Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Ιουλίου 05, 2014

Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς - Κυριακή Δ΄ Ματθαίου: Η μεγάλη πίστη του εκατόνταρχου


Όταν ο άνθρωπος δεν έχει μεγάλη ταπείνωση, πραότητα, υποταγή και υπακοή στο Θεό, πώς μπορεί να σωθεί; Πώς θα μπορούσε να σωθεί ένας άπιστος κι αμαρτωλός άνθρωπος, όταν κι ο δί­καιος «μόλις σώζεται» (Α’ Πέτρ. δ' 18); Το νερό δε μαζεύεται στα ψηλά κι απόκρημνα βουνά, αλλά σε χαμηλά, επίπεδα και βαθιά μέρη. Το έλεος του Θεού δεν κατοικεί στους υπερήφανους, που κομπάζουν και αντιτίθενται στο Θεό, αλλά στους ταπεινούς και τους πράους, που η καρδιά τους είναι ταπεινωμένη κι ειρη­νική, που είναι υποταγμένοι στο μεγαλείο του Θεού κι υπάκουοι στο θέλημά Του.

Όταν κάποια αρρώστια προσβάλλει ένα κλήμα που έχει φυτέψει ο οικοδεσπότης και το φροντίζει προσεκτικά για χρόνο πολύ, το κόβει και το καίει και στη θέση του φυτεύει ένα αγριόκλημα. Όταν οι γιοι ξεχνούν την αγάπη του πατέρα τους κι επαναστατούν εναντίον του, τί θα τους κάνει; Θ’ απομακρύνει τα παιδιά από το σπίτι του και στη θέση τους θα προσλάβει μισθωτούς.

Όπως συμβαίνει στη φύση, έτσι γίνεται και με τους ανθρώπους. Λένε οι άπιστοι: Έτσι γίνεται σύμφωνα με τους νόμους της φύσης και τους νόμους των ανθρώπων. Οι πιστοί όμως δε μιλάνε έτσι. Εκείνοι τραβούν το παραπέτασμα των φυσικών και των ανθρώπινων νόμων, ατενίζουν με φλογερά μάτια το μυστήριο της αιώνιας ελευθερίας και μιλούν διαφορετικά. Λένε: Έτσι γίνεται με το θέλημα του Θεού και για το καλό μας. Ο Θεός τα γράφει αυτά με το χέρι Του. Εκείνοι που μπορούν να διαβάζουν αυτά που χαράζει ο Θεός με φωτιά και πνεύμα τόσο στη φύση όσο και στους ανθρώπους, μόνο αυτοί θα καταλάβουν τη σημασία τους. Εκείνοι που μπροστά στα μάτια τους η φύση κι η ανθρώπινη ζωή ανακατεύονται όπως ένας μεγάλος σωρός από γράμματα, χωρίς πνεύμα και νόημα, λένε πως όλα είναι «τυχαία». «Όλα όσα βλέπουμε γύρω μας, λένε, έγιναν τυχαία». Με αυτό εννοούν πως όλος αυτός ο σωρός με τα γράμματα κινείται κι ανακατεύ­εται από μόνος του, κι απ’ αυτή την ανόητη μίξη προ­κύπτει το ένα γεγονός ή το άλλο. Αν ο Θεός δεν ήταν ελεήμων και εύσπλαχνος, θα γελούσε μ’ αυτούς τους ερμηνευτές του κόσμου και της ζωής. Υπάρχει όμως και κάποιος που γελάει και χαίρεται με την ανοησία αυτού του συλλογισμού: το πονηρό πνεύμα, ο εχθρός της ανθρώπινης φύσης, που δεν έχει ούτε έλεος ούτε συμπάθεια προς τον άνθρωπο.

Όταν μια χήνα περιπλανιέται σ’ έναν πολύχρωμο τάπητα που είναι απλωμένος σε λιβάδι, ίσως σκεφτεί πως όλ’ αυτά τα σχέδια και τα χρώματα του τάπητα βρέθηκαν εκεί τυχαία, πως ο τάπητας ξεπήδησε ξαφ­νικά από τη γη, όπως το γρασίδι - κατά το σκεπτικό της χήνας. Η υφάντρα όμως, που ύφανε και έβαψε τον τάπητα, γνωρίζει πως δε βρέθηκε τυχαία εκεί. Ξέρει τι σημαίνει κάθε λεπτομέρεια του σχεδίου και των χρωμάτων, γιατί τα σχέδια και τα χρώματα παρου­σιάζονται με τον τρόπο που έχουν συνδυαστεί. Μόνο η υφάντρα μπορεί να διαβάσει και να εξηγήσει τον τάπητα, εκείνη που τον ύφανε με το χέρι της, καθώς κι εκείνοι στους οποίους το διηγείται. Το ίδιο κάνουν κι οι άπιστοι. Περιφέρονται γύρω από τον πανέμορφο τάπητα του κόσμου και λένε πως όλα έγιναν «τυχαία». Ο Θεός μόνο, που ύφανε αυτόν τον κόσμο, γνωρίζει τη σημασία που έχει κάθε κλωστή στο στημόνι και στο υφάδι, καθώς και κείνοι στους οποίους Εκείνος το αποκαλύπτει.

Ο Ησαΐας είδε και έγραψε: «Κύριος Ύψιστος εν αγίοις αναπαυόμενος και ολιγοψύχοις διδούς μακροθυμίαν και διδούς ζωήν τοις συντετριμμένοις την καρδίαν» (Ησ. νζ' 15). Ο Θεός βρίσκεται στη γη ανάμεσα σε κείνους που έχουν καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην. Ο Θεός αποκαλύπτει τα μυστήρια του κόσμου και της ζωής σ’ εκείνους στους οποίους «ενοικεί». Σ’ αυτούς εξηγεί τα πνευματικά βάθη όλων εκείνων που ο ίδιος έγραψε μέσα από τα πράγματα και τα γεγονότα. Ο Αβραάμ, ο Ισαάκ, ο Ιακώβ, ο Ιω­σήφ, ο Μωϋσής κι ο Δαβίδ είχαν συντετριμμένη καρδιά, ταπεινό πνεύμα. Γι’ αυτό κι ο Θεός κατοικούσε μέσα τους και υποσχέθηκε πως θα είναι μαζί τους και με τους απογόνους τους, εφόσον εκείνοι εξακολουθούν να έχουν συντετριμμένη καρδιά και ταπεινό πνεύμα. Όταν όμως η συχνή επαφή με το Θεό κάνει κάποιον άνθρωπο υπερήφανο, τότε εκείνος βλάπτεται περισ­σότερο απ’ αυτούς που δε γνώρισαν τον αληθινό Θεό και δεν είχαν επαφή μαζί Του.

Το καλλίτερο και σαφέστερο παράδειγμα σ’ αυτό το θέμα μας το δίνουν οι Ισραηλίτες. Ήταν απόγονοι των μεγάλων και θεαρέστων προπατόρων που προαναφέραμε. Η επαφή τους όμως με τον αληθινό Θεό τους δημιούργησε οίηση. Έτσι το έθνος αυτό άρχισε να βλέπει όλα τ’ άλλα έθνη με περιφρόνηση, σα νά ‘ταν σκύβαλα πεταμένα. Με τη συμπεριφορά τους αυτή όμως προκάλεσαν τη δική τους καταστροφή. Η υπερηφάνεια τους τύφλωσε τόσο πολύ, ώστε το μόνο που κράτησαν απ’ όλα όσα τους αποκάλυψε ο Θεός με τους προφήτες και τους άλλους δίκαιους της Παλαιάς Διαθήκης, ήταν πως αυτοί αποτελούσαν τον εκλεκτό λαό του Θεού, τον περιούσιο. Το πνεύμα και το νόημα της αρχαίας αποκάλυψης του Θεού γι’ αυτούς είχε ολότελα χαθεί. Η Αγία Γραφή χόρευε μπροστά στα μάτια τους σαν ένα συνοθύλευμα με ακατανόητα γράμματα. Όταν ο Κύριος Ιησούς εμφα­νίστηκε στον κόσμο με μια νέα αποκάλυψη, εκείνοι με την τυφλότητά τους αγνοούσαν το θέλημα του Θεού, είχαν φτάσει στο επίπεδο των ειδωλολατρών. Με τη σκοτισμένη πνευματική τους όραση και την τραχύτητα της καρδιάς τους, είχαν καταντήσει πολύ χειρότεροι κι από τους ειδωλολάτρες.

Η σημερινή ευαγγελική περικοπή μας αποδείχνει την αλήθεια αυτών που είπαμε παραπάνω. Μας περιγράφει ένα γεγονός που μας δείχνει πως κάποιοι άνθρωποι είναι υγιείς ανάμεσα στους ασθενείς κι άλλοι είναι άρρωστοι ανάμεσα στους υγιείς. Πως υπάρχει πίστη ανάμεσα στους ειδωλολάτρες και απιστία ανάμεσα σε κείνους που υπερηφανεύονται για την καθαρότητα της πίστης τους, κομπάζουν ότι είναι ο εκλεκτός λαός του Θεού. Η περικοπή αυτή γράφτηκε σαν μια διδαχή για όλες τις εποχές και για όλους τους λαούς και εφαρμόζεται και σε μας μέχρι σήμερα. Η διδαχή αυτή είναι τόσο οξεία, όσο και το ξίφος των χερουβίμ, καθαρή σαν τον ήλιο, φρέσκια κι αναπάντεχη όπως τα λουλούδια του αγρού. Κι αυτό για να μας δημιουργήσει δέος με την οξύτητά της, να μας φωτίσει με την καθαρότητά της και να μας αφυπνίσει από την πνευματική νάρκωση κι αδράνειά μας. Κυρίως όμως καταγράφηκε για να προειδοποιήσει όλους εμάς τους χριστιανούς να μην ξεχαστούμε και πέσουμε στην οίηση επειδή εκκλησιαζόμαστε, προ­σευχόμαστε στο Θεό και ομολογούμε το Χριστό. Γιατί τότε στην τελική Κρίση του Θεού θα συναντήσουμε μπροστά μας ανθρώπους που βρίσκονται έξω από την Εκκλησία, αλλ’ έχουν μεγαλύτερη πίστη και περισ­σότερα καλά έργα.

