νεκρικὴ πομπὴ καὶ στὰ ἀρώματα καὶ σὲ πολλὰ ἄλλα.

5. Παντοῦ λάμπει ὁ ἥλιος ἄφθονα, καὶ παντοῦ σὲ κάθε ἔργο χαίρεται ἡ κενοδοξία. Π.χ. ὅταν νηστεύω, κενοδοξῶ, ἀλλὰ καὶ ὅταν καταλύω γιὰ νὰ μὴ φανῆ ἡ ἀρετή μου, πάλι κενοδοξῶ μὲ τὴν ἰδέα ὅτι εἶμαι συνετός. Ὅταν φορῶ λαμπρὰ ροῦχα νικῶμαι ἀπ᾿ αὐτήν, ἀλλὰ καὶ ὅταν τὰ ἀντικαταστήσω μὲ ταπεινὰ πάλι κενοδοξῶ. Ὅταν ὁμιλῶ νικῶμαι, ἀλλὰ καὶ ὅταν σιωπῶ πάλι νικῶμαι. Ὅπως καὶ ἂν τὴν ρίξεις αὐτὴ τὴν τρίβολο ἄκανθα, ἵσταται ὄρθιο τὸ κεντρί της.

6. Ὁ κενόδοξος δείχνει ὅτι εἶναι πιστός, ἐνῷ εἶναι εἰδωλολάτρης. Φαινομενικὰ μὲν σέβεται τὸν Θεόν, ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα ἐπιζητεῖ νὰ ἀρέση στοὺς ἀνθρώπους καὶ ὄχι στὸν Θεόν. Κενόδοξος εἶναι κάθε ἐπιδεικτικὸς ἄνθρωπος. Τοῦ κενοδόξου ἡ νηστεία εἶναι χωρὶς μισθὸ καὶ ἡ προσευχὴ ἄκαιρη καὶ ἄστοχη. Διότι καὶ τὰ δυὸ τὰ κάνει γιὰ τὸν ἀνθρώπινο ἔπαινο. Ὁ κενόδοξος ἀσκητὴς εἶναι διπλὰ ἀδικημένος, ἀφοῦ καὶ τὸ σῶμα του τὸ τυραννεῖ, καὶ μισθὸ δὲν παίρνει.

7. Ποιὸς δὲν θὰ γελάση μὲ τὸν ἐργάτη τῆς κενοδοξίας ποὺ παρίσταται στὴν ψαλμῳδία καὶ ἐπηρεαζόμενος ἀπὸ αὐτήν, ἄλλοτε γελᾶ καὶ ἄλλοτε κλαίει ἐνώπιον ὅλων;

8. Ἀποκρύπτει πολλὲς φορὲς ὁ Θεὸς ἀπὸ τὰ μάτια μας καὶ τὰ καλὰ ποὺ ἔχομε ἀποκτήσει. Ἦλθε ὅμως αὐτὸς ποὺ συνηθίζει νὰ ἐπαινῆ, ἢ μᾶλλον νὰ πλανᾶ, καὶ μὲ τοὺς ἐπαίνους μᾶς ἄνοιξε τὰ μάτια. Καὶ μόλις αὐτὰ ἄνοιξαν, ἐξαφανίσθηκε ἀπὸ μέσα μας ὁ πνευματικὸς πλοῦτος.

9. Ἐκεῖνος ποὺ κολακεύει εἶναι ὑπηρέτης τῶν δαιμόνων, ὁδηγὸς πρὸς τὴν ὑπερηφάνεια, ἐξολοθρευτὴς τῆς κατανύξεως, ἀφανιστὴς τῶν καλῶν ἔργων, ἀποπλανητὴς ἀπὸ τὸ σωστὸ δρόμο. «Οἱ μακαρίζοντες ὑμᾶς, λέγει ὁ προφήτης, πλανῶσιν ὑμᾶς» (Ἡσ. γ´ 12).

10. Ἴδιον τῶν προχωρημένων στὴν ἀρετὴ εἶναι νὰ ὑπομένουν γενναῖα καὶ εὐχάριστα τὶς ὕβρεις. Ἴδιον ὅμως τῶν ἁγίων καὶ τῶν ὁσίων εἶναι νὰ παρέρχωνται ἀβλαβῶς τοὺς ἐπαίνους.

11. Εἶδα πενθοῦντας νὰ τοὺς ἐπαινοῦν καὶ νὰ ἐξοργίζωνται γι᾿ αὐτό. Ἔτσι σὰν σοφοὶ ἔμποροι σὲ πανήγυρι ἀντάλλαξαν τὸ πάθος τῆς κενοδοξίας μὲ τὸ πάθος τῆς ὀργῆς.

12. «Οὐδεὶς γινώσκει τὰ τοῦ ἀνθρώπου, εἰ μὴ τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου τὸ ἐν αὐτῷ» (Α´ Κορ. β´ 11). Γι᾿ αὐτὸ ἂς αἰσχυνθοῦν καὶ ἂς κλείσουν τὸ στόμα τους ὅσοι ἐγκωμιάζουν τοὺς ἄλλους κατὰ πρόσωπον.

13. Ὅταν ἀκούσης ὅτι ὁ πλησίον σου ἢ ὁ φίλος σου σὲ περιεγέλασε πίσω σου ἢ ἐμπρός σου, ἐσὺ νὰ τοῦ δείξης ἀγάπη καὶ νὰ τὸν ἐπαινέσης.

14. Εἶναι μεγάλο πράγμα τὸ νὰ ἀποδιώξης ἀπὸ τὴν ψυχή σου τὸν ἔπαινο τῶν ἀνθρώπων. Μεγαλύτερο ὅμως εἶναι τὸ νὰ ἀποδιώξης τὸν ἔπαινο τῶν δαιμόνων.

15. Δὲν ἔδειξε ταπεινοφροσύνη αὐτὸς ὁ ὁποῖος ἐξευτέλισε τὸν ἑαυτό του· γιατί πῶς δὲν θὰ σηκώση κανεὶς τὰ ἰδικά του λόγια; ἀλλὰ ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἐξυβρίσθη ἀπὸ ἄλλον καὶ παρὰ ταῦτα δὲν ἐλάττωσε ἀπέναντί του τὴν ἀγάπη του.

16. Ἐπεσήμανα τὸν δαίμονα τῆς κενοδοξίας νὰ σπείρη λογισμοὺς σὲ κάποιον ἀδελφό, καὶ συγχρόνως νὰ τοὺς φανερώνη αὐτοὺς καὶ σ᾿ ἕναν ἄλλο. Καὶ ἐν συνεχείᾳ νὰ κάνη τὸν δεύτερο νὰ ἀποκαλύψη στὸν πρῶτο τὰ μυστικὰ τῆς καρδιᾶς του, ὥστε αὐτὸς νὰ τὸν μακαρίζη ὡς προορατικό. Μερικὲς φορὲς ὁ ἀνόσιος δαίμων τῆς κενοδοξίας ἐγγίζει καὶ στὰ μέλη τοῦ σώματος καὶ προξενεῖ διάφορες κινήσεις καὶ παλμούς.

Μὴν τὸν παραδεχθῆς τὸν δαίμονα αὐτόν, ὅταν σου ὁμιλῆ γιὰ ἐπισκοπὲς ἢ ἡγουμενίες ἢ διδασκαλικὰ ἀξιώματα. Πρόσεξε γιατί εἶναι δύσκολο νὰ ἀπομακρύνης τὸν σκύλο ἀπὸ τὸ τραπέζι τοῦ κρεοπωλείου. Μόλις αὐτὸς ἀντιληφθῆ ὅτι ἔχομε κάποια εἰρηνικὴ κατάστασι, μᾶς προτρέπει ἀμέσως νὰ ἐγκαταλείψωμε τὴν ἔρημο καὶ νὰ ἀναχωρήσωμε γιὰ τὸν κόσμο. «Πήγαινε, μᾶς λέγει, νὰ σώσης ψυχὲς οἱ ὁποῖες χάνονται»!

17. Ἄλλη εἶναι ἡ μορφὴ τῶν Αἰθιόπων καὶ ἄλλη ἡ μορφὴ τῶν ἀνδριάντων. Κατὰ παρόμοιο τρόπο ἄλλη εἶναι ἡ μορφὴ τῆς κενοδοξίας τῶν κοινοβιατῶν καὶ ἄλλη τῶν ἐρημιτῶν.

