«Ἰδού ἡμεῖς ἀφήκαμεν πάντα καί ἠκολουθήσαμέν σοι»
Κυριακή τῶν Ἁγίων Πάντων σήμερα, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί και είναι η ημέρα αυτή όπου η Αγία Εκκλησία μας δείχνει πόσο βαθύς είναι ὁ πόθος της για νά τιμήσει τά παιδιά της πού φωτισμένα ἀπό τό φῶς τῆς Πεντηκοστῆς, ὁπλισμένα μέ τήν πίστη τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ καί ἐφοδιασμένα μέ τήν Χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἀγωνίσθηκαν, μέχρι θανάτου τις περισσότερες φορές, τόν ἀγῶνα τῆς ἀρετῆς και εν τέλη καταγράφηκαν στον ατελείωτο κατάλογο που αποτελεί τον ειρηνικό στρατό της Εκκλησίας του Χριστού μας.
Καλλιέργησαν τήν ἁγιότητα, ἐτελείωσαν τήν ζωή τους χριαστιανικά καί ἀπολαμβάνουν τώρα, θριαμβευτές, τήν δόξα τοῦ Οὐρανοῦ. Γνωστοί καί ἄγνωστοι, μικροί καί μεγάλοι, ἐγκόσμιοι καί ἐρημικοί, όσιοι, μάρτυρες, αναχωρητές, ομολογητές, βασιλείς ή απλοί άνθρωποι, ιερείς, αρχιερείς, μοναχοί, ληστές και πόρνες, οἱ ἅγιοι μας ὑμνολογοῦνται καί δοξάζονται σήμερα ἀπό τήν Ἐκκλησία μέ ἐκδηλώσεις θαυμασμοῦ, ἀγάπης καί εὐγνωμοσύνης γιά τήν μεγάλη τους προσφορά στό ἔργον τῆς Ἐκκλησίας.
Όλοι αυτοί οι Άγιοι μας είναι για εμάς τους χριστιανούς η προσπάθεια της Εκκλησίας μας για νά κινητοποιήσει τίς καρδιές μας, νά ἐνισχύσει τίς τυχόν προσπάθειές μας γιά μίμηση τοῦ Χριστοῦ, μέσα από τήν μίμηση τῶν Ἁγίων Του. Γιατί, ἄς μή ξεχνᾶμε, ότι τό «ἅγιοι γίνεσθε, ὅτι ἐγώ ἅγιός εἰμι», δέν ἐλέχθη μόνο γιά τούς ἁγίους τοῦ Οὐρανοῦ, ἀλλά εἶναι μιά ἀπαίτηση τοῦ Θεοῦ, πού ἀπευθύνεται στόν κάθε ἄνθρωπο τῆς κάθε ἐποχῆς, τ'οτε και τώρα. Καί σήμερα, ἑπομένως, ὅλοι μας πρέπει νά γίνουμε ἅγιοι, ή τουλάχιστον να προσπαθήσουμε, αυτό θέλει ο Θεός από εμάς, καί σήμερα μέσα ἀπό κάθε γωνιά τῆς γῆς ὁ Θεός πρέπει νά ἔχει, καί σίγουρα ἔχει αδελφοί μου τούς δικούς του, αυτούς οἱ ὁποῖοι θά Τόν ὁμολογοῦν μέ ἡρωϊσμό, θά Τόν ἀγαποῦν μέ αὐταπάρνηση καί θά ἀγωνίζονται, μέ σταθερότητα καί συνέπεια, τόν καλόν ἀγῶνα τῆς ἁγιότητας.
Στο ιερό Ευαγγέλιο της εορτής των Αγίων Πάντων ο Κύριος μας παρουσιάζει δυο βασικές προϋποθέσεις για να ακολουθήσουμε όλοι μας τον δρόμο των Αγίων.
Η πρώτη προϋπόθεση είναι η ομολογία της πίστεως. Μας διαβεβαιώνει ο Κύριος: Καθένας ο οποίος θα με ομολογήσει μπροστά στους ανθρώπους που καταδιώκουν την πίστη μου, θα τον ομολογήσω κι εγώ ως πιστό ακόλουθό μου μπροστά στον Πατέρα μου, που είναι στους ουρανούς. Εκείνον όμως που θα με αρνηθεί μπροστά στους ανθρώπους, αυτόν θα τον αρνηθώ κι εγώ και δεν θα τον αναγνωρίσω ως δικό μου μπροστά στον Πατέρα μου, που είναι στους ουρανούς.
