Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.
Κυριακή, Ιουνίου 01, 2014
Κυριακή των αγίων Πατέρων της Α. Οικουμενικής Συνόδου – Ιωάννου Φουντούλη, Ομοτ. Καθηγητού του Α.Π.Θ.
ατά την εβδόμη από του Πάσχα Κυριακή, εορτάζει η Εκκλησία μας την μνήμη των αγίων 318 θεοφόρων Πατέρων της Α΄ εν Νικαία Οικουμενικής Συνόδου. Η μεγάλη αυτή Σύνοδος συνεκλήθη, ως γνωστόν, από τον πρώτο χριστιανό αυτοκράτορα, τον Κωνσταντίνο, στην Νίκαια της Βιθυνίας τον Μάιο του έτους 325, κατεδίκασε την αίρεσι του Αρείου και ανεκήρυξε τον Χριστό Θεό, ομοούσιο προς τον Πατέρα. Στις 29 Μαΐου βρίσκομε σε πολλά χειρόγραφα να σημειώνεται η μνήμη των Πατέρων της Συνόδου αυτής. Ο εορτασμός της μνήμης των κατά την παρούσα Κυριακή οφείλεται, όπως είναι φανερό , στο γνωστό και από άλλες περιπτώσεις έθος της Μεγάλης Εκκλησίας, να μεταθέτη σε Κυριακές τις μνήμες των μεγάλων αγίων. Η εβδόμη από του Πάσχα Κυριακή δεν είχε ιδιαίτερο εορτολογικό θέμα και προτιμήθηκε ως η καταλληλοτέρα και η πλησιεστέρα προς την μνήμη των Πατέρων για να μεταφερθή σ’ αυτήν ο εορτασμός των.
Αύριο θα ακούσωμε μαζί με την συνήθη αναστάσιμο ακολουθία της Κυριακής, να συμπλέκωνται τροπάρια μεθέορτα της Αναλύψεως του Κυρίου, που εωρτάσαμε την παρελθούσα Πέμπτη, αλλά και προεόρτια της εορτής που θα πανηγυρίσωμε μετά από οκτώ ημέρες, της αγίας Πεντηκοστής. Έτσι Ανάστασις, Ανάλυψις, Πεντηκοστή και Πατέρες από κοινού θα υμνηθούν την αυριανή ενδιάμεσο των μεγάλων αυτών εορτών Κυριακή. Παρ’ όλα τα εκ πρώτης όψεως ασυμβίβαστα αυτά εορτολογικά θέματα, δεν λείπει από την ακολουθία της ημέρας αυτής μία σχετική αρμονία,που την συνθέτουν ακριβώς οι διαφορές και οι αντιθέσεις των επί μέρους θεμάτων. Αν μάλιστα την τοποθετήσωμε στο όλο πλαίσιο του Πεντηκοσταρίου, θα διακρίνωμε με πόση νηφαλία κρίσι καθωρίσθη η διαδοχή αυτή των εορτών από τους συντάκτας του εορτολογίου μας. Χάρις , πράγματι, στα θέματα αυτής της Κυριακής, επιτυγχάνεται η δημιουργία ενός μεταβατικού σταθμού μεταξύ των μεγάλων εορτών που εωρτάσαμε και εκείνης που επίκειται. Με την μνήμη εξ άλλου των Πατέρων της εν Νικαία Συνόδου τονίζεται η πιστότης της Εκκλησίας στην αληθινή και ορθή διδασκαλία, όπως την άκουσε από το στόμα του Κυρίου και όπως την είδε ανάγλυφη στο όλο σωτηριώδες έργο του Χριστού. Αυτό ακριβώς υπογραμμίζει και το συναξάριο της Κυριακής των αγίων Πατέρων. «Την παρούσαν εορτήν εορτάζομεν δι’ αιτίαν τοιαύτην. Επειδή γαρ ο Κύριος Ιησούς Χριστός την καθ’ ημάς φορέσας σάρκα, την οικονομίαν άπασαν αρρήτως ενήργησε και προς τον πατρώον αποκατέστη θρόνον, θέλοντες δείξαι οι άγιοι ότι αληθώς ο Υιός του Θεού εγένετο άνθρωπος και τέλειος άνθρωπος Θεός ανελήφθη και εκάθισεν εν δεξιά της μεγαλωσύνης εν υψηλοίς, και ότι η σύνοδος αύτη των αγίων Πατέρων ούτως αυτόν ανεκήρυξε και ανωμολόγησεν ομοούσιον και ομότιμον τω Πατρί: τούτω τω λόγω μετά την ένδοξον Ανάληψιν την παρούσαν εθέσπισαν εορτήν, ωσανεί τον σύλλογον των τοσούτων Πατέρων προβιβάζοντες τούτον δη τον εν σαρκί αναληφθέντα Θεόν αληθινόν και εν σαρκί τέλειον άνθρωπον ανακηρυττόντων». Στον ναό της Αγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως κατά τον Ι΄ – ΙΑ’ αιώνα εώρταζαν την Κυριακή αυτή εκτός από τους Πατέρες της Α΄ και τους άλλους Πατέρας των εξ οικουμενικών Συνόδων, προφανώς για τον ίδιο λόγο: για να παρασταθή δηλαδή η ενότης της εκκλησιαστικής διδασκαλίας και η συνέπειά της προς την διδασκαλία του Ευαγγελίου. Λείψανο του κοινού αυτού εορτασμού βρίσκομε στο δοξαστικό της λιτής της σημερινής ακολουθίας. Σ’ αυτό εκτός από τον Άρειο, απαριθμούνται και ο Μακεδόνιος , ο Νεστόριος, ο Ευτυχής, ο Σαβέλλιος και ο Σεβήρος, η διδασκαλία των οποίων κατεδικάσθη από τας άλλας Οικουμενικάς Συνόδους. Τελικά όμως η εορτή διετήρησε μόνον το αρχικό της θέμα, την μνήμη των 318 Πατέρων της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου.
Από το όλο λειτουργικό περιεχόμενο της ημέρας θα σταθούμε στα δύο αναγνώσματα του εσπερινού και στα δύο της θείας λειτουργίας. Τα δύο πρώτα είναι παρμένα από την Παλαιά Διαθήκη, έχουν δε σημασία, γιατί στα επεισόδια στα οποία αναφέρονται εκεί, διείδε η Εκκλησία τον τύπο των Πατέρων και τον ρόλο των στην ζωή της Εκκλησίας. Στο πρώτο, από την Γένεσι, κεφάλαιο 14, 14 -20, περιγράφεται η θαυμαστή νίκη του Αβραάμ, που επί κεφαλής των 318 «οικογενών» του κατετρώπωσε τους επτά περιοίκους βασιλείς, απηλευθέρωσε τους αιχμαλώτους και εδέχθη για τη νίκη του την ευλογία του βασιλέως της Σαλήμ, του Μελχισεδέκ. Και οι Πατέρες της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, 318 και εκείνοι όπως οι δούλοι του Αβραάμ, θείο στρατόπεδο – θεία παρεμβολή και αυτοί, κατατροπώνουν με την αδάμαστο μαχητικότητά των τους εχθρούς του Χριστού. Συντρίβουν την αίρεσι και απελευθερώνουν τους αρπαγέντας από αυτήν πιστούς. Στο δεύτερο ανάγνωσμα, Δευτερονομίου 1, 8 – 17 , ο Μωυσής αφηγείται πως εξέλεξε από το λαό «άνδρας σοφούς και επιστήμονας και συνετούς» και ανέθεσε σ’ αυτούς την καθοδήγησι για διακυβέρνησι του λαού. Και αυτοί είναι τύπος των Πατέρων, στους οποίους ο Κύριος ενεπιστεύθη την διαποίμανσι της Εκκλησίας. Επάνω σ’ εκείνους εμερίσθη το πνεύμα του Μωυσέως. Σ’ αυτούς μερίζει το Πνεύμα το άγιον τα χαρίσματα της σοφίας και της ορθής κρίσεως, στα εκάστοτε αναφυόμενα στην Εκκλησία διαφιλονικούμενα θέματα. Και εδώ η κρίσις είναι του Θεού.
Τα δύο πάλι αναγνώσματα της θείας λειτουργίας μας μεταφέρουν από την σκιά και την εικόνα της Παλαιάς Διαθήκης στην αλήθεια της Καινής. Το πρώτο είναι από τις Πράξεις και το δεύτερο από το Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο, κατά το σύστημα της αναγνώσεως των βιβλίων αυτών κατά την περίοδο του Πεντηκοσταρίου. Ο Παύλος καλεί τους πρεσβυτέρους της Εκκλησίας της Εφέσου στην Μίλητο, από όπου περνούσε επιστρέφοντας στα Ιεροσόλυμα. Οι λόγοι του ήσαν προφητικοί και ανεφέροντο στο μέλλον της Εκκλησίας και στην ευθύνη των ποιμένων για την περιφρούρησι του ποιμνίου του Χριστού. Αυτοί οι λόγοι απετέλεσαν και το έμβλημα των Πατέρων και υπέκαυσαν την ανύστακτο φροντίδα των για την ορθή πίστι και την ακεραιότητα της Εκκλησίας του Χριστού: «Προσέχετε εαυτοίς και παντί τω ποιμνίω, εν ώ υμάς το Πνεύμα το άγιον έθετο επισκόπους, ποιμαίνειν την Εκκλησίαν του Θεού, ήν περιεποιήσατο δια του ιδίου αίματος. Εγώ γάρ οίδα τούτο, ότι εισελεύσονται μετά την άφιξίν μου λύκοι βαρείς εις υμάς, μη φειδόμενοι του ποιμνίου. Και εξ υμών αυτών αναστήσονται άνδρες λαλούντες διεστραμμένα, του αποσπάν τους μαθητάς οπίσω αυτών. Διο γρηγορείτε… Και τα νύν παρατίθεμαι υμάς, αδελφοί, τω Θεώ και τω λόγω της χάριτος αυτού».1 Και τέλος η περικοπή του Ευαγγελίου, Ιωάννου 17, 1- 13, απόσπασμα από την αρχιερατική προσευχή του Χριστού, παρουσιάζει τον Κύριο δεόμενο για τους μαθητάς, για την Εκκλησία Του. Είναι εκείνοι που Του εδόθησαν από τον Πατέρα, που ενώ εκείνος θα φύγη εκείνοι θα μείνουν στον κόσμο. Που έχουν ανάγκη της προστασίας του Πατρός για να διατηρηθούν πιστοί στο όνομα του Θεού. Που πρέπει να είναι «έν» όπως είναι ο Υιός με τον Πατέρα, για να είναι η μαρτυρία των αληθινή μέσα στον κόσμο. Ο Χριστός τους φύλαξε: ένας μόνο χάθηκε, ο υιός της απωλείας. Και στην ζωή της Εκκλησίας βρέθηκαν υιοί απωλείας. Αλλά οι Πατέρες τήρησαν το όνομα του Θεού και κράτησαν την ενότητα της πίστεως της Εκκλησίας.
