Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Πέμπτη, Μαΐου 22, 2014

Στα χνάρια των αγίων Πατέρων, ή στα χνάρια του κ. Αθηναγόρα;

Εν Πειραιεί τη 21η  Μαΐου 2014.
Στα χνάρια των αγίων Πατέρων, ή στα χνάρια του κ. Αθηναγόρα;
Σχόλιο με αφορμή την προσεχή συνάντηση του Πάπα Φραγκίσκου του Α΄ και του Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου του Α΄ στα Ιεροσόλυμα.
Πρ. Ιερού Ναού Ιερού Ναού Τιμίου Σταυρού Πειραιώς
Συμπληρώνονται φέτος 50 χρόνια από την συνάντηση στα Ιεροσόλυμα (1964-2014) του πρώην Οικουμενικού Πατριάρχου κυρού Αθηναγόρου με τον τότε Πάπα Παύλο τον Στ΄. Ήταν μια συνάντηση, η οποία σηματοδότησε μια καινούργια πορεία στις σχέσεις μεταξύ Βατικανού και Φαναρίου. 
Η συνάντηση αυτή θεωρήθηκε από πολλούς αρχιερείς, κληρικούς και θεολόγους ως ιστορικός σταθμός, διότι αποτέλεσε την αφετηρία των μετέπειτα ραγδαίων και ριζικών εξελίξεων στις διαχριστιανικές σχέσεις της Ορθοδοξίας με τον Παπισμό. Εις ανάμνησιν δε αυτού του γεγονότος, όπως είναι γνωστό, διοργάνωσε το Οικουμενικό Πατριαρχείο από κοινού με το Βατικανό νέα συνάντηση, (24-26 Μαΐου), στον ίδιο τόπο, τα Ιεροσόλυμα, του νύν Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου και του Πάπα Φραγκίσκου του Α΄. Με την συνάντησή τους αυτή, η οποία θα προβληθεί βεβαίως διεθνώς και θα τύχει ευρείας δημοσιότητος από την εκκλησιαστική και πολιτική επικαιρότητα, οι δύο εκκλησιαστικοί ηγέτες δεν στοχεύουν απλώς να τιμήσουν τους προκατόχους των, αλλά προφανώς να διαδηλώσουν επί πλέον και την  σταθερή και αταλάντευτη πρόθεσή τους να βαδίσουν πάνω στα χνάρια τους και να συνεχίσουν με πιστότητα και συνέπεια την οικουμενιστική γραμμή που εκείνοι εχάραξαν. Και τις οίδε, (μόνον ο Θεός γνωρίζει), αν οι δύο αυτοί ηγέτες στο προσεχές μέλλον προχωρήσουν σε ακόμη τολμηρότερα βήματα, στην…αγιοκατάταξή των! Δεν έχουμε την πρόθεση με τον σύντομο αυτό σχολιασμό μας να ασχοληθούμε με τον εκλιπλόντα Πάπα Παύλο τον ΣΤ΄, διότι όπως λέγει και μέγας Παύλος «τι γαρ μοι και τους έξω κρίνειν;» (Α΄Κορ.5,12). Ποιά αρμοδιότητα έχουμε να κρίνουμε τους «έξω» της Εκκλησίας; Καμία. Αφού όπως λέγει παρά κάτω«τους δε έξω ο Θεός κρίνει» (Α΄Κορ.5,13). Τους εκτός της Εκκλησίας, τους κατακεκριμένους ως αιρετικούς, τους έχει κρίνει ήδη ο Θεός. Με τον «έσω» όμως της Εκκλησίας κυρό Αθηναγόρα και μη εισέτι κατακριθέντα επισήμως και συνοδικώς για τις αντορθόδοξες θέσεις και διακηρύξεις του και για την οικουμενιστική γραμμή και πορεία, (μια πορεία ξένη προς την Ορθόδοξη Παράδοση και τους αγίους Πατέρες μας), την οποίαν ακολούθησε, έχουμε χρέος να ασχοληθούμε. Και τούτο διότι ο θησαυρός της πίστεως είναι κοινό κτήμα όλων, κλήρου και λαού. Και όλοι μας έχουμε χρέος να τον διαφυλάξουμε ως κόρην οφθαλμού, ακέραιον και απαραχάρακτον από κάθε νοθεία και αίρεση.
Έχουν διατυπωθεί πολλά εγκωμιαστικά σχόλια σχετικά με τον πρώην Πατριάρχη από διάφορα πρόσωπα, κυρίως προερχόμενα από τον χώρο του Οικουμενισμού. Τούτο οφείλεται στο γεγονός ότι ο εκδημήσας Πατριάρχης υπήρξε κατά κοινή ομολογία ως το πρόσωπο εκείνο, που κατ’ εξοχήν προώθησε την φοβερή αυτή αίρεση μέσα στα σπλάγχνα της Ορθοδοξίας. Ιδιαιτέρως προβλήθηκε από τους υμνητές του η υπ’ αυτού προβολή της Ορθοδοξίας και του Οικουμενικού Πατριαρχείου σε παγκόσμια κλίμακα, οι διπλωματικές του ικανότητες, η παγκόσμια πολιτική και κοινωνική του καταξίωση, η διεθνής ακτινοβολία και αναγνώρισή του και άλλα παρόμοια. Ήδη αμέσως μετά την κοίμησή του το επίσημο δελτίο της Εκκλησίας της Ελλάδος «Εκκλησία» έγραφε: «Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας, θα γραφή εις τας δέλτους της ιστορίας ως Μέγας…».[1]Ο τότε Πάπας Παύλος ο ΣΤ΄, επιστήθιος και αγαπητός φίλος του κοιμηθέντος Πατριάρχου, εχαρακτήρισε αυτόν ως «μέγαν άνδρα  μιάς εκκλησίας σεβασμίας, αλλ’ όχι ακόμη τελείως ηνωμένης μετά της Καθολικής Εκκλησίας ημών…».[2] Το παραλήρημα του λιβανωτού των εγκωμίων έφθασε στο αποκορύφωμά του, όταν κάποιοι οικουμενιστικοί κύκλοι της εποχής εκείνης επεχείρησαν, να συντάξουν προσευχή προς αυτόν, η οποία κατέληγε ως εξής: «Μη κατολιγωρήσης ημών, αλλ’ επίβλεψονλαμπρώ και ιλέωόμματι, ως εν ζωή ών έπραττες, και κράτυνον το της Ορθοδοξίας ποίμνιον, χειραγωγών αυτό προς το καλόν της αγίας του Χριστού Εκκλησίας, υποδεικνύων αυτώ την ευθείαν οδόν, την φέρουσαν απλανώς προς τον Θεόν…».[3]
Ήταν όμως πράγματι μέγας; Εάν κανείς αξιολογήσει το πρόσωπό του με κοσμικά κριτήρια, δηλαδή την διεθνή του ακτινοβολία και αναγνώριση, την κοινωνική και πολιτική του καταξίωση, την διπλωματική του ευστροφία, την πρόσδοση κύρους και προβολής στο Φανάρι και άλλα ανάλογα, τότε μπορεί να τον χαρακτηρίσει κανείς ως μέγα. Αν όμως αξιολογηθή με πνευματικά κριτήρια, δηλαδή με γνώμονα την Ορθόδοξη πίστη και Παράδοση, την Αγία Γραφή, το ιερό Πηδάλιο και τους Αγίους Πατέρες, τότε όχι μόνον μέγας δεν μπορεί να χαρακτηριστεί, αλλ’ ως μία αξιοθρήνητη προσωπικότητα, ως τον πρωτοπόρο στον ολισθηρό κατήφορο του Οικουμενισμού, ως το πρόσωπο εκείνο που κατ’ εξοχήν προώθησε την φοβερή αυτή αίρεση, πράγμα το οποίο ισοδυναμεί με προδοσία της πίστεως. Την δε Πατριαρχείαν του ως κατ’ εξοχήν καταστρεπτική. Τον χαρακτηρισμό «μέγας» έδωσε η Εκκλησία στους αγίους και θεοφόρους Πατέρες, όχι απλώς μόνον διότι ανέβηκαν την κλίμακα των αρετών και έφθασαν στην θέωση, αλλά και διότι έκαμαν μεγάλους αγώνες και υπέφεραν πολλές θλίψεις για να καταπολεμήσουν τις αιρέσεις και να παραδώσουν τον θησαυρό της πίστεως ανόθευτο και απαραχάρακτο σεόλες τις επερχόμενες γενεές.Επομένως  είναι μεγάλο εκκλησιολογικό λάθος, να σπεύδουμε με πολλή προχειρότητα και επιπολαιότητα να αποδώσουμε έναν τέτοιο χαρακτηρισμό, τον οποίον μόνον η Εκκλησία μπορεί να αποδώσει αλάνθαστα, βασιζομένη στην άνωθεν μαρτυρία του αγίου Πνεύματος, στην μαρτυρία δηλαδή που δίδει ο ίδιος ο Θεός για το πρόσωπο αυτό, με θαύματα, που ενεργεί διά μέσου αυτού, είτε εν ζωή είτε μετά θάνατον (διά του αγίου λειψάνου του).
Η χριστιανική ενότης.
Κατά κόρον επίσης προβλήθηκε από τους υμνητές του ο διακαής πόθος του και η επιθυμία του για την  προώθηση της παγχριστιανικήςενότητος. Πράγματι ο κ. Αθηναγόρας από της ημέρας της αναδείξεώς του στον Πατριαρχικό θρόνο μέχρι της κοιμήσεώς του θα έχει πλέον το βλέμμα της ψυχής του διαρκώς εστραμμένο προς την Δύση, η δε τραγωδία της διασπάσεως της Χριστιανοσύνης θα αποτελέση το κέντρο του ενδιαφέροντος του, την συνισταμένη όλων των ενεργειών του, την κατευθυντήρια γραμμή της εκκλησιαστικής του πολιτικής, σε συνδυασμό πάντοτε βέβαια με την πρόσδοση κύρους και διεθνούς ακτινοβολίας στον θεσμό του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Μέσα στα πλαίσια αυτής της εκκλησιαστικής του πολιτικής εντάσσονται η μέριμνά του για την σύγκληση Πανορθοδόξων Διασκέψεων, οι συντονισμένες ενέργειές του για την άρση των αναθεμάτων, η καλλιέργεια σχέσεων αγάπης και φιλίας με το Βατικανό, η επιδίωξή του να συναντηθεί με τον Πάπα Παύλο τον ΣΤ΄ στα Ιεροσόλυμα και να έχει τις πρώτες μυστικές επαφές μαζί του και η καθιέρωση του λεγομένου «Διαλόγου της Αγάπης».
Ωστόσο την χριστιανική ενότητα την κατανοούσε και την οραματιζόταν ο κοιμηθείς Πατριάρχης με ένα τελείως διαφορετικό τρόπο, σε σχέση με τον τρόπο που την κατανοούσε ανέκαθεν η Εκκλησία, με ένα τρόπο δηλαδή τελείως ξένο προς την διαχρονική παράδοση της Εκκλησίας. Στη διαχρονική συνείδηση της Εκκλησίας, ενότητα της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τους αιρετικούς δεν είναι δυνατόν να υπάρξη, παρά μόνον με την  μετάνοια και την επάνοδο των αιρετικών στην αλήθεια της Ορθοδοξίας, στην πίστη και στα δόγματα της Εκκλησίας. Επομένως και στην προκειμένη περίπτωση των αιρέσεων του Παπισμού και του Προτεσταντισμού δεν είναι δυνατόν να δεχθεί η Εκκλησία άλλη μορφή ενότητος. Η προσπάθεια του εκλιπόντος πατριάρχου ήταν να επιτύχει μια ενότητα συγκρητιστικού τύπου, μια ενότητα παρά τις υπάρχουσες δογματικές διαφορές με τους παπικούς και τους προτεστάντες, χωρίς δηλαδή αυτοί να έχουν αποβάλει τις πεπλανημένες αιρετικές διδασκαλίες τους, μιά ενότητα που θα μπορούσε να επιτευχθεί με αμοιβαίες υποχωρήσεις και συμβιβασμούς.Σε θέματα όμως πίστεως δεν χωράει καμία συγκατάβασις και οικονομία. Την αλήθεια αυτή επιβεβαιώνουν οι μεγάλοι αγώνες των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας κατά των αιρέσεων, η συγκρότησις υπ’ αυτών Οικουμενικών Συνόδων κ.λ.π. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέγει σε κάποια ομιλία του σχετικά με το θέμα αυτό   «Ει που την ευσέβειανπαραβλαπτομένηνίδοις, μη προτίμα την ομόνοιαν της αληθείας, αλλ’ ίστασο γενναίως έως θανάτου…τηναλήθειαν μηδαμού προδιδούς».[4]
 
