Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Πέμπτη, Ιουνίου 05, 2014

Ὁ Ἅγιος Boniface (Ἅγιος Γερμανίας)



Ὁ Ἅγιος Boniface (Βονιφάτιος) γεννήθηκε στὴν Ἀγγλία, στὸ Κρέντιτον τοῦ Ντέβονσαϊρ τὸ 672 μ.Χ. καὶ τὸ βαπτιστικό του ὄνομα ἦταν Βινφρίδος. Σπούδασε στὶς μονὲς τοῦ Ἔξετερ καὶ τοῦ Νάτσελ, ὅπου διακρίθηκε γιὰ τὴν ἐπίδοσή του στὰ ἐκκλησιαστικὰ γράμματα, τὴν ποίηση, τὴ ρητορικὴ καὶ τὴν ἱστορία. Διέπρεψε ὡς καθηγητὴς μοναστηριακῶν σχολῶν καὶ συνέταξε τὴν πρώτη Λατινικὴ Γραμματικὴ στὴ Βρετανία. Στὰ τριάντα του χρόνια, μοναχὸς ἤδη μὲ τὸ ὄνομα Βονιφάτιος, χειροτονήθηκε ἱερέας. Ἀπὸ τότε ἐπιδόθηκε μὲ ζῆλο καὶ ἐπιτυχία στὸ κήρυγμα τοῦ θείου λόγου.

Τὸ 716 μ.Χ., μὲ τὴν εὐλογία τοῦ ἡγουμένου Βινβέρτου τῆς μονῆς τοῦ Νάτσελ, πῆγε στὴ Φρισλανδία γιὰ νὰ κηρύξει τὸ Χριστό, στοὺς ἐκεῖ εἰδωλολάτρες. Ὁ πόλεμος ὅμως ποὺ ξέσπασε ἀνάμεσα στὸν τοπικὸ βασιλιὰ Ράντμποντ καὶ τὸν Κάρολο Μαρτέλο, τὸν ἀνάγκασε νὰ ἐπιστρέψει στὴν Ἀγγλία.

Ἐπιθυμώντας νὰ ἀφοσιωθεῖ στὴν ἐξωτερικὴ ἱεραποστολή, ἀποποιήθηκε τὸ ἡγουμενικὸ ἀξίωμα, στὸ ὁποῖο τὸν ἐξέλεξε ἡ μοναστικὴ ἀδελφότητα τοῦ Νάτσελ μετὰ τὴν ἀποβίωση τοῦ Βινβέρτου. Ἔτσι, τὸ 719 μ.Χ., ἀφοῦ πῆρε τὴ σχετικὴ ἄδεια τοῦ πάπα Γρηγορίου Β' (715 - 731), ξεκίνησε γιὰ τὴ Γερμανία. Πέρασε τὶς Κάτω Ἄλπεις καὶ τὴ Βαυαρία κι ἔφτασε στὴ Θουριγγία, ἀπ' ὅπου ἄρχισε τὸ ἀποστολικό του ἔργο. Ὄχι μόνο βάπτισε πολυάριθμοι εἰδωλολάτρες, ἀλλὰ καὶ τοὺς χριστιανούς, ποὺ ζοῦσαν τότε στὴ Βαυαρία, τοὺς βοήθησε ν' ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ διάφορες πλάνες καὶ κακοδοξίες.

Τὸ 720 μ.Χ., μαθαίνοντας πὼς ὁ Ράντμποντ εἶχε πεθάνει καὶ ὁ Κάρολος Μαρτέλος εἶχε γίνει κύριος της Φρισλανδίας, πῆγε ἐκεῖ καὶ ἐνίσχυσε τὴν ἱεραποστολὴ τοῦ ἅγιου Βιλλιβρόρδου (βλέπε 7 Νοεμβρίου). Τρία χρόνια ἀργότερα ἦρθε πάλι στὰ γερμανικὰ ἐδάφη. Βάπτισε πλήθη εἰδωλολατρῶν, ἔχτισε ἐκκλησίες καὶ συγκρότησε πολλὲς χριστιανικὲς κοινότητες στὴν Ἔσση καὶ τὴ Σαξονία.

Τὸ 723 μ.Χ., ὑπακούοντας σὲ κλήση τοῦ πάπα, πῆγε στὴ Ρώμη, ὅπου ὁ ποντίφικας τὸν χειροτόνησε ἐπίσκοπο. Ἐπιστρέφοντας στὴ Γερμανία, ἐγκατέστησε τὴν ἕδρα του στὴ Μαγεντία καὶ συνέχισε πιὸ δραστήρια τὴν εὐαγγελική του διακονία.

Τὸ 732 μ.Χ. ὁ νέος πάπας Γρηγόριος Γ' (731 - 741 μ.Χ.) τὸν προήγαγε σὲ ἀρχιεπίσκοπο καὶ πριμάτο τῆς Γερμανικῆς Ἐκκλησίας, μὲ τὸ δικαίωμα τῆς ἐκλογῆς καὶ καταστάσεως ἐπισκόπων.

Τὸ 738 μ.Χ. ὁ ἅγιος ξαναπῆγε στὴ Ρώμη καὶ ἐνημέρωσε γιὰ τὶς ἐπιτυχίες καὶ τὰ προβλήματά του τὸν πάπα, ποὺ τὸν ὀνόμασε τότε λεγάτο τῆς ἀποστολικῆς ἕδρας.

Ὅταν ἐπέστρεψε στὴ Γερμανία, ὁ δούκας Ὀντίλο τὸν κάλεσε στὴ Βαυαρία γιὰ νὰ λύσει σοβαρὰ ἐκκλησιαστικὰ προβλήματα τῆς περιοχῆς. Ἵδρυσε ἐκεῖ τέσσερις ἐπισκοπὲς γιὰ τὴν καλύτερη διαποίμανση τῶν χριστιανῶν, καθὼς καὶ ἄλλες τρεῖς στὴ Θουριγγία, τὴν Ἔσση καὶ τὴ Φραγκονία.

Ἡ σαγηνευτικὴ πνευματικὴ προσωπικότητα τοῦ ἁγίου Βονιφατίου εἶχε τέτοια ἐπίδραση στὸ γιὸ τοῦ Καρόλου Μαρτέλου Καρλομάνο, βασιλιᾶ τῆς Αὐστρασίας, Ἀλαμανίας καὶ Θουριγγίας (741 - 747 μ.Χ.), ὥστε παραιτήθηκε ἀπὸ τὸ θρόνο του, παραχώρησε τὸ βασίλειό του στὸν νεότερο ἀδελφό του Πεπίνο τὸν Βραχύ, βασιλιὰ τῆς Νευστρίας, Βουργουνδίας καὶ Προβηγκίας καὶ ἔγινε μοναχός. Τὴν κούρα τοῦ τέλεσε στὴ Ρώμη ὁ πάπας Ζαχαρίας (741 - 752 μ.Χ.). Ἀρχικὰ ἐγκαταβίωσε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Σιλβέστρου, ποὺ ὁ ἴδιος ἵδρυσε στὸ ὅρος Σοράκτο τῆς κεντρικῆς Ἰταλίας. Ἐπειδὴ ὅμως ἐκεῖ συνέρεαν πολλοὶ ἐπισκέπτες καὶ μάλιστα Ρωμαῖοι εὐγενεῖς, ἀποσύρθηκε, ὓστερ' ἀπὸ σχετικὴ ὑπόδειξη τοῦ πάπα, στὴ μονὴ τοῦ Μοντεκασσίνο, ὅπου ἔζησε μὲ ἄκρα ταπείνωση, κάνοντας τὰ πιὸ εὐτελῆ διακονήματα. Ἀποβίωσε τὸ 755 μ.Χ. στὴ γαλλικὴ πόλη Βιέν, ὅπου εἶχε σταλεῖ γιὰ ὑποθέσεις τῆς μονῆς του.

Στὸ μεταξύ, ὁ ἀδελφός του Πεπίνος ὁ Βραχὺς (+ 768 μ.Χ.) ἀνακηρύχθηκε πρῶτος βασιλιὰς τοῦ ἑνωμένου κράτους τῶν Φράγκων. Ἡ στέψη τοῦ ἔγινε τὸ 751 μ.Χ. στὴ Σουασσὸν ἀπὸ τὸν ἅγιο Βονιφάτιο, τὸν ὁποῖο σεβόταν ἀπεριόριστα. Γιὰ τὴν εὐρύτερη ἐξάπλωση τῆς χριστιανικῆς πίστεως στὰ ἡμιάγρια καὶ ἀπολίτιστα γερμανικὰ φύλα, ὁ ἅγιος ἱεράρχης κάλεσε ἀπὸ τὴ Βρετανία εὐσεβεῖς ἄνδρες καὶ γυναῖκες, ποὺ ἀσχολήθηκαν ἐντατικὰ καὶ συστηματικὰ μὲ τὴν ἱεραποστολή. Ἀνάμεσά τους ἦταν οἱ ἅγιοι Βιγκβέρτος, Βουρχάρδος, Βιλλιβάλδος, Λοῦλλος, Θέκλα, Μπερτιγκίτα, Κοντρούδη καὶ Λαϊόβα.

Ἡ ὁσία Λαϊόβα (βλέπε 28 Ὀκτωβρίου) ἦταν ἀνιψιὰ τοῦ ἁγίου Βονιφατίου καὶ ἦρθε στὴ Γερμανία μαζὶ μὲ τριάντα ἀκόμη Βρετανίδες μοναχές, σταλμένες ἀπὸ τὴν πριγκίπισσα Τέλτα, ἡγουμένη τῆς μονῆς τοῦ Βίνμπουρν. Μὲ τὴ βοήθεια ὅλων αὐτῶν τῶν ἱερῶν προσωπικοτήτων, ὁ ἅγιος κατόρθωσε τόσο νὰ ἑδραιώσει τὸ χριστιανισμό, ὅσο καὶ νὰ ὀργανώσει διοικητικὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἐπαρχία του. Ἐκτὸς ἀπὸ ἐπισκοπές, ἵδρυσε καὶ πολλὲς μονές, ὅπως τὰ γνωστὰ ἀβαεῖα τοῦ Ὄρφορντ, τῆς Φούλδης καὶ ἄλλα. Μὲ τὴν ὑποστήριξη ἐπίσης τοῦ βασιλιᾶ Πεπίνου, πρωταγωνίστησε στὴν προσπάθεια ἀνορθώσεως καὶ ἐξυγιάνσεως τῆς Φραγκικῆς Ἐκκλησίας, ποὺ παρουσίαζε εἰκόνα ὁλοκληρωτικῆς καταπτώσεως καὶ διαλύσεως.