Αυτόν λοιπόν τον θεοτίμητο χορό των αγίων Πατέρων, που μαζεύτηκε από τα πέρατα της Οικουμένης και εδογμάτισε την ορθή σχέσι του Χριστού προς τον Πατέρα, το «ομοούσιον», και διετύπωσε και παρέδωκε την ορθή πίστι στην Εκκλησία, μακαρίζομε. Από τα τροπάρια της εορτής θα ψαλή το χαρακτηριστικώτερο, το δοξαστικό των αίνων του πλ. δ΄ ήχου, περίφημο για την σύνθεσί του και για την μελωδία του.
«Των αγίων Πατέρων ο χορός,
εκ των της οικουμένης περάτων συνδραμών,
Πατρός και Υιού και Πνεύματος αγίου
μίαν ουσίαν εδογμάτισε και φύσιν
και το μυστήριον της θεολογίας
τρανώς παρέδωκε τη Εκκλησία˙
ούς ευφημούντες εν πίστει,
μακαρίσωμεν λέγοντες˙
Ώ θεία παρεμβολή,
θεηγόροι οπλίται παρατάξεως Κυρίου˙
αστέρες πολύφωτοι του νοητού στερεώματος˙
της μυστικής Σιών οι ακαθαίρετοι πύργοι˙
τα μυρίπνοα άνθη του Παραδείσου˙
τα πάγχρυσα στόματα του Λόγου˙
Νικαίας το καύχημα,
οικουμένης αγλάϊσμα,
εκτενώς πρεσβεύσατε
υπέρ των ψυχών ημών».
Αύριο θα ακούσωμε μαζί με την συνήθη αναστάσιμο ακολουθία της Κυριακής, να συμπλέκωνται τροπάρια μεθέορτα της Αναλύψεως του Κυρίου, που εωρτάσαμε την παρελθούσα Πέμπτη, αλλά και προεόρτια της εορτής που θα πανηγυρίσωμε μετά από οκτώ ημέρες, της αγίας Πεντηκοστής. Έτσι Ανάστασις, Ανάλυψις, Πεντηκοστή και Πατέρες από κοινού θα υμνηθούν την αυριανή ενδιάμεσο των μεγάλων αυτών εορτών Κυριακή. Παρ’ όλα τα εκ πρώτης όψεως ασυμβίβαστα αυτά εορτολογικά θέματα, δεν λείπει από την ακολουθία της ημέρας αυτής μία σχετική αρμονία,που την συνθέτουν ακριβώς οι διαφορές και οι αντιθέσεις των επί μέρους θεμάτων. Αν μάλιστα την τοποθετήσωμε στο όλο πλαίσιο του Πεντηκοσταρίου, θα διακρίνωμε με πόση νηφαλία κρίσι καθωρίσθη η διαδοχή αυτή των εορτών από τους συντάκτας του εορτολογίου μας. Χάρις , πράγματι, στα θέματα αυτής της Κυριακής, επιτυγχάνεται η δημιουργία ενός μεταβατικού σταθμού μεταξύ των μεγάλων εορτών που εωρτάσαμε και εκείνης που επίκειται. Με την μνήμη εξ άλλου των Πατέρων της εν Νικαία Συνόδου τονίζεται η πιστότης της Εκκλησίας στην αληθινή και ορθή διδασκαλία, όπως την άκουσε από το στόμα του Κυρίου και όπως την είδε ανάγλυφη στο όλο σωτηριώδες έργο του Χριστού. Αυτό ακριβώς υπογραμμίζει και το συναξάριο της Κυριακής των αγίων Πατέρων. «Την παρούσαν εορτήν εορτάζομεν δι’ αιτίαν τοιαύτην. Επειδή γαρ ο Κύριος Ιησούς Χριστός την καθ’ ημάς φορέσας σάρκα, την οικονομίαν άπασαν αρρήτως ενήργησε και προς τον πατρώον αποκατέστη θρόνον, θέλοντες δείξαι οι άγιοι ότι αληθώς ο Υιός του Θεού εγένετο άνθρωπος και τέλειος άνθρωπος Θεός ανελήφθη και εκάθισεν εν δεξιά της μεγαλωσύνης εν υψηλοίς, και ότι η σύνοδος αύτη των αγίων Πατέρων ούτως αυτόν ανεκήρυξε και ανωμολόγησεν ομοούσιον και ομότιμον τω Πατρί: τούτω τω λόγω μετά την ένδοξον Ανάληψιν την παρούσαν εθέσπισαν εορτήν, ωσανεί τον σύλλογον των τοσούτων Πατέρων προβιβάζοντες τούτον δη τον εν σαρκί αναληφθέντα Θεόν αληθινόν και εν σαρκί τέλειον άνθρωπον ανακηρυττόντων». Στον ναό της Αγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως κατά τον Ι΄ – ΙΑ’ αιώνα εώρταζαν την Κυριακή αυτή εκτός από τους Πατέρες της Α΄ και τους άλλους Πατέρας των εξ οικουμενικών Συνόδων, προφανώς για τον ίδιο λόγο: για να παρασταθή δηλαδή η ενότης της εκκλησιαστικής διδασκαλίας και η συνέπειά της προς την διδασκαλία του Ευαγγελίου. Λείψανο του κοινού αυτού εορτασμού βρίσκομε στο δοξαστικό της λιτής της σημερινής ακολουθίας. Σ’ αυτό εκτός από τον Άρειο, απαριθμούνται και ο Μακεδόνιος , ο Νεστόριος, ο Ευτυχής, ο Σαβέλλιος και ο Σεβήρος, η διδασκαλία των οποίων κατεδικάσθη από τας άλλας Οικουμενικάς Συνόδους. Τελικά όμως η εορτή διετήρησε μόνον το αρχικό της θέμα, την μνήμη των 318 Πατέρων της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου.
Από το όλο λειτουργικό περιεχόμενο της ημέρας θα σταθούμε στα δύο αναγνώσματα του εσπερινού και στα δύο της θείας λειτουργίας. Τα δύο πρώτα είναι παρμένα από την Παλαιά Διαθήκη, έχουν δε σημασία, γιατί στα επεισόδια στα οποία αναφέρονται εκεί, διείδε η Εκκλησία τον τύπο των Πατέρων και τον ρόλο των στην ζωή της Εκκλησίας. Στο πρώτο, από την Γένεσι, κεφάλαιο 14, 14 -20, περιγράφεται η θαυμαστή νίκη του Αβραάμ, που επί κεφαλής των 318 «οικογενών» του κατετρώπωσε τους επτά περιοίκους βασιλείς, απηλευθέρωσε τους αιχμαλώτους και εδέχθη για τη νίκη του την ευλογία του βασιλέως της Σαλήμ, του Μελχισεδέκ. Και οι Πατέρες της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, 318 και εκείνοι όπως οι δούλοι του Αβραάμ, θείο στρατόπεδο – θεία παρεμβολή και αυτοί, κατατροπώνουν με την αδάμαστο μαχητικότητά των τους εχθρούς του Χριστού. Συντρίβουν την αίρεσι και απελευθερώνουν τους αρπαγέντας από αυτήν πιστούς. Στο δεύτερο ανάγνωσμα, Δευτερονομίου 1, 8 – 17 , ο Μωυσής αφηγείται πως εξέλεξε από το λαό «άνδρας σοφούς και επιστήμονας και συνετούς» και ανέθεσε σ’ αυτούς την καθοδήγησι για διακυβέρνησι του λαού. Και αυτοί είναι τύπος των Πατέρων, στους οποίους ο Κύριος ενεπιστεύθη την διαποίμανσι της Εκκλησίας. Επάνω σ’ εκείνους εμερίσθη το πνεύμα του Μωυσέως. Σ’ αυτούς μερίζει το Πνεύμα το άγιον τα χαρίσματα της σοφίας και της ορθής κρίσεως, στα εκάστοτε αναφυόμενα στην Εκκλησία διαφιλονικούμενα θέματα. Και εδώ η κρίσις είναι του Θεού.