18. Τὶς ἐπισκέψεις τῶν κοσμικῶν στὴν Μονὴ τὶς ἀντιλαμβάνεται πρώτη ἡ κενοδοξία καὶ προτρέπει τοὺς πιὸ ἐλαφροὺς μοναχοὺς νὰ ἐξέλθουν νὰ ὑποδεχθοῦν τοὺς ἐρχομένους. Τοὺς κάνει νὰ πέφτουν στὰ πόδια τους, καὶ ἔτσι φορεῖ τὸ προσωπεῖο τῆς ταπεινοφροσύνης αὐτὴ ποὺ ξεχειλίζει ἀπὸ ὑπερηφάνεια. Κάνει συνεσταλμένο καὶ ταπεινὸ τὸν τρόπο τῆς συμπεριφορὰς καὶ τὸν τόνο τῆς φωνῆς καὶ κοιτάζει στὰ χέρια τῶν ἐπισκεπτῶν γιὰ νὰ λάβη τὰ δῶρα τους. Ἐπὶ πλέον τοὺς ἀποκαλεῖ κυρίους καὶ προστάτας καὶ ὅτι σ᾿ αὐτοὺς χρωστοῦν μετὰ τὸν Θεὸν τὴν ζωή τους οἱ μοναχοί.

Ἐν συνεχείᾳ ἐνῷ ἐκάθισαν στὴν τράπεζα, τοὺς προτρέπει νὰ ἐγκρατεύωνται καὶ νὰ ἐπιπλήττουν αὐστηρὰ τοὺς κατωτέρους, διότι δῆθεν αὐτοὶ δὲν ἐγκρατεύονται. Ἐνῷ ἦλθε ἡ ὥρα τῆς ψαλμῳδίας, τοὺς ρᾳθύμους τοὺς ἔκανε προθύμους, τοὺς ἀφώνους καλλιφώνους καὶ τοὺς νυσταλέους ἀγρύπνους. Τοὺς προτρέπει ἀκόμη νὰ καλοπιάνουν τὸν κανονάρχη καὶ νὰ τὸν ἐκλιπαροῦν νὰ τοὺς παραχωρήση τὰ πρωτεῖα στὴν ψαλμῳδία. Τοὺς κάνει νὰ τὸν ἀποκαλοῦν πατέρα καὶ διδάσκαλο. Καὶ ὅλα αὐτὰ ἕως ὅτου ἀναχωρήσουν οἱ ξένοι!

Ὅσους τιμῶνται καὶ προτιμῶνται τοὺς ὠδήγησε στὴν ὑπερηφάνεια καὶ ὅσους καταφρονοῦνται στὴν μνησικακία.

19. Ἡ κενοδοξία πολλὲς φορὲς ἀντὶ γιὰ τιμὴ προξένησε ἀτιμία. Διότι συνέβη νὰ ὀργισθοῦν (ἐξ αἰτίας της) οἱ μαθηταί της, καὶ ἔτσι τοὺς ἐντρόπιασε ἀφάνταστα (ἐμπρὸς στοὺς ἄλλους). Ἡ κενοδοξία τοὺς ὀξύθυμους ἐπὶ παρουσίᾳ ἀνθρώπων τοὺς μετέβαλε σὲ πρᾴους. Κάνει μεγάλη ἕφοδο σὲ ὅσους ἔχουν φυσικὰ χαρίσματα, καὶ ἐκμεταλλευομένη αὐτὰ ὡδήγησε πολλὲς φορὲς τοὺς ἀθλίους στὴν πτῶσι.

20. Εἶδα ἕναν δαίμονα ποὺ ἐλύπησε καὶ ἐδίωξε τὸν ἀδελφό του! Ἐνῷ δηλαδὴ ἕνας μοναχὸς ἦταν ὠργισμένος, ἔφθασαν κοσμικοὶ ἐπισκέπτες, ὁπότε μετεπωλήθη ὁ ἄθλιος ἀπὸ τὴν ὀργὴ στὴν κενοδοξία, δηλαδὴ ἐμφανίσθηκε ὡς πρᾴος στὰ μάτια τῶν ἐπισκεπτῶν. Δὲν μποροῦσε βεβαίως νὰ δουλεύη συγχρόνως καὶ στὰ δυὸ πάθη, καὶ στὴν ὀργὴ καὶ στὴν κενοδοξία.

21. Αὐτὸς ποὺ πουλήθηκε στὴν κενοδοξία ζῆ διπλὴ ζωή. Ἐξωτερικὰ καὶ μὲ τὸ σχῆμα του ζῆ ὡς μοναχός, μὲ τὶς ἐσωτερικές του ὅμως σκέψεις καὶ διαθέσεις ὡς κοσμικός.

22. Ἐὰν σπεύδωμε γρήγορα νὰ ἐπιτύχωμε τὴν εὐαρέστησι τὴν ἄνω, ἂς φροντίζωμε πολὺ νὰ γευθοῦμε καὶ τὴν ἄνω δόξα. Διότι αὐτὸς ποὺ ἐγεύθηκε ἐκείνη τὴν δόξα, θὰ καταφρονήση κάθε ἐπίγειο δόξα. Ἀπορῶ δὲ πῶς θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ καταφρονήση τὴν δεύτερη, χωρὶς νὰ γευθῆ τὴν πρώτη.

23. Πολλὲς φορές, ἐνῷ μας εἶχε κλέψει ἡ κενοδοξία, γυρίσαμε καὶ τὴν ἐκλέψαμε ἐμεῖς μὲ πιὸ ἔξυπνο τρόπο. Εἶδα μερικοὺς ποὺ ἄρχισαν κάποια πνευματικὴ προσπάθεια ἀπὸ κενοδοξία καί, μολονότι ἡ ἀρχὴ ἦταν ἀξιόμεμπτη, τὸ τέλος ὑπῆρξε καλὸ καὶ ἐπαινετό, διότι ἐν τῷ μεταξὺ μετέστρεψαν τὴν κακὴ σκέψι.

24. Ὅποιος ὑπερηφανεύεται γιὰ φυσικὰ χαρίσματα, δηλαδὴ ὀξύνοια, εὐκολία στὴν μάθησι, στὴν ἀνάγνωσι καὶ στὴν προφορά, εὐφυΐα καὶ ἄλλα παρόμοια, αὐτὸς οὐδέποτε θὰ ἀποκτήση τὰ ὑπερφυσικὰ ἀγαθά. Διότι ὁ ἄπιστος στὰ ὀλίγα θὰ φανῆ καὶ στὰ πολλὰ ἄπιστος καὶ κενόδοξος.

25. Γιὰ τὴν ἀπόκτησι τῆς τελείας ἀγάπης καὶ πλουσίων χαρισμάτων καὶ θαυματουργικῆς καὶ προορατικῆς δυνάμεως, πολλοὶ βασανίζουν καὶ καταπονοῦν ἀδίκως τὸ σῶμα τους. Ἐλησμόνησαν οἱ ταλαίπωροι ὅτι ὄχι οἱ κόποι, ἀλλὰ κυρίως ἡ ταπείνωσις εἶναι ἡ μητέρα ὅλων αὐτῶν. Ὅποιος ἀπαιτεῖ πνευματικὰ δῶρα ἀντὶ τῶν κόπων του, ἔβαλε σαθρὸ θεμέλιο. Ὅποιος ὅμως θεωρεῖ τὸν ἑαυτόν του χρεώστη δοῦλο, αὐτὸς ξαφνικὰ θὰ λάβη ἀπὸ τὸν Θεὸν ἀνέλπιστο πνευματικὸ πλοῦτο.

26. Μὴ πείθεσαι στὸν λικμήτορα, στὸν δαίμονα δηλ. ποὺ λιχνίζει καὶ καταστρέφει, ὅταν σοῦ προτείνη νὰ παρουσιάζης τὶς ἀρετές σου, γιὰ νὰ ὠφεληθοῦν δῆθεν ὅσοι σὲ ἀκούουν. «Τί γὰρ ὠφεληθήσεται ἄνθρωπος, ἐὰν ὅλον τὸν κόσμο κερδήση ἢ ὠφελήση, ἑαυτὸν δὲ ζημιώση»; (Ματθ. ις´ 26). Τίποτε δὲν ὠφελεῖ περισσότερο αὐτοὺς ποὺ μᾶς βλέπουν ἀπὸ τὴν ταπεινὴ καὶ εἰλικρινὴ συμπεριφορὰ καὶ τὸν ἀνεπιτήδευτο λόγο. Ἔτσι δίδεται καὶ στοὺς ἄλλους παράδειγμα νὰ μὴν ὑπερηφανεύωνται ποτέ, πράγμα ἀπὸ τὸ ὁποῖο τί ὑπάρχει περισσότερο ὠφέλιμο;

