Διαμορφωμένο κείμενο από άρθρο του ιατρού Γεωργίου Καρατσώλη.
Επιμέλεια κειμένου:πρωτοπρεσβ.Δημήτριος Αθανασίου
……………………………………………………………………………………………………………………………………………..
Γύρω στο 1230 τη διοίκηση του ηπειρωτικού Δεσποτάτου ανέλαβε ο Μιχαήλ Β’. Ο Μιχαήλ νυμφεύθηκε τη Θεοδώρα, που τη γνώρισε στα Σέρβια. Εκεί (σύμφωνα με όσα αναφέρει ο βιογράφος της μοναχός Ιώβ, αλλά και η λαϊκή παράφραση αυτής της βιογραφίας) ήταν η Θεοδώρα «κόρη τρυφερά, παρθένος, κατά πολλά εὔμορφη καί ὡραία καθαρά τῶν κακῶν ὡς χρυσίον καί ἐλευθέρα, τήν ὁποίαν βλέποντάς την ὁ Μιχαήλ Δούκας αὐτός, ἐτρώθη τήν ψυχήν ἀπό τήν σεμνήν ὡραιότητα τῆς Ἀγίας τόσον, ὅπου ἔβαλε μεσίτας καί προξενητάς, ὁποῦ διά νά τήν πάρῃ γυναίκα του νόμιμον, τόν ὁποῖον καί ἐγένετο. Τελειωθέντων δέ τῶν γάμων καί καθίσας ἔτι ἱκανόν καιρόν ἐκεῖ, μετά τῆς γυναικός αὐτοῦ Ἀγίας Θεοδώρας, ἤλθεν μέ μεγάλην καί λαμπράν δορυφορίαν εἰς την Ἄρταν».
Στον αυτοκρατορικό θρόνο της Νίκαιας βρισκόταν ήδη από το 1222 ο Ιωάννης Γ’ Δούκας ή Βατάτζης.
Οι σχέσεις ανάμεσα στην Άρτα και τη Νίκαια υπήρξαν – φαινομενικά τουλάχιστον – ειρηνικές για μια μεγάλη περίοδο. Το 1249, μάλιστα, ο Βατάτζης πρότεινε στον Μιχαήλ συμμαχία, που ια ολοκληρωνόταν με το γάμο της εγγονής του Μαρίας (κόρης του γιού του Θεοδώρου) με τον πρωτότοκο γιο του Μιχαήλ Νικηφόρο.
Η πρόταση έγινε ιδιαίτερα αποδεκτή από τη Θεοδώρα, που έστρεξε στο διάλογο, αποφασισμένη να πραγματοποιήσει οπωσδήποτε τη συμμαχία.
Η ίδια, που – όπως έχει παρατηρηθεί – «εἶχε ἀποκτήσει ὑπομονή ἁγίας καί συνείδηση εἰρηνοποιοῦ», ενήργησε με περίσκεψη και μετριοπάθεια, σ’ένα πλαίσιο ρεαλιστικής πολιτικής, αλλά και με κάποιες ηθικές θεωρήσεις, τροποποιητικές στη δυναμική των όποιων σκοπιμοτήτων.
Σ’αυτή τη συναινετική (και συνετή) πολιτική τοποθετείται και η πρωτοβουλία της Θεοδώρας για τη συνάντησή της με τον Βατάτζη και την πραγματοποίηση του συνοικεσίου, που εκείνος είχε προτείνει.
Ήταν, εξάλλου, έμπειρη στα πολιτικά πράγματα και το κύρος της στάθηκε καθοριστικό στην επιβολή της πολιτικής της που ήταν φιλειρηνική και ενωτική των Ελλήνων.
Ο W. Müller σημειώνει πως «ἡ Θεοδώρα συνήνωνεν ἐν αὐτῇ τά συνήθως ἀσυμβίβαστα πρός ἄλληλα προσόντα ἁγίας καί δεσποίνης πολυπράγμονος ἐν τοῖς πολιτικοῖς πράγμασι· προθύμως, δέ, ἀνέλαβε ἀποστολήν, ὅπως διαπράξῃ γάμον μεταξύ τοῦ υἱοῦ Νικηφόρου καί τῆς ἐγγονής τοῦ Ἕλληνος αὐτοκράτορος Βατάτζη».
Έτσι η Θεοδώρα πήρε την πρωτοβουλία και μαζί με τον δεκαοχτάχρονο, τότε, γιο της Νικηφόρο πήγε στις Πηγές όπου βρισκόταν ο Ιωάννης Γ’ Βατάτζης με σκοπό τόσο την «ἐπίσκεψιν τῆς μνηστευομένης νύφης» όσο και «πρός βεβαίωσιν τῶν ἐν τούτοις συμφωνιῶν».
Αφού τελέστηκαν επίσημα οι αρραβώνες και δόθηκε η υπόσχεση ότι ο γάμος θα γίνει την επόμενη χρονιά, η βασίλισσα της Άρτας και ο Νικηφόρος επέστρεψαν στην πρωτεύουσα του Δεσποτάτου.
Ο Μιχαήλ έδειξε έμπρακτα τη φιλία του προς τον αυτοκράτορα της Νίκαιας. Δυο χρόνια, όμως, μετά το κλείσιμο της συμμαχίας, κινήθηκε στρατιωτικά ενάντια στους Νικαείς, καθοδηγούμενος από το θείο του Μιχαήλ (αποτέλεσμα της διαμετρικά αντίθετης επίδρασης, που ασκούσαν επάνω του η Θεοδώρα απ’τη μία, με την ειρηνόφιλη και συμφιλιωτική πολιτική και ο Θεόδωρος απ’την άλλη, με την πολιτική του ρεαλισμού του συμφέροντος) παραχώρησε τη θέση της σε μια έκδηλα εχθρική στάση, παρόλη την ως τότε δοκιμασμένη φιλία και τη μελλοντική συγγένεια.