Άρσις των αναθεμάτων.
 
Μετά την συνάντηση των δύο εκκλησιαστικών ηγετών στα Ιεροσόλυμα, που αποτέλεσε μια πρώτη προσέγγιση μεταξύ Ορθοδοξίας και Παπισμού, δημιουργήθηκαν οι κατάλληλες προϋποθέσεις για να επακολουθήσει το δεύτερο μεγάλο βήμα προσεγγίσεως, δηλαδή η λεγόμενη άρση των αναθεμάτων, που πραγματοποιήθηκε τον Δεκέμβριο του 1965. Όπως είναι γνωστό από του σχίσματος του 1054 και εντεύθεν έπαυσε να υπάρχει πλέον εκκλησιαστική κοινωνία μεταξύ του Παπισμού και της Ορθοδόξου Εκκλησίας λόγω των ποικίλων αιρετικών διδασκαλιών, που εν τω μεταξύ ανεπτύχθησαν μέσα στους κόλπους του Παπισμού. Αυτή η διακοπή της εκκλησιαστικής κοινωνίας επισφραγίσθηκε με τα «αναθέματα», τα οποία επεβλήθηκαν εκατέρωθεν από την Ρώμη και το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Ο παπικὸςαπεσταλμένος Καρδινάλιος Ουμβέρτος, στις 16 Ιουλίου του 1054, αναθεμάτισε με έγγραφο αναθεματισμό, τον οποίο άφησε πάνω στην αγία τράπεζα του Ιερού Ναού της αγίας Σοφίας κατά την διάρκεια εσπερινής ακολουθίας, τον τότε Οικουμενικό Πατριάρχη Μιχαὴλ τον Κηρουλάριο και όλους όσους  δεν αποδέχονταν τοFilioque και τις άλλες παπικές καινοτομίες. Στη συνέχεια ο Οικουμενικός Πατριάρχης Μιχαὴλ συγκάλεσε  στην Κωνσταντινούπολη στις 24 Ιουλίου του 1054 ενδημούσα Σύνοδο και υπέβαλε σε «ανάθεμα» το έγγραφο, τους συντάκτες του, αυτούς που το επέδωσαν και όσους συνήργησαν σ’ αυτό. Στη συνοδική απόφαση αναιρούντο επί τη βάσει της Ιεράς Παραδόσεως οι κατά της Ορθοδόξου Εκκλησίας διατυπωθείσες κατηγορίες, ιδίως αυτές που αφορούσαν την αιρετική διδασκαλία του Filioque, ενώ παράλληλα διεγράφη το όνομα του Πάπα από τα δίπτυχα του Οικουμενικού θρόνου. Οι συνοδικές αποφάσεις κοινοποιήθηκαν με συνοδικές επιστολές στα άλλα Πατριαρχεία της Ανατολής. 
Επομένως οιεκατέρωθεν αναθεματισμοὶ του 1054 δεν προήλθαν από προσωπικούς ανταγωνισμούς, αλλ᾿ από την σύγκρουση της Ορθοδόξου πίστεως προς τις αιρετικές διδασκαλίες του Παπισμού. Δεν ευσταθεί λοιπόν τοεπίσημοανακοινωθὲν τουΟικουμενικου Πατριαρχείου, κατὰ τοοποίο«τααναθέματα εκατέρωθεν περιωρίσθησαν εις ταπρωταγωνιστήσαντα πρόσωπα και δεν ανεφέροντο εις τας δύο Εκκλησίας Ρώμης και Κωνσταντινουπόλεως, αιοποίαι καιμετὰ ταύτα δεν διέκοψαν την εκκλησιαστικὴνκοινωνίαν, ουδὲυπήρξαν τα γεγονότα ταύτα ηοριστικὴεπισφράγισις τουμεταξὺΑνατολής και Δύσεως Σχίσματος». Επί πλέον η πράξις αυτή του Οικουμενικού Πατριαρχείου είναι αντικανονική και παράνομη, διότι επεχειρίθηχωρίς να προηγηθεί Πανορθόδοξη Σύνοδος, η οποία είναι και η μόνη αρμοδία, για να αποφασίσει ένα τέτοιο μεγάλο εκκλησιαστικό γεγονός. Επίσης απὸΟρθοδόξου θεολογικής πλευράς, είναι αδύνατο ναεννοήσωμεάρση τουκατὰ της Ρώμης «αναθέματος» χωρίς την ταυτόχρονο άρση όλων των αιρετικών διδασκαλιών του Παπισμού. Όπως ήταν επόμενο η αντικανονική αυτή ενέργεια του Οικουμενικού Θρόνου προκάλεσε θύελλα διαμαρτυριών από τον τότε αρχιεπίσκοπο Αθηνών Χρυσόστομο Β΄ και την Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία σε δήλωσή της «με πολλήνδυσμένειανεπληροφορήθη την πρωτοβουλίαν του Οικουμενικού Πατριάρχου Αθηναγόρα. Ουδείς έχει το δικαίωμα να προβαίνη εις παρομοίας πράξεις. Το δικαίωμα έχει μόνον ολόκληρος η Ορθοδοξία».[5]Σε άλλη δήλωσή του, που έχει καταχωρηθή στα «Πεπραγμένα» του (τομ. Β΄, Αθήναι 1967, σελ. 197), αναφερόμενος στον κ. Αθηναγόρα λέγει: «Ο Αθηναγόρας  Α΄ ουδέν πρεσβεύει, εις ουδέν πιστεύει, ει μη μόνον εαυτώ δουλεύει και την απαθανάτισιν του ονόματός του επιδιώκει, έστω κατά Ηρόστρατον, διά της καταστροφής της Εκκλησίας»[6].Καθολική σχεδόν υπήρξε επίσης η αποδοκιμασία των αγιορειτών Πατέρων απέναντι στον εκδημήσαντα Πατριάρχη. Μετά την δημιουργία υπ’ αυτού διπλωματικών σχέσεων με το Βατικανό και ιδίως μετά την άρση των αναθεμάτων, σάλος μέγας δημιουργήθηκε μέσα στο Άγιον Όρος. Όλοι σχεδόν οι αγιορείτες μοναχοί, τόσο από τις Ιερές Μονές, όσο και από τις Σκήτες και τα Κελιά, εξέφρασαν την πικρία, την λύπη και την απογοήτευσή τους, όταν πληροφορήθηκαν τις παρά πάνω ενέργειές του. Ορισμένες μάλιστα εκ των Ιερών Μονών, οκτώ τον αριθμόν, όχι απλώς αποδοκίμασαν τον κ. Αθηναγόρα, αλλά απεφάσισαν να διακόψουν την μνημόνευση του ονόματός του, η οποία συνεχίστηκε και επί Πατριαρχείας του διαδόχου του κ. Δημητρίου, κατά την τριετία από το 1970 έως το 1973. Μία από αυτές τις Μονές, η Ιερά Μονή Καρακάλλου, σε επιστολή της προς την Ιερά Κοινότητα του Αγίου Όρους έγραφε σχετικά με το θέμα αυτό μεταξύ άλλων τα εξής: «Επιθυμούμεν να επαναλάβωμεν την εν πεποιθήσει και αμετάθετοναπόφασιν ημών περί συνεχίσεως της διακοπής του πατριαρχικού μνημοσύνου εις ένδειξιν διαμαρτυρίας, εφ’ όσον ο νέος Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Δημήτριος ο Α΄ θα συνεχίση την τηρουμένην υπό της Ιεράς Συνόδου γραμμήν, την οποίαν είχε χαράξει ο Αθηναγόρας…Θαπειθώμεθα εις τον νέον Πατριάρχην, όταν διαπιστώσωμεν, ότι ούτος θα αναθεωρήσει τας αιρετικάς ομολογίας του προκατόχου του και δεν θα συνεχίση την φιλοπαπικήνγραμμήν».[7] Ας σημειωθεί επίσης ότι μεταξύ αυτών που διέκοψαν το μνημόσυνο του Πατριάρχου ήταν και ο Γέροντας Παΐσιος.
 
«Διάλογος της Αγάπης».
 