27. Κάποιος ἀπὸ τοὺς προορατικοὺς Πατέρας ἐπρόσεξε τὰ ἑξῆς τὰ ὁποῖα καὶ διηγεῖτο: «Ἐνῷ καθόμουν σὲ σύναξι μοναχῶν, ἦλθαν οἱ δαίμονες τῆς κενοδοξίας καὶ τῆς ὑπερηφανείας καὶ κάθησαν δεξιὰ καὶ ἀριστερά μου. Καὶ ὁ πρῶτος μοῦ ἐκεντοῦσε τὴν πλευρὰ μὲ τὸν δάκτυλο τῆς κενοδοξίας καὶ μὲ προέτρεπε νὰ εἰπῶ σὲ κάποιο ὅραμα ἢ κάτι ποὺ ἐπετέλεσα στὴν ἔρημο. Μόλις ὅμως τὸν ἀπέκρουσα, λέγοντας, «ἀποστραφείησαν εἰς τὰ ὀπίσω καὶ καταισχυθείησαν οἱ λογιζόμενοί μοι κακά» (Ψαλμ. ξθ´ 3), ἀμέσως ὁ δεύτερος ὁ ἐξ ἀριστερῶν μοῦ ψιθύριζε στὸ αὐτί: «Εὖγε! Πολὺ καλὰ ἔκανες! Ἔγινες μέγας, ἀφοῦ ἐνίκησες τὴν ἀναιδέστατη μητέρα μου». Τότε ἐγώ, χρησιμοποιώντας εὔστοχα τὸν ἑπόμενο στίχο τοῦ Ψαλμοῦ, ἀπήντησα: «Ἀποστραφήτωσαν παραυτίκα αἰσχυνόμενοι οἱ λέγοντές μοι· εὖγε, εὖγε πεποίηκας»! (πρβλ. Ψαλμ. ξθ´ 4).

Ὅταν ἐρώτησα τὸν προορατικὸν αὐτόν, «πῶς ἡ κενοδοξία συμβαίνει νὰ εἶναι μητέρα τῆς ὑπερηφανείας», μοῦ ἀπήντησε:

«Οἱ μὲν ἔπαινοι ἐξυψώνουν καὶ δημιουργοῦν φυσίωσι· ὅταν δὲ ἐξυψωθῆ ἡ ψυχή, τὴν παραλαμβάνει τότε ἡ ὑπερηφάνεια καὶ «ἀναφέρει αὐτὴν ἕως τῶν οὐρανῶν καὶ καταφέρει ἕως τῶν ἀβύσσων» (πρβλ. Ψαλμ. ρς´ 26).

28. Ὑπάρχει δόξα ποὺ μᾶς ἔρχεται ἀπὸ τὸν Κύριον. «Τοὺς γὰρ δοξάζοντάς με, λέγει, δοξάσω» (Α´ Βασ. β´ 30). Καὶ ὑπάρχει δόξα ποὺ εἶναι συνέπεια διαβολικῆς ἐργασίας καὶ ἀπάτης. «Οὐαὶ γάρ, λέγει, ὅταν καλῶς ὑμᾶς εἴπωσι πάντες οἱ ἄνθρωποι» (Λουκ. ς´ 26).

29. Θὰ ἀντιληφθῆς σαφῶς τὴν πρώτη δόξα, ὅταν τὴν θεωρῆς ἐπικίνδυνη, ὅταν τὴν ἀποφεύγης παντοιοτρόπως καὶ ὅταν ἀποκρύπτης τὴν καλή σου ζωὴ ὅπου καὶ ἂν εὑρίσκεσαι. Τὴν Δευτέρα δόξα ἀντιθέτως θὰ τὴν ἀντιληφθῆς, ὅταν καὶ τὸ παραμικρὸ τὸ κάνης «πρὸς τὸ θεαθῆναι τοῖς ἀνθρώποις» (Ματθ. κγ´ 5).

Μᾶς ὑποβάλλει ἡ μιαρὰ κενοδοξία νὰ κάνουμε πὼς ἔχομε ἀρετὲς ποὺ δὲ ἔχομε, παραπλανώντας μας μὲ τὸ ρητό: «Οὕτω λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα» (Ματθ. ε´ 16).

Πολλὲς φορὲς ὁ Κύριος ὠδήγησε τοὺς κενοδόξους σε ἀκενοδοξία μὲ κάποιο ἀτιμωτικὸ γεγονὸς ποὺ ἐπέτρεψε νὰ συμβῆ.

30. Ἀρχὴ τῆς ἀκενοδοξίας εἶναι ἡ προφύλαξις τοῦ στόματος καὶ ἡ ἀγάπη τῆς ἀτιμίας. Μέσον, ἡ ἀπόρριψις κάθε ἔργου ποὺ μᾶς προτείνουν οἱ λογισμοὶ τῆς κενοδοξίας. Καὶ τέλος, ἐὰν βεβαίως ὑπάρχει τέλος στὴν ἄβυσσο, τὸ νὰ πράττωμε ἀσυναίσθητα ἐνώπιον πλήθους κάθε τί ποὺ μᾶς ἐκθέτει.

31. Μὴ ἀποκρύπτης τὴν αἰσχύνη σου, μὲ τὴν σκέψι νὰ μὴ γίνης αἰτία σκανδάλου. Ὅμως δὲν πρέπει ἴσως νὰ χρησιμοποιῆται πάντοτε τὸ ἴδιο φαρμακευτικὸ ἔμπλαστρο, ἀλλὰ νὰ λαμβάνεται ὑπ᾿ ὄψιν καὶ τὸ εἶδος τοῦ σφάλματος.

32. Ὅταν ἐμεῖς ἐπιδιώκωμε τὴν δόξα καὶ ὅταν μόνη της μᾶς στέλλεται ἀπὸ ἄλλους καὶ ὅταν ἐπιχειρήσωμε κάτι χάριν κενοδοξίας, τότε ἂς ἐνθυμηθοῦμε τὸ πένθος μας καὶ τὴν μετὰ συντριβῆς καὶ φόβου προσευχή μας, καὶ τότε ὁπωσδήποτε θὰ τὴν ἐκδιώξωμε τὴν ἀναίσχυντη κενοδοξία, ἐὰν βεβαίως καλλιεργοῦμε πραγματικὰ τὴν προσευχή. Διαφορετικά, ἂς φέρωμε ἀμέσως στὴν σκέψι μας τὴν ὥρα τοῦ θανάτου μας. Καὶ ἂν ἐπιμένη ἀκόμη, ἂς φοβηθοῦμε τουλάχιστον τὴν καταισχύνη ποὺ ἀκολουθεῖ στὴν δόξα αὐτή, ἐφ᾿ ὅσον «ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται» (Λουκ. ιη´ 14). «Ταπεινωθήσεται» ὄχι μόνο στὴν ἄλλη ζωή, ἀλλὰ ὁπωσδήποτε καὶ ἐδῶ.

33. Ὅταν οἱ ἐπαινοῦντες ἢ μᾶλλον οἱ ἀποπλανῶντες ἀρχίσουν νὰ μᾶς ἐπαινοῦν, ἂς ἐνθυμηθοῦμε ἀμέσως τὸ πλῆθος τῶν ἀνομιῶν μας, καὶ ἀσφαλῶς θὰ ἰδοῦμε ὅτι εἴμαστε ἀνάξιοι τῶν ἐπαίνων καὶ τῶν τιμῶν.

34. Ὑπάρχουν καὶ μερικοὶ κενόδοξοι ποὺ θεωροῦν ὑποχρεωμένο τὸν Θεὸν νὰ τοὺς εἰσακούση σὲ ὡρισμένα αἰτήματά τους. Ὁ δὲ Κύριος συνηθίζει νὰ τοὺς προλαμβάνη καὶ νὰ πραγματοποιῆ ὅ,τι θὰ τοῦ ζητοῦσαν στὶς προσευχές τους· καὶ τοῦτο, γιὰ νὰ μὴ τὰ λάβουν μὲ τὴν προσευχὴ καὶ αὐξήσουν τὴν οἴησί τους.

35. Ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον οἱ ἁπλοὶ καὶ ἀπονήρευτοι δὲν περιπίπτουν στὸ φαρμακερὸ αὐτὸ πάθος, ἀφοῦ ἄλλωστε ἡ κενοδοξία εἶναι διώκτης τῆς ἁπλότητος καὶ ἐπίπλαστη συμπεριφορά.

36. Ὑπάρχει κάποιο σκουλήκι πού, ἀφοῦ αὐξηθῆ, βγάζει πτερὰ καὶ πετᾶ στὰ ὕψη. Ὁμοίως καὶ ἡ κενοδοξία σὰν αὐξηθῆ, γεννὰ τὴν ὑπερηφάνεια, ποὺ εἶναι ὁ ἀρχηγὸς καὶ ἡ τελείωσις, (ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος), ὅλων τῶν κακῶν.

Βαθμὶς εἰκοστὴ πρώτη!