Μπροστά στις στρατιωτικές επιτυχίες του Βατάτζη, την αποστασία συμμάχων του και τον κίνδυνο μιας ολοκληρωτικής ήττας, δε συνέχισε τον αγώνα και ζήτησε ειρήνη, που οι όροι της δεν ήταν ευνοϊκοί για’κείνον. Πέτα απ’τις εδαφικές παραχωρήσει, που συμφωνήθηκαν, ο Βατάτζης τιμώρησε τον Θεόδωρο οδηγώντας τον αιχμάλωτο στη Νίκαια, όπου και πέθανε. Το Νικηφόρο, που κρατήθηκε αρχικά ως όμηρος, τον τίμησε με τον τίτλο του δεσπότου και τον άφησε ελεύθερο με τον προοπτική του γάμου του με την εγγονή του αλλά και, γενικότερα, «ἵνα μηδέν μεταξύ ἀνακύπτῃ ἀμφίδοξον, ὁπόσα ψυχάς τε ταράττει καί κυκεῶνας ἐγείρει πραγμάτων».
Ο Γεώργιος Ακροπολίτης, όπως και άλλοι ιστορικοί της Νίκαιας, που άφησαν μια μονόπλευρα ιδωμένη και σκόπιμα διαστρεβλωμένη ιστορία των χρόνων εκείνων, επιρρίπτουν την ευθύνη της απόρριψης της συμμαχία στον ίδιο τον Μιχαήλ και σε κάποια αναλλοίωτα δομικά στοιχεία, που θέλουν να βλέπουν στον χαρακτήρα και την προσωπικότητα του ηγέτη του ηπειρωτικού δεσποτάτου, επαναλαμβάνοντας γι’αυτόν την παροιμία «στρεβλόν ξύλον δεν ισιώνει και ο Αιθίοπας δεν ασπρίζει» («τό στρεβλόν ξύλον οὐδέποτ’ὀρθόν καί ὁ Αἰθίοψ οὐκ οἶδε λευκαίνεσθαι»).
Ας σημειωθεί εδώ πως ο ίδιος ο Ακροπολίτης, που βρέθηκε αργότερα στις φυλακές της Άρτας, όπου οδηγήθηκε δέσμιος ύστερα από την σύλληψή του σε μια απ’τις κατοπινές μάχες που έγιναν ανάμεσα στο στρατό της Ηπείρου και της Νίκαιας, είχε προσωπικούς λόγους για να πάρει μια ολότελα αρνητική θέση απέναντι στον ηγέτη του Δεσποτάτου. Υπό το κράτος μιας ολοφάνερης συμπλεγματικής μνησικακίας, επιχείρησε μια εξιστόρηση των γεγονότων «όχι πάντα ακριβή και απροκατάληπτη».
Όντας ακόμη στην Άρτα «εἶχε (όπως πατατηρεί ο Müller) ἄφθονον σχολή νά προμελετήσει τήν συγγραφικήν ἐκείνην ἐκδίκησιν τήν χρωματίζουσαν τήν ὑπ’αὐτοῦ συνταχθείσαν ἱστορίαν τῶν ἰδίων του χρόνων». Ο Βατάτζης, λίγο μετά τη στρατιωτική ήττα των ηπειρωτών, επέστρεψε στη Νίκαια (στα τέλη του 1253) και σε διάστημα λιγότερο από ένα χρόνο πέθανε.
Αυτοκράτωρ στέφθηκε ο γιος του Θεόδωρος Β’ ο Λάσκαρις (που έφερε το όνομα και το επώνυμό του – απ’τη μητρική πλευρά – παππού του, ιδρυτή της αυτοκρατορίας της Νίκαιας). Αμέσως μετά την ανάρρησή του στο θρόνο, τέθηκε επικεφαλής του στρατού του και βρέθηκε στη Θράκη πολεμώντας νικηφόρα του Βουλγάρους, που προσπάθησαν να πετύχουν την ανατροπή των εδαφικών ορίων, που τους επέβαλε προηγουμένως ο Βατάτζης.
Ο Μιχαήλ της Άρτας (που, επίσης, σχεδίαζε τα μη αποδοχή της όλης ως τότε διαμορφωμένης κατάστασης απ’τον ίδιο αυτόν αυτοκράτορα της Νίκαιας), έκρινε σκόπιμο – ύστερα από τις στρατιωτικές νίκες του Θεοδώρου Β’ – να διατηρήσει την ειρήνη με του Νικαείς. Δεν προέβηκε σε ενέργειες που θα όξυναν τις σχέσεις με το νικαιικό κράτος και προτίμησε (με τη συνετή συμβουλή της συζύγου του Θεοδώρας) συμμαχία με τον αντίπαλο αυτοκράτορα διαμέσου του γάμου, ολοκληρώνοντας το συνοικέσιο, που ξεκίνησε πριν από μερικά χρόνια. «Οπωσδήποτε η συνετή Θεοδώρα ήταν που συμβούλεψε τον άντρα της για το ζήτημα αυτό για να τον γλυτώσει απ’τις συνέπειες των φιλοδόξων σχεδίων του».
Το καλοκαίρι του 1256 η Θεοδώρα «έμπειρος ούσα των πολιτικών πραγμάτων», συνόδευσε τον γιο της Νικηφόρο στο ταξίδι του προς το στρατόπεδο του Θεόδωρου στις όχθες του Έβρου. Η συνάντηση διήρκησε τρεις μέρες και αφού γιόρτασαν «τήν ὕψωσιν τοῦ ζωοποιοῦ Σταυροῦ», κατευθύνθηκαν στη Θεσσαλονίκη, όπου τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς τελέστηκε ο γάμος του Νικηφόρου με την κόρη του αυτοκράτορα Μαρία.
Η Μαρία ήταν μια απ’τις θυγατέρες του Θεοδώρου Β’, την οποία απόκτησε απ’το γάμο του με την Ελένη, κόρη του Βούλγαρου μονάρχη Ιβάν (Ιωάννη) Ασάν Β’.