«Εισελθόντι δε αυτώ εις Καπερναούμ προσήλθεν αυτώ εκατόνταρχος παρακαλών αυτόν και λέγων Κύριε, ο παις μου βέβληται εν τη οικία παραλυτικός, δεινώς βασανιζόμενος» (Ματθ. η 5,6). Ο εκατόνταρ­χος ήταν αξιωματικός στα στρατόπεδα της Καπερνα­ούμ, που ήταν η πιο σπουδαία πόλη στα παράλια της Γαλιλαίας. Δεν ξέρουμε, αλλ’ έχει και δευτερεύουσα σημασία, αν υπαγόταν απ’ ευθείας στη Ρώμη ή βρι­σκόταν στην εξουσία του Ηρώδη Αντίπα, μάλλον όμως αναφερόταν απ’ ευθείας στη Ρώμη. Αυτό που αξίζει να επισημάνουμε είναι ότι ήταν ειδωλολάτρης, όχι Ιουδαίος. Είναι ο πρώτος Ρωμαίος αξιωματικός που αναφέρεται στο ευαγγέλιο ότι πίστεψε στο Χριστό. Δεύτερος ήταν ο εκατόνταρχος που βρισκόταν σε υπηρεσία στη σταύρωση του Χριστού, εκείνος που σαν είδε τα υπερφυσικά φαινόμενα τη στιγμή που ο Κύριος παρέδιδε το πνεύμα Του, αναφώνησε: «Αληθώς Θεού Υιός ην ούτος» (Ματθ. κζ' 54). Μετά αναφέρεται κι ο εκατόνταρχος Κορνήλιος στην Καισάρεια, εκείνος που τον βάφτισε ο απόστολος Παύλος (βλ. Πράξ. κεφ. ι'). Αν κι οι αξιωματικοί αυτοί ήταν ειδωλολάτρες, γνώρισαν την αλήθεια και τη ζωή του Χριστού και πίστεψαν σ’ Αυτόν πιο γρήγορα από τις ορδές των σοφών αλλά τυφλών Ιουδαίων γραμματέων.

Κύριε, ο παις μου βέβληται εν τη οικία παραλυ­τικός, δεινώς βασανιζόμενος. Ο «παις» του εκατό­νταρχου πρέπει να ήταν δούλος του. Κι ο υψηλόβαθ­μος αξιωματικός, ο εκατόνταρχος, μίλησε σαν απλός στρατιώτης που ζητάει βοήθεια. Η παράλυση είναι τρομερή πάθηση. Ο νεαρός στρατιώτης βρισκόταν στα πρόθυρα του θανάτου, όπως διηγείται ο ευαγγε­λιστής Λουκάς. Και φαίνεται πως ο εκατόνταρχος τον αγαπούσε πολύ. Έτσι μόλις άκουσε πως ο Χριστός έφτανε στην Καπερναούμ, ξεκίνησε να πάει να τον συναντήσει και να του ζητήσει βοήθεια για τον αγα­πημένο του δούλο.

Όποιος διαβάζει το περιστατικό αυτό στους δύο ευαγγελιστές, το Ματθαίο και το Λουκά, θα σχηματίσει την εντύπωση πως οι δυο αφηγητές διαφωνούν μεταξύ τους. Ο Ματθαίος γράφει πως ο εκατόνταρχος πλησί­ασε ο ίδιος το Χριστό και του παρουσίασε το αίτημά του. Ο Λουκάς γράφει πως ο εκατόνταρχος πρώτα έστειλε τους Ιουδαίους πρεσβυτέρους για να ζητήσουν από το Χριστό να βοηθήσει το δούλο του. Μετά, όταν ο Κύριος πλησίαζε στο σπίτι του, έστειλε τους φίλους του να τον συναντήσουν και να του ζητήσουν να μην πάει στο σπίτι του, επειδή εκείνος (ο εκατόνταρχος) ήταν αμαρτωλός. Έφτανε να πει ένα λόγο ο Κύριος κι ο δούλος του θα γινόταν καλά. «Αλλά μόνον ειπέ λόγω και ιαθήσεται ο παις μου» (Ματθ. η' 8).

Είναι αλήθεια πως ανάμεσα στις δυο διηγήσεις υπάρχει μια διαφορά, αλλ’ όχι αντίφαση. Η διαφορά συνίσταται στο ότι ο Ματθαίος παραλείπει τους δυο αγγελιαφόρους που έστειλε αρχικά ο εκατόνταρχος στον Κύριο, ενώ ο Λουκάς δεν αναφέρει το γεγονός ότι ο ίδιος ο εκατόνταρχος, παρά την ταπείνωση που ένιωθε μπροστά στο μεγαλείο του Χριστού, πήγε να τον συναντήσει. Η όμορφη και αμοιβαία αυτή φιλοφρόνηση που έχουν οι δύο ευαγγελιστές, ο ένας για τον άλλον, δημιουργεί θαυμασμό και χαρά στον πνευματικό άνθρωπο. Αν, όπως λέει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, όλα τα γεγονότα είχαν καταγραφεί με τον ίδιο ακριβώς τρόπο από τους ευαγγελιστές, ο καθένας θα σκεφτόταν πως ο ένας αντιγράφει τον άλλον. Τί χρειάζονταν τότε τέσσερις ευαγγελιστές και τέσσερα ευαγγέλια; Σε όλα τα δικαστήρια στη γη η μαρτυρία δύο μαρτύρων απαιτείται για ν’ αποδειχτεί ένα γεγονός, να γίνει πιστευτό. Ο Θεός μας έδωσε δύο φορές τη διπλή μαρτυρία με τους τέσσερις ευαγγελιστές, ώστε όσοι επιδιώκουν τη σωτηρία τους να πιστέψουν όσο το δυνατό πιο εύκολα και πιο γρήγορα, αλλά και όσοι δεν πιστέψουν και οδεύουν προς την απώλεια να είναι αναπολόγητοι. Ο Θεός μας έδωσε τους τέσσερις ευαγγελιστές αν και θα μπορούσε να δώσει όλη τη σοφία Του για τη σωτηρία μας στο ένα μόνο ευαγγέλιο. Κι αυτό για να δούμε την αμοιβαία φιλοφρόνησή τους και να μάθουμε απ’ αυτό πως πρέπει να κάνουμε κι εμείς το ίδιο στη ζωή μας, ανάλογα με τα διαφοροποιημένα πνευματικά χαρίσματα που έδωσε ο Θεός στον καθένα μας, ως μέλη του ενός Σώματος που είμαστε. Έτσι πρέπει να βοηθάμε ο ένας τον άλλον ανάλογα με τις δυνάμεις και τις ικανότητές μας.

Έχοντας μπροστά μας τις δύο διηγήσεις, μπορούμε να βγάλουμε ακριβή συμπεράσματα και να καθαρίσει η εικόνα του γεγονότος που μας απασχολεί. Ακούοντας για τη δόξα και τη δύναμη του Κυρίου Ιησού και αισθανόμενος την ανθρώπινη αμαρτωλότητα κι αναξιότητά του, ο εκατόνταρχος ζήτησε πρώτα από τους πρεσβυτέρους των Ιουδαίων να πάνε εκείνοι στον Κύριο και να τον παρακαλέσουν να πάει στο σπίτι του. Δεν ήταν καθόλου σίγουρος πως ο Κύριος θά ‘θελε να τον επισκεφτεί. Ίσως να σκεφτόταν: «Εγώ είμαι ειδωλολάτρης κι αμαρτωλός. Εκείνος είναι διορατικός. Με το που θ’ ακούσει το όνομά μου θα καταλάβει αμέσως πως είμαι αμαρτωλός. Ποιός ξέρει τότε αν θα θελήσει να έρθει στο σπίτι μου; Είναι καλύτερα να στείλω τους Ιουδαίους κι αν αρνηθεί, η άρνηση θα είναι σ’ αυτούς, αν δεχτεί...θα δούμε». Όταν διαπίστωσε πως ο Κύριος δέχτηκε, τά ‘χασε, βρέθηκε σε μεγάλη αμηχανία. Τότε έστειλε τους φίλους του να πουν στο Χριστό να μην έρθει στο σπίτι του, γιατί ήταν αμαρτωλός και ανάξιος. Έφτανε μόνο να πει ένα λόγο κι ο δούλος του θα γινόταν καλά.

Με το που έφτασαν οι δούλοι του όμως στο Χριστό και του έδωσαν το μήνυμα του εκατόνταρχου, έφτασε κι ο εκατόνταρχος. Ήταν τόσο θλιμμένος, που δεν άντεχε να μείνει στο σπίτι του. Να ερχόταν ο ίδιος ο Κύριος στο σπίτι του; Όχι, όχι. Οι φίλοι του δεν ήξεραν ακόμα ποιός ήταν ο Κύριος. Όσο για τους πρεσβυτέρους των Ιουδαίων, ο εκατόνταρχος θα είχε μάθει από πριν πως μερικοί απ’ αυτούς λειτουργούσαν ανταγωνιστικά στο Χριστό, δεν πίστευαν σ’ Αυτόν. Έτσι έτρεξε να τον συναντήσει ο ίδιος, αφού τώρα ήξερε πως δε θ’ αρνιόταν κι επομένως δε θα τον ταπείνωνε μπροστά στους ανθρώπους, επειδή ήταν και αξιωματικός.

Είναι αλήθεια πως οι Ιουδαίοι μίλησαν με καλά λόγια στο Χριστό για τον εκατόνταρχο. «Άξιός εστιν ω παρέξει τούτο, αγαπά γαρ το έθνος ημών, και την συναγωγήν αυτός ωκοδόμησεν ημίν» (Λουκ. ζ' 4-5). Όλα όσα κι αν είπαν όμως δεν αγγίζουν την ουσία του θέματος. Πρόβαλαν την καλοσύνη του εκατόνταρχου για δικό τους όφελος. Αγαπά γαρ το έθνος ημών, είπαν. Άλλοι Ρωμαίοι αξιωματικοί κι αξιωματούχοι περιφρονούσαν τους Ιουδαίους, αυτός όμως τους αγαπούσε. Και την συναγωγήν αυτός ωκοδόμησεν ημίν. Ήταν σα νά ‘λεγαν δηλαδή: Αυτός ξοδεύει τα δικά του χρήματα και μεις γλιτώνουμε τα δικά μας. Μας οικοδόμησε έναν οίκο προσευχής που τον είχαμε ανάγκη, αλλιώς θ’ αναγκαζόμασταν να τον οικοδομήσουμε και να τον πληρώσουμε μόνοι μας». Τα είπαν όλ’ αυτά σα ν’ απευθύνονταν στον Καϊάφα, όχι στο Χριστό. Ο Χριστός δεν τους έδωσε καμιά απάντηση σ’ αυτά, έμεινε σιωπηλός και επορεύετο συν αυτοίς. Τότε οι φίλοι του εκατόνταρχου πήγαν να συναντήσουν το Χριστό και στο τέλος πήγε κι ο ίδιος ο εκατόνταρχος.

Όταν ο εκατόνταρχος βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με το Χριστό, έπρεπε βέβαια να του εξηγήσει για μια ακόμα φορά όλο το πρόβλημα, αν κι ο Χριστός είχε ήδη πληροφορηθεί γι’ αυτό. «Και λέει αυτώ ο Ιησούς· εγώ ελθών θεραπεύσω αυτόν» (Ματθ. η' 5). Προσέξτε πως μιλάει εκείνος που έχει εξουσία και δύναμη! Δεν είπε «θα δούμε», ούτε τον ρώτησε όπως έκανε με άλλους: «Πιστεύεις πως μπορώ να το κάνω αυτό;» Έβλεπε ήδη στην καρδιά του εκατόνταρχου την πίστη του. Έτσι είπε αποφασιστικά, μ’ έναν τρόπο που κανένας γιατρός δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει: Εγώ ελθών θεραπεύσω αυτόν.