Ὅποιος ἀπὸ αὐτήν, τὴν κενοδοξία, δὲν αἰχμαλωτίσθηκε, δὲν θὰ περιπέση στὴν ἐχθρὰν τοῦ Θεοῦ ἀκέφαλο ὑπερηφάνεια.

Εορτή του Οσίου Γεωργίου, του εν Μαλεώ

Εορτή του Οσίου Γεωργίου, του εν Μαλεώ
Γιορτάζουμε σήμερα 4 Απριλίου, ημέρα μνήμης του Οσίου Γεωργίου, του εν Μαλεώ.

Από νεαρή ηλικία αγάπησε ολόψυχα τον Κύριο. Επειδή όμως οι γονείς του, παρά τη θέληση του, θέλησαν να τον παντρέψουν, ο Γεώργιος έγινε μοναχός και επιδόθηκε με όλη του τη δύναμη σε κάθε είδους άσκηση, δηλαδή νηστεία, σκληραγωγία, προσευχή, μελέτη των θείων Γραφών και άλλα.

Πολλοί που προσέτρεχαν στον Όσιο, φωτίζονταν και επέστρεφαν δια της μετανοίας στον Χριστό. Αλλά επειδή ήταν πολλοί αυτοί πού τον επισκέπτονταν, δεν τον άφηναν ήσυχο να προσευχηθεί και ο Όσιος αποσύρθηκε στο όρος Μαλαιό όπου ησύχαζε.

Αλλά και εκεί μαζεύτηκε πλήθος Μοναχών, τους οποίους ο όσιος καθοδηγούσε με προσευχή και άσκηση. Τόσο δε πρόκοψε στην αρετή, ώστε έγινε ξακουστός και θαυμαστός και στους άρχοντες, ακόμα και στους βασιλείς, στους οποίους είχε γράψει πολλές και αξιόλογες συμβουλευτικές επιστολές για διάφορα ζητήματα.

Το τέλος της επίγειας ζωής του, προείπε ο Όσιος πρίν τρία χρόνια. Έτσι αφού ασθένησε για λίγο, μάζεψε τους μοναχούς του όρους Μαλαιό και αφού τους έδωσε θείες συμβουλές παρέδωσε τη δίκαια ψυχή του στον Θεό, πού τόσο αγάπησε από βρέφος.

Στους εορτάζοντες και στις εορτάζουσες, χρόνια πολλά και ευάρεστα στο Θεό !!!

Απολυτίκιο:
Ήχος δ'. Ταχύ προκατάλαβε.
Ως θείον Γεώργιον, δικαιοσύνης καρπούς, πλουσίως εξήνεγκας, δι' ενάρετου ζωής, Γεώργιε Όσιε, συ γαρ καθάπερ φοίνιξ, εν ασκήσει βλαστήσας, τρέφεις τη δωρεά σου, την Χριστού Εκκλησίαν όθεν αεί ευχαρίστως, τιμά την μνήμη σου.

Ὁ Ὅσιος Ζωσιμᾶς




Ἀπὸ μικρὸς ἀσκήθηκε σ᾿ ὅλα τὰ εἴδη τῶν ἀρετῶν. Ἐπισκέφθηκε γύρω στοὺς χίλιους διακρινόμενους γιὰ τὴν ἀρετή τους Ἀσκητές, καὶ ἀπὸ κάθε ἕναν ἀπ᾿ αὐτοὺς ἔπαιρνε θεοπρεπῆ ὑποδείγματα ἀκριβοῦς καὶ ὀρθῆς ἀσκητικῆς ζωῆς. Μετὰ ἀπὸ μία περίοδο ἡσυχαστικῆς ζωῆς, ὁ Ζωσιμᾶς, πῆγε στὸ Μοναστήρι τοῦ Τιμίου Προδρόμου κοντὰ στὸν Ἰορδάνη ποταμό, ὅπου μόναζε μαζὶ μὲ τοὺς ἐκεῖ μοναχούς.

Κατὰ τὶς ἡμέρες τῆς ἁγίας καὶ Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ὅπως συνήθιζε, βγῆκε στὴν ἔρημο γιὰ περισσότερη ἄσκηση. Ἐκεῖ συνάντησε τὴν Ὁσία Μαρία τὴν Αἰγύπτια, καὶ ἀφοῦ τὴν δίδαξε καὶ τὴν καθοδήγησε, καὶ ὠφελήθηκε καὶ αὐτὸς ἀπ᾿ αὐτή, ἐπέστρεψε στὸ Μοναστήρι του, ὅπου διηγήθηκε στοὺς ἐκεῖ Πατέρες τὸ θαῦμα ποὺ συνάντησε στὴν ἔρημο.

Τὸν ἑπόμενο χρόνο, ἐπανῆλθε στὸν τόπο αὐτὸ τῆς ἐρήμου, ὅπου καὶ πάλι συνάντησε τὴν Ὁσία Μαρία τὴν Αἰγύπτια καὶ τὴν μετάλαβε τῶν Ἀχράντων καὶ Ζωοποιῶν τοῦ Χριστοῦ Μυστηρίων. Ὅταν ὅμως καὶ τὸν ἑπόμενο χρόνο ἐπανῆλθε, τὴν βρῆκε νεκρὴ καὶ τὴν κήδευσε.

Μετὰ ἀπ᾿ ὅλα αὐτά, πῆγε καὶ διηγήθηκε τὰ γεγονότα στὸν Πατριάρχη Ἱεροσολύμων, καὶ ἀργότερα τὰ παρέδωσε ἐγγράφως στοὺς μεταγενέστερους γιὰ ψυχικὴ ὠφέλεια. Ὁ Ζωσιμᾶς πέθανε σὲ βαθιὰ γεράματα μέσα στὸ κελλί του, ἀσκούμενος μέχρι τέλους στὴν ἀρετή.

Ὁ Ὅσιος Θεωνᾶς ποὺ ἀσκήτευσε στὴ Μονὴ Παντοκράτορας Ἁγίου Ὄρους καὶ κατόπιν ἔγινε Ἐπίσκοπος Θεσσαλονίκης

Ποιὰ ἡ Πατρίδα του καὶ ποιοὶ οἱ γονεῖς του δὲν γνωρίζουμε, διότι δὲν διασώθηκαν ἀνάλογες πληροφορίες. Γνωρίζουμε μόνο, ὅτι ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ λόγιους καὶ ἀσκητικώτερους Ἁγιορεῖτες Πατέρες, ποὺ ἔζησε στὸν 16ο αἰῶνα στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ συγκεκριμένα στὴ Μονὴ Παντοκράτορος. 

Γιὰ τὴν ἀσκητικὴ καὶ ἐνάρετη ζωή του, κλήθηκε ἡγούμενος τῆς Μονῆς Ἁγίας Ἀναστασίας τῆς Φαρμακολυτρίας, ποὺ βρίσκεται κοντὰ στὴ Θεσσαλονίκη. Ἡ φήμη τῆς ἁγιότητάς του, διαδόθηκε σ᾿ ὅλα τὰ περίχωρα καὶ οἱ Θεσσαλονικεῖς μὲ τὴν πρώτη εὐκαιρία τὸν ἔκαναν Ἀρχιεπίσκοπό τους. 

Θεοπρεπῶς ἀφοῦ ποίμανε τὸ ποίμνιό του, ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ τὸ 1544 ἢ 1545. Τὸ ἱερὸ λείψανό του, ἀποθησαυρίζει ἡ Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίας Ἀναστασίας Φαρμοκολυτρίας καὶ κάνει πολλὰ θαύματα

Συναξαριστής της 4ης Απριλίου

Ὁ Ὅσιος Γεώργιος ποὺ ἀσκήτευσε στὸ ὄρος Μαλαιό

 


Ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία ἀγάπησε ὁλόψυχα τὸν Κύριο. Ἐπειδὴ ὅμως οἱ γονεῖς του, παρὰ τὴν θέλησή του, θέλησαν νὰ τὸν παντρέψουν, ὁ Γεώργιος ἔγινε μοναχὸς καὶ ἐπιδόθηκε μὲ ὅλη του τὴν δύναμη σὲ κάθε εἴδους ἄσκηση, δηλαδὴ νηστεία, σκληραγωγία, προσευχή, μελέτη τῶν θείων Γραφῶν καὶ ἄλλα.

Πολλοὶ ποὺ προσέτρεχαν στὸν Ὅσιο, φωτίζονταν καὶ ἐπέστρεφαν διὰ τῆς μετανοίας στὸν Χριστό. Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ ἦταν πολλοὶ αὐτοὶ ποὺ τὸν ἐπισκέπτονταν, δὲν τὸν ἄφηναν ἥσυχο νὰ προσευχηθεῖ καὶ ὁ Ὅσιος ἀποσύρθηκε στὸ ὄρος Μαλαιὸ ὅπου ἡσύχαζε. Ἀλλὰ καὶ ἐκεῖ μαζεύτηκε πλῆθος Μοναχῶν, τοὺς ὁποίους ὁ Ὅσιος καθοδηγοῦσε μὲ προσευχὴ καὶ ἄσκηση.