Τα δύο πάλι αναγνώσματα της θείας λειτουργίας μας μεταφέρουν από την σκιά και την εικόνα της Παλαιάς Διαθήκης στην αλήθεια της Καινής. Το πρώτο είναι από τις Πράξεις και το δεύτερο από το Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο, κατά το σύστημα της αναγνώσεως των βιβλίων αυτών κατά την περίοδο του Πεντηκοσταρίου. Ο Παύλος καλεί τους πρεσβυτέρους της Εκκλησίας της Εφέσου στην Μίλητο, από όπου περνούσε επιστρέφοντας στα Ιεροσόλυμα. Οι λόγοι του ήσαν προφητικοί και ανεφέροντο στο μέλλον της Εκκλησίας και στην ευθύνη των ποιμένων για την περιφρούρησι του ποιμνίου του Χριστού. Αυτοί οι λόγοι απετέλεσαν και το έμβλημα των Πατέρων και υπέκαυσαν την ανύστακτο φροντίδα των για την ορθή πίστι και την ακεραιότητα της Εκκλησίας του Χριστού: «Προσέχετε εαυτοίς και παντί τω ποιμνίω, εν ώ υμάς το Πνεύμα το άγιον έθετο επισκόπους, ποιμαίνειν την Εκκλησίαν του Θεού, ήν περιεποιήσατο δια του ιδίου αίματος. Εγώ γάρ οίδα τούτο, ότι εισελεύσονται μετά την άφιξίν μου λύκοι βαρείς εις υμάς, μη φειδόμενοι του ποιμνίου. Και εξ υμών αυτών αναστήσονται άνδρες λαλούντες διεστραμμένα, του αποσπάν τους μαθητάς οπίσω αυτών. Διο γρηγορείτε… Και τα νύν παρατίθεμαι υμάς, αδελφοί, τω Θεώ και τω λόγω της χάριτος αυτού».1 Και τέλος η περικοπή του Ευαγγελίου, Ιωάννου 17, 1- 13, απόσπασμα από την αρχιερατική προσευχή του Χριστού, παρουσιάζει τον Κύριο δεόμενο για τους μαθητάς, για την Εκκλησία Του. Είναι εκείνοι που Του εδόθησαν από τον Πατέρα, που ενώ εκείνος θα φύγη εκείνοι θα μείνουν στον κόσμο. Που έχουν ανάγκη της προστασίας του Πατρός για να διατηρηθούν πιστοί στο όνομα του Θεού. Που πρέπει να είναι «έν» όπως είναι ο Υιός με τον Πατέρα, για να είναι η μαρτυρία των αληθινή μέσα στον κόσμο. Ο Χριστός τους φύλαξε: ένας μόνο χάθηκε, ο υιός της απωλείας. Και στην ζωή της Εκκλησίας βρέθηκαν υιοί απωλείας. Αλλά οι Πατέρες τήρησαν το όνομα του Θεού και κράτησαν την ενότητα της πίστεως της Εκκλησίας.
Αυτόν λοιπόν τον θεοτίμητο χορό των αγίων Πατέρων, που μαζεύτηκε από τα πέρατα της Οικουμένης και εδογμάτισε την ορθή σχέσι του Χριστού προς τον Πατέρα, το «ομοούσιον», και διετύπωσε και παρέδωκε την ορθή πίστι στην Εκκλησία, μακαρίζομε. Από τα τροπάρια της εορτής θα ψαλή το χαρακτηριστικώτερο, το δοξαστικό των αίνων του πλ. δ΄ ήχου, περίφημο για την σύνθεσί του και για την μελωδία του.
«Των αγίων Πατέρων ο χορός,
εκ των της οικουμένης περάτων συνδραμών,
Πατρός και Υιού και Πνεύματος αγίου
μίαν ουσίαν εδογμάτισε και φύσιν
και το μυστήριον της θεολογίας
τρανώς παρέδωκε τη Εκκλησία˙
ούς ευφημούντες εν πίστει,
μακαρίσωμεν λέγοντες˙
Ώ θεία παρεμβολή,
θεηγόροι οπλίται παρατάξεως Κυρίου˙
αστέρες πολύφωτοι του νοητού στερεώματος˙
της μυστικής Σιών οι ακαθαίρετοι πύργοι˙
τα μυρίπνοα άνθη του Παραδείσου˙
τα πάγχρυσα στόματα του Λόγου˙
Νικαίας το καύχημα,
οικουμένης αγλάϊσμα,
εκτενώς πρεσβεύσατε
υπέρ των ψυχών ημών».
(6 Ιουνίου 1970)
Υ Π Ο Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ
1. Πράξ. 20, 16 – 18. 26 – 36.
(Από το βιβλίο Λογική Λατρεία, εκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα 1984).
Παράβαλε και:
Κυριακή των Αγίων πατέρων της Α. Οικουμενικής Συνόδου, – λόγος Γρηγορίου πρεσβυτέρου Καισαρείας.
Κυριακή των Αγίων πατέρων της Α. Οικουμενικής Συνόδου – η Ευαγγελική περικοπή της Θ. Λ., κείμενο του Π. Πάσχου, υμνολογική εκλογή.
Κυριακή των Πατέρων της Α. Οικουμενικής Συνόδου – το Αποστολικόν Ανάγνωσμα της Θ. Λ., «πού έχομεν τα μάτια μας», λόγος του αειμνήστου Μητροπ. Νικαίας Γεωργίου Παυλίδου.
Ερμηνεία των Κανόνων της Α. Οικουμενικής Συνόδου – Πιδάλιον, Οσίου Νικοδήμου του Αγιορείτου.
Ο μεγαλύτερος εχθρός της Εκκλησίας – π. Γεωργίου Μεταλληνού.
ΟΙ ΚΡΙΣΙΜΕΣ ΩΡΕΣ.
Κυριακή των Αγίων Πατέρων της Α. Οικουμενικής συνόδου (videos).
Κυριακή των Αγίων πατέρων της Α. Οικουμενικής Συνόδου, – λόγος Γρηγορίου πρεσβυτέρου Καισαρείας.
Κυριακή των Αγίων πατέρων της Α. Οικουμενικής Συνόδου – η Ευαγγελική περικοπή της Θ. Λ., κείμενο του Π. Πάσχου, υμνολογική εκλογή.
Κυριακή των Πατέρων της Α. Οικουμενικής Συνόδου – το Αποστολικόν Ανάγνωσμα της Θ. Λ., «πού έχομεν τα μάτια μας», λόγος του αειμνήστου Μητροπ. Νικαίας Γεωργίου Παυλίδου.
Ερμηνεία των Κανόνων της Α. Οικουμενικής Συνόδου – Πιδάλιον, Οσίου Νικοδήμου του Αγιορείτου.
Ο μεγαλύτερος εχθρός της Εκκλησίας – π. Γεωργίου Μεταλληνού.
ΟΙ ΚΡΙΣΙΜΕΣ ΩΡΕΣ.
Κυριακή των Αγίων Πατέρων της Α. Οικουμενικής συνόδου (videos).
Ο Άγιος Αλέξανδρος,Πατριάρχης Αλεξανδρείας και ο Άρειος.
Ἡ ἀρειανική αἵρεση καί ἡ ἀντιπαράθεσή του μέ τόν Ἄρειο
Ἡ ἀρειανική αἵρεση, παρά τήν ἀπόφαση τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί παρ’ ὅλες τίς προσπάθειες γιά τή διάδοση τῆς ἀποφάσεως αὐτῆς, δέν εἶχε ἐξαλειφθεῖ καί ἔμελε νά ταλαιπωρήσει τήν Ἐκκλησία γιά πολύ καιρό ἀκόμη. Ἡ ὁμάδα τῶν ἐπισκοπῶν, πού ὑπεστήριξαν τόν Ἄρειο στή Σύνοδο, παρ’ ὅλο πού προσυπέγραψαν τίς ἀποφάσεις της, δέν ἡσύχασαν πότε. Ἡ ὁμάδα αὐτή εἶχε ἐν τῷ μεταξύ διευρυνθεῖ, ἡγέτης της ἦταν ὁ φιλόδοξος Εὐσέβιος Νικομηδείας, ὁ ὁποῖος εἶχε μεγάλη ἐπιρροή στόν αὐτοκράτορα. Ἀκόμη πολλοί κρατικοί λειτουργοί καθώς καί πρόσωπα ἀπό τό οἰκογενειακό περιβάλλον τοῦ αὐτοκράτορα εἶχαν προσχωρήσει στήν αἵρεση, μεταξύ τῶν ὁποίων καί ἡ Βασιλίνα, μητέρα τοῦ τελευταίου εἰδωλολάτρη αὐτοκράτορα Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου.