Ο Κύριος μίλησε σκόπιμα με τέτοια αποφασιστικότητα, για να προκαλέσει από το στόμα του εκατόνταρχου την απάντηση μπροστά στους Ιουδαίους. Όταν ο Θεός επιτελεί ένα έργο, το κάνει με τέτοιο τρόπο ώστε να μην υπηρετεί μια μόνο περιοχή, αλλά πολλές. Ο Κύριος ήθελε το γεγονός αυτό να ωφελήσει πολλούς: να θεραπεύσει τον άρρωστο, ν’ αποκαλύψει τη μεγάλη πίστη του εκατόνταρχου, να επιτιμήσει τους Ιουδαίους για την απιστία τους και να κάνει μια μεγάλη προφητεία για τη βασιλεία Του· να μιλήσει δηλαδή για κείνους που νομίζουν πως είναι άξιοι να μπουν στη βασιλεία Του, που ουδέποτε θα μπουν, καθώς και γι’ αυτούς που δεν έχουν καμιά ελπίδα, αλλά τελικά θα μπουν.

«Και αποκριθείς ο εκατόνταρχος έφη· Κύριε, ουκ ειμί ικανός ίνα μου υπό την στέγην εισέλθης· αλλά μόνον ειπέ λόγω και ιαθήσεται ο παις μου» (Ματθ. η' 8). Τί τεράστια διαφορά υπάρχει ανάμεσα στη φλογερή αυτή πίστη και την ψυχρή, νομικίστικη πίστη των Φαρισαίων! Η πίστη του εκατόνταρχου μοιάζει με φωτιά που καίει, ενώ των Φαρισαίων η πίστη είναι σαν εικόνα της φωτιάς. Όταν κάποιος Φαρισαίος κάλεσε στο σπίτι του το Χριστό για δείπνο, με τη νομικίστικη νοοτροπία του σκέφτηκε πως, με το να τον καλέσει στο σπίτι του, τιμούσε πολύ το Χριστό. Δε διανοήθηκε καθόλου πως ο Χριστός τιμούσε αυτόν και το σπίτι του με την επίσκεψή Του. Με την αλαζονεία και την υπέρμετρη υπερηφάνειά του, ο Φαρισαίος αμέλησε ακόμα και τις συνηθισμένες φιλοφρονήσεις και τις πράξεις φιλοξενίας, δηλαδή δεν έφερε νερό στο φιλοξενούμενο για να πλύνει τα πόδια Του, δεν τον υποδέχτηκε με εναγκαλισμό ούτε και έχρισε το κεφάλι Του με μύρο (βλ. Λουκ. ζ' 44-46).

Προσέξτε τώρα πόσο ταπεινός ήταν ο ειδωλολάτρης αυτός, πόσο συντετριμμένος στάθηκε μπροστά στον Κύριο, αν και δεν είχε διαβάσει το νόμο του Μωυσή και τους προφήτες. Είχε μόνο τον κοινό νου, το μοναδικό φως για να διακρίνει την αλήθεια από το ψέμα, το καλό από το κακό. Ήξερε πως οποιοσδήποτε άλλος κάτοικος της Καπερναούμ θα το λογάριαζε μεγάλη τιμή να δεχτεί τον εκατόνταρχο στο σπίτι του. Στο Χριστό όμως ο εκατόνταρχος δεν έβλεπε ένα συνηθισμένο άνθρωπο, αλλά τον ίδιο το Θεό. Γι’ αυτό και είπε: ουκ ειμί ικανός ίνα μου υπό την στέγην εισέλθης.

Τί μεγάλη, τί υπέροχη πίστη στο Χριστό και τη δύ­ναμή Του! Μόνον ειπέ λόγω και η αρρώστια θα ξεπεραστεί, ο δούλος μου θα γίνει καλά. Ούτε ο απόστολος Πέτρος δεν μπορούσε, για μεγάλο χρονικό διάστημα, να φτάσει σε τόσο μεγάλη πίστη. Στην παρουσία του Χριστού ο εκατόνταρχος ένιωσε την παρουσία, το πυρ και το φως του ουρανού. Γιατί έπρεπε να μπει τόσο μεγάλη φωτιά στο σπίτι του, όταν και μια σπίθα θα ήταν αρκετή; Γιατί να βάλει ολόκληρο τον ήλιο στο σπίτι του, όταν αρκούσε και μια μόνο ακτίνα του; Αν ο εκατόνταρχος γνώριζε τις Γραφές, όπως εμείς σήμερα, ίσως να έλεγε στο Χριστό: «Εσύ, που μόνο με το λόγο Σου δημιούργησες τον κόσμο και τον άνθρωπο, μπορείς μ’ ένα Σου λόγο να θεραπεύσεις τον άρρωστο. Μία μόνο λέξη Σου είναι αρκετή, γιατί είναι πιο δυνατή από τη φωτιά, πιο λαμπερή από την ακτίνα του ήλιου. Μόνον ειπέ λόγω! Πόση ντροπή πρέπει να προξενήσει σε πολλούς από μας σήμερα η μεγάλη αυτή πίστη, σε μας που γνωρίζουμε τις Γραφές, αλλά η πίστη μας είναι εκατό φορές μικρότερη!

Ο εκατόνταρχος δεν τέλειωσε με τα λόγια αυτά. Συνέχισε για να εξηγήσει πού στήριζε τόσο πολύ την πίστη του στη δύναμη του Χριστού: «Και γαρ εγώ άνθρωπός ειμι υπό εξουσίαν, έχων υπ’ εμαυτόν στρατιώτας, και λέγω τούτω, πορεύθητι, και πορεύεται, και άλλω, έρχου, και έρχεται, και τω δούλω μου, ποίησον τούτο, και ποιεί» (Ματθ. η' 9).

Τί ήταν ο εκατόνταρχος; Ένας άνθρωπος που είχε στην εξουσία του εκατό στρατιώτες και υπήρχαν άλλοι εκατό που τον εξουσίαζαν. Εκείνοι που βρίσκονταν στην εξουσία του ήταν υποχρεωμένοι να τον υπακούν. Όταν λοιπόν αυτός, που είχε και ανωτέρους να τον εξουσιάζουν, αλλά που είχε κι ο ίδιος μικρότερη εξουσία, μπορούσε να δίνει διαταγές στους στρατιώτες και τους δούλους του, πόση μεγαλύτερη εξουσία είχε ο Χριστός, που δεν εξουσιάζεται από κανέναν άνθρωπο, που είναι ο ίδιος η υπέρτατη εξουσία στη φύση και στον άνθρωπο. Όταν τόσοι άνθρωποι υποτάσσονται στην αδύναμη φωνή του εκατόνταρχου, πώς να μην υποτάσσονται τα πάντα στο λόγο του Θεού, που είναι δυνατός σαν τη ζωή, οξύς σαν ξίφος και φοβερός σαν την καταιγίδα;

Ποιοί είναι οι στρατιώτες και οι δούλοι του Χριστού; Δεν είναι κάθε λογική ύπαρξη ενταγμένη στο στρατό του Χριστού; Οι άγγελοι, μαζί με τους αγίους και τους θεοφοβούμενους ανθρώπους, δεν είναι στρατιώτες του Χριστού; Όλες οι δυνάμεις της φύσης, των ασθενειών και του θανάτου, δεν είναι δούλοι Του; Ο Κύριος διατάζει τη ζωή. Λέει: «πήγαινε σ’ αυτήν ή την άλλη ύπαρξη» και πηγαίνει. Λέει «έλα πίσω» και γυρίζει. Στέλνει ζωή, επιτρέπει την αρρώστια και το θάνατο. Θεραπεύει τους αρρώστους και ανασταίνει τους νεκρούς. Στο λόγο Του, οι αγγελικές δυνάμεις κάμπτουν όπως η φλόγα στον ισχυρό άνεμο. «Αυτός είπε και εγενήθησαν, αυτός ενετείλατο και εκτίσθησαν» (Ψαλμ. λβ' 9). Κανένας δεν μπορεί ν’ αντισταθεί στη δύναμή Του, δεν τολμά ν’ αμφισβητήσει το λόγο Του. «Ουδέποτε ούτως ελάλησεν άνθρωπος, ως ούτος ο άνθρωπος» (Ιωάν. ζ' 46). Δε μιλούσε σαν άνθρωπος που εξουσιάζεται, αλλά ως άρχοντας, «ως εξουσίαν έχων» (Ματθ. ζ' 29). Είχε τέτοιο πρόσωπο που έκανε τον εκατόνταρχο να τον ικετεύσει: ειπέ λόγω και ιαθήσεται ο παις μου. Θεραπεία παραλυτικού δεν μπορεί να κάνει κανένας θνητός άνθρωπος στη γη, για το Χριστό όμως ήταν εντελώς συνηθισμένο πράγμα. Δε χρειαζόταν να καταβάλει κάποια μεγάλη προσπάθεια για να κάνει τη θεραπεία, ούτε καν να πάει στο σπίτι του εκατόνταρχου. Δεν είχε ανάγκη ούτε καν να δει τον άρρωστο. Δε χρειαζόταν να τον πιάσει από το χέρι και να τον σηκώσει. Μόνο ειπέ λόγω και το έργο θα γίνει. Αυτό ήταν το μέτρο της πίστης του εκατόνταρχου, της από μέρους του αποδοχής του Χριστού.

«Ακούσας δε ο Ιησούς εθαύμασε και είπε τοις ακολουθούσιν· αμήν λέγω υμίν, ουδέ εν τω Ισραήλ τοσαύτην πίστιν εύρον» (Ματθ. η' 10). Γιατί θαύμασε ο Χριστός, αφού γνώριζε από πριν ποιά θα ήταν η απάντηση του εκατόνταρχου; Δεν προκάλεσε την απάντηση αυτή με τα λόγια Του, εγώ ελθών θερα­πεύσω αυτόν; Γιατί λοιπόν τώρα θαυμάζει; Απλά για να διδάξει εκείνους που ήταν μαζί Του. Θαυμάζει για να τους δείξει τί αξίζει να θαυμάζεται σ’ αυτόν τον κόσμο. Θαυμάζει τη μεγάλη πίστη του ανθρώπου αυτού, για να διδάξει τους πιστούς πως πρέπει να εκτιμούν τη μεγάλη πίστη. Και πραγματικά δεν υπάρχει τίποτα στον κόσμο που ν’ αξίζει τόσο θαυμασμό όσο η μεγάλη πίστη κάποιου ανθρώπου. Ο Χριστός δε θαύμαζε την ομορφιά της θάλασσας της Γαλιλαίας, επειδή τέτοια ομορφιά σε σύγκριση με τα κάλλη του ουρανού, που απλωνόταν μπροστά στα μάτια Του, δεν άξιζε τίποτα. Ούτε και τη μεγάλη σοφία των ανθρώπων θαύμαζε, ούτε τα πλούτη και τη δύναμή τους. Όλ’ αυτά είναι μηδαμινά μπροστά στη σοφία, τον πλούτο και τη δύναμη της βασιλείας των ουρανών, που του ήταν τόσο οικεία. Αλλ’ ούτε και τις μεγάλες εθνικές συναθροίσεις που γίνονταν στην Ιερουσαλήμ για τη γιορτή θαύμαζε. Τέτοιες συναθροίσεις ήταν εντελώς ασήμαντες σε σύγκριση με τη σύναξη των αγγέλων στον ουρανό, που γίνονταν από καταβολής κόσμου. Όταν οι άλλοι θαύμαζαν το περίφημο κάλλος του ναού του Σολομώντα, Εκείνος μιλούσε για την ισοπέδωσή του. Το μόνο που άξιζε να θαυμάζει κανείς ήταν η μεγάλη πίστη κάποιου ανθρώπου. Είναι το μέγιστο και κάλλιστο γεγονός στη γη. Με την πίστη ο σκλάβος ελευθερώνεται, ο μισθωτός γίνεται υιός Θεού, ο θνητός άνθρωπος μεταβάλλεται σε αθάνατο. Όταν ο δίκαιος Ιώβ κείτονταν πληγωμένος στις στάχτες και τα ερείπια όλης του της περιουσίας, όταν είχε χάσει και τα παιδιά του ακόμα, η πίστη του στο Θεό παρέμεινε αναλλοίωτη, ακλόνητη. Ενώ υπόφερε από τις πληγές και τους πόνους, έκραζε: «Είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον εις τους αιώνας» (Ιώβ α’ 21).

