Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχιμανδρίτης Παύλος Δημητρακόπουλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχιμανδρίτης Παύλος Δημητρακόπουλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη, Ιανουαρίου 04, 2017

Πῶς φωτίσει ὁ λύχνος τό Φῶς; Πῶς χειροθετήσει ὁ δοῦλος τόν Δεσπότην;

Ἕνα ἀπὸ τὰ κατ᾽ ἐξοχὴν ἐμπνευσμένα τροπάρια τῆς ἑορτῆς τῶν Θεοφανείων εἶναι τὸ ἰδιόμελο δοξαστικὸ τῆς πρώτης Ὥρας τῆς ἀκολουθίας τῶν Μεγάλων Ὡρῶν, ποὺ ψάλλονται τὴν παραμονὴ τῆς ἑορτῆς.  Στὸ τροπάριο αὐτὸ ὁ θεοφώτιστος ὑμνογράφος (ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Σωφρόνιος) παρουσιάζει τὸν Κύριον νὰ ἔρχεται στὴν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνου, ἐκεῖ ὅπου ὁ Πρόδρομος ἐβάπτιζε τὸν λαὸν βάπτισμα μετανοίας.
Ἔρχεται πρὸς αὐτὸν καὶ ζητᾶ νὰ τὸν βαπτίσει, Ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἐγνώρισε ποτὲ ἁμαρτία. Τὰ νερὰ τοῦ Ἰορδάνου ἀνεγνώρισαν τὸν δημιουργό τους καὶ ἐφοβήθησαν, ὁ δὲ Πρόδρομος ἵσταται “σύντρομος”, γεμᾶτος φόβο καὶ τρόμο ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, καθὼς συνηδειτοποιεῖ μὲ ἄνωθεν πληροφορία ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὅτι ὁ Ἰησοῦς δὲν εἶναι ἕνας τυχαῖος ἄνθρωπος, ἕνας ἀπὸ τοὺς πολλούς, ποὺ μέχρι τότε εἶχαν ἔρθει, προκειμένου νὰ βαπτιστοῦν, ἀλλὰ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ ὁ ἀναμενόμενος Μεσσίας, τὸν ὁποῖον προανήγγειλαν οἱ Προφῆτες. 
Κατανοεῖ τὴν χαώδη ἀπόσταση, ποὺ τὸν χωρίζει ἀπὸ Αὐτὸν καὶ δὲν τολμᾶ νὰ ὑπακούσει στὴν ἐντολή Του. Βλέπει τὴν μηδαμινότητα καὶ ἐλαχιστότητά του ἀπέναντι στὸ μεγαλεῖο τῆς θεανδρικῆς προσωπικότητος Ἐκείνου καὶ παραιτεῖται τοῦ ἐγχειρήματος.

Ἐκφράζει ἀντιρρήσεις: «Πῶς φωτίσει ὁ λύχνος τὸ Φῶς;». Πῶς εἶναι δυνατὸν τὸ φτωχὸ καὶ ἀδύνατο φῶς τοῦ λυχναριοῦ, νὰ φωτίσει τὸ φῶς τοῦ ἥλιου; Ἐγὼ εἶμαι ἕνα ἁπλὸ λυχνάρι, ἐσὺ εἶσαι τὸ Φῶς τοῦ κόσμου, ὁ ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης. «Πῶς χειροθετήσει ὁ δοῦλος τὸν Δεσπότην;». Πῶς εἶναι δυνατὸν ὁ δοῦλος νὰ χειροθετήσει τὸν Δεσπότην;
Ἐγὼ εἶμαι δοῦλος σου, διότι εἶμαι δημιούργημά σου. Ἐσὺ εἶσαι ὁ Δεσπότης μου, διότι εἶσαι ὁ δημιουργός μου καὶ δημιουργὸς τῶν πάντων. Ἐσὺ εἶσαι ὁ Λόγος, ἐγὼ ἡ φωνή, ἐσὺ ὁ Νυμφίος, ἐγὼ ὁ νυμφαγωγός. Ἐγὼ ἔχω ἀνάγκη νὰ βαπτιστῶ καὶ νὰ ἁγιασθῶ ἀπὸ σένα καὶ ὄχι ἐσὺ ἀπὸ μένα.
Κηρύττει μετάνοιαν
Μὲ τὴν παρὰ πάνω φράση ὁ ὑμνογράφος ἀποκαλύπτει ὅλο τὸ βάθος τῆς ταπεινώσεως τοῦ Προδρόμου, ποὺ τὸν ἀναδεικνύει ἀντάξιο μιμητὴ τῆς ταπεινώσεως τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Πρόδρομος ὑπῆρξε, μποροῦμε νὰ ποῦμε, μετὰ τὴν Θεοτόκο τὸ κατ᾽ ἐξοχὴν σκεῦος τῆς ἐκλογῆς τοῦ Θεοῦ, ἀφωρισμένος ἐκ κοιλίας μητρός, γιὰ νὰ διακονήσει στὸ σχέδιο τῆς ἐνσάρκου Θείας Οἰκονομίας.
Ὑπῆρξε ὁ μοναδικὸς Προφήτης, γιὰ τὸ ἔργο τοῦ ὁποίου ὁμίλησαν πολλοὺς αἰῶνες πιὸ πρὶν ἄλλοι Προφῆτες, ὅπως ὁ Προφήτης Ἠσαΐας καὶ ὁ Προφήτης Μαλαχίας. Κατ᾽ ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ ἔρχεται στὴν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνου καὶ ὡς ὄργανο τοῦ Θεοῦ κηρύττει μετάνοια καὶ βαπτίζει βάπτισμα μετανοίας, γι᾽ αὐτὸ καὶ τὸ ἔργο του ἔχει μεγάλη καρποφορία.
Κατὰ χιλιάδες ἔσπευδε ὁ λαὸς πρὸς αὐτόν, γιὰ νὰ τὸν ἀκούση καὶ νὰ βαπτιστῆ. Εἶχε ἀποκτήσει φήμη μεγάλου Προφήτου καὶ ἀπολάμβανε μεγάλης τιμῆς καὶ σεβασμοῦ ἀπὸ τὸν λαό. Πολλοὶ ὑποψιάζονταν, ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Μεσσίας –Χριστός.
Αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ ὅσα διηγοῦνται οἱ Εὐαγγελιστὲς καὶ μάλιστα ἀπὸ κάποιο διάλογο, τὸν ὁποῖο διασώζει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης (1,19–27), πού εἶχε ὁ Πρόδρομος μὲ κάποιους ἱερεῖς καὶ λευΐτες ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα, ποὺ εἶχαν ἔρθει ὡς ἀπεσταλμένοι τῶν ἀρχιερέων, προκειμένου νὰ τὸν ἀνακρίνουν.
Αὐτοὶ λοιπὸν τοῦ ἔθεσαν ξεκάθαρα τὸ ἐρώτημα: Ἐσὺ ποιὸς εἶσαι; Εἶσαι ὁ Μεσσίας, ποὺ περιμένουμε, ἢ κάποιος ἄλλος; Τὶ γνώμη ἔχεις γιὰ τὸν ἑαυτό σου καὶ τὸ ἔργο σου; Καὶ αὐτὸς ὁμολόγησε ἐνώπιον πάντων ὅτι δὲν εἶναι ὁ Χριστός. Τοὺς διέλυσε μιὰ τέτοια ὑποψία. Δηλαδὴ ὄχι μόνον δὲν σπεύδει, νὰ σφετεριστεῖ τὸ μεσσιανικὸ ἀξίωμα, ποὺ ἀνήκει στὸ Δεσπότη του Χριστό, ἀλλὰ μὲ σαφῆ καὶ κατηγορηματικὸ τρόπο ἀπορρίπτει τὴν τιμὴ, ποὺ τοῦ προσφέρουν.
Δὲν παρασύρεται ἀπὸ τὸ πάθος τῆς κενοδοξίας καὶ ἀπὸ τὴν πρόσκαιρη δόξα τοῦ κόσμου. Καὶ δὲν ἀρκεῖται μόνον μέχρις ἐδῶ. Οὔτε κἂν τολμᾶ νὰ συγκρίνει τὸν ἑαυτό του μὲ τὸν Χριστό. Αἰσθάνεται τὴν ἄπειρη ἀπόσταση, ποὺ τὸν χωρίζει ἀπὸ αὐτὸν καὶ δὲν θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του ἄξιο νὰ λύσει τὸν ἱμάντα τῶν ὑποδημάτων του. Νὰ θεωρηθῆ δηλαδὴ ὡς ὁ τελευταῖος δοῦλος του. Οὔτε πάλιν τολμᾶ νὰ συγκρίνει τὸ ἔργο του μὲ τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ.
Διότι αὐτὸς μὲν βαπτίζει μὲ νερό, ἐνῶ Ἐκεῖνος θὰ βαπτίσει μὲ Πνεῦμα Ἅγιο.
Ἔργον μεσίτου 
Ὅταν ἀργότερα ὁ Χριστός, ἄρχισε πλέον τὸ δημόσιο ἔργο του, γιὰ ἕνα διάστημα ἐβάπτιζε καὶ Αὐτὸς μέσῳ τῶν μαθητῶν του τοὺς προσερχομένους πρὸς Αὐτὸν στὰ νερὰ τοῦ Ἰορδάνου. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ προκάλεσε τὸν φθόνο τῶν μαθητῶν τοῦ Προδρόμου, οἱ ὁποῖοι μὲ πολλὴ θλίψη κάποια μέρα τοῦ ἀνήγγειλαν ὅτι ὁ λαὸς πλέον τὸν ἐγκατέλειψε καὶ ὅλοι πηγαίνουν πρὸς τὸν Χριστόν.
Τότε ὁ Πρόδρομος, ὡς ἀληθινὸς ποιμένας καὶ διδάσκαλος καὶ ὡς ταπεινὸς δοῦλος τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, προσ παθεῖ μὲ πολλὴ ἐπιδεξιότητα καὶ σοφία, νὰ τοὺς θεραπεύσει ἀπὸ τὸ πάθος:
«Ὁ ἔχων τὴν νύμφην νυμ φίος ἐστίν. Ὁ δὲ φίλος τοῦ νυμφίου ὁ ἑστηκώς καὶ ἀκούων αὐτοῦ, χαρᾷ χαίρει διὰ τὴν φωνὴν τοῦ νυμφίου. Ἐκεῖνον δεῖ αὐξάνειν ἐμὲ δὲ ἐλαττοῦσθαι». (Ἰω. 3, 29–30).
Χρησιμοποιεῖ τὸν δεσμὸ τοῦ γαμβροῦ καὶ τῆς νύμφης, γιὰ νὰ παραστήσει τὸν δεσμὸ τοῦ Χριστοῦ μὲ τοὺς πιστούς, τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ φίλος τοῦ νυμφίου εἶναι ὁ νυμφαγωγός, ὁ κουμπάρος, αὐτὸς ποὺ παίρνει τὴν νύμφη ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τὴν φέρνει στὸ γαμβρό.
Μὲ τὴν φράση αὐτὴ ὁ Πρόδρομος ὑπονοεῖ τὸν ἑαυτό του, διότι τὸ ἔργο, ποὺ τοῦ ἀνέθεσε ὁ Θεός, ἦ ταν ἔργο μεσίτου καὶ νυμφαγωγοῦ. Νὰ ὁδηγήσει δηλαδὴ τὸν λαό, ποὺ ἀποτελεῖ τὴν πνευματικὴ νύμφη πρὸς τὸν πνευματικὸ νυμφίο τὸν Χριστὸ καὶ νὰ γίνει ἔτσι πρόξενος καὶ διάκονος τοῦ πνευματικοῦ γάμου τοῦ Χριστοῦ μὲ τὶς ψυχὲς τῶν ἀν θρώπων.
Ὁ Πρόδρομος ὄχι μόνον δὲν ἐλυπήθη, ἀλλὰ ἀπεναν τίας χάρηκε μὲ ὑπερβολικὴ χαρά, ὅταν εἶδε τὸν λαὸ νὰ τρέχη πρὸς τὸν Χριστόν. Χάρηκε, διότι τὸ ἔργο καὶ ἡ ἀποστολή, ποὺ τοῦ ἀνέθεσε ὁ Χριστὸς ἦρθαν εἰς αἴσιον πέρας καὶ ἔφεραν τὸ ποθούμενο ἀποτέλεσμα.
Ἐκεῖνος πρέπει τώρα προο δευ τικὰ ὅλο καὶ περισσότερο νὰ ἀποκτᾶ μὲ τὴν ὅλη του ἁγία καὶ ἀναμάρτητη ζωή, μὲ τὰ θαύματα καὶ τὴν διδασκαλία του, φήμη καὶ λαμπρότητα καὶ δόξα, ἐνῶ αὐτὸς ἀντιθέτως θὰ πρέπει προοδευτικὰ νὰ παραμεριστεῖ καὶ ἐκμηδενιστεῖ, ὥστε ὅλοι πλέον νὰ πλησιάσουν καὶ προσκολληθοῦν στὸν Χριστό.
Τὸ δικό του ἔργο, ἡ δική του ἀποστολή, ἔχει τώρα πιὰ φθάσει στὸ τέρμα της. Ἀπὸ δῶ καὶ μπρὸς ἀρχίζει πλέον τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι ἀσυγκρίτως ἀνώτερο ἀπὸ τὸ δικό του.
Βαθεῖα ταπείνωσις 
Τὸ συμπέρασμα ὅσων παρὰ πάνω ἀναφέραμε εἶναι ὅτι ἐκεῖνο, ποὺ πρὸ πάντων χαρακτήριζε τὴν ζωὴ τοῦ Προδρόμου, ἦταν ἡ βαθειὰ τα- πείνωση.Ἡ ταπείνωση εἶναι ἡ βάση καὶ τὸ θεμέλιο ὅλων τῶν ἀρετῶν, ἡ προϋπόθεση κάθε πνευματικῆς προκοπῆς καὶ ἀναβάσεως. Ὄχι μόνον ὁ Πρόδρομος ἄλλα ὅλοι οἱ Ἅγιοι ἔφθασαν στὴν ἁγιότητα, ἐπειδὴ ἀπέκτησαν ταπείνωση.
Δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνας Ἅγιος χωρὶς πραγματικὴ ταπείνωση, διότι τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο εἶναι αὐτό, ποὺ διδάσκει τὴν ταπείνωση σ᾽ ὅλους τοὺς Ἁγίους. Ὅταν ὁ Θεὸς ἀρχίζει νὰ συνεργάζεται μὲ μιὰ ψυχὴ καὶ νὰ κατεργάζεται τὸν ἁγιασμό της, τότε τὸ πρῶτο μάθημα, ποὺ τὴν διδάσκει, εἶναι ἡ ταπείνωση.
Φωτίζει δηλαδὴ τὴν ψυχὴ κατὰ τέτοιο τρόπο, ὥστε νὰ ἔλθη σὲ ἐπίγνωση τοῦ ἑαυτοῦ της, νὰ ἀποκτήσει αὐτογνωσία.
Τὴν βοηθᾶ νὰ συναισθανθῆ τὴν ἁμαρτωλότητά της, τὴν ἀδυναμία της, τὰ δεσμὰ τῶν παθῶν, στὰ ὁποῖα εἶναι δεμένη. Καὶ ὅταν ἀργότερα, μὲ πολλοὺς ἀγῶνες, φθάσει σὲ μέτρα ἀρετῆς καὶ ἄλλα πνευματικὰ κατορθώματα, τὴν συγκρατεῖ ἀπὸ τὸν κίνδυνο τῆς ὑπερηφανείας, ὥστε νὰ μὴ ἐκπέσει τοῦ ἁγιασμοῦ. Ἀπὸ αὐτὴν λοιπὸν τὴν ταπείνωση ἔχουμε ἀνάγκη, ἀγαπητὲ φίλε ἀναγνῶστα, πρωτίστως καὶ κυρίως ὅλοι μας καὶ αὐτὴν ἂς εὐχηθοῦμε νὰ μᾶς δώσει ὁ Κύριος. Ἀμήν.
Ἀρχιμ. Παύλου Δημητρακοπούλου  Πρ. Ἱ. Ν. Παναγίας Μυρτιδιωτίσσης Πειραιῶς

