Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 22, 2014

Ποιά είναι η «Συκιά» που όταν ξαναβγάλει φύλλα θα έλθει το Τέλους του Κόσμου;

                                 Η «ΣΥΚΗ» ΠΟΥ ΞΑΝΑΒΓΑΖΕΙ ΦΥΛΛΑ
ΠΡΟΟΙΜΙΟΝ ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΑΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣ
ΚΑΙ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
 






«Ἀπό δέ τῆς συκῆς μάθετε τήν παραβολήν. ὅταν ἤδη ὁ κλάδος αὐτῆς γένηται ἁπαλός καί τά φύλλα ἐκφύῃ, γινώσκετε ὅτι ἐγγύς τό θέρος οὕτω καί ὑμεῖς ὅταν ἴδητε ταῦτα πάντα, γινώσκετε ὅτι ἐγγύς ἐστιν ἐπί θύραις. ἀμήν λέγω ὑμῖν, οὐ μή παρέλθῃ ἡ γενεά αὕτη ἕως ἄν πάντα ταῦτα γένηται».  (Ματθαῖος κδ΄, 32-34)









Ἐδῶ ὁ Κύριός μας στήν Παραβολήν τῆς Συκῆς, ἀναφέρεται σαφέστατα στά ἔσχατα χρόνια. Ὁμιλεῖ γιά τήν ἐπιστροφή τῶν Ἑβραίων στήν Ἱερουσαλήμ καί τήν ἐπανίδρυση τοῦ κράτους τους.
Καί βέβαια, αὐτό ἀποτελεῖ ἕνα ἀπό τά πλέον σημαντικά καί καθοριστικά «Σημεῖα τῶν Καιρῶν».
Μᾶς λέγει δέ καί τό ἑξῆς, θέλοντας νά συγκεκριμενοποιήσει τόν χρόνον, ὅτι ἡ γενεά ἐκείνη πού θά ἰδεῖ ὅλα αὐτά τά γεγονότα νά συμβαίνουν, δέν θά φύγει ἀπό τήν ζωή, μέχρις ὅτου ἰδεῖ καί ὅλα τά ὑπόλοιπα πού εἶπε ὁ Χριστός, σχετικά μέ τόν Ἀντίχριστο καί τήν Δευτέρα Παρουσία Του.
«Ἀπό τήν συκιά δέ μάθετε τήν παρομοίωσιν. ὅταν πλέον ὁ κλάδος της γίνει μαλακός καί ἀρχίζει νά βγάζει τά φύλλα, γνωρίζετε, καταλαβαίνετε ὅλοι ὅτι πλησιάζει τό καλοκαίρι. Ἔτσι λοιπόν καί σεῖς, ὅταν θά δεῖτε ὅλα αὐτά, νά ξέρετε ὅτι εἶναι κοντά τό τέλος, ἡ Δευτέρα Παρουσία μου. Σᾶς διαβεβαιώνω, ὅτι δέν θά περάσει ἡ γενεά αὐτή, ἕως ὅτου γίνουν ὅλα ὅσα σᾶς προεῖπα. Ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ θά παρέλθουν, οἱ λόγοι μου ὅμως δέν θά παρέλθουν, ἀλλά θά πραγματοποιηθοῦν ἐξ ὁλοκλήρου». [225]


Ἄς ἀναλύσουμε προσεκτικά, μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, τά συγκεκριμένα χωρία τοῦ Εὐαγγελίου, γιά νά δοῦμε πόσο πολύ ἀποκαλυπτικά εἶναι, ἀλλά καί γιά νά θαυμάσουμε, γιά μία φορά ἀκόμη, τό μεγαλεῖο καί τήν Σοφία τοῦ Θεοῦ μας, ὁ ὁποῖος μᾶς προεῖπε μέ τόση σαφήνεια καί μέ τήν παραμικρή λεπτομέρεια, τό τί μέλλει γενέσθαι.
Ἐδῶ ὁ Ἰησοῦς, στήν παραβολή πού χρησιμοποιεῖ, ἀναφέρει ἕνα δένδρο, τήν συκιά, προκειμένου νά μᾶς πεῖ κάποια πράγματα, πού ἔχουν σχέση μέ τό θέμα πού ὁμιλεῖ στό ΚΔ΄ κεφάλαιο τοῦ κατά Ματθαῖον Εὐαγγελίου καί εἶναι τά σημεῖα πού θά προηγηθοῦν πρίν ἀπό τή Δευτέρα Παρουσία Του.
Γιατί ὅμως χρησιμοποιεῖ ὡς παράδειγμα τό δένδρο τῆς συκιᾶς καί ὄχι ἕνα ὁποιοδήποτε ἄλλο δένδρο;
Μήπως τά ἄλλα δένδρα, ἐκτός ἐξαιρέσεων,  δέν ἀρχίζουν νά βγάζουν καί αὐτά φύλλα τήν Ἄνοιξη, ἀφοῦ ἔχει ἀρχίσει καί ζεσταίνει ὁ καιρός καί πλησιάζει τό καλοκαίρι;
Φυσικά. Τότε γιατί;
Ἔχουμε πεῖ καί θά τό λέμε πολλές φορές ὅτι τίποτε, μά τίποτε, μέσα στήν Ἁγία μας Γραφή δέν εἶναι τυχαῖο, οὔτε ἔχει γραφεῖ χωρίς λόγο καί σκοπό.
«Αὐτοί πού πρόκειται νά ἀποκομίσουν κάποιαν ὠφέλειαν ἀπό τά ἀναγινωσκόμενα πρέπει νά μήν παρατρέχουν οὔτε τό παραμικρόν ἀπό τά λεγόμενα, διότι διά τοῦτο ἐλάβομεν ἐντολήν νά ἐρευνῶμεν τάς Γραφάς, ἐπειδή θεωροῦνται τά περισσότερα ἀπό αὐτά, ὅτι ἔχουν κρυμμένα εἰς τό βάθος πολλά σπουδαῖα νοήματα». [226]
Καί ἀλλοῦ πάλι μᾶς λέγει ὁ Ἅγιος:
«Ὁ Θεός δέν θέλει, ἔτσι ἁπλά, νά ἀκοῦμε τίς λέξεις καί τά λόγια πού ὑπάρχουν εἰς τάς Γραφάς, ἀλλά νά τά ἀκοῦμε μέ πολλή προσοχή, σκέψη καί φρόνηση». [227]
Ἔτσι καί στό συγκεκριμένο χωρίο.
Κάτι θέλει νά μᾶς πεῖ ἐδῶ ὁ Κύριός μας.
Κάποιο μήνυμα θέλει νά μᾶς στείλει. Κάπου θέλει νά μᾶς παραπέμψει.



Ἡ καταρασθεῖσα καί ξηρανθεῖσα Συκῆ

Ἐάν ἀνατρέξουμε σέ ἕνα ἄλλο κεφάλαιο τοῦ Εὐαγγελίου καί συγκεκριμένα στό ΚΑ΄ τοῦ Ματθαίου, βλέπουμε ὅτι καί ἐδῶ ὁ Ἰησοῦς Χριστός, μᾶς ὁμιλεῖ πάλι γιά μιά συκιά. Μιά συκιά πού δέν εἶχε καρπούς καί ὁ Κύριός μας τήν ξέρανε, ἀφοῦ εἶχε μόνο φύλλα.
Ἄς δοῦμε ὅμως μέ προσοχή αὐτήν τήν διήγηση.

«Πρωΐας δέ ἐπανάγων εἰς τήν πόλιν ἐπείνασε καί ἰδών συκῆν μίαν ἐπί τῆς ὁδοῦ ἦλθεν ἐπ᾿ αὐτήν, καί οὐδέν εὗρεν ἐν αὐτῇ εἰ μή φύλλα μόνον, καί λέγει αὐτῇ  μηκέτι ἐκ σοῦ καρπός γένηται εἰς τόν αἰῶνα. καί ἐξηράνθη πραχρῆμα ἡ συκῆ». [228]
Κάποιο πρωϊνό, μᾶς λέγει ἡ Γραφή, ἐπιστρέφοντας ὁ Ἰησοῦς ἀπό τή Βηθανία εἰς τήν πόλη τῶν Ἱεροσολύμων, ἐπείνασε. Καί βλέποντας στό δρόμο του μία συκιά, πλησιάζει κοντά της γιά νά κόψει μερικά σύκα καί νά φάει. Μή βρίσκοντας ὅμως οὔτε ἕνα σύκο σέ αὐτήν, παρά μόνο φύλλα, τήν «καταρᾶται» καί τῆς λέγει: «Ἀπό ἐδῶ καί στό ἑξῆς καί μέχρι συντελείας τοῦ αἰῶνος, νά μήν ξαναβγάλεις, οὔτε ἕναν καρπό». Καί μέ τό πού εἶπε αὐτά τά λόγια ὁ Χριστός, ἡ συκιά ἀμέσως, παραχρῆμα, ἐξηράνθηκε.



Ἡ ξηρανθεῖσα συκῆ συμβολίζει τούς Ἑβραίους

Ποιά εἶναι αὐτή ἡ συκιά; Καί γιατί ὁ Κύριός μας τήν καταρᾶται;
Ἡ συκιά συμβολίζει, σύμφωνα μέ τούς Ἁγίους Πατέρες μας, τήν Ἰουδαϊκή Συναγωγή, ἀλλά  καί γενικώτερα ὅλο τό γένος τῶν Ἰουδαίων.

α) Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος:
«Ἡ συκιά αὐτή (πού καταράσθηκε ὁ Κύριος στό Εὐαγγέλιον) οἱ περισσότεροι ἀπό τούς ἑρμηνευτές λένε ὅτι συμβολίζει τήν Συναγωγή τῶν Ἰουδαίων». [229]

β) Ὁ Ἅγιος Θεοφύλακτος Βουλγαρίας:
«Ἡ συκῆ δέ αὐτή, ἔχει καί τύπον τῆς συναγωγῆς τῶν Ἰουδαίων, οἱ ὁποῖοι φύλλα μόνον εἶχαν· τουτέστι νόμον ὁποῦ τούς ἔδειχνε σκιάν, ἀλλά καρπόν δέν εἶχαν οὐδένα... ἐπειδή λοιπόν δέν εἶχε καρπόν ἡ συναγωγή, κατηράσθη, καί ἐξηράνθη, καί δέν ἔχει πλέον μήτε προφήτην, μήτε διδάσκαλον».  [230]

γ) Ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας:
«Μ’ αὐτό τό νόημα νά σκεφθεῖς καί τήν παραβολή τῶν Εὐαγγελίων γιά τή συκιά. Κόπηκε λοιπόν ἀπό τόν Θεό (τό Ἰσραήλ) σάν ἄκαρπο καί ὄχι καρποφόρο πιά δένδρο. Ὅμως ἡ ἀξίνα δέν χτύπησε τήν ρίζα, λέγει, ἀλλά βρίσκεται κοντά στή ρίζα. Κόπηκαν δηλαδή τά κλαδιά, ἀλλά τό δένδρο δέν ξερριζώθηκε. Γιατί σώθηκε τό ὑπόλειμμα τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ (Ἡσ. ι΄,22)καί δέν χάθηκε ὁλοσχερῶς ἡ ρίζα». [231]

δ) Ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης:
«Ὁ Κύριος καταράστηκε τήν συκῆ, ὄχι τυχαῖα, μή νομίζεις κάτι τέτοιο, ἀλλά τό ἔπραξε αὐτό θέλοντας νά δείξει στούς ἀχάριστους Ἰουδαίους, ὅτι ὅπως ἀκριβῶς καταράστηκε τήν συκιά καί αὐτή ξεράθηκε ἀμέσως, μέ τόν ἴδιο τρόπο ἀκριβῶς μπορεῖ νά τιμωρήσει, ὅταν τό κρίνει ἀπαραίτητο, καί αὐτούς, παρότι εἶναι ὁ ἐκλεκτός του λαός, καί νά πάθουν ὅ,τι ἀκριβῶς ἔπαθε ἡ συκιά, ὅπως ἄλλωστε καί ἔπραξε». [232]

ε) Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός:
«Ἔρχεται λοιπόν γρήγορα γιά νά πάθει καί βιάζεται νά πιεῖ τό ποτήρι τοῦ θανάτου, προκειμένου νά φέρει τήν σωτηρία στόν κόσμο, νά σώσει τόν κόσμο. Ἔρχεται πεινώντας γιά τήν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων καί δέν βρίσκει καρπό· διότι παραβολικῶς ἡ συκή αὐτό ὑπαινίσσεται». [233]
Δηλαδή τό γένος τῶν Ἰουδαίων. Γιατί σέ ποιούς ἄλλους ἦρθε ὁ Χριστός γιά νά βρεῖ καρπό, ἔργα, ἀρετές, πίστη; Στά διάφορα ἄλλα ἔθνη πού ἦταν ὅλα εἰδωλολατρικά καί ἀλλόθρησκα; 
Φυσικά καί ὄχι. Μόνον στόν «περιούσιο» λαό Του, τό Ἰσραήλ.