Σε ποιούς εκφράζει ο Κύριος Ιησούς το θαυμασμό Του; Τοις ακολουθούσιν. Οι ακολουθούντες ήταν οι άγιοι απόστολοι. Θαύμαζε, για να διδαχτούν εκείνοι. Οι άλλοι Ιουδαίοι που είχαν πάει μαζί Του στο σπίτι του εκατόνταρχου, άκουσαν τα λόγια που χρησιμοποίησε ο Κύριος για να διατυπώσει το θαυμασμό Του: ουδέ εν τω Ισραήλ τοσαύτην πίστιν εύρον. Τους είπε δηλαδή ο Κύριος πως τέτοια πίστη δε συνάντησε ούτε ανάμεσα στους Ισραηλίτες, που έπρεπε να είχαν μεγαλύτερη πίστη απ’ όλους τους άλλους λαούς στη γη, αφού ο Κύριος τους είχε αποκαλύψει από την αρχή τη δύναμη και την εξουσία Του, τη μέριμνα και την αγάπη Του με αμέτρητα σημεία και θαύματα, καθώς και με τα πύρινα λόγια των προφητών Του. Στον Ισραήλ όμως η πίστη είχε σχεδόν ολότελα αφυδατωθεί, είχε στεγνώσει. Ο εκλεκτός λαός είχε επαναστατήσει ενάντια στον Πατέρα. Τόσο η καρδιά όσο κι ο νους τους τυφλώθηκαν, πέτρωσαν. Ακόμα κι οι απόστολοί Του στην αρχή - για παράδειγμα ο Πέτρος - δεν είχαν τόση πίστη στο Χριστό όση ο Ρωμαίος αυτός αξιωματικός. Ούτε και οι αδελφές του Λάζαρου, που επισκέφτηκε ο Χριστός στο σπίτι τους, ούτε κι οι συγγενείς κι οι φίλοι Του στη Ναζαρέτ, που μεγάλωσαν μαζί.

Τώρα ο Κύριος, που βλέπει με το πνεύμα Του ως τη συντέλεια του κόσμου, προφητεύει τις δυσμενείς εξελίξεις για τους Ιουδαίους, αλλά και τις ευχάριστες ειδήσεις για τον ειδωλολατρικό κόσμο:

«Λέγω δε υμίν ότι πολλοί από ανατολών και δυσμών ήξουσι και ανακλιθήσονται μετά Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ εν τη βασιλεία των ουρανών, οι δε υιοί της βασιλείας εκβληθήσονται εις το σκότος το εξώτερον· εκεί έσται ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων» (Ματθ. η' 11,12). Η προφητεία αυτή εκπληρώθηκε και εκπληρώνεται ως τις μέρες μας στο ακέραιο.

Στα ανατολικά και τα δυτικά των Ιουδαίων ζούσαν ειδωλολατρικοί λαοί. (Ο Θεοφύλακτος λέει: «Ο Κύριος δε λέει “πολλοί ειδωλολάτρες” αλλά “πολλοί...από ανατολών και δυσμών”, αν και είναι φανερό πως εννοούσε τους ειδωλολάτρες. Γιατί δεν κατονομάζει τους ειδωλολάτρες; Για να μη σκανδαλίσει τους Ιουδαίους. Γι’ αυτό και είπε από ανατολών και δυσμών»). Πολλοί απ’ αυτούς προσήλθαν στην πίστη ως ολόκληρα έθνη, όπως οι Αρμένιοι, οι Αιθίοπες, οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι, καθώς και οι υπόλοιποι λαοί της Ευρώπης. Σε μερικές χώρες ένα μέρος του λαού ασπάστηκε την πίστη, όπως στην Αραβία, την Αίγυπτο, την Ινδία, την Περσία, την Ιαπωνία κ.ά. ενώ οι υιοί της βασιλείας (οι Ιουδαίοι), στους οποίους προσφέρθηκε πρώτα η βασιλεία του Θεού, έμειναν άκαμπτοι στην απιστία τους μέχρι σήμερα. Αυτός είναι ο λόγος που διασκορπίστηκαν σ’ ολόκληρο τον κόσμο, αποσπάστηκαν από τις εστίες τους, περιφρονήθηκαν και μισήθηκαν από τους λαούς ανάμεσα στους οποίους έζησαν ως μετανάστες. Η ζωή τους στη γη έγινε σκότος εξώτερον, κλαυθμός και βρυγμός των οδόντων. Στον άλλο κόσμο, στο αθάνατο τραπέζι των προπατόρων τους Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ, θα βρεθούν άλλοι άνθρωποι από κάθε γωνιά της γης, απ’ όλες τις φυλές και τις γλώσσες, εκτός από τους Ιουδαίους. Σ’ εκείνον τον κόσμο, για τους άπιστους υιούς της βασιλείας θα υπάρξει σκότος, κλαυθμός και βρυγμός των οδόντων.

Ο γεωργός ξεριζώνει και καίει το μαραμένο κλήμα και στη θέση του τοποθετεί βλαστάρια από παλιά κλήματα. Θα ξεχωρίσει τους επαναστατημένους γιούς του ουράνιου Πατέρα Του για πάντα, αιώνια, και θα υιοθετήσει τους μισθωτούς Του. Οι εκλεκτοί Του θα γίνουν απόβλητοι κι οι απόβλητοι εκλεκτοί. Οι πρώτοι θα γίνουν έσχατοι κι οι έσχατοι πρώτοι. Κι ο Ιησούς συνέχισε και είπε στον εκατόνταρχο:

«Και είπεν Ιησούς τω εκατοντάρχω· ύπαγε, και ως επίστευσας γενηθήτω σοι. και ιάθη ο παις αυτού εν τη ώρα εκείνη» (Ματθ. η' 13). Προφήτευσε πρώτα κι έπειτα έκανε το θαύμα, όχι μόνο για να επιβραβεύσει την πίστη του εκατόνταρχου, αλλά και για να επιβεβαιώσει την προφητεία Του. Είπε ένα λόγο κι ο δούλος θεραπεύτηκε. Όπως στην πρώτη δημιουργία ο Θεός είπε και εγενήθησαν, έτσι και τώρα στην Καινή Κτίση, ο Κύριος λέει και γίνεται. Ο παράλυτος άνθρωπος, που δεν μπορούσε να τον θεραπεύσει ολόκληρη η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, θεραπεύτηκε και σηκώθηκε αμέσως μ’ ένα θεϊκό λόγο του Σωτήρα μας. Η αρρώστια είναι υπηρέτης του Θεού. Όταν ο Κύριος λέει «πήγαινε», πηγαίνει· όταν λέει «έλα», έρχεται. Ο άρρωστος άνθρωπος έγινε καλά δίχως φάρμακα και αλοιφές, επειδή ο υπηρέτης (η αρρώστια) αναγνώρισε τη φωνή του Αφέντη του κι αναχώρησε. Τα φάρμακα κι οι αλοιφές δε θεραπεύουν. Ο Θεός θεραπεύει. Ο Θεός θεραπεύει είτε άμεσα με το λόγο Του είτε με τα φάρμακα και τις αλοιφές, ανάλογα με την πολλή ή λίγη πίστη του αρρώστου. Δεν υπάρχει σ’ ολόκληρο τον κόσμο φάρμακο για κάθε περίπτωση, που θα μπορούσε να διώξει την αρρώστια και ν’ αποκαταστήσει την υγεία χωρίς τη βοήθεια του Θεού, τη δύναμη, την παρουσία και το λόγο Του.

Ας έχει δόξα ο Θεός για τις αμέτρητες θεραπείες που κάνει στους πιστούς με το δυναμικό Του λόγο, τόσο στα αρχαία χρόνια όσο και σήμερα. Προσκυνούμε τον άγιο και παντοδύναμο λόγο Του, με τον οποίο αναδημιουργεί, θεραπεύει τους αρρώστους, ανασταίνει όσους έπεσαν, δοξάζει τους περιφρονημένους, επιβραβεύει τους πιστούς και προσηλυτίζει τους απίστους. Κι όλ’ αυτά μέσω του Ιησού Χριστού, του Μονογενούς Του Υιού, του Κυρίου και Σωτήρα μας, με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος. Μαζί με τις χο­ρείες των αγγέλων και των αγίων, προσκυνούμε τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, την ομοούσια και αδιαίρετη Τριάδα, τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

(Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Ομιλίες Δ’ – Κυριακοδρόμιο, Εκδ. Πέτρου Μπότση, 2012)

Εκοιμήθη τα ξημερώματα ο π. Γεώργιος Μπίρμπας

Εκοιμήθη τα ξημερώματα ο π. Γεώργιος Μπίρμπας

Εξεδήμησε εις Κύριον τα ξημερώματα (5 Ιουλίου 2014) ο Αρχιερατικός επίτροπος Καλαβρύτων, Άξιος Λειτουργός, πολυγραφότατος και αγαπητός σε όλη την Καλαβρυτινή κοινωνία, πρωτοπρεσβύτερος, Γεώργιος Μπίρμπας. 
Η εξόδιος ακολουθία θα τελεστεί στον Ιερό Ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου Καλαβρύτων που υπηρέτησε πιστά όλα τα χρόνια της ιερωσύνης του, την Κυριακή 6 Ιουλίου και ώρα 13.00
Ο Θεός να τον αναπαύσει.

O πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Μπίρμπας, γεννήθηκε στην Λεύκα Καλαβρύτων το 1925. Μετά το Δημοτικό στο χωριό του φοίτησε στο εξατάξιο Γυμνάσιο Καλαβρύτων (1937-1943). Από το 1951 έως το 1953 φοίτησε στο Ανώτερο Εκκλησιαστικό φροντιστήριο Πατρών και αργότερα έλαβε πτυχίο της Θεολογικής Σχολής Αθηνών.
Το 1952 νυμφεύθηκε την Αγγελική Κόκκαλη με την οποία απέκτησε τρια παιδιά.
Διάκονος χειροτονήθηκε στις 14.2.1953 και πρεσβύτερος μια μέρα μετά από τον Μητροπολίτη Καλαβρύτων και Αιγιαλείας μακαριστό Αγαθόνικο.
Εφημέριος Καλαβρύτων τοποθετήθηκε στις 1.7.1953 και από το 1960 διετέλεσε Αρχιερατικός επίτροπος Καλαβρυτων. 