Τετάρτη, Αυγούστου 03, 2016

Αρχ. Παύλος Δημητρακοπούλος, «Ο πάλαι τω Μωσεί συλλαλήσας, επί του όρους Σινά διά συμβόλων…»



5
 «Ο πάλαι τω Μωσεί συλλαλήσας, επί του όρους Σινά διά συμβόλων…»
Αρχ. Παύλου Δημητρακοπούλου
Πρ. Ιερού Ναού Τιμίου Σταυρού Πειραιώς
Για μια ακόμη φορά η αγία μας Εκκλησία εορτάζει και πανηγυρίζει την μεγάλη δεσποτική εορτή της θείας του Κυρίου μας Μεταμορφώσεως και καλεί όλους εμάς τα πιστά τέκνα της εις μέθεξιν του μυστηρίου.
Με τα εμπνευσμένα και θεοφώτιστα τροπάρια, τους ύμνους και τα αναγνώσματα, με την συμμετοχή μας στην ευχαριστιακή σύναξη και με την όλη εορταστική ατμόσφαιρα των ημερών αυτών, επιθυμεί να μας χειραγωγήσει και να μας καταστήσει κοινωνούς της θείας δόξης του μεταμορφωθέντος Κυρίου.
Με οδηγό τους αγίους Πατέρες της Εκκλησίας μας θα προσπαθήσουμε να εστιάσουμε την προσοχή μας και να αναλύσουμε, εν ολίγοις ένα από τα θεοφώτιστα τροπάρια της πλουσιότατης υμνογραφίας μας, προκειμένου έτσι να προσεγγίσουμε μία ακόμη σημαντικώτατη πτυχή του όλου θαύματος της Μεταμορφώσεως. Πρόκειται για το πρώτο στιχηρό ιδιόμελο των αποστίχων του εσπερινού, της εορτής: «Ο πάλαι τω Μωσεί συλλαλήσας, επί του όρους Σινά διά συμβόλων, Εγώ ειμί λέγων ο Ών, σήμερον επ’ όρους Θαβώρ μεταμορφωθείς επί των μαθητών, έδειξε το αρχέτυπον κάλλος της εικόνος, εν εαυτώ την ανθρωπίνην αναλαβών ουσίαν. Και της τοιαύτης χάριτος μάρτυρας παραστησάμενος, Μωϋσήν και Ηλίαν, κοινωνούς εποιείτο της ευφροσύνης, προμηνύοντας την έξοδον δια Σταυρού, και σωτήριον Ανάστασιν». Εκείνος ο οποίος κάποτε συνομίλησε με τον Μωϋσή, λέγει ο ποιητής, πάνω στο όρος Σινά με σύμβολα, λέγοντας εγώ είμαι ο Ών, ο υπάρχων, είναι ο Ιησούς, ο οποίος σήμερα μεταμορφώθηκε πάνω στο όρος Θαβώρ ενώπιον των μαθητών του και έδειξε κατ’ αυτήν, την δόξαν της θείας φύσεώς του, φέροντας επάνω του την ανθρώπινη φύση.Και αφού παρέστησε ως μάρτυρες αυτής της συγκαταβάσεώς του τον Μωϋσή και τον Ηλία, τους κατέστησε κοινωνούς αυτής της πανευφρόσυνης θέας, καθ’ όν χρόνον αυτοί προανήγγειλαν τον επικείμενον σταυρικόν του θάνατον και την επακολουθήσασαν σωτήριον Ανάστασιν.
Ευθύς εξ’ αρχής ο θεοφώτιστος υμνογράφος, ο μέγας δογματικός Πατήρ της Εκκλησίας μας άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, αντιπαραβάλλει την θεοφάνεια, την αποκάλυψη του Θεού στον Μωϋσή πάνω στο όρος Σινά, με την αποκάλυψη της Θεότητός του στο όρος Θαβώρ.Διασαφίζει ξεκάθαρα, ότι ο ενανθρωπήσας Θεός Λόγος, ο Ιησούς Χριστός, ήταν εκείνος, ο οποίος κάποτε, πάνω στο όρος Σινά, ως άσαρκος Λόγος αποκαλύφθηκε στον Μωϋσή και συνομίλησε μαζί του δια συμ-βόλων, δηλαδή εν στύλω νεφέλης και εν πυρί, σύμφωνα με την μαρτυρία της βιβλικής διηγήσεως «είπε Κύριος προς Μωϋσήν, ιδού εγώ παραγίνομαι προς σε εν στύλω νεφέλης» (Εξ. 19,9) και λίγο πιο κάτω λέγει «το όρος Σινά εκαπνίζετο όλον διά το καταβεβηκέναι επ’ αυτώ τον Θεόν εν πυρί» (Εξ.19,18). Με την φράση «εγώ ειμί λέγων ο Ών», ο ποιητής μας παραπέμπει σε μία ακόμη Θεοφάνεια του Θεού προς τον Μωϋσή, πάλι στο όρος Σινά, πέραν αυτής κατά την οποίαν έλαβε τις πλάκες του νόμου. Πρόκειται για την Θεοφάνεια εκείνη, κατά την οποία ο Θεός αποκαλύπτεται «εν πυρί φλογός βάτου», η οποία εκαίετο μεν, αλλά δεν κατεκαίετο. Τότε, στη συνομιλία που είχε ο Θεός με τον Μωϋσή, είπε μεταξύ άλλων προς αυτόν «εγώ ειμί ο Ών», εγώ είμαι ο υπάρχων, ο οποίος δηλαδή έχω την ύπαρξη από τον εαυτό μου και δεν την οφείλω σε κάποιον άλλον. Πράγματι, ο Θεός είναι ο μόνος αδημιούργητος, ενώ ο άνθρωπος, ως δημιούργημα του Θεού οφείλει την ύπαρξή του σ’ Αυτόν.
Εάν στο όρος Σινά ο Θεός αποκαλύφθηκε στον Μωϋσή ως άσαρκος Λόγος, στο όρος Θαβώρ αποκαλύπτεται όχι πλέον ως άσαρκος, αλλά ως ένσαρκος Λόγος «εν εαυτώ την ανθρωπίνην αναλαβών ουσίαν», δηλαδή φέροντας επάνω του την ανθρώπινη φύση. Η αποκάλυψη αυτή του ενανθρωπήσαντος Λόγου ήταν ασυγκρίτως υπεροχώτερη από τις άλλες αποκαλύψεις του Θεού στην εποχή της Παλαιάς Διαθήκης, διότι κατ’ αυτήν ο Θεός «έδειξε το αρχέτυπον κάλλος της εικόνος». Εάν η εικόνα του αρχετύπου είναι ο άνθρωπος, τότε το αρχέτυπον της εικόνος είναι ο Θεός, αφού ο άνθρωπος είναι κατ’ εικόνα Θεού πλασμένος. Το κάλλος του αρχετύπου είναι η ωραιότης και η δόξα του θείου και ακτίστου εκείνου φωτός, το οποίον έλαμψε από τον μεταμορφωθέντα Κύριον. Είναι η δόξα της θείας φύσεως, που πηγάζει και από τα τρία πρόσωπα της παναγίας Τριάδος.
Η Θεοφάνεια στο όρος Θαβώρ ήταν υπεροχώτερη από τις άλλες θεοφάνειες και για έναν ακόμη σπουδαιότατον λόγον. Κατ’ αυτήν έχουμε παρόντες ως μάρτυρες του μεταμορφωθέντος Κυρίου δύο μεγάλα πρόσωπα της Παλαιάς Διαθήκης, τον Μωϋσή και τον Ηλία. Ο πρώτος είναι ο εκπρόσωπος του νόμου και ο δεύτερος των προφητών. Ποίον όμως ήταν το νόημα και ο σκοπός της παρουσίας των δύο αυτών κορυφαίων ανδρών; Στο ερώτημα αυτό απαντώντας ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος παρατηρεί: «ίνα μάθωσιν, ότι και θανάτου και ζωής εξουσίαν έχει και των άνω την ζωήν και των κάτω των νεκρών κρατεί. Διά τούτο τον τετελευτηκότα (δηλαδή τον Μωϋσή που πέθανε) και τον ουδέπω τούτο παθόντα (δηλαδή τον Ηλία που δεν πέθανε) εις μέσον άγει».Ένας άλλος ερμηνευτής, ο Ζηγαβηνός παρατηρεί:«Συμπαρέστησεν ως δούλους, τους επισημοτέρους των εν τη παλαιά λαμψάντων, ίνα φανεί το μέσον εαυτού τε κακείνων και πόσον αυτός διαφέρει τούτων».
Ένας άλλος Πατήρ της Εκκλησίας μας, ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, αναλύει πλατύτερα το θέμα αυτό και μας δίδει δύο ακόμη σπουδαιότατες ερμηνείες της παρουσίας των δύο ανδρών. Λέγει λοιπόν ότι, επειδή οι Εβραίοι συνεχώς κατηγορούσαν τον Χριστόν, ότι παραβαίνει τον Μωσαϊκό Νόμο και τον θεωρούσαν βλά-σφημο, επειδή σφετεριζόταν την δόξα του Θεού Πατρός, που δεν του άρμοζε και έλεγαν: Αυτός δεν είναι από τον Θεόν, διότι δεν τηρεί την αργία του Σαββάτου και αλλού πάλι έλεγαν ότι: σε λιθοβολούμε όχι για κάποιο καλό έργο, αλλά εξ’ αιτίας βλασφημίας και ότι, ενώ είσαι άνθρωπος κάνεις τον εαυτό σου Θεό. Σε άλλη πάλι περίπτωση, όπως μας πληροφορεί ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, στην συνομιλία τους με τον θεραπευθέντα εκ γενετής τυφλό ισχυρίζοντο, ότι: εμείς γνωρίζουμε ότι στον Μωϋσή ομίλησε ο Θεός. Αυτός μας είναι άγνωστος και δεν ξέρουμε από πού ήρθε. Για να φανεί λοιπόν, ότι αυτές οι κατηγορίες είναι αποτέλεσμα φθόνου και ότι αυτός είναι ανεύθυνος από αυτές, δεν είναι δηλαδή ούτε παραβάτης του νόμου, ούτε σφετεριστής της δόξης του Θεού, συγκαλεί στο πλευρό του τον Μωϋσή και τον Ηλία. Διότι οι Ιουδαίοι μπορούσαν να αντιληφθούν, ότι ο Μωϋσής, ο οποίος τους παρέδωσε το νόμο, δεν θα παρέβλεπε την, καθώς νόμιζαν, παράβαση του νόμου και δεν θα δεχόταν να παρασταθή δίπλα του. Κατά παρόμοιο τρόπο και ο Ηλίας, που αγωνίστηκε για την επικράτηση της δόξης του Θεού, δεν θα παρίστατο και δεν θα υπάκουε σ’ έναν αντίθεο, που ονόμαζε τον εαυτό του ίσο με τον Θεό.
Οι δύο άνδρες της Παλαιάς Διαθήκης, συμπαριστάμενοι κατά την ώρα της Μεταμορφώσεως καθίσταντο, κατά τον ποιητή, κοινωνοί θείας ευφροσύνης. Όχι μόνον δε τούτο, αλλά επί πλέον συνομιλούν με τον Χριστόν και προαναγγέλουν την αναχώρησή του από την παρούσα ζωή δια του σταυρού και της αναστάσεώς του. Οι δύο προφήτες Μωϋσής και Ηλίας, όχι μόνο με την απλή παρουσία τους, αλλά και με όσα λέγουν, αποδεικνύουν, ότι ο Ιησούς είναι ο Μεσσίας, ο προκηρυχθείς υπό των προφητών και διαβεβαιώνουν τους τρείς μαθητές, οι οποίοι άκουγαν την συζήτησή τους, ότι όλα όσα επρόκειτο να πραγματοποιηθούν στην Ιερουσαλήμ ήταν μέσα στο προαιώνιο σχέδιο της ενσάρκου θείας οικονομίας για την σωτηρία του ανθρώπου.