Τόσο δὲ πρόκοψε στὴν ἀρετή, ὥστε ἔγινε ξακουστὸς καὶ θαυμαστὸς καὶ στοὺς ἄρχοντες, ἀκόμα καὶ στοὺς βασιλεῖς, στοὺς ὁποίους εἶχε γράψει πολλὲς καὶ ἀξιόλογες συμβουλευτικὲς ἐπιστολὲς γιὰ διάφορα ζητήματα.

Τὸ τέλος τῆς ἐπίγειας ζωῆς του, προεῖπε ὁ Ὅσιος πρὶν τρία χρόνια. Ἔτσι ἀφοῦ ἀσθένησε γιὰ λίγο, μάζεψε τοὺς μοναχοὺς τοῦ ὄρους Μαλαιοῦ, καὶ ἀφοῦ τοὺς ἔδωσε θεῖες συμβουλὲς παρέδωσε τὴν δικαία ψυχή του στὸν Θεό, ποὺ τόσο ἀγάπησε ἀπὸ βρέφος.

Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς θεῖον Γεώργιον, δικαιοσύνης καρπούς, πλουσίως ἐξήνεγκας, δι’ ἐνάρετου ζωῆς, Γεώργιε Ὅσιε, σὺ γὰρ καθάπερ φοῖνιξ, ἐν ἀσκήσει βλαστήσας, τρέφεις τὴ δωρεά σου, τὴν Χριστοῦ Ἐκκλησίαν ὅθεν ἀεὶ εὐχαρίστως, τιμᾷ τὴν μνήμη σου.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος πλ. δ’.
Ταῖς τῶν δακρύων σου ῥοαῖς, τῆς ἐρήμου τό ἄγονον ἐγεώργησας· καί τοῖς ἐκ βάθους στεναγμοῖς, εἰς ἑκατόν τούς πόνους ἐκαρποφόρησας· καί γέγονας φωστήρ τῇ οἰκουμένῃ, λάμπων τοῖς θαύμασιν, Γεώργιε Πατήρ ἡμῶν ὅσιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.

Κοντάκιον Ἦχος γ'. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Γεωργός πανάριστος, τῆς ἐγκρατείας ἐγένου, τὸ δοθέν σοι τάλαντον, ἀσκητικῶς ἐπαυξήσας· ὅθεν σοι, ἡ ἐπουράνιος κληρουχία, δίδοται, ἀνθ᾽ὧν διήνυσας Πάτερ πόνων· ὁ Χριστός γάρ σε δοξάζει, ὃν ἵλεών μοι δίδου Γεώργιε.

 
Οἱ Ἅγιοι Θεόδουλος καὶ Ἀγαθάπους (ἢ Ἀγαθόπους)

Κατάγονταν καὶ οἱ δυὸ ἀπὸ τὴν νύμφη τοῦ Θερμαϊκοῦ, τὴ Θεσσαλονίκη. Ἔζησαν στὰ πρῶτα χρόνια τῶν διωγμῶν. Ὁ Ἀγαθάποδας ἦταν γέροντας καὶ νεώτερος ὁ Θεόδουλος. Ἀλλὰ ἡ χριστιανικὴ ἀγάπη τοὺς ἔνωνε ἀδελφικότατα. Μελετοῦσαν μαζὶ τὶς Γραφές, ἐργάζονταν γιὰ τὴν ἐξάπλωση τοῦ Εὐαγγελίου καὶ μοχθοῦσαν ὑπηρετῶντας τοὺς πάσχοντες καὶ στερημένους ἀδελφούς τους.

Κάποια νύχτα, ὅμως, συνέβη κάτι παράδοξο. Εἶδαν καὶ οἱ δυὸ τὸ ἴδιο ὄνειρο. Ὅτι, δηλαδή, ταξίδευαν μὲ πλοῖο καὶ ξαφνικὰ ἔγινε τρικυμία, καὶ τὸ πλοῖο ἔσπασε στὰ δυό. Αὐτοί, ὅμως, σώθηκαν καὶ ἀνέβηκαν σ᾿ ἕνα βουνό, ποὺ ἡ κορυφή του ἔφθανε στὸν οὐρανό. Τὴν ἑπομένη μέρα, τὸ ὄνειρο ἔγινε πραγματικότητα. Τοὺς συλλαμβάνουν καὶ κατάλαβαν ὅτι τοὺς περίμεναν κύματα θανάτου.

Ὁ ἄρχοντας Φουστῖνος ζητᾶ νὰ ἀρνηθοῦν τὸ Χριστό. Αὐτοί, καὶ οἱ δυό, Τὸν ὁμολογοῦν μὲ θάῤῥος. Τότε, τοὺς ῥίχνουν στὴ θάλασσα. Στὸ βυθό της, βέβαια, πῆγαν τὰ φθαρτά τους σώματα. Οἱ ψυχές τους, ὅμως, ἀνέβηκαν στὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἀξιώθηκαν νὰ φέρουν «ἐπὶ τὰς κεφάλας αὐτῶν στεφάνους χρυσούς». Νὰ ἔχουν, δηλαδή, στὰ κεφάλια τοὺς στεφάνια χρυσά, σύμβολα τῆς νίκης καὶ τοῦ ἐνδόξου θριάμβου τους.

 
Ἡ Ἁγία Φερφούθη μετὰ τῆς ἀδελφῆς καὶ ἀνιψιᾶς της

Ἔζησαν τὸν 4ο αἰῶνα, στὰ χρόνια τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, καὶ ὅταν βασιλιὰς στὴν Περσία ἦταν ὁ Σαπὼρ ὁ Β´. Ὅταν κάποτε ἡ περσίδα βασίλισσα ἀῤῥώστησε, μερικὲς γυναῖκες ἀπέδωσαν τὴν ἀῤῥώστεια της στὶς μαγικὲς ἐνέργειες τῆς Περσίδας Φερφούθης καὶ τῆς ἀδελφῆς της.

Συνελήφθησαν λοιπὸν καὶ ὑποβλήθηκαν σὲ ἀνάκριση. Ἀπολογήθηκαν ὅτι ἦταν ἐντελῶς ἀθῷες ἀπὸ τέτοιο ἔγκλημα, διότι ἀσπάζονταν τὴν χριστιανικὴ πίστη, ποὺ καταδικάζει τὶς μαγεῖες. Ἡ ἐνοχή τους βέβαια δὲν ἀποδείχτηκε, ἀλλὰ ἡ δήλωση, ὅτι ἦταν χριστιανές, κίνησε τὴν δυσμένεια τοῦ κριτῆ ἐναντίον τους.

Ἔτσι, σὰν δῆθεν μάγισσες καὶ σὰν χριστιανές, καταδικάστηκαν σὲ θάνατο. Καὶ μαζὶ μ᾿ αὐτές, καταδικάστηκε καὶ ἡ κόρη τῆς ἀδελφῆς τῆς Φερφούθης - ἡ ἀνιψιά της δηλαδὴ - ἁπαλὸ ἀκόμη καὶ νεαρότατο κοριτσάκι. Ἡ τερατώδης αὐτὴ καταδίκη, μᾶλλον εὐχαρίστησε τὶς ἅγιες γυναῖκες, διότι ἔπασχαν γιὰ τὸ Χριστό. Ὁ τρόπος τοῦ θανάτου τους ὑπῆρξε ὠμότατος. Τὶς πριόνισαν κάθετα ἀπὸ τὸ λαιμὸ μέχρι τὰ πόδια, καὶ ἔτσι ὅπως ἦταν διχοτομημένα τὰ σώματά τους τὰ κάρφωσαν πάνω σὲ ξύλα.

 
Ὁ Ὅσιος Πούπλιος

Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.


Οἱ Ὅσιοι Θεωνᾶς, Συμεὼν καὶ Φερβῖνος

Ἀπεβίωσαν εἰρηνικά.

 
Ὁ Ὅσιος Ζωσιμᾶς

 


Ἀπὸ μικρὸς ἀσκήθηκε σ᾿ ὅλα τὰ εἴδη τῶν ἀρετῶν. Ἐπισκέφθηκε γύρω στοὺς χίλιους διακρινόμενους γιὰ τὴν ἀρετή τους Ἀσκητές, καὶ ἀπὸ κάθε ἕναν ἀπ᾿ αὐτοὺς ἔπαιρνε θεοπρεπῆ ὑποδείγματα ἀκριβοῦς καὶ ὀρθῆς ἀσκητικῆς ζωῆς. Μετὰ ἀπὸ μία περίοδο ἡσυχαστικῆς ζωῆς, ὁ Ζωσιμᾶς, πῆγε στὸ Μοναστήρι τοῦ Τιμίου Προδρόμου κοντὰ στὸν Ἰορδάνη ποταμό, ὅπου μόναζε μαζὶ μὲ τοὺς ἐκεῖ μοναχούς.