Σώζονται πολλὲς ἐπιστολὲς τοῦ ἁγίου Βονιφατίου μὲ ἀξιόλογο περιεχόμενο. Γράφοντας στὸν ἡγούμενο Ἀλδέριο, τὸν παρακαλεῖ νὰ μνημονεύει στὴ θεία λειτουργία τοὺς ἱεραποστόλους ποὺ θυσιάστηκαν γιὰ τὴ δόξα τοῦ Χριστοῦ. Σὲ ἄλλη ἐπιστολή του πρὸς μία μοναχή, ἀφοῦ περιγράφει τὶς δυσκολίες καὶ τοὺς κινδύνους ποὺ ἀντιμετώπισε στὴν ἄσκηση τῆς ἱεραποστολῆς, βεβαιώνει ὅτι ποθοῦσε νὰ θυσιάσει καὶ τὴ ζωὴ τοῦ ἀκόμη γιὰ τὸν Κύριο. Σ' ἕνα γράμμα του στὸν τότε ἀρχιεπίσκοπο Καντουαρίας Κουθβέρτο, ἀφοῦ κάνει λόγο γιὰ τὰ καθήκοντα τῶν κληρικῶν, καταλήγει: «Ἂς ἀγωνιστοῦμε γιὰ τὸν Κύριο σὲ τοῦτες τὶς πικρὲς καὶ ὀδυνηρὲς ἡμέρες. Ἂς πεθάνουμε γιὰ τὶς ἅγιες ἐντολὲς τῶν πατέρων μας, ἂν αὐτὸ εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ κληρονομήσουμε, ὅπως ἐκεῖνοι, τὴν αἰώνια ζωή. Ἂς μὴν εἴμαστε σκυλιὰ ἄφωνα, φύλακες κοιμισμένοι, μισθωτοὶ ποὺ τὸ βάζουν στὰ πόδια μόλις δοῦν τὸ λύκο, ἀλλὰ ποιμένες ἄγρυπνοι καὶ εὐσυνείδητοι. Ἂς κηρύσσουμε τὸ εὐαγγέλιο σὲ μικροὺς καὶ μεγάλους, σὲ πλούσιους καὶ φτωχούς, σὲ κάθε τόπο καὶ σὲ κάθε περίσταση, ζώντας μέσα στὸν κόσμο ἄλλα χωρὶς ν' ἀνήκουμε στὸν κόσμο».

Τὸ 754 μ.Χ., μὲ ἔγκριση τοῦ πάπα Στεφάνου Β' (752 - 757 μ.Χ.), χειροτόνησε καὶ ἄφησε διάδοχό του στὴ Γερμανία, τὸ συνεργάτη του, ἅγιο Λοῦλλο. Ὁ ἴδιος, φλογερὸς ἐργάτης τοῦ φωτισμοῦ τῶν ἀπίστων, πῆρε μαζί του μίαν ὁμάδα ζηλωτῶν τῆς ἱεραποστολῆς καὶ τράβηξε γιὰ τὴν ἀνατολικὴ Φρισλανδία, ὅπου μέσα σ' ἕνα χρόνο μετέστρεψε καὶ βάπτισε ἀρκετὲς χιλιάδες εἰδωλολατρῶν. Ἐκεῖ ὅμως ἔλαβε καὶ τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου, ποὺ τόσο ποθοῦσε. Στὶς 5 Ἰουνίου τοῦ 755 μ.Χ., παραμονὴ τῆς Πεντηκοστῆς, καθὼς ἑτοιμαζόταν νὰ τελέσει τὸ μυστήριο τοῦ χρίσματος σὲ νέους χριστιανούς, στὶς ὄχθες ἑνὸς ποταμίσκου, ἐξαγριωμένοι εἰδωλολάτρες μὲ γυμνὰ σπαθιὰ ἐπιτέθηκαν ἐναντίον τοῦ ἱεραποστολικοῦ καταυλισμοῦ καὶ ἔσφαξαν ὅλους τους ἐργάτες τοῦ εὐαγγελίου, συνολικὰ πενήντα δύο ψυχὲς - τὸν ἅγιο Βονιφάτιο, τὸν ἐπίσκοπο Ἐοβανό, τρεῖς ἱερεῖς, τρεῖς διακόνους, τέσσερις μοναχοὺς καὶ σαράντα λαϊκούς.

Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος Γιαροσλαβίδης ὁ Δούκας (Ῥῶσος)



Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος, πρίγκιπας τοῦ Νόβγκοροντ, ὁ μεγαλύτερος ἀδελφὸς τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου Νέφσκϊυ, ἐγεννήθηκε, τὸ 1218. Τὸ 1229, οἱ δύο ἀδελφοὶ ἀπεστάλησαν στὸ Νόβγκοροντ ἀπὸ τὸν πατέρα τους Γιαροσλάβο Βσεβολόντοβιτς, ὡς ἀντιπρόσωποί του.

Τὸ 1232, ὁ νεαρὸς πρίγκιπας Θεόδωρος ἐκλήθηκε νὰ ὑπερασπισθεῖ μὲ τὸ σπαθὶ τὴν Ὀρθόδοξη πίστη καὶ νὰ πολεμίσει μὲ τὰ Ρώσικα στρατεύματα κατὰ τῶν εἰδωλολατρῶν Μορδοβιανῶν πριγκίπων. Τὸ 1233, ὑπακούοντας στὴν ἐπιθυμία τοῦ πατέρα του, νυμφεύεται τὴ Θεοδουλία, θυγατέρα τοῦ ἱεροῦ πρίγκιπος Μιχαὴλ τοῦ Τσέρνιγκωφ, ἀλλὰ ξαφνικὰ πεθαίνει καὶ ἐνταφιάζεται στὴ μονὴ Γιοῦρεφ τοῦ Νόβγκοροντ. Ἡ Θεοδουλία, μετὰ τὸν ἀπροσδόκητο θάνατο τοῦ συζύγου της, ἐγκατέλειψε τὸν κόσμο καὶ ἐγκαταβίωσε σὲ μονή, ὅπου ἐκάρη μοναχὴ μὲ τὸ ὄνομα Εὐφροσύνη († 25 Σεπτεμβρίου).

Οἱ Σουηδοί, τὸ 1614, ἔσπασαν τὸν τάφο τοῦ Ἁγίου καὶ ἔρριψαν τὸ τίμιο λείψανο στὸ χῶρο τοῦ κοιμητηρίου. Ἀργότερα, ὁ Μητροπολίτης Ἰσίδωρος μετέφερε τὰ ἱερὰ λείψανα στὸν καθεδρικὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας τοῦ Νόβγκοροντ καὶ τὰ ἐναπέθεσε στὸ παρεκκλήσιο τοῦ Τιμίου Προδρόμου, ἀπ’ ὅπου, τὸ 1919, ἀφαιρέθηκαν ἀπὸ τοὺς Μπολσεβίκους.

Ἀκολουθία στὸν Ἅγιο Θεόδωρο ἔγραψε ὁ Μητροπολίτης Ἁγίας Πετρουπόλεως καὶ Νόβγκοροντ Γαβριήλ († 1801).

Οἱ Ἅγιοι 10 Μάρτυρες, Μαρκιανός, Νίκανδρος, Ἀπόλλων, Ὑπερέχιος, Λεωνίδης, Ἄρειος, Γοργίας, Σελληνιάδα, Εἰρήνη καὶ Πάμβων

Ὅλοι μαζὶ ἀποτελοῦσαν μία ὁμάδα χριστιανῶν, ποὺ ἤξεραν ὄχι μόνο νὰ πιστεύουν, ἀλλὰ καὶ νὰ πάσχουν, πρόθυμα καὶ εὐχάριστα γιὰ τὸ Χριστό.

Τοὺς κατήγγειλαν στὸν εἰδωλολάτρη ἔπαρχο τῆς Ἀλεξανδρείας, καὶ ὁμολόγησαν θαῤῥαλέα τὴν πίστη τους. Μάταια αὐτὸς ἔλπιζε ὅτι θὰ μποροῦσε νὰ ἐκφοβίσει τουλάχιστον τὶς γυναῖκες, καὶ νὰ τὶς πείσει νὰ προσφέρουν θυσία στὰ εἴδωλα. Ὑποσχέσεις καὶ ἀπειλὲς συντρίφτηκαν μπροστὰ στὴ σταθερότητα τῆς πίστεως τῶν γυναικῶν καὶ γρήγορα διδάχτηκε, ὅτι ὁ σταυρὸς μπορεῖ ν᾿ ἀναδεικνύει καὶ γυναῖκες γενναιότερες ἀπὸ ἄνδρες.

Τότε ὁ ἔπαρχος διέταξε νὰ θανατωθοῦν ὅλοι διὰ πείνας καὶ δίψας. Μέρες ὁλόκληρες ἔμειναν νηστικοὶ καὶ γυμνοί, ἐκτεθειμένοι στὸν ψυχρὸ χειμῶνα. Προκλητικότατα οἱ στρατιῶτες ἔπιναν καὶ ἔτρωγαν τὰ καλύτερα φαγητὰ μπροστά τους. Αὐτοὶ ὅμως, μὲ θερμὴ καὶ ἀδιάλειπτη προσευχὴ καὶ δέηση πρὸς τὸν Χριστό, ἀντιμετώπιζαν τὴν φρικτὴ καὶ ὑπεράνθρωπη δοκιμασία.
Τελικά, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, πέθαναν ἀπαρασάλευτοι στὴν πίστη τους, ψάλλοντες τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Μνήμη τῆς ἐπενεχθείσης ἡμῖν φοβερᾶς ἀπειλῆς καὶ ἀνάγκης, ἐν τῇ τῶν βαρβάρων ἐπιδρομῇ

Στοὺς συναξαριστὲς ἀναφέρεται ὅτι, τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ τῆς μετὰ φιλανθρωπίας ἐπενεχθείσης ἡμῖν φοβερᾶς ἀπειλῆς καὶ ἀνάγκης, ἐν τῇ τῶν βαρβάρων ἐπιδρομῇ, ὅτε μέλλοντας πάντας ἡμᾶς ὑπ᾿ αὐτῶν δικαίως αἰχμαλωτίζεσθαι καὶ φόνῳ μαχαίρας παραδίδοσθαι, ὁ οἰκτίρμων καὶ φιλάνθρωπος Θεός, διὰ σπλάχνα ἐλέους Αὐτοῦ, παρ᾿ ἐλπίδα πάντας ἡμᾶς ἐλυτρώσατο.

Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος ἐπίσκοπος Τύρου

Ὁ Σ. Εὐστρατιάδης στὸ Ἁγιολόγιό του, ἀναφέρει γιὰ τὸν ὅσιο αὐτό, τὰ ἑξῆς: « Ἄγνωστος εἰς τοὺς Συναξαριστὰς καὶ τὰ Μηναῖα ἀναφέρεται εἰς τὸν Πατμιακὸν κώδ. 266, οὕτω: «Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ἄθλησις τοῦ ἁγίου μάρτυρος Θεοδώρου.

Οὗτος ἐπίσκοπος γεγονὼς Τύρου, ἀρχαῖος ἀνὴρ καὶ πνευματοφόρος ἐν τοῖς χρόνοις Λικινίου καὶ Κωνσταντίνου γεγονώς. Οὗτος ἐπὶ διωγμοῦ Διοκλητιανοῦ καὶ Μαξιμιανοῦ, καταλιπὼν τὴν ἰδίαν παροικίαν, ἀπείη ἐν τῇ Ὀδυσσουπόλει κἀκεῖ διεσώθη καὶ μετὰ τὴν τελευτὴν τῶν τυράννων κατέλαβε τὴν ἰδίαν πόλιν Τύρον καὶ ἦν ἰθύνων τὴν ἐκκλησίαν μέχρι Ἰουλιανοῦ του Παραβάτου· καὶ πάλιν κατέλαβε τὴν Ὀδυσσούπολιν καὶ πολλοὺς κινδύνους ὑπομείνας ταῖς βασάνοις ἐναπέθανεν ἐν γήρει βαθυτάτω, ζήσας ρζ´ ἔτη.