Θα κλείσω την σύντομη αυτή ανάλυση με μία ακόμη ερμηνευτική παρατήρηση ενός νεοτέρου ερμηνευτού, άξια πολλής προσοχής λόγω των πρακτικών της προεκτάσεων στην ιδική μας καθημερινή ζωή. Η παρουσία των δύο προφητών αλλά και των τριών κορυφαίων μαθητών κατά την ώρα της Μεταμορφώσεως είχε και ένα ακόμη διδακτικό σκοπό σπουδαιότατο για όλα τα μέλη της Εκκλησίας, για όλους εμάς. Αποσκοπούσε να μας διδάξη, ότι μόνον άνθρωποι της πίστεως και της αρετής, όπως ήταν οι προφήτες και οι απόστολοι, «της ενθέου δόξης αξιωθήσονται», θα αξιωθούν να απολαύσουν τα αγαθά της βασιλείας των ουρανών. Μη μας πλανά η ιδέα, ότι αμετανόητοι αμαρτωλοί, μένοντες μέχρι θανάτου στην απιστία και την φαυλότητα θα δούν πρόσωπο Θεού και θα βρούν έλεος. Ούτε Χριστιανοί, οι οποίοι αρκούνται σε μία εξωτερική τυπική θρησκευτικότητα, η οποία δεν αγγίζει το βάθος της καρδιάς τους και δεν φέρνει σαν αποτέλεσμα την εσωτερική μεταμόρφωση της ψυχής των. Ποτέ ένα τέτοιο πράγμα. Ο Κύριος είναι ο άγιος των αγίων και στους αγίους επαναπαύεται. Μόνον καθαροί και άγιοι και πιστοί, που έζησαν εν μετανοία, ή τουλάχιστον, που αγωνίζονταν για την κάθαρση της ψυχής των, μόνον αυτοί θα γίνουν κληρονόμοι της βασιλείας του. Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο Λουκάς, οι τρείς μαθητές «διαγρηγορήσαντες» είδον την δόξαν του Θεού. Απαιτείται νήψις πολλή και εγρήγορσις και σύντονος πνευματικός αγώνας για την κάθαρση της ψυχής, που είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την Θέα του Θεού, αφού μόνον «οι καθαροί τη καρδία τον Θεόν όψονται».
\

Σάββατο, Φεβρουαρίου 20, 2016

«Της μετανοίας άνοιξόν μοι πύλας ζωοδότα…»

Αρχ. Παύλου Δημητρακοπούλου,
Πρ. Ιερού Ναού Παναγίας Μυρτιδιωτίσσης Πειραιώς.
Από την προτελευταία Κυριακή του Φεβρουαρίου, την Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου, η Εκκλησία, μάς εισάγει σε μια νέα περίοδο του εορτολογίου της, την περίοδο του κατανυκτικού Τριωδίου. Μας δίδει έτσι την αφορμή να στρέψουμε και πάλι την προσοχή μας προς το νόημα και το περιεχόμενό της, προκειμένου να εμβαθύνουμε και βιώσουμε κάπως το μυστήριο της μετανοίας, που αποτελεί το κεντρικότερο και κυρίαρχο χαρακτηριστικό γνώρισμα της περιόδου αυτής. Στην παρούσα αναφορά μας θα στρέψουμε την προσοχή μας στην πλούσια και θεοφώτιστη υμνογραφία της, και πιο συγκεκριμένα, θα προσπαθήσουμε, συν Θεώ να προσεγγίσουμε ερμηνευτικά κάποια ιδιόμελα κατανυκτικά τροπάρια, τρία τον αριθμό, που ψάλλονται σ’ όλες τις Κυριακές του Τριωδίου μέχρι και την Πέμπτη Κυριακή των Νηστειών, μετά το εωθινό ευαγγέλιο και τον 50ο Ψαλμό.        

Το πρώτο αρχίζει με την φράση: «Της μετανοίας άνοιξόν μοι πύλας ζωοδότα…». Παρακαλεί ο υμνογράφος, και διά μέσου αυτού όλη η Εκκλησία, να μας ανοίξει ο ζωοδότης Χριστός τις πύλες της μετανοίας. Παρουσιάζει την μετάνοια, να έχει κάποιες πύλες, μέσα από τις οποίες πρέπει να περάσουμε, προκειμένου να βαδίσουμε κατόπιν στον δρόμο, που ανοίγεται μετά τις πύλες, που είναι ο δρόμος της μετανοίας, ο δρόμος της επιστροφής προς τον Θεόν. Παρακαλούμε τον Θεόν να μας ανοίξει αυτές τις πύλες, διότι μόνοι μας δεν έχουμε την δύναμη να περάσουμε μέσα απ’ αυτές. Η μετάνοια είναι χάρισμα, είναι δωρεά, που την δίδει ο Θεός. Δεν είναι κατόρθωμα, που εξαρτάται από τις δυνάμεις του ανθρώπου. Ωστόσο η δωρεά αυτή χαρίζεται μόνον σε εκείνους, που εκτιμούν την αξία της και ζητούν με ταπείνωση να την λάβουν. Εν όσω λοιπόν ζούμε σ’ αυτήν την ζωή, ας παρακαλούμε τον Χριστόν, να μας χαρίσει το πολύτιμο αυτό δώρο και να μας ανοίξει τις πύλες της μετανοίας, πριν μας τις κλείσει ο θάνατος, διότι τότε θα είναι πλέον αργά, αφού δεν είναι δυνατόν να ανοίξουν μετά θάνατον. «Έως μεν γαρ άνώμεν εν τη παρούση ζωή», λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, «δυνατόν μεταγνόντας του εντεύθεν απόνασθαι κέρδους», δηλαδή εν όσω ακόμη βρισκόμαστε στην παρούσα ζωή, είναι δυνατόν, αφού μετανοήσωμε, να επωφεληθούμε το κέρδος, που προέρχεται από την μετάνοια. Εάν όμως φύγουμε από την ζωή αυτή αμετανόητοι, τότε «ουδείς έσται εκεί λοιπόν ο εξαιρούμενος τον υπό της οικείας ραθυμίας προδεδομένον», δηλαδή κανένας δεν θα μπορέσει να σώσει εκείνον, που έχει προδοθή από την αδιαφορίαν του. 

«Της σωτηρίας εύθυνόν μοι τρίβους Θεοτόκε…». Κατόπιν ο υμνογράφος στρέφεται προς την Θεοτόκον, διότι αυτή έχει παρρησία περισσότερη από όλους τους αγίους και ζητά από αυτήν να τον οδηγήσει στους δρόμους της σωτηρίας. Ο δρόμος της σωτηρίας δεν είναι άλλος από τον δρόμο της μετανοίας. Ζητά δε να τον καθοδηγήσει στον δρόμο αυτόν, ώστε να βαδίσει με ασφάλεια και σταθερότητα και να μην ξεφύγει και πλανηθή σε άλλους δρόμους, στους δρόμους της αμαρτίας και της ασωτείας, που οδηγούν στην απώλεια. Πράγματι, όταν ένας οδοιπόρος βαδίζει έναν δρόμο, που δεν τον ξέρει, για πρώτη φορά, έχει ανάγκη από έναν οδηγό, διότι αλλοιώς θα πλανηθή και δεν θα φθάσει ποτέ στον προορισμό του. Έτσι και εμείς. Δεν είναι αρκετό να μπούμε στο δρόμο της μετανοίας, αλλά να φθάσουμε και στο τέρμα αυτού του δρόμου, που είναι η κάθαρσις της ψυχής και η σωτηρία. Επειδή λοιπόν και εμείς υπάρχει κίνδυνος κατά την διάρκεια της πορείας μας στο δρόμο αυτόν να ξεφύγουμε σε άλλους δρόμους και να χαθούμε, γι’ αυτό έχουμε ανάγκη από την βοήθεια της Θεοτόκου. Τον κίνδυνο αυτόν της αποπλανήσεως επισημαίνει και ο ψαλμωδός: «Τα διαβηματά μου κατεύθυνον κατά το λόγιόν σου και μη κατακυριευσάτω μου πάσα ανομία» (ψαλμ.118,133). Δηλαδή κατεύθυνε την πορεία της ζωής μου κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μην με κυριεύσει και αιχμαλωτίσει οποιαδήποτε αμαρτία. Επίσης ο θεόπνευστος λόγος από το βιβλίο των Παροιμιών επισημαίνει: «Ορθάς τροχιάς ποίεισοιςποσί και τας οδούς σου κατεύθυνε. Μη εκκλίνης εις τα δεξιά μηδέ εις τα αριστερά, απόστρεψον δε σον πόδα από οδού κακής» (4,26-27). Δηλαδή οι πόδες σου ας βαδίζουν ευθείς δρόμους. Μη παρεκκλίνης ούτε στα δεξιά, ούτε στα αριστερά, αλλά βάδιζε την ευθείαν μέσηνοδόν. Αυτή δε η ευθεία μέση οδός είναι η οδός των εντολών του Χριστού, η οδός της μετανοίας. Ο κίνδυνος είναι μεγάλος, αν αναλογιστεί κανείς, ότι πολλοί ήταν εκείνοι, που ξεκίνησαν και προχώρησαν για ένα διάστημα ορθά στον δρόμο της χριστιανικής ζωής, στη συνέχεια όμως παρασύρθηκαν σε μιά κοσμική ζωή,επιδιώκοντες τις ηδονές, την δόξα και το χρήμα, ή έπεσαν θύματα αιρέσεων και παραθρησκευτικών ομάδων.         

«Αισχραίς γαρ κατερρύπωσα την ψυχήν αμαρτίαις…». Ο υμνογράφος ζητά την καθοδήγηση της Θεοτόκου στον δρόμο της μετανοίας και της καθάρσεως, διότι αισθάνεται την ψυχή του μολυσμένη και ακάθαρτη από κάθε είδος αισχράςαμαρ-τίας. Αισθάνεται υποδουλωμένος στα σαρκικά πάθη. Η ζωή του υπήρξε άσωτη και ακόλαστη. Εδώ μας υπενθυμίζει τον άσωτο υιό της παραβολής, ο οποίος, αφού προηγουμένως παραδόθηκε στην ικανοποίηση των σαρκικών του επιθυμιών, κατάντησε τελικά ένας ακάθαρτος χοιροβοσκός. Αισθάνεται όλο αυτό το ελεεινό κατάντημά του και πονάει βαθειά η ψυχή του. Βλέπει την ακαθαρσία των παθών του και υποφέρει. Στενάζει και κλαίει και ζητάει το έλεος του Θεού και την βοή- θεια της Θεοτόκου. Μοιάζει με εκείνον, που από απροσεξία κατάπιε δηλητήριο και αισθάνεται φρικτούς πόνους στο στομάχι. Μόνον ψυχές, που αισθάνονται την πνευματική ερήμωσή τους, μόνον αυτές ήδη άρχισαν να βαδίζουν πραγματικά τον δρόμο της μετανοίας. Η συναίσθησις των αμαρτιών μας και της πνευματικής μας καταστάσεως είναι το πρώτο βήμα στο δρόμο της μετανοίας. Μόνο ένας άρρω- στος, που συναισθάνεται και υποφέρει από την αρρώστια του, θα καταφύγει στο γιατρό. Ένας όμως που δεν γνωρίζει, ότι είναι άρρωστος, πώς είναι δυνατόν να καταφύγει στο γιατρό και να ζητήσει θεραπεία; Έτσι λοιπόν δεν είναι δυνατόν να βιώσει κανείς την μετάνοια, όταν δεν συναισθάνεται την πνευματική του ερήμωση και αθλιότητα. Όταν ο Θεός αρχίζει να κατεργάζεται σε μιά ψυχή την μετάνοια και την κάθαρσή της, τότε την φωτίζει κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να έλθη σε επίγνωση του εαυτού της, να αποκτήσει αυτογνωσία. Την βοηθά να συναισθανθή την αμαρτωλότητά της, την αδυναμία της, τα δεσμά των παθών, στα οποία είναι δεμένη. Ο άσωτος υιός της παραβολής τότε μόνον πήρε τον δρόμο της επιστροφής προς τον πατέρα, δηλαδή τον δρόμο της μετανοίας, όταν ήρθε σε μια συναίσθηση της καταστάσεώς του: «Εις εαυτόν δε ελθών είπε. Πόσοι μίσθιοι του πατρός μου περισσεύουσιν άρτων, εγώ δε λιμώ απόλλυμαι» (Λουκ.15,17). Το ίδιο βλέπουμε και στην άλλη παραβολή, του Τελώνου και Φαρισαίου. Ο Τελώνης τότε μόνον άρχισε, να βιώνει την μετάνοια, χτυπώντας το στήθος κατά την ώρα της προσευχής και λέγοντας «ο Θεός ιλάσθητίμοι τω αμαρτωλώ», Θεέ μου εσπλαγχνίσου με τον αμαρτωλό, όταν προηγουμένως ήρθε σε συναίσθηση της αμαρτωλότητός του.

«Ως ραθύμως τον βίον μου όλον εκδαπανήσας…». Όλο αυτό το ελεεινό κατάντημα, στο οποίο έφθασα, λέγει ο υμνογράφος, δεν οφείλεται σε κανέναν άλλον, παρά μόνον στον εαυτόν μου, στην ιδική μου αμέλεια και ραθυμία. Στο γεγονός δηλαδή, ότι εξόδευσα όλες τις ημέρες της ζωής μου, ζώντας μέσα στην ασωτεία. Βασικό χαρακτηριστικό γνώρισμα του αμαρτωλού, που αληθινά μετα- νοεί, είναι, ότι δεν προσπαθεί να δικαιολογήσει τον εαυτό του, να επιρρίψει το βάρος της ευθύνης των αμαρτημάτων του σε άλλους, ή στον Θεόν. Μέμφεται και κατηγορεί τον εαυτόν του ως τον μόνον αίτιο και υπεύθυνο της αθλιότητός του. Αυτή η αναγνώρισις της ενοχής μας, που στη γλώσσα της Εκκλησίας ονομάζεται αυτομεμψία, είναι ένα ακόμη δεύτερο, μετά την αυτογνωσία και συναίσθηση της καταστάσεώς μας, βήμα στο δρόμο της αληθινής μετανοίας. «Οι κατακρίνοντες εαυτούς εφ’ οίς αμαρτάνουσι, προλαμβάνοντες αποκρούονται την παρά του Θεού ψήφον», παρατηρεί ο ιερός Χρυσόστομος. Δηλαδή εκείνοι, οι οποίοι καταδικάζουν τους εαυτούς των για τα αμαρτήματά τους, προλαμβάνουν και αποτρέπουν την καταδικαστική απόφαση του Θεού.             

