Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τετάρτη, Ιουνίου 10, 2015

Οι «λύκοι» και οι «παγίδες» τους


distomo.jpg

Οι «λύκοι» και οι «παγίδες» τουςΟι άνδρες της 4ης Θωρακισμένης Ταξιαρχίας των SS στο πυρπολημένο Δίστομο. Τη φωτογραφία διέσωσε ο Σπύρος Μελετζής



Επί πολλά χρόνια η Χρυσή Αυγή χρησιμοποιούσε ως έμβλημά της, παράλληλα με τις σβάστικες και τους μαιάνδρους, ένα παράξενο σήμα το οποίο μοιάζει με ένα διαγραμμένο γράμμα «Ζήτα». Πρόκειται για έναν «ρούνο» (ή «ρούνα»), δηλαδή ένα σύμβολο του «ρουνικού αλφαβήτου».
Το συγκεκριμένο σύμβολο ονομάζεται γερμανικά Wolfsangel (αγκίστρι του λύκου, λυκοπαγίδα). Ρούνοι ή ρούνες ονομάζεται το αρχαίο σύστημα γραφής των βόρειων λαών της Ευρώπης, το οποίο χρησιμοποιούσαν οι γερμανικοί λαοί προτού υιοθετήσουν το δυτικό αλφάβητο.
Οι «λύκοι» και οι «παγίδες» τουςΗ «λυκοπαγίδα» (Wolfsangel), έμβλημα της 2ης και της 4ης Μεραρχίας των SS, που ευθύνονται για εγκλήματα πολέμου στην Ελλάδα και αλλού | 
Τους ρούνους επανεισήγαγε κατά το τέλος του 19ου αιώνα το αποκρυφιστικό ρεύμα στη Γερμανία, το οποίο επηρέασε ιδιαίτερα τη φάση συγκρότησης του ναζιστικού κόμματος και προσέφερε εύχρηστα σύμβολα στην εθνοφυλετική (völkisch) ιδεολογία.
Ιδιαίτερα οι μηχανισμοί που συγκρότησε ο Χίμλερ για να προβάλει τον παγγερμανισμό έκαναν μαζική χρήση των ρούνων, ενώ ακόμα και τη σβάστικα τη θεώρησαν ρούνο και τη διασπορά της σε μεγάλο τμήμα της υφηλίου ως τεκμήριο του δικαιώματος της Γερμανίας να επιβάλει παγκόσμια κυριαρχία.
Πού το ανακάλυψε η Χρυσή Αυγή αυτό το έμβλημα; Μα ήταν εκείνο που έφεραν στη στολή τους οι μονάδες της 4ης Θωρακισμένης Αστυνομικής Μεραρχίας των SS, η οποία το 1943 στάλθηκε στην Ελλάδα για να αντιμετωπίσει το κίνημα της αντίστασης και είναι υπεύθυνη για πολλά εγκλήματα εις βάρος πολιτών.
Πρώτα απ’ όλα οι ωμότητες κατά αμάχων στην Κλεισούρα και βέβαια η σφαγή του Διστόμου. Ετσι, λοιπόν. Οι σημερινοί θαυμαστές του Χίτλερ που εμφανίζονται ως δήθεν αθώοι εθνικιστές και αρνούνται κάθε σχέση με τις δυνάμεις κατοχής επέλεξαν να ταυτίζονται με την πιο βάρβαρη μονάδα του γερμανικού στρατού κατοχής.
Οι «πρωταγωνιστές» της σφαγής
Αυτές τις μέρες συμπληρώνονται 71 χρόνια από τη σφαγή του Διστόμου, ένα από τα πιο αποτρόπαια εγκλήματα του Β' Παγκόσμιου Πολέμου. Στην κλασική μονογραφία του που εκδόθηκε λίγους μήνες μετά την απελευθέρωση, ο Τάκης Λάππας περιγράφει με σπαρακτικό αλλά τεκμηριωμένο τρόπο την ανείπωτη τραγωδία, που δεν περιελάμβανε μόνο αμάχους, αλλά και παιδιά, μωρά και εγκύους, ενώ η βία που επιδείχτηκε περιείχε όχι μόνο βιασμούς, βασανιστήρια και ακρωτηριασμούς, αλλά ακόμα και σκηνές νεκροφιλίας: «Δεν χωράει αμφιβολία», γράφει ο Λάππας, «πως ό,τι απόμεινε για το Εικοσιένα η σφαγή της Χίου, για τη μαρτυρική σκλαβιά του 1941-44 θα μείνει η σφαγή του Διστόμου». Η πρόβλεψη του ιστορικού συγγραφέα επιβεβαιώθηκε από την κατοπινή πλούσια σχετική βιβλιογραφία.
Η Χρυσή Αυγή θαυμάζει τη δράση τους και υιοθετεί ως δικό της σύμβολο τη «λυκοπαγίδα», από τα πρώτα της βήματα μέχρι σήμερα | 
Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι και η επίσημη έκθεση του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου και διευθυντή του Ελληνικού Εθνικού Γραφείου Εγκλημάτων Πολέμου, Δ. Κιουσόπουλου, που συντάχθηκε τον Ιούνιο του 1946, είναι υποχρεωμένη να ξεφύγει από την ψυχρή δικαστική περιγραφή:
«Σωροί πτωμάτων εντός λίμνης αίματος εις εκάστην οικίαν, εις τους δρόμους. Η νυξ του Αγίου Βαρθολομαίου ωχριά εμπρός εις την ημέραν του Διστόμου. Ουδενός εφείσθησαν και αν τις ετρέπετο εις φυγήν ίνα διασωθή, κατεδιώκετο και εφονεύετο. Αφάνταστος η αλλοφροσύνη των κατοίκων, αβάστακτος ο σπαραγμός των γονέων να βλέπωσι τα φονευθέντα τέκνα των εις τας αγκάλας των και η αλλοφροσύνη επιτείνεται όταν οι κάτοικοι περικυκλώνονται από τας φλόγας, διότι οι Γερμανοί έθεσαν φωτιά και κατέκαυσαν μέρος των οικιών. Πας όστις εκρύπτετο, διαφυγών τον διά μαχαίρας θάνατον ηπειλείτο να καεί ζωντανός, εξήρχετο τότε της κρύπτης του και εφονεύετο πυροβολούμενος».
Είναι τόσο ακραία η μορφή της βίας που ασκήθηκε στο Δίστομο, ώστε ακόμα και σήμερα οι ιστορικοί ερευνητές αναζητούν τα ειδικά ελατήρια της στρατιωτικής μονάδας που διέπραξε τη σφαγή. Ο Αργύρης Σφουντούρης, ο οποίος έχει αφιερώσει τη ζωή του στην ηθική δικαίωση των θυμάτων και των απογόνων τους -στους οποίους συγκαταλέγεται και ο ίδιος- προτείνει μια ερμηνεία στο πιο πρόσφατο βιβλίο του.
Ξεκινώντας από το γεγονός ότι τα δύο πρώτα αυτοκίνητα της γερμανικής φάλαγγας ήταν επιταγμένα φορτηγά ιδιωτών Ελλήνων και οι επιβαίνοντες στρατιώτες είχαν μεταμφιεστεί σε Ελληνες «μαυραγορίτες» προκειμένου να μην προκαλέσουν υποψίες, ο Σφουντούρης αναρωτιέται μήπως αυτοί οι μεταμφιεσμένοι δεν ήταν μέλη της 4ης Θωρακισμένης Αστυνομικής Μεραρχίας των SS, αλλά «ειδικά επιλεγμένοι και εκπαιδευμένοι κομάντος», υποδεικνύει μάλιστα ως πιθανό το γεγονός να επρόκειτο για ποινικούς που μεταφέρθηκαν επιτόπου για να κάνουν τη βρομοδουλειά ή ακόμα και για Αραβες που εκπαιδεύονταν εκείνη την εποχή στο Λαύριο με στόχο μια επιχείρηση στην Παλαιστίνη.
Αλλά ο ίδιος αποδυναμώνει αυτή την υπόθεση εργασίας, εφόσον αναφέρεται στη μελέτη του Μαρκ Μαζάουερ, ο οποίος περιγράφει την ιδιαιτερότητα της μονάδας που ανέλαβε τη σφαγή. Και αυτή η ιδιαιτερότητα συνίσταται στο ότι οι πρωταγωνιστές της ανήκαν στον εθνικοσοσιαλιστικό πυρήνα του γερμανικού στρατού. Ο επικεφαλής της μονάδας, Φριτς Λάουτενμπαχ, «είχε συμμετάσχει στον βρόμικο πόλεμο στη Σιλεσία με τα Φράικορπς», δηλαδή τις προναζιστικές παραστρατιωτικές ομάδες που είχαν πρώτες υιοθετήσει τη σβάστικα ως σύμβολό τους, αλλά και ο διοικητής του 7ου Συντάγματος με έδρα τη Λιβαδειά, Καρλ Σίμερς, είχε αποκτήσει φήμη «για την αφοσίωσή του στο να μεταδίδει την ουσία της εθνικοσοσιαλιστικής σκέψης στους υφισταμένους του, ενώ, όπως ομολογούσαν ακόμα και όσοι τον υποστήριζαν, είχε μια ροπή προς τα εξαιρετικά δρακόντεια μέτρα» (Mark Mazower, «Στην Ελλάδα του Χίτλερ», μτφρ. Κ. Κουρεμένος, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1994, σ. 238).
Οι «λύκοι» και οι «παγίδες» τουςΕκδοση με την υιοθετημένη «λυκοπαγίδα» | 
Στον αντίποδα του προβληματισμού του Σφουντούρη, ο φιλόσοφος Χρήστος Μαλεβίτσης, ο οποίος μάλιστα υπήρξε και μεταφραστής του Χάιντεγκερ με τη γνωστή εθνικοσοσιαλιστική διαδρομή, δεν διστάζει να μιλήσει για ειδικά «γερμανική κτηνωδία», ισχυριζόμενος ότι «το κακό που διέπραξαν οι Γερμανοί στο Δίστομο δείχνει πως ορισμένοι λαοί φέρουν μέσα τους σατανικές δυνάμεις ολέθρου».
Επηρεασμένος προφανώς από την πολιτική συγκυρία της εποχής (ήταν τα πενηντάχρονα από τη σφαγή και ο πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία), ο Μαλεβίτσης έφτανε να υιοθετήσει μια καθαρά φυλετιστική ερμηνεία, δικαιώνοντας έτσι άθελά του τη θεωρία εκείνων που υποτίθεται ότι κεραυνοβολούσε. Από άλλη πολιτική αφετηρία στο ίδιο συμπέρασμα είχε φτάσει και ο Ασημάκης Πανσέληνος στην πρώτη επέτειο της σφαγής: «Η ιδιοσυγκρασία των λαών καθόρισε το μέτρο της χτηνωδίας. Μπορεί να λέει κανείς πως η Γερμανία είναι θύμα του Χίτλερ, αλλά πρέπει να πει πως κι ο Χίτλερ από μια άποψη είναι …θύμα της Γερμανίας! Δηλαδή της ιδιότητάς του ως Γερμανού» (περ. Ελεύθερα Γράμματα, τχ. 6, 16.6.1945). Βέβαια ο Πανσέληνος έχει τη δικαιολογία ότι τα έγραφε αυτά κάτω από την επίδραση της πολύ πρόσφατης βιωμένης δραματικής εμπειρίας της γερμανικής κατοχής.
Το «γιατί» μιας σφαγής
Εχουν προταθεί και άλλες ερμηνείες για την αγριότητα της σφαγής και βέβαια έχει επισημανθεί και το γεγονός ότι την περίοδο εκείνη (Ιούνιος 1944) η Γερμανία υποχωρούσε σε όλα τα μέτωπα και είχε παντού σκληρύνει τη στάση της, προκειμένου να εξασφαλίσει την κατατρομοκράτηση των τοπικών πληθυσμών και την απομόνωση των κινημάτων αντίστασης.
Δεν έχουν λείψει και οι προσπάθειες ενοχοποίησης των κινημάτων αντίστασης, στη γραμμή που ακολουθούν όλοι οι αναθεωρητές ιστορικοί, επιδιώκοντας να αποδώσουν τα άγρια αντίποινα των γερμανικών στρατευμάτων στην ύπαρξη αντίστασης.
Το επιχείρησε και πρόσφατα μία χρυσαυγίτισσα υποψήφια που κατάγεται από την περιοχή και θέλησε να αποδώσει στους… κομμουνιστές τη σφαγή: «Οι κομμουνιστές όχι μόνο επιδίωξαν τη σφαγή, αλλά είναι εκείνοι που την προκάλεσαν», θα πει πριν από τις περιφερειακές εκλογές του 2014.
Η υποψήφια ακολουθούσε βέβαια τη γραμμή του Αρχηγού της Χρυσής Αυγής, ο οποίος στο βιβλίο που έγραψε για να υμνήσει τον Χίτλερ και το Τρίτο Ράιχ αποδίδει κι αυτός τη σφαγή στα Καλάβρυτα και το Δίστομο στους… κομμουνιστές: «Από τα μέσα του 1943 άρχισαν οι μαζικές εκτελέσεις αμάχων και αθώων από τους Γερμανούς σε Καλάβρυτα, Δίστομο και άλλα χωριά της Ελλάδος. 
Οι «λύκοι» και οι «παγίδες» τουςΤο ρεπορτάζ του Life, πέντε μήνες μετά τη σφαγή, με την εξαιρετική φωτογραφία της Μαρίας Παντίσκα από τον Ντμίτρι Κέσελ (27.11.1944) | 
Βεβαίως για τα τραγικά αυτά γεγονότα μεγάλη ευθύνη φέρουν και οι κομμουνιστές, που δημιουργούσαν επίτηδες επεισόδια και μάλιστα κοντά σε περιοχές που ήσαν εχθρικές προς αυτούς με σκοπό να προκαλέσουν αντίποινα και να δημιουργήσουν ευμενές κλίμα για το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Αυτό τουλάχιστον δηλώνουν και καταγγέλλουν πολλά από τα θύματα των Γερμανών». Και μη φανταστεί κανείς ότι το βιβλίο αυτό ανήκει στα «νεανικά αμαρτήματα» του Μιχαλολιάκου.
Ο ίδιος το επανεξέδωσε το 2012 και το πουλάει σήμερα από τον επίσημο ιστότοπο της οργάνωσης (Ν.Γ. Μιχαλολιάκος, «Από τις στάχτες του Βερολίνου στην Παγκοσμιοποίηση», β' έκδοση, Αθήνα 2012).
Φυσικά αυτή η δικαιολογία ισοδυναμεί με την υιοθέτηση της προπαγάνδας των δυνάμεων κατοχής, την οποία δεν τόλμησε να υιοθετήσει ούτε ο δωσίλογος πρωθυπουργός Ιωάννης Ράλλης, ο οποίος για τα μάτια του κόσμου προέβη ακόμα και σε διάβημα στον στρατηγό Σιμάνα, δύο βδομάδες μετά τη σφαγή. Αλλά και οι ίδιες οι δυνάμεις κατοχής διέταξαν έρευνα για την αγριότητα της σφαγής.
Μπορεί η έρευνα να κατέληξε στο αρχείο -όπως συνέβαινε κατά κανόνα σε ανάλογες περιπτώσεις- αλλά η πρωτοβουλία ήταν ενδεικτική για το γεγονός ότι ακόμα και σε συνθήκες κατοχής προκλήθηκε πανελλήνιος σάλος από τη σφαγή. Υποχρεώθηκε, μάλιστα, η δωσιλογική κυβέρνηση να δημοσιεύσει στον Τύπο σχετική ανακοίνωση, έναν ολόκληρο μήνα αργότερα, στην οποία αναφέρεται ότι δεν συνέβη τίποτα: «Κομμουνισταί δημοκόποι διέδωσαν την φήμην ότι εις το ειρηνικόν χωρίον Δίστομον πλέον των 1.000 ανδρών, γυναικών και παιδιών (!) κατεσφάγησαν με κτηνώδη τρόπον υπό μιας γερμανικής στρατιωτικής μονάδος».
Κατά την ανακοίνωση «μία γερμανική μονάς εβλήθη έμπροσθεν του χωρίου Διστόμου και απώλεσε λόγω της ανάνδρου επιθέσεως της ΕΑΜ [sic] αριθμόν τινά εις νεκρούς και τραυματίας. 
Εν συνεχεία ανελήφθη ο αγών εναντίον των συμμοριτών, οι οποίοι είχον οχυρωθεί μέσα εις το Δίστομον, με όλα τα υπάρχοντα μέσα. Κατόπιν της χρησιμοποιήσεως των βαρέων γερμανικών όπλων εκυριεύθη εξ εφόδου το Δίστομον, η φωλεά αύτη της συμμορίας. Ηριθμήθησαν περί τους 250 νεκροί συμμορίται. Ο θάνατος αριθμού τινός γυναικών και παιδιών υπήρξεν αναπόφευκτος, κατόπιν της χρησιμοποιήσεως των βαρέων όπλων» (εφ. «Ακρόπολις», 9.7.1944).
Επανερχόμαστε στο βασανιστικό ερώτημα: γιατί τόση βία; Πρόκειται για μια τυχαία ακρότητα, όπως αυτές που συναντάμε σε κάθε πόλεμο; Η απάντηση είναι αρνητική. Πρέπει να θυμηθούμε ότι το Δίστομο δεν ήταν μόνο του.
Είναι γνωστό ότι την ίδια ακριβώς μέρα, στις 10 Ιουνίου 1944, οργανώθηκε στη Γαλλία, στο χωριό Οραντούρ σιρ Γκλαν, μια παρόμοια σφαγή, με θύματα 642 αμάχους. Και ακριβώς δύο χρόνια νωρίτερα, στις 10 Ιουνίου 1942, είχαμε τη σφαγή στο Λίντιτσε κοντά στην Πράγα, με 173 νεκρούς.
Η ομοιότητα της αγριότητας που επιδείχθηκε στις τρεις περιπτώσεις έχει οδηγήσει ακόμα και σε αδελφοποίηση των τριών πόλεων (Δίστομο, Οραντούρ, Λίντιτσε), αλλά αποδεικνύει και το γεγονός ότι δεν πρόκειται για εξαιρέσεις ούτε για ακραίες πρωτοβουλίες κατώτερων αξιωματικών.
Ο μελετητής του ναζιστικού ηθικού κανόνα Μπέρελ Λανγκ έχει παραθέσει τέσσερις άλλες περιπτώσεις ακραίας βίας που διατάχθηκαν από τους ναζί, χωρίς να δικαιολογείται το εύρος τους από καμιά σκοπιμότητα στρατιωτικής φύσης, ενώ δεν είχαν ούτε καν έμμεση σχέση με το πιο ακραίο έγκλημα του ναζιστικού καθεστώτος, την οργανωμένη και συστηματική εξόντωση των 6 εκατομμυρίων Εβραίων.
Ηταν το «Πρόγραμμα Τ-4», το οποίο άρχισε να εφαρμόζεται ήδη το 1939, με στόχο το Gnadestod («χαριστικός θάνατος») ατόμων που «δεν άξιζε να ζουν», στα οποία περιλαμβάνονταν παιδιά και ενήλικες με προβλήματα πνευματικής ή σωματικής υγείας.
Αλλο παράδειγμα ήταν η γνωστή σφαγή της Κεφαλονιάς (24.9.1944), δηλαδή η εκτέλεση περίπου 5.000 Ιταλών αξιωματικών και στρατιωτικών μετά την παράδοσή τους! Στην ίδια κατηγορία περιλαμβάνεται το Kommandobefehl, η διαταγή δηλαδή του Χίτλερ στις 18 Οκτωβρίου 1941 να εκτελούνται οι άνδρες των συμμαχικών ειδικών δυνάμεων που συλλαμβάνονταν σε κατεχόμενη περιοχή, παρά το γεγονός ότι έφεραν στολή.
Αναφέρεται, τέλος, η αντιμετώπιση των Ρώσων αιχμαλώτων πολέμου (5 εκατομμύρια), για τους οποίους μεθοδεύτηκε η θανάτωση σε ποσοστό που υπολογίζεται από 40 έως 60%.
Δεν μπορεί να προβληθεί καμιά σοβαρή ερμηνεία για όλα αυτά τα εγκλήματα, παρά μόνο η ίδια η ναζιστική κοσμοαντίληψη, η οποία στηρίζεται κυρίως στη φυλετική θεωρία. Αυτό που ξεχωρίζει τον εθνικοσοσιαλισμό (τότε και τώρα) όχι μόνο από το σύνολο των λεγόμενων «ολοκληρωτικών» καθεστώτων αλλά ακόμα και από τον ιταλικό φασισμό είναι η οργανωμένη διάκριση μεταξύ ανθρώπινων όντων και η διαβάθμιση των φυλών.
Η φανατική αυτή πεποίθηση οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι η εξόντωση των κατώτερων «όντων» είναι όχι μόνο αποδεκτή (όπως η θανάτωση ζώων), αλλά και ευκταία, εφόσον αποτελεί προϋπόθεση για την «καθαρότητα» της ανώτερης φυλής.
Είναι γεγονός ότι η εγκληματική δράση των γερμανικών στρατιωτικών μονάδων έφτασε στο απόγειό της όταν κηρύχθηκε ο «ολοκληρωτικός πόλεμος» στις αρχές του 1943 και ενισχυόταν όσο η παγκόσμια σύγκρουση οδηγούνταν στο τέλος της. Και τότε τα εγκλήματα έγιναν κι αυτά εργαλεία προπαγάνδας του καθεστώτος. «Οσο για μας», έγραφε ο Γκέμπελς τον Νοέμβριο του 1943, «έχουμε κάψει τις γέφυρες πίσω μας. Δεν μπορούμε να γυρίσουμε πίσω και δεν το θέλουμε πια. Θα μείνουμε στην ιστορία είτε ως οι μεγαλύτεροι πολιτικοί όλων των εποχών είτε ως οι μεγαλύτεροι εγκληματίες».
Ο ιστορικός Πίτερ Φρίτσε εξηγεί: «Εμφανιζόμενοι ως εγκληματίες οι εθνικοσοσιαλιστές στόχευαν να ενδυναμώσουν το φρόνημα του γερμανικού λαού μέσω της γνώσης του εγκλήματος. Προέκριναν την οικειότητα της συνενοχής, όχι την απόσταση της άγνοιας».
Ο Φρίτσε αναφέρεται στη «λυσσαλέα βία» που ήταν εξαρχής -δηλαδή πριν από τον πόλεμο- «συνυφασμένη με το γεγονός ότι οι ναζί αναγνώριζαν μόνο Volkskameraden, συντρόφους του λαού, και Volksfeinde, εχθρούς του λαού, τους οποίους υπέβαλλαν σε ηθελημένα και προσχεδιασμένα μαρτύρια».
Ειδικά στην Ελλάδα, η εγκληματική βία, όπως και στη Γιουγκοσλαβία και νωρίτερα στην ΕΣΣΔ, στηρίχτηκε στην πεποίθηση ότι οι πληθυσμοί αυτών των περιοχών («Σλάβοι της Ανατολής» και «Βαλκάνιοι») υπάγονταν στους «υπανθρώπους», οπότε η ειδική μεταχείρισή τους ήταν ανεκτή και επιβεβλημένη. Αυτή είναι και η εξήγηση που ακόμα και μεταξύ σφαγών υπάρχει κάποια διαφορετική συμπεριφορά.
Το διαπιστώνει με πικρή ειρωνεία ο Σωτήρης Πατατζής στα «Ματωμένα χρόνια» ήδη από το 1946, συγκρίνοντας το Δίστομο με το Οραντούρ: «Ητανε δυο εγκλήματα ταυτόχρονα σχεδόν που ωστόσο διαφέρανε πολύ και στον τρόπο εκτέλεσης και στην "τεχνική" τους. Στο Οραντούρ το έγκλημα ήταν "ευρωπαϊκό", ραφιναρισμένο, υψηλής ποιότητας: οι άντρες ντουφεκίζονται με τάξη, δέκα-δέκα, πολύ τυπικά, με το καθιερωμένο "Αχτουνγκ-Φόυερ" του εκτελεστικού αποσπάσματος.
Και οι γυναίκες κλείνονται στην εκκλησία όπου τοποθετείται διακριτικά, μ’ ευγένεια σχεδόν, μια φορητή συσκευή που εκπέμπει θανατηφόρα αέρια –η "τελευταία λέξη" της επιστήμης του εγκλήματος. […] Εδώ όμως, στο Δίστομο, το έγκλημα έχει μιαν ανυπόφορη οσμή ζούγκλας».
Η «ελληνικότητα» των ναζί
Επανερχόμαστε στο κοινό σύμβολο που συνδέει τους σφαγείς του Διστόμου με τη Χρυσή Αυγή, τον ρούνο Wolfsangel. Σε κάποια συνέντευξή του ο Μιχαλολιάκος ρωτήθηκε για την επιλογή αυτή. Ο επίδοξος Ελληνας Φίρερ είχε έτοιμη την απάντηση: «Είναι το αρχαίο "Ξ" της γραμμικής γραφής Β. Είναι το μοναδικό γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου που δεν υπάρχει σε καμία γλώσσα του κόσμου. Είναι σύμβολο ελληνικότητας».
Βέβαια, ως γνωστόν, η Γραμμική Β περιλαμβάνει 89 συλλαβογράμματα, που αναπαριστούν συλλαβές με φωνητική αξία και περί τα 260 ιδεογράμματα (ή λογογράμματα), που αποδίδουν έννοιες. Ο ισχυρισμός του Αρχηγού είναι προσχηματικός. Το σήμα της οργάνωσης δεν έχει καμιά σχέση με «ελληνικότητα».
Η «λυκοπαγίδα» (Wolfsangel), έμβλημα της 2ης και της 4ης Μεραρχίας των SS
Αλλωστε στα περιοδικά της ναζιστικής οργάνωσης υπάρχει πλήρης ομολογία για την πραγματική σημασία του εμβλήματός τους: «Τον περασμένο αιώνα έγινε ευρεία χρήση των ρουνικών συμβόλων από τον Ναζιστικό Μυστικισμό και κυρίως από τα Waffen SS, τα οποία σε πολλές μεραρχίες τους είχαν για εμβλήματα ρούνους. Το όλο εγχείρημα του Μυστικισμού στο Τρίτο Ράιχ το είχε αναλάβει ο Karl Maria Wiligut (ψευδώνυμο) ο οποίος πέραν των άλλων είχε συλλέξει όλες τις ρούνες με τις βαθύτερες έννοιες και νοήματά τους σε ένα βιβλίο. Μετά τον πόλεμο οι ρούνοι χρησιμοποιήθηκαν από διάφορα εθνικοσοσιαλιστικά κινήματα λευκών αγωνιστών σε όλο τον κόσμο, δηλώνοντας έτσι καθαρά τον ιδεολογικό προσανατολισμό τους και αντλώντας δύναμη από τα ιδιαίτερα αυτά σύμβολα. Ανάμεσα σε αυτά τα κινήματα μην ξεχνάμε ότι υπήρξε και η Χρυσή Αυγή η οποία στα πρώτα της χρόνια (ακόμα και σήμερα) χρησιμοποίησε το Wolfsangel (λυκοπαγίδα) το οποίο θα δούμε και στη συνέχεια» (Πάνος Ηλιόπουλος, «Ρούνες, Αρχέγονη μυστική δύναμη», περ. Αντεπίθεση, τχ. 30, Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 2007).
Ολα αυτά δηλαδή τα περί γράμματος «Ξ» και Γραμμικής Β ήταν παραμύθια του Μιχαλολιάκου για αφελείς. Ο αρθρογράφος της οργάνωσης εξηγεί: «To Wolfsangel, το "δικό" μας, [σ.σ. ναι, έτσι το λέει, το "δικό μας"] δεν υπάρχει επίσημα σε κανένα από τα 3 ρουνικά αλφάβητα γιατί είναι πολύ πρόσφατο. Αναπαριστά μια παγίδα για λύκους που την χρησιμοποιούσαν οι αγρότες τα παλαιότερα χρόνια για να αντιμετωπίσουν τις επιθέσεις τους. Στη θρυλική 2η SS-Panzer-Division "Das Reich" χρησιμοποιήθηκε γι’ αυτό της το συμβολισμό. Κάποιοι στον συμβολισμό της βλέπουν τις δύο όψεις του λύκου (ζωντανού-νεκρού) και κατ’ επέκταση της ίδιας μας της φύσης. Εκτός από την Χρυσή Αυγή έχει χρησιμοποιηθεί από πολλά κινήματα σε όλη την μεταπολεμική Ευρώπη».
Ο χρυσαυγίτης αρθρογράφος έχει δίκιο. Το φαινόμενο δεν είναι βέβαια ελληνικό. Οι ρούνοι αποτελούν αγαπημένο σύμβολο του εθνικοσοσιαλιστικού ρεύματος σ’ όλο τον κόσμο, ενώ το σήμα που επέλεξε η Χρυσή Αυγή, ο ρούνος Wolfsangel, είναι απαγορευμένο στη Γερμανία ως ισοδύναμο με τη σβάστικα. Το ίδιο σύμβολο χρησιμοποιεί και η νεοναζιστική οργάνωση Aryan Nations στις ΗΠΑ.
Οσο για τη «θρυλική» 2η Μεραρχία Τεθωρακισμένων των SS «Das Reich», που τόσο πολύ θαυμάζει η Χρυσή Αυγή, είναι εκείνη που βαρύνεται με τη σφαγή στο Οραντούρ σιρ Γκλαν.
Με άλλα λόγια, η Χρυσή Αυγή όχι μόνο υιοθετεί συνειδητά το έμβλημα των δύο μεραρχιών των Waffen SS (2 και 4) που φέρουν το Wolfsangel, αλλά δεν διστάζει και να το διαλαλεί. Για ποιο λόγο; Μα είναι ακριβώς η ναζιστική ιδεολογία εκείνη που οδήγησε την ηγεσία της ναζιστικής οργάνωσης να προχωρήσει στα εγκλήματα που της καταλογίζονται στο βαρύ κατηγορητήριο του Συμβουλίου Εφετών.
Είναι αυτή που εξηγεί για ποιο λόγο η εγκληματική βία δεν υπήρξε για τη Χρυσή Αυγή απλό μέσο επιβολής αλλά το ίδιο το πολιτικό μήνυμά της. Αυτός είναι ο λόγος που ο Μιχαλολιάκος σε ομιλίες του μιλούσε για «μαχαιροβγάλτες» συναγωνιστές του, ενώ η Ελένη Ζαρούλια αναφερόταν μέσα στη Βουλή σε «υπανθρώπους», εννοώντας τους μετανάστες και τους πρόσφυγες, και ο Ηλίας Κασιδιάρης καλούσε τους κατοίκους του Ασπρόπυργου να διώξουν τα «ανθρώπινα σκουπίδια», εννοώντας τους Ρομά της περιοχής.
Το Δίστομο, για τη Χρυσή Αυγή, δεν είναι παρά ένα ακόμα δείγμα της μεγαλοσύνης της γερμανικής πολεμικής μηχανής. Και όταν προχωρούσε τα δικά της εγκλήματα στις γειτονιές της Αθήνας και του Πειραιά, πίστευε ότι ακολουθούσε τα χνάρια της «θρυλικής» μεραρχίας των Waffen SS, εκείνης που σκόρπισε τον θάνατο στο Δίστομο και την Κλεισούρα.
Διαβάστε:
► Γιώργος Χ. Θεοχάρης (επιμ.)
«Δίστομο. 10 Ιουνίου 1944. Το Ολοκαύτωμα»
(εκδ. Σύγχρονη Εκφραση, Αθήνα 2009)
► Αργύρης Σφουντούρης
«Πενθώ για τη Γερμανία. Το παράδειγμα του Διστόμου»
(εκδ. Βεργίνα, Αθήνα 2015)
► Καίτη Μανωλοπούλου
«Ο αθέριστος Ιούνης. Δίστομο 1944)
(εκδ. Βεργίνα, Αθήνα 2013)
► Berel Lang
«The nazi as criminal»
(στο «Post-Holocaust. Interpretation, Misinterpretation and the Claims of History»,
Indiana University Press, 2005)
► Πήτερ Φρίτσε
«Ζωή και θάνατος στο Τρίτο Ράιχ»
(εκδ. Θύραθεν, Αθήνα 2013)
► Enzo Traverso
«Οι ρίζες της ναζιστικής βίας»
(Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2013)
► Eberhard Rondholz
«Blutspur in Hellas. Die lange verdrängten deutschen Kriegsverbrechen im besetzten
Griechenland 1941-1944»
(H.D. Blume, C. Lienau [επιμ.], «Choregia, Münstersche Griechenland-
Studien 10, Μίνστερ 2012)
 το είδαμε εδώ

ΣΚΕΨΕΙΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ τῆς Συνάξεως Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καί Μοναχῶν στό ὑπ’ ἀριθ. πρωτ. 187/Διεκπ.79/15-1-2015 Ἐγκύκλιο Σημείωμα τῆς Ἱερᾶς Συνόδου μέ θέμα «Λειτουργία ἱστοσελίδων ἐκ μέρους ἐκκλησιαστικῶν φορέων καί ἐκ μέρους κληρικῶν καί μοναχῶν»


ΣΥΝΑΞΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ
ΚΛΗΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΩΝ
ΣΚΕΨΕΙΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
τῆς Συνάξεως Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καί Μοναχῶν
στό ὑπ’ ἀριθ. πρωτ. 187/Διεκπ.79/15-1-2015
Ἐγκύκλιο Σημείωμα τῆς Ἱερᾶς Συνόδου μέ θέμα
«Λειτουργία ἱστοσελίδων ἐκ μέρους ἐκκλησιαστικῶν φορέων
καί ἐκ μέρους κληρικῶν καί μοναχῶν»
Ὁ λό­γος τοῦ Θε­οῦ οὐ δέ­δε­ται (Β. Τιμ. β.9). Λά­λει καί μή σι­ω­πή­σῃς (Πράξ. 18.9)
Ἡ δι­α­πί­στω­ση εἶ­ναι κα­θο­λι­κή καί θλι­βε­ρή. Στίς ἡ­μέ­ρες μας ἡ ἐ­λευ­θε­ρί­α τοῦ λό­γου καί τῆς δι­α­κί­νη­σης τῶν ἰ­δε­ῶν συ­στη­μα­τι­κά πο­λε­μεῖ­ται καί συρρικνώ­νε­ται. Τό σπου­δαῖ­ο αὐ­τό ἀν­θρώ­πι­νο δι­καί­ω­μα, γιά τό ὁ­ποῖ­ο πο­λύ αἷ­μα χύ­θη­κε στήν ἱ­στο­ρι­κή πο­ρεί­α τοῦ σκε­πτό­με­νου ἀν­θρώ­που, εἶ­ναι πα­ράλ­λη­λα καί θεῖ­ο δι­καί­ω­μα, ὡς ἄ­με­σα συ­να­πτό­με­νο μέ τόν πυ­ρή­να τῆς θε­όσ­δο­της ἐλευ­θε­ρί­ας τοῦ ἀν­θρω­πί­νου προ­σώ­που. Καί τό τρα­γε­λα­φι­κό εἶ­ναι ὅ­τι στήν ἐπο­χή μας τά τε­χνι­κά μέ­σα δι­α­δό­σε­ως τοῦ λό­γου, τῶν ἰ­δε­ῶν καί τῶν στοχα­σμῶν ὄ­χι μό­νο πολ­λα­πλα­σι­ά­στη­καν ἀλ­λά, χά­ριν κυ­ρί­ως τῆς ψη­φια­κῆς τεχνο­λο­γί­ας, ἔ­γι­ναν τα­χύ­τα­τα. Τή στιγ­μή πού δη­μο­σι­εύ­εις τό λό­γο σου, αὐτός, μέ­σω τοῦ δι­α­δι­κτύ­ου, γί­νε­ται αὐ­θω­ρεί κτῆ­μα χι­λιά­δων ἄλ­λων ἀν­θρώ­πων.
Αὐ­τή ἡ ἐκ­πλη­κτι­κή ση­με­ρι­νή δυ­να­τό­τη­τα ἔ­χει ἀ­νη­συ­χή­σει σφό­δρα ὅ­σους δέν ἀ­γα­ποῦν τίς ἐ­λευ­θε­ρί­ες. Ἡ Ἱ­στο­ρί­α δι­δά­σκει ὅ­τι τήν ἐ­λευ­θε­ρί­α τοῦ λό­γου φο­βοῦν­ται κυ­ρί­ως τά τυ­ραν­νι­κά κα­θε­στῶ­τα καί ὅ­σοι δέν θέ­λουν τόν ἀν­τί­λο­γο καί τόν ἔ­λεγ­χο. Ἔ­τσι, μέ­σα ἀ­πό με­γά­λα καί πο­λύ­πλο­κα ἠ­λε­κτρο­νι­κά συ­στή­μα­τα πού δη­μι­ουρ­γοῦν­ται, γι' αὐ­τόν εἰ­δι­κά τό σκο­πό, φιλ­τρά­ρον­ται παγ­κο­σμί­ως ἑ­κα­τομ­μύ­ρια πλη­ρο­φο­ρί­ες ἀ­νά δευ­τε­ρό­λε­πτο. Μέ­σα σέ μί­α «ὀρ­γου­ε­λι­κή» ἀ­τμό­σφαι­ρα πα­ρα­κο­λου­θοῦν­ται καί ἐ­λέγ­χον­ται συ­νεν­τεύ­ξεις, τη­λε­φω­νή­μα­τα, γρα­πτά μη­νύ­μα­τα, κεί­με­να καί δη­μο­σι­εύ­μα­τα.
Ἡ χει­ρα­γώ­γη­ση καί ὁ ἔ­λεγ­χος τῆς γνώ­μης καί τοῦ λό­γου δέν στα­μα­τᾶ ἐ­κεῖ. Μέ μί­α προ­γραμ­μα­τι­σμέ­νη σει­ρά στίς Η.Π.Α. πρῶ­τα καί κα­τό­πιν σέ ὅ­λα τά εὐ­ρω­πα­ϊ­κά κρά­τη (πράγ­μα πού ἐμ­φα­νῶς δεί­χνει ὅ­τι κά­ποι­ος κα­θο­δη­γεῖ) εἰ­σά­γον­ται σχε­δόν πα­νο­μοι­ό­τυ­πα νο­μο­θε­τι­κά κεί­με­να, μέ­σω τῶν ὁ­ποί­ων ἐ­πι­χει­ρεῖ­ται ὁ ἔ­λεγ­χος τοῦ λό­γου καί τῆς κρι­τι­κῆς. Ὡς πρό­σχη­μα προ­βάλ­λε­ται ἡ ἀ­νάγ­κη προ­στα­σί­ας τῶν κά­θε εἴ­δους μει­ο­νο­τή­των (ἐ­θνι­κῶν, φυ­λε­τι­κῶν, θρη­σκευ­τι­κῶν ἤ ἄλ­λων πε­ποι­θή­σε­ων, γε­νε­τή­σιου προ­σα­να­το­λι­σμοῦ κ.ἄ.). Οἱ ἀ­πα­γο­ρεύ­σεις δι­α­τυ­πώ­νον­ται ἔν­τε­χνα ὥ­στε σέ τε­λι­κό ἀ­πο­τέ­λε­σμα νά ἀ­πα­γο­ρεύ­ε­ται νά ἐκ­φρα­σθεῖ κά­ποι­ος ἔ­στω καί ἐ­πι­στη­μο­νι­κά, θε­ο­λο­γι­κά ἤ φι­λο­σο­φι­κά, γιά θέ­μα­τα ἱ­στο­ρί­ας, θρη­σκεί­ας καί ἐ­ρω­τι­κῆς συμ­πε­ρι­φο­ρᾶς. Δέν εἶ­ναι ὑ­περ­βο­λή νά λε­χθεῖ ὅ­τι ὁ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κός ἄμ­βω­νας δύ­σκο­λα πλέ­ον -καί ἀ­πό πο­λύ θαρ­ρα­λέ­α χεί­λη ἱ­ε­ρο­κή­ρυ­κα- θά ἐκ­πέμ­ψει ἔ­λεγ­χο γιά τίς σαρ­κι­κές ἁ­μαρ­τί­ες πού τεί­νουν νά ἀν­τι­κα­τα­στή­σουν τό φυ­σι­ο­λο­γι­κό στήν ἐ­ρω­τι­κή ζω­ή τοῦ ἀν­θρώ­που. Δέν εἶ­ναι μα­κριά ὁ και­ρός πού μέ βά­ση τέ­τοι­ο νό­μο θά ἀ­παι­τη­θεῖ ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α νά δι­ορ­θώ­σει τά ὑ­μνο­λο­γι­κά της κεί­με­να ὥ­στε νά μήν ἀ­κού­γον­ται τά ἐ­νο­χλη­τι­κά «... τῶν θε­ο­κτό­νων ὁ ἑ­σμός, Ἰ­ου­δαί­ων ἔ­θνος τό ἄ­νο­μον...» (Μα­κα­ρι­σμοί, Ἀ­κο­λου­θί­α τῶν Ἁ­γί­ων Πα­θῶν) ἤ τό «Ὀ­λέ­θριος σπεῖ­ρα θε­ο­στυ­γῶν, πο­νη­ρευ­ο­μέ­νων, θε­ο­κτό­νων συ­να­γω­γή...» (Τρο­πά­ριον Θ΄ ὠ­δῆς ἀ­πό τήν Ἀ­κο­λου­θί­α τῶν Ἁ­γί­ων Πα­θῶν). Στή Χώ­ρα μας πο­λύ πρό­σφα­τα τέ­θη­κε σέ ἰ­σχύ ἀ­νά­λο­γος νό­μος (4285/2014 γιά τήν κα­τα­πο­λέ­μη­ση τοῦ ρα­τσι­σμοῦ καί τῆς ξε­νο­φο­βί­ας), δυ­στυ­χῶς μέ τήν ἀ­νύ­παρ­κτη πα­ρέμ­βα­ση τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας μας.
Οἱ ἐ­λεύ­θε­ρα σκε­πτό­με­νοι ἄν­θρω­ποι βλέ­πουν κα­θη­με­ρι­νά τό πλέγ­μα τῆς ἀ­νε­λευ­θε­ρί­ας καί τῆς φι­μώ­σε­ως νά πυ­κνώ­νει. Ἀν­τι­λαμ­βά­νον­ται ὅ­τι δη­μι­ουρ­γεῖ­ται μί­α συ­νω­μο­σί­α κα­τά τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας τοῦ λό­γου, μί­α φί­μω­ση τῶν φω­νῶν πού ἐ­λέγ­χουν τό ψεῦ­δος καί ὑ­πο­δει­κνύ­ουν τό ὀρ­θό, σέ κά­θε ἐ­πί­πε­δο καί κυ­ρί­ως σέ ἐ­πί­πε­δο θε­ο­λο­γί­ας καί δογ­μά­των, ὅ­που ἑ­δρά­ζε­ται ἡ ὄν­τως Ζω­ή. Ὅ­λο αὐ­τό πού ἐ­πι­χει­ρεῖ­ται εἶ­ναι καί πο­νη­ρό καί ἐγ­κλη­μα­τι­κό κα­τά τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ἐ­λευ­θε­ρί­ας. Εἶ­ναι σα­τα­νι­κό. Εἶ­ναι φα­σι­στι­κό. Στή Σο­βι­ε­τι­κή Ἕ­νω­ση εἶ­χαν ἀ­πα­γο­ρεύ­σει τό ἐ­λεύ­θε­ρο κή­ρυγ­μα στούς να­ούς. Εἶ­χαν ἀ­πα­γο­ρεύ­σει τή δη­μο­σί­ευ­ση τοῦ θε­ο­λο­γι­κοῦ λό­γου. Αὐ­τός ὁ λό­γος κυ­ρί­ως τούς πεί­ρα­ζε, ὅ­πως πεί­ρα­ζε τούς γραμ­μα­τεῖς καί φα­ρι­σαί­ους, πού δέν ἄ­φη­ναν τούς ἀ­πο­στό­λους νά κη­ρύτ­τουν στό ὄ­νο­μα τοῦ Χρι­στοῦ. Ἀλ­λά τό ἴ­διο τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα ἐμ­πνέ­ει καί λέ­γει διά τοῦ Ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου ὅ­τι «ὁ λό­γος τοῦ Θε­οῦ οὐ δέ­δε­ται», ὅ­πως ὁ ἴ­διος ὁ Χρι­στός τοῦ ἔ­δω­σε τήν ἐν­το­λή «λά­λει καί μή σι­ω­πή­σῃς».
Δυ­στυ­χῶς, ὅ­μως, συ­νερ­γός στήν γε­νι­κό­τε­ρα ἐ­πι­χει­ρού­με­νη φί­μω­ση τοῦ λό­γου ἔρ­χε­ται νά προ­στε­θεῖ καί ἡ ἴ­δια ἡ Ἱ­ε­ραρ­χί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας. Ἐ­πι­χει­ρεῖ τή φί­μω­ση, τόν ἔ­λεγ­χο καί τόν πε­ρι­ο­ρι­σμό τοῦ θε­ο­λο­γι­κοῦ λό­γου καί ἀν­τί­λο­γου πού ἐκ­φέ­ρε­ται ἀ­πό τά μέ­λη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μέ­σω τοῦ δι­α­δι­κτύ­ου καί τῶν ἱ­στο­χώ­ρων, μπλόγκ κ.ἄ. τά ὁ­ποῖ­α δι­α­τη­ροῦν, ὡς ἐ­λεύ­θε­ροι Ἕλ­λη­νες πο­λί­τες, οἱ κλη­ρι­κοί καί μο­να­χοί, ἀλ­λά καί λα­ϊ­κοί εἴ­τε στό ὄ­νο­μα τῆς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς ὀρ­γα­νω­τι­κῆς ὑ­πο­δι­αι­ρέ­σε­ως πού ἀ­νή­κουν (ἐ­νο­ρί­α, μο­νή) εἴ­τε στό προ­σω­πι­κό τους ὄ­νο­μα. Μέ τό πρό­σχη­μα τῆς τά­ξης στό ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό δι­α­δί­κτυ­ο, ἐ­πι­χει­ρεῖ νά πε­ρι­ο­ρί­σει τό πε­ρι­ε­χό­με­νό τους σέ ἀ­νού­σι­ες δη­μο­σι­εύ­σεις προ­γραμ­μά­των ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶν ἀ­κο­λου­θι­ῶν, ἱ­στο­ρι­κῶν πλη­ρο­φο­ρι­ῶν καί ἄλ­λων ἀ­νώ­δυ­νων ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶν ἤ θε­ο­λο­γι­κῶν κει­μέ­νων, γιά τά ὁ­ποῖ­α ἡ σύγ­χρο­νη θε­ο­λο­γι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα δέν θέ­τει καυ­τές ἀμ­φι­σβη­τή­σεις καί κρι­τι­κές. Νά τά πε­ρι­ο­ρί­σει δη­λα­δή σέ ἕ­να ἀ­νώ­δυ­νο πλαί­σιο. Οὐ­σι­α­στι­κά νά κα­ταρ­γή­σει τό ζων­τα­νό θε­ο­λο­γι­κό λό­γο καί τόν ἔ­λεγ­χο τῶν κα­κῶς ἐ­χόν­των.
Σή­με­ρα, εἰ­δι­κά, ὅ­που πολ­λά ἀλ­λοι­ώ­νον­ται καί με­τα­βάλ­λον­ται συγ­κρι­νό­με­να μέ τά μέ­χρι χθές γνω­στά καί πα­ρα­δε­δο­μέ­να, σή­με­ρα πού οἱ αἱ­ρέ­σεις πᾶ­νε νά ἐ­ξι­σω­θοῦν μέ τήν ἀ­λή­θεια, θά '­πρε­πε νά «τρέ­χει ὁ λό­γος τοῦ Θε­οῦ καί νά δο­ξά­ζε­ται» σα­φῶς μέ­σα ἀ­πό κά­θε σύγ­χρο­νο μέ­σο. Δι­α­φο­ρε­τι­κά θά ἰ­σχύ­σει πά­λι αὐ­τό πού εἶ­πε ὁ Χρι­στός ὅ­τι: «οἱ υἱ­οί τοῦ αἰ­ῶ­νος τού­του φρο­νι­μώ­τε­ροι (δηλ. πιό ἔ­ξυ­πνοι) ὑ­πέρ τούς υἱ­ούς τοῦ φω­τός εἰς τήν γε­νε­άν τήν ἑ­αυ­τῶν εἰ­σί» (Λουκ. κεφ. 16,8). Αὐ­τοί δι­α­δί­δουν τίς πλά­νες, τίς βρω­μι­ές τους καί τά ἐγ­κλή­μα­τά τους μέ ὅ­ποι­ο τρό­πο μπο­ροῦν καί ἐ­μεῖς φι­μώ­νου­με τά στό­μα­τα τοῦ ἀ­λη­θι­νοῦ λό­γου.
Τήν 15η Ἰ­α­νου­α­ρί­ου 2015  ἐκ­δό­θη­κε καί ἀ­πε­στά­λη ἁρ­μο­δί­ως πρός ἐ­κτέ­λε­ση τό ὑ­π' ἀ­ριθ. πρωτ. 187 καί δι­εκπ. 79 «Ἐγ­κύ­κλιον Ση­μεί­ω­μα» τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Συ­νό­δου τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος μέ θέ­μα «Λει­τουρ­γί­α ἱ­στο­σε­λί­δων ἐκ μέ­ρους ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶν φο­ρέ­ων καί ἐκ μέ­ρους κλη­ρι­κῶν καί μο­να­χῶν». Μέ τήν ἐγ­κύ­κλιο αὐ­τή ἐ­πι­τρέ­πε­ται ἡ λει­τουρ­γί­α στό δι­α­δί­κτυ­ο ἱ­στο­σε­λί­δων Ἐ­νο­ρι­ῶν, Ἱ­ε­ρῶν Μο­νῶν, Ἱ­ε­ρῶν Προ­σκυ­νη­μά­των καί λοι­πῶν Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶν Ἱ­δρυ­μά­των, δη­λα­δή ὅ­λων ἀ­νε­ξαί­ρε­τα τῶν ὀρ­γα­νω­τι­κῶν δο­μῶν τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἐ­ξαι­ρε­τι­κά καί μό­νο ἄν προ­η­γου­μέ­νως ἔ­χουν λά­βει τήν ἔγ­κρι­ση τοῦ οἰ­κεί­ου Μη­τρο­πο­λι­τι­κοῦ Συμ­βου­λί­ου (οὐ­σι­α­στι­κά τοῦ Μη­τρο­πο­λί­τη) καί ἐ­φό­σον ἡ θε­μα­το­λο­γί­α τῶν ἀ­ναρ­τή­σε­ών τους πε­ρι­ο­ρί­ζε­ται «στήν ἐ­νη­μέ­ρω­ση τοῦ κοι­νοῦ γιά τή λει­τουρ­γι­κή ζω­ή τῆς Ἐ­νο­ρί­ας (πρό­γραμ­μα ἀ­κο­λου­θι­ῶν) καί τήν ἐν γέ­νει πνευ­μα­τι­κή ζω­ή καί φι­λαν­θρω­πι­κή δρά­ση της ... ἤ τήν ἱ­στο­ρί­α τοῦ οἰ­κεί­ου Να­οῦ. Πρός τόν σκο­πό αὐ­τό ἐ­πι­τρέ­πε­ται καί ἡ δη­μο­σί­ευ­ση ἤ ἀ­να­δη­μο­σί­ευ­ση δό­κι­μων θε­ο­λο­γι­κῶν κει­μέ­νων γιά τούς ἐν­δι­α­φε­ρό­με­νους ἀ­να­γνῶ­στες (κει­μέ­νων ἑρ­μη­νευ­τι­κῶν, κη­ρυγ­μά­των κ.λπ.)». Προ­στί­θε­ται δέ στούς ὅ­ρους λει­τουρ­γί­ας γιά τίς  ἱ­στο­σε­λί­δες πού θά λά­βουν ἔγ­κρι­ση α) ὅ­τι δέν θά προ­βαί­νουν στήν προ­σω­πι­κή προ­βο­λή λα­ϊ­κοῦ ἤ κλη­ρι­κοῦ καί β) ἡ αὐ­το­νό­η­τη προ­ϋ­πό­θε­ση, γιά τήν ὁ­ποί­α κα­νείς δέν ἔ­χει ἀν­τίρ­ρη­ση ἀ­φοῦ τήν ἐ­πι­βάλ­λει ἡ κεί­με­νη πο­λι­τεια­κή ποι­νι­κή νο­μο­θε­σί­α, ὅ­τι «δέν θά προ­βαί­νουν στήν προ­σβο­λή τῆς τι­μῆς καί τῆς ὑ­πο­λή­ψε­ως οὐ­δε­νός προ­σώ­που λα­ϊ­κοῦ ἤ κλη­ρι­κοῦ».
Ἡ αἰ­τι­ο­λο­γί­α γιά  τόν ἔ­λεγ­χο καί τήν πο­δη­γέ­τη­ση τοῦ πε­ρι­ε­χο­μέ­νου τῶν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶν ἱ­στο­σε­λί­δων κ.λπ. πα­ρα­τί­θε­ται στήν ἀρ­χή τῆς ἐγ­κυ­κλί­ου καί ἔγ­κει­ται στίς δι­α­πι­στώ­σεις ὅ­τι:  α) «ἡ μέ­σω τοῦ δι­α­δι­κτύ­ου ἀ­πό­πει­ρα ἀ­σκή­σε­ως ποι­μαν­τι­κῆς ἐκ μέ­ρους τῶν ἐ­φη­με­ρί­ων, ὅ­σο κα­λο­προ­αί­ρε­τη καί ἄν εἶ­ναι, δέν εἶ­ναι δυ­να­τόν νά ὑ­πο­κα­τα­στή­σει τήν ζῶ­σα, βι­ω­μα­τι­κή σχέ­ση τῶν πι­στῶν με­τα­ξύ τους καί μέ τόν Ἐ­φη­μέ­ριο ἐν­τός τοῦ πλαι­σί­ου τῆς ἐ­νο­ρί­ας ὡς ἐ­νερ­γοῦ κυτ­τά­ρου τῆς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς ζω­ῆς». β) «Ἐ­πί πλέ­ον σέ κα­μί­α πε­ρί­πτω­ση δέν πρέ­πει μέ­σω τῆς λει­τουρ­γί­ας τέ­τοι­ων ἱ­στο­σε­λί­δων νά δί­δε­ται ἡ πλα­στή ἐν­τύ­πω­ση ... ὅ­τι ἡ ἐ­πί­σκε­ψη σέ ἱ­στο­σε­λί­δες τοῦ εἴ­δους ἀ­να­πλη­ροῖ τή συμ­με­το­χή τους στή λει­τουρ­γι­κή ζω­ή ἤ ὅ­τι ἀ­πο­τε­λεῖ εἶ­δος ἤ ἐκ­δή­λω­ση πί­στε­ως...».
Εἶ­ναι φα­νε­ρό ὅ­τι ἡ πα­ρα­τι­θέ­με­νη αἰ­τι­ο­λο­γί­α τε­λεῖ σέ λο­γι­κή ἀ­να­κο­λου­θί­α μέ τόν ἐ­πι­δι­ω­κό­με­νο σκο­πό. Φυ­σι­κά καί ἡ δι­ά­δο­ση τοῦ λό­γου τοῦ Θε­οῦ καί ἡ γε­νι­κό­τε­ρη θρη­σκευ­τι­κή ἐ­νη­μέ­ρω­ση τῶν πι­στῶν μέ­σω ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶν ἱ­στο­σε­λί­δων «δέν εἶ­ναι δυ­να­τόν νά ὑ­πο­κα­τα­στή­σει τήν ζῶ­σα, βι­ω­μα­τι­κή σχέ­ση τῶν πι­στῶν με­τα­ξύ τους καί μέ τόν Ἐ­φη­μέ­ριο ἐν­τός τοῦ πλαι­σί­ου τῆς ἐ­νο­ρί­ας». Οὔ­τε κα­νείς, στοι­χει­ω­δῶς σώ­φρων ἄν­θρω­πος,  πι­στεύ­ει ὅ­τι «ἡ ἐ­πί­σκε­ψη σέ ἱ­στο­σε­λί­δες τοῦ εἴ­δους ἀ­να­πλη­ροῖ τή συμ­με­το­χή τους στή λει­τουρ­γι­κή ζω­ή». Οὔ­τε κά­ποι­α ἱ­στο­σε­λί­δα τόλ­μη­σε νά ὑ­πο­στη­ρί­ξει κά­τι ἀ­νά­λο­γο. Ἄν πα­ρά ταῦ­τα κά­ποι­οι πι­στεύ­ουν τά ἀν­τί­θε­τα, αὐ­τό δέν δι­και­ο­λο­γεῖ ὡς ἀ­ναγ­καῖ­ο μέ­τρο τόν ἐ­ξον­τω­τι­κό ἔ­λεγ­χο λει­τουρ­γί­ας τῶν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶν ἱ­στο­σε­λί­δων πού οὐ­σι­α­στι­κά ἰ­σο­δυ­να­μεῖ μέ «φί­μω­ση». Ἡ στρε­βλή πε­ποί­θη­ση πε­ρί τῶν ἀ­νω­τέ­ρω θά ἔ­πρε­πε νά ἀρ­θεῖ μέ τίς κα­τάλ­λη­λες εἰ­ση­γή­σεις καί δι­δα­σκα­λί­ες ἐν­τός των -ἐ­λεύ­θε­ρα λει­τουρ­γούν­των- ἱ­στο­σε­λί­δων, καί ὄ­χι μέ τήν κα­τάρ­γη­ση αὐ­τῶν.
Εἶ­ναι φα­νε­ρό, λοι­πόν, ὅ­τι ἡ ἀ­νω­τέ­ρω, ἐ­λά­χι­στα πει­στι­κή, αἰ­τι­ο­λό­γη­ση τοῦ λη­φθέν­τος πε­ρι­ο­ρι­στι­κοῦ μέ­τρου εἶ­ναι προ­σχη­μα­τι­κή. Μέ πρό­σχη­μα αὐ­τές τίς δι­α­πι­στώ­σεις, ἡ Ἱ­ε­ρά Σύ­νο­δος προ­βαί­νει στόν οὐ­σι­α­στι­κό ἔ­λεγ­χο τῆς λει­τουρ­γί­ας καί τοῦ πε­ρι­ε­χο­μέ­νου ὅ­λων ἀ­νε­ξαί­ρε­τα τῶν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶν ἱ­στο­σε­λί­δων, ὄ­χι για­τί ὑ­πάρ­χει κίν­δυ­νος «νά ὑ­πο­κα­τα­στή­σουν τήν ζῶ­σα, βι­ω­μα­τι­κή σχέ­ση τῶν πι­στῶν με­τα­ξύ τους καί μέ τόν Ἐ­φη­μέ­ριο ἐν­τός τοῦ πλαι­σί­ου τῆς ἐ­νο­ρί­ας», ἀλ­λά για­τί κά­ποι­οι στήν Ἱ­ε­ρά Σύ­νο­δο ἐ­νο­χλοῦν­ται ἀ­πό τό πε­ρι­ε­χό­με­νο συγ­κε­κρι­μέ­νων ἀ­ναρ­τή­σε­ων τῶν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶν ἱ­στο­σε­λί­δων.
Τό εἶ­δος καί τό πε­ρι­ε­χό­με­νο τῶν ἐ­νο­χλη­τι­κῶν αὐ­τῶν ἀ­ναρ­τή­σε­ων θά κα­τα­δεί­ξει καί τόν ἀ­λη­θι­νό λό­γο γιά τόν ὁ­ποῖ­ο ἐ­πι­χει­ρεῖ­ται ἡ φί­μω­ση τοῦ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ δι­α­δι­κτύ­ου.
Φυ­σι­κά πρέ­πει νά ἐ­ξαι­ρέ­σει κα­νείς ἀ­πό τήν κα­τη­γο­ρί­α τῶν ἐ­νο­χλη­τι­κῶν ἀ­ναρ­τή­σε­ων, τίς δη­μο­σι­ευ­ό­με­νες πλη­ρο­φο­ρί­ες γιά τά τρέ­χον­τα ἐκ­κλη­σι­α­στι­κά νέ­α, γιά τά προ­γράμ­μα­τα καί τήν ὅ­λη δρά­ση τῶν ἐ­νο­ρι­ῶν κ.λπ., κα­θώς καί  τή δη­μο­σί­ευ­ση -κα­θο­λι­κά ἀ­πο­δε­κτῶν- θε­ο­λο­γι­κῶν κει­μέ­νων καί κη­ρυγ­μά­των. Τό πε­ρι­ε­χό­με­νο αὐ­τῶν εἶ­ναι ἀ­νώ­δυ­νο. Γι' αὐ­τό, ἄλ­λω­στε, καί ἡ Ἱ­ε­ρά Σύ­νο­δος ἐ­πι­δι­ώ­κει νά πε­ρι­ο­ρι­στοῦν στό ἑ­ξῆς, ὅ­σες ἱ­στο­σε­λί­δες θά λά­βουν τήν ἔγ­κρι­ση, σέ τέ­τοι­ου εἴ­δους ἀ­πο­κλει­στι­κά ἀ­ναρ­τή­σεις καί δη­μο­σι­εύ­σεις.
Γιά ὅ­ποι­ον πα­ρα­κο­λου­θεῖ τή λει­τουρ­γί­α καί τό πε­ρι­ε­χό­με­νο τῶν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶν ἱ­στο­σε­λί­δων εὔ­κο­λα γί­νε­ται ἀν­τι­λη­πτό τό εἶ­δος τῶν «ἐ­νο­χλη­τι­κῶν» στήν Ἱ­ε­ραρ­χί­α ἀ­ναρ­τή­σε­ων καί δη­μο­σι­εύ­σε­ων. Εἶ­ναι αὐ­τές πού ἐ­λέγ­χουν καί καυ­τη­ριά­ζουν τά κα­κῶς κεί­με­να σέ σχέ­ση μέ τά πα­ρα­δε­δο­μέ­να. Εἶ­ναι αὐ­τές πού ἐ­λέγ­χουν τήν ἐκ­κο­σμί­κευ­ση τῆς κα­θό­λου ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς ζω­ῆς καί ἰ­δι­αί­τε­ρα τῶν κλη­ρι­κῶν κά­θε βαθ­μοῦ καί δι­και­ο­δο­σί­ας. Ἀ­κό­μη πιό πο­λύ ἐ­νο­χλοῦν οἱ ἱ­στο­σε­λί­δες πού φι­λο­ξε­νοῦν καί δι­α­κι­νοῦν ἀ­πό­ψεις κα­τά τῆς ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κῆς αἱ­ρέ­σε­ως τοῦ Οἰ­κου­με­νι­σμοῦ, τῶν «συμ­προ­σευ­χῶν» κά­θε εἴ­δους καί τῶν συ­να­φῶν δογ­μα­τι­κῶν ἀ­πο­κλί­σε­ων ἀ­πό τά ὀρ­θά, ὅ­πως τά πε­ρί «βα­πτι­σμα­τι­κῆς θε­ο­λο­γί­ας», «θε­ω­ρί­ας τῶν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶν κλά­δων», «ἀ­δελ­φῶν ἐκ­κλη­σι­ῶν» κ.λπ. Ἐ­νο­χλοῦν ἐ­κεῖ­νες οἱ ἱ­στο­σε­λί­δες πού ἔ­χουν τό θάρ­ρος νά δι­α­δί­δουν καί νά ὁ­μο­λο­γοῦν τά ὀρ­θά, «ἑ­πό­με­νοι τοῖς ἁ­γί­οις πα­τρά­σιν». Σ΄ αὐ­τές τίς δη­μο­σι­εύ­σεις ἀ­πο­βλέ­πει τό «Ἐγ­κύ­κλιον Ση­μεί­ω­μα» νά ἐ­πι­βάλ­λει τό νό­μο τῆς σι­ω­πῆς.