Εντεκάχρονο, ακόμα, παιδί ο Θόδωρος Β’, νυμφεύθηκε την Ελένη, που ήταν τότε, μόλις εννέα ετών και τούτο γιατί ο Βατάτζης, ήθελε να αποκτήσει τη φιλία των Βουλγάρων σε βάρος των Λατίνων. Ο Ασάν φοβήθηκε ότι η συμμαχία αυτή θα οφελούσε περισσότερο τους Έλληνες και μετανοιωμένος για τη συνθήκη και το γάμο προσπαθούσε ν’αποσπάσει απ’τον σύζυγό της την κόρη του «παρθένον ἔτι οὗσαν», αφού ο Θεόδωρος ήταν ακόμα ανήλικος και «τά ἐς συνουσίαν ἔμεινον ἀτελή». Προφασίστηκε πως ήθελε να την ξαναδεί και έτσι ο Βατάτζης και η σύζυγός του την παρέδωσαν λέγοντας ότι κάθε επιορκία και τυχόν αδικία θα προκαλούσε τη θεϊκή τιμωρία. Η μικρή Ελένη έκλαιγε πικρά κι ο Άσαν την χτύπησε δυνατά και την απείλησε. Ο ίδιος στράφηκε ενάντια στους Έλληνες. Στο πλήθος των αρνητικών για’κείνον συγκυριών, προστέθηκε και η εμφάνιση μιας θανατηφόρας επιδημίας, γεγονός που θεώρησε ως έκφραση της απαρέσκειας και της οργής του Θεού (θεομηνία) εξαιτίας της επιορκίας του. ζήτησε, έτσι, ανανέωση της συμμαχίας και η μικρή πριγκίπισσα ξαναγύρισε στο νεαρό σύζυγό της.
Ας σημειωθεί εδώ πως την ίδια, ακριβώς, εποχή, στην Άρτα του Δεσποτάτου είχε δημιουργηθεί ένα σχετικό ζήτημα μνηστείας, που αφορούσε ένα μικρό κορίτσι «ἱερολογηθέντι πρό ῆς ἥβης (…) και παιδοφθορίαν παθόντι». Ο τότε επίσκοπος της Α΄ρτας, Ιωάννης, ζήτησε απ’τον Πατριάρχη της Νίκαιας Γερμανό Β’ να ορίσει τι πρέπει να κάνει στην προκειμένη περίπτωση και έλαβε την απάντηση ότι «ἡ την παρθενικήν λυθείσα ζώνην ἐν ἀώρῳ ἡλικίᾳ, τοῦ φθορέως διαζυγίσεται καί ὁ ἱερολογήσας αὐτούς ἐν γνώσει καθαιρεθήσεται».
Στο γάμο της Μαρίας (κόρης του Θεοδώρου Β’ και της Ελένης με τον Νικηφόρο (γιο του Μιχαήλ Β’ και της Θεοδώρας) αναφέρεται η παρουσία – εξαιτίας της σημασίας του – του ίδιου του Πατριάρχη της Νίκαιας «ἐπιδημήσαντος καί τούτους τελέσαντος».
Ο Θεόδωρος Β’ επικύρωσε τον τίτλο του δεσπότου για το γαμπρό του Νικηφόρο, είχε θέσει, όμως, ως όρο για την επικύρωση της συμμαχίας και την τέλεση του γάμου να παραχωρηθούν στον αυτοκράτορα οι δυο μεγάλης σημασίας πόλεις-οχυρά, που ήταν στα όρια της επικρατείας της Ηπείρου· το Δυρράχιο και τα Σέρβια.
Οι παραπάνω όροι είχαν τεθεί υπόψη της Θεοδώρας στη συνάντησή της με το Θεόδωρο Β’ και στη διάρκεια της πορείας τους προς τη Θεσσαλονίκη συζητήθηκαν οι συνθήκες, που θα υπέγραφαν με την ευκαιρία των γάμων. Τελείως ανυπεράσπιστη η Θεοδώρα, όντας ουσιαστικά στα χέρια του αυτοκράτορος («ἐντός γάρ τῶν εκείνουν χειρῶν οὗσαν καί μικροῦ δεῖν ὡς ἐν εἱρτκτῃ τυγχάνουσα») αναγκάστηκε να συγκατατεθεί (οὐκ εἶχεν τι ἄλλο δρᾶσαι).
Τα δύο μέρη υπέγραψαν τις συνθήκες και, στη συνέχεια, έστειλαν το σχετικό έγγραφο στο Μιχαήλ, που το υιοθέτησε κι αυτός θέλοντας και μη (ἐκών ἀέκων) από αγάπη και ανησυχία για την τύχη των οικείων του (περί γυναικός δειλιῶν καί φιλτάτου).
Αγανακτισμένος ο Μιχαήλ για τον εκβιασμό και την όλη συμπεριφορά του Θεοδώρου, ώμοσε παραδειγματική (και σε εύθετο χρόνο) τιμωρία του.
Η Θεοδώρα ξαναγύρισε στο Δεσποτάτο μαζί με το Νικηφόρο και τη νύφη Μαρία, ενώ ο Θεόδωρος Β’ ο Λάσκαρις έφυγε για τη Μ. Ασία. Η Μαρία, λίγα χρόνια μετά το γάμο της πέθανε είτε «φυσικῷ περιπεσούσα νοσήματι», όπως έγραψαν μερικοί, είτε γιατί – όπως ψιθυριζόταν – πολλές φορές ο Νικηφόρος τη χτυπούσε (ὑπό συζύγου Νικηφόρου τυφθείσα πολλάκις).
Φεύγοντας ο Λάσκαρις για την Ανατολή άφησε ως τοποτηρητή στις δυτικές επαρχίες στον ιστορικό Γ. Ακροπολίτη. Συντελέστηκε, όμως, με τις απερίσκεπτες ενέργειές του, στην αναβίωση της εχθρότητας ανάμεσα στην Ήπειρο και Νίκαια. Πράγματι, ο από μέρους του Θεοδώρου Β’ εκβιασμός «κόστισε στην αυτοκρατορία τη φιλία της Ηπείρου και από το 1257 ξέσπασε πάλι ένας σκληρός και αμφίρροπος πόλεμος ανάμεσα στα δύο ελληνικά κράτη».
Σε μια απ’τις πρώτες πολεμικές συγκρούσεις ο Ακροπολίτης αιχμαλωτίστηκε και ρίχτηκε στις φυλακές της Άρτας.
Οι ήττες του αυτοκρατορικού στρατού διατάραξαν ακόμη πιο πολύ την ψυχοδιανοητική υγεία του Θεοδώρου Β’, που έπασχε από επιληψία.
Σε μια στιγμή, μάλιστα, ζήτησε απ’τον Πατριάρχη της Νίκαιας να αφορίσει τους υπηκόους του δεσποτάτου της Άρτας. Τελικά το ανάθεμα ανακλήθηκε.