Η ραθυμία και αμέλεια είναι πάθος βαρύ και θανάσιμο, που παραλύει όλες τις δυνάμεις της ψυχής και την παραδίδει τελικά στον πνευματικό θάνατο. Οι ημέρες και τα χρόνια της ζωής φεύγουν χωρίς πνευματική πρόοδο. Τα πάθη ριζώνουν βαθειά μέσα στην ψυχή και γίνονται δευτέρα φύσις. Ένας τέτοιος θανάσιμος ύπνος της ψυχής έρχεται σιγά-σιγά, χωρίς να το καταλάβουμε, όταν μας απορροφήσουν τελείως οι βιοτικές μέριμνες και φροντίδες. Τότε αρχίζουμε και παραμελούμε, προβάλλοντες διάφορες προφάσεις και δικαιολογίες, τα πνευματικά μας καθήκοντα και το έργο του πνευματικού αγώνος για τον αγιασμό της ψυχής μας γίνεται πάρεργο. Από αυτόν τον θανάσιμο κίνδυνο θέλοντας να μας προφυλάξει ο Κύριος, λέγει: «Προσέχετε δε εαυτοίς μήποτε βαρηνθώσιν υμών αι καρδίαι εν κραιπάλη και μέθη και μερίμναις βιοτικαίς και αιφνίδιος εφ’ υμάς επιστή η ημέρα εκείνη» (Λουκ.21,34). Δηλαδή προσέχετε στους εαυτούς σας μήπως οι ψυχές σας γίνουν βαρειές και ανίκανες να προσέχουν και να αγρυπνούν. Τούτο δε μπορεί να συμβή από την ασωτεία και την μέθη και τις αγωνιώδεις και βασανιστικές φροντίδες και μέριμνες της παρούσης ζωής. «Έδωκέ σοι βίου προθεσμίαν ο Θεός εις το θεραπεύειν αυτόν, συ δε μάτην αναλίσκεις σαυτόν. Ερεί και ο Θεός: Χρόνονυμίνδέδωκα προς το μαθείν την τέχνην της ευλαβείας, τίνος ένεκεν μάτην ανηλώσατε τούτον;», επισημαίνει ο άγιος Χρυσόστομος. Δηλαδή ο Θεός σού έδωκε προθεσμίαν χρόνου την παρούσα ζωή, για να θεραπεύσης τον εαυτόν σου από τα πάθη. Εσύ δε σπαταλάς τον χρόνον σου στην ματαιότητα. Τότε λοιπόν θα πεί και ο Θεός: Σας έδωσα τον πολύτιμο χρόνο της ζωής, για να μάθετε την  τέχνη του πνευματικού αγώνος, γιατί λοιπόν τον σπαταλήσατε άσκοπα;            

«Τα πλήθη των πεπραγμένων μοι δεινών εννοών ο τάλας…». Όταν συνει- δητοποιήσω βαθειά, όταν έλθω σε αίσθηση του πλήθους των αμαρτιών μου, αλλά και το φοβερό δικαστήριο, που με περιμένει την ημέρα της κρίσεως, με κατά- λαμβάνει φόβος και τρόμος. Ο υμνογράφος ζεί αυτή την ώρα σ’ όλη του την έκταση και δραματικότητα δύο φοβερές πραγματικότητες. Η μία πραγματικότης: Τα πλήθη των αμαρτιών, το καταθλιπτικό βάρος των οποίων πιέζει την συνείδησή του. Η άλλη: Η φοβερά ημέρα της κρίσεως, κατά την οποία θα στηθή το παγκόσμιο δικαστήριο, όπου θα γίνει λεπτομερής εξέτασις και απολογία για όλες τις πράξεις του. Τα μέν έργα του, τα πλήθη των αμαρτιών του, θα γίνουν φανερά, ώστε να μην μπορεί να κρύψει τίποτε. Ο δε δικαστής δίκαιος και απροσωπόληπτος, ώστε να είναι αδύνατον να τον εξαπατήσει κανείς. Αυτό λοιπόν το μελλοντικό δικαστήριο το έχει στήσει από τώρα και έχει γίνει ο ίδιος δικαστής του εαυτού του. Έχει βγάλει μόνος του την απόφαση, η οποία είναι καταδικαστική. Δεν έχει να προβάλει καμμιά δικαιολογία, είναι τελείως αναπολόγητος. Του αξίζει η αιώνιος κόλασις. Ψυχή, που έχει πάντα μπροστά της τα αμαρτήματά της, ποτέ δεν θα υπερηφανευθή, ούτε ποτέ θα κρίνει τα αμαρτήματα των άλλων. Ψυχή η οποία έχει πάντα μέσα της την μνήμη της ημέρας της κρίσεως, ποτέ δεν θα επιθυμήσει γλέντια και διασκεδάσεις και την δόξα του κόσμου.    

«Αλλά θαρρών εις το έλεος της ευσπλαγχνίας σου…». Η βαθειά επίγνωσις του πλήθους των αμαρτημάτων του  και του φοβερού δικαστηρίου συγκλονίζουν βέβαια τον υμνογράφο, ωστόσο όμως δεν παραλύουν την ψυχή του και δεν τον ρίχνουν σε απόγνωση. Μπορεί βέβαια οι αμαρτίες του να είναι πολλές και μεγάλες, αλλά το έλεος του Θεού είναι πέλαγος ασύγκριτα μεγαλύτερο, μέσα στο οποίο σβήνουν όλες οι αμαρτίες του, όσο πολλές και μεγάλες και αν είναι. Η ευσπλαγχνία του Θεού τον αναπτερώνει, του δίδει θάρρος, τον ωθεί προς τον Θεόν. Όπως ένας ναυαγός, που κινδυνεύει να πνιγεί μέσα στο πέλαγος, βρίσκει ξαφνικά μιά σανίδα σωτηρίας και αρπάζεται από αυτήν και σώζεται, έτσι και αυτός. Μοναδική σανίδα σωτηρίας γι’ αυτόν είναι το έλεος του Θεού. Ότι δηλαδή ο Θεός δεν θα τον αποστραφεί, εφ’ όσον μετανοήσει ριζικά και οριστικά. Είναι βέβαιος, ότι θα τύχει του θείου ελέους, διότι έχει υπ’ όψιν του πλείστα όσα παραδείγματα ανθρώπων, οι οποίοι, αν και έπεσαν σε πολλές και μεγάλες αμαρτίες, εν τούτοις όμως τους εδέχθη ο Θεός, όταν μετανόησαν: Ο ληστής επί του σταυρού, η πόρνη που άλειψε με μύρο τα πόδια του Χριστού, ο Πέτρος που τον αρνήθηκε τρείς φορές, ο Ζακχαίος που τον υποδέχθηκε στο σπίτι του, ο Παύλος που καταδίωκε την Εκκλησία του Χριστού κ.α.          

«Ως ο Δαυΐδ βοώ σοι, ελέησόν με ο Θεός…». Έχοντας πλήρη την επίγνωση του πλήθους των αμαρτιών του, ο υμνογράφος, και της αθλιότητος, στην οποία κατήν- τησε, δεν χάνει την ελπίδα της σωτηρίας του. Ενθυμείται αυτή την ώρα τον Δαυΐδ, στον οποίον ο πλούτος της ευσπλαγχνίας του Θεού αποδείχθηκε μιά χειροπιαστή πραγματικότης και όχι ένας απλός κενός λόγος. Ο Δαυΐδ, αν και αμάρτησε με θανάσιμες αμαρτίες, ωστόσο όμως κατόπιν εβίωσε όλο το μυστήριο της μετανοίας μέχρι τέλους της ζωής του. Όπως λοιπόν τότε εδέχθηκε την μετάνοια του Δαυΐδ, έτσι τώρα ζητά να δεχθή και αυτόν. Παίρνει στο στόμα του τα ίδια τα λόγια του Δαυΐδ και μ’ αυτά ικετεύει την ευσπλαγχνία του. Ζητεί δε να φανή και σ’ αυτόν το έλεος του Θεού τόσο μεγάλο, όσο φάνηκε και στον Δαυΐδ. Να είναι το έλεός του αντάξιο της ευσπλαγχνίας του. Και τούτο θα γίνει όταν, όχι μόνον καθαρίσει την ψυχήν του από τον ρύπο της αμαρτίας, αλλά τον καταστήσει επί πλέον υιόν και κληρονόμον της Βασιλείας του.            

Αυτή την βαθειά μετάνοια του Δαυΐδ μακάρι να δώσει ο Θεός σε όλους μας, αγαπητέ φίλε αναγνώστα, αρχής γενομένης από την φετινή περίοδο της αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Αμήν.  

Παρασκευή, Μαΐου 08, 2015

Ερμηνευτική ανάλυση της αποστολικής περικοπής της Κυριακής της Σαμαρείτιδος. υπό του Αρχιμανδρίτου Παύλου Δημητρακόπουλου

Ερμηνευτική ανάλυση της αποστολικής περικοπής της Κυριακής της Σαμαρείτιδος.
Αρχ. Παύλου Δημητρακοπούλου, Πρ. Ιερού Ναού Τιμίου Σταυρού Πειραιώς
Εν Πειραιεί τη 8η Μαΐου 2015.

Συνεχίζοντες τα ερμηνευτικά σχόλια στις Πράξεις, προχωρούμε στην ερμηνευτική ανάλυση της αποστολικής περικοπής της Κυριακής της Σαμαρείτιδος. Είναι μια περικοπή από το 11ο κεφάλαιο των Πράξεων, στίχοι 19-30. Στην περικοπή αυτή ο ευαγγελιστής Λουκάς μας περιγράφει, πως ο Χριστιανισμός εξαπλώθηκε προοδευτικά έξω από τα όρια της Παλαιστίνης και έφθασε μέχρι την Αντιόχεια και πως η μεγάλη αυτή πόλις της εποχής εκείνης συν τω χρόνω εξελίχθηκε σε ένα σπουδαίο ιεραποστολικό κέντρο, χάρις στην ιεραποστολική δράση του Βαρνάβα και του Παύλου.Στις γραμμές που ακολουθούν προχωρούμε σε σύντομη ερμηνευτική ανάλυση της περικοπής. 