Κατὰ τὶς ἡμέρες τῆς ἁγίας καὶ Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ὅπως συνήθιζε, βγῆκε στὴν ἔρημο γιὰ περισσότερη ἄσκηση. Ἐκεῖ συνάντησε τὴν Ὁσία Μαρία τὴν Αἰγύπτια, καὶ ἀφοῦ τὴν δίδαξε καὶ τὴν καθοδήγησε, καὶ ὠφελήθηκε καὶ αὐτὸς ἀπ᾿ αὐτή, ἐπέστρεψε στὸ Μοναστήρι του, ὅπου διηγήθηκε στοὺς ἐκεῖ Πατέρες τὸ θαῦμα ποὺ συνάντησε στὴν ἔρημο.

Τὸν ἑπόμενο χρόνο, ἐπανῆλθε στὸν τόπο αὐτὸ τῆς ἐρήμου, ὅπου καὶ πάλι συνάντησε τὴν Ὁσία Μαρία τὴν Αἰγύπτια καὶ τὴν μετάλαβε τῶν Ἀχράντων καὶ Ζωοποιῶν τοῦ Χριστοῦ Μυστηρίων. Ὅταν ὅμως καὶ τὸν ἑπόμενο χρόνο ἐπανῆλθε, τὴν βρῆκε νεκρὴ καὶ τὴν κήδευσε.

Μετὰ ἀπ᾿ ὅλα αὐτά, πῆγε καὶ διηγήθηκε τὰ γεγονότα στὸν Πατριάρχη Ἱεροσολύμων, καὶ ἀργότερα τὰ παρέδωσε ἐγγράφως στοὺς μεταγενέστερους γιὰ ψυχικὴ ὠφέλεια. Ὁ Ζωσιμᾶς πέθανε σὲ βαθιὰ γεράματα μέσα στὸ κελλί του, ἀσκούμενος μέχρι τέλους στὴν ἀρετή.

 
Ὁ Ὅσιος Πλάτων ἡγούμενος τῆς Μονῆς Στουδίου

Ὁ γνωστὸς γιὰ τὴν αὐστηρότητα τῆς ζωῆς του καὶ καθηγητὴς τοῦ ἀσκητισμοῦ Ὅσιος Πλάτων, γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 732 ἀπὸ γονεῖς εὐγενεῖς καὶ πλούσιους, τοῦ Στεργίου καὶ τῆς Εὐφημίας. Στὴν ἀρχὴ ἦταν βασιλικὸς Νοτάριος στ᾿ ἀνάκτορα, ἀλλ᾿ ἀπαρνήθηκε τὴν κοσμικὴ ζωὴ καὶ πῆγε στὸν Ὄλυμπο (Μ. Ἀσίας), ὅπου ἔγινε μοναχὸς στὴ Μονὴ τῶν Συμβόλων.

Κατόπιν ἐπανῆλθε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ παρέλαβε τοὺς ἀνιψιοὺς τοῦ Θεόδωρο καὶ Ἰωσὴφ (τὸν μετέπειτα μητροπολίτη Θεσσαλονίκης), καθὼς καὶ τὰ λοιπὰ μέλη τῆς οἰκογενείας του καὶ ἀποσύρθηκε στὰ μέρη τῆς Προῦσας, ὅπου σὲ ἰδιόκτητο κτῆμα του ἔκτισε τὴν λεγόμενη Μονὴ τοῦ Σακκουδίωνος, τῆς ὁποίας ἔγινε καὶ ἡγούμενος.

Λόγω ὅμως ἀσθενείας του, παρέδωσε τὴν ἡγουμενία στὸν ἀνιψιό του Θεόδωρο. Ἀλλὰ οἱ βαρβαρικὲς ἐπιδρομές, τὸν ἀνάγκασαν μαζὶ μὲ τὸ πνευματικό του ποίμνιο νὰ ἐπιστρέψει στὴ βασιλεύουσα, ὅταν τοῦ δόθηκε ἡ Μονὴ Στουδίου, ἐρημωμένη τότε, γιὰ νὰ τὴν κατοικήσει, τῆς ὁποίας μετὰ τὴν ἀνακαίνιση ἔγινε ἡγούμενος.

Ἀτυχῶς, ἀπὸ τὴν αὐστηρότητα τοῦ χαρακτῆρα του, ἦλθε σὲ σύγκρουση μὲ τὸν βασιλιὰ Κων/νο τὸν ΣΤ´, γιὰ τὸν γάμο του μὲ τὴν Θεοδότη καὶ ἐξορίστηκε. Κατόπιν ἀνακλήθηκε καὶ πῆρε ἐνεργὸ μέρος κατὰ τῆς εἰκονομαχίας καὶ ὑπέστη μαζὶ μὲ τοὺς ἀνιψιούς του Θεόδωρο καὶ Ἰωσήφ, συνεχεῖς ἐξορίες καὶ κακουχίες μέχρι ποὺ πέθανε στὶς 4 Ἀπριλίου τοῦ 814.

 
Ὁ Ὅσιος Θεωνᾶς ποὺ ἀσκήτευσε στὴ Μονὴ Παντοκράτορας Ἁγίου Ὄρους καὶ κατόπιν ἔγινε Ἐπίσκοπος Θεσσαλονίκης

Ποιὰ ἡ Πατρίδα του καὶ ποιοὶ οἱ γονεῖς του δὲν γνωρίζουμε, διότι δὲν διασώθηκαν ἀνάλογες πληροφορίες. Γνωρίζουμε μόνο, ὅτι ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ λόγιους καὶ ἀσκητικώτερους Ἁγιορεῖτες Πατέρες, ποὺ ἔζησε στὸν 16ο αἰῶνα στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ συγκεκριμένα στὴ Μονὴ Παντοκράτορος.

Γιὰ τὴν ἀσκητικὴ καὶ ἐνάρετη ζωή του, κλήθηκε ἡγούμενος τῆς Μονῆς Ἁγίας Ἀναστασίας τῆς Φαρμακολυτρίας, ποὺ βρίσκεται κοντὰ στὴ Θεσσαλονίκη. Ἡ φήμη τῆς ἁγιότητάς του, διαδόθηκε σ᾿ ὅλα τὰ περίχωρα καὶ οἱ Θεσσαλονικεῖς μὲ τὴν πρώτη εὐκαιρία τὸν ἔκαναν Ἀρχιεπίσκοπό τους.

Θεοπρεπῶς ἀφοῦ ποίμανε τὸ ποίμνιό του, ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ τὸ 1544 ἢ 1545. Τὸ ἱερὸ λείψανό του, ἀποθησαυρίζει ἡ Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίας Ἀναστασίας Φαρμοκολυτρίας καὶ κάνει πολλὰ θαύματα.

 
Ὁ Νέος Ἱερομάρτυρας Νικήτας

Δὲν εἶναι σαφὴς ἡ ἡμερομηνία τοῦ μαρτυρίου του. Βλέπε βιογραφία τοῦ Α.Χ.Ε.Χ. Ἑορτάζεται πανηγυρικὰ σὰν πολιοῦχος τῆς πόλης τῶν Σεῤῥῶν τὴν Κυριακὴ τοῦ Θωμᾶ.

 
Ὁ Ὅσιος Ἰωσὴφ ὁ Πολύτλας

 


(Ῥῶσος, 14ος αἰ).

 

ΜΟΝΑΧΟΣ ΕΜΦΑΝΙΣΤΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ''ΠΟΥΘΕΝΑ'' ΣΕ 4 ΦΙΛΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΕΙΠΕ!!!!ΝΑ ΕΙΣΤΕ ΕΤΟΙΜΟΙ ΓΙΑΤΙ ΤΑ ΚΑΝΤΗΛΙΑ ΣΤΙΣ ΜΟΝΕΣ ΚΙΝΟΥΝΤΑΙ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΚΑΙ ΕΞΑΦΑΝΙΣΤΗΚΕ!!!!