Οὗτος καὶ συγγράμματα καταλέλοιπε, γέγονε δὲ καὶ πολὺς τὸ διὰ τὴν εὐφυΐαν καὶ ἐπιμέλειαν, ῥωμαϊκήν τε καὶ ἑλληνικὴν γλῶσσαν ἐπισταμένος».

 

Συναξαριστής της 5ης Ιουνίου

Ὁ Ἅγιος Δωρόθεος, Ἱερομάρτυρας, ἐπίσκοπος Τύρου



Ἦταν ποιμένας ποὺ εἶχε «τὴν μόρφωσιν τῆς γνώσεως καὶ τῆς ἀληθείας ἐν τῷ νόμῳ». Δηλαδή, τὴν ἀκριβὴ γνώση καὶ ἀλήθεια, ποὺ βρίσκεται μέσα στὸ Νόμο, στὴν Παλαιὰ καὶ Καινὴ Διαθήκη.

Ὅταν ξέσπασε ὁ φονικὸς διωγμὸς κατὰ τῆς Ἐκκλησίας στὰ χρόνια τοῦ Διοκλητιανοῦ, τὸ ποίμνιό του, προκειμένου νὰ χάσει τὸν πολύτιμο ποιμένα του, μὲ θερμὲς παρακλήσεις κατάφερε καὶ τὸν ἔπεισε νὰ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὸν τόπο τῶν διωγμῶν. Ἀποχώρησε στὴ Δυσσό, πόλη τῆς Θρᾴκης, καὶ ἐκεῖ ἀσκήτευε μέχρι νὰ περάσει ὁ ἄγριος αὐτὸς διωγμός. Ὅταν πέρασε ἡ μπόρα τοῦ διωγμοῦ, ἐπανῆλθε στὸ ποίμνιό του καὶ μὲ ὅλη τὴν πατρικὴ στοργὴ ποὺ τὸν διέκρινε, στήριζε στὴν πίστη τοὺς ἀδυνάτους καὶ πρωτοστατοῦσε στὴ βοήθεια τῶν χηρῶν, ὀρφανῶν, ἀσθενῶν καί, γενικά, τῶν θλιβομένων.

Ἔζησε πολλὰ χρόνια. Πρόλαβε μέχρι καὶ τὴν βασιλεία τοῦ Ἰουλιανοῦ του Παραβάτη. Οἱ εἰδωλολάτρες, ὅμως, ποὺ ἦταν προστατευόμενοι αὐτοῦ τοῦ αὐτοκράτορα, ἔπιασαν τὸ Δωρόθεο καὶ ἀφοῦ τὸν βασάνισαν ἀνελέητα τὸν σκότωσαν. Ἔτσι κέρδισε τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου. Τότε ὁ Δωρόθεος ἦταν 107 χρονῶν.

Σήμερα σῴζεται ἐκκλησιαστικὸ σύγγραμμά του, γιὰ τοὺς 70 μαθητὲς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.

(Ἡ μνήμη του, σὲ ὁρισμένους Συναξαριστές, περιττῶς ἐπαναλαμβάνεται καὶ τὴν 9η Ὀκτωβρίου).

Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς δώρημα τέλειον, ἐκ τοῦ τῶν φώτων Πατρός, σοφίας τὴν ἔλλαμψιν, ὡς Ἱεράρχης σοφός, ἐδέξω Δωρόθεε• ὅθεν καὶ πλεονάσας, τὸν σὸν τάλαντον μάκαρ, ἤθλησας ὑπὲρ φύσιν, βαθυτάτω ἐν γήρᾳ, πρεσβεύων Ἱερομάρτυς, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἠμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον 

Ἦχος δ’.
Καὶ τρόπων μέτοχος, καὶ θρόνων διάδοχος, τῶν Ἀποστόλων γενόμενος, τὴν πρᾶξιν εὗρες θεόπνευστε, εἰς θεωρίας ἐπίβασιν· διὰ τοῦτο τὸν λόγον τῆς ἀληθείας ὀρθοτομῶν, καὶ τῇ πίστει ἐνήθλησας μέχρις αἵματος, Ἱερομάρτυς Δωρόθεε, Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος α´. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῆς σοφίας σε μύστην, ἱερὸν ἐπιστάμεθα, πάντες οἱ ταῖς θείαις σοῦ βίβλοις, ἐντρυφῶντες Δωρόθεε· ποιμάνας ἐκλογάδα γὰρ Χριστοῦ, τῆς Τύρου ἐν συνέσει σου πολλῇ, ἐβεβαίωσας τὸ φίλτρον σου πρὸς Αὐτόν, ἐν πόνοις σῆς ἀθλήσεως. Χαίροις Ἀρχιερέων καλλονή, χαίροις Μαρτύρων καύχημα· χαίροις ὁ φιλοπόνῳ σοῦ σπουδῇ, τὰ θείᾳ συγγραψάμενος.

Κοντάκιον 
Ἦχος γ’. Η Παρθένος .
Ὀρθοδόξοις δόγμασιν, Ἱερομάρτυς κηρύξας, δῶρον θεῖον ἅγιον, σαυτὸν προσήξας τῷ Κτίστῃ, πρότερον ἐν τῇ ἀσκήσει ἐνδιαπρέψας, ὕστερον τῷ μαρτυρίῳ στερρῶς ἀθλήσας, καὶ νομίμως ὑπεδέξω, βραβεῖον νίκης, παρὰ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ.

Ἕτερον Κοντάκιον 
Ἦχος δ´. Ἐπεφάνης σήμερον.
Γεωργὸν ἀκάματον τοῦ ἀμπελῶνος, ὃν Χριστοῦ ἐφύτευσεν, ἡ ζωηφόρος δεξιά, πάντες τιμήσωμεν λέγοντες· Χαίροις τῆς Τύρου ἡ δόξα Δωρόθεε.

Ἕτερον Κοντάκιον 
Ἦχος πλ. δ´. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τῆς Ἐκκλησίας τὸν ποιμένα καὶ διδάσκαλον, τοῦ Παρακλήτου τὸν ὀξὺν καὶ μέγαν κάλαμον, τὸν ἐν πόνοις πολυτρόποις τοῦ Μαρτυρίου· τὴν πρὸς Κύριον ἀγάπην ὑπογράψαντα, καὶ σφραγίσαντα τὴν πίστιν ἐπαινέσωμεν Χαίροις λέγοντες· Τύρου δόξα Δωρόθεε.

Ὁ Οἶκος 
Αἴγλῃ Ἱεραρχίας καὶ τιμῇ Μαρτυρίου καὶ δόξῃ συγγραμάτων σου πλείστων κεκόσμησαι Δωρόθεε μάκαρ· τοῦ οὐρανοῦ καταφαιδρύνων τὸ στερέωμα καὶ γῆς ἁπάσης ἐπευφραίνων τὰ πληρώματα, τῆς Ἐκκλησίας δὲ τὸ πρόσωπον ὡραΐζων. Διὸ καὶ παρ᾿ ἡμῶν τῶν θαυμαζόντων τὰς τοσαύτας ἀριστείας σου, ἀκούεις ἐν φωνῇ αἰνέσεως καὶ εἰς βεβαίωσιν τιμῆς τοιαῦτα·Χαίροις ὁ κάλαμος τῆς σοφίας·Χαίροις διδάσκαλε ἀληθείας.Χαίροις τῶν Ἀρχιερέων θεοβράβευτος ἀκρότης·Χαίροις τῶν Χριστοῦ Μαρτύρων ἡ τιμία ὡραιότης.Χαίροις Φωτουργοῦ Τριάδος λύχνος φῶς γλυκὺ ἐκφαίνων·Χαίροις Παρακλήτου οἶκος χάριτος ἀρίστης γέμων.Χαίροις τρόπους τῶν Ἀγγέλων ἐν σαρκί σου ὁ ζηλώσας·Χαιροις Ἄγγελε τῆς Τύρου ἄθλους θείους κατορθώσας.Χαίροις βίβλων θεοπνεύστων ἡ γραφὶς ἡ ὀξυτάτη·Χαίροις θείων δωρημάτων κρήνη ἡ διαυγέστατη.Χαίροις θεῖον ἀμπελῶνα τὸν ἐν Τύρῳ γεωργήσας·Χαίροις φωτεινὸν νυμφῶνα τῆς Ἐδὲμ ὁ κατοικήσας.Χαίροις τῆς Τύρου ἡ δόξα Δωρόθεε.

Κάθισμα 
Ἦχος γ'. Θείας πίστεως.
Θείοις δόγμασιν ἀεὶ ἐκλάμπων, δῶρον ἅγιον σαυτὸν προσῆξας, τῷ ἀθανάτῳ Βασιλεῖ δι' ἀθλήσεως, καὶ κατοικεῖς νῦν ἀεὶ εὐφραινόμενος, τῶν πρωτοτόκων τὴν ἄνω μητρόπολιν, Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Ἕτερον Κάθισμα Ἦχος πλ. δ´. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Παρακλήτου ταῖς χάρισι πλουτισθείς, καὶ τῷ χρίσματι μύρου βεβαιωθείς, εἰσῆλθες εἰς τὰ Ἅγια, τῶν Ἁγίων Δωρόθεε· καὶ ἐν αὐτοῖς λατρείαν, Κυρίῳ προσέφερες· Ἀρχιερεὺς ὡς ἄξιος, Αὐτοῦ καθιστάμενος· ὅθεν καὶ τοῦ Θρόνου, τοῦ ἐν Τύρῳ προέστης, καὶ ποίμνην ὠδήγησας, λογικὴν εἰς τὰ νάματα, τῆς ζωῆς τὰ ἀκένωτα. Λόγοις δὲ καὶ ἔργοις τοῖς σοῖς, τούτοις ὑπέδειξας τρῖβον τὴν ἄγουσαν εἰς σκηνώματα δόξης, καὶ ἀπείρου λαμπρότητος.

Μεγαλυνάριον 
Χαίροις οὐρανίων μυσταγωγέ, χαίροις τῶν τελείων δωρημάτων ἡ ἀπαρχή, χαίροις τοῦ τῶν πάντων Θεοῦ ἡ εὐκληρία· Δωρόθεε τῆς Τύρου ἔξοχον ἄκουσμα.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον 
Δεῦτε τῆς φυτείας τοῦ Οὐρανοῦ, μέλψωμεν τὸ κλῆμα τὸ κατάμεστον ἐν καρποῖς, Ἀρχιερωσύνης σεπτοῦ τε Μαρτυρίου· Δωρόθεον τιμίων δώρων ἐπώνυμον.