19 «Οι μεν ουνδιασπαρέντες από της θλίψεως της γενομένης επί Στεφάνω διήλθον έως Φοινίκης και Κύπρου και  Αντιοχείας, μηδενίλαλούντες τον λόγον ει μη μόνον  Ιουδαίοις». Από τον στίχο αυτό ο Λουκάς αλλάζει θέμα και επανέρχεται στην περιγραφή του ιεραποστολικού έργου της Εκκλησίας, που επακολούθησε μετά τον λιθοβολισμό του Στεφάνου. Αφού μας μίλησε για το σπουδαίο αυτό γεγονός της επιστροφής και του βαπτίσματος του πρώτου ειδωλολάτρου εθνικού, του Κορνηλίου, έρχεται τώρα με τον στίχο αυτό, να μας συνδέσει με τον στίχο 8,4: «Οι μεν ουνδιασπαρέντες διήλθον ευαγγελιζόμενοι τον λόγον». Εδώ ο Λουκάς επανέρχεται στον διωγμό που ξέσπασε μετά τον λιθοβολισμό του Στεφάνου, για τον οποίο ήδη είχε κάνει λόγο προηγουμένως στους πρώτους στίχους του 8ου κεφαλαίου και στη διασπορά των χριστιανών που προήλθε από τον διωγμό αυτό. Η διασπορά αυτή εξ’  αιτίας «της θλίψεως της γενομένης επί Στεφάνω», δηλαδή του διωγμού που επακολούθησε μετά τον λιθοβολισμό του Στεφάνου, ενώ φαινόταν σαν μια συμφορά, στην πραγματικότητα ήταν μια ευλογία, διότι έγινε αφορμή της διαδόσεως του ευαγγελίου σ’ όλη την Παλαιστίνη. Όλοι όσοι διώχθηκαν με τον διωγμό, σκόρπισαν σε διάφορα μέρη, όχι για να ασφαλισθούν, αλλά για να ευαγγελιστούντον λόγο του Θεού. Παρουσιάζει εδώ ο Λουκάς δύο κύματα ευαγγελισμού, δύο ιεραποστολικά ρεύματα. Το ένα το περιέγραψε ήδη στα προηγούμενα κεφάλαια 8και 9. Είναι ο Φίπιππος, που πάει στη Σαμάρεια, κατόπιν στη γάζα και μετά προς βορράν μέχρι την Καισάρεια. Στη Σαμάρεια έρχεται και ο Πέτρος με τον Ιωάννη. Κατόπιν συνεχίζει ο Πέτρος στη Λύδδα, στην Ιόππη και κατόπιν φθάνει και αυτός στην Καισάρεια. Αυτό ήταν το ένα ρεύμα, το ένα  ιεραποστολικό κύμα. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Έχουμε και δεύτερο. Το δεύτερο αυτό κύμα προχώρησε ακόμη πιο μακρυά. Σκόρπισε γύρω γύρω και πέρα από την Παλαιστίνη. Πήγε μέχρι την Φοινίκη, την Κύπρο και την  Αντιόχεια. Η Φοινίκη είναι ο σημερινός Λίβανος, η δε Αντιόχεια, βρίσκεται στη σημερινή βόρεια Συρία. Όλοι αυτοί οι ιεραπόστολοι, οι χαρισματούχοι, οι ευαγγελιστές, που έφθασαν μέχρι αυτά τα μέρη, δεν κήρυτταν το ευαγγέλιο στους ντόπιους κατοίκους (Κυπρίους, Φοίνικες, Αντιοχείς), που ήσαν ειδωλολάτρες, παρά μόνο στους Ιουδαίους: «μηδενίλαλούντες τον λόγον ει μη μόνον  Ιουδαίοις».  Δεν είχαν ακόμη τέτοια εντολή από το Πνεύμα το άγιο. Το πρώτο άνοιγμα προς τους εθνικούς, το έκανε ο Πέτρος, βαπτίζοντας τον Κορνήλιο, που ήταν όχι απλώς εθνικός, αλλά και απερίτμητος, διότι υπήρχαν και πολλοί εθνικοί, που ήταν προσήλυτοι και είχαν περιτμηθεί.
20 «Ήσαν δε τινες εξ αυτών άνδρες Κύπριοι και Κυρηναίοι, οίτινες εισελθόντες εις  Αντιόχειαν ελάλουν προς τους  Ελληνιστάς, ευαγγελιζόμενοι τον Κύριον Ιησούν». Μεταξύ εκείνων που διεσπάρησαν λόγω του διωγμού ήσαν και κάποιοι Ελληνιστές, δηλαδή Εβραίοι μεν ως προς την καταγωγή,αλλ’ οι οποίοι είχαν γεννηθεί άλλοι στην Κύπρο και άλλοι στην Κυρήνη της Βορείου Αφρικής, οι οποίοι ήρθαν στην Αντιόχεια και άρχισαν να διδάσκουν το ευαγγέλιο στους εκεί κατοικούντας Ελληνιστές, δηλαδή τους Εβραίους της διασποράς, που ομιλούσαν την ελληνική γλώσσα. Δεν μας λέει τίποτε για την ιεραποστολή στην Φοινίκη, ενώ για την ιεραποστολή στην Κύπρο θα μας μιλήσει αργότερα. Κάνει όμως εκτενή λόγο για την Αντιόχεια, διότι η Αντιόχεια ήταν την εποχή εκείνη, μεγάλο διοικητικό, εμπορικό και πολιτιστικό κέντρο. Ήταν η τρίτη πόλις του κόσμου, μετά την Ρώμη και την Αλεξάνδρεια. Ήταν η Ρώμη της ανατολής, η πόλις που συνέδεε την Ανατολή με την Δύση. Πρέπει να είχε πληθυσμό γύρω στις 500.000 κατοίκους, που δεν ήταν μικρό πράγμα την εποχή εκείνη. Βέβαια είχε και διαφθορά και εξαχρείωση των ηθών και πνευματική κατάπτωση, που δεν λέγεται. Αυτοί λοιπόν οι Κύπριοι και οι Κυρηναίοι, άνθρωποι ζηλωτές και φλογεροί, με Πνεύμα άγιο και ιεραποστολικό ζήλο για την εξάπλωση του ευαγγελίου, ήρθαν στην μεγαλούπολη αυτή και άρχισαν να κηρύττουν. Στην πόλη της Αντιόχειας κατοικούσαν πολλές χιλιάδες Εβραίοι μετανάστες της διασποράς, που ήταν οργανωμένοι και είχαν συναγωγές και παροικίες ακμάζουσες. Σ’ αυτούς λοιπόν ήρθαν, να κηρύξουν τον λόγο του Θεού. Και πιο συγκεκριμένα να κηρύξουν, ότι ο Μεσσίας, για τον οποίο ομίλησαν οι προφήτες έχει ήδη έρθει και αυτός είναι ο Ιησούς Χριστός και ότι αυτός ο Μεσσίας είναι ο ενανθρωπίσαςΓιαχβέ.
21 «και ην χειρ Κυρίου μετ  αυτών, πολύς τε αριθμός πιστεύσας επέστρεψεν επί τον Κύριον». Η φράση «χειρ Κυρίου» σημαίνει τη  δύναμη του Θεού. Δηλαδή οι Κύπριοι αυτοί και οι Κυρηναίοι, αν και δεν ήταν απόστολοι της ομάδος των 12, ωστόσο όμως είχαν την δύναμη του Θεού μαζί τους. Και η δύναμις αυτή γινόταν φανερή αφ’ ενός μεν με τα πολλά θαύματα που επιτελούσαν και αφ’ ετέρου με τον δυνατό θεολογικό τους λόγο, που ήταν λόγος θεοφώτιστος, λόγος άριστα κατοχυρωμένος με βιβλικές μαρτυρίες, λόγος φορτισμένος με την Χάρη του αγίου Πνεύματος, ικανός να ανασταίνει ψυχές από τον πνευματικό θάνατο της αμαρτίας και να τις οδηγεί στη σωτηρία. Και το αποτέλεσμα της παρουσίας της δυνάμεως του Θεού στο ιεραποστολικό τους έργο ήταν ο μεγάλος αριθμός των ανθρώπων, που πίστεψαν. Δεν ήταν δε μικρό το κατόρθωμα αυτό. Διότι δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση να μεταστρέψει κανείς Εβραίους φανατικά προσηλωμένους στη θρησκεία τους, καρφωμένους στις ιουδαϊκές των παραδόσεις. Το να εγκαταλείψουν τις παραδόσεις αυτές και να δεχθούν το ευαγγέλιο, ήταν μεγάλη νίκη, μεγάλη επιτυχία. Ή αργότερα, όταν θα επεκτείνουν το ιεραποστολικό τους έργο και προς τους ειδωλολάτρες, δεν ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση, να πείσουν τους ανθρώπους αυτούς να εγκαταλείψουν το σκότος της ειδωλολατρείας, που ήταν συνδεδεμένη με όργια και πάθη και αθλιότητες και να δεχθούν μια πίστη, που απαιτεί αυταπάρνηση και εγκράτεια και αγνότητα και τόσες άλλες θυσίες. Στο έργο αυτών των ταπεινών ιεραποστόλων πραγματοποιείται ο λόγος του Κυρίου μας «Και ιδού εγώ μεθ’ υμών ειμί πάσας τας ημέρας της ζωής υμών έως της συντελείας του αιώνος». Χωρίς την δύναμη του Θεού δεν μπορούμε να κάνουμε απολύτως τίποτε, ενώ όταν είναι αυτή μαζί μας «πάντα ισχύομεν».
22 « Ηκούσθη δε ο λόγος εις τα ώτα της εκκλησίας της εν Ιεροσολύμοις περί αυτών, και εξαπέστειλαν Βαρνάβαν διελθείν έως  Αντιοχείας». Έφθασε δε μέχρι τα αυτιά της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων η φήμη για τις επιτυχίες των παρά πάνω ιεραποστόλων στην Αντιόχεια, ότι δηλαδή μεγάλος αριθμός Εβραίων είχε πιστεύσει στον Χριστό. Η Εκκλησία των Ιεροσολύμων παρακολουθεί και εποπτεύει με άγρυπνο μάτι τα πάντα. Εκεί βρίσκονται ακόμη οι απόστολοι, που αποτελούν την εκκλησιαστική ηγεσία, που έχει την γενική ευθύνη για την πορεία του ιεραποστολικού έργου σ’ όλες τις άλλες περιοχές και πόλεις και την ρύθμιση όλων των εκκλησιαστικών υποθέσεων. Εκεί βρίσκεται το στρατηγείο, το γενικό επιτελείο στρατού, που διευθύνει την μάχη στα διάφορα μέτωπα του ιεραποστολικού αγώνος. Με πολύ χαρά λοιπόν οι απόστολοι πληροφορούνται την εξάπλωση του ευαγγελίου στην μεγαλύτερη πόλη της Ασίας. Με χαρά αλλά και με αγωνία. Γιατί με αγωνία; Διότι όταν αυξάνει ο αριθμός των πιστών, τότε εγκυμονείται ένας διπλός κίνδυνος: Ο  πρώτος είναι ο κίνδυνος της διασπάσεως της ενότητος της Εκκλησίας και ο δεύτερος, να αλλοιωθεί η γνησιότητα του ευαγγελικού λόγου. Και οι δύο κίνδυνοι μεγάλοι και φοβεροί για την Εκκλησία. Διότι αν διασπασθεί η Εκκλησία παύει να είναι Εκκλησία. Αν αλλοιωθεί το ευαγγέλιο, παύει να είναι ευαγγέλιο. Γι’ αυτό και οι απόστολοι από τα Ιεροσόλυμα με αγωνία παρακολουθούν τις εξελίξεις,  μήπως συμβεί ένα από τα δύο αυτά κακά. Και τι κάνουν, για να προλάβουν τέτοια ενδεχόμενα; «Εξαπέστειλαν Βαρνάβαν διελθείν έως  Αντιοχείας». Διάλεξαν και έστειλαν τον Βαρνάβα για να πάει μέχρι την Αντιόχεια. Δεν τον έστειλαν να πάει στην Αντιόχεια, αλλά μέχρι την Αντιόχεια, που σημαίνει να κάνει μια περιοδεία από τα Ιεροσόλυμα μέχρι την Αντιόχεια και να επισκεφθεί όλες τις Εκκλησίες που είναι στην πορεία του. Γιατί όπως ήδη έχουμε πει, το ευαγγέλιο έχει ήδη εξαπλωθεί σ’ όλες τις πόλεις και τα χωριά, που βρίσκονται μεταξύ Ιερουσαλήμ και Αντιοχείας, δηλαδή στην Βόρεια Παλαιστίνη, στην Φοινίκη και την Συρία. Και αποστέλλεται όχι απλώς για να επισκεφθεί, αλλά και για να κάνει έναν έλεγχο, πως πάνε εκεί οι χριστιανοί, πως είναι η ζωή τους, ποιά είναι η πίστη τους, η ενότητά τους, η καθαρότητά τους, η μετάνοιά τους, η αγάπη τους και η αφοσίωση τους στο Κύριοκ.λ.π. Ακόμη βλέπουμε εδώ το μεγάλο ενδιαφέρον της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων για την Εκκλησία της Αντιοχείας.Και τούτο διότι η πόλις αυτή αποτελεί την πρωτεύουσα της Ασίας, και ως εκ τούτου έχει όλες τις προϋποθέσεις, για να αποτελέσει ένα σπουδαίο κέντρο ιεραποστολής. Και πράγματι, όπως περιγράφει στα επόμενα κεφάλαια ο Λουκάς, η Αντιόχεια εξελίχθηκε σε μια από τις σπουδαιότερες και ακμαιότερες, εκκλησίες των αποστολικών χρόνων, σε ένα δεύτερο μετά τα Ιεροσόλυμα κέντρο ιεραποστολής.
Και γιατί δεν έστειλαν κάποιους αποστόλους, όπως προηγουμένως στη Σαμάρεια τον Πέτρο και τον Ιωάννη, αλλά τον Βαρνάβα; Γιατί έβλεπαν οι απόστολοι με τον θείο φωτισμό που είχαν, ότι δεν ήρθε ακόμη η ώρα να απομακρυνθούν έξω από τα όρια της Ιουδαίας. Ήταν ακόμη ανάγκη, να παραμείνουν στα Ιεροσόλυμα, για να μπορούν να διευθύνουν και να μεριμνούν για όλα τα εκκλησιαστικά ζητήματα και προ πάντων για την ενότητα, μέχρις ότου εδραιωθεί η εκκλησιαστική ζωή, σ’ όλες αυτές τις περιοχές. Επί πλέον ο Βαρνάβας ήταν μια αυθεντία σ’ όλο τον ιουδαϊκό κόσμο. Είχε μια δεύτερη θέση μετά τους αποστόλους, γεμάτος με Πνεύμα άγιο, με ζήλο ιεραποστολικό. Επίσης ήταν Κύπριος, όπως επίσης Κύπριοι και Κυρηναίοι ήταν και οι ιεραπόστολοι στην Αντιόχεια. Άρα λοιπόν αυτός ήταν ο πιο κατάλληλος για να σταλεί.
το είδαμε εδώ

Σάββατο, Ιουνίου 21, 2014

Ποιός απειλεί πραγματικά τον Δυτικό και τον Παγκόσμιο πολιτισμό;


Ποιός απειλεί πραγματικά τον Δυτικό και τον Παγκόσμιο πολιτισμό;
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ

Εν Πειραιεί τη 19η  Ιουνίου 2014.
ΠΟΙΟΣ ΑΠΕΙΛΕΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΤΟΝ ΔΥΤΙΚΟ ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ;
Τα αισθήματα της Δύσεως για την Ορθοδοξία μας είναι γνωστά εδώ και χίλια διακόσια χρόνια, από τότε που ο βάρβαρος και αιρετικός φράγκος ηγέτης Καρλομάγνος(742-814) κήρυξε αμείλικτο διωγμό προς την Ορθοδοξία και την Ρωμιοσύνη. Είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι πίσω από τα υποκριτικά λόγια και τα προσποιητά χαμόγελα των Ευρωπαίων ηγετών κρύβεται το μίσος και ηαποστροφή, η οποία συνεχίζεται δυστυχώς μέχρι σήμερα στη σύγχρονη ευρωπαϊκή πραγματικότητα. Αφορμή για την παρούσα ανακοίνωσή μας πήραμε από κάποιες προκλητικές δηλώσεις του Υπουργού Εξωτερικών της Σουηδίας Κάρλ Μπίλντ, σύμφωνα με άρθρο του δημοσιογράφου κ. Κώστα Παππά στην εφημερίδα των Αθηνών «ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ» (31-5-2014).
Ο εν λόγω υπουργός παίρνοντας αφορμή από την κρίση στην Ουκρανία, βρήκε την ευκαιρία να αποκαλύψει τα βαθύτερα αισθήματά του κατά της Ορθοδοξίας μας. Ασκώντας κριτική κατά των πολιτικών επιλογών του Προέδρου της Ρωσίας κ. Β. Πούτιν, ο οποίος δε διστάζει να διακηρύξει την πίστη του και το σεβασμό του στην Ορθοδοξία, επιχειρεί να σπιλώσει την Ορθόδοξη Εκκλησία ως δήθεν «απειλή για τον δυτικό πολιτισμό», δηλώνοντας απροκάλυπτα ότι η «Ορθοδοξία είναι η κύρια απειλή για το δυτικό πολιτισμό»! Βλέπει την απροσδόκητη στροφή της Ρωσίας προς την Ορθοδοξία, μετά τους φοβερούς διωγμούς του κομμουνιστικού αθεϊστικού τέρατος, ως «αλλαγή προς το χειρότερο τα τελευταία χρόνια» και πιστεύει ότι «γι’ αυτό φταίει η Εκκλησία». Επίσης ο κ. Κ. Παππάς στο εύστοχο άρθρο του ξεσκεπάζει και το ποιόν του εν λόγω Υπουργού. Ο κ. Κ. Μπίλντ είναι «γνωστός για τις φιλοτουρκικές του διαθέσεις και τις σχέσεις του με το εβραϊκό λόμπι».Είναι ο «πληροφοριοδότης των Αμερικανών», ο άνθρωπος που «συνεργάσθηκε με την αμερικανική κυβέρνηση με παράνομο τρόπο». Επίσης κάνει μια σειρά από σημαντικές αποκαλύψεις, καταδεικνύοντας την «πολιτισμένη» χώρα του Βορρά, την εξωτερική πολιτική της οποίας έχει την τιμή να διευθύνει ο κ. Κ. Μπίλντ. Η Σουηδία είναι ο «παράδεισος» της παιδεραστίας, της ομοφυλοφιλίας, της κτηνοβασίας, των γυναικείων βιασμών, (δεύτερη χώρα στον κόσμο), και των αυτοκτονιών. Είναι η χώρα, όπου «ανθεί» η νέα παράλογη και επικίνδυνη «θρησκεία» της «Εκκλησίας των Κοπιμιστών», για την οποία εκδώσαμε παλαιότερα σχετική ανακοίνωσή μας, στην οποία λατρεύεται το διαδίκτυο ως θεότης.
Κατηγορεί επίσης ο κ. Κ. Μπίλντ τον Βλαντιμίρ Πούτιν, ότι «καταδεικνύει την προσήλωσή του όχι στις παγκόσμιες αξίες, αλλά στις αξίες της ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας», χωρίς βέβαια να αναφέρει ποιές είναι τελικά αυτές οι  «παγκόσμιες αξίες», οι οποίες διακυβεύονται από τις αξίες της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Εάν ως «παγκόσμιες αξίες» θεωρεί την αγάπη,την ισότητα, την ελευθερία, την δικαιοσύνη, την ανεξιθρησκία, την ανεκτικότητα, τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τότε οφείλει να γνωρίζει, ότι τις αξίες αυτές πρώτη η Εκκλησία διεκήρυξε και εφήρμοσε στην πράξη. Και από αυτήν στη συνέχεια δανείστηκε η Ευρώπη και όλος ο πολιτισμένος κόσμος, για να αποτελέσουν πλέον πανανθρώπινες αξίες. Εάν ως «παγκόσμια αξία» θεωρεί την Δημοκρατία, τότε οφείλει να γνωρίζει, ότι τις ρίζες και αυτής της αξίας θα πρέπει να τις αναζητήσει στην Εκκλησία και πιο συγκεκριμένα στο Συνοδικό της πολίτευμα. Η εκλογή των επτά διακόνων από όλα τα μέλη της Εκκλησίας των αποστολικών χρόνων, αποτελεί μια ακόμη ισχυρότατη μαρτυρίαγια τον τρόπο με τον οποίο  λειτουργούσε ο  εκκλησιαστικός οργανισμός στην αρχαία Εκκλησία. Η εκλογή του Αποστόλου Ματθία και η «Αποστολική Σύνοδος» των Ιεροσολύμων επιβεβαιώνουν το αυτό. Εάν ως «παγκόσμιες αξίες» θεωρεί την καλλιέργεια της επιστήμης και την αλματώδη ανάπτυξη του τεχνικού πολιτισμού, (για τα οποία ιδιαιτέρως καυχάται σήμερα η Ευρώπη και γενικότερα ο Δύση), τότε οφείλει να γνωρίζει, ότι όλα αυτά τα επιτεύγματα τότε μόνον αποκτούν αξία και αποβαίνουν προς όφελος της ανθρωπότητας, όταν συνυπάρχει παράλληλα και η ανάλογη πνευματική καλλιέργεια και ωριμότης. Όταν δηλαδή ο άνθρωπος αποφύγει τον ολέθριο κίνδυνο της απολυτοποιήσεώς των και κατανοήσει την σχετικότητα και την προσωρινότητά των. Όταν συνειδητοποιήσει, ότι τα αγαθά του τεχνικού πολιτισμού δεν μπορούν από μόνα τους να πληρώσουν το υπαρξιακό του κενό, να ικανοποιήσουν τις αιώνιες εφέσεις και πόθους της αθάνατης ψυχής του, την δίψα του για την κατάργηση του θανάτου και την αιώνια ζωή. Όταν κατανοήσει ότι η ψυχή του τεχνικού πολιτισμού είναι ο πολιτισμός της ψυχής.
Καυχάταιο κ. Κ. Μπίλντ για τις «παγκόσμιες αξίες» και τα επιτεύγματα της Ευρώπης και του δυτικού πολιτισμού. Ας αναφέρουμε όμως και μερικά ακόμη «επιτεύγματα» του δυτικού πολιτισμού,για ταοποία θα έπρεπε να ντρέπεται και όχι να καυχάται ο κ. Υπουργός. Σήμερα η Ευρώπη φημίζεται για την αποδοχή και νομιμοποίηση των πιο αισχρών σεξουαλικών διαστροφών, της ομοφυλοφιλίας στο όνομα της διαφορετικότητας, της παιδεραστίας και της κτηνοβασίας. Για την επιστροφή της σε νέες μορφές ειδωλολατρίας και σατανισμού. Για την τρομακτική εξάπλωση των καταστροφικών λατρειών, οι οποίες πλήττουν καίρια τα θεμέλια της κοινωνικής ζωής. Για την προοδευτική ισλαμοποίησή της, την αφομοίωσή της δηλαδή από μία θρησκεία, κύριο δόγμα της οποίας είναι η σφαγή των απίστων εν ονόματι του Αλλάχ, (το λεγόμενο Τζιχάντ). Για το ηλεκτρονικό φακέλωμα και την στενή παρακολούθηση της ιδιωτικής ζωής των πολιτών της με τα τελευταίας τεχνολογίας μικροτσίπς, διά των οποίων προετοιμάζεται η παγκόσμια δικτατορία του αντιχρίστου. Άλλο σημαντικό «επίτευγμά» της οι αμέτρητες πολεμικές αναμετρήσεις των λαών της, τα εκατομμύρια των θυμάτων της Γαλλικής Επανάστασης με τα επίσης πολλά εκατομμύρια θύματα των δύο Παγκοσμίων Πολέμων, με ανυπολόγιστες υλικές καταστροφές, που ξεκίνησαν σε ευρωπαϊκό έδαφος και εξελίχθηκαν παγκοσμίως. Η ευρωπαϊκή ιστορία, δεν είναι τίποτε άλλο από ένα συνεχές θέατρο πολεμικών συγκρούσεων και γενοκτονιών. Άλλο «επίτευγμά» της ο αθεϊστικός Μαρξισμός, ο οποίος αφού επιβλήθηκε με την βία, εγκαθίδρυσε επί εβδομήντα χρόνια ένα άνευ προηγουμένου καταπιεστικό και τυραννικό καθεστώς και επιδόθηκε σε ένα πρωτοφανή διωγμό κατά της Εκκλησίας, στέλνοντας στα κάτεργα της Σιβηρίας και σφάζοντας αθώους ανθρώπους, που το μόνο «αμάρτημά» τους ήταν ότι ομολογούσαν την ορθόδοξη πίστη τους. Με τους μετριότερους υπολογισμούς τα θύματα του μαρξιστικού «παραδείσου» τον 20ο αιώνα ξεπέρασαν τα 100.000.000!
Θα κλείσουμε την μικρή αυτή αναφορά μας με τους συγκλονιστικούς όσο και προφητικούς λόγους ενός μεγάλου Σέρβου αγίου των νεωτέρων χρόνων, του αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, επισκόπου Αχρίδος, από το βιβλίο του «Μέσα από το παράθυρο της φυλακής. Μηνύματα στο λαό». (Εκδ. «Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη 2012, σελ. 105-108): «Στεναχωριέμαι για την Ευρώπη, γιατί θα καταστραφεί όπως η Καπερναούμ.Οι περήφανοι πύργοι της θα γκρεμιστούν, θα καταστραφούν και οι λεωφόροι της θα μετατραπούν σε τόπους, που θα φυτρώσουν θάμνοι με αγκάθια, όπου θα κάνουν την φωλιά τους τα φίδια. Στον τόπο που τώρα ακούγονται φωνές εναντίον του Χριστού, θα ακούγονται κραυγές από κουκουβάγιες και ουρλιαχτά από τσακάλια. Την στιγμή που η Ευρώπη νόμισε για τον εαυτό της πως εκπολιτίστηκε, τότε ήταν που αγρίεψε. Τη στιγμή που νόμισε πως τα ήξερε όλα, τότε ήταν που παραφρόνησε. Την στιγμή που νόμισε πως απέκτησε μεγάλη δύναμη, τότε ήταν και που έχασε όλη της τη δύναμη».
Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών

Ο υπεύθυνος
Αρχιμ. Παύλος Δημητρακόπουλος

Ο Γραμματέας
Λάμπρος Σκόντζος Θεολόγος

Πέμπτη, Μαΐου 29, 2014

ΣΤΑ ΧΝΑΡΙΑ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ Ή ΣΤΑ ΧΝΑΡΙΑ ΤΟΥ κ.ΑΘΗΝΑΓΟΡΑ;


ΣΤΑ ΧΝΑΡΙΑ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ
Ή ΣΤΑ ΧΝΑΡΙΑ ΤΟΥ κ.ΑΘΗΝΑΓΟΡΑ;
Σχόλιο με αφορμή την προσεχή συνάντηση του Πάπα Φραγκίσκου του Α΄ και του Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου του Α΄ στα Ιεροσόλυμα.

Αρχ. Παύλου Δημητρακοπούλου
Πρ. Ιερού Ναού Ιερού Ναού Τιμίου Σταυρού Πειραιώς
Εν Πειραιεί τη 21η Μαΐου 2014


 Συμπληρώνονται φέτος 50 χρόνια από την συνάντηση στα Ιεροσόλυμα (1964-2014) του πρώην Οικουμενικού Πατριάρχου κυρού Αθηναγόρου με τον τότε Πάπα Παύλο τον Στ΄. Ήταν μια συνάντηση, η οποία σηματοδότησε μια καινούργια πορεία στις σχέσεις μεταξύ Βατικανού και Φαναρίου.
Η συνάντηση αυτή θεωρήθηκε από πολλούς αρχιερείς, κληρικούς και θεολόγους ως ιστορικός σταθμός, διότι αποτέλεσε την αφετηρία των  μετέπειτα ραγδαίων και ριζικών εξελίξεων στις διαχριστιανικές σχέσεις της Ορθοδοξίας με τον Παπισμό. Εις ανάμνησιν δε αυτού του γεγονότος, όπως είναι γνωστό, διοργάνωσε το Οικουμενικό Πατριαρχείο από κοινού με το Βατικανό νέα συνάντηση, (24-26 Μαΐου), στον ίδιο τόπο, τα Ιεροσόλυμα, του νύν Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου και του Πάπα Φραγκίσκου του Α΄. Με την συνάντησή τους αυτή, η οποία θα προβληθεί βεβαίως διεθνώς και θα τύχει ευρείας δημοσιότητος από την εκκλησιαστική και πολιτική επικαιρότητα, οι δύο εκκλησιαστικοί ηγέτες δεν στοχεύουν απλώς να τιμήσουν τους προκατόχους των, αλλά προφανώς να διαδηλώσουν επί πλέον και την  σταθερή και αταλάντευτη πρόθεσή τους να βαδίσουν πάνω στα χνάρια τους και να συνεχίσουν με πιστότητα και συνέπεια την οικουμενιστική γραμμή που εκείνοι εχάραξαν. Και τις οίδε, (μόνον ο Θεός γνωρίζει), αν οι δύο αυτοί  ηγέτες στο προσεχές μέλλον προχωρήσουν σε ακόμη τολμηρότερα βήματα, στην…αγιοκατάταξή των!
  Δεν έχουμε την πρόθεση με τον σύντομο αυτό σχολιασμό μας να ασχοληθούμε με τον εκλιπλόντα Πάπα Παύλο τον ΣΤ΄, διότι όπως λέγει και μέγας Παύλος «τι γαρ μοι και τους έξω κρίνειν;» (Α΄Κορ.5,12). Ποιά αρμοδιότητα έχουμε να κρίνουμε τους «έξω» της Εκκλησίας; Καμία. Αφού όπως λέγει παρά κάτω«τους δε έξω ο Θεός κρίνει» (Α΄Κορ.5,13). Τους εκτός της Εκκλησίας, τους κατακεκριμένους ως αιρετικούς, τους έχει κρίνει ήδη ο Θεός. Με τον «έσω» όμως της Εκκλησίας κυρό Αθηναγόρα και μη εισέτι κατακριθέντα επισήμως και συνοδικώς για τις αντορθόδοξες θέσεις και διακηρύξεις του και για την οικουμενιστική γραμμή και πορεία, (μια πορεία ξένη προς την Ορθόδοξη Παράδοση και τους αγίους Πατέρες μας), την οποίαν ακολούθησε, έχουμε χρέος να ασχοληθούμε. Και τούτο διότι ο θησαυρός της πίστεως είναι κοινό κτήμα όλων, κλήρου και λαού. Και όλοι μας έχουμε χρέος να τον διαφυλάξουμε ως κόρην οφθαλμού, ακέραιον και απαραχάρακτον από κάθε νοθεία και αίρεση.
 Έχουν διατυπωθεί πολλά εγκωμιαστικά σχόλια σχετικά με τον πρώην Πατριάρχη από διάφορα πρόσωπα, κυρίως προερχόμενα από τον χώρο του Οικουμενισμού. Τούτο οφείλεται στο γεγονός ότι ο εκδημήσας Πατριάρχης υπήρξε κατά κοινή ομολογία ως το πρόσωπο εκείνο, που κατ’ εξοχήν προώθησε την φοβερή αυτή αίρεση μέσα στα σπλάγχνα της Ορθοδοξίας. Ιδιαιτέρως προβλήθηκε από τους υμνητές του η υπ’ αυτού προβολή της Ορθοδοξίας και του Οικουμενικού Πατριαρχείου σε παγκόσμια κλίμακα, οι διπλωματικές του ικανότητες, η παγκόσμια πολιτική και κοινωνική του καταξίωση, η διεθνής ακτινοβολία και αναγνώρισή του και άλλα παρόμοια. Ήδη αμέσως μετά την κοίμησή του το επίσημο δελτίο της Εκκλησίας της Ελλάδος «Εκκλησία» έγραφε: «Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας, θα γραφή εις τας δέλτους της ιστορίας ως Μέγας…».[1] Ο τότε Πάπας Παύλος ο ΣΤ΄, επιστήθιος και αγαπητός φίλος του κοιμηθέντος Πατριάρχου, εχαρακτήρισε αυτόν ως «μέγαν άνδρα  μιάς εκκλησίας σεβασμίας, αλλ’ όχι ακόμη τελείως ηνωμένης μετά της Καθολικής Εκκλησίας ημών…».[2] Το παραλήρημα του λιβανωτού των εγκωμίων έφθασε στο αποκορύφωμά του, όταν κάποιοι οικουμενιστικοί κύκλοι της εποχής εκείνης επεχείρησαν, να συντάξουν προσευχή προς αυτόν, η οποία κατέληγε ως εξής: «Μη κατολιγωρήσης ημών, αλλ’ επίβλεψον λαμπρώ και ιλέω όμματι, ως εν ζωή ών έπραττες, και κράτυνον το της Ορθοδοξίας ποίμνιον, χειραγωγών αυτό προς το καλόν της αγίας του Χριστού Εκκλησίας, υποδεικνύων αυτώ την ευθείαν οδόν, την φέρουσαν απλανώς προς τον Θεόν…».[3]
  Ήταν όμως πράγματι μέγας; Εάν κανείς αξιολογήσει το πρόσωπό του με κοσμικά κριτήρια, δηλαδή την διεθνή του ακτινοβολία και αναγνώριση, την κοινωνική και πολιτική του καταξίωση, την διπλωματική του ευστροφία, την πρόσδοση κύρους και προβολής στο Φανάρι και άλλα ανάλογα, τότε μπορεί να τον χαρακτηρίσει κανείς ως μέγα. Αν όμως αξιολογηθή με πνευματικά κριτήρια, δηλαδή με γνώμονα την Ορθόδοξη πίστη και Παράδοση, την Αγία Γραφή, το ιερό Πηδάλιο και τους Αγίους Πατέρες, τότε όχι μόνον μέγας δεν μπορεί να χαρακτηριστεί, αλλ’ ως μία αξιοθρήνητη προσωπικότητα, ως τον πρωτοπόρο στον ολισθηρό κατήφορο του Οικουμενισμού, ως το πρόσωπο εκείνο που κατ’ εξοχήν προώθησε την φοβερή αυτή αίρεση, πράγμα το οποίο ισοδυναμεί με προδοσία της πίστεως. Την δε Πατριαρχείαν του ως κατ’ εξοχήν καταστρεπτική. Τον χαρακτηρισμό «μέγας» έδωσε η Εκκλησία στους αγίους και θεοφόρους Πατέρες, όχι απλώς μόνον διότι ανέβηκαν την κλίμακα των αρετών και έφθασαν στην θέωση, αλλά και διότι έκαμαν μεγάλους αγώνες και υπέφεραν πολλές θλίψεις για να καταπολεμήσουν τις αιρέσεις και να παραδώσουν τον θησαυρό της πίστεως ανόθευτο και απαραχάρακτο σε όλες τις επερχόμενες γενεές. Επομένως  είναι μεγάλο εκκλησιολογικό λάθος, να σπεύδουμε με πολλή προχειρότητα και επιπολαιότητα να αποδώσουμε έναν τέτοιο χαρακτηρισμό, τον οποίον μόνον η Εκκλησία μπορεί να αποδώσει αλάνθαστα, βασιζομένη στην άνωθεν μαρτυρία του αγίου Πνεύματος, στην μαρτυρία δηλαδή που δίδει ο ίδιος ο Θεός για το πρόσωπο αυτό, με θαύματα, που ενεργεί διά μέσου αυτού, είτε εν ζωή είτε μετά θάνατον (διά του αγίου λειψάνου του).
 Η χριστιανική ενότης.
Κατά κόρον επίσης προβλήθηκε από τους υμνητές του ο διακαής πόθος του και η επιθυμία του για την  προώθηση της παγχριστιανικής ενότητος. Πράγματι ο κ. Αθηναγόρας από της ημέρας της αναδείξεώς του στον Πατριαρχικό θρόνο μέχρι της κοιμήσεώς του θα έχει πλέον το βλέμμα της ψυχής του διαρκώς εστραμμένο προς την Δύση, η δε τραγωδία της διασπάσεως της Χριστιανοσύνης θα αποτελέση το κέντρο του ενδιαφέροντος του, την συνισταμένη όλων των ενεργειών του, την κατευθυντήρια γραμμή της εκκλησιαστικής του πολιτικής, σε συνδυασμό πάντοτε βέβαια με την πρόσδοση κύρους και διεθνούς ακτινοβολίας στον θεσμό του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Μέσα στα πλαίσια αυτής της εκκλησιαστικής του πολιτικής εντάσσονται η μέριμνά του για την σύγκληση Πανορθοδόξων Διασκέψεων, οι συντονισμένες ενέργειές του για την άρση των αναθεμάτων, η καλλιέργεια σχέσεων αγάπης και φιλίας με το Βατικανό, η επιδίωξή του να συναντηθεί με τον Πάπα Παύλο τον ΣΤ΄ στα Ιεροσόλυμα και να έχει τις πρώτες μυστικές επαφές μαζί του και η καθιέρωση του λεγομένου «Διαλόγου της Αγάπης». 
 Ωστόσο την χριστιανική ενότητα την κατανοούσε και την οραματιζόταν ο κοιμηθείς Πατριάρχης με ένα τελείως διαφορετικό τρόπο, σε σχέση με τον τρόπο που την κατανοούσε ανέκαθεν η Εκκλησία, με ένα τρόπο δηλαδή τελείως ξένο προς την διαχρονική παράδοση της Εκκλησίας. Στη διαχρονική συνείδηση της Εκκλησίας, ενότητα της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τους αιρετικούς δεν είναι δυνατόν να υπάρξη, παρά μόνον με την  μετάνοια και την επάνοδο των αιρετικών στην αλήθεια της Ορθοδοξίας, στην πίστη και στα δόγματα της Εκκλησίας. Επομένως και στην προκειμένη περίπτωση των αιρέσεων του Παπισμού και του Προτεσταντισμού δεν είναι δυνατόν να δεχθεί η Εκκλησία άλλη μορφή ενότητος. Η προσπάθεια του εκλιπόντος πατριάρχου ήταν να επιτύχει μια ενότητα συγκρητιστικού τύπου, μια ενότητα παρά τις υπάρχουσες δογματικές διαφορές με τους παπικούς και τους προτεστάντες, χωρίς δηλαδή αυτοί να έχουν αποβάλει τις πεπλανημένες αιρετικές διδασκαλίες τους, μιά ενότητα που θα μπορούσε να επιτευχθεί με αμοιβαίες υποχωρήσεις και συμβιβασμούς. Σε θέματα όμως πίστεως δεν χωράει καμία συγκατάβασις και οικονομία. Την αλήθεια αυτή επιβεβαιώνουν οι μεγάλοι αγώνες των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας κατά των αιρέσεων, η συγκρότησις υπ’ αυτών Οικουμενικών Συνόδων κ.λ.π. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέγει σε κάποια ομιλία του σχετικά με το θέμα αυτό   «Ει που την ευσέβειαν παραβλαπτομένην ίδοις, μη προτίμα την ομόνοιαν της αληθείας, αλλ’ ίστασο γενναίως έως θανάτου…την αλήθειαν μηδαμού προδιδούς».[4]
 Άρσις των αναθεμάτων.
 Μετά την συνάντηση των δύο εκκλησιαστικών ηγετών στα Ιεροσόλυμα, που αποτέλεσε μια πρώτη προσέγγιση μεταξύ Ορθοδοξίας και Παπισμού, δημιουργήθηκαν οι κατάλληλες προϋποθέσεις για να επακολουθήσει το δεύτερο μεγάλο βήμα προσεγγίσεως, δηλαδή η λεγόμενη άρση των αναθεμάτων, που πραγματοποιήθηκε τον Δεκέμβριο του 1965. Όπως είναι γνωστό από του σχίσματος του 1054 και εντεύθεν έπαυσε να υπάρχει πλέον εκκλησιαστική κοινωνία μεταξύ του Παπισμού και της Ορθοδόξου Εκκλησίας λόγω των ποικίλων αιρετικών διδασκαλιών, που εν τω μεταξύ ανεπτύχθησαν μέσα στους κόλπους του Παπισμού. Αυτή η διακοπή της εκκλησιαστικής κοινωνίας επισφραγίσθηκε με τα «αναθέματα», τα οποία επεβλήθηκαν εκατέρωθεν από την Ρώμη και το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Ο παπικὸς απεσταλμένος Καρδινάλιος Ουμβέρτος, στις 16 Ιουλίου του 1054, αναθεμάτισε με έγγραφο αναθεματισμό, τον οποίο άφησε πάνω στην αγία τράπεζα του Ιερού Ναού της αγίας Σοφίας κατά την διάρκεια εσπερινής ακολουθίας, τον τότε Οικουμενικό Πατριάρχη Μιχαὴλ τον Κηρουλάριο και όλους όσους  δεν αποδέχονταν το Filioque και τις άλλες παπικές καινοτομίες. Στη συνέχεια ο Οικουμενικός Πατριάρχης Μιχαὴλ συγκάλεσε  στην Κωνσταντινούπολη στις 24 Ιουλίου του 1054 ενδημούσα Σύνοδο και υπέβαλε σε «ανάθεμα» το έγγραφο, τους συντάκτες του, αυτούς που το επέδωσαν και όσους συνήργησαν σ’ αυτό. Στη συνοδική απόφαση αναιρούντο επί τη βάσει της Ιεράς Παραδόσεως οι κατά της Ορθοδόξου Εκκλησίας διατυπωθείσες κατηγορίες, ιδίως αυτές που αφορούσαν την αιρετική διδασκαλία του Filioque, ενώ παράλληλα διεγράφη το όνομα του Πάπα από τα δίπτυχα του Οικουμενικού θρόνου. Οι συνοδικές αποφάσεις κοινοποιήθηκαν με συνοδικές επιστολές στα άλλα Πατριαρχεία της Ανατολής. 
 Επομένως οι εκατέρωθεν αναθεματισμο του 1054δενπροήλθαναπόπροσωπικούς ανταγωνισμούς, αλλ᾿ απότηνσύγκρουσητης Ορθοδόξουπίστεως προς τις αιρετικές διδασκαλίες του Παπισμού. Δεν ευσταθεί λοιπόν το επίσημο ανακοινωθὲν του Οικουμενικου Πατριαρχείου, κατὰ το οποίο «τα αναθέματα εκατέρωθεν περιωρίσθησαν εις τα πρωταγωνιστήσαντα πρόσωπα καιδεν ανεφέροντο εις τας δύο Εκκλησίας Ρώμης και Κωνσταντινουπόλεως, αι οποίαι και μετ ταύταδενδιέκοψαντηνεκκλησιαστικνκοινωνίαν,ουδ υπήρξαντα γεγονόταταύτα η οριστικ επισφράγισιςτου μεταξ Ανατολήςκαι ΔύσεωςΣχίσματος». Επί πλέον η πράξις αυτή του Οικουμενικού Πατριαρχείου είναι αντικανονική και παράνομη, διότι επεχειρίθη χωρίς να προηγηθεί Πανορθόδοξη Σύνοδος, η οποία είναι και η μόνη αρμοδία, για να αποφασίσει ένα τέτοιο μεγάλο εκκλησιαστικό γεγονός. Επίσης απὸ Ορθοδόξου θεολογικής πλευράς, είναι αδύνατο να εννοήσωμε άρση του κατ της Ρώμης «αναθέματος» χωρίς την ταυτόχρονο άρση όλων των αιρετικών διδασκαλιών του Παπισμού.