Ἀ­φοῦ ἐν­το­πί­σα­με τίς ἀ­λη­θι­νές προ­θέ­σεις καί ἐ­πι­δι­ώ­ξεις τῶν συν­τα­κτῶν τοῦ «Ἐγ­κυ­κλί­ου Ση­μει­ώ­μα­τος», μέ­νει νά ἀ­να­λύ­σου­με τό δεύ­τε­ρο μέ­ρος αὐ­τοῦ, τοῦ ὁ­ποί­ου ἀ­πο­δέ­κτες εἶ­ναι οἱ «κλη­ρι­κοί παν­τός βαθ­μοῦ καί μο­να­χοί», οἱ δι­α­τη­ροῦν­τες προ­σω­πι­κές ἱ­στο­σε­λί­δες θρη­σκευ­τι­κοῦ πε­ρι­ε­χο­μέ­νου. Οἱ προ­σω­πι­κές αὐ­τές ἱ­στο­σε­λί­δες εἶ­ναι οἱ πλέ­ον ἐ­νο­χλη­τι­κές καί ἀ­νε­πι­θύ­μη­τες στούς συν­τά­κτες τοῦ «Ἐγ­κυ­κλί­ου Ση­μει­ώ­μα­τος» ἀ­φοῦ ὡς προ­σω­πι­κές δέν μπο­ροῦν νά ἐ­λεγ­χθοῦν μέ­σω προ­η­γού­με­νης «ἐγ­κρί­σε­ως» ὅ­πως οἱ ἐ­νο­ρια­κές κ.λπ. Σ΄ αὐ­τές κυ­ρί­ως κα­τα­τεί­νει καί στο­χεύ­ει τό «Ἐγ­κύ­κλιον Ση­μεί­ω­μα» καί γι'  αὐ­τές δι­α­θέ­τει τό με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος τοῦ πε­ρι­ε­χο­μέ­νου του.
Ἀν­τι­λαμ­βά­νον­ται (οἱ συν­τά­κτες τοῦ Ἐγ­κυ­κλί­ου Ση­μει­ώ­μα­τος) ὅ­τι οἱ κλη­ρι­κοί αὐ­τοί καί οἱ μο­να­χοί, πού θά ἐκ­φρα­σθοῦν ἐ­λεγ­κτι­κά γιά ὅ­σα ἀ­νω­τέ­ρω ἐν­το­πί­σα­με ὡς ἐ­νο­χλη­τι­κά, θά ἀν­τι­τά­ξουν στήν ἐ­πι­χει­ρού­με­νη φί­μω­σή τους τό ἀ­να­φαί­ρε­το συν­ταγ­μα­τι­κό δι­καί­ω­μα κά­θε Ἕλ­λη­να πο­λί­τη τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας τοῦ λό­γου ὡς στοι­χεῖ­ο τῆς ἐ­λεύ­θε­ρης ἀ­να­πτύ­ξε­ως τῆς προ­σω­πι­κό­τη­τάς του (ἄρ­θρο 5 Συντ.), τό δι­καί­ω­μα στήν  πλη­ρο­φό­ρη­ση καί τῆς συμ­με­το­χῆς στήν Κοι­νω­νί­α τῆς Πλη­ρο­φο­ρί­ας (ἄρ­θρο 5Α Συντ.). Θά ἀν­τι­τά­ξουν ἐ­πί­σης σθε­να­ρά καί τό δι­καί­ω­μά τους νά ἐκ­φρά­ζουν καί νά δι­α­δί­δουν προ­φο­ρι­κά, γρα­πτά καί διά τοῦ τύ­που (ἄλ­λω­στε τύ­πος εἶ­ναι καί οἱ ἀ­ναρ­τή­σεις στό δι­α­δί­κτυ­ο) τούς στο­χα­σμούς τους, τη­ρών­τας φυ­σι­κά τούς νό­μους τοῦ Κρά­τους. Ἄλ­λω­στε, ὁ τύ­πος (καί ὁ ἠ­λε­κτρο­νι­κός) εἶ­ναι ἐ­λεύ­θε­ρος, ἐ­νῶ ἡ λο­γο­κρι­σί­α καί κά­θε ἄλ­λο προ­λη­πτι­κό μέ­τρο ἀ­πα­γο­ρεύ­ε­ται (ἄρ­θρο 14 παρ. 1 καί 2 Συντ.). Προ­κα­τα­βο­λι­κά ἀ­να­φέ­ρου­με ὅ­τι οἱ ἀ­πα­γο­ρεύ­εις πού εἰ­σά­γει τό «Ἐγ­κύ­κλιο Ση­μεί­ω­μα» στήν οὐ­σί­α συ­νι­στοῦν «προ­λη­πτι­κό μέ­τρο» κα­τά τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας τοῦ τύ­που καί γι' αὐ­τό εἶ­ναι εὐ­θέ­ως ἀν­τί­θε­τες πρός τό Σύν­ταγ­μα καί ἑ­πο­μέ­νως πα­ρά­νο­μες.
Γιά τό λό­γο αὐ­τό οἱ συν­τά­κτες τοῦ «Ἐγ­κυ­κλί­ου Ση­μει­ώ­μα­τος» προ­βαί­νουν σέ μί­α αὐ­θαί­ρε­τη καί ἀ­στή­ρι­κτη δι­α­πί­στω­ση καί στή συ­νέ­χεια σέ μί­α εὐ­θεί­α ἀ­πει­λή:
Αὐ­το­συμ­πε­ραί­νουν αὐ­θαί­ρε­τα ὅ­τι οἱ κλη­ρι­κοί καί οἱ μο­να­χοί, προ­σελ­θόν­τες στόν κλῆ­ρο ἤ στό μο­να­χι­σμό, παύ­ουν νά ἔ­χουν πλή­ρη τά ὡς ἄ­νω συν­ταγ­μα­τι­κά δι­και­ώ­μα­τα στο­χα­σμοῦ, λό­γου καί ἐ­λευ­θε­ρί­ας τοῦ τύ­που, δι­ό­τι -γε­νό­με­νοι κλη­ρι­κοί καί μο­να­χοί- ὄ­χι μό­νο ἔ­χουν ὑ­πο­χρέ­ω­ση αὐ­το­πε­ρι­ο­ρι­σμοῦ τῶν δι­και­ω­μά­των τους αὐ­τῶν, ἀλ­λά ἐ­πί πλέ­ον τε­λοῦν καί σέ «εἰ­δι­κή κυ­ρι­αρ­χι­κή σχέ­ση» μέ τόν προ­σω­πι­κό τους ἐ­πί­σκο­πο, χω­ρίς πε­ραι­τέ­ρω νά ἐ­ξει­δι­κεύ­ουν ποί­α εἶ­ναι καί τί πε­ρι­ε­χό­με­νο ἔ­χει αὐ­τή ἡ «κυ­ρι­αρ­χι­κή σχέ­ση». Ἐ­ξι­κνεῖ­ται μέ­χρι πλή­ρους νο­μι­κῆς ὑ­πο­τα­γῆς ἤ ἡ σχέ­ση αὐ­τή ἔ­χει κα­θα­ρά πνευ­μα­τι­κό πε­ρι­ε­χό­με­νο; Ὁ ἐ­πί­σκο­πος εἶ­ναι γιά τόν κλη­ρι­κό πα­τέ­ρας καί ἡ σχέ­ση πα­τρι­κή καί πνευ­μα­τι­κή ἤ εἶ­ναι δι­οι­κη­τι­κός προ­ϊ­στά­με­νος καί ἡ σχέ­ση τους ὑ­παλ­λη­λι­κή καί δι­οι­κη­τι­κή; Καί ὅ­ταν ὁ δι­α­χει­ρι­στής τῆς ἱ­στο­σε­λί­δας εἶ­ναι ὁ ἴ­διος ἐ­πί­σκο­πος (καί μά­λι­στα ἐ­νο­χλη­τι­κός, ὅ­πως ὁ Ἅ­γιος Κα­λα­βρύ­των κ. Ἀμ­βρό­σιος), τό­τε πρός ποῖ­ον τε­λεῖ σέ «εἰ­δι­κή κυ­ρι­αρ­χι­κή σχέ­ση» γιά νά τόν ἐ­λέγ­ξει; Πρός τήν Ἱ­ε­ρά Σύ­νο­δο ἤ τόν Πα­τριά­ρχη;
Συ­νε­χί­ζον­τας, τό «Ἐγ­κύ­κλιον Ση­μεί­ω­μα» ἐ­πι­κα­λεῖ­ται τίς ὑ­πο­χρε­ώ­σεις πού πη­γά­ζουν ἀ­πό τήν ἰ­δι­ό­τη­τα τοῦ κλη­ρι­κοῦ καί τοῦ μο­να­χοῦ γιά νά κα­τα­λή­ξει στήν ὀρ­θή κα­τ' ἀρ­χήν δι­α­πί­στω­ση ὅ­τι ὁ λό­γος αὐ­τῶν δέν πρέ­πει νά εἶ­ναι δι­χα­στι­κός, προ­πα­γαν­δι­στι­κός, πα­ρα­τα­ξια­κός, ἐμ­πα­θής, προ­σβλη­τι­κός γιά τήν τι­μή ὁ­ποι­ου­δή­πο­τε ἄλ­λου, σχι­σμα­τι­κός πρός τόν ἐ­πι­χώ­ριο ἐ­πί­σκο­πο ἤ ἄλ­λους ἐκ­κλη­σι­α­στι­κούς ἡ­γέ­τες. Μέ­χρι ἐ­δῶ, ἄν καί οἱ ἀ­νω­τέ­ρω ἔν­νοι­ες τί­θεν­ται σέ γε­νι­κό καί ἀ­φη­ρη­μέ­νο ἐ­πί­πε­δο, θά μπο­ροῦ­σε κά­ποι­ος νά συμ­φω­νή­σει μέ τίς προ­τρο­πές αὐ­τές. Ὅ­ποι­ος κλη­ρι­κός ἤ μο­να­χός ἐκ­φρά­ζε­ται ἐμ­πα­θῶς, προ­σβλη­τι­κά, δι­χα­στι­κά κ.λπ., πρέ­πει νά κλη­θεῖ σέ ἐ­πα­νόρ­θω­ση καί, ἄν ἐ­πι­μεί­νει καί στοι­χει­ο­θε­τεῖ­ται βά­σι­μα ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό ἤ ποι­νι­κό ἀ­δί­κη­μα, τό λό­γο ἔ­χουν τά ἐκ­κλη­σι­α­στι­κά καί ποι­νι­κά δι­κα­στή­ρια. Τό πράγ­μα εἶ­ναι ἁ­πλό καί δέν εἶ­χε χρεί­α εἰ­δι­κοῦ «Ἐγ­κυ­κλί­ου Ση­μει­ώ­μα­τος».
Ἡ ἔν­τε­χνη ὅ­μως αὐ­τή ἀ­ο­ρι­στί­α στή δι­α­τύ­πω­ση ἀ­φή­νει ἀ­νοι­χτό τό πε­δί­ο γιά πα­ρερ­μη­νεῖ­ες καί αὐ­θαι­ρε­σί­ες. 
Εἶ­ναι λό­γος ἐμ­πα­θής καί προ­σβλη­τι­κός ἐ­κεῖ­νος μέ τόν ὁ­ποῖ­ο ἐ­λέγ­χον­ται πρό­σω­πα καί κα­τα­στά­σεις γιά ἐκ­κο­σμί­κευ­ση καί ἐγ­κα­τά­λει­ψη τῶν ὀρ­θο­δό­ξων προ­τύ­πων; Εἶ­ναι λό­γος πα­ρα­τα­ξια­κός, προ­πα­γαν­δι­στι­κός καί σχι­σμα­τι­κός ἐ­κεῖ­νος, μέ τόν ὁ­ποῖ­ο ἐ­λέγ­χον­ται ἱ­ε­ράρ­χες καί πνευ­μα­τι­κοί τα­γοί γιά νό­θευ­ση τῶν ὀρ­θό­δο­ξων δογ­μά­των, γιά νό­θευ­ση τῆς ὀρ­θό­δο­ξης ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γί­ας, γιά οἰ­κου­με­νι­σμό καί ἀ­προ­ϋ­πό­θε­το δογ­μα­τι­κά φι­λε­νω­τι­σμό;
Αὐ­τή ἡ ἔν­τε­χνη ἀ­ο­ρι­στί­α τοῦ «Ἐγ­κυ­κλί­ου Ση­μει­ώ­μα­τος» γιά τούς πα­ρα­πά­νω ὅ­ρους εἶ­ναι πράγ­μα πο­νη­ρό!
Ὑ­πό τό ἀ­ό­ρι­στο καί πο­νη­ρό αὐ­τό πρί­σμα κα­τα­λα­βαί­νου­με ὅ­τι πι­θα­νόν ὁ ἅ­γιος Μάρ­κος ὁ Εὐ­γε­νι­κός, ὄν­τας μει­ο­ψη­φί­α, δέν θά ἔ­πρε­πε νά ἐκ­φέ­ρει δη­μό­σιο λό­γο (γρα­πτό ἤ προ­φο­ρι­κό, καί μέ τό δι­α­δί­κτυ­ο ἄν ὑ­πῆρ­χε, δέν ἔ­χει ση­μα­σί­α τό μέ­σο) καί νά δι­α­φο­ρο­ποι­η­θεῖ ἐ­νώ­πιον τοῦ αὐ­το­κρά­το­ρα, τοῦ πα­τριά­ρχη καί τῶν συ­νε­πι­σκό­πων του, στή Σύ­νο­δο τῆς Φερ­ρά­ρας – Φλω­ρεν­τί­ας, ἀλ­λά νά ἀ­πο­δε­χθεῖ τήν «ψευ­δο­έ­νω­ση» καί νά ὑ­πο­γρά­ψει ἀ­πό εὐ­γέ­νεια καί πο­λι­τι­σμό, ἀ­πό δι­πλω­μα­τί­α καί ἁ­βρο­φρο­σύ­νη ἴ­σως, για­τί ὄ­χι καί ἀ­πό τό φό­βο δι­ώ­ξε­ων, τό ἐ­πά­ρα­το χαρ­τί τῆς συμ­φο­ρᾶς.  Ἡ ἁ­γί­α ὁ­μο­λο­για­κή του ἄρ­νη­ση νά ὑ­πο­γρά­ψει καί ἡ δι­α­τύ­πω­ση τῆς ἀν­τί­θε­της μέ τούς πολ­λούς θέ­ση του θά μπο­ροῦ­σε νά εἶ­ναι «λό­γος πα­ρα­τα­ξια­κός, προ­πα­γαν­δι­στι­κός καί σχι­σμα­τι­κός πρός τόν ἐ­πι­χώ­ριο ἐ­πί­σκο­πο ἤ τούς ἄλ­λους ἐκ­κλη­σι­α­στι­κούς ἡ­γέ­τες»;
Πα­ρο­μοί­ως καί ὁ ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Χρυ­σό­στο­μος δέ θά ἔ­πρε­πε νά κα­τα­φερ­θεῖ κα­τά τῆς αὐ­το­κρά­τει­ρας καί τῶν κυ­ρι­ῶν τῆς ἀ­τι­μί­ας πού τήν πε­ρι­έ­βα­λαν, ἀλ­λά νά ἀ­σχο­λη­θεῖ μό­νο μέ τά πνευ­μα­τι­κά του. Για­τί νά ἀ­σχο­λεῖ­ται μέ ἀλ­λό­τρια θέ­μα­τα; Κα­λό­γε­ρος δέν ἦ­ταν; Οἱ ἐ­λεγ­κτι­κοί, λοι­πόν, λό­γοι του πού ὅ­λη ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α καί ὄ­χι μό­νο δι­α­βά­ζει καί θαυ­μά­ζει, ἄν τούς ἔ­λε­γε σή­με­ρα ἀ­πό τό δι­α­δί­κτυ­ο ἀ­πευ­θυ­νό­με­νος στούς ἰ­σχυ­ρούς τῆς Γῆς καί τούς πα­ρα­βά­τες τῶν δογ­μά­των τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας του, θά μπο­ροῦ­σε νά εἶ­ναι «λό­γος δι­χα­στι­κός, ἐμ­πα­θής, πα­ρα­τα­ξια­κός, προ­πα­γαν­δι­στι­κός καί σχι­σμα­τι­κός»;
Οὔ­τε ἑ­πο­μέ­νως ὁ Μ. Βα­σί­λει­ος ἔ­πρε­πε νά κα­τα­φέ­ρε­ται κα­τά τῶν πλου­σί­ων, οὔ­τε ὁ ἅ­γιος Θε­ό­δω­ρος ὁ Στου­δί­της κα­τά τῶν κα­κῶς κει­μέ­νων τῆς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς ἀ­τμό­σφαι­ρας. Οἱ Στου­δί­τες μο­να­χοί, πρίν ὑ­πε­ρα­σπι­σθοῦν καί μέ τό λό­γο τήν ὀρ­θο­δο­ξί­α ἀ­πό τήν αἵ­ρε­ση, θά ἔ­πρε­πε νά ζη­τή­σουν καί νά λά­βουν πρῶ­τα τήν  ἔγ­κρι­ση τῆς τό­τε Ἱ­ε­ραρ­χί­ας, τίς κα­κο­δο­ξί­ες τῆς ὁ­ποί­ας ἀν­τέ­κρου­αν; Εἶ­ναι βέ­βαι­ο ὅ­τι ἄν τή ζη­τοῦ­σαν, θά λάμ­βα­ναν τήν ἀ­πάν­τη­ση ὅ­τι ἀ­πα­γο­ρεύ­ε­ται, για­τί ὁ λό­γος τους εἶ­ναι «λό­γος δι­χα­στι­κός, προ­πα­γαν­δι­στι­κός, πα­ρα­τα­ξια­κός, ἐμ­πα­θής, προ­σβλη­τι­κός γιά τήν τι­μή ὁ­ποι­ου­δή­πο­τε ἄλ­λου, σχι­σμα­τι­κός πρός τόν ἐ­πι­χώ­ριο ἐ­πί­σκο­πο ἤ ἄλ­λους ἐκ­κλη­σι­α­στι­κούς ἡ­γέ­τες».
Προ­φα­νῶς καί ὁ Τί­μιος Πρό­δρο­μος δέν θά ἔ­πρε­πε νά ἐ­λέγ­ξει τόν Ἡ­ρώ­δη κι ἄς ἔ­δι­νε τό κα­κό πα­ρά­δειγ­μα σέ ἕ­ναν ὁ­λό­κλη­ρο λα­ό. Νά ἔ­με­νε κα­λύ­τε­ρα στήν ἔ­ρη­μο νά κά­νει προ­σευ­χή. Μή­πως κι ὁ Χρι­στός δέν θά ἔ­πρε­πε νά πεῖ τά φο­βε­ρά «οὐ­αί» στήν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή ἱ­ε­ραρ­χί­α τοῦ και­ροῦ του; Αὐ­τός καί ἄν δέν ἦ­ταν λό­γος ἐμ­πρη­στι­κός. (Λουκ. 12,49: Πῦρ ἦλ­θον βα­λεῖν ἐ­πί τήν γῆν καί τί θέ­λω εἰ ἤ­δη ἀ­νή­φθη;)
Καί γιά νά ἔλ­θου­με σέ πιό συγ­κε­κρι­μέ­να καί σύγ­χρο­να πα­ρα­δείγ­μα­τα:
Ὁ λό­γος τοῦ μα­κα­ρι­στοῦ Γέ­ρον­τα τῆς Κε­χα­ρι­τω­μέ­νης ἀρ­χιμ. Ἐ­πι­φα­νί­ου Θε­ο­δω­ρο­πού­λου, ἑ­νός κα­θο­λι­κά ἀ­πο­δε­κτοῦ γιά τήν ἀ­ρε­τή του ἀν­δρός, τόν ὁ­ποῖ­ο δι­α­τύ­πω­σε μέ ἐ­πι­στο­λές καί δη­μο­σι­εύ­σεις γιά τόν ἔ­λεγ­χο τῶν οἰ­κου­με­νι­στι­κῶν κι­νή­σε­ων τοῦ Πα­τριά­ρχη Ἀ­θη­να­γό­ρα, ἄν ζοῦ­σε σή­με­ρα καί τόν ἐ­πα­να­δι­α­τύ­πω­νε κα­τά τῶν ἀ­κό­μη με­γα­λύ­τε­ρων οἰ­κου­με­νι­στι­κῶν βη­μά­των τοῦ νῦν Οἰ­κου­με­νι­κοῦ Πα­τριά­ρχη Βαρ­θο­λο­μαί­ου μέ­σω καί τοῦ δι­α­δι­κτύ­ου, θά ἐ­νέ­πι­πτε ἤ ὄ­χι στά ὅ­ρια τοῦ «πα­ρα­τα­ξια­κοῦ, προ­πα­γαν­δι­στι­κοῦ καί σχι­σμα­τι­κοῦ» λό­γου τοῦ Ἐγ­κυ­κλί­ου Ση­μει­ώ­μα­τος;
Τέ­λος, οἱ δη­μο­σι­ευ­μέ­νες ἐ­πι­στο­λές τοῦ πρό­σφα­τα ἁ­γι­ο­κα­τα­τα­χθέν­τος Ὁ­σί­ου Γέ­ρον­τος Πα­ϊ­σί­ου τοῦ Ἁ­γι­ο­ρεί­του, μέ τίς ὁ­ποῖ­ες ἐ­λέγ­χει μέ παρ­ρη­σί­α τόν Οἰ­κου­με­νι­κό Πα­τριά­ρχη Ἀ­θη­να­γό­ρα,  ἐκ­φρά­ζον­τας τήν ἀ­γω­νί­α του γιά τίς φι­λε­νω­τι­κές ἐ­νέρ­γει­ές του, κα­θώς καί ἡ σύ­νο­λη ἀν­τι­οι­κου­με­νι­στι­κή στά­ση του, πῶς θά ἐ­κτι­μη­θοῦν ἀ­πό τούς συν­τά­κτες Ἱ­ε­ράρ­χες τοῦ «Ἐγ­κυ­κλί­ου Ση­μει­ώ­μα­τος»; Θά δε­χθοῦν νά τίς δη­μο­σι­εύ­σει ὁ ἐ­πί­ση­μος ἱ­στο­χῶ­ρος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἤ θά λο­γο­κρί­νουν τόν Ὅ­σιο καί θά θε­ω­ρη­θεῖ ὁ λό­γος του «λό­γος δι­χα­στι­κός, προ­πα­γαν­δι­στι­κός, πα­ρα­τα­ξια­κός, ἐμ­πα­θής, προ­σβλη­τι­κός γιά τήν τι­μή ὁ­ποι­ου­δή­πο­τε ἄλ­λου, σχι­σμα­τι­κός πρός τόν ἐ­πι­χώ­ριο ἐ­πί­σκο­πο ἤ ἄλ­λους ἐκ­κλη­σι­α­στι­κούς ἡ­γέ­τες;»
Κα­τα­λή­γον­τας τό «Ἐγ­κύ­κλιο Ση­μεί­ω­μα», θε­ω­ρεῖ ὅ­τι ὁ  λό­γος πού ἀ­σα­φῶς πε­ρι­γρά­φει δέν εἶ­ναι ἁ­πλά πα­ρά­νο­μος ἤ ἀ­νή­θι­κος ἤ ἀν­τι­κα­νο­νι­κός. Ἀ­πο­τε­λεῖ αἵ­ρε­ση. Ἄν κα­τα­λά­βα­με κα­λά, ὁ ἐ­λεγ­κτι­κός τῶν κα­κῶς ἐ­χόν­των καί κα­κῶς πρατ­το­μέ­νων λό­γος ἀ­πο­τε­λεῖ ἀ­ξι­ό­ποι­νη «αἵ­ρε­ση», ἐ­νῶ ἡ ἴ­δια ἡ (ἐ­λεγ­χό­με­νη) αἵ­ρε­ση ἀ­πο­κλεί­ε­ται τοῦ ἐ­λέγ­χου. Ὦ τῆς πα­ρα­φρο­σύ­νης...!
Ἀ­να­φέ­ρου­με καί πά­λι ἕ­να σύγ­χρο­νο συγ­κε­κρι­μέ­νο πα­ρά­δειγ­μα μέ­σα ἀ­πό τό ὁ­ποῖ­ο φα­νε­ρώ­νε­ται τό μέ­γε­θος τῆς ἀν­τι­φα­τι­κό­τη­τας τῆς Συ­νο­δι­κῆς Ἐγ­κυ­κλί­ου:
Ἡ νέ­α ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γί­α τοῦ Οἰ­κου­με­νι­κοῦ Πα­τριά­ρχη κ. Βαρ­θο­λο­μαί­ου, ἡ ὁ­ποί­α εἶ­ναι και­νο­φα­νής καί πα­ρεκ­κλί­νει ἀ­πό τήν ὀρ­θό­δο­ξη ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γί­α δέν θά πρέ­πει νά γί­νει ἀν­τι­κεί­με­νο κρι­τι­κῆς καί ἐ­λέγ­χου ἀ­πό ὀρ­θο­δό­ξου πλευ­ρᾶς; Καί στήν πε­ρί­πτω­ση αὐ­τή τί θά πρέ­πει νά θε­ω­ρη­θεῖ αἵ­ρε­ση; Ἡ πα­πο­κεν­τρι­κή ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γί­α τῆς Β΄ Βα­τι­κα­νῆς Συ­νό­δου τήν ὁ­ποί­α υἱ­ο­θε­τεῖ καί προ­βά­λλει ὁ κ. Βαρ­θο­λο­μαῖ­ος, πού θε­ω­ρεῖ τήν Ἐκ­κλη­σί­α δι­ηρη­μέ­νη ἤ ἡ πί­στη στήν αὐ­το­συ­νει­δη­σί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας ὅ­τι αὐ­τή ἀ­πο­τε­λεῖ τήν «Μί­α Ἁ­γί­α Κα­θο­λι­κή καί Ἀ­πο­στο­λι­κή Ἐκ­κλη­σί­α»;
Στήν Θ΄ Γε­νι­κή Συ­νέ­λευ­ση τοῦ ΠΣΕ στό Porto Alegre τῆς Βρα­ζι­λί­ας οἱ ὀρ­θό­δο­ξοι ἀν­τι­πρό­σω­ποι (καί τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος) ἀ­πο­δέ­χθη­καν τήν και­νο­φα­νῆ καί παν­τε­λῶς ἀ­πα­ρά­δε­κτη θε­ο­λο­γι­κά ἄ­πο­ψη ὅ­τι «Κά­θε ἐκ­κλη­σί­α(σημ. πού συμ­με­τέ­χει στό Π.Σ.Ε.) εἶ­ναι ἡ κα­θο­λι­κὴ Ἐκ­κλη­σί­α καὶ ὄ­χι ἁ­πλὰ ἕ­να μέ­ρος της. Κά­θε ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι ἡ Ἐκ­κλη­σί­α κα­θο­λι­κή, ἀλ­λὰ ὄ­χι στὴν ὁ­λό­τη­τά της. Κά­θε ἐκ­κλη­σί­α ἐκ­πλη­ρώ­νει τὴν κα­θο­λι­κό­τη­τά της ὅ­ταν εἶ­ναι σὲ κοι­νω­νί­α μὲ τὶς ἄλ­λες ἐκ­κλη­σί­ες»­(­!­) (P­o­r­to A­l­e­g­re, Φε­βρουά­ριος 2006).
Ἀ­νά­λο­γες ἀν­τορ­θό­δο­ξες ἀ­πό­ψεις ἐ­πα­να­δι­α­τυ­πώ­θη­καν καί στήν Ι΄ Γε­νι­κή Συ­νέ­λευ­ση τοῦ ΠΣΕ στό Bushan τῆς Νο­τί­ου Κο­ρέ­ας τόν Νο­έμ­βριο τοῦ 2013 μέ τήν συμ­με­το­χή καί τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος.
Καί στά δύ­ο αὐ­τά κεί­με­να ἀ­σκή­θη­κε δρι­μύ­τα­τη κρι­τι­κή ἀ­πό ὀρ­θο­δό­ξους κλη­ρι­κούς, μο­να­χούς, θε­ο­λό­γους, ἀλ­λά καί Ἐ­πι­σκό­πους τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος.
Εὔ­λο­γα, λοι­πόν, τί­θε­ται τό ἐ­ρώ­τη­μα μέ βά­ση τό «Ἐγ­κύ­κλιο Ση­μεί­ω­μα»: Ποῦ βρί­σκε­ται τε­λι­κά ἡ αἵ­ρε­ση; Στίς ἀν­τορ­θό­δο­ξες ἀ­πό­ψεις καί στίς πα­ρε­κτρο­πές ἀ­πό τήν ὀρ­θό­δο­ξη δογ­μα­τι­κή δι­δα­σκα­λί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας καί σέ αὐ­τούς πού τίς ἐκ­φρά­ζουν ἤ στήν κρι­τι­κή καί τόν ἔ­λεγ­χο αὐ­τῶν τῶν πα­ρε­κτρο­πῶν καί τῶν πα­ρε­κτρε­πο­μέ­νων καί σ’ αὐ­τούς πού τήν ἀ­σκοῦν;
Ἀλ­λά ὁ τρο­με­ρός αὐ­τός χα­ρα­κτη­ρι­σμός τοῦ ἐ­λεγ­κτι­κοῦ λό­γου ὡς αἵ­ρε­ση, δέν ἔ­γι­νε τυ­χαί­α. Δό­θη­κε γιά νά δι­και­ο­λο­γη­θεῖ ἡ ἀ­πει­λή τῆς κα­τα­κλεί­δας τοῦ «Ἐγ­κυ­κλί­ου Ση­μει­ώ­μα­τος»: «Ἀ­πο­τε­λεῖ πε­ρι­ε­χό­με­νο ποι­μαν­τι­κῆς εὐ­θύ­νης ἑ­κά­στου Ἐ­πι­σκό­που ἡ πα­ρα­κο­λού­θη­ση καί ἐ­πί­βλε­ψη τῆς τη­ρή­σε­ως τῶν ὡς  ἄ­νω ὅ­ρων, ὅ­πως καί ἡ λή­ψη κα­ταλ­λή­λων μέ­τρων πρός παῦ­σιν τυ­χόν φαι­νο­μέ­νων ἐ­κτρο­πῆς».
Ὅ ἐ­στι με­θερ­μη­νευ­ό­με­νο: Ναί μέν δέν μπο­ροῦ­με νά ζη­τή­σου­με νά λει­τουρ­γοῦν με­τά ἀ­πό προ­η­γού­με­νη ἔγ­κρι­ση καί ἄ­δεια (ὅ­πως τά ἐ­νο­ρια­κά κ.λπ.) καί τά προ­σω­πι­κά ἱ­στο­λό­για καί ἀ­ναρ­τή­σεις κλη­ρι­κῶν καί μο­να­χῶν, ὡ­στό­σο δέν εἶ­στε ἀ­νε­ξέ­λεγ­κτοι. Στήν ἐ­ξου­σί­α τοῦ ἐ­πι­σκό­που σας ἐ­να­πό­κει­ται (προ­φα­νῶς λό­γω τῆς «εἰ­δι­κῆς κυ­ρι­αρ­χι­κῆς σχέ­σης») νά πα­ρα­κο­λου­θεῖ τά δη­μο­σι­εύ­μα­τά σας καί ἄν κρί­νει (μέ ἀ­προσ­δι­ό­ρι­στα πάν­τως στήν ἐγ­κύ­κλιο κρι­τή­ρια) ὅ­τι συ­νι­στοῦν «λό­γο δι­χα­στι­κό, προ­πα­γαν­δι­στι­κό, πα­ρα­τα­ξια­κό, ἐμ­πα­θῆ, προ­σβλη­τι­κό γιά τήν τι­μή ὁ­ποι­ου­δή­πο­τε ἄλ­λου, σχι­σμα­τι­κό πρός τόν ἐ­πι­χώ­ριο ἐ­πί­σκο­πο ἤ ἄλ­λους ἐκ­κλη­σι­α­στι­κούς ἡ­γέ­τες», ἡ δί­ω­ξη στοι­χει­ο­θε­τή­θη­κε ἤ­δη. Κλή­ση σέ ἀ­πο­λο­γί­α καί πα­ρα­πομ­πή στό ἐ­πι­σκο­πι­κό ἤ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό δι­κα­στή­ριο. Ἰ­δού, ἡ ἀ­πει­λή τῆς κα­τα­κλεί­δας.
Πρά­ξη κα­θα­ρά ἀ­νε­λεύ­θε­ρη, πρά­ξη αὐ­θαι­ρε­σί­ας, πρά­ξη φα­σι­στι­κή. Ὄ­χι πάν­τως ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή. Βα­ρύς ὁ χα­ρα­κτη­ρι­σμός, ἀλ­λά πιό βα­ρύ τό ὀ­λί­σθη­μα τῶν συν­τα­κτῶν τοῦ «Ἐγ­κυ­κλί­ου Ση­μει­ώ­μα­τος».