Κυριακή Δ΄ Ματθαίου – Παράδειγμα πίστης και ταπείνωσης


Εὐαγγέλιον: Μάτθ. η´ 5−13
Ματθ. 8,5          Εἰσελθόντι δὲ αὐτῷ εἰς Καπερναοὺμ προσῆλθεν αὐτῷἑκατόνταρχος παρακαλῶν αὐτὸν καὶ λέγων·
Ματθ. 8,5                 Ενώ δε εισήλθεν ο Ιησούς εις την Καπερναούμ, τον επλησίασε με σεβασμόν ένας εκατόνταρχος παρακαλών αυτόν και λέγων·

Ματθ. 8,6          Κύριε, ὁ παῖς μου βέβληται ἐν τῇ οἰκίᾳ παραλυτικός, δεινῶς βασανιζόμενος.
Ματθ. 8,6                 “Κυριε, ο δούλος μου είναι κατάκοιτος στο σπίτι μου παράλυτος και βασανίζεται από τρομερούς πόνους”.
Ματθ. 8,7          καὶ λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ἐγὼ ἐλθὼν θεραπεύσω αὐτόν.
Ματθ. 8,7                 Και λέγει προς αυτόν ο Ιησούς· “εγώ θα έλθω και θα τον θεραπεύσω”.
Ματθ. 8,8          καὶ ἀποκριθεὶς ὁ ἑκατόνταρχος ἔφη· Κύριε, οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς ἵνα μου ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθῃς· ἀλλὰ μόνον εἰπὲ λόγῳ, καὶ ἰαθήσεται ὁ παῖς μου.
Ματθ. 8,8                 Ο εκατόνταρχος όμως απεκρίθη και είπε· Κυριε, δεν είμαι εγώ άξιος να εισέλθης συ, ο Παντοδύναμος, κάτω από την στέγην μου. Αλλά πες ένα μόνον λόγον και αμέσως θα θεραπευθή ο δούλος μου.
Ματθ. 8,9          καὶ γὰρ ἐγὼ ἄνθρωπός εἰμι ὑπὸ ἐξουσίαν, ἔχων ὑπ᾿ ἐμαυτὸν στρατιώτας, καὶ λέγω τούτῳ, πορεύθητι, καὶ πορεύεται, καὶ ἄλλῳ, ἔρχου, καὶ ἔρχεται, καὶ τῷ δούλῳ μου, ποίησον τοῦτο, καὶ ποιεῖ.
Ματθ. 8,9                 Ημπορείς δε να διατάξης και η διαταγή σου θα γίνη έργον. Διότι και εγώ είμαι άνθρωπος, και ευρίσκομαι υπό την εξουσίαν των ανωτέρων μου, έχω δε υπό τας διαταγάς μου στρατιώτας και λέγω στούτον, πήγαινε και πηγαίνει, και στον άλλον, έλα και έρχεται, και στον δούλον μου κάμε τούτο και το κάμνει”.
Ματθ. 8,10        ἀκούσας δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐθαύμασε καὶ εἶπε τοῖς ἀκολουθοῦσιν· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐδὲ ἐν τῷ Ἰσραὴλ τοσαύτην πίστιν εὗρον.
Ματθ. 8,10               Ακούσας ο Ιησούς τα γεμάτα πίστιν αυτά λόγια εθαύμασε και είπεν εις αυτούς που τον ακολουθούσαν· “σας διαβεβαιώνω, ότι ούτε μεταξύ των Ισραηλιτών δεν εύρηκα τόσον μεγάλην πίστιν.
Ματθ. 8,11        λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι πολλοὶ ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ δυσμῶν ἥξουσι καὶ ἀνακλιθήσονται μετὰ Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν,
Ματθ. 8,11                Αληθινά δε σας λέγω ότι από τας χώρας της Ανατολής και της Δυσεως, από όλα τα μέρη της οικουμένης, θα έλθουν πολλοί και θα παρακαθήσουν στο πνευματικόν δείπνον μαζή με τον Αβραάμ και τον Ισαάκ και τον Ιακώβ εις την βασιλείαν των ουρανών.
Ματθ. 8,12        οἱ δὲ υἱοὶ τῆς βασιλείας ἐκβληθήσονται εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων.
Ματθ. 8,12               Οι δε κληρονόμοι της βασιλείας των ουρανών, (οι απόγονοι δηλαδή των πατριαρχών, που έχουν τας επαγγελίας του Θεού), θα εκδιωχθούν και θα ριφθούν στο πυκνότατον σκότος του Αδου. Εκεί θα είναι ο κλαυθμός και το τρίξιμο των οδόντων”.
Ματθ. 8,13        καὶ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς τῷ ἑκατοντάρχῳ· ὕπαγε, καὶ ὡς ἐπίστευσας γενηθήτω σοι. καὶ ἰάθη ὁ παῖς αὐτοῦ ἐν τῇ ὥρᾳ ἐκείνῃ.
Ματθ. 8,13               Και είπεν ο Ιησούς στον εκατόνταρχον· “πήγαινε και όπως επίστευσες, ότι δηλαδή ημπορώ με ένα μου λόγον να θεραπεύσω τον δούλον σου, ας γίνη προς χάριν σου”. Και πράγματι εθεραπεύθη ο δούλος του αμέσως κατά την ώρα εκείνην.
 Ο Χριστός εισέρχεται στην Καπερναούμ. Στο δρόμο συναντά τον εκατόνταρχο ο οποίος παρακαλεί για τον δούλο του, που είναι κατάκοιτος στο σπίτι και πονά. Γίνεται μια συζήτηση μεταξύ του Κυρίου και του Εκατοντάρχου με αποτέλεσμα την επιτέλεση του θαύματος, τη θεραπεία του δούλου.
Είναι αξιοπρόσεκτη η όλη συμπεριφορά του άρχοντα εκείνου. Παρουσιάζει πολλές αρετές οι οποίες αποτελούν και τις προσπάθειες για τις οποίες ο Κύριος άφησε την χάρη Tου να ενεργήσει θαυματουργικά.
Ο Εκατόνταρχος είναι ευσπλαχνικός, πονετικός. Ενδιαφέρεται για τον άρρωστο δούλο του όπως θα ενδιαφερόταν για τα μέλη της οικογένειάς του. Τις περιποιήσεις που δέχθηκε από τον δούλο του τις ανταποδίδει τώρα που ο «παις» του έχει ανάγκη και έτσι εξισώνεται με αυτόν χωρίς κανείς να του το επιβάλλει.
Ο τρόπος με τον οποίο μιλάει στον Κύριο για τον δούλο του δείχνει ότι υποφέρει, συμπάσχει. Αυτό είναι πρωτάκουστο! Ο Εκατόνταρχος είχε ψυχή χριστιανική πριν γίνει χριστιανός. Γι αυτό και ο Χριστός τον αναγνωρίζει για μαθητή του και τον ευεργετεί.
Για την βαριά ασθένεια του δούλου του καταφεύγει στο Χριστό γιατί έχει τη συναίσθηση ότι βρίσκεται μπροστά στον Κύριο, τον εξουσιαστή, σε ανώτερό του, τον οποίον σέβεται και συγχρόνως παρακαλεί και του ζητά την προστασία του. Γνωρίζει ότι ο Κύριος είναι η πηγή του καλού.
Έχει βαθιά πίστη στον Ιησού. Προσέρχεται βέβαιος για την παντοδυναμία Του και επομένως για το θαύμα. Δεν είμαι άξιος του λέει να έρθεις στο σπίτι μου, μόνον «ειπέ λόγω και ιαθήσεται ο παις μου».
Αξιοθαύμαστη είναι και η ταπείνωση του ανθρώπου. Μολονότι ανώτερος αξιωματικός μπροστά στον Κύριο ταπεινώνεται, αναγνωρίζει την υπεροχή Του μπροστά στη δική του μηδαμινότητα, ομολογεί την αναξιότητα να μπει ο Κύριος στο σπίτι του. Δεν λέει ότι δεν αξίζει ο δούλος τόση τιμή να τον επισκεφθεί, αλλά λέει «εγώ δεν είμαι άξιος να έλθεις στο σπίτι μου».
Είναι ευγενής ο Εκατόνταρχος και η ευγένειά του είναι καρπός της ταπείνωσης, της αγάπης και της αξιοπρέπειάς του. Αναφέρει το πρόβλημά του. Αφήνει στην διάκριση του Ιησού τον τρόπο της ενεργείας. Γι αυτό και ο Κύριος του απαντά: «Εγώ ελθών θεραπεύσω αυτόν».
«Κύριε δεν είμαι ικανός για μια τέτοια τιμή», απαντά και δείχνει ακόμη περισσότερο το μεγαλείο της ψυχής του.
Ο Εκατόνταρχος υπερέβαλε σε πίστη και αρετή και αυτούς τους καλλιεργημένους ισραηλίτες. «Ουδέ εν τω Ισραήλ τοσαύτην πίστιν εύρον». Γι αυτό επαινείται και ανταμείβεται και παίρνει την δωρεά που εζήτησε. «ύπαγε, και ως επίστευσας γενηθήτω σοι. Και ιάθη ο παις αυτού εν τη ώρα εκείνη».
Μέσα σε λίγη ώρα ο Εκατόνταρχος πόνεσε, ταπεινώθηκε, παρεκάλεσε, πίστευσε, νίκησε, πήρε το δώρο τη θεραπεία το θαύμα.
Να ένα λαμπρό παράδειγμα πίστης και ταπείνωσης.