Οἱ Ἅγιοι 10 Μάρτυρες, Μαρκιανός, Νίκανδρος, Ἀπόλλων, Ὑπερέχιος, Λεωνίδης, Ἄρειος, Γοργίας, Σελληνιάδα, Εἰρήνη καὶ Πάμβων

Ὅλοι μαζὶ ἀποτελοῦσαν μία ὁμάδα χριστιανῶν, ποὺ ἤξεραν ὄχι μόνο νὰ πιστεύουν, ἀλλὰ καὶ νὰ πάσχουν, πρόθυμα καὶ εὐχάριστα γιὰ τὸ Χριστό.

Τοὺς κατήγγειλαν στὸν εἰδωλολάτρη ἔπαρχο τῆς Ἀλεξανδρείας, καὶ ὁμολόγησαν θαῤῥαλέα τὴν πίστη τους. Μάταια αὐτὸς ἔλπιζε ὅτι θὰ μποροῦσε νὰ ἐκφοβίσει τουλάχιστον τὶς γυναῖκες, καὶ νὰ τὶς πείσει νὰ προσφέρουν θυσία στὰ εἴδωλα. Ὑποσχέσεις καὶ ἀπειλὲς συντρίφτηκαν μπροστὰ στὴ σταθερότητα τῆς πίστεως τῶν γυναικῶν καὶ γρήγορα διδάχτηκε, ὅτι ὁ σταυρὸς μπορεῖ ν᾿ ἀναδεικνύει καὶ γυναῖκες γενναιότερες ἀπὸ ἄνδρες.

Τότε ὁ ἔπαρχος διέταξε νὰ θανατωθοῦν ὅλοι διὰ πείνας καὶ δίψας. Μέρες ὁλόκληρες ἔμειναν νηστικοὶ καὶ γυμνοί, ἐκτεθειμένοι στὸν ψυχρὸ χειμῶνα. Προκλητικότατα οἱ στρατιῶτες ἔπιναν καὶ ἔτρωγαν τὰ καλύτερα φαγητὰ μπροστά τους. Αὐτοὶ ὅμως, μὲ θερμὴ καὶ ἀδιάλειπτη προσευχὴ καὶ δέηση πρὸς τὸν Χριστό, ἀντιμετώπιζαν τὴν φρικτὴ καὶ ὑπεράνθρωπη δοκιμασία.
Τελικά, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, πέθαναν ἀπαρασάλευτοι στὴν πίστη τους, ψάλλοντες τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Ὁ Ἅγιος Πλούταρχος, Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου

Βλέπε σχετικῶς Α.Χ.Ε.Χ.

Ὁ Ἅγιος Χριστοφόρος ἀπὸ τὴν Ῥώμη

Μαρτύρησε διὰ ξίφους.

Ὁ Ἅγιος Κόνων ἀπὸ τὴν Ῥώμη

Μαρτύρησε διὰ πνιγμοῦ μέσα στὴ θάλασσα.

Ὁ Ἅγιος Νόννος

Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται στὸ Ἱεροσολυμιτικὸ Κανονάριο σελ. 95. Γιορτάζεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῶν Ἱεροσολύμων στὸν ναό, ποὺ βρίσκεται στὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν.

Μνήμη τῆς ἐπενεχθείσης ἡμῖν φοβερᾶς ἀπειλῆς καὶ ἀνάγκης, ἐν τῇ τῶν βαρβάρων ἐπιδρομῇ

Στοὺς συναξαριστὲς ἀναφέρεται ὅτι, τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ τῆς μετὰ φιλανθρωπίας ἐπενεχθείσης ἡμῖν φοβερᾶς ἀπειλῆς καὶ ἀνάγκης, ἐν τῇ τῶν βαρβάρων ἐπιδρομῇ, ὅτε μέλλοντας πάντας ἡμᾶς ὑπ᾿ αὐτῶν δικαίως αἰχμαλωτίζεσθαι καὶ φόνῳ μαχαίρας παραδίδοσθαι, ὁ οἰκτίρμων καὶ φιλάνθρωπος Θεός, διὰ σπλάχνα ἐλέους Αὐτοῦ, παρ᾿ ἐλπίδα πάντας ἡμᾶς ἐλυτρώσατο.

Ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ποὺ μαρτύρησε στὴ Χίο



Γεννήθηκε στὴ Σμύρνη. Ὁ πατέρας του καταγόταν ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη καὶ ὀνομαζόταν Χατζὴ Κωνσταντής, ἡ δὲ μητέρα του ἀπὸ τὴν Σμύρνη καὶ ὀνομαζόταν Μαρία.

Ὁ ἴδιος παντρεύτηκε τὸ ἔτος 1788. Μπλέχτηκε ὅμως στὴν Ἔφεσο μὲ μία ξένη χριστιανὴ γυναῖκα, τοὺς ἔπιασε ἐπ᾿ αὐτοφώρῳ ὁ Ἀγὰς καὶ στὸ κριτήριο μπροστὰ ἀρνήθηκαν τὸν Χριστό. Ὁ Μᾶρκος, γρήγορα αἰσθάνθηκε τύψεις συνειδήσεως γιὰ τὴν ἐξωμοσία του, πῆγε μὲ δάκρυα καὶ ἐξομολογήθηκε σὲ κάποιο πνευματικό, ὁ ὁποῖος τοὺς διευκόλυνε νὰ φύγουν στὴ Σμύρνη. Ἀπὸ ἐκεῖ, ἀφοῦ ἐπιβιβάστηκαν σὲ πλοῖο ποὺ πήγαινε στὴν Τεργέστη, τὸ 1792, ἀποβιβάστηκαν στὴ Βενετία, ὅπου χρίστηκαν μὲ Ἅγιο Μύρο, κοινώνησαν καὶ παντρεύτηκαν.

Ἀργότερα, ὁ Μᾶρκος, ἀφοῦ περιπλανήθηκε σὲ διάφορους τόπους, ἀποφάσισε νὰ μαρτυρήσει γιὰ τὴν χριστιανικὴ πίστη καὶ ἐπέστρεψε στὴ Χίο καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὴν Ἔφεσο. Στὴν πόλη αὐτὴ συνάντησε τὸν πνευματικό του καὶ ἐξομολογήθηκε τὸν πόθο του, ἀλλ᾿ ὁ πνευματικός του τὸν ἀπέτρεψε, λόγω ἀνοικοδομήσεως τοῦ νέου Ναοῦ καὶ τοῦ πρόσφατου τότε μαρτυρίου τοῦ Ἁγίου Νεομάρτυρα Γεωργίου· οἱ Τοῦρκοι ἦταν πολὺ ἐξαγριωμένοι καὶ θὰ γκρέμιζαν τὸν Ναὸ αὐτό. Ὁπότε ὁ μάρτυς ἀναγκάσθηκε νὰ ἐπιστρέψει στὴ Χίο.

Ἐκεῖ, ἀφοῦ προσευχήθηκε καὶ κοινώνησε τῶν ἀχράντων μυστηρίων, πῆγε στὸ κριτήριο, ὅπου μὲ θάῤῥος κήρυξε τὴν χριστιανική του πίστη. Παρὰ τὶς κολακεῖες τοῦ κριτῆ, ὁ μάρτυρας παρέμεινε ἀμετάπειστος. Τότε τὸν ἔκλεισαν στὴ φυλακή, ὅπου ὑπέστη σκληρὰ καὶ ἀνελέητα βασανιστήρια.

Ὅταν γιὰ δεύτερη φορὰ τὸν ὁδήγησαν στὸν κριτή, ὁ Μᾶρκος καὶ πάλι ὁμολόγησε τὸν Χριστό. Οἱ Τοῦρκοι ἐξαγριωμένοι τὸν γκρέμισαν ἀπὸ τὶς σκάλες καὶ τὸν ἔκλεισαν πάλι στὴ φυλακή, ὅπου αὐτὴ τὴν φορὰ τὸν βασάνισαν ἀκόμα πιὸ φρικτά. Ἀλλ᾿ ὁ Μᾶρκος, ἀντὶ νὰ γογγύζει, ἔψαλλε εὐχαριστημένος.

Οἱ χριστιανοὶ τῆς Χίου, ὅταν ἔμαθαν τὴν ὑπομονὴ τοῦ μάρτυρα, ἄρχισαν νὰ νηστεύουν καὶ νὰ προσεύχονται στὸν Θεό, γιὰ νὰ τὸν ἐνισχύσει στὸν μαρτυρικό του ἀγῶνα. Ὁ Μᾶρκος ἀφοῦ κοινώνησε καὶ πάλι τῶν ἀχράντων μυστηρίων μέσα στὴ φυλακή, γιὰ τρίτη φορὰ ὁμολόγησε τὸν Χριστὸ μπροστὰ στὸν κριτή. Ὁπότε τὸν ὁδήγησαν στὸν τόπο τῆς ἐκτέλεσης καὶ τὸν ἀποκεφάλισαν στὶς 5 Ἰουνίου 1801, ἡμέρα Τετάρτη καὶ ὥρα 02.00 τὸ πρωὶ στὴ Χίο.

Τότε ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ τῆς Χίου ἔψαλλαν ὕμνους εὐχαριστήριους στὸν Θεὸ γιὰ τὴν λαμπρὴ μαρτυρία τοῦ Νεομάρτυρα Μάρκου.

Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος γ´. Θείας πίστεως.
Πᾶσαν εὔφρανας, τὴν νῆσον Χίον, Μάρτυς ἔνδοξε Μάρκς θεόφρον, ἀνάγκη ῥύξας λαμπρῶς τὴν εὐσέβειαν, καὶ κατῄσχυνας τὴν πλάνην τὴν βέβηλον, ἐν τοῖς σοῖς λόγοις καὶ ἄθλοις θεόσοφε. Ὡς οὗν ἔτυχες, οὗπερ ἐπόθεις ἀοίδιμε, μνημόνευε ἡμῶν τῶν εὐφημούντων σε.

Κοντάκιον 
Ἦχος πλ. δ´. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τοῖς παρεστῶσι τῇ σορῷ σου Μάρκε ἔνδοξε, καὶ προσκυνοῦσί σου πιστῶς τὰ θεῖα λείψανα, τὴν τοῦ Πνεύματος πρεσβείαις σου δίδου χάριν, τὴν σκηνώσασαν ἐν τούτοις καὶ ἐμμένουσαν, καὶ ἐκβλύζουσαν τὰ ρεῖθρα τῶν ἰάσεων, καὶ γὰρ ἔσχηκας παῤῥησίαν πρὸς Κύριον.

Ἕτερον Κοντάκιον 
Ἦχος γ´. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Εὐφημεῖ σε ᾄσμασιν, ἀγαλλομένῃ ἡ Χίος, καὶ λαμπρῶς γεραίρει νῦν, τοὺς θαυμαστούς σου ἀγῶνας, ἔσπευσας εἰς τὸ τεθνάναι· ὢ ξένον θαῦμα! ἔσπεισας τῷ σῷ Δεσπότῃ ἱερουργήσας, τὸν σὸν αἷμα ὡς ἐπόθεις, Μαρτύρων κλέος Μάρκε Χριστοῦ Ἀθλητά.