ς) Ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής:
«Ὁ Κύριός μας, ἐπιστρέφοντας ἀπό τή Βηθανία στά Ἱεροσόλυμα, δηλαδή μετά τήν τυπική καί σκιώδη παρουσία του, πού ἦταν κρυμμένη μέσα στό νόμο, ἐρχόμενος ξανά στούς ἀνθρώπους μέ τή σάρκα, εἶδε στό δρόμο μιά συκιά πού εἶχε μόνο φύλλα, πού ὑπῆρχε στή σκιά καί στούς τύπους, δηλαδή τή σωματική λατρεία τοῦ νόμου... καί μή βρίσκοντας καρπό, δηλαδή δικαιοσύνη, τήν καταράστηκε ἐπειδή δέν ἔδινε τροφή στό Λόγο, ἤ καλύτερα πρόσταξε νά μή καλύπτει πιά δυναστεύοντας τήν ἀλήθεια μέ τούς νομικούς τύπους, πρᾶγμα πού ἀποδείχτηκε στή συνέχεια μέ τά ἔργα, ἀφοῦ καταξεράθηκε ἐντελῶς ἡ νομική ὡραιότητα πού εἶχε τήν ὕπαρξή της στά σχήματα μόνο καί ἔσβησε ἡ ἔπαρση τῶν Ἰουδαίων γι’ αὐτή... Γι’ αὐτό λέει “δέν ἦταν ὁ καιρός τῶν σύκων”(Μάρκ. ια’, 13)· ὁ χρόνος δηλαδή κατά τόν ὁποῖο κυριαρχοῦσε στήν ἀνθρώπινη φύση ὁ νόμος, δέν ἦταν καιρός καρπῶν τῆς δικαιοσύνης, ἀλλά εἰκόνιζε τούς καρπούς τῆς δικαιοσύνης καί μυοῦσε κατά κάποιο τρόπο τή μέλλουσα θεία κι ἀπόρρητη καί σωτήρια ὅλων χάρη, στή ὁποία δέν εἶχε φτάσει ἀπό τήν ἀπιστία του ὁ παλαιός λαός τοῦ Ἰσραήλ καί γι’ αὐτό χάθηκε...

Ἤ πάλι, κατά ἄλλη ἑρμηνεία· ἐπειδή τό πλῆθος τῶν ἱερέων καί γραμματέων καί νομικῶν καί Φαρισαίων, ἄρρωστοι ἀπό τήν κενή δόξα μέ τήν ἐπίδειξη τῆς πλαστῆς εὐλάβειας τῶν ἠθῶν, φαινόμενοι ὅτι ἀσκοῦσαν δικαιοσύνη, ἔτρεφαν τήν ἔπαρση τῆς οἴησης, ὁ Λόγος λέει ὅτι ἡ οἴηση αὐτῶν πού ἀναφέρθηκαν εἶναι συκιά ἄκαρπη πλούσια μόνο σέ φύλλα, τήν ὁποία, αὐτός πού ἐπιθυμεῖ τήν σωτηρία ὅλων τῶν ἀνθρώπων καί πεινᾶ τήν θέωσή τους, τήν καταριέται ὡς ἄκαρπη καί τήν ξεραίνει...». [234]

ζ) Ὁ Προκόπιος Γαζαῖος:
«Καί ὅταν φάνηκαν στήν γῆ, τά ἄνθη, οἱ ἅγιοι ἄνδρες τῶν Χριστιανῶν, ἔφθασε ὁ καιρός τῆς τομῆς, τῆς ἀποβολῆς δηλαδή τῶν Ἰουδαίων. Καί ἡ συκῆ (πού συμβόλιζε τούς Ἰουδαίους, γι’αὐτό καί τήν διέταξε ὁ οἰκοδεσπότης νά μήν βγάλει καρπό), ἀφοῦ φύγει ὁ Χριστός, δέν θά ξαναανθίσει ποτέ, παρά μόνον κάπου κάπου θά βγάζει ὀλύνθους (=μικρά σύκα πού βγαίνουν τήν περίοδο τοῦ χειμῶνα καί δέν ὡριμάζουν ποτέ), μικρούς δηλαδή καρπούς μετανοίας, οἱ ὁποῖοι ὅμως δέν πρόκειται νά ὡριμάσουν και νά φαγωθοῦν ποτέ». [235]

η) Στό Συναξάριον τῆς Μ. Δευτέρας διαβάζουμε τά ἑξῆς:
«Τῇ ἁγίᾳ καί Μεγάλῃ Δευτέρᾳ μνείαν ποιούμεθα τοῦ μακαρίου Ἰωσήφ τοῦ Παγκάλου καί τῆς ὑπό τοῦ Κυρίου καταρασθείσης καί ξηρανθείσης συκῆς...Τήν συναγωγήν, συκῆν Χριστός, Ἑβραίων, Καρπῶν ἄμοιρον πνευματικῶν εἰκάζων, ἀρᾷ ξηραίνει ἧς φύγωμεν τό πάθος.
Συκῆ ἐνταῦθα ἐννοεῖται ἡ συναγωγή τῶν Ἰουδαίων, εἰς τήν ὁποίαν ἐλθών ὁ Σωτήρ καί μή εὑρών ἐν αὐτῇ τόν πρέποντα καρπόν, εἰμή μόνον τήν σκιάν τοῦ νόμου, ἀπέσυρε καί ταύτην τήν σκιάν ἀπ᾿ αὐτῆς καί παντάπασιν ἀργήν τήν κατέστησεν». [236]

θ) Ἀλλά καί ὁ Προφήτης Ἱερεμίας (κεφ. ΚΔ΄) βλέπουμε ὅτι παρομοιάζει τόν Ἰουδαϊκόν λαόν μέ δύο καλάθια σύκα. Τό ἕνα καλάθι περιεῖχε καλά καί ὄμορφα σύκα, τό δέ ἄλλο σάπια καί πονηρά σύκα.
Τά καλά καί ὄμορφα σύκα ἦταν οἱ καλοί Ἰουδαῖοι πού θά τούς ξαναέφερνε πίσω στήν πατρίδα τους, ἐνῶ τά σάπια καί πονηρά σύκα ἦταν οἱ πονηροί Ἰουδαῖοι πού θά τούς διεσκόρπιζε εἰς πᾶσαν τήν γῆ, ἀποστέλλοντάς τους ταυτόχρονα, κατάρες, πεῖνες, ἀρρώστιες, πολέμους, μάχαιρα καί ἄλλα πολλά. [237]



Ἄρα λοιπόν ἡ συκιά πέραν πάσης ἀμφιβολίας, ὅπως εἴδαμε σύμφωνα μέ τούς Ἁγίους Πατέρες μας, συμβολίζει τούς Ἑβραίους καί τήν Ἰουδαϊκή Συναγωγή.
Ἕνα λοιπόν πρωϊνό, καί μάλιστα σέ ἐποχή ἀνοίξεως πού τά δένδρα δέν βγάζουν ἀκόμα καρπούς, ὁ Ἰησοῦς «ἐπείνασεν» καί πλησίασε σέ μιά συκιά γιά νά φάει σύκα.
«Ἐπείνασεν», ὁ τῶν ὅλων Δεσπότης. «Ἐπείνασεν», Αὐτός πού ἐδημιούργησε ἀπό τό μηδέν τά πάντα. «Ἐπείνασεν», Αὐτός πού μέ πέντε ἄρτους καί δύο ψάρια ἐχόρτασε πέντε χιλιάδες ἄνδρες, ἐκτός ἀπό τά γυναικόπαιδα. «Ἐπείνασεν», Αὐτός πού φροντίζει γιά τήν τροφή καί τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ. «Ἐπείνασεν»... «Ἐπείνασεν»...

«Ἐπείνασεν ὁ τρέφων πᾶσαν τήν οἰκουμένην. ἐπείνασεν ὁ ἐκ πέντε ἄρτων πεντάκις χιλίους εἰς κόρον ἐκθρέψας. ἐπείνασεν ὁ ἐκ πηλοῦ ζῶντας ὀφθαλμούς ἐργασάμενος. ἐπείνασεν ὁ ἐπί τῶν κυμάτων τῆς θαλάσσης περιπατήσας, καί τούς πόδας εἰς τό ὕδωρ μή βάψας. ἐπείνασεν ὁ ἐννοίᾳ μόνῃ τό ὕδωρ εἰς οἶνον μετατρέψας... Πῶς οὖν ἐπείνασεν ὁ Θεός;», [238]  λέγει ὁ  ἱερός Χρυσόστομος.

«Τίς γάρ πρωῒ ἐσθίει; Ὁ βασιλεύς, ὁ Κύριος, ὁ Διδάσκαλος· πρωῒ πεινῶν, οὐκ ἔχει τήν ἐπιθυμίαν τῆς βρώσεως. Οὐ κρατεῖ τῆς φύσεως, ἀλλ΄ ὥσπερ τις ἀκρατής καί ἀκόλαστος, ἀλόγως ὁρμᾷ πρός τήν βρῶσιν, ἐν καιρῷ τῷ μή προσήκοντι. Καί πῶς παιδεύει τούς μαθητάς νηστεύειν, καί μή ἡττᾶσθαι πάθει ἐπιθυμίας; Οὐχ οὕτως τοῦτό ἐστι· ἀλλ’ ὥσπερ λόγῳ διά παραβολῶν διδάσκων ἐλάλει, οὕτω καί ἔργῳ τάς παραβολάς διεξέρχεται. Προσῆλθε τῇ συκῇ πεινάσας», [239] συμπληρώνει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός.


Αὐτός λοιπόν «ἐπείνασεν» καί, πρωΐ-πρωΐ μάλιστα, «τρέχει» στή συκιά γιά νά φάει σύκα καί ἐπειδή δέν βρῆκε τίποτε νά φάει, ἀπό «κακία», τήν καταρᾶται; Ἀστεῖα καί βλάσφημα πράγματα.
Ἐντάξει, ἄς ὑποθέσουμε ὅτι ἐπειδή ἦταν καί ἄνθρωπος καί εἶχε καί σῶμα, πείνασε πραγματικά. Δέν ἤξερε ὅμως καί σάν Θεός, ὅτι τό συγκεκριμένο δένδρο δέν εἶχε καρπούς;
Καί ἄν ἀκόμη ὑποθέσουμε ὅτι οὔτε αὐτό τό γνώριζε, τουλάχιστον δέν γνώριζε ὅτι τήν ἐποχή ἐκείνη (ἄνοιξη) ἡ συκιές δέν ἔχουν βγάλει ἀκόμα  καρπούς; «οὐ γάρ ἦν καιρός σύκων». (Μάρκ. ια’, 13)
Φυσικά. Ὅλα τά ἤξερε, ὡς Θεάνθρωπος ὅπου ἦταν.
Ἤθελε ὅμως νά μᾶς πεῖ καί νά μᾶς διδάξει κάτι βαθύτερο καί οὐσιαστικότερο μέ αὐτήν Του τήν πράξη.
«Διότι δέν ὑπάρχει τίποτε πού λέγει ἤ πράττει ὁ Χριστός καί δέν ἔχει μεγάλη σημασία, δέν κρύβει κάποιο μυστήριο. Τίποτε ἀπολύτως δέν κάνει ἐάν δέν εἶναι πολύ χρήσιμο, ὠφέλιμο καί ἀληθινό καί ἐάν δέν ὁδήγει τόν νοῦν μας εἰς οὐράνια πράγματα», [240] μᾶς λέγει ὁ Χρυσορρήμων Ἰωάννης.


Τά πάντα λοιπόν, μέσα στήν Ἁγία Γραφή, ἔχουν τόν λόγο καί τήν σημασία τους.
Πρωΐ λοιπόν ἐπείνασε, γιά νά μᾶς δείξει ὅτι πρωϊνό καί ὄχι μεσημέρι ἤ ἑσπέρας ἤ βράδυ ἐνδιαφέρθηκε γιά τόν ἄνθρωπο.
Ἤ ἀκόμη ἤθελε νά μᾶς εἰπεῖ ὅτι ἀπό τό πρωΐ, ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἡμέρας, δηλαδή ἀπό τήν ἀρχή τῆς ὑπάρξεως τοῦ Ἑβραϊκοῦ γένους, ἀλλά καί τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου γενικώτερα, «πεινοῦσε» καί «διψοῦσε» γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.

Ἀκόμη, ἡ λέξις «πρωΐ» σημαίνει τήν παροῦσα ζωή, διότι μετά θάνατον θά εἶναι πλέον ἀργά γιά ὅλους μας ἀφοῦ, «ἀπόκειται τοῖς ἀνθρώποις ἅπαξ ἀποθανεῖν, μετά δέ τοῦτο κρίσις» [241] καί ἀφοῦ ὅπως ξέρουμε «ἐν τῷ Ἅδη οὐκ ἔστι μετάνοια».
Πλησίασε λοιπόν κοντά στήν συκιά, κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό καί ἔγινε ἄνθρωπος, γιά νά δεῖ ἀπό κοντά τί ἔγινε τό δένδρο Του, τό δένδρο πού ἐφύτευσε ὁ ἴδιος, ἡ συκιά, δηλαδή οἱ Ἑβραῖοι.