Μ.Φ.Ν.Θ

Λουκία Παπαγεωργίου: Ἡ Κύπρια ἡρωίδα ποὺ δολοφονήθηκε ἀπὸ τοὺς Ἄγγλους μαζὶ μὲ τὸ ἀγέννητο παιδί της! (5 Ἰουλίου 1958)



Τιμοῦμε τὴ γυναίκα ποὺ ἔδρασε καὶ ἀπέθανε περήφανη γιὰ τὸ ὄνομα τῆς Λευτεριᾶς!
Ὡς ἀγωνίστρια καὶ ὡς μάνα ἡ Λουκία Λαουτάρη Παπαγεωργίου εἶχε τὰ χαρακτηριστικὰ ἐκεῖνα ποὺ θὰ ζήλευε κάθε γυναίκα τοῦ σήμερα.
 Ἡ Λουκία Λαουτάρη καὶ ὁ σύζυγός της Γεώργιος Λαουτάρης διατηροῦσαν κρησφύγετο στὸ περιβόλι τους, ὅπου ἔκρυβαν καταζητούμενους ἀντάρτες τῆς ΕΟΚΑ.
Ἡ τεράστια συμβολὴ τῆς Ἑλληνίδας Κύπριας γυναίκας κατὰ τὸν Ἀπελευθερωτικὸ Ἀγώνα τῆς ΕΟΚΑ 55-59 ἦταν ἀναμφισβήτητα ἄκρως  σημαντικὴ καὶ ἐντυπωσιακή. Μάλιστα, ὁ Ἀρχηγὸς Διγενὴς στὰ Ἀπομνημονεύματά του ἀναφέρεται στὴ γυναίκα τῆς ΕΟΚΑ μὲ μεγάλο θαυμασμό, παρομοιάζοντας τὴ μὲ τὴν γυναίκα Σπαρτιάτισσα, ἀφοῦ ὡς ἀγωνίστρια καὶ ὡς μάνα εἶχε τὰ χαρακτηριστικὰ ἐκεῖνα ποὺ θὰ ζήλευε κάθε γυναίκα τοῦ σήμερα: Ἀψηφοῦσε τὸν κάθε κίνδυνο, ξεγελοῦσε μὲ μεγάλη δεξιοτεχνία τὸν Ἄγγλο κατακτητή, χειριζόταν τὰ πάντα μὲ μεγάλη μυστικότητα, εὐελιξία καὶ πανουργία. Φύλαγε στὸ σπίτι τῆς χωρὶς δεύτερη σκέψη ἀντάρτες μὲ κίνδυνο τὴ δική της ζωὴ καὶ τῆς οἰκογένειάς της, μετέφερε μέσα στὸ....
καλαθάκι της φυλλάδια, ὑλικὰ καὶ σημειώματα ἀγωνιστῶν, καὶ πολλὲς φορὲς ὅπλα καὶ πυρομαχικά.
Ὡς γνήσια Ἑλληνίδα μάνα ἔστελνε τὰ παιδιά της στὸ βωμὸ τῆς Λευτεριᾶς καὶ ἔκρυβε τὸν πόνο της μὲ τὸ σθένος καὶ τὴν περηφάνια ποὺ τὴ χαρακτήριζε. Σήμερα τιμοῦμε μιὰ γυναίκα ποὺ διέθετε ὅλα αὐτὰ τὰ χαρακτηριστικά, μιᾶς γυναίκας ποὺ ἔδρασε καὶ ἀπέθανε περήφανη γιὰ τὸ ὄνομα τῆς λευτεριᾶς καὶ τῆς Ἕνωσης τῆς Κύπρου μὲ τὴ Μητέρα Ἑλλάδα! Τὴν «Μπουμπουλίνα» τῆς ΕΟΚΑ, τὴ Λουκία (Λαουτάρη) Παπαγεωργίου.
Ἡ Λουκία γεννήθηκε στὶς 23 Μαρτίου τοῦ 1926, στὸ χωριὸ Αὐγόρου τῆς ἐπαρχίας Ἀμμοχώστου καὶ τέλειωσε τὸ δημοτικὸ σχολεῖο τοῦ χωριοῦ της. Ἀσχολεῖτο μὲ τὰ ἀγροτικὰ ἀπὸ πολὺ νεαρὴ ἡλικία, ἀκούραστη ἀγρότισσα, ὑπόδειγμα συζύγου καὶ μητέρα ἕξι παιδιῶν.
Ἡ Λουκία Λαουτάρη καὶ ὁ σύζυγός της Γεώργιος Λαουτάρης διατηροῦσαν κρησφύγετο στὸ περιβόλι τους, ὅπου φιλοξενοῦσαν καὶ ἔκρυβαν καταζητούμενους ἀντάρτες τῆς ΕΟΚΑ.
4 Ἰουλίου 1958: Ὁ Ἀρχηγὸς Διγενὴς δίνει ἐντολὴ γιὰ γενικὸ ξεσηκωμὸ ὅλου τοῦ ἄμαχου πληθυσμοῦ. Στὸ Αὐγόρου ἡ τοπικὴ ὀργάνωση τῆς ΕΟΚΑ τοποθετεῖ σὲ ὅλο το χωριὸ συνθήματα, οἱ Ἄγγλοι στρατιῶτες ὅμως τὰ κατεβάζουν.
5 Ἰουλίου 1958: Οἱ Ἕλληνες δὲν τὰ βάζουν κάτω, τίποτα δὲν τοὺς σταματάει καὶ ἀναρτοῦν νέα συνθήματα.
Οἱ Ἄγγλοι, γιὰ νὰ τοὺς ἐκφοβίσουν, συλλαμβάνουν ἕνα δεκαπεντάχρονο ἀγόρι, τὸν Κυριάκο Μακρὴ καὶ τὸν ἀναγκάζουν νὰ ἀνέβει σὲ μιὰ σκάλα γιὰ νὰ κατεβάσει τὰ συνθήματα. Τὸ δεκαπεντάχρονο παιδὶ ἀρνεῖται πεισματικὰ καὶ οἱ στρατιῶτες τὸν σέρνουν πρὸς τὸ στρατιωτικὸ ὄχημα, κτυπώντας τὸν ἀλύπητα μὲ ρόπαλο. Τότε οἱ γυναῖκες τοῦ χωριοῦ, γιὰ νὰ τὸ προστατεύσουν, ὁρμοῦν καὶ τὸ ἁρπάζουν ἀπὸ τὰ χέρια τῶν Ἄγγλων καὶ τὸ φυγαδεύουν.
Ἀπὸ τὴ συμπλοκὴ ποὺ εἶχε δημιουργηθεῖ στὸ κέντρο τοῦ Αὐγόρου, οἱ καμπάνες ἄρχισαν νὰ κτυποῦν καὶ συναγερμὸς σημάνθηκε, γιὰ νὰ συγκεντρωθοῦν οἱ κάτοικοι τοῦ χωριοῦ στὴν πλατεία. Ἡ καμπάνα χτυποῦσε καὶ γιὰ τὴ Λουκία, ποὺ ἐκείνη τὴν ὥρα ἔκανε μπάνιο τὴ μικρή της κόρη Θεοδώρα. Ἡ καρδιὰ της κτυποῦσε στὸ ρυθμὸ τῆς καμπάνας… σηκώθηκε, κοίταξε τὸ καμπαναριό… Ξέρει πὼς πρέπει νὰ φύγει νὰ πάει ἐκεῖ ποὺ κτυπᾶ γιὰ ἐκείνην ὁ ἦχος τῆς Ἐλευθεριᾶς. Κοιτάζει τὴ μικρή της κόρη… τὴν ἀγκαλιάζει, τῆς δίνει ἕνα φιλὶ καὶ τὴν ἀφήνει στὴ φροντίδα τῆς ἀδελφῆς τοῦ ἀνδρός της. Τρέχει ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι καὶ κατευθύνεται στὴν πλατεία, κοντὰ στοὺς ἄλλους συγχωριανούς, τῆς γιὰ νὰ δώσει καὶ ἐκείνη τὸ παρών της.
Στὴν πλατεία ἀκολούθησε ἄγριος λιθοβολισμὸς ἀπὸ τοὺς κατοίκους, μὲ ἀποτέλεσμα οἱ Ἄγγλοι νὰ ἀναγκαστοῦν νὰ καλέσουν ἐνισχύσεις. Σὲ λίγο καταφθάνουν τρία θωρακισμένα αὐτοκίνητα καὶ δυὸ μεγάλα αὐτοκίνητα γεμάτα στρατιῶτες, περικυκλώνοντας τὸ πλῆθος. Οἱ Ἄγγλοι ἐξαπέλυσαν ἐπίθεση μὲ ρόπαλα ἐναντίον τῶν ἄοπλων κατοίκων, ἐνῶ τὸ ἕνα ἀπὸ τὰ τρία θωρακισμένα αὐτοκίνητα ἀνοίγει πῦρ, μὲ ἀποτέλεσμα οἱ σφαῖρες του νὰ βροῦν τὴ Λουκία Παπαγεωργίου Λαουτάρη στὸ κεφάλι καὶ τὸν συγχωριανὸ τῆς Παναγιώτη Ζαχαρία στὸ στῆθος. Ὁ θάνατός τους ἦταν ἀκαριαῖος, γιὰ τὴν οἰκογένεια Λαουτάρη ὅμως ὁ θρῆνος ἦταν διπλός…. ἀφοῦ ἡ Λουκία κυοφοροῦσε τὸ ἕβδομο παιδί της, ὅταν σκοτώθηκε…. σχεδὸν ἦταν 5 μηνῶν!
Ἐπίσης, ἀπὸ τὴ συμπλοκὴ τραυματίστηκαν ἀλλὰ ἑκατὸν πρόσωπα. 
ΑΘΑΝΑΤΗ!

Κ Υ Ρ Ι Α Κ Η Δ΄ Μ Α Τ Θ Α Ι Ο Υ ( Ματθ. η΄ 5-13 ) "Η Θεραπεία τοῦ δούλου τοῦ ἑκατοντάρχου" Αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος Τελίδης