 Όπως ήταν επόμενο η αντικανονική αυτή ενέργεια του Οικουμενικού Θρόνου προκάλεσε θύελλα διαμαρτυριών από τον τότε αρχιεπίσκοπο Αθηνών Χρυσόστομο Β΄ και την Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία σε δήλωσή της «με πολλήν δυσμένειαν επληροφορήθη την πρωτοβουλίαν του Οικουμενικού Πατριάρχου Αθηναγόρα. Ουδείς έχει το δικαίωμα να προβαίνη εις παρομοίας πράξεις. Το δικαίωμα έχει μόνον ολόκληρος η Ορθοδοξία».[5] Σε άλλη δήλωσή του, που έχει καταχωρηθή στα «Πεπραγμένα» του (τομ. Β΄, Αθήναι 1967, σελ. 197), αναφερόμενος στον κ. Αθηναγόρα λέγει: «Ο Αθηναγόρας  Α΄ ουδέν πρεσβεύει, εις ουδέν πιστεύει, ει μη μόνον εαυτώ δουλεύει και την απαθανάτισιν του ονόματός του επιδιώκει, έστω κατά Ηρόστρατον, διά της καταστροφής της Εκκλησίας»[6]Καθολική σχεδόν υπήρξε επίσης η αποδοκιμασία των αγιορειτών Πατέρων απέναντι στον εκδημήσαντα Πατριάρχη. Μετά την δημιουργία υπ’ αυτού διπλωματικών σχέσεων με το Βατικανό και ιδίως μετά την άρση των αναθεμάτων, σάλος μέγας δημιουργήθηκε μέσα στο Άγιον Όρος. Όλοι σχεδόν οι αγιορείτες μοναχοί, τόσο από τις Ιερές Μονές, όσο και από τις Σκήτες και τα Κελιά, εξέφρασαν την πικρία, την λύπη και την απογοήτευσή τους, όταν πληροφορήθηκαν τις παρά πάνω ενέργειές του. Ορισμένες μάλιστα εκ των Ιερών Μονών, οκτώ τον αριθμόν, όχι απλώς αποδοκίμασαν τον κ. Αθηναγόρα, αλλά απεφάσισαν να διακόψουν την μνημόνευση του ονόματός του, η οποία συνεχίστηκε και επί Πατριαρχείας του διαδόχου του κ. Δημητρίου, κατά την τριετία από το 1970 έως το 1973. Μία από αυτές τις Μονές,η Ιερά Μονή Καρακάλλου, σε επιστολή της προς την Ιερά Κοινότητα του Αγίου Όρους έγραφε σχετικά με το θέμα αυτό μεταξύ άλλων τα εξής: «Επιθυμούμεν να επαναλάβωμεν την εν πεποιθήσει και αμετάθετον απόφασιν ημών περί συνεχίσεως της διακοπής του πατριαρχικού μνημοσύνου εις ένδειξιν διαμαρτυρίας, εφ’ όσον ο νέος Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Δημήτριος ο Α΄ θα συνεχίση την τηρουμένην υπό της Ιεράς Συνόδου γραμμήν, την οποίαν είχε χαράξει ο Αθηναγόρας…Θα πειθώμεθα εις τον νέον Πατριάρχην, όταν διαπιστώσωμεν, ότι ούτος θα αναθεωρήσει τας αιρετικάς ομολογίας του προκατόχου του και δεν θα συνεχίση την φιλοπαπικήν γραμμήν».[7] Ας σημειωθεί επίσης ότι μεταξύ αυτών που διέκοψαν το μνημόσυνο του Πατριάρχου ήταν και ο Γέροντας Παΐσιος.
 «Διάλογος της Αγάπης».
Το επόμενο μεγάλο βήμα προσεγγίσεως μεταξύ Ορθοδοξίας και Παπισμού πρέπει να θεωρηθεί η καθιέρωση του λεγομένου«Διαλόγου της Αγάπης», του οποίου ο μεγαλύτερος προπαγανδιστής και ένθερμος θιασώτης υπήρξε ο εκδημήσας Πατριάρχης. Πρόκειται για μιά μακρά περίοδο από το 1965 έως το 1980, εγκαρδίων σχέσεων φιλίας και αγάπης μεταξύ Βατικανού και Φαναρίου, που θεωρήθηκε σαν ένα απαραίτητο προκαταρκτικό στάδιο πρίν από τον επακολουθήσαντα Θεολογικό διάλογο μεταξύ Ορθοδόξων και Παπικών, ο οποίος αποσκοπούσε στην κατάλληλη ψυχολογική προετοιμασία εκατέρωθεν. Μέσα στα πλαίσια  της προετοιμασίας αυτής καθιερώνονται οι αμοιβαίες επισκέψεις εκπροσώπων του Πάπα και του Πατριάρχου στο Φανάρι και στη Ρώμη αντίστοιχα, η υιοθέτηση του όρου «αδελφές Εκκλησίες» προτού ακόμη αρθούν οι δογματικές διαφορές, οι ανταλλαγές δώρων, οι φιλοφρονήσεις, οι εναγκαλισμοί, οι κοινές δηλώσεις, οι συμπροσευχές και οι επιστροφές αγίων  λειψάνων από τους παπικούς προς τους Ορθοδόξους. Μέσα στην ατμόσφαιρα των καλών σχέσεων κατά κόρον προβλήθηκε η αγάπη με πλήρη ή μερική παραθεώρηση της αλήθειας. Πρώτη φορά στην εποχή εκείνη ακούστηκαν από κορυφαίους εκπροσώπους της Ορθοδόξου Εκκλησίας οι λόγοι: «η θεολογία διαιρεί ενώ η αγάπη ενώνει», ή ότι «τα δόγματα πρέπει να τεθούν στο θησαυροφυλάκιο της Εκκλησίας». Τα αίτια του σχίσματος αποδόθηκαν σε πολιτικούς λόγους και σε έλλειψη αγάπης. Σύμφωνα με δήλωση του Πατριάρχη Αθηναγόρα: «Μέχρι το 1054 είχαμε πολλές διαφορές…αλλά ηγαπώμεθα. Και όταν αγαπώνται οι άνθρωποι, διαφοραί δεν υπάρχουν. Αλλά το 1054, που επαύσαμεν να αγαπώμεθα, ήλθαν όλες οι διαφορές».[8] Η αγάπη προς τους αιρετικούς ανάγεται σε πανδόγμα, σε νέα κυρίαρχη θεολογική αντίληψη, ενώ καταβάλλεται προσπάθεια  με δηλώσεις και διακηρύξεις των εκκλησιαστικών μας ηγετών να αμβλυνθούν, ακόμη και να εκμηδενιστούν οι δογματικές μας διαφορές προς τους Παπικούς, οι  οποίες αποδίδονται σε προκαταλήψεις και κατάλοιπα του παρελθόντος, που έχουν τώρα πλέον ξεπεραστεί και εκλείψει. Η Ορθόδοξη Θεολογία και οι Ιεροί Κανόνες της Εκκλησίας παύουν να αποτελούν κριτήριο λόγων και πράξεων και παραχωρούν τη θέση τους  στη διπλωματία και την πολιτική. Όσοι δεν ακολουθούν αυτή τη γραμμή θεωρούνται ακραίοι, φανατικοί, φονταμενταλιστές και παραμερίζονται στο περιθώριο της εκκλησιαστικής ζωής.
 Ωστόσο η αληθινή εν Χριστώ αγάπη ποτέ δεν χωρίζεται από την αλήθεια, ούτε είναι δυνατόν ποτέ να στραφεί εναντίον της.Όταν ο διάλογος της αγάπης δεν συνυπάρχει με τον διάλογο της αλήθειας, είναι επικίνδυνη παγίδα, που οδηγεί σε συγκρητιστική αδιαφορία και απομακρύνει από τη σωτηρία. Δεν υπάρχει χειρότερο κακό από την στέρηση της σωτηρίας και μόνο ως έργο αγάπης δεν μπορεί να χαρακτηριστεί. Εάν, όπως ισχυρίζεται ο κ. Αθηναγόρας, οι δογματικές διαφορές οφείλονται σε έλλειψη αγάπης, τότε έπεσαν έξω και πλανήθηκαν οι άγιοι Πατέρες, όπως ο Μέγας Φώτιος, άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς κ.α., που επεσήμαναν τις πλάνες του Παπισμού, διότι αγωνίστηκαν για ανύπαρκτες διαφορές. Έπεσε έξω ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, όταν μετά τη Σύνοδο Φεράρας–Φλωρεντίας εδήλωσε ότι «ημείς δι’ ουδέν άλλο απεσχίσθημεν των Λατίνων αλλ’ ή, ότι εισίν ου μόνον σχισματικοί αλλά και αιρετικοί. Δι’ ό  ουδέ πρέπει όλως ενωθήναι αυτοίς».[9] Και όχι μόνον έπεσαν έξω οι άγιοι Πατέρες, αλλά και εστερούντο αγάπης, ως ακραίοι και φανατικοί. Είναι φανερό, ότι οι παρά πάνω λόγοι του Πατριάρχου δεν αντέχουν σε σοβαρή κριτική και φανερώνουν άγνοια, ή διαστρέβλωση της ιστορίας.
 Μαρτυρίες αγιασμένων και καταξιωμένων ανδρών της Ορθοδόξου Εκκλησίας περί του κοιμηθέντος Πατριάρχου.
 Ο εσχάτως ανακηρυχθείς ως άγιος από την Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία, άγιος Ιουστίνος ο Πόποβιτς σε υπόμνημά του προς την Ιερά Σύνοδο της Σερβικής Εκκλησίας αναφέρει τα εξής συγκλονιστικά και συγχρόνως αποκαλυπτικά σχετικά με τον κ. Αθηναγόρα: «Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως; Αυτός με την νεοπαπιστικήν συμπεριφοράν του εις τους λόγους και εις τας πράξεις σκανδαλίζει επί μίαν ήδη δεκαετίαν τας Ορθοδόξους συνειδήσεις, αρνούμενος την μοναδικήν και πανσωστικήν Αλήθειαν της Ορθοδόξου Εκκλησίας και πίστεως, αναγνωρίζων τας Ρωμαϊκάς και άλλας αιρέσεις ως ισοτίμους με την αλήθειαν, αναγνωρίζων τον Ρωμαίον Άκρον Ποντίφηκα με όλην την δαιμονικήν αντιεκκλησιαστικήν υπερηφάνειάν του. Και προετοιμάζει με αυτοκτονική ταχύτητα και επιπολαιότητα, κατά το παράδειγμα του Βατικανού, αυτήν την ιδικήν του λεγομένην ‘Μεγάλην Πανορθόδοξον Σύνοδον’ όχι όμως με το βασικόν ευαγγελικόν και αγιοπαραδοσιακόν θέμα της σωτηρίας του ανθρώπου και του κόσμου, αλλά με καθαρώς σχολαστικο-προτεσταντικήν θεματολογίαν. Την προετοιμάζει μάλιστα εις τον πύργον της Βαβέλ του συγχρόνου αναρχικού και μηδενιστικού κόσμου  άνευ της συμμετοχής των πραγματικών Ορθοδόξων ομολογητών, φορέων της Ορθοδόξου πίστεως, Θεολογίας, Παραδόσεως και Εκκλησιαστικότητος. Τον τελευταίον καιρόν  αυτός έχει γίνει πηγή αναρχισμού και μηδενισμού εις τον Ορθόδοξον κόσμον. Οι Αγιορείται δικαίως τον ονομάζουν αιρετικόν και αποστάτην εις τας επιστολάς των, τας απευθυνομένας προς αυτόν ανοικτώς διά του τύπου…».[10]
 Επίσης ο μεγάλος χαρισματούχος Γέροντας Παΐσιος, του οποίου η αγιότης μαρτυρείται από όλους πανορθοδόξως, σύγχρονος του κοιμηθέντος Πατριάρχου, παρακολουθούσε με πολύ πόνο τα επικίνδυνα οικουμενιστικά ανοίγματά του, την ακατάσχετη κοσμικού τύπου αγαπολογία του, ιδίως δε την παράτολμη και παράνομη από νομοκανονικής απόψεως ενέργειά του να επιχειρήση μονομερώς και χωρίς την σύμφωνη γνώμη των άλλων Πατριαρχείων και Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, άρση των αναθεμάτων, πράγμα που προκάλεσε μεγάλο σάλο και σκάνδαλο μέσα στην Εκκλησία. Σκέφθηκε λοιπόν να στείλει μιά επιστολή στις 23 Ιανουαρίου 1969, στον π. Χαράλαμπο Βασιλόπουλο, ιδρυτή της Π.Ο.Ε. και της μαχητικής εφημερίδος «Ορθόδοξος Τύπος», που αφορούσε τον κ. Αθηναγόρα. Σ’ αυτή μεταξύ άλλων γράφει τα εξής: «…Φαντάζομαι ότι θα με καταλάβουν όλοι, ότι τα γραφόμενά μου δεν είναι τίποτε άλλο, παρά ένας βαθύς μου πόνος διά την γραμμήν και κοσμικήν αγάπην δυστυχώς του πατέρα μας κ. Αθηναγόρα. Όπως φαίνεται αγάπησε μίαν άλλην γυναίκα μοντέρνα, που λέγεται Παπική Εκκλησία, διότι η Ορθόδοξος μητέρα μας δεν του κάμνει καμίαν εντύπωση, επειδή είναι πολύ σεμνή…Το αποτέλεσμα ήταν, να αναπαύση μεν όλα τα κοσμικά παιδιά, που αγαπούν τον κόσμο, να κατασκανδαλίση όμως όλους εμάς, τα πιστά τέκνα της Ορθοδοξίας, μικρά και μεγάλα, που έχουν φόβο Θεού». [11]
 Κατά παρόμοιο τρόπο αποδοκιμάζεται ο πρώην Πατριάρχης και από μιά άλλη μεγάλη εκκλησιαστική φυσιογνωμία των ημερών εκείνων, από τον αρχ. π. Επιφάνιο Θεοδωρόπουλο. Σε επιστολή του προς αυτόν γράφει μεταξύ άλλων τα εξής: «Παναγιώτατε: Προυχωρήσατε ήδη πολύ. Οι πόδες Υμών ψαύουσι πλέον τα ρείθρα του Ρουβίκωνος. Η υπομονή χιλιάδων ευσεβών ψυχών, Κληρικών καί λαϊκών, συνεχώς εξαντλείται. Διά την αγάπην του Κυρίου, οπισθοχωρήσατε! Μη θέλετε να δημιουργήσητε εν τη Εκκλησία σχίσματα και διαιρέσεις. Πειράσθε να ενώσητε τα διεστώτα και το μόνον όπερ θα κατορθώσητε, θα είναι να διασπάσητε τα ηνωμένα και να δημιουργήσητε ρήγματα εις εδάφη έως σήμερον στερεά και συμπαγή. Σύνετε καί συνέλθετε!...».[12]
 Κακόδοξες και βλάσφημες δηλώσεις του.
Θα κλείσουμε τον μικρό αυτό σχολιασμό μας με ορισμένες ακόμη κακόδοξες και βλάσφημες δηλώσεις του, τις οποίες διετύπωσε δημοσίως σε λόγους, ομιλίες, ή συνεντεύξεις  του κατά την διάρκεια της Πατριαρχείας του: «Απατώμεθα και αμαρτάνωμεν (έλεγε), εάν νομίζομεν, ότι η Ορθόδοξος πίστις κατήλθεν εξ’ ουρανού και ότι τα άλλα δόγματα είναι ανάξια. Τριακόσια εκατομμύρια ανθρώπων εξέλεξαν τον Μουσουλμανισμόν διά να φθάσουν εις τον Θεόν των και άλλαι εκατοντάδες εκατομμυρίων είναι Διαμαρτυρόμενοι, Καθολικοί, Βουδισταί. Σκοπός κάθε θρησκείας είναι να βελτιώσει τον άνθρωπον».[13] «Εις την κίνησιν προς την ένωσιν, δεν πρόκειται η μία Εκκλησία να βαδίσει προς την άλλην, αλλ’ όλαι ομού να επανιδρύσωμεν την Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν, και Αποστολικήν Εκκλησίαν, εν συνυπάρξει εις την Ανατολήν και την Δύσιν, όπως εζώμεν μέχρι του 1054, παρά και τας τότε υφισταμένας θεολογικάς διαφοράς».[14] «Ο αιών του δόγματος παρήλθε».[15] «Καλούμεθα ν’ απαλλαγώμεν του πλέγματος της πολεμικής και της αντιρρήσεως εν τη Θεολογία και να εφοδιάσωμεν αυτήν διά του πνεύματος της ζητήσεως και της διατυπώσεως της αληθείας εν τη αγάπη και τη υπομονή. Ο Χριστιανισμός έχει ανάγκη σήμερον μιάς Θεολογίας της καταλλαγής».[16] 
 Τα παρά πάνω ελάχιστα στοιχεία, τα οποία παραθέσαμε είναι ικανά, πιστεύουμε, να μας δώσουν μια εικόνα περί του ποιός ήταν ο κ. Αθηναγόρας, τον οποίον θα σπεύσουν να εγκωμιάσουν και να εξυψώσουν μέχρι τρίτου ουρανού εντός των προσεχών ημερών οι ομόφρονές του οικουμενιστές. Στο δε ερώτημα που θέσαμε ως τίτλο του άρθρου μας, καλούμεθα όλοι μας (ο κλήρος και ο πιστός λαός του Θεού) να απαντήσωμε. Είμαστε αποφασισμένοι να βαδίσουμε στα χνάρια των αγίων Πατέρων μας, ή στα χνάρια του κ. Αθηναγόρα; Ο καθένας ας αναλάβει τις ευθύνες του. 