Ὁ Οἶκος 
Τὸν λαμπρὸν ἀριστέα τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἀήττητον Ἀθλοφόρον, τὴν τῶν Μαρτύρων καλλονὴν, καὶ ἱερὰν προσθήκην, Μάρκον πάντες συμφώνως, τοῖς τῶν ἐγκωμίων ἀκηράτοις ἄνθεσι καταστέψωμεν πιστοί· ὅν ἔφυσε μὲν ὡς ρόδον τερπνὸν, ἡ ἐν πόλεσι περίπτυστος Σμύρνη, ἐδρέψατο δὲ καλῶς, ἡ περιφανὴς Χίος, ὡς ἐνθέως ταῖς ὀδμαῖς τῶν αὐτοῦ μαρτυρικῶν ἄθλων καὶ ἀνδραγαθημάτων, εὐφροσύνης πληρωθεῖσα· δι᾿ ὃ καὶ ἀγαλλομένῃ, εὐφημεῖ τὴν μνήμην αὐτοῦ, καὶ τοὺς θαυμαστοὺς αὐτοῦ ἀγῶνας γεραίρουσα, ὁ ἁγιάσας με βοᾷ πρὸς αὐτὸν, τῇ ἐκχύσει τῶν σαυτοῦ χαριτοβρύτων αἱμάτων, μή μου ποτὲ ἐπιλάθου, Μαρτύρων κλέος, Μάρκε Χριστοῦ Ἀθλητά.

Κάθισμα 
Ἦχος γ´. Θείας πίστεως.
Χαίρων ἔφερες, ξύλου τὴν θλίψιν, καὶ τὴν κάκωσιν Μάρκε στεῤῥόφρων, καὶ τὰς ὀδύνας τρυφὰς λογιζόεμνος, τὸ ἐν καμίνῳ τῶν παίδων ἀνέμελπες, μέγιστον θαῦμα καὶ ὕμνον ἐπάξιον, ἀγαλλόμενος, Θεῷ ἀναπέμπων ἔνδοξε, ἐτέλεις ἐν εἱρκτῇ καρτερώτατε.

Μεγαλυνάριον 
Ἔχων παῤῥησίαν πρὸς τὸν Θεὸν, τῶν σοὶ προστρεχόντων, τὰ αἰτήματα συμπαθῶς, τὰ πρὸς σωτηρίαν, δίδου ταῖς σαῖς πρεσβείαις, Μάρκε Νεομαρτύρων τὸ ἐγκαλλώπισμα.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον 
Χάριν τῶν ἰαμάτων παρὰ Θεοῦ, εἰληφὼς Παμμάκαρ, θεραπεύεις πάθη δεινὰ, δι᾿ ὃ τοῖς ἐν πίστει, σὲ ἐπικαλουμένοις, θεράπευσον τὰ πάθη, ψυχῆς καὶ σώματος.

Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος Γιαροσλαβίδης ὁ Δούκας (Ῥῶσος)



Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος, πρίγκιπας τοῦ Νόβγκοροντ, ὁ μεγαλύτερος ἀδελφὸς τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου Νέφσκϊυ, ἐγεννήθηκε, τὸ 1218. Τὸ 1229, οἱ δύο ἀδελφοὶ ἀπεστάλησαν στὸ Νόβγκοροντ ἀπὸ τὸν πατέρα τους Γιαροσλάβο Βσεβολόντοβιτς, ὡς ἀντιπρόσωποί του.

Τὸ 1232, ὁ νεαρὸς πρίγκιπας Θεόδωρος ἐκλήθηκε νὰ ὑπερασπισθεῖ μὲ τὸ σπαθὶ τὴν Ὀρθόδοξη πίστη καὶ νὰ πολεμίσει μὲ τὰ Ρώσικα στρατεύματα κατὰ τῶν εἰδωλολατρῶν Μορδοβιανῶν πριγκίπων. Τὸ 1233, ὑπακούοντας στὴν ἐπιθυμία τοῦ πατέρα του, νυμφεύεται τὴ Θεοδουλία, θυγατέρα τοῦ ἱεροῦ πρίγκιπος Μιχαὴλ τοῦ Τσέρνιγκωφ, ἀλλὰ ξαφνικὰ πεθαίνει καὶ ἐνταφιάζεται στὴ μονὴ Γιοῦρεφ τοῦ Νόβγκοροντ. Ἡ Θεοδουλία, μετὰ τὸν ἀπροσδόκητο θάνατο τοῦ συζύγου της, ἐγκατέλειψε τὸν κόσμο καὶ ἐγκαταβίωσε σὲ μονή, ὅπου ἐκάρη μοναχὴ μὲ τὸ ὄνομα Εὐφροσύνη († 25 Σεπτεμβρίου).

Οἱ Σουηδοί, τὸ 1614, ἔσπασαν τὸν τάφο τοῦ Ἁγίου καὶ ἔρριψαν τὸ τίμιο λείψανο στὸ χῶρο τοῦ κοιμητηρίου. Ἀργότερα, ὁ Μητροπολίτης Ἰσίδωρος μετέφερε τὰ ἱερὰ λείψανα στὸν καθεδρικὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας τοῦ Νόβγκοροντ καὶ τὰ ἐναπέθεσε στὸ παρεκκλήσιο τοῦ Τιμίου Προδρόμου, ἀπ’ ὅπου, τὸ 1919, ἀφαιρέθηκαν ἀπὸ τοὺς Μπολσεβίκους.

Ἀκολουθία στὸν Ἅγιο Θεόδωρο ἔγραψε ὁ Μητροπολίτης Ἁγίας Πετρουπόλεως καὶ Νόβγκοροντ Γαβριήλ († 1801).

Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος ἐπίσκοπος Τύρου

Ὁ Σ. Εὐστρατιάδης στὸ Ἁγιολόγιό του, ἀναφέρει γιὰ τὸν ὅσιο αὐτό, τὰ ἑξῆς: « Ἄγνωστος εἰς τοὺς Συναξαριστὰς καὶ τὰ Μηναῖα ἀναφέρεται εἰς τὸν Πατμιακὸν κώδ. 266, οὕτω: «Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ἄθλησις τοῦ ἁγίου μάρτυρος Θεοδώρου.

Οὗτος ἐπίσκοπος γεγονὼς Τύρου, ἀρχαῖος ἀνὴρ καὶ πνευματοφόρος ἐν τοῖς χρόνοις Λικινίου καὶ Κωνσταντίνου γεγονώς. Οὗτος ἐπὶ διωγμοῦ Διοκλητιανοῦ καὶ Μαξιμιανοῦ, καταλιπὼν τὴν ἰδίαν παροικίαν, ἀπείη ἐν τῇ Ὀδυσσουπόλει κἀκεῖ διεσώθη καὶ μετὰ τὴν τελευτὴν τῶν τυράννων κατέλαβε τὴν ἰδίαν πόλιν Τύρον καὶ ἦν ἰθύνων τὴν ἐκκλησίαν μέχρι Ἰουλιανοῦ του Παραβάτου· καὶ πάλιν κατέλαβε τὴν Ὀδυσσούπολιν καὶ πολλοὺς κινδύνους ὑπομείνας ταῖς βασάνοις ἐναπέθανεν ἐν γήρει βαθυτάτω, ζήσας ρζ´ ἔτη.

Οὗτος καὶ συγγράμματα καταλέλοιπε, γέγονε δὲ καὶ πολὺς τὸ διὰ τὴν εὐφυΐαν καὶ ἐπιμέλειαν, ῥωμαϊκήν τε καὶ ἑλληνικὴν γλῶσσαν ἐπισταμένος».

Ὁ Ἅγιος Boniface (Ἅγιος Γερμανίας)



Ὁ Ἅγιος Boniface (Βονιφάτιος) γεννήθηκε στὴν Ἀγγλία, στὸ Κρέντιτον τοῦ Ντέβονσαϊρ τὸ 672 μ.Χ. καὶ τὸ βαπτιστικό του ὄνομα ἦταν Βινφρίδος. Σπούδασε στὶς μονὲς τοῦ Ἔξετερ καὶ τοῦ Νάτσελ, ὅπου διακρίθηκε γιὰ τὴν ἐπίδοσή του στὰ ἐκκλησιαστικὰ γράμματα, τὴν ποίηση, τὴ ρητορικὴ καὶ τὴν ἱστορία. Διέπρεψε ὡς καθηγητὴς μοναστηριακῶν σχολῶν καὶ συνέταξε τὴν πρώτη Λατινικὴ Γραμματικὴ στὴ Βρετανία. Στὰ τριάντα του χρόνια, μοναχὸς ἤδη μὲ τὸ ὄνομα Βονιφάτιος, χειροτονήθηκε ἱερέας. Ἀπὸ τότε ἐπιδόθηκε μὲ ζῆλο καὶ ἐπιτυχία στὸ κήρυγμα τοῦ θείου λόγου.

Τὸ 716 μ.Χ., μὲ τὴν εὐλογία τοῦ ἡγουμένου Βινβέρτου τῆς μονῆς τοῦ Νάτσελ, πῆγε στὴ Φρισλανδία γιὰ νὰ κηρύξει τὸ Χριστό, στοὺς ἐκεῖ εἰδωλολάτρες. Ὁ πόλεμος ὅμως ποὺ ξέσπασε ἀνάμεσα στὸν τοπικὸ βασιλιὰ Ράντμποντ καὶ τὸν Κάρολο Μαρτέλο, τὸν ἀνάγκασε νὰ ἐπιστρέψει στὴν Ἀγγλία.

Ἐπιθυμώντας νὰ ἀφοσιωθεῖ στὴν ἐξωτερικὴ ἱεραποστολή, ἀποποιήθηκε τὸ ἡγουμενικὸ ἀξίωμα, στὸ ὁποῖο τὸν ἐξέλεξε ἡ μοναστικὴ ἀδελφότητα τοῦ Νάτσελ μετὰ τὴν ἀποβίωση τοῦ Βινβέρτου. Ἔτσι, τὸ 719 μ.Χ., ἀφοῦ πῆρε τὴ σχετικὴ ἄδεια τοῦ πάπα Γρηγορίου Β' (715 - 731), ξεκίνησε γιὰ τὴ Γερμανία. Πέρασε τὶς Κάτω Ἄλπεις καὶ τὴ Βαυαρία κι ἔφτασε στὴ Θουριγγία, ἀπ' ὅπου ἄρχισε τὸ ἀποστολικό του ἔργο. Ὄχι μόνο βάπτισε πολυάριθμοι εἰδωλολάτρες, ἀλλὰ καὶ τοὺς χριστιανούς, ποὺ ζοῦσαν τότε στὴ Βαυαρία, τοὺς βοήθησε ν' ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ διάφορες πλάνες καὶ κακοδοξίες.

Τὸ 720 μ.Χ., μαθαίνοντας πὼς ὁ Ράντμποντ εἶχε πεθάνει καὶ ὁ Κάρολος Μαρτέλος εἶχε γίνει κύριος της Φρισλανδίας, πῆγε ἐκεῖ καὶ ἐνίσχυσε τὴν ἱεραποστολὴ τοῦ ἅγιου Βιλλιβρόρδου (βλέπε 7 Νοεμβρίου). Τρία χρόνια ἀργότερα ἦρθε πάλι στὰ γερμανικὰ ἐδάφη. Βάπτισε πλήθη εἰδωλολατρῶν, ἔχτισε ἐκκλησίες καὶ συγκρότησε πολλὲς χριστιανικὲς κοινότητες στὴν Ἔσση καὶ τὴ Σαξονία.