Το επόμενο μεγάλο βήμα προσεγγίσεως μεταξύ Ορθοδοξίας και Παπισμού πρέπει να θεωρηθεί η καθιέρωση του λεγομένου «Διαλόγου της Αγάπης»,του οποίουο μεγαλύτερος προπαγανδιστής και ένθερμος θιασώτης υπήρξε ο εκδημήσας Πατριάρχης. Πρόκειται για μιά μακρά περίοδο από το 1965 έως το 1980, εγκαρδίων σχέσεων φιλίας και αγάπης μεταξύ Βατικανού και Φαναρίου,που θεωρήθηκε σαν ένα απαραίτητο προκαταρκτικό στάδιο πρίν από τον επακολουθήσαντα Θεολογικό διάλογομεταξύ Ορθοδόξων και Παπικών, ο οποίος αποσκοπούσε στην κατάλληλη ψυχολογική προετοιμασία εκατέρωθεν. Μέσα στα πλαίσια  της προετοιμασίας αυτής καθιερώνονται οι αμοιβαίες επισκέψεις εκπροσώπων του Πάπα και του Πατριάρχου στο Φανάρι και στη Ρώμη αντίστοιχα, η υιοθέτηση του όρου «αδελφές Εκκλησίες» προτού ακόμη αρθούν οι δογματικές διαφορές, οι ανταλλαγές δώρων, οι φιλοφρονήσεις, οι εναγκαλισμοί, οι κοινές δηλώσεις, οι συμπροσευχές και οι επιστροφές αγίων  λειψάνων από τους παπικούς προς τους Ορθοδόξους. Μέσα στην ατμόσφαιρα των καλών σχέσεων κατά κόρον προβλήθηκε η αγάπη με πλήρη ή μερική παραθεώρηση της αλήθειας. Πρώτη φορά στην εποχή εκείνη ακούστηκαν από κορυφαίους εκπροσώπους της Ορθοδόξου Εκκλησίας οι λόγοι: «η θεολογία διαιρεί ενώ η αγάπη ενώνει», ή ότι «τα δόγματα πρέπει να τεθούν στο θησαυροφυλάκιο της Εκκλησίας». Τα αίτια του σχίσματος αποδόθηκαν σε πολιτικούς λόγους και σε έλλειψη αγάπης. Σύμφωνα με δήλωση του Πατριάρχη Αθηναγόρα: «Μέχρι το 1054 είχαμε πολλές διαφορές…αλλάηγαπώμεθα. Και όταν αγαπώνται οι άνθρωποι, διαφοραί δεν υπάρχουν. Αλλά το 1054, που επαύσαμεν να αγαπώμεθα, ήλθαν όλες οι διαφορές».[8]Η αγάπη προς τους αιρετικούς ανάγεται σε πανδόγμα, σε νέα κυρίαρχη θεολογική αντίληψη, ενώ καταβάλλεται προσπάθεια  με δηλώσεις και διακηρύξεις των εκκλησιαστικών μας ηγετών να αμβλυνθούν, ακόμη και να εκμηδενιστούν οι δογματικές μας διαφορές προς τους Παπικούς, οι  οποίες αποδίδονται σε προκαταλήψεις και κατάλοιπα του παρελθόντος, που έχουν τώρα πλέον ξεπεραστεί και εκλείψει. Η Ορθόδοξη Θεολογία και οι Ιεροί Κανόνες της Εκκλησίας παύουν να αποτελούν κριτήριο λόγων και πράξεων και παραχωρούν τη θέση τους  στη διπλωματία και την πολιτική. Όσοι δεν ακολουθούν αυτή τη γραμμή θεωρούνται ακραίοι, φανατικοί, φονταμενταλιστές και παραμερίζονται στο περιθώριο της εκκλησιαστικής ζωής.
Ωστόσο η αληθινή εν Χριστώ αγάπη ποτέ δεν χωρίζεται από την αλήθεια, ούτε είναι δυνατόν ποτέ να στραφεί εναντίον της. Όταν ο διάλογος της αγάπης δεν συνυπάρχει με τον διάλογο της αλήθειας, είναι επικίνδυνη παγίδα, που οδηγεί σε συγκρητιστική αδιαφορία και απομακρύνει από τη σωτηρία. Δεν υπάρχει χειρότερο κακό από την στέρηση της σωτηρίας και μόνο ως έργο αγάπης δεν μπορεί να χαρακτηριστεί. Εάν, όπως ισχυρίζεται ο κ. Αθηναγόρας, οι δογματικές διαφορές οφείλονται σε έλλειψη αγάπης, τότε έπεσαν έξω και πλανήθηκαν οι άγιοι Πατέρες, όπως ο Μέγας Φώτιος, άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς κ.α., που επεσήμαναν τις πλάνες του Παπισμού, διότι αγωνίστηκαν για ανύπαρκτες διαφορές. Έπεσε έξω ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, όταν μετά τη Σύνοδο Φεράρας–Φλωρεντίαςεδήλωσε ότι «ημείς δι’ ουδέν άλλο απεσχίσθημεν των Λατίνων αλλ’ ή, ότι εισίν ου μόνον σχισματικοί αλλά και αιρετικοί. Δι’ ό  ουδέ πρέπει όλως ενωθήναιαυτοίς».[9] Και όχι μόνον έπεσαν έξω οι άγιοι Πατέρες, αλλά και εστερούντο αγάπης, ως ακραίοι και φανατικοί. Είναι φανερό, ότι οι παρά πάνω λόγοι του Πατριάρχου δεν αντέχουν σε σοβαρή κριτική και φανερώνουν άγνοια, ή διαστρέβλωση της ιστορίας.
 
Μαρτυρίες αγιασμένων και καταξιωμένων ανδρών της Ορθοδόξου Εκκλησίας περί του κοιμηθέντος Πατριάρχου.
 
Ο εσχάτως ανακηρυχθείς ως άγιος από την Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία,άγιος Ιουστίνος ο Πόποβιτςσε υπόμνημά του προς την Ιερά Σύνοδο της Σερβικής Εκκλησίας αναφέρει τα εξής συγκλονιστικά και συγχρόνως αποκαλυπτικά σχετικά με τον κ. Αθηναγόρα: «Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως; Αυτός με την νεοπαπιστικήνσυμπεριφοράν του εις τους λόγους και εις τας πράξεις σκανδαλίζει επί μίαν ήδη δεκαετίαν τας Ορθοδόξους συνειδήσεις, αρνούμενος την μοναδικήν και πανσωστικήνΑλήθειαν της Ορθοδόξου Εκκλησίας και πίστεως, αναγνωρίζων τας Ρωμαϊκάς και άλλας αιρέσεις ως ισοτίμους με την αλήθειαν, αναγνωρίζων τον Ρωμαίον Άκρον Ποντίφηκα με όλην την δαιμονικήναντιεκκλησιαστικήνυπερηφάνειάν του. Και προετοιμάζει με αυτοκτονική ταχύτητα και επιπολαιότητα, κατά το παράδειγμα του Βατικανού, αυτήν την ιδικήν του λεγομένην ‘ΜεγάληνΠανορθόδοξονΣύνοδον’ όχι όμως με το βασικόνευαγγελικόν και αγιοπαραδοσιακόν θέμα της σωτηρίας του ανθρώπου και του κόσμου, αλλά με καθαρώς σχολαστικο-προτεσταντικήνθεματολογίαν. Την προετοιμάζει μάλιστα εις τον πύργον της Βαβέλ του συγχρόνου αναρχικού και μηδενιστικού κόσμου  άνευ της συμμετοχής των πραγματικών Ορθοδόξων ομολογητών, φορέων της Ορθοδόξου πίστεως, Θεολογίας, Παραδόσεως και Εκκλησιαστικότητος. Τον τελευταίον καιρόν  αυτός έχει γίνει πηγή αναρχισμού και μηδενισμού εις τον Ορθόδοξονκόσμον. Οι Αγιορείται δικαίως τον ονομάζουν αιρετικόν και αποστάτην εις τας επιστολάς των, τας απευθυνομένας προς αυτόν ανοικτώς διά του τύπου…».[10]
Επίσης ο μεγάλος χαρισματούχος Γέροντας Παΐσιος, του οποίου η αγιότης μαρτυρείται από όλους πανορθοδόξως, σύγχρονος του κοιμηθέντος Πατριάρχου, παρακολουθούσε με πολύ πόνο τα επικίνδυνα οικουμενιστικά ανοίγματά του, την ακατάσχετη κοσμικού τύπου αγαπολογία του, ιδίως δε την παράτολμη και παράνομη από νομοκανονικής απόψεως ενέργειά του να επιχειρήση μονομερώς και χωρίς την σύμφωνη γνώμη των άλλων Πατριαρχείων και Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, άρση των αναθεμάτων, πράγμα που προκάλεσε μεγάλο σάλο και σκάνδαλο μέσα στην Εκκλησία. Σκέφθηκε λοιπόν να στείλει μιά επιστολή στις 23 Ιανουαρίου 1969, στον π. Χαράλαμπο Βασιλόπουλο, ιδρυτή της Π.Ο.Ε. και της μαχητικής εφημερίδος «Ορθόδοξος Τύπος», που αφορούσε τον κ. Αθηναγόρα. Σ’ αυτή μεταξύ άλλων γράφει τα εξής: «…Φαντάζομαι ότι θα με καταλάβουν όλοι, ότι τα γραφόμενά μου δεν είναι τίποτε άλλο, παρά ένας βαθύς μου πόνος διά την γραμμήν και κοσμικήναγάπην δυστυχώς του πατέρα μας κ. Αθηναγόρα. Όπως φαίνεται αγάπησε μίαν άλλην γυναίκα μοντέρνα, που λέγεται Παπική Εκκλησία, διότι η Ορθόδοξος μητέρα μας δεν του κάμνει καμίαν εντύπωση, επειδή είναι πολύ σεμνή…Το αποτέλεσμα ήταν, να αναπαύση μεν όλα τα κοσμικά παιδιά, που αγαπούν τον κόσμο, να κατασκανδαλίση όμως όλους εμάς, τα πιστά τέκνα της Ορθοδοξίας, μικρά και μεγάλα, που έχουν φόβο Θεού». [11]
Κατά παρόμοιο τρόπο αποδοκιμάζεται ο πρώην Πατριάρχης και από μιά άλλη μεγάλη εκκλησιαστική φυσιογνωμία των ημερών εκείνων, από τον αρχ. π. ΕπιφάνιοΘεοδωρόπουλο. Σε επιστολή του προς αυτόν γράφει μεταξύ άλλων τα εξής: «Παναγιώτατε:Προυχωρήσατε ήδη πολύ. Οι πόδες Υμών ψαύουσι πλέον τα ρείθρα τουΡουβίκωνος. Η υπομονή χιλιάδων ευσεβών ψυχών, Κληρικών καί λαϊκών, συνεχώς εξαντλείται. Διά την αγάπην του Κυρίου, οπισθοχωρήσατε! Μη θέλετε ναδημιουργήσητε εν τη Εκκλησία σχίσματα και διαιρέσεις. Πειράσθε να ενώσητε τα διεστώτα και το μόνον όπερ θα κατορθώσητε, θα είναι να διασπάσητε τα ηνωμένα και ναδημιουργήσητε ρήγματα εις εδάφη έως σήμερον στερεά και συμπαγή. Σύνετεκαί συνέλθετε!...».[12]
 
Κακόδοξες και βλάσφημες δηλώσεις του.
 