Ἔβγαλε ἆρα γε καρπούς ἤ ὄχι, μετά ἀπό τόση φροντίδα πού τῆς ἐπέδειξε ὅλα αὐτά τά χρόνια, σκαλίζοντας τό χῶμα της, βάζοντας λίπασμα, ποτίζοντάς την, δηλαδή στέλνοντας τούς Προφήτας Του μέ τούς νόμους καί τίς ἐντολές Του, βοηθώντας τους σέ πολλές περιπτώσεις καί γλυτώνοντάς τους ἀπό πολλούς κινδύνους, ὅπως στήν αἰχμαλωσία τῆς Βαβυλῶνος, στήν δουλεία τῆς Αἰγύπτου, στήν Ἐρυθρά θάλασσα, μέ τό μάννα στήν ἔρημο, τά τείχη τῆς Ἱεριχοῦς καί μύριες ἄλλες εὐεργεσίες;

Πλησίασε λοιπόν, κοντά στό δένδρο Του, στή συκιά, στό Γένος τῶν Ἰουδαίων, πεινώντας καί διψώντας γιά καρπούς. Γιά πίστη, γιά ἔργα, γιά ἀγάπη, γιά καλοσύνη καί ἄλλες ἀρετές. Δυστυχῶς ὅμως, δέ βρῆκε οὔτε ἕνα σύκο, οὔτε ἕναν καρπό, οὔτε ἕνα καλό ἔργο στούς Ἰουδαίους, στό δένδρο Του, στό λαό Του, παρά μόνο φύλλα, δηλαδή τύπους, σκιές, τυπολατρίες, θυσίες χωρίς ἔλεος, χωρίς ἀγάπη, χωρίς περιεχόμενο. «Ἔλεον θέλω καί οὐ θυσίαν». [242] 

Δέν βρῆκε πίστη (καρπούς) ἀλλά μόνο φύλλα, τό γράμμα τοῦ νόμου. Βρῆκε μόνον Συναγωγές, Ραββίνους, Νομοδιδασκάλους, Ἀρχιερεῖς  «Γραμματεῖς καί Φαρισαίους» πού ἡ καρδιά τους ἦταν γεμάτη ἀπό τυπολατρία, μῖσος καί ὑπερηφάνεια καί πού ὅ,τι ἔκαναν, τό ἔκαναν «γιά τό θεαθεῖναι» τῶν ἀνθρώπων.
Πού, ἀντί νά φροντίζουν νά μήν παραβαίνουν οἱ ἄνθρωποι, τίς ἐντολές καί τίς παραδόσεις τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖνοι πρόσεχαν νά μήν παραβαίνουν οἱ ἄνθρωποι, τίς ἐντολές καί παραδόσεις τίς δικές τους. «Ἀφέντες γάρ τήν ἐντολήν τοῦ Θεοῦ κρατεῖτε τήν παράδοσιν τῶν ἀνθρώπων». [243] 

Πού, ἀντί νά τηροῦν τούς Νόμους καί τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, καθώς καί τήν οὐσία αὐτῶν, αὐτοί κοιτοῦσαν καί τηροῦσαν τούς τύπους. Ἐάν ἐπί παραδείγματι, θά ἔπλεναν οἱ ἄνθρωποι τά χέρια τους πρίν φᾶνε, ἐάν θά τηροῦσαν τό Σάββατο, ἐάν θά τηροῦσαν κάποιες ἄλλες νομικές διατάξεις καί τά ὅμοια.
Μή βρίσκοντας λοιπόν ὁ Κύριός μας κανέναν καρπό, παρά μόνον φύλλα, καί ἀφοῦ τελικά οὔτε αὐτόν τόν ἴδιον θέλησαν νά τόν δεχθοῦν καί νά τόν πιστέψουν ὡς Μεσσία καί Σωτήρα τους, θλιμμένος, ἀπογοητευμένος, ἀλλά καί ἀγανακτισμένος γι’ αὐτήν τήν κατάσταση, ἀναγκάζεται νά ξηράνει τό συγκεκριμένο αὐτό δένδρο, τήν συκιά, τήν Ἰουδαϊκή Συναγωγή καί ὅλο τό γένος τῶν Ἑβραίων, σάν λαό, ἀφοῦ μετά ἀπό τόσων χρόνων φροντίδα καί μετά ἀπό τόση ἐπιμέλεια, στοργή καί ἀγάπη πού τούς ἔδειξε, τελικά δέν ἀπέδωσαν καρπούς.

Τί νά τό κάνει πλέον ἕνα τέτοιο δένδρο (ἕναν τέτοιο λαό) πού δέν τοῦ ἀποδίδει οὔτε ἕναν καρπό; Τοῦ εἶναι ἄχρηστο.
Ἕνα τέτοιο δένδρο δέν χρειάζεται νά τό ἔχει κανείς, νά τό φροντίζει καί νά τό περιποιεῖται, χάνοντας τό χρόνο του. Στό μόνο πού μπορεῖ νά χρησιμεύσει, εἶναι ἡ φωτιά. Νά κοπεῖ καί νά γίνει καυσόξυλα.
Αὐτό ἄλλωστε δέν θά ἔκανε καί ὁ ὁποιοσδήποτε γεωργός καί ἄνθρωπος σέ κάποιο δένδρο του, πού τό ἔχει καί τό περιποιεῖται μέ ἰδιαίτερη φροντίδα, γιά πάρα πολλά χρόνια καί πού τελικά, ὅταν ἔλθει ἡ ὥρα νά δώσει τούς καρπούς του, αὐτό δέν βγάζει οὔτε ἕναν καρπό; Τί νά τό κάνει ἕνας γεωργός, ἕνα τέτοιο ἄχρηστο δένδρο; Δέν ξανασχολεῖται πλέον μαζί του. Τό κόβει καί τό πετάει στήν ἄκρη ἤ τό χρησιμοποιεῖ γιά τήν φωτιά.

Ἔτσι λοιπόν, τελικά ὁ Κύριός μας, ἀφοῦ αὐτό τό δένδρο (ὁ Ἰουδαϊκός Λαός) ἀπεδείχθει ἄχρηστο, τό ξήρανε καί φύτευσε ἄλλο δένδρο (τήν ἐξ ἐθνῶν ἐκκλησία) πιό καλό, πιό ὄμορφο, πιό δυνατό, πιό ποιοτικό, πού νά μπορεῖ νά ἀποδώσει καρπούς, ὅταν θά ἔλθει ἡ ὥρα.


Γι’ αὐτό, καί στό ἴδιο κεφάλαιο, μετά τήν ἀναφορά στή συκιά, τούς ἀναφέρει ἄλλα δύο σχετικά παραδείγματα.
Στό πρῶτο, μιλάει γιά ἕναν πατέρα πού εἶχε δύο υἱούς καί πού κάποια μέρα πηγαίνει στόν μεγάλο, τόν πρωτότοκο (Ἰσραήλ) καί τοῦ λέει νά πάει στόν ἀμπελώνα του καί νά ἐργασθεῖ καί ἐκεῖνος τοῦ εἶπε μέν ἐντάξει, ἀλλά στή συνέχεια δέν πῆγε.
Ἀργότερα, λέει τό ἴδιο στόν δεύτερο υἱό του (τά ἔθνη) ὁ ὁποῖος στήν ἀρχή ἀρνήθηκε, ὅμως στή συνέχεια ἄλλαξε γνώμη καί πῆγε στόν ἀμπελώνα τοῦ πατέρα του.


Στό δεύτερο παράδειγμα, μᾶς μιλάει πάλι γιά ἕναν ἀμπελώνα, ὅπου ὁ κύριος αὐτοῦ (Θεός Πατέρας) τόν παρεχώρησε σέ κάποιους γεωργούς (Ἑβραϊκός λαός) γιά νά τόν καλλιεργοῦν. Καί ὅταν, μετά ἀπό χρόνια ἦλθε ὁ υἱός (Υἱός τοῦ Θεοῦ) αὐτοῦ πού εἶχε τήν ἄμπελον, ἀφοῦ ὁ κύριος τοῦ ἀμπελώνα εἶχε στείλει προηγουμένως πολλούς δούλους του (Προφήτας, δικαίους κλπ.) καί ἄλλους ἀπό αὐτούς ἔδιωξαν, ἄλλους βασάνισαν καί ἄλλους σκότωσαν οἱ γεωργοί, τελικά ἐφόνευσαν καί αὐτόν, τόν υἱόν τοῦ κυρίου τους (τόν Ἰησοῦν Χριστόν), προκειμένου νά πάρουν δικό τους τόν ἀμπελώνα.

Στήν ἐρώτηση λοιπόν τοῦ Χριστοῦ, «ὅταν οὖν ἔλθῃ ὁ κύριος τοῦ ἀμπελῶνος, τί ποιήσει τοῖς γεωργοῖς ἐκείνοις;» οἱ ἴδιοι οἱ Ἰουδαῖοι δίνουν τήν ἀπάντηση: «Κακούς κακῶς ἀπολέσει αὐτούς, καί τόν ἀμπελῶνα ἐκδώσεται ἄλλοις γεωργοῖς, οἵτινες ἀποδώσουσιν αὐτῷ τούς καρπούς ἐν τοῖς καιροῖς αὐτῶν». [244]
Καί μέ τά δύο αὐτά παραδείγματα, ἤθελε νά τούς πεῖ ὅτι, ἐπειδή δέν τό ἀξίζουν καί ἐπειδή θά ἔφθαναν στό φοβερό σημεῖο ἀκόμη καί νά Τόν φονεύσουν, θά τούς ἐγκαταλείψει, «ἰδού ἀφίεται ὑμῖν ὁ οἶκος ὑμῶν ἔρημος», [245]  θά ἄρη τήν χάρη καί τήν εὐλογία Του ἀπ’ αὐτούς καί θά πάψουν πλέον νά εἶναι ὁ «περιούσιος Λαός Του». [246] 

Θά δώσει δέ, τήν κληρονομία του σέ ἄλλους λαούς, σέ ἄλλα ἔθνη, στά εἰδωλολατρικά μέχρι τότε ἔθνη· «διά τοῦτο λέγω ὑμῖν ὅτι ἀρθήσεται ἀφ’ ὑμῶν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί δοθήσεται ἔθνει ποιοῦντι τούς καρπούς αὐτῆς». [247]
Τόσα τούς εἶπε, τόσα τούς ἔκανε, γιά νά τούς βοηθήσει καί συνετίσει, ἀλλά αὐτῶν ἡ καρδία εἶχε τόσο πωρωθεῖ, πού δέν ἀντελήφθησαν τίποτε. «Ἱερουσαλήμ Ἱερουσαλήμ, ἡ ἀποκτέννουσα τούς προφήτας καί λιθοβολοῦσα τούς ἀπεσταλμένους πρός αὐτήν! ποσάκις ἠθέλησα ἐπισυναγαγεῖν τά τέκνα σου ὅν τρόπον ἐπισυνάγει ὄρνις τά νοσσία ἑαυτῆς ὑπό τάς πτέρυγας, καί οὐκ ἠθελήσατε». [248] 

Λέγει χαρακτηριστικά, ἑρμηνεύοντας τά ἀνωτέρω, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός:
«Ταῦτα διά παραβολῶν αἰνιττόμενος, οὐκ ἔπειθεν. Ἐκάμμυσαν γάρ τούς ὀφθαλμούς αὐτῶν τοῦ μή βλέπειν καί τοῖς ὠσί βαρέως ἤκουσαν. Διό οὐκ ηὔγασεν αὐτούς τό φῶς τοῦ Εὐαγγελίου. Ὦ τῆς ἀτόπου τῶν ἀνιέρων ἱερέων πωρώσεως». [249]


Ἡ ξηρανθεῖσα Συκῆ ξαναβγάζει φύλλα τό 1948

Ἀφοῦ λοιπόν εἴδαμε, ὅτι ἡ καταρασθεῖσα καί ξηρανθεῖσα συκῆ συμβολίζει τήν Συναγωγή τῶν Ἰουδαίων καί ὅλο τό γένος τῶν Ἑβραίων, τούς ὁποίους ὁ Κύριος μας «καταράστηκε», ἄς ἔλθουμε τώρα στήν ἀρχική παραβολή μας.
«Ἀπό τήν συκιά δέ μάθετε τήν παρομοίωσιν· ὅταν πλέον ὁ κλάδος της γίνῃ μαλακός καί ἀρχίζει νά βγάζει τά φύλλα, γνωρίζετε, καταλαβαίνετε ὅλοι, ὅτι πλησιάζει τό καλοκαίρι. Ἔτσι λοιπόν καί σεῖς, ὅταν θά δεῖτε ὅλα αὐτά, νά ξέρετε ὅτι εἶναι κοντά τό τέλος, ἡ Δευτέρα Παρουσία μου. Σᾶς διαβεβαιώνω, ὅτι δέν θά περάσῃ ἡ γενεά αὐτή, ἕως ὅτου γίνουν ὅλα ὅσα σᾶς προεῖπα. Ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ θά παρέλθουν, οἱ λόγοι μου ὅμως δέν θά παρέλθουν, ἀλλά θά πραγματοποιηθοῦν ἐξ ὁλοκλήρου» (ΚΔ’, 32-35).