Τὸ 723 μ.Χ., ὑπακούοντας σὲ κλήση τοῦ πάπα, πῆγε στὴ Ρώμη, ὅπου ὁ ποντίφικας τὸν χειροτόνησε ἐπίσκοπο. Ἐπιστρέφοντας στὴ Γερμανία, ἐγκατέστησε τὴν ἕδρα του στὴ Μαγεντία καὶ συνέχισε πιὸ δραστήρια τὴν εὐαγγελική του διακονία.

Τὸ 732 μ.Χ. ὁ νέος πάπας Γρηγόριος Γ' (731 - 741 μ.Χ.) τὸν προήγαγε σὲ ἀρχιεπίσκοπο καὶ πριμάτο τῆς Γερμανικῆς Ἐκκλησίας, μὲ τὸ δικαίωμα τῆς ἐκλογῆς καὶ καταστάσεως ἐπισκόπων.

Τὸ 738 μ.Χ. ὁ ἅγιος ξαναπῆγε στὴ Ρώμη καὶ ἐνημέρωσε γιὰ τὶς ἐπιτυχίες καὶ τὰ προβλήματά του τὸν πάπα, ποὺ τὸν ὀνόμασε τότε λεγάτο τῆς ἀποστολικῆς ἕδρας.

Ὅταν ἐπέστρεψε στὴ Γερμανία, ὁ δούκας Ὀντίλο τὸν κάλεσε στὴ Βαυαρία γιὰ νὰ λύσει σοβαρὰ ἐκκλησιαστικὰ προβλήματα τῆς περιοχῆς. Ἵδρυσε ἐκεῖ τέσσερις ἐπισκοπὲς γιὰ τὴν καλύτερη διαποίμανση τῶν χριστιανῶν, καθὼς καὶ ἄλλες τρεῖς στὴ Θουριγγία, τὴν Ἔσση καὶ τὴ Φραγκονία.

Ἡ σαγηνευτικὴ πνευματικὴ προσωπικότητα τοῦ ἁγίου Βονιφατίου εἶχε τέτοια ἐπίδραση στὸ γιὸ τοῦ Καρόλου Μαρτέλου Καρλομάνο, βασιλιᾶ τῆς Αὐστρασίας, Ἀλαμανίας καὶ Θουριγγίας (741 - 747 μ.Χ.), ὥστε παραιτήθηκε ἀπὸ τὸ θρόνο του, παραχώρησε τὸ βασίλειό του στὸν νεότερο ἀδελφό του Πεπίνο τὸν Βραχύ, βασιλιὰ τῆς Νευστρίας, Βουργουνδίας καὶ Προβηγκίας καὶ ἔγινε μοναχός. Τὴν κούρα τοῦ τέλεσε στὴ Ρώμη ὁ πάπας Ζαχαρίας (741 - 752 μ.Χ.). Ἀρχικὰ ἐγκαταβίωσε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Σιλβέστρου, ποὺ ὁ ἴδιος ἵδρυσε στὸ ὅρος Σοράκτο τῆς κεντρικῆς Ἰταλίας. Ἐπειδὴ ὅμως ἐκεῖ συνέρεαν πολλοὶ ἐπισκέπτες καὶ μάλιστα Ρωμαῖοι εὐγενεῖς, ἀποσύρθηκε, ὓστερ' ἀπὸ σχετικὴ ὑπόδειξη τοῦ πάπα, στὴ μονὴ τοῦ Μοντεκασσίνο, ὅπου ἔζησε μὲ ἄκρα ταπείνωση, κάνοντας τὰ πιὸ εὐτελῆ διακονήματα. Ἀποβίωσε τὸ 755 μ.Χ. στὴ γαλλικὴ πόλη Βιέν, ὅπου εἶχε σταλεῖ γιὰ ὑποθέσεις τῆς μονῆς του.

Στὸ μεταξύ, ὁ ἀδελφός του Πεπίνος ὁ Βραχὺς (+ 768 μ.Χ.) ἀνακηρύχθηκε πρῶτος βασιλιὰς τοῦ ἑνωμένου κράτους τῶν Φράγκων. Ἡ στέψη τοῦ ἔγινε τὸ 751 μ.Χ. στὴ Σουασσὸν ἀπὸ τὸν ἅγιο Βονιφάτιο, τὸν ὁποῖο σεβόταν ἀπεριόριστα. Γιὰ τὴν εὐρύτερη ἐξάπλωση τῆς χριστιανικῆς πίστεως στὰ ἡμιάγρια καὶ ἀπολίτιστα γερμανικὰ φύλα, ὁ ἅγιος ἱεράρχης κάλεσε ἀπὸ τὴ Βρετανία εὐσεβεῖς ἄνδρες καὶ γυναῖκες, ποὺ ἀσχολήθηκαν ἐντατικὰ καὶ συστηματικὰ μὲ τὴν ἱεραποστολή. Ἀνάμεσά τους ἦταν οἱ ἅγιοι Βιγκβέρτος, Βουρχάρδος, Βιλλιβάλδος, Λοῦλλος, Θέκλα, Μπερτιγκίτα, Κοντρούδη καὶ Λαϊόβα.

Ἡ ὁσία Λαϊόβα (βλέπε 28 Ὀκτωβρίου) ἦταν ἀνιψιὰ τοῦ ἁγίου Βονιφατίου καὶ ἦρθε στὴ Γερμανία μαζὶ μὲ τριάντα ἀκόμη Βρετανίδες μοναχές, σταλμένες ἀπὸ τὴν πριγκίπισσα Τέλτα, ἡγουμένη τῆς μονῆς τοῦ Βίνμπουρν. Μὲ τὴ βοήθεια ὅλων αὐτῶν τῶν ἱερῶν προσωπικοτήτων, ὁ ἅγιος κατόρθωσε τόσο νὰ ἑδραιώσει τὸ χριστιανισμό, ὅσο καὶ νὰ ὀργανώσει διοικητικὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἐπαρχία του. Ἐκτὸς ἀπὸ ἐπισκοπές, ἵδρυσε καὶ πολλὲς μονές, ὅπως τὰ γνωστὰ ἀβαεῖα τοῦ Ὄρφορντ, τῆς Φούλδης καὶ ἄλλα. Μὲ τὴν ὑποστήριξη ἐπίσης τοῦ βασιλιᾶ Πεπίνου, πρωταγωνίστησε στὴν προσπάθεια ἀνορθώσεως καὶ ἐξυγιάνσεως τῆς Φραγκικῆς Ἐκκλησίας, ποὺ παρουσίαζε εἰκόνα ὁλοκληρωτικῆς καταπτώσεως καὶ διαλύσεως.

Σώζονται πολλὲς ἐπιστολὲς τοῦ ἁγίου Βονιφατίου μὲ ἀξιόλογο περιεχόμενο. Γράφοντας στὸν ἡγούμενο Ἀλδέριο, τὸν παρακαλεῖ νὰ μνημονεύει στὴ θεία λειτουργία τοὺς ἱεραποστόλους ποὺ θυσιάστηκαν γιὰ τὴ δόξα τοῦ Χριστοῦ. Σὲ ἄλλη ἐπιστολή του πρὸς μία μοναχή, ἀφοῦ περιγράφει τὶς δυσκολίες καὶ τοὺς κινδύνους ποὺ ἀντιμετώπισε στὴν ἄσκηση τῆς ἱεραποστολῆς, βεβαιώνει ὅτι ποθοῦσε νὰ θυσιάσει καὶ τὴ ζωὴ τοῦ ἀκόμη γιὰ τὸν Κύριο. Σ' ἕνα γράμμα του στὸν τότε ἀρχιεπίσκοπο Καντουαρίας Κουθβέρτο, ἀφοῦ κάνει λόγο γιὰ τὰ καθήκοντα τῶν κληρικῶν, καταλήγει: «Ἂς ἀγωνιστοῦμε γιὰ τὸν Κύριο σὲ τοῦτες τὶς πικρὲς καὶ ὀδυνηρὲς ἡμέρες. Ἂς πεθάνουμε γιὰ τὶς ἅγιες ἐντολὲς τῶν πατέρων μας, ἂν αὐτὸ εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ κληρονομήσουμε, ὅπως ἐκεῖνοι, τὴν αἰώνια ζωή. Ἂς μὴν εἴμαστε σκυλιὰ ἄφωνα, φύλακες κοιμισμένοι, μισθωτοὶ ποὺ τὸ βάζουν στὰ πόδια μόλις δοῦν τὸ λύκο, ἀλλὰ ποιμένες ἄγρυπνοι καὶ εὐσυνείδητοι. Ἂς κηρύσσουμε τὸ εὐαγγέλιο σὲ μικροὺς καὶ μεγάλους, σὲ πλούσιους καὶ φτωχούς, σὲ κάθε τόπο καὶ σὲ κάθε περίσταση, ζώντας μέσα στὸν κόσμο ἄλλα χωρὶς ν' ἀνήκουμε στὸν κόσμο».

Τὸ 754 μ.Χ., μὲ ἔγκριση τοῦ πάπα Στεφάνου Β' (752 - 757 μ.Χ.), χειροτόνησε καὶ ἄφησε διάδοχό του στὴ Γερμανία, τὸ συνεργάτη του, ἅγιο Λοῦλλο. Ὁ ἴδιος, φλογερὸς ἐργάτης τοῦ φωτισμοῦ τῶν ἀπίστων, πῆρε μαζί του μίαν ὁμάδα ζηλωτῶν τῆς ἱεραποστολῆς καὶ τράβηξε γιὰ τὴν ἀνατολικὴ Φρισλανδία, ὅπου μέσα σ' ἕνα χρόνο μετέστρεψε καὶ βάπτισε ἀρκετὲς χιλιάδες εἰδωλολατρῶν. Ἐκεῖ ὅμως ἔλαβε καὶ τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου, ποὺ τόσο ποθοῦσε. Στὶς 5 Ἰουνίου τοῦ 755 μ.Χ., παραμονὴ τῆς Πεντηκοστῆς, καθὼς ἑτοιμαζόταν νὰ τελέσει τὸ μυστήριο τοῦ χρίσματος σὲ νέους χριστιανούς, στὶς ὄχθες ἑνὸς ποταμίσκου, ἐξαγριωμένοι εἰδωλολάτρες μὲ γυμνὰ σπαθιὰ ἐπιτέθηκαν ἐναντίον τοῦ ἱεραποστολικοῦ καταυλισμοῦ καὶ ἔσφαξαν ὅλους τους ἐργάτες τοῦ εὐαγγελίου, συνολικὰ πενήντα δύο ψυχὲς - τὸν ἅγιο Βονιφάτιο, τὸν ἐπίσκοπο Ἐοβανό, τρεῖς ἱερεῖς, τρεῖς διακόνους, τέσσερις μοναχοὺς καὶ σαράντα λαϊκούς.