Θα κλείσουμε τον μικρό αυτό σχολιασμό μας με ορισμένες ακόμη κακόδοξες και βλάσφημες δηλώσεις του, τις οποίες διετύπωσε δημοσίως σε λόγους, ομιλίες, ή συνεντεύξεις  του κατά την διάρκεια της Πατριαρχείας του:«Απατώμεθα και αμαρτάνωμεν (έλεγε), εάν νομίζομεν, ότι η Ορθόδοξος πίστιςκατήλθεν εξ’ ουρανού και ότι τα άλλα δόγματα είναι ανάξια. Τριακόσια εκατομμύρια ανθρώπων εξέλεξαν τον Μουσουλμανισμόν διά να φθάσουν εις τον Θεόν των και άλλαι εκατοντάδες εκατομμυρίων είναι Διαμαρτυρόμενοι, Καθολικοί, Βουδισταί. Σκοπός κάθε θρησκείας είναι να βελτιώσει τον άνθρωπον».[13]«Εις την κίνησιν προς την ένωσιν, δεν πρόκειται η μία Εκκλησία να βαδίσει προς την άλλην, αλλ’ όλαι ομού να επανιδρύσωμεν την Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν, και ΑποστολικήνΕκκλησίαν, εν συνυπάρξει εις την Ανατολήν και την Δύσιν, όπως εζώμεν μέχρι του 1054, παρά και τας τότε υφισταμένας θεολογικάς διαφοράς».[14] «Ο αιών του δόγματος παρήλθε».[15]«Καλούμεθα ν’ απαλλαγώμεν του πλέγματος της πολεμικής και της αντιρρήσεως εν τη Θεολογία και να εφοδιάσωμεν αυτήν διά του πνεύματος της ζητήσεως και της διατυπώσεως της αληθείας εν τη αγάπη και τη υπομονή. Ο Χριστιανισμός έχει ανάγκη σήμερον μιάς Θεολογίας της καταλλαγής».[16]
Τα παρά πάνω ελάχιστα στοιχεία, τα οποία παραθέσαμε είναι ικανά,πιστεύουμε, να μας δώσουν μια εικόνα περί του ποιός ήταν ο κ. Αθηναγόρας, τον οποίον θα σπεύσουν να εγκωμιάσουν και να εξυψώσουν μέχρι τρίτου ουρανού εντός των προσεχών ημερών οι ομόφρονές του οικουμενιστές. Στο δε ερώτημα που θέσαμε ως τίτλο του άρθρου μας, καλούμεθα όλοι μας (ο κλήρος και ο πιστός λαός του Θεού) να απαντήσωμε. Είμαστε αποφασισμένοι να βαδίσουμε στα χνάρια των αγίων Πατέρων μας, ή στα χνάρια του κ. Αθηναγόρα; Ο καθένας ας αναλάβει τις ευθύνες του.

[1]Περιοδ. «Εκκλησία», 15 Αυγούστου 1972, σελ. 451.
[2]Περιοδ. «Επίσκεψις», 12 Ιουλίου 1975, σελ. 3.
[3]Περιοδ. «Εκκλησία», 15 Αυγούστου 1972, σελ.408-409.
[4]PG. 60, 611
[5]Αρχ. Ιωάσαφ Μακρή, Ιεράς Μονής Μεγάλου Μετεώρου, Ιστορική αναδρομή της προσεγγίσεως Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών κατά τον 20 ο αιώνα, εν: «Εν Συνειδήσει», Οικουμενισμός Ιστορική και κριτική προσέγγιση, Εκδ. Ιεράς Μονής Μεγ. Μετεώρου, Ιούνιος 2009, σελ. 55. Βλ. και δήλωση του αρχ. Αθηνών Χρυσοστόμου στον «Ορθόδοξο Τύπο», Νοέμβριος 1965.
[6]Αρχ. Μάρκου Μανώλη, Αιρετικός ο Αθηναγόρας, Εφ. «Ορθόδοξος Τύπος», 30 Μαρτίου 2012, σελ. 1,7. Βλ. και άρθρο της εφ. «Εκκλησιαστικός αγών», αδελφότητος «Ο Σταυρός», Μάϊος 1970, φ. 48, σελ. 3,4, με τίτλο «Ομιλεί ο Αθηναγόρας. Αι κατά καιρούς δηλώσεις. Τα μηνύματα και αι ενέργειαι αυτού»
[7]Ευθυμίου Τρικαμηνά, Η διαχρονική συμφωνία των Αγίων Πατέρων για το υποχρεωτικό του του 15ου Κανόνος της Πρωτοδευτέρας Συνόδου περί διακοπής μνημονεύσεως Επισκόπου κηρύσσοντος επ’ Εκκλησίας αίρεσιν,Εκδ. Degiorgio, Τρίκαλα 2012, σελ. 263.
[8]Πρωτ. Γεωρ. Μεταλληνού, Ομότιμου Καθ. Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών, Οι διάλογοι χωρίς προσωπείο, Διαδικτυακός τόπος Ορθόδοξος Λόγος, www.orthodox.net.gr, σελ. 2-3.
[9]Mansi 31A, 885DE. Bλ. και «Πρακτικά της αγίας και Οικουμενικής εν Φλωρεντία Συνόδου»,εκδ. GillPontificumInstitutumOrientaliumStudiorum,Roma 1953, VolVfascII, σελ. 400 (25-53).
Μ. Εφέσου, Επιστολή τοις απανταχού της γης(…) Χριστιανοίς, CFDS, Ser. A΄, Τομ.Χ, fasc II, σελ.144(29-33).
[10]Οσίου Ιουστίνου Πόποβιτς, «Περί την μελετωμένην ‘Μεγάλην Σύνοδον’ της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Υπόμνημα προς την Σύνοδον της Ιεραρχίας της Σερβικής Ορθοδόξου Εκκλησίας», Αθήναι 1977, σελ. 14-17.
[11]Απόσπασμα επιστολής, που στάλθηκε στις 23 Ιανουαρίου 1969 στον αρχ. π. Χαράλαμπο Βασιλόπουλο και δημοσιεύθηκε στον «Ορθόδοξο Τύπο».
[12]Αρχ. Επιφανίου Θεοδωροπούλου, Άρθρα-Μελέται, Επιστολαί, τ. Α΄, Αθήναι 1981, σσ. 152-153.
[13]Βλ. «Ορθόδοξος Τύπος», φ. 94, Δεκέμβριος 1968.
[14]Εκ του μηνύματός του επί της εορτή των Χριστουγέννων του 1967, ίδ.«Από την πορείαν της αγάπης», σελ. 87.
[15]Βλ. εφ. «Ακρόπολις», 29 Ιουνίου 1963.
[16]Εξ’ ομιλίας του εις την Θεολογική Σχολήν Βελιγραδίου την 12η  Ιουλίου 1967, Βλ. «Έθνος», 13 Οκτωβρίου 1967.

Θαύμα Αγίας Άννας - Η βλαστήμια του μαθητή


  
Η Διαλεχτή Γεωργοπούλου κάτοικος Αιγίου διηγείται (1983) τα εξής:
«Όταν ο γυιός μου Γιώργος ήταν ηλικίας 10 χρονών του συνέβη το εξής περιστατικό. Ήταν τότε μαθητής στο δημοτικό σχολείο. Μια ημέρα γυρίζοντας από το σχολείο δε βρήκε της αρεσκείας του το φαγητό που είχε ετοιμαστή.
Θύμωσε και πήρε να κόψη για να φάει πορτοκάλι, συγχρόνως όμως είπε στο θυμό του και μία βλαστήμια.


Δε πρόλαβε όμως να κόψη το πορτοκάλι και σωριάσθηκε κάτω βγάζοντας αφρούς από το στόμα και χτυπώντας με τα πόδια του το πάτωμα. Βλέποντας εγώ το παιδί μου σ' αυτή την κατάσταση κάλεσα το γιατρό κ. Γιαννάκη Σπυρόπουλο. Ο γιατρός μετά την εξέταση του παιδιού είπε:
-Αυτή δεν είναι αρρώστια για μας, εμείς δεν έχουμε δουλειά εδώ. Θα καλέσεις παπά. Κάλεσα τότε τον εφημέριο της ενορίας μας, ο οποίος διάβασε διάφορες ευχές. Μετά από το διάβασμα το παιδί ηρέμησε και τότε μπόρεσε να επικοινωνήση με το περιβάλλον του και να μιλήση.
Διηγήθηκε τότε τα εξής: «Τη στιγμή που έκοβα το πορτοκάλι, ενώ είχα ειπή με το θυμό μου τη βλαστήμια είδα ν ανεβαίνη τη σκάλα μας ένας κοντός και μαύρος με μια μακριά ουρά. Με χτύπησε με την ουρά του στο πρόσωπο κι έπεσα κάτω. Από τότε δε θυμάμαι τίποτε άλλο. Πριν με χτυπήση και πίσω φοβέρισε τη γιαγιά μου (Μυρσίνη Πασχαλίδου) η οποία εκείνη τη στιγμή έκανε το σταυρό της. Για σένα θα ξανάρθω να εξηγηθούμε, της είπε».
Το παιδί εξακολουθούσε να είναι ανήσυχο. Έβλεπε πολλές φορές εκείνον τον μαύρο με την ουρά. Πήγαμε σε διάφορα προσκυνήματα και παρακαλέσαμε. Αυτό διήρκεσε περίπου ένα εξάμηνο. Τελευταία πήγαμε το παιδί στην Αγία Άννα ντυμένο καλογεράκι. Όσο βρισκόταν στην εκκλησία ήταν ήρεμο, έφευγε η ταραχή. Αυτή η εικόνα έλεγε δείχνοντας την εικόνα της Αγίας Άννας, με ανακουφίζει. Γι αυτό πηγαίναμε για αρκετό καιρό τακτικά στην Αγ. Άννα. Δεν ξαναείδε τον κοντό με την ουρά, ηρέμησε, έγινε εντελώς καλά και μέχρι σήμερα χαίρει άκρας υγείας».

πηγή  το είδαμε εδώ

Γέροντας Παΐσιος - Η ακηδία αχρηστεύει τον άνθρωπο


- Γέροντα, τι διαφορά υπάρχει ανάμεσα στην ακηδία και την αθυμία;
- Ακηδία είναι η πνευματική τεμπελιά, ενώ η ραθυμία αναφέρεται και στην ψυχή και στο σώμα. Καλύτερα όμως να λείψουν και τα δύο. Η ακηδία και η ραθυμία μερικές φορές κολλούν και σε
ψυχές που έχουν πολλές προϋποθέσεις για πνευματική ζωή, που έχουν ευαισθησία, φιλότιμο.
Σε έναν αδιάφορο ο πειρασμός δεν κάνει τόσο κακό. Ένας ευαίσθητος όμως άνθρωπος, αν στενοχωρηθή, νιώθει μετά ακηδία. Πρέπει να βρη τί τον στενοχώρησε και να το αντιμετωπίση
πνευματικά, για να ξαναβρή το κουράγιο και να πάρη μπρος η μηχανή του. Να προσέχη να μην αφήνη αθεράπευτες πληγές, γιατί μετά κάμπτεται από τα τραύματά του. Το ψυχικό τσάκισμα, το
οποίο στην συνέχεια φέρνει και το σωματικό, τον αχρηστεύει. Ο γιατρός δεν βρίσκει τίποτε, γιατί την βλάβη την έχει προκαλέσει ο πειρασμός. Πόσες ψυχές που έχουν φιλότιμο, ευαισθησία, τις βλέπω αχρηστευμένες!

- Γέροντα, αισθάνομαι εξάντληση και δεν μπορώ να κάνω καθόλου πνευματικά1. Αυτό προέρχεται από κούραση ή μήπως είναι από ραθυμία;
- «Ἀπὸ τῶν πολλῶν μου ἁμαρτιῶν, ἀσθενεῖ τὸ σῶμα, ἀσθενεῖ μου καὶ ἡ ψυχή»2, δεν λέει; Δεν είναι κούραση σωματική˙ ψυχικό τσάκισμα είναι. Αυτό είναι χειρότερο από την σωματική κούραση. Με το ψυχικό τσάκισμα ξεβιδώνεται κανείς και γίνεται σαν ένα όχημα που όλα τα εξαρτήματά του είναι καλά, αλλά η μηχανή του είναι διαλυμένη.