Τί μᾶς λέει λοιπόν ἐδῶ ὁ Θεός μας;
Ὅτι ὅταν θά δοῦμε τήν συκιά - ποιά συκιά; - αὐτήν τή συκιά, πού «καταράστηκε» ὁ Κύριος καί ξεράθηκε, δηλαδή τήν Συναγωγή τῶν Ἰουδαίων καί ὅλο τό γένος τῶν Ἑβραίων, νά ξαναβγάζει φύλλα, φύλλα ὄχι καρπούς, δηλαδή νά ἐπιστρέφουν ξανά στήν πατρίδα τους, νά  ἱδρύουν ξανά κράτος καί νά ἀρχίζουν πάλι τήν ζωή τους σύμφωνα μέ τόν Μωσαϊκό Νόμο, μέ τούς Ραββίνους τους,  τίς συναγωγές τους, τίς προσευχές καί θυσίες τους κ.λπ., τότε νά ξέρουμε ὅτι, ὁ ἐρχομός Του εἶναι πολύ κοντά, πάρα πολύ κοντά, «ἐγγύς ἐπί θύραις».
Ὅσο κοντά εἶναι κάποιος πού βρίσκεται ἔξω ἀπό τήν πόρτα μας καί ὅσο κοντά εἶναι ἡ ἄνοιξη ἀπό τό καλοκαίρι.

Μάλιστα δέ, γιά νά μήν παρανοήσουμε ἤ κάποιοι ἐσκεμμένα διαστρέψουν τό νόημα τῶν λόγων Του, μᾶς δίνει καί ἕνα ἀκόμη ἐπιπλέον σημεῖο.
Ποιό εἶναι αὐτό; Τό ὅτι ἡ γενεά πού θά δεῖ τήν συκιά νά ξαναβγάζει φύλλα, δέν θά φύγει ἀπ’ αὐτή τήν ζωή, προτοῦ δεῖ νά γίνεται ἡ Δευτέρα Παρουσία. «ἀμήν λέγω ὑμῖν, οὐ μή παρέλθῃ ἡ γενεά αὕτη ἕως ἄν πάντα ταῦτα γένηται». (ΚΔ’, 34)
Δηλαδή, ἡ γενεά ἐκείνη πού θά δεῖ τούς Ἰουδαίους νά ἐπιστρέφουν στά ἐδάφη τους, ὕστερα ἀπό 2.000 χρόνια ἐγκατάλειψης ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ καί ὄντες διεσκορπισμένοι εἰς ὅλη τή γῆ, χωρίς πατρίδα, χωρίς Ναό, χωρίς θυσίες, αὐτή ἡ γενεά λοιπόν, θά ζήσει καί τήν Δευτέρα Παρουσία!

Πότε ἆρα γε ἡ «συκιά», ξαναέβγαλε φύλλα;
Πότε δηλαδή ὁ Ἑβραϊκός λαός δημιούργησε κράτος, τό κράτος τοῦ Ἰσραήλ μετά ἀπό 2.000 χρόνια περίπου;
Ὅπως εἶναι γνωστό ἀπό τήν Ἱστορία, αὐτό συνέβη τό ἔτος 1948.

Καί ὅπως μιά συκιά δέν βγάζει κατ’ εὐθείαν τά φύλλα της μεγάλα καί ἕτοιμα, ἀλλά ξεκινάει νά βγάζει πρῶτα μιά μικρή μυτούλα πού σιγά-σιγά ἀνοίγει καί δίνει μικρά καί τρυφερά φυλλαράκια, τά ὁποῖα ὅσο περνάει ὁ καιρός μεγαλώνουν καί γίνονται κανονικά καί σκληρά φύλλα, μέχρι νά ἔλθει ἡ ὥρα νά βγάλει καί τούς «καρπούς», (*)  ἔτσι καί οἱ Ἑβραῖοι. 
Ἔφτιαξαν μέν τό κράτος τους τό 1948, ἀλλά αὐτό ἦταν ἡ ἀρχή.
Σιγά σιγά, κέρδισαν τά παλαιά τους ἐδάφη καί τίς πόλεις, μέ πολλούς ἀγῶνες καί πολέμους. Ὅπως μέ τόν πόλεμο τῶν ἕξι ἡμερῶν τό 1967, πού κατέλαβαν καί πῆραν ὅ,τι πιό σπουδαῖο καί σημαντικό γι’ αὐτούς· τά Ἱεροσόλυμα. Πού εἶναι τά πάντα γι’ αὐτούς. Πού εἶναι ἡ ἁγία Σιών, ἡ ἱερή τους πόλη, ἐκεῖ ὅπου εἶχαν τόν μοναδικό Ναό καί θυσιαστήριό τους, τόν Ναό τοῦ Σολομώντα καί πού χωρίς αὐτόν, δέν ἔχουν τίποτα.
Σιγά-σιγά κτίζουν τίς πόλεις τους, τήν μία μετά τήν ἄλλη, σέ ὅλο τό
Ἰσραήλ.
Σιγά-σιγά ἐπιστρέφουν ἀπό ὅλο τόν κόσμο χιλιάδες Ἰσραηλίτες καί ἐποικίζουν ὅλες τίς περιοχές καί τίς πόλεις τους.
Σιγά-σιγά προετοιμάζουν τά ἱερά σκεύη καί τελετουργικά τοῦ Ναοῦ τους, γιά νά εἶναι ὅλα ἕτοιμα μόλις κτιστεῖ ὁ Ναός τους.
Σιγά-σιγά ἑτοιμάζουν τούς ἱερεῖς καί ἀρχιερεῖς τους καί βέβαια γιά νά τά κάνουν ὅλα αὐτά (κοντά στόν νοῦ καί ἡ γνώση) θά εἶναι σχεδόν ἕτοιμοι γιά νά κτίσουν τόν Ναόν τους καί νά ὑποδεχθοῦν τόν μεσσία τους, τόν Ἀντίχριστον γιά ἐμᾶς.
Τό 1948 λοιπόν ἄρχισε ἡ «συκιά», δηλαδή ὁ Ἑβραϊκός λαός, νά ξαναβγάζει φύλλα.

Ἄρα, ἡ γενεά πού θά δεῖ ἤ μᾶλλον πού εἶδε πλέον τό 1948 τούς Ἑβραίους νά ἐπιστρέφουν, μετά ἀπό 2.000 χρόνια στήν πατρίδα τους, καί νά κάνουν ὅλα αὐτά πού εἴπαμε, δέν θά φύγει ἀπ’ αὐτή τή ζωή μέχρι πού θά δεῖ τόν Κύριόν μας νά ἔρχεται ξανά, στήν Δεύτερη καί ἔνδοξη Παρουσία Του!


Ἡ χρονική διάρκεια μιᾶς "γενεᾶς"

Πόσα χρόνια ὅμως ζεῖ μιά γενεά;
Σύμφωνα μέ τά ἰσχύοντα δεδομένα, περίπου 70 χρόνια.
Προσθέστε τώρα τά 70 χρόνια στό 1948  καί ἔχουμε καί πάλι μπροστά μας τό ἔτος 2018. (1948+70=2018)
Τώρα, ὅσον ἀφορᾶ τήν σίγουρη ἔνσταση πολλῶν γιά τήν ἑρμηνεία τῆς λέξεως «γενεά», γιατί ἐδῶ δηλαδή ἡ «γενεά» νά σημαίνει 70 ἔτη καί ὄχι 80, 100, 1000 ἔτη ἤ ὅλη τήν παρούσα ζωή ἤ κάτι ἄλλο, ἔχουμε νά ἀπαντήσουμε τά ἑξῆς:


Πρῶτον, ἀποκλείεται ὅ,τι δήποτε πάνω ἀπό 100 ἔτη, διότι τότε δέν θά ἦταν «σημεῖο» γιά τούς ζῶντες καί βλέποντες ὅλα αὐτά, ἀφοῦ ὅλοι αὐτοί, πού θά ἔβλεπαν τήν συκιά νά ξαναβγάζει φύλλα, ἐν τῷ μεταξύ θά εἶχαν πεθάνει δεκάδες, ἑκατοντάδες ἤ χιλιάδες χρόνια πρίν, ἀνάλογα μέ τό πῶς κάποιος θά ὁριοθετοῦσε τήν μία «γενεά».
Ἄρα κάτι τέτοιο, δέν θά μποροῦσε νά εἶναι «σημεῖο» γιά ὅλους αὐτούς, ἀφοῦ θά εἶχαν πεθάνει...
Οὔτε βέβαια θά μποροῦσε νά ἐννοεῖ ὁλόκληρη τήν παρούσα ζωή τοῦ κόσμου καί τήν “γενεά” ὅλου τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, γιατί αὐτό ἀφ’ ἑνός μέν δέν εἶναι προφητεία καί ἀφ’ ἑτέρου δέ, δέν θά ταίριαζε στόν Κύριό μας.
Μάλιστα ἐάν συνέβαινε κάτι τέτοιο, αὐτό θά εἶχε σάν ἀποτέλεσμα κάποιοι νά ὁδηγηθοῦν στό βλάσφημο συμπέρασμα ὅτι ὁ Θεός δέν ἐπαληθεύτηκε, ἤ ὅτι δέν μπορεῖ νά γνωρίζει ἐπακριβῶς πότε θά συμβεῖ κάτι, ἤ ὅτι μέ τόν τρόπον αὐτόν ὁ Θεός ὄχι μόνον δέν βοηθάει τούς δικούς Του ἀνθρώπους, ἀλλά τούς ξεγελάει καί τούς μπερδεύει περισσότερο.

Δεύτερον.
Ὡς γνωστόν τά λόγια τοῦ Κυρίου μας, στό ΚΔ΄ κεφάλαιο τοῦ Ματθαίου καί στό ΚΑ’ τοῦ Λουκᾶ, εἶναι ἀπάντηση στή διπλή ἐρώτηση τῶν Μαθητῶν Του, γιά τό πότε θά καταστραφεῖ ὁ Ναός τοῦ Σολομῶντος καί γιά τό πότε θά γίνει ἡ Δευτέρα Ἔλευσή Του (Ματθ. κδ’, 3).
Ἀναφέρονται λοιπόν σ’ αὐτά τά δύο γεγονότα:
α) Τήν Καταστροφή τοῦ Ναοῦ τοῦ Σολομῶντος καί
β) τό Τέλος τοῦ Κόσμου.
Ὁ Κύριός μας, πότε ἀναφέρεται στήν καταστροφή τοῦ Ναοῦ, πότε στό Τέλος τοῦ κόσμου καί πότε καί στά δύο αὐτά γεγονότα, ταυτόχρονα.
Τό συγκεκριμένον λοιπόν χωρίον, ἀναφέρεται ταυτόχρονα καί ὡς προφητεία στούς Ἑβραίους γιά τήν καταστροφή τοῦ Ναοῦ τους.

Ἐκεῖ λοιπόν βλέπουμε νά ἀναφέρεται σαφῶς ὅτι, ἡ Ἱερουσαλήμ θά πολιορκηθεῖ καί θά κυριευθεῖ ἀπό τούς Ρωμαίους, ὅτι ὁ Ναός τοῦ Σολομῶντος θά καταστραφεῖ ὁλοσχερῶς καί δέν θά μείνει πέτρα ἐπάνω στήν πέτρα, καί ὅτι ὁ Ἑβραϊκός λαός ἀφοῦ περάσει τά πάνδεινα, στήν συνέχεια θά αἰχμαλωτιστεῖ καί θά διασκορπιστεῖ σέ ὅλα τά κράτη τῆς γῆς.
Αὐτά δέ ὅλα ὁ Κύριός μας, τούς εἶχε πεῖ προφητικῶς ὅτι θά συνέβαιναν, προτοῦ περάσει ἡ γενεά ἐκείνη πού ζοῦσε τότε. 
Καί πράγματι, ὅ,τι εἶπε ὁ Κύριος καί Θεός μας πραγματοποιήθηκε μέ τήν πιό παραμικρή λεπτομέρεια, τό ἔτος 70 μ.Χ. ἐπί Τίτου, τοῦ Ρωμαίου Στρατηγοῦ.
Ἀφοῦ λοιπόν ἐκεῖ ὁ Θεός μέ τήν λέξη «γενεά» ἐννοοῦσε τήν τότε παρούσα γενεά, γιατί ἐδῶ νά ἐννοεῖ κάτι ἄλλο, ἀφοῦ μάλιστα ἀναφέρεται σέ γεγονότα πού σχετίζονται καί ἀποδέκτες ἔχουν τόν τότε λαόν τοῦ Θεοῦ, δηλαδή τούς Ἑβραίους καί τόν νῦν λαόν τοῦ Θεοῦ, τούς Χριστιανούς;