Ο ίδιος άρχισε να πιστεύει πως η νόσος απ’την οποία έπασχε οφειλόταν σε μαγείες, γεγονός που εκφράζει μια ακραία και σοβαρή κλινική εκδήλωση στην όλη ψυχιατρική σημειολογία της νόσου· μια ψυχο-παθολογική εκδήλωση με παρανοϊκό χαρακτήρα. «Νοσῶν ὁ βασιλεύς πάντας ἐπί μαγείας ὑπόπτευε». Ο Γεώργιος Παχυμέρης αναφέρει σχετικά: «νύκτωρ καί μεθ’ ἡμέραν τά μή καλά φανταζόμενον».
Αναμφίβολα η νόσος είχε επηρεάσει το χαρακτήρα του και την κρίση του. Ο D. Nicol σημειώνει εδώ ότι αυτό είχε ως αποτέλεσμα να συμπεριφέρεται ως νευρωτικός.
Παρόλο που τέτοια νευρωσικά στοιχεία δεν είναι σπάνια, πιστεύω ότι στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται οπωσδήποτε για τις τυπικές εκείνες εκδηλώσεις διαταραχής του ψυχισμού, που συνιστούν, ιδιαίτερα, τις λεγόμενες «χρόνιες επιληπτικές ανωμαλίες» και εκφράζουν τον ειδικό «χαρακτήρα» και τον τρόπο με τον οποίο «υπάρχει μέσα στον κόσμο» ο επιληπτικός ασθενής.
Ο Γεώργιος Ακροπολίτης αναφέρει σχετικά με τη νόσο του αυτοκράτορα της Νίκαιας: «νόσῳ δεινῇ ὁ βασιλεύς περιπέπτωκεν. Ἀπέκαμον οὗν ἐν ταύτῃ καί ἱατρῶν χεῖρες καί πᾶσά τε ἄλλη θεραπεία ἀπείρηκεν».
Όμοια κι ο Νικηφόρος Γρηγοράς, που γράφει: «νόσος ενσκήπτει των βασιλεί χαλεπή και όπλα θανάτου φορούσα».
………………………………………………………………………………………………………………………………………………..
Αλλά για τη συγκεκριμένη αρρώστια του αυτοκράτορος Θεοδώρου Β’, ελάχιστες μονάχα νύξεις συναντά κανείς σε μερικές απ’τις εκδομένες επιστολές του ίδιου του ασθενούς, σε μια απ’τις οποίες αναγράφεται: «περί δέ τῆς νόσου ἡμῶν…», χωρίς να δίδεται μια παραπέρα συνέχεια.
Σημειώνεται εδώ πως και ο πατέρας του Θεόδωρου Β’, ο Ιωάννης Γ’ Δούκας ή Βατάτζης, έπασχε απ’την ίδια αρρώστια· την επιληψία.
Οι ιστορικές μαρτυρίες είναι σαφείς κι ανάμεσα σ’αυτές εκείνη του Νικηφόρου Γρηγορά, ο οποίος δίνει περισσότερες λεπτομέρειες και αναφέρει, με βάση, προφανώς, τα πορίσματα της τότε επιστημονικής ιατρικής (που την περίοδο αυτή έχει να επιδείξει μια αξιοσημείωτη προσφορά), την αιτιολογική συσχέτιση της νόσου με τον εγκέφαλο· την ανατομική δηλαδή και λειτουργική θεμελίωσή της, όπως αυτή επιχειρήθηκε για πρώτη φορά μέσα στην ιστορία απ’τους αρχαίους Έλληνες ιατρούς και ειδικότερα τους Ιπποκρατικούς.
Κατά τον Ακροπολίτη: «Τῇ κατασχούσῃ τοῦτον νόσῳ κατά διαστήματα ἡμερῶν τρυχόμενός τε καί πιεζόμενος. ποτέ μέν γάρ ἐν τῷ παλατίῳ διάγων εὐθύς ἐπί κλίνης ἔπιπτεν ἄφωνος, ποτέ δέ ἐφ’ ἵππου βαίνων καί ὁδόν βαδίζων ὑπό τῆς νόσου ἐγένετο κάτοχος καί οἱ συμπαρόντες κατεῖχόν τε καί πρός ὥραν παρεφύλαττον ὥστε μή ἀναγνωρίζεσθαι τοῖς πολλοῖς· ἐπάν δέ εἰς λογισμόν ἐπανῆκε, σχολῇ πρός τά βασίλεια ἐπανέστρεφεν· ἐνίοτε δέ καί φοράδην ἐπί θρόνου ἐν τοῖς ἀνακτόροις ὑπό τῶν οἰκείων ἥγετο. ἐπεί δέ ἡ νόσος ἐπήυξανε, τό σῶμα τοῦ βασιλέως κατέπιπτε· συνεχέστερον γάρ ἤρξατο πάνυ τούτῳ ἐγγίνεσθαι…».
Ο Εφραίμ σημειώνει: «…πρινής ἐν κλίνῃ / ἐξαπίνης ἄναυδος, οὐκ ἐπαΐων / (…) ἀκίνητος, ἄφωνος κράτωρ / ἐμπληξίας νόσῳ γε συνεχόμενος (…) ἐνετρύχετο χαλεπῇ νόσῳ / κατά διαστήματα πάσχων τοῦ χρόνου».
Ο Παχυμέρης αναφέρει ότι «νόσος ἐνέσκυψε τῷ βασιλεῖ (…) καί ἡ νόσος ὡς χαλεπή· ἐπείληπτο γάρ διά τό γῆρας, οἷμαι».
…………………………………………………………………………………………………………….
.
Όσον αφορά, ειδικότερα, στην συνάντηση του ίδιου με τη Θεοδώρα, ο Ακροπολίτης αναφέρει ότι κατά την επίσκεψή της για τη μνηστεία του γιου της Νικηφόρου με την εγγονή του αυτοκράτορος (κόρη του Θεοδώρου Β’) Μαρία, ο Βατάτζης («καί ἐν αὐταῖς αὐτοῦ ταῖς ἀδυναμίαις μεγαλόφρων» όπως σημειώνει ο Κ. Παπαρηγόπουλος) δέχτηκε φιλόφρονα κοντά του τους επισκέπτες («προσήκοντως φιλοφρονηθέντες παρά τοῦ βασιλέως»). Πάντοτε, εξάλλου, και ιδιαίτερα προς τους ξένους «δαψιλεστέραν τήν χεῖραν προύτεινε».