Ο Κύριος λοιπόν θέτει ως βασική προϋπόθεση της σωτηρίας μας να ομολογούμε τον Χριστό μπροστά στους διώκτες και αρνητές του, οι οποίοι βέβαια περισσεύουν στις μέρες μας. Δείτε και θαυμάστε τις αποφάσεις που περνούν στο ελληνικό κοινοβούλιο μας, οι βουλευτές μας, οι οποίοι υποτίθεται πως είναι οι εκπρόσωποι μας. Αυτοί δεν θέλουν εικόνες στα σχολειά των παιδιών τους, δεν θέλουν τα παιδιά μας να κάνουν το πρωΐ τον σταυρό τους, δεν θέλουν την έπαρση της σημαίας, δεν θέλουν τις γιορτές των Αγίων μας, δεν σέβονται την ιστορία μας, θέλουν βέβαια τζαμιά για αλλόθρησκους και αλλόδοξους, θέλουν πολιτικούς γάμους-συμβόλαια για τους Έλληνες, θέλουν τις Κυριακές καθημερινές, δεν θέλουν το θρήσκευμα στην ταυτότητα μας, δεν θέλουν την Εκκλησία μας γενικότερα γιατί τους ενοχλεί στα διαβολικά σχέδια τους.
Ποιο όμως ακριβώς είναι το νόημα των λόγων αυτών του Κυρίου; Αν κανείς μελετήσει τις αναλύσεις των ιερών ερμηνευτών, θα δει ότι εδώ ο Κύριος δεν ζητεί μία γενική και αόριστη ομολογία από εμάς, αλλά ζητεί να Τον ομολογούμε με συγκεκριμένο και σαφή τρόπο, να Τον ομολογούμε ως Σωτήρα μας και Λυτρωτή μας, ως Θεό μας.
Γιατί όμως ο Χριστός μας μας ζητά μία τέτοια ομολογία; Διότι μέσα στους αιώνες κανείς δεν αρνήθηκε ότι ο Ιησούς Χριστός, ο Κύριος μας είναι ένας μεγάλος διδάσκαλος, προφήτης, αναγεννητής, φιλόσοφος. Κανείς δεν αρνήθηκε το πνευματικό και κοινωνικό του έργο. Το σημείο που ενοχλεί τους διώκτες του Κυρίου είναι ένα και μοναδικό: η θεότητά του. Διότι αυτό είναι που καθορίζει τα πάντα στη ζωή μας.
Εάν δεχθούμε τον Κύριο Ιησού Χριστό απλώς και μόνον ως ένα ιστορικό πρόσωπο ξεχωριστό και τέλειο, τότε αυτό δεν έχει καμία επίδραση στη ζωή μας. Εάν όμως Τον αποδεχθούμε και Τον ομολογούμε ως Θεάνθρωπο Διδάσκαλο Σωτήρα μας, τότε αυτό έχει καθοριστική σημασία για τη ζωή μας. Διότι τότε θα πρέπει να αποδεχθούμε όλα όσα ζητάει από εμάς και να συμμορφώσουμε τη ζωή μας με το θέλημά του.
Ο δρόμος λοιπόν προς την αγιότητα προϋποθέτει όχι μία γενική και αόριστη ομολογία πίστεως, αλλά μία πίστη και ομολογία συγκεκριμένη. Να ομολογούμε τον Κύριο μας Ιησού Χριστό ως «Θεόν αληθινόν, ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ γεννηθέντα». Και να ζούμε όπως Εκείνος θέλει. Μόνον έτσι θα μπορέσουμε να εισέλθουμε στο δρόμο των Αγίων, στο δρόμο του Χριστού.