Προσέξτε δέ καί κάτι ἄλλο, πού σίγουρα σέ καμμία περίπτωση δέν μπορεῖ νά εἶναι τυχαῖο!
Ἀπό τότε πού ἐπέστρεψαν ἀπό τήν Βαβυλώνειο αἰχμαλωσία καί ἔφτιαξαν ξανά τά τείχη τῆς Ἱεροσαλήμ καί τόν Ναό τους, μέχρι τότε πού γεννήθηκε ὁ Ἰησοῦς Χριστός, πέρασαν 70 ἑβδομάδες ἐτῶν. (Δανιήλ θ΄, 24)
Ἀπό τότε δέ πού γεννήθηκε ὁ Ἰησοῦς Χριστός, μέχρι τότε πού καταστράφηκαν τά Ἱεροσόλυμα καί ὁ Ναός τους, πέρασαν καί πάλιν ἀκριβῶς 70 χρόνια.
Καί ἀπ’ ὅτι φαίνεται, ἀπό τότε πού θά δημιουργηθεῖ («γεννηθεῖ»)  ξανά τό κράτος τοῦ Ἰσραήλ, τό 1948, μέχρι τότε πού θά πάψει νά ὑφίσταται, τό 2018 καί θά «καταστραφεῖ» μιά γιά πάντα, θά περάσουν καί πάλι ἀκριβῶς 70 χρόνια. (1948+70=2018)
Μάλιστα, σχεδόν στήν μέση τῶν πρώτων 70 ἐτῶν, τό 33 μ.Χ. "φεύγει" ὁ Κύριός μας, ἐνῶ σχεδόν στήν μέση τῶν τελευταίων 70 ἐτῶν, γεννιέται, ἔρχεται ὁ Ἀντίχριστος.
Μέ ἄλλα λόγια, τά τελευταῖα 70 ἔτη ἀφοροῦν τήν περίοδο πού οἱ Ἑβραῖοι ξαναῒδρυσαν τό κράτος τους καί ξεκινᾶ ἡ μέτρησή τους ἀπό τό 1948.
Στό μέσον λοιπόν αὐτῶν τῶν 70 ἐτῶν ἔχουμε τήν γέννηση τοῦ Ἀντιχρίστου.  1948+35=1983 γέννηση Ἀντιχρίστου.
Καί στό ὑπόλοιπο μισό ἔχουμε καί τήν Δευτέρα Παρουσία. 1983+35=2018 Δευτέρα Παρουσία.
Καί ἀκόμη, ἐάν προσθέσουμε τά χρόνια πού ἔζησε ὁ Χριστός καί τά  χρόνια πού θά ζήσει ὁ Ἀντίχριστος, θά δοῦμε ὅτι καί πάλι συμπληρώνονται 70 χρόνια. (33,5+36,5=70) 


Τρίτον:
Στό Εὐαγγέλιο τοῦ Λουκᾶ (γ΄, 23-38) ἀναφέρεται ἡ γενεαλογία τοῦ Χριστοῦ. Ἐάν μετρήσουμε τίς γενεές ἀπό τόν Ἀδάμ μέχρι τόν Χριστόν θά δοῦμε ὅτι εἶναι 77 γενεές.
«Ἀρίθμησε λοιπόν ἀπό τόν Ἀδάμ μέχρι τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ τάς γενεάς καί, σύμφωνα μέ τήν γενεαλογίαν τοῦ Λουκᾶ, θά εὕρῃς ὅτι ὁ Κύριος ἐγεννήθη κατά τήν ἑβδομηκοστήν ἑβδόμην διαδοχήν». [250]
Ὁ Κύριός μας, ὡς γνωστόν γεννήθηκε τό ἔτος 5508 ἀπό Ἀδάμ.
Ἐάν διαιρέσουμε λοιπόν τό 5508 μέ τό 77, θά βροῦμε πηλίκο 71,5 ἔτη.


Ἄρα καί ἀπό ἐδῶ ἀποδεικνύεται, ὅτι μία γενεά εἶναι γύρω στά 70 ἔτη.
Τέταρτον:
Ἀλλά καί ὁ Προφητάναξ Δαυῒδ στούς Ψαλμούς του, ὁμολογεῖ ὅτι μιά γενεά εἶναι γύρω στά 70 τό πολύ 80 χρόνια. «Αἱ ἡμέραι τῶν ἐτῶν ἡμῶν ἐν αὐτοῖς ἑβδομήκοντα ἔτη, ἐὰν δὲ ἐν δυναστείαις, ὀγδοήκοντα ἔτη, καὶ τὸ πλεῖον αὐτῶν κόπος καὶ πόνος· ὅτι ἐπῆλθε πρᾳότης ἐφ᾿ ἡμᾶς, καὶ παιδευθησόμεθα». [251]
Τώρα ἐάν κάποιος κακοπροαίρετος θέλει νά «παίξει» μέ τά χρόνια μιᾶς γενεᾶς καί νά ἀφαιρέσει ἤ νά προσθέσει κάποια χρόνια, ἐπειδή ὁ Κύριός μας δέν ἀνέφερε συγκεκριμένα χρόνια πού θά περάσουν, ἀλλά μίλησε ἀόριστα γιά μιά «γενεά», ἡ ὁποία μπορεῖ νά εἶναι κατά μέσον ὅρο ἀπό 70 ἕως 80 χρόνια, καί πάλι δέν ἀλλάζει τίποτε ἀπό τήν οὐσία τῶν γεγονότων, ἀφοῦ τό μόνο πού θά καταφέρει, θά εἶναι νά παρατείνει ἀπό ἕνα ἕως δέκα τό πολύ χρόνια τόν ἐρχομόν τοῦ Κυρίου μας, τό ὁποῖον ὅμως δέν μπορεῖ νά ἰσχύει, ὅπως βλέπουμε ἀπό ἄλλα σημεῖα τοῦ βιβλίου μας.


Καί προσέξτε, τί μᾶς τονίζει ὁ Κύριός μας, ἀκριβῶς στό ἴδιο σημεῖο καί στίχο πού μιλάει γιά τήν συκιά.
Μήν τολμήσει, μᾶς λέει, νά διαστρέψει κανείς τά λόγια μου καί μή νομίσει κάποιος, ὅτι ὅλα αὐτά πού εἶπα δέν θά γίνουν.
Ὄχι! Ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ μπορεῖ νά παρέλθουν, ἀλλά τά λόγια μου ὄχι. Θά γίνουν καί θά πραγματοποιηθοῦν ὅλα στό ἀκέραιο.
«Ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δέ λόγοι μου οὐ μή παρέλθωσι».




____________

(*) Καί βέβαια θά ἔλθει καί ἡ ὥρα πού θά ξαναβγάλει καί καρπούς, δηλαδή θά πιστέψει ξανά στόν ἀληθινό Θεόν.
Πότε; Λίγο πρίν τήν Δευτέρα Παρουσία. Τό ἔτος 2018. Ἀκριβῶς 70 χρόνια, μετά τό ἔτος 1948, ἀπό τότε δηλαδή πού δημιούργησαν τό κράτος τους. Ἀκριβῶς 70 χρόνια, ὅσα ἦταν καί τά χρόνια πού χρειάστηκαν γιά νά ἐπιστρέψουν πίσω στήν πατρίδα τους, ἀπό τήν Βαβυλώνειο αἰχμαλωσία.






ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ


225. Ματθ. κδ’, 32-35
226. Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, ΕΠΕ 14, 46
227. Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, ΕΠΕ 13, 184
228. Ματθ. κα’, 18-19
229. «Ταύτην τήν συκῆν οἱ πολλοί τῶν ἑρμηνέων εἰρήκασι τῇ τῶν Ἰουδαίων συναγωγῇ» (Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου P.G. 59, 587)
230. «Ἔχει δέ ἡ συκῇ αὕτη καί τύπον τῆς Ἰουδαίων Συναγωγῆς, οἵ φύλλα μόνον εἶχον, τουτέστι, νόμον σκιάν αὐτοῖς παρέχοντα, καρπόν δέ οὐδένα εἶχον... Ἐπεί τοίνυν οὐκ εἶχε καρπόν ἡ συναγωγή, κατηράθη καί ἐξηράνθη, μήτε προφήτην μήτε διδάσκαλον ἔχουσα» (Ἁγ. Θεοφυλάκτου Βουλγαρίας P.G 123, 373 & 616)
231. «Εἰς τοῦτο λήψῃ καί τήν ἐν τοῖς Εὐαγγελίοις περί τῆς συκῆς παραβολήν. Οὐκοῦν ὡς ἄκαρπον καί οὐκ εὐγενές ἔτι φυτόν ἐξεκόπη παρά Θεοῦ• πλήν οὐκ εἰς τήν ῥίζαν τήν ἀξίνην τεθεῖσθαί φησιν, ἀλλά πρός τήν ῥίζαν, τουτέστιν ἐγγύς τῆς ῥίζης. Ἐξεκόπησαν τό φυτόν• σέσωσται γάρ τό κατάλειμμα τοῦ Ἰσραήλ, καί οὐχ ὁλόῤῥιζος ἀπόλωλεν» (Ἁγ. Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, ΕΠΕ 25, 217 & P.G. 72, 517)
232. «Τήν συκῆν οὐχ ἁπλῶς ὁ Κύριος κατηράσατο, μή τοῦτο νομίζετε, ὦ τῶν θείων ἀκόρεστε, ἀλλ᾿ ἵνα δείξῃ τοῖς ἀγνώμοσιν Ἰουδαίοις, ὅτι ἔχει δύναμιν καί πρός τιμωρίαν ἀρκοῦσαν...» (Ἁγ. Ἰσιδώρου Πηλουσιώτου, P.G. 78, 213Β)
233. «Ἔρχεται τοίνυν παθεῖν ἐπειγόμενος, καί σπεύδων πιεῖν τό τοῦ θανάτου ποτήριον τό παντός τοῦ κόσμου σωτήριον. Ἔρχεται πεινῶν τήν τῶν ἀνθρώπων σωτηρίαν, καί οὐχ εὑρίσκει ἐν αὐτῇ καρπόν· ταύτην γάρ ἡ συκῆ παραβολικῶς αἰνίττεται» (Ἁγ. Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ  P.G. 96, 580)
234. «Ὁ Θεός Λόγος πού οἰκονομεῖ τά πάντα γιά χάρη τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων, ἀφοῦ παιδαγώγησε πρῶτα τή φύση μας μέ τό νόμο πού περιέχει σωματικότερη λατρεία –γιατί δέν μποροῦσε νά δεχτεῖ τήν ἀλήθεια γυμνή ἀπό τυπικά προκαλύμματα ἐξαιτίας τῆς ἄγνοιας καί τῆς ἀλλοτρίωσης πού τῆς προκλήθηκε πρός τά ἀρχέτυπα θεῖα πράγματα- ὕστερα, ἐρχόμενος στόν κόσμο ἀφοῦ ἔγινε φανερά ἀπό τόν ἑαυτό του ἄνθρωπος παίρνοντας σάρκα πού εἶχε νοερή καί λογική ψυχή, κι ἀφοῦ ὡς Λόγος μετέφερε τή φύση μας στήν ἄυλη, γνωστική, πνευματική λατρεία, δέν ἤθελε, ἀφοῦ πιά φάνηκε στή ζωή ἡ ἀλήθεια, νά ἐξουσιάζει ἡ σκιά, πού τύπος της ἦταν ἡ συκιά. Γι’ αὐτο λέει· ἐπιστρέφοντας ἀπό τή Βηθανία στά Ἰεροσόλυμα (Ματθ. κα’, 18· Μάρκ. ια’, 11), δηλαδή μετά τήν τυπική καί σκιώδη καί πού ἦταν κρυμμένη μέσα στό νόμο παρουσία του, ἐρχόμενος ξανά στούς ἀνθρώπους μέ τή σάρκα –γιατί ἔτσι πρέπει νά ἐκληφθεῖ τό «ἐπιστρέφοντας»- εἶδε στό δρόμο μιά συκιά πού εἶχε μόνο φύλλα (Ματθ. κα’, 18· Μάρκ. ια’, 13), πού ὑπῆρχε στή σκιά καί στούς τύπους, δηλαδή τή σωματική λατρεία τοῦ νόμου κατά τήν ἄστατη καί παροδική -ἐπειδή ἦταν δίπλα στό δρόμο- παράδοση, τή λατρεία τῶν τύπων μόνο καί τῶνθεσμῶν πού περνοῦν. Ὅταν ὁ Λόγος τήν εἶδε σάν συκιά ὡραία καί μεγαλοπρεπῆ καί στολισμένη, ὡσάν μέ φύλλα, μέ τά ἐξωτερικά περιβλήματα τῶν σωματικῶν παραγγελμάτων τοῦ νόμου καί μή βρίσκοντας καρπό, δηλαδή δικαιοσύνη, τήν καταράστηκε ἐπειδή δέν ἔδινε τροφή στό Λόγο, ἤ καλύτερα πρόσταξε νά μή καλύπτει πιά δυναστεύοντας τήν ἀλήθεια μέ τούς νομικούς τύπους, πράγμα πού ἀποδείχτηκε στή συνέχεια μέ τά ἔργα, ἀφοῦ καταξεράθηκε ἐντελῶς ἡ νομική ὡραιότητα πού εἶχε τήν ὕπαρξή της στά σχήματα μόνο καί ἔσβησε ἡ ἔπαρση τῶν Ἰουδαίων γι’ αὐτή. Γιατί δέν ἦταν εὔλογο ἀλλά οὔτε κι ἐπίκαιρο, ἀφοῦ πιά εἶχε φανεῖ λαμπρή ἡ ἀλήθεια τῶν καρπῶν τῆς δικαιοσύνης νά παρασύρεται καί νά ξεγελιέται ἀπό τά φύλλα ἡ ὄρεξη ὅσων παράτρεχαν σάν δρόμο τήν παροῦσα ζωή καί νά ἀφήνουν τούς πλούσιους φαγώσιμους καρπούς τοῦ Λόγου. Γι’ αὐτό λέει «δέν ἦταν ὁ καιρός τῶν σύκων» (Μάρκ. ια’, 13)· ὁ χρόνος δηλαδή κατά τόν ὁποῖο κυριαρχοῦσε στήν ἀνθρώπινη φύση ὁ νόμος, δέν ἦταν καιρός καρπῶν τῆς δικαιοσύνης, ἀλλά εἰκόνιζε τούς καρπούς τῆς δικαιοσύνης καί μυοῦσε κατά κάποιο τρόπο τή μέλλουσα θεία κι ἀπόρρητη καί σωτήρια ὅλων χάρη, στή ὁποία δέν εἶχε φτάσει ἀπό τήν ἀπιστία του ὁ παλαιός λαός καί γι’ αὐτό χάθηκε. Γιατί ὁ Ἰσραήλ, λέει ὁ θεῖος ἀπόστολος, «μέ τό νά ἐπιδιώκει τό νόμο τῆς δικαιοσύνης», δηλαδή τό νόμο τῆς σκιᾶς και τῶν τύπων, «δέν ἔφτασε στό νόμο τῆς δικαιοσύνης» (Ρωμ. θ’, 31), δηλαδή τό νόμο πού ὁλοκληρώνεται μέ τό Πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ. 
Ἤ πάλι, κατά ἄλλη ἑρμηνεία· ἐπειδή τό πλῆθος τῶν ἱερέων καί γραμματέων καί νομικῶν καί Φαρισαίων, ἄρρωστοι ἀπό τήν κενή δόξα μέ τήν ἐπίδειξη τῆς πλαστῆς εὐλάβειας τῶν ἠθῶν, φαινόμενοι ὅτι ἀσκοῦσαν δικαιοσύνη, ἔτρεφαν τήν ἔπαρση τῆς οἴησης, ὁ Λόγος λέει ὅτι ἡ οἴηση αὐτῶν πού ἀναφέρθηκαν εἶναι συκιά ἄκαρπη πλούσια μόνο σέ φύλλα, τήν ὁποία, αὐτός πού ἐπιθυμεῖ τή σωτηρία ὅλων τῶν ἀνθρώπων καί πεινᾶ τή θέωσή τους, τήν καταριέται ὡς ἄκαρπη καί τήν ξεραίνει, ὥστε, προκρίνοντας ἀπό τό νά φαίνονται, τό νά εἶναι δίκαιοι, ἀφοῦ ξεντυθοῦν τό χιτώνα τῆς ἠθικῆς ὑπόκρισης καί φορέσουν τό γνήσιο χιτώνα τῆς ἀρετῆς, ὅπως θέλει ὁ θεῖος Λόγος, νά περάσουν μ’ εὐσέβεια τή ζωή τους παρουσιάζοντας στό Θεό τῆς ψυχῆς μᾶλλον τή διάθεση, παρά τήν πλαστότητα τῶν ἠθῶν στούς ἀνθρώπους. (Ἁγ. Μαξίμου Ὁμολογητοῦ Φιλοκαλία 14 Β σελ. 117)
235. «Καί τῶν ἀνθέων ὀφθέντων ἐν τῇ γῇ τῶν ἐν τῷ Χριστιανισμῷ ἁγίων ἀνδρῶν, καιρός τῆς τομῆς ἔφθακε τῆς ἀποβολῆς τῶν Ἰουδαίων· καί ἡ συκῆ ἥν κόψαι διά τό μή φέρειν καρπόν ὁ οἰκοδεσπότης ἐκέλευσεν, τούς τῆς μετανοίας ἐξήνθησεν ὀλύνθους, μετά τήν ἐπιδημίαν Χριστοῦ...» Προκοπίου τοῦ Γαζαίου P.G. 87Β, 1065)
236. Τριώδιον Μ. Δευτέρα, καί Μέγας Συναξαριστής τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας Τόμος ΙΓ’, σελ. 471-473
237. «Ἔδειξέ μοι Κύριος δύο καλάθους σύκων κειμένους κατὰ πρόσωπον ναοῦ Κυρίου μετὰ τὸ ἀποικίσαι Ναβουχοδονόσορ βασιλέα Βαβυλῶνος τὸν ᾿Ιεχονίαν υἱὸν ᾿Ιωακεὶμ βασιλέα ᾿Ιούδα καὶ τοὺς ἄρχοντας καὶ τοὺς τεχνίτας καὶ τοὺς δεσμώτας καὶ τοὺς πλουσίους ἐξ ῾Ιερουσαλὴμ καὶ ἤγαγεν αὐτοὺς εἰς Βαβυλῶνα· 2 ὁ κάλαθος ὁ εἷς σύκων χρηστῶν σφόδρα, ὡς τὰ σύκα τὰ πρώϊμα, καὶ ὁ κάλαθος ὁ ἕτερος σύκων πονηρῶν σφόδρα, ἃ οὐ βρωθήσεται ἀπὸ πονηρίας αὐτῶν. 3 καὶ εἶπε Κύριος πρός με· τί σὺ ὁρᾷς, ῾Ιερεμία; καὶ εἶπα· σύκα· τὰ χρηστὰ χρηστὰ λίαν, καὶ τὰ πονηρὰ πονηρὰ λίαν, ἃ οὐ βρωθήσεται ἀπὸ πονηρίας αὐτῶν. 4 καὶ ἐγένετο λόγος Κυρίου πρός με λέγων· 5 τάδε λέγει Κύριος ὁ Θεὸς ᾿Ισραήλ· ὡς τὰ σύκα τὰ χρηστὰ ταῦτα, οὕτως ἐπιγνώσομαι τοὺς ἀποικισθέντας ᾿Ιούδα, οὓς ἐξαπέσταλκα ἐκ τοῦ τόπου τούτου εἰς γῆν Χαλδαίων εἰς ἀγαθά. καὶ στηριῶ τοὺς ὀφθαλμούς μου ἐπ’ αὐτοὺς εἰς ἀγαθὰ καὶ ἀποκαταστήσω αὐτοὺς εἰς τὴν γῆν ταύτην εἰς ἀγαθὰ καὶ ἀνοικοδομήσω αὐτοὺς καὶ οὐ μὴ καθελῶ καὶ καταφυτεύσω αὐτοὺς καὶ οὐ μὴ ἐκτίλω. 7 καὶ δώσω αὐτοῖς καρδίαν τοῦ εἰδέναι αὐτοὺς ἐμέ, ὅτι ἐγώ εἰμι Κύριος, καὶ ἔσονταί μοι εἰς λαόν, καὶ ἐγὼ ἔσομαι αὐτοῖς εἰς Θεόν, ὅτι ἐπιστραφήσονται ἐπ’ ἐμὲ ἐξ ὅλης τῆς καρδίας αὐτῶν. 8 καὶ ὡς τὰ σύκα τὰ πονηρά, ἃ οὐ βρωθήσονται ἀπὸ πονηρίας αὐτῶν, τάδε λέγει Κύριος, οὕτως παραδώσω τὸν Σεδεκίαν βασιλέα ᾿Ιούδα καὶ τοὺς μεγιστᾶνας αὐτοῦ καὶ τὸ κατάλοιπον ῾Ιερουσαλὴμ τοὺς ὑπολελειμμένους ἐν τῇ γῇ ταύτῃ καὶ τοὺς κατοικοῦντας ἐν Αἰγύπτῳ. 9 καὶ δώσω αὐτοὺς εἰς διασκορπισμὸν εἰς πάσας τὰς βασιλείας τῆς γῆς, καὶ ἔσονται εἰς ὀνειδισμὸν καὶ εἰς παραβολὴν καὶ εἰς μῖσος καὶ εἰς κατάραν ἐν παντὶ τόπῳ, οὗ ἔξωσα αὐτοὺς ἐκεῖ. 10 καὶ ἀποστελῶ εἰς αὐτοὺς τὸν λιμὸν καὶ τὸν θάνατον καὶ τὴν μάχαιραν, ἕως ἂν ἐκλείπωσιν ἀπὸ τῆς γῆς, ἧς ἔδωκα αὐτοῖς». (Ἱερεμίας ΚΔ’)
238. Ἁγ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, P.G. 59, 587
239. Ἁγ. Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ  P.G. 96, 580
240. Ἁγ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Ρ.G. 59, 587
241. Ἑβρ. θ’, 27
242. Ματθ. θ’, 13
243. Μάρκ. ζ’, 8
244. Ματθ. κα’, 40-41
245. Ματθ. κγ’, 38
246. Δευτ. ιδ’, 2
247. Ματθ. κα’, 43
248. Ματθ. κγ’, 37
249. Ἁγ. Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, P.G. 96, 584
250. Μ. Βασιλείου ΕΠΕ 3, 289
251. Ψαλμ. πθ’, 10

πηγή

Πόνος: Ο πιο φρικτός φίλος του ανθρώπου.


Έχει δίκαιο ο μοναχός αυτός, όταν λέει ότι ο πόνος φέρνει στην ψυχή περισσότερη ωφέλεια από οτιδήποτε άλλο. Να προσπαθήσουμε αυτό να το εξηγήσουμε. Μέσα μας, το θέλουμε δεν το θέλουμε, το καταλαβαίνουμε δεν το καταλαβαίνουμε, έχουμε πολύ φιλαυτία, πολύ εγωισμό...
Όσο κι αν προσπαθεί κανείς με την προσευχή του ή με άλλους τρόπους να ξεφύγει από τον εαυτό του και να δοθεί στον Χριστό, δεν είναι εύκολο να το κάνει, διότι λυπάται τον εαυτό του, αγαπά τον εαυτό του και δεν αντέχει να τον ζορίσει, να τον κουράσει παραπάνω από όσο δέχεται ο εαυτός του.

Είναι δηλαδή σαν τον γιατρό, όσο καλός γιατρός κι αν είναι κάποιος όταν χειρουργεί άλλους, εάν υποθέσουμε ότι θα θελήσει να κάνει έστω και μία μικρή επέμβαση στον εαυτό του δεν θα τα καταφέρει, καθώς θα βλέπει ότι κόβει τον ίδιο τον εαυτό του, το χέρι του δεν θα είναι σταθερό, θα αρχίσει να τρέμει. Μόνος του κανείς δεν σφάζει τον εαυτό του.
Έτσι και με την προσευχή. Όσο κι αν προσευχηθούμε, δεν μπορούμε να ξεπεράσουμε τον εαυτό μας. Ο Θεός βέβαια ακούει την προσευχή μας, όμως το θέμα δεν είναι αν μας ακούει ο Θεός. Το θέμα είναι πόσο εμείς δίνουμε τον εαυτό μας στον Θεό, όσο όντως απαρνούμαστε τον παλαιό άνθρωπο, την φιλαυτία μας. Αυτό είναι κάτι που στοιχίζει, και δεν το κάνει εύκολα ο άνθρωπος.
Όταν όμως έρθει ο πόνος, είτε σωματικός είτε ψυχικός, είναι αλλιώς. Μπορεί να έχεις ψυχικό πόνο από κάτι που σου συνέβη,  από ένα βάσανο που έχεις, επειδή έχεις κάποιον δικό σου άνθρωπο άρρωστο. Σ’ αυτές μάλιστα τις περιπτώσεις πονάει κανείς ακόμη περισσότερο, παρά αν ήταν ο ίδιος άρρωστος.
Όταν λοιπόν έρχεται ο πόνος, καθόλου δεν μας ρωτάει. Δεν παίρνει την άδειά μας για να εμφανιστεί ούτε ποτέ μας ρωτάει: «Θέλεις να σε πονέσω λίγο παραπάνω, λίγο πιο βαθιά ακόμη; Θέλεις να σε ζορίσω λίγο περισσότερο;» Δεν θα μας πει ποτέ έτσι ο πόνος. Έρχεται, μας πονάει, χωρίς να μας λογαριάζει. Όταν όμως κάνεις προσευχή ή ασκήσε σε οποιαδήποτε άλλη αρετή, την κάνεις όσο θέλεις και ως εκεί που θέλεις εσύ. Και μετά μπορεί να πεις: «Δεν μπορώ άλλο». Αν ήταν στο χέρι σου και για τον πόνο έτσι θα έλεγες: «Φθάνει τόσο, δεν μπορώ άλλο να πονώ». Όμως δεν είναι στο χέρι σου ούτε σε ρωτάει ο πόνος. Συνεχίζει να σε πονάει κι άλλο...κι άλλο...
Ο πόνος λοιπόν σαν άλλο αλέτρι μπαίνει μέσα στην ύπαρξή σου και σε οργώνει αλύπητα, χωρίς καθόλου να σε ρωτάει. Ακόμη κι αν σφαδάζεις, ακόμη κι αν βογγάς κι αν τσιρίζεις και ότι άλλο κι αν κάνεις από τον πόνο, δεν σε ρωτάει καθόλου. Πονάς χωρίς όρια. Εδώ είναι το μυστικό τώρα. Εάν δεν παραπονείσαι, καθώς πονάς, εάν δεν γογγύζεις, εάν όσο μπορείς, άσχετα αν βογγάς, κάνεις υπομονή και λες «να’ναι ευλογημένο» πολύ καλό θα βγεί για την ψυχή σου.
Ο πόνος επειδή είναι αδυσώπητος σε κάνει να συνειδητοποιείς ότι δεν είσαι τόσο σπουδαίος τελικά, σε κάνει να σκεφτείς ότι είσαι εύθραυστος και όχι ανίκητος, σε κάνει να δεις την ζωή μετά την ζωή , να βρείς τον Θεό. Ο πόνος ταπεινώνει τον άνθρωπο, και τον κρατά εκεί μαλακώνοντας την καρδιά του, κρατώντας τον μακρυά από την αμαρτία.
Ο πόνος είναι ο πιο φρικτός φίλος του ανθρώπου ο οποίος μας ευεργετεί οδηγώντας μας στην κάθαρση, στον φωτισμό και στην εν Χριστώ τελείωση...αρκεί να τον εκμεταλλευτούμε, αρκεί να τον καλωσορίσουμε στην ζωή μας όχι ως εχθρό αλλά ως σύμμαχο, ως διδάσκαλο της ταπείνωσης...