Ἅς μά­θουν λοι­πόν πώ­ς ἡ ἐ­λευ­θε­ρί­α τοῦ λό­γου δέν εἶ­ναι ὑ­πο­χρέ­ω­ση, εἶ­ναι κα­θῆ­κον! «Ἡ δη­μο­σί­ευ­ση εἶ­ναι ἡ ψυ­χή τῆς δι­και­ο­σύ­νης», γρά­φε­ται στήν πρώ­τη σε­λί­δα τῆς Ἕ­νω­σης Συν­τα­κτῶν Ἡ­με­ρή­σι­ων Ἐ­φη­με­ρί­δων Ἀ­θη­νῶν. Τέ­τοι­α ἀ­πό­πει­ρα λο­γο­κρι­σί­ας εἶ­χε πολ­λά χρό­νια νά δεῖ αὐ­τός ὁ τό­πος καί μᾶς γυρ­νά­ει σέ μαῦ­ρες ἐ­πο­χές! 
Ἀλ­λά, νά εἶ­ναι βέ­βαι­οι ὅ­τι τό ζη­τού­με­νο (ἔ­λεγ­χος καί σί­γα­ση τῶν μα­χη­τι­κῶν ἱ­στο­λο­γί­ων) δέν θά ἐ­πι­τευ­χθεῖ. Κατ΄ ἀρ­χήν για­τί εἶ­ναι μέ­τρο ἀ­νε­λεύ­θε­ρο, ἄ­ρα ἀ­νί­ε­ρο καί δέν θά τό εὐ­λο­γή­σει ὁ Θε­ός. Καί κα­τά δεύ­τε­ρο για­τί εἶ­ναι μέ­τρο ἐν­τε­λῶς πα­ρά­νο­μο καί ἀν­τί­θε­το στό Σύν­ταγ­μα, τό ὁ­ποῖ­ο εἴ­τε τό θέ­λουν εἴ­τε δέν τό θέ­λουν ἰ­σχύ­ει καί ἐ­φαρ­μό­ζε­ται γιά ὅ­λους ἀ­νε­ξαί­ρε­τα τούς Ἕλ­λη­νες, λα­ϊ­κούς, κλη­ρι­κούς καί μο­να­χούς.
Πρῶ­τα ἀ­π' ὅ­λα πρέ­πει νά ἀ­ναι­ρε­θεῖ ἡ -δι­α­φαι­νό­με­νη στό «Ἐγ­κύ­κλιο Ση­μεί­ω­μα»- ἐ­σφαλ­μέ­νη θέ­ση ὅ­τι οἱ κλη­ρι­κοί καί μο­να­χοί, προ­σελ­θόν­τες στόν κλῆ­ρο ἤ στό μο­να­χι­σμό, παύ­ουν νά ἔ­χουν πλή­ρη τά συν­ταγ­μα­τι­κά δι­και­ώ­μα­τα στο­χα­σμοῦ, λό­γου καί ἐ­λευ­θε­ρί­ας τοῦ τύ­που, πού ἔ­χουν ὅ­λοι οἱ πο­λί­τες, δι­ό­τι -γε­νό­με­νοι κλη­ρι­κοί καί μο­να­χοί- ὄ­χι μό­νο ἔ­χουν ὑ­πο­χρέ­ω­ση αὐ­το­πε­ρι­ο­ρι­σμοῦ τῶν δι­και­ω­μά­των τους αὐ­τῶν, ἀλ­λά ἐ­πί πλέ­ον τε­λοῦν καί σέ «εἰ­δι­κή κυ­ρι­αρ­χι­κή σχέ­ση» μέ τόν προ­σω­πι­κό τους ἐ­πί­σκο­πο. Πε­ρι­γρά­φε­ται δη­λα­δή ἕ­να εἶ­δος «μι­σε­ροῦ»  πο­λί­τη, λί­γο κλη­ρι­κός-μο­να­χός, λί­γο πο­λί­της, ἕ­νας πο­λί­της μει­ω­μέ­νων δι­και­ω­μά­των.
Πρό­κει­ται γιά μί­α αὐ­θαί­ρε­τη νο­μι­κή κα­τα­σκευ­ή πού σέ κα­νέ­να συν­ταγ­μα­τι­κό ἤ ἄλ­λο νο­μο­θε­τι­κό πο­λι­τεια­κό κεί­με­νο δέν θε­με­λι­ώ­νε­ται. «Οἱ Ἕλ­λη­νες εἶ­ναι ἴ­σοι ἐ­νώ­πιον τοῦ νό­μου. Οἱ Ἕλ­λη­νες καί οἱ Ἑλ­λη­νί­δες ἔ­χουν ἴ­σα δι­και­ώ­μα­τα καί ὑ­πο­χρε­ώ­σεις» (ἄρ­θρο 4 παρ. 1 καί 2 Συντ.). Τῆς ἰ­σό­τη­τας αὐ­τῆς ἑ­πο­μέ­νως δέν ἐ­ξαι­ροῦν­ται οἱ κλη­ρι­κοί καί οἱ μο­να­χοί. Καί αὐ­τό, ὅ­πως θά ἐ­ξη­γή­σου­με, τό ἔ­χει ἐ­πα­να­λά­βει καί ἄλ­λες φο­ρές ἡ νο­μο­λο­γί­α τῶν ἀ­νω­τέ­ρω δι­κα­στη­ρί­ων.
Δέν ἀρ­νού­μα­στε ὅ­τι ἡ ἑ­κού­σια προ­σχώ­ρη­ση κά­ποι­ου στόν κλῆ­ρο ἤ στό μο­να­χι­σμό συ­νε­πά­γε­ται τήν ἀ­νά­λη­ψη ὑ­πο­χρε­ώ­σε­ων καί εὐ­θυ­νῶν πού πη­γά­ζουν ἀ­πό τό λει­τούρ­γη­μά του ἤ ἀ­πό τίς μο­να­χι­κές ὑ­πο­σχέ­σεις του. Οἱ τε­λευ­ταῖ­ες μά­λι­στα δί­νον­ται κα­τά τήν κου­ρά. Οἱ ὑ­πο­σχέ­σεις ὅ­μως αὐ­τές (καί ἀν­τί­στοι­χα ἡ δη­μι­ουρ­γού­με­νη ὑ­πο­χρέ­ω­ση φυ­λά­ξε­ώς τους) δί­δον­ται πρός τόν Θε­ό, ὄ­χι πρός ἄν­θρω­πο ἤ πρός τήν Πο­λι­τεί­α. Συ­νι­στοῦν τήν πνευ­μα­τι­κοῦ πε­ρι­ε­χο­μέ­νου σύμ­βα­ση τοῦ μο­να­χοῦ μέ τό Θε­ό μέ ἰ­σό­βια ἰ­σχύ. Γι' αὐ­τό πρέ­πει νά νο­η­θοῦν ὑ­πό τήν πνευ­μα­τι­κή καί ὄ­χι τή νο­μι­κή ἔν­νοι­ά τους. Ἑ­πο­μέ­νως, ὡς μή ἀ­πευ­θυ­νό­με­νες πρός ἄν­θρω­πο ἤ πρός τήν Πο­λι­τεί­α, δέν γεν­νοῦν ἀν­τί­στοι­χες νο­μι­κές ὑ­πο­χρε­ώ­σεις πού συ­νε­πά­γον­ται ἔκ­πτω­ση ἀ­πό τά βα­σι­κά ἀν­θρώ­πι­να δι­και­ώ­μα­τα καί ἐ­λευ­θε­ρί­ες. Ὁ κλη­ρι­κός καί ὁ μο­να­χός δέν παύ­ει νά εἶ­ναι συγ­χρό­νως καί ἰ­σό­τι­μος πο­λί­της, φο­ρέ­ας τῶν δι­και­ω­μά­των αὐ­τῶν. Αὐ­τός θά κρί­νει καί θά ἀ­πο­φα­σί­σει κυ­ρι­αρ­χι­κά ἄν θά αὐ­το­πα­ραι­τη­θεῖ καί δέν θά ἀ­σκή­σει κά­ποι­ο ἀ­πό τά δι­και­ώ­μα­τα αὐ­τά ὅ­ταν ἔρ­χε­ται σέ σύγ­κρου­ση μέ τίς πνευ­μα­τι­κές ὑ­πο­σχέ­σεις του.
Ἡ ἐ­λευ­θε­ρί­α τοῦ λό­γου δι­α­σφα­λί­ζε­ται ἀ­πό τά ἄρ­θρα τοῦ Συν­τάγ­μα­τος 5  παρ. 1, 5Α, 14 παρ. 1 καί 2.
Τό ἄρ­θρο 5 παρ. 1 ὁ­ρί­ζει: Κα­θέ­νας ἔ­χει δι­καί­ω­μα νά ἀ­να­πτύσ­σει ἐ­λεύ­θε­ρα τήν προ­σω­πι­κό­τη­τά του καί νά  συμ­με­τέ­χει στήν κοι­νω­νι­κή, οἰ­κο­νο­μι­κή καί πο­λι­τι­κή ζω­ή τῆς Χώ­ρας, ἐ­φό­σον δέν  προ­σβάλ­λει τά δι­και­ώ­μα­τα τῶν ἄλ­λων καί δέν πα­ρα­βιά­ζει τό Σύν­ταγ­μα ἤ τά χρη­στά ἤ­θη.
Τό ἄρ­θρο 5Α ὁ­ρί­ζει: 1. Κα­θέ­νας ἔ­χει δι­καί­ω­μα στήν πλη­ρο­φό­ρη­ση, ὅ­πως νό­μος ὁ­ρί­ζει. Πε­ρι­ο­ρι­σμοί στό δι­καί­ω­μα αὐ­τό εἶ­ναι δυ­να­τόν νά ἐ­πι­βλη­θοῦν μέ νό­μο μό­νο ἐ­φό­σον εἶ­ναι ἀ­πο­λύ­τως ἀ­ναγ­καῖ­οι καί δι­και­ο­λο­γοῦν­ται γιά λό­γους ἐ­θνι­κῆς ἀ­σφά­λειας, κα­τα­πο­λέ­μη­σης τοῦ ἐγ­κλή­μα­τος ἤ προ­στα­σί­ας δι­και­ω­μά­των καί συμ­φε­ρόν­των τρί­των. 2. Κα­θέ­νας ἔ­χει δι­καί­ω­μα συμ­με­το­χῆς στήν Κοι­νω­νί­α τῆς Πλη­ρο­φο­ρί­ας. Ἡ δι­ευ­κό­λυν­ση τῆς πρό­σβα­σης στίς πλη­ρο­φο­ρί­ες πού δι­α­κι­νοῦν­ται ἠ­λε­κτρο­νι­κά, κα­θώς καί τῆς πα­ρα­γω­γῆς, ἀν­ταλ­λα­γῆς καί δι­ά­δο­σής τους ἀ­πο­τε­λεῖ ὑ­πο­χρέ­ω­ση τοῦ Κρά­τους, τη­ρου­μέ­νων πάν­το­τε τῶν ἐγ­γυ­ή­σε­ων τῶν ἄρ­θρων 9, 9Α καί 19.
Τό ἄρ­θρο 14 παρ.1 καί 2 ὁ­ρί­ζει: 1. Κα­θέ­νας μπο­ρεῖ νά ἐκ­φρά­ζει καί νά δι­α­δί­δει προ­φο­ρι­κά, γρα­πτά καί διά τοῦ τύ­που τούς στο­χα­σμούς του τη­ρών­τας τούς νό­μους τοῦ Κρά­τους. 2. Ὁ τύ­πος εἶ­ναι ἐ­λεύ­θε­ρος. Ἡ λο­γο­κρι­σί­α καί κά­θε ἄλ­λο προ­λη­πτι­κό μέ­τρο ἀ­πα­γο­ρεύ­ον­ται.
Ἐ­πί­σης, ἡ ἐ­λευ­θε­ρί­α τοῦ λό­γου δι­α­σφα­λί­ζε­ται καί ἀ­πό τό ἄρ­θρο 10 τῆς ΕΣΔΑ πού ἔ­χει ὑ­περ­νο­μο­θε­τι­κή ἰ­σχύ καί ὁ­ρί­ζει ὅ­τι: Πᾶν πρό­σω­πον ἔ­χει δι­καί­ω­μα εἰς τήν ἐ­λευ­θε­ρί­αν ἐκ­φρά­σε­ως. Τό δι­καί­ω­μα τοῦ­το πε­ρι­λαμ­βά­νει τήν ἐ­λευ­θε­ρί­αν γνώ­μης, ὡς καί τήν ἐ­λευ­θε­ρί­αν λή­ψε­ως ἤ με­τα­δό­σε­ως πλη­ρο­φο­ρι­ῶν ἤ ἰ­δε­ῶν ἄ­νευ ἐ­πεμ­βά­σε­ως δη­μο­σί­ων ἀρ­χῶν καί ἀ­σχέ­τως συ­νό­ρων.
Τά κεί­με­να εἶ­ναι σα­φέ­στα­τα: Κα­νείς δέν ἐξαι­ρεῖ­ται ἀ­πό τήν ἐ­λευ­θε­ρί­α τοῦ λό­γου. Ἑ­πο­μέ­νως, οἱ κλη­ρι­κοί καί οἱ μο­να­χοί ἀ­πο­λαύ­ουν πλή­ρως τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας τοῦ λό­γου, ὅ­πως καί κά­θε ἄλ­λος πο­λί­της.
Ἤ­δη αὐ­τό ἔ­χει κρι­θεῖ ἀ­με­τά­κλη­τα ἀ­πό τό ΣτΕ. Δι­ό­τι δέν εἶ­ναι ἡ πρώ­τη φο­ρά πού ἡ δι­οι­κοῦ­σα Ἱ­ε­ραρ­χί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος ἀ­πο­πει­ρά­θη­κε νά ἐ­λέγ­ξει τό λό­γο καί νά λο­γο­κρί­νει τούς κλη­ρι­κούς καί τούς μο­να­χούς.
Τό 1983 ἐ­ξέ­δω­σε τήν ἀ­πό 9.9.1983 Ἐγ­κύ­κλιό της μέ τήν ὁ­ποί­α ὅ­ρι­ζε ὅ­τι, ὅ­σοι κλη­ρι­κοί καί μο­να­χοί προ­τί­θεν­ται νά ὁ­μι­λή­σουν ἀ­πό ρα­δι­ο­φώ­νου ἤ τη­λε­ο­ρά­σε­ως, πρέ­πει νά λά­βουν -εἰ­δι­κή πρός τοῦ­το- προ­η­γού­με­νη ἄ­δεια τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Συ­νό­δου, ἐ­φό­σον βέ­βαι­α γνω­στο­ποι­ή­σουν ἐ­νω­ρί­τε­ρα τό θέ­μα γιά τό ὁ­ποῖ­ο θά ὁ­μι­λή­σουν καί τίς θέ­σεις πού θά ἀ­να­πτύ­ξουν. Ὁ ὁ­ρι­σμός τῆς προ­λη­πτι­κῆς λο­γο­κρι­σί­ας. Ὡς δι­και­ο­λο­γί­α τοῦ προ­λη­πτι­κοῦ αὐ­τοῦ μέ­τρου δι­α­τυ­πώ­θη­κε ὅ­τι δέν ἐ­πι­θυ­μεῖ μέν ἡ Ἐκ­κλη­σί­α νά στε­ρή­σει τήν ἐ­λευ­θε­ρί­α γνώ­μης καί ἐκ­φρά­σε­ως τῶν κλη­ρι­κῶν ἀλ­λά ἀ­πο­βλέ­πει στήν πε­ρι­φρού­ρη­ση τοῦ κύ­ρους αὐ­τῶν καί ἐ­πι­θυ­μεῖ ὁ λα­ός νά πλη­ρο­φο­ρεῖ­ται μέ αὐ­θεν­τι­κό τρό­πο τίς θέ­σεις τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ὡ­στό­σο, ἕ­νας μα­χη­τι­κός κλη­ρι­κός (ἐ­φη­μέ­ριος τοῦ Να­οῦ τῆς Ἀ­να­λή­ψε­ως Βρι­λησ­σί­ων Ἀτ­τι­κῆς) προ­σέ­βα­λε τήν Ἐγ­κύ­κλιο αὐ­τή ἐ­νώ­πιον τοῦ ΣτΕ, πα­ρα­πο­νού­με­νος ὅ­τι προ­σβάλ­λε­ται τό συν­ταγ­μα­τι­κό του δι­καί­ω­μα τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας τοῦ λό­γου. Τό ΣτΕ μέ τήν ὑ­π' ἀ­ριθ. 3471/1985 ἀ­πό­φα­σή του (ΝοΒ 1986 σελ. 117) ἔ­κρι­νε κα­τ' ἀρ­χήν ὅ­τι τό ζή­τη­μα αὐ­τό δέν εἶ­ναι πνευ­μα­τι­κό καί μά­λι­στα ζή­τη­μα πνευ­μα­τι­κῆς ὑ­πα­κο­ῆς, ὅ­πως ἀ­βά­σι­μα ὑ­πο­στή­ρι­ξε ἡ Ἐκ­κλη­σί­α τῆς Ἑλ­λά­δος γιά νά ἀ­πο­φύ­γει τόν ἀ­κυ­ρω­τι­κό ἔ­λεγ­χο τοῦ ΣτΕ, ἀλ­λά δι­οι­κη­τι­κό, ἀ­να­γό­με­νο στήν ἄ­σκη­ση συν­ταγ­μα­τι­κοῦ δι­και­ώ­μα­τος. Πε­ραι­τέ­ρω, ἄν καί ἔμ­με­σα ἔ­κρι­νε ὅ­τι μέ τήν Ἐγ­κύ­κλιο δέν προ­βλε­πό­ταν ἁ­πλά ἡ πα­ρο­χή ὁ­δη­γι­ῶν γιά τίς ἐμ­φα­νί­σεις τῶν κλη­ρι­κῶν στήν τη­λε­ό­ρα­ση κ.λπ., ἀλ­λά εἰ­σή­γε­το ὁ κα­νό­νας τῆς προ­η­γού­με­νης ἄ­δειας γιά τήν ἄ­σκη­ση τοῦ δι­και­ώ­μα­τος τοῦ λό­γου, δέν προ­χώ­ρη­σε ἐν τέ­λει στή δι­α­πί­στω­ση τῆς ἀν­τι­συν­ταγ­μα­τι­κό­τη­τας τοῦ μέ­τρου, δι­ό­τι ἡ προ­σβαλ­λό­με­νη τό­τε Ἐγ­κύ­κλιος (ὅ­πως ἄλ­λω­στε καί ἡ πρό­σφα­τη) δέν εἶ­χε δη­μο­σι­ευ­θεῖ στήν ΕτΚ καί ἄ­ρα δέν εἶ­χε νό­μι­μη ὑ­πό­στα­ση, μή πα­ρά­γου­σα ὑ­πο­χρε­ώ­σεις. Καί γιά τό λό­γο αὐ­τό τήν ἀ­κύ­ρω­σε.
 Πα­ρο­μοί­ως εἶ­χε ἀ­πο­φαν­θεῖ τό ΣΤΕ μέ τήν ὑ­π' ἀ­ριθ. 2236/1980 ἀ­πό­φα­σή του (ΝοΒ 1980 σελ. 1813) καί σέ ἕ­να ἄλ­λο ζή­τη­μα ἀ­το­μι­κῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας κλη­ρι­κοῦ. Ἕ­νας κλη­ρι­κός προ­σέ­φυ­γε κα­τά τῆς ἀρ­νή­σε­ως τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος νά τοῦ χο­ρη­γή­σει ἄ­δεια ἀ­πο­δη­μί­ας στό ἐ­ξω­τε­ρι­κό. Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ἐ­ξέ­δω­σε τήν ἀ­πα­γό­ρευ­ση ἐ­ξό­δου ἀ­πό τή Χώ­ρα βά­σει τοῦ ἄρ­θρου 56 παρ. 1, 2 τοῦ νό­μου 590/1977 (Κ.Χ.). Τό ΣτΕ κατ΄ ἀρ­χήν ἔ­κρι­νε ὅ­τι καί τό ζή­τη­μα αὐ­τό δέν εἶ­ναι πνευ­μα­τι­κό δι­ό­τι δέν σχε­τί­ζε­ται μέ τήν ὀ­φει­λό­με­νη στήν Ἐκ­κλη­σί­α πνευ­μα­τι­κή ὑ­πα­κο­ή, ὅ­πως ἀ­βά­σι­μα ὑ­πο­στή­ρι­ξε ἡ Ἐκ­κλη­σί­α τῆς Ἑλ­λά­δος γιά νά ἀ­πο­φύ­γει τόν ἀ­κυ­ρω­τι­κό ἔ­λεγ­χο τοῦ ΣτΕ, ἀλ­λά ζή­τη­μα δι­οι­κη­τι­κό, ἀ­να­γό­με­νο στήν ἄ­σκη­ση συν­ταγ­μα­τι­κοῦ δι­και­ώ­μα­τος τῆς ἐ­λεύ­θε­ρης δι­α­κι­νή­σε­ως. Ἐν τέ­λει ἀ­κύ­ρω­σε τήν ἀ­πα­γό­ρευ­ση δι­ό­τι ἔ­κρι­νε ὅ­τι οἱ δι­α­τά­ξεις τοῦ ἄρ­θρου 56 τοῦ Κ.Χ. κα­θι­ε­ρώ­νουν ἐ­πί τοῦ θέ­μα­τος τῆς με­τα­κι­νή­σε­ως τῶν κλη­ρι­κῶν καί μο­να­χῶν δι­α­κρι­τι­κή -καί ἑ­πο­μέ­νως ἀ­νε­πί­τρε­πτη- ἐ­ξου­σί­α τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Συ­νό­δου ὡς ἀρ­χῆς, ἡ ὁ­ποί­α ὅ­μως ἀν­τί­κειται στό ἄρ­θρο 5 τοῦ Συντ. Τό ἄρ­θρο αὐ­τό ἐ­πι­τρέ­πει μό­νον τήν διά νό­μου θέ­σπι­ση, κα­τά τρό­πο μά­λι­στα γε­νι­κό καί ἀν­τι­κει­με­νι­κό καί ὄ­χι δι­α­κρι­τι­κό, πε­ρι­ο­ρι­σμῶν στήν ἐ­λεύ­θε­ρη κί­νη­ση ἤ ἐγ­κα­τά­στα­ση στήν Χώ­ρα, κα­θώς καί στήν ἐ­λεύ­θε­ρη ἔ­ξο­δο καί εἴ­σο­δο σ' αὐ­τήν κά­θε Ἕλ­λη­να, συ­νε­πῶς καί κλη­ρι­κῶν.
Με­τά ἀ­πό αὐ­τά γί­νε­ται εὔ­κο­λα φα­νε­ρό ποιά θά εἶ­ναι ἡ νο­μι­κή τύ­χη μί­ας νέ­ας προ­σφυ­γῆς κα­τά τοῦ νέ­ου «Ἐγ­κυ­κλί­ου Ση­μει­ώ­μα­τος».
Ὡ­στό­σο, δέν εἶ­ναι κα­λό οἱ δι­οι­κοῦν­τες τήν Ἐκ­κλη­σί­α ἱ­ε­ράρ­χες νά ἀ­ναγ­κά­ζουν κλη­ρι­κούς καί μο­να­χούς νά προ­σφεύ­γουν στήν κο­σμι­κή δι­και­ο­σύ­νη γιά νά βροῦν τό δί­και­ό τους. Πρέ­πει μό­νοι τους νά ἀ­να­λο­γι­στοῦν τό  ἀ­τό­πη­μα καί νά ἀ­να­κα­λέ­σουν πά­ραυ­τα τήν Ἐγ­κύ­κλιο.
Δι­α­φο­ρε­τι­κά οἱ κλη­ρι­κοί καί οἱ μο­να­χοί, ἀλ­λά καί οἱ ἐ­νο­ρί­ες καί οἱ μο­νές πρέ­πει νά τήν πα­ρα­βλέ­ψουν, νά μήν πτο­η­θοῦν ἀ­πό τίς ἀ­πει­λές καί νά τήν κα­ταρ­γή­σουν διά τῆς ἀ­χρη­σί­ας. Γεν­ναι­ό­τη­τα καί ὁ­μο­λο­για­κό φρό­νη­μα χρει­ά­ζε­ται.
«ΛΑΛΕΙ ΚΑΙ ΜΗ ΣΙΩΠΗΣῌΣ» (Πράξ. 18,9)
«Ἐν­το­λή γάρ Κυ­ρί­ου μή σι­ω­πᾶν ἐν και­ρῷ κιν­δυ­νευ­ού­σης πί­στε­ως. Λά­λει γάρ, φη­σί, καί μή σι­ώ­πα» (Ἁ­γί­ου Θε­ο­δώ­ρου Στου­δί­του, Ἐ­πι­στο­λή ΠΑ΄ πρός τόν Παν­το­λέ­ον­τα Λο­γο­θέ­τη, PG. 99, 1321). 
«Ἡ σι­γή τῶν λό­γων (τῆς ἀ­λη­θεί­ας) ἀ­ναί­ρε­σις τῶν λό­γων (τῆς πί­στε­ως) ἐ­στί» (Ἁ­γί­ου Μα­ξί­μου Ὁ­μο­λο­γη­τοῦ, PG. 90, 165).  
«Ταῦ­τα καί λα­ϊ­κοῖς νο­μο­θε­τῶ, ταῦ­τα καί πρε­σβυ­τέ­ροις ἐν­τέλ­λο­μαι, ταῦ­τα καί τοῖς ἄρ­χειν πε­πι­στευ­μέ­νοις. Βο­η­θή­σα­τε τῷ λό­γῳ πάν­τες, ὅ­σοις τό δύ­να­σθαι βο­η­θεῖν ἐκ Θε­οῦ» (Ἁ­γί­ου Γρη­γο­ρί­ου Θε­ο­λό­γου, PG. 36, 308). 
«Ἐν τῷ και­ρῷ τού­τῳ, ἐν ᾧ ὁ Χρι­στός δι­ώ­κε­ται διά τῆς εἰ­κό­νος αὐ­τοῦ, οὐ μό­νον εἰ βαθ­μῷ τις καί γνώ­σει προ­έ­χων ἐ­στίν ὀ­φεί­λει δι­α­γω­νί­ζε­σθαι, λα­λῶν καί δι­δά­σκων τόν τῆς ὀρ­θο­δο­ξί­ας λό­γον, ἀλ­λά γάρ καί, εἰ μα­θη­τοῦ τά­ξιν ἐ­πέ­χων εἴ­η, χρε­ω­στεῖ παρ­ρη­σι­ά­ζε­σθαι τήν ἀ­λή­θειαν καί ἐ­λευ­θε­ρο­στο­μεῖν. Οὐκ ἐ­μός ὁ λό­γος τοῦ ἁ­μαρ­τω­λοῦ, ἀλ­λά τοῦ θεί­ου Χρυ­σο­στό­μου, ἐ­πί καί ἄλ­λων Πα­τέ­ρων» (Ἁ­γί­ου Θε­ο­δώ­ρου Στου­δί­του, Βι­βλί­ο Δεύ­τε­ρο, Ἐ­πι­στο­λή Β΄, Φι­λο­κα­λί­α 18Β΄, ἐκδ. Γρη­γό­ριος ὁ Πα­λα­μᾶς, Θεσ­σα­λο­νί­κη 1999, σελ. 292).
«Αὐ­τόν λοι­πόν (τόν λό­γο τόν αἱ­ρε­τι­κό πού μοῦ λέ­τε) δέν μπο­ρῶ νά τόν πῶ, οὔ­τε δι­δά­χθη­κα ἀ­πό τούς ἁ­γί­ους Πα­τέ­ρες νά τόν ὁ­μο­λο­γῶ. Αὐ­τό πού νο­μί­ζε­τε, ἔ­χε­τε τήν ἐ­ξου­σί­α καί νά τό κά­νε­τε.
Ἄ­κου­σε λοι­πόν, εἶ­παν (οἱ ἀ­πε­σταλ­μέ­νοι τοῦ Πα­τριά­ρχου)· Ὁ δε­σπό­της καί πα­τριά­ρχης ἔ­κρι­νε κα­λό μέ ἐ­πι­στο­λή τοῦ πά­πα Ρώ­μης νά ἀ­να­θε­μα­τι­στεῖς, ἄν δέν ὑ­πα­κού­σεις, καί νά ὑ­πο­στεῖς τόν θά­να­το πού θά σοῦ ὁ­ρί­σουν.
Ὅ,τι ὅ­ρι­σε ὁ Θε­ός γιά μέ­να πρίν ἀ­πό τούς αἰ­ῶ­νες, αὐ­τό ἄς ἐκ­πλη­ρω­θεῖ, ἀ­πάν­τη­σα σ’ αὐ­τούς ὅ­ταν τούς ἄ­κου­σα» (Ἀ­πάν­τη­ση Ἁ­γί­ου Μα­ξί­μου Ὁ­μο­λο­γη­τοῦ στόν Πα­τριά­ρχη, Ἐ­πι­στο­λή πρός μο­να­χόν Ἀ­να­στά­σιον, Φι­λο­κα­λί­α 15Β΄, ἐκδ. Γρη­γό­ριος ὁ Πα­λα­μᾶς, Θεσ­σα­λο­νί­κη 1995, σελ. 453).
«Πῶς οὖν ὁ Παῦ­λός φη­σι "πεί­θε­σθε τοῖς ἡ­γου­μέ­νοις ὑ­μῶν καί ὑ­πεί­κε­τε"; Ἀ­νω­τέ­ρω εἰ­πών, "ὧν ἀ­να­θε­ω­ροῦν­τες τήν ἔκ­βα­σιν τῆς ἀ­να­στρο­φῆς μι­μεῖ­σθε τήν πί­στιν", τό­τε εἶ­πε, "πεί­θε­σθε τοῖς ἡ­γου­μέ­νοις ὑ­μῶν καί ὑ­πεί­κε­τε". Τί οὖν, φη­σίν, ὅ­ταν πο­νη­ρός ᾖ, καί μή πει­θώ­με­θα; Πο­νη­ρός, πῶς λέ­γεις; εἰ μέν πί­στε­ως ἕ­νε­κεν, φεῦ­γε αὐ­τόν καί πα­ραί­τη­σαι, μή μό­νον ἄν ἄν­θρω­πος ᾖ, ἀλ­λά κἄν ἄγ­γε­λος ἐξ οὐ­ρα­νοῦ κα­τι­ών· εἰ δέ βί­ου ἕ­νε­κεν, μή πε­ρι­ερ­γά­ζου... ἐ­πεί καί τό, "μή κρί­νε­τε, ἵ­να μή κρι­θῆ­τε", πε­ρί βί­ου ἐ­στίν, οὐ πε­ρί πί­στε­ως» (Ἁγ. Ἰ­ω. Χρυ­σο­στό­μου, Ὑ­πό­μνη­μα εἰς τήν πρός Ἑ­βραί­ους Ἐ­πι­στο­λήν, Ὁ­μι­λί­α ΙΔ΄, 1, ΕΠΕ 25, σ. 372).
«Πα­ραγ­γε­λί­αν γάρ ἔ­χο­μεν ἐ­ξ’ αὐ­τοῦ τοῦ Ἀ­πο­στό­λου πα­ρ’ ὅ πα­ρε­λά­βο­μεν, πα­ρ’ ὅ οἱ κα­νό­νες τῶν κα­τά και­ρούς Συ­νό­δων, κα­θο­λι­κῶν τε καί το­πι­κῶν, ἐ­άν τις δογ­μα­τί­ζῃ ἤ προ­στάσ­σῃ ποι­εῖν ἡ­μᾶς, ἀ­πα­ρά­δε­κτον αὐ­τόν ἔ­χειν καί μη­δέ λο­γί­ζε­σθαι αὐ­τόν ἐν κλή­ρῳ ἁ­γί­ων» (Ἁ­γί­ου Θε­ο­δώ­ρου Στου­δί­του, Θε­ο­κτί­στῳ Μα­γί­στρῳ, PG. 99, 988).
«Ἐν­το­λή γάρ Κυ­ρί­ου μή σι­ω­πᾶν ἐν και­ρῷ κιν­δυ­νευ­ού­σης πί­στε­ως. Λά­λει γάρ, φη­σί, καί μή σι­ώ­πα. Καί, «Ἐ­άν ὑ­πο­στέλ­λη­ται, οὐκ εὐ­δο­κεῖ ἡ ψυ­χή μου ἐν αὐ­τῷ». Καί «Ἐ­άν οὗ­τοι σι­ω­πή­σω­σιν, οἱ λί­θοι κε­κρά­ξον­ται». Ὥ­στε, ὅ­τε πε­ρί πί­στε­ως ὁ λό­γος, οὐκ ἔ­στιν εἰ­πεῖν, Ἐ­γώ τίς εἰ­μι; Ἱ­ε­ρεύς; Ἀλ­λ' οὐ­δα­μοῦ. Ἄρ­χων; Καί οὐ­δ' οὕ­τως. Στρα­τι­ώ­της; Καί ποῦ; Γε­ωρ­γός; Καί οὐ­δ’ αὐ­τό τοῦ­το. Πέ­νης, μό­νον τήν ἐ­φή­με­ρον τρο­φήν πο­ρι­ζό­με­νος. Οὐ­δείς μοι λό­γος καί φρον­τίς πε­ρί τοῦ προ­κει­μέ­νου. Οὐ­ά, οἱ λί­θοι κρά­ξου­σι, καί σύ σι­ω­πη­λός­ καί ἄ­φρον­τις; ... Ὥ­στε καί αὐ­τός ὁ πέ­νης πά­σης ἀ­πο­λο­γί­ας ἐ­στέ­ρη­ται ἐν ἡ­μέ­ρᾳ κρί­σε­ως, μή τα­νῦν λα­λῶν, ὡς κρι­θη­σό­με­νος καί διά τοῦ­το μό­νον· μή ὅ­τι γέ τις τῶν ἐ­φε­ξῆς κα­θ’ ὑ­πε­ρο­χήν, μέ­χρις αὐ­τοῦ τοῦ τό δι­ά­δη­μα πε­ρι­κει­μέ­νου, ᾧ καί ἀ­νυ­πέρ­βλη­τον τό κρῖ­μα... Λά­λει, οὖν κύ­ρι­έ μου, λά­λει. Διά τοῦ­το κἀ­γώ ὁ τά­λας, δε­δοι­κώς τό κρι­τή­ριον (τῆς δευ­τέ­ρας πα­ρου­σί­ας), λα­λῶ. Φθέγ­ξαι ἕ­ως τῶν θε­ο­η­χῶν ὤ­των τοῦ εὐ­σε­βοῦς ἡ­μῶν βα­σι­λέ­ως, ἐ­πεί­περ εἶ τῶν ὑ­πε­ρε­χόν­των» (Ἁ­γί­ου Θε­ο­δώ­ρου Στου­δί­του, Ἐ­πι­στο­λή ΠΑ΄ πρός τόν Παν­το­λέ­ον­τα Λο­γο­θέ­τη, PG. 99, 1321).
«Εἰ γάρ δυ­σφη­μεῖ­ται Χρι­στός (νῦν δέ ἐν τῷ προ­σώ­πω τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας), πῶς ἡ­μεῖς σιω­πή­σω­μεν;» (Ἁ­γί­ου Κύ­ριλ­λου Ἀ­λε­ξαν­δρεί­ας, Μ. 4, 1016). 
το ειδαμε εδώ