Ολωσδιόλου αντίθετη υπήρξε η στάση του αυτοκράτορος Θεοδώρου Β’ στην περίπτωση της επίσκεψης της Θεοδώρας της Άρτας και της τέλεσης των γάμων των παιδιών τους Νικηφόρου και Μαρίας. Ο φανερά εκβιαστικός τρόπος επικύρωσης του γάμου και της συμμαχίας και η «δια γνησίας βυζαντινής πανουργίας» αφαίρεση εδαφών, προκάλεσαν την αντίδραση του Μιχαήλ Β’. O D. Nicol τονίζει ότι ο αυτοκράτωρ της Νίκαιας «εκμεταλλεύτηκε αδιάντροπα την ανυπεράσπιστη θέση της Θεοδώρας (που ήταν στο έλεός του) επιβάλλοντας ορισμένους τελείως άσχετους αλλά πολύ σημαντικούς όρους για το γάμο του γιου της».
Τα όσα ακολούθησαν (στρατιωτική ήττα του αυτοκρατορικού στρατού, αυτομολία σημαντικών στελεχών στου στους Ηπειρώτες και άλλες αποτυχίες) συντέλεσαν εκλυτικά στην εμφάνιση εντονότερων κλινικών συμπτωμάτων και στην επιδείνωση, γενικότερα, της ήδη κλονισμένης ψυχοδιανοητικής υγείας του Θεόδωρου Β’. εξάλλου, η ίδια η νόσος «μᾶλλον τρύχουσα ἔπειθε δεινά ὑπιδέσθαι».
Η μεταβολή του χαρακτήρα ήταν ολοφάνερη. Ο ίδιος παρατηρεί την αλλαγή αυτή και γράφει στο στενό φίλο και συνεργάτη του Μουζάλωνα: «Όλος ο κόσμος εκπλήσσεται βλέποντας την αλλαγή του χαρακτήρα μου».
Σε άλλη επιστολή του προς τον διδάσκαλό του Ν. Βλεμμύδη (που ολόκληρη συμπεριλαμβάνεται στη συλλογή του N. Festa), βλέπουμε φανερά τη μεταβολή αυτή, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια και πιο συγκεκριμένα: μετά την ανάρρησή του στο θρόνο της Νίκαιας. Έχω πρόχειρα μπροστά μου κάποιες σελίδες Κλινικής Ψυχιατρικής όπου αναγράφεται: «Στη διαδρομή των ετών ο ασθενής αλλάζει χαρακτήρα και αποκτά ένα ‘χαρακτήρα επιληπτικό’…».
Αυτός ο χαρακτήρας, τονίζει ο πολύς H. Ey, «συνδεδεμένος κατά βάθος με τους επιληπτικούς προξυσμούς, ούτε διαμορφώνεται μονάχα απ’αυτούς, αλλά ούτε και προϋπάρχει. Η επιληψία, έτσι, δεν είναι μόνο η οργανική συνδρομή επαναληπτικής εκφόρτισης αλλά και η τυπική μεταβολή της προσωπικότητας του ασθενούς, που έχει παροξυσμούς και εμφανίζει διαταραχές του ψυχισμού».
Αλλά για την χαρακτηρολογική αυτή μεταβολή είναι ο ίδιος ο Θεόδωρος Β’, που γράφει σε κάποιες – με γνήσιο εξομολογητικό τόνο – σελίδες των επιτολών του. σε μία απ’αυτές αναφέρεται: «Η φιλοσοφία δεν έχει πια για μένα ούτε θέλγητρο, ούτε ενδιαφέρον. Δεν υπάρχει πια παρά ένα μονάχα θέλγητρο: ο πλούτος. Δεν υπάρχει πια για μένα παρά μια μονάχα λάμψη: εκείνη του χρυσού και των πολύτιμων λίθων».
Ο ίδιος άλλοτε έλεγε: «Το να αγαπά κανείς τη λάμψη του χρυσού και των πολύτιμων λίθων είναι χαρακτηριστικό του κοινού ανθρώπου. Οι εκλεκτοί άνθρωποι («οι άνθρωποι της ελίτ» μέσα στο γαλλικά μεταφρασμένο χ/φ) δεν προσκολλώνται παρά μονάχα στη φρόνιση (σοφία-επιστήμη)». Κι αλλού: «Τίς μέ εἶδε τιμῶντα ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ ἄλλο τι ἤ την ἀγαπητήν μου φιλοσοφίαν;» Στο λόγο του «Περί σοφίας», αφού τονίζει την προτίμησή του στην εσωτερική καλλιέργεια θεωρεί την απόκτηση του χρυσού και του αργύρου «πλούτη εφήμερα».
Επιδιώκοντας, απ’την παιδική του ακόμη ηλικία, τη μόνωση (στην οποία τον οδήγησε τόσο η ασθενική του κράση και η καλλιτεχνική του ιδιοσυστασία, όσο και η βαθιά επίδραση που άσκησε η παρουσία του σοφού και ασκητικού Ν. Βλεμμύδη επάνω στο μαθητή του), εργαζόταν ακατάπαυστα με κύρια απασχόληση τη φιλοσοφία ενώ ταυτόχρονα σπούδαζε Θεολογία, Φυσική, Μαθηματικά, Μουσική και Ιατρική (κοντά – κι αυτή – στον Βλεμμύδη, που ήταν γιατρός).
Ο Θεόδωρος Σκουταρώτης, οικείος και συμπολεμιστής του αυτοκράτορος, γράφει ανάμεσα στα άλλα: «Ἐγώ δέ περί τήν ἐπίδοσιν τοῦ λόγου καί τῶν ἐπιστημῶν τῆς σοφίας σπουδήν αὐτοῦ ἀνυμνῶν καί ὅπως ἐφίλει τούς λογίους καί μεθ’ὅσης φιλοφροσύνης ἐνδιαθέσεως ἔστεργεν έννοούμενος, οὐκ ἔχω τίνι τῶν περί τοῦτο ἐσπουδακότων παραλληλίσω· ἑνός γάρ σοφοῦ συνουσίαν ἀνδρός, οὐδ’ αὐτήν τήν βασιλείαν ἔκρινεν ἰσοστάσιον».