υπάρχουν μερικά αποσπάσματα και από :Το μυστηριο του Πόνου Α'
π. Συμεών Κραγιοπούλου

Η μάνα του Δεσπότη


Μεταβαίνει σήμερον «ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωὴν» ὁ πλέον δικός μας ἄνθρωπος: ἡ μάνα μας! 
Γιὰ τὸν καθένα ἡ μάνα εἶναι «μάννα» καί, βεβαίως, καὶ ἡ Μηλιὰ γιὰ μένα. Ἡ Μηλιὰ τοῦ Θεοχάρη Ἀκρίτα, τῆς Μυροφόρας τοῦ Πρωτόπαπα καὶ τῶν Πρωτοπαπάδων. Ἡ Μηλιὰ ὕστερα τοῦ Νικόλα τοῦ Μασοῦρα, τοῦ ἀλετράρη, ποὺ τὴ νυμφεύθηκε μετὰ τὴν πρόωρη χηρεία του. 
Πρὶν πῶ ὁτιδήποτε γιὰ τὴ μάνα μας, πρέπει νὰ ἔχουμε ὑπόψη μας, ὅτι ἡ Μηλιὰ ἦταν κόρη τῆς Μυροφόρας, ποὺ προαναφέραμε, τῆς γνωστῆς ὡς Θεοχάραινας τῆς Κάτω Ζώδειας. Καὶ τοῦτο, γιατί ἡ γιαγιά μου Μυροφόρα ἄφησε μνήμη ὁσίας γυναικός. Καί, ὅπως ἡ ἴδια εἶπε στὴν ἀδελφή της Μάρθα (σήμερα 99 ἐτῶν!), σὲ μεταθανάτια ὁλοφώτεινη ἐμφάνισή της σ᾽αυτήν· «Ὁ Χριστὸς μὲ κατέταξε μὲ τὶς παρθένες, κι ἃς ἔκαμα τέσσερα παιδιά. Ἡ παρθενία δὲν εἶναι αὐτό, ποὺ νομίζετε! Ἔγκειται στὸν νού!  Κι ἐγὼ πρόσεχα τὸν νού μου ἀπὸ τὰ 33 μου χρόνια, ὁπόταν ἔχασα τὸν ἄνδρα μου.»
Ἡ μάνα μου, ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ποὺ εἰσῆλθε στὸ σπίτι τοῦ μακαριστοῦ πατέρα μας, ἔμελλε νὰ γίνει μητέρα, μητέρα τῶν δύο ὀρφανῶν παιδιῶν του, τοῦ Ἀνδρέα μας καὶ τοῦ Μιχάλη μας.
 Μιὰ λεπτομέρεια, τὴν ὁποία εἶναι καλὰ νὰ τὴν ἔχουν ὑπόψη τους οἱ σύγχρονες γυναῖκες τῆς Κύπρου. Ἡ μάνα μου δὲν εἶχε μόνο νὰ ἀναθρέψει τὰ παιδιὰ τοῦ πατέρα μου ἀπὸ τὸν πρῶτο του γάμο καὶ τὸν πενθερό του. Στὸ σπίτι μέσα βρῆκε καὶ τὴν πενθερὰ τοῦ πατέρα μου ἀπὸ τὸν πρῶτο του γάμο καὶ τὸν πενθερό του. Ὅταν τὰ πενθερικὰ τοῦ πατέρα μου εἶδαν πόσο καλὸς ἄνθρωπος, πόσο καλὴ χριστιανὴ ἦταν ἡ Μηλιά, ἄνκαι εἶχαν κόρες, εἶπαν, καλύτερα στὴν Μηλιὰ νὰ μείνουμε· καὶ ἔτσι τοὺς γηροκόμησε καὶ αὐτούς.
 Ὅταν κάποτε πῆγα νὰ ἐξομολογηθῶ, νέος διάκος τότε, στὸν Γέροντα τοῦ Σταυροβουνίου, π. Ἀθανάσιο, μὲ ρώτησε: «Ἀπὸ ποῦ εἶσαι, γυιέ μου;» «Ἀπὸ τὴν Πάνω Ζώδεια», τοῦ ἀπάντησα. «Ἀπὸ τὴν Πάνω Ζώδεια», μοῦ εἶπε τότε, «γνώρισα μιὰ γυναίκα, ποὺ ἔκανε κάτι τὸ σπάνιο: μεγάλωσε, ὄχι μόνο τὰ δικά της παιδιά, ἀλλὰ καὶ τὰ παιδιὰ τοῦ ἄνδρα της ἀπὸ τὸν πρῶτο του γάμο καὶ γηροκόμησε καὶ τὰ πενθερικά της!» Χαμογέλασα, καὶ τοῦ λέω· «Ἡ μάνα μου εἶναι αὐτή, Γέροντα!» «Εἶσαι εὐλογημένος, ποὺ ἔχεις αὐτὴ τὴ μάνα», μοῦ εἶπε. «Πρόσεχε, γιατί εὐλογημένες μάνες, σημαίνει εὐλογημένες ὑποχρεώσεις.»
Μεγαλώσαμε κι ἐμεῖς ἀπὸ αὐτὴ τὴ γυναίκα. 
Αἰσθάνομαι, ὅτι ἡ μεγαλύτερη προίκα, ποὺ ἔδωσε στὰ παιδιά της, στὰ ἐγγόνια της, στὰ δισέγγονα καὶ στὰ τρισέγγονά της, εἶναι ἡ πίστη. Μᾶς ἔδωσε πίστη βαθιά, ποὺ νὰ μὴν στερεύει ποτὲ ἐνώπιον ὁποιασδήποτε δυσκολίας.
 Καὶ δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερη δυσκολία ἀπὸ τὸν θάνατο!
 Καὶ τὸν γεύτηκε ἡ Μηλιὰ τὸν θάνατο ἀπὸ τὰ παιδικά της χρόνια μέχρι τὰ ὕστερά της, ὅταν πρῶτα, στὰ ἑφτὰ τῆς χρόνια, κήδευσε τὸν πατέρα της, στὰ πενήντα της τὸν ἄνδρα της Νικόλα, ὕστερα τὸν γυιό της Πέτρο, 24 ἐτῶν, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς τουρκικῆς εἰσβολῆς, καὶ κατόπιν τὸν πλέον ἀγαπημένο της «γυιό», ποὺ γι᾽ αὐτὴν δὲν ἦταν κατὰ σάρκα γυιός της, τὸν ἀγαπημένο μας γαμπρὸ Ἀνδρέα. 
Ἀλλά, μάνα, σημαίνει νὰ ἔχεις παιδιά, τὰ ὁποῖα ἀντέχουν αὐτὴ τὴ ζωὴ καὶ ἑτοιμάζονται γιὰ τὴν αἰώνια ζωή· δὲν τὴν ἀπολυτοποιούν αὐτὴ τὴ ζωή, ἀλλὰ τὴν ἐξασκοῦν ἐν Χριστῶ Ἰησοῦ. Αὐτὸ ἔζησε, αὐτὸ μᾶς μετέδωσε ἡ μάνα μας.
.....................................................................................................
Ὅταν τῆς εἶπα κάποτε, «Μάνα, ἡ Στέλλα ἀγάπησε τὸν Ἀνδρέα καὶ παντρεύτηκαν, ὁ Χάρης ἀγάπησε τὴν Εὐδοκία καὶ παντρεύτηκαν», τότε ἐκείνη μοῦ λέει· «Ἀγάπησες κι ἐσὺ καμμιάν, γυιέ μου; Πές μου το, καὶ εἶναι καλὸ πράμα!» 
Τῆς λέω· «Ἀγάπησα τὴν πιὸ ὄμορφη, τὴν Ἐκκλησία!»
«Μά, θὰ γίνεις μοναχός;» Τῆς λέω, «Ναί». 
Δὲν μοῦ ἔφερε καμμιὰ ἀντίδραση κοσμική. Ἡ ἀντίδρασή της ἦταν πνευματικοῦ χαρακτήρα. Μοῦ εἶπε μόνο· «Ξέρεις, ἐσὺ ὁ ἐνθουσιώδης, τί σημαίνει μοναχός; Καὶ μάλιστα καλὸς μονάχος;»
Τὴν ἐρωτῶ· «Ἐσὺ ξέρεις;»
 Μοῦ λέει· «Ξέρω, ὅτι ὁ καλὸς μοναχός, γυιέ μου, μέχρι νὰ πεθάνει εἶναι τσακωμένος μὲ τὸ κορμί του. Εἶσαι διατεθειμένος γι᾽ αὐτὸ τὸν καβγὰ ἢ τελικὰ θὰ μᾶς προσβάλεις;» 
Θυμήθηκα τότε τὸν ὁρισμὸ τοῦ ἁγίου Ἰωάννη τῆς Κλίμακος, περὶ τοῦ τί ἐστὶ μοναχός· «Μοναχὸς ἐστι, βία φύσεως διηνεκὴς καὶ φυλακὴ αἰσθήσεων ἀνελλιπὴς» (Κλῖμάξ, Λόγος Α´, ι´).
 Ἡ Μηλιὰ ἀπὸ ποῦ τὸ ἔμαθε αὐτό; Ποιὰ ἄνωθεν σοφία τὴ φώτιζε; 
Ἀπὸ τότε δὲν τὴν ξαναφώναξα μάνα. Τὴ φώναζα, εἴτε γερόντισσα, εἴτε σκέτα, Μηλιά. 
Αἰσθανόμουν, ὅτι δὲν μοῦ ἀνήκει ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος, ποὺ κουβαλοῦσε τὴ σοφία ἀρχαίων χρόνων. 
Θὰ μοῦ πεῖτε, μέχρι ποὺ φτάνουν αὐτοὶ οἱ χρόνοι; Μέχρι τοὺς πρώτους χρόνους τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ἐποχὴ τῶν ἁγίων ἀποστόλων! Διότι, ἂν δοῦμε ποιὰ εἶναι ἡ πρώτη λαϊκὴ εὐσέβεια, εἶναι ἡ λαϊκὴ εὐσέβεια αὐτῶν τῶν ἁπλοϊκῶν καὶ ἀγραμμάτων ψαράδων τῆς Τιβεριάδος. 
Καὶ ἀπὸ τότε οἱ ἄνθρωποι τὴ διαδέχονται, τὴν παραλαμβάνουν καὶ τὴν παραδίδουν ἀπὸ γενεὰ σὲ γενεά.
................................................................................................ Ἀργότερα, εἶπα στὴ μάνα μου· «Νὰ μοῦ δώσεις τὴν εὐχή σου, νὰ πάω νὰ γίνω μοναχός!» «Ἅ!», μοῦ λέει, «δὲν θὰ σοῦ δώσω τὴν εὐχή μου νὰ γίνεις μοναχός, ἐὰν δὲν δῶ πρῶτα τὸν δάσκαλό σου.» 
Τὸν Γέροντά μας, ἐννοοῦσε! Ὅταν τὴν πῆγα στὸν π. Συμεὼν καὶ τὸν πρωτοεῖδε, μοῦ εἶπε, πρὶν ἀκόμα τῆς μιλήσει:
 «Ὁ δάσκαλός σου εἶναι τοῦτος ὁ παστὸς (=αδύνατος);» «Ναί», τῆς λέω. 
Μοῦ λέει τότε· «Νὰ ἔχεις τὴν εὐχή μου, γυιέ μου. Τουλάχιστον ξέρεις νὰ διαλέγεις δασκάλους!»
 Τί ἔκαμε νομίζετε κατόπιν, ὡς πρώτη της κίνηση; Ἐγκατέλειψε τὸν καλὸ τῆς ἐδῶ Πνευματικό, τὸν π. Σωτήριο ἀπὸ τὴν Ἄσσια, καὶ ἔκαμε Πνευματικό της τὸν π. Συμεών. Τῆς εἶπα τότε· «Γιατί ἔκαμες Πνευματικὸ τὸν π. Συμεών;» «Γιὰ νὰ σὲ κατηγορῶ», μοῦ λέει, «καὶ νὰ βοηθήσω ἔτσι αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ νὰ σὲ καταλάβει μιὰν ὥρα γρηγορότερα, γιὰ νὰ συνεργαζόμαστε μαζί του γιὰ τὴ σωτηρία σου.» 
Τέτοιος ἄνθρωπος ἦταν ἡ Μηλιά! Σπάνια μᾶς ἐπαινοῦσε! Πολὺ πιὸ σπάνια μᾶς χάιδευε! 
Παρόλο τοῦτο, ὅλοι μας, καὶ παιδιά της καὶ ἐγγόνια της καὶ δισέγγονα καὶ τρισέγγονά της καὶ ὅλοι ὅσοι τὴν πλησίαζαν, αἰσθανόμαστε τὴν πνευματικὴ ἀγάπη της, νὰ χαϊδεύει τὴν καρδιά μας καὶ ὅλο μας τὸ εἶναι.
 Ἡ μάνα μας δὲν ἦταν ἄνθρωπος τοῦ γλυκοῦ λόγου. Ἐνίοτε αὐτὸς γινόταν καὶ πικρός.
 Ὅταν κάποτε τῆς εἶπα· «Μάνα, ὅλοι μοῦ λένε ὅτι εἶμαι ἀπότομος! Ὁ πατέρας μου ἦταν γλυκύς, ἐσὺ δὲν εἶσαι ἀπότομη. Ἀπὸ ποιὸν πῆρα;» Δαχτυλόδειξε τότε μὲ μιὰ μεγαλοπρέπεια τὸν ἑαυτό της καὶ εἶπε· «Ἀπὸ μένα πῆρες!» 
«Μά, δὲν εἶσαι ἀπότομη!» 
Μοῦ λέει· «Ἤμουν, γυιέ μου, μέχρι τὰ πενήντα μου! Μετὰ μὲ ἐπισκέφθηκε ὁ θάνατος, καὶ κατάλαβα, ὅτι τὸ νὰ ἐπιβάλλω τὴ γνώμη μου μὲ τὸ ἔξυπνο μυαλό μου, ποὺ κληρονόμησα ἀπὸ τὴ γενιὰ τῶν Ἀκριτῶν, δὲν εἶναι εὐλογημένο ἀπὸ τὸν Θεό. Καλύτερα νὰ τοὺς φωτίζει ὁ Θεὸς τοὺς ἀνθρώπους, παρὰ νὰ τοὺς ἐπιβάλλουμε ἐμεῖς τὴν ἄποψή μας.» 
Τέτοιος ἄνθρωπος ἦταν ἡ μάνα μας!
Νὰ σᾶς πῶ ἀκόμη γιὰ τὶς ἐπισκέψεις, ποὺ εἶχε ἀπὸ ἁγίους σὲ δύσκολες ὧρες τῶν παιδιῶν της: Ὅταν ἦταν νὰ γεννήσει ἐμένα, εἶδε τὸν ἀπόστολο Ἀνδρέα
Ὅταν θὰ γινόμουν μοναχός, τὴν ἔπεισε γιὰ τὴν ἐπιλογή μου ὁ ἅγιος Σπυρίδωνας, ποὺ συνομίλησε μαζί της.
 Ὅταν κινδύνευσε ὁ ἀδελφός μου Χάρης μὲ δύσκολη ἀσθένεια, κι ἐμεῖς τῆς κρύβαμε τὴν ἀσθένειά του, τῆς τὴν ἀποκάλυψε ἕνας ἅγιος! 
Μοῦ εἶπε μιὰ μέρα· «Δεσπότη, μὰ ὁ ἅγιος Νικήτας ἦταν ξανθός;» Τῆς λέω, «Ναί. Ἦταν Γότθος. Ἡ πατρίδα του ἦταν ἐκεῖ, ποὺ σήμερα εἶναι ἡ Ρουμανία. Ἀλλά, γιατί μὲ ἐρωτᾶς;» «Τὸν εἶδα», μοῦ λέει «ὅταν πῆγα νὰ προσκυνήσω ἕνα ἀπόγευμα, καὶ μοῦ εἶπε· ‘’Να μὴν στεναχωριέσαι γιὰ τὸν Χάρη! Αὐτὴ ἡ ἀσθένεια οὐ πρὸς θάνατον, ἀλλὰ παιδαγωγία Χριστοῦ’’. Τί σημαίνει ὅμως αὐτὸ τὸ τελευταῖο;» «Εἶναι γιὰ νὰ τὸν φέρει κοντά του ὁ Χριστός, μάνα.» Τότε ἀναφώνησε· «Δόξα σοι, ὁ Θεός! Νὰ μᾶς δώσει ὅ,τι δοκιμασία θέλει! Φτάνει νὰ εἴμαστε κοντὰ στὸν Χριστό!» Καὶ τῆς λέω· «Γιατί, μάνα, νὰ νιώθουμε τόσην ἀγάπη, ὅταν εἴμαστε κοντὰ στὸν Χριστό;» «Εἶσαι Δεσπότης, γυιέ μου, καὶ μ᾽ ἐρωτᾶς ἐμένα; Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ζωὴ ἡ αἰώνιος· τὰ ἄλλα ὅλα εἶναι προσωρινά!» 
Νὰ ἀναφέρω ἀκόμη γιὰ τὴν αἴσθηση τῶν ἁγίων Μυστηρίων, ποὺ εἶχε, ὅταν συμμετεῖχε σ᾽ αὐτά. Πόση σοβαρότητα καὶ εὐλάβεια αἰσθανόταν ἀπέναντι στὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας!
Καὶ ἕνα τελευταῖο: Μὲ εἶδε μιὰ φορὰ νὰ γογγύζω καὶ νὰ ἔχω θυμό, ἐπιστρέφοντας ἀπὸ μιὰ περιπετειώδη Σύνοδο, ποὺ εἴχαμε. Καί, τί νομίζετε μοῦ εἶπε, ὅταν μὲ εἶδε στὴ Μητρόπολη ἐκνευρισμένο; «Μά, εἶσαι ἐκνευρισμένος;» Τῆς λέω, «Ναί, ἀπὸ ὁρισμένα διατρέξαντα στὴ Σύνοδο, ποὺ εἴχαμε.» «Δὲν μοῦ λές, παιδί μου, ὅταν εἶσαι ἐπάνω στὸν θρόνο καὶ σὲ θυμιατίζουν δύο διάκοι κι ἐσὺ καμαρώνεις, σοῦ ἀρέσει;» Τῆς λέω, «Ναί, μοῦ ἀρέσει!» «Κι ὅταν σὲ μνημονεύουν συνεχῶς στὸν ναὸ καὶ λένε· ‘‘υπὲρ τοῦ πατρὸς καὶ ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν Νεοφύτου’’, κι ἐσὺ εὐλογὰς καμαρωτός, σοῦ ἀρέσει;» Τῆς λέω, «Μοῦ ἀρέσει.» «Κι ὅταν προσκυνὰ τὸ χέρι σου ὁ λαός, σοῦ ἀρέσει;» Τῆς λέω καὶ πάλιν, «Ναί, μοῦ ἀρέσει!» 
«Ἔ, λοιπόν! Τὰ καλὰ δεχούμενα, τὰ κακὰ οὐχί; Αὐτὸ σὲ μάθαμε;»
Πρὶν τέσσερα χρόνια, ἀντιλήφθηκα ὅτι ἡ μνήμη τῆς μάνας μας ἄρχισε νὰ ἀδυνατίζει. Τὴ ρώτησα· «Ἔζησες πολλοὺς πόνους στὴ ζωή σου. Ποιὸς ἦταν ὁ πιὸ μεγάλος πόνος;» 
Μοῦ ἀπάντησε· «Ὅταν κατέβασα τὸν γυιό μου τὸν Πέτρο στὸν τάφο. Δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερος πόνος ἡ μάνα νὰ θάβει τὸ σπλάχνο της!» 
Ἀμέσως ὅμως μετά, γιὰ νὰ μὴν τὴ νικήσει ἡ θλίψη, πρόσθεσε μὲ βιασύνη «Ἀλλά, δόξα σοι, ὁ Θεός· δόξα σοι, ὁ Θεός! Ὁ Θεὸς ξέρει τὸ γιατί!»
 Ὕστερα, τῆς ζήτησα νὰ μοῦ δώσει μιὰ νουθεσία, δίκην παρακαταθήκης, τί νὰ προσέξω στὸ ὑπόλοιπο τοῦ βίου μου. 
Καὶ μοῦ ἀπάντησε· «Ὁ Θεὸς σὲ ἀνέβασε πολὺ ψηλά. Πρόσεχε, νὰ μὴ ‘‘γείρει’’ ὁ νούς σου!»
 Ἐννοοῦσε, νὰ μὴν μὲ κυριεύσει ἡ ὑπερηφάνεια. Ὅλος ὁ ἀγώνας τῆς μάνας μας ἦταν νὰ μᾶς μάθει τὴν ταπείνωση, ποὺ εἶναι ὁ Χριστός!