ΕΙΝΑΙ ΜΕΣΗΜΕΡΙ ΟΤΑΝ Η ΜΑΥΡΗ ΦΙΓΟΥΡΑ ΕΝΟΣ ΚΑΛΟΓΕΡΟΥ ΚΑΤΕΥΘΥΝΕΤΑΙ ΣΤΟ ΜΙΚΡΟ ΠΛΑΤΑΙΑΚΙ ΟΠΟΥ ΒΡΙΣΚΕΙ ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ ΔΡΟΣΙΑΣ ΚΑΙ ΞΕΚΟΥΡΑΣΗΣ ΣΕ ΕΝΑ ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΓΚΑΚΙΑ ΤΟΥ ...
ΜΙΑ ΒΑΘΙΑ ΕΚΠΝΟΗ ΣΥΝΟΔΕΥΟΜΕΝΗ ΑΠΟ ΕΝΑ ΒΑΘΥ ΑΔΕΙΑΣΜΑ ΤΗΣ ΑΝΑΣΑΣ ΜΑΡΤΥΡΟΥΣΑΝ ΤΟΝ ΧΡΟΝΟ ΠΟΥ ΠΕΡΠΑΤΟΥΣΕ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΟΥΡΑΣΗ ΠΟΥ ΤΟΝ ΔΙΕΚΡΙΝΕ ... ΛΙΓΑ ΜΕΤΡΑ ΠΙΟ ΠΕΡΑ ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΤΕΛΕΙΩΝΕ ΤΟ ΠΑΡΤΕΡΙ ΤΟΥ ΠΑΡΚΟΥ ΚΑΙ ΞΕΚΙΝΟΥΣΕ Η ΑΥΛΗ ΕΝΟΣ ΣΠΙΤΙΟΥ, 4 ΑΝΤΡΕΣ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΕΝΑ ΤΡΑΠΕΖΙ ΓΕΜΑΤΟ ΜΕΖΕΔΕΣ ΚΑΙ ΚΑΝΑΤΕΣ ΤΟΥ ΚΡΑΣΙΟΥ ΕΔΕΙΧΝΑΝ ΝΑ ΧΑΙΡΟΝΤΑΙ ΤΗΝ ΟΜΟΡΦΙΑ ΤΟΥ ΚΑΙΡΟΥ ΚΑΙ ΤΣΟΥΓΚΡΙΖΟΝΤΑΣ ΤΑ ΠΟΤΗΡΙΑ, ΣΑΝ ΝΑ ΚΑΛΟΣΩΡΙΖΑΝ ΤΟΝ ΗΛΙΟ ΠΟΥ ΑΠΟΦΑΣΙΣΕ ΝΑ ΖΕΣΤΑΝΕΙ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΜΗΝΕΣ ΤΟΥ ΧΕΙΜΩΝΑ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΤΗΝ ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΑ ..
Η ΔΙΑΘΕΣΗ ΤΟΥΣ ΖΕΣΤΑΙΝΟΤΑΝ ΑΠΟ ΤΟ ΚΡΑΣΙ, ΕΝΩ ΟΙ ΓΕΥΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΚΡΕΑΤΟΜΕΖΕΔΕΣ ΦΡΟΝΤΙΖΑΝ ΤΗΝ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΥΠΟΛΟΙΠΩΝ ΑΙΣΘΗΣΕΩΝ ΤΟΥΣ ... ΞΑΦΝΟΥ ΕΝΑΣ ΑΠΟ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΚΡΙΝΕΤΑΙ ΧΑΜΗΛΟΦΩΝΑ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ ΚΟΙΤΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΜΟΝΑΧΟ: "ΑΠΟ ΠΟΥ ΞΕΦΥΤΡΩΣΕ Ο ΠΑΠΑΣ ΡΕ ΠΑΙΔΙΑ;
"ΠΡΙΝ ΛΙΓΟ ΗΡΘΕ", ΑΠΑΝΤΑΕΙ Ο ΔΙΠΛΑΝΟΣ ΤΟΥ ... ''ΔΕΝ ΤΟΝ ΦΩΝΑΖΟΥΜΕ ΝΑ ΤΟΝ ΦΙΛΕΨΟΥΜΕ ΚΑΤΙ", ΑΠΟΚΡΙΝΕΤΑΙ ΕΝΑΣ ΤΡΙΤΟΣ ΠΟΥ ΣΗΚΩΝΕΤΑΙ ΟΡΘΙΟΣ ΚΑΙ ΚΑΤΕΥΘΥΝΕΤΑΙ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΜΟΝΑΧΟ ... "ΜΕ ΣΥΓΧΩΡΕΙΤΕ ΠΑΤΕΡ ΜΗΠΩΣ ΧΡΕΙΑΖΕΣΤΕ ΚΑΤΙ;
ΕΙΜΑΣΤΕ ΜΙΑ ΠΑΡΕΑ ΕΔΩ ΠΙΟ ΠΕΡΑ ΠΟΥ ΚΟΥΤΣΟΠΙΝΟΥΜΕ, ΘΕΛΕΤΕ ΝΑ ΕΡΘΕΤΕ ΝΑ ΣΑΣ ΚΕΡΑΣΟΥΜΕ ΚΑΤΙ;" Ο ΚΑΛΟΓΕΡΟΣ ΜΕ ΕΥΓΕΝΙΚΟ ΥΦΟΣ ΚΟΙΤΑΖΕΙ ΤΟΝ ΑΝΤΡΑ ΔΙΠΛΑ ΤΟΥ ΚΑΙ ΧΑΜΟΓΕΛΑΕΙ: "ΕΝΑ ΠΟΤΗΡΙ ΝΕΡΟ ΜΟΝΟ ΘΑ ΗΘΕΛΑ" ... "ΕΛΑΤΕ ΜΑΖΙ ΜΟΥ" ...
Ο ΜΟΝΑΧΟΣ ΣΕ ΛΙΓΑ ΔΕΥΤΕΡΟΛΕΠΤΑ ΒΡΕΘΗΚΕ ΔΙΠΛΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΝΤΡΕΣ ΠΟΥ ΛΙΓΟ ΣΥΓΚΡΑΤΗΜΕΝΟΙ ΤΟΝ ΕΒΛΕΠΑΝ ΝΑ ΠΙΝΕΙ ΤΟ ΝΕΡΟ ΠΟΥ ΤΟΥ ΠΡΟΣΦΕΡΑΝ, ΜΕ ΛΑΧΤΑΡΑ ... " ΠΑΤΕΡ ΕΙΝΑΙ ΑΜΑΡΤΙΑ ΝΑ ΣΟΥ ΠΡΟΣΦΕΡΟΥΜΕ ΛΙΓΟ ΜΕΖΕΔΑΚΙ ΚΑΙ ΛΙΓΟ ΚΡΑΣΙ; " "ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΠΑΙΔΙΑ ΜΟΥ ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΝΑ ΣΑΣ ΧΑΛΑΣΩ ΤΗ ΔΙΑΘΕΣΗ ...
ΕΙΜΑΙ ΣΕ ΠΕΝΘΟΣ ΕΔΩ ΚΑΙ ΔΥΟ ΕΒΔΟΜΑΔΕΣ ΚΑΙ ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΣΥΜΜΕΤΕΧΩ ΣΤΗΝ ΕΥΧΑΡΙΣΤΗ ΠΑΡΕΑ ΣΑΣ ..." "ΜΕ ΣΥΓΧΩΡΕΙΤΕ ΠΑΤΕΡ ΧΑΣΑΤΕ ΔΙΚΟ ΣΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟ;" "ΝΑΙ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥ..." "ΖΩΗ ΣΕ ΕΣΑΣ ..." ΓΙΑ ΛΙΓΑ ΔΕΥΤΕΡΟΛΕΠΤΑ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙ ΣΙΓΗ ... "ΠΟΙΟΣ ΗΤΑΝ ΠΑΤΕΡ;" "ΕΝΑΣ ΜΑΡΑΓΚΟΣ ..."
"ΠΩΣ ΕΦΥΓΕ;" "ΤΟΝ ΣΚΟΤΩΣΑΝ ΓΙΑ ΛΙΓΑ ΧΡΗΜΑΤΑ" "ΤΟΥΣ ΑΛΗΤΕΣ ... ΠΟΙΟΙ ΤΟ ΕΚΑΝΑΝ ΑΥΤΟ ΠΑΤΕΡ; ΔΕΝ ΗΣΟΥΝ ΜΠΡΟΣΤΑ ΝΑ ΤΟΥΣ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕΙΣ; "ΟΧΙ ΔΕΝ ΗΜΟΥΝ ΔΥΣΤΥΧΩΣ ..."
Η ΠΑΡΕΑ ΑΛΛΑΞΕ ΔΙΑΘΕΣΗ ΚΑΙ ΤΟ ΚΡΑΣΙ ΠΟΥ ΛΕΣ ΚΑΙ ΕΣΒΗΝΕ ΤΟ ΘΥΜΟ ΤΟΥΣ, ΑΝΤΙΚΑΤΕΣΤΗΣΕ ΤΑ ΛΟΓΙΑ ... ΣΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΟΥΣ Η ΟΡΓΗ ΕΚΔΗΛΗ ΤΟΝΙΣΕ ΤΟΥΣ ΜΟΡΦΑΣΜΟΥΣ ΑΓΑΝΑΚΤΗΣΗΣ ... "ΔΕΝ ΠΑΕΙ ΑΛΛΟ ... ΚΑΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ... ΔΕΝ ΜΟΥ ΛΕΤΕ ΠΑΤΕΡ ΕΧΕΙ ΣΥΛΛΗΦΘΕΙ Ο ΔΡΑΣΤΗΣ;" "Ο ΔΡΑΣΤΗΣ ΑΥΤΟΚΤΟΝΗΣΕ ..."