 "Κύριε, οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς ἵνα μου
 ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθῃς".
     Είναι γνωστό ότι από τη στιγμή που άρχισε ο Χριστός να κηρύττει στον κόσμο προσήλθαν στην πίστη Του άνθρωποι ποικίλης προέλευσης και κοινωνικής τάξης. Από βορρά και νότο, από ανατολή και δύση καθώς και από όλα τα κοινωνικά στρώματα. Εργάτες και ποιμένες, έμποροι και δικαστικοί, αγράμματοι και εγγράμματοι, σοφοί και φιλόσοφοι πίστεψαν και τάχτηκαν κάτω από το λάβαρο του Χριστιανισμού.
    Μεταξύ αυτών προσήλθαν και ορισμένοι Ρωμαίοι στρατιωτικοί οι οποίοι πίστεψαν και σώθηκαν. Οι πρώτοι μάλιστα αναφέρονται στις σελίδες του Ευαγγελίου και ήταν εκατόνταρχοι, δηλαδή θα λέγαμε λοχαγοί με την σημερινή ορολογία. Ο ένας ήταν ο εκατόνταρχος Κορνήλιος ο οποίος αναφέρεται στο βιβλίο των πράξεων των Αποστόλων και διδάχθηκε τη χριστιανική αλήθεια από τον Απόστολο Πέτρο. Ο άλλος είναι ο επικεφαλής της φρουράς του Σταυρού στο Γολγοθά ο οποίος πίστεψε και είπε ότι «αληθώς Θεού υιός ην ούτος» Ο  τρίτος είναι ο αναφερόμενος από τον Ευαγγελιστή Ματθαίο στη σημερινή ευαγγελική περικοπή ο οποίος παρακάλεσε τον Κύριο να θεραπεύσει τον υπηρέτη του.
     Η πίστη των εκατοντάρχων αυτών αξίζει ιδιαίτερης προσοχής, γιατί ο βαθμός, το αξίωμα και η θέση που κατείχαν άνθρωποι με τέτοια δύναμη και επιρροή, έκαναν συνήθως, αλλά συνεχίζουν και στις μέρες μας, στην σημερινή εποχή, την ψυχή τους σκληρή, εγωϊστική και υπερήφανη. Τα γαλόνια δίνουν την ψευδαίσθηση ότι αυτός που τα φορά αποτελεί κάτι ξεχωριστό από τους άλλους, και βγάζουν τον άνθρωπο  καμιά φορά από τα μέτρα της ευγένειας και της ανθρωπιάς. Κάτω δε από τις συνθήκες αυτές, πολλές φορές τον απομακρύνουν από την Εκκλησία και κινδυνεύει να χάσει ακόμα και την ψυχή του. 
     Οι αξιωματούχοι αυτοί του Ευαγγελίου δεν είχαν προσβληθεί από το πάθος της υπερηφάνειας  και του εγωισμού αλλά φρόντισαν να διατηρηθούν ταπεινόφρονες άνθρωποι. Ιδιαίτερα ταπεινός φάνηκε ο εκατόνταρχος της σημερινής ευαγγελικής περικοπής. Όταν ο Κύριος προθυμοποιήθηκε  να  επισκεφθεί  το  σπίτι  του  για να θεραπεύσει τον υπηρέτη του, δεν θεώρησε τον  εαυτό  του  άξιο τέτοιας τιμής  και  του είπε  ότι δεν  είμαι  άξιος να  σε  δεχθώ  στο  σπίτι  μου.
     Η ειλικρινής αυτή ταπεινοφροσύνη του εκατόνταρχου είναι πράγματι αξιοσημείωτη, γιατί ήταν αυθόρμητη  και προερχόταν από  το γνήσιο περίσσευμα της καρδιάς του. Όπου υπάρχει πραγματική ταπεινοφροσύνη έρχεται η χάρη του Θεού και μαζί της όλες οι αρετές.  Η ταπεινοφροσύνη του εκατόνταρχου βαθμολογήθηκε από τον Κύριο με άριστα και μάλιστα ποικιλοτρόπως, γιατί  και  ο υπηρέτης  του θεραπεύθηκε με το λόγο του Χριστού, και ο  ίδιος επαινέθηκε για την πίστη του και έγινε παράδειγμα για  μίμηση  στις  επερχόμενες  γενεές.
     Έγινε παράδειγμα προς μίμηση σε όλους, ιδιαίτερα δε σε όσους έχουν κάποιο αξίωμα και κινδυνεύουν να το πάρουν επάνω τους όπως λέει ο λαός. Όμως έχουμε παρεξηγήσει την έννοια του αξιώματος. Το αξίωμα προσδίδει σαφώς κύρος και αναγνωρισιμότητα, όμως περισσότερο πρέπει να θεωρείτε ως ευθύνη  και ως μέγα χρέος προς τον συνάνθρωπο μας. 
     Στην καθημερινότητα μας θα δούμε ανθρώπους να πέφτουν θύματα από συνανθρώπους τους με εξουσία, που με το παραμικρό αξίωμα ξεχνούν την ανθρωπιά τους και το χρησιμοποιούν προς ίδιο όφελος χωρίς να υπολογίζουν κανένα και τίποτα. Οι πάσης φύσεως αξιωματούχοι όλων των εποχών, μα ιδιαιτέρως της σημερινής εποχής της αναλγησίας και της περιφρόνησης του αδυνάτου, πρέπει να αισθάνονται υπηρέτες των υφισταμένων τους, και ότι τους έταξε ο Θεός στη διακονία αυτής της εξουσίας. Δεν πρέπει κανείς να κάνει κατάχρηση της εξουσίας, γιατί ο μοναδικός εξουσιαστής του σύμπαντος είναι ο Θεός ο Οποίος δημιούργησε τα πάντα και κατευθύνει, κυβερνά, και τρέφει τον κόσμο.
     Μέσα από την οικονομική και κοινωνική κρίση, επιτρέψτε μου και φανερή κρίση των αξιών, που περνά η χώρα μας τώρα και που δημιούργησαν άνθρωποι παρασυρμένοι από φανταχτερά αξιώματα και υπέρμετρη δύναμη, πολιτικοί, βουλευτές, άνθρωποι ψηλά ιστάμενοι, εκατόνταρχοι της δικής μας εποχής, που όπως αποδείχθηκε δεν είχαν αξίες και ιδανικά παρά μόνο ακόρεστη δίψα για περισσότερη δύναμη και ακόμα πιο πολλά αξιώματα και πλούτο, οδηγώντας την Ελλάδα, την χώρα που τους ανέδειξε, με τα καμώματα τους στον διεθνή εξευτελισμό και την υποβάθμιση, μέσα λοιπόν από αυτήν την κατήφεια  και την έλλειψη αξιών, μας έδειξε ο Θεός πως μακριά από την αγάπη Του, απομονωμένοι από τις διδασκαλίες του Χριστού και τα δικά Του διδάγματα, τα αξιώματα καταστρέφουν την ψυχή μας και οδηγούν τον άνθρωπο σε μονοπάτια ολισθηρά και επικίνδυνα. 
     Είναι λοιπόν ευνόητο ότι κάθε άνθρωπος ανήκει στο Θεό, ανεξάρτητα αν έχει αξίωμα ή όχι, και γι' αυτό αποζητούμε και παρακαλούμε να έλθει η Βασιλεία του Θεού επί της γης. Στη βασιλεία του Θεού και στην απόλυτη δικαιοσύνη Του, καταργείται κάθε αρχή και εξουσία, και όλοι, ίσοι μεταξύ μας τότε θα ομολογήσουμε ότι «Εις Άγιος, εις Κύριος, Ιησούς Χριστός, εις δόξαν Θεού Πατρός». 
 Αμήν.

Κυριακή Δ΄ Ματθαίου -"οὐδὲ ἐν τῷ Ἰσραὴλ τοσαύτην πίστιν εὗρον"



Ἀπόστολος: Ρωμ. στ´ 18−23
Εὐαγγέλιον: Μάτθ. η´ 5−13
Ἦχος: γ´.— Ἑωθινόν: Δ´
"οὐδὲ ἐν τῷ Ἰσραὴλ τοσαύτην πίστιν εὗρον"
Στὴν σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ ἔχουμε ἕνα ὑπέροχο παράδειγμα πίστεως, ποὺ καὶ ὁ Ἴδιος ὁ Χριστὸς ἐθαύμασε καὶ ἐπήνεσε.
Ὅταν ὁ Κύριος εἰσῆλθε στὴν Καπερναούμ, ἕνας ἑκατόνταρχος Τὸν πλησίασε, γιὰ νὰ Τὸν παρακαλέσει γιὰ τὴν θεραπεία τοῦ δούλου του. Προφανῶς, θὰ ἐπρόκειτο γιὰ ἕνα δοῦλο πολύτιμο καὶ πολὺ ἀγαπητὸ στὸν ἑκατόνταρχο, γιὰ νὰ λάβει ὁ τελευταῖος τὸ θάρρος νὰ προσεγγίσει αὐτὸς ἕνας ἐθνικός, τὸν Κύριο.
Ὅμως ὁ Χριστὸς ἀνταποκρινόμενος στὸ αἴτημα τοῦ ἑκατοντάρχου, ἐκδηλώνει τὴν διάθεση νὰ εἰσέλθει στὴν οἰκία του καὶ νὰ θεραπεύσει τὸν ἀσθενῆ δοῦλο. Καὶ αὐτὸ τὸ κάνει ὁ Κύριος προκειμένου νὰ ἀποκαλυφθεῖ ἡ μεγάλη πίστη, γιὰ νὰ γνωρίσουν ὅλοι τὴν ἀρετή του. Πράγματι, ἡ ἀπάντηση τοῦ ἑκατοντάρχου εἶναι ἀξιοθαύμαστη. Λέγει ὅτι «οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς ἵνα μου ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθης», δεικνύων ἔτσι ὅτι θεωρεῖ τὸν ἑαυτόν του ἀνάξιον νὰ τύχει μίας τέτοιας εὐεργεσίας ἀλλὰ καὶ τῆς τιμῆς νὰ δεχθεῖ τὸν Κύριο στὴν οἰκία του (Ἅγ.Ἰω. Χρυσόστομος).