Κατά τό τριακοστό ἔτος τῆς βασιλείας τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου (τό 335) καί κατόπιν πιέσεων ἀπό τόν κύκλο αὐτῶν πού ὑπεστήριζαν τόν αἱρεσιάρχη, κλήθηκε ὁ Ἄρειος ἀπό τόν αὐτοκράτορα στήν Κωνσταντινούπολη, γιά νά ἐρωτηθεῖ καί νά ὁμολογήσει «εἰ τήν πίστιν τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας ἔχοι», ἄν ἔχει τήν πίστη, δηλαδή ὅλης τῆς Ἐκκλησίας, τήν ὀρθή πίστη. Ὁ ἐρχομός τοῦ αἱρεσιάρχη στήν πρωτεύουσα ἀναζωπύρωσε τή διαμάχη τῶν δύο μερίδων τοῦ λαοῦ, τῶν ὀρθοδόξων καί τῶν αἱρετικῶν, καί πάλι ἐπαναλήφθηκαν ταραχές στήν Πόλη. Ὁ Ἄρειος, χωρίς πότε νά ἔχει μετανοήσει ἤ νά ἔχει ἀλλάξει κάτι στίς αἱρετικές του δοξασίες, βασιζόμενος μόνον στή μεγάλη δύναμη πού εἶχαν οἱ ὑποστηρικτές του, ὡμολογησε μπροστά στόν βασιλιά ὅτι πιστεύει τήν κοινή πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ἔδωσε μάλιστα γραπτή ὁμολογία τῆς πίστεώς του. Ἡ ὁμολογία αὐτή ἦταν διατυπωμένη μέ τέτοιο τρόπο, ὥστε, παίζοντας μέ τίς λέξεις, χρησιμοποιώντας χωρία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί παραλείποντας ὅ,τι δέν τόν ἐξυπηρετοῦσε, τίς ἐνδεικτικές φράσεις δηλαδή τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, ὅπως τήν εἶχε διατυπώσει ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος, καί αὐτές τῆς αἱρετικῆς του διδασκαλίας, νά κρύβεται ἡ κακοδοξία του, γιά τήν ὁποία εἶχε καταδικασθεῖ ἀπό τή Σύνοδο. Ἔτσι παρουσίασε ὅτι ἡ πίστη τοῦ ἦταν ἴδια μέ τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας «ὑποκρινόμενος καί αὐτός, ὡς ὁ διάβολος τά τῶν Γραφῶν ρήματα», ὅπως σχολιάζει ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος. Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος δέχθηκε τήν ὁμολογία του καί τόν ἔστειλε στόν πατριάρχη Ἀλέξανδρο λέγοντας του ὅμως: «Εἰ ὀρθή σου ἡ πίστις ἐστί, καλῶς ὤμοσας, εἰ δέ ἀσεβής ἐστιν ἡ πίστις σου καί ὤμοσας, ὁ Θεός ἐκ τοῦ οὐρανοῦ κρῖναι τά κατά σέ», θέλοντας ἔτσι νά ἐκδηλώσει τήν ἐπιφυλακτικότητά του γιά τήν εἰλικρίνεια τοῦ Ἀρείου καί νά τόν καταστήσει ὑπεύθυνο τῶν πράξεών του. Μέ τό δόλιο αὐτό τρόπο καί διά τῶν συνηθισμένων σ’ αὐτούς πιέσεων οἱ φιλικά προσκείμενοι στόν Ἄρειο ἐπίσκοποι καί κοσμικοί ἄρχοντες θέλησαν νά εἰσαγάγουν τόν Ἄρειο στήν ἐκκλησιαστική κοινωνία. Ἡ δολιότητα καί ὁ ἐκβιασμός ἔγκειται στό γεγονός ὅτι ἐφ’ ὅσον ὁ Ἄρειος εἶχε κριθεῖ ἀπό Οἰκουμενική Σύνοδο καί εἶχε ἀποκοπεῖ ἀπό τήν κοινωνία τῆς μιᾶς καθολικῆς Ἐκκλησίας θά ἔπρεπε πάλι ἀπό Οἰκουμενική Σύνοδο νά κριθεῖ, ὥστε νά ἐλεγχθεῖ λεπτομερῶς ἡ πίστη του καί ἡ μετάνοιά του δέν ἦταν δυνατόν μία βασιλική ἀπόφαση ἡ μία ἁπλή ὁμολογία πίστεως τοῦ αἱρεσιάρχη ν’ ἀνατρέψει ἀπόφαση τῆς Οἰκουμενικῆς Συνοδοῦ. Ὁ ἅγιος Ἀλέξανδρος στίς μεθοδεύσεις αὐτές μέ παρρησία ἀντέτασσε ὅτι δέν εἶναι σωστό ἔτσι ἁπλά νά δεχθοῦμε σέ κοινωνία «τόν τῆς αἱρέσεως εὑρετήν». Ὁ Εὐσέβιος Νικομηδείας ὡς ἀπάντηση στήν ἄρνηση τοῦ πατριάρχη μεταξύ ἄλλων τόν ἀπειλοῦσε ὅτι θά προκαλοῦσε τήν καθαιρεσή του καί τήν ἐξορία του, ἄν δέν δεχόταν τόν Ἄρειο σέ κοινωνία, ὅποτε οὕτως ἤ ἄλλως ὁ διάδοχός του θά δεχόταν τόν Ἀρειο. Τόν ἅγιο Ἀλέξανδρο βέβαια δέν τόν ἀπασχολοῦσε τόσο ἡ ἀπειλή τῆς καθαιρέσεως, ὅσο ἡ ἀνάγκη νά τηρηθεῖ ἀπαρασάλευτη ἡ πίστη πού διακήρυξε ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος τῆς Νικαίας. Βλέποντας λοιπόν ὅτι στή φάση αὐτή τοῦ ἀγώνα ἡ θεολογική συζήτηση καί ἡ ἀπροκάλυπτη ἔρευνα τῆς ἀλήθειας δέν εἶχαν καμία δύναμη, ἄφησε κατά μέρος τήν προσπάθεια νά πείσει τούς αἱρετικούς γιά τό λάθος τους καί κατέφυγε στόν παντεπόπτη Θεό. Μέ νηστεῖες καί προσευχές, νύκτα καί ἡμέρα παρακαλοῦσε τόν Θεό. Σύχναζε μάλιστα στήν ἐκκλησία τήν ἀφιερωμένη στήν Ἁγία Εἰρήνη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία εὑρίσκεται πολύ κοντά στή Μεγάλη Ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Σοφίας (πού τότε χτιζόταν), ὅπου μόνος «ὑπό τήν ἱεράν τράπεζαν ἑαυτόν ἐπί στόμα ἐκτείνας ηὔχετο δακρύων»: ἄν μέν οἱ πεποιθήσεις καί τά σχεδία τοῦ Ἀρείου εὐοδωθοῦν, νά μήν εὑρεθεῖ στήν ἀνάγκη νά τόν συναντήσει κατά πρόσωπον, ἄν ὅμως ἡ πίστη τῆς ἐκκλησίας εἶναι ὀρθή, τότε ὁ Θεός ἄς ἀποδώσει τό δίκαιο καί ἄς μήν ἐπιτρέψει ἡ αἵρεση νά νομισθεῖ ὡς εὐσέβεια. Στήν ἀγωνία του ὁ ἅγιος εἶχε συμπαραστάτη τόν πρεσβύτερο Μακάριο, γνωστό τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, ὁ ὁποῖος καί τόν ἐνημέρωσε γιά τά συμβάντα στήν Κωνσταντινούπολη.
Ὁ θάνατος τοῦ Ἀρείου
Ἡ ἀπάντηση τοῦ Θεοῦ ἦρθε πράγματι ἄμεση. Τήν παραμονή τῆς ἡμέρας, κατά τήν ὁποία ὁ Ἄρειος ἐπρόκειτο νά γίνει δεκτός στήν ἐκκλησιαστικη κοινωνία καί ἐνῶ περιεφέρετο στήν ἀγορά τῆς Κωνσταντινουπόλεως συνοδευόμενος, ὡς συνήθως, ἀπό πλῆθος ὀπαδῶν του, πέρασε ἀπό τά δημόσια ἀποχωρητήρια γιά κάποια σωματική ἀνάγκη. Ἐκεῖ μέσα βρῆκε οἰκτρό θάνατο «τοῖς σκυβάλοις μέν τά ἔντερα, τοῖς ἐντέροις δέ τήν ψυχήν ὁ δείλαιος συναποβάλλει». Τό γεγονός αὐτό, ὅπως εἶναι φυσικό, προεκάλεσε ἰδιαίτερη αἴσθηση σέ ὅλους. Τό μέρος αὐτό γιά πολλά χρόνια δείχνονταν ἀπό τούς κατοίκους τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί ἀποφεύγονταν ἡ χρήση του, μέχρις ὅτου κάποιος ἀρειανόφρων ἀγόρασε τό χῶρο, γκρέμισε τά δημόσια ἀποχωρητήρια καί ἔκτισε μιά οἰκία ὥστε νά ξεχαστεῖ τό γεγονός. Ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος σχολιάζοντας τόν ἀπροσδόκητο θάνατο τοῦ Ἀρείου μᾶς θυμίζει ὅτι ὁ θάνατος εἶναι τό κοινό τέλος ὅλων μας καί δέν εἶναι συνετό νά εὐχόμαστε τό θάνατο κανενός, ἀκόμη κι ἄν εἶναι ἐχθρός, ἀφοῦ δέν γνωρίζουμε πότε, ἄν θά μᾶς βρεῖ τό βράδυ ζωντανούς ὁ θάνατος ὅπως τοῦ Ἀρείου ἔγινε κάτω ἀπό τέτοιες συνθῆκες πού προκαλεῖ τήν ἔκπληξη καί τόν θαυμασμό μας. Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, ὅταν ἔμαθε γιά τό θάνατο τοῦ Ἀρείου, ἔμεινε ἐκπληκτος καί αὐτός γιά τό πῶς ἐλέγχθηκε ὁ αἱρεσιαρχής ὡς ἐπίορκος καί, ὅπως ἦταν ἑπόμενο, μετά τό γεγονός αὐτό ἐξασθένησε κατά πολύ ἡ ἐπιρροή τῶν ἀρειανῶν ἐπισκοπῶν καί κοσμικῶν ἀρχόντων στόν αὐτοκράτορα. Τήν ἑπομένη ὁ ἅγιος Ἀλέξανδρος καί ὁ ὀρθόδοξος λαός τῆς Κωνσταντινουπόλεως συνάχθηκαν στήν Ἁγία Εἰρήνη καί εὐχαρίστησαν τόν Θεό, ὄχι διότι χάρηκαν γιά τό θάνατο τοῦ αἱρεσιάρχη, ἀλλά διότι ὁ Θεός δέν ἐγκαταλείπει τό λαό του καί ἀποδίδει τό δίκαιο, παρά τά ἄδικα σχέδια καί τίς ἄδικες κρίσεις τῶν ἀνθρώπων. Στήν Κωνσταντινούπολη ἐπανῆλθε ἡ εἰρήνη. Οἱ αἱρετικοί ντροπιάστηαν καί περιορίστηκαν. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὅσο ζοῦσε ὁ ἅγιος Ἀλέξανδρος, ἀπολάμβανε τήν εἰρήνη πού οἱ εὐχές καί οἱ ἀρετές τοῦ ἁγίου τῆς χαριζαν.