- Γέροντα, βλέπω ότι, ενώ πρώτα αγαπούσα τα πνευματικά, τώρα δεν μπορώ να κάνω τίποτε.
- Γιατί δεν μπορείς να κάνης τίποτε; Δεν έχεις δυνάμεις; Εγώ βλέπω ότι έχεις. Δεν θυμάσαι παλιά, όταν χτιζόταν το μοναστήρι και δούλευες όλη μέρα στο γιαπί, πόσα πνευματικά έκανες;

- Μήπως, Γέροντα, φταίει που έδωσα όλον τον εαυτό μου στις δουλειές;
- Πιο πολύ φταίει που άφησες τον εαυτό σου χαλαρό. Κοίταξε να τον σκληραγωγήσης˙ να αγαπήσης την άσκηση. Εγώ, που έχω μισό πνεύμονα, ξέρεις πόσες μετάνοιες κάνω; Δεν μπορώ να σου πω. Μόνο για τα κομποσχοίνια, που κάνω με μικρές μετάνοιες, σου λέω ότι, όταν κουράζεται το ένα χέρι, κάνω τον σταυρό μου με το άλλο. Αυτά σου τα λέω από αγάπη. Άλλοι δεν έχουν τις προϋποθέσεις που έχεις εσύ, και ξέρεις πώς αγωνίζονται, πώς παλεύουν; Εσύ για λοκατζής κάνεις! Πώς άφησες έτσι τον εαυτό σου; Εγώ θα προσεύχωμαι για σένα, αλλά, για να βοηθηθής, πρέπει κι εσύ να κάνης μια προσπάθεια. Κατάλαβες; Στα πνευματικά πρέπει να δώσης όλον τον εαυτό σου, και τότε θα αποδώσης και στην διακονία σου.

- Γέροντα, μερικές φορές , όταν είμαι στο κελλί, με πιάνει ακηδία.
- Στο κελλί σου δεν προσεύχεσαι, δεν μελετάς. Όσο μπορείς, να μην αφήνης να περνάη ο χρόνος χωρίς να κάνης τίποτε. Δεν μπορείς να προσευχηθής; Ας μελετήσης κάτι που σε βοηθάει εκείνη την ώρα. Διαφορετικά ο διάβολος μπορεί να εκμεταλλευθή την άσχημη κατάστασή σου και να σε εξουθενώση.

1. «Πνευματικά» είναι: ευχή με το κομποσχοίνι, μετάνοιες, πνευματική μελέτη κ.λπ. που κάνει ο μοναχός εκτός της διατεταγμένης Ακολουθίας και του μοναχικού κανόνος. Αυτά γίνονται και από λαϊκούς που αγωνίζονται στον κόσμο.
2. Τρίτον Μεγαλυνάριον της Μικράς και της Μεγάλης Παρακλήσεως εις την Υπεραγίαν Θεοτόκον.

Πηγή: Από το βιβλίο «Περί προσευχής» Λόγοι ζ'

Εάν είναι τα πάντα μάταια και ματαιότης, δια ποίον λόγον έχουν γίνει;

Αλλά θα ερωτήση κάποιος, "Εάν είναι τα πάντα μάταια και ματαιότης, δια ποίον λόγον έχουν γίνει; εάν είναι έργα του Θεού, πώς είναι μάταια; και γίνεται δι' αυτά πολύς λόγος."

Άλλ' άκουε, αγαπητέ. Δεν είπε το έργα του Θεού μάταια' είθε να μη συμβή να μας περάση από τον νουν κάτι τέτοιο.
Δεν είναι ο ουρανός μάταιος, ούτε η γη ματαία, μη γένοιτο. Δεν είναι μάταιος ο ήλιος, ούτε η σελήνη και τα άστρα, ούτε το ιδικόν μας σώμα, διότι όλα αυτά είναι πάρα πολύ καλά.
Τι σημαίνει όμως μάταιον; Ας ακούσωμεν τον ίδιον τον Εκκλησιαστήν πού λέγει: «Εφύτευσα δια τον εαυτόν μου αμπέλια, εξεπαίδευσα δια τον εαυτόν μου αοιδούς, άνδρας και γυναίκας, κατεσκεύασα δια τον εαυτόν μου δεξαμενάς υδάτων, είχα δια τον εαυτόν μου πρόβατα και άλλα ζώα, συνέλεξα χρυσόν και άργυρον και είδα ότι όλα είναι ματαιότης» και πάλιν, «Ματαιότης ματαιοτήτων, το πάντα είναι ματαιότης·.
Άκουε και τον Προφήτην πού λέγει: «θησαυρίσει και δεν γνωρίζει δια ποίον θα τα συγκεντρώση αυτά».Σύμφωνα προς αυτά ματαιότης ματαιοτήτων είναι αι πολυτελείς οικοδομαί, ο πολύς και άφθονος χρυσός, το πλήθος των αιχμαλώτων, πού βαδίζουν κατά πομπώδη τρόπον εις την αγοράν, η αλαζονεία και η ματαιοδοξία, αι φιλοδοξίαι και η υπερηφάνεια. Αυτά λοιπόν είναι όλα μάταια, διότι δεν έχουν γίνει οπό τον Θεόν, άλλ' έχουν δημιουργηθή από μας. Διατί όμως τέλος πάντων είναι μάταια; Διότι δεν έχουν κανένα χρήσιμον αποτέλεσμα.

Τα χρήματα είναι μάταια, όταν εξοδεύωνται εις τας απολαύσεις, δεν γίνονται όμως μάταια, όταν διανέμωνται εις τους πτωχούς.
Εάν όμως τα εξοδεύσης εις τας απολαύσεις, ας ιδούμεν ποίον θα είναι κάποτε το αποτέλεσμα αυτών' η πάχυνσις του σώματος, τα ρεψίματα, τα αέρια εις το στομάχι, τα πολλά περιττώματα, η κεφαλαλγία, η μαλθακότης του σώματος, η έξαψις και η παράλυσις. Διότι όπως ματαιοπονεί κανείς όταν χύνει νερό μέσα εις διάτρητον πυθάρι, έτσι και εκείνος πού κάνει τρυφηλόν βίον αντλεί εις διάτρητον πυθάρι.
Με άλλα λόγια δε, μάταιον λέγεται αυτό πού νομίζεται μεν ότι έχει τιμή, άλλ' όμως δεν έχει, εκείνο πού ονομάζουν και κενόν, και κενάς ελπίδας, και το χωρίς σκοπόν. Και απλώς δε μάταιον λέγεται αυτό πού δεν είναι χρήσιμον εις τίποτε.
Ας εξετάσωμεν λοιπόν, μήπως δεν είναι τέτοια τα ανθρώπινα. «Ας φάγωμεν και ας πίωμεν, διότι αύριον πεθαίνομεν». Ποιον λοιπόν είναι το αποτέλεσμα; είπε μου. Η φθορά. Ας ενδυθούμεν και ας περιβληθούμεν ενδύματα, και ποίον το αποτέλεσμα; Κανέν.
Αυτά εφιλοσόφησαν μερικοί Έλληνες, αλλά μάταια. Υπέδειξαν τον σκληρόν τρόπον ζωής, χωρίς όμως ν' αποβλέπουν προς ένα χρήσιμον σκοπόν, άλλ' απλώς προς την ματαιοδοξίαν και την τιμήν από τους πολλούς ανθρώπους.
Και τι είναι η τιμή εκ μέρους των πολλών; Τίποτε. Διότι, αν αφανίζονται αυτοί πού παρέχουν την τιμήν, πολύ περισοότερον αφανίζεται η τιμή. Εκείνος πού παρέχει τιμήν εις άλλον οφείλει προηγουμένως να παρέχη τιμήν εις τον εαυτόν του αν όμως δεν παρέχη εις τον εαυτόν του, πώς θα παρέχη εις άλλον;
Τώρα βέβαια επιδιώκομεν και τας τιμάς από τους ευτελείς και ευκαταφρόνητους ανθρώπους, οι οποίοι είναι περιφρονημένοι και επονείδιστοι. Ποίαν αξίαν έχει λοιπόν η τιμή αυτή;


Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

ΕΑΛΩ Η ΠΟΛΙΣ…. ΟΧΙ Η ΕΛΛΑΣ…

ELLHNIKOS LAOS
Αχιλλέως Γ. Λαζάρου
Ρωμανιστή-Βαλκανιολόγου
    
     Οι ημέρες είναι σύμβολα του χρόνου. Κάποιες δε υπερβαίνουν την αέναη ροή των αιώνων και γίνονται μάρτυρες αδιάψευστοι των πεπρωμένων του κόσμου.
    Μία και ανεπανάληπτη είναι η 29 Μαΐου 1453, κατά την οποία εάλω η Πόλις, η κατ’ εξοχήν εστία του φωτός, της παιδείας, θύραθεν και κατά Χριστόν.
     Διότι της Κωνσταντινουπόλεως προϋπάρχει το Βυζάντιον, εδραιωμένο στις Συμπληγάδες Πέτρες του Βοσπόρου, τις οποίες σχεδόν αλώβητα διέρχεται το περίπτυστο σκάφος των Αργοναυτών διανοίγοντας διάπλατα τις πύλες μιας παγκόσμιας επίπονης πορείας, απεικονισμένης παραστατικά στις περιπέτειες του Ιάσονος, του Ηρακλέους και των Ηρακλειδών.
    Ο Άγγλος καθηγητής Κάντλερ διακηρύσσει την ελληνική ύπαρξη στη Μικρασία ήδη την 3η χιλιετία π.Χ. Πανάρχαιη διαπιστώνεται η παρουσία Ελλήνων και στην Ευρώπη, όπως αρχικά ονομάζεται η σημερινή βαλκανική. Κατά τον Ρουμάνο ακαδημαϊκό και καθηγητή του Πανεπιστημίου Βουκουρεστίου VasileParvan, «οι αρχαίες ελληνικές παραδόσεις, σωζόμενες κυρίως στους επικούς κύκλους, από τους οποίους εμπνεύσθηκαν οι Τραγικοί εμπεριέχουν γνώσεις παμπάλαιες, αφ’ ότου οι Έλληνες, Θράκες, Φρύγες ανήκαν οπωσδήποτε σε κοινό των τριών έθνος. Ο Ορφεύς ήταν Θραξ, ο Πέλοψ ήταν Φρυξ, αλλά και οι δύο ταυτόχρονα ήσαν και Έλληνες. Τα ομηρικά ποιήματα εμφανίζουν αυτήν την πνευματική κατάσταση. Τα δε αρχαιολογικά ευρήματα του τελευταίου μισού του αιώνα επιβεβαιώνουν ολοένα και περισσότερο την ακρίβεια των αρχαίων ελληνικών παραδόσεων».
     Όταν το Βυζάντιο του Βοσπόρου επιλέγεται ως έδρα διοικητική ανατολικού διαμερίσματος της απέραντης ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και μετονομάστηκε από τον εκλογέα Κωνσταντινούπολις, δεν παραγνωρίζεται ο προηγούμενος ελληνικός πολιτισμός. Πρότυπα άλλως τε παλαιότερα αποτρέπουν οποιαδήποτε παραγνώριση. Ήδη ο κορυφαίος των αποστόλων Παύλος, Ρωμαίος πολίτης και επομένως χρήστης της λατινικής, συννάμα  δε ελληνιστής Ιουδαίος, που συνεπάγεται άρτια γνώση εβραϊκής και ελληνικής, γλώσσα και μορφή σκέψεως έχει ελληνική. Παρόμοια πράττουν και οι μεταγενέστεροι χριστιανοί. Συγκομίζουν από τον Ελληνισμό εκφάνσεις του ελληνικού πνεύματος, προ πάντων το μέτρο, την αρμονία, την ευσχημοσύνη, τη χάρη, την ευγένεια. Καθιστούν οργανικό στοιχείο της νέας θρησκείας τον ελληνικό πολιτισμό. Κλάδοι θεωρητικοί και πρακτικοί της ελληνικής φιλοσοφίας έχουν θέση στη διάπλαση του Χριστιανισμού, όπως αποφαίνονται πολλοί πατέρες, ιδίως δε ο Ωριγένης.
     Γίνεται πλέον απόλυτα κατανοητό πως ο Μέγας Κωνσταντίνος προικίζει την Πόλη του με αριστουργήματα της ελληνικής τέχνης και επισπεύδει τη δημιουργία της καλλιτεχνικής ατμόσφαιρας και αισθητικής των ταλαντούχων χριστιανών, ώστε να μετουσιώνουν βιώματα και συγκινήσεις  της πίστεώς τους σε πρωτότυπα έργα. Μετά δε την προοδευτική άρση παντοίων δυσπιστιών, υποψιών, επιφυλάξεων και προκαταλήψεων έναντι παντός χριστιανικού προβάλλουν πορίσματα εντυπωσιακά σε ποικίλους τομείς, εικονογραφία, αρχιτεκτονική, μουσική κ.α. Με την τελευταία συντελείται ανάπτυξη της θείας λατρείας, καθώς και συνθέσεως απαραμίλλων σε ποίηση και ύψος ιερών λειτουργιών και εκκλησιαστικών ύμνων και συναφών μελωδιών. Π.χ. ο ωραίος εσπερινός ύμνος «Φως ιλαρόν…» θεωρείται από τον Μέγα Βασίλειο αρχαίος και αποκαλείται επιλύχνιος ευχαριστία.
     Εξ ίσου ακμάζουν οι επιστήμες, δίκαιο, ιατρική, μαθηματικά, αστρονομία, στις ιερές μονές, σε διδακτήρια και πανδιδακτήρια, όπως το Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινουπόλεως.
     Εν τούτοις ελάχιστοι ακόμη αποτιμούν κατ’ αξίαν τα επιτεύγματα, μεταξύ των οποίων ιδιαίτερα υπογραμμίζεται η εφεύρεση νέου ρυθμού στην αρχιτεκτονική, ο οποίος εφαρμόζεται κιόλας με καταπληκτική επιτυχία στην οικοδομή του ναού της Αγίας Σοφίας. Ο Γάλλος ακαδημαϊκός R. Grousset  τον αντιπαραβάλλει με τον Παρθενώνα και αναγνωρίζει συνέχεια ελληνικού πολιτισμού στο μεγαλοπρεπέστατο μνημείο.
     Ταυτόχρονα η Κωνσταντινούπολις επιδίδεται αδιάκοπα σε φιλαλληλίας και φιλανθρωπίας έργα.
     Η εκκλησία της Κωνσταντινούπολις στρέφει στοργικά το βλέμμα της προς όλους τους λαούς, έως το απώτατο δυτικό άκρο της Ευρώπης, το σημερινό Ηνωμένο Βασίλειο. Στους πρωτοπόρους αποστόλους συναριθμείται και ο Ιωάννης Κασσιανός. Με σταθμούς στο Βρινδήσιο, στο Μονακό, στο PasdeCalais διαβαίνουν τη Μάγχη και αποβιβάζονται στα βρετανικά νησιά. Εκεί εν ονόματι του Χριστού αγωνίζονται να ειρηνοποιήσουν τους βρετανικούς λαούς, που μετά την αποχώρηση, το 407 μ.Χ., των ρωμαϊκών λεγεώνων σπαράσσονται από εμφύλια σύρραξη, η δε πρόσκληση γερμανικών φύλων, Άγγλων και Σαξόνων, προς αποκατάσταση της τάξεως όχι μόνον δεν τελεσφορεί αλλά και περιπλέκει χειρότερα την κατάσταση επαυξάνοντας τις έριδες. Διότι οι προσκεκλημένοι ως ειρηνοποιοί επιβάλλουν στην ανάστατη χώρα απροκάλυπτα την εξουσία τους, την οποία και συνεχίζουν, ενώ αυτόχθονες διαρκώς διεκδικούν δικαιώματα αυτονομίας!
    Οι αποστολές της Κωνσταντινουπόλεως έχουν χαρακτήρα αδιαμφισβήτητα χριστιανικό, φιλειρηνικό, εκπολιτιστικό. Έτσι, κατά τον Grousset, «ο μεσαιωνικός χριστιανισμός προάγει στον ελληνικό πολιτισμό στον γερμανικό και σλαβικό κόσμο».
     Ειδικά για τους Σλάβους ο Τσέχος καθηγητής των Πανεπιστημίων Πράγας και Χάρβαντ FrantisekDvornik παραδέχεται με παρρησία τη σπουδαιότητα της προσφοράς της Κωνσταντινουπόλεως, γράφοντας ακριβώς τα εξής: «Το βυζάντιον διέπλασε τις απειθάρχητες φυλές των Σέρβων, Βουλγάρων, Ρώσσων, Κροατών και τις διεμόρφωσε σε έθνη. Τους έδωσε την θρησκεία του, τους θεσμούς του, και τις παραδόσεις του, και εδίδαξε τους αρχηγούς των πώς να κυβερνούν. Τω όντι, τους έδωσε την ουσία του πολιτισμού – την γραφή και την φιλολογίαν».
    Ευνόητα απολαύουν ανάλογης γενναιοδωρίας και οι λοιποί λαοί, μάλιστα οι πλησιόχωροι, όπως οι Χάκες, πρόγονοι των σημερινών Ρουμάνων, οι παραδουννάβιοι, Σκύθες, Γότθοι κ.α. Οι τελευταίοι ευτυχούν αποκτώντας την Ιερά Γραφή στη γλώσσα τους, γνωστή ως «Βίβλος Γοτθική», έργο του Γούλφιλα ή Ούλφιλα, ο οποίος παρά το ξενικό όνομα είναι ελληνικής καταγωγής, όπως αποδεικνύει ο Ρουμάνος καθηγητής MirceaPacurariu.
      Αργότερα απόστολοι της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως δεν αγνοούν και τους ευρωποιημένους Ούγγρους. Ατελείωτος είναι ο κατάλογος αποστόλων – μαρτύρων Ελλήνων ανά τα πέρατα του τότε γνωστού κόσμου.
     Παράλληλα στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας η όλη ζωή ρυθμίζεται πάλιν «υπό το φως της Εκκλησίας». Στην ελληνική Ανατολή δεν παρατηρούνται φυλετικά φαινόμενα. Αυτά είναι εισαγόμενα. Πολύτιμα και άκρως επίκαιρα σε πανευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο αναδεικνύεται η μαρτυρία του διαπρεπούς Βυζαντινολόγου LouisBrehier: «Οι Σταυροφόροι είναι εκείνοι, που εισήγαγαν τον αντισημιτισμό στο Βυζάντιο, όπου άλλως τε απαλυμένος δεν προκαλεί ποτέ μαζικές απελάσεις και ακόμη ολιγώτερο πογκρόμ».
     Στο Βυζάντιο οι υπήκοοι, που είναι προικισμένοι, φίλεργοι, ταλαντούχοι, ανέρχονται και στα ανώτατα αξιώματα, ακόμη και στο αυτοκρατορικό, ανεξάρτητα από καταγωγή, θρησκεία, γλώσσα, ώστε να ωχριούν διακηρύξεις των ημερών μας για ανθρώπινα δικαιώματα. Διότι “quidlegessimemoribus”.
    Αποκάλυψη του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού του Βυζαντίου στις πραγματικές διαστάσεις, μεγαλύτερες και ανώτερες και των πλέον δημοκρατικών χωρών της τρέχουσας τρίτης χιλιετίας μ.Χ. πραγματώνει με καίριες επισημάνσεις ο Γάλλος ακαδημαϊκός Φρεντ Μπεράνς: «Εις μίαν εποχήν – γράφει – όπου οι ηγεμόνες της Δύσεως εθεώρησαν το κράτος ατομικήν των ιδιοκτησίαν, η περιουσία του αυτοκράτορος του Βυζαντίου υπέκειτο εις φορολογίαν… Τα νοσοκομεία εξέπλητταν τους ξένους με την υγιεινήν των και περισσότερον ακόμη με την παρουσία ιατρών γυναικών, που περιέθαλπαν τας ασθενείς του φύλου των Βυζαντινοί αυτοκράτορες εν τη επιθυμία των να πραγματοποιήσουν επί γης την βασιλείαν του Χριστού συνεκάλουν συμβούλια δια ζητήματα ηθικής και συνειδήσεως ηρνούντο να παραδώσουν τους φυγοδίκους, με τους δε Μουσουλμάνους έκαμναν τακτικήν ανταλλαγήν αιχμαλώτων.