Ἂν ἀναλογισθοῦμε ὅτι τὸν λόγο αὐτὸν τὸν λέει ἕνας ἄνθρωπος ἐξουσίας, ἕνας ἑκατόνταρχος τοῦ ρωμαϊκοῦ στρατοῦ, ὁ ὁποῖος εἶχε ὑπὸ τὴν διοίκησή του τόσους ἀνθρώπους, τότε κατανοοῦμε περισσότερο τὴν ταπείνωση καὶ τὴν συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητός του ἔναντι τοῦ Κυρίου. Ἀπὸ ἕνα στρατιωτικὸ θὰ περιμέναμε μία ἀγέρωχη καὶ ὑπερήφανη συμπεριφορά. Ἀντιθέτως, βλέπουμε μία ἀξιοθαύμαστη ταπεινοφροσύνη.
Ἤδη, ἀπὸ πνευματικῆς ἀπόψεως, ὁ ἑκατόνταρχος ἦταν πολὺ πιὸ κοντὰ στὸν Θεὸ ἀπὸ πολλοὺς ἄλλους. Συνήθως, ἄνθρωποι μὲ ἐξουσία, ἀξιώματα, ὑπεύθυνες θέσεις, αἰσθάνονται ἀσφάλεια καὶ δύναμη, μία ὑπεροχὴ ἔναντι τῶν ἄλλων. Ὄχι ὅμως ὁ ἑκατόνταρχος, ὁ ὁποῖος ἔχει ἤδη κάνει τὰ πρῶτα σημαντικὰ βήματα πρὸς τὸν Χριστό.
Ἡ ταπείνωση ἀποτελεῖ τὴν βάση τῆς πνευματικῆς ζωῆς καὶ τὸ θεμέλιο ὅλων τῶν χριστιανικῶν ἀρετῶν. Αὐτὴ λοιπὸν ἡ ταπείνωση, μαζὶ μὲ τὴν πίστη τοῦ ἑκατοντάρχου, προσελκύει τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἑκατόνταρχος, ὡς ἄνθρωπος ποὺ γνωρίζει πολὺ καλὰ τί σημαίνει ἐξουσία καὶ ἐκτέλεση διαταγῶν, ἀναγνωρίζει στὸν Χριστὸ τέτοια ἐξουσία ὥστε καὶ μόνον ὁ λόγος Του νὰ ἀρκεῖ, γιὰ νὰ θεραπεύσει τὸν δοῦλο του.
Ὁ Ἰησοῦς ἐθαύμασε τὴν μεγάλη πίστη καὶ τὴν ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη τοῦ ἑκατοντάρχου καὶ τὴν ἐπαινεῖ δημοσίως, λέγων ὅτι "οὐδὲ ἐν τῷ Ἰσραὴλ τοσαύτην πίστιν εὗρον". Μάλιστα, χρησιμοποιεῖ ὁ Κύριος τὸ παράδειγμα τῆς πίστεως τοῦ ἑκατοντάρχου, ἑνὸς ἐθνικοῦ, γιὰ νὰ δείξει ὅτι πολλοὶ ἐξ ἐθνῶν θὰ πιστεύσουν ἐνῶ οἱ Ἰσραηλίτες, τὰ τέκνα τοῦ Ἀβραὰμ καὶ κληρονόμοι τῶν ἐπαγγελιῶν καὶ εὐλογιῶν τοῦ Θεοῦ, θὰ ἀπορρίψουν τὸν Χριστὸ καὶ θὰ εὑρεθοῦν ἐκτὸς τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν.
Ὁ Χριστὸς χρησιμοποιεῖ τὸ ρῆμα «ἀνακλιθήσονται», γιὰ νὰ παρομοιάσει τὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν μὲ τὸ μεσσιανικὸ δεῖπνο (Ματθ. κβ´ 1-14), στὸ ὁποῖο ἄνθρωποι ἐξ ἀνατολῶν καὶ ἐκ δυσμῶν, ἀπὸ τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης καὶ ἀπὸ ὅλους τοὺς λαούς, θὰ εὑρεθοῦν καλεσμένοι στὸ δεῖπνο ἀξιωθέντες διά πίστεως, ἐνῶ οἱ υἱοὶ τῆς βασιλείας, οἱ Ἰσραηλίτες, θὰ ἐκβληθοῦν διά τὴν ἀπιστίαν τους καὶ θὰ εὑρεθοῦν στὸ σκότος τὸ ἐξώτερον, σὲ τόπον κολάσεως καὶ βασάνων. Ὁ Κύριος, μὲ τὸν λόγον αὐτόν, θέλησε νὰ καταστείλει τὸν ἐγωϊσμὸ τῶν Ἰουδαίων, ποὺ εἶχαν ἀλαζονεία, διότι ἦσαν ἐκ τοῦ γένους τοῦ Ἀβραάμ, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ παρηγορήσει καὶ τοὺς ἐξ ἐθνῶν, ὥστε νὰ προσελκύσει αὐτοὺς διά τῆς πίστεως στὸν Χριστὸ (Εὐθύμιος Ζιγαβηνός). Ἀφοῦ ἐπήνεσε δημοσίως τὴν πίστη τοῦ ἑκατοντάρχου, ὁ Κύριος τοῦ εἶπε: «ὕπαγε, ὡς ἐπίστευσας γενηθήτω σοι». Καὶ ἀμέσως ἐθεραπεύθη ὁ δοῦλος. Κατὰ τὸ μέγεθος τῆς πίστεως τοῦ ἑκατοντάρχου, κατέστη δυνατὴ ἡ θαυμαστὴ θεραπεία.
Τέτοιου εἴδους πίστη ζητεῖ ἀπὸ ἐμᾶς ὁ Κύριος. Πίστη ἀπόλυτη, ἀφοσιωμένη, χωρὶς δισταγμοὺς καὶ λογισμοὺς ἀμφιβολίας. Ὅπως στὸν στρατὸ ὑπάρχει ἀπόλυτη ὑπακοὴ καὶ ἄμεσος ἐκτέλεση τῶν διαταγῶν, ἔτσι καὶ ἐμεῖς οἱ χριστιανοί, ὡς στρατιῶτες Χριστοῦ, ὀφείλουμε στὸν Κύριο ἀπόλυτη ὑπακοὴ στὸ θέλημά Του καὶ στὴν ἐργασία τῶν ἐντολῶν Του, διότι ἔτσι ἐκδηλώνουμε τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἀφοσίωσή μας σὲ Αὐτόν.
Ἂς ἀναρωτηθοῦμε, ἔχουμε ἐμεῖς τέτοια καὶ τόσον δυνατὴ πίστη, ὅπως αὐτὴ τοῦ ἑκατοντάρχου; Ἆραγε, ὅταν ἔλθει ὁ Κύριος, θὰ βρεῖ τέτοια πίστη στοὺς ἀνθρώπους; Νὰ εἴμαστε διαρκῶς σὲ πνευματικὴ ἐγρήγορση, νὰ ἐμπιστευόμαστε τὴν ζωή μας καὶ τὰ πάντα στὸν Κύριο («πᾶσαν τὴν ζωὴν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα»), καὶ νὰ βαδίζουμε διά πίστεως
Ἀρχιμανδρίτης π. Κύριλλος Κεφαλόπουλος

Ορθόδοξος Τύπος,27 /06/2014

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ Κυριακὴ Δ΄ Ματθαίου

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ
Ἀριθμὸς 27
Κυριακὴ Δ΄ Ματθαίου
6 Ἰουλίου 2014
Ματθαίου η΄ 5 - 13 

Ἡ συναίσθηση τῆς ἀναξιότητας τοῦ ἑκατόνταρχου, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, καὶ κατ’ ἐπέκταση ἡ ταπείνωσή του, εἶναι στοιχεῖο ἀπὸ τὸ ὁποῖο θὰ μπορούσαμε νὰ ἀντλήσουμε ἕνα ἰσχυρὸ μήνυμα γιὰ τὴν πορεία τὴν ὁποία ἀκολουθοῦμε στὴ ζωή μας. «Κύριε, δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ σὲ δεχθῶ στὸ σπίτι μου, πὲς ὅμως μόνο ἕνα λόγο σου, καὶ θὰ γιατρευθεῖ ὁ δοῦλος μου». Συγκλονίζουν, πράγματι, τὰ λόγια αὐτὰ γιατί σηματοδοτοῦν μία στάση, τὴν ὁποία δύσκολα ὁ ἄνθρωπος καὶ ἰδιαίτερα ὁ σημερινός, υἱοθετεῖ. Εἶναι ἡ περίπτωση ποὺ ἀποτολμᾶ μὲ ἕνα ἱερὸ «θράσος», νὰ γκρεμίσει τὰ ὀχυρὰ ποὺ συνήθως ἀνεγείρει, τὰ ὁποία ἀφήνουν τὸν ἑαυτό του σὲ μία παγερὴ ἀπόσταση ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ τὸ συνάνθρωπο. Εἶναι ἡ περίπτωση ποὺ ἀποκτᾶ συναίσθηση τῆς δικῆς του ἀδυναμίας καὶ κάνει τὴ μεγάλη κίνηση: νὰ ζητήσει τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, τὸν ὁποῖο πλησιάζει μὲ πίστη καὶ ἐλπίδα.

Ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος βιώνει μἰα τραγικότητα. Πολλὲς φορὲς ἀκολουθεῖ τὸ δικό του ἐγωιστικὸ δρόμο, ἐκεῖνο τῆς αὐτοθεοποίησης, καὶ ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ τρέφοντας τὴν ψευδαίσθηση ὅτι μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο εἶναι δυνατὸ νὰ ἐπιτύχει στὴ ζωή του. Ἐπιχειρεῖ μὲ τὶς δικές του καὶ μόνο δυνάμεις νὰ κάνει ἀκόμα καὶ «θαύματα», ἀλλὰ ἐκεῖνο ποὺ συνεχῶς δοκιμάζει εἶναι ἀπογοήτευση καὶ ἀγωνία. Αὐτὸ συμβαίνει διότι ἀρνεῖται τὴν παρουσία τοῦ Κυρίου στὴ ζωή του, ὁ Ὁποῖος εἶναι ὁ μόνος ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς προσφέρει θεραπεία σὲ κάθε μας ἀσθένεια καὶ βοήθεια, σὲ κάθε μας περίσταση.

Ὅταν ὁ Χριστὸς μπῆκε στὴν Καπερναούμ, ὁ ἑκατόνταρχος τὸν πλησίασε καὶ τὸν παρακάλεσε γιὰ ἕνα δοῦλο του. Τὸν παρακάλεσε συγκεκριμένα νὰ θεραπεύσει τὸν παράλυτο δοῦλο του. Ἡ καρδιὰ τοῦ Ρωμαίου στρατιωτικοῦ δὲν ἀντέχει νὰ τὸν βλέπει νὰ ὑποφέρει στὸ κρεβάτι τοῦ πόνου.

Σὲ μία ἐποχὴ κατά τὴν ὁποία οἱ Ρωμαῖοι, θεωροῦσαν τοὺς δούλους, περίπου σὰν ἀντικείμενα, ὁ ἑκατόνταρχος παρὰ τὴ θέση καὶ τὸ ἀξίωμά του, θεωρεῖ τὸν δοῦλο τοῦ σπιτιοῦ του σὰν δικό του παιδί. Ταπεινώνεται μπροστὰ στὸ Χριστὸ καὶ ζητᾶ τὸ ἔλεός του. Παρακαλεῖ νὰ τὸν θεραπεύσει καὶ ὁ Κύριος ἀνταποκρίνεται ἀμέσως.

Ὁ ἑκατόνταρχος μπροστὰ στὴν προθυμία τοῦ Χριστοῦ νὰ ἔλθει στὸ σπίτι του γιὰ νὰ θεραπεύσει τὸν ἄρρωστο δοῦλο του, αἰσθάνεται τὴ δική του ἀναξιότητα καὶ ὁμολογεῖ: «Κύριε, οὐκ εἰμὶ ἱκανός, ἵνα μου ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθης»

Συνεχίζοντας, ἐκφράζει δημόσια τὴν πίστη του στὴν Θεότητα τοῦ Χριστοῦ, λέγοντας: «Μόνον εἰπὲ λόγον καὶ ἰαθήσεται ὁ παῖς μου». Ὡς Θεὸς ποὺ εἶσαι πὲς ἕναν λόγο. Αὐτὸς καὶ μόνον ἀρκεῖ γιὰ νὰ θεραπευθεῖ ὁ δοῦλος μου.

Εἶναι πράγματι ἀξιοθαύμαστη ἡ ταπείνωση τοῦ ἑκατόνταρχου, ἀλλὰ καὶ ἡ μεγάλη πίστη ποὺ ἐπέδειξε. Ἕνας πολὺ ἁρμονικὸς συνδυασμὸς ἀρετῶν ποὺ ἀνεβάζει τὸν ἄνθρωπο πολὺ ψηλὰ καὶ τὸν καταξιώνει ὡς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ στὴν πιὸ αὐθεντική της μορφή.

Ἀγαπητοὶ μου ἀδελφοί, ἰδιαίτερα στὴν ἐποχή μας, σήμερα ποὺ μαστίζεται ἀπὸ τόσα πάθη, καὶ ὁ ἐγωϊσμὸς καὶ ἡ ὑπερηφάνεια, ἀλλὰ πολλὲς φορὲς καὶ ἡ ἀπιστία ἐμφωλεύουν στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων, ὁ ἑκατόνταρχος τῆς εὐαγγελικῆς διήγησής μας ἔρχεται νὰ φωτίσει ἕναν ἄλλον δρόμο ζωῆς. Ἐκεῖνον ποὺ περνᾶ μέσα ἀπὸ τὴ συναίσθηση τῆς ἀναξιότητάς μας καὶ ὁδηγεῖ στὴν ταπείνωση, γιὰ νὰ ἐπιζητοῦμε τὸ ἔλεος καὶ τὴν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἕνας δρόμος μέσα ἀπὸ τὸν ὁποῖο προβάλλεται ἡ πίστη, ἡ ὁποία ἐκφράζεται ὡς ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στὸ Θεό, ποὺ εἶναι ἡ μόνη ἐλπίδα καὶ σωτηρία μας. Ἀμήν.

Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Χίου

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...