. Ἡ μαρτυρία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Θεολόγου
Τή θαυματουργική ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ, μετά τίς προσευχές τοῦ ἁγίου Ἀλεξάνδρου, θυμᾶται πενήντα χρόνια ἀργότερα καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, τό 381, ὅταν ἦταν καί αὐτός πατριάρχης τῆς Κωνσταντινουπόλεως σέ ἐποχή ταραγμένη πάλι ἀπό τήν αἵρεση τῶν πνευματομάχων καί προετοίμαζε τήν Ἐκκλησία γιά τή Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδο. Ἀπευθύνεται στό λαό τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί τούς λέγει ὅτι «ἔχουν παράδοση ὀρθοδοξίας ἀκολουθώντας ὡς μαθητές τόν πρῶτο ἐπίσκοπο τῆς Νέας Πόλεώς τους, τόν Ἀλέξανδρο (τόν πολύ τόν ξακουστό), μεγάλο ὑπέρμαχο καί κήρυκα τῆς ἁγίας Τριάδος, ὁ ὁποῖος μέ λόγους καί μέ ἔργα ἐξαφάνισε τήν ἀσέβεια ἀπό τήν Ἐκκλησία» καί τούς θυμίζει τή δύναμη τῆς προσευχῆς του, πού κατά τά ἀποστολικά πρότυπα «κατέλυσε τόν ἀρχηγό τῆς ἀσέβειας σέ χῶρο ἀντάξιο τοῦ βορβόρου πού ἔρρεε ἀπό τό στόμα του καί ἔτσι ἡ ὕβρις ἀντιστάθηκε στήν ὕβρι καί ὁ δίκαιος θάνατος (τοῦ Ἀρείου) στηλίτευσε τόν ἄδικο θάνατο πολλῶν ψυχῶν», πού παρασύρονταν ἀπό τίς αἱρετικές διδασκαλίες του.
† Κυριακή 1 Ιουνίου 2014 (Των Αγίων 318 Θεοφόρων Πατέρων της εν Νικαία Α' Οικουμενικής Συνόδου) Το Ευαγγέλιο και ο Απόστολος της Κυριακής
Ευαγγελική Περικοπή,
Ἐκ τοῦ κατά Ἰωάννην
Ἐκ τοῦ κατά Ἰωάννην
Κεφ. ιζ' : 1-13
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐπάρας ὁ ᾿Ιησοῦς, τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ εἶπε· Πάτερ, ἐλήλυθεν ἡ ὥρα· δόξασόν σου τὸν Υἱόν, ἵνα καὶ ὁ Υἱός σου δοξάσῃ σε, καθὼς ἔδωκας αὐτῷ ἐξουσίαν πάσης σαρκός, ἵνα πᾶν ὃ δέδωκας αὐτῷ δώσῃ αὐτοῖς ζωὴν αἰώνιον. Αὕτη δέ ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί σε τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὃν ἀπέστειλας ᾿Ιησοῦν Χριστόν. Ἐγώ σε ἐδόξασα ἐπί τῆς γῆς· τὸ ἔργον ἐτελείωσα ὃ δέδωκάς μοι ἵνα ποιήσω· καὶ νῦν δόξασόν με σύ Πάτερ, παρὰ σεαυτῷ τῇ δόξη ᾗ εἶχον πρὸ τοῦ τὸν κόσμον εἶναι παρὰ σοί. ᾿Εφανέρωσά σου τὸ ὄνομα τοῖς ἀνθρώποις οὓς δέδωκάς μοι ἐκ τοῦ κόσμου· σοὶ ἦσαν καὶ ἐμοὶ αὐτοὺς δέδωκας, καὶ τὸν λόγον σου τετηρήκασι. Νῦν ἔγνωκαν ὅτι πάντα ὅσα δέδωκάς μοι παρὰ σοῦ ἐστιν· ὅτι τὰ ῥήματα ἃ δέδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς, καὶ αὐτοὶ ἔλαβον, καὶ ἔγνωσαν ἀληθῶς ὅτι παρὰ σοῦ ἐξῆλθον, καὶ ἐπίστευσαν ὅτι σύ με ἀπέστειλας. ᾿Εγὼ περὶ αὐτῶν ἐρωτῶ· οὐ περί τοῦ κόσμου ἐρωτῶ, ἀλλὰ περὶ ὧν δέδωκάς μοι, ὅτι σοί εἰσι. Καὶ τὰ ἐμὰ πάντα σά ἐστι, καὶ τὰ σὰ ἐμά, καὶ δεδόξασμαι ἐν αὐτοῖς. Καὶ οὐκ έτι εἰμὶ ἐν τῷ κόσμῳ, καὶ οὗτοι ἐν τῷ κόσμῳ εἰσί, καὶ ἐγὼ πρὸς σὲ ἔρχομαι. Πάτερ ἅγιε, τήρησον αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου ᾧ δέδωκάς μοι, ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς. Ὅτε ἤμην μετ᾿ αὐτῶν ἐν τῷ κόσμῳ, ἐγὼ ἐτήρουν αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου· οὓς δέδωκάς μοι ἐφύλαξα, καὶ οὐδεὶς ἐξ αὐτῶν ἀπώλετο εἰ μὴ ὁ υἱὸς τῆς ἀπωλείας, ἵνα ἡ Γραφὴ πληρωθῇ. Νῦν δὲ πρὸς σὲ ἔρχομαι, καὶ ταῦτα λαλῶ ἐν τῷ κόσμῳ, ἵνα ἔχωσι τὴν χαρὰν τὴν ἐμὴν πεπληρωμένην ἐν αὐτοῖς.
Απόστολος,
Πράξεων τῶν Ἀποστόλων
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐπάρας ὁ ᾿Ιησοῦς, τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ εἶπε· Πάτερ, ἐλήλυθεν ἡ ὥρα· δόξασόν σου τὸν Υἱόν, ἵνα καὶ ὁ Υἱός σου δοξάσῃ σε, καθὼς ἔδωκας αὐτῷ ἐξουσίαν πάσης σαρκός, ἵνα πᾶν ὃ δέδωκας αὐτῷ δώσῃ αὐτοῖς ζωὴν αἰώνιον. Αὕτη δέ ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί σε τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὃν ἀπέστειλας ᾿Ιησοῦν Χριστόν. Ἐγώ σε ἐδόξασα ἐπί τῆς γῆς· τὸ ἔργον ἐτελείωσα ὃ δέδωκάς μοι ἵνα ποιήσω· καὶ νῦν δόξασόν με σύ Πάτερ, παρὰ σεαυτῷ τῇ δόξη ᾗ εἶχον πρὸ τοῦ τὸν κόσμον εἶναι παρὰ σοί. ᾿Εφανέρωσά σου τὸ ὄνομα τοῖς ἀνθρώποις οὓς δέδωκάς μοι ἐκ τοῦ κόσμου· σοὶ ἦσαν καὶ ἐμοὶ αὐτοὺς δέδωκας, καὶ τὸν λόγον σου τετηρήκασι. Νῦν ἔγνωκαν ὅτι πάντα ὅσα δέδωκάς μοι παρὰ σοῦ ἐστιν· ὅτι τὰ ῥήματα ἃ δέδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς, καὶ αὐτοὶ ἔλαβον, καὶ ἔγνωσαν ἀληθῶς ὅτι παρὰ σοῦ ἐξῆλθον, καὶ ἐπίστευσαν ὅτι σύ με ἀπέστειλας. ᾿Εγὼ περὶ αὐτῶν ἐρωτῶ· οὐ περί τοῦ κόσμου ἐρωτῶ, ἀλλὰ περὶ ὧν δέδωκάς μοι, ὅτι σοί εἰσι. Καὶ τὰ ἐμὰ πάντα σά ἐστι, καὶ τὰ σὰ ἐμά, καὶ δεδόξασμαι ἐν αὐτοῖς. Καὶ οὐκ έτι εἰμὶ ἐν τῷ κόσμῳ, καὶ οὗτοι ἐν τῷ κόσμῳ εἰσί, καὶ ἐγὼ πρὸς σὲ ἔρχομαι. Πάτερ ἅγιε, τήρησον αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου ᾧ δέδωκάς μοι, ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς. Ὅτε ἤμην μετ᾿ αὐτῶν ἐν τῷ κόσμῳ, ἐγὼ ἐτήρουν αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου· οὓς δέδωκάς μοι ἐφύλαξα, καὶ οὐδεὶς ἐξ αὐτῶν ἀπώλετο εἰ μὴ ὁ υἱὸς τῆς ἀπωλείας, ἵνα ἡ Γραφὴ πληρωθῇ. Νῦν δὲ πρὸς σὲ ἔρχομαι, καὶ ταῦτα λαλῶ ἐν τῷ κόσμῳ, ἵνα ἔχωσι τὴν χαρὰν τὴν ἐμὴν πεπληρωμένην ἐν αὐτοῖς.