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΛΟΥΚΑΣ Ο ΝΕΟΣ, Ο ΙΑΤΡΟΣ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΣΥΜΦΕΡΟΥΠΟΛΕΩΣ ΚΑΙ ΚΡΙΜΑΙΑΣ, Ο ΡΩΣΟΣ (11 ΙΟΥΝΙΟΥ)




Ο άγιος Πατήρ ημών Λουκάς ο νέος ήταν από την πόλη Κερτς της Χερσονήσου της Κριμαίας της Ρωσίας. Ο πατέρας του ονομαζόταν Φέλικας Στανισλάβοβιτς κι ήταν Ρωμαιοκαθολικός στην πίστη, κι η μητέρα του Μαρία Δημητρίεβνα κι ήταν πιστή ορθόδοξη. Γεννήθηκε το 1877. Πολλές φορές βρέθηκε κοντά στα άγια λείψανα των οσίων της Λαύρας του Κιέβου, όπου και έλαβε τα σπέρματα της θείας χάρης, τα οποία και αύξησε πολύ στην καρδιά του. Όταν μεγάλωσε σπούδασε την επιστήμη των ιατρών στο Πανεπιστήμιο του Κιέβου, στην οποία και αρίστευσε με τις επιδόσεις του. Έπειτα νυμφεύτηκε την Άννα Βασιλίγιεβνα, με την οποία απέκτησε τέσσερα τέκνα. Όταν πέθανε πρόωρα η γυναίκα του, χειροτονήθηκε ιερέας και μετά από λίγο επίσκοπος, αφού κάρηκε προηγουμένως μοναχός και έλαβε το όνομα Λουκάς, αφήνοντας το προηγούμενο Βαλεντίνος. Ως ιατρός και ιεράρχης ενισχύθηκε από τη θεία χάρη και ομολόγησε με θάρρος το όνομα του Χριστού ενώπιον δικαστικών βημάτων και αθέων ανδρών. Πέρασε αρκετό χρόνο από τη ζωή του στις φυλακές και υπέστη για την πίστη του διωγμούς και μαρτύρια, χωρίς να δειλιάσει καθόλου μπροστά στις απειλές και τα μηχανήματα του αρχεκάκου εχθρού. Ζώντας ο μακάριος πότε στη μία και πότε στην άλλη πόλη, λόγω της κατ᾽ αυτού μανίας των διωκτών αθέων, ως επίσκοπος στήριξε θεοφιλώς το πλήρωμα του λαού στις επισκοπές Τασκένδης, Ταμπώφ και Συμφερουπόλεως της Κριμαίας και αλλού, ενώ ως ιατρός διέσωσε από τον θάνατο σε πάρα πολλούς τόπους της Ρωσίας πολλούς αρρώστους. Του χάρισε ο Θεός και στην επίγεια ζωή, αλλά και μετά τον θάνατό του να ενεργεί υπερφυσικές δυνάμεις. Κοιμήθηκε εν ειρήνη στη Συμφερούπολη το 1961, αφήνοντας φήμη αγίου Ιεράρχου, σοφού ιατρού και ανυποχώρητου ομολογητή της ορθόδοξης πίστεώς μας”.