Φίλοι του είναι αποκλειστικά και μόνο οι πνευματικά καλλιεργημένοι άνθρωποι του καιρού του ανεξάρτητα από την κοινωνική τους προέλευση έτσι που είναι δύσκολο να συναντήσει κανείς ανάμεσά τους έστω και ένα μέλος της απνευμάτιστης αριστοκρατικής τάξης. Η από μέρους τους έλλειψη πνευματικών ενδιαφερόντων, στάθηκε μια ακόμα αφορμή της αποστροφής του για την τάξη αυτή, την αναζήτηση σχέσεων με ανθρώπους της διανόησης και την δημιουργία ενός περιβάλλοντος γνήσια πνευματικού.
Μια τέτοια επιλογή, μια τέτοια αναζήτηση σχέσεων με ανθρώπους αληθινής εσωτερικής αξίας, εκφράζεται και σε μια ακόμη απ’τις επιστολές του όπου αναφέρεται: «ἀφοσιοῦμαι δέ τῷ συναθροισμῷ τῶν καλῶν (…) καί τοῖς μειλιχίοις ἀνδράσι τό φιλικόν».
Ο ίδιος μαθήτευσε κοντά στον Ν. Βλεμμύδη (τον τέλειο τύπο του πολυμαθούς, με μια πολυμάθεια χωρίς όρια) και υπήρξε – μαζί με τον μεγαλύτερό του στην ηλικία Ακροπολίτη και κατοπινό διδάσκαλό του – «ένας απ’τους δύο πιο διακεκριμένους μαθητές του» («ο σπουδαιότερος μαθητής του»). Σ’αυτόν «οφείλει τη γενική κλασσική του παιδεία και την άρτια φιλοσοφική του συγκρότηση».
«Προικισμένος με σπάνια πνευματικά προσόντα» («ευφυέστατος το πνεύμα», «πρωτότυπο μυαλό»), «αναδείχθηκε θερμός προστάτης των γραμμάτων και των επιστημών».
…………………………………………………………………………………………………………………………………………….
Τοποθετημένος ο ίδιος στο χώρο του καθαρά φιλοσοφικού στοχασμού, έγραψε ωστόσο και θεολογικές πραγματείες, επιστημονικές μελέτες και πλήθος επιστολών. Μέσα απ’την εκκλησιαστική υμνογραφία του αναδείχθηκε έξοχος λυρικός ποιητής, ενώ η σάτιρά του αποτελεί μια ακόμη έκφραση της ευφυΐας και της λεπτής ειρωνείας του. η ευχέρεια και η ομορφιά στο γραπτό του λόγο, ήταν περισσότερο φυσικό χάρισμα παρά αποτέλεσμα μάθησης («οὐ μᾶλλον ἐκ μαθήσεως ἤ φσύσεως τήν περί τό γράφειν δύναμιν ἔχων», όπως σημειώνει ο Παχυμέρης). Η ευγλωττία του μαζί με την ευρύτατη μόρφωσή του ήταν τέτοια «ώστε – όπως θα’λεγε και ο Θ. Σκουταριώτης – μή κλονεῖσθαι τοῖς περί ταῦτα κομψοῖς».
«Λεπτή καλλιτεχνική φύσις» (αλλά με ισχυρές αντιφάσεις και αντινομίες), αποτύπωσε την ευαισθησία του σε πολλά απ’τα κείμενά του, σε μερικά απ’τα οποία αυτή εκδηλώνεται και μ’ένα ολότελα ιδιότυπο τρόπο αφού «μηδαμινά πράγματα ἀρκοῦσι νά τόν συγκινήσωσι μέχρι λύπης καί να τόν χαροποιήσωσι μέχρις θαυμασμοῦ». Περισσότερο απ’την ομορφιά της φύσης τον συγκινεί το ανθρώπινο εσωτερικό τοπίο.
Συμμετέχει στη χαρά των φίλων και συμπάσχει μαζί τους στις δύσκολες περιστάσεις. Νιώθοντας ο ίδιος την ευαισθησία του γράφει: «Τίς ἀσθενεῖ, καί οὐκ ἀσθενῶ; ἤ τίς πάσχει καί οὐκ ἐγώ πάσχω κατά ψυχήν;»
………………………………………………………………………………………………………………..
Η άυξηση της συχνότητας των κρίσεων επαύξανε τις νοσηρές υποψίες και την όλη παρανοϊκή τάση του Θεοδώρου Β’, αφού «ἐπιπτούσης συχνάκις τῆς νόσου» – όπως μας πληροφορεί ο Παχυμέρης – «μήνυμα εἶναιτό πάθος ὁ πάσχων ἐκ μαγγανείας δαιμόνιον ὑπελάμβανε».
Ο ίδιος αυτός ιστορικός προσθέτει: «τῷ μέντοι γε πάσχοντι. πᾶς ὕποπτος ἦν, εἰ μόνον τις ἐπί μαγγανείαις κατηγορίη».
Δηλωτικό των προλήψεων και των δεισιδαιμονιών, της νοσηρής καχυποψίας και της τάσης για παρερμηνείες απ’τις οποίες διακατεχόταν ο αυτοκράτωρ, είναι και το παρακάτω αναφερόμενο επεισόδιο, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Παχυμέρη: Διέταξε ένα παιδικό του φίλο να μνηστευθεί μια ανεψιά του Παλαιολόγου (κόρη της αδελφής του), αλλά στη διάρκεια του αρραβώνα τους άλλαξε γνώμη και την πάντρεψε – παρά τη θέλησή της – με κάποιον «ευγενή», που ονομαζόταν Καβαλλάριος. Επειδή, όμως, «ὁ νυμφίος ἐφ’ ἡμέραις οὐκ ἐπλήρου τῇ κόρῃ τά τῶν ἀνδρῶν» (ο Καβαλλάριος), κατηγόρησε την πεθερά του, στα μαγγανεύματα της οποίας απέδωσε την ανικανότητα («μαγγανείαν τό ἐμποδόν ἔλεγε»). Και μόνο που άκουσε κάτι τέτοιο ο αυτοκράτωρ «εὐθύς ὑποψία περί ἑαυτῷ καί θυμός πολλά δεινός» τον κατέλαβε. Φοβισμένος και για τον εαυτό του, διέταξε και την έκλεισαν ολόγυμνη σ’ένα τσουβάλι μαζί με γάτες για να ομολογήσει το έγκλημά της. Διέταξε, επίσης, να χτυπούν το τσουβάλι με αγκαθωτά κλαδιά για να τις διεγείρουν. Η αθώα γυναίκα, παρόλο που οι γάτες την καταξέσχιζαν με τα νύχια τους, δεν είχε ομολογήσει τίποτε και απέδιδε την ανικανότητα σε ψυχογενή αίτια και ειδικότερα στην έλλειψη συμπάθειας εξ αιτίας του προηγούμενου αρραβώνα με άλλον.