Η δύναμις του ονόματος του Χριστού

Η δύναμις του ονόματος του Χριστού

Υπάρχουν σε μας, υπάρχουν ξόρκια πνευματικά, το όνομα του Κυρίου μας, και η δύναμις του σταυρού.Αυτό το ξόρκι όχι μόνον βγάζει το φίδι από τη φωλιά του και το ρίχνει στη φωτιά, αλλά θεραπεύει και τα τραύματα.
Αν όμως υπάρχουν και πολλοί που λέγουν ότι δεν θεραπεύτηκαν, αυτό συνέβη από την ολιγοπιστία τους, όχι από την αδυναμία εκείνου που αναφέραμε. Διότι και τον Ιησού άλλοι τον έσπρωχναν και τον συνέθλιβαν από παν-τού και δεν κέρδιζαν τίποτε˙ η γυναίκα όμως που έπασχε από αιμορραγία, χωρίς να αγγίση το σώμα Του, αλλά μόνο την άκρη του ενδύματός Του ,σταμάτησε χρόνιες πληγές αιμάτων ( Ματθ. 9, 20-22 και Λουκ. 8, 43-48 ) . Αυτό το Όνομα είναι φοβερό και στους δαίμονες και στα πάθη και στις ασθένειες.
Για το Όνομα λοιπόν αυτό ας καμαρώνουμε, με αυτό ας οχυρώνουμε τον εαυτό μας. Με αυτό τον τρόπο και ο Παύλος έγινε μεγάλος μολονότι είχε την ίδια φύσι με εμάς˙ όμως η πίστις τον έκανε εντελώς διαφορετικό˙ και τόσο μεγάλη ήταν η υπεροχή της δυνάμεώς του, ώστε και τα ενδύματά του να έχουν πολλή δύναμι (Πραξ. 19,12).
Για ποια απολογία λοιπόν θα είμαστε άξιοι, όταν και οι σκιές και τα ενδύματα εκείνων έδιωχναν τον θάνατο, ενώ οι δικές μας προσευχές δε σταματούν ούτε τα πάθη; Ποια είναι η αιτία; Είναι η μεγάλη διαφορά της διαθέσεως. Τα φυσικά βέβαια δώρα είναι ίσα και κοινά, αφού όμοια με μας και γεννήθηκε και μεγάλωσε και έζησε στη γη και ανέπνευσε αέρα˙ ενώ στα άλλα ήταν πολύ μεγαλύτερος και καλλίτερος από εμάς, δηλαδή στην προθυμία , στην πίστι, στην αγάπη.
Χρυσοστομικός Άμβων Ε΄ Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ Τα νεύρα της ψυχής»
Έκδοσις Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου Νέα Σκήτη Αγ. Όρους

Οἱ ἐντολές τῆς Καινῆς Διαθήκης



Νά ἀγαπᾶς τόν Κύριο μέ ὅλη σου τήν ψυχή, μέ ὅλη σου τήν καρδιά, μέ ὅλη σου τή διάνοια καί μέ ὅλη σου τή δύναμη.
(Μᾶρκος Κεφ.ιβ' Παρ.30)


Νά ἀγαπᾶς τόν πλησίον σου 
(Ματθαῖος ιθ' 19)

Νά εἶσαι ταπεινός (Ματθαῖος ε' 3)
Νά εἶσαι εἰρηνικός καί πρᾶος (Ματθαῖος ε' 5)

Νά διψᾶς γιά δικαιοσύνη (Ματθαῖος ε' 5)
Νά εἶσαι ἐλεήμων (Ματθαῖος ε' 7)
Νά μή φονεύεις (Ματθαῖος ε' 21)
Νά μήν ὀργίζεσαι (Ματθαῖος ε' 22)
Νά μήν ὑβρίζεις τόν πλησίον (Ματθαῖος ε' 22)
Νά μή μοιχεύεις (Ματθαῖος ε' 27)
Νά μήν ἐπιθυμεῖς τή γυναίκα τοῦ πλησίον (Ματθαῖος ε' 28)
Νά μή ἀντιδικεῖς (Ματθαῖος ε' 39)Νά ἀγαπᾶς τόν ἐχθρό σου (Ματθαῖος ε' 44)
Νά συγχωρεῖς τά ἁμαρτήματα τῶν ἄλλων (Ματθαῖος στ' 14)
Νά μή θησαυρίζεις (Ματθαῖος στ' 19)
Νά μήν κατακρίνεις τόν πλησίον (Ματθαῖος) 

Νά κάνεις στούς ἄλλους αὐτό ἀκριβῶς πού θέλεις νά κάνουν καί οἱ ἄλλοι σέ σένα (Ματθαῖος ζ' 12)
Νά θυσιάζεις τή ζωή σου γιά τόν Κύριο (Ματθαῖος ι' 39)

Νά μή βλασφημεῖς τό Ἅγιο Πνεῦμα (Ματθαῖος ιβ' 31)

Νά τιμᾶς τόν πατέρα σου καί τή μητέρα σου (Ματθαῖος ιε' 4)

Νά μήν πορνεύεις (Ματθαῖος ιε' 19)

Νά μήν ψευδομαρτυρεῖς (Ματθαῖος ιε' 19) 

Νά μήν κλέβεις (Ματθαῖος ιε' 19)

Νά μή χωρίζεις τή γυναίκα σου (παρά μόνο ἕνεκα μοιχείας). (Ματθαῖος ιθ' 9)

Νά μετανοεῖς γιά τά ἁμαρτήματά σου (Ματθαῖος κα' 31)

Νά μή στερεῖς τόν πλησίον σου ἀπ' ὅ,τι τοῦ ἀνήκει(Μᾶρκος ι' 19)
Νά μήν εἶσαι πλεονέκτης (Α' Πρός Ρωμαίους α' 29)
Νά μή φθονεῖς (Α' Πρός Ρωμαίους α' 29)
Νά μή φιλονικεῖς (Α' Πρός Ρωμαίους α' 29)
Νά μή μνησικακεῖς (Α' Πρός Ρωμαίους α' 31)
Νά μή συκοφαντεῖς (Α' Πρός Ρωμαίους γ' 8)
Νά μήν ὑπερηφανεύεσαι (Α' Πρός Ρωμαίους ιβ' 16)
Νά ἔχεις ὑπομονή (Α' Πρός Ρωμαίους ιβ' 12)
Νά εἶσαι φιλόξενος (Α' Πρός Ρωμαίους ιβ' 13)
Νά μήν ἐκτοξεύεις κατάρες (Α' Πρός Ρωμαίους ιβ' 14)
Νά ἀποφεύγεις τά ἁμαρτωλά φαγοπότια καί τή μέθη (Α' Πρός Ρωμαίους ιγ' 13)
Νά μή συμπεριφέρεσαι ὡς θηλυπρεπής ἤ ἀρσενοκοίτης
(Α' Πρός Κορινθίους στ' 9)
Νά ἀγαπᾶς τήν ἀλήθεια (Α' Πρός Κορινθίους ιγ' 6)
Νά εἶσαι μεγαλόψυχος καί ἀνεκτικός (Α' Πρός Κορινθίους ιγ' 4)
Νά ὑπομένεις τά ἐλαττώματα τῶν ἄλλων
 (Α' Πρός Κορινθίους ιγ' 7)

Τί είναι προτιμότερο, ο ευθύς πόλεμος ενάντια στα πάθη ή η αποφυγή τους με πλάγιους τρόπους;


Στο Υπόμνημα της Αποκάλυψης του Αγίου Ανδρέα Καισαρείας λέγεται ότι κατά τους εσχάτους καιρούς μερικοί θα αποσυρθούν στην αισθητή έρημο, άλλοι στη νοητή έρημο, ενώ άλλοι θα είναι γενναίοι, δηλαδή θα παλέψουν με την πραγματικότητα που θα υπάρχει γύρω τους και θα νικήσουν.

Σίγουρα όσοι θα αποσυρθούν στην αισθητή έρημο (την τοπική έρημο) αυτό θα το κάνουν για πνευματικούς λόγους, δηλαδή «για το Θεό και τη σωτηρία τους»∙ αυτό θα το κάνουν σύμφωνα με το «επίπεδό τους», έχοντας συναίσθηση των αδυναμιών τους∙ θα αποσυρθούν σε μέρη πιο κατάλληλα για την αδυναμία τους, όπου δε θα τους ζητηθεί μία ομολογία πίστεως πάνω από τις δυνάμεις τους, πάνω από αυτό που οι ίδιοι είναι σε θέση να ομολογήσουν. 

Αυτοί που θα αποσυρθούν στην νοητή έρημο, δηλαδή αυτοί που δεν θα εκδηλωθούν με την πίστη τους, όση έχουν, θα το κάνουν αυτό εξαιτίας της αδυναμίας τους να εκδηλωθούν ότι είναι του Χριστού, αλλά δε θα είναι δυνατόν να λεχθεί γι’ αυτούς ότι είναι προδότες της πίστεως του Χριστού. 

Τέλος, οι γενναίοι ή οι καλοί νικητές θα ομολογήσουν φανερά την πίστη τους, αδιαφορώντας για τις συνέπειες που θα έχει αυτή η ομολογία. Όμως αυτοί θα είναι ολίγοι.

Το ίδιο συμβαίνει και όταν ο λόγος στρέφεται στα πάθη. Οι πατέρες συμβουλεύουν να αποφεύγουμε τις αιτίες των παθών, για να μην υποδουλωνόμαστε στα πάθη. Επίσης συμβουλεύουν να αποφεύγουμε τις ευνοϊκές συνθήκες για την εκδήλωση των παθών, για να αποφύγουμε την πτώση. 

Είναι γνωστή η συμβουλή: «Αρσένιε, φεύγε τους ανθρώπους και σώζη» και «φεύγε, σιώπα, ησύχαζε». Όταν δεν είσαι σίγουρος για τη νίκη στη μάχη, είναι καλό να απέχεις από τη μάχη που δεν μπορείς να δώσης. Το σημαντικό είναι να μη νικηθείς, έστω και αν δεν είσαι νικητής. 

«Δεν μπορείς να έχεις την απαίτηση να βαδίζει ένα παιδί όπως ένας μεγάλος». «Όλα του ανθρώπου βρίσκονται στο επίπεδο του ανθρώπου». Στο επίπεδό μας βρίσκεται και η μάχη και η νίκη και η πτώση, όπως και η φυγή από τις αιτίες των παθών. Έπειτα, ξέρουμε ότι «η τιμωρία για τον υπερήφανο είναι η πτώση».

Ο Θεός να μας δώσει την σοφία να γνωρίζουμε πότε να φεύγουμε και πότε να μαχόμαστε. Ένα πράγμα είναι σίγουρο, ότι τη νίκη μας τη χαρίζει ο Θεός, μόνο να είμαστε ταπεινοί και να Τον υπηρετούμε.