Ο άγιος Λουκάς ο νέος δεν είναι μόνον ότι έζησε πολύ κοντά στην εποχή μας, φανερώνοντας κι αυτός, όπως και πλήθος άλλων βεβαίως, ότι το Πνεύμα του Θεού ενεργεί σε κάθε εποχή εξίσου με τις παλαιές, αρκεί να βρει το κατάλληλο έδαφος της καρδιάς, αλλά και ότι υπήρξε μέγας επιστήμονας, διεθνούς φήμης και ακτινοβολίας, τόσο που οι μελέτες και τα συγγράμματά του πάνω σε θέμα ιατρικής θεωρούνται ορόσημα και πρωτοποριακά ακόμη και στις ημέρες μας, όπου η ιατρική και οι άλλες επιστήμες έχουν προχωρήσει πάρα πολύ λόγω των αλμάτων που έχει γίνει στην τεχνογνωσία. Κι όμως! Για την Εκκλησία μας, εκείνο που προέχει δεν είναι φυσικά η επιστημοσύνη του και το λαμπρό μυαλό του – αξιοσημείωτα πράγματι ως τάλαντα του Θεού -  αλλά η αγιότητά του, με την οποία βοήθησε παρηγορητικά πάρα πολύ τους ανθρώπους που συναναστράφηκε, όπως και τους ανθρώπους της κάθε εποχής, αφού ανήκοντας πια στη θριαμβεύουσα Εκκλησία, έχει την παρρησία εκείνη ενώπιον του Θεού, ώστε να μεσιτεύει για κάθε άνθρωπο, που προσέρχεται εν πίστει σ᾽ εκείνον και τα άγια λείψανά του. Κι αυτήν την προτεραιότητα της αγιωσύνης του επισημαίνουμε και στην ελληνική ακολουθία του αγίου, ποίημα του εξαιρέτου υμνογράφου της Εκκλησίας μας αρχιμανδρίτου τότε που την εποίησε, Μητροπολίτου τώρα Εδέσσης, Πέλλης και Αλμωπίας κ. Ιωήλ Φραγκάκου. Ο υμνογράφος δεν υποβαθμίζει ασφαλώς τη μεγαλοφυΐα του αγίου στον τομέα τον ιατρικό. Χωρίς να παραλείπει κάποιες αναφορές σ᾽ αυτήν, επιμένει όμως στις κατά Θεόν αρετές του, στην μαρτυρική ομολογία της πίστεώς του, στο χάρισμα της θαυματουργίας του. Και δικαίως: ο υμνογράφος κινείται θεολογικά, έχοντας ως κριτήριο το στοιχείο της αγιότητας, που μένει εις τον αιώνα, και όχι τα επίγεια και φυσικά προσόντα, τα οποία και παρέρχονται αλλά και μπορεί να καταστρέψουν τον άνθρωπο, αν δεν τα διαχειριστεί κατά το θέλημα του Θεού.