Από φόβο μήπως ο Παλαιολόγος τον εκδικηθεί για την προσβολή σε βάρος στενά συγγενικού του προσώπου, τον κατήγγειλε – κι αυτόν – για μαγγανεία και διέταξε, για μια ακόμη φορά, τη σύλληψή του και τη φυλάκισή του.
Σχετικά με το γεγονός της όλης φιλύποπτης διάθεσης και της δυσπιστίας του Θεοδώρου, σημειώνεται ότι αυτή έχει επισημανθεί απ’όλους τους ιστορικούς. Αναφέρω ενδεικτικά την παρατήρηση του Κ. Παπαρηγόπουλου, που σημειώνει «ἧτο δύσπιστος καί τό χείριστον παλίμβουλος περί τάς δυσπιστίας, εἰς ἅς συνετέλη καί ἡ νοσηρά τοῦ σώματος αὐτοῦ κατάστασις, ἐκ δέ τούτου διηυκόλυνε, ἄν δέν προεκάλεσε, την πτῶσιν τῆς δυναστείας αὐτοῦ». Ο G. Ostrogorsky αναφέρει ότι απέδωσε τις κατά καιρούς αποτυχίες του σε άλλους και οι ατέλειωτες δίκες και οι φρικτές ποινές που επέβαλε σ’αυτούς ο «οξύθυμος» και ευερέθιστος (αυταρχικός και ιδιότροπος ταυτόχρονα) αυτοκράτορας οδήγησαν σε μεγαλύτερη όξυνση και τελικά στην πτώση της δυναστείας του.
Στο πλαίσιο των συναισθηματικών διαταραχών και πέρα απ’την παραπάνω αναφερόμενη φιλύποπτη διάθεση και τάση για παρερμηνείες, η ευερεθιστότητα αποτελεί τη συνηθέστερη εκδήλωση, που πολλές φορές παίρνει τη μορφή βίαιου θυμού και έντονης επιθετικότητας. Όμοια και οι διάφορες παρορμητικές πράξεις, όπως εκείνες που αναφέρθηκαν λίγο πιο πριν, ανάμεσα στις οποίες και ο ραβδισμός του Ακροπολίτου, πράξη για την οποία γρήγορα μεταμελήθηκε. Εξάλλου, όπως έχει παρατηρηθεί, «ο ταχύς μετάμελος, αποδεικνύει ότι ταύτα ήσαν αποτέλεσμα στιγμιαίων παραφορών». Ο ίδιος ο Ακροπολίτης αναφέρει σχετικά: «…καί ὀργῆς ὁ βασιλεύς ἀπλέτου καί μανίας πλησθείς καί οἷον ἐκβακχευθείς τῷ θυμῷ ἐλκύσαι μέν ὥρμησε τήν σπάθην τοῦ κολεοῦ, τῆς κώπης ἐπιλαβόμενος. ἀλλά τοῦτο μέν κατέσχε· μικρόν γάρ ταύτην ἀπογυμνώσας πάλιν εἰσῆξε».
Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος στην «Ιστορία του ευρωπαϊκού Πνεύματος», χωρίς να αναφέρεται στη νόσο του αυτοκράτορος με την οποία και συναρτάται αιτιολογικά ως ένα σημείο η συμπεριφορά του, εκφράζει την άποψη ότι «ο έμφυτος μαθηματικός νους του δεν τον οδήγησε στην αυτοκυριαρχία. Ήταν, αντίθετα, φοβερά οξύθυμος» («σκληρός και μάλιστα απάνθρωπος», όπως γράφει σε άλλο του βιβλίο ο ίδιος ο συγγραφέας, που προσθέτει ότι σ’αυτό «δεν τον εμπόδισαν οι αρετές του», όπως και για την οξυθυμία του δεν τον εμπόδισαν οι ίδιες αυτές αρετές «ούτε η άρτια φιλοσοφική του παιδεία, ούτε η έμφυτη μαθηματική και γεωμετρική του σκέψη»). Ο K. Krumbacher, απ’την άλλη, στην «Ιστορία της βυζαντινής λογοτεχνίας», υπογραμμίζει το βιοψυχοτυπολογικό έδαφος και χρησιμοποιώντας την ιατρική ορολογία της εποχής του, σημειώνει ότι ο Θεόδωρος Β’ ο Λάσκαρις ήταν «εὐφυέστατος τό πνεῦμα, ἀλλ’ ἀσθενής τό σῶμα, ἄνευ θελήσεως παρ’ ᾧ ὀλεθρίως ἐπικρατεῖ ὁ νευροπαθητικός χαρακτήρ».
Οπωσδήποτε οι παραπάνω αναφερόμενες διαταραχές του ψυχισμού συνδεόνται με τη βασική επιληπτική νόσο και έτσι συνδεμένες αποτελούν (πέρα απ’τις οξοίες αλλοιώσεις της ψυχικής λειτουργίας) τις χρόνιες (σταθερότερες και διαρκέστερες) παθολογικές ψυχοσυναισθηματικές οργανώσεις. Στις τελευταίες αυτές, οι σωματικοί, ψυχολογικοί και οι γενικότεροι κοινωνιολογικοί ή οι ειδικότεροι περιβαλλοντικοί συντελεστές διαμορφώνουν – σε συνδυασμό – την ειδική φυσιογνωμία όχι μόνο του μέσου ασθενούς, αλλά του καθένα απ’αυτούς ξεχωριστά ως ιδιαίτερης προσωπικότητας.
Στο πλαίσιο της ψυχιατρικής σημειολογίας της επιληπτικής συνδρομής, τονίστηκες ιδιαίτερα η ευερεθιστότητα με τις έντονες κρίσεις οργής και θυμού και η όλη θυμική αστάθεια.