Στη συνέχεια του ευαγγελίου ο Κύριος, μας παρουσιάζει τη δεύτερη προϋπόθεση για τον δρόμο της αγιότητος. Ζητά απ’ όλους μας να Τον αγαπούμε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον στον κόσμο. Εκείνος, λέει, που αγαπά τον πατέρα του ή τη μητέρα του περισσότερο από έμενα και με αρνείται για να μη χωρισθεί από τους γονείς του, δεν αξίζει για μένα. Κι Εκείνος που αγαπά τον υιό του ή την κόρη του περισσότερο από έμενα, δεν είναι άξιος να λέγεται μαθητής μου. Κι Εκείνος που δεν παίρνει την απόφαση να υποστεί σταυρικό θάνατο και δεν ακολουθεί πίσω μου με την απόφαση να ακολουθήσει το παράδειγμά μου, δεν αξίζει για μένα.
Τότε του αποκρίθηκε ο Πέτρος: Κύριε, εμείς αφήσαμε τα πάντα και Σε ακολουθήσαμε. Τι άραγε θα γίνει μ’ εμάς; Και ο Κύριος απάντησε: Όταν θα καθίσω στον θεϊκό μου θρόνο, θα καθίσετε κι εσείς σε δώδεκα θρόνους δικάζοντας τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ. Και καθένας που άφησε σπίτια ή αδελφούς ή αδελφές ή πατέρα ή μητέρα ή γυναίκα ή παιδιά ή χωράφια για να μη χωρισθεί από εμένα, θα λάβει πολλαπλάσια σ’ αυτή τη ζωή και θα κληρονομήσει την αιώνια ζωή. Και πολλοί που είναι εδώ πρώτοι, θα είναι στην αιώνια βασιλεία τελευταίοι, ενώ πολλοί τελευταίοι θα είναι εκεί πρώτοι.
Ο Κύριός μας εδώ θέτει ως βασική προϋπόθεση για να μας αποδεχθεί ως άξιους μαθητές του να Τον αγαπάμε περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο στον κόσμο, ακόμη και από τα πλέον αγαπημένα ιερά μας πρόσωπα, τον πατέρα μας και τη μητέρα μας. Και γιατί μας το ζητάει αυτό; Μας το ζητάει όχι εγωιστικά, ή γιατί έχει ανάγκη από την αγάπη μας, αλλά αντίθετα μας το ζητά για το δικό μας συμφέρον. Πρωτίστως εμείς έχουμε ανάγκη αυτήν την αμέριστη αγάπη του Θεού μας και τίποτε μα τίποτε δεν μπορεί να είναι ίση και πάνω από αυτήν.
Ο Κύριος όμως μας ζητά να Τον αγαπούμε πάνω απ’ όλους και για έναν άλλο λόγο καθοριστικό για τη ζωή μας: Διότι θέλει να μας καταστήσει μετόχους της δικής του μακαριότητας, να μας προσφέρει ασύλληπτης αξίας δώρα, να μας προσφέρει τα πάντα. Διότι όταν αγαπάμε τον Χριστό μας περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο στον κόσμο, ζούμε από αυτή τη ζωή σ’ έναν άλλο κόσμο· στον κόσμο της Βασιλείας του Θεού. Όταν έχουμε στραμμένα τα μάτια μας σ’ Εκείνον, τότε μπορούμε να γευθούμε τα αόρατα μυστικά, τις πνευματικές ομορφιές, τα μυστήρια του Θεού. Μπορούμε να γευθούμε τη γλυκύτητα της παρουσίας του· ν’ απολαύσουμε τη μυστική κοινωνία μαζί του. Να ζούμε καθημερινά μια πνευματική ζωή αγιότητος και χάριτος. Να απολαμβάνουμε τη λατρεία και την προσευχή ως ύψιστες πνευματικές ηδονές.
Έτσι θα έχουμε μέσα μας τόσο δυνατά βιώματα, που θα συνεπαίρνουν την ύπαρξή μας. Έτσι θα γίνουμε πολίτες της Βασιλείας του από αυτή τη ζωή. Ας Τον αγαπήσουμε λοιπόν πάνω απ’ όλους και απ’ όλα και ας εισέλθουμε στο μυστήριο της εν Χριστώ αγάπης και ζωής μαζί Του από τώρα...από σήμερα.
Ας προσπαθήσουμε να γίνουμε Άγιοι αδελφοί μου!!!