Απόσπασμα του λόγου, με τον οποίο προέπεμψε στην αιωνιότητα την κατά σάρκα μητέρα του ο Μητροπολίτης Μόρφου π.Νεόφυτος

Γέροντας Πορφύριος: "Μοναστήρι εἶναι καὶ τὸ σπίτι σου, ἂν θές ..."

Γιὰ ἀρκετὸ καιρὸ μὲ βασάνιζαν λογισμοί, γιατί νὰ μὴ γίνω κι ἐγὼ μοναχὸς νὰ ἀφιερωθῶ τελείως στὸν Θεό, ἀλλὰ παντρεύτηκα καὶ μὲ τὰ παιδιὰ ποὺ ἔκανα δεσμεύτηκα καὶ δὲν μπορῶ νὰ κάνω τίποτα καλὸ γιὰ τὸν Θεό. 

Μὲ αὐτὲς καὶ περισσότερες σκέψεις, πῆγα μιὰ μέρα στὸν Παππούλη καὶ ἀφοῦ ἐξομολογήθηκα τὶς διάφορες ἁμαρτίες ποὺ εἶχα, γιατὶ ὅλο ἁμαρτίες ἔκανα καὶ κάνω, μοῦ λέει, χωρὶς νὰ τοῦ πῶ τίποτα γι’ αὐτὸ τὸ θέμα:
“Ἄντε φύγε τώρα καὶ μὴ τὰ σκέπτεσαι αὐτά. Ἄσ’ τα, δὲν εἶναι γιὰ σένα.
Μοναστήρι εἶναι καὶ τὸ σπίτι σου, ἂν θές. Δὲν διαφέρει σὲ τίποτα ἀπ’ αὐτό. Ἀρκεῖ νὰ κάνεις αὐτὰ ποὺ σοῦ λέω. Δὲν εἶναι ὁ χῶρος ποὺ κάνει τὸ Μοναστήρι. Εἶναι ὁ τρόπος. Πήγαινε, νὰ προσεύχεσαι καὶ νὰ κάνεις ὑπομονὴ σὲ ὅλα”.
* * *
Κάποιοι ἀδελφοὶ ἀπὸ ἕνα μοναστήρι στὸν κόσμο ρώτησαν τὸν Γέροντα ἂν μποροῦσαν νὰ προκόψουν στὸν κόσμο ἢ θὰ ἦταν καλύτερα γι’ αὐτοὺς καὶ πιὸ συμφέρον γιὰ τὴν ψυχή τους νὰ βρίσκονται στὸν Ἄθωνα, ποὺ εἶναι κατ’ ἐξοχὴν τόπος ἡσυχαστικός. Ἐκεῖνος τοὺς ἀπάντησε:
“Ἂν κανεὶς βρίσκεται στὴν Ὁμόνοια κι ἔχει περιμαζωμένο τὸν νοῦ του, εἶναι σὰν νὰ βρίσκεται στὸν Ἄθωνα. Κι ἂν κανεὶς βρίσκεται στὸν Ἄθωνα, καὶ δὲν ἔχει περιμαζωμένο τὸν νοῦ του, εἶναι σὰν βρίσκεται στὴν Ὁμόνοια”.

Πηγή: Ἀνθολόγιο Συμβουλῶν Γέροντος Πορφυρίου, σ. 265, 271.
 

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...