     Προ του Χαρούν αλ Ρασήντ, οι αυτοκράτορες μετεμφιέζοντο δια να κάμουν επιθεωρήσεις εις την πρωτεύουσαν, να ελέγξουν τας τιμάς της αγοράς, να μάθουν μόνοι των ό,τι οι υπουργοί προσεπάθουν να κρύψουν από αυτούς. Οι πτωχοί ημπορούσαν να καταφύγουν εις τα δικαστήρια, χωρίς να επιβαρυνθούν με έξοδα, και ένα παιδί ταπεινής οικογενείας εάν είχεν ιδιοφυΐαν, ημπορούσε να σπουδάση και κατόπιν να ανέλθη όλας τα βαθμίδας της ιεραρχίας, να γίνη υπουργός, ναύαρχος, διοικητής επαρχίας».
     Επιπρόσθετα ο ξένος σοφός, ο καθηγητής Μπερνάνς, ομολογεί: «Εις όλους τους τομείς, τους νόμους, την αρχιτεκτονικήν, την τέχνην, είμεθα είτε αμέσως είτε μέσω της ιταλικής Αναγεννήσεως οι κληρονόμοι του Βυζαντίου. Κληρονόμοι μιας κληρονομίας, την οποίαν επί μακρόν περιφρονήσαμεν, διότι δεν αντελαμβανόμεθα την λεπτήν και πολλαπλήν της αξίαν: κληρονόμοι επίσης της βεβαρημένης συνειδήσεως των προγόνων μας, οι οποίοι επρόδωσαν την υπόθεσιν του πολιτισμού, εφοβούμεθα το μεγαλείον, αλλά και την πικρίαν συγχρόνως ενός μαθήματος πλουσίου εις διδασκαλίαν. Μαθήματος, που θα είναι επίκαιρον, όσο θα υπάρχη η γη». Επομένως επιτακτικός αποβαίνει ο επανεξελληνισμός της Ευρώπης και όχι ο εξευρωπαϊσμός της Ελλάδος.
     Ιδού τι σημαίνει εάλω η Πόλις. Ιδού πως κατανοείται των πολιτών της και όλων των λαών η καταλύπηση, η οποία αυθόρμητη, πηγαία, εμπερίστατη μαρτυρείται τόσο σε λόγια όσο και σε δημώδη πνευματικής δημιουργήματα.
     Ο ιστορικός της Αλώσεως Δούκας αναφωνεί: «Ω Πόλις, Πόλις, πόλεων πασών κεφαλή ω Πόλις, κέντρον των τεσσάρων του κόσμου μερών ω Πόλις, Πόλις, χριστιανών καύχημα και βαρβάρων έχουσα ένδον φυτά παντοία βρίθονται καρπούς πνευματικούς. Πού σου το κάλλος παράδεισε, πού σου η των χαρίτων του πνεύματος ευεργετική ρώσις ψυχής τε και σώματος; Πού τα των αποστόλων του Κυρίου μου σώματα τα προ πολλού φυτευθέντα εν τω αειθαλεί παραδείσω, έχοντα εν μέσω τούτων το πορφυρούν ιμάτιον, την λόγχην, τον σπόγγον, τον κάλαμον, άτινα ασπάζοντες εφανταζόμεθα τον εν σταυρώ υψωθέντα οράν που τα των οσίων λείψανα; Πού τα των μαρτύρων; Πού τα του μεγάλου Κωνσταντίνου και των λοιπών βασιλείου πτώματα; Αι αγνιαί, τα περίαυλα, αι τρίοδοι, οι αγροί, οι των αμπέλων περιφραγμοί τα πάντα πλήρως μεστά λείψανα αγίων σωμάτων ευγενών, σωμάτων αγενών, ασκητών, ασκητριών. Ω της ζημίας έθεντο, Κύριε, τα θνησιμαία των δούλων σου βρώματα τοις πετεινοίς του ουρανού, τας σάρκας των οσίων σου τοις θηρίοις της γης κύκλω της Νέας Σιών και ουκ ην ο θάπτων».   
     Ο Ανδρόνικος Κάλλιστος στη «Μονωδία επί τη δυστυχεί Κωνσταντινούπολη» υπενθυμίζει επιγραμματικά: «Πού δε νοσοκομεία και γηροκομεία και πτωχοκομεία, ων η Πόλις πολλήν εποίει (!) σπουδήν;» Με άφατη δε οδύνη προειδοποιεί: «Νυν η κοινή των Ελλήνων εστία, η διατριβή των μουσών, η της επιστήμης απάσης διδάσκαλος, η των πόλεων βασιλίς εάλω, φευ, χερσίν ασεβών».
     Η απανθρωπιά των ασεβών κατακτητών σκιαγραφείται με χρώματα μελανά στο έμμετρο «Ανακάλημα της Κωνσταντινούπολης»:
Ήλιες μου ανάτειλε παντού, σ’ ούλον τον κόσμο φέγγε
κ’ εκτίνε τας ακτίνας σου σ’ όλην την οικουμένη
κ’ εις την Κωνσταντινούπολην, την πρώην φουμισμένην
και τώρα την Τουρκόπολην, δεν πρέπει πιο να φέγγης.
Αλλ’ ουδέ τας ακτίνας σου πρέπει εκεί να στέλλης
να βλέπουν τ’ άνομα σκυλιά τες ανομίες να κάμνουν,
να ποίσου στάβλους εκκλησίες, να καίουν τας εικόνας,
να σχίζουν, να καταπατούν τα ‘λόχρυσα βαγγέλια,
να καθυβρίζουν τους σταυρούς, να τους κατατσακίζουν,
να παίρνουν τ’ ασήμια τους και τα μαργαριτάρια
και των αγίων τα λείψανα τα μοσχομυρισμένα
να καίουν, ν’ αφανίζουν, στην θάλασσα να ρίπτουν,
να παίρνουν τα λιθάρια των και την ευκόσησίν των
και στ’ άγια δισκοπότηρα κούπες κρασί να πίνουν.
    Εξ άλλου σε θρήνο ανώνυμο, που δεν διαφέρει από γνήσιο δημοτικό τραγούδι, επισημαίνεται η οικουμενικότητα της Πόλης:
Εσείς βουνά θρηνήσητε και πέτραι ραγισθήτε
και ποταμοί φυράσετε και βρύσες ξεραθήτε
διατί εχάθη το κλειδί όλης της Οικουμένης
το μάτι της Ανατολής και της Χριστιανοσύνης.
Και συ σελήνη τουρανού την γην μη την φωτίσης
και σεις νερά τρεχάμενα σταθήτε, μην κινήσθε
και θάλασσα βρυχήσθητι την συμφορά της Πόλης.
    Εύλογα λοιπόν, κατά τον Ανδρόνικο Κάλλιστο: «Νυν θρηνήσουσιν Ιταλοί, νυν οι Κελτοί κλαύσουσι, νυν Γαλάται και Βρεταννοί, νυν Γερμανοί και Ιλλυριοί και Θράκες και Παίονες, νυν Ίβηρες ανοιμώξουσι, νυν Ινδοί σκυθρωπάσουσι, νυν γένος άπαν και νήσοι και ήπειροι κατακόψονται..»
     Την 29 Μαΐου 1453, με την άλωση της Πόλης, καταλύεται η Πολιτεία, τα κατάλοιπα μιας άλλοτε κραταιάς και μακραίωνης αυτοκρατορίας. Ο δε τελευταίος αρχηγός της, Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος, καλεί τον Προκαθήμενο της Εκκλησίας, τον Ασκητή Γεώργιο Σχολάριο, για την οριστική αντιμετώπιση του χρέους..:
Έλα στο χάρο αδελφικά να μοιραστούμε
εγώ στα τείχη να σταθώ να πολεμήσω,
ανέλπιδα, χωρίς λιποψυχιά, τη Μοίρα
και συ, Ασκητή, τα γυναικόπαιδα διαφέντεψε,
που στριμωγμένα στην Αγιά Σοφιά θρηνούνε
να σκοτωθώ πρέπο ναι εγώ, και συ να ζήσης.
      Θρήνων, κλαυθμών και οδυρμών γυναικόπαιδα απότοκο είναι το «Δημοτικό Τραγούδι της Αγία Σοφιάς» και παμμέγιστο πειστήριο της λαϊκής πίστεως για την επαναπόκτηση των πατριών. Ευγλωττότατα τα γυναικόπαιδα εκφράζονται στον επίλογό του:
«Σώπα, Κυρία Δέσποινα, μην κλαις και μη δακρύζης
Πάλε με χρόνους, με καιρούς, πάλε δικά σου είναι»
      Ομολογουμένως λακωνικά σε δύο μόνον στίχους, διατυπώνεται η Μεγάλη Ιδέα, η οποία γεννάται εντός της Αγια–Σοφιάς από τα τρομαγμένα πλήθη των πιστών και διαφυλάσσεται ως Κιβωτός από την Εκκλησία, η οποία πράγματι επιβιώνει. Επωμίζεται δε το βάρος της διασώσεως των ιερών και οσίων, καθώς και την αποστολή της προστασίας της γλώσσας, του εθνισμού, του Ελληνισμού, θυσιάζοντας στον βωμό της πίστεως και της πατρίδος 10 Πατριάρχες, 100 Ιεράρχες και 6.000 κληρικούς, ενώ τα μέλη της, που αγωνίζονται για του Χριστού την πίστη την αγία και της πατρίδος την ελευθερία, είναι αναρίθμητα.
     Μολονότι η προσφορά της Εκκλησίας μετά την Άλωση της Πόλης μαρτυρείται από τις ιστορικές πηγές και αναγνωρίζεται από επιστήμονες ιστορικούς, ακόμη και μαρξιστές, όπως ο Νίκος Σβορώνος, μόλις συγκροτείται ελληνικό κράτος, επιχειρείται η αγνόησή της και η καταπτόησή της.
      Εννοώντας τους αγωνιστές τους αγωνιστές του 21 ο στρατηγός Μακρυγιάννης γράφει στον Όθωνα: «Εκείνοι θέλουν νάχουν την θρησκείαν τους και να δοξάζουν τον Θεόν με το μέσον της θρησκείας, και τότε λέγεσθε κι εσείς δίκαιοι βασιλείς επίτροποι του Θεού, όταν τους αφήνετε ελεύθερους εις τα αιτήματά τους. Όχι να κάθεσαι εσύ, ένας μεγάλος Βασιλέας και να καταγένεσαι ν’ αλλαξοπιστήσεις μια χούφτα ανθρώπους, οπού ήταν τόσους αιώνες χαμένοι και σβυσμένοι από την κοινωνία. Εκείνος οπού τους κυρίεψε τους έκαιγε εις τους φούρνους, τους έκοβε γλώσσες, τους παλούκωνε ν’ αλλάξουν την θρησκείαν τους και δεν μπορούσε να κάμη τίποτα. Τώρα ο Θεός ο δίκιος και Παντοδύναμος, οπού ορίζει και σένα, ανάστησε αυτείνο το μικρό έθνος και θέλει να δοξάζεται απ’ αυτό το μικρό ορθόδοξο έθνος ορθοδόξως και ανατολικώς, καθώς οι εδικοί σου υπήκοοι τον δοξάζουν δυτικώς… και καταγίνεσαι ο βασιλέας να γυρίση από την θρησκείαν τους τούς απογόνους των παληών Ελλήνων, τα παιδιά του Ρήγα, του Μάρκο Μπότσαρη, του Καραϊσκάκη, του Δυσσέα, του Διάκου, του Κολοκοτρώνη, του Νικήτα, του Κυργιακούλη, του Μιαούλη, του Κανάρη, των Υψηλάντη και αλλονών πολλών, όπου θυσίασαν και την ζωήν τους και την κατάστασίν τους δι’ αυτείνη την ορθόδοξη θρησκεία και δι’ αυτείνη την ματοκυλισμένη μικρή τους πατρίδα».