Απόστολος,
Πράξεων τῶν Ἀποστόλων
Κεφ. κ' : 16-18, 28-36
᾿Εν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, ἔκρινε ὁ Παῦλος παραπλεῦσαι τὴν ῎Εφεσον, ὅπως μὴ γένηται αὐτῷ χρονοτριβῆσαι ἐν τῇ ᾿Ασίᾳ· ἔσπευδε γάρ, εἰ δυνατὸν ἦν αὐτῷ, τὴν ἡμέραν τῆς πεντηκοστῆς γενέσθαι εἰς ῾Ιεροσόλυμα ᾿Απὸ δὲ τῆς Μιλήτου πέμψας εἰς ῎Εφεσον μετεκαλέσατο τοὺς πρεσβυτέρους τῆς ἐκκλησίας. Ὡς δὲ παρεγένοντο πρὸς αὐτόν, εἶπεν αὐτοῖς· Προσέχετε οὖν ἑαυτοῖς καὶ παντὶ τῷ ποιμνίῳ ἐν ᾧ ὑμᾶς τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον ἔθετο ἐπισκόπους, ποιμαίνειν τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ, ἣν περιεποιήσατο διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος. Ἐγὼ γὰρ οἶδα τοῦτο, ὅτι εἰσελεύσονται μετὰ τὴν ἄφιξίν μου λύκοι βαρεῖς εἰς ὑμᾶς μὴ φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου· καὶ ἐξ ὑμῶν αὐτῶν ἀναστήσονται ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα τοῦ ἀποσπᾶν τοὺς μαθητὰς ὀπίσω αὐτῶν. Διὸ γρηγορεῖτε, μνημονεύοντες ὅτι τριετίαν νύκτα καὶ ἡμέραν οὐκ ἐπαυσάμην μετὰ δακρύων νουθετῶν ἕνα ἕκαστον. Καὶ τὰ νῦν παρατίθεμαι ὑμᾶς, ἀδελφοί, τῷ Θεῷ καὶ τῷ λόγῳ τῆς χάριτος αὐτοῦ τῷ δυναμένῳ ἐποικοδομῆσαι καὶ δοῦναι ὑμῖν κληρονομίαν ἐν τοῖς ἡγιασμένοις πᾶσιν. Ἀργυρίου ἢ χρυσίου ἢ ἱματισμοῦ οὐδενὸς ἐπεθύμησα· αὐτοὶ γινώσκετε ὅτι ταῖς χρείαις μου καὶ τοῖς οὖσι μετ᾿ ἐμοῦ ὑπηρέτησαν αἱ χεῖρες αὗται πάντα ὑπέδειξα ὑμῖν ὅτι οὕτω κοπιῶντας δεῖ ἀντιλαμβάνεσθαι τῶν ἀσθενούντων, μνημονεύειν τε τῶν λόγων τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ, ὅτι αὐτὸς εἶπε· μακάριόν ἐστι μᾶλλον διδόναι ἢ λαμβάνειν. Καὶ ταῦτα εἰπών, θεὶς τὰ γόνατα αὐτοῦ σὺν πᾶσιν αὐτοῖς προσηύξατο.
Εἰς τόν Ὄρθρον
᾿Εν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, ἔκρινε ὁ Παῦλος παραπλεῦσαι τὴν ῎Εφεσον, ὅπως μὴ γένηται αὐτῷ χρονοτριβῆσαι ἐν τῇ ᾿Ασίᾳ· ἔσπευδε γάρ, εἰ δυνατὸν ἦν αὐτῷ, τὴν ἡμέραν τῆς πεντηκοστῆς γενέσθαι εἰς ῾Ιεροσόλυμα ᾿Απὸ δὲ τῆς Μιλήτου πέμψας εἰς ῎Εφεσον μετεκαλέσατο τοὺς πρεσβυτέρους τῆς ἐκκλησίας. Ὡς δὲ παρεγένοντο πρὸς αὐτόν, εἶπεν αὐτοῖς· Προσέχετε οὖν ἑαυτοῖς καὶ παντὶ τῷ ποιμνίῳ ἐν ᾧ ὑμᾶς τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον ἔθετο ἐπισκόπους, ποιμαίνειν τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ, ἣν περιεποιήσατο διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος. Ἐγὼ γὰρ οἶδα τοῦτο, ὅτι εἰσελεύσονται μετὰ τὴν ἄφιξίν μου λύκοι βαρεῖς εἰς ὑμᾶς μὴ φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου· καὶ ἐξ ὑμῶν αὐτῶν ἀναστήσονται ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα τοῦ ἀποσπᾶν τοὺς μαθητὰς ὀπίσω αὐτῶν. Διὸ γρηγορεῖτε, μνημονεύοντες ὅτι τριετίαν νύκτα καὶ ἡμέραν οὐκ ἐπαυσάμην μετὰ δακρύων νουθετῶν ἕνα ἕκαστον. Καὶ τὰ νῦν παρατίθεμαι ὑμᾶς, ἀδελφοί, τῷ Θεῷ καὶ τῷ λόγῳ τῆς χάριτος αὐτοῦ τῷ δυναμένῳ ἐποικοδομῆσαι καὶ δοῦναι ὑμῖν κληρονομίαν ἐν τοῖς ἡγιασμένοις πᾶσιν. Ἀργυρίου ἢ χρυσίου ἢ ἱματισμοῦ οὐδενὸς ἐπεθύμησα· αὐτοὶ γινώσκετε ὅτι ταῖς χρείαις μου καὶ τοῖς οὖσι μετ᾿ ἐμοῦ ὑπηρέτησαν αἱ χεῖρες αὗται πάντα ὑπέδειξα ὑμῖν ὅτι οὕτω κοπιῶντας δεῖ ἀντιλαμβάνεσθαι τῶν ἀσθενούντων, μνημονεύειν τε τῶν λόγων τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ, ὅτι αὐτὸς εἶπε· μακάριόν ἐστι μᾶλλον διδόναι ἢ λαμβάνειν. Καὶ ταῦτα εἰπών, θεὶς τὰ γόνατα αὐτοῦ σὺν πᾶσιν αὐτοῖς προσηύξατο.
Εἰς τόν Ὄρθρον
Τὸ Ι΄ Ἑωθινόν Εὐαγγέλιον
Ἐκ τοῦ κατὰ Ἰωάννην
Ἐκ τοῦ κατὰ Ἰωάννην
Κεφ. κα' : 1-14
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐφανέρωσεν ἑαυτὸν ὁ ᾿Ιησοῦς τοῖς Μαθηταῖς αὐτοῦ, ἐγερθείς ἐκ νεκρῶν, ἐπὶ τῆς θαλάσσης τῆς Τιβεριάδος· ἐφανέρωσε δὲ οὕτως. Ἦσαν ὁμοῦ Σίμων Πέτρος, καὶ Θωμᾶς ὁ λεγόμενος Δίδυμος, καὶ Ναθαναὴλ ὁ ἀπὸ Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας, καὶ οἱ τοῦ Ζεβεδαίου, καὶ ἄλλοι ἐκ τῶν Μαθητῶν αὐτοῦ δύο. Λέγει αὐτοῖς Σίμων Πέτρος· Ὑπάγω ἁλιεύειν. Λέγουσιν αὐτῷ· Ἐρχόμεθα καὶ ἡμεῖς σὺν σοί. Ἐξῆλθον, καὶ ἀνέβησαν εἰς τὸ πλοῖον εὐθύς, καὶ ἐν ἐκείνῃ τῇ νυκτὶ ἐπίασαν οὐδέν. Πρωΐας δὲ ἤδη γενομένης, ἔστη ὁ ᾿Ιησοῦς εἰς τὸν αἰγιαλόν· οὐ μέν τοι ᾔδεισαν οἱ Μαθηταὶ, ὅτι ᾿Ιησοῦς ἐστι. Λέγει οὖν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· Παιδία, μή τι προσφάγιον ἔχετε; Ἀπεκρίθησαν αὐτῷ· Οὔ. Ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· Βάλετε εἰς τὰ δεξιὰ μέρη τοῦ πλοίου τὸ δίκτυον, καὶ εὑρήσετε. Ἔβαλον οὖν, καὶ οὐκ έτι αὐτὸ ἑλκύσαι ἴσχυσαν ἀπὸ τοῦ πλήθους τῶν ἰχθύων. Λέγει οὖν ὁ Μαθητὴς ἐκεῖνος, ὃν ἠγάπα ὁ ᾿Ιησοῦς, τῷ Πέτρῳ· Ὁ Κύριός ἐστι. Σίμων οὖν Πέτρος ἀκούσας ὅτι ὁ Κύριός ἐστι, τὸν ἐπενδύτην διεζώσατο, ἦν γὰρ γυμνός, καὶ ἔβαλεν ἑαυτὸν εἰς τὴν θάλασσαν. Οἱ δὲ ἄλλοι Μαθηταὶ τῷ πλοιαρίῳ ἦλθον· οὐ γὰρ ἦσαν μακρὰν ἀπὸ τῆς γῆς, ἀλλ᾿ ὡς ἀπὸ πηχῶν διακοσίων, σύροντες τὸ δίκτυον τῶν ἰχθύων. Ὡς οὖν ἀπέβησαν εἰς τὴν γῆν, βλέπουσιν ἀνθρακιὰν κειμένην, καὶ ὀψάριον ἐπικείμενον, καὶ ἄρτον. Λέγει αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· Ἐνέγκατε ἀπὸ τῶν ὀψαρίων ὧν ἐπιάσατε νῦν. Ἀνέβη Σίμων Πέτρος καὶ εἵλκυσε τὸ δίκτυον ἐπὶ τῆς γῆς, μεστὸν ἰχθύων μεγάλων ἑκατὸν πεντήκοντα τριῶν· καὶ τοσούτων ὄντων, οὐκ ἐσχίσθη τὸ δίκτυον. Λέγει αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· δεῦτε ἀριστήσατε. Οὐδεὶς δὲ ἐτόλμα τῶν Μαθητῶν ἐξετάσαι αὐτὸν, Σὺ τίς εἶ; εἰδότες ὅτι ὁ Κύριός ἐστιν. Ἔρχεται οὖν ὁ ᾿Ιησοῦς καὶ λαμβάνει τὸν ἄρτον, καὶ δίδωσιν αὐτοῖς, καὶ τὸ ὀψάριον ὁμοίως. Τοῦτο ἤδη τρίτον ἐφανερώθη ὁ ᾿Ιησοῦς τοῖς Μαθηταῖς αὐτοῦ, ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν.