Σ’ένα από τα πρώτα κιόλας βιβλία Παθολογίας των νεύρων και Ψυχιατρικής, που εκδόθηκαν στον τόπο μας, ο Μ. Κατσαράς, αναφερόμενος στους «ψυχικούς χαρακτήρες» της νόσου υπογραμμίζει, ανάμεσα στα άλλα, τη συνήθως εμφανιζόμενη ευερεθιστότητα, οξυθυμία, δυσπιστία και ευμεταβλησία.
Λιγότερο συχνή συγκριτικά με την ευερεθιστότητα, η μεταβολή της συναισθηματικότητας (όπως και της δραστηριότητας με την έννοια παρορμητικών – εκρηκτικών αντιδράσεων αλλά και αναστολών), αποτελεί μια απ’τις συνηθέστερες εκδηλώσεις.
Ειδικότερα, η συναισθηματική αστάθεια (θυμικές μεταπτώσεις) εκφράζεται, κυρίως, ως κατάθλιψη ή – αντίθετα και σπανιότερα – ως διάχυση του συναισθήματος.
Σε μια απ’το πλήθος των επιστολών του αυτοκράτορος Θεοδώρου Β’, ιδιαίτερα αποκαλυπτικών του εσώτερου ψυχισμού του, γράφει: «Ἴδης τόν παντάπασι χαροπόν, κατηφῆ, δεινόν, συννοίας μεστόν καί παντοίως τῇ λύπῃ τρωθέντα καί τιτρωσκόμενον. Οἴμοι τι ἐν ἐμοί γέγονεν! Οὐδέν ἄλλο εἴποιμι ἤ ὅτι πάντως κάθαρσις ψυχική καί ταπείνωσις σαρκική ἵνα σώσῃ ὁ πλάστης τό συναμφότερον».
Όσο για την καταθλιπτική, ειδικά, συμπτωματολογία, υπάρχουν καταστάσεις, που παίρνει τη μορφή μιας βαθύτατης απελπισίας.
Η επιληπτική αυτή κατάθλιψη δε διαφέρει ουσιαστικά, από άποψη υφής, απ’εκείνη της μελαγχολίας. (Σημειώνω εδώ πως ο ιστορικός G. Finlay μιλάει στην προκειμένη περίπτωση για «βαθιά μελαγχολία», όπως και ο Ch. Lebeau που χρησιμοποιεί τον όρο «une noire melancholie»). Υπάρχει η ίδια δυσφορία, εσωτερική οδύνη και αποστροφή προς τη ζωή δηλωτική της αλλοίωσης του νοήματος της ζωής στενά συνδεμένης, πάντοτε, με την προοπτική του μέλλοντος.
Σε άλλη επιστολή, με τον ίδιο κι εδώ εξομολογητικό τόνο, ο επιληπτικός αυτοκράτωρ εκφράζει αυτόν τον ακραίο βαθμό εσωτερικής οδύνης γράφοντας: «Τί τέλος λοιπόν; Ουδέν άλλο, ή θανάτου τομή».
Λίγο πριν απ’το θάνατό του ζήτησε να εξομολογηθεί. Έπεσε στα πόδια του εξομολογητή και «δακρύων ἀπλέτοις ρεύμασι τήν γῆν ἐν ᾗ κατέκειτο ἔπλυνεν, ὥστε καί πηλόν γεγενῆσθαι ἐκ τούτων (…) τό ‘ἐγκατέλεπόν σε Χριστέ’ συνεχῶς ἐπεφώνει».
Η ίδια αυτή κραυγή ενός έντονου ψυχικού άλγους ξεπηδά και μέσα απ’το «Μεγάλο Παρακλητικό Κανόνα προς τη Θεοτόκον», που ο ίδιος σύνθεσε και που και σήμερα αντηχεί στους ναούς τα όμορφα δειλινά του ελληνικού Δεκαπενταύγουστου συγκινώντας τους πιστούς με τους έξοχους στίχους του, γεμάτους από βαθιά εσωτερική οδύνη και συντριβή.
«Τῶν λυπηρῶν ἐπαγωγαὶ χειμάζουσι τὴν ταπεινήν μου ψυχήν, καὶ συμφορῶν νέφη, τὴν ἐμὴν καλύπτουσι, καρδίαν»
………………………………………………………………………………………………………………………..
«Διάσωσον ἀπό κινδύνων τούς δούλους σου, Θεοτόκε, ὅτι πάντες μετά Θεόν εἰς σέ καταφεύγομεν ὡς ἄρρηκτον τεῖχος καί προστασίαν»…
«Βλέψον ἱλέῳ ὄμματι σου καί ἐπίσκεψαι τήν κάκωσιν ἥν ἔχω…»
Με στραμμένα τα μάτια στη μορφή της Γιάτρισσας Παναγιάς, θα απευθύνει μια κατανυκτική επίκληση, την ίδια εκείνη, που θα περιλάβει στον Παρακλητικό του Κανόνα:
«Ἐπίβλεψον ἐν εὐμενείᾳ, πανύμνητε Θεοτόκε, ἐπί τήν ἐμήν χαλεπήν τοῦ σώματος κάκωσιν καί ἴασαι τῆς ψυχῆς μου τό ἄλγος».
Κάποτε, στο δρόμο της ιστορίας, το βλέμμα του διασταυρώθηκε με το απαλό και γαλήνιο βλέμμα της Θεοδώρας.
Εκείνη (που οι περιπέτειες της ζωής της – τα «παντοία δεινά» – έκαναν να κυλήσουν απ’τα μάτια της «θρόμβοι δακρύων»), είχε πάρει στη συνείδηση του λαού τη διάσταση της Αγίας. Και στις δύσκολες ώρες του συλλογικού βίου και του ατομικού πόνου σ’Αυτή πρόστρεξε για να ζητήσει την ελπίδα, την εγκαρτέριση και τη χαρά της ψυχικής απολύτρωσης και να πει μαζί με τον υμνωδό της:
«Της Ἄρτης τό σέμωνμα, (…) στήριξον τάς ψυχάς τῶν τιμώντων σε».
«…Και ο δέσποτας κυρ Μιχαήλ (…) επήγε ο ίδιος και ευρήκε μέσα στους λόγγους την πανοσίαν Θεοδώραν και με χίλιες παράκλησες και μετάνοιες γονατιστά και δεόμενος την επήρε».
το είδαμε εδώ