Πηγή: «Ο Γέροντας Θεόφιλος Παραϊάν
Χωρίς φως, φωτισμένος»
Μετάφραση- επιμέλεια:
Πρωτοπρ. Κωνσταντίνος Καραϊσαρίδης
Εκδόσεις ΑΘΩΣ

Ο Άγιος Νεομάρτυς Μάρκος ο εν Χίω (+ 5 Ιουνίου 1801)

Ο Άγιος Νεομάρτυς Μάρκος καταγόταν από τη Σμύρνη. Ως πραματευτής γύριζε στο Κουσάντασι (Νέα Έφεσο), στη Χίο και στις περιοχές τους. Ήταν έγγαμος. Κάποια στιγμή, παρακινημένος από τον αδελφό του, πήγε και εγκαταστάθηκε στην Έφεσο. Εκεί έμπλεξε με κάποια γυναίκα χριστιανή, τη Μαρία και απατούσε τη σύζυγό του.
Τον κατέδωσαν όμως στον αγά και μια νύχτα τον συνέλαβαν επ’ αυτοφώρω. Το πρωί, στο δικαστήριο, εξώμοσαν και οι δύο. Ο μεν Μάρκος, αφού περιετμήθη, υιοθετήθηκε από τον αγά, η δε γυναίκα μπήκε στο χαρέμι του. Αργότερα την άφησε ελεύθερη να ζει σε δικό της σπίτι, δίνοντάς της και μισθό.
$RM8P6SM
Ο Μάρκος, ως γιος του αγά, εξωτερικά συμπεριφερόταν σκληρά στους Χριστιανούς, ωστόσο ο έλεγχος της συνειδήσεώς του δεν τον άφηνε να ησυχάσει. Έτσι κατέφυγε σε έναν έμπειρο πνευματικό να εξομολογηθεί. Ο πνευματικός αρχικά δεν τον δέχθηκε μήπως υποκρινόταν αλλά τα δάκρυα και η επιμονή του Μάρκου τον έπεισαν. Στον ίδιο πνευματικό πήγαινε και η Μαρία. Και οι δύο ήθελαν οπωσδήποτε να φύγουν από τη Ν. Έφεσο και παρακαλούσαν τον πνευματικό να τους βοηθήσει. Είχαν περάσει ήδη εννιά μήνες από την εξώμοσή τους. Αυτός συμβούλευσε τη γυναίκα να υποκριθεί την άρρωστη. Ο γιατρός που την «εξέτασε », φίλος του πνευματικού, αποφάνθηκε πως μόνο στη Σμύρνη θα θεραπευόταν.
Ο αγάς επέτρεψε να αναχωρήσει η Μαρία με τη συνοδεία του Μάρκου αλλά γρήγορα αντελήφθη την εξαπάτηση και έστειλε μήνυμα στον πασά της Σμύρνης να τους συλλάβει. Ο Μάρκος τότε βρήκε καράβι που αναχωρούσε για Τεργέστη και παίρνοντας τη Μαρία έφυγαν. Από κάποια εμπόδια αναγκάστηκαν όμως να αποβιβαστούν στη Βενετία. Εκεί, αφού χρίσθηκαν με Άγιο Μύρο, επανεντάχθηκαν στην Εκκλησία, ευλογήθηκε ο γάμος τους (πρέπει να είχε πεθάνει η νόμιμη σύζυγός του) και ζούσαν με μετάνοια και συντριβή.
Αργότερα όμως,επειδή δεν μπορούσε ο Άγιος να ησυχάσει, εξ αιτίας της άρνησής του, περιπλανήθηκε με την οικογένειά του, μέχρι και τη Ρωσία.. Τελικά επέστρεψε στις τουρκοκρατούμενες περιοχές και εξομολογήθηκε σε πολλούς πνευματικούς, Μητροπολίτες και Πατριάρχες, τον σφοδρότατο πόθο του να μαρτυρήσει. Όλοι, μ’ ένα στόμα, προσπαθούσαν να τον αποτρέψουν, τονίζοντάς του πόσο επικίνδυνο είναι αυτό για τον ίδιο και τους άλλους χριστιανούς αλλά και ότι μπορεί να σωθεί και με την μετάνοια. Ο θερμότατος όμως πόθος του για ομολογία τον οδήγησε στη Ν. Έφεσο, όπου και είχε αρνηθεί τον Χριστό. Ο πνευματικός του ωστόσο δεν του έδωσε ευλογία να μαρτυρήσει εκεί, επειδή οι Τούρκοι ήσαν εξαγριωμένοι εξαιτίας του μαρτυρίου του Αγίου Νεομάρτυρος Γεωργίου (5 Απριλίου) και της καινούργιας εκκλησίας που χτιζόταν.
Γι’ αυτό έφυγε και πήγε στη Χίο, όπου ύστερα από έντονη πνευματική προετοιμασία παρουσιάστηκε στον αγά. Στην ερώτηση του αγά τι θέλει στο δικαστήριο απάντησε : Εγώ ήμουν Χριστιανός και ονομάζομαι Μάρκος. Κατάγομαι από τη Θεσσαλονίκη και γεννήθηκα στη Σμύρνη από γονείς χριστιανούς. Στη συνέχεια ο Άγιος ομολόγησε την αγία πίστη του και αποκήρυξε το Ισλάμ. Έβγαλε από το στήθος ένα σταυρό και τον φίλησε, πέταξε κάτω το σαρίκι του και φόρεσε ένα αγιορείτικο σκουφί.
Ο αγάς με έκπληξη τον ρώτησε : Είσαι τρελός ή μεθυσμένος, άνθρωπε; Ούτε τρελός ούτε μεθυσμένος είμαι, απάντησε ο Άγιος, εξάλλου είμαι νηστικός. Και στις κολακείες του αγά το μόνο που έλεγε ήταν ότι είναι έτοιμος να χύσει το αίμα του για τον Χριστό. Τον έκλεισαν στη φυλακή και του έβαλαν τα πόδια στο τουμπρούκι, το τιμωρητικό ξύλο. Ο Άγιος είχε τόση κατάνυξη που έψαλλε ύμνους και είχε μάλιστα πολύ μελωδική φωνή. Ο Σούμπασης (αστυνόμος) από κακία μπήκε στο κελί και άνοιξε τέρμα το τιμωρητικό ξύλο, ώστε τα πόδια του Αγίου ν’ ανοίξουν τόσο, όσο δεν γινόταν άλλο, προκαλώντας του αφόρητο πόνο.
Ύστερα άρχισε να τον κλωτσάει, όπου εύρισκε, με αποτέλεσμα ο Άγιος να αιμορραγεί από το στόμα. Παρόλ’ αυτά ευχαριστούσε συνέχεια τον Θεό για τα παθήματά του. Κάποιοι χριστιανοί φιλομάρτυρες κατόρθωσαν να μπουν στη φυλακή και να ενισχύσουν τον μάρτυρα. Αυτοί διηγήθηκαν και τον αγώνα του. Μέσα στη φυλακή είχε πολλές αποκαλύψεις που τον στερέωσαν πνευματικά, ώστε να τελειώσει το μαρτυρικό του στάδιο. Επίσης η τοπική εκκλησία φρόντιζε να κοινωνεί ο Άγιος τακτικά μέσα στη φυλακή το σώμα και το αίμα του Χριστού. Ακολούθησε η δεύτερη εξέταση, πότε με υποσχέσεις, πότε με απειλές. Ο Άγιος σταθερά τους ήλεγχε και τους προκαλούσε να πιστέψουν στον Χριστό. Τότε όρμησαν όλοι και τον έσπρωχναν με λύσσα και τον χτυπούσαν τόσο που τον γκρέμισαν από τη σκάλα. Σ’ όλο το δρόμο για τη φυλακή ο σούμπασης και οι άλλοι τον ράβδιζαν και στη φυλακή τόσο πολύ άνοιξαν το ξύλο, ώστε κυριολεκτικά διαλύθηκαν τα πόδια του. Κι ο Άγιος συνεχώς έψελνε και έλεγε : Κύριε, δέξε με, τον αρνητή Σου.
Πολλοί χριστιανοί, από την πρώτη μέρα που συνελήφθη και βασανιζόταν ο Άγιος άρχισαν αυστηρή νηστεία, και πολλή προσευχή. Όλες οι εκκλησίες λειτουργούσαν κάθε μέρα και έψαλλαν συνέχεια την παράκληση όχι μόνο στις εκκλησίες αλλά και στα σπίτια, θέλοντας να ενισχύσουν τον μάρτυρα. Ο ίδιος ο Άγιος παρακαλούσε τους Χριστιανούς να προσεύχονται και να μη λυπούνται γι’ αυτόν. Αύριο γίνεται ο γάμος μου, έλεγε χαρακτηριστικά, να χαίρεστε όχι να λυπάστε και να κλαίτε. Ο ίδιος προείδε τον θάνατό του και ζήτησε συγχώρεση απ’ όλους, τις προσευχές όλων και έστειλε τις ευχαριστίες του σ’ όσους του συμπαραστάθηκαν και τα σέβη του στους ιερωμένους.
Τον έβγαλαν τέλος από τη φυλακή και,δέρνοντας, σπρώχνοντας και βρίζοντας,τον έφεραν στο δικαστήριο. Ήταν μαζεμένοι όλοι οι αγάδες και ο Μουφτής. Μετά την τρίτη ομολογία του, στις 5 Ιουνίου 1801, καταδικάστηκε στον δια ξίφους θάνατο. Βγήκε από το δικαστήριο καταχαρούμενος, το πρόσωπό του έλαμπε. Και, παρόλο που τα πόδια του ήταν τσακισμένα και είχε δεμένα τα χέρια, κυριολεκτικά έτρεχε προς τον τόπο της εκτέλεσης σαν να μην πατούσε στη γη. Γεγονός που το αντιλήφθηκαν κι οι φύλακες κι έλεγαν μάλιστα ότι οι δαίμονες τον πήγαιναν σηκωτόν στον αέρα, τόσο πολύ αναγκάζονταν να τρέχουν μαζί του.
Ο διοικητής και οι φύλακες με τα ξύλα στα χέρια αγωνίζονταν να συγκρατήσουν το πλήθος που μαζεύονταν για να δουν την άθληση του μάρτυρος. Όταν έφθασαν στον συνηθισμένο τόπο ο Άγιος με χαρά γονάτισε μόνος του και είπε στον δήμιο : Έλα, κτύπα. Ο δήμιος, από αδεξιότητα,δεν κατάφερε με μια σπαθιά να τον αποκεφαλίσει και όχι μόνο αυτό αλλά του έφυγε και το σπαθί από τα χέρια. Ο Άγιος έπεσε κάτω μαζεμένος, ακίνητος, χωρίς να ταράσσεται, ή να φωνάζει. Ο δήμιος άρπαξε το σπαθί και με πολλά και γρήγορα χτυπήματα τον αποκεφάλισε. Οι Χριστιανοί δόξαζαν τον Θεό. Πολλοί έτρεξαν στις εκκλησίες, όπου εξέφραζαν τη χαρά τους ψάλλοντας ύμνους μαρτυρικούς.. Όλοι με ασυγκράτητη ορμή χωρίς να υπολογίζουν χρήματα ζητούσαν ν’ αποκτήσουν κάτι από τον μάρτυρα. Χώμα βρεγμένο με το αίμα του ή κομμάτι από τα ρούχα του.
Το Άγιο λείψανο, που ευωδίαζε,κατόρθωσαν οι Χριστιανοί να το πάρουν και να το ενταφιάσουν δίνοντας πάρα πολλά χρήματα.
Από την πρώτη στιγμή της άθλησης του Αγίου Νεομάρτυρος Μάρκου άρχισαν να γίνονται καταπληκτικά θαύματα, τα οποία αναφέρονται στο συναξάρι του.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...