[1] Περιοδ. «Εκκλησία», 15 Αυγούστου 1972, σελ. 451.
[2] Περιοδ. «Επίσκεψις», 12 Ιουλίου 1975, σελ. 3.
[3] Περιοδ. «Εκκλησία», 15 Αυγούστου 1972, σελ.408-409.
[4] PG. 60, 611
[5] Αρχ. Ιωάσαφ Μακρή, Ιεράς Μονής Μεγάλου Μετεώρου, Ιστορική αναδρομή της προσεγγίσεως Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών κατά τον 20 ο αιώνα, εν: «Εν Συνειδήσει», Οικουμενισμός Ιστορική και κριτική προσέγγιση, Εκδ. Ιεράς Μονής Μεγ. Μετεώρου, Ιούνιος 2009, σελ. 55. Βλ. και δήλωση του αρχ. Αθηνών Χρυσοστόμου στον «Ορθόδοξο Τύπο», Νοέμβριος 1965.
[6] Αρχ. Μάρκου Μανώλη, Αιρετικός ο Αθηναγόρας, Εφ. «Ορθόδοξος Τύπος», 30 Μαρτίου 2012, σελ. 1,7. Βλ. και άρθρο της εφ. «Εκκλησιαστικός αγών», αδελφότητος «Ο Σταυρός», Μάϊος 1970, φ. 48, σελ. 3,4, με τίτλο «Ομιλεί ο Αθηναγόρας. Αι κατά καιρούς δηλώσεις. Τα μηνύματα και αι ενέργειαι αυτού»
[7] Ευθυμίου Τρικαμηνά, Η διαχρονική συμφωνία των Αγίων Πατέρων για το υποχρεωτικό του του 15ου Κανόνος της Πρωτοδευτέρας Συνόδου περί διακοπής μνημονεύσεως Επισκόπου κηρύσσοντος επ’ Εκκλησίας αίρεσιν,  Εκδ. Degiorgio, Τρίκαλα 2012, σελ. 263.
[8] Πρωτ. Γεωρ. Μεταλληνού, Ομότιμου Καθ. Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών, Οι διάλογοι χωρίς προσωπείο,Διαδικτυακός τόπος Ορθόδοξος Λόγος, www.orthodox.net.gr, σελ. 2-3.
[9] Mansi 31A, 885DE. Bλ. και «Πρακτικά της αγίας και Οικουμενικής εν Φλωρεντία Συνόδου», εκδ. Gill, Pontificum Institutum Orientalium, Studiorum, Roma 1953, Vol. V, fasc. II, σελ. 400 (25-53).
  Μ. Εφέσου, Επιστολή τοις απανταχού της γης(…) Χριστιανοίς, CFDS, Ser. A΄, Τομ.Χ, fasc II, σελ.144(29-33).
[10] Οσίου Ιουστίνου Πόποβιτς, «Περί την μελετωμένην ‘ΜεγάληνΣύνοδον’ της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Υπόμνημα προς την Σύνοδον της Ιεραρχίας της Σερβικής Ορθοδόξου Εκκλησίας», Αθήναι 1977, σελ. 14-17.
[11] Απόσπασμα επιστολής, που στάλθηκε στις 23 Ιανουαρίου 1969 στον αρχ. π. Χαράλαμπο Βασιλόπουλο και δημοσιεύθηκε στον «Ορθόδοξο Τύπο».
[12] Αρχ. Επιφανίου Θεοδωροπούλου, Άρθρα-Μελέται, Επιστολαί, τ. Α΄, Αθήναι 1981, σσ. 152-153.
[13] Βλ. «Ορθόδοξος Τύπος», φ. 94, Δεκέμβριος 1968.
[14] Εκ του μηνύματός του επί της εορτή των Χριστουγέννων του 1967, ίδ. «Από την πορείαν της αγάπης», σελ. 87.
[15] Βλ. εφ. «Ακρόπολις», 29 Ιουνίου 1963.
[16] Εξ’ ομιλίας του εις την Θεολογική Σχολήν Βελιγραδίου την 12η  Ιουλίου 1967, Βλ. «Έθνος», 13 Οκτωβρίου 1967.


Πηγή

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...