Έτσι π.χ. διαβάζουμε και ακούμε: ῾Γνωρίζοντας καλά την επίγεια, θύραθεν, σοφία, άγιε, θέλησες να γνωρίσεις την ιερή αλήθεια του Χριστού᾽(῾Σοφίαν την θύραθεν επιγιγνώσκων καλώς, ηθέλησας, άγιε, την ιεράν του Χριστού γνωρίσαι αλήθειαν᾽) (κάθισμα όρθρου). ῾Ξεχύθηκε, θεόφρον, η ιατρική σου χάρη σε όλη τη Ρωσία και έγινες ιατρός των νοσούντων, συγχρόνως όμως και χρημάτισες αρχιερέας αγιότατος, Συμφερουπόλεως και Κριμαίας και άλλων πόλεων, και φάνηκες άριστος ποιμενάρχης των λογικών προβάτων της Εκκλησίας του Χριστού᾽(῾Εξεχύθη, θεόφρον, η ιατρική σου χάρις επί πάσαν την Ρωσίαν, και γέγονας ιατρός των νοσούντων, άμα δε και χρηματίσας Αρχιερεύς εννομώτατος, Συμφερουπόλεως και Κριμαίας, και άλλων πόλεων, ώφθης ποιμενάρχης άριστος των λογικών προβάτων της Εκκλησίας του Χριστού᾽) (ιδιόμελο αντιφώνου όρθρου). Ο π. Ιωήλ διακρίνει τον πνευματικό τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζε ο άγιος Λουκάς ο νέος τις όποιες τιμές του απονέμονταν λόγω των ιατρικών γνώσεών του και της προσφοράς του στην πατρίδα του, όπως για παράδειγμα το βραβείο Στάλιν το 1946. Δέχτηκε μεν το βραβείο, αλλά δεν υπερηφανεύτηκε καθόλου, γιατί είχε τη  συναίσθηση πως ό,τι έκανε, το έκανε,  ευρισκόμενος απλώς πάνω στο καθήκον του ως χριστιανός. Γιατί; Διότι δεν έμενε στα πρόσκαιρα, όπως είπαμε, αλλά στα αιώνια του Θεού. ῾Σε εξύψωσαν στη γη οι άνθρωποι, αλλά έμεινες ταπεινός, Λουκά, γιατί ζήλεψες τα αιώνια και ανέφερες στον Θεό τα αξιοτίμητα δικά σου χαρίσματα, άγιε Πατέρα᾽(῾Υψώθης εν γη υπό ανθρώπων, αλλ᾽ έμεινας άτυφος, Λουκά, ζηλώσας τα ακίνητα και τω Θεώ απέδωκας τα σα αξιοτίμητα, άγιε Πάτερ, χαρίσματα᾽) (ωδή γ´).