ΟΙ ΑΝΤΡΕΣ ΚΟΙΤΑΞΑΝ ΠΕΡΙΕΡΓΑ ΤΟΝ ΜΟΝΑΧΟ ... "ΘΕΙΑ ΔΙΚΗ" ΑΠΟΚΡΙΘΗΚΕ ΕΝΑΣ ... "ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΓΕΡΟΣ ΝΑ ΤΟΝ ΘΥΜΑΣΑΙ ΚΑΙ ΣΥΜΠΑΘΑ ΜΑΣ ..." Ο ΚΑΛΟΓΕΡΟΣ ΣΗΚΩΝΕΤΑΙ ΜΕ ΣΚΟΠΟ ΝΑ ΑΠΟΧΩΡΗΣΕΙ ...
"ΤΟΝ ΑΓΑΠΑΣ ΠΟΛΥ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΣΟΥ", ΤΟΥ ΕΙΠΕ ΕΚΕΙΝΟΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΙΧΕ ΜΙΛΗΣΕΙ ΜΕΧΡΙ ΤΩΡΑ ... "ΕΙΜΑΙ ΣΙΓΟΥΡΟΣ ΟΤΙ ΑΝ ΤΟΝ ΓΝΩΡΙΖΑΜΕ ΘΑ ΤΟΝ ΑΓΑΠΟΥΣΑΜΕ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΣΑΝ ΘΕΟ, ΕΤΣΙ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΑΤΕΡ;" Ο ΜΟΝΑΧΟΣ ΧΑΜΟΓΕΛΑΕΙ ... "ΕΜΕΙΣ ΟΜΩΣ ΤΡΩΜΕ ΧΟΙΡΙΝΟ ΚΑΙ ΚΟΤΟΠΟΥΛΟ, ΕΝΩ ΕΚΕΙΝΟΣ ΘΥΣΙΑΣΤΗΚΕ ΓΙΑ ΕΜΑΣ ...
ΒΛΕΠΕΙΣ ΠΑΤΕΡ ΕΜΕΙΣ ΕΙΜΑΣΤΕ ΟΙ ΑΡΙΣΤΕΡΟΙ ΣΕ ΑΥΤΗ ΕΔΩ ΤΗ ΓΕΙΤΟΝΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΚΡΕΑΣ ΠΟΥ ΤΡΩΜΕ Η ΤΟ ΚΡΑΣΙ ΠΟΥ ΠΙΝΟΥΜΕ ΤΟ ΕΥΛΟΓΙΣΕ ΤΟ ΚΟΜΑ, ΓΙΑΤΙ ΑΥΤΟ ΜΑΣ ΕΜΑΘΕ ΝΑ ΧΑΙΡΟΜΑΣΤΕ ΤΗ ΖΩΗ, ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΥΡΑΣΗ ΤΗΣ ΔΟΥΛΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΑΡΕΑ, ΜΕΤΑ ΤΙΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΕΣ ΣΤΕΝΑΧΩΡΙΕΣ ... ΔΕΝ ΠΗΓΑΙΝΟΥΜΕ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ, ΟΥΤΕ ΝΗΣΤΕΥΟΥΜΕ ΤΟ ΠΑΣΧΑ ... ΔΕΝ ΣΥΜΜΕΤΕΧΟΥΜΕ ΣΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΣΟΥ, ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΕΙΜΑΣΤΕ ΠΑΝΤΑ ΔΑΙΜΟΝΕΣ ... ΑΝ ΜΑΣ ΚΑΛΕΣΕΙ Ο ΣΥΝΑΝΘΡΩΠΟΣ ΘΑ ΤΡΕΞΟΥΜΕ, ΟΠΩΣ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ ΑΚΟΜΑ ΠΙΟ ΠΟΛΥ ..." Ο ΜΟΝΑΧΟΣ ΚΟΝΤΟΣΤΕΚΕΤΑΙ ...
"ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥ ΘΑ ΤΟΝ ΑΓΑΠΩ ΑΙΩΝΙΑ ΓΙΑΤΙ ΕΚΑΝΕ ΜΟΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟ ΚΑΙ ΑΔΙΚΑ ΤΟΝ ΣΚΟΤΩΣΑΝ ... Η ΘΛΙΨΗ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΔΙΚΟ ΧΑΜΟ ΤΟΥ ... ΠΑΝΤΑ ΘΑ ΤΟΝ ΤΙΜΩ ΜΕ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΜΟΥ ...
ΕΚΕΙΝΟΣ ΠΑΝΤΑ ΖΗΤΟΥΣΕ ΝΑ ΔΕΙΧΝΩ ΣΤΟΝ ΣΥΝΑΝΘΡΩΠΟ ΣΥΜΠΑΡΑΣΤΑΣΗ, ΒΟΗΘΕΙΑ ΚΑΙ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ ... Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΟΥ ΔΕΝ ΗΘΕΛΕ ΤΟΥΣ ΝΗΣΤΕΥΤΕΣ, ΑΛΛΑ ΟΥΤΕ ΚΑΙ ΠΑΡΘΕΝΙΕΣ ... ΔΕΝ ΕΔΙΝΕ ΣΗΜΑΣΙΑ ΣΤΑ ΕΙΣΕΡΧΟΜΕΝΑ, ΤΑ ΕΞΕΡΧΟΜΕΝΑ ΤΟΝ ΕΝΟΧΛΟΥΣΑΝ ... ΔΕΝ ΞΕΧΩΡΙΖΕ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΑΦΟΥ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΑΓΑΠΟΥΣΕ ΣΑΝ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ..."
Ο ΜΟΝΑΧΟΣ ΣΗΚΩΝΟΝΤΑΣ ΤΟ ΧΕΡΙ ΣΑΝ ΝΑ ΕΛΕΓΕ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΓΥΡΙΣΕ ΝΑ ΦΥΓΕΙ ... Ο ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΠΟΥ ΜΙΛΗΣΕ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΜΕ ΓΡΗΓΟΡΕΣ ΚΙΝΗΣΕΙΣ ΕΣΠΕΥΣΕ ΔΙΠΛΑ ΣΤΟΝ ΜΟΝΑΧΟ ΚΑΙ ΜΠΑΙΝΟΝΤΑΣ ΜΠΡΟΣΤΑ ΤΟΥ: "ΠΡΙΝ ΦΥΓΕΙΣ ΝΑ ΞΕΡΕΙΣ ΟΤΙ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΣΟΥ ΟΣΟ ΚΑΙ ΑΝ ΠΡΟΣΠΑΘΗΣΑΝ ΝΑ ΜΑΣ ΤΟΝ ΣΤΕΡΗΣΟΥΝ, ΟΛΟΙ ΤΟΝ ΕΧΟΥΜΕ ΣΤΗ ΨΥΧΗ ΜΑΣ ..." "ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΠΟΥ ΒΓΑΙΝΟΥΝ ΑΠΟ ΤΟ ΣΤΟΜΑ ΣΟΥ ΕΙΝΑΙ Η ΨΥΧΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ... Η ΚΑΡΔΙΑ ΣΟΥ ΗΡΘΕ Η ΩΡΑ ΝΑ ΔΟΘΕΙ ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΣΥΝΑΘΡΩΠΟ ...

ΕΙΝΑΙ ΤΟΣΟ ΜΕΓΑΛΗ Η ΑΓΑΠΗ ΜΑΣ ΓΙΑ ΑΥΤΑ ΤΑ ΔΥΟ ΠΟΥ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΙΣΤΗ ΝΑ ΤΗΝ ΣΥΝΑΓΩΝΙΣΤΕΙ, ΓΙ ΑΥΤΟ ΞΕΧΩΡΙΖΟΥΜΕ ... ΝΑ ΕΙΣΤΕ ΕΤΟΙΜΟΙ ΓΙΑΤΙ ΤΑ ΚΑΝΤΗΛΙΑ ΚΟΥΝΙΟΥΝΤΑΙ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΙΣ ΜΟΝΕΣ ΚΑΙ Η ΚΛΗΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥ ΔΕΝ ΘΑ ΑΡΓΗΣΕΙ...!

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...