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐφανέρωσεν ἑαυτὸν ὁ ᾿Ιησοῦς τοῖς Μαθηταῖς αὐτοῦ, ἐγερθείς ἐκ νεκρῶν, ἐπὶ τῆς θαλάσσης τῆς Τιβεριάδος· ἐφανέρωσε δὲ οὕτως. Ἦσαν ὁμοῦ Σίμων Πέτρος, καὶ Θωμᾶς ὁ λεγόμενος Δίδυμος, καὶ Ναθαναὴλ ὁ ἀπὸ Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας, καὶ οἱ τοῦ Ζεβεδαίου, καὶ ἄλλοι ἐκ τῶν Μαθητῶν αὐτοῦ δύο. Λέγει αὐτοῖς Σίμων Πέτρος· Ὑπάγω ἁλιεύειν. Λέγουσιν αὐτῷ· Ἐρχόμεθα καὶ ἡμεῖς σὺν σοί. Ἐξῆλθον, καὶ ἀνέβησαν εἰς τὸ πλοῖον εὐθύς, καὶ ἐν ἐκείνῃ τῇ νυκτὶ ἐπίασαν οὐδέν. Πρωΐας δὲ ἤδη γενομένης, ἔστη ὁ ᾿Ιησοῦς εἰς τὸν αἰγιαλόν· οὐ μέν τοι ᾔδεισαν οἱ Μαθηταὶ, ὅτι ᾿Ιησοῦς ἐστι. Λέγει οὖν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· Παιδία, μή τι προσφάγιον ἔχετε; Ἀπεκρίθησαν αὐτῷ· Οὔ. Ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· Βάλετε εἰς τὰ δεξιὰ μέρη τοῦ πλοίου τὸ δίκτυον, καὶ εὑρήσετε. Ἔβαλον οὖν, καὶ οὐκ έτι αὐτὸ ἑλκύσαι ἴσχυσαν ἀπὸ τοῦ πλήθους τῶν ἰχθύων. Λέγει οὖν ὁ Μαθητὴς ἐκεῖνος, ὃν ἠγάπα ὁ ᾿Ιησοῦς, τῷ Πέτρῳ· Ὁ Κύριός ἐστι. Σίμων οὖν Πέτρος ἀκούσας ὅτι ὁ Κύριός ἐστι, τὸν ἐπενδύτην διεζώσατο, ἦν γὰρ γυμνός, καὶ ἔβαλεν ἑαυτὸν εἰς τὴν θάλασσαν. Οἱ δὲ ἄλλοι Μαθηταὶ τῷ πλοιαρίῳ ἦλθον· οὐ γὰρ ἦσαν μακρὰν ἀπὸ τῆς γῆς, ἀλλ᾿ ὡς ἀπὸ πηχῶν διακοσίων, σύροντες τὸ δίκτυον τῶν ἰχθύων. Ὡς οὖν ἀπέβησαν εἰς τὴν γῆν, βλέπουσιν ἀνθρακιὰν κειμένην, καὶ ὀψάριον ἐπικείμενον, καὶ ἄρτον. Λέγει αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· Ἐνέγκατε ἀπὸ τῶν ὀψαρίων ὧν ἐπιάσατε νῦν. Ἀνέβη Σίμων Πέτρος καὶ εἵλκυσε τὸ δίκτυον ἐπὶ τῆς γῆς, μεστὸν ἰχθύων μεγάλων ἑκατὸν πεντήκοντα τριῶν· καὶ τοσούτων ὄντων, οὐκ ἐσχίσθη τὸ δίκτυον. Λέγει αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· δεῦτε ἀριστήσατε. Οὐδεὶς δὲ ἐτόλμα τῶν Μαθητῶν ἐξετάσαι αὐτὸν, Σὺ τίς εἶ; εἰδότες ὅτι ὁ Κύριός ἐστιν. Ἔρχεται οὖν ὁ ᾿Ιησοῦς καὶ λαμβάνει τὸν ἄρτον, καὶ δίδωσιν αὐτοῖς, καὶ τὸ ὀψάριον ὁμοίως. Τοῦτο ἤδη τρίτον ἐφανερώθη ὁ ᾿Ιησοῦς τοῖς Μαθηταῖς αὐτοῦ, ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν.
Ὁ Ὅσιος Διονύσιος ὁ Θαυματουργός τοῦ Γλουσέτσκ
Ὁ Ὅσιος Διονύσιος, κατὰ κόσμον Δημήτριος, ἐγεννήθηκε, πιθανὸν τὸ 1362, στὰ προάστια τῆς πόλεως Βολογκντὰ τῆς Ρωσίας. Ἀπὸ μικρὴ ἡλικία ἀγαποῦσε τὸ μοναχικὸ βίο. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ἄφησε τὴν πατρικὴ οἰκία καὶ εἰσῆλθε, τὸ 1386/87, στὴ μονὴ Σπασοκαμένσκϊυ. Ἡγούμενος ἦταν ὁ Διονύσιος ὁ Ἕλλην, μετέπειτα Ἐπίσκοπος Ροστώβ († 1425). Ὁ νεαρὸς Δημήτριος μὲ δάκρυα στὰ μάτια παρεκάλεσε τὸν ἡγούμενο νὰ τὸν κάνει μοναχό. Ὁ ἡγούμενος Διονύσιος, βλέποντας τὸν ἔνθεο ζῆλο του, προχώρησε στὴ μοναχικὴ κουρὰ καὶ τοῦ ἔδωσε τὸ ὄνομα Διονύσιος, ἐνῶ τὸν ἐμπιστεύθηκε στὴν πνευματικὴ καθοδήγηση κάποιου ἐκ τῶν ἀδελφῶν τῆς μονῆς. Ἐκεῖ ἔζησε γιὰ ἐννέα χρόνια μὲ ὑπακοή, νηστεία καὶ ἀδιάλειπτη προσευχή, χωρὶς νὰ μειώσει ποτὲ τὴν ἄσκηση μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του.
Ἡ ταπεινοφροσύνη, ἡ ἄσκηση στὴν ἀγάπη καὶ ἡ ἐργατικότητά του ἔκαναν τὸν Ὅσιο Διονύσιο πολὺ ἀγαπητὸ μεταξὺ τῶν μοναχῶν, ποὺ τὸν ἐθεωροῦσαν ἄνθρωπο μὲ μεγάλο πνευματικὸ βάρος.
Ἀπὸ τὴ μονὴ ἔφυγε, μαζὶ μὲ τὸ μοναχὸ Παχώμιο, μετὰ ἀπὸ εὐλογία τοῦ ἡγουμένου, μὲ προορισμὸ τὴν ξεχασμένη κοινοβιακὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Λουκᾶ ἀναζητώντας τὴν ἡσυχία. Ὁ ἅγιος βίος καὶ ἡ πνευματικὴ σοφία τοῦ Ὁσίου Διονυσίου προσείλκυσαν πολὺ κόσμο. Ὁ Ὅσιος συμπεριφερόταν πρὸς ὅλους ὡς πραγματικὸς πατέρας. Κατεῖχε, ἐπίσης, τὸ χάρισμα τοῦ ἁγιογράφου, ἐνῶ παράλληλα ἐργαζόταν ὡς μαραγκὸς καὶ σιδηρουργὸς γιὰ τὶς ἀνάγκες τῆς μονῆς. Δὲν ἐπερνοῦσε λεπτὸ χωρὶς ἀσχολία καὶ ἔτρωγε μόνο ἐλάχιστη τροφή, ὅταν ἐξαντλοῦσε ὅλες του τὶς δυνάμεις. Τὸ 1396, ὁ Ὅσιος Διονύσιος ἐχειροτονήθηκε διάκονος καὶ πρεσβύτερος ἀπὸ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο τοῦ Ροστὼβ Γρηγόριο († 1416).
Ὅμως ὁ μοναχὸς Παχώμιος δὲν ἄντεξε τὴ σκληρὴ ἄσκηση καὶ γι’ αὐτὸ ἀναγκάσθηκε καὶ ὁ Ὅσιος Διονύσιος νὰ ἀγκαταλείψει τὸ μέρος ἐκεῖνο μαζί του. Ἐπῆγε ἀνατολικά, στὴ λίμνη Κουμπενσκόε, 15 χιλιόμετρα ἀπὸ τὴν ὄχθη τοῦ ποταμοῦ Γκλουσίκα. Ἐγκαταστάθηκε σὲ ἕνα ἀπομακρυσμένο μέρος τὸ ὁποῖο περιέβαλαν δένδρα. Στὸν τόπο αὐτὸ ὕψωσε τὸ σταυρὸ ποὺ μετέφερε ἀπὸ τὸν Ἅγιο Λουκᾶ καὶ ἀφοῦ κατασκεύασε ἕνα κελί, ἐξεκίνησε ἀπομονωμένος τὴ σκληρὴ ζωὴ τοῦ ἐρημίτου. Μὲ τὸν ἐρχομὸ ἑνὸς στάρετς καὶ μερικῶν ἄλλων ἀδελφῶν, οὁ ὁποῖοι ἐπιθυμοῦσαν νὰ μείνουν μαζί του, περὶ τὸ 1400, ἐδημιούργησε μία μικρὴ μοναχικὴ ἀδελφότητα. Ἐκαλλιεργήθηκε ἔτσι ἡ σκέψη νὰ κτιστεῖ ἕνα μοναστήρι. Μὲ τὴ βοήθεια τοῦ πρίγκιπος τῆς περιοχῆς, ὁ ὁποῖος ἦταν ὁ πατέρας τοῦ πρίγκιπος Ἰωάσαφ, ποὺ ἔγινε καὶ αὐτὸς μοναχός, ἐστάλησαν ἐργάτες καὶ ἐξεκίνησε ἡ οἰκοδόμηση τοῦ μοναστηριοῦ. Τὸ 1402, ὁ Ὅσιος Διονύσιος ἐπῆγε στὸ Ροστὼβ προκειμένου νὰ πάρει τὴν ἄδεια τοῦ Ἐπισκόπου Γρηγορίου γιὰ τὴν ἀνέγερση τῆς νέας μονῆς. Ὁ Ἐπίσκοπος συμβούλευσε τὸν Ὅσιο νὰ ἱδρύσει κοινόβια μονή, γιὰ νὰ μὴν ἔχουν προσωπικὴ περιουσία οἱ μοναχοὶ καὶ νὰ ζοῦν μὲ κοινοκτημοσύνη κατὰ τὸ πρότυπο τῶν Ἀποστόλων. Τὸ 1403, ἐτελείωσε ὁ ξύλινος ναὸς τοῦ μοναστηριοῦ, ὁ ὁποῖος ἦταν ἀφιερωμένος στὴ Κυρία Θεοτόκο.
Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη οἱ πατέρες τῆς μονῆς ἦταν περὶ τοὺς 15 καὶ ἐμόναζαν σύμφωνα μὲ τοὺς αὐστηροὺς κοινοβιακοὺς κανόνες τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Καθὼς αὐξανόταν σταδιακὰ ὁ ἀριθμὸς τῶν ἀδελφῶν τῆς μονῆς, τὸ 1412, ἐκτίσθηκε μία καινούργια ἐκκλησία, καὶ αὐτὴ ἀφιερωμένη στὴν Παναγία.
Ἡ ἀγάπη γιὰ τὴν ἐρημικὴ ζωὴ ἦταν ριζωμένη στὴν καρδιὰ τοῦ Ὁσίου Διονυσίου καὶ τὸν προκαλοῦσε νὰ ἐγκατασταθεῖ σὲ ἕνα ἀπομακρυσμένο καὶ κρυφὸ τόπο. Ἔτσι ἀπεφάσισε νὰ μεταβεῖ 4 χιλιόμετρα μακριὰ ἀπὸ τὴ μονὴ στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Γλουσίκα, περιοχὴ ποὺ ἀργότερα ὀνομάστηκε Σονσοβέτς. Ἐκεῖ διέμενε σὲ ἄγνοια τῶν μοναχῶν, προσευχόμενος καὶ νηστεύοντας αὐστηρά. Μετὰ ἀπὸ μεγάλες πιέσεις τῶν ἄλλων μοναχῶν ὁ Ὅσιος Διονύσιος ἐπέστρεψε στὸ μοναστήρι, ἀλλὰ ἀποφάσισε νὰ κτίσει μικρὰ ἀσκηταριὰ στὴν περιοχὴ τοῦ Σονσοβὲτς γιὰ τοὺς μοναχοὺς ἐκείνους ποὺ ἐπιθυμοῦσαν νὰ ἀποσυρθοῦν στὴν ἔρημο. Τὸ 1419, ἐπῆγε ἐκ νέου στὸ Ροστὼβ προκειμένου νὰ πάρει τὴν εὐλογία τοῦ Ἐπισκόπου γιὰ τὸ νέο μοναστήρι. Ὁ Ἐπίσκοπος, ἀφοῦ τοῦ ἔδωσε τὴν εὐλογία του, τοῦ προσέφερε μία εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Βρεφοκρατούσας καὶ διάφορα ἄλλα σκεύη γιὰ τὸ ναό. Ἔτσι στὸ Σονσοβὲτς ἐκτίστηκε, τὸ 1420, μία ἐκκλησία ἀφιερωμένη στὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο. Γιὰ τὴν ἀνέγερση τοῦ μοναστηριοῦ, ὁ Ὅσιος Διονύσιος κατάφερε νὰ ἐξασφαλίσει τὴν οἰκονομικὴ βοήθεια τοῦ πρίγκιπος Γεωργίου, τοῦ ὁποίου διασώζονται τρεῖς ἐπιστολὲς περὶ τῶν δωρεῶν του. Περὶ τὸ 1422, ὁ Ὅσιος Διονύσιος ἐγκατέλειψε τὸ μοναστήρι τοῦ Γλουσίκα καὶ τὴν ἡγουμενία, γιὰ νὰ ζήσει ἀκόμη πιὸ ἀσκητικὰ μὲ μερικοὺς μοναχοὺς στὸ Σονσοβέτς.
Ἡ ἀγάπη πρὸς τοὺς πτωχοὺς καὶ ἡ ἐλεημοσύνη ἦταν ἰδιαίτερο χαρακτηριστικὸ τῆς πνευματικότητος τοῦ Ὁσίου Διονυσίου. Σὲ περιόδους πείνας πολλοὶ ἦσαν ἐκεῖνοι ποὺ κατέφευγαν στὸ μοναστήρι, γιὰ νὰ πάρουν λίγο ψωμὶ καὶ ὅ,τι ἄλλο μποροῦσε νὰ τοὺς διαθέσει. Διέθετε ἀκόμη καὶ τὸ ἰδικό του φαγητὸ στοὺς ἐνδεεῖς. Οἱ ἀδελφοὶ τῆς μονῆς κάποιες φορὲς δὲν κατανοοῦσαν αὐτὴ τὴ γενναιοδωρία τοῦ Ὁσίου Διονυσίου, ἡ ὁποία κάποιες φορὲς ἀπειλοῦσε νὰ ἐξαντλήσει ἀκόμη καὶ τὶς λιγοστὲς προμήθειες τῆς μονῆς.
Στὴ βιογραφία τοῦ Ὁσίου Διονυσίου καταγράφεται τὸ παρακάτω περιστατικό: «Ἕνας νέος μεταμφιέσθηκε σὲ ζητιάνο μὲ τὴν καθοδήγηση τῶν μοναχῶν. Αὐτὸς ἐπῆγε στὴν πόρτα τοῦ μοναστηριοῦ καὶ ἐζήτησε βοήθεια ἀπὸ τὸν Ὅσιο Διονύσιο. Ἐκεῖνος τοῦ ἔδωσε χρήματα, ἀλλὰ τὸ ἴδιο βράδυ οἱ μοναχοὶ ἀπεκάλυψαν στὸν Ὅσιο τί εἶχαν κάνει δίδοντάς του πίσω τὰ χρήματα ποὺ εἶχε δώσει στὸ νέο. Ὁ Ὅσιος, χωρὶς νὰ θυμώσει, τοὺς εἶπε ὅτι ἐφ’ ὅσον εἶναι ἐντολὴ τοῦ Κυρίου νὰ κάνουμε τὸ καλὸ θὰ πρέπει νὰ σταματήσουν νὰ τοῦ ὑποδεικνύουν νὰ πάψει νὰ εἶναι ἐλεήμων. Κατηχώντας τοὺς ἄλλους μοναχούς, ἔλεγε: «Παιδιά μου, μὴ φοβᾶσθε τοὺς κόπους ποὺ ἔχει ἡ ἔρημος καὶ μὴν ἀφήνετε τὴν ἄσκηση. Μέσα ἀπὸ πολλὲς δοκιμασίες θὰ φθάσουμε στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Ἐλευθερωθεῖτε μὲ τὴ νηστεία ἀπὸ κάθε χοϊκὸ καὶ φθαρτὸ πράγμα. Ἡ προσευχή μας πρέπει νὰ πηγάζει ἀπὸ τὴν καθαρὴ καρδιά μας καὶ θὰ πρέπει νὰ εἴμαστε ταπεινοί. Σχετικὰ μὲ τὴν ἐλεημοσύνη σᾶς ὑπενθυμίζω τὰ λόγια τοῦ Κυρίου: «Μακάριοι οἱ ἐλεήμονες». Ἂς εἴμαστε ἐλεήμονες ἀπέναντι σὲ ὅλους καὶ ὁ Κύριος θὰ δείξει ἔλεος καὶ σὲ ἐμᾶς, διότι ἀγαπᾶ τὸν Θεὸ μόνον ὅποιος ἀγαπᾶ τὸν ἀδελφό του».
Ἑπτὰ χρόνια πρὶν τὴν κοίμησή του ὁ Ὅσιος ἔσκαψε τὸν τάφο του καὶ κάθε ἡμέρα τὸν ἐπισκεπτόταν. Μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο ἐκαλλιεργοῦσε στὴν καρδιά του τὴ μνήμη τοῦ θανάτου.
Ὁ Ὅσιος Διονύσιος ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 1437, σὲ ἡλικία ἑβδομήντα πέντε ἐτῶν.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)
Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...
-
Ο εν παντί καιρώ και πάση ώρα, εν ουρανώ και επί γης προσκυνούμενος και δοξαζόμενος Χριστός ο Θεός, ο μακρόθυμος, ο πολυέλεος, ο πο...
-
Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΓΕΝΝΗΣΗΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ Το πνευματικό μεγαλείο, το μυστικό βάθος και το αισθητικό κάλλος της Ορθοδόξου τέχνης συνε...
-
ΕΥΧΗ ΕΠΙ ΕΥΛΟΓΙΑ ΠΙΤΑΣ ΑΓΙΟΥ ΦΑΝΟΥΡΙΟΥ Μητροπολίτου Ν.Ιωνίας και Φιλαφελφείας ΤΙΜΟΘΕΟΥ Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Ουράνιος Άρτος, ο τη...
-
Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...
-
Ο ΑΓΙΟΣ ΜΟΔΕΣΤΟΣ ΕΥΛΟΓΕΙ ΤΑ ΖΩΑ ΒΙΟΣ ΑΓΙΟΥ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΜΟΔΕΣΤΟΥ Α' ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ Ο Μόδεστος γεννήθηκε στη Σ...
-
τοῦ π. Μαρτίνου Πέτζολτ «Ἄγγελοι μετὰ ποιμένων δοξολογοῦσι», ψέλνει ο λαός στην εκκλησία το κοντάκιον των Χριστουγέννων. Και στις ει...
-
Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν, πάντοτε, νῦν, καὶ ἀεί, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος Ἀθάνατος, ἐλέ...
-
ΧΟΕ : ΕΝΑ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ π.Αντώνιος Αλεβιζόπουλος Δρ. Θεολογίας Δρ. Φιλοσοφίας ΕΚΔΟΣΗ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ – ΠΡΕ...
-
Θλίψη στους εκκλησιαστικούς χώρους της Πάτρας από την αναγγελία της κοιμήσεως του πρωτοπρεσβύτερου Ιωάννη Τσακουμάγκου, σε ηλικία 79 ετ...
-
Ιωάννης Ελ. Σιδηράς Θεολόγος – Εκκλησιαστικός Ιστορικός – Νομικός Οι θεολογικές, σ...