      Ένας άλλος ανυποχώρητος παρά τις απηνείς διώξεις υπέρμαχος της ελληνορθοδοξίας, ο Παπουλάκος, καταγγέλει τη διαβρωτική διείσδυση της αθεΐας μέσα στα σχολεία των χρόνων του, η οποία στις ημέρες μας αποκτά επίφοβα πλοκάμια και εμφανίζει φλέγουσα επικαιρότητα: «Τ’ άθεα γράμματα παραμέρισαν τους άγιους και τους αγωνιστές και βάλανε στο κεφάλι του έθνους ξένους και άπιστους γραμματισμένους, που πάνε να νοθέψουνε τη ζωή μας. Τ’ άθεα γράμματα κόψανε το δρόμο του έθνους και τ’ αμποδάνε να χαρή τη λευτεριά του. Είναι ντροπή μας, ένα γένος που με το αίμα του πύργωσε τη λευτεριά του, που περπάτησε τη δύσκολη ανηφοριά, να παραδεχθή πως δεν μπορεί να πορπατήσει στον ίσιο δρόμο άμα ειρήνεψε, κι ότι δεν ξέρουμε εμείς να σιγυρίσουμε το σπίτι, που με το αίμα μας λευτερώσαμε, αλλά ξέρουν το σιγυρίσουν εκείνοι που δεν πολέμησαν, εκείνοι που δεν πίστεψαν στον αγώνα, εκείνοι που πάνε, να μας αποκόψουνε  από τον Χριστό, και πασχίζουμε να μας ρίξουνε στη σκλαβιά άλλων αφεντικών, πούναι πιο δαιμονισμένοι από τους Τούρκους….. Τ’ άθεα γράμματα υφαίνουνε το σάβανο του Γένους…»
   Αν στα χρόνια του Παπουλάκου οι δήθεν αθεϊστές, κουλτουριάρηδες ή τυχοδιώκτες, και οι ριψάσπιδες ή απόντες από την ένοπλη εθνική επανάσταση, κάνουν τα πάντα, για ν’ αποκόψουν τους Έλληνες από την Ορδοθοξία, σήμερα το 2014, δεν μεθοδεύουν απλώς την εξάλειψη της ιδιότητας του Ορθοδόξου Χριστιανού από τις ταυτότητες, αλλά μηχανεύονται την Άλωση της Ελλάδος αποκόπτοντας και τους αγωνιστές και τους εθνικούς ευεργέτες από τον Ελληνισμό.
     Ας αναφέρουμε το μεταθανάτιο πάθημα του Ευαγγέλου Ζάππα, αφού παραπέσουμε αποσπασματικά προσωπική επιστολή του, αληθινή και πολύτιμη ιστορική πηγή, εξομολόγησή του σεμνή, ανεπιτήδευτης σαφή, ειλικρινή: «Από το 1821 μέχρι το 1830 εδούλευσα πιστότατα την πατρίδα μου στρατιωτικώς. Πάντα υπό την οδηγία του μακαρίτου Μάρκου Μπότσαρη σ’ όλους τους πολέμους του Σουλίου μέχρι τελευταίως της Σπλάντζας με τον Λάμπρον ΒΕΪΚΟΝ και τον Βασ. ΖΕΡΒΑΝ. Μετέπειτα απέρασα εις τα Σάλωνα υπό την οδηγία του Πανουριά και Ι. Γκούρα. Εις όλους τους πολέμους της Αν. Ελλάδος, Βασιλικών, Θερμοπυλών, Νευρόπολιν, Πατρατζικίου, Αϊτού, Γραβιάν και εσχάτως της Αμπλιανής υπό την οδηγία του αθανάτου καπ. Κίτσου Τζαβέλλα, επικεφαλής όλων των Βλαχοχωρίων του Σαλώνου με βαθμό ταξιάρχου της ενεργείας και τελευταίως επικεφαλής των στρατιωτών μου και των στρατιωτών του Ν. Πανουρία…» Τεκμηριώνει δε όσα γράφει επικαλούμενος ως μάρτυρας «τους πολλά ολίγους τους εκ του επαναστατικού πολέμου σωθέντας ήρωας, αθάνατον κ. Τζαβέλλα, Σπύρον Μίλιον, Ν. Πανουρίαν, Γ. Δυοβουνιώτην, Δ. Λιούλιαν, Ι. Βαϊρακτάρην, Παπακώστα Σαλονίτην και τον Ν. Ζέρβαν και εν γένει τους υπό την οδηγίαν τους αξιωματικούς και στρατιώτας, με τους οποίους εσυμπολεμήσαμεν εις αυτάς τα μάχας θάπτοντας συγγενείς και στρατιώτας, βάφοντας πέτρες και την γη με το αίμα μας υπέρ της ελευθερίας της φιλτάτης ημών πατρίδος, και μετά το τέλος όλων αυτών ήλθα εδώ εις Βουκουρέστιον μετερχόμενος το εμπόριον και αενάως βοηθών και συνδράμων τους εδώ πτωχούς και αδυνάτους Έλληνας…»
    Ο Ζάππας, του οποίου το Ζάππειο της ελληνικής πρωτεύουσας υπήρξε το καταλληλότερο μέγαρο έως το 1981 προς υποδοχή των Ευρωπαίων αρχηγών κρατών για την υπογραφή της εντάξεως της Ελλάδος στην Ε.Ο.Κ. συνάμα δε τα διάσπαρτα στη γενέτειρά του, Βόρειο Ήπειρο, στην Κωνσταντινούπολη και στον απανταχού Ελληνισμό, Ζάππεια σχολεία, καθώς και των άλλων Βορειοηπειρωτών Αρσάκη, Ζωγράφων, Μπάγκα, Σίνα κ.α. που αποβαίνουν τηλαυγείς φάροι ελληνικής παιδείας, και επιπρόσθετα, ενώ της τεράστιας περιουσίας του, αποκτημένης στη Ρουμανία, καθιστά κληρονόμο το ελληνικό κράτος, στις ημέρες μας ο ίδιος μέγας ευεργέτης και οι συναναφερόμενοί του δεν κατατάσσονται από ελληνικό ίδρυμα στην … ελληνική εθνότητα!
   Δεύτερο ελληνικό σωματείο τους απογόνους διακεκριμένων συμπολεμιστών του Ζάππα, π.χ. του Μάρκου Μπότσαρη, Κίτσου Τζαβέλλα, Γκούρα κ.α.  δεν τους θέλει… Έλληνες! Αποσκοπώντας δε στην είσπραξη ευρωκονδυλίων «οργανώνει» ψευδοσυνέδρια για τα Βλάχινα και Αρβανίτικα, όπως στη Λάρισα  και Λιβαδειά, ερήμην επαϊόντων και εκπροσώπων συλλόγων, καθ’ ύλην αρμοδίων και αμέσως ενδιαφερόμενων. Δικαιολογημένες ανησυχίες και πολλούς προβληματισμούς γεννούν οι απαράδεκτες αυτές συνάξεις σε συνάρτηση  μετά καιρούς καταστροφικές παρεμβάσεις στην ελληνική γλώσσα, όπως πρωτίστως ο ισχυρισμός, ότι η νεοελληνική είναι αυτοτελής γλώσσα και όχι μορφή της ενιαίας ελληνικής την οποία υποστηρίζουν και διακηρύσσουν και οι εγκριτότεροι ξένοι Ελληνιστές.
     Συγκεκριμέναο Roger Goossens μεταπολεμικά (1946) σεμελέτημάτου, επιγραφόμενο grec ancien et grec moderne ou la Grece eternelle μαςδιαβεβαιώνει: «Entre la langue des diux d’ Homere et la langue de Kostis Palamas, il ya une longue et lente evolution;  il n’ yapas de solution de continuite. Il n’ y a qu’ une langue grecque, comme il n’ y a qu’ un peuple grec, comme il n’ y a qu’ une nation grecque, la Grece d’ autrefois, d’ aujourd’ hui, de demain, la Grece eternelle» Τοεπιλογίζειελληνικά, παραπέτονταςστίχουςτουΠαλαμά:
Ήλθανε χρόνια δίσεχτα, τα ομηρικά τραγούδια
α! σώπασαν βουβάθηκαν οι Πλάτωνες για πάντα,
και των βουνών σου οι μέλισσες μακρειά σε ξένα χείλη
το παραιτούν το μέλι τους, και οι ποιηταί, που τώρα
με τα συντρίμμια απόμειναν στην έρημην Ελλάδα,
μιλούν γλώσσα ανυπόταχτη, λαχταριστή, θρεμμένη
με των ελληνικών βουνών το πάναγνον αέρα
αλλά γλυκειά και γνώριμη στα θεϊκά τ αυτιά σου,
γιατ’ είναι γλώσσα της ζωής και γλώσσα της αλήθειας.
     Παρά ταύτα το σύγχρονό μας ελληνικό κράτος με νόμο επέβαλε το μονοτονικό, που καταντά αγνώριστο ή ατονικό, ενώ «φωστήρες», ακόμη και πανεπιστημίου, προπαγανδίζουν την επιβολή του λατινικού αλφαβήτου!
     Πάντως δεν χαρακτηρίζονται πλέον ως Έλληνες όσοι πότισαν το δένδρο της ελευθερίας των Ελλήνων με το αίμα τους και ενδυνάμωσαν οπωσδήποτε, με ολικές ή μερικές συνεισφορές την Ελλάδα, συντελώντας στην ίδρυση της πρώτης Ναυτικής Σχολής της Σχολής Ευελπίδων, της Ιεράς Μητροπόλεως Αθηνών, της Ακαδημίας Αθηνών, του Εθνικού Οφθαλμιατρείου, του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, του Πανεπιστημίου της Εθνικής Βιβλιοθήκης, της Εθνικής Τράπεζας, του Εθνικού Αστεροσκοπείου, του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, της Αρχαιολογικής Εταιρείας, της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας, της Ιατρικής Εταιρείας Ελλάδος, του Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσός κ.α. ή διέσωσαν την εθνική αξιοπρέπεια και τιμή διευρύνοντας τα όρια της επικράτειας του καχεκτικού Βασιλείου Δομοκού απελευθερώνοντας αλύτρωτα ελληνικά εδάφη με αλλεπάλληλες επαναστάσεις, 1854, 1866, 1878, ακόμη και με τον επώδυνο ατυχή Πόλεμο 1897, χάρη στον Κωνσταντίνο Σμολένσκη, Μοσχοπολίτη Βορειοηπειρώτη, που στη μάχη του Βελεστίνου καταπλήσσει τους πάντες, με το Ολοκαύτωμα της Κουτσούφλιανης 1898, τον υπέροχο Μακεδονικό Αγώνα, με τους νικηφόρους απελευθερωτικούς πολέμους 12 – 13, μετά τους οποίους η Ελλάς γίνεται σεβαστή στους φίλους και φοβερή στους εχθρούς. Όμως βασικοί συντελεστές των λαμπρών νικών και σωστικών επιτυχιών στο Αιγαίο, όπως ο Γεώργιος Αβέρωφ, που εξασφαλίζει στο ελληνικό πολεμικό ναυτικό το ομώνυμο και περίπυστο θωρηκτό, και ο Παύλος Κουντουριώτης, κυβερνήτης του και αρχηγός του στόλου, με κύρια ευθύνη του σημερινού μας ελληνικού κράτους δεν αποκαλούνται….Έλληνες, αλλά εξελληνισμένοι ξένοι, μειονοτικοί (!) στην ίδια την πατρίδα τους, αν και η ελληνικότητά τους αποδεικνύεται και διεπιστημονικά.
     Διανοήθηκαν την αποξένωση από τον Ελληνισμό εκείνων που ξανάφκειασαν το Ρωμαίικο!
     Εάλω η Πόλις… Όχι η Ελλάς…


  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...