Ο υμνογράφος επιμένει πολύ σε δύο ιδιαίτερα γνωρίσματα της αγιότητας του αγίου Λουκά: στο ανάργυρο των ιατρικών του υπηρεσιών και στη μαρτυρική ομολογία της πίστεώς του. Ο άγιος ανήκει στους αναργύρους ιατρούς. Ό,τι παλαιότερα ήταν οι άγιοι Κοσμάς και Δαμιανός, Παντελεήμων και Ερμόλαος, Κύρος και Ιωάννης, Σαμψών και Διομήδης, Θαλέλλαιος και Ερμόλαος, το ίδιο είναι στην εποχή μας ο άγιος Λουκάς ο νέος.  ῾Λουκάν τον νέον άγιον…τον ένδοξον Ανάργυρον…ανευφημήσωμεν πάντες᾽(εξαποστειλάριο). Και μολονότι ανάργυρος, ως έχοντας σύζυγο την πτωχεία, έτρεφε όμως τους πάντες, και με τον λόγο του από πλευράς πνευματικής, και με την προσφορά διαφόρων τροφών. ῾Αν και είχες λάβει την πτωχεία ως σύζυγο στη ζωή σου, έθρεψες πράγματι τα πλήθη του λαού σου με τα θεία σου λόγια και με τις τροφές, ως μέγας σιτοδότης του σώματος και του Πνεύματος, σε όλη τη Ρωσία, Λουκά θαυμάσιε᾽(῾Την πτωχείαν ως σύζυγον ειληφώς εν τω βίω σου, πλήθη του σου λαού τοις θείοις σου ρήμασι και τροφαίς οντως έθρεψας, ως σιτοδότης μέγας, σαρκός και του Πνεύματος, εν τη Ρωσία πάση, Λουκά αξιάγαστε᾽) (κάθισμα όρθρου). Ο άγιος Λουκάς όμως αποτελεί και τον νέο ομολογητή της πίστεως. Υπερασπίστηκε με θυσία της ζωής του – με φυλακές, εξορίες, διωγμούς -  τη χριστιανική πίστη όχι μόνο απέναντι στην ανοησία των αθέων, αλλά και απέναντι στους σχισματικούς που έπαιζαν το παιχνίδι της άθεης εξουσίας, κι ακόμη απέναντι και σε θεωρούμενους ῾δικούς᾽ του ανθρώπους. ῾Η σταθερή σου πίστη και ένσταση κλόνισε τις ανοησίες των τυράννων, ξήρανε τον χείμαρρο των σχισματικών κι έδωσε θάρρος στα πλήθη της Εκκλησίας᾽(῾Η εδραία σου πίστις και ένστασις τας των τυραννούντων ανοίας διέσεισε, σχισματικών τον χειμάρρουν εξήρανε και της Εκκλησίας τα πλήθη εθάρρυνε᾽) (λιτή). ῾Δέχτηκες ολομέτωπο πράγματι πόλεμο και την εχθρότητα από τους άθεους άνδρες, τους ψευδάδελφους ιερείς και τους θεωρούμενους δικούς σου, αλλά συ προχώρησες περιχαρής στα σκάμματα της καλής ομολογίας᾽(῾Ολομέτωπον εδέχθης όντως πόλεμον και την εχθρότητα εκ των αθέων ανδρών, θυτών ψευδαδέλφων τε, και των οικείων σου, αλλ᾽ εχώρησας περιχαρής εις σκάμματα της καλής ομολογίας᾽) (ωδή ζ´).

Στους αγώνες του υπέρ της πίστεως, όπου ῾περπατούσε την οδό του Χριστού την επίπονη, στενή και θλιμμένη᾽(῾οδόν Χριστού την επίπονον, στενήν και τεθλιμμένην διώδευσας᾽) (ωδή στ´), είχε ως άμεση βοήθεια εκτός από τον ίδιο τον Κύριο και την αγαπημένη του Παναγία Μητέρα του Κυρίου. Η Παναγία ήταν αυτή που επικαλείτο πάντοτε και έβλεπε την άμεση αρωγή της και στις διάφορες πάντοτε ιατρικές εγχειρίσεις του, αλλά και σε όλη τη ζωή του. ῾Έβαλες τη θεία εικόνα της μητέρας του Κυρίου μπροστά στα μάτια σου, πανεύφημε, παίρνοντας δύναμη και θάρρος από αυτήν στις εγχειρίσεις σου, Λουκά᾽(῾Εικόνα την θείαν της μητρός του Κυρίου έθηκας προ οφθαλμών σου, πανεύφημε, λαμβάνων δύναμιν εξ αυτής και θάρσος εν ταις εγχειρίσεσι, Λουκά᾽) (στιχηρό εσπερινού). ῾Η εικόνα της Θεοτόκου κρεμόταν στο χειρουργείο σαν πηγή αγιάσματος, θάρρους και ελπίδας, από την οποία λάμβανες θεία δύναμη, Πάτερ, και θεράπευες τα τραύματα των ασθενών᾽(῾Η εικών της Θεοτόκου ως πηγή αγιάσματος, θάρσους και ελπίδος εν τω χειρουργείω εκρέματο, εξ ης ελάμβανες, Πάτερ, θείαν δύναμιν και τα τραύματα των ασθενών εθεράπευες᾽) (ωδή δ´). Έτσι λειτουργεί πάντα ένας άγιος: χρησιμοποιεί τις δυνάμεις του, αξιοποιεί όλα τα χαρίσματα που του έχει δώσει ο Θεός, αλλά γνωρίζει ότι τελικώς τα πάντα εξαρτώνται από τη χάρη του Θεού και τη δύναμη των αγίων Του.

Ο π. Ιωήλ υμνολογώντας την κατά Χριστό πολιτεία του αγίου Λουκά δίνει πάρα πολλές αφορμές για πολλά θέματα της χριστιανικής πίστεως και ζωής. Παραλείποντας πολλά και σημαντικά άλλα, αναφέρουμε ακόμη ένα: ο άγιος, πριν γίνει ιερέας και έπειτα μοναχός και επίσκοπος, υπήρξε έγγαμος. Η αρχική επιλογή της κατά Χριστόν ζωής του ήταν ο έγγαμος βίος, στον οποίο στάθηκε ως πρότυπο. Τι μας επισημαίνει ο π. Ιωήλ; Κινούμενος ο άγιος Λουκάς από αγάπη του Χριστού επέλεξε αυτό που έβλεπε ως χάρισμα του Θεού στον ίδιο: τον έγγαμο βίο. Κι είναι βεβαίως γνωστό ότι η Εκκλησία μας δύο δρόμους προτείνει, πλην εκτάκτων περιπτώσεων, για τον χριστιανό: τον έγγαμο βίο ή τον μοναχικό βίο. Διότι και στους δύο μπορεί να πραγματοποιηθεί το θέλημα του Θεού, δηλαδή η πνευματική του προαγωγή προς ένωση με τον Χριστό. Ποτέ η μονομέρεια του ενός ή του άλλου δρόμου δεν ήταν η πρόταση της Εκκλησίας. Ο πιστός καλείται να κοιτάξει μέσα του, να δει πού κλίνει η καρδιά του και να επιλέξει ό,τι του ταιριάζει. Προσπάθειες από ορισμένους να εκβιάσουν καταστάσεις, να σπρώξουν χωρίς τη θέληση του ανθρώπου σε έναν από τους δύο δρόμους, είναι εκτός της χάρης του Θεού και του αγίου θελήματός Του. Ο άγιος υμνογράφος λοιπόν μεταξύ άλλων επί του θέματος σημειώνει: ῾Αγάπησες από παιδί τον Χριστό και προτίμησες την έγγαμη ζωή, Λουκά σεβασμιώτατε, και έγινες το άριστο πρότυπο του γάμου, πάτερ, με τον καθαρό τρόπο ζωής σου᾽(῾Χριστόν αγαπήσας παιδιόθεν, προείλες την έγγαμον ζωήν, Λουκά σεβασμιώτατε, και γέγονας το πρότυπον του γάμου, πάτερ, άριστον, τη καθαρά πολιτεία σου᾽) (ωδή γ´).

Δεν θέλουμε να μακρηγορήσουμε. Θα ήταν όμως ώρα χάρης πράγματι για τον καθένα να μάθει περισσότερα για τον άγιο Λουκά τον νέο. Η ιερά Μονή Σαγματά της Μητροπόλεως Θηβών και Λεβαδείας θεωρείται στην Ελλάδα το κέντρο αναφοράς στον άγιο. Ο ηγούμενός της π. Νεκτάριος Αντωνόπουλος (νυν μητροπολίτης Αργολίδος) έχει γράψει εξαιρετικό βιβλίο γι᾽ αυτόν, η ιερά Μονή έχει τεμάχια των λειψάνων του, πάμπολλα θαύματα έγιναν και γίνονται με την προσκυνηματική επίσκεψη πιστών εκεί. Ο υμνογράφος δεν μπορεί να μην κάνει συγκεκριμένη αναφορά. ῾Η Μονή του Σαγματά χαίρει, Λουκά επίσκοπε. Διότι έχοντας σαν πάντιμο δώρο μέρος των λειψάνων σου πανηγυρίζει σήμερα τη θεία μνήμη σου και υμνεί τα πολυάριθμα ιάματα στη Ρωσία και εδώ᾽(῾Η του Σαγματά Μονή επαγάλλεται, Λουκά επίσκοπε, ως γαρ δώρον πάντιμον των σων λειψάνων σχούσα μερίσματα πανηγυρίζει σήμερον την θείαν μνήμην σου, και γεραίρει τα σα πολυάριθμα εν Ρωσία και ώδε ιάματα᾽) (ωδή θ´κ.α.). 


  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...